Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ανακοίνωση των «Εθνικών Φυλάκων» για την αλλαγή της «Κυριακής Προσευχής» από τον αιρεσιάρχη Πάπα Φραγκίσκο


Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12ῃ Ἰουνίου 2019
Ἀρ. Πρωτ.: Φ1/6/12-6-19
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
ΘΕΜΑ: ΜΕΓΙΣΤΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΧΡΙΣΤΟ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ «ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ 
Τεράστιες οἱ εὐθῦνες τῶν φιλοπαπικῶν, τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν ὑπερμάχων τῶν διαλόγων 
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀσεβεστάτης ἐνεργείας τοῦ ἀντιχρίστου καὶ αἱρεσιάρχου Πάπα τῆς ἐκπεσούσης Ρώμης Φραγκίσκου νὰ τολμήση νὰ ἀλλάξη τὴν φράσι «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς» (τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους «Πάτερ ἡμῶν»), τὴν ὁποίαν μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, δείχνοντάς μας πῶς νὰ προσευχώμαστε, μὲ τὴν φράσι «μὴ μᾶς ἀφήσης νὰ ὑποκύψουμε στὸν πειρασμό», δηλώνουμε τὰ ἐξῆς:
1. Στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ἔχουμε πέντε πτώσεις: τοῦ Σατανᾶ, τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
2. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποκαλοῦν τὸν Πάπα, Ἀντίχριστο, αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, δίκερο γίγαντα τῆς Ρώμης, ἀπόστολο τοῦ Σατανᾶ.
3. Ὁ Παπισμὸς ἀντικατέστησε τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο Πάπα.
4. Ὁ Παπισμὸς εἶναι ἕνας νεοαρειανισμός, ἀφοῦ, μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ ἐπὶ κεφαλῆς του, προσβάλλει βαναύσως καὶ ἀμφισβητεῖ ἀμέσως τὴν Θεότητα καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μοναδικὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ὁ Παπισμὸς εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλὰ ἀναίρεσις καὶ καθαίρεσις τῆς ἀληθείας.
6. Ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεσις καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς παναίρεσις.
7. Ἡ αλλαγή, τὴν ὁποίαν ἐπέφερε ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Φραγκῖσκος, εἶναι σοβαρωτέρα ἀπὸ τὴν φρικτὴ αἵρεσι τοῦ Filioque (φιλιόκβε). Τότε, οἱ προκάτοχοί του, ἀλλοίωσαν κείμενο Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ συγκεκριμένως τῆς Δευτέρας Συνόδου ἐν Κων/λει, τὸ 381 μ.Χ. Τώρα, ὁ Ἰησουΐτης Φραγκῖσκος ἀλλοίωσε λόγο τοῦ ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
8. Πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια δὲν κρύβεται τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ περιωπή, τὸ ἀλάθητο καὶ τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα ἐφ’ ὅλης τῆς Οἰκουμένης, ἀφοῦ μόνον αὐτὸς δύναται νὰ νομοθετῆ ὑπεράνω τοῦ Χριστοῦ, τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων καὶ οἱ πάντες ὀφείλουν νὰ ὐπακούουν.
9. Ὁ διμερὴς Θεολογικὸς Διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν πρέπει ἀμέσως καὶ πάραυτα νὰ παύση καὶ νὰ παραιτηθοῦν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων.
10. Τεράστιες εὐθῦνες ἐπωμίζονται οἱ οἰκουμενιστὲς καὶ παπόφιλοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες, Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖτες κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι γιὰ τὰ οἰκουμενιστικὰ καὶ φιλοπαπικά τους ἀνοίγματα, μὲ τὶς ὑποδοχές, τοὺς ἐναγκαλισμούς, τοὺς ἀσπασμούς, τὶς συμπροσευχές, τὶς κοινὲς εὐλογίες, τὰ ἡμισυλλείτουργα καὶ τὰ κοινὰ κείμενα μὲ τὸν Πάπα καὶ τοὺς Παπικούς.
11. Νὰ καταδικασθῆ ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), ἡ ὁποία προσέδωσε τὸ ἁγιώτατο ὄνομα «Ἐκκλησία» στὴν αἵρεσι τοῦ Παπισμοῦ καὶ στὸν αἱρεσιάρχη Πάπα.
12. Ὡς Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες βδελυττόμεθα, ἀποκηρύττουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὸν Παπισμό, τὸν Πάπα καὶ τοὺς ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων φιλοπαπικοὺς καὶ παραμένουμε ἑπόμενοι τῷ Χριστῷ, τοῖς ἁγίοις Ἀποστόλοις, τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι, ταῖς Ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς καὶ Τοπικαῖς Συνόδοις καὶ τοῖς Ἱεροῖς Κανόσι.
13. Ὁ Πάπας, δικαιολογῶντας τὴν ἀλλαγὴ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», ἐξήγησε συγκεκριμένως: «Ἕνας πατέρας δὲν ὁδηγεῖ στὸν πειρασμό˙ ἕνας πατέρας σὲ βοηθάει νὰ σηκωθῆς ἀμέσως. Δὲν εἶναι καλὴ μετάφρασις, ἐπειδὴ μιλάει γιὰ ἕναν Θεό, ὁ ὁποῖος σὲ προτρέπει στὸν πειρασμό. Αὐτός, ὁ ὁποῖος σὲ ὁδηγεῖ στὸν πειρασμό, εἶναι ὁ Σατανᾶς. Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ Σατανᾶ». (Σχ. βλ. https://katanixi.gr/2019/06/07/αλλάζει-το-πάτερ-ημών-ποια-φράση-αντ/)
Ἐπειδὴ ἡ ἀνωτέρω ἑρμηνεία τοῦ Πάπα εἶναι ὀρθολογιστική, ἀθεολόγητη, ἀντιπατερικὴ καὶ μεταπατερική, γι’ αὐτὸ παραθέτουμε κατωτέρω τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία τοῦ στίχου «καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης σημειώνει ὅτι ὁ Κύριος, λέγοντας «Μὴ μᾶς εἰσαγάγης στὸν πειρασμό», προσθέτει ἀμέσως τὸ «γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό». Καὶ περαιτέρω ἐξηγεῖ ὅτι προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ μᾶς εἰσαγάγη σὲ πειρασμό, ἐπειδὴ τὸν ἀπεχθανόμαστε. Δηλαδή, κάνουμε αὐτό, τὸ ὁποῖον κάνει ὅποιος ἀπεχθάνεται τὸν πόλεμο, ποὺ προσεύχεται καὶ ζητεῖ νὰ μὴν ἀναμιχθῆ σ’ αὐτόν. Ἐπίσης, ὅποιος φοβᾶται τὴν φωτιά, προσεύχεται νὰ μὴ πέση σ’ αὐτήν, καί, ὅποιος τρέμει τὴν θάλασσα, εὔχεται νὰ μὴ βρεθῆ στὴν ἀνάγκη νὰ ταξιδέψη στὴν θάλασσα. Ἔτσι, ὅποιος φοβᾶται τὴν συνάντησι μὲ τὸν πονηρό, εὔχεται νὰ μὴν ὁδηγηθῆ σ’ αὐτόν. (Σχ. βλ. Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Λόγοι εἰς τὴν προσευχήν, Εἰσαγωγή-Κείμενο-Μετάφρασις-Σχόλια: Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, β΄ ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1989, σσ. 160-165).
Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μεταφράζει τὴν ἐν λόγῳ φράσι τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς» ὡς «Καὶ μὴν ἐπιτρέψης, Κύριε, νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό».
Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ πειρασμοί, κατὰ τὸν ὅσιο Μάξιμο. Οἱ ἐνήδονοι καὶ οἱ ἑνόδυνοι. Αὐτοί, ποὺ φέρνουν ἠδονὴ καὶ αὐτοί, ποὺ φέρνουν ὁδύνη. Οἱ πρῶτοι εἶναι ἑκούσιοι καὶ γεννοῦν τὰ πάθη. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀκούσιοι καὶ διώχνουν τὰ πάθη. Τοὺς ἑκουσίους πρέπει νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε. Τοὺς ἀκουσίους νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ ἀπευχώμαστε, διότι εἴμαστε ἀδύνατοι καὶ μπορεῖ νὰ ὑποκύψουμε. Ἀλλά, ὅταν ἔλθουν, νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα ὡς «καθαρτήριον» τῆς ψυχῆς.
Πιὸ συγκεκριμένα λέγει ὁ ὅσιος Μάξιμος: «Κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ πειρασμὸς ἐκδηλώνεται μὲ δύο τρόπους. Ὁ ἕνας εἶναι ἡδονικός, ὁ ἄλλος ὀδυνηρός. Ὁ πρῶτος γίνεται μὲ τὴν προαίρεσί μας, ἐνῶ ὁ ἄλλος χωρὶς αὐτήν. Ὁ πρῶτος γεννᾷ τὴν ἁμαρτία καὶ ἔχουμε διαταχθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μποῦμε σ’ αὐτόν, λέγοντας «μὴν ἀφήσης νὰ μποῦμε σὲ πειρασμό», καὶ «νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ νὰ προσεύχεσθε νὰ μὴ μπῆτε σὲ πειρασμό». Ὁ ἄλλος πειρασμὸς εἶναι γιὰ τιμωρία τῆς ἁμαρτίας καί, μὲ ἀκούσιες ἐπιφορές, τιμωρεῖ τὴν διάθεσι, ἡ ὁποία ἀγαπᾷ τὴν ἁμαρτία. Αὐτόν, ἄν τὸν ὑπομείνη κανείς, καὶ μάλιστα, ἂν δὲν εἶναι τρυπημένος μὲ τὰ καρφιὰ τῆς ἁμαρτίας, θὰ ἀκούση τὸν Μέγα Ἀπόστολο Ἰάκωβο, ποὺ διακηρύττει: «Ὅταν πέσετε, ἀδελφοί μου, σὲ ποικίλους πειρασμούς, νὰ τὸ θεωρῆτε ὡς μεγάλη χαρά. Διότι ἡ δοκιμασία τῆς πίστεώς σας καλλιεργεῖ τὴν ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπομονὴ τὴν σταθερότητα. Ἡ σταθερότης, ὅμως, πρέπει νὰ κρατήση ὡς τὸ τέλος.
Καὶ τῶν δύο εἰδῶν τοὺς πειρασμούς, τοὺς ἐκμεταλλεύεται μὲ κακουργία ὁ πονηρός, δηλαδὴ καὶ τὸν ἑκούσιο καὶ τὸν ἀκούσιο. Τὸν πρῶτο τὸν σπέρνει, ἐρεθίζοντας τὴν ψυχὴ μὲ τίς ἡδονές τοῦ σώματος, καὶ μηχανεύεται νὰ ἀπομακρύνη τὴν ἐπιθυμία της ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη. Γιὰ τὸν ἄλλο, ζητεῖ τὴν παραχώρησι ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ σοφίσματα, θέλοντας νὰ φθείρη μὲ τὴν ὀδύνη τὴν ἀνθρώπινη φύσι, γιὰ ν’ ἀναγκάση τὴν ψυχή, ἡ ὁποία θὰ καταβληθῆ ἀπὸ ἀτονία, λόγῳ τῶν πόνων, νὰ κινήση τοὺς λογισμούς της σὲ διαβολὴ τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐμεῖς, ὅμως, γνωρίζοντας τὰ διανοήματα τοῦ πονηροῦ, ἄς πετάξουμε τὸν ζυγὸ τοῦ ἑκουσίου πειρασμοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρύνουμε τὴν ἐπιθυμία μας ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη, καὶ τὸν ἀκούσιο, ὁ ὁποῖος ἔρχεται μὲ παραχώρησι Θεοῦ, ἂς τὸν ὑπομένωμε μὲ γενναιότητα, γιὰ νὰ φανοῦμε ὅτι προτιμήσαμε, ὄχι τὴν φύσι, ἀλλὰ τὸν Κτίστη τῆς φύσεως». (Σχ. βλ. Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Σύντομη ἑρμηνεία στὴν προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν» σταλμένη πρὸς κάποιον φιλόχριστο, http://paterikakeimena.blogspot.com/2011/03/blog-post_15.html).
Ὁ ἴδιος Ἅγιος συσχετίζει τὸ «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», μὲ τὸ προηγούμενο αἴτημα τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς». Γράφει, ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει καθαρὴ τὴν καρδιά του καὶ δὲν ἔχει συγχωρήσει τοὺς ἄλλους, πέφτει, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, σὲ δοκιμασίες, γιὰ νὰ μαλακώση ἡ ψυχή του: « …Καί τῷ πειρασμῷ καὶ τῷ πονηρῷ κατὰ δικαίαν ἐκδοθήσεται κρίσιν, ἵνα μάθῃ καθαίρεσθαι πλημμελῶν, τὰς κατ’ ἄλλων ἑαυτοῦ μομφὰς ἀφαιρούμενος» (P.G. 90, 904).
Ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας σημειώνει σχετικῶς: «Διὰ τοῦ πειρασμοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ συνεργασθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν λύτρωσί μας καὶ νὰ ἔχουμε τὴν χαρὰ τῆς ἐκπληρώσεώς της» (ΒΕΠ 17, 258, 19-25). Τὸ αἴτημα «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», κατὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο Ἀλεξανδρείας, προσλαμβάνει τὶς σωστές του διαστάσεις μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὴν Γεθσημανή, ὅταν, προσευχόμενος στὸν Πατέρα Του, εἶπε: «Εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο», γιὰ νὰ προσθέση ἀμέσως μετά: «Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ» (Ματθ. 26, 39). Ὅπως γράφει, αὐτό, ποὺ ὁ Κύριος ἔκανε, νὰ ζητήση μὲν ἀπὸ τὸν Πατέρα Του νὰ Τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν δοκιμασία, ἀλλὰ τελικῶς νὰ Τοῦ πῆ «Οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ», εἶναι ποὺ μᾶς δίδαξε νὰ ζητοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». (Β.Ε.Π. 17, 262, 19-38). Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ἐξηγεῖ: «Προσευχόμαστε νὰ μὴν εἰσέλθουμε σὲ πειρασμό, διότι τὸν θεωροῦμε ὡς ἕνα χείμαρρο, τοῦ ὁποίου ἡ διάβασις εἶναι δύσκολη». (Β.Ε.Π. 39, 261, 13-19).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν, παρατηρεῖ: «Ὁ Θεός, λοιπόν, κινούμενος εἰς συμπάθειαν τῆς ταλαιπωρίας καὶ παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἔρχωνται οἱ πειρασμοί, καὶ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ φρικτοὶ καὶ φοβεροί, κατὰ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ ταπεινούμεθα καὶ γνωρίζωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀγκαλὰ καὶ μᾶς φαίνονται πὼς εἶναι ἀνωφελεῖς· καὶ ἐδῶ δείχνει ἐν ταυτῷ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν του· ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μᾶς ὠφελεῖ· ἐπειδὴ ταπεινούμεθα περισσότερον· τὸ ὁποῖον εἶναι πλέον χρειαζόμενον ἀπὸ ὅλα εἰς τὴν ψυχήν μας».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι, διδάσκοντάς μας ὁ Κύριος νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε τοὺς πειρασμούς, μᾶς ἐκπαιδεύει νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀδυναμία μας, καὶ ἔτσι καταστέλλει τὸ «φύσημα», τὴν οἴησι, τὴν ὑπερηφάνεια. Ὅταν, ὅμως, ἔρχωνται οἱ πειρασμοί, χωρὶς ἐμεῖς νὰ τοὺς ζητοῦμε, τότε πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα, «ἵνα καὶ τὸ γενναῖον ἀντιδειξώμεθα καὶ τὸ ἀκενόδοξον». (Σχ. βλ. Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ Κυριακὴ Προσευχή, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σσ. 37-38).
Ὁ Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο «καὶ μὴ εισενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», σημειώνει: «Ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό νὰ μὴ μᾶς παραδώση στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μᾶς πειράζη, καὶ ὄχι ὅτι παρακαλοῦμε νὰ μὴ λάβουμε τέλειο πειρασμό, ἀλλὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφήση τελείως καὶ μᾶς πειράζη ἕως τέλους. Διότι, μὲ πολλὰ κακὰ καὶ μὲ πολλὲς θλίψεις θέλουμε νὰ πᾶμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄν κάποιος δὲν παθαίνη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καμμία θλίψι καὶ ἀνάγκη, ἂς γνωρίζη ὅτι δὲν ἔχει μετοχὴ μὲ τὸν Θεό. Καθὼς λέγει: «Τίς ἐστι πατήρ, ὅς οὐ παιδεύει υἱόν; εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἄρα νόθοι ἐστέ, καὶ οὐχ υἱοί». Ὁ καλός πατέρας, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν υἱό του, τὸν παιδεύει, γιὰ νὰ σωφρονισθῆ, καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τὸν παιδεύει, τὸν ἀγαπᾶ. Ἀλλά, ἐκεῖνον τὸν υἱό, ποὺ δὲν τὸν παιδεύει, δὲν τὸν ἀγαπᾷ, ἀλλὰ τὸν ἔχει σὰν νόθο, καὶ ὅ,τι κι ἂν κάνη, δὲν τοῦ λέγει τίποτε. Γιατί; Διότι, δὲν τὸν ἀγαπᾷ. Ἀλλά, ὁ πατέρας, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸ πολὺ καὶ θέλει νὰ γίνη καλὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν περιουσία του, τὸν παιδεύει κάθε μέρα. Καὶ ὅταν τὸν δῆ νὰ ἐπιστρέφη ἀπὸ τὰ κακά, ποὺ κάνει, καὶ ὅτι στὸν παιδεμό, ποὺ τοῦ κάνει, δὲν φέρη ἀντίλογο, τότε τὸν παίρνει στὸ σπίτι του καὶ τὸν βάζει νὰ καθίση κοντά του καὶ τρώει ἀπὸ αὐτά, ποὺ τρώει καὶ ὁ πατέρας του, καὶ στὸν θάνατό του τὸν κάνει κληρονόμο. Τὸν ἴδιο τρόπο μεταχειρίζεται καὶ ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος σ’ ἐμᾶς, ὅταν μᾶς παιδεύη, κι ἐμεῖς δὲν βλασφημοῦμε, ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ἀλλὰ ὅταν εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό ὁλοψύχως, τότε μᾶς δίνει τὸν οὐράνιο ἄρτο. Καὶ ὅταν πεθαίνουμε, μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς βασιλείας Του. Ἑπομένως, παρακαλοῦμε νὰ μᾶς παιδεύση ὅσο Αὐτὸς θέλει, ἀλλὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφήση παντελῶς στὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Διότι, Αὐτὸς εἶναι δυνατὸς νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια του». (Σχ. βλ. «Ἐξήγησις τοῦ ‘’Πάτερ ἡμῶν’’ », ἐν Θησαυρὸς Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 570)
Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες Καινοδιαθηκολόγοι μεταφέρουν στὰ νεοελληνικὰ περιφραστικῶς τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας μεταφράζει μὲ τὸ «μὴν ἐπιτρέψης νὰ πέσωμεν εἰς πειρασμόν».
Ὁ Ἰωάννης Κολιτσάρας μὲ τὸ «μὴν ἐπιτρέψης νὰ περιπέσωμεν εἰς πειρασμόν». (Σχ. βλ. Ἡ Καινὴ Διαθήκη, κείμενον-ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις, ἔκδ. 32α, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ἡ Ζωή», Ἀθῆναι 2007, σ. 33)
Οἱ καθηγητὲς Π. Βασιλειάδης, Ἰ. Γαλάνης, Ἰ. Καραβιδόπουλος καὶ Γ. Γαλίτης μὲ τὸ «μὴ μᾶς ἀφήσης νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου