Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

π.Θεόδωρος Ζήσης, ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ - Απόκρυψη και παρερμηνεία εγγράφων


Γράφει ὁ π. Νικόλαος Μανώλης
Ὅπως ἤδη ἔχουμε τονίσει ἕνα ἀπό τά πλέον καυτά θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητας μέ ἀπρόοπτες συνέπειες εἶναι τό θέμα τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ρωσίας καί Οὐκρανίας καί τῆς ἀπαράδεκτης ἀνάμειξης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ ΑΠΘ πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, ἀπό τούς πλέον εἰδικούς στό πατριαρχικά ζητήματα καί ἕνας ἀπό τούς ὁλίγους εἰδικούς  στό συγκεκριμένο, μετά ἀπό τό ἄρθρο του “Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ. Δέν ὑπάρχουν ἀποδεικτικά ἔγγραφα ὑπέρ τῆς Κωνσταντινούπολης” ἐπανέρχεται μέ μιά σπουδαία μελέτη. Θεωρῶ πώς ἔρχεται καί ὡς ἀπάντηση στή χθεσινοβραδυνή μονοδιάστατη καί φασιστική ἐκπομπή τῆς ΕΡΤ γιά τό θέμα αὐτό πού ταλανίζει τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ μελέτη παρατίθεται καί σέ μορφή ἁρχείου scribd.

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ
Ἀπόκρυψη καί παρερμηνεία ἐγγράφων
Προλεγόμενα εἰσαγωγικά
Σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος, παρακολουθοῦν, ἄλλος μέ ἀγωνία καί ἀνησυχία καί ἄλλοι μέ κρυφή χαρά, τήν σύγκρουση μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Μόσχας, ἐξ αἰτίας τῆς διεκδικούμενης δικαιοδοσίας στήν Οὐκρανία ἤ ἀκριβέστερα ἐξ αἰτίας τῆς αὐθαίρετης καί ἀντικανονικῆς εἰσπήδησης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅπου πάντοτε καί σταθερά ἀνῆκε τό Κίεβο, ἐκτός κάποιων ἀνωμάλων περιόδων ξενικῶν κατακτήσεων, πού προκάλεσαν τήν ἀπεξάρτησή του. Ἤδη μέ ἄρθρο μας ἔχομε ἐκφράσει τήν γνώμη μας, ὡς παλαιόθεν ἀσχοληθέντες ἐρευνητικά μέ τίς σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως καί Μόσχας. Τό ἄρθρο μας αὐτό, μέ τίτλο «Ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Δέν ὑπάρχουν ἀποδεικτικά ἔγγραφα ὑπέρ τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ἔτυχε εὐρείας ἀποδοχῆς στό Διαδίκτυο ἀπό ἐπισκέπτες ἑκατοντάδων χιλιάδων. Σέ μία ἑβδομάδα ξεπέρασαν τίς τριακόσιες χιλιάδες (300.000), καί ὁ ἀριθμός αὐτός βαίνει αὐξανόμενος. Ἐκεῖ εἴχαμε ὑποσχεθῆ ὅτι ἑτοιμάζουμε ἐκτενέστερο ἄρθρο, ὅπου μέ εὐρύτερη ἀνάπτυξη θά παρουσιάζουμε τήν ἱστορική ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀποκρύπτεται καί κακοποιεῖται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά ὑποστηριχθεῖ ἕνα σχίσμα καί πιθανόν καί ἕνας ἐμφύλιος σπαραγμός στήν Οὐκρανία.
Συγκεκριμένα, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά νά δικαιολογήσει τήν ἀντικανονική του εἰσπήδηση σέ ξένη δικαιοδοσία ἐδημοσίευσε μελέτη μέ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας  Ὁμιλοῦν τά κείμενα», ὅπου παρουσιάζονται καί σχολιάζονται δύο πατριαρχικά κείμενα, ἀπό τά ὁποῖα δῆθεν προκύπτει ὅτι τό 1686 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρεχώρησε προσωρινά τό Κίεβο στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί ὅτι ἔχει τώρα δικαίωμα νά ἄρει ἐκείνη τήν παραχώρηση καί νά ἐπαναποκτήσει τήν παλαιά δικαιοδοσία του, ἑπομένως ἔχει καί τό δικαίωμα νά χορηγήσει μονομερῶς αὐτοκεφαλία στήν Οὐκρανία, χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στήν ὁποία ἐπί αἰῶνες ἀνήκει ἡ Οὐκρανία. Ἔχει ἤδη προχωρήσει ἡ Κωνσταντινούπολη μέ ὀλέθριο βηματισμό πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, μέ συνέπεια νά διακόψει ἤδη ἡ Μόσχα τήν εὐχαριστιακή κοινωνία μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί καταλογίζει σχίσμα στόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, διότι ἀποκατέστησε τήν κοινωνία μέ δύο σχισματικές παρατάξεις στήν Οὐκρανία, τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖ δικαιολογημένα ὡς σχισματικές.
Στό παρόν λοιπόν ἐκτενέστερο ἄρθρο, πού εἴχαμε ὑποσχεθῆ, παρουσιάζουμε πολλά κείμενα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπό τά ὁποῖα προκύπτει ὅτι τό Κίεβο ἱστορικά, φυλετικά, ἐκκλησιαστικά ἀνήκει στήν Ρωσία, χωρίσθηκε σέ ἀνώμαλες ἱστορικές περιόδους καί ἐπανενώθηκε ἐκκλησιαστικά τό 1686 μέ πατριαρχική καί συνοδική ἀπόφαση τῆς Κωνσταντινούπολης. Τά δύο ἔγγραφα πού ἐπικαλεῖται τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συνηγοροῦν ὑπέρ αὐτῆς τῆς θέσεως, παρερμηνεύονται ὅμως ἀπό ὅσους ἀνέλαβαν νά στηρίξουν τίς ἀντικανονικές διεκδικήσεις τῆς Κωνσταντινούπολης. Οἱ ἐπί μέρους ἑνότητες τοῦ ἄρθρου μας περιλαμβάνουν τά ἑξῆς.
1. Στό Οὐκρανικό ζήτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχει δίκαιο. Κίνδυνος ἐθνοφυλετισμοῦ γιά τίς ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες.
2. Ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Περιλαμβάνει καί τό Κίεβο.
3. Ἀποτυχημένες προσπάθειες διαίρεσης τῆς ἑνιαίας Μητρόπολης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας
α) Ἡ κακογνωμία τοῦ βαρλααμίτη πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα διαιρεῖ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
β) Ἡ ἑνότητα ἀποκαθίσταται ἀπό τόν ἡσυχαστή πατριάρχη Ἰσίδωρο Α´.
γ) Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Στ´ Καντακουζηνός ὑπέρ τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
δ) Οἱ πατριάρχες Κάλλιστος Α´ καί Φιλόθεος Κόκκινος ὑπέρ τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
4. Ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητρόπολης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας ἔργο Οὐνιτῶν καί λατινοφρόνων.
5. Ἡ ἐπανένωση Κιέβου καί Μόσχας τό 1686 καί ἡ παρερμηνεία τῶν σχετικῶν ἐγγράφων.
α) Τά δύο ἔγγραφα πού ἐπικαλεῖται ἡ Κωνσταντινούπολη παρερμηνεύονται ἀπό δικούς της ἐρευνητάς.
β) Τό πρῶτο ἔγγραφο καί ἡ ὀρθή ἑρμηνεία του.
γ) Τό δεύτερο ἔγγραφο ἀποσαφηνίζει καλύτερα τά πράγματα.
Συμπεράσματα
1. Στό Οὐκρανικό ζήτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχει δίκαιο. Κίνδυνος νά περιπέσουν στήν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες.
Ὁ γράφων ὡς παλαιός συνεργάτης καί ὑποστηρικτής τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατιαρχείου στίς διαφαινόμενες τάσεις ἡγεμονισμοῦ τῆς Μόσχας ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰδία μέ τήν διαμόρφωση τῆς θεωρίας περί «Τρίτης Ρώμης», ἡ ὁποία βέβαια δέν προεβλήθη οὔτε προβάλλεται ἐπισήμως, καί στά πλαίσια τῶν ἐρευνητικῶν ἐνδιαφερόντων μου γιά τίς διορθόδοξες σχέσεις καί τήν πορεία τους, ἀσχολήθηκα μέ τίς διαχρονικές σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν σέ εἰσηγήσεις πού ἔκανα σέ δύο διεθνῆ συνέδρια. Οἱ σχέσεις αὐτές βρέθηκαν στήν ἐπικαιρότητα τό 1988 μέ ἀφορμή τόν ἑορτασμό τῶν χιλίων ἐτῶν ἀπό τήν βάπτιση τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου καί τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στό Κίεβο (9881988). Ἡ πρώτη μου μελέτη μέ τίτλο «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας» ἀνακοινώθηκε ὡς εἰσήγηση στό Διεθνές Σεμινάριο πού ὀργάνωσε στή Γενεύη τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Μάϊος 1988) μέ θέμα: «Ρωσία. Χίλια χρόνια χριστιανικοῦ βίου». Ἡ δεύτερη μελέτη μου μέ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκχριστιανισθέντων Ρώσων» ἀνακοινώθηκε στό συγκληθέν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας Διεθνές Ἱστορικό Συνέδριο (Ἰούλιος 1988) στό Κίεβο στά πλαίσια ἐπίσης τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος. Ἀμφότερες οἱ μελέτες δημοσιεύθηκαν στό βιβλίο μου «Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα»[1], ὅπου ἐπίσης σέ παράρτημα δημοσιεύονται δεκάδες ἐγγράφων πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν κατά τήν διάρκεια τῆς χιλιετίας, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἠμπορεῖ κανείς νά ἐξαγάγει ἀσφαλῆ συμπεράσματα καί γιά τό συζητούμενο σήμερα θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας στούς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας. Προκαλεῖ γι᾽ αὐτό ἐντύπωση ἡ ἐκ μέρους τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλεκτική ἐπίκληση δύο μόνον ἐγγράφων ὡς ἀποδεικτικῶν στοιχείων, τά ὁποῖα μάλιστα παρερμηνεύονται, γιά νά θεμελιώσουν τήν θέση ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀποτελεῖ κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί ἑπομένως δικαιώνουν τήν πρωτοβουλία καί τίς ἐνέργειές της, γιά τήν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στούς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας, ἀγνοώντας τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί τόν κανονικό μητροπολίτη Κιέβου, οἱ ὁποῖοι δικαιολογημένα ἀντιδροῦν.
Εἶναι χρήσιμο νά ἀναφέρω ἀκόμη ὅτι ἡ σύζυγός μου Χριστίνα ΜπουλάκηΖήση (τώρα μοναχή Νεκταρία) ἐπίκουρη καθηγήτρια τῆς «Ἱστορίας τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν» στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνέταξε μονογραφία στά πλαίσια καί πάλιν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος μέ τίτλο: «Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Ρώσων»[2], ἀνατρέπουσα τίς ἐπιστημονικές ἀπόψεις ὅσων ἐπεδίωκαν καί ἐπιδιώκουν νά ἀρνηθοῦν τό καλά τεκμηριωμένο γεγονός ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξεχριστιάνισε τούς Ρώσους καί νά ἀποδώσουν τόν ἐκχριστιανισμό σέ ἄλλα χριστιανικά κέντρα, ἰδιαίτερα στή Ρώμη. Τό βιβλίο αὐτό ἐπί πολλά ἔτη διενέμετο ὡς διδακτικό ἐγχειρίδιο στούς φοιτητάς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί μετά τήν συνταξιοδότηση τῆς συγγραφέως.
Ὡς Ἕλληνας κληρικός καί ἐπιστήμων θά χαιρόμουν ὑπερβολικά, ἄν τό ἑλληνικό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό θέμα τῆς Οὐκρανίας εἶχε τήν ἱστορία καί τούς Ἱερούς Κανόνες μέ τό μέρος του, ὁπότε θά εἶχα ἕνα ἐπί πλέον κίνητρο νά ὑποστηρίξω ἱστορικά καί θεολογικά τίς διεκδικήσεις του. Δυστυχῶς τό δίκαιο εἶναι μέ τήν πλευρά τῆς Μόσχας, καί ἑπομένως ἡ ἀδικουμένη πλευρά πρέπει νά ὑποστηριχθεῖ καί νά λεχθεῖ ἡ ἱστορική ἀλήθεια, μολονότι εἶναι βέβαιο ὅτι πολλοί κρίνοντας ἐθνοφυλετικά θά μᾶς κατηγορήσουν γιά ἀντιπατριωτική καί ἀνθελληνική στάση. Δέν θά ἀντιπροβάλω τό ἀρχαιοελληνικό «Φίλος μέν Πλάτων φιλτάτη δέ ἡ ἀλήθεια», οὔτε τό τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Πρέπει νά θεωροῦμε ἐθνικό ὅ,τι εἶναι ἀληθινό»[3]. Περισσότερο μέ ἐκφράζει ἡ θέση ὅτι οἱ Χριστιανοί πάνω ἀπό τίς ἐπίγειες πατρίδες μας πρέπει νά θέτουμε τήν οὐράνια πατρίδα μας καί τήν ἐπί γῆς παρουσία της, τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὅλοι εἴμαστε μέλη καί πολίτες, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καί ἐθνικῆς καταγωγῆς, Ἕλληνες, Ρῶσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Γεωργιανοί, Ρουμᾶνοι, Ἄραβες. Ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ ἑνός σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[4]. Ὅποιος προτάσσει τόν πατρωτισμό καί τόν θέτει ὑπεράνω τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ταυτότητος εἰσάγει στήν Ἐκκλησία τόν ἐθνοφυλετισμό, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Κωνσταντινούπολει Τοπική Σύνοδος τοῦ 1872, ὁ ὁποῖος προσβάλλει τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὑπερφυλετική καί ὑπερεθνική της διάσταση. Δυστυχῶς στήν πλάνη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ περιπίπτουν ὅσοι ὑποστηρίζουν ἤ κατακρίνουν πράξεις ἤ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἀνάλογα μέ τήν ἐθνική τους ταυτότητα καί ὄχι μέ βάση τήν ἀλήθεια. Κινδυνεύουμε τώρα οἱ Ἕλληνες, οἱ ἑλληνόφωνες τοπικές ἐκκλησίες, ὑποστηρίζοντας λανθασμένες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νά περιπέσουμε στήν πλάνη τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, προσβάλλοντας τήν καθολικότητα καί οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς θά παρουσιάσουμε τίς σχέσεις Κωνσταντινούπολης καί Μόσχας, ὅπως αὐτές προκύπτουν ἀπό τήν ἱστορία καί τά συνοδικά κείμενα.
2. Ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Περιλαμβάνει καί τό Κίεβο (Οὐκρανία)
Δέν χρειάζεται νά ἔχει κανείς εἰδικές ἱστορικές γνώσεις γιά νά γνωρίζει ὅτι τό Κίεβο ὑπῆρξε ἡ μήτρα, ἡ κολυμβήθρα, ἀπό τήν ὁποία γεννήθηκε ἡ Ρωσική ἐκκλησία μέ τήν βάπτιση τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου Βλαδιμήρου καί τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ τό 988. Οἱ διεθνεῖς ἑορτασμοί γιά τήν χιλιετηρίδα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ, πού ἔγιναν τό 1988, μαρτυροῦν τήν πάγκοινη, τήν καθολική ἀναγνώριση τῆς Κιεβινῆς ἀρχῆς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν ἦταν μία περιστατική, ὀλιγοχρόνια ἀρχή, ἀλλά ἐπί τρεῖς σχεδόν αἰῶνες, μέχρι τήν μογγολική κατάκτηση τοῦ 1240, τό Κίεβο ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς Ρωσίας, τό πολιτικό ἐκκλησιαστικό καί πολιτιστικό κέντρο τῶν Ρώσων, πάνω στό ὁποῖο θεμελιώθηκε ὁ πολιτισμός τους. Ἡ συνήθης διαίρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Ρωσίας ἀρχίζει μέ τήν κιεβινή περίοδο, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι στίς ἑπόμενες περιόδους τό Κίεβο εὑρίσκεται ἐκτός τῆς δικαιοδοσίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχει ἐκχωρήσει ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τό Κίεβο σέ ἄλλη, μή ρωσική δικαιοδοσία. Ξενικές κατακτήσεις τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου ἀνάγκασαν τούς ἡγεμόνες νά μεταφέρουν τό πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό τους κέντρο βορειότερα, ἀρχικά στήν πόλη τοῦ Βλαδιμήρ καί κατόπιν στήν Μόσχα, χωρίς νά παραιτηθοῦν ἀπό τήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ Κιέβου καί τῆς περιοχῆς τῆς Οὐκρανίας. Ἀκόμη καί ὅταν πρωτεύουσες ἦσαν τό Βλαδιμήρ καί ἡ Μόσχα, ἡ μία καί μοναδική μητρόπολη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας πού ὑπαγόταν τότε στήν Κωνσταντινούπολη, ὡς μία ἀπό τίς μητροπόλεις της, ὀνομαζόταν «Μητρόπολις Κιέβου καί πάσης Ρωσίας».
Τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπέναντι στίς προσπάθειες ξένων δυνάμεων, δυτικῶν καί λατινοφρόνων, νά διασπάσουν καί νά διαιρέσουν τήν ἑνιαία μητρόπολη «Κιέβου καί πάσης Ρωσίας» καί νά δημιουργήσουν δεύτερη μητρόπολη, ὅπως πράττουν καί σήμερα μέ τήν δημιουργία αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία, ἐκτιμῶσα ὅτι αὐτό βλάπτει τήν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, δέν ἐπέτρεψε τήν δημιουργία ἄλλης μητρόπολης. Ὅταν δέ λόγῳ ἀσφυκτικῶν πιέσεων, βλαπτικῶν καί γιά τήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη, κάποιοι πατριάρχες ἐπέτρεψαν τήν δημιουργία ἄλλης μητρόπολης, πολύ γρήγορα οἱ διάδοχοί τους καταργοῦσαν τήν δεύτερη μητρόπολη καί ἀποκαθιστοῦσαν τήν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μέ βαρύτατους ἀπαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, γιά τίς διασπαστικές καί διαιρετικές ἐνέργειες τῶν προκατόχων τους, ὅπως θά δοῦμε. Αὐτές τίς προσπάθειες πού κατέβαλε ἡ Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἑνότητα τῶν Ρώσων, κάτω ἀπό μία ἑνιαία ἐκκλησιαστική ἀρχή εἴχαμε παρουσιάσει στήν μνημονευθεῖσα μελέτη μας «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν Ρώσσων»[5]. Ὑπάρχει τώρα λόγος νά μετατραπεῖ σέ παράγοντα διαιρέσεως καί σχισμάτων καί νά εἰσπράξει ὁ προκαθήμενός της, ἀκόμη καί ἀπό τούς διαδόχους του, ἀπαξιωτικούς χαρακτηρισμούς; Τόσο ἀσφυκτικές καί ἀναπότρεπτες εἶναι καί πάλι οἱ πιέσεις τῶν Δυτικῶν, πού ἐπί αἰῶνες καλλιεργοῦν τήν ρωσοφοβία;
Παραθέτουμε τίς ἱστορικές περιόδους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅπως αὐτές καταγράφονται ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς: α) Ἀπό τοῦ βαπτίσματος τῶν Ρώσων μέχρι τῆς μογγολικῆς κατακτήσεως (9881240). Χαρακτηρίζεται καί ὡς «κιεβινή περίοδος» β) Ἀπό τῆς μογγολικῆς κατακτήσεως τῆς Ρωσίας μέχρι τῆς διαιρέσεως τῆς Μητροπόλεως Ρωσίας (12401462) γ) Ἀπό τῆς διαιρέσεως τῆς Μητροπόλεως Ρωσίας, μέχρι τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου (14621589) δ) Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας (15891700) ε) Ἡ συνοδική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας (17001917) στ) Ἡ ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου καί τό σοβιετικό καθεστώς (19171990)[6] ζ) Σ᾽ αὐτές μπορεῖ νά προστεθεῖ καί μία ἑβδόμη περίοδος ἀπό τήν κατάρρευση τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος μέχρι σήμερα (19902018), περίοδος καταπαύσεως τῶν διωγμῶν, ἀναγεννήσεως καί ἀκμῆς.
3. Ἀποτυχημένες προσπάθειες διαιρέσεως τῆς ἑνιαίας Μητρόπολης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας
Ἡ μογγολική κατάκτηση τῆς Ρωσίας (1240) εἶχε θλιβερές καί καταστροφικές συνέπειες γιά ὅλες σχεδόν τίς ἡγεμονίες τῆς Ρωσίας ἰδιαίτερα γιά τήν Νότια Ρωσία, τῆς ὁποίας ἡ ξακουστή πόλη καί πρωτεύουσα τῶν Ρώσων, τό Κίεβο, καταστράφηκε σχεδόν ὁλοσχερῶς. Μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μετανάστευσε πρός τίς βορειανατολικές περιοχές, ὅπου ἡ ἕδρα τοῦ μητροπολίτη μεταφέρθηκε ἀρχικά στήν πόλη τοῦ Βλαδιμήρ (1299) καί κατόπιν στήν Μόσχα (1328). Μολονότι ὅμως μετά τήν μογγολική κατάκτηση ὁ μητροπολίτης δέν ἔμενε στό Κίεβο, διατήρησε τόν παραδοσιακό του τίτλο ὡς «μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας» καί συνέχισε νά εἶναι ἐπίσκοπος τῆς πόλης τοῦ Κιέβου. Κατά τήν διάρκεια τῆς μογγολικῆς κατάκτησης ἡ Ρώμη προσπάθησε ἐκμεταλλευόμενη τήν δύσκολη ἱστορική συγκυρία, νά ἐκλατινίσει τούς Ρώσους καί νά τούς ὑποτάξει στόν Παπισμό διά τῆς Πολωνίας καί τῆς Λιθουανίας, ὀργανώνουσα ἀκόμη καί σταυροφορίες ἐναντίον τους. Εἶναι γνωστοί οἱ ἀγῶνες τοῦ ἡγεμόνος Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ ἐναντίον τῶν Σουηδῶν ἱπποτῶν καί τοῦ Τάγματος τῶν Σπαθοφόρων τούς ὁποίους ἐνίκησε καί ἀπώθησε (12401242)· ἀπώθησε ἔτσι τήν διείσδυση καί τίς ἐπιδράσεις τοῦ Παπισμοῦ στίς βορειοδυτικές περιοχές. Δέν συνέβη ὅμως τό ἴδιο καί μέ τίς νοτιοδυτικές περιοχές, ὅπου ἀνήκει καί ἡ σημερινή Οὐκρανία. Ἐκεῖ ἡ Πολωνία καί ἡ Λιθουανία καί λόγῳ κατακτήσεως κάποιων ἐδαφῶν, ἀλλά καί λόγῳ πιέσεων καί ἐπιδράσεων ἐπί τῶν τοπικῶν Ρώσων ἡγεμόνων, πού ὑπέφεραν ἀπό τήν μογγολική ἐπικυριαρχία, κατόρθωσαν νά διεισδύσουν καί εἰς τά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἐπιδιώκοντας βέβαια κυρίως τόν ἐκλατινισμό. Πρός ἐπιτυχίαν αὐτοῦ τοῦ στόχου ἔπρεπε νά ἐπιτύχουν τήν ἀπεξάρτηση τῶν νοτιοδυτικῶν περιοχῶν τῆς Ρωσίας ἀπό τήν ἑνιαία ἐκκλησιαστική διοίκηση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς «Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας» μέ τήν ἵδρυση καί δεύτερης ἤ καί τρίτης μητρόπολης.
Ἀκριβῶς τό ἴδιο ἐπιδιώκουν καί σήμερα· τόν ἐκδυτικισμό τῆς Οὐκρανίας μέ τήν συμμαχία καί σύμπραξη Ρωμαιοκαθολικῶν καί Οὐνιτῶν πολιτῶν τῆς Οὐκρανίας καί τῶν δύο φιλοδυτικῶν καί λατινοφρόνων σχισματικῶν παρατάξεων, ἐναντίον τῆς κανονικῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὑπό τόν μητροπολίτη Ὀνούφριο, πού ὑπάγεται ἀναμφισβήτητα στήν ἑνιαία Ρωσική Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ πρόεδρος τῆς Οὐκρανίας Ποροσένκο πού προωθεῖ τήν αὐτοκεφαλία εἶναι Οὐνίτης, καί μέσῳ αὐτοῦ ἀπεργάζονται τήν ἐκκλησιαστική ἀπεξάρτηση τῆς Οὐκρανίας ἀπό τήν Μόσχα σύμπασα ἡ Δύση, Εὐρώπη καί Ἀμερική.
Τότε πάντως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀκόμη καί ἐξασθενημένο μετά τήν λατινική κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1204 καί τήν πολυετῆ ἐξορία τῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων στήν Νίκαια μέχρι τό 1261, δέν ὑπέκυψε στίς προσπάθειες γιά διαίρεση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης τῶν Ρώσων ἤ ὅταν ἀπό κακογνωμία κάποιου πατριάρχη καί κακή ἐκτίμηση ἐπέτρεπε τήν ἵδρυση ἄλλης μητρόπολης, φιλοπαπικῶν προδιαγραφῶν, ἀποκαθιστοῦσε σύντομα τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα τῶν Ρώσων. Ἐνδεικτικά θά ἀναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις καί τά σχετικά κείμενα.
α) Ἡ κακογνωμία τοῦ βαρλααμίτη Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα διαιρεῖ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας
Περί τά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία οἱ ἡσυχαστικές ἔριδες, τίς ὁποῖες προκάλεσε ὁ ἐκ τῆς Δύσεως ἐλθών Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός μέ ὕποπτα διασπαστικά σχέδια τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, τόν ὁποῖον θεολογικά ἀντιμετώπισε μέ ἐπιτυχία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Δυστυχῶς πατριάρχης στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν τότε ὁ περιλάλητος Ἰωάννης Καλέκας (13341347), ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξε τόν Βαρλαάμ Καλαβρό καί ἐδίωξε καί ἐφυλάκισε τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Δέν ἔφθαναν αὐτές οἱ διαιρετικές του ἐνέργειες στόν χῶρο τοῦ δόγματος, τῆς Πίστεως, προκάλεσε διαιρέσεις καί στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μέ τήν δημιουργία δεύτερης μητρόπολης, ἀπεξαρτημένης ἀπό τήν ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας, ὅπως ἀκριβῶς πράττει σήμερα καί ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος· δέν μᾶς ἔφθανε ὁ φιλοπαπισμός καί ἡ ἀμνήστευση τῶν αἱρέσεων στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, διαιρεῖ τώρα καί διασπᾶ τήν ἑνιαία Ρωσική Ἐκκλησία, μέ τήν ἀπεξάρτηση τῆς Οὐκρανίας καί τήν χορήγηση αὐτοκεφάλου, ὄχι στήν κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὑπό τόν μητροπολίτη Ὀνούφριο, ἡ ὁποία δέν ἐζήτησε τό αὐτοκέφαλο, ἀλλά σέ δύο σχισματικές μερίδες ὑπό τούς καθηρημένους ἀρχιερεῖς Φιλάρετο καί Μακάριο, ἀγνοώντας τίς ποινές πού τούς ἐπέβαλε ἡ Ρωσική Ἐκκλησία καί περιφρουρώντας τίς ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανονικῶν δικαστηρίων τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὡσάν νά εἶναι πάπας τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτό καθιστᾶ τίς αὐθερεσίες τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου χειρότερες ἀπό τίς αὐθαιρεσίες τοῦ Ἰωάννη Καλέκα, διότι συγχρόνως μέ τήν διαιρετική καί διασπαστική του ἐνέργεια, γίνεται καί κοινωνός τοῦ σχίσματος καί ἀκοινώνητος, κατά τό «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται», διότι ἡ ἐπιβαλοῦσα στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας τίς ποινές τῆς καθαιρέσεως καί τοῦ ἀφορισμοῦ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐξακολουθεῖ νά τούς θεωρεῖ σχισματικούς, καθηρημένους καί ἀφορισμένους»[7].
Ὅταν τό 1347 ἔγινε πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἀλλαγή στήν Κωνσταντινούπολη μέ τό νά ἀνακηρυχθεῖ αὐτοκράτωρ ὁ Ἰωάννης Στ´ Καντακουζηνός (13471354), φίλος τῶν ἡσυχαστῶν, ἐκθρονίσθηκε ὁ Ἰωάννης Καλέκας καί τόν πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ὁ ἡσυχαστής Ἰσίδωρος (1347135). Μαζί μέ τήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν καταδίκη τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν ὀπαδῶν του, ἀποκαταστάθηκε καί ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μέ τήν κατάργηση τῆς μητρόπολης Γαλλικίας, πού προώθησε ὁ Ἰωάννης Καλέκας, καί τήν ἐπανένωση ὅλων τῶν Ρώσων Ὀρθοδόξων ὑπό τήν ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας. Σώζονται πολλά ἔγγραφα, ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέροντα περί τοῦ ὅτι ἡ περιοχή τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας ὑπαγόταν πάντοτε στήν ἑνιαία Ρωσική Ἐκκλησία, καί μόνον σέ περιόδους συγχύσεως καί ἀνωμαλίας ἀποσπάσθηκε προσωρινά, συντελούσης εἰς αὐτό καί τῆς «κακογνωμίας τοῦ χρηματίσαντος πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, οὐδέν ἕτερον σπουδάσαντος ἤ τό τάς οἰκείας ὀρέξεις, πληροῦν», ὅπως γράφει ὁ αὐτοκράτωρ, Ἰωάννης Καντακουζηνός πρός τόν μέγαν ἡγεμόνα τῆς Ρωσίας Συμεών ἐννοώντας τόν Ἰωάννη Καλέκα. Θά παρουσιάσουμε ὀλίγα ἔγγραφα ἀποσπώντας ἐπιλεκτικά τίς σημαντικές θέσεις, ἀλλά καί παραθέτοντας κάποια ἐξ᾽ ὁλοκλήρου γιά νά ὑπάρχει πληρέστερη εἰκόνα.
β) Ἡ ἑνότητα ἀποκαθίσταται ἀπό τόν ἡσυχαστή πατριάρχη Ἰσίδωρο Α´.
Σέ συνοδική ἀπόφαση ἐπί πατριάρχου Ἰσιδώρου πού ἀποκατέστησε τήν ἑνότητα τῆς μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (1347) γίνεται ἀναφορά στήν σύγχυση καί ἀνωμαλία πού προκάλεσαν οἱ διενέξεις καί οἱ ἐμφύλιες διαμάχες μεταξύ τῶν Ρώσων ἡγεμόνων καί ὑπενθυμίζεται ἡ ἐπί τετρακόσια χρόνια ἀρραγής ἑνότης ὑπό τόν μητροπολίτη Κιέβου. Μικροδιενέξεις ἐτακτοποιοῦντο σύντομα ἀπό τόν μητροπολίτη. «Τό γάρ ἔθνος τῶν Ρώσων, χρόνος ἤδη μακρός, εἰς τετρακοσίους ἐγγύς ἐξήκων, ἕνα μητροπολίτην γνωρίζουν τόν κατά καιρούς τήν Κυγέβου λαχόντα μητρόπολιν, βαθείας ἀπολαῦον ἦν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων εἰρήνης, εἴτι που καί τοῦ δέοντος ἐκτραπείη, οἷα φιλεῖ γίγνεσθαι, ἐπαναγόμενον ὑπ᾽ αὐτοῦ καί διορθούμενον εὐχερῶς». Παρατίθεται στήν συνέχεια ἐκτενές ἀπόσπασμα ἀπό χρυόβουλλο ἔγγραφο τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ πρός τόν μέγαν ἡγεμόνα Συμεών καί τούς ἄλλους ἡγεμόνες, εἰς τό ὁποῖο λέγεται ὅτι ὅλες οἱ ἐπισκοπές τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, τίς ὁποῖες κατανομάζει, «ὑπέκειντο, ἀφ᾽ ὅτου τό τῶν Ρώσων ἔθνος Χριστοῦ χάριτι τήν θεογνωσίαν ἐδέξαντο, εἰς τήν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου», στήν ὁποία ὑπάγονται καί οἱ ἐπισκοπές τῆς Μεγάλης Ρωσίας. Λόγῳ ὅμως τῆς συγχύσεως καί ἀνωμαλίας μετά τήν μογγολική κατάκτηση βρῆκαν τήν εὐκαιρία πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί παράγοντες στήν Κωνσταντινούπολη, καί δυστυχῶς «καί ὁ τῆς ἐκκλησίας παρά τό εἰκός προϊστάμενος», δηλαδή ὁ πατριάρχης Καλέκας, πού γιά τίποτε ἄλλο δέν φρόντιζαν παρά νά ἱκανοποιήσουν τίς ὀρέξεις τους, καί προκάλεσαν μεγάλη ἀταξία στά πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά πράγματα, μέ τήν καινοτομία νά ἀποσπάσουν ἀπό τήν μητρόπολη Κιέβου, πού τώρα εἶχε τήν ἕδρα της στή Μόσχα, τίς ἐπισκοπές τῆς Μικρᾶς Ρωσίας καί νά τίς ὑπαγάγουν στόν ἀρχιερέα τῆς Γαλλικίας, τόν ὁποῖο προήγαγαν ἀπό ἐπίσκοπο σέ μητροπολίτη, ὅπως θέλει τώρα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος νά κάνει πατριάρχη Κιέβου τόν σχισματικό Φιλάρετο. Αὐτό, ὅμως, καταλύει τά νόμιμα ἔθιμα σέ ὁλόκληρη τήν Ρωσία, εἶναι βαρύ καί δυσάρεστο εἰς ὅλους τούς Χριστιανούς πού δέν θέλουν νά ποιμαίνονται ἀπό δύο μητροπολίτες, ἀλλά ἐπιθυμοῦν νά παραμείνει ἀπαρασάλευτη καί ἀμετακίνητη ἡ παλαιά συνήθεια τῆς μιᾶς καί ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, γι᾽ αὐτό καί θά κάνουν τό πᾶν ὥστε νά μή περάσει, νά καταλυθεῖ αὐτή ἡ καινοτομία, ὅπως καταλύθηκε καί στό παρελθόν, ὅσες φορές ἐπιχειρήθηκε. Εἶναι σάν νά φωτογραφίζει τό ἔγγραφο τήν σημερινή κατάσταση· ἀπουσιάζει μόνον ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ὁ καταλύτης τῆς καινοτομίας. Λέγει τό αὐτοκρατορικό ἔγγραφο:
«Κατά τόν πρόν ὀλίγου δέ γεγονότα καιρόν τῆς συγχύσεως, σύνδρομον τόν τοιοῦτον εὑρόντες καιρόν οἵ τε τά τῆς βασιλείας πράγματα διοικοῦντες, ἀλλά δή καί ὁ τῆς ἐκκλησίας παρά τό εἰκός προϊστάμενος, μηδέν ἕτερον σπουδάζοντες ἤ τό τάς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν, καί διά ταύτας τήν τῶν κοινῶν καί ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων κατάστασιν εἰς ἀταξίαν μετασκευάσαντες καί πάντα σχεδόν ἀνατρέψαντες καί συγχέαντες καί ταῖς τῶν χριστιανῶν ψυχαῖς τε καί σώμασι πᾶσαν καί παντοίαν βλάβην προξενήσαντες καί ζημίαν καί καινοτομίαν κἀν τούτῳ ποιούμενοι, ἀπέσπασαν ἀπό ταύτης δή τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου τάς ῥηθείσας τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας ἐπισκοπάς καί ὑπό τόν ἀρχιερέα Γαλλίτζης ὑποκεῖσθαι, προβιβάσαντες αὐτόν ἀπό ἐπισκόπου εἰς μητροπολίτην, ὅ δή καί γέγονε μέν εἰς κατάλυσιν τῶν ἐκ παλαιοῦ νενομισμένων ἐθίμων εἰς τήν τοιαύτην χώραν τῆς πάσης ῾Ρωσίας, ἔδοξε δέ βαρύ καί ἐπαχθές καί εἰς τούς ἐν αὐτῇ πάντας χριστιανούς, μή ἀνασχομένους ὑπό δυσί μητροπολίταις ποιμαίνεσθαι, ἀλλά βουλομένους ἀσάλευτον καί ἀμετακίνητον μένειν τήν, ἥν εἶχον ἐκ παλαιοῦ συνήθειαν, ὡς δεδήλωται, καί πάντα τρόπον κινοῦντας εἰς τήν τῆς τοιαύτης καινοτομίας κατάλυσιν, καθώς καί ἐν ἄλλοις καιροῖς ἐπεχειρήθη μέν ἡ τοιαύτη καινοτομία γένεσθαι, κατελύθη δέ καί ἀνετράπη ἅμα τῷ γεγονέναι, μή ἀνασχομένων, ὡς εἴρηται, τῶν ἐκεῖσε χριστιανῶν τό τοιοῦτον αὐτῶν ἔθος ἀθετηθῆναι».
Μέ βάση καί τό αὐτοκρατορικό ἔγγραφο ἡ πατριαρχική σύνοδος καταργεῖ τήν μητρόπολη Γαλλικίας καί ἐπαναφέρει ὅλες τίς ἐπισκοπές ὑπό τόν μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας ἀποκαθιστώντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἡ ρύθμιση αὐτή κατά τήν ἐκτίμηση τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινούπολης ἔπρεπε νά παραμείνει ἀμετακίνητη στό μέλλον, διότι εἶναι ἀρχαία καί δίκαιη γιά τό συμφέρον ἑνός τόσο μεγάλου ἔθνους καί τῆς μεταξύ τῶν μελῶν του ὁμονοίας: «Καί ὑπακεῖσθαι αὐτῇ, ὡς τό πρότερον, εἰς τόν ἑξῆς ἅπαντα καί διηνεκῆ χρόνον...καί ἡ κατάστασις αὕτη, ὡς ἀρχαία καί δικαία καί πολύ τό εὔλογον ἔχουσα καί ἐπί συμφέροντι ἔθνους τοσούτου, τῆς μετ᾽ ἀλλήλων δηλονότι εἰρηνικῆς αὐτῶν ὁμονοίας ἕνεκα γεγονυῖα, τό ἀπαραποίητον καί παρά τῶν μεθ᾽ ἡμᾶς ἁγιωτάτων πατριαρχῶν λήψεται...». Παραθέτουμε ὁλόκληρο τό ἔγγραφο τῆς συνοδικῆς ἀπόφασης:
Συνοδική ἀπόφασις ἐπί πατριάρχου Ἰσιδώρου (13471350) περί τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας 1347.
Ἠδύ τι καί ναυσιπόροις γαληνιῶν πέλαγος καί ἐπιπνέων ζέφυρος ἐξουσίας, ἡδύ αὖ ὁμοίως κάν τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν εὐνομία, εἰρήνη τε καί ὁμόνοια· ὡς γάρ τοῖς οὕτω ναυτιλλομένοις χειμῶνος δηλαδή καί ζάλης καί τρικυμίας χωρίς οὐκ ἐν ἀμφιβόλοις ἡ σωτηρία, καί τό σκάφος εὐχερῶς εἰς λιμένα κατάγεται, οὕτω δή καί τοῖς ἐν εὐνομίᾳ ζῶσί τε καί πολιτευομένοις. Σωτήριος γάρ αὐτοῖς ὁ βίος, ὅσῳ καί ἀπείρατος τῶν τῆς συγχύσεως χαλεπῶν. Σύγχυσις γάρ τό μέγιστον τῶν ἐν βίῳ δεινῶν, ἐπειδή καί φύσις αὐτῇ, ἄνω τε καί κάτω πάντα ποιεῖν καί ἀναμίξ θεῖά τε ὁμοῦ συγκυκᾶν καί ἀνθρώπινα πράγματα, καί τοῦτο ἴδῃ τις ἄν τοῖς ἤδη ῥηθησομένοις. Τό γάρ ἔθνος τῶν ῾Ρώσων, χρόνος ἤδη μακρός, εἰς τετρακοσίους ἐγγύς ἐξύκων, ἕνα μητροπολίτην γνωρίζον, τόν κατά καιρούς τήν Κυγέβου λαχόντα μητρόπολιν, βαθείας ἀπολαῦον ἦν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων εἰρήνης, εἴ τι που καί τοῦ δέοντος ἐκτραπείη, οἶα φιλεῖ γίγνεσθαι, ἐπαναγόμενον ὑπ᾽ αὐτοῦ καί διορθούμενον εὐχερῶς. Ὁ μέντοι παραχωρήσει θεοῦ διά πλῆθος ἁμαρτιῶν ἐπισυμβάς πρό ὁλίγου καιρός τῆς συγχύσεως καί τήν τοιαύτην τοῦ ἔθνους κατάστασιν ἀνέτρεψε καί συνέχεε, καί μικροῦ δεῖν διά μάχας σφισί καί πολέμους ἐμφυλίους κεκίνηκε· καί ὁ μέν τοιοῦτος καιρός τοιαῦτα οἰκεῖα πάντως ἑαυτῷ ποιῶν, ὁ ἐκ θεοῦ δέ τό βασιλεύειν κλῆρον λαχών δίκαιον ἕνεκεν ἀληθείας καί πραότητος καί δικαιοσύνης, ἐν οἷς ἅπαντα τούς πρό αὐτοῦ σχεδόν ὑπερήλασε βασιλέας, κράτιστος καί ἅγιός μου αὐτοκράτωρ, γνωρισθέντος τοῦ πράγματος τῷ ἐνθέῳ κράτει τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἐξ ἡμῶν τε αὐτῶν καί τῆς περί ἡμᾶς ἱερᾶς καί θείας συνόδου καί ἅμα, ἐξ ὧν ἔλεγε καί ἐδεῖτο τά ἐκεῖθεν καταπεμφθέντα γράμματα τοῦ τε ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυγέβου, ὑπερτίμου καί ἐξάρχου πάσης ῾Ρωσίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ τῆς ἡμῶν μετριότητος, τοῦ τε εὐγενεστάτου ῥηγός πάσης ῾Ρωσίας καί περιποθήτου ἀνεψιοῦ τοῦ κρατίστου καί ἁγίου μας αὐτοκράτορος, κῦρ Συμεῶν, καί τῶν ἄλλων ῥηγῶν, ἅ καί συνοδικῶς ἡμῖν εἰς ἐπήκοον ἀνεγνώσθησαν, εὐδόκησε σεπτόν ἀπολυθῆναι χρυσόβουλλον, ἐπ᾽ αὐτῶν ἔχον τῶν λέξεων ούτωσί: «ἐπεί αἱ κατά τόν τόπον τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας τόν ἐπικεκλημένον Βουλούνιον εὑρισκόμεναι ἁγιώταται ἐπισκοπαί, ἥ τε Γάλλιτζα, τό Βολοδίμηρον, τό Χόλμιν, τό Περεμίσθλιν, τό Λουτζικόν καί τό Τούροβον, ὑπέκειντο, ἀφ᾽ ὅτου τό τῶν ῾Ρώσων ἔθνος Χριστοῦ χάριτι τήν θεογνωσίαν ἐδέξαντο, εἰς τήν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυβέβου, ἥν διέπει ἀρτίως ὁ κατ᾽ αὐτήν ἱερώτατος μητροπολίτης, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστος, ὡς καί αἱ τῆς Μεγάλης ῾Ρωσίας ἁγιώταται ἐπισκοπαί, κατά τόν πρό ὀλίγου δέ γεγονότα καιρόν τῆς συγχύσεως, σύνδρομον τόν τοιοῦτον εὑρόντες καιρόν οἵ τε τά τῆς βασιλείας πράγματα διοικοῦντες, ἀλλά δή καί ὁ τῆς ἐκκλησίας παρά τό εἰκός προϊστάμενος, μηδέν ἕτερον σπουδάζοντες ἤ τό τάς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν καί διά ταύτας τήν τῶν κοινῶν καί ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων κατάστασιν εἰς ἀταξίαν μετασκευάσαντες καί πάντα σχεδόν ἀνατρέψαντες καί συγχέαντες καί ταῖς τῶν χριστιανῶν ψυχαῖς τε καί σώμασι πᾶσαν καί παντοίαν βλάβην προξενήσαντες καί ζημίαν καί καινοτομίαν κἀν τούτῳ ποιούμενοι, ἀπέσπασαν ἀπό ταύτης δή τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου τάς ῥηθείσας τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας ἐπισκοπάς καί ὑπό τόν ἀρχιερέα Γαλλίτζης ὑποκεῖσθαι, προβιβάσαντες αὐτόν ἀπό ἐπισκόπου εἰς μητροπολίτην, ὅ δή καί γέγονε μέν εἰς κατάλυσιν τῶν ἐκ παλαιοῦ νενομισμένων ἐθίμων εἰς τήν τοιαύτην χώραν τῆς πάσης ῾Ρωσίας, ἔδοξε βαρύ καί ἐπαχθές καί εἰς τούς ἐν αὐτῇ πάντας χριστιανούς, μή ἀνασχομένους ὑπό δυσί μητροπολίταις ποιμαίνεσθαι, ἀλλά βουλομένους ἀσάλευτον καί ἀμετακίνητον μένειν τήν, ἥν εἶχον ἐκ παλαιοῦ συνήθειαν, ὡς δεδήλωται, καί πάντα τρόπον κινοῦντας εἰς τήν τῆς τοιαύτης καινοτομίας κατάλυσιν, καθώς καί ἐν ἄλλοις καιροῖς ἐπεχειρήθη μέν ἡ τοιαύτη καινοτομία γίνεσθαι, κατελύθη δέ καί ἀνετράπη ἅμα τῷ γεγονέναι, μή ἀνασχομένων, ὡς εἴρηται, τῶν ἐκεῖσε χριστιανῶν τό τοιοῦτον αὐτῶν ἔθος ἀθετηθῆναι. Ἀνηνέχθη δέ τά περί τούτου ἀρτίως εἰς τήν βασιλείαν μου παρά τοῦ εὐγενεστάτου μεγάλου ῥηγός ῾Ρωσίας καί περιποθήτου ἀνεψιοῦ τῆς βασιλείας μου, κῦρ Συμεών, καί ἐζητήθη μετά παρακλήσεως αὐτοῦ τε καί τῶν ἄλλων ἐκεῖσε ῥηγῶν, ὥστε ἀποκαταστῆναι καί αὖθις διά χρυσοβούλλου τῆς βασιλείας μου τάς τοιαύτας ἐπισκοπάς ὑπό τήν ῥηθεῖσαν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ὡς καί τό πρότερον, ἡ βασιλεία μου τήν τοιαύτην αὐτοῦ ζήτησιν δικαίαν καί εὔλογον κρίνασα διά τε τό ῥηθέν καί ἄνωθεν μέχρι νῦν κρατῆσαι ἐκκλησιαστικόν ἔθος, ἔτι δέ καί διά τό περιόν τῆς ἀρετῆς τε καί θεαρέστου πολιτείας αὐτοῦ δή τοῦ διαληφθέντος ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυγέβου, ὑπερτίμου καί ἐξάρχου πάσης ῾Ρωσίας, τόν παρόντα χρυσόβουλλον λόγον ἀπολύουσα εὐδοκεῖ καί προστάσσει καί διορίζεται ὑποκεῖσθαι καί αὖθις τῇ ῥηθείσῃ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου τάς κατά τήν εἰρημένην Μικράν ῾Ρωσίαν ἁγιωτάτας ἐποσκοπάς, τήν τε Γάλλιτζαν, τό Βολοδίμηρον, τό Χόλμιν, τό Περεμίσθλιν, τό Λουτζικόν καί τό Τούροβον, αἵτινες παρά τό εἰκός τῷ Γαλλίτζης ἐδόθησαν, ὡς δεδήλωται, κατά τόν ῥηθένται καιρόν τῆς συγχύσεως, καί τόν ἐν αὐτῇ τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου ἀρχιερατικῶς διαπρέποντα ποιεῖν ἐν αὐταῖς, ὅσα καί οἱ θεῖοι καί ἱεροί κανόνες τούς μητροπολίτας ἐν ταῖς ὑπ᾽ αὐταῖς οἱ προγεγονότες μητροπολῖται καί αὐτός οὗτος ὁ διαληφθείς ἱερώτατος μητροπολίτης Κυγέβου ἐτέλει, χειροτονῶν καί ἐγκαθιστῶν ἐν αὐταῖς ἐπισκόπους καί τά κατ᾽ αὐτούς ἀνακρίνων καί ἐξετάζων ἐπί τισιν ἐκκλησιαστικοῖς, εἰ δέοι, ζητήμασι καί τἆλλα ποιῶν, ὅσα τοῖς θείοις καί ἱεροῖς κανόσι νενόμισται, ὀφειλόντων καί τῶν κατά τάς τοιαύτας ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἔχειν εἰς αὐτόν δή τόν ἱερώτατον μητροπολίτην Κυγέβου, ὑπέρτιμον καί ἔξαρχον πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστον καί τούς μετ᾽ αὐτόν κατά καιρούς ἐν αὐτῇ ἀρχιερατικῶς διαπρέποντας τήν προσήκουσαν εὐπείθειαν, ὅσα καί εἰς πρῶτον ἀρχιερέα τούτων, καί ὑπακούειν αὐτῷ, ἐφ᾽ οἷς ἄν ἔχοι λέγειν καί εἰσηγεῖσθαι αὐτοῖς, ἀφορῶσιν εἰς καταρτισμόν τῶν ἐκεῖσε χριστιανῶν καί εἰς ἑτέραν ἐκκλησιαστικήν καί κανονικήν πολιτείαν καί κατάστασιν, ὅθεν καί τῇ ἰσχύι καί δυνάμει τοῦ παρόντος χρυσοβούλλου λόγου τῆς βασιλείας μου ὑποκείσονται μέν καί εἰς τό ἑξῆς αὗται δή αἱ ῥηθεῖσαι ἁγιώταται ἐπισκοπαί τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας τῇ διαληφθείσῃ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου καί τῷ ταύτην ἀρχιερατικῶς διέποντι κατά τό παρόν ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ, ὑπερτίμῳ καί ἐξάρχῳ πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεογνώστῳ, καί ὑπ᾽ αὐτοῦ τά κατ᾽ αὐτάς ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ὡς ἀνωτέρω δεδήλωται, ἀνακριθήσονταί τε καί ἐξετασθήσονται, καί τῆς προσηκούσης διορθώσεως ἐπιτεύξονται, καί τά ἐν αὐταῖς ὀφειλόμενα πάντα καί νενομισμένα τελεῖσθαι διαπραχθήσονται, μετ᾽ αὐτόν δέ καί τοῖς κατά καιρούς ἐν αὐτῇ ἀρχιερατικῶς διαπρέψουσι, καί ἡ τοιαύτη κατάστασις ἐς ἀεί διατηρηθήσεται, ὡς καί ἦν ἐξ ἔθους ἐκ παλαιοῦ, καθάπερ δεδήλωται, τάς κατ᾽ αὐτούς ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς ὑφ᾽ ἕνα μητροπολίτην εὑρίσκεσθαι, Ἐπί τούτῳ γάρ καί ὁ παρών χρυσόβουλλος λόγος τῆς βασιλείας μου ἐγένετο καί ἐπεχορηγήθη τῷ μέρει τῆς ῥηθείσης ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου εἰς τήν περί τούτου ἀσφάλειαν, ἀπολυθείς κατά μῆνα αὔγουστον τῆς νῦν τρεχούσης πεντεκαιδεκάτης ἰνδικτιῶνος τοῦ ἐξακισχιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ πεντηκοστοῦ πέμπτου ἔτους, ἐν ᾧ καί τό ἡμέτερον εὐσεβές καί θεοπρόβλητον ὑπεσημήνατο κράτος».
Ἀκολούθως τοιγαροῦν, ὡς ἐχρῆν, καί ἡ μετριότης ἡμῶν γνώμῃ κοινῇ τῆς περί ἡμᾶς ὁμηγύρεως τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων, τοῦ Ἡρακλείας, τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Φιλαδελφείας, τοῦ Σεβαστείας, τοῦ Ποντοηρακλείας, τοῦ Προύσης, τοῦ Μιτυλήνης, τοῦ Αἴνου, τοῦ Σουγδαίας, τοῦ Γοτθίας, τοῦ Βιζύης, τοῦ Καλλιουπόλεως καί τοῦ Γαρέλλης, πέπραχεν ἐπανασωθῆναι καί ἐπανελθεῖν τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου τάς εἰρημένας ταύτης ἐπισκοπάς, τήν Γάλλιτζαν, τό Βολοδίμηρον, τό Χόλμιν, τό Περεμίσθλιν, τό Λουτζικόν καί τό Τούροβον, καί ὑποκεῖσθαι αὐτῇ, ὡς τό πρότερον, εἰς τόν ἑξῆς ἅπαντα καί διηνεκῆ χρόνον καί τούς ἐν αὐταῖς εὑρισκομένους θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους, μητροπολίτην καί πρῶτον ἑαυτῶν εἶναι τό Κυγέβου καί εὐπειθεῖν αὐτῷ, ὡς τό ἀπ᾽ ἀρχῆς. Ἀκυροῦμεν γάρ καί τήν ἐν τῷ πρό ὀλίγου καιρῷ τῆς συγχύσεως γενομένης παρά τοῦ πρό ἡμῶν πατριαρχεύσαντος συνοδικήν ἐπί τῇ τῆς Γαλλίτζης πρᾶξιν καί λύομεν καί συγχωροῦμεν συνοδικῶς καί τόν ἐκφωνηθέντα τῷ τότε ἐκκλησιαστικόν δεσμόν κατά τῶν μή πειθομένων τῷ Γαλλίτζης ἐπισκόπων καί τῶν ἄλλων, ὡς παραλόγων γεγονότα, διό δή καί ἔσονται τῇ τῆς Κυγέβου καί αὖθις ὑποκείμεναι αἱ ἠριθμημέναι αὗται ἁγιώτατα ἐπισκοπαί, καί ἡ κατάστασις αὕτη, ὡς ἀρχαία καί δικαία καί πολύ τό εὔλογον ἔχουσα καί ἐπί συμφέροντι ἔθνους τοσούτου, τῆς μετ᾽ ἀλλήλων δηλονότι εἰρηνικῆς αὐτῶν ὁμονοίας ἔκενα γεγονυῖα, τό ἀπαραποίητον καί παρά τῶν μεθ᾽ ἡμᾶς ἁγιωτάτων πατριαρχῶν λήψεται, καί ὁ νῦν τε ἱερώτατος μητροπολίτης Κυγέβου, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης ῾Ρωσίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητός ἀδελφός τῆς ἡμῶν μετριότητος καί συλλειτουργός, καί οἱ μετ᾽ αὐτόν τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας ἱερώτατοι ἀρχιερεῖς διαπράξονται ἐπ᾽ αὐτοῖς ἀπορκριματίστως, ὅσα αὐτοῖς ἐφεῖται κανονικῶς. Ἐπί τούτῳ γάρ καί ἡ παροῦσα ἡμετέρα καί συνοδική πρᾶξις ἐγένετο καί ἐπεδόθη τῷ μέρει τῆς διαληφθείσης ἁγιωτάτης μητροπόλεως Κυγέβου εἰς διαωνίζουσαν τήν ἀσφάλειαν.
Μηνί σεπτεμβρίῳ ἰνδ. πρώτης[8].
Ἡ σύνοδος ἀποστέλλει ἐπιστολή καί πρός τόν μητροπολίτη Γαλλικίας, μέ τήν ὁποία τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι οἱ ἐπισκοπές τῆς Μικρᾶς Ρωσίας (Οὐκρανίας) ἐπανέρχονται στήν μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας, ὅπου ἦσαν καί προηγουμένως, καί ἑπομένως καταργεῖται ἡ μητρόπολή του. Τόν προσκαλεῖ ἐπίσης νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐξετασθοῦν συνοδικά οἱ ἐναντίον του κατηγορίες. Παραθέτουμε τό λακωνικό κείμενο:
Κλῆσις τοῦ μητροπολίτου Γαλίτσης εἰς Κωνσταντινούπολιν πρός κρίσιν ὑπό τοῦ πατριάρχου Ἰσιδώρου 1347.
Ἱερώτατε μητροπολῖτα Γαλλίτζης καί ὑπέρτιμε, ἀγαπητέ κατά κύριον ἀδελφέ τῆς ἡμῶν μετριότητος καί συλλειτουργέ. Χάρις εἴη καί εἰρήνη παρά θεοῦ τῇ σῇ ἱερότητι. Ἀπό τοῦ ἀπολυθέντος ἀρτίως σεπτοῦ χρυσοβούλλου τοῦ κρατίστου καί ἁγίου μου αὐτοκράτορος καί ἀπό τῆς ἡμετέρας καί συνοδικῆς πράξεως γνωρίσειν μέλλει καί ἡ ἱερότης σου, ὅσον ἐγένετο καί ἀποκατέστη καί περί τῶν ἐπισκοπῶν τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας, ταχθέντος ὑποκεῖσθαι πάλιν αὐτάς ὡς τό πρότερον τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κυγέβου, περί δέ τῆς ἱερότητός σου ἴσθι, ὡς ἐλαλήθησαν, ὅσα δῆτα καί ἐλαλήθησαν αἰτιάματα, συνοδικῆς ἐξετάσεως δεόμενα, καί παρεγγυώμεθα, ὡς ἄν ἐπιστῇς καί καταλάβῃς εἰς τήν καθ᾽ ἡμᾶς ἱεράν καί θείαν σύνοδον, ὡς ἄν συνοδικῶς ἐξετασθέντων τῶν τοιούτων αἰτιαμάτων γένηται καί ἀποκα(τα)στῇ, ὅσον ἄν διαγνωσθῇ κανονικῶς δίκαιον. Ἐλθέ οὗν ἀπαραιτήτως, μηδέν ὑπερθέμενος. Ἡ χάρις τοῦ θεοῦ εἴη μετά τῆς σῆς ἱερότητος.
Μηνί σεπτεμβρίῳ ἰνδ. α´[9].
γ) Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Στ´ Καντακουζηνός ὑπέρ τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
Τά ἄλλα ἔγγραφα ἐπί τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἰσιδώρου Α´ ἀνήκουν στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Στ´ Καντακουζηνό. Τό ἕνα ἀπευθύνεται στόν μητροπολίτη Κιέβου (1347), ὁ ὁποῖος διαμαρτυρόταν γιά τήν διάσπαση τῆς μητροπόλεως μέ τή ἵδρυση τῆς μητροπόλεως Γαλλικίας. Αὐτή ἡ καινοτομία ὀφειλόταν, κατά τόν αὐτοκράτορα, στήν σύγχυση καί ἀνωμαλία τῶν καιρῶν, τῆς ὁποίας τά αἴτια ἦσαν πολλά, τό μεγαλύτερο ὅμως προερχόταν ἀπό τήν κακογνωμία τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα: «Ἐν ταύτῃ γάρ πολλῶν καί ἄλλων ἀτοπημάτων γεγονότων καί καινοτομιῶν καί δι᾽ ἄλλα μέν αἴτια, τό μεῖζον δέ διά τήν κακογνωμίαν τοῦ χρηματίσαντος πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἐγένετο καί εἰς ὑμᾶς τοιαύτη καινοτομία». Εἶναι βέβαιο πώς μεταξύ τῶν πολλῶν ἀτοπημάτων καί καινοτομιῶν ὑπολογίζει ὁ Καντακουζηνός τούς διωγμούς ἐναντίον τῶν ἡσυχαστῶν, ὅπως πράττει καί τώρα ὁ Βαρθολομαῖος ἐναντίον ὅσων ἀγωνιζόμαστε κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Ἀνακοινώνει ὁ αὐτοκράτωρ στόν μητροπολίτη ὅτι οἱ ἀποκοπεῖσες ἐπισκοπές τῆς Μικρᾶς Ρωσίας ἐπανέρχονται στήν μητρόπολη Κιέβου καί ὅτι ἐκλήθη καί ὁ μητροπολίτης Γαλλικίας στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐξετασθοῦν οἱ ἐναντίον του κατηγορίες[10].
Τό δεύτερο γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος ἀπευθύνεται πρός τόν μέγαν ἡγεμόνα τῆς Ρωσίας Συμεών, μέ τό ὁποῖο γνωστοποιεῖ τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (1347). Ἐπαναλαμβάνει ὅτι μεταξύ τῶν πολλῶν ἀτοπημάτων καί καινοτομιῶν τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα εἶναι καί ἡ δημιουργία τῆς μητροπόλεως Γαλλικίας, διότι ὁ πατριάρχης γιά τίποτε ἄλλο δέν ἐνδιαφερόταν, ἀλλά μόνο γιά νά ἱκανοποιεῖ τίς ὀρέξεις του. Τώρα ὅμως ἀποκαταστάθηκε ἡ εὐταξία, ἐκθρονίσθηκε καί καθαιρέθηκε ὁ κακόγνωμος πατριάρχης καί στήν θέση του ἐξελέγη νέος ἄξιος πατριάρχης ἀπό τήν σύνοδο, ἡ ὁποία ἐπίσης ἀποφάσισε ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ρωσίας, καί τῆς Μεγάλης καί τῆς Μικρᾶς, νά ὑπάγονται στήν μητρόπολη Κιέβου. Παραθέτουμε τό ἐνδιαφέρον ἀπόσπασμα:
«Διό δέ ἔφθασε καί ἐγένετο παραχωρήσει θεοῦ ἤ προὐλίγου ἐπισυμβᾶσα σύγχυσις εἰς τά πράγματα, ἥν ἐμέλλετε γνωρίσειν καί ὑμεῖς, καί ἐγένοντο καί ἄλλαι πολλαί καινοτομίαι καί καταλύσεις πραγμάτων καί δι᾽ ἄλλας μέν αἰτίας, τό πλέον δέ διά τήν κακογνωμίαν τοῦ χρηματίσαντος, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, οὐδέν ἕτερον σπουδάσαντος ἤ τό τάς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν, ἐγένετο καί αὕτη ἡ καινοτομία εἰς ὑμᾶς, καί προεβιβάσθη ὁ Γαλλίτζης εἰς μητροπολίτην. Ἀρτίως δέ, ἐπεί εὐδόκησεν ὁ θεός, καί ἐγένετο παράλογον κατά τόν τοιοῦτονν καιρόν τῆς συγχύσεως, γέγονε δέ καί ἀποκατέστη ἕκαστον τῶν πραγμάτων εἰς τήν προσήκουσαν καί ὀφειλομένην κατάστασιν, ἐξεβλήθη ἐντεῦθεν καί αὐτός οὗτος ὁ χρηματίσας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διά τάς αὐτοῦ παραλογίας καί ἅπερ ἕτερα εἰργάσατο ἔξω τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, καί καθῃρέθη, καί νυνί ἰδού ἐξελέξατο ἡ βασιλεία μου μετά ψήφου καί δοκιμασίας τῆς θείας καί ἱερᾶς συνόδου, καί γέγονεν εἰς τόν θρόνον τῆς θεφυλάκτου, θεοδοξάστου καί θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως οἰκουμενικός πατριάρχης ὁ κριθείς ἅξιος καί ἁρμόδιος εἰς τόν τοιοῦτον θρόνον τοῦ πατριαρχείου, δι᾽ ἥνπερ κέκτηται πολιτείαν θεάρεστον καί εἰς ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν συντείνουσαν, καί ἐπεί ἐζητήσατε καί ὑμεῖς, ὡς ἄν ἀποκαταστῶσι καί αὖθις αἱ ἁγιώταται ἐπίσκοπαί τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας, ἥτε δηλονότι Γαλλίτζης καί αἱ λοιπαί, ὑπό τήν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ὡς καί τό πρότερον, διέκρινεν ἡ βασιλεία μου καί αὐτός οὗτος ὁ παναγιώτατός μου δεσπότης ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης μετά τῆς περί αὐτόν θείας καί ἱερᾶς συνόδου, καί ἐτάχθη πάλιν ὑποκεῖσθαι τάς τοιαύτας ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς εἰς τήν ῥηθεῖσαν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου καί ὑφ᾽ ἕνα μητροπολίτην τήν πᾶσαν ῾Ρωσίαν, τήν τε Μεγάλην καί Μικράν, ποιμαίνεσθαι, καθώς μέλλεις γνωρίσειν ἀπό τε τοῦ χρυσοβούλλου τῆς βασιλείας μου καί ἀπό τῆς τιμίας πατριαρχικῆς καί συνοδικῆς διαγνώσεως»[11].
Τό τρίτο γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος ἀπευθύνεται πρός τόν ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρου Δημήτριον Λιούμπαρτ, στόν ὁποῖο ἀνακοινώνει ἐπίσης τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (1347). Τοῦ γράφει ὅτι ἀπό τότε πού ἐκχριστιανίσθηκαν οἱ Ρῶσοι, ἐπεκράτησε νά ὑπάγονται ὅλοι, καί οἱ κάτοικοι τῆς Μεγάλης καί οἱ κάτοικοι τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, στήν ἑνιαία μητρόπολη Ρωσίας, νά ἔχουν ἕνα μητροπολίτη ὁ ὁποῖος θά χειροτονεῖ τούς ἐπισκόπους ὅλων τῶν περιοχῶν. Ὅσοι ἐπεχείρησαν νά καταλύσουν αὐτήν τήν κατάσταση δέν τό κατόρθωσαν. Ἀναφέρεται στήν συνέχεια ὅτι, ἐνῶ ὁ ἀρχιερεύς τῆς Γαλλικίας ὤφειλε νά λογοδοτήσει στόν μητροπολίτη Κιέβου «ὑπέρτιμον καί ἔξαρχον πάσης Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστον», παρέσυρε τόν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὁ ὁποῖος λόγῳ κακογνωμίας ἔπραξε καί πολλά ἄλλα παράλογα καί ἔξω τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, ἀλλά καί τούς πολιτικούς ἄρχοντες στήν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖοι δέν ἔλαβαν ὑπ᾽ ὄψιν τό κοινόν συμφέρον, ἀλλά τίς δικές τους ὀρέξεις καί τόν προήγαγαν σέ μητροπολίτη Γαλλικίας. Τώρα ὅμως ἀποκαταστάθηκε ἡ τάξη καί παρακαλεῖ τόν ἡγεμόνα, ὅπως μέ εὐπείθεια καί σεβασμό δέχθηκαν τόν μητροπολίτην Γαλλικίας, νά ἐπανέλθουν στήν ὑποταγή τοῦ μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Ρωσίας. Παραθέτουμε ὁλόκληρο τό ἔγγραφο:
Γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ πρός τόν ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρου Δημήτριον Λιούμπαρτ περί τῆς ἑνότητος τῆς μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας 1347.
«Εὐγενέστατε ῥήξ Βολοδιμήρου καί ἀνεψιέ τῆς βασιλείας μου, κῦρ Δημήτριε Λούμπορτε. Οἶδας, ὅτι αὐτόθι ἔθιμον ἦν καί νενομισμένον, ἀφ᾽ ὅτου τό ἔθνος τῶν ῾Ρώσων ἐδέξατο τήν θεογνωσίαν καί τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι ἐφωτίσθη, ἵνα εὑρίσκῃται εἰς πᾶσαν τήν ῾Ρωσίαν, τήν τε Μεγάλην καί τήν Μικράν, εἷς μητροπολίτης, ὁ Κυγέβου, καί χειροτονῇ ἐπισκόπους εἰς ὅλας τάς ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς, καί ἐάν ἐπεχείρησάν τινες ποτε, ἵνα καταλύσωσι τήν τοιαύτην κατάστασιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἴσχυσαν εἰς τέλος ἀγαγεῖν τήν ἑαυτῶν σπουδήν. Ἅμα γάρ ἐγένετο ἡ κατάλυσις, καί ἅμα πάλιν κατέστη εἰς τήν προτέραν κατάστασιν καί συνήθειαν, καθώς γινώσκετε καί ὑμεῖς. Ἐλθών δέ πρό ὀλίγου ἐνταῦθα ὁ ἀρχιερεύς Γαλλίτζης, καίτοι γε λαλουμένων κατ᾽ αὐτοῦ αἰτιαμάτων, δι᾽ ἅπερ ὤφειλεν ἀποδοῦνται λόγον εἰς τόν ἱερώτατον μητροπολίτην Κυγέβου, ὑπέρτιμον καί ἔξαρχον πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστον, ὅμως σύνδρομον εὑρών τόν γεγονότα ἐνταῦθα καιρόν τῆς συγχύσεως καί ὑπελθών τόν χρηματίσαντα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ὅστις διά κακογνωμίας ἐφάνη καί ἄλλα πολλά τοιαῦτα ποιήσας παράλογα καί ἔξω τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, σύν αὐτῷ δέ καί τούς τήν βασιλείαν καί τά κοινά πράγματα κακῶς καί ἐπισφαλῶς διοικοῦντας, οἵτινες καί τῆς τοιαύτης συγχύσεως ἐγένοντο αἴτιοι διά τό μή τό κοινῇ συμφέρον ζητεῖν, ἀλλά μόνον τό τάς οἰκείας ὀρέξεις πληροῦν, προεβιβάσθη ἀπό ἐπισκόπου εἰς μητροπολίτην, λαβών καί τάς αὐτόθι εἰς τήν Μικράν ῾Ρωσίαν εὑρισκομένας ἑτέρας ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς ἔχειν ὑφ᾽ ἑαυτόν. Νῦν γοῦν, ἐπεί εὐδόκησεν ὁ θεός, καί ἀποκατέστησαν καί αὖθις τά πράγματα εἰς τελείαν κατάστασιν, καί οὗτος μέν ὁ χρηματίσας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐξεβλήθη διά τάς τοιαύτας αὐτοῦ παραλογίας καί διά τό παρά τούς θείους καί ἱερούς κανόνας πολιτευθῆναι, ἐγένετο δέ καί ἀποκατέστη ψήφῳ συνοδικῇ οἰκουμενικός πατριάρχης ὁ κριθείς εἰς τοῦτο ἄξιος καί ἁρμόδιος διά τήν ἀρετήν καί κατά θεόν πολιτείαν αὐτοῦ, ἀνετράπησαν μέν καί ἄλλα πολλά, ὅσα τοιαῦτα εἰργάσατο οὗτος δή ὁ χρηματίσας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔξω τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, ἐτάχθη δέ καί αὖθις ὁρισμῷ τῆς βασιλείας μου καί συνοδικῇ διαγνώσει, ὑποκεῖσθαι καί αὖθις τάς αὐτόθι ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς, τήν τε Γάλλιτζαν καί τάς λοιπάς, ὑπό τήν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κυγέβου, ὡς καί τό πρότερον, αὐτός δέ ὁ ἀρχιερεύς Γαλλίτζης καταλαβεῖν ἐνταῦθα καί γενέσθαι εἰς αὐτόν μετά ἐξετάσεως, ὅσον ἄν φανῇ ἁρμόδιον καί κανονικόν. Διά τοῦτο δηλοποιεῖ πρός σέ τά περί τούτου ἡ βασιλεία μου, ἵνα συνδράμῃς καί ἐπιμεληθῇς εἰς τήν ἀπεκβολήν τοῦ τοιούτου ἀρχιερέως τοῦ Γαλλίτζης, ὥστε καταλαβεῖν αὐτόν ἐνταῦθα, τόν δέ ἱερώτατον μητροπολίτην Κυγέβου, ὑπέρτιμον καί ἔξαρχον πάσης ῾Ρωσίας, δέξησθε ἀπό τοῦ νῦν ὡς γνήσιον καί ἔννομον μητροπολίτην, ποιεῖν εἰς ταύτας δή τάς ἁγιωτάτας ἐπισκοπάς καί εἰς τούς κατ᾽ αὐτάς θεφιλεστάτους ἐπισκόπους, ὅσον ἔνι καί κανονικόν, καί καθώς ἐποίει καί πρότερον. Ἐπεί οὖν ὑμεῖς διά τόν χριστιανισμόν, ὅν ἔχετε, καί τήν εἰς θεόν εὐσέβειαν, εὑρίσκεσθε καί εἰς τήν ἁγίαν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν εὐπειθεῖς καί ὑποτακτικοί, καί διά τοῦτο ἐστέρξατε, τοῦτο ἰδόντες, τά πρότερον γεγονότα ἐκκλησιαστικά γράμματα τά δηλοποιοῦνται εὑρίσκεσθαι τόν ἀρχιερέα Γαλλίτζης μητροπολίτην, νῦν ἰδού πάλιν δηλοποιούσης αὐτῆς τῆς τοῦ θεοῦ ἁγίας ἐκκλησίας, διοριζομένης δέ καί τῆς βασιλείας μου, εὑρίσκεσθαι καί αὖθις τό πρᾶγμα, ὡς καί τό πρότερον, δέξασθε τοῦτο καί ὑμεῖς ἀσμένως, καθώς ἔνι δέον καί ὀφειλόμενον καί εἰς ψυχικήν ὑμῶν ὠφέλειαν ἀφορῶν. Διά τοῦτο καί ἄς γένηται, καθώς δηλοποιεῖ πρός ὑμᾶς ἡ βασιλεία μου.
Εἶχε καί δι᾽ ἐρυθρῶν γραμμάτων τῆς βασιλικῆς θείας χειρός τό· μηνί σεπτεμβρίῳ ἰνδ. α´[12].
δ) Οἱ πατριάρχες Κάλλιστος Α´ καί Φιλόθεος Κόκκινος ὑπέρ τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας
Τόν πατριάρχη Ἰσίδωρο Α´ διαδέχθηκε στόν θρόνο ὁ τῆς αὐτῆς ἡσυχαστικῆς γραμμῆς καί παραδόσεως πατριάρχης Κάλλιστος Α´/13501353, 13551363). Ὅπως φαίνεται ἀπό τά κείμενα ἡ ἀναγκαστική μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς μητρόπολης ἀπό τό Κίεβο στό Βλαδιμήρ καί μετά στή Μόσχα προκάλεσε ἐσωτερικές διενέξεις καί παράπονα ἐκ μέρους τοπικῶν ἡγεμόνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη δημιουργία καί ἄλλων μητροπόλεων, γιά νά μή παραμένουν ἀποίμαντοι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ πατριάρχης Κάλλιστος ἐπιπλήττει τόν ἑλληνικῆς καταγωγῆς μητροπολίτη Κιέβου Θεόγνωστο, διότι ἐγκατέλειψε ἀποίμαντες κάποιες περιοχές, μεταξύ αὐτῶν καί τό Κίεβο, ἐνῶ ἔχει ὑπό τήν δικαιοδοσία του ὅλη τή Ρωσία. Τοῦ γράφει ὅτι δύο ἡγεμόνες, ὁ ρήγας τῶν Λητβῶν (Λιθουανίας) καί ὁ ρήγας Τυφερίου (Τβέρ) Μιχαήλ παραπονοῦνται ἐναντίον του, ὅτι δέν ἔχει τήν ἴδια ἀγάπη καί συμπεριφορά ἀπέναντι ὅλων τῶν ἡγεμόνων ἀλλά κάνει διακρίσεις. Πρέπει ὅμως νά γνωρίζει ὅτι χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας καί ὄχι μόνον ἑνός μέρους ἀλλά ὅλης τῆς Ρωσίας, ἐνῶ ἔρχονται πληροφορίες ὅτι δέν πηγαίνει οὔτε στό Κίεβο οὔτε στήν Λιθουανία, ἀλλά μένει σέ ἕνα μέρος καί τά ἄλλα ἄφησε ἀποίμαντα, χωρίς ἐπίσκεψη καί πατρική διδασκαλία, πρᾶγμα βαρύ καί ξένο πρός τήν Παράδοση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Τό δίκαιο εἶναι νά ἐπιβλέπει ὁλόκληρη τήν Ρωσία καί νά ἐπιδεικνύει πρός ὅλους τούς ἡγεμόνες ἀγάπη καί διάθεση πατρική. Παραθέτουμε ὁλόκληρο τό κείμενο:
«Ἱερώτατε μητροπολῖτα Κιέβου καί πάσης ῾Ρωσίας, ὑπέρτιμε, ἀγαπητέ, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀδελφέ τῆς ἡμῶν μετριότητος καί συλλειτουργέ, χάρις εἴη καί εἰρήνη παρά θεοῦ τῇ σῇ ἱερότητι τά γράμματά σου μετά τοῦ ἀνθρώπου σου τοῦ Ἀββακούμ ἐδεξάμην, καί ἐγνώρισα ἐξ αὐτῶν, ὅσα ἔγραφες καί ἀνέφερες· γνωστόν δέ ἔστω σοι, ὅτι πρό τούτου ᾠκονόμησα ἄνθρωπον καλόν ἰδικόν μου, καί ἀπέστειλα πρός τήν σήν ἱερότητα, διότι ὁ μέγας ῥήγας Λητβῶν ἀπέστειλε πρός με γράμμα αὐτοῦ, καί ἔγραφε πολλά, διά τοῦτο ἔκρινα καλόν, καί ἀπέστειλα ἄνθρωπόν μου πρός τήν σήν ἱερότητα μετά γραμμάτων τῆς ἡμῶν μετριότητος, ἀφ᾽ ὧν μέλλεις γνωρίσειν ἀκριβῶς, ἅπερ ἔγραφεν ὁ μέγας ῥήγας Λητβῶν. Ἐξερχομένου δέ τοῦ ἀνθρώπου μου ἦλθεν ἀπό τοῦ μεγάλου ῥηγός τοῦ Τυφερίου Μιχαήλ καλόγηρως μετά γραμμάτων ἐκείνου· ἐδεξάμην οὖν τά γράμματα ταῦτα καί ἐγνώρισα, ὅσα μοι ἔγγραφε, ἔγγραφε δέ καί αὐτός πολλά, πρός δέ τοῖς ἄλλοις ἐζήτει, ἵνα κριθῇ καί μετά σου, νά ἔλθῃ ἡ ἱερότης σου ἐνταῦθα εἰς τήν σύνοδον, καί νά πέμψῃ καί ἐκεῖνος ἄρχοντάς του, νά γένηται κρίσις. Ἐγώ δέ, πῶς ἦν δυνατόν, ἵνα μή δώσω αὐτῷ κρίσιν; διά τοῦτο ἔγραψα πρός τήν σήν ἱερότητα μετά τοῦ προρρηθέντος ἀνθρώπου, καθώς μέλλεις γνωρίσειν ἀπό τῶν γραφῶν μου ἤ ἵνα ἔλθῃς σύ ἐνταῦθα, εἴπερ ἔνι δυνατόν, ἤ πέμψῃς ἄρχοντάς σου, πέμψῃ δέ καί ἐκεῖνος ἰδικούς του ἄρχοντας, καί γένηται ἡ κρίσις· νῦν δέ, ἐλθόντος τοῦ ἀνθρώπου σου τοῦ Ἀββακούμ, ἐγνώρισα καί ἀπό τῆς γραφῆς σου καί ἀπό τοῦ στόματος τούτου, ὅσα ἔγραφες καί ἐζήτεις, ἐγώ δέ, μιμούμενος τόν εἰρηνοποιόν Χριστόν, γράφω καί παρακαλοῦμαι πρός σέ, ὅτι οὐδέν μοι φαίνεται καλόν, ἵνα ἔχῃς μετά τοῦ ῥηγός τοῦ Τυφερίου τοῦ Μιχαήλ σκάνδαλα καί ὀχλήσεις, καί νά ἔρχεσθε εἰς κρίσιν, ἀλλά ὡς πατήρ καί διδάσκαλος σπούδασον, ἵνα εἰρηνεύσῃς μετ᾽ αὐτοῦ, καί εἴπερ ἔπταισε καί τίποτε, σύ ὡς πατήρ συγχώρησον καί ἀνακάλεσον αὐτόν ὡς υἱόν σου, καί ἔχε καί μετ᾽ αὐτοῦ εἰρήνην, ὥσπερ ἔχεις καί μετά τῶν ἄλλων ῥηγῶν, μέλλει δέ νά ποιήσῃ καί αὐτός μετάνοιαν καί νά ζητήσῃ συγχώρησιν καθώς ἐγώ γράφω πρός αὐτόν, τοῦτό μοι δοκεῖ καλόν καί συφμέρον, καί οὕτω γενέσθω ἄνευ τινός λόγου. Εἰ δ᾽ οὖ βούλεσθε τοῦτο, ζητεῖτε δέ κρίσιν, ἐγώ τήν κρίσιν οὐδέν κωλύω, προσέχετε δέ, μήπως φανῇ εἰς ὑμᾶς βαρύ· ἡ μετριότης ἡμῶν, καθώς εἶπον, ἔγραψε γράμμα πρός τόν ῥῆγα τόν Τυφερίου Μιχαήλ, καί πέμπω τοῦτο μετά τοῦ ἀνθρώπου σου, τοῦ Ἀββακούμ, καί ὁπηνίκα ἔλθῃ εἰς τάς χεῖράς σου, δός αὐτό πρός τόν ἄνθρωπόν μου, ὅν ἀπέστειλα αὐτοῦ, δός δέ αὐτῷ καί ἄνθρωπόν σου δραγουμάνον, ἵνα ὑπάγει μετ᾽ αὐτοῦ εἰς ἐκεῖνον, νά τόν δείξῃ καί τό πρῶτόν μου γράμμα καί τοῦτο, ὅ γράφω νῦν πρός αὐτόν περί εἰρήνης, νά τόν εἴπῃ δέ...καί λόγους, ὥστε νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν καί εἰρήνην, καί θαρρῷ, ὅτι οὐ μή ποιήσῃ ἄλλως, ἀλλά ὡς ἄν γράφω πρός αὐτόν. Ἡ ἱερότης σου γινώσκεις ἀκριβῶς, ὅτι ὅτε σε ἐχειροτονήσαμε, Κυέβου καί πάσης ῾Ρωσίας μητροπολίτην ἐχειροτονήσαμεν, οὐχ ἑνός δέ μέρους, ἀλλά πάσης τῆς ῾Ρωσίας, νῦν δέ ἀκούω, ὅτι οὔτε εἰς τό Κύεβον ὑπάγεις, οὖτ᾽ εἰς τήν Λητβᾶν, ἀλλ᾽ εἰς ἕν μέρος, τό δέ ἄλλον ἀφῆκες ἀποίμαντον καί χωρίς ἐπισκέψεως καί διδασκαλίας πατρικῆς, ὅπερ ἔνι βαρύ καί ἔξω τῆς παραδόσεως τῶν ἱερῶν κανόνων, δίκαιον δέ ἔνι, ἵνα καί τήν γῆν πάσης ῾Ρωσίας ἐπιβλέπῃς, καί ἔχῃς μετά πάντων τῶν ῥηγῶν ἀγάπην καί διάθεσιν πατρικήν, καί ἀγαπᾷς αὐτούς ὁμοίως, καί δεικνύῃς εἰς αὐτούς τήν αὐτήν καί ὁμοίαν διάθεσιν καί εὐμένειαν καί ἀγάπην, καί μή τινας ἐξ αὐτῶν ἀγαπᾷς καί ἔχῃς ὡς υἱούς σου, τούς δέ οὐδέν ἀγαπᾷς, ἀλλ᾽ ἔχῃς πάντας ὁμοίως υἱούς σου, καί ἀγαπᾷς πάντας ὁμοίως, καί οὕτω μέλλουσι καί αὐτοί διδόναι πρός σε εὔνοιαν καί ἀγάπην καί ὑποταγήν πολλήν καί μεγάλην, μέλλεις δέ ἔχειν καί τήν παρά θεοῦ βοήθειαν. Γίνωσκε δέ, ὅτι ἐγώ ἔγραψα καί πρός τόν μέγαν ῥῆγα τῶν Λητβῶν, ἵνα σε ἀγαπᾷ καί τιμᾷ κατά τήν παλαιάν συνήθειαν, καθώς καί οἱ ἄλλοι ῥῆγες τῆς ῾Ρωσίας, καί ὅτι ὑπάγεις εἰς τόν τόπον, καί νά περιπατῇς καί τόν τόπον αὐτοῦ ἀβαρῶς καί σύ, ὅσον ἔνι δυνατόν, σπούδασον, ἵνα ἔχῃς εἰς αὐτόν ἀγάπην καί διάθεσιν, καί ἔχῃς καί αὐτόν, ὥσπερ τούς ἄλλους ῥῆγας, διότι ὁ τοῦ κυρίου λαός ὁ χριστώνυμος, ὅς εὑρίσκεται ὑπό τήν ἀρχήν αὐτοῦ, τῆς σῆς χρήζει ἐπισκέψεως καί διδασκαλίας, καί ἔνι ἀναγκαιότατον, ἵνα ἔχῃς μετ᾽ αὐτοῦ ἀγάπην, ἵνα βλέπῃς καί αὐτόν καί τόν λαόν τοῦ θεοῦ νά τόν διδάσκῃς, καί ποίει τοῦτο μετά πάσης σου δυνάμεως χωρίς λόγου τινός, περί δέ τῶν λοιπῶν ἔγραψέ σοι πλατύτερον ἡ μετριότης ἡμῶν μετά τοῦ ἀνθρώπου μου τοῦ Ἰωάννου, καί μέλλεις γνωρίσειν ταῦτα ἀκριβῶς»[13].
Λίγο ἀργότερα (1354) μέ συνοδικό γράμμα ἐπικυρώνεται ἐπίσημα ἡ μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς μητροπόλεως εἰς τό Βλαδιμήρ. Δικαιολογεῖται ὡς ἐπισυμβᾶσα «ὑπό τῆς τοῦ καιροῦ συγχύσεως καί ἀνωμαλίας», χωρίς ὅμως αὐτό νά συνεπάγεται τήν διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητρόπολης· τό Κίεβο παραμένει ἱστορικά καί εἰς τόν αἰώνα ὁ πρῶτος θρόνος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καί ἐκφράζεται ἡ εὐχή νά ἐπανέλθει «εἰς τήν ἀρχαίαν εὐδαιμονίαν τε καί κατάστασιν». Ἐπαινεῖται ὁ διάδοχος τοῦ Θεογνώστου μητροπολίτης Ἀλέξιος καί ἐπικρίνεται κάποιος Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος ἀποτυχών στήν Κωνσταντινούπολη νά χειροτονηθεῖ μητροπολίτης Κιέβου, ἦλθε στό Τίρνοβο τῆς Βουλγαρίας καί χειροτονήθηκε ἀπό τόν πατριάρχη Τιρνόβου μητροπολίτης Κιέβου. Αὐτή μάλιστα, ἡ ἐνέργεια χαρακτηρίζεται ὡς «ληστρική καί τυραννική», ὅπως θά μποροῦσε κανείς κάλλιστα νά ὀνομάσει καί τήν σημερινή εἰσπήδηση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαῖου σέ ξένη δικαιοδοσία μέ τήν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στήν ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, χρησιμοποιώντας καί τιμώντας σχισματικούς ἀρχιερεῖς. Γράφει τό κείμενο:
«Εἶχε μέν ἡ ἁγιωτάτη μητρόπολις ῾Ρωσίας μετά καί τῶν ἄλλων κάστρων καί χωρῶν τῶν ὑπό τήν ἐνορίαν ταύτης τελούντων καί τό ἐν τῇ Μικρῇ ῾Ρωσίᾳ κάστρον, τό Κύεβον ἐπονομαζόμενον, ἐν ᾧ ἦν ἄνωθεν ἡ καθολική ἐκκλησία τῆς μητροπόλεως, ηὑρίσκοντο δέ καί οἱ ἱερώτατοι ἀρχιερεῖς ῾Ρωσίας τήν οἴκησιν ποιούμενοι ἐν αὐτῇ· ἐπεί δέ ὑπό τῆς τοῦ καιροῦ συγχύσεως καί ἀνωμαλίας καί τῆς τῶν γειτονούντων Ἀλαμάνων διενῆς ἐπιθέσεως ἐφθάρη, καί εἰς στενοχωρίαν κατήντησε, κἀντεῦθεν οἱ προϊστάμενοι ἀρχιερατικῶς τῆς ῾Ρωσίας, μή τήν ἀνήκουσαν καί ὀφειλομένην αὐτοῖς κυβέρνησιν ἔχοντες, παρά πολύ δέ λειπομένην τῆς προτέρας, ἐπεί οὐδέ τῆς τῶν ἀναγκαίων ηὐπόρουν προσόδου, μετῴκησαν εἰς τήν ἁγιωτάτην αὐτῆς ἐπισκοπήν Βλανδιμήρου, ἱκανήν οὖσαν παρέχειν αὐτοῖς καταμονήν καί ἀνάπαυσιν πάντων τῶν χρειωδῶν, μετῴκησαν δέ ἐν αὐτῇ τοῦτον τόν τρόπον ὅ τε ἱερώτατος μητροπολίτης ῾Ρωσίας, κῦρ Θεόγνωστος ἐκεῖνος, καί πρό αὐτοῦ ἕτεροι δύο, ἐπισκεπτόμενοι μέν, ὅσον εἰκός, καί τό Κύεβον καί τούτῳ τήν προτίμησιν ἀπονέμοντες διά τό ἐκεῖσε, ὡς δεδήλωται, εἶναι τόν θρόνον ἄνωθεν τῆς μητροπόλεως, οἰκοῦντες δέ καί διατρίβοντες καί τήν αὐτῶν πᾶσαν προμήθειαν καί ἀνάπαυσιν ποριζόμενοι ἐκ τοῦ Βλαντιμήρου· μαρτυρεῖ τοῦτο καί τό μή γεγονέναι ἐφ᾽ ἱκανοῖς χρόνοις ἐπίσκοπον, ὡς τοῦ μητροπολίτου ἰδιοποιησαμένου καί κατασχόντος αὐτήν· ἀλλ᾽ ὁ νῦν προβιβασθείς ψήφῳ καί ἐκλογῇ τῆς ἡμῶν μετριότητος καί τῆς περί αὐτήν ἱερᾶς καί θείας συνόδου ἱερώτατος μητροπολίτης πάσης ῾Ρωσίας, ἀγαπητός κατά κύριον ἀδελφός τῆς ἡμῶν μετριότητος καί συλλειτουργός, ἀγαθός ὤν ἀνήρ καί ὑποταγῆς εἰδώς νόμους, συνῆν τῷ διαληφθέντι ἀρχιερεῖς, κῦρ Θεογνώστῳ ἐκείνῳ διακυβερνῶν καί ὑπανέχων αὐτόν γήρᾳ κάμνοντα καί ἀσθενείᾳ περιπεσόντα δεινῇ καί τῶν δικαίων τῆς ἐκκλησίας προσταγῇ καί θελήσει ἐκείνου καλῶς ἀντιλαμβανόμενος, ὅθεν καί κατανοήσας ἐκεῖνος αὐτόν ἱκανόν ὄντα ψυχῶν προστασίαν ἀνεγχειρισθῆναι, ἐπίσκοπον Βλαντιμήρου πρός τῷ τέλει τοῦ ἑαυτοῦ βίου κεχειροτόνηκε, καί πρός τήν ἡμῶν μετριότητα καί τήν ἱεράν σύνοδον ἔγραψε καί ἐμαρτύρησε καί ἠξίωσε προβιβασθῆναι εἰς τόν θρόνον Κυέβου καί πάσης ῾Ρωσίας, ὅς δή καί μετά θάνατον ἐκείνου, προκριθείς παρ᾽ αὐτοῦ πρότερον, ὡς εἴρηται, παρά τε τοῦ εὐγενεστάτου μεγάλου ῥηγός, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητοῦ υἱοῦ τῆς ἡμῶν μετριότητος, κῦρ Ἰωάννου, καί ἑτέρων ῥηγάδων, τῶν κληρικῶν τε καί παντός τοῦ ἐκεῖσε χριστωνύμου λαοῦ εἰς τήν ἀρχιερατικήν προστασίαν αὐτῶν, καί ἐλθών εἰς τήν ἡμῶν μετριότητα καί τήν θείαν καί ἱεράν σύνοδον καί ψηφισθείς καί ἐκλεγείς καί προβιβασθείς εἰς μητροπολίτην Κυέβου καί πάσης ῾Ρωσίας, εὐδοκίᾳ τοῦ κρατίστου καί ἁγίου μου αὐτοκράτορος, ἐκίνησε καί τόν περί τούτου λόγον συνοδικῶς πρός τήν ἡμῶν μετριότητα, ὅπως δηλονότι ἐφθάρη καί εἰς στενοχωρίαν κατά τόν ἀναγεγραμμέον τρόπον κατήντησε καί οὐδέ ἱκανόν ἐστι κατάντημα τοῦ ἀρχιερέως τό Κύεβον, ὅπως δέ ὁ Θεοδώρητος παρανόμως ἀπελθών εἰς τόν Τύρναβον καί παρά τούς ἱερούς κανόνας εἰληφώς παράνομον χειροτονίαν ἐκεῖσε, καθαιρεθείς δέ καί ἀφορισθείς παρά τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, ληστρικῶς ἅμα καί τυραννικῶς ἀντιποιεῖται τοῦ Κυέβου, καί εὑρίσκεται, ἐν αὐτῷ. Ἡ γοῦν μετριότης ἡμῶν, συνδιασκεψαμένη τοῖς περί αὐτήν ἱερωτάτοις ἀρχιερεῦσιν, ἀγαπητοῖς κατά κύριον ἀδελφοῖς τῆς ἡμῶν μετριότητος καί συλλειτουργοῖς, ἐπεί πολλαχόθεν ἐγνώρισεν, ὡς οὐκ ἔστιν ἑτέρα καταμονή καί ἀνάπαυσις καί κατάντημα τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει ῾Ρωσίας διά τάς προειρημένας αἰτίας, εἰ μή τό Βλαντίμηρον, ἐν ὧ ηὑρίσκοντο καί οἱ πρό αὐτοῦ μητροπολῖται ῾Ρωσίας, ἔνι δέ τῶν ἀναγκαιοτάτων πάνυ γε καί ὀφειλομένων ἀποκαταστῆναι τόν ἀρχιερέα διά συνοδικῆς πράξεως, ἔνθα δή εὑρίσκεσθαι ἀπολαύοντα τῆς ἱκανῆς προμηθείας καί κυβερνήσεως, ἐν ἁγίῳ παρακελεύεται πνεύματι διά τοῦ παρόντος συνοδικοῦ γράμματος, εἶναι καί εὑρίσκεσθαι τόν τε ἱερώτατον μητροπολίτην ῾Ρωσίας καί τούς μετ᾽ αὐτόν πάντας ἐν τῷ Βλαντιμήρῳ καί ἔχειν τοῦτο ὡς οἰκεῖον κάθισμα ἀναφαιρέτως καί ἀναποσπάστως εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα, καί ἔνι μέν καί τό Κύεβον ὡς οἰκεῖος θρόνος καί πρῶτον κάθισμα τοῦ ἀρχιερέως, ἐάν περισώζηται, μετ᾽ ἐκεῖνο καί σύν ἐκείνῳ δεύτερον κάθισμα καί καταμονή καί ἀνάπαυσις ἡ ἁγιωτάτη ἐπισκοπή Βλαντιμήρου, ἐν ᾗ ἀκωλύτως, ὁπηνίκα δεήσει, ἐνεργήσει ὁ μητροπολίτης ῾Ρωσίας σφραγῖδάς τε ἀναγνωστῶν καί ὑποδιακόνων καί διακόνων προβιβασμούς καί χειροτονίας ἱερέων καί τά ἄλλα, ὅσα κανονικῶς ἐφεῖται καί τῷ γνησίῳ ἀρχιερεῖ, ἄνευ τῆς τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως, ἀλλά καί εἴπερ βοηθείᾳ θεοῦ ἐπανέλθοι τό Κύεβον εἰς τήν ἀρχαίαν εὐδαιμονίαν τε καί κατάστασιν ἐξωσθῇ δέ καί ὁ καθαιρεθείς Θεοδώρητος, ὥστε εἶναι δυνατόν ἔχειν τινά ἐν αὐτῷ τόν ἀρχιερέα ἀνάπαυσιν, οὐδέ οὕτως ἐκσπασθήσεται τό Βλαντίμηρον τοῦ μή προσεῖναι ὡς οἰκεῖον κάθισμα τοῖς μητροπολίταις τῆς ῾Ρωσίας, ἀλλ᾽ ἔσται μέν, ὡς δεδήλωται, τό Κύεβον θρόνος καί πρῶτον κάθισμα τοῦ...»[14].
Γιά τόν ἐν λόγῳ Θεοδώρητο πού εἰσπήδησε ληστρικῶς καί τυραννικῶς σέ ξένη δικαιοδοσία, χειροτονηθείς στό Τίρνοβο τῆς Βουλγαρίας ὑπάρχει γράμμα τοῦ πατριάρχου ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, κατά τήν πρώτη πατριαρχία του (13531354), πρός τόν ἐπίσκοπο Νόβγοροδ, μέ τό ὁποῖο τοῦ συνιστᾶ, νά μή δεχθεῖ σέ κοινωνία τόν Θεοδώρητο, τόν ὁποῖο καθήρεσε ἡ σύνοδος βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὅποιος τόν δέχεται θά καταδικασθεῖ μέ τήν ἴδια ποινή, διότι ὁ κανών λέγει ὅτι αὐτός πού κοινωνεῖ μέ ἀκοινώνητο καθίσταται καί αὐτός ἀκοινώνητος. Δυστυχῶς ὁ ἴδιος κανών ἰσχύει καί γιά τούς ἀρχιερεῖς τῆς Κωνσταντινούπολης, πού κοινωνοῦν μέ τούς καθηρημένους σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας Φιλάρετο καί Μακάριο. Γράφει τό κείμενο τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου: «Πρόσεχε γοῦν ἵνα οὐδέν παραδέξη ποσῶς τόν τοιοῦτον Θεοδώρητον, ὡς ἀν μή ὑποπέσῃς καί σύ εἰς τήν καταδίκην, εἰς ἥν ἔνι καί ὁ Θεοδώρητος· λέγει γάρ ὁ κανών, ὅτι ὁ ἀκοινώνητῳ κοινωνῶν καί αὐτός ἀκοινώνητος ἔστω»[15].
Ὑπάρχει ἀκόμη σειρά πολλῶν ἐγγράφων πατριαρχικῶν καί συνοδικῶν μέχρι τό τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος, μέ τά ὁποῖα προσπαθεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, ἀντίθετα πρός ὅσα πράττει σήμερα, νά προλάβει τίς διαιρέσεις στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Τό σύνολο σχεδόν αὐτῶν τῶν ἐγγράφων ἀναδημοσιεύσαμε τό 1989 στό βιβλίο μας «Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα»[16]. Ὅπως σήμερα, ἔτσι καί τότε ἀνεμειγνύοντο οἱ πολιτικοί ἄρχοντες εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας, παρακινούμενοι δέ ἀπό τούς ἀντικανονικούς μητροπολίτες προκαλοῦσαν ἐμφυλίους πολέμους καί αἱματοχυσίες. Ἀπό συνοδικό ἔγγραφο ἀπό τήν δεύτερη πατριαρχία τοῦ Καλλίστου Α´ τοῦ ἔτους 1361 προκύπτει ὅτι ὁ κατά συγκατάβασιν καί οἰκονομίαν χειροτονηθεῖς μητροπολίτης Λιθουανίας Ρωμανός μέ δύο μόνον ἐπισκοπές, ἐπενέβαινε μέ ἀντικανονικές ἐνέργειες στήν μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας καί προκαλοῦσε σκάνδαλα. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά παρακινοῦσε καί τόν ἡγεμόνα τῆς Λιθυανίας νά ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καί νά προκαλοῦνται φόνοι καί αἱματοχυσίες, ὅπως προβλέπεται καί ὑπάρχει φόβος νά συμβεῖ καί σήμερα στήν Οὐκρανία μέ τό θράσος καί τήν ἐπιθετικότητα τῶν πολιτικῶν πού στηρίζουν τούς σχισματικούς ἀρχιερεῖς. Διεκδικοῦσε μάλιστα ὁ Ρωμανός στηριζόμενος στήν δύναμη τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας νά καταλάβει καί τόν θρόνο τοῦ Κιέβου καί πάσης Ρωσίας. Γράφει τό κείμενο:
«Κακεῖσε παραγενόμενος, ὡς ἀνηνέχθη τῇ ἡμῶν μετριότητι, πολλά τῶν ἀκανονίστων εἰργάσατο· ἀπελθών γάρ εἰς τό Κύεβον ἀμετόχως ἱερούργησεν ἐν αὐτῷ καί χειροτονίας διεπράξατο, καί ἑαυτόν Κυέβου καί πάσης ῾Ρωσίας καθολικόν μητροπολίτην ἀδεῶς ὀνομάζει, ὅπερ προεξένησε σύγχυσιν καί ταραχήν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυέβου καί πάσης ῾Ρωσίας, καί παρεκίνησε καί τόν εὐθέντην Λιτβῶν κατά τῶν Χριστιανῶν κατεξαναστῆναι καί οὐκ ὀλίγην φθοράν καί χύσεις αἱμάτων ἐργάσασθαι, ἅπερ ἔδειξαν ἀκριβέστερον οἱ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Κυέβου καί πάσης ῾Ρωσίας, κῦρ Ἀλεξίου, ἀποκρισιάριοι, κατλαβόντες ἐνταῦθα καί ἐξ ἄλλων μέν πολλῶν, μάλιστα δέ καί ἀφ᾽ ὧν διεκόμισαν γραμμάτων τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου, κῦρ ῾Ρωμανοῦ, ὑπέρ ὧν καί ὥσπερ ἐγκαυχώμενοι οἱ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Λιτβῶν ἄνθρωποι, πρότερον καταλαβόντες ἐνταῦθα, διεκήρυττον, ὡς τοσοῦτον ὁ ἱερώτατος μητροπολίτης κῦρ ῾Ρωμανός ἐστιν ἰσχυρός καί δύναται τήν ἐπαρχίαν ἅπασαν τῆς μητροπόλεως ἔχειν ῾Ρωσίας, ὅτι καί εἰς τό Κύεβον ἀπῆλθε καί ἐλειτουργησε, καί ἐπισκοπάς πολλάς προσελάβετο, καί τόν αὐθέντην Λιτβῶν κατά τοῦ κῦρο Ἀλεξίου διήγειρε, καί πάντα ἔξεστιν ἐκείνῳ ποιεῖν ἀδεῶς, δύναμιν οὐ μικράν ἔχοντι, εἰς τοῦτο παρακινοῦσαν τόν αὐθέντην Λιτβῶν. Διά γοῦν τήν τοιαύτην (κατάστασιν) ἐπισφαλῆ παντάπασιν οὖσαν καί ἔξω τῆς τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων διαταγῆς καί ἅμα διά τό μή προβαίνει κατά τοῦ χριστιανισκοῦ τῆς ῾Ρωσίας γένους φόνους καί συγχύσεις καί μάχας καί ταραχάς, ὡς λέγεται, ἅπερ ἐστί τοῖς ἔθνεσιν ἴδια τοῖς μή φόβον ἐν ἑαυτοῖς ἔχουσι τοῦ θεοῦ, καί οὐ τοῖς ἀρχιερεῦσι»[17].
4. Ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Ρωσίας ἔργο Οὐνιτῶν καί λατινοφρόνων.
Ἐπί πέντε λοιπόν αἰῶνες, ἀπό τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Ρώσων (988) μέχρι καί τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος τό ἔθνος τῶν Ρώσων συνολικά, περιλαμβανομένης καί τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, εἶχε ἑνιαία ἐκκλησιαστική ἀρχή, τήν μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας. Παρά τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας ἀπό τό Κίεβο στό Βλαδιμήρ καί κατόπιν στήν Μόσχα, λόγῳ τῆς μογγολικῆς κατάκτησης, ἡ ἑνότητα αὐτή διατηρήθηκε. Προσπάθειες δημιουργίας δεύτερης καί τρίτης μητρόπολης, ὥστε νά ἀπεξαρτηθοῦν οἱ νοτιοδυτικές περιοχές καί νά προσεγγίσουν τούς Λατίνους, μέσῳ κυρίως τῆς Πολωνίας πού εἶχε κατακτήσει κάποιες περιοχές καί ἐπεδίωκε τόν ἐκλατινισμό τους, μετά ἀπό σύντομο διάστημα ἐπιτυχίας, τελικῶς ἀποτύγχαναν μέ τήν ἐπέμβαση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἦταν σταθερά προσηλωμένη στήν ἐπικρατήσασα ἐπί αἰῶνες ἀρχή νά ὑπάρχει μία μητρόπολη γιά τό πολυάνθρωπο ἔθνος τῶν Ρώσων.
Ὅπως προκύπτει ἀπό τά ἔγγραφα ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλάμβανε σοβαρά ὑπ᾽ ὄψιν τόν κίνδυνο τοῦ ἐκλατινισμοῦ, τῆς πλήρους δηλαδή ὑποταγῆς τῶν Ὀρθοδόξων σέ λατίνους ἐπισκόπους, γι᾽ αὐτό καί κάποιες φορές, γιά νά ἀποφευχθεῖ αὐτός ὁ κίνδυνος, παρέβη αὐτήν τήν ἀρχή καί ἐχειροτόνησε δεύτερο μητροπολίτη σέ λατινοκρατούμενες περιοχές. Σέ πιττάκιο τοῦ ἡγεμόνος τῆς Πολωνίας Καζιμίρ πρός τόν οἰκουμενικό πατριάρχη ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο (1370) διατυπώνεται τό αἴτημα νά χειροτονηθεῖ μητροπολίτης Γαλλικίας ὁ Ἀντώνιος, γιά νά ὑπάρχει νόμος καί τάξη μεταξύ τῶν Ρώσων, πολλές περιοχές τῶν ὁποίων εἶχε κατακτήσει ὁ Καζιμίρ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ· «καί ἡ γῆ χήρα ἦν, καί μετά ταῦτα ἐκέρδησα ἐγώ ὁ κράλης τῆς Λαχίας (=Πολωνίας) τήν γῆν τῆς Ρωσίας». Στό τέλος διατυπώνει τήν ἀπειλή ὅτι ἄν δέν χειροτονήσουν δεύτερο μητροπολίτη, θά βαπτίσουν τούς Ρώσους στήν πίστη τῶν Λατίνων. «Εἰ δ᾽ οὐ γενήσεται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐλογία σας τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ, μετά ταῦτα μηδέν λυπεῖσθε καθ᾽ ἡμῶν· ἡ ἡμῶν ἀνάγκη ἔσεται εἰς τήν τῶν Λατίνων πίστιν βαπτίζειν τούς Ρώσους, εἰ οὐκ ἔστι μητροπολίτης εἰς τήν Ρωσίαν, διότι ἡ γῆ οὐ δύναται εἶναι ἄνευ νόμου»[18].
Αὐτήν τήν ἀπειλή προβάλλει ὡς δικαιολογία ὁ πατριάρχης Φιλόθεος πρός τόν μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας Ἀλέξιο, γιά τό ὅτι ἀναγκάσθηκε ἀπειλούμενος νά χειροτονήσει τόν Ἀντώνιο μητροπολίτη Γαλλικίας· συχρόνως ὅμως τόν ἐπιπιήττει, γιατί ἄφησε ἀποίμαντες τίς κατακτημένες ἀπό τούς Πολωνούς περιοχές τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, στίς διαθέσεις τῶν Πολωνῶν κατακτητῶν. «῎Ηκουσα γάρ ὅτι ἀφῆκας τούς χριστιανούς πάντας τούς εὑρισκομμένους αὐτόθι εἰς πάντα τόπον τῆς Ρωσίας, καί κάθησαι εἰς ἕν μέρος, τό δέ ἄλλο ἀφῆκας ἀποίμαντον καί χωρίς διδασκαλίας καί πνευματικῆς ἐπισκέψεως...Καί ἔμελε ποιήσειν παραυτίκα μητροπολίτην λατῖνον, καθώς ἔλεγε, καί βαπτίζειν τούς Ρώσους εἰς τήν πίστιν τῶν Λατίνων, ὅπερ διακρίνοις οὐ ὅτι καλόν ἦν, εἰ ἐγένετο; Ἐγώ πολλά εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ, ὅπως οὐκ ἐποίησε, ἀλλ᾽ ἔγραψε καί ἐζήτησε, παρ᾽ ἡμῶν μητροπολίτην· διά ταῦτα ἀναγκασθέντες ἡμεῖς ἐχειροτονήσαμεν, ὅν ἀπέστειλεν, ἐπεί οὐκ ἔπρεπε ἵνα ποιήσωμεν ἄλλως»[19].
Ἡ διαίρεση πάντως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ τήν ἀπόσπαση τοῦ Κιέβου ἦταν πάντοτε προσωρινή καί ὄχι μακροχρόνια. Ἡ κατάσταση ἄλλαξε περί τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος στό ἱστορικό πλαίσιο τῆς οὐνιτικῆς ψευδοσυνόδου ΦεράραςΦλωρεντίας (14381439) καί τῆς ἄμεσης, κατά θεϊκή παραχώρηση, ἅλωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Τούρκους. Γιά νά ἀποφύγουν τόν ἐξισλαμισμό δέχθηκαν τόν ἐκλατινισμό, μέ τήν ὑπογραφή τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου τῆς ψευδοσυνόδου. Σέ ἐπίπεδο ἡγεσίας καί ἐπίσημης ἀποδοχῆς γίναμε Οὐνίτες, μέ τόν Ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό καί τόν διάδοχό του στήν ὀρθόδοξη ἀντίσταση, μετέπειτα πατριάρχη, ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο νά διασώζουν τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Κατά τό διάστημα τῶν 14 ἐτῶν, ἀπό τήν ψευδοσύνοδο μέχρι τήν ἅλωση (14391453), ὁπότε ἀνέλαβε τήν πατριαρχία κατά θεία ρύθμιση ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ὑποχείρια τῶν Λατίνων. Ὁ Ἕλληνας μητροπολίτης Ρωσίας Ἰσίδωρος ἀποδείχθηκε πρωταγωνιστής τῆς ψευδοενώσεως, τήν ὁποία θέλησε νά ἐπιβάλει ἀνεπιτυχῶς, μόλις ἐπέστρεψε, στήν Ρωσία. Ἄς παρακολουθήσουμε τήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων ὅπως τήν περιγράφει ὁ καθηγητής Βλ. Φειδᾶς:
«Ἡ συμμετοχή τοῦ Ἰσιδώρου εἰς τάς συζητήσεις δέν ἦτο μεγάλη, καίτοι ὁ ρόλος αὐτοῦ εἰς τήν καθ᾽ ὅλου ἐξέλιξιν τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἠκολούθει τάς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας. Κατά τόν Ἰωσήφ Ἐπίσκοπον Μεθώνης, ὁ Ἰσίδωρος ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος, ὅστις ὑπέδειξε τήν ἀνάγκην τῆς ἀποδοχῆς τῶν ὑπό τοῦ πάπα προβαλλομένων ὅρων διά τήν ἐπιτυχίαν τῆς ἑνώσεως καί ἐπέδρασεν ἀποφασιστικῶς καί ἐπ᾽ αὐτοῦ τούτου τοῦ αὐτοκράτορος εἰσέτι. Ὁ πάπας εἰς ἐπιστολήν αὐτοῦ πρός τόν μητροπολίτην Ἰσίδωρον γράφει λίαν θερμῶς, ἐνῶ ὁ ἐκ Σουζδαλίας ἱερομόναχος Συμεών, ὅστις συνώδευσε τόν Ἰσίδωρον, ἀναφέρει ὅτι “ὁ πάπας οὐδένα μητροπολίτην ἠγάπα τόσον, ὅσον τόν Ἰσίδωρον”».
Μετά πολλάς ζυμώσεις καί ὑπό τήν ἀπειλήν πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἐγένετο δεκτός τήν 5ην Ἰουλίου 1439, ὁ δέ Ἰσίδωρος ἦτο ἐκ τῶν πρώτων, οἵτινες ἐδέχθησαν τήν ἕνωσιν. Εἰς τάς πράξεις τῆς συνόδου, ἐνῷ πάντες ἠκολούθησαν τόν τύπον: “Ὁρίσας ὑπέγραψα” ἤ “στοιχήσας ὑπέγραψα”, ὁ Ἰσίδωρος Ρωσσίας ὑπέγραψε μετά τήν φράσιν: “στέργων καί συναιτῶν ὑπέγραψα”. Μετά τήν ἀποδοχήν τῆς ἑνώσεως ὁ Ἰσίδωρος ἔλαβεν ὑπό τοῦ πάπα τόν τίτλον τοῦ καρδιναλίου καί ὡρίσθη ληγάτος de latere τῶν ἐπαρχιῶν Λιθουανίας, Λιβονίας, πάσης Ρωσσίας καί Πολωνίας (Γαλικίας), ἤτοι ἀποστολικός ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Βορρᾶ, ἀνθ᾽ ὦν ὑπέρ τῆς ἑνώσεως ἔπραξε...
Μετά τήν κήρυξιν τῆς ἑνώσεως ὁ Ἰσίδωρος ἀνεχώρησε περί τό τέλος τοῦ 1439 ἀπό Βενετίας διά μέσου Κροατίας, Ζάγκρεμπ, Βουδαπέστης, Κρακοβίας, Περεμύσλ, Λβώβ, Γαλικίας, Χόλμ, Βίλνας καί Κιέβου, γενόμενος, λόγοις καί ἔργοις, κῆρυξ τῆς ἑνώσεως. Εἰς Μόσχαν ἔφθασε τήν 19ην Μαρτίου 1441, ἀλλά δέν εὗρε τά πράγματα ὡς ἀνέμενε. Ἤδη πολύ πρό αὐτοῦ εἶχον φθάσει ἐκεῖ οἱ βογιάροι Θωμᾶς καί Συμεών καί ὁ Ἀβραάμ Σουζδαλίας μετά τῆς λοιπῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἰσιδώρου, οἵτινες ἐγνώρισαν εἰς τόν ἡγεμόνα Βασίλειον καί τόν λαόν τά κατά τήν ἕνωσιν. Ὅτε ὁ Ἰσίδωρος ἔφθασεν εἰς Μόσχαν, εἰσῆλθε κατά τό ἔθιμον τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων, προηγουμένου τοῦ λατινικοῦ σταυροῦ. Εἰς τήν ἐπακολουθήσασαν λειτουργίαν, ἐμνημόνευσε πρῶτον τό ὄνομα τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ´, μετά δέ τήν λειτουργίαν ὁ διάκονος ἀνέγνωσε τήν πρᾶξιν τῆς ἑνώσεως τῆς 5ης Ἰουλίου 1439. Εἶτα ὁ μητροπολίτης Ρωσσίας ἐπέδωκε τῷ ἡγεμόνι Βασιλείῳ ἐπιστολήν τοῦ πάπα, δι᾽ ἦς οὖτος προέτεινεν αὐτῷ τήν μετά τοῦ μητροπολίτου συνεργασίαν διά τήν ἐπιτυχίαν τῆς ἑνώσεως.
Ὁ ἡγεμών ὀργισθείς συνεκάλεσε σύνοδον ἐπισκόπων, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν μητροπολίτην Ἰσίδωρον καί ἐνέκλεισεν αὐτόν εἰς τήν μονήν Τσουντώφ. Τήν 15ην Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καί διά μέσου Τβέρ ἔφθασεν εἰς Νόβγκοροντ. Ἐκεῖθεν κατέφυγε πρός τόν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετ᾽ οὐ πολύ δέ εἰς Ρώμην.
Κατά τήν πολιορκίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπεστάλη ὑπό τοῦ πάπα Γρηγορίου Ε´ κυρίως διά νά ἐπιτύχη τήν ἕνωσιν, Φθάσας εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν μετά 200 περίπου ἀνδρῶν, διά συνεννοήσεων μετά τοῦ αὐτοκράτορος ἐπέτυχε πιθανώτατα τήν τέλεσιν λειτουργίας ἐν τῷ ναῷ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τήν 12ην Δεκεμβρίου ὑπό παπικῶν καί ὀρθοδόξων ἱερέων, ἐν ᾖ ἐμνημονεύθησαν τά ὀνόματα τοῦ πάπα Νικολάου καί τοῦ πρώην πατριάρχου Γρηγορίου. Κατά τήν ὑπεράσπισιν τῆς πόλεως εἶχεν ἀνατεθῇ αὐτῷ τό τμῆμα τῶν Βλαχερνῶν, συλληφθείς δέ κατά τήν ἅλωσιν ὑπό τῶν Τούρκων, ἐπωλήθη ὡς δοῦλος εἰς Γαλατᾶν. Διαφυγῶν, περιεπλανήθη εἰς Μ. Ἀσίαν, Χίον, Πελοπόννησον καί Κρήτην, φθάσας δ᾽ εἰς Ρώμην, ἔλαβεν ὑπό τοῦ πάπα τόν τίτλον τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκ Ρώμης ἀπηύθυνεν ἐπιστολήν θερμοτάτην πρός πάντας τούς ἡγεμόνας, δι᾽ ἦς προέτρεπε τούτους νά ἀναλάβουν σταυροφορίαν κατά τοῦ “προδρόμου τοῦ ἀντιχρίστου καί υἱοῦ τοῦ Σατανᾶ” Μωάμεθ Β´ τοῦ Κατακτητοῦ...» Ἐφεξῆς ἡ ὁδός πρός τήν Μητρόπολιν Ρωσσίας ἐκλείσθη δι᾽ Ἕλληνα ἱεράρχην, ἡ δέ Ρωσσική Ἐκκλησία ἤρξατο ἔκτοτε ἀποβλέπουσα εἰς τήν ἀπόκτησιν πλήρους αὐτονομίας. Συνελόντι δ᾽ εἰπεῖν, αἱ ἐν γένει δραστηριότητες τοῦ Ἰσιδώρου Ρωσσίας περιέπλεξαν ἐπί τά χείρω ὄχι μόνον τάς σχέσεις πρός τήν Ρώμην, ἀλλά καί πρός τήν μέχρι τότε πειθαρχοῦσαν τῷ Πατριαρχείῳ Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας.
Ὁ Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλιν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἡγεμών ἔμαθεν ὅτι καί ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθῆ τήν ἕνωσιν, διέταξε τήν ἀποστολήν νά ἐπιστρέψῃ. Ἐν Ρωσσίᾳ ὅμως ἐπεκράτησεν ἀναρχία, καθ᾽ ἥν ὁ μέγας ἡγεμών Βασίλειος ἐτυφλώθη ὑπό τοῦ Δημητρίου Σεμιάκυ, ἐνῷ οἱ ἡγεμόνες Σεμιάκυ ἀπώλεσαν τήν ζωήν των. Ὁ Ἰωνᾶς κατεστάθη τέλος μητροπολίτης τό 1448 ὑπό συνόδου καί ἀπέστειλεν εἰς τόν πατριάρχην ἀποστολήν διά νά λάβῃ τήν εὐλογίαν του. Ἐν τούτοις, ἕτεραι ἐσωτερικαί διαμάχαι ἔπληξαν τήν Μητρόπολιν Ρωσσίας, διότι τό 1458 ὁ ἐκθρονισθείς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ἐχειροτόνησεν μητροπολίτην Λιθουανίας τόν μαθητήν τοῦ Ἰσιδώρου Γρηγόριον. Ἡ χειροτονία αὐτή κατεθορύβησε τήν Μόσχαν. Ὁ ἡγεμών καί ὁ μητροπολίτης ἔγραψαν γράμμα πρός τόν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας καί τόν λαόν νά μήν προβοῦν εἰς τήν διαίρεσιν τῆς Μητροπόλεως Ρωσσίας.
Τό 1459 συνεκλήθη σύνοδος ἐν Μόσχᾳ, ταχθεῖσα ἐναντίον τῆς διαιρέσεως τῆς Μητροπόλεως Ρωσσίας καί ἀποφασίσασα ὅπως ἡ ἐκλογή τῶν μητροπολιτῶν Μόσχας πραγματοποιῆται ὑπό τῶν ἐπισκόπων Ρωσσίας ἀνεξαρτήτως ἀπό τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν τῇ συνόδῳ ταύτῃ διά πρώτην φοράν ἐμνημονεύθη ὁ τίτλος Μητρόπολις Μόσχας ἀντί τοῦ καθιερωμένου τίτλου Μητρόπολις Κιέβου. Τό 1461 ἀπέθανε ὁ μητροπολίτης Ἰωνᾶς καί τό 1462 ὁ μέγας ἡγεμών, ἐνῷ ἡ Ρωσσία εἶχε πλέον ἀπαλλαγῆ οὐσιαστικῶς τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ»[20].
Ἡ ἐκλογή καί ἡ χειροτονία τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπό Ρώσους ἐπισκόπους τό 1448, χωρίς τήν ὁποιαδήποτε συμμετοχή τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐσήμανε τήν ἀπεξάρτηση καί ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ὡς κανονική θεολογική δικαιολογία εἶχε τό ὅτι πλέον ἡ Κωνσαντινούπολη δέν εἶχε ὀρθόδοξο πατριάρχη, ἀλλά ἦταν οὐνιτική. Δέν ἀποφεύχθηκε ὅμως ἡ διαίρεση τῆς ἑνιαίας μητροπόλεως, μολονότι τό 1459 σύνοδος τῶν Ρώσων ἐπισκόπων στήν Μόσχα ἐτάχθη ἐναντίον τῆς διαιρέσεως. Ἕνα χρόνο ἐνωρίτερα, τό 1458, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Μάμας, περιβόητος γιά τά οὐνιτικά του φρονήματα καί ὑπέρμαχος τῆς ΦερράραςΦλωρεντίας, ἐχειροτόνησε μητροπολίτη Κιέβου τόν μαθητή τοῦ Ἰσιδώρου Γρηγόριο βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Ἡ κακογνωμία πάλι ἑνός λατινόφρονος οὐνίτη πατριάρχη, ὅπως ἐκείνη τοῦ Ἰωάννη Καλέκα, θά ἔχει χειρότερες συνέπειες. Καί μολονότι ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκαταστάθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἄνοδο στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς μεγαλειώδους μορφῆς τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, ἀμέσως μετά τήν ἅλωση, ἐν τούτοις ἡ διαίρεση τώρα τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας σέ δύο μητροπόλεις τήν μητρόπολη Μόσχας καί τήν Μητρόπολη Κιέβου ἐκράτησε ἐπί δύο καί πλέον αἰῶνες (14581686).
Ἡ μητρόπολη Κιέβου ἔχουσα ὑπό τήν δικαιοδοσία της περιοχές ὑπό πολωνική κατοχή καί ἐπίδραση ὑπέστη πολλές πιέσεις καί ἐπιδράσεις, γιά νά ἀποκοπεῖ τελείως ἀπό τήν Ρωσσική Ἐκκλησία. Τό Κίεβο ἔγινε τό κέντρο τῆς δράσεως τῶν Ἰησουϊτῶν καί τῶν Οὐνιτῶν, ὅπου παράλληλα μέ τόν ἐκλατινισμό τῶν Ὀρθοδόξων καί τήν ἐκκλησιαστική ἀπεξάρτησή τους ἀπό τήν Ρωσία ἐπιχειρήθηκε συστηματικά καί ἡ ἐθνική τους ἀπεξάρτηση μέ τήν καλλιέργεια οὐκρανικῆς συνειδήσεως, τοῦ Οὐκρανισμοῦ, καί τήν συστηματική ἀνάπτυξη τῆς ρωσοφοβίας. Πουθενά στίς ἑλληνικές ἱστορικές πηγές δέν συναντᾶται ἡ λέξη Οὐκρανία, ἀλλά τό ρωσσικό ἔθνος παρουσιάζεται ἑνιαῖο μέ γεωγραφικούς πληθυσμιακούς χαρακτηρισμούς, ὅπως Μεγάλη Ρωσία, Μικρά Ρωσία, Λευκορωσία. Ὁ σημερινός Οὐκρανός εἶναι ὁ Μικρορῶσος, ὁ Μοσχοβίτη εἶναι ὁ Μεγαλορῶσος καί ὁ τῆς Λευκορωσίας εἶναι ὁ Λευκορῶσος. Ὅσα συμβαίνουν σήμερα στήν Οὐκρανία μέ τήν καλλιεργούμενη ρωσοφοβία καί τήν προσπάθεια ἐκδυτικισμοῦ ἔχουν τίς ρίζες τους πίσω στήν ἱστορία, στίς προσπάθειες ἐκπολωνισμοῦ καί ἐκλατινισμοῦ τῶν κατοίκων. Ὑπάρχουν μαῦρες σελίδες αὐτῶν τῶν πιέσεων καί τῶν διωγμῶν, ἰδιαίτερα μετά τήν διαίρεση τῆς ἑνιαίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, σέ δύο μητροπόλεις, τήν Μητρόπολη Μόσχας καί τήν Μητρόπολη Κιέβου τό 1458[21].
5. Ἡ ἐπανένωση Κιέβου καί Μόσχας τό 1686 καί ἡ παρερμηνεία τῶν σχετικῶν ἐγγράφων
Οἱ Οὐκρανοί ἐθνικιστές καί οἱ φίλοι τους Πολωνοί καί Οὐνίτες παρουσιάζουν τήν ἐπανένωση τῶν μητροπόλεων Μόσχας καί Κιέβου ὡς προϊόν βίας ἐκ μέρους τῶν Ρώσων καί ὑποδούλωση τῶν Οὐκρανῶν στήν Ρωσία, γιά νά δικαιολογήσουν τίς σημερινές ἀποσχιστικές τάσεις τοῦ Κιέβου ἀπό τήν Μόσχα, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές. Εἶναι σάν νά μιλᾶμε γιά ὑποδούλωση τῆς Κύπρου ἤ τῆς Κρήτης ἤ τῆς Μακεδονίας στήν Ἑλλάδα καί ὄχι γιά ἕνωσή τους μέ τήν Ἑλλάδα στό ἑνιαῖο ἐθνικό σῶμα. Ὑποδούλωση ὑπῆρχε προηγουμένως στήν Πολωνία καί στήν Λιθουανία μέ ἐκλατινισμούς, ἐκπολωνισμούς καί οὐνιτισμούς, ὅπως ὑποδούλωση στήν Δύση, στό Βατικανό, στήν Ἀμερική, στήν Εὐρώπη καί στό ΝΑΤΟ, ἐπιχειρεῖται καί σήμερα, ἀποξένωση καί ἀποκοπή ἀπό τήν Ρωσία, μετά τήν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Οὐκρανίας πού ἀκολούθησε τήν διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης τό 1990.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπί τρεῖς δεκαετίες τώρα δέχεται αἰτήματα γιά παρέμβαση στήν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία, ἀφοῦ ἡ Μόσχα, ὅπως δικαιοῦται, δέν εἶναι διατεθειμένη νά τό πράξει, ἔχοντας μάλιστα μέ τό μέρος της καί τά πορίσματα τῆς διορθόδοξης συζήτησης γιά τό θέμα τοῦ αὐτοκεφάλου ἀπό τίς προσυνοδικές Ἐπιτροπές καί Διασκέψεις τῆς «Ἅγίας καί Μεγάλης Συνόδου», πού συνῆλθε στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016. Τό θέμα τοῦ αὐτοκεφάλου ἐξέπεσε ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων καί δέν συζητήθηκε, ἐνῶ εἶχε ἐπιτευχθῆ συμφωνία στά οὐσιώδη καί παρέμεναν ἐπουσιώδεις λεπτομέρειες. Γιά τό πῶς ἐξελίχθηκε ἡ συζήτηση «Περί τοῦ αὐτοκεφάλου» στίς προσυνοδικές συναντήσεις καί πῶς διαγράφη ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων σέ σχέση μάλιστα μέ τό αὐτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας, θά γράψουμε προσεχῶς ἄλλο ἄρθρο. Ὅλη αὐτή ἡ ἀναστάτωση καί οἱ διαιρέσεις πού προκαλεῖ τώρα τό οὐκρανικό αὐτοκέφαλο θά εἶχαν ἀποφευχθῆ, ἄν ἡ σύνοδος εἶχε τήν τόλμη νά ἀσχοληθεῖ μέ φλέγοντα καί ἐπείγοντα θέματα, καί ὄχι ἁπλῶς νά ἐπιβεβαιώσει πρωτεῖα καί συντονιστικούς ρόλους. Ὁ στόχος νά ὑπηρετηθεῖ ἡ ἑνότητα ἀπέτυχε παντελῶς, διότι, ἐκτός τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), πού ἐκπροσωποῦν περισσότερους ἀπό τούς μισούς Ὀρθοδόξους, δέν λύθηκε κανένα ἀπό τά θέματα πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει διαιρέσεις καί σχίσματα, ὅπως τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου, τῆς Διασπορᾶς, τοῦ Ἡμερολογίου, τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κ.ἄ. Εἶναι μάλιστα ἀξιοπαρατήρητο ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὑποστηρίζοντας τόν συντονιστικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, ἔθεσε ὑπό ἀμφισβήτηση αὐτόν τόν ρόλο, τορπιλλίζοντας ὁ ἴδιος τήν ἑνότητα μέ τήν διαιρετική καί σχισματική του παρέμβαση σέ ξένη δικαιοδοσία στό κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Ὁ γράφων γνωρίζει ὅτι τό Φανάρι ἦταν πολύ προσεκτικό καί ἐπιφυλακτικό στό νά ἀναμιχθεῖ στό ἀκανθῶδες θέμα τῆς χορήγησης αὐτοκεφάλου στήν Οὐκρανία χωρίς τήν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, γιατί ἀκόμη καί οἱ εἰδικές συνοδικές ἐπιτροπές τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί εἰδικοί ἐπιστήμονες τῶν ὁποίων ἐζήτησε τήν γνώμη, κατηύθυναν τήν λύση, στό νά δοθεῖ μέν ἡ αὐτοκεφαλία στήν Οὐκρανία, ἀφοῦ ὡς ἀνεξάρτητο πλέον κράτος τήν ἐδικαιοῦτο, ἀλλά αὐτό νά γίνει μέ τόν σωστό τρόπο, ὅπως αὐτός εἶχε ἀποκρυσταλλωθῆ στίς προσυνοδικές συμφωνίες, μέ αἴτημα δηλαδή τῆς ἐνδιαφερομένης γιά τό αὐτοκέφαλο ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος πρός τήν μητέρα Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία θά ἀπεσπᾶτο, μέ ἀποδοχή τοῦ αἰτήματος ἀπό τήν μητέρα Ἐκκλησία καί διαβίβασή του πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης. Καί ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά τά βήματα καί ἐκπληρωθοῦν ὅλοι αὐτοί οἱ ὅροι, τότε θά ἐδίδετο καί ὁ τόμος τῆς αὐτοκεφαλίας.
Τό 1686 λοιπόν ἔγινε ἡ ἐπανένωση Κιέβου καί Μόσχας καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ἑνότητα τῶν πέντε πρώτων αἰώνων· οὐσιαστικῶς ἔκλεισε ἡ παρένθεση τῆς πολωνικῆς κατάκτησης τῶν περιοχῶν μετά τήν νίκη τῶν Ρώσων τό 1654 ἐπί τῶν Πολωνῶν καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς. Ἀφοῦ λοιπόν ἀπελευθερώθηκε τό Κίεβο, ἦταν εὔκολο καί ἀναμενόμενο νά ἐνσωματωθοῦν ἐκκλησιαστικά οἱ ἀπελευθερωθεῖσες περιοχές στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὅπως ἔγινε. Ἔχουν ἱστορικά ἄδικο ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ρωσία κατέκτησε τίς περιοχές καί διά τῆς βίας προσήρτησε τήν Οὐκρανία ὑπό τήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καί γι᾽ αὐτό δῆθεν δικαιολογημένα ζητοῦν τώρα τήν ἀπεξάρτηση μέ τήν χορήγηση αὐτοκεφάλου. Μήπως καί ἡ Ἑλλάδα διά τῆς βίας προσήρτησε τά Ἑπτάνησα τό 1864 στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μετά τήν ἀπελευθέρωσή τους; Καί μήπως ἐπίσης διά τῆς βίας ὑπήχθησαν οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες» στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μετά τήν ἀπελευθέρωση αὐτῶν τῶν περιοχῶν κατά τούς βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912; Μήπως καί γιά τίς «Νέες Χῶρες» εἶναι σχεδιασμένη κάποια ἀπεξάρτηση καί ἀποκοπή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος;
Ἀσφαλῶς κατά τούς δύο αἰῶνες ὑποταγῆς τῆς Οὐκρανίας στούς Πολωνούς, στίς λατινικές καί οὐνιτικές ἐπιδράσεις, διαμορφώθηκαν μεταξύ τῶν Οὐκρανῶν Ὀρθοδόξων ρωσοβικές, φιλοπαπικές καί φιλοδυτικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δέν ἐπιθυμοῦν τήν ἐξάρτησή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι θά ἀλλάξουμε καί τήν ἱστορία, ἀγνοώντας τίς ἱστορικές πηγές ἤ παρερμηνεύοντας κάποια ἱστορικά κείμενα, ὅπως, δυστυχῶς, πράττει τώρα ἡ Κωνσταντινούπολη, ἀντιφάσκοντας πρός τήν ἱστορική ἀλήθεια ἀλλά καί πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της. Ἤδη σέ προηγούμενο σύντομο ἄρθρο μας παρουσιάσαμε ἐνδεικτικά γνῶμες ἱστορικῶν περί τοῦ ὅτι τό 1686 ἡ Οὐκρανία μέ ἀπόφαση τῆς Κωνσταντινούπολης ἐπανεντάχθηκε στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καί ἐπί τριακόσια τώρα χρόνια ὅλες οἱ τοπικές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, καί τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, θεωροῦν τήν Οὐκρανία κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Αὐτές τίς ἡμέρες μάλιστα βγῆκε στήν δημοσιότητα, προφανῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἐπιστολή τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου πρός τόν πατριάρχη Μόσχας κυρό Ἀλέξιο, τόν Αὔγουστο τοῦ 1992, ἀναφερόμενη στήν καθαίρεση τοῦ τότε μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στήν ὁποία ἀναγνωρίζεται στό ἀκέραιο ἡ ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καί δίδεται μάλιστα ἡ ὑπόσχεση ὅτι δέν θά δημιουργήσει στό ἑξῆς ὁποιαδήποτε δυσχέρεια ἡ Κωνσταντινούπολη στίς σχέσεις μέ τήν Μόσχα, ὑπόσχεση πού τήν ἀνατρέπει τώρα μέ κανονικό πραξικόπημα, διότι, ὄχι μόνο ἀποκαθιστᾶ στήν ἀρχιερωσύνη τόν ἐν λόγῳ καθηρημένο σχισματικό ἱεράρχη, τόν ὁποῖο ἐξακολουθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας νά θεωρεῖ σχισματικό, καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο, ἀλλά τό χειρότερο ἀρνεῖται γενικῶς τήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἐπί τῆς Οὐκρανίας, τήν ὁποία ὑποκλέπτει γιά τόν ἑαυτό της. Ἔγραφε τό 1992 ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος πρός τόν τότε πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο:
«Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικά τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἡμῖν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ᾽ Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι᾽ οὗς οἶδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρό τινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ᾽ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ᾽ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν».
Ἐπειδή λοιπόν κατά πάγκοινη ἐπιστημονική καί ἐκκλησιαστική ἀποδοχή ἡ Οὐκρανία, ἑνωμένη ἐπί πέντε αἰῶνες, μετά τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Ρώσων, μέ τούς λοιπούς Ρώσους, ὑπό τήν ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας, διαιρέθηκε καί ἀποτέλεσε ξεχωριστή μητρόπολη λόγω ξενικῶν κατακτήσεων καί λατινικῶν οὐνιτικῶν ἐπιρροῶν στά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος, ἐπανενώθηκε ὅμως τό 1686 μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἔρχεται τώρα ἡ Κωνσταντινούπολη ἐνισχύοντας διαιρετικές φιλοδυτικές δυνάμεις, ἀντίθετα πρός ὅ,τι ἔπραττε στό παρελθόν, καί ἰχυρίζεται ὅτι δέν παραχωρήθηκε ποτέ ἡ δικαιδοσία τῆς Οὐκρανίας στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί ὅτι ἀπό τά ὑπάρχοντα ἔγγραφα προκύπτει ὅτι ἡ παραχώρηση δέν ἦταν ὁριστική, ἀλλά προσωρινή, καί γι᾽ αὐτό τήν ἀναιρεῖ τώρα καί ἐπαναφέρει τήν Οὐκρανία στήν δική της δικαιοδοσία. Ὁ ἰσχυρισμός περί τοῦ προσωρινοῦ βέβαια καταρρίπτεται αὐτομάτως ἀπό τήν πραγματικότητα, διότι ἀπό τό 1686 μέχρι σήμερα πέρασαν 332 χρόνια, τρισήμισυ αἰῶνες, κατά τήν διάρκεια τῶν ὁποίων οὐδέποτε ἔγινε λόγος γιά προσωρινή δικαιοδοσία, διότι οὔτε μέσα στά ἔγγραφα γίνεται τέτοιος λόγος.
α) Τά δύο ἔγγραφα πού ἐπικαλεῖται ἡ Κωνσταντινούπολη παρερμηνεύονται ἀπό δικούς της ἐρευνητάς
Ἄς δοῦμε ὅμως τά ἴδια τά ἔγγραφα. Πρόκειται περί δύο ἐγγράφων πού εὑρίσκονται στόν ὑπ᾽ ἀριθμ. 22 χειρόγραφο κώδικα πού κατέχει, μεταξύ ἄλλων χειρογράφων, τό Ἱστορικό καί Παλαιογραφικό Ἀρχεῖο (ΙΠΑ) τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης Ἑλλάδος (ΜΙΕΤ). Ὁ κώδικας εἶναι γνήσιος καί αὐθεντικός, χρονολογούμενος ἀπό τούς εἰδικούς περί τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνες, κατά πᾶσα πιθανότατα γραμμένος τό 1750, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τό ὑδατόσημο τοῦ χαρτιοῦ. Τόν κώδικα περιέγραψαν παλαιογραφικά καί μετέγραψαν τό περιεχόμενό του συνεργάτες τοῦ ΙΠΑ/ΜΙΕΤ, τήν σχετική δέ εἰσαγωγή στήν περιγραφή ὑπογράφει ὁ Ἀγαμέμνων Τσελίκας, προϊστάμενος τοῦ Ἱστορικοῦ καί Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης. Εἰς αὐτό ἔγκειται ἡ ἐπιστημονική προσφορά τῶν εἰδικῶν ἐρευνητῶν καί εἰς αὐτό ἐξαντλεῖται. Σέ σχετικό φυλλάδιο πού ἐκυκλοφόρησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο διαδόθηκε μέσω τοῦ Διαδικτύου μέ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας  Ὁμιλοῦν τά κείμενα» (The Ecumenical Throne and the Church of Ukraine. The Dokuments speak) προτάσσονται εὐχαριστίες πρός τούς ἐρευνητάς Ἕλληνας καί Ρώσους, «οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἀδιαβλήτου ἐπιστημονικῆς συνεισφορᾶς των συνέβαλαν εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας περί τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν της». Ἀκολουθεῖ σχολιασμός τοῦ περιεχομένου τῶν δύο ἐγγράφων, ἀρκετά ἐκτενής, ὁ ὁποῖος προφανῶς συντάχθηκε ἀπό συνεργάτες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τήν κατεύθυνση νά δικαιωθεῖ ἡ γραμμή τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἀντικειμενικός· ἄλλες θέσεις παρερμηνεύονται καί ἄλλες θέσεις ἀποκρύπτονται. Ὁ σχολιασμός εἶναι ἀνώνυμος, δέν ξέρουμε τά ὀνόματα αὐτῶν πού τόν συνέταξαν, καί δέν εἶναι πάντως οἱ παλαιογράφοι ἐρευνηταί καί ἐπιστήμονες τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης, ὅπως ἐντέχνως ἀφήνεται νά ὑπονοηθεῖ, τῶν ὁποίων ἡ συμβολή ἔγκειται μόνον στό ὅτι ὑπέδειξαν τά δύο ἔγγραφα καί ἀπέστειλαν ἀντίγραφα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
β) Τό πρῶτο ἔγγραφο καί ἡ ὀρθή ἑρμηνεία του
Τό πρῶτο ἔγγραφο περιέχει τήν πατριαρχική καί συνοδική πράξη τοῦ 1686, πού ἐκδόθηκε ἐπί πατριάρχου Διονυσίου Δ´, μέ τό ὁποῖο παραχωρεῖται ἡ δικαιοδοσία τῆς μητροπόλεως Κιέβου στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Τό Κίεβο, ὅπως προαναπτύξαμε, κάτω ἀπό ἀνώμαλες ἱστορικές συνθῆκες εἶχε ἀποκοπῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί εἶχε παραμείνει προσωρινά ὑπό τήν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ἐξέλιπαν αὐτές οἱ ἀνώμαλες συνθῆκες, ἡ ὑποταγή δηλαδή στήν Πολωνία, ἐπανέρχεται στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Αὐτό λέγεται ἀμέσως στήν ἀρχή, στήν ἐπιγραφή τοῦ ἐγγράφου, πού ἀποτελεῖ περίληψη τοῦ περιεχομένου, καί πού καί μόνον αὐτή ἡ περίληψη ἀρκεῖ γιά νά σχηματίσει κανείς γνώμη γιά τό ὅλο περιεχόμενο τοῦ ἐγγράφου. Λέγει λοιπόν ἡ ἐπιγραφή ὅτι τό πατριαρχικό καί συνοδικό γράμμα δόθηκε στόν πατριάρχη Μόσχας γιά νά ὑπαχθεῖ ἡ μητρόπολη Κιέβου στόν πατριαρχικό του θρόνο καί νά χειροτονεῖ αὐτός τόν μητροπολίτη Κιέβου πού θά ἐκλεγεῖ ἀπό τήν σύνοδο τῶν ἐκεῖ ἐπισκόπων: «Ἴσον ἀπαράλλακτον τοῦ πατριαρχικοῦ καί συνοδικοῦ γράμματος τοῦ δοθέντος τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ Μοσχοβίας, ἐκδόσεως φημί γράμματος, ἐπί τῷ εἶναι τήν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καί χειροτονεῖσθαι τόν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ». Ὑπάρχει σαφέστερη ἀπόδειξη ὑπαγωγῆς τῆς μητροπόλεως Κιέβου στό πατριαρχεῖο Μόσχας ἀπό αὐτήν; Ὑπάγεται λοιπόν ἡ μητρόπολη Κιέβου στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας, καί ὁ μητροπολίτης Κιέβου χειροτονεῖται ἀπό τόν πατριάρχη Μόσχας: «Ἐπί τῷ εἶναι τήν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καί χειροτονεῖσθαι τόν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ».
Οἱ σχολιαστές καί ἑρμηνευτές τοῦ Φαναρίου ἀποκρύπτουν τήν ὁλοφάνερη αὐτή ὑπαγωγή τοῦ Κιέβου στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί διατείνονται αὐθαίρετα, κακοποιοῦντες ἀκόμη γραμματικά καί νοηματικά τό κείμενο, πώς δῆθεν «τό νόημα τῆς "ὑποταγῆς" τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας συνίστατο, κατ᾽ οὐσίαν, μόνον εἰς τήν ἄδειαν τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου». Ἀπό τήν σαφέστατη αὐτή ὑπαγωγή τοῦ Κιέβου στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, πού γίνεται ἤδη ἀπό τήν ἐπιγραφή τοῦ κειμένου, ἀφοῦ ἀπέκρυψαν τό οὐσιῶδες, βρῆκαν νά σχολιάσουν τό ἐπουσιῶδες «ἐκδόσεως φημί γράμματος», τό ὁποῖο δέν κατενόησαν γραμματικά καί μέ δική τους μυθοπλασία ἰσχυρίζονται πῶς δῆθεν «ὁ ὅρος "ἐκδόσεως" εἶναι τεχνικός καί σημαίνει κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ "ἄδειαν" καί εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν "ἄδειαν" χειροτονίας ἤ μεταθέσεως», χωρίς καμμία βιβλιογραφική ἤ κειμενική κατοχύρωση.
Γνωρίζουν ὅμως καί οἱ «ἄκρῳ δακτύλῳ» γευσάμενοι τήν κανονική μας Παράδοση ὅτι ἡ χειροτονία ἐπισκόπου γίνεται πάντοτε ἀπό τόν ἔχοντα τήν δικαιοδοσία ἐπί τῆς περιοχῆς, στήν ὁποία χειροτονεῖται κάποιος ἐπίσκοπος, καί ὅτι ὑπάρχουν πάμπολλοι κανόνες πού ἀπαγορεύουν τίς ὑπερόριες χειροτονίες καί συγχέουν τά ὅρια τῶν δικαιοδοσιῶν. Μέ βάση λοιπόν αὐτήν τήν βασική κανονική ἀρχή ἡ ἄδεια πού δόθηκε στόν πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονεῖ τόν μητροπολίτη Κιέβου ἁπλῶς ἐνισχύει καί ἰσχυροποιεῖ τήν ὑποταγή τῆς μητροπόλεως Κιέβου στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας· δέν τήν ἀναιρεῖ οὔτε τήν περιορίζει μόνον σέ ἄδεια χειροτονίας. «Ἐπειδή ὑπάγεται ὁ Κιέβου στόν Μόσχας, γι᾽ αὐτό καί ἡ χειροτονία του θά γίνεται ἀπό τόν πατριάρχη Μόσχας». Ποῦ τό βρῆκαν ὅτι δόθηκε μόνον ἡ ἄδεια τῆς χειροτονίας, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ τό Κίεβο νά ὑπάγεται στήν Κωνσταντινούπολη; Τό λέγει αὐτό κάπου τό κείμενο ἤ εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας τους; Ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στίς ἀκολουθίες μαζί μέ τό ὄνομα τοῦ κυριάρχου πλέον πατριάρχου Μόσχας, πού εἶναι ὁ κανονικός προεστώς, γίνεται μόνο γιά λόγους τιμῆς, πρός ὑπόμνηση τῶν ἱστορικῶν δεσμῶν Κωνσταντινούπολης καί Μόσχας. Ὅταν κυρίαρχος ἀρχιερεύς καί ποιμενάρχης παραχωρεῖ τό δικαίωμα τῆς χειροτονίας σέ ἀρχιερέα ἄλλης δικαιοδοσίας, αὐτό γίνεται γιά συγκεκριμένη περίπτωση ὀνομαστικά καί δέν διαρκεῖ τρεῖς αἰῶνες γιά ὅλες τίς χειροτονίες, οὔτε γίνεται λόγος σ᾽ αὐτήν τήν ἄδεια γιά ὑπαγωγή στήν δικαιοδοσία τοῦ χειροτονοῦντος, ὅπως γίνεται στό ἔγγραφο: «Ἐπί τῷ εἶναι τήν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καί χειροτονεῖσθαι τόν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ».
Ἄλλωστε καί ἡ συνέχεια τοῦ ἐγγράφου ἀποσαφηνίζει καλύτερα τά πράγματα. Λέγει λοιπόν ὅτι ὅλοι οἱ ἡγεμόνες καί αὐτοκράτορες «πάσης Μεγάλης καί Μικρᾶς καί Λευκῆς Ρωσίας» πουθενά δέν ὑπάρχει Οὐκρανία μαζί μέ τόν πατριάρχη «Μοσχοβίας καί πάσης Ρωσίας» Ἰωακείμ ἔστειλαν στήν Κωνσταντινούπολη γράμματα στά ὁποῖα ἔλεγαν, ὅτι ἡ ἐπαρχία Κιέβου, ἐπειδή ὑπάγεται στόν Οἰκουμενικό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐλάμβανε τήν χειροτονία τοῦ ἀρχιερέως της πάντοτε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ἡ διατύπωση αὐτή σαφέστατα δηλώνει ὅτι χειροτονεῖται κανείς ἀπό ἀρχιερεῖς τῆς δικαιοδοσίας, στήν ὁποία ὑπάγεται: «Ἡ τοῦ Κιέβου ἐπαρχία διά τό εἶναι ὑποκειμένη ὑπό τόν ὑψηλότατον καί ἁγιώτατον οἰκουμενικόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως τήν τοῦ ἀρχιερέως αὐτῆς χειροτονίας ὡς ἀείποτε παρά τούτου ἐλάμβανε κατά τήν τῶν ἱερῶν νόμων διακέλευσιν». Ἐπειδή ὅμως ἐχήρευσε πρό ἀρκετῶν χρόνων ἡ μητρόπολη Κιέβου καί, ἐνῶ πέρασε καιρός, δέν χειροτονήθηκε γνήσιος ἀρχιερεύς, λόγῳ τοῦ πολέμου μεταξύ τῶν δύο βασιλείων, Ρωσίας καί Πολωνίας, βρῆκε εὐκαιρία ὁ ἐχθρός τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἔσπειρε ζιζάνια, ὥστε νά ὑπάρχει κίνδυνος νά ὑποταγοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι σέ ξένα καί ἀντίθετα φρονήματα. Γι᾽ αὐτό παρακαλοῦν μέ τά γράμματα νά δοθεῖ ἄδεια στόν πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονεῖ μητροπολίτη Κιέβου, ὅταν χηρεύει ὁ θρόνος, αὐτόν πού θά ἐκλέξουν οἱ ἐπίσκοποι, ἀρχιμανδρίτες, ἡγούμενοι καί οἱ ἄλλοι τῆς ἐπαρχίας, ὥστε νά μή μένει ἀπροστάτευτο τό ποίμνιο ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα πού σπέρνει ὁ Διάβολος. Προστίθεται μάλιστα ἡ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ὅτι εἰς αὐτό συμφωνεῖ καί ὁ Ὀθωμανός βασιλεύς μετά ἀπό μεσολάβηση τοῦ βασιλέως τῆς Ρωσίας: «Ὅπερ καί ἡ μεγίστη καί κραταιά βασιλεία καί κυριεύουσα ἡμῶν ἐπρόσταξεν, ὡς παρακληθεῖσα ὑπό τῆς γαληνοτάτης καί χριστιανικωτάτης ταύτης βασιλείας, δηλαδή μηδέν ἔμποδον ποιῆσαι εἰς τήν ὑπόθεσιν ταύτην». Ζητοῦν λοιπόν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη οἱ Ρῶσοι ἄρχοντες, ἐκκλησιαστικοί καί πολιτικοί, τήν ἄδεια νά χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τόν Μητροπολίτη Κιέβου, γνωρίζοντας ὅτι αὐτό συνεπάγεται καί τήν ὑπαγωγήν εἰς τόν Μόσχας· ἀποφεύγουν ὅμως νά τό εἰποῦν εὐθέως. Καί ἔρχεται ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού γνωρίζει ὅτι ἡ χειροτονία σημαίνει καί ὑπαγωγή στήν δικαιοδοσία τοῦ χειροτονοῦντος καί δίδει καί τά δύο, ὑποταγή καί χειροτονία, πού εἶναι ἀλληλένδετα: «Ἀποφαίνεται ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπό τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου (ὀρθόν: ὑπό τόν ἁγιώτατον πατριαρχικόν θρόνον) τῆς Μεγάλης καί θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας, χειροτονεῖσθαι δηλαδή μητροπολίτην Κιέβου ἐν αὐτῇ ἡνίκα παρεμπέσῃ χρεία παρά τοῦ μακαριωτάτου Μοσχοβίας, ὅντινα ἄν ἐκλέξωσιν οἱ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ταύτῃ ὑποκείμενοι θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, αἰδεσιμώτατοι ἀρχιμανδρῖται, ὁσιώτατοι καθηγούμενοι τῶν ἱερῶν καί σεβασμίων μοναστηρίων, ὁσιώτατοι ἱερομόναχοι, εὐλαβέστατοι ἱερεῖς, ὅσιοι μοναχοί καί ἄρχοντες καί λοιποί, προτροπῇ καί ἀδείᾳ τοῦ ἐκεῖσε περιφανεστάτου μεγάλου χατμάνου, ὡς συνήθειᾳ τῷ τόπῳ ἐπεκράτησε, καί λαμβάνειν παρ᾽ ἐκείνου τήν ἐν μεμβράναις λεγομένην πρᾶξιν καί γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα καί προεστῶτα αὐτοῦ ὡς παρ᾽ ἐκείνου χειροτονουμένη, καί οὐχί ὑπό τοῦ οἰκουμενικοῦ, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, διά τε τό τοῦ τόπου ὑπερβάλλον διάστημα καί διά τάς συνεχῶς συμβαινούσας ἀναμεταξύ τῶν δύο βασιλειῶν μάχας».
Ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου σαφῶς ὑπάγει ἐν πρώτοις τήν ἐπαρχία Κιέβου στό πατριαρχεῖο Μόσχας· «ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπό τόν ἁγιώτατον πατριαρχικόν θρόνον τῆς Μεγάλης καί θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας». Αὐτή εἶναι ἡ κυρία ἀπόφαση· ἡ ἀκολουθοῦσα μέ τό «δηλαδή» ἐπεξήγηση δέν ἀναιρεῖ τήν κυρία ἀπόφαση. Ἀλλά ἐπειδή τό αἴτημα πού ὑπεβλήθη ἦταν τό τῆς χειροτονίας τοῦ Κιέβου ἀπό τόν Μόσχας, ἐξηγεῖ ἡ σύνοδος ὅτι μεταξύ τῶν συνεπειῶν τῆς ὑπαγωγῆς, εἶναι καί τό πιό σημαντικό πού ζητήθηκε, νά χειροτονεῖται ὁ Κιέβου ἀπό τόν Μόσχας, καί ὄχι, ὅπως ἐσφαλμένα ἑρμήνευσαν οἱ τοῦ Φαναρίου, ὅτι ἡ ὑπαγωγή σημαίνει μόνον τήν ἄδεια χειροτονίας. Ἄν ἤθελαν μόνον αὐτό νά δώσουν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, δέν θά ἔθεταν πρῶτα τήν ὑποταγή, ἀλλά θά ἔλεγαν ὅτι ἡ σύνοδος «ἀποφαίνεται χειροτονεῖσθαι μητροπολίτην Κιέβου παρά τοῦ μακαριωτάτου Μοσχοβίας». Ἡ ὑπαγωγή ἐνισχύεται περαιτέρω καί ἀπό ὅσα λέγει ἡ ἀπόφαση ὅτι ὁ Κιέβου θά ἔχει στό ἑξῆς «γέροντα καί προεστῶτα», ὄχι τόν οἰκουμενικό πατριάρχη ἀλλά τόν πατριάρχη Μόσχας. Ἄν ἐπρόκειτο περί ἁπλῆς ἄδειας γιά χειροτονία, ἡ σχέση μεταξύ χειροτονηθέντος καί χειροτονήσαντος θά ἦταν μία σχέση τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός τόν χειροτονήσαντα, ἀλλά ὄχι σχέση ὑποτακτικοῦ πρός Γέροντα καί ὑφισταμένου πρός προεστῶτα. «Εὐχαριστῶ Μακαριώτατε πού μέ χειροτονήσατε, θά ἔλεγε ὁ χειροτονηθεῖς πρός τόν Μόσχας, ἀλλά Γέροντάς μου καί προϊστάμενος εἶναι ὁ Κωνσταντινουπόλεως, στόν ὁποῖο ὑπάγομαι». Αὐτό, ὅμως τό ἀνατρέπει ἡ πατριαρχική καί συνοδική πράξη: «Καί γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα καί προεστῶτα αὐτοῦ, ὡς παρ᾽ ἐκείνου χειροτονουμένη (=νου) καί οὐχί ὑπό τοῦ οἰκουμενικοῦ».
Παρεμπιπτόντως καί συναφῶς πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι κατά παρόμοιο τρόπο καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκλεγόμενοι καί χειροτονούμενοι ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνήκουν ἀποκλειστικά στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διότι χειροτονία καί δικαιοδοσία εἶναι ἀλληλένδετα· δέν ἐπιτρέπονται ὑπερόριες χειροτονίες καί ἐπεμβάσεις. Εἶναι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος· δέν μπορεῖ συγχρόνως νά εἶναι καί ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἐσχάτως ἐπεκράτησε. Τό νά μετέχεις σέ δύο σώματα ὡς μέλος εἶναι ἀφύσικο καί τερατῶδες. Ἔχει βέβαια δικαίωμα ἡ Κωνσταντινούπολη νά ζητήσει τήν ἄρση τῆς πατριαρχικῆς καί συνοδικῆς πράξεως τοῦ 1928, ὄχι βέβαια μονομερῶς, ἀλλά συναινούσης καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπερ ἀδύνατο καί ἀπίθανο νά συμβεῖ. Τό ἴδιο ἀδύνατο καί ἀπίθανο εἶναι νά δεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τήν μονομερῆ καί αὐθαίρετη ἄρση τῆς πατριαρχικῆς καί συνοδικῆς πράξεως τοῦ 1686, ὅπως δυστυχῶς μέ αὐταρχικό καί ἀντισυνοδικό τρόπο ἐπιχειρεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη.
γ) Τό δεύτερο ἔγγραφο ἀποσαφηνίζει καλύτερα τά πράγματα
Τά ἴδια προκύπτουν καί ἀπό τό δεύτερο κείμενο πού ἀποστέλλει ὁ πατριάρχης Διονύσιος Δ´ τό 1686 «Πρός τούς βασιλεῖς τῆς Ρωσίας» μέ ἐνδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Γράψει ὅτι ὅπως παλαιότερα ὁ Θεός ἐπενέβαινε θαυματουργικά καί βοηθοῦσε τόν λαό του, ἔτσι καί τώρα πού ἡ ἐπαρχία τοῦ Κιέβου πιεζόταν ἀπό ποικίλες περιστάσεις, ἔστειλε βοηθούς τούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς Ρωσίας, ὥστε νά λυθοῦν τά προβλήματα. Ἀποδέχεται ὅτι λόγω τῶν μαχῶν καί τοῦ πολέμου μεταξύ τῶν δύο μεγίστων βασιλείων, προφανῶς τῆς Ρωσίας καί τῆς Πολωνίας, ἐπί πολύ καιρό ἡ Κωνσταντινούπολη δέν ἐχειροτόνησε μητροπολίτην Κιέβου, ὅπως εἶχε κανονικό δικαίωμα, καί ἔτσι ἡ περιοχή ἔμεινε ἀποίμαντη καί ἀπροστάτευτη μέ συνέπεια νά βλαστήσουν πάμπολλα ζιζάνια, πού θά ἀπέπνιγαν τό σιτάρι τῆς εὐσεβείας. Αὐτό ὅμως ἀπετράπη, διότι οἱ ὀρθοδοξόξατοι βασιλεῖς τῆς Ρωσίας ἀντέδρασαν ἀμυνόμενοι καί ἐζήτησαν νά ὑπαχθεῖ ἡ ἐπαρχία τοῦ Κιέβου ὑπό τόν ἁγιώτατο πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας, ὥστε ὅταν χηρεύει ὁ μητροπολιτικός θρόνος τοῦ Κιέβου νά χειροτονεῖται ἄξιο πρόσωπο ἀπό τόν πατριάρχη Μόσχας, τό ὁποῖο θά ἐκλέγεται ἐπιτοπίως ἀπό τούς κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς. Τό πατριαρχικό ἔγγραφο διαφοροποιεῖται ἀπό τό προηγούμενο πατριαρχικό καί συνοδικό κατά τό ὅτι, ἐνῶ ἐκεῖνο ἔλεγε ὅτι ζητήθηκε ἀπό τούς Ρώσους ἄρχοντες ἡ ἄδεια νά χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τόν μητροπολίτη Κιέβου, αὐτό λέγει ὅτι ἐζητήθη ἡ ὑπαγωγή τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου ὑπό τόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας καί ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ὑπαγωγῆς νά χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τόν μητροπολίτη Κιέβου, πού θά ἐκλέξουν κλῆρος καί λαός: «Ὥστε μικροῦ δεῖν καί τόν σῖτον ἐναπέπνιξαν ἄν, ἤτοι τήν εὐσέβειαν, εἰ μή τό Ὑμέτερον Βασιλικόν ὀρθοδοξότατον Κράτος πρός ἄμυναν ἐξεγερθείη ἄν, καί ᾐτοῦντο τήν παροικίαν ταύτην Κιέβου ὑποταχθῆναι ὑπό τόν ἁγιώτατον Πατριαρχικόν τῆς Μοσκοβίας θρόνον, ὥστε ἡνίκα περεμπίπτῃ χρεία χειροτονίας προσώπου ἀξίου... ἔχῃ ἄδειαν ὁ κατά καιρούς μακαριώτατος πατριάρχης Μοσχοβίας καί πάσης Ρωσίας χειροτονεῖν τοῦτον κατά τήν ἐκκλησιαστικήν διατύπωσιν». Τό διπλό αὐτό αἴτημα ἱκανοποιεῖ ἡ σύνοδος, δηλαδή καί τήν ὑπαγωγή τῆς μητροπόλεως Κιέβου στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας καί τήν συνακόλουθη χειροτονία τοῦ μητροπολίτου Κιέβου ἀπό τόν πατριάρχη τῆς Μόσχας. Τά κείμενα ὁμιλοῦν, ἀλλά κάποιοι οὔτε ἀκούουν οὔτε βλέπουν:
«Διό τῆς ἡμῶν μετριότητος τήν ὑπόθεσιν συνοδικῶς προβαλούσης, καί ταύτην συνδιασκεψαμένης μετά τῶν περί αὐτήν ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν, καί ὑπερτίμων, τῶν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν αὐτῆς ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν, οὐ μόνον εὔλογος ἀπεφάνη, καί δικαία ἐκρίθη, ἀλλά καί ἡ πρόνοια, ἥντινα κατεβάλετε, μεγάλως ἐπῃνέθη, καί ἄκρως ἐθαυμαστώθη· περί οὗ καί γράμματα Πατριαρχικά συνοδικά συνοδικά ἐξετέθησαν, καί εἰς τόν τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, κώδικα κατεστρώθησαν, διαλαμβάνοντα ὅτι ὁ μακαριώτατος Πατριάρχης Μοσχοβίας καί πάσης ῾Ρωσσίας κύρ Ἰωακείμ, ὁ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητός καί περιπόθητος ἀδελφός καί συλλειτουργός τῆς ἡμῶν μετριότητος ἔχῃ ἐπ᾽ ἀδείας χειροτονεῖν Κιόβου Μητροπολίτην, κατά τήν ἐκκλησιαστική διατύπωσιν, ὅντινα ἄν ἐκλέξωσιν οἱ ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ ταύτῃ ὑποκείμενοι, κατά τό ἐκδοθέν γράμμα τοῖς ὑποκειμένοις τῇ Κιόβου Ἐπαρχίᾳ, δηλαδή ἔχειν τούτους ἄδειαν ἡνίκα ἐμπίπτῃ χρεία προσώπου, γενησομένου Μητροπολίτου Κιέβου, ἐκλέγειν οὗτοι ὅντινα βούλωνται, καί οἱ μετά τοῦτον Πατριάρχαι ὁμοίως, καί ἡ Μητρόπολις αὕτη Κιόβου ἔστω ὑποκειμένη ὑπό τόν Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν τῆς Μοσχοβίας θρόνον, καί οἱ ἐν αὐτῇ ἀρχιερατεύοντες, ὅτε ἤδη καί ὁ μετά τοῦτον, γινώσκωσι γέροντα καί προεστῶτα αὐτόν τόν κατά καιρούς Πατριάρχην Μοσχοβίας ὡς ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονούμενοι, ἑνός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιόβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον καί θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ἐξ αὐτοῦ πάντα τά ἀγαθά εἰς τά τῆς οἰκουμένης πέρατα διαδιδόμενα, καί πηγή πάντων ὤν, καί τρόπῳ συγκαταβατικῷ χρωμένῃ διά τάς ῥηθείσας αἰτίας, καί παρατιθεμένη εἰς τόν θρόνον τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας τήν ταύτης ὑποταγήν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας».
Τό κείμενο προστακτικά, μέ προστακτική ἐντολή λέγει, ὅτι ἐκτός τῆς χειροτονίας τοῦ μητροπολίτου Κιέβου, προστάσσουμε, ἐντελλόμεθα ἡ μητρόπολη Κιέβου νά ὑπάγεται στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας καί ὅλοι οἱ μετέπειτα ἀρχιερεῖς νά θεωροῦν ὡς προεστῶτα καί γέροντα τόν πατριάρχη Μόσχας, γιατί ἀπό αὐτόν χειροτονοῦνται. Ὑπάρχει εἰς αὐτά κάτι προσωρινό, ὅπως θέλουν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου τοῦ Φαναρίου; «Καί ἡ μητρόπολις αὕτη Κιέβου ἔστω ὑποκειμένη ὑπό τόν Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν τῆς Μοσχοβίας θρόνον, καί οἱ ἐν αὐτῇ ἀρχιερατεύοντες, ὅτε ἤδη καί οἱ μετά τοῦτον, γινώσκωσι γέροντα καί προεστῶτα αὐτόν, τόν κατά καιρούς Πατριάρχην Μοσχοβίας, ὡς ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονούμενοι». Τό ἰδιαίτερο μάλιστα ἐνδιαφέρον αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου ἔγκειται καί εἰς τό ὅτι δίδει ἐξήγηση γιά ποιό λόγο πρέπει νά μνημονεύει ὁ μητροπολίτης Κιέβου πρῶτα τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καί ἔπειτα τόν Πατριάρχη τῆς Μόσχας. Ὄχι γιατί παραμένει ὑπό τήν δικαιοδοσία του, ἀλλά ἐν πρώτοις γιά τήν μεγάλη γενικῶς προσφορά τῆς Κωνσταντινουπόλεως στήν Ὀρθοδοξία καί ἐπίσης δεύτερον γιατί παραχώρησε τήν δικαιοδοσία στόν πατριάρχη τῆς Μόσχας. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή καί συναίσθηση εὐθύνης, ὅταν ἀνιχνεύουμε μέσα στά κείμενα τήν ἱστορική ἀλήθεια. Εἶναι στίγμα ἐπιστημονικό ἡ νόθευση καί ἡ κακοποίηση τῶν κειμένων: «Ἑνός μόνον φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ μητροπολίτης Κιόβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον καί θείαν μυσταγωγίαν, ἐν τῇ παροικία ταύτῃ, μνημονεύει ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ἐξ αὐτοῦ πάντα τά ἀγαθά εἰς τά τῆς οἰκουμένης πέρατα διαδιδόμενα, καί πηγή πάντων ὤν, καί τρόπῳ συγκαταβατικῷ χρωμένη διά τάς ρηθείσας αἰτίας, καί παρατιθεμένη εἰς τόν θρόνον τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας τήν ταύτην ὑποταγήν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας».
Συμπεράσματα
Ἀπό τήν προηγηθείσα ἀνάπτυξη ἠμπορεῖ κανείς νά καταλήξει στά ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά πανορθόδοξη ἀποδοχή ἀσκεῖ ἕνα συντονιστικό ρόλο στίς σχέσεις μεταξύ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Φροντίζει ἰδιαίτερα νά λειτουργεῖ συνοδικά καί νά ἐνισχύει, τήν μεταξύ τους ἑνότητα. Ἡ ἀντισυνοδική συμπεριφορά στό Οὐκρανικό ζήτημα καί ἡ συνεργασία του μέ σχισματικές παρατάξεις καί ὄχι μέ τήν κανονική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας στήν ὁποία ὑπάγεται προσβάλλει τόν συντονιστικό ἑνοποιό ρόλο του. Ἤδη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀμφισβητεῖ γιά πρώτη φορά τόν συντονιστικό του ρόλο.
2. Οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες μέ βάση τήν ἱστορική ἀλήθεια καί τήν κανονική Παράδοση, γιά νά ἀποφευχθεῖ τό ὁριστικό σχίσμα, πρέπει νά ὑποστηρίξουν τά ἱστορικά καί ἱεροκανονικά δίκαια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καί νά μή στηρίζουν εἴτε ἐμφανῶς εἴτε διά τῆς σιωπῆς των τήν ἀντικανονική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης σέ ξένη δικαιοδοσία. Ἄν πράξουν τό ἀντίθετο, ὑποστηρίζοντας, λόγῳ φιλογενείας καί πατριωτισμοῦ, τόν Ἕλληνα πατριάρχη, περιπίπτουν στήν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, τόν ὁποῖο κατεδίκασε συνοδικά ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη τό 1872.
3. Τό Κίεβο εἶναι φυσικό καί ἀδιαίρετο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων (988). Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐφύλαξε αὐτήν τήν ἑνότητα τῶν Ρώσων καί τῆς Ἐκκλησίας τους. Μόνον κακόγνωμοι καί αἱρετίζοντες πατριάρχες σέ περιόδους ξενικῆς κατοχῆς διήρεσαν ἐκκλησιαστικά τούς Ρώσους, χαριζόμενοι σέ λατινικές καί οὐνιτικές πιέσεις καί ἐπιδράσεις. Ἡ τωρινή κακογνωμία τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου ἐπαναλαμβάνει τό ἴδιο λάθος, ὑποτασσόμενη στίς γεωπολιτικές καί πολιτιστικές πιέσεις τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία σχεδιασμένα καλλιεργεῖ καί ὑποθάλπει τήν ρωσοφοβία, διαιροῦσα καί βασιλεύουσα.
4. Ἡ συνοδική ἀπόφαση τοῦ 1686 ἐπανέφερε τήν ἑνότητα μεταξύ Κιέβου καί Μόσχας, ἐπί τῇ βάσει τῆς σταθερῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τῆς Κωνσταντινούπολης νά κρατήσει ἑνωμένο τό μεγάλο καί πολυάνθρωπο ἔθνος τῶν Ρώσων. Τώρα ἐγκαταλείπεται αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική καί συμμαχεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη μέ τούς Λατίνους καί Φράγκους τῆς Δύσεως, ἐπί ζημίᾳ ὄχι μόνον τῆς Ρωσίας, ἀλλά ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας.
5. Τά δύο ἔγγραφα πού ἐπικαλεῖται τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρερμηνεύονται καί κακοποιοῦνται. Ἡ ὑπαγωγή τοῦ Κιέβου στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας βάσει αὐτῶν εἶναι ὁλοφάνερη. Ἀπό πουθενά δέν προκύπτει ὅτι εἶναι προσωρινή καί ὅτι παραμένει τό Κίεβο ὑπό τήν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινούπολης· γι᾽ αὐτό καί ἐπί τρισήμισυ τώρα αἰῶνες (16862018) δέν διανοήθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη νά τήν διεκδικήσει. Μόνο τώρα μέ κακοποίηση καί παρερμηνεία τῶν ἐγγράφων τό ἐπιχειρεῖ, χαριζόμενη στούς Οὐνίτες, τούς σχισματικούς καί τούς δυτικόπληκτους τῆς Οὐκρανίας καί διαιροῦσα τούς Ὀρθοδόξους.

[1]. Βλ. Θεοδωρος Ζησης, Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 2138, 3962.
[2]. Χριστινα ΜπουλακηΖηση, Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Ρώσων, Θεσσαλονίκη 1989.
[3]. Διασώζει τό λεχθέν ὁ Ἰάκωβος Πολυλᾶς στά «Προλεγόμενα» τῆς ἐκδόσεως: Διονυσιου Σολωμου, Τά Εὑρισκόμενα, Κέρκυρα 1859, σελ. μθ´: «Πρός ἕνα φίλον του ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπαρατήρησε ὅτι τό ἔθνος ἤθελε δεχθῆ καλήτερα ἕνα ποίημα ἐθνικό, ἀπάντησε εὐθύς· Τό ἔθνος πρέπει νά μάθῃ νά θεωρῇ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι Ἀληθές».
[4]. Γαλ. 3, 28.
[5]. Ἔνθ. ἀνωτ., ὑποσημ. 1.
[6]. Βλέπε Βλασιου Φειδα, «Ρωσική Ἐκκλησία», εἰς Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 10, 976.
[7]. Κανών Β´ τῆς ἐν Ἀντιοχεία τοπικῆς Συνόδου: «Μή ἐξεῖναι δέ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδέ ἐν ἑτέρα Ἐκκλησία ὑποδέχεσθαι τούς ἐν ἑτέρα Ἐκκκλησία μή συναγομένους. Εἰ δέ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων, ἤ τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καί τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἄν συγχέοντα τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας».
[8]. Στό μνημονευθέν βιβλίο μας Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, σελ. 104109. Ὅλα τά κείμενα πού ἀναδημοσιεύσαμε εἶναι παρμένα ἀπό τήν γνωστή ἔκδοση F. MilkosichI. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi, τόμοι 16, Τόμος 1, Vindobonae 1860.
[9] . Αὐτόθι, σελ. 109.
[10]. Αὐτόθι, σελ. 99100.
[11]. Αὐτόθι, σελ. 101102.
[12]. Αὐτόθι, σελ. 102104.
[13]. Στό MiklosichMüller, Acta et diplomata 1, 320322.
[14]. Αὐτόθι 1, 351353 καί στό δικό μας Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, σελ. 117119.
[15]. Αὐτόθι, Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, σελ. 116117.
[16]. Προσπάθειες βέβαια διασπάσεως τῆς ἑνιαίας μητρόπολης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας ἔγιναν καί ἐνωρίτερα. Περί αὐτοῦ βλ. ΑντωνιουΑιμιλιου Ταχιαου, Ἡ κατά τόν ΙΒ´ αἰῶνα γενομένη ἀπόπειρα διασπάσεως τῆς διοικητικῆς ἑνότητος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1960. Καλή εἰκόνα τῶν σχέσεων Κωνσταντινούπολη καί Μόσχας κατά τόν 14ο αἰώνα μᾶς δίδει ὁ π. Ιωαννησ Μεγεντορφ στό βιβλίο του: Βυζάντιο καί Ρωσία. Μελέτη τῶν ΒυζαντινοΡωσικῶν Σχέσεων κατά τόν 14ο αἰώνα, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1988.
[17]. Στό δικό μας Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, σελ. 122123.
[18]. Αὐτόθι, σελ. 137138.
[19]. Αὐτόθι, σελ. 140141.
[20]. Βλασιου Ιω. Φειδα, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσσίας (9881988), Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 19883, σελ. 156160. Γιά τό πῶς ἀντιμετώπισαν οἱ Ρῶσοι τήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν ΦερράραΦλωρεντία καί τήν ἀποστασία τοῦ Ἕλληνος μητροπολίτου Ρωσίας Ἰσιδώρου βλ. ἐπίσης Dimitri Obolensky, Ἡ Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. Ἡ Ἀνατολική Εὐρώπη, 5001453, β´ τόμος Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, 436, ἑ.
[21]. Βλ. περισσότερα εἰς Νικολαου Σελιστεφ, «Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς "Πορτοκαλί Ἐπανάστασης" στήν Οὐκρανία», εἰς Θεοδρομία 8 (2000) 279298. Δημοσιεύθηκε γιά πρώτη φορά στήν ἐφημερίδα «Ρούσκι Βέστνικ» (Ρωσικός Κήρυξ), Ν. 4, 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου