Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ποιός εἶναι ὁ Θεός καί ποιός ὁ ἄνθρωπος»
Πατερική Θεολογία, 16ο Μέρος
Ὁμιλία στίς 15-11-2014
Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδου καί ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται: «Ποιός εἶναι ὁ Θεός καί ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος». Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά ὅτι εἶναι βασικό – βασικότατο ἀξίωμα ἡ θέση -ἄς τό ποῦμε ἔτσι- τῶν Πατέρων, ὅτι δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων. Δέν ἔχουμε οὔτε λέξεις γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό, οὔτε μποροῦμε μέ κάτι νά παρομοιάσουμε τόν Θεό. Ἄν τό κάνει αὐτό κανείς, τότε εἶναι στό δρόμο τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ εἰδωλολάτρες ταυτίζουν τόν Θεό μέ κάποια πράγματα, μέ κάποια εἴδωλα. Γι’ αὐτό καί οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες εἶχαν τά ἀγάλματα. Καί οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν παρεξηγήσει τούς Ὀρθοδόξους κατηγορῶντας τους ὅτι εἶναι εἰδωλολάτρες, ἐπειδή προσκυνοῦν τίς εἰκόνες.
Ἀλλά δέν προσκυνοῦμε τίς εἰκόνες ὡς εἴδωλα, δέν ταυτίζουμε τήν εἰκόνα, τό ξύλο, μέ τόν Θεό, ἀλλά «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος καί τό υἱοθέτησαν καί οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιά ἄλλον λόγο τό εἶχε πεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀλλά τό υἱοθέτησαν καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιά νά ἐκφράσουν τήν ἀλήθεια ὅτι, ὅταν κανείς προσκυνάει μιά εἰκόνα, δέν προσκυνάει τό χρῶμα, τό ξύλο, τό ὑλικό μέ τό ὁποῖο εἶναι κατασκευασμένη οὔτε τό ταυτίζει αὐτό τό ὑλικό μέ τόν Θεό, ἀλλά τιμᾶ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Θεωροῦμε ὅτι ὁ εἰκονιζόμενος εἶναι παρών στήν εἰκόνα του χαρισματικῶς, δηλαδή μέ τή θεία του χάρη. Γι’ αὐτό, ὅταν προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα, εἶναι σάν νά προσκυνοῦμε τόν ἴδιο τόν εἰκονιζόμενο, τόν Χριστό μας, τήν Παναγία μας, ὅποιος εἶναι εἰκονιζόμενος καί ἐφόσον ἔχουμε δεκτικότητα, δηλαδή ταπείνωση, ἀγάπη καί καθαρότητα, μετέχουμε καί στή χάρη του καί ἁγιαζόμαστε. Γι’ αὐτό προσκυνοῦμε τίς ἅγιες εἰκόνες. Γιατί ἡ προσκύνησή τους μᾶς σώζει. Μᾶς ἁγιάζει αὐτό θά πεῖ μᾶς σώζει, μετέχουμε στή χάρη τοῦ εἰκονιζομένου, ὅταν, ἐπαναλαμβάνω, ἔχουμε τήν ἀνάλογη δεκτικότητα.
«Μεταξύ» λοιπόν «τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων», μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, γιατί καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Θεός, «δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα. Ὅταν οἱ Πατέρες λένε ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γνωρίζουμε μόνο ὁρισμένες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦν ἐδῶ τήν λέξη γνωρίζω, ἀλλά ὄχι ἀναλογικά, ὄχι δηλαδή μέ τήν συνήθη ἔννοια τῆς λέξεως γνωρίζω». Ἐμεῖς ὅταν λέμε γνωρίζω ἐννοοῦμε κάτι ἐγκεφαλικό, ὅτι τό καταλαβαίνω, ὅτι τό ἔχω στή μνήμη μου, τό ἐπεξεργάζομαι μέ τόν ἐγκέφαλό μου καί τό ἀποθηκεύω κάπου ἐκεῖ καί μετά λέμε ὅτι γνωρίζω τό τάδε πρόσωπο, ἔχω τήν τάδε γνώση. Δέν πρόκειται γιά αὐτό τό πράγμα. Ὅταν οἱ Πατέρες λένε γνωρίζω τόν Θεό, σημαίνει ἔχω ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μετέχω στή ζωή τοῦ Θεοῦ.
«Ὅταν λέμε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι γνωρίζουμε τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δέν σημαίνει αὐτό ὅτι γνωρίζουμε τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὅπως γνωρίζουμε τήν ἐνέργεια τῶν κτισμάτων. Ἡ γνῶσις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὅπως ἡ γνῶσις τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν». Τώρα, ἄς ποῦμε, ἔχουμε ἐδῶ ζέστη καί καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει μία ἐνέργεια θερμική. Δέν εἶναι αὐτό ὁ Θεός. Δέν γνωρίζουμε ἔτσι τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἡ πυρηνική ἐνέργεια, ἡ φωτιστική, ἡ κινητική, ἡ βαρυτική, τά ὁποῖα οἱ ἐπιστήμονες, ἕνας βιολόγος, ἕνας φυσικός, ἕνας ἀστρονόμος, ἕνας ἀρχαιολόγος, μελετοῦν καί γνωρίζουν κάποια πράγματα, ἀλλά κτιστά πράγματα καί μιλοῦν γιά κτιστές ἐνέργειες. Δηλαδή γιά δημιουργήματα καί ὄχι γιά τό ἄκτιστο, δηλαδή γιά τόν Θεό.
«Ὅταν λέμε σ’ αὐτές τίς ἐπιστῆμες γνωρίζω, σημαίνει ὅτι ἔχω γνώση κάποιου ἀντικειμένου ἤ φαινομένου, πού μπορῶ νά περιγράψω. Καί γιατί μπορῶ νά τό περιγράψω; Ἐπειδή μοιάζει μέ κάτι ἄλλο, πού ἤδη γνωρίζω. Ὑπάρχει δηλαδή ὁμοιότητα ἐκείνου πού θέλω νά περιγράψω μέ κάτι ἄλλο». Ὅμως μέ τόν Θεό δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε αὐτό. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ὅμοιος μέ τίποτα. Δέν ὁμοιάζει σέ τίποτα, ἄρα δέν μποροῦμε νά Τόν περιγράψουμε οὔτε νά Τόν γνωρίσουμε μέ τήν ἔννοια πού γνωρίζουμε τά ἄλλα πράγματα.
«Μετά ὑπάρχει καί ἡ διαφορά. Δηλαδή ἡ βάσις τῆς ἀνθρώπινης κτιστῆς γνώσεως εἶναι ἡ ὁμοιότης καί ἡ διαφορά» καί λέμε ὅτι αὐτό τό πράγμα δέν μοιάζει μέ ἐκεῖνο. «Ὅταν ὑπάρχουν αὐτά τά δύο, τότε κάτι μπορεῖ νά γίνει περιγραπτό, ὑπόκεινται δηλαδή σέ περιγραφή καί ταξινόμηση, κατά γένη, εἴδη κλπ. Αὐτά τά κατηγορήματα, δηλαδή ἡ ὁμοιότητα καί ἡ διαφορά, εἶναι τό θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων». Ἔτσι, λέμε ὅτι γνωρίζουμε, ὅτι κάποια μοιάζουν μέ κάποια πράγματα καί διαφέρουν μέ κάποια ἄλλα. Στόν Θεό ὅμως δέν ὑπάρχει οὔτε διαφορά. Δηλαδή ὁ Θεός καί δέν εἶναι ὅμοιος μέ τίποτα, ἀλλά καί δέν διαφέρει μέ κάτι. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε σύγκριση δηλαδή καί νά ποῦμε εἶναι διαφορετικός ὁ Θεός ἀπό αὐτό. Δέν ὑπάρχει τέτοια δυνατότητα.
«Κατά τόν Ἀριστοτέλη ὅμως ἰσχύει καί ὁ νόμος τῆς λογικῆς», πού λέγεται νόμος «τῶν ἀντιθέσεων, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι ἕνα καί τό αὐτό πράγμα δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως καί τό ἀντίθετό του. Δέν μπορεῖ δηλαδή π.χ. κάτι νά εἶναι συγχρόνως ἄσπρο καί μαῦρο. Ἤ ἄσπρο θά εἶναι ἤ μαῦρο. Ὁμοίως δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως μεγάλο καί μικρό, βαρύ καί ἐλαφρύ, ὑπαρκτό καί ἀνύπαρκτο, καλό καί κακό». Τό καταλαβαίνουμε αὐτό. Εἶναι ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων, ὁ νόμος τῆς λογικῆς, ἀλλά, προσέξτε, τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί ἰσχύει γιά τά κτίσματα, γιά τά κτιστά, γιά τά δημιουργήματα δηλαδή. Ὁ νόμος αὐτός δέν ἰσχύει γιά τόν Δημιουργό, γιά τόν ἄκτιστο, γιά τόν Θεό. Γι’ αὐτό λέμε «ὁ Θεός εἶναι καί φῶς εἶναι καί γνόφος», εἶναι καί σκότος, εἶναι καί τό ἀντίθετό του. Καταλύεται αὐτός ὁ νόμος τῆς λογικῆς. «Ὁ Θεός ὑπάρχει καί ὁ Θεός δέν ὑπάρχει», θά πεῖ ἕνας Πατέρας πολύ τολμηρά. Γιατί ὑπάρχω τί θά πεῖ; Εἶμαι ὑπό κάποια ἀρχή, ὑπό καί ἀρχή. Ὁ Θεός δέν εἶναι κάτω ἀπό καμιά ἀρχή, ὁπότε μ’ αὐτή τήν ἔννοια δέν ὑπάρχει! Βλέπετε; Καταλύεται ὁ νόμος τῆς λογικῆς στά ἄκτιστα, στόν Θεό. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖς μέ τήν λογική νά πλησιάσεις καί νά γνωρίσεις τόν Θεό, ὅπως λένε οἱ Παπικοί, οἱ Δυτικοί, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ καί τόν ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
«Οἱ Πατέρες ὅμως δέν ἀκολουθοῦν τόν νόμο αὐτόν τοῦ Ἀριστοτέλους προκειμένου νά θεολογήσουν. Στήν Πατερική Θεολογία καταργεῖται αὐτός ὁ νόμος. Οἱ αἱρετικοί ὅμως τόν ἀποδέχοντο καί τόν χρησιμοποιοῦσαν», ὅπως ἡ λεγόμενη Σχολαστική Θεολογία. Ἡ Σχολαστική Θεολογία εἶναι ἡ θεολογία τῆς Δύσης, τοῦ Παπισμοῦ, πού ἔφτασαν νά λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἱμοβόρος καί γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ παγκόσμια τάξη τῶν πραγμάτων καί νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά βρεθεῖ κάποιο θύμα καί αὐτό τό θύμα βρέθηκε στόν Χριστό. Ἦταν ἀναγκασμένος, δηλαδή, ὁ Θεός νά πεθάνει γιά νά ἐξιλεώσει τόν Θεό-Πατέρα. Αὐτές τίς ἀνοησίες λένε στή Δύση.
«Γιατί ὅμως οἱ Πατέρες δέν ἀκολουθοῦν τόν νόμο αὐτόν τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους; Διότι μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Καί, ἐφ’ ὅσον οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει οὐδεμία περιγραφή τοῦ ἀκτίστου». Γι’ αὐτό λέμε ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος. Ὁ Χριστός εἶναι περιγραπτός, γι’ αὐτό καί Τόν ζωγραφίζουμε, γιατί ἔχει καί τό κτιστό στοιχεῖο, ἔχει τήν ἀνθρώπινη φύση καί περιγράφεται. Ἡ Θεία ὅμως οὐσία, ἡ θεότητα, δέν περιγράφεται. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχουμε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Οὔτε ἔχουμε εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί οὔτε ὁ Πατέρας οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα πῆραν σάρκα. Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός πῆρε σάρκα καί μποροῦμε νά τόν περιγράψουμε, γιατί ἡ σάρκα εἶναι κτιστή καί τό κτιστό περιγράφεται, ὁπότε μποροῦμε νά τό ζωγραφίσουμε, νά τό ἁγιογραφήσουμε.
Ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε, πού εἶναι ἕνας γέρος, ἕνας νέος καί ἕνα περιστέρι, δέν εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα; Δέν εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι βλάσφημη. Θά πεῖτε: – Μά τήν ἔχουμε στίς Ἐκκλησίες… Ναί καί πολλά ἄλλα ἔχουμε στίς Ἐκκλησίες πού δέν πρέπει. Αὐτή ἡ εἰκόνα μπῆκε ἀπό τήν Δύση. Πῆγε στή Ρωσία, μετά πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος καί ὅ,τι περνάει ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος θεωρεῖται σωστό, ἀλλά δέν εἶναι ὅλα σωστά. Στή συνέχεια ἦρθε καί στίς Ἐκκλησίες ἐδῶ. Γιατί εἶναι λάθος αὐτή ἡ εἰκόνα; Διότι ἐκφράζει τήν θεολογία τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος εἶναι αἱρετικός καί ἔλεγε «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ὑπῆρχε κάποτε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Ὑποβίβαζε τόν Υἱό, γιατί ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα, δέν εἶναι Θεός καί ἀφοῦ ἔχει Πατέρα σημαίνει ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι πιό μεγάλος στήν ἡλικία ἀπό τόν Υἱό, ὁπότε εἰκονίζεται ὡς γέρος, ὁ Υἱός πιό νέος… Αὐτό εἶναι αἵρεση γιατί καί ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός ὑπῆρχαν πάντοτε, πρό πάντων τῶν αἰώνων. Δέν ὑπάρχει αὐτό πού ξέρουμε στά ἀνθρώπινα ὁ Πατέρας νά εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν Υἱό, νά ὑπάρχει διαφορά ἡλικιακή. Πρό πάντων τῶν αἰώνων ὁ Πατέρας γεννᾶ τόν Υἱό. Καί τί θά πεῖ «γεννᾶ» δέν ξέρουμε. Μέχρι ἐκεῖ λέμε, ὅτι ὁ Πατέρας γεννᾶ τόν Υἱό πρό πάντων τῶν αἰώνων καί εἶναι Συνάναρχος. Δηλαδή ὁ Πατέρας δέν ἔχει ἀρχή, εἶναι Ἄναρχος καί ὁ Υἱός δέν ἔχει ἀρχή, εἶναι Συνάναρχος μέ τόν Πατέρα. Ἑπομένως δέν μποροῦμε νά τούς εἰκονίσουμε μέ διαφορετική ἡλικία. Ἄν τούς εἰκονίσουμε, θά πρέπει νά τούς εἰκονίσουμε μέ τήν ἴδια ἡλικία καί τούς εἰκονίζουμε μέ τήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ. Εἶναι οἱ τρεῖς Ἄγγελοι, πού εἶναι καί οἱ τρεῖς ὅμοιοι.
Αὐτή λοιπόν ἡ εἰκόνα ἐκφράζει τήν θεολογία τοῦ Ἀρείου, ὅπου ὁ Πατέρας ὑπῆρχε καί κάποια στιγμή ἀπέκτησε καί τόν Υἱό καί ἀπό πάνω τό Ἅγιο Πνεῦμα ἕνα περιστέρι. Κι αὐτό λάθος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίστηκε «ὡσεί περιστερά», ὄχι ὅτι ἦταν περιστέρι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι πῆρε σάρκα περιστεριοῦ καί ἔτσι φανερώθηκε στήν Βάφτιση τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι. Φαινόταν σάν περιστέρι. Δέν ἦταν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λοιπόν τό περιστέρι. Δέν ἔχει εἰκόνα τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί δέν ἔχει σαρκωθεῖ. Ὁ Υἱός μόνο σαρκώθηκε. Σέ ἄλλη περίπτωση φανερώθηκε ὡς φωτιά, στήν Πεντηκοστή, «ὡσεί γλῶσσαι πυρός» (Πράξ. 2,3). Κι ἐκεῖ τό εἰκονίζουμε, ὄχι ὅτι εἶναι φωτιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Σάν φωτιά φανερώθηκε. Θά πεῖ κανείς γιατί νά ἔχουμε τέτοιες εἰκόνες στήν Ἐκκλησία; Γιατί ὁ κόσμος εἶναι ἀνημέρωτος καί δέν ξέρει νά τίς βγάλει. Ὑπάρχει αὐτή ἡ δυτική ἐπιρροή.. πού λίγο μᾶς ἀρέσει, γιατί κατεβάζει τόν Θεό στά ἀνθρώπινα… ἀλλά μέ λάθος τρόπο. Ὁ Θεός εἶναι προσιτός ἀλλά εἶναι καί ἀπρόσιτος.
Ἔχουμε εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Ὀρθοδοξία; Ἔχει καθιερωθεῖ ἡ Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, οἱ τρεῖς Ἄγγελοι. Ἀλλά κι ἐκεῖ, ἄν δεῖτε τό κείμενο, οἱ τρεῖς Ἄγγελοι πού ἐμφανίζονται στόν Ἀβραάμ δέν εἶναι Πατέρας, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ἄσαρκος Λόγος μαζί μέ δύο ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι μετά χωρίζονται καί πᾶνε στά Σόδομα καί τά Γόμορρα, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Λώτ καί γίνονται τά διάφορα γεγονότα. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τό κείμενο, γι’ αὐτό καί μιλάει ὁ Ἕνας. Δέν μιλᾶνε καί οἱ τρεῖς, μιλάει ὁ ἄσαρκος Λόγος. Καί ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω, ὅπου ἔχουμε ἐμφάνιση ἀγγέλου στήν Παλαιά Διαθήκη, εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Αὐτός εἶναι πού φανερώθηκε στόν Μωϋσῆ στήν βάτο τήν φλεγομένη καί μη καταφλεγομένη.
Δέν μπορεῖ λοιπόν νά ὑπάρχει περιγραφή τοῦ ἀκτίστου, γι’ αὐτό δέν ἔχουμε εἰκόνα τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὔτε καί διαφορά μπορεῖ νά ὑπάρξει, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει ὁμοιότης». Δέν ἔχουμε μέτρο σύγκρισης. Μέ τί νά συγκρίνουμε τόν Θεό; Εἶναι ἀσύγκριτος. «Στά κτιστά ὑπάρχει σχετική ὁμοιότης καί διαφορά. Σέ τί συνίσταται ὅμως ἡ ὁμοιότης στά κτιστά; Συνίσταται πρῶτον στήν αὐτήν οὐσία. Ὅλα τά κτιστά καί ὑλικά, γῆ, ἀέρας, ἄστρα, πέτρες, ζῶα, φυτά, φῶς, θερμότητα, νερό, ἀτμός, σύννεφα, ὅλα τά ὁρατά δηλαδή καί ὑλικά, καθώς καί ὅλα τά ἀόρατα καί ὑλικά, ὅπως οἱ διάφορες μορφές φυσικῆς ἐνεργείας, συνίστανται ἀπό τήν ἴδια οὐσία, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Einstein μέ τόν νόμο τῆς ἰσοδυναμίας μάζης καί ἐνεργείας». Ἡ ἐνέργεια εἶναι μάζα ἐπί τό τετράγωνο τῆς ταχύτητας τοῦ φωτός (Ε=mc2). Δηλαδή καί ἡ ὕλη, ἡ μάζα, οὐσιαστικά εἶναι καί αὐτή ἐνέργεια καί μποροῦμε νά τή διασπᾶμε καί ἔχουμε τήν πυρηνική ἐνέργεια. Οὐσιαστικά ἡ ὕλη εἶναι μία πολύ συμπυκνωμένη ἐνέργεια. Γι’ αὐτό καί βλέπουμε π.χ. σ’ ἕνα ἐλάχιστο ποσό πλουτωνίου ὑπάρχει τεράστια ἐνέργεια, ἡ ὁποία, ὅταν ἐκλυθεῖ μπορεῖ νά κάνει σπουδαῖα πράγματα ἀλλά καί μεγάλες καταστροφές, ἄν φύγει ἀνεξέλεγκτα, ὅπως ἔχει συμβεῖ. Ὅλα οὐσιαστικά εἶναι ἀπό τήν ἴδια οὐσία, εἶναι ἄτομα, κομμάτια ἐνέργειας, φωτόνια τά λένε κλπ. Πάντως εἶναι κάτι πού ὑποπίπτει στήν ἀντίληψή μας. Αὐτά τά ὑλικά πράγματα δηλαδή ἔχουν τήν ὁμοιότητα ὡς πρός τήν οὐσία καί μποροῦμε νά δοῦμε μέ ποιά μοιάζουν. Στήν θεολογική γλῶσσα λέμε ὅτι ὅλα τά κτίσματα μετέχουν στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι πού δίνει τήν ὕπαρξη σέ ὅλα τά ὄντα, τά κτιστά ὄντα. Εἶναι ἡ οὐσιοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔγιναν ἀπό μόνα τους, ὅπως λένε κάποιοι ἄθεοι. Τό Big Bang λένε ἔκανε τό σύμπαν. Ὡραῖα… Καί τό Big Bang ποιός τό ἔκανε; Ἀπό μόνο του ἔγινε; Κάποιος πρέπει νά τό ἔκανε. Ἀπό κάπου πρέπει νά ξεκίνησε αὐτή ἡ μεγάλη ἔκρηξη. Ἀπό τό τίποτα δέν βγαίνει τίποτα. Ἡ λογική αὐτό λέει. Κάτι ὑπῆρχε καί αὐτό πού ὑπῆρχε βεβαίως εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του δημιούργησε τό σύμπαν.
«Ἡ παγκόσμιος αὐτή οὐσία λέγεται στήν φιλοσοφία ὕλη, ἐνῶ στήν θεολογική γλῶσσα λέγεται χοῦς (χῶμα), πηλός καί γῆ». Ὅλα τά κτιστά λοιπόν εἶναι ὑλικά στήν φιλοσοφική γλῶσσα καί γήινα, χωμάτινα, πήλινα στήν θεολογική γλῶσσα. «Δεύτερον στά ὑλικά καί ὁρατά ὑπάρχει ὁμοιότητα ὡς πρός τήν δομή. Ὅλα τά ὑλικά σώματα ἀποτελοῦνται ἀπό ἄτομα, τά ὁποῖα ἔχουν μεταξύ τους μία σχετική ὁμοιότητα. Ὁπότε ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ὑπάρχει μία σχετική ὁμοιότητα ὅλων τῶν ὑλικῶν κτισμάτων. Ἡ διαφορά τους συνίσταται στό ἄν ἡ παγκόσμιος αὐτή οὐσία εὑρίσκεται ὑπό τήν μορφή μιᾶς φυσικῆς ἐνεργείας ἤ τῆς συμπεπυκνωμένης μορφῆς της, δηλαδή τῆς ὕλης, καθώς καί στήν σύνθεση τῶν δομικῶν ἀτόμων τῶν ὑλικῶν κτισμάτων μεταξύ τους. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κύτταρα τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν. Καί ἐδῶ ὑπάρχει ἀντιστοίχως σχετική ὁμοιότητα καί σχετική διαφορά. Ἡ σχετική ὁμοιότητα μεταξύ τῶν ἀλόγων ζωντανῶν ὀργανισμῶν (φυτικῶν καί ζωικῶν) καί τῶν ἀνθρώπων συνίσταται στήν ἴδια ὑλική δομή ἐξ ἀπόψεως δομικῶν μονάδων (ἀτόμων δηλαδή καί κυττάρων)». Ἐμεῖς – τό ἀνθρώπινο σῶμα – ἔχουμε κύτταρα καί τά ζῶα ἔχουν κύτταρα καί τά φυτά ἔχουν κύτταρα, ὁπότε μοιάζουμε ὡς πρός τήν δομή, ὡς πρός τά δομικά στοιχεῖα. Ὑπάρχει ὁμοιότητα μεταξύ τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν.
Ὑπάρχει καί διαφορά. «Ἡ διαφορά εἶναι στήν ἀνυπαρξία στά μέν, καί στήν ὕπαρξη στά δέ, κατ’ οὐσίαν ψυχῆς ἀθανάτου, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένης, καθώς καί νοερᾶς ἐνεργείας αὐτῆς τῆς ψυχῆς». Σέ τί διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά ζῶα; Σήμερα τείνουν νά κάνουν τόν ἄνθρωπο ὅμοιο μέ τά ζῶα, γιά νά μήν πῶ ὅτι τόν βάζουν κάτω ἀπό τά ζῶα. Διαφέρει στό ὅτι τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή, ἔχουν μόνο ζωή. Κατ’ οὐσίαν ψυχή ἀθάνατη, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένη ἔχει μόνο ὁ ἄνθρωπος. Καί σ’ αὐτό διαφέρει ἀπό τά ζῶα καί φυσικά κι ἀπό τά φυτά καί ἀπό ὅλα τά ἀνόργανα.
«Ἡ σχετική ὁμοιότητα μεταξύ ἀγγέλων καί ἀνθρώπων» γιατί ὑπάρχει ὁμοιότητα μεταξύ ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, «συνίσταται στήν ἀθανασία». Καί οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀθάνατοι καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀθάνατοι. Ἐπίσης «τό λογικό». Καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν λογικό καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λογικό. Καί «στό περιγραπτό», καί οἱ ἄγγελοι δέν εἶναι ἄυλοι, ἔχουν μιά ὑλικότητα, ἔχουν μιά ὑπόσταση, γι’ αὐτό καί εἶναι περιγραπτοί καί φυσικά καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι περιγραπτός, μποροῦμε νά τόν περιγράψουμε, νά τόν ζωγραφίσουμε. Ἐπίστης «τό αὐτεξούσιο» εἶναι κάτι πού μᾶς κάνει νά μοιάζουμε μέ τούς ἀγγέλους. Καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν αὐτεξούσιο, δηλαδή ἔχουν ἐλευθερία. Ἀλλά μετά τήν Θεία Οἰκονομία, μετά τήν σάρκωση τοῦ Χριστοῦ μας καί τήν ὅλη Θεία Οἰκονομία, στερεώθηκαν πλέον στήν ἀρετή. Ἐνῶ πρίν βλέπουμε καί οἱ ἄγγελοι νά χρησιμοποιοῦν λανθασμένα τό αὐτεξούσιό τους καί ἀπό φωτεινοί ἄγγελοι νά γίνονται δαίμονες, γιατί θέλησαν διά τοῦ ἑωσφόρου νά πᾶνε πάνω ἀπό τόν Θεό.
«Ἡ σχετική ὁμοιότης μεταξύ ἀγγέλων καί δαιμόνων, συνίσταται στήν φύσιν». Ἔχουν κοινή φύση. Καί οἱ δαίμονες ἄγγελοι εἶναι ἀλλά ἔχουν μιά διαφορά. «Ἡ διαφορά τους στήν δόξαν (οἱ ἄγγελοι εἶναι δεδοξασμένοι διά τῆς Χάριτος, ἐνῶ οἱ δαίμονες στεροῦνται τῆς Θείας δόξης), γι’ αὐτό εἶναι σκοτεινοί. Σπάνια τούς εἰκονίζουμε, ἀλλά ἄν τό κάνουμε, τούς εἰκονίζουμε σκοτεινούς, μαύρους. Θέλει νά ἐκφράσει ὁ ἁγιογράφος ὅτι στεροῦνται τῆς θείας δόξας, δέν μετέχουν στή δόξα τοῦ Θεοῦ λόγω τῆς ὑπερηφανείας τους καί τῆς ἀμετανοησίας τους.
«Μεταξύ ὅμως Θεοῦ καί κτισμάτων δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία ὁμοιότητα. Ὁπότε, ὅταν λέμε ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου», δηλαδή μεταξύ ὅλων ἡμῶν τῶν κτισμάτων καί τοῦ Θεοῦ, «δέν πρόκειται γιά τήν διαφορά τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς φιλοσοφίας (δηλαδή γιά σχετική διαφορά), ἀλλά γιά ἀπόλυτη διαφορά».
«Μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου μία εἶναι ἡ γέφυρα, ἕνα εἶναι τό σημεῖο πού τά ἑνώνει». Ποιά εἶναι ἡ γέφυρα; Ὅπως λέει καί ὁ π. Ἰερόθεος Βλάχος, «εἶναι ὁ Χριστός, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἑνώθηκε ἀτρέπτως», χωρίς τροπή, δηλαδή χωρίς ἀλλοίωση, ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί ὄχι μόνο ἀτρέπτως ἑνώθηκε ἀλλά καί «ἀχωρίστως», δηλαδή εἶναι ἀχώριστες ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί ἑνώθηκαν καί «ἀδιαιρέτως» ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. «Ἤ γιά νά ἐκφραστῶ καλύτερα ἡ Θεία φύση προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου». Αὐτή εἶναι ἡ φιλολογικά ἀκριβής διατύπωση. Στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἡ Θεία φύση προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι ὁ Χριστός μας τώρα ἔχει καί τά δύο στοιχεῖα. Ἔχει καί τό δικό μας τό ἀνθρώπινο, ἔχει καί τό ἄκτιστο πού εἶχε πάντοτε, τήν Θεία φύση. Καί γίνεται ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6) πρός τόν Πατέρα. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πάει στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει τρόπος νά ἑνωθεῖ τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, γιατί εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ὁμοιότητα, καμία ἀπολύτως σχέση. Δέν μπορεῖς νά βάλεις μιά σκάλα ν΄ ἀνέβεις στόν Θεό. Ὑπάρχει, ὅμως, ὁ τρόπος διά τοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο ὑπάρχει καί ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, ἔχουμε τήν πρόσβαση στόν Θεό-Πατέρα. Νά γιατί ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἀλλόθρησκοι ἀρνοῦνται τόν Χριστό. Μπορεῖ νά λένε ‘ναί, ὑπάρχει ἕνας θεός’, μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ἀλλά μόλις τούς πεῖς γιά τόν Χριστό, λένε ‘ὄχι, δέν εἶναι Θεός’.
Κι ἐπειδή δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν Θεό μέ ἄλλον τρόπο, ἐφόσον ἀρνοῦνται τόν Χριστό, οὐσιαστικά ἔχουν ἀρνηθεῖ τήν πρόσβαση γιά τόν Θεό. Τώρα ποιόν Θεό ὀνομάζουν αὐτοί γιά Θεό… καταλαβαίνετε… Τό εἶπε ὁ Χριστός στούς Ἑβραίους «Πατέρας σας εἶναι ὁ διάβολος» (Ἰω. 8,44), γιατί κι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι ἔχουμε Θεό καί ἔχουμε πατέρα τόν Ἀβραάμ. Καί τούς λέει τότε, ὅτι ἄν εἴχατε πατέρα τόν Ἀβραάμ, θά δεχόσασταν κι Ἐμένα. Ἀλλά ἐσεῖς Ἐμένα θέλετε νά Μέ σκοτώσετε. Ὁπότε δέν ἔχετε πατέρα τόν Ἀβραάμ, ἀλλά τούς εἶπε ξεκάθαρα, ἔχετε τόν διάβολο. Στίς μέρες μας θά ἀκοῦτε κάποιους Οἰκουμενιστές, μπορεῖ νά εἶναι ὑψηλοβάθμιοι κληρικοί καί Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες, νά λένε ὅτι ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό μέ τούς μουσουλμάνους ἤ μέ τούς Ἑβραίους, μονοθεϊστικές γάρ θρησκεῖες.. μπορεῖ νά εἶναι μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ἀλλά ποιόν Θεό ἔχουν; Νά μήν τούς πιστεύετε, γιατί αὐτοί ὅλοι ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἀρνοῦνται δηλαδή τήν γέφυρα πρός τόν Θεό. Ἄρα ἔχουν χάσει καί τόν Θεό-Πατέρα. Δέν ἔχουμε λοιπόν τόν ἴδιο Θεό, οὔτε μέ τούς μουσουλμάνους, οὔτε μέ τούς Ἑβραίους, οὔτε μέ κανέναν ἄλλον. Κι ἀκόμα -τολμῶ νά πῶ- οὔτε μέ τούς Παπικούς, οὔτε μέ τούς Προτεστάντες κι ἄς λένε ὅτι εἶναι χριστιανοί. Γιατί κι αὐτοί ἔχουν ἀλλοιώσει τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τό Ὀρθόδοξο δόγμα καί ἔχουν χάσει τήν πρόσβαση στόν Θεό.
«Ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, τό ὁποῖο κατ’ εἰκόνα εἶναι δυνάμει ὁμοίωση, ζῶντας μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἑνωμένος μέ τόν Χριστό μπορεῖ νά γίνει ἐνεργεία πρόσωπο» Πότε; Ὅταν ἑνωθεῖ μέ τό κατ’ ἐξοχήν Πρόσωπο πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνάμει πρόσωπο. Γίνεται πρόσωπο ὅταν φτάσει στό καθ’ ὁμοίωση, ὅταν μοιάσει μέ τό πρωτότυπό του. Καί τό πρωτότυπό μας εἶναι ὁ Χριστός. «Βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή γέννησή του εἶναι δυνάμει πρόσωπο, ἀλλά πρέπει μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά ἐνεργοποιήσει τήν ὑποστατική αὐτή ἀρχή». Τόν ὅρο αὐτό χρησιμοποιεῖ πολύ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, μεγάλος σύγχρονος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κεκλημένος ἀπό τόν Θεό νά γίνει πρόσωπο, νά μοιάσει δηλαδή μέ τό κατ’ ἐξοχήν Πρόσωπο-Ὑπόσταση, τόν Χριστό. Ἀλλά δέν γίνεται, ἐάν δέν τό θέλει. Ἐδῶ εἶναι τό μεγαλεῖο καί ἡ τραγικότητα τῆς ἐλευθερίας μας. Ἄν δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος, δέν γίνεται πρόσωπο, παραμένει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς πτώσης. Ὁπότε δέν σώζεται. Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν τά μέσα, τά Μυστήρια καί ἡ ὅλη θεραπευτική ἀγωγή πού μποροῦν νά μᾶς ὁδηγήσουν καί νά μᾶς ἱκανώσουν νά φτάσουμε νά γίνουμε πρόσωπα, νά πραγματώσουμε τό καθ’ ὁμοίωση. Γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία δέν λέμε ἄτομα, λέμε πρόσωπα. Ἐνῶ ὁ κόσμος λέει «μαζικά», «μάζωξη»… εἶναι μάζα, δέν εἶναι πρόσωπα καί τό ἐκφράζουν καί μέ τίς λέξεις. Κάνουν ὅλοι μαζί μιά διαδήλωση κλπ. Στήν Ἐκκλησία εἴμαστε πρόσωπα καί ὁ καθένας μπορεῖ νά ἔχει προσωπική καί ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί μᾶς φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μέ τό ὄνομά μας. Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Γεώργιος, Ἐλένη… ἔχεις ὄνομα. Αὐτό ἐκφράζει τόν προορισμό μας, ὅτι καλούμαστε νά γίνουμε πρόσωπα, νά ἐνεργοποιήσουμε τήν ὑποστατική μας ἀρχή, τήν δυνατότητα δηλαδή πού ἔχουμε ἀπό τόν Θεό νά μοιάσουμε στόν Θεό, νά γίνουμε πρόσωπα.
«Γίνεται πρόσωπο ἐν κοινωνία μέ τόν Θεό… Μέ τήν ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή ἐνεργοποιεῖται ἡ ὑποστατική ἀρχή στόν ἄνθρωπο», φτάνει ὁ ἄνθρωπος στό καθ’ ὁμοίωση.
«Οἱ Πατέρες φθάνουν νά λένε: «Ἐάν τά κτιστά εἶναι ὄντα, τότε ὁ Θεός εἶναι μή ὤν». Γιά νά ἐκφράσουν ἀκριβῶς αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ὅτι δέν ὑπάρχει καμία σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου. «Καί τοῦτο διότι, ὅπως εἴπαμε, δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία ὁμοιότης μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό ὅμως σημαίνει ὅτι, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή καθ’ ἑαυτήν δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς γέφυρα πρός τόν Θεό». Γιατί καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα κτίσμα, ἕνα βιβλίο μέ νοήματα πάλι κτιστά. Δέν μπορεῖ νά γίνει γέφυρα γιά τόν Θεό. Νά πόσο μεγάλο λάθος κάνουν οἱ Προτεστάντες πού λένε μόνο Ἁγία Γραφή. Μά πῶς θά πᾶς στόν Θεό μόνο μέ τήν Ἁγία Γραφή χωρίς νά ἑνωθεῖς μέ τόν Χριστό διαμέσου ὅλης τῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας; «Ἡ Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ νοήματα. Ὅλα δέ ἀνεξαιρέτως τά νοήματα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι παρμένα ἀπό τά περιγραπτά κτίσματα τοῦ κόσμου. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κτίσμα πού νά μήν εἶναι περιγραπτό. Ὅλα τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή εἶναι παρμένα ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα εἶναι περιγραπτά ὀνόματα. Ὅταν ὅμως φθάσει κανείς στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διαπιστώνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος!». Ἀνώνυμος γιά μᾶς. Δέν ἔχουμε ὄνομα γιά τόν Θεό. «Διότι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο ἤ ἀγγελικό ὄνομα ἤ νόημα πού μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ στόν Θεό, πού νά μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν ὕπαρξη, τήν ὀντότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὁ Θεός δέν μοιάζει μέ τίποτε πού γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος». Τί νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς; Ὁ νοῦς μας πάει στό φῶς πού ξέρουμε, τό φῶς τοῦ ἥλιου. Δέν εἶναι αὐτό ὁ Θεός. Ἤ νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι σκοτάδι; Οὔτε σκοτάδι εἶναι. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι εἶναι καί φῶς καί σκοτάδι, θέλοντας νά ποῦμε ὅτι δέν μποροῦμε νά Τόν περιγράψουμε. Γι’ αὐτό χρησιμοποιοῦμε καί τά ἀντίθετα. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ὄντως ὤν καί, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι καί μή ὤν, ἅμα ποῦμε ὅτι καί τά ὄντα ὑπάρχουν.
«Γι’ αὐτό μπροστά στήν θέα τοῦ Θεοῦ ὅλα τά ὀνόματα καί νοήματα καταργοῦνται» καί μένει ὁ ἄνθρωπος νά θεᾶται, νά βλέπει τόν Θεό χωρίς νά μπορεῖ νά πεῖ τίποτε. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως «ἤκουσα ἄῤῥητα ῥήματα» (Β΄Κορ. 12,4), δέν μπορῶ νά σᾶς τά πῶ, δέν ὑπάρχουν λέξεις. «Τά ονόματα, πού ἀποδίδουμε στόν Θεό, μᾶς ἀποκαλύπτουν τίς ἐνέργειές Του πού κατέρχονται πρός ἐμᾶς, ἀλλά δέν μᾶς φέρνουν κοντά στήν ἀπρόσιτη οὐσία Του». Προσέξτε γιατί κι ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλο μπέρδεμα. Λένε, ἄς ποῦμε, κάποιοι νεοορθόδοξοι «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη». Τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄Ἰω. 4,8) καί λένε αὐτοί ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Λάθος! Τεράστιο θεολογικό λάθος. Τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ; Δέν ξέρουμε. Οὔτε ἔχουμε λέξεις νά τήν περιγράψουμε… τίποτα δέν ξέρουμε γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι τότε ἡ ἀγάπη, πού λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη; Εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἠ ὁποία κατέρχεται – ἔρχεται σέ μᾶς καί μετέχουμε σ’ αὐτή μέ τίς κατάλληλες προϋποθέσεις.
«Γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης κάθε ἔννοια πού ἀναφέρεται στόν Θεό εἶναι ὁμοίωμα, ἀπατηλή εἰκόνα, εἴδωλο. Οἱ ἔννοιες πού σχηματίζουμε ἀκολουθώντας τήν φυσική μας κρίση καί γνώμη, κάνοντάς μας νά βασιστοῦμε σέ μία νοητή ἀναπαράσταση, δημιουργοῦν εἴδωλα Θεοῦ, ἀντί νά μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν ἴδιο τόν Θεό. Δέν ὑπάρχει παρά μονάχα ἕνα ὄνομα γιά νά ἐκφράσει τήν Θεία φύση – εἶναι ὁ θαυμασμός πού κυριεύει τήν πιστή ψυχή, ὅταν συλλογίζεται τόν Θεό».
«Ὑπάρχει ἕνα πολύ ὡραῖο χωρίο στόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦν οἱ Πατέρες, καί τό ὁποῖο λέγει ὅτι τελικά ὁ Θεός οὔτε Μονάς εἶναι, οὔτε Τριάς εἶναι», γιατί εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμιά ὁμοιότητα. Κοιτᾶξτε πῶς τά λέει ὁ Ἅγιος, εἶναι ὡραιότατο τό κείμενο. Νά δεῖτε πόσο ὑψηλή θεολογία ἔχει αὐτός ὁ Ἅγιος. Λέει ὁ Ἅγιος Διονύσιος: «Λέμε λοιπόν ὅτι ἡ τῶν πάντων αἰτία», πού εἶναι ὁ Θεός, ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν τά πάντα, «πού ὅλα τά ὑπερβαίνει» κι ὅμως εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα, «οὔτε οὐσία εἶναι, οὔτε χωρίς ζωή, οὔτε χωρίς λόγο, οὔτε χωρίς νοῦ, οὔτε σῶμα εἶναι, οὔτε σχῆμα ἔχει». Τό λέμε στή Θεία Λειτουργία, «ἀσχημάτιστος ὁ Θεός, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, «οὔτε σχῆμα ἔχει ἤ εἶδος (μορφή) ἤ ποιότητα ἤ ποσότητα ἤ ὄγκο».
Κάνω μιά παρένθεση ἐδῶ. Νά, γιατί οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι ἀφάνταστη, χωρίς φαντασία. Μή βάζουμε φαντασία καί φτιάχνουμε τόν Θεό ὅπως Τόν φανταζόμαστε ἐμεῖς, γιατί μετά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης ἀπό τόν διάβολο. Ἐκεῖνος πού κατ’ ἐξοχήν χρησιμοποιεῖ τήν φαντασία εἶναι ὁ διάβολος. Εἶναι πλάνη αὐτό πού μᾶς προτρέπουν νά κάνουμε στά παιδιά, νά ἐνεργοποιοῦμε τήν φαντασία τους, νά τούς λέμε παραμύθια, νά τούς ἐξάπτουμε τή φαντασία. Οὐσιαστικά τά ἀρρωσταίνουμε ἔτσι τά παιδιά καί τά βάζουμε νά ἐνεργοποιήσουν τήν φαντασία πού οἱ Πατέρες λένε νά μήν τήν ἐνεργοποιοῦμε ποτέ. Πόσο τραγικά λάθη κάνουμε στά παιδιά..! Καί μετά λέμε γιατί εἶναι ἔτσι τά παιδιά; Ἄν ἀκολουθούσαμε τούς Ἁγίους Πατέρες θά εἴχαμε ὑγιή παιδιά. Τώρα ἔχουμε ἀρρωστημένα παιδιά, γιατί ἀκολουθοῦμε τούς ψευτοπατέρες, τούς τάχατες μεγάλους κοσμικούς παιδαγωγούς πού δουλεύουν στά πάθη.
Ὁ Θεός λοιπόν θέλει, ὅταν προσευχόμαστε, νά ἔχουμε τόν νοῦ μας καθαρό καί ἀπενεργοποιημένη τή φαντασία. Καί πάντοτε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγωνίζεται, λένε οἱ Πατέρες, νά σταυρώσει τή φαντασία. Πηγαίνετε νά κάνετε προσευχή, τί εἶναι ἐκεῖνο πού σᾶς δυσκολεύει; Ἡ φαντασία. Προσπαθεῖς νά πεῖς ἕνα σωστό Κύριε ἐλέησον, ἕνα Πάτερ ἡμῶν καί ἔχει φύγει ὁ νοῦς σου καί ἔχει σκεφτεῖ ἕνα σωρό πράγματα, ἔχει φτιάξει καί εἰκόνες… ἤδη βρώμισε. Ὁ νοῦς σου εἶναι ἤδη βρώμικος. Γιατί δέν ἔχουμε μάθει, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, νά σταυρώνουμε, νά νεκρώνουμε, νά ἀπενεργοποιοῦμε, τή φαντασία. Μετά βέβαια δέν μπορεῖς νά κάνεις προσευχή, ὁ νοῦς σου εἶναι σκορποχώρι.
Θά πεῖτε πῶς θά τό ἀποφύγουμε αὐτό; Ἄν καί δέν εἶναι τό θέμα μας… Γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει χρόνο καί μαζευτεῖ μέσα του, μαζέψει τόν νοῦ του μέσα του, στήν καρδιά του, στό ἐσωτερικό του, αὐτο-συγκεντρωθεῖ, καί ἀρχίσει ἐκεῖ μέσα νά προσεύχεται. Εἶναι δύσκολο νά μαζέψεις τόν νοῦ σου πού ἔχει μάθει νά ἀλητεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅταν τό κάνεις ὅμως αὐτό συνέχεια, θά δεῖς ὅτι καθαρίζει ὁ νοῦς καί φεύγουν οἱ φαντασίες καί καθαρίζει ἡ καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ καθαρή καρδιά. Δέν ὑπάρχουν μέσα φαντασίες, δέν ὑπάρχουν λογισμοί, τίποτε. Αὐτό ὅμως θέλει ἐργασία. Αὐτή τήν ἐργασία ἔκαναν οἱ Πατέρες, πού τούς λέμε νηπτικούς. Ὅλοι οἱ Πατέρες ἦταν νηπτικοί. Ἡ νήψη εἶναι αὐτό τό πράγμα, νά συγκεντρώνεσαι μέσα σου, στόν ἑαυτό σου κι ἐκεῖ μέσα σου νά προσεύχεσαι. Καί αὐτή εἶναι ἡ σωστή προσευχή. Ἐμεῖς λέμε τροπάρια… φωνάζουν κιόλας οἱ ψαλτάδες, καμιά φορά φωνάζουν κι ἀπό τούς πιστούς, γιατί τούς ἀρέσει νά συνοδεύουν τούς ψάλτες – λάθος αὐτό – καί δημιουργοῦν μεγαλύτερη σύγχυση καί στούς διπλανούς τους. Ἀλλά, ἄν ἡ ψυχή δέν παρακολουθεῖ αὐτά πού λένε οἱ ψάλτες, δέν εἶναι προσευχή αὐτό. Μπορεῖ τό σῶμα σου νά εἶναι στήν Ἐκκησία ἀλλά δέν προσεύχεσαι. Ἁμαρτάνεις ἐκείνη τήν ὥρα, ὁ νοῦς σου εἶναι ἀλλοῦ.
Εἶπαμε λοιπόν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος, «οὔτε σχῆμα ἔχει ἤ εἶδος ἤ ποιότητα ἤ ποσότητα ἤ ὄγκο, οὔτε βρίσκεται σέ ὁρισμένο τόπο». Τό λέμε ὅτι εἶναι πανταχοῦ παρών. «Οὔτε βλέπεται, οὔτε ἔρχεται σέ ἐπαφή, οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε γίνεται αἰσθητή» ἡ Θεότητα, «οὔτε συγχύζεται, οὔτε ταράζεται, οὔτε ἐνοχλεῖται ἀπό ὑλικά πάθη, οὔτε ἀπό ἀδυναμία ὑπόκειται σέ πάθη τῶν αἰσθήσεων, οὔτε ἔχει ἀνάγκη ἀπό φῶς, οὔτε παθαίνει ἀλλοίωση», εἶναι ἀναλλοίωτος, οὔτε παθαίνει «φθορά ἤ μερισμό ἤ στέρηση ἤ ροή, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα παθαίνουν τά αἰσθητά, οὔτε εἶναι τίποτε ἀπό αὐτά». Βλέπετε; Τώρα μᾶς λέει τί δέν εἶναι ὁ Θεός, τί δέν ἔχει. Γιατί δέν ἔχουμε λέξεις καί ὀνόματα νά ποῦμε τί εἶναι ὀ Θεός. Καί ὅταν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, πάλι δέν λέμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, εἶναι ἀγάπη, εἶναι ζωή, εἶναι ἀνάσταση…
«Καί ἀνερχόμενοι λέμε», πάει καί πιό ψηλά τώρα, «ὅτι οὔτε ψυχή εἶναι, οὔτε νοῦς», ὅπως λένε μερικοί ὅτι εἶναι «μέγας νοῦς». Οὔτε νοῦς εἶναι. «Οὔτε εἶναι λόγος, οὔτε εἶναι νόηση. Οὔτε λέγεται, οὔτε νοεῖται». Δέν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε. Τί νά σκεφτοῦμε γιά τόν Θεό; «Οὔτε εἶναι ἀριθμός ἤ τάξη ἤ μέγεθος ἤ σμικρότητα ἤ ἰσότητα ἤ ἀνισότητα ἤ ὁμοιότητα ἤ ἀνομοιότητα. Οὔτε στέκεται, οὔτε κινεῖται..». Θά πεῖ κανείς: – Τί γίνεται; Μά δέν ἔχουμε λέξεις! «Οὔτε ἡσυχάζει, οὔτε ἔχει δύναμη, οὔτε εἶναι δύναμη, οὔτε εἶναι φῶς». Οὔτε αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι ὑπάρχει μία ἀνώτερη δύναμη. «Οὔτε ζεῖ, οὔτε εἶναι ζωή. Οὔτε εἶναι οὐσία, οὔτε εἶναι αἰῶνας, οὔτε εἶναι χρόνος. Οὔτε νοητικά (γνωστικά) μπορεῖ κανείς νά ἔχει ἐπαφή μαζί Της -μέ τήν Θεότητα- οὔτε εἶναι ἐπιστήμη (γνώση) οὔτε εἶναι ἀλήθεια. Οὔτε εἶναι βασιλεία, οὔτε εἶναι σοφία», γιατί εἴπαμε ὅλα αὐτά εἶναι κτιστά ρήματα, κτιστά νοήματα, τά ὁποῖα περιγράφουν κτιστά πράγματα. «Οὔτε εἶναι ἕνα ἤ ἑνότητα ἤ θεότητα ἤ ἀγαθότητα, οὔτε εἶναι πνεῦμα, ὅπως ἐμεῖς ξέρουμε. Οὔτε υἱότητα, οὔτε πατρότητα, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς ἤ κάποιο ἄλλο ἀπό τά γνωστά ὄντα. Οὔτε ἀνήκει στά μή ὄντα, ἀλλά οὔτε καί στά ὄντα καί οὔτε τά ὄντα γνωρίζουν τί εἶναι. Οὔτε αὐτή γνωρίζει μέ τήν γνώση τί εἶναι τά ὄντα. Οὔτε ὑπάρχει λόγος γι’ αὐτήν, οὔτε ὄνομα, οὔτε γνώση. Οὔτε εἶναι σκοτάδι, οὔτε εἶναι φῶς. Οὔτε πλάνη, οὔτε ἀλήθεια. Οὔτε μπορεῖ καθόλου νά ὁρισθεῖ μέ τήν κατάφαση ἤ τήν ἀφαίρεση. Ἀλλά καί ὅταν τά προερχόμενα ἀπό αὐτήν προσθέτουμε» καταφατικά «ἤ αφαιρούμε» ἀποφατικά, «σ’ Αὐτήν οὔτε προσθέτουμε, οὔτε ἀφαιροῦμε τίποτε. Ἐπειδή ἡ τέλεια καί ἐνιαία Αἰτία τῶν πάντων ξεπερνᾶ κάθε ὁρισμό καί κάθε πρόθεση καί ξεπερνᾶ κάθε ἀφαίρεση ἤ ὑπεροχή Ἐκείνου πού ἁπλά ἔχει ἀποδεσμευθεῖ ἀπό ὅλα, πού τά πάντα ὑπερβαίνει». Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα, ὑπερβαίνει τά πάντα καί τίς λέξεις ὑπερβαίνει. Δέν ἔχουμε λοιπόν μέ τί νά περιγράψουμε τόν Θεό.
«Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ἐκεῖνο, πού σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό, ἤ πού θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ. Ἐμεῖς π.χ. λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας. Βέβαια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέγει ἕνας, τότε φαντάζεται ἕνα νούμερο, τήν μονάδα. Δηλαδή ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ὅπως ἕνας εἶναι καί ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Τό ἴδιο συμβαίνει, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι τρία Πρόσωπα. Ἀλλά, οὔτε τρεῖς εἶναι ὁ Θεός, οὔτε τρία ὑποκείμενα ἤ ἀντικείμενα εἶναι ὁ Θεός, οὔτε ἕνα ὑποκείμενο ἤ ἀντικείμενο εἶναι ὁ Θεός», ὅπως τά καταλαβαίνουμε ἐμεῖς δηλαδή. Πόσοι εἶναι; Δέν ξέρουμε.
«Ὅταν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, σκέπτεται πάντοτε μέ τό σχῆμα: Ὑποκείμενο – ἀντικείμενο. Ὑποκείμενο εἶναι ἐκεῖνο πού παρατηρεῖ καί ἀντικείμενο εἶναι ἐκεῖνο πού παρατηρεῖται». Ἐγώ, ἄς ποῦμε, βλέπω τώρα ἐδῶ τήν εἰκόνα ἤ τά γυαλιά. Ἐγώ πού παρατηρῶ, εἶμαι τό ὑποκείμενο καί αὐτό πού παρατηρῶ εἶναι τό ἀντικείμενο.
«Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι ὁ Πατήρ ἀγαπᾶ τόν Υἱό, ἐδῶ δέν ἔχουμε σχέση ὑποκειμένου – ἀντικειμένου. Δέν εἶναι δηλαδή ἐδῶ ὁ ἕνας, ὁ Πατήρ, τό ὑποκείμενο τῆς ἀγάπης καί ὁ ἄλλος, ὁ Υἱός, τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης», ὅπως κάποιοι ἐσφαλμένα νόμισαν. «Διότι, ἐφ’ ὅσον στόν Θεό δέν ὑπάρχει οὔτε ὑποκείμενο οὔτε ἀντικείμενο, δέν εἶναι ὁ Θεός οὔτε τό ὑποκείμενο τῆς ἀγάπης Του οὔτε τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης Του. Ὁπότε δέν ὑπάρχουν στόν Θεό τρία Πρόσωπα, ὅπως ὑπάρχουν σέ μία οἰκογένεια τρία πρόσωπα. Ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, Ρωσικῆς προελεύσεως, πού λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός Θεός. Ὅτι δέν εἶναι δηλαδή ὁ Θεός τῆς φιλοσοφίας, πού εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο στοχαστικό κατασκεύασμα, ἀλλά ὅτι εἶναι ἕνας προσωπικός Θεός». Αὐτή εἶναι ἡ θεωρία τοῦ περσοναλισμοῦ. «Τό ἴδιο λένε καί στήν δυτική παράδοση», τό ὁποῖο εἶναι λάθος.
«Στήν Πατερική παράδοση δέν εἶναι ὁ Θεός προσωπικός Θεός. Μάλιστα ὁ Θεός οὔτε Θεός εἶναι!». Γιά νά δηλώσουμε πάλι δηλαδή ὅτι δέν ἔχουμε λέξεις νά περιγράψουμε τόν Θεό. «Ὁ Θεός δηλαδή δέν ἀνταποκρίνεται σέ τίποτε πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σκέπτεται ἤ θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ. Οὔτε οἱ σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι προσωπικές. Οὔτε εἶναι σχέσεις ὑποκειμένου – ἀντικειμένου». Πότε εἶναι προσωπικές; Εἶναι μέ τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μέ τόν Χριστό μποροῦμε νά ἔχουμε σχέση προσωπική. «Ὅταν μιλᾶμε γιά προσωπικές σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, σφάλλουμε. Δέν ὑπάρχουν τέτοιου εἴδους σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Κατ’ ἐπέκτασιν αὐτῶν, πού λέμε τώρα, μερικοί μιλοῦν γιά διαπροσωπικές σχέσεις ἤ γιά κοινωνία προσώπων, κατά τό πρότυπο τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Τριάδος. Αὐτές εἶναι ἐσφαλμένες συσχετίσεις. Οἱ σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων δέν εἶναι ὅπως οἱ σχέσεις μεταξύ ἀνθρώπων. Γιατί; Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ἕνας συνάδελφος». Δέν μπορεῖς νά Τόν κατεβάσεις σ’ αὐτό τό ἐπίπεδο.
«Τά παραπάνω ἴσχυαν μέχρι τήν Ἐνσάρκωση. Μετά ὅμως τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, μέσω καί λόγω τῆς Ἐνσαρκώσεως», ὅταν ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, «ἔχουμε προσωπικές σχέσεις μέ τόν Θεό. Μέ τόν Θεό ὅμως ὡς Θεάνθρωπο (ὡς Υἱόν Θεοῦ καί υἱόν ἀνθρώπου). Ἐπειδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐνσάρκωσις ἐπέφερε μία εἰδική σχέση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ὅμως σχέση δέν ὑπάρχει ἐξ ἀπόψεως Ἁγίας Τριάδος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Δέν ἔχουμε μέ τήν Ἁγία Τριάδα, μέ τήν ἄκτιστη Θεότητα τή σχέση πού ἔχουμε μέ τόν Χριστό. Δηλαδή δέν ἔχουμε μέ τόν Πατέρα οὔτε μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν σχέση πού ἔχουμε μέ τόν Χριστό, μέ τόν Ὁποῖον καί μόνον ἔχουμε προσωπική σχέση. Ἡ Ἁγία Τριάς ἦλθε σέ προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο μόνο διά τῆς Ἐνσαρκώσεως, μόνο διά τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ σχέση δέν ὑπῆρχε πρίν τήν Ἐνσάρκωση. Διότι, πρίν ἀπό τήν Ἐνσάρκωση, δέν εἴχαμε σχέσεις μέ τόν Θεό ὡς μέ ἄνθρωπο. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἄνθρωπος κατά τό ἄκτιστον. Εἰς τήν ἀκτιστότητά Του δηλαδή ὁ Θεός δέν εἶναι ἄνθρωπος οὔτε μοιάζει μέ ἄνθρωπο. Ὁπότε, ὅταν ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, δέν ἔγινε ὁ Θεός κάτι πού ἔμοιαζε μέ τόν ἑαυτόν Του», γιατί εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
«Ἐνσάρκωσις δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἔλαβε μία φύση πού εἶχε κάποια ὁμοιότητα μέ τήν δική Του φύση. Δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία ὁμοιότητα μεταξύ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ἔχουμε μάθει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε! Δέν εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Θά τό ἀποδείξουμε. «Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀπαράλλακτος εἶναι μόνον ὁ Λόγος, ὁ Υἱός», εἰκόνα τοῦ Πατρός, τοῦ ἀοράτου, τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν λέμε δικά μας πράγματα. Τά λέει ἡ Ἁγία Γραφή. «Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου εἶναι ὁ Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος (Κολ. 1,15). «Ὁ Λόγος εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Πατρός. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ὁ Λόγος εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Πατρός, ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός ὡς Λόγος. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων καί ὁ σαρκωμένος Λόγος, δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί αὐτή ἡ εἰκών τοῦ Πατρός. Δηλαδή καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός ἐξ αἰτίας τῆς Ἐνσαρκώσεως.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Λέγεται βέβαια ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καταχρηστικῶς ὅμως. Κυριολεκτικῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένος καί ὄχι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα εἰκόνος, ἐκείνης τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό εἴπαμε εἴμαστε κατ’ εἰκόνα πλασμένοι τοῦ Χριστοῦ, κατ’ εἰκόνα τῆς εἰκόνος.
«Τό τί ἀκριβῶς εἶναι τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ἀναφέρεται στήν Ἁγία Γραφή ὅτι ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος, ἀπεκαλύφθη πλήρως μόνο τήν Ἐνσάρκωση». Δηλαδή στήν Ἐνσάρκωση, ὅταν ἔγινε ὁ Υἱός ἄνθρωπος ἀποκαλύφθηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅμως ἦρθε μεταγενέστερα χρονικά. Τό πρωτότυπο τοῦ Ἀδάμ δηλαδή ἦταν ὁ Χριστός, παρόλο πού δέν εἶχε γίνει ἡ Ἐνσάρκωση. Ὁ Ἀδάμ φτιάχτηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, «διότι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀπ’ ἀρχῆς νά γίνει σάν τόν Χριστόν, δηλαδή κατά χάριν θεός. Νά φθάσει στό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἐνεργεία τό κατ’ εἰκόνα σημαίνει ὁμοίωσιν μέ τόν Χριστόν κατά τήν εὐσπλαγχνίαν. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ὡς μιμητής πλέον τοῦ Χριστοῦ γίνεται καί ἐκεῖνος εἰκόνα τοῦ Πατρός κατά χάριν μετέχων τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὅταν κάποιος φθάσει στή θέωση (δηλαδή στό καθ’ ὁμοίωσιν), τότε γίνεται κατά χάριν Χριστός, δηλαδή κατά χάριν θεός. Τότε γίνεται ὅμοιος μέ τόν Χριστόν καί δέν διαφέρει ἀπό τόν Χριστόν παρά μόνον κατά τήν φύση. Ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός κατά χάριν, ἀλλά Θεός κατά φύσιν». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνει κατά φύση θεός, γίνεται κατά χάρη θεός καί μοιάζει σέ ὅλα μέ τόν Χριστό πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος. Ἔχουν διαφορά στήν φύση, ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἄνθρωπος καί ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί γίνεται κατά χάριν θεός καί ὄχι κατά φύσιν.
«Ὁ Λόγος, ὅταν ἐσαρκώθη, ἔγινε κατά φύσιν ἄνθρωπος. Δέν ἔγινε ὁ Λόγος κατά χάριν ἄνθρωπος». Πῆρε πραγματικά τήν ἀνθρώπινη φύση. «Ἔγινε κατά φύσιν ἄνθρωπος. Δέν ἔγινε δηλαδή κατά τήν Ἐνσάρκωση μία ἁπλή υἱοθεσία. Δέν υἱοθέτησε κατά τήν Ἐνσάρκωση ὁ Θεός Πατήρ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά κατοικήσει μέσα του καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κάνει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Λόγος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔγινε διά τῆς Ἐνσαρκώσεως κατά φύσιν ἄνθρωπος. Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνυπάρχουν ἡ Θεία φύση τοῦ Λόγου καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καί ἀδιαιρέτως ἑνωμένες. Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι Θεάνθρωπος, Θεός καί ἄνθρωπος ταυτοχρόνως, μέ διακεκριμένα τά ἰδιώματα τῶν δύο φύσεων». Διατηροῦνται καί τά ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσης. Ἀλλά εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.
«Ἀντικρύζοντας τόν Χριστό, ἀντικρύζουμε τόν σαρκωμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λόγος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μετά τήν Ἐνσάρκωση εἶναι διά παντός ἑνωμένος μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ».
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ, ἄν σᾶς μπέρδεψα νά μέ συγχωρέσετε. Εἶναι ὑψηλά πράγματα αὐτά, θεολογικά, ἀλλά νά κρατήσουμε τό βασικό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος. Ὁ Θεός δέν ἔχει καμία σχέση μέ τά κτίσματα, οὔτε μπορεῖ νά περιγραφτεῖ, οὔτε νά δώσουμε ὄνομα στόν Θεό. Εἶναι κάτι πού μᾶς ὑπερβαίνει ἀπόλυτα. Δέν ὑπάρχει καμιά ὁμοιότητα μέ μᾶς, οὔτε καμιά διαφορά. Ἐπίσης νά προσέχουμε νά κάνουμε ἀφάνταστο προσευχή καί νά ἐπιδιώκουμε τήν σταύρωση τῆς φαντασίας. Νά προσπαθοῦμε νά σταυρώνουμε τή φαντασία μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή, μέσα στήν καρδιά μας. Ἔτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται τό ἐσωτερικό, φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος καί ἔχει πλέον ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καί τότε γνωρίζει τόν Θεό. Λένε ὡραῖα οἱ Πατέρες, γνωρίζει τόν Θεό ἀγνώστως. Γιατί κι αὐτό τό γνωρίζω, δέν εἶναι τό ἀνθρώπινο γνωρίζω, εἶναι ἄλλο πράγμα. Τόν γνωρίζει ἀγνώστως. Θέλουν πάλι νά ἐκφράσουν αὐτό, ὅτι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτα γιά τόν Θεό.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Τά ἔχω μπερδέψει… Ἐγώ ἤξερα ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Πατρός.
Ἀπ. : Ὁ Χριστός δέν ἔγινε. Ὁ Χριστός ὑπῆρχε πάντα. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς μιλάει γιά τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου. Καί ὁ ἄνθρωπος τώρα πλάστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐρ. : Ὄχι ὁ Χριστός…
Ἀπ. : Ὁ Χριστός δέν πλάστηκε. Ὁ Χριστός γεννᾶται ἀπό τόν Θεό-Πατέρα. Ἄλλο πράγμα… Τί θά πεῖ γεννᾶται δέν ξέρουμε. Μήν τά βάζετε ἀνθρώπινα στό μυαλό σας.
Ἐρ. : Ἡ μορφή αὐτή πού ὑπάρχει στίς εἰκόνες σάν ἕνας Γέροντας καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Ἐκκλησία τί κάνει γι’ αὐτό ἀφοῦ τό γνωρίζει;
Ἀπ. : Ἡ Ἐκκλησία εἴμαστε ἐμεῖς… καί ἐμεῖς. Ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ὁ νοῦς μας πάει στούς παπάδες, στούς Δεσπότες καί στούς Πατριάρχες. Λάθος! Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι, μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτά πού σᾶς εἶπα, ὅτι δέν ὑπάρχει εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τώρα, γιατί ὑπάρχουν αὐτές οἱ εἰκόνες σέ κάποιες Ἐκκλησίες… Ὅπως ὑπάρχουν κάτι ταμπελάκια μέ τό ὄνομα τοῦ δωρητή π.χ. στόν πολυέλαιο γιά νά τό βλέπει ὅλος ὁ κόσμος… Ἐπιτρέπεται αὐτό; Δέν ἐπιτρέπεται, γιατί ὁ Χριστός εἶπε ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη νά τό κάνεις ἐν τῷ κρυπτῷ καί «νά μήν ξέρει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά» (Ματθ. 6,4). Ὄχι νά βάζεις ταμπέλα νά τήν βλέπει ὅλος ὁ κόσμος. Πολλά λάθη κάνουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τά λέμε τώρα γιά νά ἐνημερωνόμαστε, νά ἐνημερώνουμε καί τούς ἄλλους, ὥστε νά τά βγάλουμε. Γιατί, ἄν πάω ἐγώ τώρα καί βγάλω μιά τέτοια εἰκόνα, θά πέσουν ὅλοι πάνω μου… γιατί δέν ξέρουν. Λένε μάλιστα «μιά χαρά εἰκόνα εἶναι, τήν καταλαβαίνει κι ἕνα παιδάκι». Αὐτή ὅμως ἡ εἰκόνα, σᾶς εἶπα, ἐκφράζει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ πιό γέρος καί ὁ πιό νέος δείχνει ὅτι ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Μά πάντα ὑπῆρχε ὁ Υἱός καί δέν ἔχουν διαφορετική ἡλικία γιά νά τούς ζωγραφίσουμε ἔτσι. Πάντα ὑπῆρχε ὁ Υἱός, πάντα ὁ Πατέρας, πάντα τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Στήν Ἐκκλησία πῶς προχωρᾶμε; Ἐνημερώνεται ὁ λαός καί μετά προχωρᾶμε στίς ἀλλαγές. Δηλαδή ἄν ὑπάρχει σέ μιά ἐνορία γιά παράδειγμα αὐτή ἡ εἰκόνα, θά πρέπει ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερέας νά ἐνημερώσει τόν λαό καί μετά πολύ εὔκολα θά φύγει ἡ εἰκόνα. Μποροῦν νά τή βάλουν σέ ἕνα μουσεῖο γιά νά τήν ἔχουν ὡς παράδειγμα ἐκτροπῆς, ἀλλοίωσης τῆς ὀρθοδόξου παράδοσης καί πίστεως. Παράδειγμα πρός ἀποφυγή δηλαδή, ὅτι κάποτε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πέσει σ’ αὐτή τήν πλάνη καί εἰκονίζαν ἔτσι τήν Ἁγία Τριάδα. Νά πάει στό μουσεῖο. Δέν εἶναι σωστό νά ὑπάρχει.
Ἐρ. : Κάτι ἄλλο πέρα ἀπό τήν συζήτηση πού κάναμε… πού μέ στενοχωρεῖ καί δέν ξέρω ἄν εἶναι σωστό αὐτό πού σκέφτομαι. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό πάνω ἀπό τόν λαιμό τοῦ Χριστοῦ κρέμεται ὁ πολυέλαιος. Αὐτό τό πράγμα, ὅσες φορές τό κοιτάζω νιώθω ὅτι τόν ξανασταυρώνουμε πάλι μέ τό καρφί ἐδῶ στό λαιμό Του. Εἶναι σωστό αὐτό τό πράγμα;
Ἀπ. : Προφανῶς εἶναι πρακτικοί λόγοι. Ἐντάξει, ὅσο μποροῦμε νά τά ἀποφεύγουμε. Ἀλλά ἐπειδή βάζουμε τόν Παντοκράτορα στό κέντρο τοῦ τρούλου… ἴσως δέν τό σκέφτηκαν καλά… Ἔχουμε ὅμως τόσες ἄλλες ἀνευλάβειες πού κάνουμε στίς Ἐκκλησιες, πού θά λέγαμε αὐτό εἶναι τό λιγότερο. Μέ πόσο ἀπρεπές ντύσιμο πηγαίνουν οἱ γυναῖκες… καί στά Μυστήρια… Τί προσκλητήρια γράφουν! Ἀπαράδεκτα πράγματα. Οὐσιαστικά βλασφημοῦνε. Διάβασα ἕνα τέτοιο προσκλητήριο, ὅπου ἔγραφαν βλασφημίες γιά αὐτό πού θά κάνουν, γιά τή βάφτιση, τάχατες ποιηματάκι καί τό λέει τό μωρό… Αὐτό κι ἄν δέν εἶναι ἀνευλάβεια! Αὐτά πρέπει νά προσέξουμε καί νά διορθώσουμε. Ἀλλά δυστυχῶς ὑπάρχει μεγάλη ἄγνοια. Γιατί ὑπάρχει ἄγνοια; Γιατί ὑπάρχει διεφθαρμένη ζωή. Γιατί δέν πατᾶνε στήν Ἐκκλησία, ὁπότε ποῦ θά τά ἀκούσουν αὐτά; Δέν τά ἀκούει. Καί λένε «ἄ, δέν μοῦ τά εἶπε κανένας παπάς». Ποῦ νά στά πεῖ; Πῆγες ποτέ στήν Ἐκκλησία νά τά ἀκούσεις; Πῆγες ποτέ νά ἐξομολογηθεῖς; Πῆρες κανένα πνευματικό βιβλίο νά διαβάσεις; Ἄκουσες καμία πνευματική ὁμιλία; Μετά βέβαια μᾶς φταίει γιά ὅλα ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Θεός… τά βάζουμε καί μέ τόν Θεό…
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Ἔχω δύο ἐρωτήσεις. Πρώτον, ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ εἶναι κι αὐτή οὐσιαστικά τύπος τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν μποροῦμε νά γράφουμε ‘Ἁγία Τριάς’;
Ἀπ. : Τύπος.
Ἐρ. : Καί δεύτερον, λέει στήν Ἁγία Γραφή ὁ Χριστός «ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις…» (Ἰω. 17,6) καί στό τέλος λέει «βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Δηλαδή μᾶς φανερώνει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι φαίνεται ἀνθρωπομορφικῶς τουλάχιστον.
Ἀπ. : Πάλι ἐννοεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἴπαμε ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος, δέν ἔχει ὄνομα. Δέν ὑπάρχει ὄνομα γιά τόν Θεό. Ὅσα ξέρουμε εἶναι νοήματα κτιστά καί ἔχουν ἀντιστοιχία μέ κτιστά πράγματα. Τί νά ποῦμε; Ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Ὤν; Τό εἶπε «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Ἔξοδ. 3,14), Αὐτός πού ὑπάρχω. Ἀλλά λένει οἱ Πατέρες καί μή ὤν εἶναι ὁ Θεός, ἅμα ποῦμε ὅτι τά ὄντα εἶναι ὄντα, ὁ Θεός εἶναι μή ὤν γιατί δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τά ὄντα. Εἶναι ὤν ὁ Θεός, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια πού ξέρουμε τά πράγματα. Μέ ποιά ἔννοια; Δέν ξέρουμε. Γι’ αὐτό λέμε εἶναι ἀνώνυμος. Εἶναι καί ὤν καί μή ὤν. Εἶναι καί φῶς καί δέν εἶναι φῶς, εἶναι σκότος. Γιατί δέν εἶναι οὔτε φῶς, οὔτε σκότος. Δέν ἔχουμε λέξεις. «Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις», ἐννοεῖ ἐφανέρωσα τήν δόξα Σου, τό μεγαλεῖο Σου, τίς ἐνέργειές Σου.
Καί γιά τό ἄλλο πού εἴπατε, ὄντως εἶναι τύπος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά τό χρησιμοποιοῦμε καί γράφουμε Ἁγία Τριάς, κάνουμε μία ἐπέκταση θά λέγαμε. Ἀλλά οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχει εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἴπαμε ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ Πατέρας δέν πῆρε σάρκα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν πῆρε σάρκα. Ἄρα δέν περιγράφεται, δέν εἶναι περιγραπτός.
Ἀπ. : Εὐλογεῖτε. Κάτι γιά τήν φαντασία πού εἴπατε. Θά περιγράψω κάτι πού μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε κάποιος ἱερέας. Ἦταν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί διάβαζε τό Εὐαγγέλιο καί ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζοῦσε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Τά ἔνιωθε, τά ἔβλεπε. Εἴχαμε μία κουβέντα στό «δέν ὑπάρχει Θεός». Καί ἔλεγε μετά: ἄς ἔρθει κάποιος τώρα νά μοῦ πεῖ ἐμένα ἄν ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι. Τά ἔβλεπε σέ εἰκόνες. Δέν ἦταν κάτι τῆς φαντασίας του. Ἦταν τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἐρ. : Αὐτό εἶναι ἄλλο πράγμα. Ἐκεῖ εἶναι ὁ νοῦς πού ὁρᾶ, πού βλέπει. Ἦταν μιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ αὐτό. Ἕνα ὅραμα. Δέν εἶναι φαντασία αὐτό. Ἐκεῖ ὁ νοῦς ὁρᾶ ἀοράτως, λένε πάλι οἱ Πατέρες. Ὁρᾶ ἀοράτως, βλέπει μή βλέποντας… γιά νά ἐκφράσουν πάλι αὐτό. Γιατί εἶναι ἄλλη ὅραση αὐτή. Δέν ἔβλεπε μέ τήν ἔννοια πού λέμε ὅτι βλέπω τό τάδε πράγμα. Ὁρᾶ ἀοράτως.
Ἐρ. : Γιά τήν προσευχή πού εἴπατε. Πολλές φορές ἐρχόμαστε σέ κατάνυξη, ζοῦμε καί δέν ζοῦμε, βλέπουμε καί δέν βλέπουμε, κάτι παρόμοιο μέ αὐτό πού περιέγραψα πρίν λίγο, αὐτό εἶναι φαντασία;
Ἀπ. : Ἐξαρτᾶται. Αὐτό μπορεῖς νά τό δεῖς μέ τόν Πνευματικό. Βεβαίως λένε οἱ Πατέρες γιά τά δάκρυα εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Λέει ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τά δάκρυα εἶναι σημεῖο ὅτι ἄγγιξε ὁ Θεός τά μάτια σου καί τρέχουν καί πρέπει νά εὐχαριστήσεις τόν Θεό. Μᾶς φέρνει μία συντριβή καί μία μετάνοια. Αὐτό εἶναι βεβαίως τοῦ Θεοῦ δῶρο, ὅταν εἶναι γνήσιο καί ἀληθινό. Γιατί εἶναι καί μερικοί πού εἶναι εὐσυγκίνητοι, εἶναι συναισθηματικά δάκρυα, νά μήν μπερδευόμαστε. Πάντως κι ἄν μᾶς ἔρχονται κάπως συναισθηματικά δάκρυα μποροῦμε νά τά μεταστρέψουμε καί νά προσευχηθοῦμε μέ συντριβή καρδίας καί δάκρυα μετανοίας γιατί αὐτά εἶναι τά δάκρυα πού καθαρίζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν κανείς καθαριστεῖ, μετά ἐρχονται ἄλλα δάκρυα, πού εἶναι δάκρυα ἀγάπης πρός τόν Θεό.
Ἐρ. : Πάτερ, ὅταν ὁ Φίλιππος ρώτησε τόν Χριστό «δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα» (Ἰω. 14,8) καί ἀπάντησε ὁ Χριστός «αὐτός πού εἶδε Ἐμένα, εἶδε τόν Πατέρα». Πῶς μποροῦμε νά τό ὑποθέσουμε αὐτό; Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Χριστό, μπορῶ νά προσεύχομαι στόν Πατέρα; Δηλαδή ἔχουν μία ὄψη;
Ἀπ. : «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. 14,9). Μποροῦμε νά δοῦμε τόν Πατέρα; Τοῦ εἶπε «Κύριε δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα» καί τοῦ λέει τόσο χρόνο εἶμαι μαζί σας καί δέν Μέ γνώρισες; «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καί οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα». Ἐμένα Μέ βλέπεις; Ἐννοοῦσε ὁ Χριστός τήν Θεία Μου φύση τήν βλέπεις; Ὄχι. Πῶς θέλεις νά δεῖς τόν Πατέρα, πού εἶναι κι Αὐτός Θεός ἀόρατος; Τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος αὐτό, δέν εἶναι δική μου ἑρμηνεία. Ἤθελε νά τοῦ πεῖ: οὔτε Ἐμένα βλέπεις, οὔτε τόν Πατέρα μπορεῖς νά δεῖς. Τί ζητᾶς τώρα νά σοῦ δείξω τόν Πατέρα; Ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος. Ἀφοῦ κι Ἐμένα δέν Μέ βλέπεις. Ἔβλεπε τήν ἀνθρώπινη φύση. Δέν ἔβλεπε τήν Θεότητα. Τήν ὑποψιαζόταν τήν Θεότητα ἀπό τά θαύματα καί ἀπό τίς ἐνέργειες πού ἔδειχνε ὁ Θεός, ἀλλά δέν ἔβλεπε τήν Θεότητα. Ἔβλεπε τόν ἄνθρωπο τόν Χριστό, τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει. Ἤθελε νά τοῦ πεῖ οὔτε Ἐμένα μπορεῖς νά Μέ δεῖς ὡς Θεό, οὔτε τόν Πατέρα. Ἡ Θεία φύση εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτη στόν ἄνθρωπο.
Ἐρ. : ….………………
Ἀπ. : Τό ζοῦμε. Δέν μετέχουμε στήν οὐσία Του, μετέχουμε πάντα στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε στή θέωση, στή θεοπτία, ὄτι βλέπει τόν Θεό καί βλέπει τό ἄκτιστο φῶς, μετέχει στή θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅτι ἑνώνεται μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τότε θά γινόταν κατά φύσιν θεός. Δέν γίνεται αὐτό. Μετέχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργειά Του.
Ἐρ. : Ἐπειδή εἴπατε γιά τό ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», θέλω ἄν μπορεῖτε νά μᾶς ἐξηγήσετε, αὐτό εἶναι μιά παρερμηνεία αὐτῶν πού προσπαθοῦν νά κατανοήσουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Θεός εὐσπλαχνίστηκε τόν κόσμο, τόν ἔβαλε κορωνίδα… δηλαδή ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη καί ἔστειλε τόν Υἱό Του μέ θυσιαστικό τρόπο. Μήπως ὑπάρχει πίσω ἀπό τή λέξη τῆς ἀγάπης αὐτό τό μυστήριο ἑνός μέρους τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ;
Ἀπ. : Λέμε στή Θεολογία ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι φυσικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἐκ τῆς οὐσίας. Ἀπό τήν οὐσία εἶναι βεβαίως. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐμεῖς γνωρίζουμε τήν οὐσία, ὅταν μετέχουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι φυσική ἐνέργεια, ἀλλά ἐμεῖς ὅμως δέν μετέχουμε στήν οὐσία. Μετέχουμε στήν ἐνέργεια, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στή φωτιστική ἐνέργεια, στήν καθαρτική ἐνέργεια, στή θεοποιό ἐνέργεια, στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια. Ὑπάρχει ἡ οὐσιοποιός ἐνέργεια πού μᾶς δίνει τήν οὐσία, τήν ὕπαρξη καί σ’ αὐτή μετέχουμε θέλουμε δέ θέλουμε ἐφόσον εἴμαστε στήν ὕπαρξη. Μετέχουμε στή σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε λογική, ἔχουμε σκέψη, αὐτό πού λέμε ‘σοφοί ἄνθρωποι’. Καί σ’ αὐτή μετέχουμε θέλουμε δέν θέλουμε, μᾶς τήν ἔδωσε ὁ Θεός, δέν μᾶς ρώτησε. Στήν θεοποιό ὅμως ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλουμε μετέχουμε. Ἄν θέλουμε πᾶμε στήν Ἐκκλησία, προσευχόμαστε, κοινωνοῦμε. Ἄν δέν θέλουμε, δέν μετέχουμε. Ἄν θέλουμε γινόμαστε ταπεινοί. Ἄν δέν θέλουμε παραμένουμε ἐγωιστές καί ὑπερήφανοι, ὁπότε ὅσες φορές κι ἄν κοινωνήσουμε δέν μετέχουμε στόν Θεό. Γιατί οἱ προϋποθέσεις μετοχῆς στόν Θεό εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη. Βλέπετε, ὁ Θεός πού εἶναι ἀγάπη ζητάει κι ἀπό μᾶς ἀγάπη. Δέν μπορεῖς λ.χ. νά γίνεις κοινωνός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί νά μήν ἔχεις συγχωρέσει τόν ἀδελφό σου. Εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση νά ἔχουμε συγχωρεθεῖ μέ ὅλους, ἄν θέλουμε νά κοινωνήσουμε. Δέν μπορεῖς νά κοινωνήσεις καί νά θέλεις νά κοινωνήσεις μέ τόν Θεό ὄντας ἀσυγχώρητος, χωρίς νά ἔχεις κάνει τό πᾶν δηλαδή γιά νά συμφιλιωθεῖς μέ αὐτόν πού ἔχει κάτι ἐναντίον σου. Ὄχι νά ἔχεις ἐσύ κάτι ἐναντίον τοῦ ἄλλου, αὐτό εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο. Ἀλλά ὁ ἄλλος νά ἔχει κάτι ἐναντίον σου καί νά μήν ἔχεις κάνει τό πᾶν γιά νά συμφιλιωθεῖς. Τότε δέν σέ ὠφελοῦν χίλιες Θεῖες Κοινωνίες… Μᾶλλον σέ βλάπτουν, παίρνεις κατάκριμα.
Ἑπομένως, οἱ ἐνέργειες καί ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας, ἀλλά ἐμεῖς δέν μετέχουμε στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε δέν γνωρίζουμε τίποτε ἀπό τήν οὐσία ,ὅταν μετέχουμε στήν ἀγάπη.
Ἐρ. : Δηλαδή, ἄν κατάλαβα, ἡ μετοχή μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κάποια γεύση, ὄχι ὄμως ἡ οὐσία.
Ἀπ. : Ὄχι στήν οὐσία, βέβαια… ποτέ στήν οὐσία.
Ἐρ. : Τό ἄλλο ἐρώτημα εἶναι ὅσον ἀφορᾶ τό «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17,22). Αὐτή ἡ ἑνότητα πού ζητεῖται οὐσιαστικά ἀπό ἐμᾶς… ἄν μέσα σ’ αὐτή τήν ἑνότητα κρύβεται κάποιο ἀπό τά Μυστήρια καί τῆς Τριαδικότητας πού ὑπάρχει καί κρύβεται πίσω ἀπό αὐτό κάτι ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τῆς θεοποιοῦ οὐσίας πού λέτε…
Ἀπ. : Κρύβεται… μᾶλλον εἶναι προϋπόθεση ἡ μετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πάλι, γιά νά πετύχουμε τήν ἐνότητα. Ὁ Κύριος τό εἶπε, ὅταν προσευχόταν στόν Θεό-Πατέρα, εἶπε «τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς», τήν ἐνέργεια δηλαδή πού ἔχω ὡς Θεός, τήν ἔδωσα στούς Ἀποστόλους, σ’ αὐτούς πού Μοῦ ἔδωσες «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν», γιά νά εἶναι κι αὐτοί ἕνα, ὅπως κι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα. Ἐκεῖνο, δηλαδή, πού μᾶς ἑνώνει μεταξύ μας, κι ἄν θέλουμε νά ἑνωθοῦμε μεταξύ μας, εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν μετέχουμε στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα, οὔτε μέσα στόν γάμο, οὔτε μέσα στό μοναστήρι, οὔτε μέσα στήν ἐνορία, σέ ἕνα προσκύνημα, ἐάν δέν μετέχουμε σ’ αὐτή τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γι΄ αὐτό βλέπετε, ὅτι ὑπάρχει τσακωμός, διχόνοια, βρίσιμο… ἄσχημα πράγματα καί μέσα στίς ἐνορίες καί μέσα στά μοναστήρια καί μέσα στίς οἰκογένειες, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ἑνώνονται μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Δέν μετέχουν στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν μετέχουν; Γιατί δέν θέλουν! Γιατί γιά νά μετέχεις στή δόξα τοῦ Θεοῦ χρειάζονται προϋποθέσεις. Χρειάζεται νά ταπεινωθεῖς, χρειάζεται νά καθαριστεῖς, νά μετανοήσεις δηλαδή. Ἄν δέν μετανοήσεις, δέν πολεμήσεις τά πάθη σου, δέν ἀντισταθεῖς στούς κακούς λογισμούς κατ’ ἀρχήν, δέν ἀντισταθεῖς στόν θυμό, δέν ἀντισταθεῖς στή μνησικακία, σ’ ὅλα αὐτά τά κακά πράγματα, στή φιληδονία, στή φιλαργυρία, στή φιλοδοξία καί σέ νοιάζει τί θά πεῖ ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος, μετά φυσικά δέν μετέχεις στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε δέν μπορεῖς νά κολλήσεις μέ τόν ἄλλον κι ἄς εἶσαι σύζυγος κι ἄς εἶσαι στό ἴδιο μοναστήρι κι ἄς τόν ξέρεις πενήντα καί ἑξήντα χρόνια. Δέν κολλᾶς, δέν γίνεσαι ἕνα. Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν οἱ γάμοι κλπ. Τό μυστικό εἶναι ὅτι δέν μετέχουμε στή δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή δέν ἔχουμε ἐνεργό τή Θεία χάρη, ἡ ὁποία θέλει προϋποθέσεις, γιά νά τήν ἔχουμε ἐνεργό. Θέλει μετάνοια, θέλει μυστηριακή ζωή, θέλει ἀσκητική ζωή. Αὐτές εἶναι οἱ προϋποθέσεις μέ μιά φράση.
Ἐρ. : ….………………
Ἀπ. : Ὄχι, ἁπλῶς παλιά οἱ γυναῖκες δέν εἶχαν χρήματα καί καθόντουσαν ἐκεῖ καί ἔκαναν ὑπομονή. Ἀλλά ὑπῆρχε καί μιά ὁμάδα πού ἦταν πνευματικοί ἄνθρωποι, εἶχαν ἁγιότητα, ἄς ἦταν ἀγράμματοι. Δέν χρειάζονται γράμματα, γιά νά εἶσαι ἅγιος. Χρειάζεται ταπείνωση. Ὑπῆρχαν ἁπλοί ἄνθρωποι πού ζοῦσαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί γιαγιάδες καί παπποῦδες πού ζοῦσαν σωστά… εἶχαν ἀσκητική ζωή. Μέ δυό κρεμμύδια, ἄς ποῦμε, λίγο ψωμί, λίγες ἐλιές καί μιά στάμνα νερό, δούλευε ὅλη τήν ἡμέρα στό κτῆμα ὁ ἄνθρωπος. Δέν δούλευε; Αὐτό τί εἶναι; Ἄσκηση, μεγάλη ἄσκηση εἶναι…. Μερικοί τό ἔκαναν καί ἀπό ἄσκηση. Ὑπῆρχαν καί καλόγεροι μέσα στόν κόσμο. Στήν Κρήτη μοῦ εἶπαν ὑπῆρχε τέτοια παράδοση. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ἀσκητές μέσα στόν κόσμο καί ἔχουν ἐκδοθεῖ βιβλία «Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο». Θά πεῖ κανείς: Μόνο αὐτοί ζοῦσαν; Μόνο αὐτοί… ἤ καί κάποιοι ἄλλοι πού δέν τούς ἔχουμε γνωρίσει ἐνδεχομένως. Τόσο λίγοι; Ναί, τόσο λίγοι. Γιά τόσους λίγους εἶναι ὁ Χριστός; Ὁ Χριστός εἶναι γιά ὅλους ἀλλά ἐμεῖς δέν θέλουμε νά μποῦμε σ’ αὐτή τή διαδικασία.
Τώρα γιατί δέν χώριζαν… σᾶς εἶπα… ἔλεγαν «Ποῦ νά πάω; Θά κάνω ὑπομονή..». Μέσα στήν καρδιά της ἦταν ἕνα μέ τόν σύζυγό της; Δέν μποροῦσε νά εἶναι ἕνα, ἄν δέν εἶχε καί αὐτός καί αὐτή ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό ἤ τουλάχιστον νά εἶχε μπεῖ στή διαδικασία γιά νά καθαρθεῖ, στήν πορεία δηλαδή γιά τήν πλήρη ἕνωση. Δέν μποροῦσαν νά εἶναι ἕνα. Ἁπλῶς ζοῦσαν συμβατικά. Τώρα ἐπειδή ἔβγαλαν τήν γυναῖκα στή δουλειά καί τήν ἐκμεταλεύονται πλέον διπλά καί στή δουλειά καί στό σπίτι καί ἔχει καί κάποια χρήματα, λέει «χωρίζουμε» καί σηκώνεται καί φεύγει. Καί σήμερα οἱ πιό πολλές οἰκογένειες δυστυχῶς διαλύονται ἀπό τίς γυναῖκες. Φαίνεται ὁ διάβολος τίς πλανάει περισσότερο… εἶναι πιό ἀδύναμες… ἀλλά τέλος πάντων.. δέν θέλω νά πῶ ὅτι εἶμαι ἐναντίον τῶν γυναικῶν. Ὄχι. Κι αὐτές εἶναι ἰσότιμες μέ τόν ἄνδρα καί ἔχουν κι αὐτές τήν δυνατότητα νά γίνουν θεοί κατά χάρη, ὅπως καί οἱ ἄνδρες. Ὅμως ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι νά ἐργαστοῦμε σωστά στόν ἑαυτό μας μέ τή μετάνοια καί τήν ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή. Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Εἶναι ἡ θεραπευτική μέθοδος, πού συνέχεια λέμε, κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μπεῖ σ’ αὐτή τή διαδικασία δέν μπορεῖ νά γίνει ἕνα μέ κανέναν, μένει μόνος του. Γι’ αὐτό ἔχουμε τόσους πολλούς μοναχικούς ἀνθρώπους σήμερα. Μοναξιά, λένε. Ναί μοναξιά, δέν εἶσαι ἕνα μέ κανέναν, γιατί δέν ἔχεις μπεῖ σ’ αὐτή τήν θεραπευτική θεραπεία τῆς κάθαρσης, τῆς μετάνοιας. Ὁπότε δέν χωράει μέσα σου ὁ Θεός, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχεις χῶρο. Τόν χῶρο τόν ἔχουν πιάσει τά πάθη, ὁ ἑαυτός σου, ὁπότε μετά δέν ἔχεις τόν συνδετικό κρίκο. Καί βλέπεις νά συζοῦν πέντε καί δέκα χρόνια καί μέ τό πού θά παντρευτοῦν, σέ ἕναν μῆνα ἤ καί σέ μερικές ὧρες χωρίζουν. Γιατί; Δέν γνωριζόντουσαν;! Γιατί λένε ὅτι πρέπει νά γνωριστοῦν… «ἅμα δέν γνωριστῶ, πῶς θά τόν/τήν πάρω;». Νά ὅμως πού δέν εἶναι αὐτό! Νά γνωρίσεις σαρκικά, δηλαδή νά κάνεις πορνεία καί μετά νά περιμένεις νά ἑνωθεῖς. Πῶς θά ἑνωθεῖς; Ἀφοῦ κάνεις ἀκριβῶς τά ἀντίθετα ἀπό τίς προϋποθέσεις γιά νά ἑνωθεῖς, γιά νά πάρεις τή Χάρη. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν οἱ γάμοι.
Ἐρ. : ….………………
Ἀπ. : Ὑπῆρχε κι αὐτό, ναί. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν πιό ἁγνοί, πιό καθαροί καί ἔφταναν σωστά στό Μυστήριο τοῦ γάμου, μέ παρθενία. Δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἄκρατη φιληδονία πού ὑπάρχει σήμερα καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπό τά ζῶα.
Ἐρ. : ….………………
Ἀπ. : Ὅλα ἦταν πιό ἁπλά καί διευκόλυνε ἡ ὅλη ζωή αὐτούς πού εἶχαν καλή διάθεση νά γίνουν πνευματικοί ἄνθρωποι. Σήμερα εἶναι ὅλα ἀνάποδα. Ἀλλά κι αὐτός πού θά ἀγωνιστεῖ σήμερα μέ φιλότιμο, θά πάρει πάρα πολύ μέγάλο μισθό, γιατί ὁ Θεός τό ξέρει ὅτι οἱ συνθῆκες σήμερα εἶναι πολύ δυσκολότερες ἀπό ὅ,τι παλιά. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι τῶν ἐσχάτων χρόνων θά εἶναι οἱ μεγαλύτεροι Ἅγιοι. Γιατί θά εἶναι πολύ δύσκολες οἱ συνθῆκες. Καί ὁ κάθε ἅγιος κρίνεται ἀνάλογα καί μέ τήν ἐποχή του.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε. Ἤθελα νά ρωτήσω κάτι. Ἀπό τήν στιγμή πού μπαίνουμε στήν κάθαρση καί ἀντιλαμβανόμαστε περίπου τί ἐστί Θεός, μπορεῖ κάποιος νά φτάσει στή θέωση μόνο δοξολογῶντας τόν Θεό; Δηλαδή ὅλα τά στάδια: κάθαρση, φωτισμός, θέωση, μπορεῖ κάποιος νά τά περάσει δοξολογῶντας, ἀφοῦ ἀντιληφθεῖ ὅλα αὐτά τά καλά πού μᾶς δίνει ὁ Θεός;
Ἀπ. : Ἐννοεῖται ὄχι μόνο μέ τό στόμα, θά τόν δοξολογεῖ καί μέ τήν ζωή του..
Ἐρ. : Ναί, ἐννοεῖται…
Ἀπ. : Δηλαδή θά τηρεῖ τίς ἐντολές. Αὐτό ἐννοῶ δοξολογῶ. Γιατί, δοξάζω τόν Θεό σημαίνει ζῶ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τότε δοξάζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Τότε βέβαια σώζεται. Φυσικά.
Ἐρ. : Χωρίς νά λέει τήν εὐχή… Ἁπλά κάνοντας μιά ζωή ἀσκητική, ὅπως εἴπατε, νιώθοντας τί εἶναι ὁ Θεός…
Ἀπ. : Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἐντολή…
Ἐρ. : Εἶναι ἐντολή.
Ἀπ. : Εἶναι ἐντολή, δέν εἶναι ἐπιλογή… ἄν θέλω τήν κάνω. Ἄν θέλεις νά σωθεῖς, πρέπει νά προσεύχεσαι.
Ἐρ. : Εἶναι πακέτο δηλαδή…
Ἀπ. : Σωστά τό λές… εἶναι θεραπευτικό πακέτο.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Τελευταῖα ἀκούσαμε κάποια γεγονότα… ἕνα διαστημόπλοιο ταξίδευε χρόνια, ἔφτασε σ’ ἕναν κομήτη, θά πάρουν ἀπό κεῖ κάποια στοιχεῖα γιά τήν ἀρχέγονη λέει δημιουργία τοῦ σύμπαντος… ἀκούσαμε ὅτι βρέθηκε ὁ σκελετός στήν Ἀμφίπολη σ’ ἕναν τάφο, μπορεῖ νά εἶναι τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου… θά ἀνακαλύψουν ἀπό τό DNA σέ ποιόν ἀνήκει… Τά λέω ὅλα αὐτά, γιά νά μᾶς πεῖτε πῶς συνδέεται ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἐξέλιξη, ἡ τεχνολογία μέ τόν Θεό; Ὁ Θεός παραχωρεῖ στόν ἄνθρωπο νά φτάσει τόσο μακρυά; Δισεκατομμύρια λέει χιλιόμετρα… καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν πλανῆτες καί γαλαξίες κιόλας κι ἄν ὑπάρχει ζωή καί ἀλλοῦ κλπ. Παραχωρεῖ ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο νά φτάσει τόσο μακρυά ἤ δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ;
Ἀπ. : Φυσικά ὅ,τι γίνεται, γίνεται εἴτε κατά εὐδοκία εἴτε κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει κάτι πού νά γίνεται χωρίς τόν Θεό, χωρίς τήν εὐδοκία ἤ τήν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Τώρα, τό ἐρώτημα εἶναι, ἄν εὐαρεστεῖται σ’ αὐτά, ἄν τά θέλει μέ τήν «καρδιά» Του ἄς ποῦμε… γιατί ὁ Θεός εἴπαμε δέν ἔχει καρδιά, εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα ἀπό ἐμᾶς.
Ἄν δοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη – γιά τήν τεχνολογία πού εἴπατε. Ποιοί βρῆκαν πρῶτοι τήν τεχνολογία ξέρετε; Τά παιδιά τοῦ Κάιν, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν, αὐτοί δηλαδή πού εἶχαν φύγει ἀπό τόν Θεό. Αὐτοί ἦταν οἱ πρῶτοι τεχνολόγοι, πού ἀσχολήθηκαν μέ τόν σίδηρο, ἔφτιαξαν κάποια τεχνολογικά ἀντικείμενα. Καί αὐτοί ἦταν πού ἔφτιαξαν καί τόν Πύργο τῆς Βαβέλ. Τί ἦταν ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ; Ἡ διάθεση πού εἶχαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά ποῦνε «δέν Σέ ἔχουμε ἀνάγκη Θεέ, μποροῦμε νά φτιάξουμε ἕναν πύργο πού νά φτάνει μέχρι Ἐσένα καί ν’ ἀφήσουμε καί ὄνομα στούς μεταγενέστερους». Κενοδοξία! Πίσω δηλαδή ἀπό ὅλη αὐτή τήν λατρεία θά ἔλεγα τῆς ἐπιστήμης, πού ἔχει ὄντως καταντήσει λατρεία… εἶναι ἡ σύγχρονη θεά ἡ ἐπιστήμη. Παλιά, στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή εἶχαμε τόν Δωδεκάθεο κλπ, τώρα ἔχουμε θεό τήν ἐπιστήμη. Ἄν κάτι τό εἶπε ἡ ἐπιστήμη, τελειώσαμε. Κρύβεται λοιπόν ἀπό πίσω ἕνας μεγάλος ἐγωισμός, μιά μεγάλη ὑπερηφάνεια. Καί κάτι ἄλλο κρύβεται… ἕνας ἀνθρωποκεντρισμός, ὅτι κέντρο ὅλων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι ὁ Θεάνθρωπος. Ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία κέντρο ὅλων εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός δηλαδή. Κάνουμε δηλαδή ἄλλο κέντρο, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πού εἶχαν καί καλά πράγματα ἀλλά ἔλεγαν «μέτρον πάντων ὁ ἄνθρωπος». Εἶχαν αὐτό πού λέμε σήμερα οὐμανισμός, ἀνθρωποκεντρισμός. Καί ὁ ἀνθρωπισμός, γιά τόν ὁποῖο μιλᾶνε πολύ σήμερα, οὐσιαστικά εἶναι ἀνθρωποκεντρισμός, δηλαδή βάζεις κέντρο τόν ἄνθρωπο καί οὐσιαστικά κάνεις εἰδωλοποίηση τοῦ ἀνθρωπου. Κάνεις τόν ἄνθρωπο θεό, εἰδωλοποιεῖς τόν ἑαυτό σου, γίνεσαι αὐτείδωλο, ὅπως λέμε στόν Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, τήν ε΄ ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν. Κάνει ὁ ἄνθρωπος θεό τόν ἑαυτό του δηλαδή. Ὁπότε κρύβεται αὐτή ἡ πολύ μεγάλη παγίδα. Ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά κάνουμε τεχνολογία οὔτε πολιτισμό, ὅπως τόν ἐννοοῦμε ἐμεῖς, ἀεροδρόμια, ἀνέσεις, κομφόρ, αὐτοκίνητα, διαστημόπλοια… Ἀλλά τί μᾶς εἶπε; Νά μετανοήσουμε, μᾶς εἶπε. Αὐτό δέν ἦταν τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ; «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 4,17). Αὐτό μᾶς εἶπε νά κάνουμε. Θά πεῖς: – Εἶναι κακό νά βελτιώσουμε λίγο τήν ζωή μας ἐδῶ; Θά ἔλεγα, μέχρις ἑνός ὁρίου δέν εἶναι τόσο κακό, ἀλλά νά μήν ἐμποδίζει τήν μετάνοια, νά μήν ἐμποδίζει τήν ταπείνωση δηλαδή. Γιατί, ἄν ἀφεθεῖ ἀνεξέλεγκτη ἡ τεχνολογία καί ἡ λατρεία τῆς τεχνολογίας, μετά καταντᾶμε σ’ αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, στήν εἰδωλοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἔχει πάθει ἡ Εὐρώπη. Ἡ Εὐρώπη, ἡ «Λευκή Δαιμονία», ὅπως λένε οἱ σύγχρονοι Πατέρες, ἔχει πέσει στόν ἀνθρωπισμό, στόν οὐμανισμό, στόν ἀνθρωποκεντρισμό. Ἔχει κάνει εἴδωλο-θεό τόν ἄνθρωπο καί ἔχουμε ὅλα αὐτά πού ἔχουμε… πού ἔριχναν βόμβες στούς Σέρβους οἱ «χριστιανοί» Ἄγγλοι καί ἔγραφαν πάνω Καλό Πάσχα, πρίν λίγα χρόνια. Αὐτός εἶναι ἀνθρωπισμός… Δέν ἔχουμε κέντρο τόν Θεάνθρωπο, ἔχουμε κέντρο τόν ἑαυτό μας.
Ὅταν λοιπόν λατρέψουμε ἔτσι τά πράγματα καί τήν τεχνολογία, γινόμαστε εἰδωλολάτρες. Ὁπότε ὑπάρχει αὐτός ὁ μέγας κίνδυνος. Τό ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά, ἐδῶ εἴμαστε σάν ταξιδιῶτες, περαστικοί καί πᾶς στό ξενοδοχεῖο νά μείνεις τό βράδυ, δυό βράδια… καί νά φύγεις. Ὅταν πᾶς στό ξενοδοχεῖο, κοιτᾶς νά τό βελτιώσεις; Νά τό περιποιηθεῖς; Νά τό κάνεις μιά ἀνακαίνιση; Ἤ νά τό γκρεμίσεις γιά νά φτιάξεις ἕνα καινούριο;! Λές νά περάσουν δυό βραδιές, νά φύγω, νά τελειώνουμε! Ἔτσι δέν εἶναι; Ἔτσι εἴμαστε ἐδῶ στή γῆ. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε νά περάσουμε ὅπως-ὅπως, πρόχειρα δηλαδή… σέ μιά σπηλιά, σέ ἕνα δέντρο ἄλλος, σέ μιά σκηνή ὁ Ἀβραάμ, πού ἦταν καί πλούσιος καί θά μποροῦσε νά ἔχει σπίτι σπουδαῖο… σέ σκηνή ἔμενε γιά νά ἐκφράσει ὄτι εἴμαστε ταξιδιῶτες, παροδικοί, περαστικοί, δέν πρέπει νά κολλήσουμε σ’ αὐτά τά γήινα.
Ἡ τεχνολογία καί ὅλα αὐτά σέ κολλᾶνε στή γῆ καί οὐσιαστικά ὑπηρετοῦν τήν φιλαυτία. Νά πατᾶς κουμπιά. Μόνο μέ κουμπιά νά κάνεις ὅλες τίς δουλειές. Μετά τί θά γίνει; Θά ἀρρωστήσεις. Γιατί τό σῶμα εἶναι φτιαγμένο νά κινεῖται. Δέν εἶναι φτιαγμένος ὁ ἄνθρωπος νά πατάει κουμπιά ζῶντας ἔτσι. Σήμερα τά παιδιά εἶναι χαμένα πίσω ἀπό μιά ὀθόνη, τό κινητό καί τόν ὑπολογιστή. Καί στό δρόμο περπατοῦν καί κοιτᾶνε τό κινητό τους. Ἤ κάθονται δίπλα-δίπλα καί δέν μιλᾶνε μεταξύ τους, ὁ καθένας κοιτάει τό κινητό του. Δηλαδή καταστρέφονται καί οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μέ τήν τεχνολογία καί ἐπικοινωνοῦμε μέ τά μηχανήματα καί ὄχι ζωντανά, νά μιλήσουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, νά δοῦμε ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, νά γίνουμε «πρόσωπο». Πρόσωπο τί θά πεῖ; Πρός καί ὄψη. Νά βλέπεις τόν ἄλλον. Πρός καί ὁράω-ὁρῶ, νά βλέπεις ἀπέναντί σου τόν ἄλλον καί τόν Ἄλλον. Κι αὐτό βέβαια μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται, ὅταν μετέχουμε στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅταν βρεῖς τόν Θεό, τότε βρίσκεις καί τόν πλησίον. Ἄν δέν ἔχεις βρεῖ τόν Θεό οὔτε τόν ἄλλον τόν ἔχεις βρεῖ. Εἶσαι χωρισμένος καί ἀπό τόν ἄλλον, τόν ὁποιοδήποτε ἄλλον.
Ἔρχεται τώρα ἡ τεχνολογία καί σοῦ λέει δέν χρειάζεσαι τόν ἄλλον, πάρε ἕνα μηχάνημα καί ἀσχολήσου μ’ αὐτό. Καί ζεῖς σ’ ἕναν εἰκονικό κόσμο, σέ μιά εἰκονική πραγματικότητα, ὅπως λένε καί οἱ ἐπιστήμονες, φανταστικό κόσμο. Νά ὁ διάβολος, ἡ φαντασία πού λέγαμε προηγουμένως. Βλέπετε πῶς κρύβεται; Καί σοῦ λέει: θά σοῦ δώσω ἐγώ παρηγοριές… καί σοῦ δίνει ὅλο καινούρια πράγματα. Ἡ τεχνολογία συνέχεια ἀλλάζει, νά παίρνεις συνέχεια καινούρια πράγματα καί δέν μένει οὔτε δευτερόλεπτο νά σκεφτεῖς τήν ψυχή σου… γιατί εἶμαι ἐδῶ… γιατί ὑπάρχω… ποιός εἶναι ὁ ρόλος μου… ν’ ἀπαντήσεις τά ὑπαρξιακά σου ἐρωτήματα. Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τό ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ φιλόσοφοι, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ξέρει γιατί ζεῖ, ποιός εἶναι ὁ σκοπός του. Δέν ἔχει ἀπαντήσει στό στοιχειῶδες αὐτό ἐρώτημα. Ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου; Γιατί εἶμαι ἐδῶ, γιατί ὑπάρχω;
Ἐρ. : Αὐτό εἶναι δύσκολο. Εἶναι δύσκολος δρόμος…
Ἀπ. : Ναί, ἀλλά τό ἄλλο δέν εἶναι πιά ζωή. Κι ἐπειδή εἶναι δύσκολο… Ἀκριβῶς γιά τά δύσκολα εἴμαστε, τά ὁποῖα τελικά δέν εἶναι δύσκολα, γιατί ὅταν κανείς βρεῖ τόν Θεό, μετά ἀναπαύεται. Ὅταν κοποῦν τά πάθη, φτάνεις στήν κατάπαυση. Τό δύσκολο εἶναι τώρα μέσα στά πάθη. Γιατί τά πάθη εἶναι δεσμά, εἶναι ἀλυσίδες, εἶναι βάσανα τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκλάβος. Ὅταν ἐλευθερωθεῖς, τότε ἀναπνέεις πραγματικά. Μέσα στήν Ἐκκλησία οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι ποιοί εἶναι; Οἱ πλούσιοι; Οἱ φιλήδονοι; Οἱ θυμώδεις; Οἱ τεχνολόγοι καί οἱ κομπιουτεράδες; Ποιοί εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένοι; Οἱ Ἅγιοι εἶναι! Μακάριος λέμε, μακάριος Πέτρος… Μακάριος θά πεῖ ἀπόλυτα εὐτυχισμένος. Αὐτοί δέν εἶχαν προβλήματα; Δέν εἶχαν δυσκολίες; Δέν εἶχαν αὐτά πού ἔχουμε κι ἐμεῖς; Τά πάντα εἶχαν καί χειρότερα εἶχαν, γιατί τούς κυνηγοῦσαν καί οἱ δαίμονες καί οἱ «ὑπάλληλοι» τῶν δαιμόνων, οἱ ἄνθρωποι. Κι ὅμως ἦταν μακάριοι, ζοῦσαν αὐτή τήν μακαριότητα, τήν εὐτυχία, τήν χαρά τήν ἀληθινή. Γιατί; Γιατί ἦταν μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀπόλυτα μακάριος καί ὁ καρπός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη.. καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Ὁπότε τό δύσκολο εἶναι νά ζεῖς χωρίς αὐτό.
Αὐτό πού ζεῖ δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό, εἶναι τό δύσκολο. Βλέπετε πῶς ὁ διάβολος διαστρέφει τά πράγματα καί λέει μήν πᾶς στόν Θεό, εἶναι δύσκολο. Ἐνῶ αὐτό εἶναι τό φυσικό μας. Τό πραγματικά εὔκολο καί χαρούμενο εἶναι νά βρεῖς τόν Θεό, γιατί θά βρεῖς τήν χαρά, θά βρεῖς τά πάντα. Ἕνας πού ζεῖ μακρυά ἀπό τόν Θεό, ἔλεγε ἕνας ἱερωμένος, ἱεροκήρυκας, εἶναι σάν τόν ἄνθρωπο πού περπατάει μέ τά χέρια. Εἶναι φυσιολογικό νά περπατᾶς μέ τά χέρια; Δέν εἶναι φυσιολογικό. Εἶναι κουραστικό; Πάρα πολύ κουραστικό. Ὅταν κάνει τήν κίνηση καί περπατήσει ἀνάποδα, λέει «γιατί δέν τό ἔκανα τόσα χρόνια;». Γιατί ὁ διάβολος τοῦ ἔλεγε: «Μή γυρνᾶς, ὅλοι μέ τά χέρια περπατᾶνε. Δύσκολο εἶναι νά γυρίσεις ἀνάποδα..». Καί μᾶς ξεγελάει ἔτσι. Μιά ζωή τήν περνᾶμε στά βάσανα, ἐνῶ μᾶς ἔχει καλέσει ὁ Θεός νά ζήσουμε αὐτή τήν μακαριότητα, νά χαροῦμε τήν ζωή, νά ἔχουμε περίσσεια ζωῆς ἐδῶ καί τώρα. Ὄχι στήν ἄλλη ζωή. Ἐδῶ καί τώρα νά ζεῖς τήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά τοῦ Θεοῦ.
Κάνετε αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, μαζεύετε τόν νοῦ σας μέσα σας, νά δεῖτε τί χαρά θά βρεῖτε. Μόνο πού θά μαζέψετε τόν νοῦ σας μέσα σας… Νά αὐτοσυγκεντρωθεῖς καί ἐκεῖ μέσα νά βάλεις τόν νοῦ σου νά προσεύχεται στόν Θεό, νά μιλήσει στόν Θεό. Αὐτό τό ἁπλό πράγμα. Σκέψου αὐτό νά τό κάνεις συνέχεια… Αὐτό ζοῦσαν οἱ ἅγιοι. Γιατί πήγαιναν στίς ἐρημιές; Ἦταν ἰδιόρρυθμοι; Ὄχι! Γιά νά ἔχουν ἡσυχία καί νά μποροῦν συνέχεια νά κάνουν αὐτό τό πράγμα, νά εἶναι μέσα τους, νά εἶναι συγκεντρωμένοι στόν ἑαυτό τους καί νά μιλᾶνε στόν Θεό. Γι’ αὐτό πήγαιναν στίς ἐρημιές. Γιατί, ὅσο θέλεις νά μιλᾶς καί νά συναναστρέφεσαι, βέβαια μετά δέν μπορεῖς νά συγκεντρωθεῖς μέσα σου. Μετά εἶσαι χύμα, ἔξω… χυμένος στίς αἰσθήσεις, στά εἴδωλα τοῦ κόσμου. Μετά λές «δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ». Καί βέβαια δέν μπορεῖς… Ἅμα δέν σταματάει τό στόμα ὅλη μέρα, δέν μπορεῖς…
Ἐρ. : Πάτερ, λέει π.χ. «ὅλη μέρα μόνη μου εἶμαι, δέν μιλάω, ἡ τηλεόραση παίζει…». Πάλι λόγια δέν εἶναι;
Ἀπ. : Πάλι ἔξω εἴμαστε. Δέν εἴμαστε μέσα στόν ἑαυτό μας. Εἴμαστε χυμένοι στίς αίσθήσεις. Κοιτᾶξτε ἕνα ὡραῖο πού λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὁ θάλαμος τῆς καρδιᾶς εἶναι οὐράνιος θάλαμος. Ἄν μπεῖς μέσα στήν καρδιά σου, ἐκεῖ μέσα θά ἀνακαλύψεις ὅτι εἶναι καί ἡ σκάλα πού σέ πάει στόν θάλαμο τοῦ οὐρανοῦ! Γιατί ἐκεῖ μέσα στήν καρδιά σου εἶναι ὁ Θεός. Ἄν πετύχεις νά μπεῖς μέσα στήν καρδιά σου -καί δέν εἶναι δύσκολο- καί ἐκεῖ μέσα νά βάλεις τόν νοῦ σου νά προσεύχεται, ἐκεῖ μέσα θά βρεῖς τόν Θεό. Καί θά γίνει τόσο μεγάλη χαρά, λένε οἱ Πατέρες, ὅσο δέν ἔχει ἕνας ξενιτεμένος πού γυρνάει μετά ἀπό χρόνια στό σπίτι του καί βρίσκει τήν οἰκογένειά του. Πόση χαρά θά ἔχει αὐτός! Πολύ περισσότερη χαρά, λένε, θά ἔχεις ἐσύ πού μπαίνεις ἐκεῖ μέσα καί βρίσκεις τό σπίτι σου… Γιατί τό σπίτι μας εἶναι ἡ καρδιά μας καί δέν εἶναι τό περιβάλλον. Ἀλλά βλέπετε ὁ διάβολος σοῦ λέει: νά φτιάξεις τό περιβάλλον… τεχνολογία, οἰκολογία.. «Φτιάξε τό περιβάλλον καί θά εἶσαι εὐτυχισμένος». Εἴδατε ξεγέλασμα; Ἐνῶ πρέπει νά μπεῖς μέσα σου, γιά νά γίνεις εὐτυχισμένος, νά βρεῖς τόν Θεό δηλαδή πού εἶναι μέσα σου. Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν» (Λουκ. 17,21). Δέν εἶπε ὅτι εἶναι γύρω σου, φτιάξε τά γύρω σου. Εἶπε ὅτι εἶναι μέσα σου.
Ἐρ. : Πάτερ, ἐάν πᾶμε σέ μιά Ἐκκλησία καί συναντήσουμε μία εἰκόνα μέ τό περιστέρι, τήν προσκυνᾶμε ἤ δέν τήν προσκυνᾶμε;
Ἀπ. : Ἐγώ δέν τήν προσκυνάω. Προσκυνᾶμε κάτι πού εἶναι εἰκόνα. Αὐτό δέν εἶναι εἰκόνα ὀρθόδοξη. Δέν ἐκφράζει ὀρθόδοξη θεολογία, ἐκφράζει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Εἶναι σάν νά λέτε ὅτι συμφωνῶ μέ τόν Ἄρειο. Ἔ, δέν συμφωνοῦμε μέ τόν Ἄρειο. Ὁ Ἄρειος εἶναι αἱρετικός.
Ἐρ. : Τῆς Ἀναστάσεως πού βγαίνει μέ τούς στρατιῶτες..;
Ἀπ. : Καί αὐτή μέ τό σημαιάκι δέν εἶναι ὀρθόδοξη.
Ἐρ. : Στήν Ἀνάσταση βγαίνει αὐτή…
Ἀπ. : Σᾶς εἶπα ὑπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα… Μέ ὅλα βέβαια θά ἀσχοληθοῦμε… ἀλλά ἄς κάνουμε τά βασικά. Κατ’ ἀρχήν νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τόν διπλανό μας. Αὐτά πού εἴπαμε ἐδῶ, ἐσεῖς πρέπει νά τά πεῖτε στόν ἱερέα σας, ἄν ἔχει στήν ἐνορία σας μιά τέτοια εἰκόνα. Μήν κάνετε τόν δάσκαλο.. κάντε το σάν ἐρώτηση: – Πάτερ, εἶναι σωστή αὐτή ἡ εἰκόνα; Θέλει τρόπο… Νά μπεῖ ἕνας καλός προβληματισμός. Ἀλλά, σᾶς εἶπα, εἶναι ἄλλα πολύ χειρότερα πού πρέπει νά διορθώσουμε, πάρα πολύ χειρότερα, στά ὁποῖα δέν εἴμαστε σύμφωνοι μέ τούς Ἁγίους Πατέρες. Θά μᾶς πεῖ ὁ Χριστός μας «καί τοῦτο ποιῆσαι κἀκεῖνα μή ἀφιέναι» (Ματθ. 23,23).
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου