Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

α. Σχέση Θεοῦ καί κτίσης, β. Ἡ θέωση Πατερική Θεολογία, 15ο Μέρος, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:α. Σχέση Θεοῦ καί κτίσης, β. Ἡ θέωση

Πατερική Θεολογία, 15ο Μέρος

Ὁμιλίαστίς 09-11-2014

Ἔχουμε πεῖ πολλές φορές ἐδῶ σ’ αὐτά τά μαθήματα πού κάνουμε ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος, εἶναι ἀκατάληπτος, εἶναι ἀπερινόητος, εἶναι ἀόρατος. Ὅλα αὐτά πάλι δέν περιγράφουν τόν Θεό, ἀλλά μᾶς λένε τί δέν εἶναι ὁ Θεός, γιατί μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων-δημιουργημάτων, δηλαδή ἀνθρώπων καί ὅλου τοῦ σύμπαντος δέν ὑπάρχει καμιά ὁμοιότητα. Δέν μποροῦμε νά βροῦμε κάτι δηλαδή, εἴτε πρᾶγμα, εἴτε καί λέξη ἀκόμα, πού νά μᾶς λέει τί εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦμε πολλά ὀνόματα, πολλές λέξεις, πολλούς προσδιορισμούς καί πάλι δέν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, γιατί δέν ὑπάρχει καμία, μά καμία, ἀναλογία μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων-δημιουργημάτων. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε δημιουργήματα. Ὁ Θεός εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα… Δέν ὑπάρχει καμία λοιπόν ἀναλογία μεταξύ κτιστοῦ καί ἄκτιστου. Τό ἄκτιστο εἶναι ὁ Θεός καί τό κτιστό εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ὅλο τό σύμπαν.

Ὑπῆρξαν ὅμως κάποιοι πού θεώρησαν καλό νά ποῦν ὅτι ὑπάρχουν κάποιες ἀναλογίες, αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶδαν τήν Θεολογία ὡς φιλοσοφία. Αὐτή -ἄς τό ποῦμε- ἡ προσπάθεια ὀνομάζεται μεταφυσική θεώρηση τῆς Θεολογίας. Ἡ μεταφυσική, θά λέγαμε ἁπλά, εἶναι ἡ φιλοσοφική θεώρηση τῆς Θεολογίας. Κάνουμε καί τήν Θεολογία μία φιλοσοφία, τό ὁποῖο βεβαίως δέν ἔχει γίνει στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ἔχει γίνει στήν παράδοση τῆς Δύσης. Γι’ αὐτό θά ἀκοῦτε -καμιά φορά τό χρησιμοποιοῦν λανθασμένα καί ὀρθόδοξοι- ὅτι ὑπάρχουν ἀξίες. «Ὁ Θεός εἶναι μιά ἀξία», ἤ «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιά ἀξία». Ὁ Θεός δέν εἶναι μιά ἀξία. Ὁ Θεός εἶναι Πρόσωπο καί εἶναι τελείως ἄγνωστο καί ἀκατάληπτος στήν οὐσία Του σέ μᾶς.


Οἱ Δυτικοί εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν «δύο ἀναλογίες, δύο διαφορετικές συσχετίσεις» ἀνάμεσα στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Εἶναι λανθασμένα ὅλα αὐτά, γι’ αὐτό δέν τά ἔχουμε στήν Ὀρθοδοξία, ἁπλῶς τά λέω γιά νά τά ξέρετε γνωσιολογικά. «Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου ἤ μεταξύ κτισμάτων καί Θεοῦ οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει». Οἱ ἀρχαῖοι ἔκαναν αὐτό τό μπέρδεμα: ἔφτιαχναν ἕνα ἄγαλμα καί ἔλεγαν ὅτι αὐτό εἶναι θεός, ὁ Δίας ἄς ποῦμε, καί σοῦ ἔδειχναν τό ἄγαλμα τοῦ Δία. Αὐτοί δέν ἔλεγαν ἁπλῶς ὅτι ὑπῆρχε σχέση, ἀλλά ταυτίζανε τό ἄγαλμα μέ τόν Θεό καί ἔλεγαν ὅτι Θεός εἶναι αὐτό τό ἄγαλμα καί πήγαιναν σ’ αὐτό τό ἄγαλμα νά προσευχηθοῦν. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια τῆς θρησκείας, ἡ ταύτιση κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, δηλαδή κάνουμε θεούς πράγματα κτιστά, δημιουργήματα. Τά δημιουργήματα τά κάνουμε Θεό, Δημιουργό.

«Δέν ὑπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, πού σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε μέσω τῶν κτισμάτων νά γνωρίσουμε τό ἄκτιστο, δηλαδή τόν Θεό, Αὐτόν ἤ τήν ἐνέργειά Του». Οὔτε ἀκόμα μέσα ἀπό τά βιβλία, οὔτε μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, δηλαδή νά ἔχουμε σαφή θά λέγαμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Λέμε κάποια πράγματα, κάποιες λέξεις καί μέ τά βιβλία καί τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί αὐτές οἱ λέξεις κτιστές εἶναι. Δέν περιγράφουμε πραγματικά τόν Θεό. Δέν μᾶς λένε τί εἶναι ὁ Θεός… οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ὁ Θεός… Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ὁ Θεός οὔτε τά λόγια εἶναι ὁ Θεός ἤ περιγράφουν τόν Θεό πραγματικά.

Στήν Δύση ὑπάρχουν «δύο μορφές, δύο ἀναλογίες: ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος καί ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως». Ἔτσι τά λένε αὐτοί. Νά μή σᾶς μπερδέψω πολύ μ’ αὐτά. Ἀρκεῖ νά ποῦμε ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν φιλοσοφία, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί τόν Πλάτωνα καί εἶπαν αὐτά τά πράγματα. Ὁ Πλάτωνας εἶχε μιά θεωρία ὅτι ὑπάρχουν δύο κόσμοι. Αὐτό τό λέω γιά νά ξέρετε ὅτι ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν 7η Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ θεωρία τοῦ Πλάτωνα. Δέν εἶναι σωστή. Ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει ἕνας κόσμος πού βλέπουμε, ὁ ὑλικός κόσμος, ὁ φυσικός κόσμος καί ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος κόσμος πού δέν βλέπουμε, ὁ ἰδεατός κόσμος, ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν, τῶν ἀρχετύπων, ἔτσι τά ἔλεγε, ἀρχέτυπα, πρότυπα δηλαδή. Τά ὁποῖα πρότυπα καθόριζαν τί ὑπάρχει σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος συνέχεια μεταβάλλεται, ρέει. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος «τά πάντα ρεῖ». Ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν πού τόν καταλαβαίνουμε μέ τήν λογική, ἀλλά ὄχι μέ τίς αἰσθήσεις, κανονίζει ὑποτίθεται αὐτόν τόν φυσικό κόσμο. Αὐτή ἡ διδασκαλία εἶναι πλανεμένη. Δέν ὑπάρχει κόσμος τῶν ἰδεῶν. Ὑπάρχει ὁ Θεός καί ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τύχη ὑπάρχει, οὔτε εἱμαρμένη ὑπάρχει, οὔτε κάτι ἄλλο. Ὑπάρχει ὁ Θεός καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθορίζει τά πάντα καί προνοεῖ γιά τά πάντα καί συγκροτεῖ τά πάντα. Ὑπάρχουν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες δημιούργησαν τόν κόσμο καί συντηροῦν τόν κόσμο. Καί δημιούργησαν καί ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους καί συντηροῦν καί ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους.

«Ἡ διδασκαλία περί ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Νεοπλατωνικῶν», πού ἦρθαν μετά τόν Πλάτωνα, «ἐπίσημα καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», τήν πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, «ὑπάρχει ἡ ἐπίσημη καταδίκη αὐτῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Νεοπλατωνικῶν καί ἀναθεματίζονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπίσημα πλέον, ὅσοι παραδέχονται αὐτήν τήν διδασκαλία περί ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνος. Καί τοῦτο διότι ἡ Πλατωνική ἀντίληψις περί Θεοῦ εἶναι καθαρά ἀνθρωπομορφική». Τόν Θεό, θά λέγαμε πολύ ἁπλά, Τόν παρουσιάζει σάν ἕναν ἄνθρωπο καί δίνει ἰδιότητες ἀνθρώπινες.

«Ἡ περί τῶν ἀρχετύπων εἰδῶν στόν νοῦν τοῦ Θεοῦ διδασκαλία αὐτή καταργεῖ οὐσιαστικά τήν Θεία ἐλευθερία καί ἀποτελεῖ τήν ὅλη γνωσιολογική βάση τῆς λεγομένης Σχολαστικῆς θεολογίας καί φιλοσοφικῆς παραδόσεως, δηλαδή τῆς θεολογίας τῶν Παπικῶν, κατά τήν ὁποία πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει μία ἀναλογία τοῦ ὄντος καί μία ἀναλογία τῆς πίστεως μεταξύ τῶν κτιστῶν οὐσιῶν καί τῶν ἀκτίστων ἀρχετύπων εἰδῶν ἤ ἰδεῶν ἤ λόγων, πού ὑποτίθεται ὅτι ὑπάρχουν μέσα στόν νοῦν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, κατ’ αὐτούς, μπορεῖ κανείς νά ἐξιχνιάσει τά περί τῆς Θεία οὐσίας, ἐάν διεισδύσει εἰς τήν οὐσίαν καί εἰς τήν καθ’ ὅλου ἔννοιαν τῶν ὄντων μέσω τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς». Δηλαδή, προσπαθοῦν οἱ Δυτικοί – καί αὐτή εἶναι ἡ Σχολαστική φιλοσοφία- μέ τήν λογική νά μποῦν μέσα στόν Θεό καί νά καταλάβουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας καί τήν θεωρία αὐτή τοῦ Πλάτωνος πού εἴπαμε καί αὐτές τίς δύο θεωρήσεις ὅτι ὑπάρχει συσχέτιση, ὅτι ὑπάρχει θεωρία ὄντος καί ἀναλογία τῆς πίστεως.

«Αὐτή, ὅμως, ἡ διδασκαλία καταδικάστηκε άπό τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν 7η Οἰκουμενική Σύνοδο καί καθιερώθηκε μ’ αὐτό τόν τρόπο καί καθιερώνεται ἡ Πατερική ἄποψη ὅτι μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστου, μεταξύ κτισμάτων καί Θεοῦ, δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης. Αὐτή τήν Πλατωνική ἀντίληψη περί Θεοῦ τήν ἀκολούθησε ὁλόκληρη ἡ Δυτική παράδοσις». Ὑπῆρχε καί ἕνας ἄλλος φιλόσοφος πού ὀνομαζόταν Γουλιέλμος Ὄκκαμ, ὀ ὁποῖος «δέν κατήργησε τήν ἀναλογία τῆς πίστεως». Κατήργησε τή μία ἀπό τίς δύο συσχετίσεις μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων, ἀλλά ὄχι τήν ἀναλογία τῆς πίστεως, ἡ ὁποία γι’ αὐτόν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή». Τί λέει αὐτός; Στήν Ἁγία Γραφή «περιγράφονται τά τοῦ Θεοῦ ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα». Δηλαδή, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ἀναλογία, ὅτι μποροῦμε μέ τίς λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά καταλάβουμε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι, δέν μποροῦμε, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος. Δέν μποροῦμε νά Τόν καταλάβουμε οὔτε μποροῦμε νά τόν παρομοιάσουμε μέ κάτι. Αὐτός λέει: «μόνο μέσω τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ κανείς νά γνωρίσει τόν Θεόν».

Μετά ἀπό αὐτόν ἔχουμε τούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι δέχονται μόνο τήν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ ἀπορρίπτουν τελείως τήν Ἱερά Παράδοση. Ὁ ἱδρυτής τους, ὁ Λούθηρος, ἀκολουθοῦσε αὐτή τήν ἀναλογία τῆς πίστεως. Βέβαια ὁ Λούθηρος εἶχε πεῖ καί κάτι σωστό, ὅτι ὑπάρχουν δύο πίστεις. «Ἡ μία πίστη εἶναι ἡ ἐγκεφαλική πίστη, τῆς λογικῆς ἀποδοχῆς. Κατ’ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχεται κάτι μέ τήν λογική του καί πιστεύει σ’ αὐτό πού ἀποδέχεται. Αὐτή ὅμως δέν εἶναι ἡ πίστη πού δικαιώνει τόν ἄνθρωπο. Ὅταν λέγει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ ἄνθρωπος διά μόνης τῆς πίστεως σώζεται», τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τήν πίστη τῆς λογικῆς ἀποδοχῆς», ἁπλῶς ἀποδέχομαι λογικά ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός. Ὁπωσδήποτε πρέπει νά ὑπάρχει ὁ Θεός. Αὐτό δέν σώζει, «ἀλλά ἡ ἐνδιάθετη πίστη», ἡ πίστη ἡ ὁποία ἔχει καί τά ἀνάλογα ἔργα.

«Ὁ Λούθηρος παρατήρησε ὅτι στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ὅτι πράγματι ὑπάρχει μία ἄλλη πίστις, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί αὐτή ἡ πίστις ἐνεργεῖται στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς» καί ὄχι στόν χῶρο τῆς λογικῆς. Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες νοερά προσευχή, ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα στήν καρδιά. Ὅταν λειτουργεῖ σωστά ὁ ἄνθρωπος, εἶναι θεραπευμένος δηλαδή πνευματικά, τότε ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ δηλαδή, ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχεται. Τότε λειτουργεῖ σωστά ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ἀθεράπευτος, ἐμπαθής, τότε αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, ἀντί νά στροβιλίζεται κατά κάποιο τρόπο μέσα στήν καρδιά, ξεδιπλώνεται καί κολλάει στόν ἐγκέφαλο, στή λογική. Στήν ὁποία λογική, στόν ἐγκέφαλο, ὅλα τά νοήματα, οἱ σκέψεις, ἔρχονται ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τίς αἰσθήσεις. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις καί τά νεῦρα, τό ὀπτικό νεῦρο κλπ, καταλήγουν στόν ἐγκέφαλο. Ἡ νοερά ἐνέργεια πρέπει νά εἶναι στήν καρδιά. Ὅταν κολλήσει στόν ἐγκέφαλο, τότε αὐτά τά νοήματα τοῦ ἐγκεφάλου κατεβαίνουν στήν καρδιά καί γίνεται ἕνα βραχυκύκλωμα θά λέγαμε καί ὁ ἄνθρωπος μπερδεύει καί κάνει θεούς πράγματα κτιστά τοῦ περιβάλλοντός του δεχόμενος τήν ἐπίδραση τοῦ ἐγκεφάλου του καί τῶν παραστάσεων πού ὑπάρχουν στόν ἐγκέφαλο ἀπό τίς αἰσθήσεις. Κάνει εἴδωλα. Ἔτσι γίνεται ἡ εἰδωλολατρία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπευτεῖ, ἡ νοερά ἐνέργεια συγκεντρώνεται στήν καρδιά καί ἀπευθύνεται στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό περιβάλλον. Εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ὁμοιότητα. Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία πού δίνει ἡ Ἐκκλησία, νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά χαλάσει αὐτό τό βραχυκύκλωμα, αὐτό τό μπέρδεμα μεταξύ λογικῆς καί καρδιᾶς καί νά ἀφήσει στή λογική καί στόν ἐγκέφαλο νά ἀσχολεῖται μέ τό περιβάλλον μέσω τῶν αἰσθήσεων καί ἡ καρδιά νά δουλέψει γιά τόν Θεό.

«Στήν Ὀρθόδοξη παράδοση οὔτε ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως ὑπάρχει. Διότι μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἀληθείας περί Θεοῦ δέν ὑπάρχει ἀναλογία πίστεως. Γιατί; Διότι μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο τά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί Θεοῦ εἶναι καταργήσιμα νοήματα. Καταργοῦνται στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάνει στή θέωση, καταργοῦνται καί τά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιατί πλέον εἶσαι μπροστά στόν Θεό. «Πρίν εἶναι ἁπλῶς βοηθητικά, ἀπαραίτητα, σωστά καί ὀρθά ὡς καθοδηγητικά μόνο πρός τόν Θεό». Δέν εἶναι αὐτός ὁ Θεός ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά τά νοήματα πού ὑπάρχουν στήν Ἁγία Γραφή σέ ὁδηγοῦν πρός τόν Θεό.

«Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ὁδηγός πρός τόν Θεό, ἀλλά δέν ἔχει ἡ περιγραφή τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή καμία ὁμοιότητα μέ τόν Θεό», ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τόν Θεό, δέν ἔχουμε λέξεις. Λέμε κάποια πράγματα γιά νά μπορέσουμε νά πᾶμε στόν Θεό, νά φτάσουμε στήν θέωση δηλαδή καί τότε θά καταλάβουμε ποιός εἶναι ὁ Θεός, ὅσο πάλι μπορέσουμε νά καταλάβουμε.

Ἡ Ἁγία Γραφή «μιλάει γιά τόν Θεό, μιλάει γιά τήν Ἀλήθεια, ἀλλά δέν εἶναι ἡ Ἀλήθεια». Γι’ αὐτό τί εἶπε ὁ Χριστός; Δέν εἶπε πάρετε τήν Ἁγία Γραφή, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶπε «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Ἅμα γνωρίσετε Ἐμένα, θά γνωρίσετε τήν Ἀλήθεια. «Εἶναι ὁδηγός πρός τήν Ἀλήθεια καί τήν Ὁδό, πού εἶναι ὁ Χριστός». Ὁ Χριστός εἶπε «εἶμαι καί ἠ ὁδός», εἶμαι καί ὁ τρόπος γιά νά ’ρθεῖτε σέ Μένα. «Οἱ λέξεις στήν Ἁγία Γραφή εἶναι ἁπλῶς σύμβολα, τά ὁποῖα περιέχουν ὡρισμένα νοήματα. Αὐτά τά νοήματα εἶναι ὅλα ἀνθρώπινα καί ὁδηγοῦν πρός τόν Θεό, πρός τόν Χριστό καί τίποτε ἄλλο». Εἶναι μόνο ἀνθρώπινα νοήματα πού μᾶς δείχνουν πῶς θά πᾶμε στόν Θεό, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά πού μᾶς περιγράφουν τί εἶναι ὁ Θεός.

«Ὁπότε, διαβάζοντας ἁπλῶς κανείς τήν Ἁγία Γραφή δέν μπορεῖ νά θεολογεῖ σωστά μόνο βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄν αὐτό τό κάνει, δέν μπορεῖ παρά νά γίνει αἱρετικός. Διότι σωστή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ νά γίνει μόνο, ὅταν ἡ μελέτη ἤ ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνοδεύεται ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ ἤ τῆς θέωσης». Τότε μόνο μπορεῖς νά ἑρμηνεύσεις σωστά τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλιῶς θά κάνεις φιλολογικές ἤ φιλοσοφικές ἀναλύσεις μέ βάση αὐτά πού διαβάζεις. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιά νά καταλάβεις τήν Ἁγία Γραφή, θά πρέπει νά γνωρίσεις τόν Θεό, νά ἔχεις ἐμπειρία θεώσεως. Κι ἐπειδή ἐμεῖς δέν ἔχουμε, καταφεύγουμε σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἤ πού εἶχαν, στούς Ἅγιους Πατέρες, καί ἔχουν καί τώρα φυσικά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές κι αὐτοί μᾶς λένε τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός μέ αὐτό πού λέει κάθε φορά. Οἱ Προτεστάντες ἔχουν πέσει σέ χίλιες δυό αἱρέσεις, 23.000 αἱρέσεις ἔχουν κάνει, γιατί παίρνουν μόνο τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἐξετάζουν χωρίς νά ἔχουν ἐμπειρία θεώσεως, χωρίς νά ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

«Ὅπως διαβάζοντας ἁπλῶς κάποιος βιβλία χειρουργικῆς δέν μπορεῖ νά γίνει χειροῦργος, ἄν δέν παρακολουθήσει μαθήματα στήν Ἰατρική Σχολή καί δέν ἐξασκηθεῖ στήν χειρουργική κοντά σέ ἔμπειρο καθηγητή» καί δέν πάει κι αὐτός μέσα στό χειρουργεῖο νά κάνει καί ὁ ἴδιος κάποιες τομές, κάποια ἀρχικά πράγματα, νά δεῖ πῶς χειρουργεῖ ὁ καθηγητής. Ἔτσι γίνεσαι καθηγητής, δέν μπορεῖς νά γίνεις μόνο διαβάζοντας τά βιβλία. «Ἔτσι καί σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη θετική ἐπιστήμη πρέπει κανείς νά ἐξασκηθεῖ, γιά νά μπορεῖ ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἐμπειρία νά προχωρήσει στήν ἐπαλήθευση καί διαπίστωση τῆς θεωρίας. Δηλαδή ἡ θεωρία διαπιστώνεται, ἄν εἶναι ἀληθινή, ἀπό τήν ἐμπειρική πράξη, ἀπό τήν ἐμπειρική γνώση». Ἔτσι καί τήν Ἁγία Γραφή καί ὅλα τά βιβλία πού ἔχουμε, τότε ἐπιβεβαιώνουμε καί διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά, ὅταν ζήσουμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.

«Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἕνας, ὁ ὁποῖος δέν προσεγγίζει τήν Ἁγία Γραφή μέσω ἐμπειρογνωμόνων, δηλαδή μέσω ἀνθρώπων πού ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς Προφῆτες ἤ τούς Ἀποστόλους, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», αὐτοί εἶναι οἱ ἐμπειρογνώμονες, «δέν μπορεῖ νά βεβαιωθεῖ γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ βάσις, τό θεμέλιο τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ θέωσις, δηλαδή ὁ δοξασμός». Ἡ θέωση, δηλαδή, εἶναι ἡ μετοχή στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί ἐμπειρογνώμονας εἶναι αὐτός πού ἔχει μετάσχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό συναντώντας τέτοιους ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, βεβαιωνόμαστε κι ἐμεῖς γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων.

«Ὅσο γιά τήν θέωση στήν Ὀρθόδοξη Γραμματεία ἔχουν γραφεῖ πολλά καί ἀπό κάποιους δίνεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι ἡ θέωσις εἶναι μία ἔνεσις Θεότητας(!), πού γίνεται στόν ἄνθρωπο μέσω τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζουν μερικοί ὅτι ὑπάρχουν τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά πηγαίνουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί νά δέχονται ἐνέσεις Θεότητος, ὅταν παίρνουν μέρος σ’ αὐτά». Μᾶς κάνει μία ἔνεση ὁ Θεός θά λέγαμε καί γινόμαστε θεοί…

«Ἐπειδή δηλαδή λέγει π.χ. ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος στίς Εὐχές πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως γιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ὅτι «θεοῖ με καί τρέφει», νομίζουν μερικοί εὐσεβεῖς ὅτι μεταλαμβάνοντας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων δέχονται ἔνεση Θεότητος καί ὅτι ἔτσι, παίρνουν τρόπον τινά τό εἰσιτήριο γιά τόν Παράδεισο, ἔχουν δηλαδή τόν Παράδεισο στήν τσέπη». Τό λέει εἰρωνικά.. Δέν μπορεῖς χωρίς προϋποθέσεις νά ἔχεις τήν θέωση. Πρέπει νά ἔχεις καί τίς ἀνάλογες προϋποθέσεις. Βέβαιως μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὑπάρχει ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό ἀλλά τό καταλαβαίνουν αὐτοί πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις. Ὅταν κάποιος πηγαίνει τελείως ἀπροετοίμαστος, ἐπειδή εἶναι μεγάλη Πέμπτη γιά τό καλό… ἤ ἐπειδή εἶναι Κυριακή τοῦ Πάσχα καί ὅλοι κοινωνᾶνε… Εἶναι λάθος. Δέν καταλαβαίνει. Ἤ μᾶλλον καταλαβαίνει το ἀνάποδο καί παίρνει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κρῖμα καί ὄχι τό φῶς τό ἀληθινό. Δέν βλέπει τό φῶς τό ἀληθινό, ἐνῶ μετά τή Θεία Κοινωνία ψάλλουμε «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν…». Τό εἴδαμε; Ὁ καθένας ξέρει ἄν τό εἶδε. Δέν σημαίνει δηλαδή ὅτι μέ τό πού κοινωνήσαμε σωθήκαμε, πρέπει νά ἔχουμε καί τίς προϋποθέσεις, νά ὑπάρχει μέσα μας καί αὐτή ἡ ἐνδιάθετος πίστις, ἡ νοερά προσευχή, ἡ μετοχή στόν Θεό.

«Αὐτά ὅμως τά λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών γιά τόν ἑαυτό του», γιατί αὐτός εἶχε τίς προϋποθέσεις καί πράγματι, ὅταν κοινωνοῦσε γινόταν ὅλος Φῶς. «Ἐννοεῖ ὅτι ἐκεῖνος μετά τήν Θεία Μετάληψη συχνά ἔφθανε νά ἔχει μέθεξη στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶχε ἐμπειρίες θεώσεως, τίς ὁποῖες τοῦ χάριζε ὁ Θεός. Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε μέθεξη Θεοῦ μετά ἀπό κάθε Θεία Μετάληψη; Μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴχαμε μετοχή στήν Θεότητα, δηλαδή στήν ἄκτιστη θεωτική Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁπλῶς ἐπειδή κοινωνήσαμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, χωρίς γνωστῶς -ἐν ἐπιγνώσει δηλαδή- νά ἔχουμε αἴσθηση τῆς θεωτικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ; Δυστυχῶς σ’ αὐτά τά χάλια καταντήσαμε μέ αὐτά, πού γράφουν οἱ εὐσεβεῖς στήν Ἑλλάδα σήμερα περί θεώσεως. Ἀλλά στήν Πατερική παράδοση θέωσις δέν εἶναι ὁ ἐμβολιασμός Θεότητος, ἀλλά ἡ θεοπτία, ὁ δοξασμός. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ φθάσει στήν φώτιση, κατά τήν ὁποία ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί προσεύχεται μέσα του, τότε ἔχει τίς προϋποθέσεις νά ὁδηγηθεῖ στήν θεοπτία. Ὅταν ὁ Θεός θελήσει, τόν ὁδηγεῖ στήν θεοπτία, δηλαδή στήν θέωση καί τότε βλέπει τόν Χριστό ἐν δόξη. Αὐτή ἡ ὅρασις τοῦ Χριστοῦ ἐν δόξη εἶναι ἡ θέωσις καί μόνον αὐτή. Ὑπάρχει καί στούς Λατίνους συγγραφεῖς τούς Ὀρθοδόξους». Γιατί ὑπάρχουν καί Ὀρθόδοξοι Λατίνοι πρίν γίνει τό σχίσμα, πού οὐσιαστικά δέν εἶναι σχίσμα, εἶναι ἡ ἀποκοπή λόγω τῆς αἵρεσης τῶν Λατίνων. Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό ἔχουμε Πατέρες Ὀρθόδοξους καί Πάπες Ὀρθόδοξους Λατίνους καί σ’ αὐτούς ὑπάρχει «ὁ ἀντίστοιχος ὅρος glorificatio, πού σημαίνει δοξασμός. Γι’ αὐτό ὁ ὅρος θέωσις δέν συναντᾶται στήν Ὀρθόδοξη Λατινική παράδοση», ἀλλά συναντᾶται ὁ ὅρος δοξασμός.

«Ἔτσι βλέπουμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν Α ́ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του νά λέγει: «εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α’ Κορ. 12,26). Δηλαδή, ὅταν δοξάζεται ἕνα μέλος τῆς ἐνορίας», ὅταν φθάνει στή θέωση, «τότε ὅλα τά μέλη τῆς ἐνορίας συγχαίρουν μαζί του, φυσικά λόγω τοῦ δεσμοῦ τῆς ἀγάπης», ἡ ὁποία δέν φθονεῖ, δέν ζηλεύει, εἶναι ἀνιδιοτελής καί ἡ χαρά τοῦ ἄλλου εἶναι καί δική μας χαρά καί τοῦ κάθε μέλους τῆς ἐνορίας. «Αὐτός δέ πού δοξάζεται, γίνεται αὐτόματα προφήτης». Αὐτός δηλαδή μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά κηρύξει, αὐτός εἶναι ὁ προφήτης, αὐτός πού φανερώνει τόν Θεό. «Αὐτός ὁ δοξασμός, πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ἡ θέωσις στήν Πατερική παράδοση, πού κάνει ἕναν Χριστιανό νά γίνεται θεολόγος. Ὑπάρχει καί ὁ ὅρος δοξασμός στούς Πατέρες, ἀλλά ἐπεκράτησε ὁ ὅρος θέωσις, πού εἶναι μία θεολογική περιγραφή τοῦ δοξασμοῦ. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, γιά νά δεῖ τόν Θεό, πρέπει νά γίνει κατά Χάριν θεός, πρέπει νά ἔχει μέθεξη Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό, ὅσο κι ἄν προσπαθήσει. Μόνον, ὅταν ὁ Θεός δοξάζει τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος γενόμενος κατά Χάριν θεός μέσω τοῦ Θεοῦ βλέπει τόν Θεό». Γι’ αὐτό καί ὁ προφήτης Δαυϊδ καί οἱ ἄλλοι μετά ἀπ’ αὐτόν θεωθέντες εἶπαν «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35,10). Μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ πάλι βλέπουμε τόν Θεό. Γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός «Ἐγώ εἶμαι καί ἡ ἀλήθεια, εἶμαι καί τό φῶς, εἶμαι καί ἠ ὁδός» (Ἰω. 14,6) γιά τό φῶς. Μέ τόν Χριστό πάλι μετέχουμε στόν Χριστό καί στή δόξα τοῦ Χριστοῦ.

«Ὁ ἄνθρωπος μόνον ὅταν εἶναι μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, ὅταν καταυγάζεται ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς, γινόμενος Φῶς κατά χάριν, βλέπει τό Φῶς. Ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, σημαίνει ὅτι ὅλο τό σῶμα του, ὅλο τό εἶναι του εἶναι μέσα στό ἄκτιστο Φῶς». Αὐτό πού εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στή Μεταμόρφωση, πού καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν μέσα στό Φῶς ἀλλά καί οἱ ἴδιοι ἦταν μέσα στό Φῶς. «Καί, ἐφ’ ὅσον βρίσκεται μέσα στό Φῶς, βλέπει τό Φῶς, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχει. Ταυτόχρονα, ὅμως, βλέπει καί ὅλο τό φυσικό περιβάλλον γύρω του νά καταυγάζεται καί νά διαποτίζεται καί αὐτό ἀπό τό Φῶς». Βλέπει τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει στήν κτίση ὅλη καί διαπερνᾶ ὅλο τό σύμπαν.

«Τό Φῶς αὐτό λούζει, φωτίζει, διαπερνᾶ τά πάντα. Ἐκεῖνος πού βλέπει, βλέπει τό Φῶς τῆς Θεότητος νά διαπερνᾶ ὅλη τήν κτίση». Γι’ αὐτό καί βλέπει καί θαυμάζει τήν ὡραιότητα τῆς κτίσεως. «Αὐτό ἐκφράζει ἡ φράση ‘ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών’». Πῶς εἶναι πανταχοῦ παρών ὁ Θεός; Μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, μέ τό ἄκτιστο Φῶς πού διαπερνᾶ ὅλη τήν κτίση. «Καθώς καί ὁ στίχος τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου ‘πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Σου’». Βλέπετε; Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς, στό ὁποῖο μετέχει καί ὁ ἄνθρωπος ὅταν θεώνεται. «Αὐτή ἡ πλήρωση τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ἀπό τήν δόξα, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, λέγεται κράσις», ἀπό τό ρῆμα κεράννυμι πού σημαίνει ἀναμειγνύω. Ἀναμειγνύεται, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, καί ὄχι μόνο, ἡ κτίση μέ τόν Θεό. Αὐτό σημαίνει ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁ Θεός εἶναι πού δίνει ὑπόσταση στά πάντα, σ’ ὅλα τά κτίσματα διά τῆς οὐσιοποιοῦ ἐνέργειάς Του. Καί διά ὅλων τῶν ἀκτίστων Του ἐνεργειῶν δημιουργεῖ καί συγκροτεῖ καί συντηρεῖ τό σύμπαν.

«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά αὐτή ἡ δόξα, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἄκτιστος καί πανταχοῦ παροῦσα». Αὐτή εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί πηγαίνω στή βασιλεία αὐτό σημαίνει, μετέχω σ’ αὐτή τή δόξα τοῦ Θεοῦ. «Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν μετέχει σ’ αὐτήν», τήν δόξα πού βρίσκεται μέσα στό σύμπαν, «ἄν καί βρίσκεται μέσα σ’ αὐτήν. Μετέχει σ’ αὐτήν μόνο κατά τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ ἤ τῆς θεώσεως, ὁπότε αὐτή ἡ δόξα ἤ βασιλεία ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτόν, ὅταν πληροῖ τίς προϋποθέσεις τῆς καθαρᾶς καρδίας», γιατί τότε φανερώνεται ὁ Θεός καί θεώνει τόν ἄνθρωπο. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Θά δοῦνε τόν Θεό σημαίνει ὅτι θά δοῦν αὐτή τήν δόξα, τήν ἄκτιστη δόξα, μέ τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Καί πότε τήν βλέπουν; Ὅταν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά τους. Καί πότε καθαρίζει ἡ καρδιά; Ὅταν ὑπάρχει αὐτή ἡ θεραπεία, πού εἴπαμε προηγουμένως, πού ὁ νοῦς καί ἡ νοερά ἐνέργεια εἶναι μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχεται. Τότε φεύγουν ὅλα τά σκουπίδια, ὅλα τά μπάζα, οἱ σκουριές τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν καί σ’ αὐτή τήν καθαρή καρδιά φανερώνεται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.

«Κατά τόν φωτισμό, τό Φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐσωτερικό, ἐνῶ κατά τήν θέωση μετέχουν καί οἱ σωματικοί ὀφθαλμοί στή θέα του». Εἶναι ἀνώτερη βαθμίδα. Ἔχουμε δύο βαθμίδες. Μετά τήν κάθαρση ἔχουμε τόν φωτισμό, ὅπου τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι στήν καρδιά, ἐσωτερικά, ἐνῶ κατά τήν θέωση καί τά μάτια βλέπουν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ ἐρχομός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά αὐτή ἡ ἀποκάλυψις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁπότε στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως βλέπει κανείς ἐκεῖνο, πού ἤδη ὑπάρχει γύρω», τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ «καί μέσα σ’ αὐτόν καί τό ὁποῖο ἁπλῶς τοῦ ἀποκαλύπτεται γιά νά τό γνωρίσει». Τότε μετέχει καί ὁ ἄνθρωπος, τότε τό γνωρίζει, τότε τό βλέπει, ἐνῶ ὑπάρχει καί μέσα του. Ὑπάρχει καί μέσα μας ἀπό τή στιγμή πού βαφτιστήκαμε, ἔχουμε αὐτή τήν ἄκτιστη δόξα, ἀλλά δέν μετέχουμε, δέν βλέπουμε, ὅσο ἡ καρδιά μας εἶναι βρώμικη. «Ἔτσι γνωρίζει πλέον ἐκεῖνο τό ὁποῖο πίστευε». Τώρα περνάει σέ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο. Ὄχι ἁπλῶς πιστεύει, ἀλλά εἶδε καί πλέον γνώρισε αὐτό πού προηγουμένως πίστευε. «Γνωρίζει πλέον ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ κράσις μεταξύ τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων». Αὐτή ἡ ἀνάμειξη θά λέγαμε, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση καί αὐτή ἡ συγκρότησις τῶν πάντων ἀπό τόν Θεό καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου