ΣΚΟΠΟΣ
αὐτῆς τῆς μελέτης εἶναι νὰ δείξει μὲ ποιὸ τρόπο, ἡ αὐξανόμενη
ἐπιρροὴ τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς νοοτροπίας καὶ ἡ
μετάφρασή της σὲ κοινωνικὲς μορφές, βάδισαν χέρι-χέρι μὲ τὸν
ἀπανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ταυτόχρονα τῆς κοινωνίας. Μιὰ
τέτοια διαδικασία ἀπανθρωπισμοῦ δὲν ἦταν βέβαια
συμπτωματική. Ἀντίθετα, εἶναι ἀναπόφευκτη ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ
οἱ κανόνες τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς νοοτροπίας ἀρχίζουν
νὰ ἐφαρμόζονται στὴ σφαίρα τῶν ἀνθρώπινων καὶ κοινωνικῶν
σχέσεων γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι, ὅπως θὰ διευκρινίσω παρακάτω,
ἀκριβῶς σ’ ἐκεῖνες τὶς προϋποθέσεις πάνω στὶς ὁποῖες βασίζεται
αὐτὴ ἡ νοοτροπία οἰκοδομεῖται μιὰ ἀπανθρωπία. Πρέπει νὰ
θυμόμαστε ὅτι οἱ «σαφεῖς» καὶ «διακεκριμένες» ἔννοιες ποὺ
ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης δὲν εἶναι σαφεῖς καὶ
διακεκριμένες ἀπὸ μόνες τους, ἀλλὰ μόνο μέσα στὸ πλαίσιο μιᾶς
κάποιας σειρᾶς ἀρχῶν καὶ ἀξιωμάτων. Ἄνθρωποι σὰν τὸ Γαλιλαῖο καὶ
τὸν Καρτέσιο δὲν ἦταν μόνο ἀναγκασμένοι ν’ ἀντικαταστήσουν
μιὰ σειρὰ ἀπὸ θεωρίες, μὲ ἄλλες καλύτερες. Ἔπρεπε νὰ
καταστρέψουν ἕνα κόσμο γιὰ νὰ βάλουν στὴ θέση του ἕναν ἄλλο. Ἦταν
ἀναγκασμένοι νὰ γκρεμίσουν ἕνα διανοητικὸ πλαίσιο καὶ νὰ τὸ
ἀντικαταστήσουν μ’ ἕνα ἄλλο.
Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη προϋποθέτει ριζικὴ ἀναδιαμόρφωση τῆς διανοητικῆς μας ἀντίληψης. Συνεπάγεται νέα προσέγγιση τῆς ὕπαρξης, νέα προσέγγιση τῆς φύσης, μὲ λίγα λόγια μιὰ νέα φιλοσοφία. Καθὼς ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη γεννήθηκε στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων αἰώνων, ταυτόχρονα μὲ τὸ κύμα ἐνθουσιασμοῦ ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴ διατύπωση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς νέας φιλοσοφίας, εἴχαμε τὴν τάση νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα μεγαλειώδη δρόμο, μιὰ ὑπέροχη πρόοδο ἀπὸ μέρους τῆς ἀνθρωπότητας, ἕνα σημάδι τῆς ὡρίμανσής μας. Τώρα ποὺ ἀρχίζουμε νὰ βλέπουμε τὶς συνέπειες τῆς συνθηκολόγησής μας –καὶ ἀρχίζουμε μόλις νὰ τὶς βλέπουμε– δὲν εἴμαστε καὶ τόσο βέβαιοι γι’ αὐτό. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἔτσι, εἶναι δύσκολο γιὰ μᾶς νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὁλόκληρο τὸ σύγχρονο ἐπιστημονικὸ πείραμα δὲν εἶναι μὲ κανένα τρόπο πρόοδος, καὶ ἴσως εἶναι μιὰ φρικτὴ ἀποτυχία. Κι ὅμως δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἔτσι. Τὰ πράγματα πρέπει νὰ κρίνονται ἀπὸ τοὺς καρπούς τους. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, ἐγγενὴς στὴ φιλοσοφία της, καὶ ξεκάθαρος γιὰ ὁποιονδήποτε, εἶναι ὁ ἀπανθρωπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας ποὺ ἔκτισε ἐν ὀνόματί του.
Εἶπα ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τοῦ
δέκατου ἕβδομου αἰώνα θὰ μποροῦσε νὰ ἑδραιωθεῖ μόνο μὲ τὴν
καταστροφὴ μιᾶς τάξης πραγμάτων καὶ τὴν ἀντικατάστασή της μὲ
μιὰ ἄλλη. Μὲ λίγα λόγια, γιὰ νὰ μιλήσουμε στὸ πλαίσιο τοῦ δυτικοῦ
πολιτισμοῦ, ἡ τάξη πραγμάτων ποὺ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν
σύγχρονη ἐπιστήμη ἦταν ἐκείνη τοῦ μεσαιωνικοῦ χριστιανικοῦ
κόσμου. Αὐτὴ ἡ χριστιανικὴ κοινωνία ἦταν μιὰ ὀργανικὰ
ὁλοκληρωμένη κοινωνία. Ἦταν ἕνα εἶδος ἱερῆς τάξης πραγμάτων,
ἐγκαθιδρυμένης ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπου τὸ κάθε τι, κι ὄχι μόνο ὁ
ἄνθρωπος καὶ τὰ ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ἀλλὰ κάθε ζωντανὴ
μορφὴ φυτοῦ, ζώου ἢ πουλιοῦ, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, τὰ νερὰ
καὶ τὰ βουνά, θεωροῦνταν σημεῖα πραγμάτων ἱερῶν (signa rei sacrae),
ἔκφραση μιᾶς θείας κοσμολογίας, σύμβολα ποὺ ἕνωναν τὸν ὁρατὸ
μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο, τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Ἦταν μιὰ κοινωνία
ἀφιερωμένη σὲ κάποιο τέρμα, καταληκτικὰ ὑπερ-γήινο,
ἀ-χρονικό, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Πράγματι, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ κόσμο, καταβαλλόταν
πολλὴ προσπάθεια γιὰ τὴ διατήρηση, τὴν ἐνθάρρυνση καὶ τὴν
καλλιέργεια τῆς αἴσθησης τῶν πραγμάτων ποὺ τώρα ὀνομάζουμε
ὑπερφυσικά. Σ’ ὅλη τὴν ἔκταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οἱ ὁρατές
εἰκόνες αὐτῶν τῶν πραγμάτων προβάλλονταν καὶ λατρεύονταν, στὶς
εἰκόνες, στοὺς σταυρούς, στὶς ἐκκλησίες, στὰ ἱερὰ
προσκυνήματα, στὴν ὁμαδικὴ ἱεροτελεστία. Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν
τὴν ἀδιάλειπτη ἐπιδίωξη τῶν μοναστηριῶν, καθὼς καὶ τῶν ἁγίων καὶ
ὁσίων ἀνθρώπων ποὺ μετακινοῦνταν ἀνάμεσα στὸν ὄχλο μὲ τόση
ἄνεση ὅση ἔχουν τὰ πουλιὰ ἀνάμεσα στὰ φύλλα. Ἀκόμα κι ὅταν αὐτοὶ οἱ
ἅγιοι καὶ οἱ ὅσιοι ἀποτραβιόντουσαν στὴ μοναξιά, ὁ κάθε κάτοικος
τοῦ κόσμου ἤξερε ὅτι τὰ δάση καὶ οἱ λόφοι, οἱ ἐρημιὲς καὶ οἱ σπηλιὲς
ποὺ ἔζωναν τὸ σπιτικό του κατοικοῦνταν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νὰ συμβουλέψουν καὶ νὰ εὐλογήσουν.
Ὁ
κορυφαῖος τύπος δραστηριότητας στὸ μεσαιωνικὸ χριστιανικὸ
κόσμο δὲν εἶχε σχέση μὲ ὅ,τι εἶναι πρακτικὸ ἢ ἀποτελεσματικό,
ὅπως ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε αὐτοὺς τοὺς ὅρους. Ὁ κορυφαῖος
τύπος δραστηριότητας ἦταν ἡ θρησκευτικὴ ἐνατένιση. Καὶ
μολονότι τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ἐνατένισης τὰ ἔφταναν μόνο λίγοι, οἱ
ἐμπειρίες τῆς ζωῆς αὐτῶν τῶν λίγων ἦταν ἕνα ἀδιαμφισβήτητο καὶ
κεντρικὸ γεγονός, γνωστὸ σὲ ὅλους. Παράλληλα, ἡ γνώση αὐτῶν τῶν
πραγμάτων δὲν ἔσβηνε τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν
κατάστασή του ὡς γήινου πλάσματος, σχηματισμένου ἀπὸ τὴ γῆ
καὶ προορισμένου νὰ ἐπιστρέψει σ’ αὐτήν, ἐνῶ ὅλο τὸ ἐσωτερικό
του τρεφόταν κι ἐμπλουτιζόταν ἀπὸ τὴν ὀργανική του ἐπαφὴ μὲ τὴ
φύση καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν διαμόρφωνε σὲ
ἀριστούργημα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Αὐτὸς ὁ μεσαιωνικὸς
χριστιανικὸς κόσμος εἶχε βέβαια καὶ τὶς ἀδικίες του, καὶ τὴ
σκληρότητά του, καὶ τὶς στερήσεις του καὶ τὴν ἀσχήμια του, καὶ τὸν
πόνο του, καὶ τὶς ἀρρώστειες του. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ
ἐξιδανικευθεῖ αὐτὸς ὁ κόσμος, οὔτε νὰ τὸν βλέπουμε
μεταμορφωμένο ἀπὸ τὴ νοσταλγία μας, κι ἀκόμα περισσότερο νὰ
προτείνουμε ἐπιστροφὴ σ’ αὐτόν. Ὑπάρχει ἁπλὰ ἀνάγκη νὰ
καταδειχθεῖ ὁ ὑπερισχύων πνευματικὸς προσανατολισμὸς αὐτοῦ
τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐπακόλουθά του.
Ἐδῶ
θὰ ἤθελα νὰ κάνω μιὰ παρέκβαση γιὰ νὰ διαλύσω μιὰ συνηθισμένη
παρεξήγηση, ποὺ εἶναι στὸ βάθος της συνδεδεμένη μὲ τὸ θέμα μας.
Λέγεται συχνά, ὅταν γίνεται συζήτηση γιὰ τὴν ἀντίθεση
ἀνάμεσα στὸ μεσαιωνικὸ καὶ τὸν σύγχρονο ἐπιστημονικὸ κόσμο,
ὅτι ὁ μεσαιωνικὸς κόσμος εἶχε ἐπίσης τὶς ἐπιστημονικὲς
τεχνικές του, κι ὅτι αὐτὲς δὲν ἀναπτύχθηκαν γιατὶ κανεὶς δὲν ἤξερε
πῶς νὰ τὶς ἀναπτύξει. Τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἁπλά. Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ὁ μεσαιωνικὸς κόσμος εἶχε τὶς τεχνικές του. Ἀλλ’
αὐτὲς οἱ τεχνικὲς σκόπιμα δὲν χρησιμοποιοῦνταν καὶ δὲν
ἀναπτύσσονταν πέρα ἀπὸ κάποιο σημεῖο – τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο θ’
ἄρχιζαν νὰ παρακωλύουν ἢ νὰ ἐμποδίζουν ἐκεῖνο ποὺ ἦταν πολὺ
πιὸ σπουδαῖο: τὴν πραγμάτωση τῆς προεξάρχουσας πνευματικῆς
ἀντίληψης τῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα φροντίδα ἦταν
θρησκευτική, ὄχι τεχνική, καὶ οἱ τεχνικὲς διαδικασίες ποὺ
διετάρασσαν τὶς ὑπερισχύουσες ἀντιλήψεις τῆς ἁρμονίας, τῆς
ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἰσορροπίας, πολὺ ἁπλὰ ἀπορρίπτονταν.
Αὐτὸ ἴσως μᾶς φαίνεται περίεργο σήμερα. Συνηθίσαμε τόσο
πολὺ στὴν τεχνικὴ ὑπεροχὴ τῆς Δύσης, ὥστε συχνὰ φτάνουμε μέχρι νὰ
χαρακτηρίζουμε τὴ δυτικὴ νοοτροπία σὰν πρακτικὴ καὶ
συγκεκριμένη, καὶ νὰ τὴν ἀντιδιαστέλλουμε μὲ τὸ πνεῦμα
θρησκευτικῆς ἐνατένισης τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη φτάνουμε
πραγματικὰ πολὺ πιὸ μακριά, μέχρι τοῦ σημείου νὰ βλέπουμε μιὰ
εὐθεία γραμμικὴ σύνδεση τοῦ πνεύματος τῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ
δίνει ἔμφαση στὴν Ἐνσάρκωση, κι ἑπομένως, ὑποτίθεται, καὶ
στὴν πραγματικότητα τῆς ὕλης, μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σύγχρονης
ἐπιστημονικῆς νοοτροπίας καὶ μὲ τὰ ἐπακόλουθά της, δηλαδὴ
τὴν ἐξερεύνηση καὶ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς φύσης. Κι
ἀντιδιαστέλλουμε αὐτὸ τὸ ὑλιστικὸ πνεῦμα τῆς Χριστιανοσύνης,
μὲ τὸ προσανατολισμένο πρὸς τὰ ὑπερβατικώτερα πνεῦμα τοῦ
Ἰνδουϊσμοῦ ἢ τοῦ Βουδδισμοῦ ἢ ἀκόμα καὶ τοῦ Ἰσλάμ, γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ
ὕλη τείνει νὰ θεωρηθεῖ ἕνα εἶδος αὐταπάτης, ἀπὸ τὴν ὁποία λείπει
κάθε οὐσιαστικὴ πραγματικότητα.Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀποτελεῖ, βέβαια, χονδροειδὴ ὑπεραπλούστευση, κι ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν ἀλήθεια.[1] Μέχρι τὴν σύγχρονη περίοδο, ἡ Ἀνατολὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ διέθετε ἕνα συγκεκριμένο «ἐμπειρικὸ» πνεῦμα κι ὄχι ἡ Δύση, καὶ ἦταν ἡ Ἀνατολὴ κι ὄχι ἡ Δύση ποὺ εἶχε τὴν ὑπεροχή, στὶς τεχνικὲς καὶ στὶς τεχνολογικὲς διαδικασίες, ἀσχέτως ἂν αὐτὲς προορίζονταν γιὰ ὑλιστικοὺς ἢ μαγικοὺς σκοπούς, ἢ εἶχαν σκοποὺς ἄμεσα συνδεδεμένους μὲ τὴν πραγμάτωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἰδέα τῆς «μεθόδου», ἐφαρμοσμένη εἴτε σὲ ὑλιστικὲς εἴτε σὲ πνευματικὲς τεχνικές, εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ ἀνατολικὴ ἰδέα. Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ποὺ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, στὰ χρόνια τῆς παρακμῆς της, ἀπὸ τὸ δεύτερο αἰώνα π.Χ. καὶ μετά, δανείστηκε τὶς διάφορες τεχνικὲς ἐπινοήσεις της: μέχρι τότε, ἐνῶ διέθετε σημαντικὲς ἐπιστημονικὲς γνώσεις –ποὺ περιλάμβαναν, ἐπιπλέον, γνώση τῶν μηχανῶν καὶ τῆς χρήσης τους– ἀρνήθηκε νὰ συναγάγει ἢ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὶς ἐνδεχόμενες τεχνικὲς συνέπειες. Τὸ Ρωμαϊκὸ πνεῦμα, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἦταν διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ἑλλήνων, κι ἐπεζήτησε νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ συγκεκριμένες καταστάσεις, μὲ τὰ πιὸ ἀποτελεσματικὰ πρακτικὰ μέσα ποὺ διέθετε. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἐδῶ, οἱ κύριες τεχνικὲς διαδικασίες, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἀσημιοῦ, ἡ ὑαλουργία, ἡ σκλήρυνση μὲ βαφὴ τῶν σιδερένιων ὅπλων, ἡ ἀγγειοπλαστική, ἡ ναυπηγικὴ κ.ο.κ., ἦταν ἀνατολικῆς προέλευσης.
Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη τεχνικῆς ἰδιοφυΐας στὴ Δύση ἤ, καλύτερα, αὐτὴ ἡ ἄρνηση νὰ δεχθοῦν ἐκεῖ τὴν τεχνικὴ ἐκμετάλλευση, μ’ ἐξαίρεση μιὰ πολὺ περιορισμένη σφαίρα δραστηριοτήτων, δὲν ἐξουδετερώθηκε, ἀλλ’ ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ περίοδος ἀπὸ τὸν δεύτερο μέχρι τὸν πέμπτο αἰώνα μ.Χ., ποὺ εἶδε τὴν ἄνοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ποὺ σημαδεύτηκε, στὴ βουδδιστικὴ Ἰνδία, ἀπὸ ἐκπληκτικὲς ἐξελίξεις στὸ καλλιτεχνικό, πολιτικό, στρατιωτικὸ καὶ τεχνικὸ πεδίο, χαρακτηριζόταν στὴ Δύση ἀπὸ μιὰ τέτοια τεχνικὴ παρακμή, ποὺ ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Ἀποστάτης μπόρεσε νὰ κατηγορήσει τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ καταστροφὴ τῆς βιομηχανίας τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχιτέκτονες τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν ἀπόλυτα ἱκανὸς νὰ κατασκευάσει μιὰ ἀτμομηχανὴ (κάπου 1200 χρόνια πρὶν τὴν «ἀνακαλύψει» ὁ James Watt) ἀλλὰ χρησιμοποίησε τὶς ἱκανότητές του μόνο γιὰ νὰ κάνει τὸ σπίτι ὅπου ἔμενε νὰ τρέμει, σὰν νὰ γινόταν σεισμός, μὲ σκοπὸ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ἕνα δυσάρεστο γείτονα ποὺ ζοῦσε στὸ ἐπάνω πάτωμα. Μὲ μόνη ἐξαίρεση τὴν ἀρχιτεκτονικὴ –κι ἂς σημειωθεῖ πὼς σχεδὸν ὅλη ἡ μεγάλη ἀρχιτεκτονικὴ εἶχε θρησκευτικὰ κίνητρα–, ἡ Δύση, στὴν μεσαιωνικὴ Χριστιανικὴ περίοδο, ἔδειξε μιὰ μοναδικὴ ἔλλειψη τεχνικῆς θέλησης ἢ νοοτροπίας. Κι ὅταν, στὸ δωδέκατο αἰώνα, ὑπῆρξε κάποια ἀναβίωση τοῦ τεχνικοῦ ἐνδιαφέροντος, αὐτὸ καὶ πάλι κεντρίστηκε ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἀνατολὴ – μέσω τῶν Ἑβραίων, τῶν Σταυροφόρων, τῶν Ἑνετῶν καὶ τῶν Γενουατῶν ἐμπόρων, καθὼς καὶ μέσω τῶν μεταφρασμένων ἀπὸ τὰ Ἀραβικὰ κειμένων.
Ἡ Δύση ἀναπτύχθηκε τεχνολογικά, σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴν παρακμὴ τῆς χριστιανικῆς συνείδησης, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο πὼς ἡ «κοσμικοποίηση ἢ βεβήλωση» τῆς φύσης, ποὺ ἐπιτρέπει νὰ θεωρεῖται αὐτὴ ἡ φύση ἀντικείμενο, ἄρα καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλεύονται τεχνικά, βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὸ μυσταγωγικὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁπουδήποτε κι ὁποτεδήποτε γίνεται αὐτὸ ἀντιληπτὸ μὲ τὸ σωστὸ τρόπο, ὅπως συνέβαινε, τουλάχιστον σὲ κάποια ἔκταση, στὸν μεσαιωνικὸ κόσμο. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς Χριστιανικῆς αὐθεντίας στὴ Δύση, ἡ τεχνικὴ πρόοδος γινόταν ἀργά. Μόνο ἀπὸ τὸν δέκατο ὄγδοο καὶ τὸν δέκατο ἔνατο αἰώνα, οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ σκέπτονται, σὲ κάποιο ὑπολογίσιμο ποσοστό, ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τῶν μηχανῶν καὶ τῶν τεχνικῶν ἐπινοήσεων γιὰ τὸν ἐπηρεασμὸ τῆς φύσης καὶ τὴν ἐπίτευξη συγκεκριμένων ἀποτελεσμάτων ποσοτικοῦ χαρακτήρα, δὲν ἦταν ἀπασχόληση κατώτερη τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
Αὐτὸν τὸν τύπο κοινωνίας τοῦ μεσαιωνικοῦ
κόσμου, μαζὶ μὲ τὸν προεξάρχοντα προσανατολισμό του καὶ τὶς
ἐπιδιώξεις του, κατέστρεψε ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση. Ἡ νέα
ἀνόργανη ἐπιστημονικὴ τάξη εἶναι ἀνθρώπινης κατασκευῆς, δὲν
εἶναι θεϊκή. Εἶναι τάξη πραγμάτων ποὺ στὴν πραγματικότητα
ἀντιπροσωπεύει μιὰ προβολὴ τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ ποὺ εἶναι
κομμένο ἀπὸ τοὺς δεσμούς του μὲ τὴ θεότητα καὶ μὲ τὴ γῆ. Τὰ
ἰδανικά της, ἂν μποροῦν νὰ ὀνομαστοῦν ἔτσι, εἶναι καθαρὰ
χρονικὰ καὶ πεπερασμένα, κι ἀφοροῦν μόνο στὴν ὑλικὴ εὐημερία
τῶν μελῶν της. Οἱ κοινωνικὲς μορφές της δὲν εἶναι ἡ συνέπεια
κάποιας ὑπερφυσικῆς ἀποκάλυψης, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς τὸ ἀποτέλεσμα
ἐμπειρικῶν κι ἐπαγωγικῶν μεθόδων διαλογισμοῦ, βασισμένων
πρωταρχικὰ πάνω στὴν παρατήρηση, στὶς ἀτομικὲς ἀνάγκες καὶ στὰ
ἀτομικὰ χαρακτηριστικά. Αὐτὲς οἱ ἀνάγκες καὶ τὰ
χαρακτηριστικὰ θεωροῦνται, τελικά, θνητά: ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς
θεωρεῖται ὅτι περιλαμβάνεται στὴ θνητή της διάρκεια καὶ
μετριέται σύμφωνα μὲ τοὺς καθαρὰ χρονικοὺς καὶ πεπερασμένους
κανόνες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Πράγματι, ὁ πεπερασμένος κόσμος
θεωρεῖται ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ πεπερασμένος: ἡ
σύγχρονη ἐπιστήμη εἶναι θετική, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐξετάζει
συγκεκριμένα ὑλικὰ συμβάντα ἀπομονωμένα κι ἀπογυμνωμένα
ἀπὸ κάθε θρησκευτικὴ ἰδιότητα. Τὸ δέος καὶ ἡ εὐλάβεια ποὺ
προκαλεῖ ἡ ἀναγνώριση τοῦ καθολικοῦ μέσα στὴν εἰδικὴ
περίπτωση, τοῦ θεϊκοῦ μέσα στὸ ἀνθρώπινο καὶ στὸ φυσικό, εἶναι
ξένα πρὸς τὴν δική της νοοτροπία.
Αὐτὴ ἡ καινούργια κοσμοθεωρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι βασικὰ ἕνα δίποδο ζῶο, ποὺ ὁ προορισμός του καὶ οἱ ἀνάγκες του εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκπληρωθοῦν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο μέσ’ ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ κοινωνικοῦ, τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ οἰκονομικοῦ συμφέροντος τοῦ ἀτόμου, προωθήθηκε, διαδόθηκε καὶ διατηρήθηκε, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ἀπὸ γενιὲς ἐπιστημόνων, μετὰ τὸν δέκατο ἕβδομο αἰώνα μέχρι σήμερα. Ἐδῶ βέβαια, ὁ Francis Bacon εἶναι μιὰ μορφὴ-κλειδί, γιατὶ ἦταν αὐτὸς ποὺ χάραξε τὶς κατευθυντήριες γραμμές, ἠθικές, αἰσθητικὲς καὶ ψυχικές, γιὰ τὴν «νέα φιλοσοφία». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Bacon συμπέρανε ὅτι τὸ novum organum του θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοστεῖ «ὄχι μόνο στὶς φυσικὲς ἀλλὰ σ’ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες» (συμπεριλαμβανομένης τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς πολιτικῆς) κι ὅτι πρόκειται ν’ «ἀγκαλιάσει τὰ πάντα», εἶναι αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν καθολικὴ ἐπιστημονικὴ καθυπόταξη τῆς πνευματικῆς μας καλλιέργειας, καθὼς καὶ γιὰ τὸ ἀστικοβιομηχανικὸ σύστημα, ποὺ εἶναι τὸ πνευματικό του τέκνο.
Στὸ πρόγραμμα τοῦ Bacon ὑπάρχει ἡ προδιαγραφὴ γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπιστημονικοποίηση τοῦ κόσμου μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς πρακτικὲς τοῦ ἐργαστηρίου, ποὺ συχνὰ αὐτὲς οἱ ἴδιες ἔχουν ἀπερίγραπτη σκληρότητα, καὶ φτάνοντας μέχρι ἐκεῖνες, ὄχι λιγότερο ἀπαίσιες, τοῦ σύγχρονου ἀστυνομικοῦ κράτους. Ἀλλ’ ἐὰν ὁ Bacon ἦταν ἡ προεξάρχουσα ἰδιοφυΐα κι ὁ διαλαλητὴς αὐτῆς τῆς καθυπόταξης, ἄλλοι –ὁ Γαλιλαῖος, ὁ Καρτέσιος κι ὁ Νεύτων– ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τελειοποίησαν αὐτὸ τὸ μηχανιστικὸ ὅραμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο κτίστηκε ὁ σύγχρονος κόσμος μας. Αὐτοὶ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἔλευση ἑνὸς νέου ἐννοιολογικοῦ σύμπαντος, αὐτοὶ διατύπωσαν τὴν καθαρὰ ποσοτικὴ ἀντιμετώπιση τῆς φύσης, ποὺ ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν καινούργια προσέγγιση τῆς γήινης μηχανικῆς ἀπὸ τὸν Γαλιλαῖο, καὶ αὐτοὶ ἐξέθρεψαν τὴν αὐταπάτη ὅτι ἡ γνώση τοῦ κόσμου ἦταν δυνατὸν ν’ ἀποκτηθεῖ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ μαθηματικῶν τεχνικῶν – πραγματικά, ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἀντιληπτὸ μέσα στὸ δίκτυο τῶν ἀριθμῶν εἶναι ἀντι-επιστήμη, ἀ-γνωσία κι ἀκόμη, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἀνυπαρξία.
Ὁ Καρτέσιος ἦταν αὐτὸς ποὺ διατύπωσε πιὸ ἀποφασιστικὰ τὶς φιλοσοφικὲς ἀρχὲς τῆς νέας ἐπιστήμης, τὸ ὄνειρό της ν’ ἀναγάγει τὴ γνώση σὲ μαθηματικά, καθὼς καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς νέας μαθηματικῆς κοσμολογίας. Σπάζοντας τοὺς τελευταίους ἰσχνοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου ποὺ δημιούργησε Αὐτός, ὁ Καρτέσιος οὐσιαστικὰ ἐξορίζει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν κόσμο – ἢ μᾶλλον ἐξορίζει τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν Καρτέσιο, ὁ Θεὸς δὲν συμβολίζεται πιὰ ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του. Ἡ σκέψη του δὲν ἀφήνει περιθώριο οὔτε καὶ γιὰ τὴν σχολαστικὴ ἀντίληψη τῆς ἀναλογίας ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο: Δὲν ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν imagines ἢ vestigia Dei in mundo – ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ Καρτέσιος ὀνομάζει ψυχή, τὴν ὁποία δὲν ταυτίζει παρὰ μόνον μὲ τὸ ἀνθρώπινο λογικό, καὶ ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀραιὸ συμπλήρωμα σαφῶν καὶ διακεκριμένων ἰδεῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τὸ προίκισε. Ὁ Καρτεσιανὸς κόσμος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας αὐστηρὰ ὁμοιόμορφος μαθηματικὸς κόσμος, ἕνας κόσμος γεωμετρίας, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἔκταση καὶ κίνηση. Κι ἂν ὁ Θεὸς εἶχε κάποιους λόγους νὰ τὸν δημιουργήσει, αὐτοὶ εἶναι γνωστοὶ μόνον σ’ Αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ δὲν ἔχουμε, οὔτε μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἰδέα οὔτε γι’ αὐτοὺς οὔτε γιὰ ὁποιεσδήποτε ἄλλες θεϊκὲς ἢ θεολογικὲς ἀλήθειες, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Καρτέσιο, δὲν ἔχουμε τὴν διανοητικὴ ἱκανότητα, μέσω τῆς ὁποίας θὰ μπορέσουμε νὰ τὶς συλλάβουμε.
Αὐτὸ βέβαια σήμαινε τὴν ἔξωση ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ σκέψη ὅλων τῶν ἐκτιμήσεων ποὺ βασίζονταν στὴν ἀξία, στὴν τελειότητα, στὴν ἁρμονία, στὸ νόημα, στὴν ὀμορφιά, στὸ σκοπό, καθὼς παρόμοιες ἐκτιμήσεις θεωροῦνται τώρα μόνο ὑποκειμενικὲς ἄρα καὶ ἄσχετες μὲ κάθε ἐπιστημονικὴ κατανόηση τοῦ πραγματικοῦ «ἀντικειμενικοῦ» κόσμου – τοῦ κόσμου τῆς ποσότητας, τῆς ἀντικειμενοποιημένης γεωμετρίας, μιᾶς φύσης ποὺ εἶναι ἀπρόσωπη καὶ καθαρὰ λειτουργική. Μὲ τὴ Νευτώνια μηχανιστικὴ σύνθεση, ἐπιτεύχθηκε οὐσιαστικὰ ἡ νέα ἀνθρώπινη στάση. Ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου, μὲ τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτόν, ἰσοπεδώθηκε κι ἐξουδετερώθηκε, ἀπογυμνώθηκε ἀπ’ ὅλες τὶς θρησκευτικὲς ἢ πνευματικές της ἰδιότητες, ἀπ’ ὅλες τὶς ἱεραρχικές της διαφοροποιήσεις, καὶ ἁπλώνεται μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο παρατηρητή, σὰν ἕνας λευκὸς χάρτης, ποὺ ἐπάνω του τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ καταγραφεῖ, παρὰ μόνον ὅ,τι μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ. Γιὰ τὸν Νεύτωνα οἱ οὐράνιες σφαῖρες εἶναι μιὰ μηχανή, γιὰ τὸν Καρτέσιο τὰ ζῶα εἶναι μηχανές, γιὰ τὸν Hobbes, ἡ κοινωνία εἶναι μηχανή, γιὰ τὸν La Mettrie, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι μηχανή, τελικὰ γιὰ τὸν Pavlov καὶ τοὺς διαδόχους του ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ εἶναι παρόμοια μ’ ἐκείνη μιᾶς μηχανῆς. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν ἀνάγεται σὲ φαινόμενο (συμβὰν) ἢ σὲ μαθηματικὴ ὑπόθεση (εἴτε, σὲ λιγότερο εὐγενικὴ γλώσσα, ἐπιστημονικὴ φαντασία). Ὁλόκληρος ὁ φυσικὸς κόσμος δὲν θεωρεῖται τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἄψυχη, νεκρὴ ὕλη, τῆς ὁποίας οἱ χημικὲς ἀλλαγὲς εἶναι μηχανικὲς διαδικασίες, βασισμένες σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται νόμος τῆς ἀφθαρσίας τῆς ὕλης. Τὸ κάθε τι, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, προσαρμόζεται στὸ πρότυπο μιᾶς μηχανῆς, κατασκευασμένης ἀπὸ τεμαχισμούς, ἀναλύσεις καὶ ὑπολογισμούς.
Μιὰ κοσμοθεωρία θεμελιωμένη στὸ μοντέλο μιᾶς μηχανῆς εἰσάγει ἕνα μηχανιστικὸ κόσμο. Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα, ἂν ὄχι νωρίτερα, οἱ ἐπιστήμονες –καὶ εἰδικότερα οἱ ἐπιστήμονες ποὺ θὰ ἐφάρμοζαν τὶς γνώσεις τους– ἄρχισαν νὰ μετακινοῦνται πρὸς τὸ κέντρο τῆς κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς σκηνῆς. Βοηθούμενοι καὶ ὑποκινούμενοι ἀπὸ βιομηχάνους καὶ τραπεζίτες μὲ πρακτικὸ μυαλό, ποὺ κατέχονταν ἀπὸ μιὰ μοναδικὴ ἀφοσίωση στὴν ἀπόκτηση χρημάτων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ποὺ προκαλοῦσαν, οἱ ἐπιστήμονες ἄρχισαν νὰ στρέφουν τὴν πραγματογνωμοσύνη τους πρὸς τὴν πρακτικὴ ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων τοῦ κόσμου. Θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐπίσης ὅτι οἱ ἐπιστήμονες πετοῦσαν στὰ σύννεφα τοῦ νέου «πνεύματος τοῦ αἰώνα». Ὑπῆρχε στὴν ἀτμόσφαιρα ἕνα αἴσθημα αἰσιοδοξίας, μιὰ αἴσθηση προώθησης πρὸς τὸ μέλλον, ὑπὸ τὴν αἰγίδα μιᾶς νέας θεότητας, τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, ποὺ τώρα ἐπεξέτεινε τὴν αὐτοκρατορία του σ’ ὁλόκληρη τὴ Δυτικὴ συνείδηση. Ὁ Ἄνθρωπος ἦταν φύσει καλός. Ὁ κόσμος ἦταν ἕνας καλὸς τόπος γιὰ νὰ ζήσει κανείς. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πολὺ καλύτερος, μόνον ἐὰν οἱ φυσικοὶ πόροι του καὶ ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ τοὺς χρησιμοποιήσει μποροῦσαν νὰ ἀξιοποιηθοῦν πληρέστερα κι ἀποτελεσματικότερα.
Αὐτὸ μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν οἱ ἐπιστήμονες. Μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν χρησιμοποιώντας τὴν ἐπιδεξιότητά τους στὸ ν’ ἀναπτύσσουν τὶς ἀπαιτούμενες τεχνικές, τὰ ἀναγκαῖα τεχνικὰ μέσα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ ἔμπαιναν στὴν μετωπικὴ πρωτοπορία τοῦ δρόμου γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ἀνθρωπότητας, μὲ στόχο ἕνα καλύτερο κι εὐτυχέστερο μέλλον. Οἱ ἐπιστήμονες ἄρχισαν νὰ παίρνουν τὴ θέση τῶν ἱερέων, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ μυήσουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ στὸν ὑπέροχο καινούργιο κόσμο τῶν περισσότερων καταναλωτικῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς ἀπεριόριστης οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μέσα στὶς ὠδίνες τοῦ φαινομένου ποὺ ὀνομάζουμε οἰκολογικὴ κρίση –ἡ ὁποία εἶναι πρώτιστα κρίση ἀναφορικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο, κι ὄχι ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιβάλλον του– ξέρουμε τόσο καλὰ τὴν ἐπιτυχία τους, ποὺ εἶναι περιττὸ νὰ τὴ σχολιάζουμε. Τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ λεχθεῖ ἐδῶ εἶναι ὅτι, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς δραστηριότητάς τους, προέκυψε ἕνας νέος τύπος κοινωνίας: ἡ κοινωνία τοῦ σύγχρονου ἀστικοβιομηχανικοῦ καὶ τεχνολογικοῦ κόσμου.
Γιατὶ ἡ σύγχρονη τεχνολογία καὶ τὰ προϊόντα της εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη ποὺ τὴν ἔχουν ζέψει γιὰ νὰ μᾶς ὑπηρετεῖ. Ἡ συνθηκολόγηση τῆς κοινωνίας μας στὴν κοσμοθεωρία τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, ἐπέτρεψε στὸ τεχνικὸ πνεῦμα νὰ βεβηλώσει ὁλόκληρο τὸ κοινωνικὸ πλαίσιο, ὁλόκληρο τὸν πλανήτη, καὶ ν’ ἀποστείλει ἀτέλειωτες στρατειὲς ἀπὸ ἐπιστημονικοτεχνικοὺς ἐμπειρογνώμονες νὰ χαρτογραφήσουν καὶ νὰ κατατεμαχίσουν, νὰ διαλύσουν καὶ νὰ λεηλατήσουν, νὰ παραμορφώσουν καὶ νὰ ἐρημώσουν, μὲ ἀμεροληψία, βασισμένοι στὴν ἐμπειρικὴ ἀπόδειξη, κι ἂν εἶναι δυνατὸν μὲ παρέμβαση τῶν μαθηματικῶν ἢ ἄλλης ἐξειδικευμένης μεθοδολογίας, ὅλον τὸν ἱστὸ τῆς ἀνθρώπινης καὶ κοσμικῆς ζωῆς – τὸν ἐξωτερικὸ περίγυρο καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διαπάλη, τὴν τέχνη καὶ τὴν ἱστορία, τὴν κοινὴ γνώμη καὶ τὴν ἀτομικὴ ἐνοχή, τὴν παιδεία καὶ τὴν ὑγεία. Ἀρκεῖ νὰ κοιτάξει κανεὶς τὶς ἑκατοντάδες ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ στὰ ἐπιστημονικὰ τμήματα τῶν πανεπιστημίων καὶ τῶν πολυτεχνείων, γιὰ νὰ πάρει μιὰ ἰδέα τῆς μεγάλης ἐξάπλωσης τῆς ἐξειδικευμένης παρέμβασης καὶ τῆς ἐξονυχιστικῆς ἔρευνας. Ὅλα σύρονται μέσα στὴ δίνη τῆς ἐξειδίκευσης καὶ ὑποβάλλονται στὶς διαδικασίες της. Τίποτε δὲν εἶναι ἱερὸ καὶ ἀπαραβίαστο. Τίποτε δὲν ἀνήκει πιὰ στὴ σφαίρα τῶν Θεῶν ἢ στὴ σφαίρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ τίποτε ποὺ νὰ μὴν πρέπει νὰ διερευνηθεῖ, κι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης. Οὔτε ὁ πυθμένας τοῦ ὠκεανοῦ οὔτε τὰ ἄστρα μποροῦν νὰ ξεφύγουν. Οὔτε καὶ μποροῦν αὐτὲς οἱ εἰσβολὲς τῆς συστηματικῆς ἀνάλυσης νὰ σταματήσουν ἢ ν’ ἀποκηρυχθοῦν – ἐφόσον ἐξακολουθοῦν ν’ ἀποδεικνύονται ἀποτελεσματικές, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι οἱ καλύτεροι καὶ οἱ δραστικότεροι τρόποι γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν ὁρισμένοι ποσοτικοὶ στόχοι, ποὺ εἶναι σὲ γενικὲς γραμμὲς οἰκονομικοί.
Ἐὰν ὑπάρχουν ἢ μποροῦν νὰ παραχθοῦν ἀποτελεσματικὰ τεχνικὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπίτευξη κάποιου στόχου, τότε αὐτὰ τὰ μέσα πρέπει νὰ δραστηριοποιηθοῦν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ τὶ εἶναι αὐτὸς ὁ στόχος ἢ ποιὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ κόστος ἀπὸ ἀνθρώπινη ἄποψη. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν ἀρχικὰ τὰ θύματα αὐτῶν τῶν διαδικασιῶν –δηλαδὴ τὸ βιομηχανικὸ προλεταριάτο– γοητεύτηκαν ἀπὸ τὴν αἴγλη τους καὶ τὶς θεωροῦν σὰν τὸ μαγικὸ φυλακτό, ποὺ θὰ τοὺς φέρει ὅλα ὅσα χρειάζονται στὴ ζωή τους. Ὅσο γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τῆς τεχνοκρατίας μας – αὐτοὺς ποὺ χειρίζονται τὶς ἀνεξάντλητες ἐπινοήσεις της σὲ μηχανές, συσκευές, τεχνικές, αὐτοὺς ποὺ χειρίζονται τοὺς ὑπολογιστὲς καὶ τὰ συστήματα κυβερνητικῆς, τὴν προσομοίωση καὶ τὶς διαδικασίες τῆς «θεωρίας τῶν παιγνίων», τὴν ἔρευνα τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν κινήτρων, τὶς ἀπέραντες κωδικοποιήσεις, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν καὶ νὰ διευρύνουν τὴν ἐπίπλαστη στειρότητα τῆς αὐτοκρατορίας τους, τὸ γόητρο αὐτῶν τῶν ἐκλεκτῶν εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπρόσβλητο, γιατὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαρτᾶται ὁλόκληρο τὸ ἐποικοδόμημα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του καὶ τὴν εὐτυχία του. Ἐπιπλέον ἂν αὐτοὶ εἶναι καὶ ἀναγνῶστες τοῦ Teilhard de Chardin, μποροῦν νὰ προσθέσουν ἰδεολογικὸ στάρι γι’ ἄλεσμα στὸν μύλο τοῦ ρεαλισμοῦ τους, γιατὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἔχει διδάξει ὅτι, μόνο μέσ’ ἀπ’ τὸ στέριωμα τῆς «νοόσφαιρας», αὐτῆς τῆς στάθμης τῆς ὕπαρξης ποὺ κυριαρχεῖται μόνιμα ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ τὸν προγραμματισμό του, τὸ εἶδος μας θὰ ἐπιτελέσει τὴν δοσμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀποστολή του καὶ θὰ ἐκπληρώσει τὰ πεπρωμένα του.[2]
Ὑπάρχει,
παρ’ ὅλα αὐτά, ἕνα τίμημα ποὺ πρέπει νὰ πληρωθεῖ γιὰ τὴ χάλκευση
γύρω μας μιᾶς κοινωνίας τόσο μηχανοποιημένης, ὅπως ἡ δική μας
κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι μποροῦμε νὰ ὑπάρξουμε μέσα της, μόνο μὲ τὴν
προϋπόθεση ὅτι θὰ προσαρμοστοῦμε σ’ αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ
τιμωρία μας. Ἡ κοινωνικὴ μορφὴ ποὺ υἱοθετήσαμε κόβει τὴ
συνείδησή μας στὰ μέτρα τῶν ἀναγκῶν της, καὶ οἱ ἐπιταγές της
καλουπώνουν στὰ μέτρα τους τὴν πείρα μας. Ὁ ἀνόργανος
τεχνολογικὸς κόσμος ποὺ ἀνακαλύψαμε μένει καλὰ
προσκολλημένος στὴν ἐσωτερική μας ὕπαρξη κι ἐπιδιώκει νὰ τὴν
ἀναγάγει σ’ ἕνα τυφλὸ ἀνόργανο μηχανικὸ ἀντικείμενο.
Ἐπιζητεῖ νὰ ἐξαλείψει ὁλόκληρες συγκινησιακὲς περιοχὲς τῆς
ζωῆς μας, ζητώντας μας νὰ γίνουμε ἕνας νέος τύπος ὕπαρξης, ἕνας
τύπος ποὺ δὲν εἶναι ἀνθρώπινος, ὅπως αὐτὴ ἡ ἰδιότητα ἦταν
κατανοητὴ μὲ τὴ θρησκευτικὴ κι ἀκόμη καὶ μὲ τὴν οὑμανιστικὴ
ἀντίληψη τῶν πραγμάτων – ἕνας τύπος ποὺ δὲν ἔχει καρδιά, δὲν ἔχει
στοργή, δὲν ἔχει αὐθορμητισμὸ καὶ εἶναι τόσο ἀπρόσωπος, ὅσο τὰ
μέταλλα καὶ οἱ ὑπολογιστικὲς διαδικασίες στὶς ὁποῖες
ἐμπλέκεται.
Ἐπιπλέον, δὲν εἶναι
μόνον ὁ συναισθηματικός μας κόσμος ποὺ ἀπονεκρώνεται. Ὁ
κόσμος τῆς δημιουργικῆς φαντασίας μας καὶ τῆς εὐφυΐας μας
φτωχαίνει. Ὁ πιὸ μέτριος καὶ χωρὶς διακριτικὰ νοητικὸς τύπος
εἶναι ἐντελῶς ἐπαρκὴς γιὰ νὰ μάθει τέλεια καὶ γιὰ νὰ ἐφαρμόσει τὶς
διάφορες τεχνικές, ἐπιστημονικὲς κι ἄλλες, οἱ ὁποῖες
χρειάζονται γιὰ νὰ λειτουργήσει ἡ κοινωνία μας. Ταυτόχρονα, τὰ
ἀντικείμενα, ποὺ φτιάχνουμε ἢ παράγουμε βιομηχανικά,
ἀπαιτοῦν λίγη ἢ καθόλου δημιουργικὴ συμμετοχὴ ἐκ μέρους μας.
Ὅλα εἶναι ἀποτέλεσμα ὀρθολογικοῦ προγραμματισμοῦ καὶ
σχεδιασμοῦ, τεχνικῆς ἐπιδεξιότητας κι
ἀποτελεσματικότητας, καὶ τὰ παράγουμε –ἐξαναγκαζόμαστε νὰ τὰ παράγουμε–
μὲ τὸν ἐλάχιστο δυνατὸ προσωπικὸ ἀγώνα καὶ τὴν ἐλάχιστη
δυνατὴ προσωπικὴ ἀφοσίωση, ἐνῶ μέσ’ ἀπὸ τὴν παραγωγή τους,
μπαίνουμε καὶ στὸν ἀντικειμενικὸ σκοπό τους καὶ γινόμαστε
θύματα τῆς ἀπρόσωπης κι ἀνελέητης φύσης τους. Γιατὶ αὐτὰ τὰ
προϊόντα-μηχανές, οἰκιακὰ εἴδη, ὀργανωτικὰ προγράμματα,
εἶναι ἀπὸ μόνα τους στερημένα ἀπὸ κάθε πνευματικὴ ποιότητα: δὲν
ἀντικατοπτρίζουν τίποτε ποὺ νὰ μὴν εἶναι ὑλικό, εἶναι σύμβολα
τοῦ τίποτε, καταναλίσκονται ὁλότελα ἀπὸ τὴ δική τους ἀζωία καὶ
τὴ δική τους ἀνόργανη ἀδιαφορία. Κι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πρέπει νὰ
περάσει τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, ἀνάγεται σὲ μιὰ παρόμοια
κατάσταση.Πράγματι, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται δουλειά, γιὰ τὴν μεγάλη πλειοψηφία τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας μας, σαπίζει τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τους. Εἶναι δουλειὰ ποὺ δὲν λαμβάνει ὑπόψη κανένα ἀπὸ τὰ προσωπικὰ χαρίσματα τῶν ἀτόμων ποὺ ἀπασχολοῦνται σ’ αὐτήν. Δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο ἢ μ’ αὐτὸ μέσω τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο αὐτὸ εἶναι ὁ ἑαυτός του κι ὄχι κάποιος ἄλλος. Ἡ δουλειὰ εἶναι καθαρὰ ἐξωτερικευμένη ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο καὶ μπορεῖ αὐτὸ τὸ πρόσωπο νὰ τὴν ἀνταλλάξει μὲ κάποια ἄλλη δουλειὰ –ἐὰν ὑπάρχει κάποια διαθέσιμη– ποὺ νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ἀπρόσωπη καὶ ἐξωτερικευμένη. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐργασία μας, ἡ μεγάλη πλειοψηφία ἀπὸ μᾶς, μέσα στὴν κοινωνία, ἰσοδυναμεῖ μὲ ἁπλὲς «μονάδες», ἢ ἀντικείμενα ἢ ἐμπορικὰ εἴδη, καὶ εἶναι καταδικασμένη, ὅσο καιρὸ θὰ ἐργάζεται, σὲ καθαρὰ μηχανικὲς ἐργασίες, στὶς ὁποῖες δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀνθρώπινο, καὶ τῶν ὁποίων οἱ ἐπιδόσεις δὲν εἶναι μὲ κανένα τρόπο σύμφωνες μὲ τὶς ἐσωτερικώτερες καὶ καθαρὰ προσωπικές μας ἱκανότητες καὶ ταυτότητες.
Ἕνα μέρος τῆς ἀρρώστειας μας ἴσως γίνει κατανοητό, ἂν θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι, ὅταν ἕνα ἄτομο δὲν πληρεῖ τὴν λειτουργία, γιὰ τὴν ὁποία προορίζεται ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ εἶναι καὶ ἡ κλίση του, ἀλλ’ ἐξαναγκάζεται νὰ ἐκτελέσει κάποια ἄλλη λειτουργία, ποὺ δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ συνδεδεμένη μαζί του, τότε τὸ ἄτομο αὐτὸ δημιουργεῖ στὸ ἑαυτό του ἕνα ξεχαρβάλωμα καὶ μιὰ δυσαρμονία ποὺ ἐπηρεάζει ὁλόκληρη τὴν κοινωνία στὴν ὁποία ἀνήκει. Γιατὶ στὴν κοινωνία μας, αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. Εἶναι ὁ κανόνας. Καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς περιστάσεις, τὸ ξεχαρβάλωμα ἐπηρεάζει ὄχι μόνο τὴν κοινωνία, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ κοσμικὸ βασίλειο στὸ σύνολό του. Εἶναι περιττὸ νὰ τονιστεῖ, ὅτι αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ἀταξία, ποὺ ἀντανακλᾶ τὸν ριζικὸ ἀπανθρωπισμὸ τῆς κοινωνίας μας καὶ εἶναι ἀνίατη, ἂν δὲν γίνει μιὰ καθολικὴ ἐπαναφορὰ τοῦ προσωπικοῦ χαρακτήρα στὶς συνθῆκες ἐργασίας μας, ἔχει κιόλας προχωρήσει πολύ. Καθὼς οἱ συνθῆκες ἐργασίας στὴν κοινωνία μας, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἴδιος ὁ τύπος τῆς ἐργασίας –γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κρίσιμο σημεῖο– δὲν μποροῦν νὰ ἀνακτήσουν τὸν προσωπικό τους χαρακτήρα καὶ νὰ ἐπανανθρωπισθοῦν, χωρὶς διάλυση ὁλόκληρης τῆς παρούσας ἐπιστημονικῆς καὶ βιομηχανικῆς ὑποδομῆς, μποροῦμε κάπως νὰ ἐκτιμήσουμε τὸ μέγεθος τοῦ ἀγώνα ποὺ βρίσκεται μπροστά μας.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἤθελα νὰ προλάβω μιὰ
πιθανὴ κριτική, ἰδίως γιατὶ ἔτσι θὰ φτάσω στὸ κεντρικὸ σημεῖο
ὁλόκληρης τῆς ἐπιχειρηματολογίας μου: τὸ ἐρώτημα, γιατὶ ἡ
προσχώρηση στὴ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη ἀναπόφευκτα
συνεπάγεται τὸν ἀπανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ μποροῦσε νὰ
λεχθεῖ ὅτι ἡ μηχανιστικὴ κοσμοθεωρία, τὴν ὁποία ἐδῶ ταυτίζω
μ’ ἐκείνη τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, ἔχει, πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό,
παραμεριστεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπιστήμονες κι ἔχει πεταχτεῖ
στὸ σκουπιδότοπο τῶν ἀπομυθοποιημένων θεωριῶν, ποὺ
ἀποτελεῖ τὴν ἱστορία τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Ἡ κβαντοθεωρία
καὶ ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας, ποὺ προτάθηκαν στὴν καμπὴ τοῦ
εἰκοστοῦ αἰώνα, μποροῦν ν’ ἀναφερθοῦν πρὸς ἐπίρρωσιν αὐτοῦ τοῦ
ἰσχυρισμοῦ, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἐπιστημονικὴ κοσμοθεωρία ἄλλαξε
ριζικά.
Πρόσθετα, θὰ μποροῦσε νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι φιλόσοφοι τῆς ἐπιστήμης, ὅπως ὁ Ernst Mach ἢ ὁ Henri Poincaré –γιὰ ν’ ἀναφέρουμε μόνο δύο ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐφυεῖς θετικιστές–, ἀπέδειξαν ὅτι οἱ θεωρίες καὶ οἱ ἐπεξηγηματικὲς ἔννοιες τῆς ἐπιστήμης δὲν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπὸ βολικὰ διανοητικὰ ἐργαλεῖα, μέσω τῶν ὁποίων οἱ ἐπιστήμονες χειρίζονται τὰ δεδομένα τους καὶ τὰ ἀνάγουν σὲ συγκριτιστικὴ ταξινόμηση, κι ὅτι πρέπει ν’ ἀξιολογηθοῦν μόνο γιὰ τὴ χρησιμότητα καὶ τὴ βολικότητά τους, κι ὄχι σὰν διακηρύξεις ἀλήθειας ἀναφορικὰ μὲ τὴν πραγματικότητα. Ὁ Mach, βέβαια, καὶ πιθανὸν κι ὁ Poincaré, θὰ ἔφταναν στὸ σημεῖο νὰ ποῦν ὅτι ὁπωσδήποτε δὲν ὑπάρχουν ἔσχατες ἀλήθειες ἀναφορικὰ μὲ τὴν πραγματικότητα, μολονότι οἱ ἀλήθειες τῆς ἐπιστήμης βρίσκονται πιὸ κοντὰ σ’ αὐτήν, ἀπ’ ὅσο βρίσκονται ὁποιεσδήποτε ἄλλες ποὺ εἶναι δυνατὸν ν’ ἀνακαλύψουμε. Καὶ πιὸ πρόσφατα, ἄλλοι φιλόσοφοι τῆς ἐπιστήμης, ὅπως ὁ Michael Polanyi, μίλησαν γιὰ τὸ πόσο ἀδύνατο εἶναι, γιὰ τὸν ἐπιστήμονα, νὰ μὴν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ καθαρὰ ὑποκειμενικοὺς παράγοντες, ὅπως τί περιμένει νὰ βρεῖ, τί τὸν ἔχουν πείσει ἄλλοι ὅτι θἄπρεπε νὰ δεῖ, κ.ο.κ. – παράγοντες ποὺ σημαίνουν πὼς οἱ μετρήσεις τῶν χρονικῶν καὶ τῶν χωρικῶν διαστημάτων δὲν προσφέρονται ἁπλῶς στὸν νοῦ, ἀλλὰ σ’ ἕνα συγκεκριμένο νοῦ, βαθειὰ κι ἀξεδιάλυτα μπλεγμένο μὲ τὶς δικές του ὑποκειμενικὲς καὶ προσωπικὲς προκαταλήψεις κι ἀπαιτήσεις.[3]
Μὲ λίγα λόγια, θὰ μπορούσαμε νὰ φέρουμε τὸ ἐπιχείρημα ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες δέχονται τώρα ὅτι οἱ καλύτερες ἀπὸ τὶς θεωρίες τους δὲν εἶναι παρὰ ὑποθέσεις, κι ὅτι αὐτές, ἐνῶ μὲ κανένα τρόπο δὲν ἀνακαλύπτονται ἐπαγωγικά, μὲ βάση ἀντικειμενικὰ δεδομένα, ὅπως θὰ ἔκανε ἕνας ἐμπειριοκράτης τῆς παλιᾶς σχολῆς, προβάλλονται τὶς περισσότερες φορὲς σὰν ἡ πιθανότερη ἐξήγηση ἢ ἑρμηνεία ὁρισμένων δεδομένων, σύμφωνα μ’ ἕνα συγκεκριμένο πρότυπο ποὺ ὁ ἐν λόγω ἐπιστήμονας συμβαίνει νὰ ἔχει ἀποδεχτεῖ. Ἔτσι, ὁ Le Verrier ἔθεσε ἀξιωματικά, μέσ’ ἀπὸ καθαρὰ μαθηματικὲς μεθόδους, τὸν τότε ἄγνωστο πλανήτη Ποσειδώνα, καὶ πιὸ πρόσφατα ὁ Watson κι ὁ Crick προχώρησαν μ’ ἕνα παρόμοιο τρόπο, ὅταν ἀνέπτυξαν τὴ θεωρία τους γιὰ τὸν γενετικὸ κώδικα. Θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὅλ’ αὐτὰ σημαίνουν πὼς ἡ παλιὰ κλειστή, ἄκαμπτη, μαντεμένια καὶ μηχανιστικὴ εἰκόνα τοῦ σύμπαντος, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θεωροῦνταν ἕνα ἁπλὸ γρανάζι σὲ μιὰ ἐκτεταμένη κοσμικὴ μηχανή, ἔχει μιὰ γιὰ πάντα περάσει, καὶ πὼς ἡ ἐπιστήμη, ἡ καινούργια ἐπιστήμη, εἶναι ἀνοικτή, εὐέλικτη, ἀπροσδιόριστη καὶ πολὺ περισσότερο ἐνήμερη τῶν περιορισμῶν της, ἀπ’ ὅ,τι συνέβαινε ἕως τώρα. Πραγματικά, μερικοὶ ἐπιστήμονες καὶ μερικοὶ θεολόγοι μαζί, ἔφθασαν μέχρι νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἴσως νὰ ἦταν τώρα δυνατὸν νὰ συμφιλιωθοῦν ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ θρησκεία, σὲ μιὰ ἐπιστημονικοθρησκευτικὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς αὐτὸ εἶναι ἐν μέρει ἀληθινό, ὅπως δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς πολλοὶ ἐπιστήμονες, ἐνήμεροι γιὰ τὴν ἀπανθρωπία τῶν κλάδων τους ποὺ συντρίβει, ψάχνουν ἀπελπισμένα νὰ βροῦν κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ ὅτι ἐπιτρέπει στὸ ἀνθρώπινο, κι ἀκόμη καὶ στὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο, νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ μέσα σ’ αὐτούς. Γιὰ ἕνα ὁλόκληρο πεδίο φαινομένων στὴν ἀτομικὴ φυσικὴ καὶ τὴν ἀστρονομία, τὸ παλιὸ μηχανικὸ πρότυπο εἶναι ἀκατάλληλο, καὶ οἱ ἐπιστήμονες ποὺ ἐργάζονται σ’ αὐτὲς τὶς περιοχὲς εἶναι ὑποχρεωμένοι ν’ ἀναθεωρήσουν τὶς μεθόδους παρατήρησης, νὰ ἐφεύρουν καινούργια καὶ περισσότερο εὐέλικτα πρότυπα καὶ ν’ ἀναπτύξουν περισσότερο λεπτὲς μαθηματικὲς διαδικασίες γιὰ ν’ ἀναλύσουν τὰ πειραματικὰ δεδομένα τους.
Πράγματι, μερικοὶ ἐπιστήμονες –κι ἀνάμεσά τους ὁ Fritjof Capra εἶναι ἴσως ὁ πιὸ δημοφιλὴς ἐκπρόσωπος[4]– ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν νέα φυσικὴ ἔχει ἐντελῶς χειραφετηθεῖ ἀπὸ τὴ μηχανιστικὴ κοσμοθεωρία τῆς Καρτεσιανῆς καὶ Νευτώνειας φυσικῆς, καὶ στὴν πράξη ἔχει προχωρήσει κοντὰ στὴν κοσμοθεωρία τοῦ Ἀνατολικοῦ μυστικισμοῦ. Οἱ δύο βασικὲς θεωρίες τῆς μοντέρνας φυσικῆς –ἡ κβαντικὴ θεωρία καὶ ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας– ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν, σύμφωνα μὲ τοὺς ἰσχυρισμούς του, ὅλα τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Ἀνατολικῆς κοσμοθεωρίας. Ἡ κβαντικὴ θεωρία κατήργησε τὴν παλιὰ θεωρία τῶν θεμελιακὰ διακεκριμένων ἀντικειμένων, εἰσήγαγε τὴν ἰδέα τοῦ συμμετόχου στὸ φαινόμενο, σὲ ἀντικατάσταση τῆς ἔννοιας τοῦ παρατηρητῆ, καὶ κατέληξε νὰ βλέπει τὸ σύμπαν σὰν ἕνα διασυνδεμένο πλέγμα σχέσεων, ποὺ τὰ μέρη του καθορίζονται μόνο μέσ’ ἀπὸ τοὺς δεσμούς τους πρὸς τὸ σύνολο. Ἡ σχετικότητα ἔκανε τὸ κοσμικὸ πλέγμα ν’ ἀποκτήσει ζωή, ἀποκαλύπτοντας τὸν ἐσωτερικό, δυναμικὸ χαρακτήρα του, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ δραστηριότητά του εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὕπαρξής του. Σὰν ἀποτέλεσμα τῶν παραπάνω, τὸ σύμπαν ἀντιμετωπίζεται τώρα ὡς ἕνα δυναμικὸ πλέγμα ἀλληλεξαρτημένων γεγονότων. Καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιότητες ἑνὸς τμήματος αὐτοῦ τοῦ πλέγματος δὲν εἶναι θεμελιακή: ἡ κάθε μία ἀπορρέει ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τῶν ἄλλων τμημάτων, καὶ ἡ συνολικὴ ἀλληλουχία τῶν ἀμοιβαίων ἀλληλεξαρτήσεών τους καθορίζει τὴ δομὴ ὁλόκληρου τοῦ πλέγματος.
Στὴν πραγματικότητα, βέβαια, τίποτε ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ βασικὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βάση τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Κι ἂν χρειάζεται ἀπόδειξη γι’ αὐτό, αὐτὴ μπορεῖ ν’ ἀναζητηθεῖ στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τρεῖς θεωρίες ποὺ ἡ «νέα φυσικὴ» θεωρεῖ σὰν ἀξιώματα (μολονότι ἐξ ὁρισμοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ὑποθέσεις) κι ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξαρτῶνται πλήρως τὰ πορίσματά της –συγκεκριμένα οἱ δύο θεωρίες ποὺ ἤδη ἀναφέρθηκαν (ἡ κβαντικὴ θεωρία καὶ ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας), καθὼς καὶ ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης ποὺ τὶς συνοδεύει–, δὲν εἶναι παρὰ ἀναπόφευκτες λογικὲς συνέπειες τῶν προτάσεων ποὺ ἀποτελοῦν τὸ βασικὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Τίποτε τὸ θεμελιακὸ δὲν ἄλλαξε ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀποδοχὴ αὐτῶν τῶν προτάσεων: εἶναι τόσο ἀδιαφιλονίκητες ὅσο ἦταν πάντοτε, καὶ ἡ πολὺ ἐκθειασμένη «νέα φυσικὴ» δὲν εἶναι παρὰ ἡ παλιὰ φυσικὴ μὲ νέα ἀμφίεση.
Πρόσθετα, μὲ τὸν δικό της τρόπο, ἡ «νέα φυσικὴ» δὲν εἶναι λιγότερο ντετερμινιστικὴ καὶ μηχανιστικὴ ἀπὸ τὴν παλιὰ φυσική: δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ντετερμινισμὸ καὶ τὴν μηχανικότητα, ἀλλάζοντας ἁπλὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἀντιλαμβάνεται τὴ σχέση ἀνάμεσα στὰ μέρη τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἐκτὸς ἂν ἀναγνωρίσει ταυτόχρονα μιὰ μὴ καθορισμένη καὶ μὴ καθοριζόμενη ἀρχὴ σχέσεων, ἡ ὁποία νὰ ὑπερβαίνει συνολικὰ καὶ τὸν κόσμο καὶ a fortiori τὸ ἴδιο τὸ βασίλειο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Καὶ φυσικά, στὴν περίπτωση τῆς «νέας φυσικῆς», δὲν ἀναγνωρίστηκε τέτοια ἀρχή, ἐνῶ ὑποτίθεται ἀκόμη ὅτι ὅσα συμβαίνουν στὴ σφαίρα τῶν ἀτομικῶν καὶ ὑπο-ατομικῶν γεγονότων, καθορίζονται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς στατιστικῆς, ποὺ μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ μαθηματικοὺς ὅρους. Τὸ μόνο ποὺ συνέβη ἦταν, πὼς ἡ ἀρχὴ τῆς αἰτιότητας τῆς παλιᾶς φυσικῆς, ποὺ ἐφαρμοζόταν σὲ μεμονωμένα ἀντικείμενα καὶ συμβάντα, ἀντικαταστάθηκε τώρα ἀπὸ μιὰ ἀρχὴ στατιστικῆς αἰτιότητας, στὴν ὁποία οἱ πιθανότητες γιὰ τὰ ἀτομικὰ συμβάντα καθορίζονται ἀπὸ τὴ δυναμικὴ τοῦ ὅλου συστήματος: βρισκόμαστε μέσα σ’ ἕνα μεγαλύτερο κλουβί.
Σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἂν ἡ «νέα φυσικὴ» πρόσφερε κάποια θετικὴ ὑπηρεσία, αὐτὴ εἶναι τὸ ὅτι ἀποδεικνύει, καθαρότερα παρὰ ποτὲ ἄλλοτε, τὴν πλήρη ἀνικανότητα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης νὰ πεῖ ὁτιδήποτε, ποὺ νὰ μπορεῖ κανεὶς κάπως νὰ τὸ πιστέψει, σχετικὰ μὲ τὴ φύση τοῦ σύμπαντος. Πόρισμα τῆς ἀρχῆς ὅτι οἱ ἰδιότητες κάθε μέρους αὐτοῦ τοῦ σύμπαντος, καθορίζονται ἀπὸ τὶς ἰδιότητες ὅλων τῶν ἄλλων μερῶν, εἶναι τὸ ὅτι, γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ κάθε μεμονωμένο φαινόμενο, πρέπει ἐπίσης νὰ κατανοηθοῦν ὅλα τὰ ὑπόλοιπα φαινόμενα. Καθὼς αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο, οἱ φυσικοὶ ὀφείλουν νὰ δεχθοῦν ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς φύσης τῶν πραγμάτων, ἡ γνώση τους, στὴν καλύτερη περίπτωση, εἶναι μόνο σχετικὴ καὶ ἴσως ἀποδειχθεῖ, ἂν μπορέσουν νὰ λάβουν ὑπόψη τους περισσότερα φαινόμενα ἀπ’ ὅσα λαβαίνουν ὑπόψη τους στὴν πράξη, κατάφωρα λαθεμένη· ἑπομένως μπορεῖ αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι καθόλου γνώση, ἀλλ’ ἁπλὰ ἕνας παραλογισμός.
Ἔτσι, ἡ προσπάθειά τους νὰ ἐξηγήσουν πολλὰ φαινόμενα μὲ τὴ διερεύνηση ποὺ κάνουν σὲ λίγα, εἶναι μιὰ καθαρὰ αὐθαίρετη μέθοδος, καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴ γνώση, μὲ τὴ σωστὴ ἔννοια τῆς λέξης. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο ὅ,τι μποροῦν νὰ κάνουν, ὅπως ὁμολογοῦν καὶ οἱ ἴδιοι: τὸ ὅτι ὅλες οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρίες καὶ τὰ πρότυπα εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ προσεγγίσεις, καὶ ἴσως εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλα γιὰ νὰ μεταδόσουν μιὰ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ ἐμφανίζονται ὅτι ἀσχολοῦνται, εἶναι τὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο καταδικάστηκε ὁλόκληρη ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις ἐκκίνησής της.
Ἴσως τίποτε δὲν δείχνει τόσο τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο σύρθηκε ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, ὅσο τὸ τί ἰσχυρίζονται οἱ ὑπέρμαχοί της σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια σημεῖα τῆς προόδου της, καὶ συγκεκριμένα τὸ ὅτι ἀποδέχονται ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ παρατηρητῆ (ἢ τοῦ συμμετόχου) ἀποτελεῖ οὐσιαστικὴ πλευρὰ τοῦ συμπεράσματος ποὺ αὐτὸς συνάγει γιὰ τὸ χαρακτήρα τῶν φυσικῶν φαινομένων. Πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μποροῦσε νὰ τὸ εἶχε μάθει κανένας ἀπὸ ὁποιαδήποτε πνευματικὴ ἢ μεταφυσικὴ παράδοση, ἄξια τοῦ ὀνόματος, ἡ ἄποψη αὐτή, ἂν συλλογιστεῖ κανένας τὶς ἀρχὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ξεκίνησαν, φέρνει τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπιστήμονες σὲ μιὰ θέση χωρὶς νόημα.
Γιατί, ἂν ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση παίζει ἕνα κρίσιμο ρόλο στὴ διαδικασία τῆς παρατήρησης, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἀπόφασή μου γιὰ τὸ πῶς παρατηρῶ ἕνα ἠλεκτρόνιο, γιὰ παράδειγμα, νὰ καθορίζει τὶς ἰδιότητες ποὺ στὴν πραγματικότητα τοῦ ἀποδίδω, τότε πρέπει νὰ βγεῖ τὸ συμπέρασμα, πὼς μέχρι νὰ γνωρίσω τί εἶναι ἡ συνείδηση καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ ὅρια τῆς συνείδησης μὲ τὴν ὁποία παρατηρῶ, δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ ἐκτιμήσω μὲ ποιὸ τρόπο ἡ συνείδησή μου ἔχει προσδιορίσει τὶς ἰδιότητες ποὺ εἶμαι ἱκανὸς νὰ παρατηρήσω σ’ ἕνα συγκεκριμένο φαινόμενο, ἢ ἀκόμη σὲ ποιὸ βαθμό, ὅ,τι παρατηρῶ, μπορεῖ βέβαια ν’ ἀντανακλᾶ ἁπλῶς τὴ δική μου συνείδηση, ἀλλὰ ἀπὸ διαφορετικὴ σκοπιά, δὲν ἔχει παρὰ λίγα πράγματα ἢ τίποτε νὰ κάνει μὲ ὅ,τι μπορεῖ κανεὶς νὰ ὀνομάσει πραγματικότητα. Πραγματικά, ἐὰν –ὅπως παραδέχονται οἱ νέοι φυσικοὶ– κάθε μεταβολὴ τῆς συνείδησης ἀλλοιώνει τὸ παρατηρούμενο, ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, ὅταν εἰσηγεῖται θεωρίες, ἀπὸ τὸ νὰ «ἀντικειμενικοποιεῖ» ἁπλά, στὴ συμβατικὴ γλώσσα τοῦ κλάδου του, τὶς ὁριοθετήσεις τῆς δικῆς του ἀτομικῆς συνείδησης. Ἂν κατεῖχε ἕναν ὑψηλότερο βαθμὸ συνείδησης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πραγματικὰ διαθέτει, θὰ ἔβλεπε τὰ πράγματα κάτω ἀπὸ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ φῶς, κι ἑπομένως θὰ συμπέραινε ἔχοντας μιὰ τελείως διαφορετικὴ κατανόηση γι’ αὐτά, μιὰ κατανόηση ποὺ ἴσως αὐτὸς νὰ εὕρισκε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκφραστεῖ στὴ γλώσσα τῶν μαθηματικῶν.
Ὅλ’ αὐτὰ ξεκαθαρίζουν ἀκόμη περισσότερο, ὅτι ἡ «νέα φυσικὴ» εἶναι παγιδευμένη ὅσο καὶ ἡ παλιὰ φυσική, μέσα σ’ ἕνα ἐννοιολογικὸ πλαίσιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ξεφύγει μόνο ἂν ἀναγνωρίσει αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι αὐτονόητο, τὴν ἀπόλυτη ἀνεπάρκεια τῶν ἀρχικῶν ὑποθέσεών της. Ἐν πάση περιπτώσει, ὁποιουσδήποτε ἰσχυρισμοὺς –ὡστόσο κίβδηλους– κι ἂν προβάλλουν τώρα οἱ ἐπιστήμονες γιὰ τὴ «νέα φυσική», ἡ παλιὰ φυσικὴ εἶναι ἀκόμη στὴν πραγματικότητα ἡ φυσικὴ μιᾶς ἐξίσου πλατειᾶς περιοχῆς φαινομένων, ὅλων ἐκείνων τῶν φαινομένων ποὺ ἀνήκουν σ’ αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ τοπικό μας περιβάλλον, τοῦ κοινοῦ χώρου καὶ χρόνου.
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἀποκαλούμενες βιολογικὲς ἐπιστῆμες, ἐκεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη εἶναι πραγματικὰ πιὸ χοντροκομμένα μηχανιστικὴ ἀπ’ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Στὴ βιολογία, τὸ κύτταρο εἶναι ἕνα «χημικὸ ἐργοστάσιο», τὰ ριβοσώματα κατευθύνονται ἀπὸ μιὰ «μηχανὴ προγραμματισμοῦ», τὸ RNA εἶναι ὅμοιο μ’ «ἕναν ἐργάτη μιᾶς βιομηχανίας πολυγραφήσεων ποὺ ἀντιγράφει τὸ πρόγραμμα μιᾶς αὐτόματης μηχανῆς στὸ πληκτρολόγιο μιᾶς διατρήτριας», κ.ο.κ. «Γιὰ τὴν ἐπιστήμη», ὅπως δηλώνει ὁ Joseph Needham, «ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ μηχανή, κι ἂν δὲν εἶναι αὐτό, τότε δὲν εἶναι τίποτε».[5] Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὰ λόγια του, καὶ νὰ δώσει μὲ τρόπο ἀποτελεσματικὸ μιὰ εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ ἤδη εἶπα, ὅτι ὁ ἀπαιτούμενος ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη τύπος νόησης μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πιὸ μέτριος καὶ ἀνυπόληπτος ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης νοημοσύνης, ὁ Francis Crick, βραβευμένος μὲ τὸ βραβεῖο Nobel, αὐτὸς ποὺ ἀνακάλυψε τὴν διπλῆ ἑλικοειδῆ δομὴ τοῦ DNA, μπορεῖ νὰ γράφει: «Ἐγὼ ὁ ἴδιος, ὅπως πολλοὶ ἐπιστήμονες, πιστεύω πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι φανταστική, κι ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε νοῦ μας εἶναι ἁπλὰ ἕνας τρόπος γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς λειτουργίες τῶν ἐγκεφάλων μας». Καὶ μπορεῖ καὶ προσθέτει: «Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ προσαρμόζεται κανεὶς στὴν ἰδέα ὅτι βρισκόμαστε ἐδῶ γιατὶ ἐξελιχθήκαμε ἀπὸ ἁπλὲς χημικὲς ἑνώσεις μὲ μιὰ διαδικασία φυσικῆς ἐπιλογῆς, εἶναι ἀξιοσημείωτο πόσα ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ σύγχρονου κόσμου προσλαμβάνουν ἕνα ἐντελῶς καινούργιο φῶς».[6]
Ἡ πραγματικὴ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ αἰτία ποὺ ἀκυρώνει τὸν ἰσχυρισμό, ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ νοοτροπία εἶναι θεμελιακὰ διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Γαλιλαίου, τοῦ Καρτέσιου καὶ τοῦ Νεύτωνα, ἄρα εἶναι πιὸ ἐπιδεκτικὴ στὴν ἐξανθρωπισμό, βρίσκεται πολὺ βαθύτερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνεχιζόμενη προσκόλληση στὴν παρομοίωση μὲ τὴ μηχανή. Οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν πολὺ ὡραῖα νὰ ζήσουν χωρὶς αὐτὴν τὴν παρομοίωση καὶ νὰ υἱοθετήσουν κάποια ἄλλη στὴ θέση της. Αὐτὸ δὲν εἶναι θεμελιακὰ πολὺ σημαντικό. Ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν, δίχως νὰ παραδεχθοῦν τὴν ὁλοκληρωτική τους ἀνεπάρκεια, εἶναι ν’ ἀποχωριστοῦν ἐκεῖνες τὶς ἀρχικὲς ὑποθέσεις, ἢ προϋποθέσεις, πάνω στὶς ὁποῖες βασίζεται ἡ ἴδια ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη. Καὶ λέγοντας ἀρχικὲς ὑποθέσεις, ἐννοῶ ἐπιστημολογικὲς παραδοχές, δηλαδὴ τὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο τῆς νόησης, μέσα στὸ ὁποῖο ἐργάζεται ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας, εἴτε αὐτὸς τὸ ἀντιλαμβάνεται, εἴτε ὄχι.
Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες ἴσως ἀναγνωρίσουν ὅτι οἱ θεωρίες τους δὲν εἶναι παρὰ ὑποθετικὰ σχήματα, λίγο πολὺ χρήσιμα καὶ βολικά. Ἴσως παραδεχθοῦν ὅτι ἡ παλιὰ ἐμπειριοκρατικὴ ἐπιστημολογία –σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση μπορεῖ ν’ ἀποκτηθεῖ μόνο μὲ βάση τὴν παρατήρηση– ἦταν ἀκατάλληλη καὶ ἴσως ἐσφαλμένη, κι ὅτι μέσα σὲ κάθε πράξη παρατήρησης καὶ σὲ κάθε διατύπωση θεωρίας ὑπεισέρχονται παράγοντες –κληρονομικοί, πολιτιστικοί, ὑποκειμενικοί–, ποὺ ὁ ἐπιστήμονας δὲν μπορεῖ νὰ προδιαγράψει, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἴσως πραγματικὰ νὰ μὴν εἶναι σχεδὸν καθόλου ἐνήμερος. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν ν’ ἀπορρίψουν αὐτὲς καθεαυτὲς τὶς ἀρχικὲς ὑποθέσεις τῆς ἴδιας τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς σκέψης, ἐκτὸς ἐὰν πρόκειται νὰ ὁμολογήσουν μιὰ πραγματικὴ ἐσωτερικὴ μεταβολή. Κι αὐτὲς οἱ ὑποθέσεις, αὐτὲς οἱ βαθύτερες ἀρχικὲς ὑποθέσεις, εἶναι σήμερα οἱ ἴδιες μ’ ἐκεῖνες τῶν ἐπιστημόνων τοῦ 17ου αἰώνα. Καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἐπιστήμονες, χωρὶς νὰ ὑποστοῦν τὴν ἐσωτερικὴ μεταλλαγὴ γιὰ τὴν ὁποία μίλησα, δὲν μποροῦν νὰ ἐξανθρωπίσουν τὴν ἐπιστήμη, ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ ἀπανθρωπισμὸς ἑδράζεται σ’ αὐτὲς τὶς ἴδιες τὶς ἀρχικὲς ὑποθέσεις στὶς ὁποῖες βασίζεται ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη.
Ἐδῶ
φτάνουμε στὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ ζητήματος: ἴσως φανεῖ
προπέτεια νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐμφανίσουμε τὶς ἀρχικὲς
ὑποθέσεις τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς γνώσης σὲ μερικὲς
φράσεις. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει. Βασικά, οἱ
ἐπιστημονικὲς θεωρίες, εἴτε παραδοχὲς εἶναι αὐτὲς εἴτε
ἑρμηνεῖες, εἶναι προτάσεις, ποὺ εἴτε μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν,
μὲ ἀναφορὰ στὴν ἐμπειρικὴ ἀπόδειξη ἢ στὸ πείραμα, εἴτε,
τουλάχιστον, δὲν μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν ἐσφαλμένες ἀπὸ τὴν
παραπάνω ἀπόδειξη ἢ πείραμα. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιστημονικὴ
γνώση προϋποθέτει δύο ὅρους ἢ πόλους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ
ἱκανότητα γιὰ οὐσιαστικὴ διατύπωση ἐπιστημονικῶν
προτάσεων. Κι ὁ δεύτερος εἶναι ἕνας «ἀντικειμενικὸς» κόσμος
φαινομένων ποὺ τὴν τροφοδοτεῖ μὲ ἀκατέργαστο ὑλικὸ γιὰ
ἀπόδειξη καὶ πείραμα, σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὲς οἱ
προτάσεις της μποροῦν νὰ ἐλεγχθοῦν ἄμεσα ἢ ἔμμεσα. Χωρὶς αὐτά, δὲν
θὰ ὑπῆρχε γνώση, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη
ἀντιλαμβάνεται αὐτὴ τὴ λέξη.
Στὴν πραγματικότητα, εἶναι ἀπόλυτα σαφὲς ὅτι οἱ δύο ὅροι δὲν εἶναι συμμετρικοὶ ἢ ἴσης σπουδαιότητας. Ὁ πρῶτος –ἐκεῖνος ποὺ ὀνόμασα ἱκανότητα γιὰ οὐσιαστικὴ διατύπωση ἐπιστημονικῶν προτάσεων–
εἶναι ὁ ἀποφασιστικός. Εἶναι ἀποφασιστικὸς ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι
ὁ παράγων ποὺ διατυπώνει, ἀλλ’ ἐπίσης γιατὶ ταυτίζεται μὲ τὴν
ἱκανότητα γιὰ παρατήρηση καὶ παρέχει τὰ κριτήρια γιὰ τὸν
προσδιορισμὸ τοῦ τί παρατηρεῖται, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ κριτήρια
γιὰ τὴ συνάφεια ἢ τὴ μὴ συνάφεια, τὸ συμβιβαστὸ ἢ τὸ
ἀσυμβίβαστο τῶν πληροφοριῶν ποὺ συσσωρεύει σὰν ἀποτέλεσμα
τῶν παρατηρήσεών του. Πραγματικά, αὐτὴ καὶ μόνον ἡ ἱκανότητα
εἶναι ὁ ὑπέρτατος διαιτητὴς τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης.
Ἑπομένως εἶναι κρίσιμο, ἂν κάποιος πρόκειται ν’ ἀποτιμήσει τὴν
ἀξία αὐτῆς τῆς γνώσης, νὰ γνωρίσει τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ
παραπάνω ἱκανότητα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα
ἐκτιμᾶ κι ἀξιολογεῖ τὸ ὑλικό της. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ οἱ
κανόνες ποὺ διέπουν τὴ δραστηριότητά της, θὰ καθορίσουν τὸν
ὅλο χαρακτήρα τῶν ἐννοιῶν ποὺ αὐτὴ διατυπώνει.Ἐδῶ θὰ μποροῦσα ν’ ἀναφερθῶ σὲ μιὰ διάκριση ἀνάμεσα στὰ δύο ὄργανα γνώσης στὸν ἄνθρωπο, τὸν πνευματικὸ νοῦ καὶ τὴ λογικὴ διάνοια. Καὶ θὰ μποροῦσα νὰ προσδιορίσω ὅτι τὸ ὄργανο ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθορίζεται ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, δὲν εἶναι ὁ πνευματικὸς νοῦς, μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ κάνει βίωμά του μεταφυσικὲς καὶ αἰώνιες πραγματικότητες, ἀλλὰ ἡ λογικὴ διάνοια, ἡ ὁποία, αὐτὴ καθεαυτή, εἶναι ἀνίκανη νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ βιώσει τέτοιες πραγματικότητες. Ἑπομένως, τὸ ζήτημα στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι νὰ ἀναγνωρισθοῦν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς λογικῆς διάνοιας κι ἀκόμη νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ φύση τῶν κανόνων στοὺς ὁποίους αὐτὴ ἀναφέρεται γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸ ρόλο ποὺ τῆς ἀνέθεσαν οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες. Γιατὶ τείνει νὰ γίνει ἀξίωμα γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες, τὸ ὅτι ὁ τομέας γνώσεών τους εἶναι ὀρθολογικὸς ἢ τουλάχιστον τόσο ὀρθολογικὸς ὅσο ἄλλοι τομεῖς, κι ὅτι ἀντίστοιχα ἡ μορφὴ γνώσης τοῦ τομέα τους ἔχει ὀρθολογικὸ σχῆμα. Ἑπομένως ἔχει σημασία νὰ δεῖ κανεὶς μὲ ποιὰ ἔννοια ἀληθεύει αὐτό.
Ἡ διάνοια εἶναι αὐτὴ ἡ ἱκανότητα νὰ τμηματοποιεῖ, νὰ ἀναλύει καὶ νὰ ταξινομεῖ ὑλικό, καθὼς καὶ νὰ βγάζει συμπεράσματα μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἀναλυτικῆς ἢ τῆς ἀναλογικῆς λογικῆς, τῆς μέτρησης καὶ τῆς μηχανικῆς σύνδεσης. Ἀλλὰ τὰ συμπεράσματα ποὺ βγάζει, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς δραστηριότητάς της δὲν εἶναι μόνο αὐθαίρετα. Ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο ἢ πλαίσιο τῶν προϋποθέσεων μέσα στὸ ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ διάνοια, γιατὶ οἱ ὑποθέσεις αὐτὲς παρέχουν τὰ κριτήρια σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐκτιμᾶ καὶ ἑρμηνεύει τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς παρουσιάζεται. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ πεδίο τῆς διάνοιας περιορίζεται, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς παρέχεται κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες φτάνει νὰ ἐκτιμήσει τὸ παραπάνω ὑλικό, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ ὑποθέσεις αὐτὲς δὲν ἀπορρέουν ἀναγκαστικὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὑλικό. Ἡ διάνοια γνωρίζει αὐτὸ τὸ ὑλικό, μόνο σύμφωνα μὲ τὸ πῶς αὐτὸ ἐμφανίζεται στὴ διάνοια κι ὄχι ὅπως εἶναι καθεαυτό. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ διάνοια γνωρίζει τὶς ὑποθέσεις μόνο σὰν λογικὲς δυνατότητες, κι ὄχι σὰν πραγματικότητες καθεαυτές.
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ὑποθέσεις ἢ προϋποθέσεις ποὺ ἀποτελοῦν τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ διάνοια, καὶ ποὺ παρέχουν στὴ διάνοια τὰ κριτήρια γιὰ τὶς ἑρμηνεῖες της καὶ τὶς ἀποτιμήσεις της, οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐγγενεῖς στὴν ἴδια τὴ διάνοια, οὔτε καὶ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὀρθολογικότερες ἀπὸ ἄλλες, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι εἶναι συχνὰ παραδεκτό. Οἱ προϋποθέσεις εἶναι οἱ ἀφετηρίες –ἂς τὶς ὀνομάσουμε ἔτσι– ποὺ ἡ διάνοια ὀφείλει νὰ ἀποδεχθεῖ ἢ νὰ υἱοθετήσει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, a priori, ὡς ὅρο γιὰ τὴν ἴδια τὴ λειτουργία της. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι ἐξωγενεῖς ὡς πρὸς τὴ διάνοια, καὶ διαφεύγουν τὸν ἔλεγχό της, ἀκριβῶς ὅπως ἡ πραγματικότητα ἢ ἡ μὴ-πραγματικότητά τους, ἡ ἀλήθεια ἢ ἡ ἀναλήθειά τους δὲν ἐπιδέχονται ὀρθολογιστικὴ ἢ λογικὴ ἀπόδειξη. Μ’ ἄλλα λόγια εἶναι ἄρθρα πίστεως, ἂν καὶ ὄχι ἀναγκαστικὰ πίστεως σὲ πνευματικὲς ἢ μεταφυσικὲς πραγματικότητες. Ὅλη ἡ ἱκανότητα τῆς διάνοιας ἀναφορικὰ μὲ αὐτὲς ἔγκειται τὸ πολὺ-πολὺ στὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει νὰ δέχεται ἢ νὰ ἀπορρίπτει τὴν προσκόλλησή της σ’ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο προϋποθέσεων κι ὄχι σὲ κάποιο ἄλλο.
Ἀφοῦ ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, ἡ διάνοια μπορεῖ νὰ ἀντλήσει τὶς προϋποθέσεις, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες λειτουργεῖ, εἴτε «ἄνωθεν», ἀπὸ τὸν μεταφυσικὸ ἢ πνευματικὸ κόσμο, περίπτωση στὴν ὁποία αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις θὰ τῆς κοινοποιηθοῦν ἀπ’ εὐθείας, μέσω τῆς νοητικῆς σύλληψης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἢ ἔμμεσα, μέσω τῶν ἀποκεκαλυμμένων γραφῶν ἢ μέσω μιᾶς συγκεκριμένης θρησκευτικῆς παράδοσης καὶ τῶν θεόπνευστων γραπτῶν κειμένων τῶν ἀναγνωρισμένων πνευματικῶν διδασκάλων της. Ἀλλοιώτικα, μπορεῖ νὰ τὶς ἀντλήσει μ’ ἕνα λίγο πολὺ αὐθαίρετο τρόπο, ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς ἀτόμων ἢ ὁμάδων ἀτόμων ποὺ διατυπώνουν αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις, χωρὶς ἀναφορὰ σὲ κάποια πνευματικὴ πηγὴ γνώσης. Σ’ αὐτὴ τὴν τελευταία περίπτωση, οἱ προϋποθέσεις θὰ εἶναι καθαρὰ ὑποκειμενικές, καὶ δὲν θὰ ἔχουν περισσότερη αὐθεντία ἢ αὐθεντικότητα ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἄλλα ἄτομα, πάλι μὲ καθαρὰ ὑποκειμενικὰ κριτήρια, διαλέγουν γιὰ νὰ ἐναρμονισθοῦν μ’ αὐτὲς ἢ μ’ ἐκείνους ποὺ τὶς προέβαλαν.
Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀντιληφθεῖ, τὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ νοοτροπία, δὲν προϋποθέτει προσκόλληση σ’ ἕνα συγκεκριμένο θρησκευτικὸ δόγμα ἢ σὲ κάποια φώτιση ἀπὸ μιὰ πνευματικὴ πηγὴ γνώσης. Ἀντίθετα, πηγάζει ἀπὸ τὸν κορμὸ τῶν φιλοσοφικῶν ἰδεῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι βρῆκαν τὸν ἀντιπροσωπευτικό τους ἐκπρόσωπο σὲ μορφὲς σὰν τὸν Καρτέσιο καὶ τοὺς ὁμολόγους του. Εἶναι ἕνα σῶμα ἰδεῶν ποὺ ὁρίζει πρῶτα πὼς ἡ διάνοια εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἱκανότητα γιὰ γνώση, κι ἔπειτα ὅτι τὰ συμπεράσματα τῆς διάνοιας μποροῦν νὰ εἶναι ἀπόλυτα σωστά, χωρὶς ἀναφορὰ σὲ ὁποιεσδήποτε ἁγιογραφικὲς ἢ ἀποκεκαλυμμένες ἀρχὲς γνώσης, ἀκόμη κι ἂν αὐτὰ τὰ συμπεράσματα ἀντιφάσκουν μὲ τὶς παραπάνω ἀρχές. Ἐπὶ πλέον, σύμφωνα μὲ τὶς ἰδέες αὐτές, τὰ συμπεράσματα τῆς διάνοιας, εἶναι δυνατὸ ν’ ἀνακηρυχθοῦν ἄκυρα, μόνο ἂν ἀντιφάσκουν εἴτε μὲ τὴν ἐμπειρικὴ ἀπόδειξη τῶν αἰσθητῶν δεδομένων ἢ τῆς αἰσθητῆς ἐντύπωσης εἴτε μὲ τὸ πείραμα ποὺ ἐκτελέστηκε σὲ συνάρτηση μὲ τὸν κόσμο τῶν φαινομένων.
Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ νοοτροπία, ὄχι μόνο δὲν ἀναγνωρίζει τὴν αὐθεντία ἢ τὴν αὐθεντικότητα ὁποιουδήποτε ὑπερ-ατομικοῦ συστήματος γνώσης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ ἀντλεῖ τὸ πλαίσιο τῶν προϋποθέσεών της, κι ἑπομένως καὶ τὰ κριτήρια σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα συνάγει τὰ συμπεράσματά της, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἐπίσης ριζικὰ ἐξαρτημένη ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ τῆς παρέχονται μεσ’ ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ κόσμου τῶν φαινομένων. Καθὼς αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἕνας κόσμος μεταβολῆς καὶ παροδικότητας, εἶναι ἑπόμενο τὰ συμπεράσματα ποὺ συνάγονται μὲ βάση τὴν παρατήρησή του, νὰ μὴν εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια τίποτε ἄλλο ἀπὸ σχετικὰ ὡς πρὸς ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ μεταβάλλονται καὶ δὲν εἶναι μόνιμα, κι ἑπομένως νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο μ’ αὐτὰ τὰ πράγματα προσωρινὸ χαρακτήρα. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἀνάμεσα στὶς τρέχουσες θεωρίες τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, μιὰ ἀπ’ αὐτὲς εἶναι ἐκείνη τῆς ἐξέλιξης, μιὰ ἄλλη εἶναι ἐκείνη τῆς σχετικότητας καὶ μιὰ τρίτη εἶναι ἐκείνη τῆς ἀπροσδιοριστίας.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω θὰ γίνει φανερὸ πὼς ἂν καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη εἶναι ὀρθολογική, καθὼς τὰ συμπεράσματά της ἕπονται λογικὰ ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς ὑποθέσεις της, κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο ὀρθολογική, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀπόφασή της νὰ υἱοθετήσει στὴν πράξη αὐτὲς τὶς ἀρχικὲς ὑποθέσεις, κι ὄχι ὁποιεσδήποτε ἄλλες, καὶ νὰ τὶς τοποθετήσει στὴν πρώτη θέση. Μ’ ἄλλα λόγια, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, παρ’ ὅλη τὴν προσφυγή της σὲ λογικὲς κατηγορίες, δὲν εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση οὔτε περισσότερο, οὔτε λιγότερο λογικὴ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο σύστημα πίστης, πού, ἀπὸ κάποιο δεδομένο πλαίσιο παραδεδεγμένων ἀρχικῶν ὑποθέσεων, ἐπιτρέπει νὰ ἐξαχθοῦν ὁρισμένα συμπεράσματα, μέσω τῆς λογικῆς ἀνάλυσης καὶ τῆς ἐπαγωγῆς. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη δὲν εἶναι, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, περισσότερο ἢ λιγότερο ὀρθολογικὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε μορφὴ δογματικῆς θρησκείας. Ἡ ἰδιαιτερότητά της ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ ἀρχικὲς ὑποθέσεις της ἀποκλείουν, μὲ τόση αὐστηρότητα, τὶς πνευματικὲς ἀξίες καὶ ἀρχές, ἀπὸ τὸ νὰ καθορίζουν τὶς ἑρμηνεῖες της καὶ τὰ συμπεράσματά της γιὰ τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὴν ὅποια ἄλλη ζωή.
Γιατὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει τὴν ἀφετηρία της σὲ μιὰ ἐπανάσταση τῆς συνείδησης, ἢ ἀνταρσία πρὸς τὰ ἐπουράνια, ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα ἡ ἴδια ἡ διάνοια στὴν ἀρχὴ νὰ παραβλέπει ἔπειτα νὰ ἀρνηθεῖ τὶς πνευματικὲς πηγὲς γνώσης καὶ τέλος νὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ αὐτές. Κι αὐτὸ σήμαινε ὅτι ὑποχρεώθηκε νὰ υἱοθετήσει ἀρχικὲς ὑποθέσεις μὴ-πνευματικοῦ καὶ καθαρὰ ἀτομικιστικοῦ τύπου, καὶ νὰ ἐφαρμόσει κριτήρια ποὺ ἐξυπακούονται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑποθέσεις στὴν ἀνάλυση καὶ τὴν ἔρευνα τῶν δεδομένων ποὺ τῆς παρέχει ὁ κόσμος τῶν φαινομένων. Ἐξάλλου, ἡ διάνοια δὲν εἶναι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα οὐδέτερο στοιχεῖο, ἢ tabula rasa πάνω στὸ ὁποῖο τὰ ἀντικείμενα αὐτοῦ τοῦ κόσμου νὰ μποροῦν ν’ αὐτοπροβάλλονται, μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ν’ ἀποκαλύπτουν τὴ δική τους ἐσωτερικὴ μορφή. Μᾶλλον τὸ ἀντίθετο συμβαίνει: αὐτὸ ποὺ ἡ διάνοια διακρίνει σ’ ἕνα ἀντικείμενο, ἀντανακλᾶ ἁπλὰ καὶ μόνο αὐτὸ ποὺ τὸ δικό της ἐννοιολογικὸ πλαίσιο κι ὁ δικός της ἔμφυτος χαρακτήρας τῆς ἐπιτρέπουν νὰ διακρίνει.
Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὅταν ἡ διάνοια, ἀφώτιστη ἀπὸ κάποια πνευματικὴ ἢ μεταφυσικὴ ἀρχὴ γνώσης, στρέφεται στὸν κόσμο τῶν φαινομένων γιὰ πληροφόρηση, ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ διακρίνει θὰ ὁριοθετοῦνται ἀπὸ τὶς δικές της παραδεδεγμένες ἀρχικὲς ὑποθέσεις, ὁποιεσδήποτε κι ἂν συμβαίνει νὰ εἶναι αὐτές, ἀλλ’ ἐπίσης, μὲ τὴν ἀνάλυση καὶ τὴν ταξινόμηση αὐτῶν ποὺ διακρίνει, θὰ παίρνει ὑπόψη μόνο ἐκεῖνες τὶς πλευρὲς ποὺ ἐπιδέχονται μέτρηση καὶ μηχανικὴ σύνδεση. Ὁποιεσδήποτε πλευρὲς δὲν ἐπιδέχονται μέτρηση καὶ μηχανικὴ σύνδεση πρέπει, σύμφωνα μὲ τὴ φύση τῶν πραγμάτων, νὰ διαφεύγουν τὴν ἁρπάγη τῆς διάνοιας, κι ἑπομένως δὲν μποροῦν νὰ ὑπεισέλθουν στὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα αὐτὴ καταλήγει μὲ βάση τὴν παρατήρηση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διάνοια δὲν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπιβολὴ τῶν δικῶν της περιορισμῶν πάνω στὸ ὑλικὸ ποὺ ἐπισκοπεῖ.
Στὴν πραγματικότητα, αὐτοὶ οἱ περιορισμοὶ ἐνεργοῦν σὰν ἕνας ἐπιλογέας ποὺ καθορίζει τί διακρίνει ἡ διάνοια καὶ τί δὲν διακρίνει. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, αὐτὰ ποὺ προσλαμβάνει μέσ’ ἀπὸ τὴν πληροφόρηση, ἀνακρίνοντας τὸν κόσμο τῶν φαινομένων, –ἀνακρίνοντας δηλαδὴ τὰ «συμβάντα τῆς φύσης»– θὰ εἶναι, ἂς τὰ ποῦμε ἔτσι, ἁπλὰ καὶ μόνο οἱ ἀντηχήσεις τῆς δικῆς της φωνῆς. Πραγματικά, τὰ συμπεράσματα ποὺ ἐξάγει ἡ διάνοια, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς ἀνάλυσης καὶ ταξινόμησης ποὺ κάνει στὰ αἰσθητὰ δεδομένα, σύμφωνα μὲ τὰ κριτήρια ποὺ ἔχει υἱοθετήσει, καὶ μὲ τὸν ἔμφυτο τρόπο λειτουργίας της, ἀντιπροσωπεύουν μόλις κάτι παραπάνω ἀπὸ μιὰ ἐπίδειξη ἐγγαστριμυθείας, στὴν ὁποία ὁ κόσμος τῶν φαινομένων παίζει τὸ ρόλο τῆς κούκλας. Οὔτε ἀλλάζει ἡ κατάσταση μὲ τὴν προσθήκη ὀργάνων ποὺ παρεμβάλλονται ἀνάμεσα στὴ διάνοια καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ αὐτὴ παρατηρεῖ: ὁσοδήποτε περίπλοκο κι εὐαίσθητο κι ἂν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ὄργανο, ἡ πληροφορία ποὺ μεταφέρει δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγει ἀπὸ τοὺς περιορισμούς, ποὺ ἰσχύουν γιὰ τὴν ἴδια τὴ διαθέσιμη παρατηρητικὴ ἱκανότητα, ἢ νὰ τοὺς ὑπερβεῖ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὸ ὅτι τὸ εἶδος γνώσης ποὺ εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀποκομίσει ἡ διάνοια δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀντανάκλαση τῶν δικῶν της ἐγγενῶν χαρακτηριστικῶν καὶ τῶν μὴ-πνευματικῶν ἀρχικῶν ὑποθέσεων ποὺ ἔχει υἱοθετήσει, καὶ δὲν ἔχει παρὰ μικρὴ ἢ καμμία σχέση μὲ τὸ τί εἶναι τὰ ἀντικείμενα καθεαυτά, στὴν ζωντανή τους πραγματικότητα. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἡ διάνοια εἶναι νὰ κλείσει τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν ἁλυσοδέσει μὲ τὶς δικές του γνῶμες καὶ προκαταλήψεις καὶ νὰ τὸν καταδικάσει νὰ ἱκανοποιεῖται μ’ αὐτὰ πού, στὴν καλύτερη περίπτωση, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τῶν ἀντικειμένων. Τὸ τί εἶναι τὰ ἀντικείμενα καθεαυτά, στὴν ζωντανή τους πραγματικότητα, εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει· καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ποὺ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, βασισμένη καθὼς εἶναι σ’ ἕναν ὀρθολογισμὸ ὑποταγμένο σὲ μὴ-πνευματικὲς κατηγορίες, ποτὲ δὲν θὰ καταφέρει νὰ προσεγγίσει τὴ γνώση κάποιου ἀντικειμένου καθεαυτοῦ, ὅσο κι ἂν ἡ ἴδια ἀσχολεῖται μὲ τὸ πείραμα καὶ τὴν παρατήρηση ἢ ὅσο βαθειὰ κι ἂν προχωρήσει στὸ ἔργο τοῦ τεμαχισμοῦ καὶ τῆς ἀνάλυσης. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση στὴν ὁποία καταδικάστηκε ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη καὶ στὴν ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται παγιδευμένη. Ἐξαναγκάζεται, ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀρχικὲς ὑποθέσεις ν’ ἀγνοεῖ ὅτι ὑπάρχουν στὰ πράγματα ἐκεῖνες οἱ ἰδιότητες ποὺ ξεπερνοῦν τὴν πεπερασμένη ἐμφάνιση αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅπως ξεπερνοῦν τὴν ἱκανότητα τῆς διάνοιας γιὰ ἀνάλυση κι ἐπαγωγή. Κι ὅμως, εἶναι κυρίως αὐτὲς οἱ ἰδιότητες ποὺ κάνουν ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα νὰ εἶναι αὐτὸς ἢ αὐτὴ ποὺ εἶναι: οὐσιαστικὰ ἡ ἀνθρωπιὰ τοῦ ἀνθρώπινου πλάσματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συμμετοχή του ἢ τὴ συμμετοχή της στὸ θεϊκό. Ἑπομένως, τὸ νὰ βασίζει κανεὶς μιὰ ἀποτίμηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν παραδοχὴ ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ νοεῖται χωριστὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἔμφυτες θεϊκὲς ἢ πνευματικὲς ἰδιότητες ποὺ ἀποτελοῦν τὴν οὐσιαστική του φύση καὶ τὸν κάνουν ἀνθρώπινο ὄν, θὰ καταλήξει σὲ ἀντιλήψεις ποὺ ὑποβιβάζουν τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ ὑπάνθρωπη ἢ ἀκόμη ἀπάνθρωπη κατάσταση. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ ἀπανθρωπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Κι ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς ἐξαναγκάζεται νὰ κάνει ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ νοοτροπία, ἀφοῦ ἡ ἀποτίμησή της γιὰ τὸν ἄνθρωπο βασίζεται ἀκριβῶς σὲ τέτοιες παραδοχές. Πραγματικά, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ προχωρήσει παραπέρα καὶ νὰ πεῖ ὅτι ὁλόκληρο τὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἄγεται ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, ἀποκλείει κάθε κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔτσι τὸν ἐξευτελίζει. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἀπανθρωπία οἰκοδομεῖται σ’ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς προϋποθέσεις, πάνω στὶς ὁποῖες βασίζεται ἡ ἴδια ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης τὸ λόγο, οἱ μορφὲς ζωῆς, κοινωνικῆς κι ἄλλης, ποὺ ἀναπτύχθηκαν σὲ συμφωνία μὲ τὴ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ νοοτροπία, στὴν πραγματικότητα καταλήγουν μὲ βεβαιότητα στὸν νὰ τὸν ἀπανθρωπίσουν. Καθὼς αὐτὲς οἱ μορφές, κάτω ἀπὸ τὶς σημερινὲς συνθῆκες, κυριαρχοῦν στὸν κόσμο μας, μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀρχίσει νὰ διακρίνει τὸ πεδίο τοῦ πιθανοῦ ἀκρωτηριασμοῦ.
Αὐτὰ δὲν σημαίνουν βέβαια πὼς ἡ διάνοια δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ θετικὴ λειτουργία, καὶ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐπιστήμη τῶν φαινομένων. Κάτι τέτοιο δὲν εἶναι καθόλου ἀληθινό. Ἀλλ’ ὅταν, κατὰ τὸ ipse dixit κάποιου φιλοσόφου ἢ ὁμάδας φιλοσόφων, ἡ διάνοια ἀναγορεύεται διαιτητὴς τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καὶ διαψεύδει ἢ ἀγνοεῖ ἀρχὲς καὶ ἰδιότητες πνευματικῆς φύσης, τότε ἀναγκαστικὰ ἐκφυλίζεται σὲ μιὰ μηχανική, ἀπάνθρωπη κι ἄθεη ἱκανότητα. Καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ σύμπαντος ποὺ προβάλλει ἡ διάνοια, καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ κόσμου ποὺ χαλκεύει, σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, θὰ εἶναι ἐξ ἴσου μηχανικά, ἀπάνθρωπα καὶ ἄθεα.
Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ ἦταν πολὺ
σημαντικό, ἂν ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀσχολία λίγων
εἰδικῶν, ὅπως τὸ σκάκι ἢ ἡ σχοινοβασία. Δυστυχῶς, δὲν
συμβαίνει αὐτό. Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, ἡ ἐπιστημονικὴ στάση
οὐσιαστικὰ διαπότισε κι ἐπηρέασε ζωτικὰ κάθε πλευρὰ τῆς
δημόσιας καὶ ἰδιωτικῆς σκέψης καὶ δράσης μας. Δὲν πρόκειται μόνο
γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κυβερνήσεις μας σπαταλοῦν τεράστια
χρηματικὰ ποσὰ κάθε χρόνο γιὰ σχολεῖα, πανεπιστήμια,
ἐρευνητικὰ προγράμματα καὶ πολυάριθμους ἄλλους στόχους, μὲ
σκοπὸ τὴν προώθηση καὶ τὴ διάδοση αὐτῆς τῆς στάσης. Ἡ κατάσταση
εἶναι πολὺ πιὸ σοβαρή. Ἡ ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη τῆς γνώσης
οὐσιαστικὰ ἐξισώθηκε μὲ τὸν μόνο τρόπο ποὺ ὑπάρχει γιὰ ν’
ἀποκτήσει κανεὶς γνώσεις. Ὄχι μόνο καταφέρνει νὰ κυριαρχεῖ
στοὺς κλάδους ποὺ εἶναι γεννήματά της, ὅπως οἱ κοινωνικὲς
ἐπιστῆμες καὶ ἡ ἀνθρωπολογία, ἀλλὰ καὶ εἰσέβαλε ἐπίσης στὰ
κλασσικὰ πεδία τῶν οὑμανιστικῶν ἐπιστημῶν, γεγονὸς ποὺ
κατέστησε, γιὰ παράδειγμα, τὴ σωστὴ κατανόηση τῆς ποίησης,
σχεδὸν ἀπρόσιτη στὸ σημερινὸ φοιτητή. Ὁ βαθμὸς στὸν ὁποῖο
συνθηκολόγησε ἡ φιλοσοφία, γίνεται σαφής, ἀπὸ τὴν ἔκταση τῆς
ἐνασχόλησής της μὲ διανοητικὴ γυμναστική, ὅπως εἶναι ἡ
λογικὴ ἀνάλυση ἢ ἀκόμη περισσότερο ἡ θεωρία τῶν
πληροφοριῶν.
Πολὺ σοβαρότερη, ὡστόσο, εἶναι ἡ συνθηκολόγηση τῆς
θεολογίας, ἐκείνου δηλαδὴ τοῦ κλάδου ποὺ θὰ ἔπρεπε, ἀπὸ τὴν
ἀρχή, νὰ εἶχε καταδείξει ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς σύγχρονης
ἐπιστημονικῆς νοοτροπίας. Καταφεύγοντας σὲ ἕνα ὑποθετικὸ
λόγο, ποὺ προτάθηκε ἀπὸ τὸν Ἀκινᾶτο καὶ ἐπιβεβαιώθηκε ξανὰ ἀπὸ
φιλοσόφους ὅπως ὁ Kant, μιὰ ὑπόθεση ποὺ
θεωρεῖ γεγονὸς τὸ ὅτι, μολονότι ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει
ἀπ’ εὐθείας ἀντίληψη αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας
ἀποκάλυψης, παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὁ τρόπος τῆς γνώσης καὶ τῶν
συμπερασμάτων της ἰσχύει ἀπόλυτα ἀναφορικὰ μὲ τὸν κόσμο τῶν
φαινομένων –τὸν κόσμο τῆς φύσης–,
οἱ θεολόγοι, τὶς περισσότερες φορές, ἀποκοιμήθηκαν ἀπὸ μόνοι
τους μέσα σὲ μιὰ τελείως ψεύτικη ἀσφάλεια. Ἀκόμη χειρότερα,
ἔνοιωσαν ἀναγκασμένοι νὰ τροποποιήσουν τὸ δικό τους δόγμα, ἐκεῖ
ὅπου ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς διάφορες θεωρίες ποὺ οἱ
ἐπιστήμονες κάθε τόσο πρότειναν, σχετικὰ μὲ τὴν καταγωγὴ τοῦ
σύμπαντος, τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου κ.ο.κ. Ἀπὸ τοὺς παραπάνω
λόγους, ὁδηγήθηκαν στὴν παράλογη κατάσταση νὰ προσπαθοῦν
εἴτε νὰ ἐκσυγχρονίσουν τὸ χριστιανικὸ δόγμα εἴτε νὰ τὸ
ἀνασκευάσουν, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν ἢ σύμφωνα μὲ τὴ
διανόηση τῆς ἐποχῆς μας, ξεχνώντας ἐντελῶς πὼς αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ
ἐκσυγχρονισμός, αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν καὶ αὐτὴ ἡ σύγχρονη
διανόηση, εἶναι τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ μιᾶς ἐπιστήμης, ἐξ
ὁρισμοῦ καταστροφικῆς γιὰ τὴ θρησκευτικὴ νοημοσύνη καὶ τοὺς
κανόνες της.Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πὼς οἱ θεολόγοι ἔχουν ἀποτύχει, σὲ μεγάλη ἔκταση, στὸ νὰ κάνουν κάποια ριζικὴ ἢ ἀποτελεσματικὴ κριτικὴ τῆς ἐπιστημονικῆς ἐπιστημολογίας, ν’ ἀποσαφηνίσουν τὶς συνέπειες τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ διάνοια γίνεται τὸ ὑπέρτατο καὶ μοναδικὸ ὄργανο γνώσης, καὶ νὰ ἐξηγήσουν γιατὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς σημαίνει μιὰ προοδευτικὴ διαστρέβλωση τῆς κατανόησής μας, ταυτόχρονα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὸν κόσμο γύρω μας. Μπροστὰ στὴν παραπάνω ἀποτυχία, δὲν ἐκπλήττει τὸ ὅτι τόσοι φοιτητὲς τῶν πανεπιστημίων μας καταλήγουν νὰ μὴν ἔχουν καλύτερη ἰδεολογία ἀπὸ κάποια μορφὴ Μαρξισμοῦ-Λενινισμοῦ, ποὺ ἡ ἴδια εἶναι ἡ μετάφραση σὲ πολιτικοὺς ὅρους μερικῶν ἀπὸ τὶς πιὸ χυδαῖες πλευρὲς τῆς ἀστικοεπιστημονικῆς θεωρίας τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅταν αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα ὀρθολογιστικο-υλιστικῶν κατασκευασμάτων τὸ ἀναλαμβάνουν οἱ μάζες –ἢ μᾶλλον αὐτὸ τὶς καταλαμβάνει–, τότε ἡ κοινωνία μεταβάλλεται σὲ φυλακή, μέσα στὴν ὁποία ὁτιδήποτε δίνει στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά της, δέχεται συστηματικὴ ἐπίθεση καὶ κουρελιάζεται.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο –ἂν ὄχι βέβαια σὲ κάποιο πολὺ προγενέστερο σημεῖο–
ἴσως ὑπάρξει ἡ ἀντίρρηση πὼς ἡ εἰκόνα ποὺ δίνει αὐτὸ τὸ κείμενο
εἶναι πολὺ ζοφερή, κι ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἄσχημα, ὅσο
τὰ κάνω νὰ φαίνονται. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηριχθεῖ
ὅτι, ἀκόμα κι ἂν σὲ γενικὲς γραμμὲς ἡ περιγραφὴ ποὺ ἔγινε ἐδῶ γιὰ
τὰ ἀποτελέσματα τῆς ὑποταγῆς στὶς διάφορες κατηγορίες
ἐπιστημονικῆς νοοτροπίας εἶναι ἀληθινή, ἀναφορικὰ μὲ
κάποιες σφαῖρες δραστηριότητας, παρ’ ὅλ’ αὐτά, σὲ ἄλλες σφαῖρες,
ὑπῆρξαν τόσο θετικὰ ὠφέλη, ποὺ αὐτὰ ἀντισταθμίζουν, ὅταν δὲν
δημιουργοῦν μέχρι καὶ θετικὸ ὑπέρβαρο, τὰ κάποια
μειονεκτήματα. Κι ἀκόμη πώς, ὁπωσδήποτε, αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ
μειονεκτήματα θὰ μποροῦσαν νὰ διορθωθοῦν, ὅταν ἀποκτήσουμε
λίγη περισσότερη γνώση γι’ αὐτά. Εἰδικότερα, ἴσως νὰ
ἰσχυριζόταν κάποιος πὼς τὰ ὠφέλη στὸ πεδίο τῆς ἰατρικῆς εἶναι τόσο
ἀπέραντα, ποὺ ἀπὸ μόνα τους δικαιολογοῦν ὅλο τὸ ἐπιστημονικὸ
πείραμα τῶν τελευταίων αἰώνων.
Δὲν νομίζω ὅτι τὰ πράγματα εἶναι τόσο ἁπλά. Ὁ κόσμος τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης –κι αὐτὸς περιλαμβάνει καὶ τὸν κόσμο τῶν τεχνολογιῶν καὶ τῶν τεχνικῶν, ποὺ ἀναπτύχθηκαν μέσα σ’ αὐτὴν–
ἀποτελεῖ ἕνα μοναδικὸ σύνολο ἀλληλεξαρτήσεων καὶ εἶναι
ἀδύνατον νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ μιὰ πλευρά του, σὰν νὰ ἦταν δυνατὸν
αὐτὴ ἡ πλευρὰ νὰ ὑπάρξει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευρές. Εἶναι
ἀδύνατον νὰ γίνει αὐτό, γιατὶ κάθε διαδικασία, ὁσοδήποτε
εὐεργετικὴ κι ἂν ἴσως φαίνεται αὐτὴ καθεαυτή, εἶναι
ἀξεδιάλυτα μπλεγμένη μὲ χίλιες ἄλλες διαδικασίες κι
ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτές. Ἂν ἐπιθυμεῖτε ἕνα προϊόν, ὅπως τὸ
αὐτοκίνητο, πρέπει νὰ δεχθεῖτε ἐπίσης ὅλα τὰ συνεπακόλουθα,
ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν στεγανοποιητικῶν δακτυλίων, τὰ
διϋλιστήρια, τοὺς αὐτοκινητοδρόμους, μέχρι καὶ τὸ δηλητήριο
τοῦ μολύβδου, τὸ μονοξείδιο τοῦ ἄνθρακα καὶ τὸ θόρυβο ποὺ
καταστρέφει τὴ ζωὴ τῶν πόλεών μας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν
θανάσιμη πλήξη ἐκείνων ποὺ συναρμολογοῦν αὐτὲς τὶς μηχανές.
Ὁπωσδήποτε, εἶναι σίγουρα ἀταίριαστο νὰ ἐπευφημεῖ κανείς, γιὰ
παράδειγμα, τὴν ἰατρική, ὅταν ὁ τύπος διανόησης καὶ σκέψης, ποὺ
αὐτὴ προϋποθέτει, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τόσα πολλὰ γιὰ ν’
ἀποστερήσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ἐξαρτᾶται ἡ ὑγεία του. Θὰ ἔπρεπε νὰ προσθέσει κανεὶς πὼς ὅλο καὶ
περισσότεροι ἐπιστήμονες συνειδητοποιοῦν αὐτὸ τὸ εἶδος
διλήμματος, στὸ ὁποῖο τοὺς ὁδήγησε ἡ ἀπασχόληση μὲ τὸν κλάδο
τους. Ἐὰν τώρα πρόκειται, αὐτὴ ἡ αὔξουσα συνειδητοποίηση, νὰ
ἐγκαινιάσει μιὰ ριζικὴ μεταβολὴ τῆς διανόησης καὶ τῆς
κατεύθυνσής της, εἶναι πολὺ νωρὶς γιὰ νὰ τὸ ξέρουμε. Τὸ μόνο ποὺ
μποροῦμε νὰ κάνουμε, εἶναι νὰ ἐλπίσουμε ὅτι θὰ τὸ πράξει.Πέρ’ ἀπὸ αὐτό, ὡστόσο, ἴσως ἀκόμη τεθεῖ ἡ ἐρώτηση, ἐὰν ἡ ἐπικράτηση τῆς ἐπιστήμης εἶναι τόσο ὁλοκληρωτική, ὅσο ἔχω ἐπισημάνει. Στὴ σφαίρα τῆς εὐφυΐας καὶ τῆς φαντασίας, ὑπῆρξαν πάντοτε ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιστάθηκαν στὶς ἀξιώσεις της: Ποιητές, γιὰ παράδειγμα, ὅπως ὁ Blake, ποὺ διέκρινε μὲ σαφήνεια ποῦ θὰ ὁδηγοῦσε ἡ σκέψη τοῦ Bacon, τοῦ Locke καὶ τοῦ Νεύτωνα. Ἢ ὁ Yeats, ποὺ μίσησε αὐτὴ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀποκάλεσε «τὸ ὄπιο τῶν προαστείων». Ἢ οἱ Eric Gill καὶ David Jones, ποὺ ἤξεραν τόσο καλὰ ὅτι, ἂν ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μόνον ὠφελιμιστική, εἶναι ἐπίσης ὑπάνθρωπη κι ἀκόμη πώς, μέσα στὸν τεχνολογικὸ κόσμο, ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ δημιουργεῖ –ἡ λειτουργία του σὰν poeta– ἔχει ἀποκτηνωθεῖ πέρα ἀπὸ κάθε ἐπαλήθευση.[7] Ἡ μαρτυρία καὶ μόνον αὐτῶν τῶν τεσσάρων –καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ ἄλλοι– εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει πὼς ἡ δημιουργικὴ εὐφυΐα καὶ ἡ φαντασία, ὑποχρεωτικὰ ἀντι-επιστημονικές, δὲν ἔχουν ἐξαντληθεῖ. Πραγματικά, τὸ ρόδο γιὰ μᾶς μυρίζει ἀκόμη ρόδο ὅπως καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνα καί, παρ’ ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ἡ ζωή μας συνεχίζει νὰ διακόπτεται ἀπὸ στιγμὲς χάρης, ὀμορφιᾶς καὶ ἀγάπης ποὺ μᾶς δίνουν νύξεις γιὰ ἀλήθειες, ποὺ βρίσκονται πολὺ πέρα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα μιλοῦσα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅλα παραμένουν ἀκόμη στὴ θέση τους καὶ τίποτε δὲν ἔχει χαθεῖ. Στὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ ἡ κοσμοθεωρία τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης εἶναι βασικὰ ἐσφαλμένη, αὐτὴ δὲν μπορεῖ, σὲ τελευταία ἀνάλυση, νὰ ἐπηρεάσει τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ὁσοδήποτε κι ἂν φαίνεται ἴσως ὅτι τὴν ἐπηρεάζει. Ὁ κανόνας τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς φυσικῆς ὕπαρξης παραμένει πάντοτε ἀναλλοίωτος.
Ἀκόμη, θὰ μποροῦσε νὰ σημειωθεῖ πὼς σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας του, ὁ ἄνθρωπος πάντοτε ἦταν πρόθυμος νὰ λεηλατήσει τὸ φυσικό του περιβάλλον, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες του καὶ τὴν ἀπληστία του. Καὶ μολονότι ἡ σύγχρονη τεχνολογία μᾶς ἐπέτρεψε σήμερα νὰ τὸ κάνουμε, σὲ μιὰ κλίμακα ποὺ δὲν ἔχει προηγούμενο, ἔτσι ὥστε ν’ ἀπειλούμαστε τώρα μὲ παγκόσμιες καταστροφές, ποὺ θὰ ἐξολοθρεύσουν ὅλες τὶς παροῦσες μορφὲς τοῦ πολιτισμοῦ μας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρώπινης φυλῆς, ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ ὑποτιμήσουμε, γιὰ τὸν παραπάνω λόγο, τὶς ἐγγενεῖς δυνάμεις ἀνάρρωσης τῆς φύσης. Ἐπιπρόσθετα, ἡ συνειδητοποίηση αὐτῶν τῶν προβλημάτων, ποὺ μᾶς τοποθετοῦν ἀντιμέτωπους μὲ μιὰ τέτοια περιβαλλοντικὴ ὑποβάθμιση, ὅπως εἶναι ἡ καταστροφὴ τοῦ τροπικοῦ δάσους, ὁ γρήγορα αὐξανόμενος ὑπερπληθυσμὸς καὶ ἡ μετατροπὴ ἐκτάσεων σὲ ἔρημο, ἡ ὑπερβολικὴ χρήση καὶ κατάχρηση ἐνέργειας καὶ φυσικῶν πόρων, κι ἀκόμη ἡ τρομακτικὴ ποσότητα αἰσθητικῆς καὶ φυσικῆς μόλυνσης μέσα στὴν ὁποία εἴμαστε ἐξαναγκασμένοι νὰ ζοῦμε, προκαλεῖ ἤδη μιὰ ἐπανορθωτικὴ ἀντίδραση καὶ δράση, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔχει συχνὰ θετικὸ ἀποτέλεσμα.[8]
Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀναμφίβολα ἀληθινὰ καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ξεπέφτουμε κι ἐμεῖς καὶ ἡ δυναμικότητά μας, ὅταν ἔχουμε μιὰ ἀτέλειωτα ἀπαισιόδοξη εἰκόνα τῆς μοίρας μας. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο ξεπέφτουμε κι ὅταν τρέφουμε αὐταπάτες. Ἡ κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ τάξη ποὺ ἔχουμε οἰκοδομήσει καὶ συνεχίζουμε νὰ οἰκοδομοῦμε γύρω μας –ποὺ εἶναι καὶ τὸ παρόν μας– εἶναι μιὰ τάξη ποὺ καθορίζεται, κατὰ κύριο λόγο, ἀπὸ τὶς διάφορες κατηγορίες μιᾶς ἐσφαλμένης φιλοσοφίας καὶ τὴν πρακτική τους ἐφαρμογή. Καὶ ἡ συνέπεια τῆς συναίνεσής μας, σὲ τέτοια μαζικὴ κλίμακα, σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ψέμα ἀναφορικὰ μ’ ἐμᾶς κι ἀναφορικὰ μὲ τὸν ἀληθινὸ χαρακτήρα τοῦ φυσικοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα συνεχῶς διευρυνόμενο διαζύγιο ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν τὴν τάξη πραγμάτων κι ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ φυσικοῦ κανόνα. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ τὸ διαζύγιο ἔγινε τώρα τόσο μεγάλο, ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀδύνατο τὸ ἕνα μέλος του νὰ καταλάβει τὸ ἄλλο. Ὅλοι ἔχουμε χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ μετρήσουμε πόσο πέσαμε, στὴν πραγματικότητα, κάτω ἀπὸ τὴ στάθμη τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ φυσικοῦ κανόνα.
Γιατὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει ἀφετηρία της μιὰ ἀπώλεια μνήμης, μιὰ λησμοσύνη, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ποιὸς εἶναι. Μ’ ἕνα ἀναπόφευκτο λογικὸ συνειρμό, ἔμφυτο σ’ αὐτὴ τὴν ἀφετηρία, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ κατὰ μῆκος μιᾶς τροχιᾶς, ποὺ κάθε βῆμα της σημαδεύεται ἀπὸ μιὰ μεγαλύτερη πτώση του, προχωρεῖ σὲ μιὰ βαθύτερη ἄγνοια τῆς φύσης ὁποιουδήποτε ἄλλου ὄντος. Σταδιακὰ διαζευγμένος ἀπὸ τὶς ρίζες τῆς ὕπαρξής του, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἄγνοιας, ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἐμμένει στὴν τροχιὰ αὐτή, εἶναι καταδικασμένος νὰ προχωρεῖ τυφλά, καὶ μὲ ὁλοένα πιὸ γρήγορο βῆμα, πρὸς τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπώλεια τῆς ταυτότητάς του, τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπώλεια τοῦ αὐτοελέγχου του, κι ἐνδεχόμενα τὴν ὁλοκληρωτικὴ αὐτοκαταστροφή του. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σταματήσει αὐτὴ τὴ διαδικασία, μ’ ἐξαίρεση μιὰ πλήρη ἀντιστροφὴ κατεύθυνσης. Καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐγκαινιάσει μιὰ ἀντιστροφὴ κατεύθυνσης, μ’ ἐξαίρεση τὴν ἀνάκτηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς συνείδησης τοῦ ποιὸς εἶναι: ἡ θεραπεία πρέπει νὰ γυρίσει πίσω, ἐκεῖ ποὺ ἄρχισε ἡ ἀρρώστεια.
Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ συνεισφέρει τίποτε σὲ μιὰ τέτοια συνειδητοποίηση, ἐκτὸς ἐὰν μετατοπίσει ριζικὰ τὶς ὑποθέσεις στὶς ὁποῖες βασίζεται: μιὰ ἐπιστήμη, ποὺ οἱ ἴδιες οἱ κατηγορίες της ἀποκλείουν μιὰ ἀναγνώριση τῶν οὐσιαστικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσης, σαφῶς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς της, μὲ κάποια ἐλπίδα νὰ μᾶς πεῖ κάτι πολὺ σπουδαῖο γι’ αὐτόν. Μόνο μιὰ θρησκευτικὴ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ νὰ συνειδητοποιεῖ τὶς οὐσιαστικές του ἰδιότητες, εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀποκαταστήσει αὐτὸ ποὺ χάθηκε, ἄρα καὶ νὰ κάνει τουλάχιστον τὴν ἀρχὴ μιᾶς σωστῆς τοποθέτησης αὐτοῦ ποὺ ἔχει στηθεῖ μὲ τόσο καταλυτικὰ λαθεμένο τρόπο.
Πηγές
Κείμενο
- Philippe Sherrard. «Ὁ ἀπανθρωπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ Ἀπόστολος Ἀποστολίδης, Δύο κείμενα περὶ ἐπιστήμης, ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Σύναξη», 1986. Πηγὴ κειμένου: Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Ψηφιακὴ Βιβλιοθήκη.
Εἰκόνες
- Πάουλ φὰν Σόμερ. Προσωπογραφία τοῦ Φράνσις Μπέικον. 1617, ἐλαιογραφία, Παλάτι Λαζιένκι, Βαρσοβία. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
- Γιούστους Σούστερμανς. Προσωπογραφία τοῦ Γαλιλαίου. Γύρω στὸ 1640, ἐλαιογραφία, Ἐθνικὸ Ναυτικὸ Μουσεῖο, Λονδίνο. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
- Ἀντίγραφο προσωπογραφίας τοῦ Καρτέσιου ἀπὸ τὸν Φρὰνς Χάλς. 1649-1700, ἐλαιογραφία, Μουσεῖο τοῦ Λούβρου, Παρίσι. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
- Γκόντφρι Νέλερ (Godfrey Kneller). Προσωπογραφία τοῦ Ἰσαὰκ Νεύτωνα. 1702, ἐλαιογραφία, Ἐθνικὴ Πινακοθήκη Προσωπογραφιῶν, Λονδίνο. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
- Φωτογραφία τοῦ Ἄλμπερτ Ἀινστάιν ἀπὸ τὸν Orren Jack Turner. 1947, Βιβλιοθήκη τοῦ Κογκρέσου, Οὐάσινγκτον. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
- Φωτογραφία τοῦ φυσικοῦ Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. 1933, Ὁμοσπονδιακὰ Ἀρχεῖα (Γερμανίας) (Bundesarchiv), Κόμπλεντς, ἀριθ. καταχώρισης: Bild 183-R57262. Ἡ εἰκόνα διανέμεται ὑπὸ τὴν ἄδεια Creative Commons Ἀναφορὰ δημιουργοῦ – Παρόμοια διανομὴ 3.0 Γερμανία (CC-BY-SA 3.0 DE). Ἀναφορά: Bundesarchiv, Bild 183-R57262 / ἄγνωστος φωτογράφος / CC-BY-SA 3.0 DE. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
- Τζὼν Κόλιερ. Προσωπογραφία τοῦ Κάρολου Δαρβίνου. 1883, ἐλαιογραφία, Ἐθνικὴ Πινακοθήκη Προσωπογραφιῶν, Λονδίνο. Ἀντίγραφο ἔργου τοῦ 1881 τοῦ ἴδιου ζωγράφου. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons.
Σύνδεσμοι
- “Philip Sherrard”. Wikipedia.
- Προσωπογραφία τοῦ Φράνσις Μπέικον ἀπὸ τὸν Πάουλ φὰν Σόμερ.
- Προσωπογραφία τοῦ Γαλιλαίου ἀπὸ τὸν Γιούστους Σούστερμανς.
- Ἀντίγραφο προσωπογραφίας τοῦ Καρτέσιου ἀπὸ τὸν Φρὰνς Χάλς.
- Προσωπογραφία τοῦ Ἰσαὰκ Νεύτωνα ἀπὸ τὸν Γκόντφρι Νέλερ.
- Φωτογραφία τοῦ Ἄλμπερτ Ἀινστάιν (1947).
- Φωτογραφία τοῦ Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (1933).
- Προσωπογραφία τοῦ Κάρολου Δαρβίνου ἀπὸ τὸν Τζὼν Κόλιερ.
Σημειώσεις
- Πρβλ. Jacques Ellul, The Technological Society (New York, 1964), σελ. 27 κ.ο.κ. [↑]
- Βλ. “Teilhard de Chardin and the Christian Vision”, στὸ “Studies in Comparative Religion”, 1970, σελ. 150-175. [↑]
- Βλ. Michael Polanyi, Personal Knowledge (Νέα Ὑόρκη, 1964), ἰδιαίτερα τὸ Κεφ. 10. Βλ. ἐπίσης Chaim Perelman, “Polanyi’s interpretation of scientific inquiry”, στὸ Intellect and Hope. Essays in the Thought of Michael Polanyi, ἔκδ. T.A. Langford and W.H. Peteat (Duke University Press), p. 232-241. [↑]
- Βλ. The Tao of Physics (Berkley, 1975) καὶ The Turning Point (Λονδίνο, 1982). [↑]
- Joseph Needham, Man a Machine (Λονδίνο, 1927), σελ. 93. Πρβλ. σελ. 184 τοῦ T. Roszak, Where the Wasteland Ends (Λονδίνο, 1973), ἕνα βιβλίο ποὺ χρησιμοποίησα ἐδῶ. [↑]
- Francis Crick, Of Molecules and Men (University of Washington Press, 1966), σελ. 87, 93. Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν T. Roszak, Where the Wasteland Ends, σελ. 184, 188. [↑]
- Βλ. A Holy Tradition of Working. Passages from the Writings of Eric Gill, ἔκδ. καὶ εἰσαγ. ἀπὸ τὸν Brian Keeble (Ipswich, 1983), καὶ David Jones, Epoch and Artist (Λονδίνο, 1959). [↑]
- Αὐτὴ εἶναι ἡ θέση συγγραφέων ὅπως ὁ René Dubos στὸ βιβλίο του The Wooing of Earth (Νέα Ὑόρκη, 1980). [↑]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου