Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

α.Ὀρθοδοξία, πολιτική καί ὑπαρξισμός β.Φιλοσοφία καί θεολογία, Πατερική Θεολογία 22ο Μέρος,Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:α.Ὀρθοδοξία, πολιτική καί ὑπαρξισμός

Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία, τά κεφάλαια αὐτά πού εἶναι παραδόσεις πανεπιστημιακές τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη. Τό πρῶτο κεφάλαιο πού θά δοῦμε σήμερα εἶναι «ρθοδοξία καί ἰδεολογία». Θά δοῦμε μιά χαριτωμένη, θά λέγαμε, ἐρώτηση καί ἀπάντηση πάνω στό θέμα: «Ἔχει σχέση ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν πολιτική; Μπορεῖ νά πολιτικοποιηθεῖ;» καί νά δοῦμε τί ἐννοεῖ.
Λέει, λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης: «Στήν διαδικασία τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως ἔχουμε μπροστά μας μία ἐπιστήμη» καί μάλιστα, ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές, μιά θετική ἐπιστήμη διότι οὐσιαστικά εἶναι ἰατρική τῆς ψυχῆς καί βασίζεται σέ ἐμπειρικά δεδομένα. Δέν εἶναι μιά θεωρία ἀλλά εἶναι κάτι πού, ἄν κανείς τό ἐφαρμόσει, θά ἔχει πάντοτε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, ὅπως γίνεται καί στίς θετικές ἐπιστῆμες. Ἄν κανείς λ.χ. ἔχει τίς ἴδιες συνθῆκες καί κάνει ἕνα πείραμα, θά ἔχει πάντοτε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἄν κανείς μπεῖ στήν ταπεινή διαδικασία τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, θά ἔχει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, θά ἔχει τήν ἀνάπαυση, θά ἔχει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τήν θέωση.
Αὐτή τώρα ἡ ἐπιστήμη, λέει ὁ π. Ἰωάννης, «μπορεῖ νά πολιτικοποιηθεῖ;. Δηλαδή νά γίνει ἕνα ἐξάρτημα τῆς πολιτικῆς, νά ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν πολιτική; «Μπορεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι νά ποῦν π.χ. ὅτι μόνο οἱ Ἀριστεροί μποροῦν νά ἔχουν νοερά προσευχή; Ἤ ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει νοερά προσευχή εἶναι ὑποχρεωμένος νά εἶναι Ἀριστερός ἤ Δεξιός; Ὄχι βέβαια». Δέν ὑπάρχει τέτοιο θέμα. «Ὁπότε ἔχουμε μία ἐπιστήμη, πού λέγεται Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ ποτέ νά συσχετισθεῖ μέ τήν Πολιτική». Γι’ αὐτό ἀκριβῶς δέν πρέπει οἱ Ἱεράρχες καί οἱ ἱερεῖς νά κομματίζονται. Βεβαίως, ψηφίζουν ὡς πολίτες, ἀλλά ὀφείλουν ν’ ἀγαπᾶνε τούς πάντες. Ὁ ὁποιοσδήποτε πιστός ἐπίσης, δέν πρέπει νά κομματίζεται. Θά πρέπει νά ἀγαπάει ὅλους. Μπορεῖ νά ψηφίζει κάτι πού τοῦ ἀρέσει περισσότερο, τό ὁποῖο, βεβαίως, θά πρέπει νά εἶναι καί σύμφωνο μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὄχι κάτι ἀντίθετο, κάτι δαιμονικό, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ μασονία. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δέν πρέπει νά ἔχει μιά ἰδιαίτερη προτίμηση σέ κάποιο πολιτικό κόμμα καί νά ἀντιπαθεῖ τούς ὑπόλοιπους πού δέν εἶναι στό ἴδιο κόμμα. «Ὁ ἀγαπῶν τόν συνάνθρωπό του μεριμνᾶ γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁποιοσδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτός ὡς πρός τίς πεποιθήσεις του». Ὅπως, ὅταν κανείς πάει στό Νοσοκομεῖο, ὁ γιατρός δέν ἐξετάζει τά πολιτικά του φρονήματα καί ἄν ταιριάζουν τόν περιποιεῖται κι ἄν δέν τοῦ ταιριάζει λέει «φύγε, τό νοσοκομεῖο εἶναι γιά ἀριστερούς ἤ μόνο γιά δεξιούς…». Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα. Ἔτσι καί στήν Ὀρθοδοξία καί στήν Ἐκκλησία.

«Ἐκεῖνο πού ἀπασχολεῖ τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό στά ἰδεολογικά θέματα εἶναι πρῶτα-πρῶτα τό ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἐλευθερία νά κάνει τό ἔργο Της, πού εἶναι τό νά θεραπεύει τούς ἀρρώστους Της». Αὐτό πρέπει νά ἀπασχολεῖ καί ἐμᾶς τούς πιστούς, γιατί εἴπαμε ὁ κάθε πιστός ἀσκεῖ θεραπευτική. Ὅταν μάλιστα κανείς θεραπευτεῖ μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθαριστεῖ, φωτιστεῖ, θεωθεῖ, ἄς μήν εἶναι κἄν μοναχός, καί ἁπλῶς λαϊκός νά εἶναι, γίνεται Γέροντας. Γίνεται, δηλαδή, ὁδηγός τῶν ἄλλων, γιατί μπορεῖ νά τούς δείξει τόν δρόμο πού περπάτησε κι αὐτός, τῆς κάθαρσης καί στή συνέχεια τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Ἑπομένως, θά πρέπει, ἀφοῦ μιλᾶμε κι ἐμεῖς γιά τήν πολιτική, νά ἐξετάζουμε οἱ πιστοί, καί ὁ λαϊκός καί ὁ ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος, ἐάν τό πολιτικό σύστημα πού ὑπάρχει ἤ πού μᾶς προτείνεται, ἐπιτρέπει στήν Ἐκκλησία νά ἀσκεῖ τό θεραπευτικό της ἔργο ἤ τή φιμώνει ἤ τήν ἀναστέλλει, τήν ἐμποδίζει. Αὐτό πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό ἴδιο καί τά κόμματα, τά ὁποῖα ἐνδεχομένως καλούμαστε νά ἐπιλέξουμε ποιό νά ψηφίσουμε. Νά ἐξετάσουμε ἄν αὐτό τό κόμμα θά ἐμποδίσει ἤ ὄχι τήν Ἐκκλησία στό ἔργο Της, τό θεραπευτικό Της ἔργο.
Νά πῶ καί ἕνα ζωντανό παράδειγμα, ἐπίκαιρο, τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Εἶναι νομοσχέδιο τό ὁποῖο οὐσιαστικά ἐμποδίζει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἄν ἐφαρμοστεῖ (γιατί πολλά ψηφίζονται ἀλλά στήν πράξη εἶναι ἀνενεργά). Γιατί; Διότι ἐμποδίζει τό κήρυγμα. Ὅταν βγεῖ ὁ ἀρχιερέας ἤ ὁ ἱερέας καί πεῖ ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι διαστροφή, θά μπορεῖ κάποιος ὁμοφυλόφιλος ἄν ὑπάρχει ἤ κάποιος ἄλλος νά κάνει μήνυση καί νά πεῖ ὅτι κάνει, ὅπως τό λένε μάλιστα ἔτσι ὡραῖα, «ρητορική μίσους»(!) σ’ αὐτή τήν ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως, φιμώνεται ἔτσι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἄν ὁ  ἀρχιερέας ἤ ὁ ἱερέας δέν κάνει τό σωστό κήρυγμα, δέν πεῖ τά πράγματα ὅπως εἶναι, πῶς θά θεραπευτεῖ ὁ ἄλλος; Μέ τό νά λέμε ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί καί ὅλα τά πράγματα πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλά, διορθώνεται τίποτα; Καί τό κακό δηλαδή μετά γίνεται καλό. Ἄν πεῖς ὅτι τό κακό εἶναι κακό καί δέν πρέπει νά τό κάνουμε, εἶσαι ρατσιστής, κάνεις μία ρητορική μίσους ἐναντίον τῶν κακῶν, τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπεται. Μά τότε πῶς θά πᾶμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά θεραπευτοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ἄν δηλαδή ὁ γιατρός τήν ἀρρώστια λέει ὅτι δέν εἶναι ἀρρώστια, ὅτι εἶναι καλό πράγμα καί ἡ ἀρρώστια, τότε γιατί νά θεραπευτεῖ ὁ ἄλλος; Γιατί νά μπεῖ στήν διαδικασία νά θεραπευτεῖ; Γιατί νά πάει στό νοσοκομεῖο; Καταλάβατε ποῦ φτάνουμε; Σέ μιά σχιζοφρένεια.
Αὐτό εἶναι πού θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἄν αὐτά πού ὑπάρχουν στά διάφορα πολιτικά συστήματα, οἱ νόμοι κ.λ.π., ἐπιτρέπουν στήν Ἐκκλησία ἤ ὄχι νά ἀσκεῖ τό θεραπευτικό της ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἔχει αὐτή τήν ἐλευθερία, γιά νά θεραπεύει τίς ἀνθρώπινες προσωπικότητες. Καί γιατί μίλησα γιά τό ἀντιρατσιστικό; Διότι τό κύριο θεραπευτικό μέσο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ λόγος, τό κήρυγμα καί φυσικά ὁ Λόγος, ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτά εἶναι τά βασικά θεραπευτικά μέσα πού ἔχουμε, ἡ ὅλη ἀσκητική ζωή καί μεθοδολογία. Ἀλλά, πῶς θά μάθει κάποιος τήν ὅλη ἀσκητική ζωή καί μεθοδολογία, ἄν δέν ὑπάρχει ἐλευθερία στό κήρυγμα; Πῶς θά μάθει νά καθαριστεῖ ἀπό τά σαρκικά πάθη, ἐάν ἡ πολιτεία σοῦ λέει, ἀπαγορεύεται νά μιλᾶς γιά τέτοια πράγματα καί ὅτι εἶναι κακά πράγματα αὐτά. Γιατί εἶναι κακά; «Εἶναι ἁπλῶς μιά ἰδιαιτερότητα!» αὐτή ἡ διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, «εἶναι μία ἄλλη ἐπιλογή»….
«Ἐκείνη λοιπόν ἡ ἰδεολογία πού ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία νά κάνει τό ἔργο Της εἴτε αὐτή λέγεται ἄθεος Μαρξισμός εἴτε δεξιά Μασονία…», βλέπετε; Τά λέει μέ τό ὄνομά τους! Εἴτε Νέα Ἐποχή, θά λέγαμε σήμερα, εἴτε Νέα Τάξη Πραγμάτων εἴτε ρατσισμός καί ὅλη αὐτή ἡ ρητορική περί ρατσισμοῦ πού κυκλοφορεῖ, εἴτε φονταμενταλισμός κ.λ.π… Ὅποιος μιλάει σήμερα καί λέει τήν ἀλήθεια εἶναι φονταμενταλιστής, εἶναι ταλιμπάν… Εἴτε λοιπόν εἶσαι ἄθεος Μαρξιστής εἴτε δεξιός Μασόνος «γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι τό ἴδιο πράγμα», ἐμποδίζεις τό ἔργο Της. «Εἶναι ἐχθρός Της καί ὀφείλει –ἡ Ἐκκλησία– ἐξ ἴσου νά ἀμυνθεῖ» καί στούς μέν καί στούς δέ. Θυμᾶμαι, πήγαινα στά σχολεῖα καί ἔκανα ἐξομολόγηση στά παιδιά… ἑκατοντάδες παιδιά ἐρχόταν καί κάποια στιγμή ἔμαθα ὅτι ἡ Κυβέρνηση -δεξιά Κυβέρνηση παρακαλῶ- ἀπαγόρευσε νά πηγαίνουμε στά σχολεῖα οἱ Πνευματικοί. Δέν εἶναι ἐμπόδιο αὐτό στήν Ἐκκλησία; Καί τό ἔκαναν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ἐμεῖς εἴμαστε μέ τήν Ἐκκλησία καί πήγαινουν καί Ἐκκλησία στίς μεγάλες γιορτές καί ἀνάβουν καί κεριά κ.λ.π. Δέν εἶναι αὐτοί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας; Ἐχθροί εἶναι κι ἄς λένε ὅτι δέν εἶναι… Ἤ θυμᾶμαι τώρα γιά τό Gay Pride πού διοργανώθηκε διαμαρτυρία… Τό καλοκαίρι πού ὁ δήμαρχος Θεσσαλονίκης ἔκανε παρέλαση ὁμοφυλοφίλων, ἕνα ἱστολόγιο ἔφτιαξε ἕνα video στό διαδίκτυο πού καλοῦσε τούς πιστούς νά συμμετάσχουν σ’ αὐτή τή διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς παρέλασης ὁμοφυλοφίλων πού θά ἔκανε ὁ γνωστός δήμαρχος. Καί τί ἔκανε τό youtube; Τό κατέβασε αὐτό τό video!… γιατί λέει κάνει ρητορική μίσους! Βλέπετε πῶς ἐνεργεῖ ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων μέσα ἀπό ὅλα αὐτά τά δίκτυα… καί μετά βέβαια τό ξανανέβασαν, γιατί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί ἄνθρωποι καί τούς νοιάζει αὐτό… Πολύ τούς νοιάζει ἄν διαμαρτυρόμαστε ἤ ὄχι…
«Ἐκείνη λοιπόν ἡ ἰδεολογία πού ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία εἶναι ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας. Συμβαίνει σήμερα –εἶναι τό 1983, τότε μιλοῦσε ὁ π. Ἰωάννης– νά ἔχουμε ἀπό τό ἕνα μέρος τούς Δεξιούς, πού κατευθύνονται ἀπό τούς Μασόνους, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος τούς Ἀριστερούς, πού κατευθύνονται ἀπό τήν Μόσχα». Τώρα νομίζω κι αὐτοί ἀπό τούς Μασόνους κατευθύνονται. «Ἡ ὁποία», Μόσχα, «ἐπίσημα τουλάχιστον ἀνέχεται σήμερα τήν θρησκεία ἀλλά ἐπιτρέπει ἀνέντιμη προπαγάνδα ἐναντίον της». Τό 1983 ἀκόμα δέν εἶχε πέσει τό ἀνατολικό μπλόκ.
«Πῶς π.χ. ἡ παλαιά μητρόπολις τοῦ Λένινγκραντ», μιλάει γιά ἐκεῖνα τά χρόνια, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, «ἡ μητρόπολις τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας ἔγινε μουσεῖο ἀθεΐας;». Τήν εἶχαν μετατρέψει οἱ Κομμουνιστές σέ μουσεῖο. «Αὐτός δυστυχῶς εἶναι ὁ κομμουνισμός στήν πράξη» κι ἐνῶ ἔλεγαν ὅτι σέβονται τήν θρησκευτική ἐλευθερία, στήν πράξη τήν καταργοῦνε. Αὐτοί εἶναι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα τό Λένινγκραντ ἔχει πάρει τό παλιό του ὄνομα Ἁγία Πετρούπολις. Ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα. «Δέν εἶναι βέβαια ὑποχρεωμένος ὁ κομμουνισμός νά ἐφαρμοσθεῖ ἔτσι, ὅμως στήν πράξη ἐφαρμόζεται πάντα εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ, ὅπως λέγαμε χθές, τό σύστημα τῶν πρώτων χριστιανῶν μοιάζει στό Κομμουνιστικό, γιατί ὑπῆρχε ἡ κοινοκτημοσύνη. Βέβαια, ἐκεῖ ἦταν ἑκούσια, ἐδῶ εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἀλλά, δυστυχῶς, συνδέθηκε ὁ Κομμουνισμός μέ τήν ἀθεΐα. Γιά ποιόν λόγο; Δέν ὑπῆρχε λόγος, ἀλλά στήν πράξη ἐφαρμόζεται ἔτσι, ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ὅταν ἀντιμετωπίζει ἀνέντιμο ἀγῶνα ἐναντίον της, εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀμυνθεῖ» καί ὁ πλέον ἀνέντιμος ἀγώνας εἶναι αὐτός πού κάνουν οἱ Μασόνοι. Αὐτό τό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Οἱ χειρότεροι ἐχθροί εἶναι οἱ Μασόνοι, διότι ἐμφανίζονται ὡς καλοί ἄνθρωποι καί ὡς ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας πολλές φορές καί μπαίνουν ἀκόμα καί μέσα στίς Ἐπιτροπές, στά ἐνοριακά συμβούλια, γίνονται ἐπίτροποι. Καί μοῦ ἔλεγαν στήν Ἀμερική βλέπεις ὁ ἐπίτροπος νά φοράει καί τήν κονκάρδα τή μασονική μέσα στήν Ἐκκλησία. Τόσο πολύ ἔχουν εἰσχωρήσει! Καί ἐμφανίζονται ὡς μία φιλανθρωπική ὀργάνωση! Πολεμᾶνε τήν Ἐκκλησία δηλαδή ἀπό μέσα. Ὁπότε, οἱ ἱερεῖς εἶναι μέ δεμένα χέρια, δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα, γιατί ὑπάρχουν τά συμβούλια αὐτά τά ἐκκλησιαστικά πού τούς ἐμποδίζουν. Πῶς δηλαδή ὁ διάβολος κάνει τήν δουλειά του μέ τόσο ἀνέντιμο τρόπο! Εἶναι ὑποχρεωμένη ἡ Ἐκκλησία βεβαίως νά ἀμυνθεῖ σ’ ὅλα αὐτά καί πρέπει νά ἀμυνθεῖ.
«Λοιπόν, σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, εἶναι ὑποχρεωμένη ἡ Ἐκκλησία νά ὑποστηρίξει κάποια συγκεκριμένη ἰδεολογία; Ὄχι, βέβαια. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ὀφείλει νά ὑποστηρίξει ὁποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ σωματική καί ψυχική». Λένε, ἄς ποῦμε, στό Βυζάντιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑποστήριξε τό Κράτος, γιατί τό Κράτος υἱοθέτησε τά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν πολύ ἔξυπνος, ἀλλά κυρίως ἦταν φωτισμένος, Ἅγιος ἄνθρωπος. Κατάλαβε ὅτι ὁ χριστιανισμός, ἡ ὀρθοδοξία, θεραπεύει τήν ψυχή τῶν πολιτῶν του καί ἤθελε νά ἔχει ὑγιεῖς πολίτες, οἱ ὁποῖοι νά εἶναι ταπεινοί, νά εἶναι ὑπάκουοι, νά εἶναι ἐργατικοί, νά εἶναι φιλάνθρωποι… Τί πιό καλό ἀπό αὐτό! Καί ἔκανε τήν ἀνεξιθρησκεία. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος μετά προχώρησε ἀκόμα περισσότερο καί τήν ἔκανε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους. Ὅταν λοιπόν ἕνα τέτοιο πολιτικό σύστημα υἱοθετεῖ τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, γιατί νά μήν τό ὑποστηρίξει ἡ Ἐκκλησία; Γιατί νά μήν τό βοηθήσει; Ὁ Μέγας Ἰουστινιανός πῆρε τούς Ἱερούς κανόνες καί τούς ἔκανε νόμους τοῦ Κράτους, γιατί δέν βρῆκε καλύτερο νόμο ἀνθρώπινο ἀπό τούς Ἱερούς κανόνες.
«Ὁ γιατρός ὡς γιατρός εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἔχει ἰατρικά κριτήρια στήν περίπτωση αὐτή». Καί ὁ πολιτικός πού εἶναι γιά νά προστατεύει τόν λαό, θά πρέπει νά φροντίζει γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ, νά ἔχει τέτοια κριτήρια πάλι, ἰατρικά κριτήρια θά λέγαμε, καί νά προωθεῖ καί νά ὑποστηρίζει τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ λαοῦ. Αὐτά ὡς πρός τή σχέση Ἐκκλησίας καί πολιτικῆς.
Τώρα ἔχει ἕνα ἄλλο κεφάλαιο ὁ π. Ἰωάννης πού εἶναι λίγο φιλοσοφικό «Περί Ὑπαρξισμοῦ». Λέει: «Ἕνας ὁπαδός τοῦ ὑπαρξισμοῦ δέν πιστεύει στήν ὀντολογία. Γιά τόν ὑπαρξιστή δέν ὑπάρχει ὀντολογία». Τί εἶναι ὀντολογία; Τό ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, εἶναι φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἐξετάζει τά ὄντα καί προσπαθεῖ νά ἀνιχνεύσει τήν οὐσία τῶν ὄντων. Γι’ αὐτό τήν λένε ὀντολογία. Υπάρχει καί ἕνας ἄλλος κλάδος τῆς φιλοσοφίας πού λέγεται φαινομενολογία. «Ὑπάρχει ἡ φιλοσοφική φαινομενολογία, δηλαδή τό φαινομενικό, ὅ,τι φαίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρός τό ὀντολογικό, πρός ἐκεῖνο δηλαδή πού κατά τήν ὀντολογία ὑπάρχει. Ἡ ὀντολογική πραγματικότητα εἶναι ἐκείνη πού ὑπάρχει γιά τόν μεταφυσικό», τόν φιλόσοφο πού ἀσχολεῖται μέ τήν μεταφυσική, «ἐνῶ τό φαινομενικό εἶναι ἐκεῖνο πού φαίνεται ὅτι ὑπάρχει. Καί ἡ μέν ὀντολογία προσπαθεῖ διά τῆς μεταφυσικῆς νά εἰσέλθει στήν οὐσία τοῦ ὄντος (ἐκείνου πού ὑπάρχει) καί γι’ αὐτό λέγεται ὀντολογία καί εἶναι ταυτόσημη μέ τήν μεταφυσική». Ταυτίζονται αὐτά τά δύο. «Ὁπότε γιά τούς ὁπαδούς της ἡ ὀντολογία εἶναι ἡ ἐπιστήμη πού ἐρευνᾶ τήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἀλλά διά τῆς φιλοσοφίας καί τοῦ στοχασμοῦ». Προσπαθεῖ νά μπεῖ στήν οὐσία, νά βρεῖ τήν οὐσία, ἀκόμα καί τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ φαινομενολογία ἀντίθετα, λέγει ὅτι ἡ ἔρευνα τῆς οὐσίας τοῦ ὄντος εἶναι χαμένος κόπος. Καί περιορίζεται μόνο στό φαινόμενο ὡς φαινόμενο. Οἱ ὑπαρξιστές θεωροῦν ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά εἰσέλθει στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἄρα εἶναι μέσα στά πλαίσια τῆς φαινομενολογίας, διότι ἀσχολοῦνται μέ τά πράγματα, ὅπως αὐτά ὑπάρχουν, ὅπως ὁ ἄνθρωπος τά γνωρίζει, πεπεισμένοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προχωρήσει πέραν τῶν φαινομένων πού γνωρίζει, πού εἶναι γι’ αὐτούς αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξις». Ἐξ οὗ καί ὑπαρξιστές, μένουν στό φαινόμενο. Λένε δέν μποροῦμε νά βροῦμε τήν οὐσία. Αὐτό πού βλέπουμε, αὐτό πού φαίνεται, αὐτό εἶναι ἡ ὕπαρξη. «Γι’ αὐτό οἱ ὑπαρξιστές συνήθως ἤ ἀπορρίπτουν τήν μεταφυσική», πού εἴπαμε προσπαθεῖ νά μπεῖ στήν οὐσία τῶν ὄντων, «ἤ δέν τήν ἀπορρίπτουν μέν, βάζουν ὅμως ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικό, μήπως καί βρεθεῖ τρόπος νά μπορέσουν νά ἀσχοληθοῦν μέ ἕνα τέτοιο θέμα. Ἀλλά καί οἱ θετικιστές κάνουν τό ἴδιο». Ἄλλος κλάδος τῆς φιλοσοφίας.
«Σύμφωνα τώρα μέ ὅσα εἴπαμε προηγουμένως, οἱ διακρίσεις πού κάνουν οἱ Πατέρες μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος στήν οὐσία οὔτε ὀντολογικές εἶναι», γιατί δέν μιλᾶνε οἱ Πατέρες γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ οὐσία εἶναι παντελῶς ἄγνωστη, «οὔτε φαινομενολογικές εἶναι, διότι δέν ἀσχολοῦνται μέ μία γνώση πού ἤδη προϋπάρχει στόν ἄνθρωπο καί τήν ὁποία φιλοσοφικά ἀναλύουν. Ὁμιλοῦν μέ τήν προσωπική τους ἐμπειρία, ἐκείνη τῆς θεώσεως. Ἡ δέ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι μία γνώση ὄχι ἀνθρώπινη, ἀλλά μία γνώση πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί ἡ ὁποία δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Καί, ἐφόσον ὁ Θεός δέν γίνεται γνωστός στόν ἄνθρωπο κατά τήν οὐσία Του», ὅπως μᾶς τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, δέν ξέρουμε καθόλου τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, «ἐπειδή τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ παραμένει καί κατά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου». Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάνει στή θέωση πάλι δέν βλέπει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, βλέπει τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς.
Ὁ Θεός παραμένει μυστήριο ἀκόμα κι ὅταν θεώνεται ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό «δέν ὑπάρχει καμία ἀπαίτηση ἀπό ἀπόψεως Ὀρθοδόξου θεολογίας νά μᾶς μιλήσει κάποιος πού ἔφθασε στήν θέωση γιά τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ διάφορες μορφές τῆς ἀνθρωπίνης διανόησης (μεταφυσική, θετικισμός, ὑπαρξισμός κ.λ.π.). Καί τοῦτο, ἐπειδή τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι ἀφοροῦν κυρίως στά κτίσματα» καί ὄχι στό ἄκτιστο πού εἶναι ὁ Θεός. Ἐνῶ ἡ θεολογία μᾶς μιλάει γιά τό ἄκτιστο, ὅσο μπορεῖ νά μᾶς μιλήσει. «Κατ’ ἐπέκτασιν αὐτοί –οἱ φιλόσοφοι– ἀσχολοῦνται μέ τό κατά πόσον μπορεῖ νά γίνει κάτι γνωστό ἀπό ἐκεῖνα πού δέν ὑποπίπτουν στήν ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου καί τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐλεγχθοῦν ἀπό τήν ἐμπειρική ἐξακρίβωση. Γι’ αὐτό τό νά χρησιμοποιοῦμε στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὅρους, ὅπως μεταφυσική, ὀντολογία, ὑπαρξισμός, φαινομενολογία κ.λ.π. δέν βοηθᾶ σέ τίποτα». Λέει ὅτι οἱ φιλόσοφοι ἀσχολοῦνται μέ πράγματα θεωρητικά, τά ὁποῖα δέν μποροῦν στήν πράξη νά τά ἐπιβεβαιώσουν. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιά πράγματα ἐμπειρικά. Ὁπότε, αὐτά πού χρησιμοποιοῦν οἱ φιλόσοφοι, τούς φιλοσοφικούς ὅρους, μεταφυσική, ὀντολογία, ὑπαρξισμός, φαινομενολογία, δέν ἔχουν θέση στήν θεολογία, γιατί στήν θεολογία μιλᾶμε γιά πράγματα καί ὄχι γιά ἰδέες.
«Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν περί Θεοῦ, ἀρχίζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καθώς καί ἀπό τό τί εἶπαν οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μετά, μέχρις ὅτου ἀποκτήσουν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ, δέν θεολογοῦν οἱ ἴδιοι. Διότι, πρίν φθάσουν στόν φωτισμό, εἶναι ἁπλῶς μαθητές. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σέ πνευματικούς πατέρες, οἱ ὁποῖοι τούς προετοιμάζουν γιά τόν φωτισμό. Τούς δίνουν δηλαδή νά διαβάσουν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους καί κάνουν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά νά κατατοπισθοῦν ἱστορικά ἐπάνω στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση, τούς δίνουν νά ἀχοληθοῦν μέ τήν νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κ.λ.π.», δηλαδή αὐτό πού λέμε ἀσκητική ἀγωγή «καί γενικά τούς ἀσκοῦν, ὥστε νά συντελεσθεῖ ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί νά φύγουν ὅλες οἱ σκέψεις, καλές καί κακές, ἀπό τόν νοῦ. Ἔτσι, ἔχοντες καθαρό νοῦ, νά μπορέσουν οἱ μαθητές αὐτοί νά δεχθοῦν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μᾶς μιλάει, λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης γιά τήν διαδικασία πού γίνεται ὁ ἀληθινός θεολόγος. Πρέπει πρῶτα νά μαθητεύσεις κοντά σέ ἔμπειρους καθηγητές, νά μελετήσεις τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, νά ἀκούσεις τή σωστή ἑρμηνεία ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί νά τή μελετήσεις, νά κατατοπιστεῖς ἱστορικά πάνω στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί μετά νά κάνεις τήν πράξη. Ἡ πρᾶξις εἶναι θεωρίας ἐπίβαση, λένε οἱ Πατέρες. Καί ποιά εἶναι ἡ πράξις; Εἶναι ἡ ἄσκηση. Εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νοερά προσευχή, ἡ ὑπακοή. Ὅλα αὐτά εἶναι πράξις, τά ὁποῖα, ὅταν τά κάνει ὁ ἄνθρωπος, καθαρίζει τόν νοῦ. Ὄχι τήν διάνοια, προσέξτε! Εἶναι διαφορετικά πράγματα. Ὁ νοῦς εἶναι τό ὄμμα τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καί μόνο μ’ αὐτή μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἡ διάνοια εἶναι αὐτό πού λέμε ἡ σκέψη, ἡ λογική, εἶναι στόν ἐγκέφαλο. Ἡ ἕδρα τοῦ νοῦ εἶναι στήν καρδιά. Ὅταν λοιπόν καθαρίζεται ὁ νοῦς, καθαριστεῖ δηλαδή ἡ ψυχή, τό ἐσώτερο εἶναι μας, τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς μας, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μπορεῖ νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά κατοικήσει στόν νοῦ του καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν νοῦ του. Ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατο, ὅπως λέγαμε, ὁ Θεός νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο νοῦ καί ἡ κάθαρση γίνεται μέ ὅλη αὐτή τή διαδικασία πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, μαθητεία σέ ἔμπειρο Γέροντα-Πνευματικό, ὑπακοή σ’ αὐτόν, μελέτη Ἁγίας Γραφῆς καί πράξη: νηστεία, ἀγρυπνία, νοερά προσευχή, ὑπακοή. Καί τότε τί γίνεται; Ὅταν λέμε κάθαρση, τί ἐννοοῦμε; Ὅτι ὁ νοῦς ἀπαλλάσσεται ἀπό ὅλους τούς λογισμούς καί τούς καλούς. Ὄχι, ὅπως ἴσως μᾶς λέγανε, ὅτι πρέπει νά διώχνουμε τούς κακούς λογισμούς. Πρέπει νά φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τόν νοῦ. Νά μήν ὑπάρχει κανένας λογισμός. Ὁ νοῦς νά εἶναι καθαρός καί ὅλοι οἱ λογισμοί νά περιοριστοῦν στή διάνοια. Ἀλλά καί ἡ διάνοια, βεβαίως, πρέπει νά καθαρίζεται καί νά μήν ἔχει κι αὐτή κακούς λογισμούς.
Ἄν δέν φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τόν νοῦ, δέν μπορεῖ νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὅταν ἔλθει τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀρχίσει νά προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε ἀρχίζουν νά θεολογοῦν» καί τότε γίνεται πηγαία ἡ θεολογία. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «θά ρεύσουν ποταμοί ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7,38) ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς φωτισμένους, οἱ ὁποῖοι ποταμοί ξεδιψοῦν καί τούς ἴδιους καί πολλούς ἄλλους. Ἔτσι γίνονται οἱ ἀληθινοί θεολόγοι, ὅταν δηλαδή ἔχουν τόν Θεό ἐγκάτοικο, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους. Τότε οὐσιαστικά εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς λέγει καί τούς φωτίζει νά θεολογήσουν.
«Μέσα ἀπό μία τέτοια πορεία καί διαδικασία συντελεῖται ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στήν πράξη, αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ συνεχή, ἔντονο καί μακροχρόνιο ἀγῶνα». Βλέπετε πόσο δύσκολο εἶναι νά καθαρίσει ὁ νοῦς ἀπό τούς λογισμούς. Πᾶς νά προσευχηθεῖς μέ τήν καρδιά σου καί ἔχεις μέσα ἕνα σωρό λογισμούς καί σκέψεις. Εἶναι εὔκολο; Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μοῦ ἔλεγε μιά ψυχή πού ἔκανε νοερά προσευχή, μετά τίς δύο ὧρες ἀρχίζω καί καταλαβαίνω μιά καθαρότητα μέσα στόν νοῦ. Μέχρι τίς δύο ὧρες ἔχω παρεμβολές ἀπό τέτοιους λογισμούς. Ἔπρεπε νά κάνει δύο ὧρες νοερά προσευχή, γιά νά μπορέσει νά ἀρχίσει νά λέει σωστά τή φράση αὐτή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με.
«Κατ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καί φεύγει ἐπανειλημμένα», θά λέγαμε μέ τήν ἔννοια ἐνεργοποιεῖται καί ἀπενεργοποιεῖται. Ὄχι ὅτι φταίει ἡ ἴδια. Φταῖμε ἐμεῖς, γιατί δέν μποροῦμε νά τήν κρατήσουμε λόγω τῶν παθῶν μας κι ἐκεῖ πού πᾶς νά μιλήσεις στόν Θεό, σοῦ ἔρχεται μιά ἄλλη σκέψη, μιά μέριμνα, μιά φροντίδα πού ἔχεις νά κάνεις ἤ πού δέν ἔκανες ἤ πού σοῦ συνέβη ἐχθές καί χάνεις τήν προσευχή, χάνεις τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ. «Κατ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καί φεύγει ἐπανειλημμένα μέχρις ὅτου καθαρίσει τόν ἀγωνιστή ἀπό τά πάθη του καί τόν καταστήσει δόκιμο κατά τῶν παθῶν». Ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μᾶς καθαρίζει, μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς λέει ἄς ποῦμε ‘πήγαινε τώρα νά κάνεις προσευχή..’, Αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο, οὔτε μᾶς ἦρθε ἔτσι. Εἶναι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μᾶς παρακινεῖ ὁ Θεός νά καθαριστοῦμε.
«Σέ ὅλο αὐτόν τόν ἀγῶνα -γιά τήν κάθαρση– δέν βοηθάει καθόλου, μά καθόλου ἡ φιλοσοφία. Διότι αὐτό πού τελικά καθαρίζεται καί φωτίζεται δέν εἶναι ἡ λογική, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου», ἡ ὁποία εἴπαμε ἔχει ἕδρα τόν ἐγκέφαλο, «ἀλλά ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου», πού ἔχει ἕδρα τήν καρδιά. «Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στό ἀρχικό στάδιο τοῦ ἀγῶνα. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό γιά νά καθαρισθεῖ, ἐφόσον, ἐννοεῖται, τηροῦνται οἱ ἀσκητικές προϋποθέσεις». Κι αὐτό τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι εὔκολα καθαρίζεις τήν σκέψη, τή διάνοια, ἀλλά δύσκολα τήν καρδιά. Ὅταν καθαριστεῖ, βέβαια, ἡ καρδιά, δύσκολα καί μολύνεται. Δύσκολα καθαρίζεται καί δύσκολα μολύνεται. Ἡ διάνοια εὔκολα καθαρίζεται καί εὔκολα μολύνεται.
«Ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα πράγμα, καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλο πράγμα. Στίς ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες, ἐκεῖνο πού φωτίζεται ἀπό τήν ἐπιστημονική γνώση εἶναι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου» ὁ ἐγκέφαλος θά λέγαμε ἁπλά καί ὄχι ἡ καρδιά. Γι’ αὐτό βλέπουμε καί ἐπιστήμονες-ἐγκεφάλους μεγάλους, ὑδροκέφαλους ἐνδεχομένως…, ὑπερτροφικούς ἐγκεφάλους, χωρίς καρδιά ὅμως, ἄσπλαχνους, σκληρούς, ἄτεγκτους, γιατί ἡ ἐπιστήμη δέν βοηθᾶ νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά. Καθαρίζεται ἡ διάνοια ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν κάνει πνευματικό ἀγῶνα, φουσκώνει, ἐπαίρεται. Ἡ καρδιά γίνεται ἀκόμα πιό βρώμικη μέ τίς πολλές γνώσεις. Ὄχι ὅτι φταῖνε οἱ γνώσεις, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος φουσκώνει καί τρέφει τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας στηριζόμενος στό γεγονός ὅτι ἔχει πολλές γνώσεις.
«Ὁ πραγματικός θεολόγος ὅμως φωτίζεται διπλά» καί κατά τόν νοῦ, κατά τήν καρδία καί κατά τήν διάνοια, κατά τόν ἐγκέφαλο. Σ’ αὐτόν πρέπει νά φωτισθεῖ καί ἡ λογική, διά τῆς Κατηχήσεως». Γι’ αὐτό χρειάζεται τό κήρυγμα, ἡ κατήχηση, ἡ μελέτη ἡ πνευματική, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στή διάνοια. Πρέπει καί ἡ διάνοια νά καθαριστεῖ. «Κυρίως ὅμως φωτίζεται ὁ νοῦς» διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ προηγηθοῦν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε προηγουμένως, τά ὁποῖα τόν καθαρίζουν. Φωτίζεται ὁ νοῦς, «δηλαδή ἡ καρδιά του, ἡ πνευματική καρδία».
«Στήν Δυτική Θεολογία ὅμως, ἐπειδή οἱ θεολόγοι τους ταύτισαν τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν ἐναρμόνιση τῆς λογικῆς σύμφωνα μέ τά ἀρχέτυπα τοῦ Πλάτωνα, τά ὁποῖα κατ’ αὐτούς εἶναι μέσα στόν Θεό, συνέβη ὥστε ἡ φώτιση νά ταυτίζεται μέ τό νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τά ἀρχέτυπα αὐτά». Εἶναι ἡ θεωρία τῶν ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνα ὅτι ὑπάρχει ἔνας ἄλλος κόσμος ἰδεατός, ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν, στόν ὁποῖο ὑπάρχουν κάποια ἀρχέτυπα μέ βάση τά ὁποῖα ὑπάρχουν αὐτά πού βλέπουμε. Κι ἄν κανείς γνωρίσει αὐτά τά ἀρχέτυπα, λένε στή Δύση, τότε φωτίζεται. Δηλαδή μιά διαδικασία ἐγκεφαλική. Ἀφήνω πού δέν ὑπάρχουν τά ἀρχέτυπα… αὐτό εἶναι φαντασία τοῦ Πλάτωνα. Ἔλεγαν ὅμως οἱ Δυτικοί ὅτι αὐτός εἶναι ὁ φωτισμός, νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος αὐτά τά ἀρχέτυπα τοῦ Πλάτωνα, «ἄν ὄχι ἀπ’ εὐθείας, τουλάχιστον μέσω τῶν κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοῦ στοχασμοῦ ἐπάνω στήν Ἁγία Γραφή καί τῆς φιλοσοφίας». Αὐτά λένε οἱ Δυτικοί. «Ἔτσι, λένε, γνωρίζοντας ὁ ἄνθρωπος τά ἀρχέτυπα, αὐτόματα γνωρίζει τούς νόμους τῆς ἀληθείας, τῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς κ.λ.π.». Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία τί λέει; Δέν μπορεῖς ἔτσι νά φωτιστεῖς. Πότε φωτίζεσαι; Ὅταν διώχνεις τά πάθη σου, ὅταν καθαρίσεις τήν καρδιά σου. Τότε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σέ φωτίζει.
«Ἐξ ἐπόψεως Δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ὀντολογία», ἡ φιλοσοφία δηλαδή τῶν ὄντων, «διότι ἡ ὀντολογία εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεολογικῶν διακρίσεων πού διατυπώνονται στήν Δυτική Θεολογία. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἀπεκόπησαν οἱ Δυτικοί ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ὁπότε, ἀντί νά θεολογοῦν βάσει τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, οἱ μέν Προτεστάντες πιστεύουν ὅτι ἡ μόνη πηγή ἀληθείας εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή»,… λένε μόνο Ἁγία Γραφή… Κατήργησαν καί τήν Ἱερά Παράδοση. Γιατί; Γιατί ἀπεκόπησαν ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτούς κάθαρση, δέν ὑπάρχει φωτισμός, δέν ὑπάρχει θέωση.
«Οἱ δέ Παπικοί πιστεύουν ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προφορική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι τί πιστεύουν; Ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀλήθειας; Ὁ Θεός εἶναι. Δέν εἶναι τά βιβλία, οὔτε τά κείμενα, οὔτε τά λόγια. Ὁ Θεός! «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Ὁ Θεός εἶναι Αὐτός πού θά ἔρθει καί θά σέ φωτίσει. Δέν θά φωτιστεῖς διαβάζοντας. Διαβάζοντας φωτίζεται μόνο ἡ διάνοια, ὄχι ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἡ καρδιά, πού εἶναι ὁ κυρίως ἄνθρωπος. Οἱ Παπικοί, λοιπόν, πιστεύουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀλήθειας, ἡ Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων. Γι’ αὐτό θά δεῖτε παπικούς πού κάνουν μελέτες στούς Πατέρες, μεγάλες καί λεπτομερειακές μελέτες. Καί ἡ προφορική παράδοση ἐπίσης θεωροῦν ὅτι εἶναι πηγή τῆς ἀλήθειας. Ἀλλά καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ Καθολικοί «κάθονται ἁπλῶς καί διαβάζουν τά βιβλία αὐτά». Χωρίς νά κάνουν δηλαδή κάθαρση, χωρίς νά κάνουν ἄσκηση, χωρίς νά κάνουν νηστεία, χωρίς νά κάνουν ἀγρυπνία, χωρίς νά κάνουν νοερά προσευχή. Δυστυχῶς, αὐτό τό πνεῦμα ἔχει περάσει τώρα καί στίς «ὀρθόδοξες» θεολογικές σχολές. Καί μιλᾶνε στούς πρωτοετεῖς καί στούς δευτεροετεῖς φοιτητές πού δέν ἔχουν κάνει καθόλου κάθαρση καί ἀσκητική ζωή, γιά θέωση. Καί τά μαθαίνουν παπαγαλιστί τά παιδιά… Τί νά κάνουν κι αὐτά;… Αὐτά τούς δίνουν, αὐτά μαθαίνουν. Καί δέν ἔχουν ἰδέα τί εἶναι αὐτά τά πράγματα, γιατί δέν τά ἔχουν ζήσει. Τά μαθαίνουν μόνο ἐγκεφαλικά. Φωτίζεσαι ὅμως ἔτσι; Δέν φωτίζεσαι. Μᾶλλον σκοτίζεσαι, γιατί εἴπαμε αὐξάνει ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Δηλαδή πᾶμε ἀνάποδα κι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε «πράξις θεωρίας ἐπίβασις», διαμέσου τῆς πράξεως φτάνεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεοπτία δηλαδή, διαμέσου τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας… ἀφοῦ καθαριστεῖς… ἐμεῖς κάνουμε θεωρία γιά νά πᾶμε στόν Θεό. Δέν γίνεται! Ἀρχίζουμε ἀπό τήν θεωρία. Εἶναι τελείως ἀνάποδο τό σχῆμα.
Διαβάζουν καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπικοί τά βιβλία «πιστεύοντας ὅτι τήν ὥρα πού τά διαβάζουν ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους, τό ὁποῖο τούς φωτίζει νά κατανοοῦν ὀρθά ἐκεῖνα πού διαβάζουν». Δηλαδή κάνουν λήψη τοῦ ζητουμένου. Μά αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, νά ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου ἐνεργό. Πῶς θά τό ἔχεις ὅμως, ἄν εἶσαι βρώμικος; Ἄν δέν κάνεις κάθαρση, νηστεία κ.λ.π.; Αὐτοί θεωροῦν ὅτι τό ἔχουν. «Μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἐπειδή πιστεύουν ὅτι τό χάρισμα τῆς ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν ἐδόθη σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, τήν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς τήν κάνει ὅλος ὁ σύλλογος, δηλαδή ὅλα τά μέλη μιᾶς Προτεσταντικῆς Ὁμολογίας, ἄσχετα ἄν κάποιος εἶναι παπάς ἤ δέν εἶναι παπάς». Ὅλοι, λένε, εἴμαστε φωτισμένοι, κι ἐμένα τώρα μέ φωτίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα… Καί ἀπό αὐτό ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ καί ἐμεῖς. Θυμηθεῖτε στούς κύκλους μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, καθόμαστε γύρω-γύρω καί λέμε, πές τί σκέφτεσαι ἐσύ, πές τί σκέφτεσαι ἐσύ… Χωρίς νά ὑπάρχει κάθαρση, χωρίς νά ὑπάρχει φωτισμός, χωρίς νά ὑπάρχει ἀσκητική λέει ὁ καθένας τήν σκέψη του. Φιλοσοφία θά κάνουμε; Εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό αὐτό τό πνεῦμα τῶν Προτεσταντῶν, πού λέει ὅλους μᾶς φωτίζει ὁ Θεός. Τί σέ φωτίζει; Ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου γιά νά φωτιστεῖς;
«Στήν Παπική «Ἐκκλησία», ὅμως, πιστεύουν ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδόθη κυρίως στήν Ἱεραρχία», ἐνῶ οἱ Προτεστάντες εἴπαμε πιστεύουν ὅτι ἔχει δοθεῖ σέ ὅλους. Οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι δόθηκε στούς «ἐπισκόπους», ἐντός εἰσαγωγικῶν γιατί δέν ὑπάρχει ἱερωσύνη οὔτε στούς Παπικούς οὔτε στούς Προτεστάντες. «Γι’ αὐτό καί κατά τίς χειροτονίες οἱ ἐπίσκοποί τους λένε στόν χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεῦμα Ἅγιο»!», τό ὁποῖο εἶναι μεγάλη ὑπερηφάνεια. Ἐγώ δηλαδή σοῦ δίνω Ἅγιο Πνεῦμα. «Θέλουν νά δείξουν δηλαδή οἱ χειροτονοῦντες ὅτι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων». Ἐνῶ, ἡ ὀρθόδοξη χειροτονία λέει «Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προχειρίζεται τόν τάδε εἰς πρεσβύτερον ἤ σέ ἐπίσκοπο…». Δέν λέει ὁ ἐπίσκοπος ἐγώ σέ κάνω πρεσβύτερο.. Γι’ αὐτό εἶναι μεγάλο θεολογικό σφάλμα αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι «ξέρεις μέ χειροτόνησε ὁ τάδε καί τοῦ ἔχω ὑποχρέωση». Δέν σέ χειροτόνησε ὁ τάδε, τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ χειροτόνησε καί εἶσαι ἰσότιμος μέ τόν τάδε πού σέ χειροτόνησε, γιατί ἔχεις τήν ἴδια Χάρη. Καταργοῦμε ἔτσι τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων καί μετά ἔχουμε πολλά παρατράγουδα… ἀνθρώπινες ὑποχρεώσεις δηλαδή! Μέ χειροτόνησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἄρα ἔχω ὑποχρέωση καί ἐγώ νά τοῦ κάνω ὑπακοή. Δέν ἔχεις καμία ὑποχρέωση. Ὑποχρέωση ἔχεις στό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό σέ χειροτόνησε. Ἀλλά βλέπετε πῶς κι ἐμεῖς προτεσταντίζουμε καί παπίζουμε… Αὐτό εἶναι παπισμός… νά λές μέ χειροτόνησε ὁ τάδε… τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ χειροτόνησε..
«Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», ἔτσι καί αὐτοί ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν καί δίνουν Πνεῦμα Ἅγιον», ὅτι εἶναι χριστοί δηλαδή. «Καί δίδεται Πνεῦμα Ἅγιον στούς ἐπισκόπους τους, γιά νά μποροῦν αὐτοί μαζί μέ τόν Πάπα τῆς Ρώμης, πού ἔχει καί αὐτός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά ἀποφαίνωνται σωστά περί τῶν θεμάτων πού τούς ἀπασχολοῦν… Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὅμως ἔχουμε τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἁπλῶς αὐθεντίες ἀφ’ ἑαυτοῦ των», ἐπειδή εἶναι ἐπίσκοποι ἄς ποῦμε εἶναι αὐθεντίες, «ἀλλά εἶναι αὐθεντίες ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καί μόνον». Τότε εἶναι αὐθεντίες. Καί βλέπεις τόν Ἅγιο Νικόλαο πού εἶναι ἀγράμματος κι ὅμως εἶναι αὐθεντία πίστεως καί βάζει στή θέση του τόν Ἄρειο. Καί μπορεῖ ἄλλος νά ἔχει καί διδακτορικά, νά εἶναι καθηγητής πανεπιστημίου Θεολογίας καί νά μήν ἔχει ἰδέα ἀπό κάθαρση καί φωτισμό καί θέωση. Ἑπομένως εἶναι αὐθεντία; Καμία αὐθεντία δέν εἶναι… Τίποτα δέν εἶναι καί θά πεῖ καί πάρα πολλά ἐσφαλμένα πράγματα, γιατί δέν ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ὁπότε καί ὁ καθένας, ὁ ὁποῖος φθάνει στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται καί αὐτός αὐθεντία, ἐπειδή μετέχει στήν αὐθεντία ἐκείνων» τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων δηλαδή. «Αὐτός δέν λέγει τίποτε διαφορετικό ἀπ’ ὅτι εἶπαν ἐκεῖνοι, διότι ἀπέκτησε κοινή ἐμπειρία μέ ἐκείνους». Ἄν διαβάσετε τόν Ἅγιο Πορφύριο, λέει ἀκριβῶς τά ἴδια μέ αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες ἐδῶ καί 2000 χρόνια, δέν παρεκκλίνει καθόλου. Γιατί, ἀκριβῶς, ἔχει τήν ἴδια ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
«Ὅσοι ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία, λένε τά ἴδια πράγματα». Γι’ αὐτό, σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἄν γίνει -πού ἔχουν προγραμματίσει νά γίνει- αὐτή ἡ Σύνοδος το 2016, ἄν δέν ποῦνε τά ἴδια πράγματα μέ τίς προηγούμενες Συνόδους, θά εἶναι ἄκυρη. Δέν θά εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος, θά εἶναι μία ληστρική Σύνοδος, ἄν ποῦνε ἀντίθετα πράγματα μ’ αὐτά πού εἶπαν μέχρι τώρα οἱ ἅγιοι Πατέρες.
«Ὁ ὁρισμός τῆς Μεταφυσικῆς ἤ τῆς Ὀντολογίας εἶναι ὅτι εἶναι μία ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀσχολεῖται μέ ἐκεῖνο πού δέν ἀλλάζει, μέ ἐκεῖνο πού παραμένει ἀναλλοίωτο, μέ τό «ὄντως ὄν» ἤ ἀκόμη καί μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖο παραμένει ἀναλλοίωτο γιά ἕνα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τό ὁποῖο ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐλεγχθεῖ. Συμβαίνει ὅμως σήμερα οἱ θετικές ἐπιστῆμες νά ἔχουν ἀποδείξει ὅτι στόν κτιστό κόσμο τά πάντα εἶναι σχετικά, τά πάντα ἀλλάζουν» ἐξ οὗ καί ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας. «Γι’ αὐτό σήμερα ἔχει πλήρως ἐγκαταλειφθεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ὑπάρχει κάτι τό «ὀντολογικόν», ἐξ ἐπόψεως τοῦ παραμένοντος, τοῦ αμεταβλήτου». Τίποτα δέν εἶναι ἀμετάβλητο ἀπό τά κτιστά τά ὁποῖα μελετάει ἡ φιλοσοφία. «Ἀπό τήν Ἀστρονομία κυρίως ξέρουμε ὅτι ἐδῶ καί περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, ὅσο εἶναι ἡ ἡλικία τοῦ σύμπαντος, ὁ κόσμος συνεχῶς ἀλλάζει καί μαζί του ὅλα τά κτίσματα». Μᾶς λένε οἱ Ἀστρονόμοι πώς κινοῦνται τά οὐράνια σώματα μέ τεράστιες ταχύτητες μέσα στό ἀχανές σύμπαν.
«Στήν Ὀρθοδοξία ὅμως, ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Θεό, λέμε ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε ὑπῆρχε καί πάντοτε θά ὑπάρχει». Εἶναι ὁ ὄντως ὤν καί ὁ ἀεί ὤν καί ὁ ἀΐδιος. Αὐτό τί σημαίνει; Μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Θεολογία ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει πάντοτε καί ὑπῆρχε πάντοτε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἀλλά αὐτό τί μᾶς ἀποκαλύπτει; Μᾶς ἀποκαλύπτει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; «Μᾶς ἀποκαλύπτει τό εἶναι τοῦ Θεοῦ;», τήν ὀντολογία τοῦ Θεοῦ; «Ὄχι, βέβαια». Τί εἶναι στήν ὀντολογία ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύπτει, δέν τό ξέρουμε. «Εἶναι κάτι τό ἀποφατικό. Σημαίνει δηλαδή ἡ παραπάνω ἔκφρασις ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι σάν αὐτά τά πράγματα τοῦ κτιστοῦ κόσμου πού μεταβάλλονται καί τά ὁποῖα κάποτε δημιουργήθηκαν», ὁπότε ἔχουν ἀρχή. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀρχή. «Ὑπάρχουν γιά ἕνα διάστημα καί μετά σταματοῦν νά ὑπάρχουν». Θά ἔχουν ἕνα τέλος. Ὅλος ὁ κόσμος θά ἔχει ἕνα τέλος, εἶναι ἡ συντέλεια. Ὁ Θεός ὅμως οὔτε ἀρχή ἔχει οὔτε τέλος. Εἶναι κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό αὐτά τά ὄντα πού ξέρουμε. «Ὁ Θεός πάντα ὑπῆρχε καί πρίν ὑπάρξει αὐτός ὁ κόσμος καί θά ὑπάρχει καί μετά τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναλλοίωτος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος καί ἀθάνατος κατά φύσιν», ὄχι κατά χάρη. Ἀπό τήν φύση Του ὁ Θεός εἶναι ἀθάνατος. Ἐμεῖς γινόμαστε ἀθάνατοι κατά χάρη, ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός καί μᾶς τό δίνει.
Αὐτή ὅμως ἡ ἔκφρασις – ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος καί ἀθάνατος κατά φύσιν – μᾶς λέγει τί δέν εἶναι ὁ Θεός», εἶναι ἔκφραση ἀποφατική. «Ὄχι τό τί εἶναι. Ἡ Μεταφυσική ὅμως ἐπιστήμη εἶναι – σύμφωνα μέ τούς ὁπαδούς της – ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὄντος» καί μᾶς λέει τί εἶναι στήν οὐσία του κάτι. «Ὄχι τοῦ μή ὄντος. Ἐξετάζει, δηλαδή, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτό πού εἶναι. Ὄχι ἐκεῖνο πού δέν εἶναι, πού δέν ὑπάρχει». Ἄρα δέν ἔχει θέση ἡ Μεταφυσική στή Θεολογία.
Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τόν Θεό, λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος κατά τήν οὐσία Του. Δέν γνωρίζουμε τό «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, τό τί εἶναι ὁ Θεός, τό ὄντως ὄν. Λένε μάλιστα ὅτι οὔτε μποροῦμε ποτέ νά γνωρίσουμε τόν Θεόν κατά τήν οὐσία Του. Ξέρουμε μόνον ὅτι ὑπάρχει. Πῶς τό ξέρουμε αὐτό; Ἐπειδή μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει τήν δόξα Του, τήν ἐνέργειά Του, τό Φῶς Του. Καί, ὅταν βλέπει κανείς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δέν καταλαβαίνει, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τό «τί εἶναι ὁ Θεός» στήν οὐσία Του. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Μυστήριο».
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου