Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Τὸ περιορισμένο τῆς γνώσεώς μας γιὰ τὸ Θεὸ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης Τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ



Ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης, τοι­χο­γρα­φία τοῦ Θε­ο­φά­νους τοῦ Κρη­τός (1527).

ἐσωτερικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς

Η ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΙ­ΝΗ ψυχὴ «κι­νεῖ­ται φυ­σι­κὰ πρὸς τὸ ἀό­ρα­το κάλ­λος». Ὁ ἄν­θρω­πος ἔχει μιὰ «ἐσω­τε­ρι­κὴ ἄϋλη δύ­να­μη» ποὺ τὸν κα­θι­στᾶ ἱκανὸ νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ πνευ­μα­τι­κό. «Ὅποιος κα­θαί­ρει τὴν ψυχή του ἔστω καὶ λίγο θὰ δεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς σὲ ὅλη τὴν κα­θα­ρό­τη­τά της, καὶ θὰ δεῖ τὴν πρό­θε­ση ποὺ εἶχε ὁ Θεὸς ὅταν δη­μιουρ­γοῦ­σε τὶς ψυχές μας. Θὰ ἀνα­κα­λύ­ψει ὅτι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύση ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία της ἔχει τὴν ἐπι­θυ­μία γιὰ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ τέ­λειο, καὶ ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀν­θρώ­που ἑνώ­θη­κε μὲ μιὰ ἀπαθὴ καὶ ἁγία ἀγάπη γιὰ τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη Εἰ­κό­να, τῆς ὁποί­ας ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι τὸ ὁμοί­ω­μα». Αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἕλξη κά­νουν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ δο­κι­μά­ζει μιὰ ἀτέ­λειω­τη λα­χτά­ρα γιὰ τὸ Θεό, ὁ Ὁποῖ­ος εἶναι ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς ὅλων τῶν ἐπι­θυ­μιῶν καὶ ὅλων τῶν σκέ­ψε­ων.

αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δυναμικὴ καὶ δυνητικὰ ἄπειρη φύση τοῦ ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου

ΑΥΤΟΣ ὁ σκο­πός, ὅμως, εἶναι ἀπρό­σι­τος καὶ δὲν μπο­ρεῖ ποτὲ νὰ ἐπι­τευ­χθεῖ. «Ἂς μά­θου­με γιὰ τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὰ Εὐ­αγ­γέ­λια», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος. «Γνω­ρί­ζου­με ὅτι τὸ πιὸ ὑπέ­ρο­χο τέρμα τῆς τέ­λειας ἀρε­τῆς εἶναι ἡ ἀρετὴ νὰ μὴν ἔχει κα­νέ­να ὅριο ἢ τε­λι­κὸ τέρμα. Ὑπάρ­χει μόνο ἕνα ὅριο στὴν ἀρετή: πρέ­πει νὰ ἀγω­νί­ζε­ται νὰ εἶναι χωρὶς τέλος. Πι­θα­νὸν ἡ τε­λεί­ω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ώς μας νὰ συ­νί­στα­ται στὸ νὰ ἔχου­με ἕνα ὅραμα τῆς ὀμορ­φιᾶς μέσα μας ποὺ νὰ εἶναι τέ­τοιο ὥστε νὰ ἐπι­θυ­μοῦ­με πάν­το­τε μιὰ με­γα­λύ­τε­ρη ἀκόμα ὀμορ­φιά». Ἐπι­πλέ­ον, «εἶναι ἐπι­κίν­δυ­νο νὰ στα­μα­τή­σου­με σ’ αὐτὴν τὴν προ­ο­δευ­τι­κὴ κί­νη­ση, γιατὶ κάθε ἀγαθὸ πε­ριο­ρί­ζε­ται μόνο ἀπὸ ἐκεῖ­νο ποὺ ἀν­τι­τί­θε­ται σ’ αὐτό… Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸ τέλος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θα­νά­του, μιὰ στάση στὸ δρόμο πρὸς τὴν ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ δρό­μου πρὸς τὸ κακό». Ὁ ἀγώ­νας δὲν ἔχει τέλος. Πρέ­πει νὰ εἶναι ἀδιά­λει­πτος γιατὶ στό­χος του εἶναι ἡ αἰ­ω­νιό­τη­τα. Ἡ αἰ­ω­νιό­τη­τα τοῦ Θεοῦ προσ­διο­ρί­ζει τὴ δυ­να­μι­κὴ καὶ δυ­νη­τι­κὰ ἄπει­ρη φύση τοῦ ἀγώνα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ τε­λειώ­σει τὸν ἑαυτό του, στὸν ὁποῖο κάθε πράξη εἶναι πάντα ἡ πηγὴ πε­ραι­τέ­ρω πρά­ξε­ων ποὺ θὰ ἐκτεί­νον­ται πέρα ἀπὸ τὴ γήινη ζωὴ καὶ τὸ χρόνο. Ὁ Γρη­γό­ριος τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει αὐτὸ ὡς «πλη­ρό­τη­τα ἡ ὁποία δὲν θὰ τερ­μα­τι­σθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸν κο­ρε­σμό».
Νυμ­φί­ος λέγει διαρ­κῶς στὴν ψυχὴ νὰ ἐγερ­θεῖ καὶ νὰ ἔλθει σ’ Αὐτόν. Γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο ὁ ὁποῖ­ος ἔχει ἀλη­θι­νὰ ἐγερ­θεῖ ἡ διαρ­κὴς ἀνάγ­κη νὰ ἐγεί­ρε­ται δὲν θὰ στα­μα­τή­σει ποτέ, καὶ γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἔχει ξε­κι­νή­σει γιὰ νὰ βρεῖ τὸν Κύριο, ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδη­γεῖ στὴ διάρ­κεια τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ δια­νυ­θεῖ ὅλη ποτέ». Πρέ­πει νὰ ἐγει­ρό­με­θα χωρὶς νὰ στα­μα­τοῦ­με, καὶ ὅταν ἀκόμα προ­σεγ­γί­ζου­με τὸ τέρμα πρέ­πει νὰ μὴ στα­μα­τοῦ­με ποτὲ νὰ προ­χω­ροῦ­με. Ὁ Κύ­ριος εἶπε, «Ὁ διψῶν ἐρ­χέ­σθω πρός με καὶ πι­νέ­τω» (Ἰω. 7,37). Ὁ Γρη­γό­ριος ἐξη­γεῖ: «Ὁ Κύ­ριος δὲν ἔθεσε ἕνα ὅριο σ’ αὐτὴν τὴ δίψα, οὔτε στὴν προ­σπά­θεια ποὺ χρειά­ζε­ται γιὰ νὰ τὸν πλη­σιά­σεις, οὔτε στὴν ἀπό­λαυ­ση ποὺ θὰ ἔχου­με ὅταν πί­νου­με. Ἀν­τί­θε­τα, δὲν ἔθεσε ἕναν ἀκρι­βὴ χρόνο, ἀλλὰ μᾶς συμ­βου­λεύ­ει νὰ δι­ψοῦ­με καὶ νὰ πί­νου­με διαρ­κῶς, καὶ νὰ προ­σπα­θοῦ­με πάν­το­τε νὰ Τὸν πλη­σιά­ζου­με». Μιὰ ἀλη­θι­νὴ γνώση τοῦ Θεοῦ τὴν προ­σεγ­γί­ζου­με διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς δίψας, τῆς προ­σπά­θειας, καὶ τοῦ σθε­να­ροῦ ἀγώνα. Εἶναι τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα μιᾶς ἐπι­θυ­μί­ας ποὺ εἶναι τόσο ἰσχυ­ρὴ ὅσο τὸ πάθος τῆς ἀγά­πης, τοῦ «ἔρω­τος». Στὴν Ἁγία Γραφὴ τὸ Ἆσμα Ἀσμά­των χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν εἰ­κό­να ἑνὸς γάμου γιὰ νὰ πα­ρα­στή­σει «τὴν ἀσώ­μα­τη, πνευ­μα­τι­κή, καὶ ἄϋλη ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ «στέλ­νει σὲ κεί­νους ποὺ εἶναι γιὰ νὰ σω­θοῦν τὸ δια­λεγ­μέ­νο βέλος τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς Του Υἱοῦ, ἔχον­τας πρῶτα βυ­θί­σει τὴν τρι­πλὴ αἰχμὴ τοῦ βέ­λους μέσα στὸ Πνεῦ­μα τῆς ζωῆς». Αὐτὸ τὸ βέλος εἶναι ἡ πίστη. Καθὼς ἡ ψυχὴ ἀνέρ­χε­ται πρὸς τὸ Θεό, «βλέ­πει μέσα της αὐτὸ τὸ γλυκὸ βέλος», «ἕνα βέλος φλο­γε­ρῆς ἀγά­πης», «καὶ τὸ γλυκὸ βά­σα­νο τοῦ πά­θους πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται». Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ ἡ λα­χτά­ρα νὰ ἑνω­θοῦ­με μαζί Του.
Θεὸς εἶναι ἀπρό­σι­τος, ἀλλὰ ὁ ἄν­θρω­πος ἐκ φύ­σε­ως λα­χτα­ρᾶ νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θεὸ ὡς τὸ ὕψι­στο ἀγαθό του. Ἡ ὁδὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸ Θεὸ προσ­διο­ρί­ζε­ται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀν­τί­φα­ση. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπε­ρά­νω τῆς γνώ­σε­ως, ἀλλὰ μπο­ρεῖ νὰ ἀνα­γνω­ρι­στεῖ στὸ κάθε τι ὁλό­γυ­ρά μας. Εἶναι ἔξω καὶ ὑπε­ρά­νω τοῦ κό­σμου καὶ ὑψη­λό­τε­ρα ἀπὸ κάθε οὐσία, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ Δη­μιουρ­γὸς καὶ Τε­χνί­της τοῦ κό­σμου, καὶ γι’ αὐτὸ μπο­ρεῖ νὰ γίνει ἀν­τι­λη­πτὸς καὶ γνω­στὸς μέσῳ αὐτοῦ. «Μὲ τὴ βο­ή­θεια τῶν ὁρα­τῶν πραγ­μά­των ἡ Σοφία καὶ ὁ Λόγος τοῦ Τε­χνί­τη δια­κη­ρύσ­σον­ται στὶς καρ­διές μας», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος, «καὶ ἀπὸ τὴ Σοφία ποὺ εἶναι ὁρατὴ στὸ σύμ­παν μπο­ροῦ­με νὰ εἰ­κά­σου­με γιὰ τὴ Σοφία ποὺ δη­μιούρ­γη­σε τὰ πάντα».
Δη­μιουρ­γὸς ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ψυχὴ καὶ εἶναι ὁρα­τὸς σ’ αὐτήν, ἡ ὁποία φέρει τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θεοῦ ἔστω κι’ ἂν ἔχει μιαν­θεῖ καὶ ἔχει γίνει ἀκά­θαρ­τη. «Τὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ ἔχει τεθεῖ μέσα σας», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος, «σᾶς ἔχει σφρα­γί­σει μὲ τὴν εἰ­κό­να τῶν ἀγα­θῶν πραγ­μά­των τῆς δικῆς Του φύ­σε­ως κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἕνα σχέ­διο τυ­πώ­νε­ται στὸ κερί». Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νὰ εἶναι ἱκα­νὸς νὰ βλέ­πει τὸ Θεὸ μέσα στὴ δική του ψυχή, ἡ ὁποία γι’ αὐτὸν τὸ λόγο πρέ­πει νὰ δια­τη­ρεῖ­ται τόσο κα­θα­ρὴ ὅσο ὁ κα­θρέ­φτης. Ἡ ψυχὴ θὰ πρέ­πει νὰ εἶναι ἐλεύ­θε­ρη ἀπὸ κάθε τι ξένο πρὸς αὐτήν, ὅπως φι­λή­δο­νες ροπὲς καὶ βίαια πάθη, τὰ ὁποῖα πα­ρα­μορ­φώ­νουν τὴν ἐπι­φά­νειά της καὶ κα­θι­στοῦν ἀδύ­να­το τὸ νὰ ἀνα­κλα­σθεῖ ἐπάνω της ἡ ἀλή­θεια. Τὸ σῶμα πρέ­πει νὰ ὑπνώτ­τει καὶ νὰ εἶναι ἀδρα­νές. Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει «ν’ ἀφή­νει κάθε τι ποὺ εἶναι ὁρατό», «νὰ στέ­κε­ται ἔξω ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο», «νὰ ἐλευ­θε­ρώ­νε­ται ἀπὸ τὸ κα­τα­φύ­γιο τῆς σάρ­κας», «νὰ ἐξα­φα­νί­ζει ἀπὸ μπρο­στά του κάθε τι τὸ πε­ριτ­τὸ καὶ ὑλικό», «γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ με­τα­μορ­φω­θεῖ πλή­ρως σὲ ἕνα πνευ­μα­τι­κὸ καὶ ἄϋλο ὂν καὶ νὰ κα­τα­στεῖ ἡ κα­θα­ρὴ ἀνά­κλα­ση τοῦ κάλ­λους τοῦ Ἀρ­χε­τύ­που του». Μιὰ κε­κα­θαρ­μέ­νη ψυχὴ «δὲν θὰ πρέ­πει νὰ πε­ριέ­χει τί­πο­τε ἄλλο παρὰ τὸ Θεό, καὶ δὲν θὰ πρέ­πει νὰ προ­σέ­χει τί­πο­τε ἄλλο». Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὅμοιος μὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει κα­θαρ­θεῖ μὲ διαρ­κὴ προ­σπά­θεια καὶ ἄγρυ­πνη θέ­λη­ση θὰ ἀν­τα­να­κλᾶ τὸ Θεό.

ψυχὴ καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

«ΟΠΟΙΟΣ­ΔΗ­ΠΟ­ΤΕ τότε κοι­τά­ξει τὸν ἑαυτό του θὰ δεῖ μέσα του αὐτὸ ποὺ εἶχε ἐπι­θυ­μή­σει, γιατὶ βλέ­πον­τας τὴ δική του κα­θα­ρό­τη­τα θὰ δεῖ τὴν εἰ­κό­να τοῦ Ἀρ­χε­τύ­που του. Ἂν κοι­τά­ξε­τε τὸν ἥλιο μέσα σ’ ἕναν κα­θρέ­φτη, ἔστω κι’ ἂν δὲν ἔχετε στρέ­ψει τὰ μάτια σας στὸν οὐ­ρα­νό, βλέ­πε­τε πάλι τὴ λάμψη του ὄχι λι­γό­τε­ρο ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ κοι­τά­ζουν τὸν ἀλη­θι­νὸ κύκλο τοῦ ἥλιου. Κατὰ τὸν ἴδιο αὐτὸν τρόπο ὁ Κύ­ριος σᾶς λέγει ὅτι, ἂν καὶ δὲν ἔχετε τὴ δύ­να­μη νὰ κοι­τά­ξε­τε κα­τά­μα­τα τὸ φῶς, γυ­ρί­ζον­τας στὴν ἀρ­χέ­γο­νη κα­τά­στα­ση τῆς χά­ρι­τος, μέσα στὴν ὁποία σᾶς δό­θη­κε ἡ εἰ­κό­να σας στὴν ἀρχή, θὰ ἔχετε ὅ,τι ἀνα­ζη­τᾶ­τε μέσα σας. Ἡ κα­θα­ρό­τη­τα, ἡ ἀπά­θεια, καὶ ἡ ἀπο­φυ­γὴ ὅλων τῶν κακῶν εἶναι θεῖες, καὶ ἂν ὅλα αὐτὰ εἶναι μέσα σας, τότε δὲν ὑπάρ­χει ἀμ­φι­βο­λία ὅτι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μέσα σας. Ὅταν οἱ σκέ­ψεις σας κα­θαρ­θοῦν ἀπὸ τὸ κακό, ἐλευ­θε­ρω­θοῦν ἀπὸ τὸ πάθος, καὶ ἀπο­μα­κρυν­θοῦν ἀπὸ κάθε τι τὸ βέ­βη­λο, θὰ σᾶς δοθεῖ ἡ εὐ­λο­γία τῆς ὀξεί­ας ὅρα­σης, γιατὶ κα­θαί­ρον­τας τὸν ἑαυτό σας ἔχετε δεῖ ὅ,τι εἶναι ἀό­ρα­το γιὰ τοὺς ἀκά­θαρ­τους· καὶ ὅταν ἀπο­μα­κρύ­νε­τε τὴν ὁμί­χλη τοῦ ὑλι­κοῦ κό­σμου ἀπὸ τὰ πνευ­μα­τι­κά σας μάτια, θὰ δεῖτε κα­θα­ρὰ τὴ μα­κα­ριό­τη­τα, στὸν κα­θα­ρὸ οὐ­ρα­νὸ τῆς καρ­διᾶς σας. Τί θὰ δεῖτε; Κα­θα­ρό­τη­τα, ἁγιό­τη­τα, ἁπλό­τη­τα, καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀν­ταύ­γειες τοῦ Θεοῦ, καὶ μέσα σ’ αὐτὲς θὰ δεῖτε τὸ Θεό». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλὴ θέα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀλη­θι­νὴ κοι­νω­νία μαζί του. «Ὁ Θεὸς δὲν προ­σφέ­ρε­ται στὴν κα­θα­ρὴ ψυχὴ σὰν κά­ποιο θέαμα».

ἐπίδραση τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Πλωτίνου

ΟΙ ΙΔΕΕΣ τοῦ Γρη­γο­ρί­ου δεί­χνουν τὴν ἐπί­δρα­ση τοῦ Πλω­τί­νου, ὁ ὁποῖ­ος δί­δα­σκε ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θεὸ μόνο ἂν γνω­ρί­σει τὸν ἑαυτό του. Ἡ ψυχὴ πρέ­πει νὰ συγ­κεν­τρω­θεῖ στὸν ἑαυτό της, νὰ αὐ­το­συγ­κεν­τρω­θεῖ, νὰ γνω­ρί­σει τὸν ἑαυτό της, καὶ μέσῳ αὐτοῦ θὰ ἔρθει σὲ μιὰ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς πρέ­πει νὰ κα­θαρ­θεῖ γιὰ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπι­στρέ­ψει στὴν ἀρ­χέ­γο­νη ὁμοιό­τη­τά του πρὸς Αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ὁμοιό­τη­τα εἶναι τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποί­ου ὁ νοῦς γνω­ρί­ζει τὸ Θεὸ γιατὶ, ὅπως γρά­φει ὁ Πλά­τω­νας στὸν Μέ­νω­να (80 Ε), «αὐτὸ ποὺ εἶναι ὅμοιο ἀνα­γνω­ρί­ζε­ται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὅμοιό του».

Μωϋσῆς καὶ ἡ μυστικὴ ἄνοδος πρὸς τὸν Θεό


Τὸ Ὄρος Σινᾶ, σκηνὴ ἀπὸ τὸ Τρί­πτυ­χο τῆς Μο­δέ­νας τοῦ Δο­μή­νι­κου Θε­ο­το­κό­που­λου (1560-1565 ἢ 1568).

Ο ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟΣ βλέ­πει ἕνα πα­ρά­δειγ­μα τῆς μυ­στι­κῆς ἀνό­δου πρὸς τὸ Θεὸ στὸ πρό­σω­πο τοῦ Μωϋ­σέ­ως τοῦ Νο­μο­δό­του καὶ στὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θεοῦ πάνω στὸ Ὄρος Σινᾶ. Ὁ λαὸς δια­τά­χθη­κε νὰ κα­θαρ­θεῖ, καὶ τὸ ὄρος κα­λύ­φθη­κε μ’ ἕνα σύν­νε­φο καὶ φω­τί­στη­κε ἀπὸ φωτιά. «Μόνο ἀπὸ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς ἄλλο μέσον ὁ ἀέρας δια­μορ­φώ­θη­κε σὲ ἐπι­μέ­ρους λέ­ξεις. Αὐτὲς οἱ λέ­ξεις δὲν ἦταν ἁπλῶς εὐ­κρι­νεῖς, ἀλλὰ προ­κή­ρυτ­ταν τὶς θεῖες ἐν­το­λές». Ὁ λαὸς φο­βό­ταν νὰ ἀνέ­βει στὸ βουνὸ γιὰ νὰ ἀκού­σει, καὶ μόνο ὁ Μωϋ­σῆς εἰ­σῆλ­θε μέσα στὸ νέφος. Ὁ ἴδιος ἔγινε ἀό­ρα­τος, ὅταν εἰ­σέ­δυ­σε μέσα στὸ ἀνέκ­φρα­στο μυ­στή­ριο τοῦ Θεοῦ καὶ ἦλθε σὲ κοι­νω­νία μὲ τὸν Ἀό­ρα­το. «Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θεοῦ ἀρ­χί­ζει μὲ φῶς, καὶ ὁ Μωϋ­σῆς εἶδε κά­πο­τε τὸ Θεὸ μέσα στὴ λάμψη Του στὴν Καιό­με­νη Βάτο. Τώρα, ὄντας πλη­σιέ­στε­ρα πρὸς τὴν τε­λεί­ω­ση, εἶδε τὸ Θεὸ μέσα σ’ ἕνα νέφος καί, προ­φυ­λασ­σό­με­νος ἀπὸ ἕνα νέφος, με­τεῖ­χε στὴν αἰ­ώ­νια ζωή». Κατὰ τὴν ἑρ­μη­νεία τοῦ Γρη­γο­ρί­ου τὰ πρῶτα βή­μα­τα μα­κριὰ ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς πλά­νης εἶναι φῶς. Μιὰ προ­σε­κτι­κώ­τε­ρη ἐξέ­τα­ση αὐτοῦ ποὺ προ­κύ­πτει ὁδη­γεῖ σ’ ἕνα νέφος, ποὺ ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τὰ ὁρατὰ πράγ­μα­τα. Τέλος, ἡ ψυχὴ εἰ­σέρ­χε­ται στὸ ἐν­δό­τα­το ἄδυτο τῆς γνώ­σε­ως τοῦ Θεοῦ «τὸ ὁποῖο πε­ρι­τυ­λί­γε­ται ἀπὸ ὅλες τὶς πλευ­ρὲς ἀπὸ τὸ θεῖο νέφος. Κάθε τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ὁρα­θεῖ καὶ νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ πα­ρα­μέ­νει ἀπέξω, καὶ ὅλα ὅσα ἀφή­νον­ται στὴν ὅραση τῆς ψυχῆς εἶναι ἐκεῖ­να ποὺ εἶναι ἀό­ρα­τα καὶ ἀκα­τα­νόη­τα. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ νέφος εἶναι ὁ Θεός». Ὁ Θεὸς εἶναι «πέρα ἀπὸ τὸ βε­λη­νε­κὲς τῆς νο­ή­σε­ως».
ἄν­θρω­πος ἀνέρ­χε­ται, ἡ «ἀπρό­σι­τη φύση τοῦ Θεοῦ» ἀπο­κα­λύ­πτε­ται βαθ­μιαί­ως σ’ αὐτὸν καὶ τὸ λο­γι­κὸ βλέ­πει τὸ Θεὸ μέσα στὸ «ἀό­ρα­το καὶ ἀκα­τα­νόη­το», μέσα «σ’ ἕνα ἀκτι­νο­βό­λο σύν­νε­φο». Ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ φθά­σει αὐτὸ τὸ σύν­νε­φο, κα­τα­λα­βαί­νει ὅτι βρί­σκε­ται τόσο μα­κριὰ ἀπὸ τὴν τε­λεί­ω­ση, σὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ ξε­κι­νή­σει τὴν ἄνοδο. Κατὰ τὸν Γρη­γό­ριο, αὐτὴ εἶναι ἀκρι­βῶς ἡ ὑψη­λό­τε­ρη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀλή­θειες. Ἡ ἀλη­θι­νὴ γνώση μας εἶναι ὅτι δὲν γνω­ρί­ζου­με καὶ οὔτε μπο­ροῦ­με νὰ γνω­ρί­σου­με, γιατὶ αὐτὸ ποὺ ζη­τοῦ­με εἶναι πέρα ἀπὸ τὴ γνω­στι­κή μας δύ­να­μη. Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση του ὁ Θεὸς εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ γνώση καὶ τὴν κα­τα­νόη­ση. Ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς θε­ο­λο­γί­ας πρέ­πει νὰ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπρό­σι­τος. Αὐτὸ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ διὰ τῆς «θε­ω­ρί­ας» δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­φρα­στεῖ ἐν­νοιο­λο­γι­κά. Ὅποιος ἰσχυ­ρί­ζε­ται ὅτι ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ γνω­σθεῖ δεί­χνει ἁπλῶς ὅτι ἔχει ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν Ἕνα ὁ Ὁποῖ­ος πραγ­μα­τι­κὰ ὑπάρ­χει, κι ἔχει βάλει στὴ θέση του κάτι ποὺ ὑπάρ­χει μόνο στὴ φαν­τα­σία του καὶ τὸ ὁποῖο δὲν πε­ριέ­χει ἀλη­θι­νὴ ζωή, γιατὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­φρα­στεῖ μὲ ἔν­νοιες.
Μωϋ­σῆς ὁδη­γή­θη­κε μέσα στὸ ἀχει­ρο­ποί­η­το θυ­σια­στή­ριο, κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὕψι­στη δυ­να­τό­τη­τα τῆς «θε­ω­ρί­ας». Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τα­σκεύ­α­σε μιὰ ὑλικὴ ἀπο­μί­μη­ση αὐτοῦ τοῦ θείου ναοῦ κατ’ ἐν­το­λὴν τοῦ Θεοῦ, ὥστε αὐτὸ τὸ θαῦμα νὰ μὴν ξε­χα­στεῖ καὶ νὰ με­τα­φρα­σθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸν κα­τώ­τε­ρο κόσμο. Κατὰ τὴν ἐξή­γη­ση τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, αὐτὸ τὸ ἄϋλο θυ­σια­στή­ριο εἶναι ὁ Χρι­στός, ἡ Δύ­να­μη καὶ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ θυ­σια­στή­ριο ὁ Μωϋ­σῆς εἶδε τὶς πνευ­μα­τι­κὲς δυ­νά­μεις ποὺ στη­ρί­ζουν τὸ σύμ­παν. Ὁ Γρη­γό­ριος ἀκο­λου­θεῖ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Φί­λω­νος ἐξη­γών­τας τὴ συμ­βο­λι­κὴ ση­μα­σία τῶν ἱε­ρα­τι­κῶν ἐν­δυ­μά­των.
Μωϋ­σῆς κα­τέ­βη­κε στὸ λαό του μὲ τὶς δέκα ἐν­το­λὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖ­ος ἦταν ὁ πρω­ταί­τιος τῆς οὐ­σί­ας τους καὶ τῆς λε­κτι­κῆς τους δια­τυ­πώ­σε­ως. Ὁ λαός, ὅμως, εἶχε ἁμαρ­τή­σει καὶ εἶχε κα­τα­στεῖ ἀνά­ξιος αὐτῆς τῆς δω­ρε­ᾶς. Ὁ Μωϋ­σῆς ἔσπα­σε τὶς πλά­κες καὶ δια­τά­χθη­κε νὰ γρά­ψει και­νούρ­γιες, καὶ πάνω σ’ αὐτὲς ποὺ ἔγι­ναν ἀπὸ γήινο ὑλικὸ ὁ Θεὸς ξα­να­έ­γρα­ψε τὸ νόμο Του. Ὁ Γρη­γό­ριος θε­ω­ρεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀλ­λη­γο­ρι­κὴ ἀπει­κό­νι­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἦταν κά­πο­τε ἀκα­τά­στρε­πτοι καὶ ἀθά­να­τοι. Πλά­στη­καν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ νόμος Του εἶχε ἐγ­χα­ρα­χθεῖ πάνω τους ὡς ἐγ­καλ­λώ­πι­σμά τους. Κα­τα­θρυμ­μα­τί­στη­καν μὲ τὴν πτώση τους στὴ γῆ ἀλλὰ ἀπο­κα­τα­στά­θη­καν ἀπὸ τὸ Χρι­στό, τὸν ἀλη­θι­νὸ Νο­μο­θέ­τη, ὁ ὁποῖ­ος ἐγ­χά­ρα­ξε πάλι τὸ λίθο τους μὲ τὴ δική Του σάρκα. Γιὰ τὸν Γρη­γό­ριο, τὰ ὑψη­λό­τε­ρα στά­δια «θε­ω­ρί­ας» ἀπο­κα­λύ­πτουν τὸν Χρι­στό, τὸν Σαρ­κω­θέν­τα Λόγο, τὴ «φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς». Εἶναι Αὐτὸς ποὺ εἶδαν οἱ μυ­στι­κοὶ προ­φῆ­τες τῆς Πα­λαιᾶς Δια­θή­κης. Γι’ Αὐτὸν γρά­φτη­κε τὸ «Ἆσμα Ἀσμά­των».
Γρη­γό­ριος βλέ­πει τὸν Μωϋσῆ ὡς με­γά­λον μυ­στι­κό. Ὁ Μωϋ­σῆς κα­θάρ­θη­κε καὶ ἀνέ­βη­κε στὸ ὄρος ὅπου μυ­ή­θη­κε στὰ μυ­στή­ρια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πα­ρά­δειγ­μα γιὰ κάθε ψυχή. Κάθε ψυχὴ θὰ πρέ­πει νὰ ἔχει τὴν πίστη νὰ πλη­σιά­ζει κον­τύ­τε­ρα τὸ Θεὸ μέσα στὸ ἀδια­πέ­ρα­στο νέφος Του, καὶ θὰ πρέ­πει νὰ γίνει ὁ λι­θο­ξό­ος τοῦ ἑαυ­τοῦ της ὥστε οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Θεοῦ νὰ χα­ρα­χθοῦν πάνω σ’ αὐτὴν ὅπως χα­ρά­χτη­καν πάνω στὶς πλά­κες τοῦ Μωϋ­σέ­ως. Τότε ἡ ψυχὴ θὰ μπεῖ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς «θεϊ­κῆς νύ­χτας», καὶ ὁ Νυμ­φί­ος θὰ ’ρθεῖ σ’ αὐτήν. Ὁ Νυμ­φί­ος, ὅμως, δὲν θὰ ἀπο­κα­λυ­φθεῖ, γιατὶ πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἀπο­κα­λυ­φθεῖ κάτι τὴ νύχτα. Θὰ στα­θεῖ στὴ θύρα καὶ θὰ χτυ­πή­σει. Θὰ δώσει ση­μεῖο τῆς πα­ρου­σί­ας Του, ἀλλὰ δὲν θὰ μπεῖ μέσα, γιατὶ ἦλθε γιὰ νὰ κα­λέ­σει. Ἀκόμα καὶ ἂν ἡ ὁδὸς φθά­σει στὸ ὕψι­στο ση­μεῖο της, πρέ­πει νὰ ξα­ναρ­χί­σει πάλι. «Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκα­τα­νόη­το εἶναι ἀπεί­ρως με­γα­λύ­τε­ρο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με. Ὁ Νυμ­φί­ος ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴν ψυχὴ πολ­λὲς φορές, ἀλλὰ μὲ τὴ φωνή Του ἀπο­κα­λύ­πτει στὴ Νύμφη Του ὅτι δὲν Τὸν ἔχει ἀκόμα δεῖ». Ἕνας ἄν­θρω­πος ποὺ στέ­κε­ται στὴν ὄχθη ἑνὸς πο­τα­μοῦ θὰ εἶναι πάντα στὸ ἀρ­χι­κὸ ση­μεῖο τῆς πα­ρα­τη­ρή­σε­ώς του γιατὶ τὰ νερὰ τρέ­χουν συ­νε­χῶς καὶ ἡ ροή τους μόνο ἀρ­χί­ζει.
Γρη­γό­ριος σχο­λιά­ζει ἐπί­σης τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θεοῦ στὸ Μωϋσῆ στὴ ρωγμὴ τοῦ βρά­χου (Ἔξο­δος 33,18-23). Ὁ Μωϋ­σῆς ζή­τη­σε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δεί­ξει τὴ δόξα Του καὶ νὰ τοῦ ἀπο­κα­λύ­ψει τὴν ὁδὸ ποὺ φέρ­νει πρὸς Αὐτόν. «Μιὰ φωνὴ ἄνω­θεν», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος, «συμ­φώ­νη­σε σ’ αὐτὸ τὸ αἴ­τη­μα καὶ δὲν ἀρ­νή­θη­κε νὰ δώσει αὐτὴ τὴ χάρη, ἀλλ’ αὐτὴ προ­κά­λε­σε μόνο ἀπελ­πι­σία στὸ Μωϋσῆ, γιατὶ ἀπο­κά­λυ­ψε ὅτι ὅ,τι ἐπε­θύ­μη­σε δὲν εἶναι δυ­να­τὸ γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο». Ὁ Μωϋ­σῆς εἶδε μόνο τὰ «ὄπι­σθεν τοῦ Θεοῦ».
Ὅλα αὐτὰ ἔχουν σπου­δαιό­τε­ρη ση­μα­σία. Κι αὐτὴ εἶναι, ὅτι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ προ­σπά­θειά του νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θεὸ εἶναι ἡ ἀλη­θι­νὴ γνώση τοῦ ἀν­θρώ­που γι’ Αὐτόν. «Αὐτὸς ποὺ ἀγω­νί­ζε­ται νὰ γνω­ρί­σει τὸν Θεὸ βλέ­πει μόνο τὰ ὀπί­σθιά Του». «Ὁ Μωϋ­σῆς ἦταν ἀνυ­πό­μο­νος γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅλα ὅσα ἔμαθε ἦταν τὸ πῶς νὰ Τὸν δεῖ. Αὐτὸ τὸ πέ­τυ­χε μὲ τὸ νὰ ἀκο­λου­θεῖ πίσω ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ βα­δί­ζει τὸ δρόμο ποὺ Αὐτὸς ἄφησε σὲ μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους». Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρό­μος γιὰ κεῖ­νον ποὺ ὁδη­γεῖ­ται νὰ δεῖ Ἐκεῖ­νον ποὺ ὁδη­γεῖ. «Ὁποιοσ­δή­πο­τε ἀκο­λου­θεῖ αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ ὕστε­ρα πα­ρεκ­κλί­νει ἢ προ­σπα­θεῖ νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πο Αὐτοῦ ποὺ τὸν ὁδη­γεῖ, ὁρί­ζει στὸν ἑαυτό του ἕναν δρόμο ποὺ δὲν ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν ἀλη­θι­νὸ Ὁδηγό του». Ὁ Θεὸς εἶπε στὸ Μωϋσῆ ὅτι δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πό Του. Κατὰ τὴν ἑρ­μη­νεία τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, αὐτὸ ση­μαί­νει ὅτι «ποτὲ δὲν θὰ βρε­θεῖ­τε πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο μὲ Ἐκεῖ­νον ποὺ σᾶς ὁδη­γεῖ, γιατὶ, ἂν βρε­θεῖ­τε, τὸ τα­ξί­δι σας θὰ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀν­τί­θε­τη πρὸς Αὐτὸν κα­τεύ­θυν­ση. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀγαθὸ ποτὲ δὲν κοι­τά­ζει κα­τά­μα­τα τὴν ἀγα­θό­τη­τα ἀλλὰ ἀκο­λου­θεῖ πίσω της». Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὁ Θεὸς φα­νε­ρώ­νει ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πό Του καὶ νὰ πα­ρα­μεί­νει ζων­τα­νός. Γιὰ νὰ δεῖ κά­ποιος τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ ἔρ­χε­ται πρὸς Αὐτόν. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅμως, θὰ πρέ­πει νὰ ἀκο­λου­θεῖ πίσω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι νὰ προ­σπα­θεῖ νὰ Τὸν πλη­σιά­σει ἀπὸ τὴν ἀν­τί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδη­γεῖ ἀπὸ τὴν κα­τεύ­θυν­ση ποὺ εἶναι ἀν­τί­θε­τη πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς ἀρε­τῆς εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἁμαρ­τί­ας.
Γρη­γό­ριος σχο­λιά­ζει καὶ ἄλλες πλευ­ρὲς τῆς Βι­βλι­κῆς ἀφη­γή­σε­ως. Ὁ Θεὸς εἶπε στὸ Μωϋσῆ νὰ στα­θεῖ ἐπὶ τῆς πέ­τρας. Αὐτὴ ἡ πέτρα εἶναι ὁ Χρι­στός, ὁ Ὁποῖ­ος εἶναι ἄπει­ρη ἀγα­θό­της. Ὁ Θεὸς ἔβαλε τὸν Μωϋσῆ πάνω σ’ αὐτὴν τὴν πέτρα ὄχι τόσο γιὰ νὰ ἀνα­παυ­θεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ἐλεύ­θε­ρος νὰ κι­νη­θεῖ πρὸς τὰ ἐμ­πρός. «Ὅποιος ἀνε­βαί­νει δὲν στέ­κε­ται ἤρε­μος, καὶ ὅποιος στέ­κε­ται ἤρε­μος δὲν ἀνε­βαί­νει». Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀνε­βαί­νει πρέ­πει νὰ εἶναι στα­θε­ρὸς καὶ νὰ μὴν ἀπο­σπᾶ­ται ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρε­τῆς. Ὁ Θεὸς ἔδει­ξε συμ­πά­θεια γιὰ τὸν Μωϋσῆ, γιατὶ «ἡ ἐπι­θυ­μία του νὰ τε­λειο­ποι­η­θεῖ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε ποτὲ νὰ ἱκα­νο­ποι­η­θεῖ, καὶ ἀγω­νί­ζον­ταν διαρ­κῶς νὰ ἐπι­τύ­χει με­γα­λύ­τε­ρη ἀρετή». Ὁ Θεὸς ἐμ­φα­νί­στη­κε στὸν Μωϋσῆ, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν ἱκα­νο­ποί­η­σε τὴ λα­χτά­ρα τοῦ Μωϋσῆ γι’ Αὐτόν. «Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ταν ἂν αὐτὴ ἡ ἐμ­φά­νι­ση μπο­ροῦ­σε νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὴ λα­χτά­ρα τοῦ δού­λου Του».

ἀσταμάτητη αὔξηση τῆς μετοχῆς στὸ Θεό

Ο ΣΥ­ΝΕ­ΧΗΣ ἀγώ­νας τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ γνώση του ὅτι ἡ λα­χτά­ρα του δὲν θὰ ἔχει τέλος, καὶ ἡ ἀπό­φα­σή του νὰ τὸ δε­χθεῖ αὐτό, ὅλα αὐτὰ τὸν κα­θι­στοῦν ὅμοιο μὲ τὸ Θεό, γιατὶ κι Αὐτὸς εἶναι ἄπει­ρος. Κάθε τι ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φθοῦ­με γιὰ τὸ Θεὸ πρέ­πει νὰ εἶναι χωρὶς ὅρια, καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ἡ λα­χτά­ρα μας γι’ Αὐτὸν δὲν ἔχει τε­λειω­μό. «Ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας αὐτὸ στὸ ὁποῖο βρι­σκό­μα­στε, ἀνερ­χό­μα­στε στὸ με­γα­λύ­τε­ρο ἀγαθό». Αὐτὸς ὁ ἀγώ­νας δὲν εἶναι μά­ταιος, ἀλλὰ εἶναι μιὰ συ­νε­χὴς πο­ρεία ἀνα­κα­λύ­ψε­ων. «Ὅταν ἡ ψυχὴ με­τέ­χει σὲ πράγ­μα­τα ποὺ εἶναι ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ αὐτήν, γί­νε­ται ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Ἅπαξ καὶ ἀρ­χί­σει αὐτὴ ἡ ἀνά­πτυ­ξη, δὲν στα­μα­τᾶ ποτέ». «Τὰ ἀγαθὰ στὰ ὁποῖα ἡ ψυχὴ με­τέ­χει βρί­σκον­ται μέσα της, καὶ μὲ τὴ συ­νε­χὴ με­το­χή της ἡ ψυχὴ λαμ­βά­νει ἀγαθὰ σὲ ἀφθο­νία». Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ λα­χτά­ρα τῆς ἀγά­πης εἶναι ἰσχυ­ρό­τε­ρη στὰ ὑψη­λό­τε­ρα στά­δια θε­ω­ρί­ας παρὰ στὴν ἀρχή. «Ἡ με­το­χὴ στὸ Θεὸ εἶναι τέ­τοια ὥστε ὅποιος λαμ­βά­νει μέρος σ’ αὐτὴν αὐ­ξά­νε­ται καὶ γί­νε­ται πιὸ δε­κτι­κός. Αὐτὴ ἡ με­το­χὴ ἀνα­πτύσ­σει τὶς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ με­τό­χου. Ὅποιος δέ­χε­ται αὐτὴν τὴν τροφὴ αὐ­ξά­νε­ται καὶ δὲν παύει ποτὲ νὰ αὐ­ξά­νε­ται». Ἀκόμα καὶ ὅταν ἑνώ­νε­ται μὲ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐπι­θυ­μί­ας της ἡ ψυχὴ αἰ­σθά­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη λα­χτά­ρα. «Καὶ ὅταν ἀκόμα τὸ ἐπι­τύ­χει αὐτό, ἀρ­χί­ζει πάλι νὰ λα­χτα­ρᾶ. Αὐτὴ ἡ μα­κα­ριό­τη­τα τῆς εἶναι ἀπο­λύ­τως ἀναγ­καία, καὶ πι­κραί­νε­ται καὶ θλί­βε­ται ὅταν δὲν ἀπο­κτᾶ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐπι­θυ­μί­ας της». Αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ συ­νε­χὲς ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐπι­θυ­μί­ας ξε­φεύ­γει ἀπὸ τὸν «ἐναγ­κα­λι­σμὸ τοῦ νοῦ» καὶ οἱ προ­σπά­θειες τῆς ψυχῆς νὰ τὸ συγ­κρα­τή­σει εἶναι μά­ταιες. «Τὸν ἀνα­ζη­τοῦ­σαν ἀλλὰ δὲν Τὸν εὕ­ρι­σκαν, γιατὶ ἦταν πέρα ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία καὶ τὴν ἀν­τί­λη­ψη καὶ χά­νον­ταν μόλις πλη­σί­α­ζε ὁ “λόγος”».
ψυχὴ ἁπλώ­νει τὰ χέρια της πρὸς τὴν πηγή της, ἀνα­ζη­τᾶ αὐτὸ ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πια­στεῖ, καὶ ἔρ­χε­ται πρὸς αὐτὸ ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­λη­φθεῖ… Ψά­χνει γι’ αὐτὸ ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρε­θεῖ, καὶ καλεῖ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀνέκ­φρα­στος, παρ’ ὅλα τὰ ὀνό­μα­τά Του. Ἔτσι ἡ ψυχὴ μα­θαί­νει ἀπὸ τὴν ἐπα­γρύ­πνη­σή της ὅτι ἀγαπᾶ Κά­ποιον ποὺ εἶναι ἀπρό­σι­τος καὶ ἐπι­θυ­μεῖ Κά­ποιον ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν ἀγ­κα­λιά­σει. Ἡ ψυχὴ ὑπο­φέ­ρει ἀπὸ τὴν μα­κα­ριό­τη­τα ποὺ εἶναι χωρὶς τέλος καὶ ἀνε­ξάν­τλη­τη. Τὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ πε­ρί­βλη­μα τῆς θλί­ψε­ως καὶ τῆς ἀμ­φι­βο­λί­ας ἐξα­φα­νί­ζε­ται μόλις ἀνα­γνω­ρί­σει ὅτι ἡ λα­χτά­ρα, ὁ ἀγώ­νας, καὶ ἡ συ­νε­χὴς ἄνο­δος εἶναι κα­θε­αυ­τὲς ἡ ἀλη­θι­νὴ ἀπό­λαυ­ση αὐτοῦ ποὺ ἐπι­θυ­μεῖ. Ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση μιᾶς ἐπι­θυ­μί­ας ὁδη­γεῖ πάντα στὴν ἐπι­θυ­μία κάτι ὑψη­λό­τε­ρου. Γι’ αὐτό, μόλις τὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ πε­ρί­βλη­μα τῆς ἀπελ­πι­σί­ας ἐξα­φα­νι­στεῖ, ἡ ψυχὴ βλέ­πει ὅτι τὸ ἀπε­ρί­γρα­πτο κάλ­λος τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου τῆς ἐπι­θυ­μί­ας της, ποὺ ὑπερ­βαί­νει τὶς προσ­δο­κί­ες της, γί­νε­ται ἀκόμα πιὸ ὄμορ­φο. Ἡ ψυχή, ἔτσι, φθά­νει στὴ μέ­γι­στη ἔν­τα­ση τῆς ἐπι­θυ­μί­ας. Φα­νε­ρώ­νε­ται στὸν Ἀγα­πη­μέ­νο της διὰ μέσου τῶν θυ­γα­τέ­ρων τῆς Ἱε­ρου­σα­λὴμ καὶ πα­ρα­δέ­χε­ται ὅτι ἔχει δε­χθεῖ τὸ ἐκλε­κτὸ βέλος τοῦ Θεοῦ. Ἔχει βα­θειὰ χτυ­πη­θεῖ ἀπὸ τὸ βέλος τῆς πί­στε­ως καὶ ἔχει μοι­ραῖα πλη­γω­θεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη». Κατὰ τοὺς λό­γους τοῦ Ἰω­άν­νη, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Κατὰ τὴν ἑρ­μη­νεία τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, τὸ Ἆσμα Ἀσμά­των πε­ρι­γρά­φει τὴν ἀγάπη καὶ τὴ λα­χτά­ρα ποὺ βιώ­νε­ται ἀπὸ τὸν ἀλη­θι­νὸ πιστό.

ἔκσταση ὡς τὸ ὕψιστο στάδιο τῆς ἀνόδου

Η ΚΟ­ΡΥ­ΦΩ­ΣΗ τῆς ἀνό­δου πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι μιὰ «θεία καὶ ἱερὴ μέθη» καὶ μιὰ «ἔκ­στα­ση τοῦ νοῦ». Αὐτὴ ἡ ἔκ­στα­ση εἶναι τὸ ὕψι­στο στά­διο τῆς θε­ω­ρί­ας καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ μὲ τὴ βο­ή­θεια ἐν­νοιῶν ἢ εἰ­κό­νων. Οἱ πε­ρι­γρα­φὲς τῆς ἐκ­στα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας ποὺ μᾶς δίνει ὁ Γρη­γό­ριος εἶναι ἐπη­ρε­α­σμέ­νες ἀπὸ τὴ θε­ω­ρία τοῦ Φί­λω­νος περὶ τῆς γνώ­σε­ως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν δα­νεί­ζε­ται ἁπλῶς ἢ δὲν μι­μεῖ­ται τὴ σκέψη τοῦ Ἕλ­λη­να φι­λο­σό­φου. Ὁ Γρη­γό­ριος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν ὁρο­λο­γία τοῦ Φί­λω­νος γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν προ­σω­πι­κή του μυ­στι­κὴ ἐμ­πει­ρία, ποὺ εἶναι ὅμοια μὲ τὴν ἐμ­πει­ρία τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου καὶ ἄλλων ἀσκη­τῶν τοῦ τέ­ταρ­του αἰώνα καὶ ἀρ­γό­τε­ρα. Ἡ μυ­στι­κὴ ὅρασή τους ἀπο­κα­λύ­πτει τὸν Χρι­στὸ καὶ ὄχι τὸ Λόγο, ὅπως στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Κλή­μεν­τος τοῦ Ἀλε­ξαν­δρέα καὶ τοῦ Ὠρι­γέ­νη. Ὁ Γρη­γό­ριος ἑρ­μη­νεύ­ει τὸ Ἆσμα Ἀσμά­των ὡς μιὰ ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ ὑπό­μνη­μά του εἶναι ὄχι μόνο μιὰ πραγ­μα­τεία περὶ μυ­στι­κι­σμοῦ ἀλλὰ ἕνα ἐσω­τε­ρι­κὸ ἡμε­ρο­λό­γιο τῆς μυ­στι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας ποὺ με­τα­δί­δε­ται μὲ τὴ μορφὴ μιᾶς ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς πραγ­μα­τεί­ας.

γάμος τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεό

ΣΤΑ ΥΨΗ­ΛΟ­ΤΕ­ΡΑ στά­δια τῆς θε­ω­ρί­ας ἡ ψυχὴ ἑνώ­νε­ται μὲ τὸν Θεό, γί­νε­ται ὅμοια μ’ Αὐτόν, καὶ ζεῖ ἐν Αὐτῷ. «Γί­νε­ται ὅμοια μὲ τὴν ἀπρό­σι­τη φύση Του, ὅταν εἶναι κα­θα­ρὴ καὶ ἀπα­θής». Αὐτὸς εἶναι ὁ μυ­στι­κὸς γάμος τῆς ψυχῆς, ἡ «ἀσώ­μα­τη, πνευ­μα­τι­κή, ἄϋλη ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό», ποὺ εἶναι τὸ ὕψι­στο ἀγαθὸ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ ὕψι­στη μα­κα­ριό­τη­τά του. Μόλις ἐπι­τευ­χθεῖ αὐτὴ ἡ ἕνωση, μιὰ ἀμοι­βαία πε­ρι­χώ­ρη­ση λαμ­βά­νει χώρα. Ὁ Θεὸς κα­τοι­κεῖ μέσα στὴν ψυχὴ καὶ ἡ ψυχὴ ἐνοι­κεῖ στὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἐν Θεῷ ζωὴ εἶναι ἀδύ­να­το νὰ ἐκ­φρα­στεῖ καὶ οἱ με­γά­λοι μυ­στι­κοὶ ποτὲ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πε­ρι­γρά­ψουν τὴ θε­ω­ρία τους καὶ τὰ μυ­στή­ρια τοῦ πα­ρα­δεί­σου ποὺ ἔχουν δεῖ. «Ἂν καὶ μπο­ρεῖ ν’ ἀκοῦ­τε λόγια γι’ αὐτήν», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος, «ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ πα­ρα­μέ­νει ἀνέκ­φρα­στη». «Οἱ ἰδέες καὶ οἱ ἔν­νοιες εἶναι ἀνε­παρ­κεῖς γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σουν τὸ Θεὸ καὶ τί εἶναι Αὐτὸς κατ’ οὐ­σί­αν». Οἱ λέ­ξεις εἶναι ἀσύμ­με­τρες πρὸς τὸ Θεό, γιατὶ Αὐτὸς ὑπερ­βαί­νει τὴ γνώση καὶ τὴ λο­γι­κὴ καὶ εἶναι «ἀνώ­τε­ρος ἀπὸ τὰ πιὸ ὑψηλὰ πράγ­μα­τα». «Ἡ ἀλή­θεια τῆς ὑπάρ­ξε­ως εἶναι ἡ ἀλη­θι­νὴ Ζωή, κι αὐτὴ δὲν εἶναι προ­σι­τὴ στὴ γνώση μας».

ἀδυναμία τοῦ Λογικοῦ καὶ τῆς Γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου νὰ συλλάβει τὸ Ἄκτιστον Ὄν

Η ΓΝΩΣΗ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι στα­τι­κὴ καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο εἶναι ἀνε­παρ­κὴς γιὰ τὰ «μυ­στή­ρια τοῦ Θεοῦ». Ὁ Γρη­γό­ριος προ­χω­ρεῖ τόσο πολὺ ὥστε νὰ λέγει ὅτι κάθε ἀν­τί­λη­ψη ποὺ ἀπο­κτοῦ­με γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι ἕνα «εἴ­δω­λο», μιὰ ἀπα­τη­λὴ εἰ­κό­να. «Κάθε ἰδέα ποὺ δη­μιουρ­γεῖ­ται μὲ τὴ φυ­σι­κὴ λο­γι­κὴ καὶ ὑπό­θε­ση, ἢ εἶναι κα­τα­νο­η­τὴ ἀπὸ τὸ νοῦ, ἀπο­τε­λεῖ ἕνα θεϊκὸ εἴ­δω­λο καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἴδιο τὸ Θεό». «Οἱ ἀν­τι­λή­ψεις τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ σχη­μα­τί­ζον­ται ἐπὶ τῇ βάσει τῆς θε­ω­ρί­ας καὶ τῆς πα­ρα­τη­ρή­σε­ως τοῦ ὁρα­τοῦ, κτι­στοῦ κό­σμου, καὶ ὅταν ὁ νοῦς ὑψω­θεῖ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς κτι­στῆς φύ­σε­ως, ἀνα­γνω­ρί­ζει τὴν ἀνε­πάρ­κεια τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ. «Ἡ ἀπό­στα­ση ποὺ χω­ρί­ζει τὴν ἄκτι­στη ὕπαρ­ξη ἀπὸ κάθε κτι­στὴ οὐσία εἶναι με­γά­λη καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ γε­φυ­ρω­θεῖ».
Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ ὀνό­μα­τα. Δὲν ἔχει κα­νέ­να κύριο ὄνομα, γιατὶ «ἡ ὕπαρ­ξή Του εἶναι ὑπε­ρά­νω ὁρι­σμοῦ καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ μιὰ λέξη ἢ σ’ ἕνα ὄνομα». Ὅλα τὰ ὀνό­μα­τα καὶ ὅλες οἱ ἔν­νοιες ἐνέ­χουν πε­ριο­ρι­σμὸ καὶ ὁρι­σμό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπει­ρος καὶ χωρὶς ὅρια καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὁρι­στεῖ. «Γνω­ρί­ζου­με ὅτι αὐτὸ τὸ Ὂν ὑπάρ­χει, ἀλλὰ δὲν ὑπάρ­χει κα­νέ­να ὄνομα ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­λά­βει πλή­ρως τὴν ἀνέκ­φρα­στη καὶ ἄπει­ρη φύση Του. Ἂν ὑπάρ­χει ἕνα τέ­τοιο ὄνομα, δὲν τὸ γνω­ρί­ζου­με».
Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με τὸ Θεὸ προ­σπα­θών­τας νὰ δια­κρί­νου­με τὶς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὲς ἰδιό­τη­τές Του, γιατὶ ἡ φύση Του εἶναι ἀσύν­θε­τη (ἁπλή) καὶ ἄπει­ρη. Δὲν ἔχει καμιὰ ἀρχὴ καὶ δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε τὸ ἰδιά­ζον ποὺ ὁρί­ζει τὴν οὐσία Του παρὰ μόνο τὸ ἴδιο τὸ γε­γο­νὸς ὅτι αὐτὴ ἡ οὐσία εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκ­φρα­στεῖ μὲ ἔν­νοιες. Κατὰ τὴ «θε­ω­ρία» τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τα πάνω στὸ ὁποῖο ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που μπο­ρεῖ νὰ συγ­κεν­τρώ­σει τὴν προ­σο­χή του. «Εἶναι σὰν μιὰ ἀπέ­ραν­τη θά­λασ­σα ποὺ δὲν μᾶς δίνει κά­ποιο ση­μά­δι μὲ τὸ ὁποῖο νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀνα­κα­λύ­ψου­με τὴν ἀρχή της». Αὐτὸ συμ­βαί­νει γιατὶ ἡ ἱκα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ σχη­μα­τί­ζει ἔν­νοιες εἶναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη. «Ὅταν “θε­ω­ροῦ­με” τὸ Θεὸ δὲν πρέ­πει νὰ πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε ἀπὸ κα­νέ­ναν προσ­διο­ρι­σμό: οὔτε ἀπὸ τὸν χρόνο, οὔτε ἀπὸ τὸν χῶρο, οὔτε ἀπὸ τὸ χρῶμα, οὔτε ἀπὸ τὸ σχῆμα, οὔτε ἀπὸ κα­νέ­να ὄνομα ἢ πρᾶγ­μα ἢ ἀπὸ καμιὰ ἔν­νοια». Ἡ «θε­ω­ρη­τι­κὴ» σκέψη πρέ­πει νὰ βρί­σκε­ται σὲ συ­νε­χὴ κί­νη­ση. Ὁ Γρη­γό­ριος γρά­φει: «Τὸ πιὸ βα­σι­κὸ δόγμα μας εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ ἀπὸ ἕνα ὄνομα ἢ ἀπὸ μιὰ ἔν­νοια ἢ ἀπὸ κά­ποια γνω­στι­κὴ λει­τουρ­γία τοῦ νοῦ. Εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν νόηση τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων καὶ τῶν οὐ­ρα­νί­ων δυ­νά­με­ων. Εἶναι ἀνέκ­φρα­στος καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ προσ­διο­ρι­στεῖ μὲ λέ­ξεις. Ὑπάρ­χει μόνο ἕνας ὁρι­σμὸς ποὺ μᾶς βοηθᾶ νὰ γνω­ρί­σου­με τὸ κύριο ὄνομά Του κι αὐτὸς εἶναι ὅτι μόνον Αὐτὸς εἶναι ὑπε­ρά­νω παν­τὸς ὁρι­σμοῦ».
«θε­ω­ρία» τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ εἶναι ἄπει­ρη. Οἱ λέ­ξεις δὲν ἐπαρ­κοῦν γι’ Αὐτόν. «Ὑπάρ­χει μόνο ἕνα ὄνομα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ δη­λώ­σει τὸ Θεὸ κι αὐτὸ εἶναι ὁ ἀνέκ­φρα­στος θαυ­μα­σμὸς ποὺ δη­μιουρ­γεῖ­ται στὴν ψυχὴ μόλις αὐτὴ σκε­φθεῖ τὸν Θεό». Ἡ ψυχὴ γί­νε­ται σιω­πη­λή, «γιατὶ εἶναι ἡ ὥρα νὰ σω­πά­σει καὶ νὰ δια­φυ­λά­ξει τὸ ἀνεί­πω­το θαῦμα αὐτῆς τῆς ἀνέκ­φρα­στης δύ­να­μης». Ἡ πε­ριέρ­γεια γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ κα­τάλ­λη­λο ὄνομα τῆς ἀνέκ­φρα­στης φύ­σε­ως τοῦ Θεοῦ μπο­ρεῖ νὰ ὁδη­γή­σει μόνο σὲ πλάνη. «Τὸ ὄνομά σου εἶναι σμύρ­να ποὺ ἔχει ἐκ­χυ­θεῖ». Γνω­ρί­ζου­με τὴ θεϊκὴ σμύρ­να ἀπὸ τὴ γλυ­κύ­τη­τα τῆς ὀσμῆς της ἀλλὰ ἡ φύση αὐτῆς τῆς μυ­στη­ριώ­δους οὐ­σί­ας δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­το­νο­μα­στεῖ. Ὁ Γρη­γό­ριος γρά­φει συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά, «Γνω­ρί­ζου­με τὴν ἔκτα­ση τῆς δόξας Ἐκεί­νου ποὺ λα­τρεύ­ου­με ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ γε­γο­νὸς ὅτι δὲν μπο­ροῦ­με νὰ νο­ή­σου­με τὸ ἀσύγ­κρι­το με­γα­λεῖο Του».

διάκριση ἀνάμεσα στὴ «θεωρία» τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ

Η «ΘΕ­Ω­ΡΙΑ» τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ δια­κρι­θεῖ ἀπὸ τὴ «γνώση» τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Κύ­ριος μᾶς εἶπε ὅτι ἡ μα­κα­ριό­τη­τα δὲν βρί­σκε­ται στὴ γνώση μας γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ στὸ νὰ Τὸν ἔχου­με μέσα στὴν καρ­διά μας», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος. Στὸ ὕψος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ τὰ θεϊκὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ποὺ ἔχει μέσα του ἀπο­κα­λύ­πτον­ται σ’ αὐτόν. Ἀλλά, ἀκόμα καὶ τότε, ἡ ἀλη­θι­νὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύ­να­τη. «Ἄσχε­τα ἀπὸ τὸ πόσο με­γά­λο μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τὸ βε­λη­νε­κὲς τῆς ὁρά­σε­ώς του, κα­νέ­να δη­μιούρ­γη­μα δὲν μπο­ρεῖ ποτὲ νὰ ξε­φύ­γει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἔστω κι ἂν νο­μί­ζει ὅτι βλέ­πει κάτι ἀνώ­τε­ρο. Δὲν ἔχει ἐκ φύ­σε­ως τὴν ἱκα­νό­τη­τα νὰ δεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του». Αὐτὸ ἀλη­θεύ­ει ἰδιαί­τε­ρα ὅταν προ­σπα­θοῦ­με νὰ γνω­ρί­σου­με τὸν Θεό.
Θεός, ὅπως γνω­ρί­ζε­ται ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο, εἶναι μόνο μιὰ εἰ­κο­νι­κὴ πα­ρά­στα­ση ποὺ ὁ νοῦς ἔχει ἐμ­φύ­τως διαι­σθαν­θεῖ καὶ ἔχει σκια­γρα­φή­σει κατὰ τὸν ἀγώνα του νὰ Τὸν πλη­σιά­σει. Κατὰ τὴ «θε­ω­ρία» τοῦ νο­η­τοῦ ὄντος ὁ νοῦς προ­χω­ρεῖ πέρα ἀπὸ τὴ γνώση ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὶς αἰ­σθή­σεις, καὶ «εἰ­κά­ζον­τάς το» προ­σπα­θεῖ νὰ ἀδρά­ξει αὐτὸ ποὺ δια­φεύ­γει ἀπὸ τὶς αἰ­σθή­σεις. Κάθε ἄν­θρω­πος προ­σεγ­γί­ζει αὐτὸ ποὺ ἀνα­ζη­τεῖ κατὰ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρόπο, καὶ ὕστε­ρα «προ­σπα­θεῖ νὰ δια­τυ­πώ­σει τὴν ἀν­τί­λη­ψη ποὺ σχη­μά­τι­σε γιὰ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό του, προ­σπα­θών­τας νὰ κάνει τὴ ση­μα­σία τῶν λέ­ξε­ών του νὰ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶναι δυ­να­τὸ πρὸς αὐτὸ ποὺ ἔχει κα­τα­λά­βει». Ἔτσι, ἡ γλώσ­σα καὶ ἡ γνώση εἶναι συμ­βο­λι­κὲς μόνο. Ὅταν μι­λοῦ­με γιὰ τὸ Θεό, τὰ ὀνό­μα­τα ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦ­με δὲν χρη­σι­μεύ­ουν στὸ νὰ ἐνι­σχύ­σουν κά­ποια ἀξιό­πι­στη ἀν­τί­λη­ψη ποὺ ἔχου­με γι’ Αὐτόν, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς σύμ­βο­λα ἢ ἀνα­λο­γί­ες ποὺ τὸν «ὑπο­δη­λώ­νουν» ἢ Τὸν δεί­χνουν. Γι’ αὐτό, αὐτὲς οἱ λέ­ξεις δὲν ἔχουν καμιὰ ση­μα­σία ἔξω ἀπὸ τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐμ­πει­ρία, στὴν ὁποία καὶ μόνο ἡ ση­μα­σία τους ἢ ὁ συμ­βο­λι­σμός τους ἀπο­κα­λύ­πτε­ται καὶ κα­τα­νο­εῖ­ται.
«Ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς ἀγω­νί­ζε­ται νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὴν ἀπρό­σι­τη ὑπέρ­τα­τη Φύση καὶ νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μαζί της. Δὲν ἔχει τόση ἀν­τί­λη­ψη ὥστε νὰ δεῖ κα­θα­ρὰ τὸ ἀό­ρα­το, ἀλλὰ συγ­χρό­νως δὲν εἶναι τε­λεί­ως ἀνί­κα­νος νὰ τὸ προ­σεγ­γί­σει καὶ νὰ εἰ­κά­σει αὐτὸ ποὺ ἀνα­ζη­τεῖ. Ὁ νοῦς μπο­ρεῖ νὰ εἰ­κά­σει ἐν μέρει τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό του μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ πα­ρα­γω­γι­κοῦ καὶ τοῦ συμ­πε­ρα­σμα­τι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, καὶ δια­κρί­νει μιὰ ἄλλη ἄποψη λόγῳ ἀκρι­βῶς τῆς ἀδυ­να­μί­ας του νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν ἀλή­θεια. Ἡ κα­τα­νόη­ση ὅτι αὐτὸ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ἀν­τι­λη­πτι­κή του δύ­να­μη εἶναι ἡ ἀλη­θι­νὴ γνώση γι’ αὐτό. Ὁ νοῦς μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς φύ­σε­ως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν κα­τα­νο­εῖ ὅ,τι θὰ ἔπρε­πε νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἀλη­θι­νὰ δικό Του». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει πολλὰ ὀνό­μα­τα, καὶ μόνο μὲ τὸ σύ­νο­λο αὐτῶν τῶν ὀνο­μά­των ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς μπο­ρεῖ νὰ ἐπι­χει­ρή­σει νὰ ἐκ­φρά­σει τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἀπο­κτή­σει διὰ τῆς «θε­ω­ρί­ας». Αὐτὰ τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι «σὰν λάμ­που­σες σπί­θες ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­στή­σουν πλή­ρως ὁρατὴ τὴ ση­μα­σία ποὺ πε­ριέ­χουν». «Ἀλλὰ ὅταν τὶς πά­ρε­τε αὐτὲς μέσα σας, μὲ τὴν πίστη σας θὰ βά­λε­τε τὸν ἑαυτό σας ὑπὸ τὸν ζυγὸ Ἐκεί­νου ὁ ὁποῖ­ος θὰ εἰ­σέλ­θει μέσα μας καὶ θὰ ἐν­σαρ­κω­θεῖ μέσα σας. Γιατὶ σεῖς εἶστε ὁ θρό­νος Του, καὶ μπο­ρεῖ­τε νὰ κά­νε­τε τὸν ἑαυτό σας κα­τοι­κία Του».

Τὰ δύο εἴδη θείων ὀνομάτων καὶ ἡ ἀδυναμία τους νὰ ὁρίσουν τὸν Θεό

Ο ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟΣ ἀκο­λου­θεῖ τὸν τρόπο σκέ­ψε­ως τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου καὶ δια­κρί­νει δύο εἴδη ὀνο­μά­των. Με­ρι­κὰ ὀνό­μα­τα εἶναι ἀρ­νη­τι­κὰ καὶ προ­σπα­θοῦν νὰ ἐκ­φρά­σουν τὸν Θεὸ ὑπο­δη­λώ­νον­τας ὅτι οἱ ἰδιό­τη­τές Του εἶναι ἀν­τί­θε­τες ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες τῆς δη­μιουρ­γί­ας. «Ἡ ἔν­νοια κα­θε­νὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνό­μα­τα ὑπο­δη­λώ­νει ἁπλῶς τὴν “ἑτε­ρό­τη­τα” τοῦ Θεοῦ ἔναν­τι ἐκεί­νων ποὺ κα­τα­νο­οῦ­με, ἀλλὰ δὲν δη­λώ­νουν τὴν πραγ­μα­τι­κὴ φύση Του». Αὐτὴ ἡ ὁμάδα πε­ρι­λαμ­βά­νει ὄχι μόνον ὀνό­μα­τα ποὺ εἶναι ἀπο­φα­τι­κὰ ἢ ἀρ­νη­τι­κά, ἀλλὰ καὶ θε­τι­κὰ ὀνό­μα­τα ποὺ ὑπο­δη­λώ­νουν ἀπου­σία τοῦ ἀν­τι­θέ­του. Ὁ Γρη­γό­ριος θε­ω­ρεῖ ὅτι ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομα «Ὁ Ἕνας ποὺ εἶναι Ἀγα­θὸς» δὲν ἐκ­φρά­ζει τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κακὸς καὶ ὅτι εἶναι τὸ ἀν­τί­θε­το τοῦ κακοῦ. Ὅταν ὀνο­μά­ζου­με τὸν Θεὸ «Ἀρχήν», ὑπο­δη­λώ­νου­με ὅτι Αὐτὸς δὲν ἔχει καμιὰ ἀρχὴ ἀλλὰ εἶναι αἰ­ώ­νιος. «Αὐτὰ τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι ἕνας κα­τά­λο­γος ἐλατ­τω­μα­τι­κῶν καὶ κακῶν πραγ­μά­των ποὺ δὲν εἶναι ὁ Θεός». Ἐκ­φρά­ζουν τὴν πρό­ο­δο τοῦ νοῦ καθὼς ἀπο­κα­θαί­ρε­ται καὶ ἀπαλ­λάσ­σε­ται ὅλο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὰ αἰ­σθη­τὰ κατὰ τὴν ἄνοδό του πρὸς τὴν ἀνέκ­φρα­στη γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα ἄλλο εἶδος ὀνο­μά­των προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὶς πρά­ξεις καὶ τὴν ἐνέρ­γεια τοῦ Θεοῦ, γιατὶ «Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀό­ρα­τος ἐκ φύ­σε­ως γί­νε­ται ὁρα­τὸς μὲ τὴ δρα­στη­ριό­τη­τά Του καὶ μπο­ρεῖ νὰ γίνει αἰ­σθη­τὸς σὲ πράγ­μα­τα ὁλό­γυ­ρά Του». Κι αὐτὰ τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι ἀνε­παρ­κὴ γιὰ τὴν ὕπαρ­ξη τοῦ Θεοῦ. «Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὑπε­ρά­νω ὀνο­μά­των παίρ­νει πολλὰ καὶ δια­φο­ρε­τι­κὰ ὀνό­μα­τα ἀπὸ μᾶς, γιατὶ ἡ Χάρη Του σὲ μᾶς εἶναι πο­λυει­δής». Αὐτὰ τὰ ὀνό­μα­τα δὲν προσ­διο­ρί­ζουν τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὴ δρα­στη­ριό­τη­τα τοῦ Θεοῦ «ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ μᾶς». Χρη­σι­μεύ­ουν ἀκόμα στὸ νὰ ἐνι­σχύ­ουν τὴν ὀρ­θο­δο­ξία μας. «Ἐκ­φρά­ζου­με κάθε τι ποὺ συλ­λαμ­βά­νου­με στὸ νοῦ μας γιὰ τὸν Θεὸ μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ὀνό­μα­τος, καὶ κα­νέ­να ὄνομα δὲν ἔχει ἀπο­δο­θεῖ στὸν Θεὸ ποὺ νὰ μὴν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιὰ ὁρι­σμέ­νη ἀν­τί­λη­ψη. Ὁπωσ­δή­πο­τε, οἱ πρά­ξεις δὲν μᾶς δί­δουν καμιὰ με­μο­νω­μέ­νη ἐν­τύ­πω­ση γι’ αὐτὸν ποὺ τὶς ἔκανε. «Ἂν θέλω νὰ γνω­ρί­σω κάτι γιὰ τὸ νοῦ καὶ μοῦ δεί­ξεις ἕνα λόφο ἄμμου ποὺ συσ­σώ­ρευ­σε ὁ ἄνε­μος ἢ τὴ σκόνη ποὺ ξε­σή­κω­σε ὁ ἀέρας, δὲν μοῦ ἔχεις δώσει ἀπάν­τη­ση στὸ ἐρώ­τη­μά μου». Ὅλα ὅσα μπο­ροῦ­με νὰ γνω­ρί­ζου­με πα­ρα­τη­ρών­τας τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς δρα­στη­ριό­τη­τας τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγή τους.
«Τὰ θαύ­μα­τα ποὺ πα­ρα­τη­ροῦ­με στὸ σύμ­παν εἶναι ἡ βάση γιὰ τὶς θε­ο­λο­γι­κὲς ἔν­νοιες κατὰ τὶς ὁποῖ­ες ὁ Θεὸς ὀνο­μά­ζε­ται σοφός, παν­το­δύ­να­μος, ἀγα­θός, ἅγιος, ἱερός, αἰ­ώ­νιος, ὁ Κρι­τής, ὁ Σωτήρ, καὶ οὕτω κα­θε­ξῆς». Τὰ θαύ­μα­τα ἀπο­κα­λύ­πτουν στὴ δη­μιουρ­γία τὴ δόξα καὶ τὸ με­γα­λεῖο τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ὄχι στὴν ὁλό­τη­τά τους, γιατὶ ἡ Θεία ἐνέρ­γεια ποὺ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται σ’ αὐτὰ εἶναι μόνο με­ρι­κή. «Τὰ θαύ­μα­τα ποὺ λαμ­βά­νουν χώρα στὸν κόσμο δὲν δί­νουν σαφὴ μαρ­τυ­ρία ὡς πρὸς ἐκεί­νη τὴ δύ­να­μη ποὺ εἶναι ἡ πηγή τῆς ἐνερ­γεί­ας τους. Δὲν λέγω τί­πο­τε γιὰ τὴ φύση ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς δυ­νά­με­ως. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὑπερ­βαί­νουν τὶς δυ­να­τό­τη­τες τῆς κα­τα­νο­ή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που». Ὁ κτι­στὸς κό­σμος εἶναι πολὺ μι­κρὸς γιὰ νὰ πε­ρι­λά­βει τὴν ἄπει­ρη Σοφία, Δύ­να­μη, καὶ Δόξα τοῦ Θεοῦ, ἢ γιὰ νὰ εἶναι πλή­ρης καὶ ἀλη­θι­νὴ εἰ­κό­να τοῦ Θεοῦ.
«Ἀπὸ τὴ μαρ­τυ­ρία τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος, «γνω­ρί­ζου­με ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνέκ­φρα­στος καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­σθεῖ, καὶ ἰσχυ­ρι­ζό­μα­στε ὅτι κάθε ὄνομα, εἴτε μᾶς εἶναι γνω­στὸ ἀπὸ κάτι ποὺ προ­σι­διά­ζει στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύση μας εἴτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἑρ­μη­νεία μιᾶς κα­τα­νο­ή­σε­ως τοῦ Θεοῦ». Τὰ ὀνό­μα­τα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα ἐπι­νο­ή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ, ὁ ὁποῖ­ος προ­σπά­θη­σε νὰ ἐκ­φρά­σει τὴ γνώση του γιὰ τὸν Θεὸ πε­ρι­γρά­φον­τας αὐτὸ ποὺ διαι­σθάν­θη­κε ἢ στο­χά­στη­κε. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη αὐτὰ τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι κατὰ κά­ποιο τρόπο ἄχρη­στα. Ὁπωσ­δή­πο­τε, μπο­ροῦν νὰ γί­νουν ψεύ­τι­κα εἴ­δω­λα, ὅταν ὁ νοῦς με­γα­λο­ποι­ή­σει τὴν πε­ριο­ρι­σμέ­νη ἀξία τους θε­ω­ρών­τας τα ὅτι ἐπαρ­κοῦν νὰ ἐκ­φρά­σουν τὸν Θεό. Ἀνα­φε­ρό­με­νος στοὺς Εὐ­νο­μια­νοὺς ὁ Γρη­γό­ριος γρά­φει ὅτι ὁ αἱ­ρε­τι­κὸς δά­σκα­λός τους «ἔχει κατὰ φλύ­α­ρο τρόπο φτιά­ξει ἕνα εἴ­δω­λο τῆς ἀν­τι­λή­ψε­ώς του». «Ἔχει θε­ο­ποι­ή­σει τὴν ἔν­νοια τῆς λέ­ξε­ως “ἀγέν­νη­τον”. Κατὰ τὴ θε­ώ­ρη­ση τοῦ Εὐ­νο­μί­ου, αὐτὸ δὲν ἦταν μιὰ ποιό­τη­τα ποὺ μπο­ρεῖ σχε­τι­κὰ ν’ ἀπο­δο­θεῖ στὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸς πι­στεύ­ει ὅτι ἡ ἴδια ἡ “ἀγεν­νη­σία” εἶναι ὁ Θεός».
Στὴν πο­λε­μι­κή του κατὰ τοῦ Εὐ­νο­μί­ου, ὁ Γρη­γό­ριος ἐξε­τά­ζει προ­σε­κτι­κὰ τὰ ὀνό­μα­τα τοῦ Θεοῦ καὶ δεί­χνει ὅτι οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν προσ­διο­ρί­ζει ἀλη­θι­νὰ καὶ ἐπαρ­κῶς τὴν οὐσία Του. Δεί­χνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ «δὲν δή­λω­σε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε τὴν κα­τέ­στη­σε γνω­στή, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἀδύ­να­το νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ δώσει καμιὰ ὑπε­ρο­χὴ στὸν πε­ρί­ερ­γο». Οἱ συγ­γρα­φεῖς τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς «δὲν ἐν­δια­φέρ­θη­καν νὰ δώ­σουν ἕνα ὄνομα στὸν Θεό, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ὑπέρ­τε­ρος ὅλων τῶν ὀνο­μά­των». Ἀκόμα καὶ τὸ μυ­στη­ριῶ­δες ὄνομα «ὁ Ὤν», ποὺ εἶναι γνω­στὸ μέσα σ’ ὅλη τὴν ἀπο­κά­λυ­ψη, δὲν εἶναι ἱκα­νο­ποι­η­τι­κό. Αὐτὸ ἀκρι­βῶς τὸ ὄνομα, ποὺ δὲν εἶναι πε­ρι­γρα­φι­κὸ καὶ δὲν ἀπο­δί­δει τί­πο­τε στὸ ὑπο­κεί­με­νό του, ἐπι­βε­βαιώ­νει τὴν ἀλή­θεια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κα­νέ­να ὄνομα καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­σθεῖ. «Με­ρι­κὰ ὀνό­μα­τα προ­σπα­θοῦν νὰ ἐκ­φρά­σουν μιὰ ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὴν ὕπαρ­ξη τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλα προ­σπα­θοῦν νὰ ἐκ­φρά­σουν τὸν τρόπο ὑπάρ­ξε­ώς Του. Ἀλλὰ μέχρι σή­με­ρα ὁ Θεὸς εἶναι ἀνέκ­φρα­στος καὶ δὲν ἔχει δια­σα­φη­νι­σθεῖ ἀπὸ ὅ,τι ἔχει λε­χθεῖ γι’ Αὐτόν». Ὁ Γρη­γό­ριος γρά­φει συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά: «Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ γνω­ρί­σου­με τί­πο­τε γιὰ τὸ Θεὸ παρὰ μόνο ὅτι ὑπάρ­χει, γιατὶ αὐτὸς ἔχει ἀπο­κα­λυ­φθεῖ μὲ τοὺς λό­γους “Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ὤν”».

διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἐννοιῶν

Η ΔΙ­ΔΑ­ΣΚΑ­ΛΙΑ τοῦ Γρη­γο­ρί­ου γιὰ τὰ ὀνό­μα­τα τοῦ Θεοῦ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴν περὶ ἐν­νοιο­λο­γί­ας καὶ ὀνο­μα­το­λο­γί­ας ἐν γένει θε­ω­ρία του. Αὐτὴ ἡ δι­δα­σκα­λία του ἀνα­πτύ­χθη­κε γιὰ νὰ ἀν­τι­κρού­σει τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Εὐ­νο­μί­ου, ἀλλὰ δὲν ὑπάρ­χει λόγος νὰ ὑπο­θέ­σου­με ὅτι οἱ “πο­λε­μι­κὲς” σκέ­ψεις ἀνάγ­κα­σαν τὸ Γρη­γό­ριο νὰ ἐκ­φρά­σει τὶς ἀπό­ψεις του μόνον ἐλ­λι­πῶς. Δὲν ὑπάρ­χουν ἐπί­σης λόγοι νὰ θε­ω­ρή­σου­με τὸν Γρη­γό­ριο σκε­πτι­κι­στὴ ἢ νο­μι­να­λι­στή (nom­i­nal­ist), ἢ νὰ ἰσχυ­ρι­στοῦ­με ὅτι ἡ περὶ τῶν ὀνο­μά­των θε­ω­ρία του δια­φέ­ρει στὶς βα­σι­κὲς προ­τά­σεις της ἀπὸ τὸ θρη­σκευ­τι­κὸ καὶ με­τα­φυ­σι­κό του σύ­στη­μα. Ὅ,τι φαί­νε­ται ὡς «νο­μι­να­λι­σμὸς» στὴ θε­ω­ρία τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, εἶναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἁπλῶς ἡ λο­γι­κὴ συ­νέ­πεια τῆς χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­ως ἀπὸ αὐτὸν ἀρ­νη­τι­κῶν ἰδιο­τή­των γιὰ νὰ προσ­διο­ρί­σει τὸν Θεό. Ἡ περὶ ὀνο­μά­των θε­ω­ρία τοῦ Γρη­γο­ρί­ου εἶναι, κατὰ βάση ἐπε­ξερ­γα­σία τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλά­τω­νος πάνω στὸ ἴδιο θέμα. Οἱ ἀπό­ψεις τοῦ Εὐ­νο­μί­ου εἶναι πα­ρό­μοιες μ’ ἐκεῖ­νες ποὺ ἐκ­φρά­στη­καν ἀπὸ τὸν Κρα­τύ­λο στὸν ὁμώ­νυ­μο διά­λο­γο τοῦ Πλά­τω­νος.
Γρη­γό­ριος θε­ω­ρεῖ ὅτι οἱ λέ­ξεις εἶναι «ἐπι­νο­ή­σεις («ἐπί­νοιαι») τοῦ ἀν­θρω­πί­νου νοῦ». Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὑπάρ­χουν πολ­λὲς γλῶσ­σες. «Ἂν ὁ νόμος τῆς φύ­σε­ως εἶχε ἐπι­βά­λει τὰ ὀνό­μα­τα νὰ προ­έλ­θουν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἀν­τι­κεί­με­να, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ αὐ­ξά­νουν τὰ φυτὰ ἀπὸ τοὺς σπό­ρους καὶ τὶς ρίζες», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος, «τότε ὅλοι οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ μι­λοῦ­σαν μία γλῶσ­σα». Ὁ Πύρ­γος τῆς Βαβὲλ δὲν ὑπο­δη­λώ­νει ὅτι ὁ Θεὸς δη­μιούρ­γη­σε πολ­λὲς γλῶσ­σες. Ἄφησε ἁπλῶς τὰ ἔθνη νὰ δια­κρι­θοῦν ἀνα­πτύσ­σον­τας δια­φο­ρε­τι­κὲς γλῶσ­σες. Ὁ Γρη­γό­ριος βλέ­πει τὴ γλῶσ­σα ὡς δη­μιούρ­γη­μα τῆς δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ «ἐπι­νόη­ση» («ἡ ἐπί­νοια») τῆς γλώσ­σας ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο δὲν ἦταν αὐ­θαί­ρε­τη ἢ ἰδιό­τρο­πη ἀλλὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μὲ τὴ φυ­σι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα τοῦ λο­γι­κοῦ. Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄν­θρω­πο τὸ δῶρο τῆς γλώσ­σας ὡς μιὰ πνευ­μα­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα. «Μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἱκα­νό­τη­τα καὶ ὕστε­ρα ἐμεῖς μόνοι μας δη­μιουρ­γοῦ­με σπίτι, σκα­μνί, ἀλέ­τρι, καὶ ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλλο χρεια­ζό­μα­στε στὴ ζωή».
«Ἡ ἱκα­νό­τη­τα ἢ ἡ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴ γλώσ­σα εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Δη­μιουρ­γοῦ μας». Ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αὐτὴν τὴ δυ­να­τό­τη­τα κατὰ ἕναν ἐλεύ­θε­ρο καὶ δη­μιουρ­γι­κὸ τρόπο. Ὁ Θεὸς δὲν κα­τευ­θύ­νει τὴ φυ­σι­κὴ κί­νη­ση τῶν δη­μιουρ­γη­μά­των Του, οὔτε κά­θε­ται σὰν δά­σκα­λος τῆς γραμ­μα­τι­κῆς νὰ μᾶς κα­τευ­θύ­νει στὴ χρήση τῆς γλώσ­σας. Ἡ γλώσ­σα, οἱ ἦχοι, καὶ οἱ ἔν­νοιες ποὺ αὐτοὶ ἐκ­φρά­ζουν δη­μιουρ­γοῦν­ται ὅλα ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὴν ἀπὸ Θεοῦ χο­ρη­γού­με­νη ἱκα­νό­τη­τα τῆς «ἐπι­νοί­ας». Ὁ Γρη­γό­ριος ἀκο­λου­θεῖ τὸν Μέγα Βα­σί­λειο ὅταν ὁρί­ζει τὴν ἐπί­νοια ὡς «τὴν ἱκα­νό­τη­τα τοῦ νοῦ νὰ ἀνα­κα­λύ­πτει τὸ ἄγνω­στο ζη­τών­τας νὰ γνω­ρί­σει πράγ­μα­τα ἀπο­μα­κρυ­σμέ­να ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὴ βο­ή­θεια ἀφαι­ρέ­σε­ων ποὺ ἐξά­γον­ται ἀπὸ πράγ­μα­τα ποὺ εἶναι πάρα πολὺ ἄμεσα στὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἔρευ­νας». Ἐπί­νοια εἶναι ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ δύ­να­μη τῆς σκέ­ψε­ως, «μιὰ πιὸ διε­ξο­δι­κὴ ἀνά­λυ­ση τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου τῆς σκέ­ψε­ως». Ὁ Γρη­γό­ριος σπο­ρα­δι­κὰ μόνο χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸν ὅρο «διά­νοια», ἀντὶ τῆς «ἐπί­νοιας».
ἐπί­νοια δὲν εἶναι ἁπλῶς κα­τα­σκεύ­α­σμα, φαν­τα­σία, ἢ ἰδιο­τρο­πία. Ἡ ὀνο­μα­το­θε­σία προ­ϋ­πο­θέ­τει ἕνα ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ πρέ­πει νὰ λάβει ὄνομα, καὶ τὰ πράγ­μα­τα ὀνο­μά­ζον­ται γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ τὰ ξε­χω­ρί­ζου­με καὶ ἔτσι ἡ συ­νεί­δη­ση καὶ ἡ γνώση μας γι’ αὐτὰ νὰ πα­γιω­θεῖ. Ἑπο­μέ­νως, τὰ ὀνό­μα­τα δὲν εἶναι αὐ­θαί­ρε­τα, γιατὶ, ἂν ἦσαν, δὲν θὰ ἦταν ὀνό­μα­τα ἢ «ση­μεῖα». Θὰ ἦταν χωρὶς νόημα καὶ ση­μα­σία. Τὸ νὰ ὀνο­μά­σεις τὰ πράγ­μα­τα προ­ϋ­πο­θέ­τει πρό­θε­ση καὶ προ­με­λέ­τη. «Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα τῆς ψυχῆς μᾶς ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὕστε­ρα αὐτὴ ἀρ­χί­ζει νὰ κι­νεῖ­ται καὶ κοι­τά­ζει τὰ πράγ­μα­τα μόνη της καί, γιὰ νὰ προ­φυ­λά­ξει τὴ γνώση της ἀπὸ τὸ νὰ γίνει ἀσα­φὴς καὶ ἀνα­κρι­βής, βάζει μιὰ ἀτο­μι­κὴ σφρα­γί­δα πάνω σὲ κάθε πρᾶγ­μα, ἀφή­νον­τας νὰ νο­η­θεῖ αὐτὴ ἡ σφρα­γί­δα μέσῳ ἑνὸς ἤχου».
Γρη­γό­ριος δια­κρί­νει τὴν ἀν­τί­λη­ψη τῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων ἀπὸ τὴ γνώση τους. «Μᾶς εἶναι ἀδύ­να­το νὰ ἔχου­με πάντα μπρο­στὰ στὰ μάτια μας κάθε τι ποὺ ὑπάρ­χει. Ὑπάρ­χουν με­ρι­κὰ πράγ­μα­τα ποὺ τὰ γνω­ρί­ζου­με γιατὶ εἶναι πάντα μπρο­στά μας, ἀλλὰ γνω­ρί­ζου­με ἄλλα πράγ­μα­τα γιατὶ τὰ ἔχου­με ἐν­τυ­πώ­σει στὴ μνήμη μας. Τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ δια­τη­ρη­θεῖ στὴ μνήμη, ἂν δὲν ἔχου­με ἕνα ὄνομα γιὰ νὰ προσ­διο­ρί­σου­με τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ θέ­λου­με νὰ θυ­μό­μα­στε, ὥστε νὰ μπο­ροῦ­με νὰ τὸ δια­κρί­νου­με ἀπὸ ἄλλα ἀν­τι­κεί­με­να».
Δί­νου­με ὀνό­μα­τα γιατὶ εἶναι ἀνάγ­κη νὰ δια­κρί­νου­με τὶς ἔν­νοιες ποὺ σχη­μα­τί­ζου­με ἀπὸ τὴν ἐμ­πει­ρία μας, ποὺ συ­νέ­χεια ἀλ­λά­ζει. Τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι ἄχρη­στα καὶ ἀκόμα ἀδύ­να­τα γιὰ τὸ Θεό, γιατὶ «ἡ Σοφία καὶ ἡ Δύ­να­μή Του δὲν δυ­σκο­λεύ­ον­ται νὰ πε­ρι­λά­βουν κάθε τι ποὺ ὑπάρ­χει χω­ρι­στά». Ὁ Θεὸς ἀτε­νί­ζει ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο, καὶ στιγ­μιαῖα τὸν κα­τα­νο­εῖ χωρὶς τὴ βο­ή­θεια ὀνο­μά­των. Ἡ φύση τῆς ἀν­τι­λη­πτι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τῆς ὀνο­μα­το­λο­γί­ας εἶναι τέ­τοια ὥστε ἡ ὕψι­στη οὐσία τῶν πραγ­μά­των (καὶ τῶν δη­μιουρ­γη­μέ­νων ἀκόμα πραγ­μά­των) δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­σθεῖ καὶ νὰ ὀνο­μα­σθεῖ ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Ὁ λόγος εἶναι, ὅτι τὰ πράγ­μα­τα ἀνα­γνω­ρί­ζον­ται ἀπὸ τὶς σχέ­σεις τους, ἀπὸ τὴ δρα­στη­ριό­τη­τά τους, καὶ ἀπὸ τὴν ἐπί­δρα­ση ποὺ ἔχουν πάνω σὲ ἄλλα πράγ­μα­τα. Ὅταν μι­λοῦ­με γι’ αὐτά, δὲν προσ­διο­ρί­ζου­με τὴν ἀλη­θι­νὴ φύση τους ἀλλὰ μόνο τὶς ἰδιό­τη­τες καὶ ποιό­τη­τες ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ δια­κρί­νου­με σ’ αὐτά. Δὲν γνω­ρί­ζου­με τὴν οὐσία τῶν πραγ­μά­των γιατὶ ἡ θε­με­λιώ­δης ἀρχή τους εἶναι γνω­στὴ μόνο στὸν Θεό. «Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐξε­τά­ζει τὴν οὐσία τῆς δη­μιουρ­γί­ας, γιατὶ ἡ γνώση της εἶναι πε­ριτ­τὴ καὶ δὲν ὠφε­λεῖ κα­θό­λου. Ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴ φύση καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς δη­μιουρ­γί­ας, γιατὶ μιὰ τέ­τοια γνώση θὰ ἔπρε­πε νὰ ἀκτι­νο­βο­λεῖ μὲ ὅλη τὴ με­γα­λο­πρέ­πεια, τὴ δύ­να­μη, καὶ τὴ δόξα τοῦ Δη­μιουρ­γοῦ». Γι’ αὐτό, «γνω­ρί­ζου­με μέσῳ τῶν αἰ­σθή­σε­ών μας μόνο τόσο ἀπὸ τὰ στοι­χεῖα τοῦ κό­σμου ὅσο εἶναι χρή­σι­μο γιὰ μᾶς. Δὲν γνω­ρί­ζου­με ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τους καὶ αὐτὴ ἡ ἄγνοια δὲν μᾶς ζη­μιώ­νει κα­θό­λου».
Ἕνα ὄνομα εἶναι ἕνα «ση­μεῖ­ον» ἑνὸς πράγ­μα­τος. Αὐτὸ ἔχει μιὰ σχέση μὲ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό του. «Οἱ λέ­ξεις ποὺ ἐπι­νο­οῦν­ται ἔχουν κάτι κοινὸ μὲ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό τους». Στὴν προ­σπά­θειά του νὰ ὁρί­σει τὸ κοινὸ στοι­χεῖο ἀνά­με­σα στὸ ὄνομα καὶ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό του, ὁ Γρη­γό­ριος προ­τεί­νει ὅτι αὐτὴ ἡ σχέση κα­θιε­ρώ­νε­ται ἀπὸ τὴν ἐλεύ­θε­ρη καὶ δη­μιουρ­γι­κὴ λει­τουρ­γία τοῦ νοῦ. Τὰ ὀνό­μα­τα ἐπι­νο­οῦν­ται γιὰ τὰ πράγ­μα­τα καὶ ἑνώ­νον­ται μ’ αὐτά, ἀλλὰ δὲν προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὰ πράγ­μα­τα. Ἕνα ὄνομα δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πρᾶγ­μα, ἀλλὰ οὔτε εἶναι τε­λεί­ως ἀνε­ξάρ­τη­το ἀπὸ αὐτό. Ἕνα ὄνομα δὲν εἶναι μιὰ ὑπό­στα­ση. «Κάθε ὄνομα εἶναι τὸ “ση­μεῖ­ον” ἑνὸς ἀν­τι­κει­μέ­νου ἢ μιᾶς ἰδέας, ἀλλὰ δὲν ὑφί­στα­ται καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ ἀνε­ξάρ­τη­το καὶ καθ’ ἑαυτό».

ἐπίδραση τοῦ Πλάτωνος στὴ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου

ΟΙ ΘΕ­Ω­ΡΙΕΣ τοῦ Γρη­γο­ρί­ου ἐπη­ρε­ά­στη­καν ἀπὸ τὸν Πλά­τω­να, ὁ ὁποῖ­ος ἐξέ­φρα­σε πα­ρό­μοιες ἰδέες στὸν «Κρα­τύ­λο» του στὴ δεύ­τε­ρη ὁμι­λία τοῦ Σω­κρά­τη. Τὰ πράγ­μα­τα ἔχουν μιὰ ὁρι­σμέ­νη φύση καὶ τὰ ὀνό­μα­τά τους θὰ πρέ­πει νὰ ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται σ’ αὐτήν. Τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι «θέσει», ὄχι «φύσει». Ὁ νο­μο­θέ­της ποὺ τὰ δη­μιουρ­γεῖ εἶναι ὁ τε­χνί­της τους. Δη­μιουρ­γών­τας τα δίνει μορφὴ στὴν πάγ­κοι­νη ἰδέα ποὺ βρί­σκε­ται πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα μέσῳ τοῦ ἤχου. Τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι τὰ ἐρ­γα­λεῖα τοῦ νοῦ. Ὁ Πλά­των προ­σθέ­τει ὅτι ὑπάρ­χουν δια­φο­ρε­τι­κῶν εἰδῶν τε­χνί­τες καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἐξί­σου πο­λύ­τι­μα ὅλα ὅσα δη­μιουρ­γοῦν­ται ἀπὸ αὐ­τούς. Οὔτε ὅλα τὰ ὀνό­μα­τα εἶναι κα­τάλ­λη­λα, κι ἕνα ὄνομα μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶναι ἐπι­τυ­χη­μέ­νο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ μιὰ ζω­γρα­φιὰ μπο­ρεῖ νὰ εἶναι ἀπο­τυ­χη­μέ­νη. Ἕνα ὄνομα εἶναι ἡ ὁμοιό­τη­τα ἑνὸς πράγ­μα­τος. Στὸν «Κρα­τύ­λο» ὁ Πλά­των προ­σπα­θεῖ νὰ ἀπαν­τή­σει στὸ ἐρώ­τη­μα: ἂν τὰ ὀνό­μα­τα μᾶς δί­νουν κά­ποια πλη­ρο­φο­ρία γιὰ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό τους ἢ ὄχι, καὶ ἡ ἀπάν­τη­σή του εἶναι ἀρ­νη­τι­κή. Ἕνα πρᾶγ­μα μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρι­σθεῖ μόνο μὲ πα­ρα­τή­ρη­ση καὶ σο­βα­ρὴ θε­ώ­ρη­ση, ὄχι ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Ὁ Ἀρι­στο­τέ­λης ἀνα­πτύσ­σει τὴν ἰδέα τοῦ Πλά­τω­νος καὶ δη­λώ­νει ὅτι τὰ ὀνό­μα­τα κα­θιε­ρώ­νον­ται ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὅτι δὲν ὑπάρ­χουν ὀνό­μα­τα ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὴ φύση.
Γρη­γό­ριος ἀκο­λου­θεῖ τὸν Πλά­τω­να στὸν τρόπο σκέ­ψε­ως. Στρέ­φει τὴν προ­σο­χή του ἀπὸ τὸ ὄνομα στὸ ἴδιο τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο, γιατὶ τὰ πράγ­μα­τα ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν ἀνε­ξάν­τλη­τη ἐμ­πει­ρία. Τὰ πράγ­μα­τα ἔχουν κα­θο­ρι­σμέ­νη ὕπαρ­ξη ἡ ὁποία ἔχει δη­μιουρ­γη­θεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ Δη­μιουρ­γό τους, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ὀνό­μα­τά τους. Μπο­ροῦ­με νὰ δια­κρί­νου­με τὴν κα­θο­ρι­σμέ­νη φύση τους καὶ σ’ ἕνα βαθμὸ νὰ τὴν ἐκ­φρά­σου­με, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­με ποτὲ νὰ δη­μιουρ­γή­σου­με μιὰ ἀκρι­βὴ ἀνα­τύ­πω­ση τοῦ κό­σμου μέσα στὸ νοῦ μας. Αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ ἄσκο­πη προ­σπά­θεια γιατὶ μιὰ τέ­τοια ἀνα­τύ­πω­ση θὰ μᾶς ἔκρυ­βε τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἡ γνω­στι­κὴ δια­δι­κα­σία καὶ ἡ γλώσ­σα εἶναι μέσον γιὰ νὰ ὑπερ­νι­κή­σου­με τὶς ἀδυ­να­μί­ες μας, δὲν εἶναι τε­κμή­ριο τῆς δυ­νά­με­ώς μας. Ἔχου­με ἀνάγ­κη ἀπὸ λέ­ξεις καὶ ἔν­νοιες γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ θυ­μό­μα­στε τὶς ἐμ­πει­ρί­ες μας καὶ νὰ τὶς πε­ρι­γρά­φου­με σὲ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ποὺ δὲν συμ­με­τεῖ­χαν σ’ αὐτές. «Εἶναι ἀνάγ­κη γιὰ μᾶς νὰ θέ­του­με συμ­βο­λι­κὰ ση­μά­δια πάνω στὰ πράγ­μα­τα ὥστε νὰ μπο­ρεῖ κα­θέ­νας μας νὰ ἐξη­γεῖ στοὺς ἄλ­λους τὴ δρα­στη­ριό­τη­τα τοῦ νοῦ μας. Ἂν μπο­ρού­σα­με νὰ ἐκ­φρά­σου­με τὶς σκέ­ψεις μας κατ’ ἄλλον τρόπο, δὲν θὰ χρη­σι­μο­ποιού­σα­με ὡς διά­με­σα λέ­ξεις. Θὰ ἐπι­κοι­νω­νού­σα­με με­τα­ξύ μας πιὸ ἄμεσα καὶ πιὸ κα­θα­ρά, γιατὶ ὁ νοῦς μας μόνος θὰ ἐξέ­φρα­ζε τὴν ἴδια τὴ φύση τῶν πραγ­μά­των ποὺ πα­ρα­τη­ροῦ­με». Καθὼς ὁ νοῦς κα­θαί­ρε­ται κατὰ τὴν ἄνοδό του πρὸς τὸ Θεό, ἡ γλώσ­σα πέ­φτει σὲ σιωπή. «Κάθε μέσο ἐκ­φρά­σε­ως εἶναι ἀνε­παρ­κὲς γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν ἀλή­θεια». Ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς ἀλή­θειας εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς λέ­ξεις, οἱ ὁποῖ­ες εἶναι πε­ριτ­τὲς γιὰ τὸ νοῦ, ὅταν αὐτὸς βλέ­πει τὴν ἀλη­θι­νὴ ὕπαρ­ξη. Ἡ «θε­ω­ρία» εἶναι ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὴ γλώσ­σα, γιατὶ ἡ γλώσ­σα εἶναι τὸ ὄρ­γα­νο τῆς λο­γι­κῆς τοῦ ἀν­θρώ­που.
Γρη­γό­ριος ἐπι­μέ­νει ὅτι ὁρι­σμέ­νες ἐμ­πει­ρί­ες δὲν μπο­ροῦν νὰ ἐκ­φρα­στοῦν πλή­ρως μὲ ἔν­νοιες. Ὁπωσ­δή­πο­τε, τὸ ἀνέκ­φρα­στον καὶ τὸ ἀκα­τά­λη­πτον τοῦ Θεοῦ δὲν ση­μαί­νουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἀπρό­σι­τος. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ πίστη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου στὴ δυ­να­τό­τη­τα «θε­ώ­σε­ως» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κυ­ριώ­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς θε­ο­λο­γί­ας του. Ἐκεῖ­νο ποὺ θέλει νὰ μᾶς κα­τα­στή­σει σαφὲς εἶναι ὅτι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κὴ εἶναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη καὶ ὅτι οἱ ἔν­νοιες δὲν θὰ πρέ­πει νὰ ἀπο­λυ­το­ποιοῦν­ται σὲ τέ­τοιο ση­μεῖο ὥστε ἡ ἐμ­πει­ρία νὰ ἀγνο­εῖ­ται. Ὁ Γρη­γό­ριος δὲν ἀρ­νεῖ­ται ὅτι ἡ γλώσ­σα εἶναι πο­λύ­τι­μο μέσον γνώ­σε­ως, καὶ πα­ρα­πέμ­πει στὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ νὰ τὸ ἀπο­δεί­ξει. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπορ­ρί­πτει τὴν ὁρο­λο­γία τοῦ Εὐ­νο­μί­ου. Ὁ Γρη­γό­ριος το­νί­ζει τὴν ἀνε­ξαρ­τη­σία τῶν ὀνο­μά­των τῆς Ἁγίας Τριά­δος (τοῦ Πα­τρός, τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος), ποὺ μᾶς ἀπο­κα­λύ­φθη­καν ἀπὸ τὸ Θεό.

Ἁγία Γραφὴ ὡς σύμβολο τῆς πνευματικῆς ἀλήθειας

ΓΙΑ ΤΟ ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΟ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἕνα σύμ­βο­λο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀλή­θειας καὶ γι’ αὐτὸ ἡ κατὰ λέξη Ἑβραϊ­κὴ ἑρ­μη­νεία τῆς Βί­βλου εἶναι ἀνε­παρ­κής. «Αὐτὸ ποὺ φαί­νε­ται κατ’ ἀρχὴν ὅτι εἶναι ἕνα ὑπό­μνη­μα σὲ ὅ,τι γρά­φτη­κε, ἂν δὲν κα­τα­νο­εῖ­ται μὲ τὸν σωστὸ τρόπο, θὰ ἀπο­δει­χθεῖ ὅτι εἶναι κάτι ἐν­τε­λῶς δια­φο­ρε­τι­κὸ ἀπὸ τὴν ἀλή­θεια ποὺ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται ἀπὸ τὸ Πνεῦ­μα». Τὸ «σῶμα τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς» εἶναι ἕνα πέπλο ποὺ κα­λύ­πτει τὴ «δόξα ποὺ πε­ριέ­χε­ται στὴν Ἁγία Γραφή». Ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆ­τες εἶναι ἕνα μικρὸ πα­ρά­θυ­ρο στὸν τοῖχο τῆς νο­ή­σε­ώς μας καὶ οἱ ἀκτῖ­νες τῆς ἀλή­θειας διεισ­δύ­ουν μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. «Πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν τοῖχο στέ­κε­ται ἡ ἀλή­θεια, ἡ ὁποία συν­δέ­ε­ται στενὰ μὲ τὸ Ἀρ­χέ­τυ­πο». Τώρα τὸ φῶς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ξε­χύ­νε­ται ἐπάνω μας ἐν ἀφθο­νίᾳ.
Ἁγία Γραφὴ εἶναι μιὰ κα­τα­γρα­φὴ τῆς Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως, μιὰ «μαρ­τυ­ρία τῆς ἀλή­θειας ποὺ μᾶς ἀπο­κα­λύ­φθη­κε». «Λέμε ὅτι ὁλό­κλη­ρη ἡ Ἁγία Γραφὴ γρά­φτη­κε μὲ τὴ φώ­τι­ση τοῦ Θεοῦ γιατὶ εἶναι ἡ δι­δα­σκα­λία τῶν θείων ἀλη­θειῶν. Ὅταν με­τα­κι­νή­σε­τε τὴ λέξη, ποὺ εἶναι τὸ ὑλικὸ κά­λυμ­μα, ὅ,τι πα­ρα­μέ­νει γιὰ σᾶς εἶναι ὁ Κύ­ριος, ἡ Ζωή, καὶ τὸ Πνεῦ­μα». Ἡ Ἁγία Γραφὴ θὰ πρέ­πει νὰ τη­ρεῖ­ται κατὰ γράμ­μα, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἐν­το­λὲς καὶ πα­ρα­δό­σεις τῆς πί­στε­ως. «Ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ με­γά­λη βλα­σφη­μία καὶ ἀσέ­βεια δὲν προ­κά­λε­σαν καμιὰ ἀλ­λα­γὴ στὶς λέ­ξεις ποὺ πα­ρα­δό­θη­καν σὲ μᾶς». «Ἐπει­δὴ αὐτὴ ἡ πίστη δό­θη­κε στοὺς Ἀπο­στό­λους ἀπὸ τὸ Θεό, ἐμεῖς δὲν θὰ τὴν πε­ρι­κό­ψου­με, οὔτε θὰ τὴν ἀλ­λά­ξου­με, οὔτε θὰ προ­σθέ­σου­με κάτι σ’ αὐτήν». Πρέ­πει νὰ σε­βό­μα­στε ὁλό­κλη­ρη τὴν πα­ρά­δο­ση ὡς «τὸν ἀρ­χαιό­τε­ρο νόμο τῆς πί­στε­ως» καὶ ὡς «κλη­ρο­νο­μιὰ ἀπὸ τοὺς πα­τέ­ρες μας». «Ἡ ἀπό­δει­ξη τῆς ἀλή­θειας τῶν λόγων μας εἶναι ἡ πα­ρά­δο­ση ποὺ ἔχει φθά­σει σὲ μᾶς ἀπὸ τοὺς πα­τέ­ρες. Αὐτὴ ἔχει με­τα­βι­βα­στεῖ σὲ μᾶς ὡς κλη­ρο­νο­μιὰ ἀπὸ τοὺς Ἀπο­στό­λους διὰ τῶν ἁγίων ποὺ τοὺς δια­δέ­χτη­καν», γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος. Ὀφεί­λου­με «νὰ σε­βό­μα­στε ἐκεί­νους τῶν ὁποί­ων τὸ κῦρος ἔχει ἐπι­βε­βαιω­θεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, νὰ μέ­νου­με μέσα στὰ ὅρια τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ γνώ­σε­ώς τους, καὶ ποτὲ νὰ μὴν τολ­μοῦ­με νὰ ἀγω­νι­ζό­μα­στε νὰ κα­τα­κτή­σου­με κάτι ποὺ δὲν ἦταν προ­σι­τὸ στοὺς ἁγί­ους καὶ θεί­ους ἄν­δρες».

Πηγές

Κείμενο

Εἰκόνες

  • Θε­ο­φά­νης ὁ Κρής. Ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης. 1527, τοι­χο­γρα­φία, Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νι­κο­λά­ου Ἀνα­παυ­σᾶ, Με­τέ­ω­ρα. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Δο­μή­νι­κος Θε­ο­το­κό­που­λος. Τὸ Ὄρος Σινᾶ. 1560-1565 ἢ 1568, τέμ­πε­ρα σὲ ξύλο, Τρί­πτυ­χο τῆς Μο­δέ­νας, ὀπί­σθια ὄψη, με­σαῖο φύλλο, Πι­να­κο­θή­κη Ἐστέν­σε, Μο­δέ­να. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου