Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη καὶ ὁ ἀπανθρωπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου Τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ


ΣΚΟΠΟΣ αὐτῆς τῆς με­λέ­της εἶναι νὰ δεί­ξει μὲ ποιὸ τρόπο, ἡ αὐ­ξα­νό­με­νη ἐπιρ­ροὴ τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας καὶ ἡ με­τά­φρα­σή της σὲ κοι­νω­νι­κὲς μορ­φές, βά­δι­σαν χέ­ρι-χέ­ρι μὲ τὸν ἀπαν­θρω­πι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ταυ­τό­χρο­να τῆς κοι­νω­νί­ας. Μιὰ τέ­τοια δια­δι­κα­σία ἀπαν­θρω­πι­σμοῦ δὲν ἦταν βέ­βαια συμ­πτω­μα­τι­κή. Ἀν­τί­θε­τα, εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτη ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ οἱ κα­νό­νες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας ἀρ­χί­ζουν νὰ ἐφαρ­μό­ζον­ται στὴ σφαί­ρα τῶν ἀν­θρώ­πι­νων καὶ κοι­νω­νι­κῶν σχέ­σε­ων γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι, ὅπως θὰ διευ­κρι­νί­σω πα­ρα­κά­τω, ἀκρι­βῶς σ’ ἐκεῖ­νες τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις πάνω στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται αὐτὴ ἡ νο­ο­τρο­πία οἰ­κο­δο­μεῖ­ται μιὰ ἀπαν­θρω­πία. Πρέ­πει νὰ θυ­μό­μα­στε ὅτι οἱ «σα­φεῖς» καὶ «δια­κε­κρι­μέ­νες» ἔν­νοιες ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὴ βάση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης δὲν εἶναι σα­φεῖς καὶ δια­κε­κρι­μέ­νες ἀπὸ μόνες τους, ἀλλὰ μόνο μέσα στὸ πλαί­σιο μιᾶς κά­ποιας σει­ρᾶς ἀρχῶν καὶ ἀξιω­μά­των. Ἄν­θρω­ποι σὰν τὸ Γα­λι­λαῖο καὶ τὸν Καρ­τέ­σιο δὲν ἦταν μόνο ἀναγ­κα­σμέ­νοι ν’ ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν μιὰ σειρὰ ἀπὸ θε­ω­ρί­ες, μὲ ἄλλες κα­λύ­τε­ρες. Ἔπρε­πε νὰ κα­τα­στρέ­ψουν ἕνα κόσμο γιὰ νὰ βά­λουν στὴ θέση του ἕναν ἄλλο. Ἦταν ἀναγ­κα­σμέ­νοι νὰ γκρε­μί­σουν ἕνα δια­νο­η­τι­κὸ πλαί­σιο καὶ νὰ τὸ ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν μ’ ἕνα ἄλλο.

σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη προ­ϋ­πο­θέ­τει ρι­ζι­κὴ ἀνα­δια­μόρ­φω­ση τῆς δια­νο­η­τι­κῆς μας ἀν­τί­λη­ψης. Συ­νε­πά­γε­ται νέα προ­σέγ­γι­ση τῆς ὕπαρ­ξης, νέα προ­σέγ­γι­ση τῆς φύσης, μὲ λίγα λόγια μιὰ νέα φι­λο­σο­φία. Καθὼς ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη γεν­νή­θη­κε στὴ διάρ­κεια τῶν τε­λευ­ταί­ων αἰ­ώ­νων, ταυ­τό­χρο­να μὲ τὸ κύμα ἐν­θου­σια­σμοῦ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε ἀπὸ τὴ δια­τύ­πω­ση καὶ τὴν ἐφαρ­μο­γὴ αὐτῆς τῆς νέας φι­λο­σο­φί­ας, εἴ­χα­με τὴν τάση νὰ δε­χθοῦ­με ὅτι ἀπο­τε­λεῖ ἕνα με­γα­λειώ­δη δρόμο, μιὰ ὑπέ­ρο­χη πρό­ο­δο ἀπὸ μέ­ρους τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ἕνα ση­μά­δι τῆς ὡρί­μαν­σής μας. Τώρα ποὺ ἀρ­χί­ζου­με νὰ βλέ­που­με τὶς συ­νέ­πειες τῆς συν­θη­κο­λό­γη­σής μας καὶ ἀρ­χί­ζου­με μόλις νὰ τὶς βλέ­που­με δὲν εἴ­μα­στε καὶ τόσο βέ­βαιοι γι’ αὐτό. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἔτσι, εἶναι δύ­σκο­λο γιὰ μᾶς νὰ πα­ρα­δε­χθοῦ­με ὅτι ὁλό­κλη­ρο τὸ σύγ­χρο­νο ἐπι­στη­μο­νι­κὸ πεί­ρα­μα δὲν εἶναι μὲ κα­νέ­να τρόπο πρό­ο­δος, καὶ ἴσως εἶναι μιὰ φρι­κτὴ ἀπο­τυ­χία. Κι ὅμως δὲν ὑπάρ­χει λόγος γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἔτσι. Τὰ πράγ­μα­τα πρέ­πει νὰ κρί­νον­ται ἀπὸ τοὺς καρ­πούς τους. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς καρ­ποὺς τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ἐγ­γε­νὴς στὴ φι­λο­σο­φία της, καὶ ξε­κά­θα­ρος γιὰ ὁποιον­δή­πο­τε, εἶναι ὁ ἀπαν­θρω­πι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τῆς κοι­νω­νί­ας ποὺ ἔκτι­σε ἐν ὀνό­μα­τί του.

Εἶπα ὅτι ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐπα­νά­στα­ση τοῦ δέ­κα­του ἕβδο­μου αἰώνα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἑδραιω­θεῖ μόνο μὲ τὴν κα­τα­στρο­φὴ μιᾶς τάξης πραγ­μά­των καὶ τὴν ἀν­τι­κα­τά­στα­σή της μὲ μιὰ ἄλλη. Μὲ λίγα λόγια, γιὰ νὰ μι­λή­σου­με στὸ πλαί­σιο τοῦ δυ­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἡ τάξη πραγ­μά­των ποὺ ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε ἀπὸ τὴν σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἦταν ἐκεί­νη τοῦ με­σαιω­νι­κοῦ χρι­στια­νι­κοῦ κό­σμου. Αὐτὴ ἡ χρι­στια­νι­κὴ κοι­νω­νία ἦταν μιὰ ὀρ­γα­νι­κὰ ὁλο­κλη­ρω­μέ­νη κοι­νω­νία. Ἦταν ἕνα εἶδος ἱερῆς τάξης πραγ­μά­των, ἐγ­κα­θι­δρυ­μέ­νης ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπου τὸ κάθε τι, κι ὄχι μόνο ὁ ἄν­θρω­πος καὶ τὰ ἀν­θρώ­πι­να κα­τα­σκευά­σμα­τα, ἀλλὰ κάθε ζων­τα­νὴ μορφὴ φυτοῦ, ζώου ἢ που­λιοῦ, ὁ ἥλιος, ἡ σε­λή­νη καὶ τὰ ἄστρα, τὰ νερὰ καὶ τὰ βουνά, θε­ω­ροῦν­ταν ση­μεῖα πραγ­μά­των ἱερῶν (signa rei sa­crae), ἔκ­φρα­ση μιᾶς θείας κο­σμο­λο­γί­ας, σύμ­βο­λα ποὺ ἕνω­ναν τὸν ὁρατὸ μὲ τὸν ἀό­ρα­το κόσμο, τὴν γῆ μὲ τὸν οὐ­ρα­νό. Ἦταν μιὰ κοι­νω­νία ἀφιε­ρω­μέ­νη σὲ κά­ποιο τέρμα, κα­τα­λη­κτι­κὰ ὑπερ-γή­ι­νο, ἀ-χρο­νι­κό, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κό­σμου.
Πράγ­μα­τι, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χρι­στια­νι­κὸ κόσμο, κα­τα­βαλ­λό­ταν πολλὴ προ­σπά­θεια γιὰ τὴ δια­τή­ρη­ση, τὴν ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ τὴν καλ­λιέρ­γεια τῆς αἴ­σθη­σης τῶν πραγ­μά­των ποὺ τώρα ὀνο­μά­ζου­με ὑπερ­φυ­σι­κά. Σ’ ὅλη τὴν ἔκτα­ση αὐτοῦ τοῦ κό­σμου, οἱ ὁρα­τές εἰ­κό­νες αὐτῶν τῶν πραγ­μά­των προ­βάλ­λον­ταν καὶ λα­τρεύ­ον­ταν, στὶς εἰ­κό­νες, στοὺς σταυ­ρούς, στὶς ἐκ­κλη­σί­ες, στὰ ἱερὰ προ­σκυ­νή­μα­τα, στὴν ὁμα­δι­κὴ ἱε­ρο­τε­λε­στία. Αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦ­σαν τὴν ἀδιά­λει­πτη ἐπι­δί­ω­ξη τῶν μο­να­στη­ριῶν, καθὼς καὶ τῶν ἁγίων καὶ ὁσίων ἀν­θρώ­πων ποὺ με­τα­κι­νοῦν­ταν ἀνά­με­σα στὸν ὄχλο μὲ τόση ἄνεση ὅση ἔχουν τὰ που­λιὰ ἀνά­με­σα στὰ φύλλα. Ἀκόμα κι ὅταν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ὅσιοι ἀπο­τρα­βιόν­του­σαν στὴ μο­να­ξιά, ὁ κάθε κά­τοι­κος τοῦ κό­σμου ἤξερε ὅτι τὰ δάση καὶ οἱ λόφοι, οἱ ἐρη­μιὲς καὶ οἱ σπη­λιὲς ποὺ ἔζω­ναν τὸ σπι­τι­κό του κα­τοι­κοῦν­ταν ἀπὸ αὐ­τοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ ἦταν ἕτοι­μοι νὰ συμ­βου­λέ­ψουν καὶ νὰ εὐ­λο­γή­σουν.
κο­ρυ­φαῖ­ος τύπος δρα­στη­ριό­τη­τας στὸ με­σαιω­νι­κὸ χρι­στια­νι­κὸ κόσμο δὲν εἶχε σχέση μὲ ὅ,τι εἶναι πρα­κτι­κὸ ἢ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό, ὅπως ἐμεῖς ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε αὐ­τοὺς τοὺς ὅρους. Ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος τύπος δρα­στη­ριό­τη­τας ἦταν ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ ἐνα­τέ­νι­ση. Καὶ μο­λο­νό­τι τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ἐνα­τέ­νι­σης τὰ ἔφτα­ναν μόνο λίγοι, οἱ ἐμ­πει­ρί­ες τῆς ζωῆς αὐτῶν τῶν λίγων ἦταν ἕνα ἀδιαμ­φι­σβή­τη­το καὶ κεν­τρι­κὸ γε­γο­νός, γνω­στὸ σὲ ὅλους. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ γνώση αὐτῶν τῶν πραγ­μά­των δὲν ἔσβη­νε τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν κα­τά­στα­σή του ὡς γή­ι­νου πλά­σμα­τος, σχη­μα­τι­σμέ­νου ἀπὸ τὴ γῆ καὶ προ­ο­ρι­σμέ­νου νὰ ἐπι­στρέ­ψει σ’ αὐτήν, ἐνῶ ὅλο τὸ ἐσω­τε­ρι­κό του τρε­φό­ταν κι ἐμ­πλου­τι­ζό­ταν ἀπὸ τὴν ὀρ­γα­νι­κή του ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύ­μα­τος, ποὺ τὸν δια­μόρ­φω­νε σὲ ἀρι­στούρ­γη­μα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Αὐτὸς ὁ με­σαιω­νι­κὸς χρι­στια­νι­κὸς κό­σμος εἶχε βέ­βαια καὶ τὶς ἀδι­κί­ες του, καὶ τὴ σκλη­ρό­τη­τά του, καὶ τὶς στε­ρή­σεις του καὶ τὴν ἀσχή­μια του, καὶ τὸν πόνο του, καὶ τὶς ἀρ­ρώ­στειες του. Δὲν ὑπάρ­χει λόγος νὰ ἐξι­δα­νι­κευ­θεῖ αὐτὸς ὁ κό­σμος, οὔτε νὰ τὸν βλέ­που­με με­τα­μορ­φω­μέ­νο ἀπὸ τὴ νο­σταλ­γία μας, κι ἀκόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ προ­τεί­νου­με ἐπι­στρο­φὴ σ’ αὐτόν. Ὑπάρ­χει ἁπλὰ ἀνάγ­κη νὰ κα­τα­δει­χθεῖ ὁ ὑπε­ρι­σχύ­ων πνευ­μα­τι­κὸς προ­σα­να­το­λι­σμὸς αὐτοῦ τοῦ κό­σμου καὶ τὰ ἐπα­κό­λου­θά του.
Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ κάνω μιὰ πα­ρέκ­βα­ση γιὰ νὰ δια­λύ­σω μιὰ συ­νη­θι­σμέ­νη πα­ρε­ξή­γη­ση, ποὺ εἶναι στὸ βάθος της συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὸ θέμα μας. Λέ­γε­ται συχνά, ὅταν γί­νε­ται συ­ζή­τη­ση γιὰ τὴν ἀν­τί­θε­ση ἀνά­με­σα στὸ με­σαιω­νι­κὸ καὶ τὸν σύγ­χρο­νο ἐπι­στη­μο­νι­κὸ κόσμο, ὅτι ὁ με­σαιω­νι­κὸς κό­σμος εἶχε ἐπί­σης τὶς ἐπι­στη­μο­νι­κὲς τε­χνι­κές του, κι ὅτι αὐτὲς δὲν ἀνα­πτύ­χθη­καν γιατὶ κα­νεὶς δὲν ἤξερε πῶς νὰ τὶς ἀνα­πτύ­ξει. Τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶναι τόσο ἁπλά. Εἶναι ἀλή­θεια ὅτι ὁ με­σαιω­νι­κὸς κό­σμος εἶχε τὶς τε­χνι­κές του. Ἀλλ’ αὐτὲς οἱ τε­χνι­κὲς σκό­πι­μα δὲν χρη­σι­μο­ποιοῦν­ταν καὶ δὲν ἀνα­πτύσ­σον­ταν πέρα ἀπὸ κά­ποιο ση­μεῖο – τὸ ση­μεῖο στὸ ὁποῖο θ’ ἄρ­χι­ζαν νὰ πα­ρα­κω­λύ­ουν ἢ νὰ ἐμ­πο­δί­ζουν ἐκεῖ­νο ποὺ ἦταν πολὺ πιὸ σπου­δαῖο: τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς προ­ε­ξάρ­χου­σας πνευ­μα­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης τῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ὑπ’ ἀριθ­μὸν ἕνα φρον­τί­δα ἦταν θρη­σκευ­τι­κή, ὄχι τε­χνι­κή, καὶ οἱ τε­χνι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες ποὺ διε­τά­ρασ­σαν τὶς ὑπε­ρι­σχύ­ου­σες ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἁρ­μο­νί­ας, τῆς ὀμορ­φιᾶς καὶ τῆς ἰσορ­ρο­πί­ας, πολὺ ἁπλὰ ἀπορ­ρί­πτον­ταν.
Αὐτὸ ἴσως μᾶς φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο σή­με­ρα. Συ­νη­θί­σα­με τόσο πολὺ στὴν τε­χνι­κὴ ὑπε­ρο­χὴ τῆς Δύσης, ὥστε συχνὰ φτά­νου­με μέχρι νὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με τὴ δυ­τι­κὴ νο­ο­τρο­πία σὰν πρα­κτι­κὴ καὶ συγ­κε­κρι­μέ­νη, καὶ νὰ τὴν ἀν­τι­δια­στέλ­λου­με μὲ τὸ πνεῦ­μα θρη­σκευ­τι­κῆς ἐνα­τέ­νι­σης τῆς Ἀνα­το­λῆς. Ἀκόμη φτά­νου­με πραγ­μα­τι­κὰ πολὺ πιὸ μα­κριά, μέχρι τοῦ ση­μεί­ου νὰ βλέ­που­με μιὰ εὐ­θεία γραμ­μι­κὴ σύν­δε­ση τοῦ πνεύ­μα­τος τῆς Χρι­στια­νο­σύ­νης, ποὺ δίνει ἔμ­φα­ση στὴν Ἐν­σάρ­κω­ση, κι ἑπο­μέ­νως, ὑπο­τί­θε­ται, καὶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ὕλης, μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας καὶ μὲ τὰ ἐπα­κό­λου­θά της, δη­λα­δὴ τὴν ἐξε­ρεύ­νη­ση καὶ τὴν ἐκμε­τάλ­λευ­ση τῆς φύσης. Κι ἀν­τι­δια­στέλ­λου­με αὐτὸ τὸ ὑλι­στι­κὸ πνεῦ­μα τῆς Χρι­στια­νο­σύ­νης, μὲ τὸ προ­σα­να­το­λι­σμέ­νο πρὸς τὰ ὑπερ­βα­τι­κώ­τε­ρα πνεῦ­μα τοῦ Ἰν­δου­ϊ­σμοῦ ἢ τοῦ Βουδ­δι­σμοῦ ἢ ἀκόμα καὶ τοῦ Ἰσλάμ, γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ ὕλη τεί­νει νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἕνα εἶδος αὐ­τα­πά­της, ἀπὸ τὴν ὁποία λεί­πει κάθε οὐ­σια­στι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀπο­τε­λεῖ, βέ­βαια, χον­δρο­ει­δὴ ὑπε­ρα­πλού­στευ­ση, κι ἀπὸ πολ­λὲς πλευ­ρὲς εἶναι ἀν­τί­θε­τη μὲ τὴν ἀλή­θεια.[1] Μέχρι τὴν σύγ­χρο­νη πε­ρί­ο­δο, ἡ Ἀνα­το­λὴ ἦταν ἐκεί­νη ποὺ διέ­θε­τε ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο «ἐμ­πει­ρι­κὸ» πνεῦ­μα κι ὄχι ἡ Δύση, καὶ ἦταν ἡ Ἀνα­το­λὴ κι ὄχι ἡ Δύση ποὺ εἶχε τὴν ὑπε­ρο­χή, στὶς τε­χνι­κὲς καὶ στὶς τε­χνο­λο­γι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες, ἀσχέ­τως ἂν αὐτὲς προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ ὑλι­στι­κοὺς ἢ μα­γι­κοὺς σκο­πούς, ἢ εἶχαν σκο­ποὺς ἄμεσα συν­δε­δε­μέ­νους μὲ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς. Ἡ ἰδέα τῆς «με­θό­δου», ἐφαρ­μο­σμέ­νη εἴτε σὲ ὑλι­στι­κὲς εἴτε σὲ πνευ­μα­τι­κὲς τε­χνι­κές, εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ ἀνα­το­λι­κὴ ἰδέα. Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀνα­το­λὴ ποὺ ἡ ἀρ­χαία Ἑλ­λά­δα, στὰ χρό­νια τῆς πα­ρα­κμῆς της, ἀπὸ τὸ δεύ­τε­ρο αἰώνα π.Χ. καὶ μετά, δα­νεί­στη­κε τὶς διά­φο­ρες τε­χνι­κὲς ἐπι­νο­ή­σεις της: μέχρι τότε, ἐνῶ διέ­θε­τε ση­μαν­τι­κὲς ἐπι­στη­μο­νι­κὲς γνώ­σεις ποὺ πε­ρι­λάμ­βα­ναν, ἐπι­πλέ­ον, γνώση τῶν μη­χα­νῶν καὶ τῆς χρή­σης τους ἀρ­νή­θη­κε νὰ συ­να­γά­γει ἢ νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­τεῖ τὶς ἐν­δε­χό­με­νες τε­χνι­κὲς συ­νέ­πειες. Τὸ Ρω­μαϊ­κὸ πνεῦ­μα, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε, ἦταν δια­φο­ρε­τι­κὸ ἀπὸ ἐκεῖ­νο τῶν Ἑλ­λή­νων, κι ἐπε­ζή­τη­σε νὰ ἐπω­φε­λη­θεῖ ἀπὸ συγ­κε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις, μὲ τὰ πιὸ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὰ πρα­κτι­κὰ μέσα ποὺ διέ­θε­τε. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἐδῶ, οἱ κύ­ριες τε­χνι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες, ἡ κα­τερ­γα­σία τοῦ χρυ­σοῦ καὶ τοῦ ἀση­μιοῦ, ἡ ὑα­λουρ­γία, ἡ σκλή­ρυν­ση μὲ βαφὴ τῶν σι­δε­ρέ­νιων ὅπλων, ἡ ἀγ­γειο­πλα­στι­κή, ἡ ναυ­πη­γι­κὴ κ.ο.κ., ἦταν ἀνα­το­λι­κῆς προ­έ­λευ­σης.
Αὐτὴ ἡ ἔλ­λει­ψη τε­χνι­κῆς ἰδιο­φυ­ΐ­ας στὴ Δύση ἤ, κα­λύ­τε­ρα, αὐτὴ ἡ ἄρ­νη­ση νὰ δε­χθοῦν ἐκεῖ τὴν τε­χνι­κὴ ἐκμε­τάλ­λευ­ση, μ’ ἐξαί­ρε­ση μιὰ πολὺ πε­ριο­ρι­σμέ­νη σφαί­ρα δρα­στη­ριο­τή­των, δὲν ἐξου­δε­τε­ρώ­θη­κε, ἀλλ’ ἐνι­σχύ­θη­κε ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ. Ἡ πε­ρί­ο­δος ἀπὸ τὸν δεύ­τε­ρο μέχρι τὸν πέμ­πτο αἰώνα μ.Χ., ποὺ εἶδε τὴν ἄνοδο τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ καὶ ποὺ ση­μα­δεύ­τη­κε, στὴ βουδ­δι­στι­κὴ Ἰνδία, ἀπὸ ἐκ­πλη­κτι­κὲς ἐξε­λί­ξεις στὸ καλ­λι­τε­χνι­κό, πο­λι­τι­κό, στρα­τιω­τι­κὸ καὶ τε­χνι­κὸ πεδίο, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν στὴ Δύση ἀπὸ μιὰ τέ­τοια τε­χνι­κὴ πα­ρα­κμή, ποὺ ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰου­λια­νὸς ὁ Ἀπο­στά­της μπό­ρε­σε νὰ κα­τη­γο­ρή­σει τοὺς Χρι­στια­νοὺς γιὰ κα­τα­στρο­φὴ τῆς βιο­μη­χα­νί­ας τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τῆς Ἁγίας Σο­φί­ας στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἦταν ἀπό­λυ­τα ἱκα­νὸς νὰ κα­τα­σκευά­σει μιὰ ἀτμο­μη­χα­νὴ (κάπου 1200 χρό­νια πρὶν τὴν «ἀνα­κα­λύ­ψει» ὁ James Watt) ἀλλὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὶς ἱκα­νό­τη­τές του μόνο γιὰ νὰ κάνει τὸ σπίτι ὅπου ἔμενε νὰ τρέ­μει, σὰν νὰ γι­νό­ταν σει­σμός, μὲ σκοπὸ ν’ ἀπαλ­λα­γεῖ ἀπὸ ἕνα δυ­σά­ρε­στο γεί­το­να ποὺ ζοῦσε στὸ ἐπάνω πά­τω­μα. Μὲ μόνη ἐξαί­ρε­ση τὴν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ κι ἂς ση­μειω­θεῖ πὼς σχε­δὸν ὅλη ἡ με­γά­λη ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ εἶχε θρη­σκευ­τι­κὰ κί­νη­τρα, ἡ Δύση, στὴν με­σαιω­νι­κὴ Χρι­στια­νι­κὴ πε­ρί­ο­δο, ἔδει­ξε μιὰ μο­να­δι­κὴ ἔλ­λει­ψη τε­χνι­κῆς θέ­λη­σης ἢ νο­ο­τρο­πί­ας. Κι ὅταν, στὸ δω­δέ­κα­το αἰώνα, ὑπῆρ­ξε κά­ποια ἀνα­βί­ω­ση τοῦ τε­χνι­κοῦ ἐν­δια­φέ­ρον­τος, αὐτὸ καὶ πάλι κεν­τρί­στη­κε ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἀνα­το­λὴ – μέσω τῶν Ἑβραί­ων, τῶν Σταυ­ρο­φό­ρων, τῶν Ἑνε­τῶν καὶ τῶν Γε­νουα­τῶν ἐμ­πό­ρων, καθὼς καὶ μέσω τῶν με­τα­φρα­σμέ­νων ἀπὸ τὰ Ἀρα­βι­κὰ κει­μέ­νων.
Δύση ἀνα­πτύ­χθη­κε τε­χνο­λο­γι­κά, σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴν πα­ρα­κμὴ τῆς χρι­στια­νι­κῆς συ­νεί­δη­σης, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο πὼς ἡ «κο­σμι­κο­ποί­η­ση ἢ βε­βή­λω­ση» τῆς φύσης, ποὺ ἐπι­τρέ­πει νὰ θε­ω­ρεῖ­ται αὐτὴ ἡ φύση ἀν­τι­κεί­με­νο, ἄρα καὶ νὰ τὴν ἐκμε­ταλ­λεύ­ον­ται τε­χνι­κά, βρί­σκε­ται σὲ ἀπό­λυ­τη ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ μυ­στα­γω­γι­κὸ πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ, ὁπου­δή­πο­τε κι ὁπο­τε­δή­πο­τε γί­νε­ται αὐτὸ ἀν­τι­λη­πτὸ μὲ τὸ σωστὸ τρόπο, ὅπως συ­νέ­βαι­νε, του­λά­χι­στον σὲ κά­ποια ἔκτα­ση, στὸν με­σαιω­νι­κὸ κόσμο. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς Χρι­στια­νι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας στὴ Δύση, ἡ τε­χνι­κὴ πρό­ο­δος γι­νό­ταν ἀργά. Μόνο ἀπὸ τὸν δέ­κα­το ὄγδοο καὶ τὸν δέ­κα­το ἔνατο αἰώνα, οἱ ἄν­θρω­ποι ἄρ­χι­σαν νὰ σκέ­πτον­ται, σὲ κά­ποιο ὑπο­λο­γί­σι­μο πο­σο­στό, ὅτι ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση τῶν μη­χα­νῶν καὶ τῶν τε­χνι­κῶν ἐπι­νο­ή­σε­ων γιὰ τὸν ἐπη­ρε­α­σμὸ τῆς φύσης καὶ τὴν ἐπί­τευ­ξη συγ­κε­κρι­μέ­νων ἀπο­τε­λε­σμά­των πο­σο­τι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, δὲν ἦταν ἀπα­σχό­λη­ση κα­τώ­τε­ρη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀξιο­πρέ­πειας.

Αὐτὸν τὸν τύπο κοι­νω­νί­ας τοῦ με­σαιω­νι­κοῦ κό­σμου, μαζὶ μὲ τὸν προ­ε­ξάρ­χον­τα προ­σα­να­το­λι­σμό του καὶ τὶς ἐπι­διώ­ξεις του, κα­τέ­στρε­ψε ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐπα­νά­στα­ση. Ἡ νέα ἀνόρ­γα­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ τάξη εἶναι ἀν­θρώ­πι­νης κα­τα­σκευ­ῆς, δὲν εἶναι θεϊκή. Εἶναι τάξη πραγ­μά­των ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιὰ προ­βο­λὴ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου μυα­λοῦ ποὺ εἶναι κομ­μέ­νο ἀπὸ τοὺς δε­σμούς του μὲ τὴ θε­ό­τη­τα καὶ μὲ τὴ γῆ. Τὰ ἰδα­νι­κά της, ἂν μπο­ροῦν νὰ ὀνο­μα­στοῦν ἔτσι, εἶναι κα­θα­ρὰ χρο­νι­κὰ καὶ πε­πε­ρα­σμέ­να, κι ἀφο­ροῦν μόνο στὴν ὑλικὴ εὐ­η­με­ρία τῶν μελῶν της. Οἱ κοι­νω­νι­κὲς μορ­φές της δὲν εἶναι ἡ συ­νέ­πεια κά­ποιας ὑπερ­φυ­σι­κῆς ἀπο­κά­λυ­ψης, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα ἐμ­πει­ρι­κῶν κι ἐπα­γω­γι­κῶν με­θό­δων δια­λο­γι­σμοῦ, βα­σι­σμέ­νων πρω­ταρ­χι­κὰ πάνω στὴν πα­ρα­τή­ρη­ση, στὶς ἀτο­μι­κὲς ἀνάγ­κες καὶ στὰ ἀτο­μι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Αὐτὲς οἱ ἀνάγ­κες καὶ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ θε­ω­ροῦν­ται, τε­λι­κά, θνητά: ὁ σκο­πὸς τῆς ζωῆς θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ θνητή της διάρ­κεια καὶ με­τριέ­ται σύμ­φω­να μὲ τοὺς κα­θα­ρὰ χρο­νι­κοὺς καὶ πε­πε­ρα­σμέ­νους κα­νό­νες αὐτοῦ τοῦ κό­σμου. Πράγ­μα­τι, ὁ πε­πε­ρα­σμέ­νος κό­σμος θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ πε­πε­ρα­σμέ­νος: ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη εἶναι θε­τι­κή, ποὺ ση­μαί­νει ὅτι ἐξε­τά­ζει συγ­κε­κρι­μέ­να ὑλικὰ συμ­βάν­τα ἀπο­μο­νω­μέ­να κι ἀπο­γυ­μνω­μέ­να ἀπὸ κάθε θρη­σκευ­τι­κὴ ἰδιό­τη­τα. Τὸ δέος καὶ ἡ εὐ­λά­βεια ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ ἀνα­γνώ­ρι­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ μέσα στὴν εἰ­δι­κὴ πε­ρί­πτω­ση, τοῦ θεϊ­κοῦ μέσα στὸ ἀν­θρώ­πι­νο καὶ στὸ φυ­σι­κό, εἶναι ξένα πρὸς τὴν δική της νο­ο­τρο­πία.

Ἀρι­στε­ρά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Φράν­σις Μπέι­κον ἀπὸ τὸν Πάουλ φὰν Σόμερ (1617). Δεξιά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Γα­λι­λαί­ου ἀπὸ τὸν Γιού­στους Σού­στερ­μανς (1640).
Αὐτὴ ἡ και­νούρ­για κο­σμο­θε­ω­ρία, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι βα­σι­κὰ ἕνα δί­πο­δο ζῶο, ποὺ ὁ προ­ο­ρι­σμός του καὶ οἱ ἀνάγ­κες του εἶναι δυ­να­τὸν νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν μὲ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρόπο μέσ’ ἀπὸ τὴν ἐπι­δί­ω­ξη τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ, τοῦ πο­λι­τι­κοῦ καὶ τοῦ οἰ­κο­νο­μι­κοῦ συμ­φέ­ρον­τος τοῦ ἀτό­μου, προ­ω­θή­θη­κε, δια­δό­θη­κε καὶ δια­τη­ρή­θη­κε, συ­νει­δη­τὰ ἢ ἀσυ­νεί­δη­τα, ἀπὸ γε­νιὲς ἐπι­στη­μό­νων, μετὰ τὸν δέ­κα­το ἕβδο­μο αἰώνα μέχρι σή­με­ρα. Ἐδῶ βέ­βαια, ὁ Fran­cis Bacon εἶναι μιὰ μορ­φὴ-κλει­δί, γιατὶ ἦταν αὐτὸς ποὺ χά­ρα­ξε τὶς κα­τευ­θυν­τή­ριες γραμ­μές, ἠθι­κές, αἰ­σθη­τι­κὲς καὶ ψυ­χι­κές, γιὰ τὴν «νέα φι­λο­σο­φία». Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Bacon συμ­πέ­ρα­νε ὅτι τὸ novum or­ga­num του θὰ ἔπρε­πε νὰ ἐφαρ­μο­στεῖ «ὄχι μόνο στὶς φυ­σι­κὲς ἀλλὰ σ’ ὅλες τὶς ἐπι­στῆ­μες» (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης τῆς ἠθι­κῆς καὶ τῆς πο­λι­τι­κῆς) κι ὅτι πρό­κει­ται ν’ «ἀγ­κα­λιά­σει τὰ πάντα», εἶναι αὐτὸς ποὺ ἄνοι­ξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν κα­θο­λι­κὴ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κα­θυ­πό­τα­ξη τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας καλ­λιέρ­γειας, καθὼς καὶ γιὰ τὸ ἀστι­κο­βιο­μη­χα­νι­κὸ σύ­στη­μα, ποὺ εἶναι τὸ πνευ­μα­τι­κό του τέκνο.
Στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Bacon ὑπάρ­χει ἡ προ­δια­γρα­φὴ γιὰ τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἐπι­στη­μο­νι­κο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου μας, ἀρ­χί­ζον­τας ἀπὸ τὶς πρα­κτι­κὲς τοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου, ποὺ συχνὰ αὐτὲς οἱ ἴδιες ἔχουν ἀπε­ρί­γρα­πτη σκλη­ρό­τη­τα, καὶ φτά­νον­τας μέχρι ἐκεῖ­νες, ὄχι λι­γό­τε­ρο ἀπαί­σιες, τοῦ σύγ­χρο­νου ἀστυ­νο­μι­κοῦ κρά­τους. Ἀλλ’ ἐὰν ὁ Bacon ἦταν ἡ προ­ε­ξάρ­χου­σα ἰδιο­φυ­ΐα κι ὁ δια­λα­λη­τὴς αὐτῆς τῆς κα­θυ­πό­τα­ξης, ἄλλοι ὁ Γα­λι­λαῖ­ος, ὁ Καρ­τέ­σιος κι ὁ Νεύ­των ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ τε­λειο­ποί­η­σαν αὐτὸ τὸ μη­χα­νι­στι­κὸ ὅραμα, σύμ­φω­να μὲ τὸ ὁποῖο κτί­στη­κε ὁ σύγ­χρο­νος κό­σμος μας. Αὐτοὶ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὴν ἔλευ­ση ἑνὸς νέου ἐν­νοιο­λο­γι­κοῦ σύμ­παν­τος, αὐτοὶ δια­τύ­πω­σαν τὴν κα­θα­ρὰ πο­σο­τι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς φύσης, ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν και­νούρ­για προ­σέγ­γι­ση τῆς γή­ι­νης μη­χα­νι­κῆς ἀπὸ τὸν Γα­λι­λαῖο, καὶ αὐτοὶ ἐξέ­θρε­ψαν τὴν αὐ­τα­πά­τη ὅτι ἡ γνώση τοῦ κό­σμου ἦταν δυ­να­τὸν ν’ ἀπο­κτη­θεῖ μὲ τὴν ἐφαρ­μο­γὴ μα­θη­μα­τι­κῶν τε­χνι­κῶν – πραγ­μα­τι­κά, ὅ,τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ γίνει ἀν­τι­λη­πτὸ μέσα στὸ δί­κτυο τῶν ἀριθ­μῶν εἶναι ἀν­τι-επι­στή­μη, ἀ-γνω­σία κι ἀκόμη, σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση, ἀνυ­παρ­ξία.

Ἀρι­στε­ρά: Ἀν­τί­γρα­φο προ­σω­πο­γρα­φί­ας τοῦ Καρ­τέ­σιου ἀπὸ τὸν Φρὰνς Χάλς (1649-1700). Δεξιά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Ἰσαὰκ Νεύ­τω­να ἀπὸ τὸν Γκόντ­φρι Νέλερ (1702).
Καρ­τέ­σιος ἦταν αὐτὸς ποὺ δια­τύ­πω­σε πιὸ ἀπο­φα­σι­στι­κὰ τὶς φι­λο­σο­φι­κὲς ἀρχὲς τῆς νέας ἐπι­στή­μης, τὸ ὄνει­ρό της ν’ ἀνα­γά­γει τὴ γνώση σὲ μα­θη­μα­τι­κά, καθὼς καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς νέας μα­θη­μα­τι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας. Σπά­ζον­τας τοὺς τε­λευ­ταί­ους ἰσχνοὺς δε­σμοὺς με­τα­ξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κό­σμου ποὺ δη­μιούρ­γη­σε Αὐτός, ὁ Καρ­τέ­σιος οὐ­σια­στι­κὰ ἐξο­ρί­ζει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν κόσμο – ἢ μᾶλ­λον ἐξο­ρί­ζει τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν Καρ­τέ­σιο, ὁ Θεὸς δὲν συμ­βο­λί­ζε­ται πιὰ ἀπὸ τὰ δη­μιουρ­γή­μα­τά Του. Ἡ σκέψη του δὲν ἀφή­νει πε­ρι­θώ­ριο οὔτε καὶ γιὰ τὴν σχο­λα­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἀνα­λο­γί­ας ἀνά­με­σα στὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο: Δὲν ὑπάρ­χουν σ’ αὐτὴν ima­gi­nesve­sti­gia Dei in mundo – ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ Καρ­τέ­σιος ὀνο­μά­ζει ψυχή, τὴν ὁποία δὲν ταυ­τί­ζει παρὰ μόνον μὲ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο λο­γι­κό, καὶ ταυ­τό­χρο­να μὲ τὸ ἀραιὸ συμ­πλή­ρω­μα σαφῶν καὶ δια­κε­κρι­μέ­νων ἰδεῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τὸ προί­κι­σε. Ὁ Καρ­τε­σια­νὸς κό­σμος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας αὐ­στη­ρὰ ὁμοιό­μορ­φος μα­θη­μα­τι­κὸς κό­σμος, ἕνας κό­σμος γε­ω­με­τρί­ας, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ ἔκτα­ση καὶ κί­νη­ση. Κι ἂν ὁ Θεὸς εἶχε κά­ποιους λό­γους νὰ τὸν δη­μιουρ­γή­σει, αὐτοὶ εἶναι γνω­στοὶ μόνον σ’ Αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ δὲν ἔχου­με, οὔτε μπο­ροῦ­με νὰ ἔχου­με τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰδέα οὔτε γι’ αὐ­τοὺς οὔτε γιὰ ὁποιεσ­δή­πο­τε ἄλλες θεϊ­κὲς ἢ θε­ο­λο­γι­κὲς ἀλή­θειες, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι, σύμ­φω­να μὲ τὸν Καρ­τέ­σιο, δὲν ἔχου­με τὴν δια­νο­η­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα, μέσω τῆς ὁποί­ας θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ τὶς συλ­λά­βου­με.
Αὐτὸ βέ­βαια σή­μαι­νε τὴν ἔξωση ἀπὸ τὴν ἐπι­στη­μο­νι­κὴ σκέψη ὅλων τῶν ἐκτι­μή­σε­ων ποὺ βα­σί­ζον­ταν στὴν ἀξία, στὴν τε­λειό­τη­τα, στὴν ἁρ­μο­νία, στὸ νόημα, στὴν ὀμορ­φιά, στὸ σκοπό, καθὼς πα­ρό­μοιες ἐκτι­μή­σεις θε­ω­ροῦν­ται τώρα μόνο ὑπο­κει­με­νι­κὲς ἄρα καὶ ἄσχε­τες μὲ κάθε ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κα­τα­νόη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ «ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ» κό­σμου – τοῦ κό­σμου τῆς πο­σό­τη­τας, τῆς ἀν­τι­κει­με­νο­ποι­η­μέ­νης γε­ω­με­τρί­ας, μιᾶς φύσης ποὺ εἶναι ἀπρό­σω­πη καὶ κα­θα­ρὰ λει­τουρ­γι­κή. Μὲ τὴ Νευ­τώ­νια μη­χα­νι­στι­κὴ σύν­θε­ση, ἐπι­τεύ­χθη­κε οὐ­σια­στι­κὰ ἡ νέα ἀν­θρώ­πι­νη στάση. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ κό­σμου, μὲ τὸν ἄν­θρω­πο μέσα σ’ αὐτόν, ἰσο­πε­δώ­θη­κε κι ἐξου­δε­τε­ρώ­θη­κε, ἀπο­γυ­μνώ­θη­κε ἀπ’ ὅλες τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς ἢ πνευ­μα­τι­κές της ἰδιό­τη­τες, ἀπ’ ὅλες τὶς ἱε­ραρ­χι­κές της δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, καὶ ἁπλώ­νε­ται μπρο­στὰ στὸν ἀν­θρώ­πι­νο πα­ρα­τη­ρη­τή, σὰν ἕνας λευ­κὸς χάρ­της, ποὺ ἐπάνω του τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­γρα­φεῖ, παρὰ μόνον ὅ,τι μπο­ρεῖ νὰ με­τρη­θεῖ. Γιὰ τὸν Νεύ­τω­να οἱ οὐ­ρά­νιες σφαῖ­ρες εἶναι μιὰ μη­χα­νή, γιὰ τὸν Καρ­τέ­σιο τὰ ζῶα εἶναι μη­χα­νές, γιὰ τὸν Hobbes, ἡ κοι­νω­νία εἶναι μη­χα­νή, γιὰ τὸν La Met­trie, τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶμα εἶναι μη­χα­νή, τε­λι­κὰ γιὰ τὸν Pavlov καὶ τοὺς δια­δό­χους του ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρὰ εἶναι πα­ρό­μοια μ’ ἐκεί­νη μιᾶς μη­χα­νῆς. Δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε ποὺ νὰ μὴν ἀνά­γε­ται σὲ φαι­νό­με­νο (συμ­βὰν) ἢ σὲ μα­θη­μα­τι­κὴ ὑπό­θε­ση (εἴτε, σὲ λι­γό­τε­ρο εὐ­γε­νι­κὴ γλώσ­σα, ἐπι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σία). Ὁλό­κλη­ρος ὁ φυ­σι­κὸς κό­σμος δὲν θε­ω­ρεῖ­ται τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ ἄψυχη, νεκρὴ ὕλη, τῆς ὁποί­ας οἱ χη­μι­κὲς ἀλ­λα­γὲς εἶναι μη­χα­νι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες, βα­σι­σμέ­νες σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται νόμος τῆς ἀφθαρ­σί­ας τῆς ὕλης. Τὸ κάθε τι, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ, προ­σαρ­μό­ζε­ται στὸ πρό­τυ­πο μιᾶς μη­χα­νῆς, κα­τα­σκευα­σμέ­νης ἀπὸ τε­μα­χι­σμούς, ἀνα­λύ­σεις καὶ ὑπο­λο­γι­σμούς.
Μιὰ κο­σμο­θε­ω­ρία θε­με­λιω­μέ­νη στὸ μο­ντέ­λο μιᾶς μη­χα­νῆς εἰ­σά­γει ἕνα μη­χα­νι­στι­κὸ κόσμο. Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ δέ­κα­του ἔνα­του αἰώνα, ἂν ὄχι νω­ρί­τε­ρα, οἱ ἐπι­στή­μο­νες καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα οἱ ἐπι­στή­μο­νες ποὺ θὰ ἐφάρ­μο­ζαν τὶς γνώ­σεις τους ἄρ­χι­σαν νὰ με­τα­κι­νοῦν­ται πρὸς τὸ κέν­τρο τῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κῆς σκη­νῆς. Βο­η­θού­με­νοι καὶ ὑπο­κι­νού­με­νοι ἀπὸ βιο­μη­χά­νους καὶ τρα­πε­ζί­τες μὲ πρα­κτι­κὸ μυαλό, ποὺ κα­τέ­χον­ταν ἀπὸ μιὰ μο­να­δι­κὴ ἀφο­σί­ω­ση στὴν ἀπό­κτη­ση χρη­μά­των, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὴν κα­τα­στρο­φὴ ποὺ προ­κα­λοῦ­σαν, οἱ ἐπι­στή­μο­νες ἄρ­χι­σαν νὰ στρέ­φουν τὴν πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νη τους πρὸς τὴν πρα­κτι­κὴ ἐκμε­τάλ­λευ­ση τῶν φυ­σι­κῶν πόρων τοῦ κό­σμου. Θὰ πρέ­πει νὰ θυ­μη­θοῦ­με ἐπί­σης ὅτι οἱ ἐπι­στή­μο­νες πε­τοῦ­σαν στὰ σύν­νε­φα τοῦ νέου «πνεύ­μα­τος τοῦ αἰώνα». Ὑπῆρ­χε στὴν ἀτμό­σφαι­ρα ἕνα αἴ­σθη­μα αἰ­σιο­δο­ξί­ας, μιὰ αἴ­σθη­ση προ­ώ­θη­σης πρὸς τὸ μέλ­λον, ὑπὸ τὴν αἰ­γί­δα μιᾶς νέας θε­ό­τη­τας, τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, ποὺ τώρα ἐπε­ξέ­τει­νε τὴν αὐ­το­κρα­το­ρία του σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴ Δυ­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Ὁ Ἄν­θρω­πος ἦταν φύσει καλός. Ὁ κό­σμος ἦταν ἕνας καλὸς τόπος γιὰ νὰ ζήσει κα­νείς. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶναι πολὺ κα­λύ­τε­ρος, μόνον ἐὰν οἱ φυ­σι­κοὶ πόροι του καὶ ἡ ἱκα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ τοὺς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀξιο­ποι­η­θοῦν πλη­ρέ­στε­ρα κι ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα.
Αὐτὸ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κά­νουν οἱ ἐπι­στή­μο­νες. Μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κά­νουν χρη­σι­μο­ποιών­τας τὴν ἐπι­δε­ξιό­τη­τά τους στὸ ν’ ἀνα­πτύσ­σουν τὶς ἀπαι­τού­με­νες τε­χνι­κές, τὰ ἀναγ­καῖα τε­χνι­κὰ μέσα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ ἔμ­παι­ναν στὴν με­τω­πι­κὴ πρω­το­πο­ρία τοῦ δρό­μου γιὰ τὴν πρό­ο­δο τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, μὲ στόχο ἕνα κα­λύ­τε­ρο κι εὐ­τυ­χέ­στε­ρο μέλ­λον. Οἱ ἐπι­στή­μο­νες ἄρ­χι­σαν νὰ παίρ­νουν τὴ θέση τῶν ἱε­ρέ­ων, ὄχι βέ­βαια γιὰ νὰ μυ­ή­σουν στὴ βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἀλλὰ στὸν ὑπέ­ρο­χο και­νούρ­γιο κόσμο τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀγα­θῶν καὶ τῆς ἀπε­ριό­ρι­στης οἰ­κο­νο­μι­κῆς ἀνά­πτυ­ξης. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μέσα στὶς ὠδί­νες τοῦ φαι­νο­μέ­νου ποὺ ὀνο­μά­ζου­με οἰ­κο­λο­γι­κὴ κρίση ἡ ὁποία εἶναι πρώ­τι­στα κρίση ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν ἄν­θρω­πο, κι ὄχι ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον του ξέ­ρου­με τόσο καλὰ τὴν ἐπι­τυ­χία τους, ποὺ εἶναι πε­ριτ­τὸ νὰ τὴ σχο­λιά­ζου­με. Τὸ μόνο ποὺ πρέ­πει νὰ λε­χθεῖ ἐδῶ εἶναι ὅτι, σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς δρα­στη­ριό­τη­τάς τους, προ­έ­κυ­ψε ἕνας νέος τύπος κοι­νω­νί­ας: ἡ κοι­νω­νία τοῦ σύγ­χρο­νου ἀστι­κο­βιο­μη­χα­νι­κοῦ καὶ τε­χνο­λο­γι­κοῦ κό­σμου.
Γιατὶ ἡ σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γία καὶ τὰ προ­ϊ­όν­τα της εἶναι ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη ποὺ τὴν ἔχουν ζέψει γιὰ νὰ μᾶς ὑπη­ρε­τεῖ. Ἡ συν­θη­κο­λό­γη­ση τῆς κοι­νω­νί­ας μας στὴν κο­σμο­θε­ω­ρία τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ἐπέ­τρε­ψε στὸ τε­χνι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βε­βη­λώ­σει ὁλό­κλη­ρο τὸ κοι­νω­νι­κὸ πλαί­σιο, ὁλό­κλη­ρο τὸν πλα­νή­τη, καὶ ν’ ἀπο­στεί­λει ἀτέ­λειω­τες στρα­τειὲς ἀπὸ ἐπι­στη­μο­νι­κο­τε­χνι­κοὺς ἐμ­πει­ρο­γνώ­μο­νες νὰ χαρ­το­γρα­φή­σουν καὶ νὰ κα­τα­τε­μα­χί­σουν, νὰ δια­λύ­σουν καὶ νὰ λεη­λα­τή­σουν, νὰ πα­ρα­μορ­φώ­σουν καὶ νὰ ἐρη­μώ­σουν, μὲ ἀμε­ρο­λη­ψία, βα­σι­σμέ­νοι στὴν ἐμ­πει­ρι­κὴ ἀπό­δει­ξη, κι ἂν εἶναι δυ­να­τὸν μὲ πα­ρέμ­βα­ση τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν ἢ ἄλλης ἐξει­δι­κευ­μέ­νης με­θο­δο­λο­γί­ας, ὅλον τὸν ἱστὸ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καὶ κο­σμι­κῆς ζωῆς – τὸν ἐξω­τε­ρι­κὸ πε­ρί­γυ­ρο καὶ τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ δια­πά­λη, τὴν τέχνη καὶ τὴν ἱστο­ρία, τὴν κοινὴ γνώμη καὶ τὴν ἀτο­μι­κὴ ἐνοχή, τὴν παι­δεία καὶ τὴν ὑγεία. Ἀρκεῖ νὰ κοι­τά­ξει κα­νεὶς τὶς ἑκα­τον­τά­δες ἐφη­με­ρί­δες καὶ πε­ριο­δι­κὰ στὰ ἐπι­στη­μο­νι­κὰ τμή­μα­τα τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων καὶ τῶν πο­λυ­τε­χνεί­ων, γιὰ νὰ πάρει μιὰ ἰδέα τῆς με­γά­λης ἐξά­πλω­σης τῆς ἐξει­δι­κευ­μέ­νης πα­ρέμ­βα­σης καὶ τῆς ἐξο­νυ­χι­στι­κῆς ἔρευ­νας. Ὅλα σύ­ρον­ται μέσα στὴ δίνη τῆς ἐξει­δί­κευ­σης καὶ ὑπο­βάλ­λον­ται στὶς δια­δι­κα­σί­ες της. Τί­πο­τε δὲν εἶναι ἱερὸ καὶ ἀπα­ρα­βί­α­στο. Τί­πο­τε δὲν ἀνή­κει πιὰ στὴ σφαί­ρα τῶν Θεῶν ἢ στὴ σφαί­ρα τοῦ ὑπερ­φυ­σι­κοῦ. Δὲν ὑπάρ­χει που­θε­νὰ τί­πο­τε ποὺ νὰ μὴν πρέ­πει νὰ διε­ρευ­νη­θεῖ, κι ἂν εἶναι δυ­να­τὸν νὰ γίνει ἀν­τι­κεί­με­νο ἐκμε­τάλ­λευ­σης. Οὔτε ὁ πυθ­μέ­νας τοῦ ὠκε­α­νοῦ οὔτε τὰ ἄστρα μπο­ροῦν νὰ ξε­φύ­γουν. Οὔτε καὶ μπο­ροῦν αὐτὲς οἱ εἰ­σβο­λὲς τῆς συ­στη­μα­τι­κῆς ἀνά­λυ­σης νὰ στα­μα­τή­σουν ἢ ν’ ἀπο­κη­ρυ­χθοῦν – ἐφό­σον ἐξα­κο­λου­θοῦν ν’ ἀπο­δει­κνύ­ον­ται ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κές, μὲ τὴν ἔν­νοια ὅτι εἶναι οἱ κα­λύ­τε­ροι καὶ οἱ δρα­στι­κό­τε­ροι τρό­ποι γιὰ νὰ ἐπι­τευ­χθοῦν ὁρι­σμέ­νοι πο­σο­τι­κοὶ στό­χοι, ποὺ εἶναι σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς οἰ­κο­νο­μι­κοί.
Ἐὰν ὑπάρ­χουν ἢ μπο­ροῦν νὰ πα­ρα­χθοῦν ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὰ τε­χνι­κὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπί­τευ­ξη κά­ποιου στό­χου, τότε αὐτὰ τὰ μέσα πρέ­πει νὰ δρα­στη­ριο­ποι­η­θοῦν, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸ τὶ εἶναι αὐτὸς ὁ στό­χος ἢ ποιὸ μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τὸ κό­στος ἀπὸ ἀν­θρώ­πι­νη ἄποψη. Ἀκόμα κι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἦταν ἀρ­χι­κὰ τὰ θύ­μα­τα αὐτῶν τῶν δια­δι­κα­σιῶν δη­λα­δὴ τὸ βιο­μη­χα­νι­κὸ προ­λε­τα­ριά­το γο­η­τεύ­τη­καν ἀπὸ τὴν αἴγλη τους καὶ τὶς θε­ω­ροῦν σὰν τὸ μα­γι­κὸ φυ­λα­κτό, ποὺ θὰ τοὺς φέρει ὅλα ὅσα χρειά­ζον­ται στὴ ζωή τους. Ὅσο γιὰ τοὺς ἐκλε­κτοὺς τῆς τε­χνο­κρα­τί­ας μας – αὐ­τοὺς ποὺ χει­ρί­ζον­ται τὶς ἀνε­ξάν­τλη­τες ἐπι­νο­ή­σεις της σὲ μη­χα­νές, συ­σκευές, τε­χνι­κές, αὐ­τοὺς ποὺ χει­ρί­ζον­ται τοὺς ὑπο­λο­γι­στὲς καὶ τὰ συ­στή­μα­τα κυ­βερ­νη­τι­κῆς, τὴν προ­σο­μοί­ω­ση καὶ τὶς δια­δι­κα­σί­ες τῆς «θε­ω­ρί­ας τῶν παι­γνί­ων», τὴν ἔρευ­να τῆς ἀγο­ρᾶς καὶ τῶν κι­νή­τρων, τὶς ἀπέ­ραν­τες κω­δι­κο­ποι­ή­σεις, ποὺ εἶναι ἀναγ­καῖ­ες γιὰ νὰ ὑπο­στη­ρί­ξουν καὶ νὰ διευ­ρύ­νουν τὴν ἐπί­πλα­στη στει­ρό­τη­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τους, τὸ γόη­τρο αὐτῶν τῶν ἐκλε­κτῶν εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἀπρό­σβλη­το, γιατὶ ἀπὸ αὐ­τοὺς ἐξαρ­τᾶ­ται ὁλό­κλη­ρο τὸ ἐποι­κο­δό­μη­μα γιὰ τὴν ἐπι­βί­ω­σή του καὶ τὴν εὐ­τυ­χία του. Ἐπι­πλέ­ον ἂν αὐτοὶ εἶναι καὶ ἀνα­γνῶ­στες τοῦ Teil­hard de Char­din, μπο­ροῦν νὰ προ­σθέ­σουν ἰδε­ο­λο­γι­κὸ στάρι γι’ ἄλε­σμα στὸν μύλο τοῦ ρε­α­λι­σμοῦ τους, γιατὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἔχει δι­δά­ξει ὅτι, μόνο μέσ’ ἀπ’ τὸ στέ­ριω­μα τῆς «νο­ό­σφαι­ρας», αὐτῆς τῆς στάθ­μης τῆς ὕπαρ­ξης ποὺ κυ­ριαρ­χεῖ­ται μό­νι­μα ἀπὸ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νοῦ καὶ τὸν προ­γραμ­μα­τι­σμό του, τὸ εἶδος μας θὰ ἐπι­τε­λέ­σει τὴν δο­σμέ­νη ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀπο­στο­λή του καὶ θὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὰ πε­πρω­μέ­να του.[2]

Ὑπάρ­χει, παρ’ ὅλα αὐτά, ἕνα τί­μη­μα ποὺ πρέ­πει νὰ πλη­ρω­θεῖ γιὰ τὴ χάλ­κευ­ση γύρω μας μιᾶς κοι­νω­νί­ας τόσο μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νης, ὅπως ἡ δική μας κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι μπο­ροῦ­με νὰ ὑπάρ­ξου­με μέσα της, μόνο μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅτι θὰ προ­σαρ­μο­στοῦ­με σ’ αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ τι­μω­ρία μας. Ἡ κοι­νω­νι­κὴ μορφὴ ποὺ υἱ­ο­θε­τή­σα­με κόβει τὴ συ­νεί­δη­σή μας στὰ μέτρα τῶν ἀναγ­κῶν της, καὶ οἱ ἐπι­τα­γές της κα­λου­πώ­νουν στὰ μέτρα τους τὴν πείρα μας. Ὁ ἀνόρ­γα­νος τε­χνο­λο­γι­κὸς κό­σμος ποὺ ἀνα­κα­λύ­ψα­με μένει καλὰ προ­σκολ­λη­μέ­νος στὴν ἐσω­τε­ρι­κή μας ὕπαρ­ξη κι ἐπι­διώ­κει νὰ τὴν ἀνα­γά­γει σ’ ἕνα τυφλὸ ἀνόρ­γα­νο μη­χα­νι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο. Ἐπι­ζη­τεῖ νὰ ἐξα­λεί­ψει ὁλό­κλη­ρες συγ­κι­νη­σια­κὲς πε­ριο­χὲς τῆς ζωῆς μας, ζη­τών­τας μας νὰ γί­νου­με ἕνας νέος τύπος ὕπαρ­ξης, ἕνας τύπος ποὺ δὲν εἶναι ἀν­θρώ­πι­νος, ὅπως αὐτὴ ἡ ἰδιό­τη­τα ἦταν κα­τα­νο­η­τὴ μὲ τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ κι ἀκόμη καὶ μὲ τὴν οὑ­μα­νι­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῶν πραγ­μά­των – ἕνας τύπος ποὺ δὲν ἔχει καρ­διά, δὲν ἔχει στορ­γή, δὲν ἔχει αὐ­θορ­μη­τι­σμὸ καὶ εἶναι τόσο ἀπρό­σω­πος, ὅσο τὰ μέ­ταλ­λα καὶ οἱ ὑπο­λο­γι­στι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες στὶς ὁποῖ­ες ἐμ­πλέ­κε­ται.
Ἐπι­πλέ­ον, δὲν εἶναι μόνον ὁ συ­ναι­σθη­μα­τι­κός μας κό­σμος ποὺ ἀπο­νε­κρώ­νε­ται. Ὁ κό­σμος τῆς δη­μιουρ­γι­κῆς φαν­τα­σί­ας μας καὶ τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας μας φτω­χαί­νει. Ὁ πιὸ μέ­τριος καὶ χωρὶς δια­κρι­τι­κὰ νο­η­τι­κὸς τύπος εἶναι ἐν­τε­λῶς ἐπαρ­κὴς γιὰ νὰ μάθει τέ­λεια καὶ γιὰ νὰ ἐφαρ­μό­σει τὶς διά­φο­ρες τε­χνι­κές, ἐπι­στη­μο­νι­κὲς κι ἄλλες, οἱ ὁποῖ­ες χρειά­ζον­ται γιὰ νὰ λει­τουρ­γή­σει ἡ κοι­νω­νία μας. Ταυ­τό­χρο­να, τὰ ἀν­τι­κεί­με­να, ποὺ φτιά­χνου­με ἢ πα­ρά­γου­με βιο­μη­χα­νι­κά, ἀπαι­τοῦν λίγη ἢ κα­θό­λου δη­μιουρ­γι­κὴ συμ­με­το­χὴ ἐκ μέ­ρους μας. Ὅλα εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα ὀρ­θο­λο­γι­κοῦ προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ καὶ σχε­δια­σμοῦ, τε­χνι­κῆς ἐπι­δε­ξιό­τη­τας κι ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, καὶ τὰ πα­ρά­γου­με ἐξα­ναγ­κα­ζό­μα­στε νὰ τὰ πα­ρά­γου­με μὲ τὸν ἐλά­χι­στο δυ­να­τὸ προ­σω­πι­κὸ ἀγώνα καὶ τὴν ἐλά­χι­στη δυ­να­τὴ προ­σω­πι­κὴ ἀφο­σί­ω­ση, ἐνῶ μέσ’ ἀπὸ τὴν πα­ρα­γω­γή τους, μπαί­νου­με καὶ στὸν ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ σκοπό τους καὶ γι­νό­μα­στε θύ­μα­τα τῆς ἀπρό­σω­πης κι ἀνε­λέη­της φύσης τους. Γιατὶ αὐτὰ τὰ προ­ϊ­όν­τα-μη­χα­νές, οἰ­κια­κὰ εἴδη, ὀρ­γα­νω­τι­κὰ προ­γράμ­μα­τα, εἶναι ἀπὸ μόνα τους στε­ρη­μέ­να ἀπὸ κάθε πνευ­μα­τι­κὴ ποιό­τη­τα: δὲν ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζουν τί­πο­τε ποὺ νὰ μὴν εἶναι ὑλικό, εἶναι σύμ­βο­λα τοῦ τί­πο­τε, κα­τα­να­λί­σκον­ται ὁλό­τε­λα ἀπὸ τὴ δική τους ἀζωία καὶ τὴ δική τους ἀνόρ­γα­νη ἀδια­φο­ρία. Κι ὁ ἄν­θρω­πος, ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει τὴ ζωή του ἀνά­με­σά τους, ἀνά­γε­ται σὲ μιὰ πα­ρό­μοια κα­τά­στα­ση.
Πράγ­μα­τι, αὐτὸ ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται δου­λειά, γιὰ τὴν με­γά­λη πλειο­ψη­φία τῶν μελῶν τῆς κοι­νω­νί­ας μας, σα­πί­ζει τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τους. Εἶναι δου­λειὰ ποὺ δὲν λαμ­βά­νει ὑπόψη κα­νέ­να ἀπὸ τὰ προ­σω­πι­κὰ χα­ρί­σμα­τα τῶν ἀτό­μων ποὺ ἀπα­σχο­λοῦν­ται σ’ αὐτήν. Δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ κάθε συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο ἢ μ’ αὐτὸ μέσω τοῦ ὁποί­ου τὸ πρό­σω­πο αὐτὸ εἶναι ὁ ἑαυ­τός του κι ὄχι κά­ποιος ἄλλος. Ἡ δου­λειὰ εἶναι κα­θα­ρὰ ἐξω­τε­ρι­κευ­μέ­νη ὡς πρὸς τὸ πρό­σω­πο καὶ μπο­ρεῖ αὐτὸ τὸ πρό­σω­πο νὰ τὴν ἀν­ταλ­λά­ξει μὲ κά­ποια ἄλλη δου­λειὰ ἐὰν ὑπάρ­χει κά­ποια δια­θέ­σι­μη ποὺ νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ἀπρό­σω­πη καὶ ἐξω­τε­ρι­κευ­μέ­νη. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐρ­γα­σία μας, ἡ με­γά­λη πλειο­ψη­φία ἀπὸ μᾶς, μέσα στὴν κοι­νω­νία, ἰσο­δυ­να­μεῖ μὲ ἁπλὲς «μο­νά­δες», ἢ ἀν­τι­κεί­με­να ἢ ἐμ­πο­ρι­κὰ εἴδη, καὶ εἶναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη, ὅσο καιρὸ θὰ ἐρ­γά­ζε­ται, σὲ κα­θα­ρὰ μη­χα­νι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες, στὶς ὁποῖ­ες δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο, καὶ τῶν ὁποί­ων οἱ ἐπι­δό­σεις δὲν εἶναι μὲ κα­νέ­να τρόπο σύμ­φω­νες μὲ τὶς ἐσω­τε­ρι­κώ­τε­ρες καὶ κα­θα­ρὰ προ­σω­πι­κές μας ἱκα­νό­τη­τες καὶ ταυ­τό­τη­τες.
Ἕνα μέρος τῆς ἀρ­ρώ­στειας μας ἴσως γίνει κα­τα­νο­η­τό, ἂν θυ­μη­θεῖ κα­νεὶς ὅτι, ὅταν ἕνα ἄτομο δὲν πλη­ρεῖ τὴν λει­τουρ­γία, γιὰ τὴν ὁποία προ­ο­ρί­ζε­ται ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ εἶναι καὶ ἡ κλίση του, ἀλλ’ ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται νὰ ἐκτε­λέ­σει κά­ποια ἄλλη λει­τουρ­γία, ποὺ δὲν εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ συν­δε­δε­μέ­νη μαζί του, τότε τὸ ἄτομο αὐτὸ δη­μιουρ­γεῖ στὸ ἑαυτό του ἕνα ξε­χαρ­βά­λω­μα καὶ μιὰ δυ­σαρ­μο­νία ποὺ ἐπη­ρε­ά­ζει ὁλό­κλη­ρη τὴν κοι­νω­νία στὴν ὁποία ἀνή­κει. Γιατὶ στὴν κοι­νω­νία μας, αὐτὸ δὲν ἀπο­τε­λεῖ ἐξαί­ρε­ση. Εἶναι ὁ κα­νό­νας. Καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς πε­ρι­στά­σεις, τὸ ξε­χαρ­βά­λω­μα ἐπη­ρε­ά­ζει ὄχι μόνο τὴν κοι­νω­νία, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ κο­σμι­κὸ βα­σί­λειο στὸ σύ­νο­λό του. Εἶναι πε­ριτ­τὸ νὰ το­νι­στεῖ, ὅτι αὐτὴ ἡ κο­σμι­κὴ ἀτα­ξία, ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὸν ρι­ζι­κὸ ἀπαν­θρω­πι­σμὸ τῆς κοι­νω­νί­ας μας καὶ εἶναι ἀνί­α­τη, ἂν δὲν γίνει μιὰ κα­θο­λι­κὴ ἐπα­να­φο­ρὰ τοῦ προ­σω­πι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα στὶς συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας μας, ἔχει κιό­λας προ­χω­ρή­σει πολύ. Καθὼς οἱ συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας στὴν κοι­νω­νία μας, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἴδιος ὁ τύπος τῆς ἐρ­γα­σί­ας γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κρί­σι­μο ση­μεῖο δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀνα­κτή­σουν τὸν προ­σω­πι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα καὶ νὰ ἐπα­ναν­θρω­πι­σθοῦν, χωρὶς διά­λυ­ση ὁλό­κλη­ρης τῆς πα­ρού­σας ἐπι­στη­μο­νι­κῆς καὶ βιο­μη­χα­νι­κῆς ὑπο­δο­μῆς, μπο­ροῦ­με κάπως νὰ ἐκτι­μή­σου­με τὸ μέ­γε­θος τοῦ ἀγώνα ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στά μας.

Σ’ αὐτὸ τὸ ση­μεῖο θὰ ἤθελα νὰ προ­λά­βω μιὰ πι­θα­νὴ κρι­τι­κή, ἰδίως γιατὶ ἔτσι θὰ φτάσω στὸ κεν­τρι­κὸ ση­μεῖο ὁλό­κλη­ρης τῆς ἐπι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας μου: τὸ ἐρώ­τη­μα, γιατὶ ἡ προ­σχώ­ρη­ση στὴ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη ἀνα­πό­φευ­κτα συ­νε­πά­γε­ται τὸν ἀπαν­θρω­πι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ λε­χθεῖ ὅτι ἡ μη­χα­νι­στι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρία, τὴν ὁποία ἐδῶ ταυ­τί­ζω μ’ ἐκεί­νη τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ἔχει, πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό, πα­ρα­με­ρι­στεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπι­στή­μο­νες κι ἔχει πε­τα­χτεῖ στὸ σκου­πι­δό­το­πο τῶν ἀπο­μυ­θο­ποι­η­μέ­νων θε­ω­ριῶν, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ τὴν ἱστο­ρία τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης. Ἡ κβαν­το­θε­ω­ρία καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς σχε­τι­κό­τη­τας, ποὺ προ­τά­θη­καν στὴν καμπὴ τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰώνα, μπο­ροῦν ν’ ἀνα­φερ­θοῦν πρὸς ἐπίρ­ρω­σιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυ­ρι­σμοῦ, ὅτι δη­λα­δὴ ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρία ἄλ­λα­ξε ρι­ζι­κά.

Ἀρι­στε­ρά: Ὁ Ἄλ­μπερτ Ἀιν­στάιν (1947), εἰ­ση­γη­τὴς τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς σχε­τι­κό­τη­τας. Δεξιά: Ὁ Βέρ­νερ Χάι­ζεν­μπεργκ (1933), εἰ­ση­γη­τὴς τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπροσ­διο­ρι­στί­ας (Bun­des­ar­chiv, Bild 183-R57262 / ἄγνω­στος φω­το­γρά­φος / CC-BY-SA 3.0 DE).
Πρό­σθε­τα, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐπι­ση­μαν­θεῖ ὅτι φι­λό­σο­φοι τῆς ἐπι­στή­μης, ὅπως ὁ Ernst Mach ἢ ὁ Henri Poin­caré γιὰ ν’ ἀνα­φέ­ρου­με μόνο δύο ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐ­φυεῖς θε­τι­κι­στές, ἀπέ­δει­ξαν ὅτι οἱ θε­ω­ρί­ες καὶ οἱ ἐπε­ξη­γη­μα­τι­κὲς ἔν­νοιες τῆς ἐπι­στή­μης δὲν εἶναι τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω ἀπὸ βο­λι­κὰ δια­νο­η­τι­κὰ ἐρ­γα­λεῖα, μέσω τῶν ὁποί­ων οἱ ἐπι­στή­μο­νες χει­ρί­ζον­ται τὰ δε­δο­μέ­να τους καὶ τὰ ἀνά­γουν σὲ συγ­κρι­τι­στι­κὴ τα­ξι­νό­μη­ση, κι ὅτι πρέ­πει ν’ ἀξιο­λο­γη­θοῦν μόνο γιὰ τὴ χρη­σι­μό­τη­τα καὶ τὴ βο­λι­κό­τη­τά τους, κι ὄχι σὰν δια­κη­ρύ­ξεις ἀλή­θειας ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Mach, βέ­βαια, καὶ πι­θα­νὸν κι ὁ Poin­caré, θὰ ἔφτα­ναν στὸ ση­μεῖο νὰ ποῦν ὅτι ὁπωσ­δή­πο­τε δὲν ὑπάρ­χουν ἔσχα­τες ἀλή­θειες ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μο­λο­νό­τι οἱ ἀλή­θειες τῆς ἐπι­στή­μης βρί­σκον­ται πιὸ κοντὰ σ’ αὐτήν, ἀπ’ ὅσο βρί­σκον­ται ὁποιεσ­δή­πο­τε ἄλλες ποὺ εἶναι δυ­να­τὸν ν’ ἀνα­κα­λύ­ψου­με. Καὶ πιὸ πρό­σφα­τα, ἄλλοι φι­λό­σο­φοι τῆς ἐπι­στή­μης, ὅπως ὁ Michael Polanyi, μί­λη­σαν γιὰ τὸ πόσο ἀδύ­να­το εἶναι, γιὰ τὸν ἐπι­στή­μο­να, νὰ μὴν ἐπη­ρε­α­στεῖ ἀπὸ κα­θα­ρὰ ὑπο­κει­με­νι­κοὺς πα­ρά­γον­τες, ὅπως τί πε­ρι­μέ­νει νὰ βρεῖ, τί τὸν ἔχουν πεί­σει ἄλλοι ὅτι θἄ­πρε­πε νὰ δεῖ, κ.ο.κ. – πα­ρά­γον­τες ποὺ ση­μαί­νουν πὼς οἱ με­τρή­σεις τῶν χρο­νι­κῶν καὶ τῶν χω­ρι­κῶν δια­στη­μά­των δὲν προ­σφέ­ρον­ται ἁπλῶς στὸν νοῦ, ἀλλὰ σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο νοῦ, βα­θειὰ κι ἀξε­διά­λυ­τα μπλεγ­μέ­νο μὲ τὶς δικές του ὑπο­κει­με­νι­κὲς καὶ προ­σω­πι­κὲς προ­κα­τα­λή­ψεις κι ἀπαι­τή­σεις.[3]
Μὲ λίγα λόγια, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ φέ­ρου­με τὸ ἐπι­χεί­ρη­μα ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἐπι­στή­μο­νες δέ­χον­ται τώρα ὅτι οἱ κα­λύ­τε­ρες ἀπὸ τὶς θε­ω­ρί­ες τους δὲν εἶναι παρὰ ὑπο­θέ­σεις, κι ὅτι αὐτές, ἐνῶ μὲ κα­νέ­να τρόπο δὲν ἀνα­κα­λύ­πτον­ται ἐπα­γω­γι­κά, μὲ βάση ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ δε­δο­μέ­να, ὅπως θὰ ἔκανε ἕνας ἐμ­πει­ριο­κρά­της τῆς πα­λιᾶς σχο­λῆς, προ­βάλ­λον­ται τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φορὲς σὰν ἡ πι­θα­νό­τε­ρη ἐξή­γη­ση ἢ ἑρ­μη­νεία ὁρι­σμέ­νων δε­δο­μέ­νων, σύμ­φω­να μ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­τυ­πο ποὺ ὁ ἐν λόγω ἐπι­στή­μο­νας συμ­βαί­νει νὰ ἔχει ἀπο­δε­χτεῖ. Ἔτσι, ὁ Le Ver­rier ἔθεσε ἀξιω­μα­τι­κά, μέσ’ ἀπὸ κα­θα­ρὰ μα­θη­μα­τι­κὲς με­θό­δους, τὸν τότε ἄγνω­στο πλα­νή­τη Πο­σει­δώ­να, καὶ πιὸ πρό­σφα­τα ὁ Wat­son κι ὁ Crick προ­χώ­ρη­σαν μ’ ἕνα πα­ρό­μοιο τρόπο, ὅταν ἀνέ­πτυ­ξαν τὴ θε­ω­ρία τους γιὰ τὸν γε­νε­τι­κὸ κώ­δι­κα. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βγεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅτι ὅλ’ αὐτὰ ση­μαί­νουν πὼς ἡ παλιὰ κλει­στή, ἄκαμ­πτη, μα­ντε­μέ­νια καὶ μη­χα­νι­στι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος, στὴν ὁποία ὁ ἄν­θρω­πος θε­ω­ροῦν­ταν ἕνα ἁπλὸ γρα­νά­ζι σὲ μιὰ ἐκτε­τα­μέ­νη κο­σμι­κὴ μη­χα­νή, ἔχει μιὰ γιὰ πάντα πε­ρά­σει, καὶ πὼς ἡ ἐπι­στή­μη, ἡ και­νούρ­για ἐπι­στή­μη, εἶναι ἀνοι­κτή, εὐ­έ­λι­κτη, ἀπροσ­διό­ρι­στη καὶ πολὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐνή­με­ρη τῶν πε­ριο­ρι­σμῶν της, ἀπ’ ὅ,τι συ­νέ­βαι­νε ἕως τώρα. Πραγ­μα­τι­κά, με­ρι­κοὶ ἐπι­στή­μο­νες καὶ με­ρι­κοὶ θε­ο­λό­γοι μαζί, ἔφθα­σαν μέχρι νὰ σκε­φθοῦν ὅτι ἴσως νὰ ἦταν τώρα δυ­να­τὸν νὰ συμ­φι­λιω­θοῦν ἡ ἐπι­στή­μη καὶ ἡ θρη­σκεία, σὲ μιὰ ἐπι­στη­μο­νι­κο­θρη­σκευ­τι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῶν πραγ­μά­των.
Δὲν ὑπάρ­χει ἀμ­φι­βο­λία πὼς αὐτὸ εἶναι ἐν μέρει ἀλη­θι­νό, ὅπως δὲν ὑπάρ­χει ἀμ­φι­βο­λία πὼς πολ­λοὶ ἐπι­στή­μο­νες, ἐνή­με­ροι γιὰ τὴν ἀπαν­θρω­πία τῶν κλά­δων τους ποὺ συν­τρί­βει, ψά­χνουν ἀπελ­πι­σμέ­να νὰ βροῦν κάτι ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φανεῖ ὅτι ἐπι­τρέ­πει στὸ ἀν­θρώ­πι­νο, κι ἀκόμη καὶ στὸ θρη­σκευ­τι­κὸ στοι­χεῖο, νὰ ἐπι­βε­βαιω­θεῖ μέσα σ’ αὐ­τούς. Γιὰ ἕνα ὁλό­κλη­ρο πεδίο φαι­νο­μέ­νων στὴν ἀτο­μι­κὴ φυ­σι­κὴ καὶ τὴν ἀστρο­νο­μία, τὸ παλιὸ μη­χα­νι­κὸ πρό­τυ­πο εἶναι ἀκα­τάλ­λη­λο, καὶ οἱ ἐπι­στή­μο­νες ποὺ ἐρ­γά­ζον­ται σ’ αὐτὲς τὶς πε­ριο­χὲς εἶναι ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι ν’ ἀνα­θε­ω­ρή­σουν τὶς με­θό­δους πα­ρα­τή­ρη­σης, νὰ ἐφεύ­ρουν και­νούρ­για καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­έ­λι­κτα πρό­τυ­πα καὶ ν’ ἀνα­πτύ­ξουν πε­ρισ­σό­τε­ρο λε­πτὲς μα­θη­μα­τι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες γιὰ ν’ ἀνα­λύ­σουν τὰ πει­ρα­μα­τι­κὰ δε­δο­μέ­να τους.
Πράγ­μα­τι, με­ρι­κοὶ ἐπι­στή­μο­νες κι ἀνά­με­σά τους ὁ Fritjof Capra εἶναι ἴσως ὁ πιὸ δη­μο­φι­λὴς ἐκ­πρό­σω­πος[4]– ἰσχυ­ρί­ζον­ται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνο­μά­ζουν νέα φυ­σι­κὴ ἔχει ἐν­τε­λῶς χει­ρα­φε­τη­θεῖ ἀπὸ τὴ μη­χα­νι­στι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρία τῆς Καρ­τε­σια­νῆς καὶ Νευ­τώ­νειας φυ­σι­κῆς, καὶ στὴν πράξη ἔχει προ­χω­ρή­σει κοντὰ στὴν κο­σμο­θε­ω­ρία τοῦ Ἀνα­το­λι­κοῦ μυ­στι­κι­σμοῦ. Οἱ δύο βα­σι­κὲς θε­ω­ρί­ες τῆς μο­ντέρ­νας φυ­σι­κῆς ἡ κβαν­τι­κὴ θε­ω­ρία καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς σχε­τι­κό­τη­τας ἔχουν νὰ ἐπι­δεί­ξουν, σύμ­φω­να μὲ τοὺς ἰσχυ­ρι­σμούς του, ὅλα τὰ κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς Ἀνα­το­λι­κῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας. Ἡ κβαν­τι­κὴ θε­ω­ρία κα­τήρ­γη­σε τὴν παλιὰ θε­ω­ρία τῶν θε­με­λια­κὰ δια­κε­κρι­μέ­νων ἀν­τι­κει­μέ­νων, εἰ­σή­γα­γε τὴν ἰδέα τοῦ συμ­με­τό­χου στὸ φαι­νό­με­νο, σὲ ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς ἔν­νοιας τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ, καὶ κα­τέ­λη­ξε νὰ βλέ­πει τὸ σύμ­παν σὰν ἕνα δια­συν­δε­μέ­νο πλέγ­μα σχέ­σε­ων, ποὺ τὰ μέρη του κα­θο­ρί­ζον­ται μόνο μέσ’ ἀπὸ τοὺς δε­σμούς τους πρὸς τὸ σύ­νο­λο. Ἡ σχε­τι­κό­τη­τα ἔκανε τὸ κο­σμι­κὸ πλέγ­μα ν’ ἀπο­κτή­σει ζωή, ἀπο­κα­λύ­πτον­τας τὸν ἐσω­τε­ρι­κό, δυ­να­μι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα του, ἀπο­δει­κνύ­ον­τας ὅτι ἡ δρα­στη­ριό­τη­τά του εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὕπαρ­ξής του. Σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῶν πα­ρα­πά­νω, τὸ σύμ­παν ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται τώρα ὡς ἕνα δυ­να­μι­κὸ πλέγ­μα ἀλ­λη­λε­ξαρ­τη­μέ­νων γε­γο­νό­των. Καμ­μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες ἑνὸς τμή­μα­τος αὐτοῦ τοῦ πλέγ­μα­τος δὲν εἶναι θε­με­λια­κή: ἡ κάθε μία ἀπορ­ρέ­ει ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες τῶν ἄλλων τμη­μά­των, καὶ ἡ συ­νο­λι­κὴ ἀλ­λη­λου­χία τῶν ἀμοι­βαί­ων ἀλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ών τους κα­θο­ρί­ζει τὴ δομὴ ὁλό­κλη­ρου τοῦ πλέγ­μα­τος.
Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, βέ­βαια, τί­πο­τε ἀπὸ τὰ πα­ρα­πά­νω δὲν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιὰ ἀπο­μά­κρυν­ση ἀπὸ τὸ βα­σι­κὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ τὴ βάση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης. Κι ἂν χρειά­ζε­ται ἀπό­δει­ξη γι’ αὐτό, αὐτὴ μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­ζη­τη­θεῖ στὸ γε­γο­νὸς ὅτι οἱ τρεῖς θε­ω­ρί­ες ποὺ ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» θε­ω­ρεῖ σὰν ἀξιώ­μα­τα (μο­λο­νό­τι ἐξ ὁρι­σμοῦ δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ ὑπο­θέ­σεις) κι ἀπὸ τὶς ὁποῖ­ες ἐξαρ­τῶν­ται πλή­ρως τὰ πο­ρί­σμα­τά της συγ­κε­κρι­μέ­να οἱ δύο θε­ω­ρί­ες ποὺ ἤδη ἀνα­φέρ­θη­καν (ἡ κβαν­τι­κὴ θε­ω­ρία καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς σχε­τι­κό­τη­τας), καθὼς καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς ἐξέ­λι­ξης ποὺ τὶς συ­νο­δεύ­ει, δὲν εἶναι παρὰ ἀνα­πό­φευ­κτες λο­γι­κὲς συ­νέ­πειες τῶν προ­τά­σε­ων ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὸ βα­σι­κὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης. Τί­πο­τε τὸ θε­με­λια­κὸ δὲν ἄλ­λα­ξε ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν ἀπο­δο­χὴ αὐτῶν τῶν προ­τά­σε­ων: εἶναι τόσο ἀδια­φι­λο­νί­κη­τες ὅσο ἦταν πάν­το­τε, καὶ ἡ πολὺ ἐκ­θεια­σμέ­νη «νέα φυ­σι­κὴ» δὲν εἶναι παρὰ ἡ παλιὰ φυ­σι­κὴ μὲ νέα ἀμ­φί­ε­ση.
Πρό­σθε­τα, μὲ τὸν δικό της τρόπο, ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» δὲν εἶναι λι­γό­τε­ρο ντε­τερ­μι­νι­στι­κὴ καὶ μη­χα­νι­στι­κὴ ἀπὸ τὴν παλιὰ φυ­σι­κή: δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ξε­φύ­γει ἀπὸ τὸν ντε­τερ­μι­νι­σμὸ καὶ τὴν μη­χα­νι­κό­τη­τα, ἀλ­λά­ζον­τας ἁπλὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὴ σχέση ἀνά­με­σα στὰ μέρη τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, ἐκτὸς ἂν ἀνα­γνω­ρί­σει ταυ­τό­χρο­να μιὰ μὴ κα­θο­ρι­σμέ­νη καὶ μὴ κα­θο­ρι­ζό­με­νη ἀρχὴ σχέ­σε­ων, ἡ ὁποία νὰ ὑπερ­βαί­νει συ­νο­λι­κὰ καὶ τὸν κόσμο καὶ a for­tio­ri τὸ ἴδιο τὸ βα­σί­λειο τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ἔρευ­νας. Καὶ φυ­σι­κά, στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς «νέας φυ­σι­κῆς», δὲν ἀνα­γνω­ρί­στη­κε τέ­τοια ἀρχή, ἐνῶ ὑπο­τί­θε­ται ἀκόμη ὅτι ὅσα συμ­βαί­νουν στὴ σφαί­ρα τῶν ἀτο­μι­κῶν καὶ ὑπο-ατο­μι­κῶν γε­γο­νό­των, κα­θο­ρί­ζον­ται ἀπὸ τοὺς νό­μους τῆς στα­τι­στι­κῆς, ποὺ μπο­ροῦν νὰ ἐκ­φρα­στοῦν μὲ μα­θη­μα­τι­κοὺς ὅρους. Τὸ μόνο ποὺ συ­νέ­βη ἦταν, πὼς ἡ ἀρχὴ τῆς αἰ­τιό­τη­τας τῆς πα­λιᾶς φυ­σι­κῆς, ποὺ ἐφαρ­μο­ζό­ταν σὲ με­μο­νω­μέ­να ἀν­τι­κεί­με­να καὶ συμ­βάν­τα, ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε τώρα ἀπὸ μιὰ ἀρχὴ στα­τι­στι­κῆς αἰ­τιό­τη­τας, στὴν ὁποία οἱ πι­θα­νό­τη­τες γιὰ τὰ ἀτο­μι­κὰ συμ­βάν­τα κα­θο­ρί­ζον­ται ἀπὸ τὴ δυ­να­μι­κὴ τοῦ ὅλου συ­στή­μα­τος: βρι­σκό­μα­στε μέσα σ’ ἕνα με­γα­λύ­τε­ρο κλου­βί.
Σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση, ἂν ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» πρό­σφε­ρε κά­ποια θε­τι­κὴ ὑπη­ρε­σία, αὐτὴ εἶναι τὸ ὅτι ἀπο­δει­κνύ­ει, κα­θα­ρό­τε­ρα παρὰ ποτὲ ἄλ­λο­τε, τὴν πλήρη ἀνι­κα­νό­τη­τα τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης νὰ πεῖ ὁτι­δή­πο­τε, ποὺ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς κάπως νὰ τὸ πι­στέ­ψει, σχε­τι­κὰ μὲ τὴ φύση τοῦ σύμ­παν­τος. Πό­ρι­σμα τῆς ἀρχῆς ὅτι οἱ ἰδιό­τη­τες κάθε μέ­ρους αὐτοῦ τοῦ σύμ­παν­τος, κα­θο­ρί­ζον­ται ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες ὅλων τῶν ἄλλων μερῶν, εἶναι τὸ ὅτι, γιὰ νὰ γίνει κα­τα­νο­η­τὸ κάθε με­μο­νω­μέ­νο φαι­νό­με­νο, πρέ­πει ἐπί­σης νὰ κα­τα­νο­η­θοῦν ὅλα τὰ ὑπό­λοι­πα φαι­νό­με­να. Καθὼς αὐτὸ εἶναι ἐν­τε­λῶς ἀδύ­να­το, οἱ φυ­σι­κοὶ ὀφεί­λουν νὰ δε­χθοῦν ὅτι ἐξ αἰ­τί­ας τῆς φύσης τῶν πραγ­μά­των, ἡ γνώση τους, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, εἶναι μόνο σχε­τι­κὴ καὶ ἴσως ἀπο­δει­χθεῖ, ἂν μπο­ρέ­σουν νὰ λά­βουν ὑπόψη τους πε­ρισ­σό­τε­ρα φαι­νό­με­να ἀπ’ ὅσα λα­βαί­νουν ὑπόψη τους στὴν πράξη, κα­τά­φω­ρα λα­θε­μέ­νη· ἑπο­μέ­νως μπο­ρεῖ αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι κα­θό­λου γνώση, ἀλλ’ ἁπλὰ ἕνας πα­ρα­λο­γι­σμός.
Ἔτσι, ἡ προ­σπά­θειά τους νὰ ἐξη­γή­σουν πολλὰ φαι­νό­με­να μὲ τὴ διε­ρεύ­νη­ση ποὺ κά­νουν σὲ λίγα, εἶναι μιὰ κα­θα­ρὰ αὐ­θαί­ρε­τη μέ­θο­δος, καὶ δὲν ἔχει καμ­μιὰ σχέση μὲ τὴ γνώση, μὲ τὴ σωστὴ ἔν­νοια τῆς λέξης. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο ὅ,τι μπο­ροῦν νὰ κά­νουν, ὅπως ὁμο­λο­γοῦν καὶ οἱ ἴδιοι: τὸ ὅτι ὅλες οἱ ἐπι­στη­μο­νι­κὲς θε­ω­ρί­ες καὶ τὰ πρό­τυ­πα εἶναι ἐξ ὁρι­σμοῦ προ­σεγ­γί­σεις, καὶ ἴσως εἶναι ἐν­τε­λῶς ἀκα­τάλ­λη­λα γιὰ νὰ με­τα­δό­σουν μιὰ ἀλη­θι­νὴ εἰ­κό­να τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὅτι ἀσχο­λοῦν­ται, εἶναι τὸ συμ­πέ­ρα­σμα στὸ ὁποῖο κα­τα­δι­κά­στη­κε ὁλό­κλη­ρη ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἔρευ­να, ἀπὸ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐκ­κί­νη­σής της.
Ἴσως τί­πο­τε δὲν δεί­χνει τόσο τὸ ἀδιέ­ξο­δο στὸ ὁποῖο σύρ­θη­κε ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, ὅσο τὸ τί ἰσχυ­ρί­ζον­ται οἱ ὑπέρ­μα­χοί της σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ση­μεῖα τῆς προ­ό­δου της, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να τὸ ὅτι ἀπο­δέ­χον­ται ὅτι ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ (ἢ τοῦ συμ­με­τό­χου) ἀπο­τε­λεῖ οὐ­σια­στι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος ποὺ αὐτὸς συ­νά­γει γιὰ τὸ χα­ρα­κτή­ρα τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Πέρα ἀπὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ εἶχε μάθει κα­νέ­νας ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε πνευ­μα­τι­κὴ ἢ με­τα­φυ­σι­κὴ πα­ρά­δο­ση, ἄξια τοῦ ὀνό­μα­τος, ἡ ἄποψη αὐτή, ἂν συλ­λο­γι­στεῖ κα­νέ­νας τὶς ἀρχὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖ­ες ξε­κί­νη­σαν, φέρ­νει τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπι­στή­μο­νες σὲ μιὰ θέση χωρὶς νόημα.
Γιατί, ἂν ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση παί­ζει ἕνα κρί­σι­μο ρόλο στὴ δια­δι­κα­σία τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης, σὲ τέ­τοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἀπό­φα­σή μου γιὰ τὸ πῶς πα­ρα­τη­ρῶ ἕνα ἠλε­κτρό­νιο, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, νὰ κα­θο­ρί­ζει τὶς ἰδιό­τη­τες ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀπο­δί­δω, τότε πρέ­πει νὰ βγεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα, πὼς μέχρι νὰ γνω­ρί­σω τί εἶναι ἡ συ­νεί­δη­ση καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ καὶ τὰ ὅρια τῆς συ­νεί­δη­σης μὲ τὴν ὁποία πα­ρα­τη­ρῶ, δὲν ἔχω τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκτι­μή­σω μὲ ποιὸ τρόπο ἡ συ­νεί­δη­σή μου ἔχει προσ­διο­ρί­σει τὶς ἰδιό­τη­τες ποὺ εἶμαι ἱκα­νὸς νὰ πα­ρα­τη­ρή­σω σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο φαι­νό­με­νο, ἢ ἀκόμη σὲ ποιὸ βαθμό, ὅ,τι πα­ρα­τη­ρῶ, μπο­ρεῖ βέ­βαια ν’ ἀν­τα­να­κλᾶ ἁπλῶς τὴ δική μου συ­νεί­δη­ση, ἀλλὰ ἀπὸ δια­φο­ρε­τι­κὴ σκο­πιά, δὲν ἔχει παρὰ λίγα πράγ­μα­τα ἢ τί­πο­τε νὰ κάνει μὲ ὅ,τι μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ὀνο­μά­σει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πραγ­μα­τι­κά, ἐὰν ὅπως πα­ρα­δέ­χον­ται οἱ νέοι φυ­σι­κοὶ κάθε με­τα­βο­λὴ τῆς συ­νεί­δη­σης ἀλ­λοιώ­νει τὸ πα­ρα­τη­ρού­με­νο, ὁ σύγ­χρο­νος ἐπι­στή­μο­νας δὲν κάνει τί­πο­τε ἄλλο, ὅταν εἰ­ση­γεῖ­ται θε­ω­ρί­ες, ἀπὸ τὸ νὰ «ἀν­τι­κει­με­νι­κο­ποιεῖ» ἁπλά, στὴ συμ­βα­τι­κὴ γλώσ­σα τοῦ κλά­δου του, τὶς ὁριο­θε­τή­σεις τῆς δικῆς του ἀτο­μι­κῆς συ­νεί­δη­σης. Ἂν κα­τεῖ­χε ἕναν ὑψη­λό­τε­ρο βαθμὸ συ­νεί­δη­σης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ δια­θέ­τει, θὰ ἔβλε­πε τὰ πράγ­μα­τα κάτω ἀπὸ ἕνα ἐν­τε­λῶς δια­φο­ρε­τι­κὸ φῶς, κι ἑπο­μέ­νως θὰ συμ­πέ­ραι­νε ἔχον­τας μιὰ τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κὴ κα­τα­νόη­ση γι’ αὐτά, μιὰ κα­τα­νόη­ση ποὺ ἴσως αὐτὸς νὰ εὕ­ρι­σκε ὅτι εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ ἐκ­φρα­στεῖ στὴ γλώσ­σα τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν.
Ὅλ’ αὐτὰ ξε­κα­θα­ρί­ζουν ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅτι ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» εἶναι πα­γι­δευ­μέ­νη ὅσο καὶ ἡ παλιὰ φυ­σι­κή, μέσα σ’ ἕνα ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπο­ρεῖ νὰ ξε­φύ­γει μόνο ἂν ἀνα­γνω­ρί­σει αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τώρα θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶναι αὐ­το­νόη­το, τὴν ἀπό­λυ­τη ἀνε­πάρ­κεια τῶν ἀρ­χι­κῶν ὑπο­θέ­σε­ών της. Ἐν πάση πε­ρι­πτώ­σει, ὁποιουσ­δή­πο­τε ἰσχυ­ρι­σμοὺς ὡστό­σο κί­βδη­λους κι ἂν προ­βάλ­λουν τώρα οἱ ἐπι­στή­μο­νες γιὰ τὴ «νέα φυ­σι­κή», ἡ παλιὰ φυ­σι­κὴ εἶναι ἀκόμη στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ φυ­σι­κὴ μιᾶς ἐξί­σου πλα­τειᾶς πε­ριο­χῆς φαι­νο­μέ­νων, ὅλων ἐκεί­νων τῶν φαι­νο­μέ­νων ποὺ ἀνή­κουν σ’ αὐτὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὀνο­μα­στεῖ το­πι­κό μας πε­ρι­βάλ­λον, τοῦ κοι­νοῦ χώρου καὶ χρό­νου.

Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Κά­ρο­λου Δαρ­βί­νου, εἰ­ση­γη­τοῦ τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐξέ­λι­ξης, ἀπὸ τὸν Τζὼν Κό­λιερ (1883).
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἀπο­κα­λού­με­νες βιο­λο­γι­κὲς ἐπι­στῆ­μες, ἐκεῖ ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ σκέψη εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ πιὸ χον­τρο­κομ­μέ­να μη­χα­νι­στι­κὴ ἀπ’ ὁπου­δή­πο­τε ἀλλοῦ. Στὴ βιο­λο­γία, τὸ κύτ­τα­ρο εἶναι ἕνα «χη­μι­κὸ ἐρ­γο­στά­σιο», τὰ ρι­βο­σώ­μα­τα κα­τευ­θύ­νον­ται ἀπὸ μιὰ «μη­χα­νὴ προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ», τὸ RNA εἶναι ὅμοιο μ’ «ἕναν ἐρ­γά­τη μιᾶς βιο­μη­χα­νί­ας πο­λυ­γρα­φή­σε­ων ποὺ ἀν­τι­γρά­φει τὸ πρό­γραμ­μα μιᾶς αὐ­τό­μα­της μη­χα­νῆς στὸ πλη­κτρο­λό­γιο μιᾶς δια­τρή­τριας», κ.ο.κ. «Γιὰ τὴν ἐπι­στή­μη», ὅπως δη­λώ­νει ὁ Joseph Need­ham, «ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι μιὰ μη­χα­νή, κι ἂν δὲν εἶναι αὐτό, τότε δὲν εἶναι τί­πο­τε».[5] Καὶ γιὰ νὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει τὰ λόγια του, καὶ νὰ δώσει μὲ τρόπο ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ μιὰ εἰ­κό­να αὐτοῦ ποὺ ἤδη εἶπα, ὅτι ὁ ἀπαι­τού­με­νος ἀπὸ τὴν ἐπι­στή­μη τύπος νόη­σης μπο­ρεῖ νὰ εἶναι ὁ πιὸ μέ­τριος καὶ ἀνυ­πό­λη­πτος ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κοι­νῆς ἀν­θρώ­πι­νης νο­η­μο­σύ­νης, ὁ Fran­cis Crick, βρα­βευ­μέ­νος μὲ τὸ βρα­βεῖο Nobel, αὐτὸς ποὺ ἀνα­κά­λυ­ψε τὴν διπλῆ ἑλι­κο­ει­δῆ δομὴ τοῦ DNA, μπο­ρεῖ νὰ γρά­φει: «Ἐγὼ ὁ ἴδιος, ὅπως πολ­λοὶ ἐπι­στή­μο­νες, πι­στεύω πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι φαν­τα­στι­κή, κι ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀπο­κα­λοῦ­με νοῦ μας εἶναι ἁπλὰ ἕνας τρό­πος γιὰ νὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὶς λει­τουρ­γί­ες τῶν ἐγ­κε­φά­λων μας». Καὶ μπο­ρεῖ καὶ προ­σθέ­τει: «Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ προ­σαρ­μό­ζε­ται κα­νεὶς στὴν ἰδέα ὅτι βρι­σκό­μα­στε ἐδῶ γιατὶ ἐξε­λι­χθή­κα­με ἀπὸ ἁπλὲς χη­μι­κὲς ἑνώ­σεις μὲ μιὰ δια­δι­κα­σία φυ­σι­κῆς ἐπι­λο­γῆς, εἶναι ἀξιο­ση­μεί­ω­το πόσα ἀπὸ τὰ προ­βλή­μα­τα τοῦ σύγ­χρο­νου κό­σμου προ­σλαμ­βά­νουν ἕνα ἐν­τε­λῶς και­νούρ­γιο φῶς».[6]
πραγ­μα­τι­κὴ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ αἰτία ποὺ ἀκυ­ρώ­νει τὸν ἰσχυ­ρι­σμό, ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία εἶναι θε­με­λια­κὰ δια­φο­ρε­τι­κὴ ἀπὸ ἐκεί­νη τοῦ Γα­λι­λαί­ου, τοῦ Καρ­τέ­σιου καὶ τοῦ Νεύ­τω­να, ἄρα εἶναι πιὸ ἐπι­δε­κτι­κὴ στὴν ἐξαν­θρω­πι­σμό, βρί­σκε­ται πολὺ βα­θύ­τε­ρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν συ­νε­χι­ζό­με­νη προ­σκόλ­λη­ση στὴν πα­ρο­μοί­ω­ση μὲ τὴ μη­χα­νή. Οἱ ἐπι­στή­μο­νες μπο­ροῦν πολὺ ὡραῖα νὰ ζή­σουν χωρὶς αὐτὴν τὴν πα­ρο­μοί­ω­ση καὶ νὰ υἱ­ο­θε­τή­σουν κά­ποια ἄλλη στὴ θέση της. Αὐτὸ δὲν εἶναι θε­με­λια­κὰ πολὺ ση­μαν­τι­κό. Ἀλλ’ ἐκεῖ­νο ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ κά­νουν, δίχως νὰ πα­ρα­δε­χθοῦν τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κή τους ἀνε­πάρ­κεια, εἶναι ν’ ἀπο­χω­ρι­στοῦν ἐκεῖ­νες τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, ἢ προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πάνω στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ἡ ἴδια ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη. Καὶ λέ­γον­τας ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, ἐννοῶ ἐπι­στη­μο­λο­γι­κὲς πα­ρα­δο­χές, δη­λα­δὴ τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο τῆς νόη­σης, μέσα στὸ ὁποῖο ἐρ­γά­ζε­ται ὁ σύγ­χρο­νος ἐπι­στή­μο­νας, εἴτε αὐτὸς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, εἴτε ὄχι.
Οἱ σύγ­χρο­νοι ἐπι­στή­μο­νες ἴσως ἀνα­γνω­ρί­σουν ὅτι οἱ θε­ω­ρί­ες τους δὲν εἶναι παρὰ ὑπο­θε­τι­κὰ σχή­μα­τα, λίγο πολὺ χρή­σι­μα καὶ βο­λι­κά. Ἴσως πα­ρα­δε­χθοῦν ὅτι ἡ παλιὰ ἐμ­πει­ριο­κρα­τι­κὴ ἐπι­στη­μο­λο­γία σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση μπο­ρεῖ ν’ ἀπο­κτη­θεῖ μόνο μὲ βάση τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση ἦταν ἀκα­τάλ­λη­λη καὶ ἴσως ἐσφαλ­μέ­νη, κι ὅτι μέσα σὲ κάθε πράξη πα­ρα­τή­ρη­σης καὶ σὲ κάθε δια­τύ­πω­ση θε­ω­ρί­ας ὑπει­σέρ­χον­ται πα­ρά­γον­τες κλη­ρο­νο­μι­κοί, πο­λι­τι­στι­κοί, ὑπο­κει­με­νι­κοί, ποὺ ὁ ἐπι­στή­μο­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­δια­γρά­ψει, καὶ γιὰ τοὺς ὁποί­ους ἴσως πραγ­μα­τι­κὰ νὰ μὴν εἶναι σχε­δὸν κα­θό­λου ἐνή­με­ρος. Ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀπορ­ρί­ψουν αὐτὲς κα­θε­αυ­τὲς τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις τῆς ἴδιας τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς σκέ­ψης, ἐκτὸς ἐὰν πρό­κει­ται νὰ ὁμο­λο­γή­σουν μιὰ πραγ­μα­τι­κὴ ἐσω­τε­ρι­κὴ με­τα­βο­λή. Κι αὐτὲς οἱ ὑπο­θέ­σεις, αὐτὲς οἱ βα­θύ­τε­ρες ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, εἶναι σή­με­ρα οἱ ἴδιες μ’ ἐκεῖ­νες τῶν ἐπι­στη­μό­νων τοῦ 17ου αἰώνα. Καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἐπι­στή­μο­νες, χωρὶς νὰ ὑπο­στοῦν τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ με­ταλ­λα­γὴ γιὰ τὴν ὁποία μί­λη­σα, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἐξαν­θρω­πί­σουν τὴν ἐπι­στή­μη, ὀφεί­λε­ται στὸ ὅτι ὁ ἀπαν­θρω­πι­σμὸς ἑδρά­ζε­ται σ’ αὐτὲς τὶς ἴδιες τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη.

Ἐδῶ φτά­νου­με στὸ κεν­τρι­κὸ ση­μεῖο τοῦ ζη­τή­μα­τος: ἴσως φανεῖ προ­πέ­τεια νὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἐμ­φα­νί­σου­με τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης σὲ με­ρι­κὲς φρά­σεις. Ἀλλὰ νο­μί­ζω ὅτι μπο­ρεῖ νὰ γίνει. Βα­σι­κά, οἱ ἐπι­στη­μο­νι­κὲς θε­ω­ρί­ες, εἴτε πα­ρα­δο­χὲς εἶναι αὐτὲς εἴτε ἑρ­μη­νεῖ­ες, εἶναι προ­τά­σεις, ποὺ εἴτε μπο­ροῦν νὰ ἐπα­λη­θευ­θοῦν, μὲ ἀνα­φο­ρὰ στὴν ἐμ­πει­ρι­κὴ ἀπό­δει­ξη ἢ στὸ πεί­ρα­μα, εἴτε, του­λά­χι­στον, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀπο­δει­χθοῦν ἐσφαλ­μέ­νες ἀπὸ τὴν πα­ρα­πά­νω ἀπό­δει­ξη ἢ πεί­ρα­μα. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ γνώση προ­ϋ­πο­θέ­τει δύο ὅρους ἢ πό­λους. Ὁ πρῶ­τος εἶναι ἡ ἱκα­νό­τη­τα γιὰ οὐ­σια­στι­κὴ δια­τύ­πω­ση ἐπι­στη­μο­νι­κῶν προ­τά­σε­ων. Κι ὁ δεύ­τε­ρος εἶναι ἕνας «ἀν­τι­κει­με­νι­κὸς» κό­σμος φαι­νο­μέ­νων ποὺ τὴν τρο­φο­δο­τεῖ μὲ ἀκα­τέρ­γα­στο ὑλικὸ γιὰ ἀπό­δει­ξη καὶ πεί­ρα­μα, σὲ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὲς οἱ προ­τά­σεις της μπο­ροῦν νὰ ἐλεγ­χθοῦν ἄμεσα ἢ ἔμ­με­σα. Χωρὶς αὐτά, δὲν θὰ ὑπῆρ­χε γνώση, μὲ τὴν ἔν­νοια ποὺ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται αὐτὴ τὴ λέξη.
Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶναι ἀπό­λυ­τα σαφὲς ὅτι οἱ δύο ὅροι δὲν εἶναι συμ­με­τρι­κοὶ ἢ ἴσης σπου­δαιό­τη­τας. Ὁ πρῶ­τος ἐκεῖ­νος ποὺ ὀνό­μα­σα ἱκα­νό­τη­τα γιὰ οὐ­σια­στι­κὴ δια­τύ­πω­ση ἐπι­στη­μο­νι­κῶν προ­τά­σε­ων εἶναι ὁ ἀπο­φα­σι­στι­κός. Εἶναι ἀπο­φα­σι­στι­κὸς ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι ὁ πα­ρά­γων ποὺ δια­τυ­πώ­νει, ἀλλ’ ἐπί­σης γιατὶ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἱκα­νό­τη­τα γιὰ πα­ρα­τή­ρη­ση καὶ πα­ρέ­χει τὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὸν προσ­διο­ρι­σμὸ τοῦ τί πα­ρα­τη­ρεῖ­ται, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὴ συ­νά­φεια ἢ τὴ μὴ συ­νά­φεια, τὸ συμ­βι­βα­στὸ ἢ τὸ ἀσυμ­βί­βα­στο τῶν πλη­ρο­φο­ριῶν ποὺ συσ­σω­ρεύ­ει σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῶν πα­ρα­τη­ρή­σε­ών του. Πραγ­μα­τι­κά, αὐτὴ καὶ μόνον ἡ ἱκα­νό­τη­τα εἶναι ὁ ὑπέρ­τα­τος διαι­τη­τὴς τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης. Ἑπο­μέ­νως εἶναι κρί­σι­μο, ἂν κά­ποιος πρό­κει­ται ν’ ἀπο­τι­μή­σει τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς γνώ­σης, νὰ γνω­ρί­σει τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πα­ρα­πά­νω ἱκα­νό­τη­τα, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὰ κρι­τή­ρια μὲ τὰ ὁποῖα ἐκτι­μᾶ κι ἀξιο­λο­γεῖ τὸ ὑλικό της. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ οἱ κα­νό­νες ποὺ διέ­πουν τὴ δρα­στη­ριό­τη­τά της, θὰ κα­θο­ρί­σουν τὸν ὅλο χα­ρα­κτή­ρα τῶν ἐν­νοιῶν ποὺ αὐτὴ δια­τυ­πώ­νει.
Ἐδῶ θὰ μπο­ροῦ­σα ν’ ἀνα­φερ­θῶ σὲ μιὰ διά­κρι­ση ἀνά­με­σα στὰ δύο ὄρ­γα­να γνώ­σης στὸν ἄν­θρω­πο, τὸν πνευ­μα­τι­κὸ νοῦ καὶ τὴ λο­γι­κὴ διά­νοια. Καὶ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ προσ­διο­ρί­σω ὅτι τὸ ὄρ­γα­νο ἀπὸ τὸ ὁποῖο κα­θο­ρί­ζε­ται ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, δὲν εἶναι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς νοῦς, μὲ τὴ δύ­να­μη ποὺ ἔχει νὰ συλ­λαμ­βά­νει καὶ νὰ κάνει βίωμά του με­τα­φυ­σι­κὲς καὶ αἰ­ώ­νιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, ἀλλὰ ἡ λο­γι­κὴ διά­νοια, ἡ ὁποία, αὐτὴ κα­θε­αυ­τή, εἶναι ἀνί­κα­νη νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ καὶ νὰ βιώ­σει τέ­τοιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Ἑπο­μέ­νως, τὸ ζή­τη­μα στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εἶναι νὰ ἀνα­γνω­ρι­σθοῦν τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς λο­γι­κῆς διά­νοιας κι ἀκόμη νὰ γίνει ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ φύση τῶν κα­νό­νων στοὺς ὁποί­ους αὐτὴ ἀνα­φέ­ρε­ται γιὰ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὸ ρόλο ποὺ τῆς ἀνέ­θε­σαν οἱ σύγ­χρο­νοι ἐπι­στή­μο­νες. Γιατὶ τεί­νει νὰ γίνει ἀξί­ω­μα γιὰ τοὺς ἐπι­στή­μο­νες, τὸ ὅτι ὁ το­μέ­ας γνώ­σε­ών τους εἶναι ὀρ­θο­λο­γι­κὸς ἢ του­λά­χι­στον τόσο ὀρ­θο­λο­γι­κὸς ὅσο ἄλλοι το­μεῖς, κι ὅτι ἀν­τί­στοι­χα ἡ μορφὴ γνώ­σης τοῦ τομέα τους ἔχει ὀρ­θο­λο­γι­κὸ σχῆμα. Ἑπο­μέ­νως ἔχει ση­μα­σία νὰ δεῖ κα­νεὶς μὲ ποιὰ ἔν­νοια ἀλη­θεύ­ει αὐτό.
διά­νοια εἶναι αὐτὴ ἡ ἱκα­νό­τη­τα νὰ τμη­μα­το­ποιεῖ, νὰ ἀνα­λύ­ει καὶ νὰ τα­ξι­νο­μεῖ ὑλικό, καθὼς καὶ νὰ βγά­ζει συμ­πε­ρά­σμα­τα μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ἀνα­λυ­τι­κῆς ἢ τῆς ἀνα­λο­γι­κῆς λο­γι­κῆς, τῆς μέ­τρη­σης καὶ τῆς μη­χα­νι­κῆς σύν­δε­σης. Ἀλλὰ τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ποὺ βγά­ζει, σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς δρα­στη­ριό­τη­τάς της δὲν εἶναι μόνο αὐ­θαί­ρε­τα. Ἐξαρ­τῶν­ται ἀπὸ τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο ἢ πλαί­σιο τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων μέσα στὸ ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ἡ διά­νοια, γιατὶ οἱ ὑπο­θέ­σεις αὐτὲς πα­ρέ­χουν τὰ κρι­τή­ρια σύμ­φω­να μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐκτι­μᾶ καὶ ἑρ­μη­νεύ­ει τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς πα­ρου­σιά­ζε­ται. Αὐτὸ ση­μαί­νει ὅτι τὸ πεδίο τῆς διά­νοιας πε­ριο­ρί­ζε­ται, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευ­ρὰ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς πα­ρέ­χε­ται κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὶς ὑπο­θέ­σεις μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖ­ες φτά­νει νὰ ἐκτι­μή­σει τὸ πα­ρα­πά­νω ὑλικό, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ ὑπο­θέ­σεις αὐτὲς δὲν ἀπορ­ρέ­ουν ἀναγ­κα­στι­κὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὑλικό. Ἡ διά­νοια γνω­ρί­ζει αὐτὸ τὸ ὑλικό, μόνο σύμ­φω­να μὲ τὸ πῶς αὐτὸ ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴ διά­νοια κι ὄχι ὅπως εἶναι κα­θε­αυ­τό. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ διά­νοια γνω­ρί­ζει τὶς ὑπο­θέ­σεις μόνο σὰν λο­γι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες, κι ὄχι σὰν πραγ­μα­τι­κό­τη­τες κα­θε­αυ­τές.
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ὑπο­θέ­σεις ἢ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὸ πλαί­σιο μέσα στὸ ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ἡ διά­νοια, καὶ ποὺ πα­ρέ­χουν στὴ διά­νοια τὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὶς ἑρ­μη­νεῖ­ες της καὶ τὶς ἀπο­τι­μή­σεις της, οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις αὐτὲς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐγ­γε­νεῖς στὴν ἴδια τὴ διά­νοια, οὔτε καὶ ὁρι­σμέ­νες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὀρ­θο­λο­γι­κό­τε­ρες ἀπὸ ἄλλες, ἀν­τί­θε­τα μὲ ὅ,τι εἶναι συχνὰ πα­ρα­δε­κτό. Οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις εἶναι οἱ ἀφε­τη­ρί­ες ἂς τὶς ὀνο­μά­σου­με ἔτσι ποὺ ἡ διά­νοια ὀφεί­λει νὰ ἀπο­δε­χθεῖ ἢ νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει, συ­νει­δη­τὰ ἢ ἀσυ­νεί­δη­τα, a prio­ri, ὡς ὅρο γιὰ τὴν ἴδια τὴ λει­τουρ­γία της. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι ἐξω­γε­νεῖς ὡς πρὸς τὴ διά­νοια, καὶ δια­φεύ­γουν τὸν ἔλεγ­χό της, ἀκρι­βῶς ὅπως ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἢ ἡ μὴ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τά τους, ἡ ἀλή­θεια ἢ ἡ ἀνα­λή­θειά τους δὲν ἐπι­δέ­χον­ται ὀρ­θο­λο­γι­στι­κὴ ἢ λο­γι­κὴ ἀπό­δει­ξη. Μ’ ἄλλα λόγια εἶναι ἄρθρα πί­στε­ως, ἂν καὶ ὄχι ἀναγ­κα­στι­κὰ πί­στε­ως σὲ πνευ­μα­τι­κὲς ἢ με­τα­φυ­σι­κὲς πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Ὅλη ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς διά­νοιας ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ αὐτὲς ἔγ­κει­ται τὸ πο­λὺ-πο­λὺ στὴ δυ­να­τό­τη­τα ποὺ ἔχει νὰ δέ­χε­ται ἢ νὰ ἀπορ­ρί­πτει τὴν προ­σκόλ­λη­σή της σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων κι ὄχι σὲ κά­ποιο ἄλλο.
Ἀφοῦ ἔχουν ἔτσι τὰ πράγ­μα­τα, ἡ διά­νοια μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τλή­σει τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, σύμ­φω­να μὲ τὶς ὁποῖ­ες λει­τουρ­γεῖ, εἴτε «ἄνω­θεν», ἀπὸ τὸν με­τα­φυ­σι­κὸ ἢ πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο, πε­ρί­πτω­ση στὴν ὁποία αὐτὲς οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις θὰ τῆς κοι­νο­ποι­η­θοῦν ἀπ’ εὐ­θεί­ας, μέσω τῆς νο­η­τι­κῆς σύλ­λη­ψης αὐτοῦ τοῦ κό­σμου, ἢ ἔμ­με­σα, μέσω τῶν ἀπο­κε­κα­λυμ­μέ­νων γρα­φῶν ἢ μέσω μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης καὶ τῶν θε­ό­πνευ­στων γρα­πτῶν κει­μέ­νων τῶν ἀνα­γνω­ρι­σμέ­νων πνευ­μα­τι­κῶν δι­δα­σκά­λων της. Ἀλ­λοιώ­τι­κα, μπο­ρεῖ νὰ τὶς ἀν­τλή­σει μ’ ἕνα λίγο πολὺ αὐ­θαί­ρε­το τρόπο, ἀπὸ τοὺς συλ­λο­γι­σμοὺς ἀτό­μων ἢ ὁμά­δων ἀτό­μων ποὺ δια­τυ­πώ­νουν αὐτὲς τὶς ἀν­τι­λή­ψεις, χωρὶς ἀνα­φο­ρὰ σὲ κά­ποια πνευ­μα­τι­κὴ πηγὴ γνώ­σης. Σ’ αὐτὴ τὴν τε­λευ­ταία πε­ρί­πτω­ση, οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις θὰ εἶναι κα­θα­ρὰ ὑπο­κει­με­νι­κές, καὶ δὲν θὰ ἔχουν πε­ρισ­σό­τε­ρη αὐ­θεν­τία ἢ αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα ἀπὸ ἐκεῖ­νες ποὺ ἄλλα ἄτομα, πάλι μὲ κα­θα­ρὰ ὑπο­κει­με­νι­κὰ κρι­τή­ρια, δια­λέ­γουν γιὰ νὰ ἐναρ­μο­νι­σθοῦν μ’ αὐτὲς ἢ μ’ ἐκεί­νους ποὺ τὶς προ­έ­βα­λαν.
Ὅπως ἔχου­με ἤδη ἀν­τι­λη­φθεῖ, τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο μέσα στὸ ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία, δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει προ­σκόλ­λη­ση σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο θρη­σκευ­τι­κὸ δόγμα ἢ σὲ κά­ποια φώ­τι­ση ἀπὸ μιὰ πνευ­μα­τι­κὴ πηγὴ γνώ­σης. Ἀν­τί­θε­τα, πη­γά­ζει ἀπὸ τὸν κορμὸ τῶν φι­λο­σο­φι­κῶν ἰδεῶν, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ λε­χθεῖ ὅτι βρῆ­καν τὸν ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό τους ἐκ­πρό­σω­πο σὲ μορ­φὲς σὰν τὸν Καρ­τέ­σιο καὶ τοὺς ὁμο­λό­γους του. Εἶναι ἕνα σῶμα ἰδεῶν ποὺ ὁρί­ζει πρῶτα πὼς ἡ διά­νοια εἶναι ἡ ὑπέρ­τα­τη ἱκα­νό­τη­τα γιὰ γνώση, κι ἔπει­τα ὅτι τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα τῆς διά­νοιας μπο­ροῦν νὰ εἶναι ἀπό­λυ­τα σωστά, χωρὶς ἀνα­φο­ρὰ σὲ ὁποιεσ­δή­πο­τε ἁγιο­γρα­φι­κὲς ἢ ἀπο­κε­κα­λυμ­μέ­νες ἀρχὲς γνώ­σης, ἀκόμη κι ἂν αὐτὰ τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ἀν­τι­φά­σκουν μὲ τὶς πα­ρα­πά­νω ἀρχές. Ἐπὶ πλέον, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἰδέες αὐτές, τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα τῆς διά­νοιας, εἶναι δυ­να­τὸ ν’ ἀνα­κη­ρυ­χθοῦν ἄκυρα, μόνο ἂν ἀν­τι­φά­σκουν εἴτε μὲ τὴν ἐμ­πει­ρι­κὴ ἀπό­δει­ξη τῶν αἰ­σθη­τῶν δε­δο­μέ­νων ἢ τῆς αἰ­σθη­τῆς ἐν­τύ­πω­σης εἴτε μὲ τὸ πεί­ρα­μα ποὺ ἐκτε­λέ­στη­κε σὲ συ­νάρ­τη­ση μὲ τὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων.
Αὐτὸ πρα­κτι­κὰ ση­μαί­νει ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία, ὄχι μόνο δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζει τὴν αὐ­θεν­τία ἢ τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα ὁποιου­δή­πο­τε ὑπερ-ατο­μι­κοῦ συ­στή­μα­τος γνώ­σης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ ἀν­τλεῖ τὸ πλαί­σιο τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ών της, κι ἑπο­μέ­νως καὶ τὰ κρι­τή­ρια σύμ­φω­να μὲ τὰ ὁποῖα συ­νά­γει τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἐπί­σης ρι­ζι­κὰ ἐξαρ­τη­μέ­νη ἀπὸ τὶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ τῆς πα­ρέ­χον­ται μεσ’ ἀπὸ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ κό­σμου τῶν φαι­νο­μέ­νων. Καθὼς αὐτὸς ὁ κό­σμος εἶναι ἐξ ὁρι­σμοῦ ἕνας κό­σμος με­τα­βο­λῆς καὶ πα­ρο­δι­κό­τη­τας, εἶναι ἑπό­με­νο τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ποὺ συ­νά­γον­ται μὲ βάση τὴν πα­ρα­τή­ρη­σή του, νὰ μὴν εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ σχε­τι­κὰ ὡς πρὸς ἐκεῖ­να τὰ πράγ­μα­τα ποὺ με­τα­βάλ­λον­ται καὶ δὲν εἶναι μό­νι­μα, κι ἑπο­μέ­νως νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο μ’ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα προ­σω­ρι­νὸ χα­ρα­κτή­ρα. Δὲν εἶναι τυ­χαῖο τὸ ὅτι ἀνά­με­σα στὶς τρέ­χου­σες θε­ω­ρί­ες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, μιὰ ἀπ’ αὐτὲς εἶναι ἐκεί­νη τῆς ἐξέ­λι­ξης, μιὰ ἄλλη εἶναι ἐκεί­νη τῆς σχε­τι­κό­τη­τας καὶ μιὰ τρίτη εἶναι ἐκεί­νη τῆς ἀπροσ­διο­ρι­στί­ας.
Ἀπὸ τὰ πα­ρα­πά­νω θὰ γίνει φα­νε­ρὸ πὼς ἂν καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη εἶναι ὀρ­θο­λο­γι­κή, καθὼς τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της ἕπον­ται λο­γι­κὰ ἀπὸ τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις της, κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἔστω καὶ στὸ ἐλά­χι­στο ὀρ­θο­λο­γι­κή, ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν ἀπό­φα­σή της νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει στὴν πράξη αὐτὲς τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, κι ὄχι ὁποιεσ­δή­πο­τε ἄλλες, καὶ νὰ τὶς το­πο­θε­τή­σει στὴν πρώτη θέση. Μ’ ἄλλα λόγια, ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, παρ’ ὅλη τὴν προ­σφυ­γή της σὲ λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες, δὲν εἶναι σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση οὔτε πε­ρισ­σό­τε­ρο, οὔτε λι­γό­τε­ρο λο­γι­κὴ ἀπὸ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο σύ­στη­μα πί­στης, πού, ἀπὸ κά­ποιο δε­δο­μέ­νο πλαί­σιο πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νων ἀρ­χι­κῶν ὑπο­θέ­σε­ων, ἐπι­τρέ­πει νὰ ἐξα­χθοῦν ὁρι­σμέ­να συμ­πε­ρά­σμα­τα, μέσω τῆς λο­γι­κῆς ἀνά­λυ­σης καὶ τῆς ἐπα­γω­γῆς. Ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη δὲν εἶναι, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἢ λι­γό­τε­ρο ὀρ­θο­λο­γι­κὴ ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε μορφὴ δογ­μα­τι­κῆς θρη­σκεί­ας. Ἡ ἰδιαι­τε­ρό­τη­τά της ἔγ­κει­ται στὸ ὅτι οἱ ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις της ἀπο­κλεί­ουν, μὲ τόση αὐ­στη­ρό­τη­τα, τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀξίες καὶ ἀρχές, ἀπὸ τὸ νὰ κα­θο­ρί­ζουν τὶς ἑρ­μη­νεῖ­ες της καὶ τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη καὶ τὴν ὅποια ἄλλη ζωή.
Γιατὶ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἔχει τὴν ἀφε­τη­ρία της σὲ μιὰ ἐπα­νά­στα­ση τῆς συ­νεί­δη­σης, ἢ ἀν­ταρ­σία πρὸς τὰ ἐπου­ρά­νια, ποὺ εἶχε σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα ἡ ἴδια ἡ διά­νοια στὴν ἀρχὴ νὰ πα­ρα­βλέ­πει ἔπει­τα νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς πηγὲς γνώ­σης καὶ τέλος νὰ ἀπο­κλει­σθεῖ ἀπὸ αὐτές. Κι αὐτὸ σή­μαι­νε ὅτι ὑπο­χρε­ώ­θη­κε νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις μὴ-πνευ­μα­τι­κοῦ καὶ κα­θα­ρὰ ἀτο­μι­κι­στι­κοῦ τύπου, καὶ νὰ ἐφαρ­μό­σει κρι­τή­ρια ποὺ ἐξυ­πα­κού­ον­ται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑπο­θέ­σεις στὴν ἀνά­λυ­ση καὶ τὴν ἔρευ­να τῶν δε­δο­μέ­νων ποὺ τῆς πα­ρέ­χει ὁ κό­σμος τῶν φαι­νο­μέ­νων. Ἐξάλ­λου, ἡ διά­νοια δὲν εἶναι καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι ἕνα οὐ­δέ­τε­ρο στοι­χεῖο, ἢ ta­bu­la rasa πάνω στὸ ὁποῖο τὰ ἀν­τι­κεί­με­να αὐτοῦ τοῦ κό­σμου νὰ μπο­ροῦν ν’ αὐ­το­προ­βάλ­λον­ται, μὲ τέ­τοιο τρόπο, ὥστε ν’ ἀπο­κα­λύ­πτουν τὴ δική τους ἐσω­τε­ρι­κὴ μορφή. Μᾶλ­λον τὸ ἀν­τί­θε­το συμ­βαί­νει: αὐτὸ ποὺ ἡ διά­νοια δια­κρί­νει σ’ ἕνα ἀν­τι­κεί­με­νο, ἀν­τα­να­κλᾶ ἁπλὰ καὶ μόνο αὐτὸ ποὺ τὸ δικό της ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο κι ὁ δικός της ἔμ­φυ­τος χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἐπι­τρέ­πουν νὰ δια­κρί­νει.
Αὐτὸ ση­μαί­νει πὼς ὅταν ἡ διά­νοια, ἀφώ­τι­στη ἀπὸ κά­ποια πνευ­μα­τι­κὴ ἢ με­τα­φυ­σι­κὴ ἀρχὴ γνώ­σης, στρέ­φε­ται στὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων γιὰ πλη­ρο­φό­ρη­ση, ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ δια­κρί­νει θὰ ὁριο­θε­τοῦν­ται ἀπὸ τὶς δικές της πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νες ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, ὁποιεσ­δή­πο­τε κι ἂν συμ­βαί­νει νὰ εἶναι αὐτές, ἀλλ’ ἐπί­σης, μὲ τὴν ἀνά­λυ­ση καὶ τὴν τα­ξι­νό­μη­ση αὐτῶν ποὺ δια­κρί­νει, θὰ παίρ­νει ὑπόψη μόνο ἐκεῖ­νες τὶς πλευ­ρὲς ποὺ ἐπι­δέ­χον­ται μέ­τρη­ση καὶ μη­χα­νι­κὴ σύν­δε­ση. Ὁποιεσ­δή­πο­τε πλευ­ρὲς δὲν ἐπι­δέ­χον­ται μέ­τρη­ση καὶ μη­χα­νι­κὴ σύν­δε­ση πρέ­πει, σύμ­φω­να μὲ τὴ φύση τῶν πραγ­μά­των, νὰ δια­φεύ­γουν τὴν ἁρ­πά­γη τῆς διά­νοιας, κι ἑπο­μέ­νως δὲν μπο­ροῦν νὰ ὑπει­σέλ­θουν στὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα στὰ ὁποῖα αὐτὴ κα­τα­λή­γει μὲ βάση τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διά­νοια δὲν εἶναι δυ­να­τὸν ν’ ἀπο­φύ­γει τὴν ἐπι­βο­λὴ τῶν δικῶν της πε­ριο­ρι­σμῶν πάνω στὸ ὑλικὸ ποὺ ἐπι­σκο­πεῖ.
Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αὐτοὶ οἱ πε­ριο­ρι­σμοὶ ἐνερ­γοῦν σὰν ἕνας ἐπι­λο­γέ­ας ποὺ κα­θο­ρί­ζει τί δια­κρί­νει ἡ διά­νοια καὶ τί δὲν δια­κρί­νει. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, αὐτὰ ποὺ προ­σλαμ­βά­νει μέσ’ ἀπὸ τὴν πλη­ρο­φό­ρη­ση, ἀνα­κρί­νον­τας τὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων, ἀνα­κρί­νον­τας δη­λα­δὴ τὰ «συμ­βάν­τα τῆς φύσης»– θὰ εἶναι, ἂς τὰ ποῦμε ἔτσι, ἁπλὰ καὶ μόνο οἱ ἀν­τη­χή­σεις τῆς δικῆς της φωνῆς. Πραγ­μα­τι­κά, τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ποὺ ἐξά­γει ἡ διά­νοια, σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἀνά­λυ­σης καὶ τα­ξι­νό­μη­σης ποὺ κάνει στὰ αἰ­σθη­τὰ δε­δο­μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ ἔχει υἱ­ο­θε­τή­σει, καὶ μὲ τὸν ἔμ­φυ­το τρόπο λει­τουρ­γί­ας της, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν μόλις κάτι πα­ρα­πά­νω ἀπὸ μιὰ ἐπί­δει­ξη ἐγ­γα­στρι­μυ­θεί­ας, στὴν ὁποία ὁ κό­σμος τῶν φαι­νο­μέ­νων παί­ζει τὸ ρόλο τῆς κού­κλας. Οὔτε ἀλ­λά­ζει ἡ κα­τά­στα­ση μὲ τὴν προ­σθή­κη ὀρ­γά­νων ποὺ πα­ρεμ­βάλ­λον­ται ἀνά­με­σα στὴ διά­νοια καὶ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ αὐτὴ πα­ρα­τη­ρεῖ: ὁσο­δή­πο­τε πε­ρί­πλο­κο κι εὐ­αί­σθη­το κι ἂν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ὄρ­γα­νο, ἡ πλη­ρο­φο­ρία ποὺ με­τα­φέ­ρει δὲν μπο­ρεῖ νὰ δια­φύ­γει ἀπὸ τοὺς πε­ριο­ρι­σμούς, ποὺ ἰσχύ­ουν γιὰ τὴν ἴδια τὴ δια­θέ­σι­μη πα­ρα­τη­ρη­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα, ἢ νὰ τοὺς ὑπερ­βεῖ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὸ ὅτι τὸ εἶδος γνώ­σης ποὺ εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀπο­κο­μί­σει ἡ διά­νοια δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀν­τα­νά­κλα­ση τῶν δικῶν της ἐγ­γε­νῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν καὶ τῶν μὴ-πνευ­μα­τι­κῶν ἀρ­χι­κῶν ὑπο­θέ­σε­ων ποὺ ἔχει υἱ­ο­θε­τή­σει, καὶ δὲν ἔχει παρὰ μικρὴ ἢ καμ­μία σχέση μὲ τὸ τί εἶναι τὰ ἀν­τι­κεί­με­να κα­θε­αυ­τά, στὴν ζων­τα­νή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τὸ μόνο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει ἡ διά­νοια εἶναι νὰ κλεί­σει τὸν ἄν­θρω­πο στὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν ἁλυ­σο­δέ­σει μὲ τὶς δικές του γνῶ­μες καὶ προ­κα­τα­λή­ψεις καὶ νὰ τὸν κα­τα­δι­κά­σει νὰ ἱκα­νο­ποιεῖ­ται μ’ αὐτὰ πού, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐμ­φά­νι­ση τῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων. Τὸ τί εἶναι τὰ ἀν­τι­κεί­με­να κα­θε­αυ­τά, στὴν ζων­τα­νή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συλ­λά­βει· καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ποὺ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, βα­σι­σμέ­νη καθὼς εἶναι σ’ ἕναν ὀρ­θο­λο­γι­σμὸ ὑπο­ταγ­μέ­νο σὲ μὴ-πνευ­μα­τι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες, ποτὲ δὲν θὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ προ­σεγ­γί­σει τὴ γνώση κά­ποιου ἀν­τι­κει­μέ­νου κα­θε­αυ­τοῦ, ὅσο κι ἂν ἡ ἴδια ἀσχο­λεῖ­ται μὲ τὸ πεί­ρα­μα καὶ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση ἢ ὅσο βα­θειὰ κι ἂν προ­χω­ρή­σει στὸ ἔργο τοῦ τε­μα­χι­σμοῦ καὶ τῆς ἀνά­λυ­σης. Αὐτὴ εἶναι ἡ κα­τά­στα­ση στὴν ὁποία κα­τα­δι­κά­στη­κε ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη καὶ στὴν ὁποία ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ βρί­σκε­ται πα­γι­δευ­μέ­νη. Ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται, ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις ν’ ἀγνο­εῖ ὅτι ὑπάρ­χουν στὰ πράγ­μα­τα ἐκεῖ­νες οἱ ἰδιό­τη­τες ποὺ ξε­περ­νοῦν τὴν πε­πε­ρα­σμέ­νη ἐμ­φά­νι­ση αὐτῶν τῶν πραγ­μά­των, ὅπως ξε­περ­νοῦν τὴν ἱκα­νό­τη­τα τῆς διά­νοιας γιὰ ἀνά­λυ­ση κι ἐπα­γω­γή. Κι ὅμως, εἶναι κυ­ρί­ως αὐτὲς οἱ ἰδιό­τη­τες ποὺ κά­νουν ἕνα ἀν­θρώ­πι­νο πλά­σμα νὰ εἶναι αὐτὸς ἢ αὐτὴ ποὺ εἶναι: οὐ­σια­στι­κὰ ἡ ἀν­θρω­πιὰ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πλά­σμα­τος ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ τὴ συμ­με­το­χή του ἢ τὴ συμ­με­το­χή της στὸ θεϊκό. Ἑπο­μέ­νως, τὸ νὰ βα­σί­ζει κα­νεὶς μιὰ ἀπο­τί­μη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν πα­ρα­δο­χὴ ὅτι αὐτὸς πρέ­πει νὰ νο­εῖ­ται χω­ρι­στὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἔμ­φυ­τες θεϊ­κὲς ἢ πνευ­μα­τι­κὲς ἰδιό­τη­τες ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὴν οὐ­σια­στι­κή του φύση καὶ τὸν κά­νουν ἀν­θρώ­πι­νο ὄν, θὰ κα­τα­λή­ξει σὲ ἀν­τι­λή­ψεις ποὺ ὑπο­βι­βά­ζουν τὸν ἄν­θρω­πο σὲ μιὰ ὑπάν­θρω­πη ἢ ἀκόμη ἀπάν­θρω­πη κα­τά­στα­ση. Τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα εἶναι ὁ ἀπαν­θρω­πι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που.
Κι ὅμως αὐτὸ ἀκρι­βῶς ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται νὰ κάνει ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία, ἀφοῦ ἡ ἀπο­τί­μη­σή της γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο βα­σί­ζε­ται ἀκρι­βῶς σὲ τέ­τοιες πα­ρα­δο­χές. Πραγ­μα­τι­κά, θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ προ­χω­ρή­σει πα­ρα­πέ­ρα καὶ νὰ πεῖ ὅτι ὁλό­κλη­ρο τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἄγε­ται ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, ἀπο­κλεί­ει κάθε κα­τα­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, δια­φο­ρε­τι­κὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔτσι τὸν ἐξευ­τε­λί­ζει. Γι’ αὐτὸ μπο­ρεῖ νὰ λε­χθεῖ ὅτι ἡ ἀπαν­θρω­πία οἰ­κο­δο­μεῖ­ται σ’ αὐτὲς ἀκρι­βῶς τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πάνω στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ἡ ἴδια ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη. Γι’ αὐτὸ ἐπί­σης τὸ λόγο, οἱ μορ­φὲς ζωῆς, κοι­νω­νι­κῆς κι ἄλλης, ποὺ ἀνα­πτύ­χθη­καν σὲ συμ­φω­νία μὲ τὴ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κα­τα­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ νο­ο­τρο­πία, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τα­λή­γουν μὲ βε­βαιό­τη­τα στὸν νὰ τὸν ἀπαν­θρω­πί­σουν. Καθὼς αὐτὲς οἱ μορ­φές, κάτω ἀπὸ τὶς ση­με­ρι­νὲς συν­θῆ­κες, κυ­ριαρ­χοῦν στὸν κόσμο μας, μπο­ρεῖ κα­νεὶς ν’ ἀρ­χί­σει νὰ δια­κρί­νει τὸ πεδίο τοῦ πι­θα­νοῦ ἀκρω­τη­ρια­σμοῦ.
Αὐτὰ δὲν ση­μαί­νουν βέ­βαια πὼς ἡ διά­νοια δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔχει μιὰ θε­τι­κὴ λει­τουρ­γία, καὶ πὼς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑπάρ­ξει ἐπι­στή­μη τῶν φαι­νο­μέ­νων. Κάτι τέ­τοιο δὲν εἶναι κα­θό­λου ἀλη­θι­νό. Ἀλλ’ ὅταν, κατὰ τὸ ipse dixit κά­ποιου φι­λο­σό­φου ἢ ὁμά­δας φι­λο­σό­φων, ἡ διά­νοια ἀνα­γο­ρεύ­ε­ται διαι­τη­τὴς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γνώ­σης καὶ δια­ψεύ­δει ἢ ἀγνο­εῖ ἀρχὲς καὶ ἰδιό­τη­τες πνευ­μα­τι­κῆς φύσης, τότε ἀναγ­κα­στι­κὰ ἐκ­φυ­λί­ζε­ται σὲ μιὰ μη­χα­νι­κή, ἀπάν­θρω­πη κι ἄθεη ἱκα­νό­τη­τα. Καὶ ἡ εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος ποὺ προ­βάλ­λει ἡ διά­νοια, καὶ ὁ χα­ρα­κτή­ρας τοῦ κό­σμου ποὺ χαλ­κεύ­ει, σύμ­φω­να μὲ αὐτὴ τὴν εἰ­κό­να, θὰ εἶναι ἐξ ἴσου μη­χα­νι­κά, ἀπάν­θρω­πα καὶ ἄθεα.

Τί­πο­τε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ ἦταν πολὺ ση­μαν­τι­κό, ἂν ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀσχο­λία λίγων εἰ­δι­κῶν, ὅπως τὸ σκάκι ἢ ἡ σχοι­νο­βα­σία. Δυ­στυ­χῶς, δὲν συμ­βαί­νει αὐτό. Εἴτε μᾶς ἀρέ­σει εἴτε ὄχι, ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ στάση οὐ­σια­στι­κὰ δια­πό­τι­σε κι ἐπη­ρέ­α­σε ζω­τι­κὰ κάθε πλευ­ρὰ τῆς δη­μό­σιας καὶ ἰδιω­τι­κῆς σκέ­ψης καὶ δρά­σης μας. Δὲν πρό­κει­ται μόνο γιὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι οἱ κυ­βερ­νή­σεις μας σπα­τα­λοῦν τε­ρά­στια χρη­μα­τι­κὰ ποσὰ κάθε χρόνο γιὰ σχο­λεῖα, πα­νε­πι­στή­μια, ἐρευ­νη­τι­κὰ προ­γράμ­μα­τα καὶ πο­λυά­ριθ­μους ἄλ­λους στό­χους, μὲ σκοπὸ τὴν προ­ώ­θη­ση καὶ τὴ διά­δο­ση αὐτῆς τῆς στά­σης. Ἡ κα­τά­στα­ση εἶναι πολὺ πιὸ σο­βα­ρή. Ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς γνώ­σης οὐ­σια­στι­κὰ ἐξι­σώ­θη­κε μὲ τὸν μόνο τρόπο ποὺ ὑπάρ­χει γιὰ ν’ ἀπο­κτή­σει κα­νεὶς γνώ­σεις. Ὄχι μόνο κα­τα­φέρ­νει νὰ κυ­ριαρ­χεῖ στοὺς κλά­δους ποὺ εἶναι γεν­νή­μα­τά της, ὅπως οἱ κοι­νω­νι­κὲς ἐπι­στῆ­μες καὶ ἡ ἀν­θρω­πο­λο­γία, ἀλλὰ καὶ εἰ­σέ­βα­λε ἐπί­σης στὰ κλασ­σι­κὰ πεδία τῶν οὑ­μα­νι­στι­κῶν ἐπι­στη­μῶν, γε­γο­νὸς ποὺ κα­τέ­στη­σε, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὴ σωστὴ κα­τα­νόη­ση τῆς ποί­η­σης, σχε­δὸν ἀπρό­σι­τη στὸ ση­με­ρι­νὸ φοι­τη­τή. Ὁ βαθ­μὸς στὸν ὁποῖο συν­θη­κο­λό­γη­σε ἡ φι­λο­σο­φία, γί­νε­ται σαφής, ἀπὸ τὴν ἔκτα­ση τῆς ἐνα­σχό­λη­σής της μὲ δια­νο­η­τι­κὴ γυ­μνα­στι­κή, ὅπως εἶναι ἡ λο­γι­κὴ ἀνά­λυ­ση ἢ ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ θε­ω­ρία τῶν πλη­ρο­φο­ριῶν.
Πολὺ σο­βα­ρό­τε­ρη, ὡστό­σο, εἶναι ἡ συν­θη­κο­λό­γη­ση τῆς θε­ο­λο­γί­ας, ἐκεί­νου δη­λα­δὴ τοῦ κλά­δου ποὺ θὰ ἔπρε­πε, ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ εἶχε κα­τα­δεί­ξει ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας. Κα­τα­φεύ­γον­τας σὲ ἕνα ὑπο­θε­τι­κὸ λόγο, ποὺ προ­τά­θη­κε ἀπὸ τὸν Ἀκι­νᾶ­το καὶ ἐπι­βε­βαιώ­θη­κε ξανὰ ἀπὸ φι­λο­σό­φους ὅπως ὁ Kant, μιὰ ὑπό­θε­ση ποὺ θε­ω­ρεῖ γε­γο­νὸς τὸ ὅτι, μο­λο­νό­τι ἡ λο­γι­κὴ μπο­ρεῖ νὰ μὴν ἔχει ἀπ’ εὐ­θεί­ας ἀν­τί­λη­ψη αὐτῶν κα­θε­αυ­τῶν τῶν ἀλη­θειῶν τῆς θείας ἀπο­κά­λυ­ψης, παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὁ τρό­πος τῆς γνώ­σης καὶ τῶν συμ­πε­ρα­σμά­των της ἰσχύ­ει ἀπό­λυ­τα ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων τὸν κόσμο τῆς φύσης, οἱ θε­ο­λό­γοι, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές, ἀπο­κοι­μή­θη­καν ἀπὸ μόνοι τους μέσα σὲ μιὰ τε­λεί­ως ψεύ­τι­κη ἀσφά­λεια. Ἀκόμη χει­ρό­τε­ρα, ἔνοιω­σαν ἀναγ­κα­σμέ­νοι νὰ τρο­πο­ποι­ή­σουν τὸ δικό τους δόγμα, ἐκεῖ ὅπου ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὶς διά­φο­ρες θε­ω­ρί­ες ποὺ οἱ ἐπι­στή­μο­νες κάθε τόσο πρό­τει­ναν, σχε­τι­κὰ μὲ τὴν κα­τα­γω­γὴ τοῦ σύμ­παν­τος, τὴν ἐξέ­λι­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που κ.ο.κ. Ἀπὸ τοὺς πα­ρα­πά­νω λό­γους, ὁδη­γή­θη­καν στὴν πα­ρά­λο­γη κα­τά­στα­ση νὰ προ­σπα­θοῦν εἴτε νὰ ἐκ­συγ­χρο­νί­σουν τὸ χρι­στια­νι­κὸ δόγμα εἴτε νὰ τὸ ἀνα­σκευά­σουν, σύμ­φω­να μὲ τὸ πνεῦ­μα τῶν και­ρῶν ἢ σύμ­φω­να μὲ τὴ δια­νόη­ση τῆς ἐπο­χῆς μας, ξε­χνών­τας ἐν­τε­λῶς πὼς αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμός, αὐτὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν και­ρῶν καὶ αὐτὴ ἡ σύγ­χρο­νη δια­νόη­ση, εἶναι τὰ κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ μιᾶς ἐπι­στή­μης, ἐξ ὁρι­σμοῦ κα­τα­στρο­φι­κῆς γιὰ τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ νο­η­μο­σύ­νη καὶ τοὺς κα­νό­νες της.
Τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα εἶναι πὼς οἱ θε­ο­λό­γοι ἔχουν ἀπο­τύ­χει, σὲ με­γά­λη ἔκτα­ση, στὸ νὰ κά­νουν κά­ποια ρι­ζι­κὴ ἢ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὴ κρι­τι­κὴ τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ἐπι­στη­μο­λο­γί­ας, ν’ ἀπο­σα­φη­νί­σουν τὶς συ­νέ­πειες τοῦ γε­γο­νό­τος ὅτι ἡ διά­νοια γί­νε­ται τὸ ὑπέρ­τα­το καὶ μο­να­δι­κὸ ὄρ­γα­νο γνώ­σης, καὶ νὰ ἐξη­γή­σουν γιατὶ αὐτὸ τὸ γε­γο­νὸς ση­μαί­νει μιὰ προ­ο­δευ­τι­κὴ δια­στρέ­βλω­ση τῆς κα­τα­νόη­σής μας, ταυ­τό­χρο­να γιὰ τοὺς ἑαυ­τούς μας καὶ γιὰ τὸν κόσμο γύρω μας. Μπρο­στὰ στὴν πα­ρα­πά­νω ἀπο­τυ­χία, δὲν ἐκ­πλήτ­τει τὸ ὅτι τόσοι φοι­τη­τὲς τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων μας κα­τα­λή­γουν νὰ μὴν ἔχουν κα­λύ­τε­ρη ἰδε­ο­λο­γία ἀπὸ κά­ποια μορφὴ Μαρ­ξι­σμοῦ-Λε­νι­νι­σμοῦ, ποὺ ἡ ἴδια εἶναι ἡ με­τά­φρα­ση σὲ πο­λι­τι­κοὺς ὅρους με­ρι­κῶν ἀπὸ τὶς πιὸ χυ­δαῖ­ες πλευ­ρὲς τῆς ἀστι­κο­ε­πι­στη­μο­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅταν αὐτὸ τὸ συ­νον­θύ­λευ­μα ὀρ­θο­λο­γι­στι­κο-υλι­στι­κῶν κα­τα­σκευα­σμά­των τὸ ἀνα­λαμ­βά­νουν οἱ μάζες ἢ μᾶλ­λον αὐτὸ τὶς κα­τα­λαμ­βά­νει, τότε ἡ κοι­νω­νία με­τα­βάλ­λε­ται σὲ φυ­λα­κή, μέσα στὴν ὁποία ὁτι­δή­πο­τε δίνει στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ζωὴ τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἀξιο­πρέ­πειά της, δέ­χε­ται συ­στη­μα­τι­κὴ ἐπί­θε­ση καὶ κου­ρε­λιά­ζε­ται.

Σ’ αὐτὸ τὸ ση­μεῖο ἂν ὄχι βέ­βαια σὲ κά­ποιο πολὺ προ­γε­νέ­στε­ρο ση­μεῖο ἴσως ὑπάρ­ξει ἡ ἀν­τίρ­ρη­ση πὼς ἡ εἰ­κό­να ποὺ δίνει αὐτὸ τὸ κεί­με­νο εἶναι πολὺ ζο­φε­ρή, κι ὅτι τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶναι τόσο ἄσχη­μα, ὅσο τὰ κάνω νὰ φαί­νον­ται. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­στη­ρι­χθεῖ ὅτι, ἀκόμα κι ἂν σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς ἡ πε­ρι­γρα­φὴ ποὺ ἔγινε ἐδῶ γιὰ τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ὑπο­τα­γῆς στὶς διά­φο­ρες κα­τη­γο­ρί­ες ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας εἶναι ἀλη­θι­νή, ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ κά­ποιες σφαῖ­ρες δρα­στη­ριό­τη­τας, παρ’ ὅλ’ αὐτά, σὲ ἄλλες σφαῖ­ρες, ὑπῆρ­ξαν τόσο θε­τι­κὰ ὠφέλη, ποὺ αὐτὰ ἀν­τι­σταθ­μί­ζουν, ὅταν δὲν δη­μιουρ­γοῦν μέχρι καὶ θε­τι­κὸ ὑπέρ­βα­ρο, τὰ κά­ποια μειο­νε­κτή­μα­τα. Κι ἀκόμη πώς, ὁπωσ­δή­πο­τε, αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ μειο­νε­κτή­μα­τα θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ διορ­θω­θοῦν, ὅταν ἀπο­κτή­σου­με λίγη πε­ρισ­σό­τε­ρη γνώση γι’ αὐτά. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἴσως νὰ ἰσχυ­ρι­ζό­ταν κά­ποιος πὼς τὰ ὠφέλη στὸ πεδίο τῆς ἰα­τρι­κῆς εἶναι τόσο ἀπέ­ραν­τα, ποὺ ἀπὸ μόνα τους δι­καιο­λο­γοῦν ὅλο τὸ ἐπι­στη­μο­νι­κὸ πεί­ρα­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων αἰ­ώ­νων.
Δὲν νο­μί­ζω ὅτι τὰ πράγ­μα­τα εἶναι τόσο ἁπλά. Ὁ κό­σμος τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης κι αὐτὸς πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ τὸν κόσμο τῶν τε­χνο­λο­γιῶν καὶ τῶν τε­χνι­κῶν, ποὺ ἀνα­πτύ­χθη­καν μέσα σ’ αὐτὴν ἀπο­τε­λεῖ ἕνα μο­να­δι­κὸ σύ­νο­λο ἀλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ων καὶ εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ τοῦ ἀφαι­ρε­θεῖ μιὰ πλευ­ρά του, σὰν νὰ ἦταν δυ­να­τὸν αὐτὴ ἡ πλευ­ρὰ νὰ ὑπάρ­ξει ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευ­ρές. Εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ γίνει αὐτό, γιατὶ κάθε δια­δι­κα­σία, ὁσο­δή­πο­τε εὐ­ερ­γε­τι­κὴ κι ἂν ἴσως φαί­νε­ται αὐτὴ κα­θε­αυ­τή, εἶναι ἀξε­διά­λυ­τα μπλεγ­μέ­νη μὲ χί­λιες ἄλλες δια­δι­κα­σί­ες κι ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ αὐτές. Ἂν ἐπι­θυ­μεῖ­τε ἕνα προ­ϊ­όν, ὅπως τὸ αὐ­το­κί­νη­το, πρέ­πει νὰ δε­χθεῖ­τε ἐπί­σης ὅλα τὰ συ­νε­πα­κό­λου­θα, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν στε­γα­νο­ποι­η­τι­κῶν δα­κτυ­λί­ων, τὰ δι­ϋ­λι­στή­ρια, τοὺς αὐ­το­κι­νη­το­δρό­μους, μέχρι καὶ τὸ δη­λη­τή­ριο τοῦ μο­λύ­βδου, τὸ μο­νο­ξεί­διο τοῦ ἄν­θρα­κα καὶ τὸ θό­ρυ­βο ποὺ κα­τα­στρέ­φει τὴ ζωὴ τῶν πό­λε­ών μας, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὴν θα­νά­σι­μη πλήξη ἐκεί­νων ποὺ συ­ναρ­μο­λο­γοῦν αὐτὲς τὶς μη­χα­νές. Ὁπωσ­δή­πο­τε, εἶναι σί­γου­ρα ἀταί­ρια­στο νὰ ἐπευ­φη­μεῖ κα­νείς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὴν ἰα­τρι­κή, ὅταν ὁ τύπος δια­νόη­σης καὶ σκέ­ψης, ποὺ αὐτὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει, εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ ἔκανε τόσα πολλὰ γιὰ ν’ ἀπο­στε­ρή­σει τὸν ἄν­θρω­πο ἀπὸ τὰ βα­σι­κὰ στοι­χεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρ­τᾶ­ται ἡ ὑγεία του. Θὰ ἔπρε­πε νὰ προ­σθέ­σει κα­νεὶς πὼς ὅλο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐπι­στή­μο­νες συ­νει­δη­το­ποιοῦν αὐτὸ τὸ εἶδος δι­λήμ­μα­τος, στὸ ὁποῖο τοὺς ὁδή­γη­σε ἡ ἀπα­σχό­λη­ση μὲ τὸν κλάδο τους. Ἐὰν τώρα πρό­κει­ται, αὐτὴ ἡ αὔ­ξου­σα συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, νὰ ἐγ­και­νιά­σει μιὰ ρι­ζι­κὴ με­τα­βο­λὴ τῆς δια­νόη­σης καὶ τῆς κα­τεύ­θυν­σής της, εἶναι πολὺ νωρὶς γιὰ νὰ τὸ ξέ­ρου­με. Τὸ μόνο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με, εἶναι νὰ ἐλ­πί­σου­με ὅτι θὰ τὸ πρά­ξει.
Πέρ’ ἀπὸ αὐτό, ὡστό­σο, ἴσως ἀκόμη τεθεῖ ἡ ἐρώ­τη­ση, ἐὰν ἡ ἐπι­κρά­τη­ση τῆς ἐπι­στή­μης εἶναι τόσο ὁλο­κλη­ρω­τι­κή, ὅσο ἔχω ἐπι­ση­μά­νει. Στὴ σφαί­ρα τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας καὶ τῆς φαν­τα­σί­ας, ὑπῆρ­ξαν πάν­το­τε ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀν­τι­στά­θη­καν στὶς ἀξιώ­σεις της: Ποι­η­τές, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὅπως ὁ Blake, ποὺ διέ­κρι­νε μὲ σα­φή­νεια ποῦ θὰ ὁδη­γοῦ­σε ἡ σκέψη τοῦ Bacon, τοῦ Locke καὶ τοῦ Νεύ­τω­να. Ἢ ὁ Yeats, ποὺ μί­ση­σε αὐτὴ τὴν ἐπι­στή­μη καὶ τὴν ἀπο­κά­λε­σε «τὸ ὄπιο τῶν προ­α­στεί­ων». Ἢ οἱ Eric Gill καὶ David Jones, ποὺ ἤξε­ραν τόσο καλὰ ὅτι, ἂν ἡ ἐρ­γα­σία τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι μόνον ὠφε­λι­μι­στι­κή, εἶναι ἐπί­σης ὑπάν­θρω­πη κι ἀκόμη πώς, μέσα στὸν τε­χνο­λο­γι­κὸ κόσμο, ἡ ἱκα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ δη­μιουρ­γεῖ ἡ λει­τουρ­γία του σὰν poeta– ἔχει ἀπο­κτη­νω­θεῖ πέρα ἀπὸ κάθε ἐπα­λή­θευ­ση.[7] Ἡ μαρ­τυ­ρία καὶ μόνον αὐτῶν τῶν τεσ­σά­ρων καὶ ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ ἄλλοι εἶναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ ὑπο­δεί­ξει πὼς ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ εὐ­φυ­ΐα καὶ ἡ φαν­τα­σία, ὑπο­χρε­ω­τι­κὰ ἀν­τι-επι­στη­μο­νι­κές, δὲν ἔχουν ἐξαν­τλη­θεῖ. Πραγ­μα­τι­κά, τὸ ρόδο γιὰ μᾶς μυ­ρί­ζει ἀκόμη ρόδο ὅπως καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλά­τω­να καί, παρ’ ὅλα ὅσα ἀνα­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω, ἡ ζωή μας συ­νε­χί­ζει νὰ δια­κό­πτε­ται ἀπὸ στιγ­μὲς χάρης, ὀμορ­φιᾶς καὶ ἀγά­πης ποὺ μᾶς δί­νουν νύ­ξεις γιὰ ἀλή­θειες, ποὺ βρί­σκον­ται πολὺ πέρα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖ­να γιὰ τὰ ὁποῖα μι­λοῦ­σα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔν­νοια, ὅλα πα­ρα­μέ­νουν ἀκόμη στὴ θέση τους καὶ τί­πο­τε δὲν ἔχει χαθεῖ. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀφοῦ ἡ κο­σμο­θε­ω­ρία τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης εἶναι βα­σι­κὰ ἐσφαλ­μέ­νη, αὐτὴ δὲν μπο­ρεῖ, σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση, νὰ ἐπη­ρε­ά­σει τὴν ἀλή­θεια τῶν πραγ­μά­των, ὁσο­δή­πο­τε κι ἂν φαί­νε­ται ἴσως ὅτι τὴν ἐπη­ρε­ά­ζει. Ὁ κα­νό­νας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καὶ τῆς φυ­σι­κῆς ὕπαρ­ξης πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε ἀναλ­λοί­ω­τος.
Ἀκόμη, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ση­μειω­θεῖ πὼς σ’ ὅλη τὴν διάρ­κεια τῆς ἱστο­ρί­ας του, ὁ ἄν­θρω­πος πάν­το­τε ἦταν πρό­θυ­μος νὰ λεη­λα­τή­σει τὸ φυ­σι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, γιὰ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὶς ἀνάγ­κες του καὶ τὴν ἀπλη­στία του. Καὶ μο­λο­νό­τι ἡ σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γία μᾶς ἐπέ­τρε­ψε σή­με­ρα νὰ τὸ κά­νου­με, σὲ μιὰ κλί­μα­κα ποὺ δὲν ἔχει προ­η­γού­με­νο, ἔτσι ὥστε ν’ ἀπει­λού­μα­στε τώρα μὲ παγ­κό­σμιες κα­τα­στρο­φές, ποὺ θὰ ἐξο­λο­θρεύ­σουν ὅλες τὶς πα­ροῦ­σες μορ­φὲς τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέρος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φυλῆς, ὡστό­σο δὲν πρέ­πει νὰ ὑπο­τι­μή­σου­με, γιὰ τὸν πα­ρα­πά­νω λόγο, τὶς ἐγ­γε­νεῖς δυ­νά­μεις ἀνάρ­ρω­σης τῆς φύσης. Ἐπι­πρό­σθε­τα, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση αὐτῶν τῶν προ­βλη­μά­των, ποὺ μᾶς το­πο­θε­τοῦν ἀν­τι­μέ­τω­πους μὲ μιὰ τέ­τοια πε­ρι­βαλ­λον­τι­κὴ ὑπο­βάθ­μι­ση, ὅπως εἶναι ἡ κα­τα­στρο­φὴ τοῦ τρο­πι­κοῦ δά­σους, ὁ γρή­γο­ρα αὐ­ξα­νό­με­νος ὑπερ­πλη­θυ­σμὸς καὶ ἡ με­τα­τρο­πὴ ἐκτά­σε­ων σὲ ἔρημο, ἡ ὑπερ­βο­λι­κὴ χρήση καὶ κα­τά­χρη­ση ἐνέρ­γειας καὶ φυ­σι­κῶν πόρων, κι ἀκόμη ἡ τρο­μα­κτι­κὴ πο­σό­τη­τα αἰ­σθη­τι­κῆς καὶ φυ­σι­κῆς μό­λυν­σης μέσα στὴν ὁποία εἴ­μα­στε ἐξα­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ ζοῦμε, προ­κα­λεῖ ἤδη μιὰ ἐπα­νορ­θω­τι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση καὶ δράση, ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ ὁποία ἔχει συχνὰ θε­τι­κὸ ἀπο­τέ­λε­σμα.[8]
Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀναμ­φί­βο­λα ἀλη­θι­νὰ καὶ εἶναι γε­γο­νὸς ὅτι ξε­πέ­φτου­με κι ἐμεῖς καὶ ἡ δυ­να­μι­κό­τη­τά μας, ὅταν ἔχου­με μιὰ ἀτέ­λειω­τα ἀπαι­σιό­δο­ξη εἰ­κό­να τῆς μοί­ρας μας. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο ξε­πέ­φτου­με κι ὅταν τρέ­φου­με αὐ­τα­πά­τες. Ἡ κοι­νω­νι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ τάξη ποὺ ἔχου­με οἰ­κο­δο­μή­σει καὶ συ­νε­χί­ζου­με νὰ οἰ­κο­δο­μοῦ­με γύρω μας ποὺ εἶναι καὶ τὸ παρόν μας εἶναι μιὰ τάξη ποὺ κα­θο­ρί­ζε­ται, κατὰ κύριο λόγο, ἀπὸ τὶς διά­φο­ρες κα­τη­γο­ρί­ες μιᾶς ἐσφαλ­μέ­νης φι­λο­σο­φί­ας καὶ τὴν πρα­κτι­κή τους ἐφαρ­μο­γή. Καὶ ἡ συ­νέ­πεια τῆς συ­ναί­νε­σής μας, σὲ τέ­τοια μα­ζι­κὴ κλί­μα­κα, σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ψέμα ἀνα­φο­ρι­κὰ μ’ ἐμᾶς κι ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν ἀλη­θι­νὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, δὲν μπο­ρεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα συ­νε­χῶς διευ­ρυ­νό­με­νο δια­ζύ­γιο ἀνά­με­σα σ’ αὐτὴν τὴν τάξη πραγ­μά­των κι ἐκεί­νη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ κα­νό­να. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αὐτὸ τὸ δια­ζύ­γιο ἔγινε τώρα τόσο με­γά­λο, ποὺ εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἀδύ­να­το τὸ ἕνα μέλος του νὰ κα­τα­λά­βει τὸ ἄλλο. Ὅλοι ἔχου­με χάσει τὴν ἱκα­νό­τη­τα νὰ με­τρή­σου­με πόσο πέ­σα­με, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κάτω ἀπὸ τὴ στάθ­μη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ κα­νό­να.
Γιατὶ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἔχει ἀφε­τη­ρία της μιὰ ἀπώ­λεια μνή­μης, μιὰ λη­σμο­σύ­νη, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἀν­θρώ­που, τοῦ ποιὸς εἶναι. Μ’ ἕνα ἀνα­πό­φευ­κτο λο­γι­κὸ συ­νειρ­μό, ἔμ­φυ­το σ’ αὐτὴ τὴν ἀφε­τη­ρία, ὁ ἄν­θρω­πος προ­χω­ρεῖ κατὰ μῆκος μιᾶς τρο­χιᾶς, ποὺ κάθε βῆμα της ση­μα­δεύ­ε­ται ἀπὸ μιὰ με­γα­λύ­τε­ρη πτώση του, προ­χω­ρεῖ σὲ μιὰ βα­θύ­τε­ρη ἄγνοια τῆς φύσης ὁποιου­δή­πο­τε ἄλλου ὄντος. Στα­δια­κὰ δια­ζευγ­μέ­νος ἀπὸ τὶς ρίζες τῆς ὕπαρ­ξής του, ἐξ αἰ­τί­ας αὐτῆς τῆς ἄγνοιας, ὁ ἄν­θρω­πος, ὅσο ἐμ­μέ­νει στὴν τρο­χιὰ αὐτή, εἶναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ προ­χω­ρεῖ τυφλά, καὶ μὲ ὁλο­έ­να πιὸ γρή­γο­ρο βῆμα, πρὸς τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀπώ­λεια τῆς ταυ­τό­τη­τάς του, τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀπώ­λεια τοῦ αὐ­το­ε­λέγ­χου του, κι ἐν­δε­χό­με­να τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ αὐ­το­κα­τα­στρο­φή του. Τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­μα­τή­σει αὐτὴ τὴ δια­δι­κα­σία, μ’ ἐξαί­ρε­ση μιὰ πλήρη ἀν­τι­στρο­φὴ κα­τεύ­θυν­σης. Καὶ τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐγ­και­νιά­σει μιὰ ἀν­τι­στρο­φὴ κα­τεύ­θυν­σης, μ’ ἐξαί­ρε­ση τὴν ἀνά­κτη­ση ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο τῆς συ­νεί­δη­σης τοῦ ποιὸς εἶναι: ἡ θε­ρα­πεία πρέ­πει νὰ γυ­ρί­σει πίσω, ἐκεῖ ποὺ ἄρ­χι­σε ἡ ἀρ­ρώ­στεια.
σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη δὲν μπο­ρεῖ νὰ συ­νει­σφέ­ρει τί­πο­τε σὲ μιὰ τέ­τοια συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, ἐκτὸς ἐὰν με­τα­το­πί­σει ρι­ζι­κὰ τὶς ὑπο­θέ­σεις στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται: μιὰ ἐπι­στή­μη, ποὺ οἱ ἴδιες οἱ κα­τη­γο­ρί­ες της ἀπο­κλεί­ουν μιὰ ἀνα­γνώ­ρι­ση τῶν οὐ­σια­στι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύσης, σαφῶς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κα­τα­στή­σει τὸν ἄν­θρω­πο ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἔρευ­νάς της, μὲ κά­ποια ἐλ­πί­δα νὰ μᾶς πεῖ κάτι πολὺ σπου­δαῖο γι’ αὐτόν. Μόνο μιὰ θρη­σκευ­τι­κὴ κα­τα­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ νὰ συ­νει­δη­το­ποιεῖ τὶς οὐ­σια­στι­κές του ἰδιό­τη­τες, εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει αὐτὸ ποὺ χά­θη­κε, ἄρα καὶ νὰ κάνει του­λά­χι­στον τὴν ἀρχὴ μιᾶς σω­στῆς το­πο­θέ­τη­σης αὐτοῦ ποὺ ἔχει στη­θεῖ μὲ τόσο κα­τα­λυ­τι­κὰ λα­θε­μέ­νο τρόπο.

Πηγές

Κείμενο

Εἰκόνες

  • Πάουλ φὰν Σόμερ. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Φράν­σις Μπέι­κον. 1617, ἐλαιο­γρα­φία, Πα­λά­τι Λα­ζιέν­κι, Βαρ­σο­βία. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Γιού­στους Σού­στερ­μανς. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Γα­λι­λαί­ου. Γύρω στὸ 1640, ἐλαιο­γρα­φία, Ἐθνι­κὸ Ναυ­τι­κὸ Μου­σεῖο, Λον­δί­νο. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Ἀν­τί­γρα­φο προ­σω­πο­γρα­φί­ας τοῦ Καρ­τέ­σιου ἀπὸ τὸν Φρὰνς Χάλς. 1649-1700, ἐλαιο­γρα­φία, Μου­σεῖο τοῦ Λού­βρου, Πα­ρί­σι. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Γκόντ­φρι Νέλερ (God­frey Kneller). Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Ἰσαὰκ Νεύ­τω­να. 1702, ἐλαιο­γρα­φία, Ἐθνι­κὴ Πι­να­κο­θή­κη Προ­σω­πο­γρα­φιῶν, Λον­δί­νο. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Φω­το­γρα­φία τοῦ Ἄλ­μπερτ Ἀιν­στάιν ἀπὸ τὸν Orren Jack Turner. 1947, Βι­βλιο­θή­κη τοῦ Κογ­κρέ­σου, Οὐ­ά­σιν­γκτον. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Φω­το­γρα­φία τοῦ φυ­σι­κοῦ Βέρ­νερ Χάι­ζεν­μπεργκ. 1933, Ὁμο­σπον­δια­κὰ Ἀρ­χεῖα (Γερ­μα­νί­ας) (Bun­des­ar­chiv), Κό­μπλεντς, ἀριθ. κα­τα­χώ­ρι­σης: Bild 183-R57262. Ἡ εἰ­κό­να δια­νέ­με­ται ὑπὸ τὴν ἄδεια Cre­ative Com­mons Ἀνα­φο­ρὰ δη­μιουρ­γοῦ – Πα­ρό­μοια δια­νο­μὴ 3.0 Γερ­μα­νία (CC-BY-SA 3.0 DE). Ἀνα­φο­ρά: Bun­des­ar­chiv, Bild 183-R57262 / ἄγνω­στος φω­το­γρά­φος / CC-BY-SA 3.0 DE. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Τζὼν Κό­λιερ. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Κά­ρο­λου Δαρ­βί­νου. 1883, ἐλαιο­γρα­φία, Ἐθνι­κὴ Πι­να­κο­θή­κη Προ­σω­πο­γρα­φιῶν, Λον­δί­νο. Ἀν­τί­γρα­φο ἔργου τοῦ 1881 τοῦ ἴδιου ζω­γρά­φου. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.

Σημειώσεις

  1. Πρβλ. Jacques Ellul, The Tech­no­log­i­cal So­ci­ety (New York, 1964), σελ. 27 κ.ο.κ. [↑]
  2. Βλ. “Teil­hard de Chardin and the Chris­t­ian Vi­sion”, στὸ “Stud­ies in Com­par­a­tive Re­li­gion”, 1970, σελ. 150-175. [↑]
  3. Βλ. Michael Polanyi, Per­sonal Knowl­edge (Νέα Ὑόρκη, 1964), ἰδιαί­τε­ρα τὸ Κεφ. 10. Βλ. ἐπί­σης Chaim Per­el­man, “Polanyi’s in­ter­pre­ta­tion of sci­en­tific in­quiry”, στὸ In­tel­lect and Hope. Es­says in the Thought of Michael Polanyi, ἔκδ. T.A. Lang­ford and W.H. Pe­teat (Duke Uni­ver­sity Press), p. 232-241[↑]
  4. Βλ. The Tao of Physics (Berkley, 1975) καὶ The Turn­ing Point (Λον­δί­νο, 1982). [↑]
  5. Joseph Need­ham, Man a Ma­chine (Λον­δί­νο, 1927), σελ. 93. Πρβλ. σελ. 184 τοῦ T. Roszak, Where the Waste­land Ends (Λον­δί­νο, 1973), ἕνα βι­βλίο ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σα ἐδῶ. [↑]
  6. Fran­cis Crick, Of Mol­e­cules and Men (Uni­ver­sity of Wash­ing­ton Press, 1966), σελ. 87, 93. Ἀνα­φέ­ρε­ται ἀπὸ τὸν T. Roszak, Where the Waste­land Ends, σελ. 184, 188. [↑]
  7. Βλ. A Holy Tra­di­tion of Work­ing. Pas­sages from the Writ­ings of Eric Gill, ἔκδ. καὶ εἰσαγ. ἀπὸ τὸν Brian Kee­ble (Ip­swich, 1983), καὶ David Jones, Epoch and Artist (Λον­δί­νο, 1959). [↑]
  8. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέση συγ­γρα­φέ­ων ὅπως ὁ René Dubos στὸ βι­βλίο του The Woo­ing of Earth (Νέα Ὑόρκη, 1980). [↑]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου