Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ανακοίνωση των «Εθνικών Φυλάκων» για την αλλαγή της «Κυριακής Προσευχής» από τον αιρεσιάρχη Πάπα Φραγκίσκο


Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12ῃ Ἰουνίου 2019
Ἀρ. Πρωτ.: Φ1/6/12-6-19
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
ΘΕΜΑ: ΜΕΓΙΣΤΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΧΡΙΣΤΟ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ «ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ 
Τεράστιες οἱ εὐθῦνες τῶν φιλοπαπικῶν, τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν ὑπερμάχων τῶν διαλόγων 
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀσεβεστάτης ἐνεργείας τοῦ ἀντιχρίστου καὶ αἱρεσιάρχου Πάπα τῆς ἐκπεσούσης Ρώμης Φραγκίσκου νὰ τολμήση νὰ ἀλλάξη τὴν φράσι «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς» (τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους «Πάτερ ἡμῶν»), τὴν ὁποίαν μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, δείχνοντάς μας πῶς νὰ προσευχώμαστε, μὲ τὴν φράσι «μὴ μᾶς ἀφήσης νὰ ὑποκύψουμε στὸν πειρασμό», δηλώνουμε τὰ ἐξῆς:
1. Στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ἔχουμε πέντε πτώσεις: τοῦ Σατανᾶ, τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
2. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποκαλοῦν τὸν Πάπα, Ἀντίχριστο, αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, δίκερο γίγαντα τῆς Ρώμης, ἀπόστολο τοῦ Σατανᾶ.
3. Ὁ Παπισμὸς ἀντικατέστησε τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο Πάπα.
4. Ὁ Παπισμὸς εἶναι ἕνας νεοαρειανισμός, ἀφοῦ, μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ ἐπὶ κεφαλῆς του, προσβάλλει βαναύσως καὶ ἀμφισβητεῖ ἀμέσως τὴν Θεότητα καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μοναδικὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ὁ Παπισμὸς εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλὰ ἀναίρεσις καὶ καθαίρεσις τῆς ἀληθείας.
6. Ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεσις καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς παναίρεσις.
7. Ἡ αλλαγή, τὴν ὁποίαν ἐπέφερε ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Φραγκῖσκος, εἶναι σοβαρωτέρα ἀπὸ τὴν φρικτὴ αἵρεσι τοῦ Filioque (φιλιόκβε). Τότε, οἱ προκάτοχοί του, ἀλλοίωσαν κείμενο Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ συγκεκριμένως τῆς Δευτέρας Συνόδου ἐν Κων/λει, τὸ 381 μ.Χ. Τώρα, ὁ Ἰησουΐτης Φραγκῖσκος ἀλλοίωσε λόγο τοῦ ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
8. Πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια δὲν κρύβεται τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ περιωπή, τὸ ἀλάθητο καὶ τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα ἐφ’ ὅλης τῆς Οἰκουμένης, ἀφοῦ μόνον αὐτὸς δύναται νὰ νομοθετῆ ὑπεράνω τοῦ Χριστοῦ, τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων καὶ οἱ πάντες ὀφείλουν νὰ ὐπακούουν.
9. Ὁ διμερὴς Θεολογικὸς Διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν πρέπει ἀμέσως καὶ πάραυτα νὰ παύση καὶ νὰ παραιτηθοῦν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων.
10. Τεράστιες εὐθῦνες ἐπωμίζονται οἱ οἰκουμενιστὲς καὶ παπόφιλοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες, Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖτες κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι γιὰ τὰ οἰκουμενιστικὰ καὶ φιλοπαπικά τους ἀνοίγματα, μὲ τὶς ὑποδοχές, τοὺς ἐναγκαλισμούς, τοὺς ἀσπασμούς, τὶς συμπροσευχές, τὶς κοινὲς εὐλογίες, τὰ ἡμισυλλείτουργα καὶ τὰ κοινὰ κείμενα μὲ τὸν Πάπα καὶ τοὺς Παπικούς.
11. Νὰ καταδικασθῆ ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), ἡ ὁποία προσέδωσε τὸ ἁγιώτατο ὄνομα «Ἐκκλησία» στὴν αἵρεσι τοῦ Παπισμοῦ καὶ στὸν αἱρεσιάρχη Πάπα.
12. Ὡς Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες βδελυττόμεθα, ἀποκηρύττουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὸν Παπισμό, τὸν Πάπα καὶ τοὺς ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων φιλοπαπικοὺς καὶ παραμένουμε ἑπόμενοι τῷ Χριστῷ, τοῖς ἁγίοις Ἀποστόλοις, τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι, ταῖς Ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς καὶ Τοπικαῖς Συνόδοις καὶ τοῖς Ἱεροῖς Κανόσι.
13. Ὁ Πάπας, δικαιολογῶντας τὴν ἀλλαγὴ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», ἐξήγησε συγκεκριμένως: «Ἕνας πατέρας δὲν ὁδηγεῖ στὸν πειρασμό˙ ἕνας πατέρας σὲ βοηθάει νὰ σηκωθῆς ἀμέσως. Δὲν εἶναι καλὴ μετάφρασις, ἐπειδὴ μιλάει γιὰ ἕναν Θεό, ὁ ὁποῖος σὲ προτρέπει στὸν πειρασμό. Αὐτός, ὁ ὁποῖος σὲ ὁδηγεῖ στὸν πειρασμό, εἶναι ὁ Σατανᾶς. Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ Σατανᾶ». (Σχ. βλ. https://katanixi.gr/2019/06/07/αλλάζει-το-πάτερ-ημών-ποια-φράση-αντ/)
Ἐπειδὴ ἡ ἀνωτέρω ἑρμηνεία τοῦ Πάπα εἶναι ὀρθολογιστική, ἀθεολόγητη, ἀντιπατερικὴ καὶ μεταπατερική, γι’ αὐτὸ παραθέτουμε κατωτέρω τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία τοῦ στίχου «καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης σημειώνει ὅτι ὁ Κύριος, λέγοντας «Μὴ μᾶς εἰσαγάγης στὸν πειρασμό», προσθέτει ἀμέσως τὸ «γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό». Καὶ περαιτέρω ἐξηγεῖ ὅτι προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ μᾶς εἰσαγάγη σὲ πειρασμό, ἐπειδὴ τὸν ἀπεχθανόμαστε. Δηλαδή, κάνουμε αὐτό, τὸ ὁποῖον κάνει ὅποιος ἀπεχθάνεται τὸν πόλεμο, ποὺ προσεύχεται καὶ ζητεῖ νὰ μὴν ἀναμιχθῆ σ’ αὐτόν. Ἐπίσης, ὅποιος φοβᾶται τὴν φωτιά, προσεύχεται νὰ μὴ πέση σ’ αὐτήν, καί, ὅποιος τρέμει τὴν θάλασσα, εὔχεται νὰ μὴ βρεθῆ στὴν ἀνάγκη νὰ ταξιδέψη στὴν θάλασσα. Ἔτσι, ὅποιος φοβᾶται τὴν συνάντησι μὲ τὸν πονηρό, εὔχεται νὰ μὴν ὁδηγηθῆ σ’ αὐτόν. (Σχ. βλ. Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Λόγοι εἰς τὴν προσευχήν, Εἰσαγωγή-Κείμενο-Μετάφρασις-Σχόλια: Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, β΄ ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1989, σσ. 160-165).
Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μεταφράζει τὴν ἐν λόγῳ φράσι τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς» ὡς «Καὶ μὴν ἐπιτρέψης, Κύριε, νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό».
Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ πειρασμοί, κατὰ τὸν ὅσιο Μάξιμο. Οἱ ἐνήδονοι καὶ οἱ ἑνόδυνοι. Αὐτοί, ποὺ φέρνουν ἠδονὴ καὶ αὐτοί, ποὺ φέρνουν ὁδύνη. Οἱ πρῶτοι εἶναι ἑκούσιοι καὶ γεννοῦν τὰ πάθη. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀκούσιοι καὶ διώχνουν τὰ πάθη. Τοὺς ἑκουσίους πρέπει νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε. Τοὺς ἀκουσίους νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ ἀπευχώμαστε, διότι εἴμαστε ἀδύνατοι καὶ μπορεῖ νὰ ὑποκύψουμε. Ἀλλά, ὅταν ἔλθουν, νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα ὡς «καθαρτήριον» τῆς ψυχῆς.
Πιὸ συγκεκριμένα λέγει ὁ ὅσιος Μάξιμος: «Κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ πειρασμὸς ἐκδηλώνεται μὲ δύο τρόπους. Ὁ ἕνας εἶναι ἡδονικός, ὁ ἄλλος ὀδυνηρός. Ὁ πρῶτος γίνεται μὲ τὴν προαίρεσί μας, ἐνῶ ὁ ἄλλος χωρὶς αὐτήν. Ὁ πρῶτος γεννᾷ τὴν ἁμαρτία καὶ ἔχουμε διαταχθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μποῦμε σ’ αὐτόν, λέγοντας «μὴν ἀφήσης νὰ μποῦμε σὲ πειρασμό», καὶ «νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ νὰ προσεύχεσθε νὰ μὴ μπῆτε σὲ πειρασμό». Ὁ ἄλλος πειρασμὸς εἶναι γιὰ τιμωρία τῆς ἁμαρτίας καί, μὲ ἀκούσιες ἐπιφορές, τιμωρεῖ τὴν διάθεσι, ἡ ὁποία ἀγαπᾷ τὴν ἁμαρτία. Αὐτόν, ἄν τὸν ὑπομείνη κανείς, καὶ μάλιστα, ἂν δὲν εἶναι τρυπημένος μὲ τὰ καρφιὰ τῆς ἁμαρτίας, θὰ ἀκούση τὸν Μέγα Ἀπόστολο Ἰάκωβο, ποὺ διακηρύττει: «Ὅταν πέσετε, ἀδελφοί μου, σὲ ποικίλους πειρασμούς, νὰ τὸ θεωρῆτε ὡς μεγάλη χαρά. Διότι ἡ δοκιμασία τῆς πίστεώς σας καλλιεργεῖ τὴν ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπομονὴ τὴν σταθερότητα. Ἡ σταθερότης, ὅμως, πρέπει νὰ κρατήση ὡς τὸ τέλος.
Καὶ τῶν δύο εἰδῶν τοὺς πειρασμούς, τοὺς ἐκμεταλλεύεται μὲ κακουργία ὁ πονηρός, δηλαδὴ καὶ τὸν ἑκούσιο καὶ τὸν ἀκούσιο. Τὸν πρῶτο τὸν σπέρνει, ἐρεθίζοντας τὴν ψυχὴ μὲ τίς ἡδονές τοῦ σώματος, καὶ μηχανεύεται νὰ ἀπομακρύνη τὴν ἐπιθυμία της ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη. Γιὰ τὸν ἄλλο, ζητεῖ τὴν παραχώρησι ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ σοφίσματα, θέλοντας νὰ φθείρη μὲ τὴν ὀδύνη τὴν ἀνθρώπινη φύσι, γιὰ ν’ ἀναγκάση τὴν ψυχή, ἡ ὁποία θὰ καταβληθῆ ἀπὸ ἀτονία, λόγῳ τῶν πόνων, νὰ κινήση τοὺς λογισμούς της σὲ διαβολὴ τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐμεῖς, ὅμως, γνωρίζοντας τὰ διανοήματα τοῦ πονηροῦ, ἄς πετάξουμε τὸν ζυγὸ τοῦ ἑκουσίου πειρασμοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρύνουμε τὴν ἐπιθυμία μας ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη, καὶ τὸν ἀκούσιο, ὁ ὁποῖος ἔρχεται μὲ παραχώρησι Θεοῦ, ἂς τὸν ὑπομένωμε μὲ γενναιότητα, γιὰ νὰ φανοῦμε ὅτι προτιμήσαμε, ὄχι τὴν φύσι, ἀλλὰ τὸν Κτίστη τῆς φύσεως». (Σχ. βλ. Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Σύντομη ἑρμηνεία στὴν προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν» σταλμένη πρὸς κάποιον φιλόχριστο, http://paterikakeimena.blogspot.com/2011/03/blog-post_15.html).
Ὁ ἴδιος Ἅγιος συσχετίζει τὸ «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», μὲ τὸ προηγούμενο αἴτημα τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς». Γράφει, ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει καθαρὴ τὴν καρδιά του καὶ δὲν ἔχει συγχωρήσει τοὺς ἄλλους, πέφτει, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, σὲ δοκιμασίες, γιὰ νὰ μαλακώση ἡ ψυχή του: « …Καί τῷ πειρασμῷ καὶ τῷ πονηρῷ κατὰ δικαίαν ἐκδοθήσεται κρίσιν, ἵνα μάθῃ καθαίρεσθαι πλημμελῶν, τὰς κατ’ ἄλλων ἑαυτοῦ μομφὰς ἀφαιρούμενος» (P.G. 90, 904).
Ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας σημειώνει σχετικῶς: «Διὰ τοῦ πειρασμοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ συνεργασθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν λύτρωσί μας καὶ νὰ ἔχουμε τὴν χαρὰ τῆς ἐκπληρώσεώς της» (ΒΕΠ 17, 258, 19-25). Τὸ αἴτημα «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», κατὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο Ἀλεξανδρείας, προσλαμβάνει τὶς σωστές του διαστάσεις μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὴν Γεθσημανή, ὅταν, προσευχόμενος στὸν Πατέρα Του, εἶπε: «Εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο», γιὰ νὰ προσθέση ἀμέσως μετά: «Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ» (Ματθ. 26, 39). Ὅπως γράφει, αὐτό, ποὺ ὁ Κύριος ἔκανε, νὰ ζητήση μὲν ἀπὸ τὸν Πατέρα Του νὰ Τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν δοκιμασία, ἀλλὰ τελικῶς νὰ Τοῦ πῆ «Οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ», εἶναι ποὺ μᾶς δίδαξε νὰ ζητοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». (Β.Ε.Π. 17, 262, 19-38). Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ἐξηγεῖ: «Προσευχόμαστε νὰ μὴν εἰσέλθουμε σὲ πειρασμό, διότι τὸν θεωροῦμε ὡς ἕνα χείμαρρο, τοῦ ὁποίου ἡ διάβασις εἶναι δύσκολη». (Β.Ε.Π. 39, 261, 13-19).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν, παρατηρεῖ: «Ὁ Θεός, λοιπόν, κινούμενος εἰς συμπάθειαν τῆς ταλαιπωρίας καὶ παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἔρχωνται οἱ πειρασμοί, καὶ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ φρικτοὶ καὶ φοβεροί, κατὰ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ ταπεινούμεθα καὶ γνωρίζωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀγκαλὰ καὶ μᾶς φαίνονται πὼς εἶναι ἀνωφελεῖς· καὶ ἐδῶ δείχνει ἐν ταυτῷ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν του· ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μᾶς ὠφελεῖ· ἐπειδὴ ταπεινούμεθα περισσότερον· τὸ ὁποῖον εἶναι πλέον χρειαζόμενον ἀπὸ ὅλα εἰς τὴν ψυχήν μας».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι, διδάσκοντάς μας ὁ Κύριος νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε τοὺς πειρασμούς, μᾶς ἐκπαιδεύει νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀδυναμία μας, καὶ ἔτσι καταστέλλει τὸ «φύσημα», τὴν οἴησι, τὴν ὑπερηφάνεια. Ὅταν, ὅμως, ἔρχωνται οἱ πειρασμοί, χωρὶς ἐμεῖς νὰ τοὺς ζητοῦμε, τότε πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα, «ἵνα καὶ τὸ γενναῖον ἀντιδειξώμεθα καὶ τὸ ἀκενόδοξον». (Σχ. βλ. Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ Κυριακὴ Προσευχή, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σσ. 37-38).
Ὁ Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο «καὶ μὴ εισενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», σημειώνει: «Ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό νὰ μὴ μᾶς παραδώση στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μᾶς πειράζη, καὶ ὄχι ὅτι παρακαλοῦμε νὰ μὴ λάβουμε τέλειο πειρασμό, ἀλλὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφήση τελείως καὶ μᾶς πειράζη ἕως τέλους. Διότι, μὲ πολλὰ κακὰ καὶ μὲ πολλὲς θλίψεις θέλουμε νὰ πᾶμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄν κάποιος δὲν παθαίνη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καμμία θλίψι καὶ ἀνάγκη, ἂς γνωρίζη ὅτι δὲν ἔχει μετοχὴ μὲ τὸν Θεό. Καθὼς λέγει: «Τίς ἐστι πατήρ, ὅς οὐ παιδεύει υἱόν; εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἄρα νόθοι ἐστέ, καὶ οὐχ υἱοί». Ὁ καλός πατέρας, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν υἱό του, τὸν παιδεύει, γιὰ νὰ σωφρονισθῆ, καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τὸν παιδεύει, τὸν ἀγαπᾶ. Ἀλλά, ἐκεῖνον τὸν υἱό, ποὺ δὲν τὸν παιδεύει, δὲν τὸν ἀγαπᾷ, ἀλλὰ τὸν ἔχει σὰν νόθο, καὶ ὅ,τι κι ἂν κάνη, δὲν τοῦ λέγει τίποτε. Γιατί; Διότι, δὲν τὸν ἀγαπᾷ. Ἀλλά, ὁ πατέρας, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸ πολὺ καὶ θέλει νὰ γίνη καλὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν περιουσία του, τὸν παιδεύει κάθε μέρα. Καὶ ὅταν τὸν δῆ νὰ ἐπιστρέφη ἀπὸ τὰ κακά, ποὺ κάνει, καὶ ὅτι στὸν παιδεμό, ποὺ τοῦ κάνει, δὲν φέρη ἀντίλογο, τότε τὸν παίρνει στὸ σπίτι του καὶ τὸν βάζει νὰ καθίση κοντά του καὶ τρώει ἀπὸ αὐτά, ποὺ τρώει καὶ ὁ πατέρας του, καὶ στὸν θάνατό του τὸν κάνει κληρονόμο. Τὸν ἴδιο τρόπο μεταχειρίζεται καὶ ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος σ’ ἐμᾶς, ὅταν μᾶς παιδεύη, κι ἐμεῖς δὲν βλασφημοῦμε, ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ἀλλὰ ὅταν εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό ὁλοψύχως, τότε μᾶς δίνει τὸν οὐράνιο ἄρτο. Καὶ ὅταν πεθαίνουμε, μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς βασιλείας Του. Ἑπομένως, παρακαλοῦμε νὰ μᾶς παιδεύση ὅσο Αὐτὸς θέλει, ἀλλὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφήση παντελῶς στὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Διότι, Αὐτὸς εἶναι δυνατὸς νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια του». (Σχ. βλ. «Ἐξήγησις τοῦ ‘’Πάτερ ἡμῶν’’ », ἐν Θησαυρὸς Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 570)
Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες Καινοδιαθηκολόγοι μεταφέρουν στὰ νεοελληνικὰ περιφραστικῶς τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας μεταφράζει μὲ τὸ «μὴν ἐπιτρέψης νὰ πέσωμεν εἰς πειρασμόν».
Ὁ Ἰωάννης Κολιτσάρας μὲ τὸ «μὴν ἐπιτρέψης νὰ περιπέσωμεν εἰς πειρασμόν». (Σχ. βλ. Ἡ Καινὴ Διαθήκη, κείμενον-ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις, ἔκδ. 32α, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ἡ Ζωή», Ἀθῆναι 2007, σ. 33)
Οἱ καθηγητὲς Π. Βασιλειάδης, Ἰ. Γαλάνης, Ἰ. Καραβιδόπουλος καὶ Γ. Γαλίτης μὲ τὸ «μὴ μᾶς ἀφήσης νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό».

Εγκληματική φύση ή Εγκληματικό δόγμα;



ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ἤ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ;
Τό εἴδαμε στίς εἰδήσεις, τό διαβάσαμε στόν ἡμερήσιο τύπο καί τό συναντήσαμε παντοῦ στό διαδίκτυο. Ὁ λόγος γιά τόν νεαρό, πού ἀνήμερα τοῦ Πάσχα σκότωσε τή 40χρονη, γιά νά τή θυσιάσει στόν σατανᾶ!
Τό θέμα παρουσιάστηκε γενικά, περίπου ἔτσι:1 «Σοκ στο πανελλήνιο προκαλεί η υπόθεση σατανισμού με πρωταγωνιστή ένα 22χρονο ψυχικά διαταραγμένο άνδρα2, ο οποίος δολοφόνησε άστεγη γυναίκα ως θυσία στον... σατανά.
Το μακάβριο περιστατικό σημειώθηκε το πρωί της 20ης Απριλίου, ανήμερα του Πάσχα, στην Πλατεία Βάσως Κατράκη, στην περιοχή της Γλυφάδας. Ο νεαρός Α. Π., ... πλησίασε την άτυχη 41χρονη που κοιμόταν σε ένα παγκάκι και με μια πέτρα της πολτοποίησε το κεφάλι, χτυπώντας την για πολλή ώρα μέχρι να βεβαιωθεί ότι είναι νεκρή...
“Διάλεξα την ημέρα του Πάσχα επειδή ήμουν λυπημένος που αναστήθηκε ο Χριστός. Έκανα προσευχή στον σατανά. Αμέσως μετά έκοψα τα χέρια μου με ένα κομμάτι γυαλί και με το αίμα μου έγραψα σε ένα παγκάκι το 666 και σχημάτισα έναν ανάποδο σταυρό ακριβώς δίπλα”, ομολόγησε κυνικά αμέσως μετά την σύλληψή του.
Ο πιστός και αμετανόητος υποστηρικτής του διαβόλου όπως δηλώνει ο ίδιος προσπαθούσε από την ηλικία των 15 ετών να μυηθεί στο σατανισμό. Όπως αποκάλυψε, είχε προμηθευτεί σχετικά βιβλία για να ενημερωθεί ενώ έψαχνε μανιωδώς στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες γύρω από την λατρεία του εωσφόρου.
“Θέλω να γίνω σατανιστής. Μένω Αθήνα. Όποιος μπορεί να με βοηθήσει ας επικοινωνήσει μαζί μου” ήταν μια από τις αναρτήσεις του στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook.
“Από μικρός κατάλαβα ότι μόνο ο σατανισμός με καλύπτει. Για να γίνεις αποδεκτός από τον σατανά, πρέπει να κάνεις ανθρωποθυσία στο όνομά του. Εγώ ήμουν αποφασισμένος να γίνω ο εκλεκτός του σατανά και ας έπρεπε να σκοτώσω μία και δύο φορές”, ανέφερε χωρίς να δείχνει ίχνος μεταμέλειας για την άρρωστη δράση του.
Ακόμη και οι ημερομηνίες που επέλεξε να σκοτώσει ο 22χρονος δεν είναι τυχαίες: Η πρώτη δολοφονία έγινε ανήμερα το Πάσχα, την ημέρα που οι Χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού, ενώ η δεύτερη είχε σχεδιαστεί για τις 21 Ιουνίου, δηλαδή την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου που γιορτάζεται από τους σατανιστές.
Ήρεμος αλλά καθόλου μετανοιωμένος είναι σύμφωνα με πληροφορίες ο ψυχικά διαταραγμένος νεαρός στο κελί που κρατείται.
Μάλιστα, εμφανίζεται προβληματισμένος γιατί δεν πρόλαβε να κάνει και το επόμενο βήμα, δηλαδή τη δεύτερη θυσία στο όνομα του σατανά.
Όπως είπε στους αστυνομικούς από την ηλικία των 15 ετών άρχισε να ασχολείται με τον σατανισμό. Διάβαζε σχετικά βιβλία και έμπαινε σε ιστοσελίδες με ανάλογο περιεχόμενο. Τον τελευταίο καιρό είχε καρφωθεί στο μυαλό του ότι πρέπει να κάνει ανθρωποθυσία αφιερωμένη στο Σατανά. Και διάλεξε την ημέρα του Πάσχα. Όπως ομολόγησε στους αστυνομικούς θα σκότωνε τον πρώτο άνθρωπο που θα έβλεπε μπροστά του, όταν πλησίαζε την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Έτσι, όταν είδε τη 40χρονη άστεγη να κοιμάται στο παγκάκι χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε μια πέτρα και της έλιωσε το κεφάλι.
Ο νεαρός αμέσως μετά τη σύλληψή του ομολόγησε τα πάντα στους αστυνομικούς. Είπε μάλιστα ότι έβγαινε από το σπίτι του και προσευχόταν καθημερινά στο Σατανά ώστε ως τις 21 του μήνα που έχουμε την εαρινή ισημερία να του υποδείξει το νέο του θύμα, όπως είχε κάνει, όπως είπε στους αστυνομικούς και το βράδυ της Ανάστασης.
Συντετριμμένος εμφανίζεται ο πατέρας του 22χρονου σατανιστή της Γλυφάδας, που δεν μπορεί να καταλάβει τους λόγους που ώθησαν τον γιο του σε αυτή την αποτρόπαια πράξη.
“Δεν είμαι καλά στην υγεία μου. Έχω επέμβαση στην καρδιά. Εκφράζω τη βαθιά λύπη μου για τον χαμό αυτής της γυναίκας. Συλλυπητήρια στην οικογένειά της”, είπε με φωνή που έβγαινε δύσκολα ενώ αναφερόμενος στο παιδί του τόνισε “Ο γιος μου είναι βαριά άρρωστος ψυχικά και χρήστης ουσιών”.
Συγκλονισμένος ήταν και ο μικρότερος αδερφός του, ο οποίος είπε: “Είναι μεγάλη η οδύνη μας για την οικογένεια της γυναίκας. Πονάμε πρώτα για αυτήν”.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι μερικές ημέρες μετά την δολοφονία, ο δράστης αποκάλυψε το έγκλημά του στους γονείς του, οι οποίοι ωστόσο δεν τον πίστεψαν.
Την πεποίθηση ότι ο 22χρονος είχε βάλει στο στόχαστρο την άστεγη γυναίκα εδώ και καιρό, εξέφρασε ο τραγικός πατέρας του θύματος.
“Πιστεύω ότι ο δολοφόνος την ακολουθούσε ημέρες. Τα τελευταία χρόνια τριγυρνούσε σε πάρκα, πλατείες και σε άλλα σημεία στα νότια προάστια και προσπαθούσαμε να την βρούμε να την γυρίσουμε σπίτι”, δήλωσε.
“Όμως εκείνες τις ημέρες δεν μπορούσαμε να την εντοπίσουμε. Δηλώναμε την εξαφάνισή της στην Αστυνομία, όμως εκείνοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Κάναμε ότι μπορούσαμε για να ξεπεράσει το πρόβλημα και μπλέξαμε με σκοπιμότητες γιατρών. Ποτέ δεν περιμέναμε όμως αυτήν την κατάληξη”, συμπλήρωσε ο πατέρας της 41χρονης.
Η άστεγη γυναίκα που βρέθηκε κατακρεουργημένη φαίνεται ότι αντιμετώπιζε το δικό της Γολγοθά. Άριστη μαθήτρια στα νιάτα της, με απόλυτα φυσιολογική εξέλιξη στη ζωή της κάποια στιγμή χώρισε από τη σχέση της με έναν άνθρωπο στον οποίο είχε αφοσιωθεί και από τότε άρχισε ο κατήφορος.
“Τα τελευταία χρόνια τριγυρνούσε σε πάρκα, πλατείες και σε άλλα σημεία στα νότια προάστια και προσπαθούσαμε να την βρούμε να την γυρίσουμε σπίτι. Χανόταν τα τελευταία χρόνια από το σπίτι λόγω μιας μεγάλης ερωτικής απογοήτευσης πριν από 15 περίπου χρόνια” τόνισε ο συνταξιούχος ναυτικός και συμπλήρωσε “αρχικά δεν είχαμε καταλάβει ότι ήταν εκείνη η δολοφονημένη στην Γλυφάδα. Ούτε καν είχαμε ακούσει τις ειδήσεις. Όμως, μετά, μας τηλεφώνησε η αστυνομία”».
Σχολιάζοντας τήν παραπάνω εἴδηση, ἔχουμε νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς: Ὅπως συνέβη καί μέ τό ἄλλο τραγικό γεγονός τό 1993, μέ τά γεγονότα στήν Παλλήνη, τόσο τά ΜΜΕ, ὅσο καί οἱ «ἀρχές», δικαστικοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι κ.ἄ. ἑστιάσθηκαν στά σενάρια περί «ἐγκληματικῆς φύσης» ἤ περί «διαταραγμένης προσωπικότητας». Κανείς, πλήν τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, δέν μπόρεσε νά ἀνιχνεύσει τήν πραγματική αἰτία τοῦ κακοῦ, πού ἀφορᾶ σ’ αὐτό πού εἶναι γνωστό στό ἐξωτερικό σάν «ἐγκληματικό δόγμα».
Καί εἶναι λυπηρό τό γεγονός ὅτι μετά ἀπό 20 χρόνια, οἱ «ἀρχές», νομικές καί διωκτικές, ἀλλά καί τά ΜΜΕ, δέν πῆραν ἤ δέν θέλησαν νά πάρουν στά σοβαρά, τήν πληροφορία περί ὑπάρξεως «ἐγκληματικοῦ δόγματος», πού εἶναι στήν πραγματικότητα τό κλειδί πού ξεκλειδώνει τό πάζλ τῆς «παραβατικῆς συμπεριφορᾶς» τῶν ἐξ­τρεμιστικῶν σεκτῶν, τῶν γνωστῶν «Καταστροφικῶν Λατρειῶν» (Destructive Cults) καί τοῦ «τελετουργικοῦ ἐγκλήματος».
Ἡ κοινωνία μας σήμερα μαστίζεται ἀπό ἀκραία ὑποβάθμιση, ὄχι τόσο ἀπό ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὅσο ἀπό τήν ἀπουσία πνευματικότητας. Ὁ πολιτισμός, γιά τόν ὁποῖο μόνο καυχόμαστε οἱ νεοέλληνες ἐνθυμούμενοι τό ἔνδοξο ἱστορικό παρελθόν μας, ἀπουσιάζει τελείως ἀπό τίς προτεραιότητές μας, ἐνῶ ἡ ἀντιγραφή αἰσχρῶν Δυτικῶν προτύπων ἀποτελεῖ σήμερα, ἀλλά ἀποτελοῦσε καί στό παρελθόν, τήν πρώτη ἐπιλογή.
Μέ βάση τό «ἐγκληματικό δόγμα», γνωρίζουμε ὅτι κάτω ἀπό τίς ἀκραῖες μεθοδεύσεις τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῶν «Κα­ταστροφικῶν Λατρειῶν», τό νεόφυτο θύμα ὑποβάλλεται σέ πρακτικές «πλύσης ἐγκεφάλου», σέ διαδικασίες ὕπνωσης καί αὐτοΰπνωσης (διαλογισμός-meditation) κ.ἄ. μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀλλοίωση τῆς προσωπικότητας καί τή δυνατότητα ἐκτέλεσης κάθε καταστροφικῆς καί ἀξιόποινης πράξης, πού μάλιστα θεωρεῖ ὅτι προέρχεται ἀπό προσωπική του ἐπιλογή, ἐνῶ τοῦ ἔχει ὑποβληθεῖ καί εἶναι κατευθυνόμενη.
Οἱ δυνάμεις, πού προσπαθοῦν μανιωδῶς νά ἐξαλείψουν τό ἔθνος μας, περιθωριοποιώντας τήν Ἐκκλησία, εἶναι οἱ ἴδιες ἐκεῖνες, πού μέ τά κατευθυνόμενα ΜΜΕ προωθοῦν τίς πρακτικές καί τά δόγματα τῶν σεκτῶν καί «ἀνησυχοῦν» μόνο ὅταν πλέον παρουσιάζεται ἐγκληματική δραστηριότητα. Εἶναι οἱ ἴδιες, πού τήν αἰτία τῆς ἐγκληματικῆς ἐνέργειας τήν ἀποδίδουν στήν «ἐγκληματική προσωπικότητα» τοῦ δράστη ἤ στή «διαταραγμένη» ψυχική του κατάσταση. Καμία ἀναφορά στά «ἐγκληματικά δόγματα», πού διαμορφώνουν τήν «ἐγκληματική προσωπικότητα» καί τή «διαταραγμένη ψυχική κατάσταση». Εἶναι οἱ ἴδιες οἱ δυνάμεις αὐτές, πού στό ὄνομα τῆς «ἐλεύθερης διακίνησης τῶν ἰδεῶν» ἔχουν γεμίσει τά ράφια τῶν βιβλιοπωλείων μέ χιλιάδες ἀποκρυφιστικούς τίτλους καί τό διαδίκτυο μέ ἑκατομμύρια ἀποκρυφιστικές ἱστοσελίδες· πού προωθοῦν τή δημιουργία σεκτῶν κι ἀποκρυφιστικῶν ὁμάδων καί χρηματοδοτοῦν τήν ἔκδοση τῶν περιοδικῶν καί ἐντύπων τους. Εἶναι οἱ ἴδιες πού προωθοῦν νομοσχέδια μέ τά ὁποῖα κάθε συναγωγή 300 ἀτόμων θά μπορεῖ μέ μιά ἄδεια τοῦ Πρωτοδικείου νά θεωρεῖται ἀναγνωρισμένη θρησκεία.
Χωρίς τήν πρόθεση νά ἀπενοχοποιήσουμε τό νεαρό θύτη, ἀπό τίς εὐθύνες του ἐνώπιον τῆς Δικαιοσύνης, θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος θύμα τῶν θεσμῶν ἐκείνων πού στέρησαν ἀπό τήν οἰκογένεια, τήν Πολιτεία καί τήν Ἐκκλησία τή δυνατότητα νά πλαισιώσουν σωστά ἕνα 15χρονο τότε ἀγόρι, ὥστε νά μήν ἀναζητήσει αὐτό τήν τόσο εὔκολα προσφερόμενη διέξοδο πρός τό Σατανισμό. Ἀκόμη κι ὁ θάνατος τῆς 40χρονης γυναίκας σίγουρα θά ἦταν ἀνέφικτος μέσα ἀπό ἕνα ἄλλο ὑγιές πολιτειακό οἰκογενειακό πλαίσιο.
Ἐπιθυμοῦμε νά ὑπογραμμίσουμε καί νά εὐχηθοῦμε, ἡ ἀλήθεια γιά τήν καταλυτική συμβολή τοῦ «ἐγκληματικοῦ δόγματος» στή διάπραξη ἐγκληματικῶν πράξεων, νά γίνει κατανοητή ἀπό τούς ἁρμόδιους.
Ἡ προστασία κάθε πολίτη ἀπό τήν ἔκνομη δραστηριότητα τῶν «καταστροφικῶν λατρειῶν» καί ἡ διαφύλαξη τῶν ἔννομων ἀγαθῶν εἶναι πρωτίστως εὐθύνη τῆς Πολιτείας.
Μέ πολλή συμπόνοια βλέπομε τό παραπάνω τραγικό γεγονός. Θύματα καί στήν περίπτωση αὐτή, ὅπως καί γενικώτερα στίς «καταστροφικές λατρεῖες», εἶναι ἡ δύστυχη 40χρονη κοπέλλα καί ἡ οἰκογένειά της, ἀλλά καί ἡ οἰκογένεια τοῦ «δράστη», καθώς καί ὁ ἴδιος.
Οἱ τραγικές οἰκογένειες καί τά δύο θύματα, θά ἔχουν τήν ψυχική συμπαράστασή μας καί τήν προσευχή μας.
_____________________________
2 . Σ.τ.Σ. Οἱ ὑπογραμμίσεις, δικές μας.

Περιοδικό διάλογος
Τεύχος 76
Απρίλιος - Ιούνιος 2014

Ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης και ο Όσιος Άνθιμος της Πάτμου για την αντιμετώπιση των αιρέσεων



Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ ΚΑΙ
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
τοῦ Ἀρχιμ. Xρυσοστόμου Mαϊδώνη
Προέδρου τοῦ Πνευματικοῦ Συμβουλίου τῆς Π.Ε.Γ.
Οἱ Ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού μᾶς δείχνουν τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν διαφόρων αἱρέσεων. Σ᾽ ὅλες τίς ἐποχές δροῦσαν οἱ αἱρέσεις κατά τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλοιώνοντας τήν πίστη καί προσπαθώντας νά παραπλανήσουν ἀστήρικτους χριστιανούς. Ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ Ἅγιοι, πού ἀντιλαμβάνονταν τήν αἵρεση καί ἀγωνίζονταν νά σταματήσουν τή δράση τους καί νά ἀπελευθερώσουν τά θύματα. Δύο σύγχρονοι Ἅγιοι πού ἐργάσθηκαν κατά τῶν αἱρέσεων εἶναι οἱ Ὅσιοι Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης καί Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου.
α. Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος διακονώντας στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, ὡς ἐφημέριος-δάσκαλος καί ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ ἀντιστάθηκε κυρίως ἀπέναντι στούς Εὐαγγελικούς, πού εἰσέβαλαν στή μάνδρα τοῦ Χριστοῦ στή Μικρά Ἀσία καί κατά τῆς τρομοκρατίας τῶν Τούρκων, πού ἐνοχλοῦσαν τούς χριστιανούς.
Οἱ Εὐαγγελικοί
Ἄς δοῦμε πῶς ἀντέδρασε στήν ἐμφάνιση ἑνός προτεστάντη δασκάλου στήν Καππαδοκία.
Γράφει ὁ Ὅσιος Παΐσιος στήν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη.
«Ἐπειδὴ ὁ Πατήρ εἶχε μεγάλη Ὀρθόδοξη εὐαισθησία, αἰ­σθα­νό­ταν πολύ βαθιά τήν μεγάλη εὐθύνη τοῦ ποιμνίου του καί ἐ­πα­γρυ­πνοῦ­σε πῶς νά τό προφυλάξη καί ἀπό τούς προβατόσχημους λύκους, τούς προτεστάντες οἱ ὁποῖοι ἔκαναν προπαγάνδα στήν Ἀ­να­το­λή μέ τούς δασκάλους πού ἔστελναν νά κάνουν προσηλυτισμό, γι᾽ αὐτό ὁ Πατήρ ἀναγκάσθηκε νά πάρη τρεῖς βοηθούς στό Σχο­λεῖ­ο, τούς πιό μορφωμένους τοῦ χωρίου, γιά δασκάλους καί νά μή δέχεται κανέναν ἀπ᾽ ἔξω.
Ἐνῷ στίς ἀρχές ἦταν πολὺς ὁ φόβος ἀπό τούς Τούρκους καί τό Σχολεῖο τό εἶχε σάν τό κρυφὸ Σχολεῖο, ἀργότερα ἦταν χειρότερος ὁ φόβος ἀπό τούς προτεστάντες, διότι ἤθελαν νά μολύνουν τήν Ὀρθόδοξη πίστη τῶν παιδιῶν.
Μιά φορά εἶχαν στείλει ἕναν δάσκαλο προτεστάντη, ὁ ὁποῖος, μόλις ἔφθασε στά Φάρασα, ζήτησε τό σπίτι τοῦ προτεστάντη Κουψῆ -πού τόν πλήρωναν νά κάνει προσυλητισμὸ- γιά νά ξεφορτώση τά πράγματά του καί νά μείνη σ᾽ αὐτόν. Ὅταν τό ἔμαθε γιά τόν δάσκαλο ὁ Πατήρ, πῆγε ἀμέσως, τόν συνάντησε καί τοῦ εἶπε «γρήγορα νά φύγης, ὅπως ἔχεις τά πράγματά σου, πρίν τά ξεφορτώσεις, γιατί στά Φάρασα ἄλλον προτεστάντη δέν θέλουμε (μᾶς φθάνει ὁ ἕνας πού ἔχουμε, καί ὁ ἕνας Τοῦρκος πού εἶναι ἀπό χρόνια». Μετὰ ἀπό αὐτά εἶπε καί στήν Ἐκκλησία ὁ Πατήρ: «ὁποῖος θά πῆ καλημέρα τοῦ Κουψῆ, νά τό ξέρη ὅτι θὰ βγῆ ἄλειωτος». Ἦταν ἡ μόνη λύση αὐτή γιά νά ἀπομονώσει τήν σφήκα, τόν Κουψῆ, ὁ ὁποῖος κέντριζε τούς νέους κυρίως, γιατί ἔχυνε στίς τρυφερές ψυχές τό δηλητήριο τῆς πλάνης του καί τούς ἀγρίευε μέ τό νά κατηγορῆ τόν Χατζεφέντη, ὅτι διώχνει τούς δασκάλους, γιά νά ἀφήση τά παιδιά ἀμόρφωτα. Ἀφοῦ πιά δέν μιλοῦσε κανείς τοῦ Κουψῆ, ἀναγκάσθηκε νά καταλάβη τ΄΄ην πλάνη του. Πῆγε στόν Πατέρα Ἀρσένιο, τοῦ ζήτησε συγχώρεση καί ἐπανῆλθε στό κοπάδι του καί αὐτὸς, ἔτσι χάλασε πιά ἡ σφηκοφωλιὰ τῶν προτεσταντῶν.
Μεγαλύτερο κακό ἔκαναν οἱ προτεστάντες στόν εὐλαβῆ Ὀρθόδοξο λαό τῆς Ἀνατολῆς, παρά οἱ Τοῦρκοι, γιατί οἱ Τοῦρκοι ὡμολογοῦσαν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καί οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τούς ἀπέφευγαν σάν Τούρκους. Ἐνῷ οἱ προτεστάντες παρουσιάζονταν μέ τό Εὐαγγέλιο καί παρέσυραν τούς ἁπλούς στήν πλάνη τους καί κατέστρεφαν ψυχές».
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ αὐστηρή στάση τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου ἀπέναντι στόν προτεστάντη.
Αὐτή ἡ συμπεριφορά τοῦ Ἁγίου σέ πολλούς σύγχρονους «εὐγενικούς» θά φαινόταν αὐστηρή καί ρατσιστική. Ὅμως οἱ Ἅγιοι πού ἔχουν Πνεῦμα Θεοῦ, ξέρουν πῶς νά συμπεριφερθοῦν στούς αἱρετικούς καί δέν χρειάζονται τή δική μας συμβουλή.
Ὁ Ἅγιος τήν αὐστηρή στάση του τήν κρατοῦσε ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του στό ποίμνιο του, ἀλλά καί στήν πραγματική του ἀγάπη στό θύμα.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐπιστρέψει ὁ προτεστάντης. Ἀπό τό ἀποτέλεσμα φαίνεται καί ἡ ἐπιτυχημένη ποιμαντική τοῦ Ἁγίου.
Γι᾽ αὐτό ἔχουμε ἀνάγκη τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ᾽ αὐτό τό δύσκολο ἀντιαιτερικό ἔργο, ὑπέρ «ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων».
Οἱ Μουσουλμάνοι
Ὁ Ἅγιος συγκινεῖτο μέ τούς δυστυχισμένους Μουσουλμάνους καί ἐκεῖνοι ἀπό τή μεριά τους τόν σέβονταν καί ἔσπευδαν σ᾽ αὐτόν γιά βοήθεια.
Μέ τά θαύματά του στούς Τούρκους ἤθελε νά δείξει τή μεγάλη ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί τούς παρακινοῦσε νά τήν εὐλαβοῦνται.
Θεράπευσε τήν τυφλή Τουρκάλα ὀνόματι Φάτμα ἀπό τούς Τελέληδες.
Ἔβγαλε τό δαιμόνιο ἀπό δαιμονισμένη Τουρκάλα ἀπό ττίς Τσαχιροῦδες.
Θεράπεσε τή βουβή Τουρκάλα ἀπό τίς Ἀϊντινοῦδες.
Ἐλευθέρωσε ἀπό τό δαιμόνιο τό γιό τοῦ Τούρκου ἀξιωματικοῦ ἀπό τό Σίσι.
Καθάρισε ἀπό τήν λέπρα τήν Τουρκάλα Ἀντζά, ἀπό τούς Τελέληδες.
Προσπαθοῦσε νά κρατᾶ τούς χριστιανούς ἀγαπημένους γιά νά μή μποροῦν νά τούς χτυπήσουν οἱ Τοῦρκοι. Αὐτό εἶναι παράδειγμα ἀγάπης καί συμπόνιας σέ ἀλλόθρησκους!
Ἔτσι προστάτευε τούς χριστιανούς, ὄχι μόνο ἀπό τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό, ἀλλά καί τή σφαγή.
β. Ὅσιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ὁ Γέροντας τῆς Πάτμου
Ὁ Ἅγιος ἀντιστάθηκε στήν τακτική τῶν Ἱταλικῶν Ἀρχῶν Κατοχῆς, πού προσπαθοῦσαν νά ἐκλατινίσουν τούς Ὀρ­θο­δό­ξους τῶν Δωδεκανήσων.
Ρωμαιοκαθολική Παροπαγάνδα
Ὁ Ὅσιος ἀντέδρασε ἔντονα στή προσπάθεια τῶν Ἱταλῶν νά ἀποκόψουν τά Δωδεκάνησα ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί νά δημιουργήσουν Αὐτοκέφαλη Ἀρχιεπισκοπή. Ἔτσι θά μποροῦσαν εὐκολότερα νά στρέψουν τό λαό πρός τόν Ρωμαιοκαθολικισμό.
Ἀκύρωσαν τήν ἐκλογή του ὡς Ἡγουμένου τῆς παλαίφατης Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Πάτμου, τόν συνέλαβαν καί τόν ἐξόρισαν στίς 25/1/1938 μαζί μέ μοναχές τῆς Μονῆς Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ στήν Ἀθήνα.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἐξορία, ὀργάνωσε τή φιλανθρωπία γιά νά προστατέψει τούς πτωχούς ἀπό τήν προπαγάνδα τῶν Ἰταλῶν καί τό 1947 ὀργάνωσε τό Ὀρφανοτροφεῖο τῆς Ρόδου γιά νά προστατεύσει τά ὀρφανά κορίτσια ἀπό τήν προπαγάνδα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καλογριῶν. Τό ὀρφανοτροφεῖο αὐτό λειτουργεῖ μέχρι σήμερα.
Ἀντιαιρετικό ἔργο
Γιά τό ἀντιαιρετικό ἔργο του διηγοῦνται οἱ μοναχές τῆ Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ: «τὸ ἔργον τῆς καταπολεμήσεως τῶν αἱρέσεων εἶναι ἐξόχως σοβαρόν καί σπουδαῖον.
Πρέπει ὅμως ὅλαι αἱ ζωνταναί δυνάμεις τῆς Ἐκκλησίας νά ἐργασθοῦν πρός τήν κατεύθυνσιν αὐτήν. Νά γίνη εὐρυτάτη διαφώτισις, δι᾽ ὁμιλιῶν, διαλέξεων, ἐντύπων, βιβλίων, περιοδικῶν, τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ.
Μεγάλον ρόλον δύναται νὰ διαδραματίση ὁ καλός ἐφημέριος εἰς τὴν ἐνορίαν του.
Ὅταν ὁ ἱερεύς, ὡς καλός ποιμήν, γνωρίζη καλῶς τά πρόβατά του, δάν δύναται ὁ λύκος, δηλαδή ὁ οἱοσδήποτε αἱρετικός, νά τά βλάψη».
Βλέπουμε καί ἐδῶ τή συμπεριφορά αὐτή τοῦ Ὁσίου Ἀμφιλοχίου, καί τή φωτισμένη καί ασυμβίβαστη δράση του.
Σώζει τούς Ὀρθοδόξους καί σώζει καί τήν Δωδεκάνησο γιά τήν Ἑλλάδα!
Οἱ Ὅσιοι Ἀρσένιος καί Ἀμφιλόχιος, ἄς ἐνισχύσουν τόν δύσκολο ἀντιαιρετικό μας ἀγῶνα, πού εἶναι ταυτόχρονα καί ἐθνικός!
Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ 95
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
Ενημερωτικό Περιοδικό  Διορθοδόξου  Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων
Για να γίνετε συνδρομητές στο Περιοδικό "ΔΙΑΛΟΓΟΣ" παρακαλούμε καλέστε στο 2106396665

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη καὶ ὁ ἀπανθρωπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου Τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ


ΣΚΟΠΟΣ αὐτῆς τῆς με­λέ­της εἶναι νὰ δεί­ξει μὲ ποιὸ τρόπο, ἡ αὐ­ξα­νό­με­νη ἐπιρ­ροὴ τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας καὶ ἡ με­τά­φρα­σή της σὲ κοι­νω­νι­κὲς μορ­φές, βά­δι­σαν χέ­ρι-χέ­ρι μὲ τὸν ἀπαν­θρω­πι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ταυ­τό­χρο­να τῆς κοι­νω­νί­ας. Μιὰ τέ­τοια δια­δι­κα­σία ἀπαν­θρω­πι­σμοῦ δὲν ἦταν βέ­βαια συμ­πτω­μα­τι­κή. Ἀν­τί­θε­τα, εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτη ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ οἱ κα­νό­νες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας ἀρ­χί­ζουν νὰ ἐφαρ­μό­ζον­ται στὴ σφαί­ρα τῶν ἀν­θρώ­πι­νων καὶ κοι­νω­νι­κῶν σχέ­σε­ων γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι, ὅπως θὰ διευ­κρι­νί­σω πα­ρα­κά­τω, ἀκρι­βῶς σ’ ἐκεῖ­νες τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις πάνω στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται αὐτὴ ἡ νο­ο­τρο­πία οἰ­κο­δο­μεῖ­ται μιὰ ἀπαν­θρω­πία. Πρέ­πει νὰ θυ­μό­μα­στε ὅτι οἱ «σα­φεῖς» καὶ «δια­κε­κρι­μέ­νες» ἔν­νοιες ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὴ βάση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης δὲν εἶναι σα­φεῖς καὶ δια­κε­κρι­μέ­νες ἀπὸ μόνες τους, ἀλλὰ μόνο μέσα στὸ πλαί­σιο μιᾶς κά­ποιας σει­ρᾶς ἀρχῶν καὶ ἀξιω­μά­των. Ἄν­θρω­ποι σὰν τὸ Γα­λι­λαῖο καὶ τὸν Καρ­τέ­σιο δὲν ἦταν μόνο ἀναγ­κα­σμέ­νοι ν’ ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν μιὰ σειρὰ ἀπὸ θε­ω­ρί­ες, μὲ ἄλλες κα­λύ­τε­ρες. Ἔπρε­πε νὰ κα­τα­στρέ­ψουν ἕνα κόσμο γιὰ νὰ βά­λουν στὴ θέση του ἕναν ἄλλο. Ἦταν ἀναγ­κα­σμέ­νοι νὰ γκρε­μί­σουν ἕνα δια­νο­η­τι­κὸ πλαί­σιο καὶ νὰ τὸ ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν μ’ ἕνα ἄλλο.

σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη προ­ϋ­πο­θέ­τει ρι­ζι­κὴ ἀνα­δια­μόρ­φω­ση τῆς δια­νο­η­τι­κῆς μας ἀν­τί­λη­ψης. Συ­νε­πά­γε­ται νέα προ­σέγ­γι­ση τῆς ὕπαρ­ξης, νέα προ­σέγ­γι­ση τῆς φύσης, μὲ λίγα λόγια μιὰ νέα φι­λο­σο­φία. Καθὼς ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη γεν­νή­θη­κε στὴ διάρ­κεια τῶν τε­λευ­ταί­ων αἰ­ώ­νων, ταυ­τό­χρο­να μὲ τὸ κύμα ἐν­θου­σια­σμοῦ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε ἀπὸ τὴ δια­τύ­πω­ση καὶ τὴν ἐφαρ­μο­γὴ αὐτῆς τῆς νέας φι­λο­σο­φί­ας, εἴ­χα­με τὴν τάση νὰ δε­χθοῦ­με ὅτι ἀπο­τε­λεῖ ἕνα με­γα­λειώ­δη δρόμο, μιὰ ὑπέ­ρο­χη πρό­ο­δο ἀπὸ μέ­ρους τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ἕνα ση­μά­δι τῆς ὡρί­μαν­σής μας. Τώρα ποὺ ἀρ­χί­ζου­με νὰ βλέ­που­με τὶς συ­νέ­πειες τῆς συν­θη­κο­λό­γη­σής μας καὶ ἀρ­χί­ζου­με μόλις νὰ τὶς βλέ­που­με δὲν εἴ­μα­στε καὶ τόσο βέ­βαιοι γι’ αὐτό. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἔτσι, εἶναι δύ­σκο­λο γιὰ μᾶς νὰ πα­ρα­δε­χθοῦ­με ὅτι ὁλό­κλη­ρο τὸ σύγ­χρο­νο ἐπι­στη­μο­νι­κὸ πεί­ρα­μα δὲν εἶναι μὲ κα­νέ­να τρόπο πρό­ο­δος, καὶ ἴσως εἶναι μιὰ φρι­κτὴ ἀπο­τυ­χία. Κι ὅμως δὲν ὑπάρ­χει λόγος γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἔτσι. Τὰ πράγ­μα­τα πρέ­πει νὰ κρί­νον­ται ἀπὸ τοὺς καρ­πούς τους. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς καρ­ποὺς τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ἐγ­γε­νὴς στὴ φι­λο­σο­φία της, καὶ ξε­κά­θα­ρος γιὰ ὁποιον­δή­πο­τε, εἶναι ὁ ἀπαν­θρω­πι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τῆς κοι­νω­νί­ας ποὺ ἔκτι­σε ἐν ὀνό­μα­τί του.

Εἶπα ὅτι ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐπα­νά­στα­ση τοῦ δέ­κα­του ἕβδο­μου αἰώνα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἑδραιω­θεῖ μόνο μὲ τὴν κα­τα­στρο­φὴ μιᾶς τάξης πραγ­μά­των καὶ τὴν ἀν­τι­κα­τά­στα­σή της μὲ μιὰ ἄλλη. Μὲ λίγα λόγια, γιὰ νὰ μι­λή­σου­με στὸ πλαί­σιο τοῦ δυ­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἡ τάξη πραγ­μά­των ποὺ ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε ἀπὸ τὴν σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἦταν ἐκεί­νη τοῦ με­σαιω­νι­κοῦ χρι­στια­νι­κοῦ κό­σμου. Αὐτὴ ἡ χρι­στια­νι­κὴ κοι­νω­νία ἦταν μιὰ ὀρ­γα­νι­κὰ ὁλο­κλη­ρω­μέ­νη κοι­νω­νία. Ἦταν ἕνα εἶδος ἱερῆς τάξης πραγ­μά­των, ἐγ­κα­θι­δρυ­μέ­νης ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπου τὸ κάθε τι, κι ὄχι μόνο ὁ ἄν­θρω­πος καὶ τὰ ἀν­θρώ­πι­να κα­τα­σκευά­σμα­τα, ἀλλὰ κάθε ζων­τα­νὴ μορφὴ φυτοῦ, ζώου ἢ που­λιοῦ, ὁ ἥλιος, ἡ σε­λή­νη καὶ τὰ ἄστρα, τὰ νερὰ καὶ τὰ βουνά, θε­ω­ροῦν­ταν ση­μεῖα πραγ­μά­των ἱερῶν (signa rei sa­crae), ἔκ­φρα­ση μιᾶς θείας κο­σμο­λο­γί­ας, σύμ­βο­λα ποὺ ἕνω­ναν τὸν ὁρατὸ μὲ τὸν ἀό­ρα­το κόσμο, τὴν γῆ μὲ τὸν οὐ­ρα­νό. Ἦταν μιὰ κοι­νω­νία ἀφιε­ρω­μέ­νη σὲ κά­ποιο τέρμα, κα­τα­λη­κτι­κὰ ὑπερ-γή­ι­νο, ἀ-χρο­νι­κό, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κό­σμου.
Πράγ­μα­τι, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χρι­στια­νι­κὸ κόσμο, κα­τα­βαλ­λό­ταν πολλὴ προ­σπά­θεια γιὰ τὴ δια­τή­ρη­ση, τὴν ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ τὴν καλ­λιέρ­γεια τῆς αἴ­σθη­σης τῶν πραγ­μά­των ποὺ τώρα ὀνο­μά­ζου­με ὑπερ­φυ­σι­κά. Σ’ ὅλη τὴν ἔκτα­ση αὐτοῦ τοῦ κό­σμου, οἱ ὁρα­τές εἰ­κό­νες αὐτῶν τῶν πραγ­μά­των προ­βάλ­λον­ταν καὶ λα­τρεύ­ον­ταν, στὶς εἰ­κό­νες, στοὺς σταυ­ρούς, στὶς ἐκ­κλη­σί­ες, στὰ ἱερὰ προ­σκυ­νή­μα­τα, στὴν ὁμα­δι­κὴ ἱε­ρο­τε­λε­στία. Αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦ­σαν τὴν ἀδιά­λει­πτη ἐπι­δί­ω­ξη τῶν μο­να­στη­ριῶν, καθὼς καὶ τῶν ἁγίων καὶ ὁσίων ἀν­θρώ­πων ποὺ με­τα­κι­νοῦν­ταν ἀνά­με­σα στὸν ὄχλο μὲ τόση ἄνεση ὅση ἔχουν τὰ που­λιὰ ἀνά­με­σα στὰ φύλλα. Ἀκόμα κι ὅταν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ὅσιοι ἀπο­τρα­βιόν­του­σαν στὴ μο­να­ξιά, ὁ κάθε κά­τοι­κος τοῦ κό­σμου ἤξερε ὅτι τὰ δάση καὶ οἱ λόφοι, οἱ ἐρη­μιὲς καὶ οἱ σπη­λιὲς ποὺ ἔζω­ναν τὸ σπι­τι­κό του κα­τοι­κοῦν­ταν ἀπὸ αὐ­τοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ ἦταν ἕτοι­μοι νὰ συμ­βου­λέ­ψουν καὶ νὰ εὐ­λο­γή­σουν.
κο­ρυ­φαῖ­ος τύπος δρα­στη­ριό­τη­τας στὸ με­σαιω­νι­κὸ χρι­στια­νι­κὸ κόσμο δὲν εἶχε σχέση μὲ ὅ,τι εἶναι πρα­κτι­κὸ ἢ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό, ὅπως ἐμεῖς ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε αὐ­τοὺς τοὺς ὅρους. Ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος τύπος δρα­στη­ριό­τη­τας ἦταν ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ ἐνα­τέ­νι­ση. Καὶ μο­λο­νό­τι τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ἐνα­τέ­νι­σης τὰ ἔφτα­ναν μόνο λίγοι, οἱ ἐμ­πει­ρί­ες τῆς ζωῆς αὐτῶν τῶν λίγων ἦταν ἕνα ἀδιαμ­φι­σβή­τη­το καὶ κεν­τρι­κὸ γε­γο­νός, γνω­στὸ σὲ ὅλους. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ γνώση αὐτῶν τῶν πραγ­μά­των δὲν ἔσβη­νε τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν κα­τά­στα­σή του ὡς γή­ι­νου πλά­σμα­τος, σχη­μα­τι­σμέ­νου ἀπὸ τὴ γῆ καὶ προ­ο­ρι­σμέ­νου νὰ ἐπι­στρέ­ψει σ’ αὐτήν, ἐνῶ ὅλο τὸ ἐσω­τε­ρι­κό του τρε­φό­ταν κι ἐμ­πλου­τι­ζό­ταν ἀπὸ τὴν ὀρ­γα­νι­κή του ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύ­μα­τος, ποὺ τὸν δια­μόρ­φω­νε σὲ ἀρι­στούρ­γη­μα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Αὐτὸς ὁ με­σαιω­νι­κὸς χρι­στια­νι­κὸς κό­σμος εἶχε βέ­βαια καὶ τὶς ἀδι­κί­ες του, καὶ τὴ σκλη­ρό­τη­τά του, καὶ τὶς στε­ρή­σεις του καὶ τὴν ἀσχή­μια του, καὶ τὸν πόνο του, καὶ τὶς ἀρ­ρώ­στειες του. Δὲν ὑπάρ­χει λόγος νὰ ἐξι­δα­νι­κευ­θεῖ αὐτὸς ὁ κό­σμος, οὔτε νὰ τὸν βλέ­που­με με­τα­μορ­φω­μέ­νο ἀπὸ τὴ νο­σταλ­γία μας, κι ἀκόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ προ­τεί­νου­με ἐπι­στρο­φὴ σ’ αὐτόν. Ὑπάρ­χει ἁπλὰ ἀνάγ­κη νὰ κα­τα­δει­χθεῖ ὁ ὑπε­ρι­σχύ­ων πνευ­μα­τι­κὸς προ­σα­να­το­λι­σμὸς αὐτοῦ τοῦ κό­σμου καὶ τὰ ἐπα­κό­λου­θά του.
Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ κάνω μιὰ πα­ρέκ­βα­ση γιὰ νὰ δια­λύ­σω μιὰ συ­νη­θι­σμέ­νη πα­ρε­ξή­γη­ση, ποὺ εἶναι στὸ βάθος της συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὸ θέμα μας. Λέ­γε­ται συχνά, ὅταν γί­νε­ται συ­ζή­τη­ση γιὰ τὴν ἀν­τί­θε­ση ἀνά­με­σα στὸ με­σαιω­νι­κὸ καὶ τὸν σύγ­χρο­νο ἐπι­στη­μο­νι­κὸ κόσμο, ὅτι ὁ με­σαιω­νι­κὸς κό­σμος εἶχε ἐπί­σης τὶς ἐπι­στη­μο­νι­κὲς τε­χνι­κές του, κι ὅτι αὐτὲς δὲν ἀνα­πτύ­χθη­καν γιατὶ κα­νεὶς δὲν ἤξερε πῶς νὰ τὶς ἀνα­πτύ­ξει. Τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶναι τόσο ἁπλά. Εἶναι ἀλή­θεια ὅτι ὁ με­σαιω­νι­κὸς κό­σμος εἶχε τὶς τε­χνι­κές του. Ἀλλ’ αὐτὲς οἱ τε­χνι­κὲς σκό­πι­μα δὲν χρη­σι­μο­ποιοῦν­ταν καὶ δὲν ἀνα­πτύσ­σον­ταν πέρα ἀπὸ κά­ποιο ση­μεῖο – τὸ ση­μεῖο στὸ ὁποῖο θ’ ἄρ­χι­ζαν νὰ πα­ρα­κω­λύ­ουν ἢ νὰ ἐμ­πο­δί­ζουν ἐκεῖ­νο ποὺ ἦταν πολὺ πιὸ σπου­δαῖο: τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς προ­ε­ξάρ­χου­σας πνευ­μα­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης τῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ὑπ’ ἀριθ­μὸν ἕνα φρον­τί­δα ἦταν θρη­σκευ­τι­κή, ὄχι τε­χνι­κή, καὶ οἱ τε­χνι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες ποὺ διε­τά­ρασ­σαν τὶς ὑπε­ρι­σχύ­ου­σες ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἁρ­μο­νί­ας, τῆς ὀμορ­φιᾶς καὶ τῆς ἰσορ­ρο­πί­ας, πολὺ ἁπλὰ ἀπορ­ρί­πτον­ταν.
Αὐτὸ ἴσως μᾶς φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο σή­με­ρα. Συ­νη­θί­σα­με τόσο πολὺ στὴν τε­χνι­κὴ ὑπε­ρο­χὴ τῆς Δύσης, ὥστε συχνὰ φτά­νου­με μέχρι νὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με τὴ δυ­τι­κὴ νο­ο­τρο­πία σὰν πρα­κτι­κὴ καὶ συγ­κε­κρι­μέ­νη, καὶ νὰ τὴν ἀν­τι­δια­στέλ­λου­με μὲ τὸ πνεῦ­μα θρη­σκευ­τι­κῆς ἐνα­τέ­νι­σης τῆς Ἀνα­το­λῆς. Ἀκόμη φτά­νου­με πραγ­μα­τι­κὰ πολὺ πιὸ μα­κριά, μέχρι τοῦ ση­μεί­ου νὰ βλέ­που­με μιὰ εὐ­θεία γραμ­μι­κὴ σύν­δε­ση τοῦ πνεύ­μα­τος τῆς Χρι­στια­νο­σύ­νης, ποὺ δίνει ἔμ­φα­ση στὴν Ἐν­σάρ­κω­ση, κι ἑπο­μέ­νως, ὑπο­τί­θε­ται, καὶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ὕλης, μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας καὶ μὲ τὰ ἐπα­κό­λου­θά της, δη­λα­δὴ τὴν ἐξε­ρεύ­νη­ση καὶ τὴν ἐκμε­τάλ­λευ­ση τῆς φύσης. Κι ἀν­τι­δια­στέλ­λου­με αὐτὸ τὸ ὑλι­στι­κὸ πνεῦ­μα τῆς Χρι­στια­νο­σύ­νης, μὲ τὸ προ­σα­να­το­λι­σμέ­νο πρὸς τὰ ὑπερ­βα­τι­κώ­τε­ρα πνεῦ­μα τοῦ Ἰν­δου­ϊ­σμοῦ ἢ τοῦ Βουδ­δι­σμοῦ ἢ ἀκόμα καὶ τοῦ Ἰσλάμ, γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ ὕλη τεί­νει νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἕνα εἶδος αὐ­τα­πά­της, ἀπὸ τὴν ὁποία λεί­πει κάθε οὐ­σια­στι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀπο­τε­λεῖ, βέ­βαια, χον­δρο­ει­δὴ ὑπε­ρα­πλού­στευ­ση, κι ἀπὸ πολ­λὲς πλευ­ρὲς εἶναι ἀν­τί­θε­τη μὲ τὴν ἀλή­θεια.[1] Μέχρι τὴν σύγ­χρο­νη πε­ρί­ο­δο, ἡ Ἀνα­το­λὴ ἦταν ἐκεί­νη ποὺ διέ­θε­τε ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο «ἐμ­πει­ρι­κὸ» πνεῦ­μα κι ὄχι ἡ Δύση, καὶ ἦταν ἡ Ἀνα­το­λὴ κι ὄχι ἡ Δύση ποὺ εἶχε τὴν ὑπε­ρο­χή, στὶς τε­χνι­κὲς καὶ στὶς τε­χνο­λο­γι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες, ἀσχέ­τως ἂν αὐτὲς προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ ὑλι­στι­κοὺς ἢ μα­γι­κοὺς σκο­πούς, ἢ εἶχαν σκο­ποὺς ἄμεσα συν­δε­δε­μέ­νους μὲ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς. Ἡ ἰδέα τῆς «με­θό­δου», ἐφαρ­μο­σμέ­νη εἴτε σὲ ὑλι­στι­κὲς εἴτε σὲ πνευ­μα­τι­κὲς τε­χνι­κές, εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ ἀνα­το­λι­κὴ ἰδέα. Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀνα­το­λὴ ποὺ ἡ ἀρ­χαία Ἑλ­λά­δα, στὰ χρό­νια τῆς πα­ρα­κμῆς της, ἀπὸ τὸ δεύ­τε­ρο αἰώνα π.Χ. καὶ μετά, δα­νεί­στη­κε τὶς διά­φο­ρες τε­χνι­κὲς ἐπι­νο­ή­σεις της: μέχρι τότε, ἐνῶ διέ­θε­τε ση­μαν­τι­κὲς ἐπι­στη­μο­νι­κὲς γνώ­σεις ποὺ πε­ρι­λάμ­βα­ναν, ἐπι­πλέ­ον, γνώση τῶν μη­χα­νῶν καὶ τῆς χρή­σης τους ἀρ­νή­θη­κε νὰ συ­να­γά­γει ἢ νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­τεῖ τὶς ἐν­δε­χό­με­νες τε­χνι­κὲς συ­νέ­πειες. Τὸ Ρω­μαϊ­κὸ πνεῦ­μα, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε, ἦταν δια­φο­ρε­τι­κὸ ἀπὸ ἐκεῖ­νο τῶν Ἑλ­λή­νων, κι ἐπε­ζή­τη­σε νὰ ἐπω­φε­λη­θεῖ ἀπὸ συγ­κε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις, μὲ τὰ πιὸ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὰ πρα­κτι­κὰ μέσα ποὺ διέ­θε­τε. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἐδῶ, οἱ κύ­ριες τε­χνι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες, ἡ κα­τερ­γα­σία τοῦ χρυ­σοῦ καὶ τοῦ ἀση­μιοῦ, ἡ ὑα­λουρ­γία, ἡ σκλή­ρυν­ση μὲ βαφὴ τῶν σι­δε­ρέ­νιων ὅπλων, ἡ ἀγ­γειο­πλα­στι­κή, ἡ ναυ­πη­γι­κὴ κ.ο.κ., ἦταν ἀνα­το­λι­κῆς προ­έ­λευ­σης.
Αὐτὴ ἡ ἔλ­λει­ψη τε­χνι­κῆς ἰδιο­φυ­ΐ­ας στὴ Δύση ἤ, κα­λύ­τε­ρα, αὐτὴ ἡ ἄρ­νη­ση νὰ δε­χθοῦν ἐκεῖ τὴν τε­χνι­κὴ ἐκμε­τάλ­λευ­ση, μ’ ἐξαί­ρε­ση μιὰ πολὺ πε­ριο­ρι­σμέ­νη σφαί­ρα δρα­στη­ριο­τή­των, δὲν ἐξου­δε­τε­ρώ­θη­κε, ἀλλ’ ἐνι­σχύ­θη­κε ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ. Ἡ πε­ρί­ο­δος ἀπὸ τὸν δεύ­τε­ρο μέχρι τὸν πέμ­πτο αἰώνα μ.Χ., ποὺ εἶδε τὴν ἄνοδο τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ καὶ ποὺ ση­μα­δεύ­τη­κε, στὴ βουδ­δι­στι­κὴ Ἰνδία, ἀπὸ ἐκ­πλη­κτι­κὲς ἐξε­λί­ξεις στὸ καλ­λι­τε­χνι­κό, πο­λι­τι­κό, στρα­τιω­τι­κὸ καὶ τε­χνι­κὸ πεδίο, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν στὴ Δύση ἀπὸ μιὰ τέ­τοια τε­χνι­κὴ πα­ρα­κμή, ποὺ ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰου­λια­νὸς ὁ Ἀπο­στά­της μπό­ρε­σε νὰ κα­τη­γο­ρή­σει τοὺς Χρι­στια­νοὺς γιὰ κα­τα­στρο­φὴ τῆς βιο­μη­χα­νί­ας τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τῆς Ἁγίας Σο­φί­ας στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἦταν ἀπό­λυ­τα ἱκα­νὸς νὰ κα­τα­σκευά­σει μιὰ ἀτμο­μη­χα­νὴ (κάπου 1200 χρό­νια πρὶν τὴν «ἀνα­κα­λύ­ψει» ὁ James Watt) ἀλλὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὶς ἱκα­νό­τη­τές του μόνο γιὰ νὰ κάνει τὸ σπίτι ὅπου ἔμενε νὰ τρέ­μει, σὰν νὰ γι­νό­ταν σει­σμός, μὲ σκοπὸ ν’ ἀπαλ­λα­γεῖ ἀπὸ ἕνα δυ­σά­ρε­στο γεί­το­να ποὺ ζοῦσε στὸ ἐπάνω πά­τω­μα. Μὲ μόνη ἐξαί­ρε­ση τὴν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ κι ἂς ση­μειω­θεῖ πὼς σχε­δὸν ὅλη ἡ με­γά­λη ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ εἶχε θρη­σκευ­τι­κὰ κί­νη­τρα, ἡ Δύση, στὴν με­σαιω­νι­κὴ Χρι­στια­νι­κὴ πε­ρί­ο­δο, ἔδει­ξε μιὰ μο­να­δι­κὴ ἔλ­λει­ψη τε­χνι­κῆς θέ­λη­σης ἢ νο­ο­τρο­πί­ας. Κι ὅταν, στὸ δω­δέ­κα­το αἰώνα, ὑπῆρ­ξε κά­ποια ἀνα­βί­ω­ση τοῦ τε­χνι­κοῦ ἐν­δια­φέ­ρον­τος, αὐτὸ καὶ πάλι κεν­τρί­στη­κε ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἀνα­το­λὴ – μέσω τῶν Ἑβραί­ων, τῶν Σταυ­ρο­φό­ρων, τῶν Ἑνε­τῶν καὶ τῶν Γε­νουα­τῶν ἐμ­πό­ρων, καθὼς καὶ μέσω τῶν με­τα­φρα­σμέ­νων ἀπὸ τὰ Ἀρα­βι­κὰ κει­μέ­νων.
Δύση ἀνα­πτύ­χθη­κε τε­χνο­λο­γι­κά, σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴν πα­ρα­κμὴ τῆς χρι­στια­νι­κῆς συ­νεί­δη­σης, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο πὼς ἡ «κο­σμι­κο­ποί­η­ση ἢ βε­βή­λω­ση» τῆς φύσης, ποὺ ἐπι­τρέ­πει νὰ θε­ω­ρεῖ­ται αὐτὴ ἡ φύση ἀν­τι­κεί­με­νο, ἄρα καὶ νὰ τὴν ἐκμε­ταλ­λεύ­ον­ται τε­χνι­κά, βρί­σκε­ται σὲ ἀπό­λυ­τη ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ μυ­στα­γω­γι­κὸ πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ, ὁπου­δή­πο­τε κι ὁπο­τε­δή­πο­τε γί­νε­ται αὐτὸ ἀν­τι­λη­πτὸ μὲ τὸ σωστὸ τρόπο, ὅπως συ­νέ­βαι­νε, του­λά­χι­στον σὲ κά­ποια ἔκτα­ση, στὸν με­σαιω­νι­κὸ κόσμο. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς Χρι­στια­νι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας στὴ Δύση, ἡ τε­χνι­κὴ πρό­ο­δος γι­νό­ταν ἀργά. Μόνο ἀπὸ τὸν δέ­κα­το ὄγδοο καὶ τὸν δέ­κα­το ἔνατο αἰώνα, οἱ ἄν­θρω­ποι ἄρ­χι­σαν νὰ σκέ­πτον­ται, σὲ κά­ποιο ὑπο­λο­γί­σι­μο πο­σο­στό, ὅτι ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση τῶν μη­χα­νῶν καὶ τῶν τε­χνι­κῶν ἐπι­νο­ή­σε­ων γιὰ τὸν ἐπη­ρε­α­σμὸ τῆς φύσης καὶ τὴν ἐπί­τευ­ξη συγ­κε­κρι­μέ­νων ἀπο­τε­λε­σμά­των πο­σο­τι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, δὲν ἦταν ἀπα­σχό­λη­ση κα­τώ­τε­ρη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀξιο­πρέ­πειας.

Αὐτὸν τὸν τύπο κοι­νω­νί­ας τοῦ με­σαιω­νι­κοῦ κό­σμου, μαζὶ μὲ τὸν προ­ε­ξάρ­χον­τα προ­σα­να­το­λι­σμό του καὶ τὶς ἐπι­διώ­ξεις του, κα­τέ­στρε­ψε ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐπα­νά­στα­ση. Ἡ νέα ἀνόρ­γα­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ τάξη εἶναι ἀν­θρώ­πι­νης κα­τα­σκευ­ῆς, δὲν εἶναι θεϊκή. Εἶναι τάξη πραγ­μά­των ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιὰ προ­βο­λὴ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου μυα­λοῦ ποὺ εἶναι κομ­μέ­νο ἀπὸ τοὺς δε­σμούς του μὲ τὴ θε­ό­τη­τα καὶ μὲ τὴ γῆ. Τὰ ἰδα­νι­κά της, ἂν μπο­ροῦν νὰ ὀνο­μα­στοῦν ἔτσι, εἶναι κα­θα­ρὰ χρο­νι­κὰ καὶ πε­πε­ρα­σμέ­να, κι ἀφο­ροῦν μόνο στὴν ὑλικὴ εὐ­η­με­ρία τῶν μελῶν της. Οἱ κοι­νω­νι­κὲς μορ­φές της δὲν εἶναι ἡ συ­νέ­πεια κά­ποιας ὑπερ­φυ­σι­κῆς ἀπο­κά­λυ­ψης, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα ἐμ­πει­ρι­κῶν κι ἐπα­γω­γι­κῶν με­θό­δων δια­λο­γι­σμοῦ, βα­σι­σμέ­νων πρω­ταρ­χι­κὰ πάνω στὴν πα­ρα­τή­ρη­ση, στὶς ἀτο­μι­κὲς ἀνάγ­κες καὶ στὰ ἀτο­μι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Αὐτὲς οἱ ἀνάγ­κες καὶ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ θε­ω­ροῦν­ται, τε­λι­κά, θνητά: ὁ σκο­πὸς τῆς ζωῆς θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ θνητή της διάρ­κεια καὶ με­τριέ­ται σύμ­φω­να μὲ τοὺς κα­θα­ρὰ χρο­νι­κοὺς καὶ πε­πε­ρα­σμέ­νους κα­νό­νες αὐτοῦ τοῦ κό­σμου. Πράγ­μα­τι, ὁ πε­πε­ρα­σμέ­νος κό­σμος θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ πε­πε­ρα­σμέ­νος: ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη εἶναι θε­τι­κή, ποὺ ση­μαί­νει ὅτι ἐξε­τά­ζει συγ­κε­κρι­μέ­να ὑλικὰ συμ­βάν­τα ἀπο­μο­νω­μέ­να κι ἀπο­γυ­μνω­μέ­να ἀπὸ κάθε θρη­σκευ­τι­κὴ ἰδιό­τη­τα. Τὸ δέος καὶ ἡ εὐ­λά­βεια ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ ἀνα­γνώ­ρι­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ μέσα στὴν εἰ­δι­κὴ πε­ρί­πτω­ση, τοῦ θεϊ­κοῦ μέσα στὸ ἀν­θρώ­πι­νο καὶ στὸ φυ­σι­κό, εἶναι ξένα πρὸς τὴν δική της νο­ο­τρο­πία.

Ἀρι­στε­ρά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Φράν­σις Μπέι­κον ἀπὸ τὸν Πάουλ φὰν Σόμερ (1617). Δεξιά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Γα­λι­λαί­ου ἀπὸ τὸν Γιού­στους Σού­στερ­μανς (1640).
Αὐτὴ ἡ και­νούρ­για κο­σμο­θε­ω­ρία, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι βα­σι­κὰ ἕνα δί­πο­δο ζῶο, ποὺ ὁ προ­ο­ρι­σμός του καὶ οἱ ἀνάγ­κες του εἶναι δυ­να­τὸν νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν μὲ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρόπο μέσ’ ἀπὸ τὴν ἐπι­δί­ω­ξη τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ, τοῦ πο­λι­τι­κοῦ καὶ τοῦ οἰ­κο­νο­μι­κοῦ συμ­φέ­ρον­τος τοῦ ἀτό­μου, προ­ω­θή­θη­κε, δια­δό­θη­κε καὶ δια­τη­ρή­θη­κε, συ­νει­δη­τὰ ἢ ἀσυ­νεί­δη­τα, ἀπὸ γε­νιὲς ἐπι­στη­μό­νων, μετὰ τὸν δέ­κα­το ἕβδο­μο αἰώνα μέχρι σή­με­ρα. Ἐδῶ βέ­βαια, ὁ Fran­cis Bacon εἶναι μιὰ μορ­φὴ-κλει­δί, γιατὶ ἦταν αὐτὸς ποὺ χά­ρα­ξε τὶς κα­τευ­θυν­τή­ριες γραμ­μές, ἠθι­κές, αἰ­σθη­τι­κὲς καὶ ψυ­χι­κές, γιὰ τὴν «νέα φι­λο­σο­φία». Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Bacon συμ­πέ­ρα­νε ὅτι τὸ novum or­ga­num του θὰ ἔπρε­πε νὰ ἐφαρ­μο­στεῖ «ὄχι μόνο στὶς φυ­σι­κὲς ἀλλὰ σ’ ὅλες τὶς ἐπι­στῆ­μες» (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης τῆς ἠθι­κῆς καὶ τῆς πο­λι­τι­κῆς) κι ὅτι πρό­κει­ται ν’ «ἀγ­κα­λιά­σει τὰ πάντα», εἶναι αὐτὸς ποὺ ἄνοι­ξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν κα­θο­λι­κὴ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κα­θυ­πό­τα­ξη τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας καλ­λιέρ­γειας, καθὼς καὶ γιὰ τὸ ἀστι­κο­βιο­μη­χα­νι­κὸ σύ­στη­μα, ποὺ εἶναι τὸ πνευ­μα­τι­κό του τέκνο.
Στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Bacon ὑπάρ­χει ἡ προ­δια­γρα­φὴ γιὰ τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἐπι­στη­μο­νι­κο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου μας, ἀρ­χί­ζον­τας ἀπὸ τὶς πρα­κτι­κὲς τοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου, ποὺ συχνὰ αὐτὲς οἱ ἴδιες ἔχουν ἀπε­ρί­γρα­πτη σκλη­ρό­τη­τα, καὶ φτά­νον­τας μέχρι ἐκεῖ­νες, ὄχι λι­γό­τε­ρο ἀπαί­σιες, τοῦ σύγ­χρο­νου ἀστυ­νο­μι­κοῦ κρά­τους. Ἀλλ’ ἐὰν ὁ Bacon ἦταν ἡ προ­ε­ξάρ­χου­σα ἰδιο­φυ­ΐα κι ὁ δια­λα­λη­τὴς αὐτῆς τῆς κα­θυ­πό­τα­ξης, ἄλλοι ὁ Γα­λι­λαῖ­ος, ὁ Καρ­τέ­σιος κι ὁ Νεύ­των ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ τε­λειο­ποί­η­σαν αὐτὸ τὸ μη­χα­νι­στι­κὸ ὅραμα, σύμ­φω­να μὲ τὸ ὁποῖο κτί­στη­κε ὁ σύγ­χρο­νος κό­σμος μας. Αὐτοὶ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὴν ἔλευ­ση ἑνὸς νέου ἐν­νοιο­λο­γι­κοῦ σύμ­παν­τος, αὐτοὶ δια­τύ­πω­σαν τὴν κα­θα­ρὰ πο­σο­τι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς φύσης, ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν και­νούρ­για προ­σέγ­γι­ση τῆς γή­ι­νης μη­χα­νι­κῆς ἀπὸ τὸν Γα­λι­λαῖο, καὶ αὐτοὶ ἐξέ­θρε­ψαν τὴν αὐ­τα­πά­τη ὅτι ἡ γνώση τοῦ κό­σμου ἦταν δυ­να­τὸν ν’ ἀπο­κτη­θεῖ μὲ τὴν ἐφαρ­μο­γὴ μα­θη­μα­τι­κῶν τε­χνι­κῶν – πραγ­μα­τι­κά, ὅ,τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ γίνει ἀν­τι­λη­πτὸ μέσα στὸ δί­κτυο τῶν ἀριθ­μῶν εἶναι ἀν­τι-επι­στή­μη, ἀ-γνω­σία κι ἀκόμη, σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση, ἀνυ­παρ­ξία.

Ἀρι­στε­ρά: Ἀν­τί­γρα­φο προ­σω­πο­γρα­φί­ας τοῦ Καρ­τέ­σιου ἀπὸ τὸν Φρὰνς Χάλς (1649-1700). Δεξιά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Ἰσαὰκ Νεύ­τω­να ἀπὸ τὸν Γκόντ­φρι Νέλερ (1702).
Καρ­τέ­σιος ἦταν αὐτὸς ποὺ δια­τύ­πω­σε πιὸ ἀπο­φα­σι­στι­κὰ τὶς φι­λο­σο­φι­κὲς ἀρχὲς τῆς νέας ἐπι­στή­μης, τὸ ὄνει­ρό της ν’ ἀνα­γά­γει τὴ γνώση σὲ μα­θη­μα­τι­κά, καθὼς καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς νέας μα­θη­μα­τι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας. Σπά­ζον­τας τοὺς τε­λευ­ταί­ους ἰσχνοὺς δε­σμοὺς με­τα­ξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κό­σμου ποὺ δη­μιούρ­γη­σε Αὐτός, ὁ Καρ­τέ­σιος οὐ­σια­στι­κὰ ἐξο­ρί­ζει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν κόσμο – ἢ μᾶλ­λον ἐξο­ρί­ζει τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν Καρ­τέ­σιο, ὁ Θεὸς δὲν συμ­βο­λί­ζε­ται πιὰ ἀπὸ τὰ δη­μιουρ­γή­μα­τά Του. Ἡ σκέψη του δὲν ἀφή­νει πε­ρι­θώ­ριο οὔτε καὶ γιὰ τὴν σχο­λα­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἀνα­λο­γί­ας ἀνά­με­σα στὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο: Δὲν ὑπάρ­χουν σ’ αὐτὴν ima­gi­nesve­sti­gia Dei in mundo – ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ Καρ­τέ­σιος ὀνο­μά­ζει ψυχή, τὴν ὁποία δὲν ταυ­τί­ζει παρὰ μόνον μὲ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο λο­γι­κό, καὶ ταυ­τό­χρο­να μὲ τὸ ἀραιὸ συμ­πλή­ρω­μα σαφῶν καὶ δια­κε­κρι­μέ­νων ἰδεῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τὸ προί­κι­σε. Ὁ Καρ­τε­σια­νὸς κό­σμος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας αὐ­στη­ρὰ ὁμοιό­μορ­φος μα­θη­μα­τι­κὸς κό­σμος, ἕνας κό­σμος γε­ω­με­τρί­ας, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ ἔκτα­ση καὶ κί­νη­ση. Κι ἂν ὁ Θεὸς εἶχε κά­ποιους λό­γους νὰ τὸν δη­μιουρ­γή­σει, αὐτοὶ εἶναι γνω­στοὶ μόνον σ’ Αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ δὲν ἔχου­με, οὔτε μπο­ροῦ­με νὰ ἔχου­με τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰδέα οὔτε γι’ αὐ­τοὺς οὔτε γιὰ ὁποιεσ­δή­πο­τε ἄλλες θεϊ­κὲς ἢ θε­ο­λο­γι­κὲς ἀλή­θειες, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι, σύμ­φω­να μὲ τὸν Καρ­τέ­σιο, δὲν ἔχου­με τὴν δια­νο­η­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα, μέσω τῆς ὁποί­ας θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ τὶς συλ­λά­βου­με.
Αὐτὸ βέ­βαια σή­μαι­νε τὴν ἔξωση ἀπὸ τὴν ἐπι­στη­μο­νι­κὴ σκέψη ὅλων τῶν ἐκτι­μή­σε­ων ποὺ βα­σί­ζον­ταν στὴν ἀξία, στὴν τε­λειό­τη­τα, στὴν ἁρ­μο­νία, στὸ νόημα, στὴν ὀμορ­φιά, στὸ σκοπό, καθὼς πα­ρό­μοιες ἐκτι­μή­σεις θε­ω­ροῦν­ται τώρα μόνο ὑπο­κει­με­νι­κὲς ἄρα καὶ ἄσχε­τες μὲ κάθε ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κα­τα­νόη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ «ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ» κό­σμου – τοῦ κό­σμου τῆς πο­σό­τη­τας, τῆς ἀν­τι­κει­με­νο­ποι­η­μέ­νης γε­ω­με­τρί­ας, μιᾶς φύσης ποὺ εἶναι ἀπρό­σω­πη καὶ κα­θα­ρὰ λει­τουρ­γι­κή. Μὲ τὴ Νευ­τώ­νια μη­χα­νι­στι­κὴ σύν­θε­ση, ἐπι­τεύ­χθη­κε οὐ­σια­στι­κὰ ἡ νέα ἀν­θρώ­πι­νη στάση. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ κό­σμου, μὲ τὸν ἄν­θρω­πο μέσα σ’ αὐτόν, ἰσο­πε­δώ­θη­κε κι ἐξου­δε­τε­ρώ­θη­κε, ἀπο­γυ­μνώ­θη­κε ἀπ’ ὅλες τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς ἢ πνευ­μα­τι­κές της ἰδιό­τη­τες, ἀπ’ ὅλες τὶς ἱε­ραρ­χι­κές της δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, καὶ ἁπλώ­νε­ται μπρο­στὰ στὸν ἀν­θρώ­πι­νο πα­ρα­τη­ρη­τή, σὰν ἕνας λευ­κὸς χάρ­της, ποὺ ἐπάνω του τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­γρα­φεῖ, παρὰ μόνον ὅ,τι μπο­ρεῖ νὰ με­τρη­θεῖ. Γιὰ τὸν Νεύ­τω­να οἱ οὐ­ρά­νιες σφαῖ­ρες εἶναι μιὰ μη­χα­νή, γιὰ τὸν Καρ­τέ­σιο τὰ ζῶα εἶναι μη­χα­νές, γιὰ τὸν Hobbes, ἡ κοι­νω­νία εἶναι μη­χα­νή, γιὰ τὸν La Met­trie, τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶμα εἶναι μη­χα­νή, τε­λι­κὰ γιὰ τὸν Pavlov καὶ τοὺς δια­δό­χους του ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρὰ εἶναι πα­ρό­μοια μ’ ἐκεί­νη μιᾶς μη­χα­νῆς. Δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε ποὺ νὰ μὴν ἀνά­γε­ται σὲ φαι­νό­με­νο (συμ­βὰν) ἢ σὲ μα­θη­μα­τι­κὴ ὑπό­θε­ση (εἴτε, σὲ λι­γό­τε­ρο εὐ­γε­νι­κὴ γλώσ­σα, ἐπι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σία). Ὁλό­κλη­ρος ὁ φυ­σι­κὸς κό­σμος δὲν θε­ω­ρεῖ­ται τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ ἄψυχη, νεκρὴ ὕλη, τῆς ὁποί­ας οἱ χη­μι­κὲς ἀλ­λα­γὲς εἶναι μη­χα­νι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες, βα­σι­σμέ­νες σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται νόμος τῆς ἀφθαρ­σί­ας τῆς ὕλης. Τὸ κάθε τι, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ, προ­σαρ­μό­ζε­ται στὸ πρό­τυ­πο μιᾶς μη­χα­νῆς, κα­τα­σκευα­σμέ­νης ἀπὸ τε­μα­χι­σμούς, ἀνα­λύ­σεις καὶ ὑπο­λο­γι­σμούς.
Μιὰ κο­σμο­θε­ω­ρία θε­με­λιω­μέ­νη στὸ μο­ντέ­λο μιᾶς μη­χα­νῆς εἰ­σά­γει ἕνα μη­χα­νι­στι­κὸ κόσμο. Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ δέ­κα­του ἔνα­του αἰώνα, ἂν ὄχι νω­ρί­τε­ρα, οἱ ἐπι­στή­μο­νες καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα οἱ ἐπι­στή­μο­νες ποὺ θὰ ἐφάρ­μο­ζαν τὶς γνώ­σεις τους ἄρ­χι­σαν νὰ με­τα­κι­νοῦν­ται πρὸς τὸ κέν­τρο τῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κῆς σκη­νῆς. Βο­η­θού­με­νοι καὶ ὑπο­κι­νού­με­νοι ἀπὸ βιο­μη­χά­νους καὶ τρα­πε­ζί­τες μὲ πρα­κτι­κὸ μυαλό, ποὺ κα­τέ­χον­ταν ἀπὸ μιὰ μο­να­δι­κὴ ἀφο­σί­ω­ση στὴν ἀπό­κτη­ση χρη­μά­των, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὴν κα­τα­στρο­φὴ ποὺ προ­κα­λοῦ­σαν, οἱ ἐπι­στή­μο­νες ἄρ­χι­σαν νὰ στρέ­φουν τὴν πραγ­μα­το­γνω­μο­σύ­νη τους πρὸς τὴν πρα­κτι­κὴ ἐκμε­τάλ­λευ­ση τῶν φυ­σι­κῶν πόρων τοῦ κό­σμου. Θὰ πρέ­πει νὰ θυ­μη­θοῦ­με ἐπί­σης ὅτι οἱ ἐπι­στή­μο­νες πε­τοῦ­σαν στὰ σύν­νε­φα τοῦ νέου «πνεύ­μα­τος τοῦ αἰώνα». Ὑπῆρ­χε στὴν ἀτμό­σφαι­ρα ἕνα αἴ­σθη­μα αἰ­σιο­δο­ξί­ας, μιὰ αἴ­σθη­ση προ­ώ­θη­σης πρὸς τὸ μέλ­λον, ὑπὸ τὴν αἰ­γί­δα μιᾶς νέας θε­ό­τη­τας, τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, ποὺ τώρα ἐπε­ξέ­τει­νε τὴν αὐ­το­κρα­το­ρία του σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴ Δυ­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Ὁ Ἄν­θρω­πος ἦταν φύσει καλός. Ὁ κό­σμος ἦταν ἕνας καλὸς τόπος γιὰ νὰ ζήσει κα­νείς. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶναι πολὺ κα­λύ­τε­ρος, μόνον ἐὰν οἱ φυ­σι­κοὶ πόροι του καὶ ἡ ἱκα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ τοὺς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀξιο­ποι­η­θοῦν πλη­ρέ­στε­ρα κι ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα.
Αὐτὸ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κά­νουν οἱ ἐπι­στή­μο­νες. Μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κά­νουν χρη­σι­μο­ποιών­τας τὴν ἐπι­δε­ξιό­τη­τά τους στὸ ν’ ἀνα­πτύσ­σουν τὶς ἀπαι­τού­με­νες τε­χνι­κές, τὰ ἀναγ­καῖα τε­χνι­κὰ μέσα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ ἔμ­παι­ναν στὴν με­τω­πι­κὴ πρω­το­πο­ρία τοῦ δρό­μου γιὰ τὴν πρό­ο­δο τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, μὲ στόχο ἕνα κα­λύ­τε­ρο κι εὐ­τυ­χέ­στε­ρο μέλ­λον. Οἱ ἐπι­στή­μο­νες ἄρ­χι­σαν νὰ παίρ­νουν τὴ θέση τῶν ἱε­ρέ­ων, ὄχι βέ­βαια γιὰ νὰ μυ­ή­σουν στὴ βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἀλλὰ στὸν ὑπέ­ρο­χο και­νούρ­γιο κόσμο τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀγα­θῶν καὶ τῆς ἀπε­ριό­ρι­στης οἰ­κο­νο­μι­κῆς ἀνά­πτυ­ξης. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μέσα στὶς ὠδί­νες τοῦ φαι­νο­μέ­νου ποὺ ὀνο­μά­ζου­με οἰ­κο­λο­γι­κὴ κρίση ἡ ὁποία εἶναι πρώ­τι­στα κρίση ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν ἄν­θρω­πο, κι ὄχι ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον του ξέ­ρου­με τόσο καλὰ τὴν ἐπι­τυ­χία τους, ποὺ εἶναι πε­ριτ­τὸ νὰ τὴ σχο­λιά­ζου­με. Τὸ μόνο ποὺ πρέ­πει νὰ λε­χθεῖ ἐδῶ εἶναι ὅτι, σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς δρα­στη­ριό­τη­τάς τους, προ­έ­κυ­ψε ἕνας νέος τύπος κοι­νω­νί­ας: ἡ κοι­νω­νία τοῦ σύγ­χρο­νου ἀστι­κο­βιο­μη­χα­νι­κοῦ καὶ τε­χνο­λο­γι­κοῦ κό­σμου.
Γιατὶ ἡ σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γία καὶ τὰ προ­ϊ­όν­τα της εἶναι ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη ποὺ τὴν ἔχουν ζέψει γιὰ νὰ μᾶς ὑπη­ρε­τεῖ. Ἡ συν­θη­κο­λό­γη­ση τῆς κοι­νω­νί­ας μας στὴν κο­σμο­θε­ω­ρία τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ἐπέ­τρε­ψε στὸ τε­χνι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βε­βη­λώ­σει ὁλό­κλη­ρο τὸ κοι­νω­νι­κὸ πλαί­σιο, ὁλό­κλη­ρο τὸν πλα­νή­τη, καὶ ν’ ἀπο­στεί­λει ἀτέ­λειω­τες στρα­τειὲς ἀπὸ ἐπι­στη­μο­νι­κο­τε­χνι­κοὺς ἐμ­πει­ρο­γνώ­μο­νες νὰ χαρ­το­γρα­φή­σουν καὶ νὰ κα­τα­τε­μα­χί­σουν, νὰ δια­λύ­σουν καὶ νὰ λεη­λα­τή­σουν, νὰ πα­ρα­μορ­φώ­σουν καὶ νὰ ἐρη­μώ­σουν, μὲ ἀμε­ρο­λη­ψία, βα­σι­σμέ­νοι στὴν ἐμ­πει­ρι­κὴ ἀπό­δει­ξη, κι ἂν εἶναι δυ­να­τὸν μὲ πα­ρέμ­βα­ση τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν ἢ ἄλλης ἐξει­δι­κευ­μέ­νης με­θο­δο­λο­γί­ας, ὅλον τὸν ἱστὸ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καὶ κο­σμι­κῆς ζωῆς – τὸν ἐξω­τε­ρι­κὸ πε­ρί­γυ­ρο καὶ τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ δια­πά­λη, τὴν τέχνη καὶ τὴν ἱστο­ρία, τὴν κοινὴ γνώμη καὶ τὴν ἀτο­μι­κὴ ἐνοχή, τὴν παι­δεία καὶ τὴν ὑγεία. Ἀρκεῖ νὰ κοι­τά­ξει κα­νεὶς τὶς ἑκα­τον­τά­δες ἐφη­με­ρί­δες καὶ πε­ριο­δι­κὰ στὰ ἐπι­στη­μο­νι­κὰ τμή­μα­τα τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων καὶ τῶν πο­λυ­τε­χνεί­ων, γιὰ νὰ πάρει μιὰ ἰδέα τῆς με­γά­λης ἐξά­πλω­σης τῆς ἐξει­δι­κευ­μέ­νης πα­ρέμ­βα­σης καὶ τῆς ἐξο­νυ­χι­στι­κῆς ἔρευ­νας. Ὅλα σύ­ρον­ται μέσα στὴ δίνη τῆς ἐξει­δί­κευ­σης καὶ ὑπο­βάλ­λον­ται στὶς δια­δι­κα­σί­ες της. Τί­πο­τε δὲν εἶναι ἱερὸ καὶ ἀπα­ρα­βί­α­στο. Τί­πο­τε δὲν ἀνή­κει πιὰ στὴ σφαί­ρα τῶν Θεῶν ἢ στὴ σφαί­ρα τοῦ ὑπερ­φυ­σι­κοῦ. Δὲν ὑπάρ­χει που­θε­νὰ τί­πο­τε ποὺ νὰ μὴν πρέ­πει νὰ διε­ρευ­νη­θεῖ, κι ἂν εἶναι δυ­να­τὸν νὰ γίνει ἀν­τι­κεί­με­νο ἐκμε­τάλ­λευ­σης. Οὔτε ὁ πυθ­μέ­νας τοῦ ὠκε­α­νοῦ οὔτε τὰ ἄστρα μπο­ροῦν νὰ ξε­φύ­γουν. Οὔτε καὶ μπο­ροῦν αὐτὲς οἱ εἰ­σβο­λὲς τῆς συ­στη­μα­τι­κῆς ἀνά­λυ­σης νὰ στα­μα­τή­σουν ἢ ν’ ἀπο­κη­ρυ­χθοῦν – ἐφό­σον ἐξα­κο­λου­θοῦν ν’ ἀπο­δει­κνύ­ον­ται ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κές, μὲ τὴν ἔν­νοια ὅτι εἶναι οἱ κα­λύ­τε­ροι καὶ οἱ δρα­στι­κό­τε­ροι τρό­ποι γιὰ νὰ ἐπι­τευ­χθοῦν ὁρι­σμέ­νοι πο­σο­τι­κοὶ στό­χοι, ποὺ εἶναι σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς οἰ­κο­νο­μι­κοί.
Ἐὰν ὑπάρ­χουν ἢ μπο­ροῦν νὰ πα­ρα­χθοῦν ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὰ τε­χνι­κὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπί­τευ­ξη κά­ποιου στό­χου, τότε αὐτὰ τὰ μέσα πρέ­πει νὰ δρα­στη­ριο­ποι­η­θοῦν, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸ τὶ εἶναι αὐτὸς ὁ στό­χος ἢ ποιὸ μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τὸ κό­στος ἀπὸ ἀν­θρώ­πι­νη ἄποψη. Ἀκόμα κι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἦταν ἀρ­χι­κὰ τὰ θύ­μα­τα αὐτῶν τῶν δια­δι­κα­σιῶν δη­λα­δὴ τὸ βιο­μη­χα­νι­κὸ προ­λε­τα­ριά­το γο­η­τεύ­τη­καν ἀπὸ τὴν αἴγλη τους καὶ τὶς θε­ω­ροῦν σὰν τὸ μα­γι­κὸ φυ­λα­κτό, ποὺ θὰ τοὺς φέρει ὅλα ὅσα χρειά­ζον­ται στὴ ζωή τους. Ὅσο γιὰ τοὺς ἐκλε­κτοὺς τῆς τε­χνο­κρα­τί­ας μας – αὐ­τοὺς ποὺ χει­ρί­ζον­ται τὶς ἀνε­ξάν­τλη­τες ἐπι­νο­ή­σεις της σὲ μη­χα­νές, συ­σκευές, τε­χνι­κές, αὐ­τοὺς ποὺ χει­ρί­ζον­ται τοὺς ὑπο­λο­γι­στὲς καὶ τὰ συ­στή­μα­τα κυ­βερ­νη­τι­κῆς, τὴν προ­σο­μοί­ω­ση καὶ τὶς δια­δι­κα­σί­ες τῆς «θε­ω­ρί­ας τῶν παι­γνί­ων», τὴν ἔρευ­να τῆς ἀγο­ρᾶς καὶ τῶν κι­νή­τρων, τὶς ἀπέ­ραν­τες κω­δι­κο­ποι­ή­σεις, ποὺ εἶναι ἀναγ­καῖ­ες γιὰ νὰ ὑπο­στη­ρί­ξουν καὶ νὰ διευ­ρύ­νουν τὴν ἐπί­πλα­στη στει­ρό­τη­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τους, τὸ γόη­τρο αὐτῶν τῶν ἐκλε­κτῶν εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἀπρό­σβλη­το, γιατὶ ἀπὸ αὐ­τοὺς ἐξαρ­τᾶ­ται ὁλό­κλη­ρο τὸ ἐποι­κο­δό­μη­μα γιὰ τὴν ἐπι­βί­ω­σή του καὶ τὴν εὐ­τυ­χία του. Ἐπι­πλέ­ον ἂν αὐτοὶ εἶναι καὶ ἀνα­γνῶ­στες τοῦ Teil­hard de Char­din, μπο­ροῦν νὰ προ­σθέ­σουν ἰδε­ο­λο­γι­κὸ στάρι γι’ ἄλε­σμα στὸν μύλο τοῦ ρε­α­λι­σμοῦ τους, γιατὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἔχει δι­δά­ξει ὅτι, μόνο μέσ’ ἀπ’ τὸ στέ­ριω­μα τῆς «νο­ό­σφαι­ρας», αὐτῆς τῆς στάθ­μης τῆς ὕπαρ­ξης ποὺ κυ­ριαρ­χεῖ­ται μό­νι­μα ἀπὸ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νοῦ καὶ τὸν προ­γραμ­μα­τι­σμό του, τὸ εἶδος μας θὰ ἐπι­τε­λέ­σει τὴν δο­σμέ­νη ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀπο­στο­λή του καὶ θὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὰ πε­πρω­μέ­να του.[2]

Ὑπάρ­χει, παρ’ ὅλα αὐτά, ἕνα τί­μη­μα ποὺ πρέ­πει νὰ πλη­ρω­θεῖ γιὰ τὴ χάλ­κευ­ση γύρω μας μιᾶς κοι­νω­νί­ας τόσο μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νης, ὅπως ἡ δική μας κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι μπο­ροῦ­με νὰ ὑπάρ­ξου­με μέσα της, μόνο μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅτι θὰ προ­σαρ­μο­στοῦ­με σ’ αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ τι­μω­ρία μας. Ἡ κοι­νω­νι­κὴ μορφὴ ποὺ υἱ­ο­θε­τή­σα­με κόβει τὴ συ­νεί­δη­σή μας στὰ μέτρα τῶν ἀναγ­κῶν της, καὶ οἱ ἐπι­τα­γές της κα­λου­πώ­νουν στὰ μέτρα τους τὴν πείρα μας. Ὁ ἀνόρ­γα­νος τε­χνο­λο­γι­κὸς κό­σμος ποὺ ἀνα­κα­λύ­ψα­με μένει καλὰ προ­σκολ­λη­μέ­νος στὴν ἐσω­τε­ρι­κή μας ὕπαρ­ξη κι ἐπι­διώ­κει νὰ τὴν ἀνα­γά­γει σ’ ἕνα τυφλὸ ἀνόρ­γα­νο μη­χα­νι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο. Ἐπι­ζη­τεῖ νὰ ἐξα­λεί­ψει ὁλό­κλη­ρες συγ­κι­νη­σια­κὲς πε­ριο­χὲς τῆς ζωῆς μας, ζη­τών­τας μας νὰ γί­νου­με ἕνας νέος τύπος ὕπαρ­ξης, ἕνας τύπος ποὺ δὲν εἶναι ἀν­θρώ­πι­νος, ὅπως αὐτὴ ἡ ἰδιό­τη­τα ἦταν κα­τα­νο­η­τὴ μὲ τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ κι ἀκόμη καὶ μὲ τὴν οὑ­μα­νι­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῶν πραγ­μά­των – ἕνας τύπος ποὺ δὲν ἔχει καρ­διά, δὲν ἔχει στορ­γή, δὲν ἔχει αὐ­θορ­μη­τι­σμὸ καὶ εἶναι τόσο ἀπρό­σω­πος, ὅσο τὰ μέ­ταλ­λα καὶ οἱ ὑπο­λο­γι­στι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες στὶς ὁποῖ­ες ἐμ­πλέ­κε­ται.
Ἐπι­πλέ­ον, δὲν εἶναι μόνον ὁ συ­ναι­σθη­μα­τι­κός μας κό­σμος ποὺ ἀπο­νε­κρώ­νε­ται. Ὁ κό­σμος τῆς δη­μιουρ­γι­κῆς φαν­τα­σί­ας μας καὶ τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας μας φτω­χαί­νει. Ὁ πιὸ μέ­τριος καὶ χωρὶς δια­κρι­τι­κὰ νο­η­τι­κὸς τύπος εἶναι ἐν­τε­λῶς ἐπαρ­κὴς γιὰ νὰ μάθει τέ­λεια καὶ γιὰ νὰ ἐφαρ­μό­σει τὶς διά­φο­ρες τε­χνι­κές, ἐπι­στη­μο­νι­κὲς κι ἄλλες, οἱ ὁποῖ­ες χρειά­ζον­ται γιὰ νὰ λει­τουρ­γή­σει ἡ κοι­νω­νία μας. Ταυ­τό­χρο­να, τὰ ἀν­τι­κεί­με­να, ποὺ φτιά­χνου­με ἢ πα­ρά­γου­με βιο­μη­χα­νι­κά, ἀπαι­τοῦν λίγη ἢ κα­θό­λου δη­μιουρ­γι­κὴ συμ­με­το­χὴ ἐκ μέ­ρους μας. Ὅλα εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα ὀρ­θο­λο­γι­κοῦ προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ καὶ σχε­δια­σμοῦ, τε­χνι­κῆς ἐπι­δε­ξιό­τη­τας κι ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας, καὶ τὰ πα­ρά­γου­με ἐξα­ναγ­κα­ζό­μα­στε νὰ τὰ πα­ρά­γου­με μὲ τὸν ἐλά­χι­στο δυ­να­τὸ προ­σω­πι­κὸ ἀγώνα καὶ τὴν ἐλά­χι­στη δυ­να­τὴ προ­σω­πι­κὴ ἀφο­σί­ω­ση, ἐνῶ μέσ’ ἀπὸ τὴν πα­ρα­γω­γή τους, μπαί­νου­με καὶ στὸν ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ σκοπό τους καὶ γι­νό­μα­στε θύ­μα­τα τῆς ἀπρό­σω­πης κι ἀνε­λέη­της φύσης τους. Γιατὶ αὐτὰ τὰ προ­ϊ­όν­τα-μη­χα­νές, οἰ­κια­κὰ εἴδη, ὀρ­γα­νω­τι­κὰ προ­γράμ­μα­τα, εἶναι ἀπὸ μόνα τους στε­ρη­μέ­να ἀπὸ κάθε πνευ­μα­τι­κὴ ποιό­τη­τα: δὲν ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζουν τί­πο­τε ποὺ νὰ μὴν εἶναι ὑλικό, εἶναι σύμ­βο­λα τοῦ τί­πο­τε, κα­τα­να­λί­σκον­ται ὁλό­τε­λα ἀπὸ τὴ δική τους ἀζωία καὶ τὴ δική τους ἀνόρ­γα­νη ἀδια­φο­ρία. Κι ὁ ἄν­θρω­πος, ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει τὴ ζωή του ἀνά­με­σά τους, ἀνά­γε­ται σὲ μιὰ πα­ρό­μοια κα­τά­στα­ση.
Πράγ­μα­τι, αὐτὸ ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται δου­λειά, γιὰ τὴν με­γά­λη πλειο­ψη­φία τῶν μελῶν τῆς κοι­νω­νί­ας μας, σα­πί­ζει τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τους. Εἶναι δου­λειὰ ποὺ δὲν λαμ­βά­νει ὑπόψη κα­νέ­να ἀπὸ τὰ προ­σω­πι­κὰ χα­ρί­σμα­τα τῶν ἀτό­μων ποὺ ἀπα­σχο­λοῦν­ται σ’ αὐτήν. Δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ κάθε συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο ἢ μ’ αὐτὸ μέσω τοῦ ὁποί­ου τὸ πρό­σω­πο αὐτὸ εἶναι ὁ ἑαυ­τός του κι ὄχι κά­ποιος ἄλλος. Ἡ δου­λειὰ εἶναι κα­θα­ρὰ ἐξω­τε­ρι­κευ­μέ­νη ὡς πρὸς τὸ πρό­σω­πο καὶ μπο­ρεῖ αὐτὸ τὸ πρό­σω­πο νὰ τὴν ἀν­ταλ­λά­ξει μὲ κά­ποια ἄλλη δου­λειὰ ἐὰν ὑπάρ­χει κά­ποια δια­θέ­σι­μη ποὺ νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ἀπρό­σω­πη καὶ ἐξω­τε­ρι­κευ­μέ­νη. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐρ­γα­σία μας, ἡ με­γά­λη πλειο­ψη­φία ἀπὸ μᾶς, μέσα στὴν κοι­νω­νία, ἰσο­δυ­να­μεῖ μὲ ἁπλὲς «μο­νά­δες», ἢ ἀν­τι­κεί­με­να ἢ ἐμ­πο­ρι­κὰ εἴδη, καὶ εἶναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη, ὅσο καιρὸ θὰ ἐρ­γά­ζε­ται, σὲ κα­θα­ρὰ μη­χα­νι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες, στὶς ὁποῖ­ες δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο, καὶ τῶν ὁποί­ων οἱ ἐπι­δό­σεις δὲν εἶναι μὲ κα­νέ­να τρόπο σύμ­φω­νες μὲ τὶς ἐσω­τε­ρι­κώ­τε­ρες καὶ κα­θα­ρὰ προ­σω­πι­κές μας ἱκα­νό­τη­τες καὶ ταυ­τό­τη­τες.
Ἕνα μέρος τῆς ἀρ­ρώ­στειας μας ἴσως γίνει κα­τα­νο­η­τό, ἂν θυ­μη­θεῖ κα­νεὶς ὅτι, ὅταν ἕνα ἄτομο δὲν πλη­ρεῖ τὴν λει­τουρ­γία, γιὰ τὴν ὁποία προ­ο­ρί­ζε­ται ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ εἶναι καὶ ἡ κλίση του, ἀλλ’ ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται νὰ ἐκτε­λέ­σει κά­ποια ἄλλη λει­τουρ­γία, ποὺ δὲν εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ συν­δε­δε­μέ­νη μαζί του, τότε τὸ ἄτομο αὐτὸ δη­μιουρ­γεῖ στὸ ἑαυτό του ἕνα ξε­χαρ­βά­λω­μα καὶ μιὰ δυ­σαρ­μο­νία ποὺ ἐπη­ρε­ά­ζει ὁλό­κλη­ρη τὴν κοι­νω­νία στὴν ὁποία ἀνή­κει. Γιατὶ στὴν κοι­νω­νία μας, αὐτὸ δὲν ἀπο­τε­λεῖ ἐξαί­ρε­ση. Εἶναι ὁ κα­νό­νας. Καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς πε­ρι­στά­σεις, τὸ ξε­χαρ­βά­λω­μα ἐπη­ρε­ά­ζει ὄχι μόνο τὴν κοι­νω­νία, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ κο­σμι­κὸ βα­σί­λειο στὸ σύ­νο­λό του. Εἶναι πε­ριτ­τὸ νὰ το­νι­στεῖ, ὅτι αὐτὴ ἡ κο­σμι­κὴ ἀτα­ξία, ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὸν ρι­ζι­κὸ ἀπαν­θρω­πι­σμὸ τῆς κοι­νω­νί­ας μας καὶ εἶναι ἀνί­α­τη, ἂν δὲν γίνει μιὰ κα­θο­λι­κὴ ἐπα­να­φο­ρὰ τοῦ προ­σω­πι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα στὶς συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας μας, ἔχει κιό­λας προ­χω­ρή­σει πολύ. Καθὼς οἱ συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας στὴν κοι­νω­νία μας, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἴδιος ὁ τύπος τῆς ἐρ­γα­σί­ας γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κρί­σι­μο ση­μεῖο δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀνα­κτή­σουν τὸν προ­σω­πι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα καὶ νὰ ἐπα­ναν­θρω­πι­σθοῦν, χωρὶς διά­λυ­ση ὁλό­κλη­ρης τῆς πα­ρού­σας ἐπι­στη­μο­νι­κῆς καὶ βιο­μη­χα­νι­κῆς ὑπο­δο­μῆς, μπο­ροῦ­με κάπως νὰ ἐκτι­μή­σου­με τὸ μέ­γε­θος τοῦ ἀγώνα ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στά μας.

Σ’ αὐτὸ τὸ ση­μεῖο θὰ ἤθελα νὰ προ­λά­βω μιὰ πι­θα­νὴ κρι­τι­κή, ἰδίως γιατὶ ἔτσι θὰ φτάσω στὸ κεν­τρι­κὸ ση­μεῖο ὁλό­κλη­ρης τῆς ἐπι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας μου: τὸ ἐρώ­τη­μα, γιατὶ ἡ προ­σχώ­ρη­ση στὴ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη ἀνα­πό­φευ­κτα συ­νε­πά­γε­ται τὸν ἀπαν­θρω­πι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ λε­χθεῖ ὅτι ἡ μη­χα­νι­στι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρία, τὴν ὁποία ἐδῶ ταυ­τί­ζω μ’ ἐκεί­νη τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ἔχει, πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό, πα­ρα­με­ρι­στεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπι­στή­μο­νες κι ἔχει πε­τα­χτεῖ στὸ σκου­πι­δό­το­πο τῶν ἀπο­μυ­θο­ποι­η­μέ­νων θε­ω­ριῶν, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ τὴν ἱστο­ρία τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης. Ἡ κβαν­το­θε­ω­ρία καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς σχε­τι­κό­τη­τας, ποὺ προ­τά­θη­καν στὴν καμπὴ τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰώνα, μπο­ροῦν ν’ ἀνα­φερ­θοῦν πρὸς ἐπίρ­ρω­σιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυ­ρι­σμοῦ, ὅτι δη­λα­δὴ ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρία ἄλ­λα­ξε ρι­ζι­κά.

Ἀρι­στε­ρά: Ὁ Ἄλ­μπερτ Ἀιν­στάιν (1947), εἰ­ση­γη­τὴς τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς σχε­τι­κό­τη­τας. Δεξιά: Ὁ Βέρ­νερ Χάι­ζεν­μπεργκ (1933), εἰ­ση­γη­τὴς τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπροσ­διο­ρι­στί­ας (Bun­des­ar­chiv, Bild 183-R57262 / ἄγνω­στος φω­το­γρά­φος / CC-BY-SA 3.0 DE).
Πρό­σθε­τα, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐπι­ση­μαν­θεῖ ὅτι φι­λό­σο­φοι τῆς ἐπι­στή­μης, ὅπως ὁ Ernst Mach ἢ ὁ Henri Poin­caré γιὰ ν’ ἀνα­φέ­ρου­με μόνο δύο ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐ­φυεῖς θε­τι­κι­στές, ἀπέ­δει­ξαν ὅτι οἱ θε­ω­ρί­ες καὶ οἱ ἐπε­ξη­γη­μα­τι­κὲς ἔν­νοιες τῆς ἐπι­στή­μης δὲν εἶναι τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω ἀπὸ βο­λι­κὰ δια­νο­η­τι­κὰ ἐρ­γα­λεῖα, μέσω τῶν ὁποί­ων οἱ ἐπι­στή­μο­νες χει­ρί­ζον­ται τὰ δε­δο­μέ­να τους καὶ τὰ ἀνά­γουν σὲ συγ­κρι­τι­στι­κὴ τα­ξι­νό­μη­ση, κι ὅτι πρέ­πει ν’ ἀξιο­λο­γη­θοῦν μόνο γιὰ τὴ χρη­σι­μό­τη­τα καὶ τὴ βο­λι­κό­τη­τά τους, κι ὄχι σὰν δια­κη­ρύ­ξεις ἀλή­θειας ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Mach, βέ­βαια, καὶ πι­θα­νὸν κι ὁ Poin­caré, θὰ ἔφτα­ναν στὸ ση­μεῖο νὰ ποῦν ὅτι ὁπωσ­δή­πο­τε δὲν ὑπάρ­χουν ἔσχα­τες ἀλή­θειες ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μο­λο­νό­τι οἱ ἀλή­θειες τῆς ἐπι­στή­μης βρί­σκον­ται πιὸ κοντὰ σ’ αὐτήν, ἀπ’ ὅσο βρί­σκον­ται ὁποιεσ­δή­πο­τε ἄλλες ποὺ εἶναι δυ­να­τὸν ν’ ἀνα­κα­λύ­ψου­με. Καὶ πιὸ πρό­σφα­τα, ἄλλοι φι­λό­σο­φοι τῆς ἐπι­στή­μης, ὅπως ὁ Michael Polanyi, μί­λη­σαν γιὰ τὸ πόσο ἀδύ­να­το εἶναι, γιὰ τὸν ἐπι­στή­μο­να, νὰ μὴν ἐπη­ρε­α­στεῖ ἀπὸ κα­θα­ρὰ ὑπο­κει­με­νι­κοὺς πα­ρά­γον­τες, ὅπως τί πε­ρι­μέ­νει νὰ βρεῖ, τί τὸν ἔχουν πεί­σει ἄλλοι ὅτι θἄ­πρε­πε νὰ δεῖ, κ.ο.κ. – πα­ρά­γον­τες ποὺ ση­μαί­νουν πὼς οἱ με­τρή­σεις τῶν χρο­νι­κῶν καὶ τῶν χω­ρι­κῶν δια­στη­μά­των δὲν προ­σφέ­ρον­ται ἁπλῶς στὸν νοῦ, ἀλλὰ σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο νοῦ, βα­θειὰ κι ἀξε­διά­λυ­τα μπλεγ­μέ­νο μὲ τὶς δικές του ὑπο­κει­με­νι­κὲς καὶ προ­σω­πι­κὲς προ­κα­τα­λή­ψεις κι ἀπαι­τή­σεις.[3]
Μὲ λίγα λόγια, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ φέ­ρου­με τὸ ἐπι­χεί­ρη­μα ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἐπι­στή­μο­νες δέ­χον­ται τώρα ὅτι οἱ κα­λύ­τε­ρες ἀπὸ τὶς θε­ω­ρί­ες τους δὲν εἶναι παρὰ ὑπο­θέ­σεις, κι ὅτι αὐτές, ἐνῶ μὲ κα­νέ­να τρόπο δὲν ἀνα­κα­λύ­πτον­ται ἐπα­γω­γι­κά, μὲ βάση ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ δε­δο­μέ­να, ὅπως θὰ ἔκανε ἕνας ἐμ­πει­ριο­κρά­της τῆς πα­λιᾶς σχο­λῆς, προ­βάλ­λον­ται τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φορὲς σὰν ἡ πι­θα­νό­τε­ρη ἐξή­γη­ση ἢ ἑρ­μη­νεία ὁρι­σμέ­νων δε­δο­μέ­νων, σύμ­φω­να μ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­τυ­πο ποὺ ὁ ἐν λόγω ἐπι­στή­μο­νας συμ­βαί­νει νὰ ἔχει ἀπο­δε­χτεῖ. Ἔτσι, ὁ Le Ver­rier ἔθεσε ἀξιω­μα­τι­κά, μέσ’ ἀπὸ κα­θα­ρὰ μα­θη­μα­τι­κὲς με­θό­δους, τὸν τότε ἄγνω­στο πλα­νή­τη Πο­σει­δώ­να, καὶ πιὸ πρό­σφα­τα ὁ Wat­son κι ὁ Crick προ­χώ­ρη­σαν μ’ ἕνα πα­ρό­μοιο τρόπο, ὅταν ἀνέ­πτυ­ξαν τὴ θε­ω­ρία τους γιὰ τὸν γε­νε­τι­κὸ κώ­δι­κα. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βγεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅτι ὅλ’ αὐτὰ ση­μαί­νουν πὼς ἡ παλιὰ κλει­στή, ἄκαμ­πτη, μα­ντε­μέ­νια καὶ μη­χα­νι­στι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος, στὴν ὁποία ὁ ἄν­θρω­πος θε­ω­ροῦν­ταν ἕνα ἁπλὸ γρα­νά­ζι σὲ μιὰ ἐκτε­τα­μέ­νη κο­σμι­κὴ μη­χα­νή, ἔχει μιὰ γιὰ πάντα πε­ρά­σει, καὶ πὼς ἡ ἐπι­στή­μη, ἡ και­νούρ­για ἐπι­στή­μη, εἶναι ἀνοι­κτή, εὐ­έ­λι­κτη, ἀπροσ­διό­ρι­στη καὶ πολὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐνή­με­ρη τῶν πε­ριο­ρι­σμῶν της, ἀπ’ ὅ,τι συ­νέ­βαι­νε ἕως τώρα. Πραγ­μα­τι­κά, με­ρι­κοὶ ἐπι­στή­μο­νες καὶ με­ρι­κοὶ θε­ο­λό­γοι μαζί, ἔφθα­σαν μέχρι νὰ σκε­φθοῦν ὅτι ἴσως νὰ ἦταν τώρα δυ­να­τὸν νὰ συμ­φι­λιω­θοῦν ἡ ἐπι­στή­μη καὶ ἡ θρη­σκεία, σὲ μιὰ ἐπι­στη­μο­νι­κο­θρη­σκευ­τι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῶν πραγ­μά­των.
Δὲν ὑπάρ­χει ἀμ­φι­βο­λία πὼς αὐτὸ εἶναι ἐν μέρει ἀλη­θι­νό, ὅπως δὲν ὑπάρ­χει ἀμ­φι­βο­λία πὼς πολ­λοὶ ἐπι­στή­μο­νες, ἐνή­με­ροι γιὰ τὴν ἀπαν­θρω­πία τῶν κλά­δων τους ποὺ συν­τρί­βει, ψά­χνουν ἀπελ­πι­σμέ­να νὰ βροῦν κάτι ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φανεῖ ὅτι ἐπι­τρέ­πει στὸ ἀν­θρώ­πι­νο, κι ἀκόμη καὶ στὸ θρη­σκευ­τι­κὸ στοι­χεῖο, νὰ ἐπι­βε­βαιω­θεῖ μέσα σ’ αὐ­τούς. Γιὰ ἕνα ὁλό­κλη­ρο πεδίο φαι­νο­μέ­νων στὴν ἀτο­μι­κὴ φυ­σι­κὴ καὶ τὴν ἀστρο­νο­μία, τὸ παλιὸ μη­χα­νι­κὸ πρό­τυ­πο εἶναι ἀκα­τάλ­λη­λο, καὶ οἱ ἐπι­στή­μο­νες ποὺ ἐρ­γά­ζον­ται σ’ αὐτὲς τὶς πε­ριο­χὲς εἶναι ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι ν’ ἀνα­θε­ω­ρή­σουν τὶς με­θό­δους πα­ρα­τή­ρη­σης, νὰ ἐφεύ­ρουν και­νούρ­για καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­έ­λι­κτα πρό­τυ­πα καὶ ν’ ἀνα­πτύ­ξουν πε­ρισ­σό­τε­ρο λε­πτὲς μα­θη­μα­τι­κὲς δια­δι­κα­σί­ες γιὰ ν’ ἀνα­λύ­σουν τὰ πει­ρα­μα­τι­κὰ δε­δο­μέ­να τους.
Πράγ­μα­τι, με­ρι­κοὶ ἐπι­στή­μο­νες κι ἀνά­με­σά τους ὁ Fritjof Capra εἶναι ἴσως ὁ πιὸ δη­μο­φι­λὴς ἐκ­πρό­σω­πος[4]– ἰσχυ­ρί­ζον­ται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνο­μά­ζουν νέα φυ­σι­κὴ ἔχει ἐν­τε­λῶς χει­ρα­φε­τη­θεῖ ἀπὸ τὴ μη­χα­νι­στι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρία τῆς Καρ­τε­σια­νῆς καὶ Νευ­τώ­νειας φυ­σι­κῆς, καὶ στὴν πράξη ἔχει προ­χω­ρή­σει κοντὰ στὴν κο­σμο­θε­ω­ρία τοῦ Ἀνα­το­λι­κοῦ μυ­στι­κι­σμοῦ. Οἱ δύο βα­σι­κὲς θε­ω­ρί­ες τῆς μο­ντέρ­νας φυ­σι­κῆς ἡ κβαν­τι­κὴ θε­ω­ρία καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς σχε­τι­κό­τη­τας ἔχουν νὰ ἐπι­δεί­ξουν, σύμ­φω­να μὲ τοὺς ἰσχυ­ρι­σμούς του, ὅλα τὰ κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς Ἀνα­το­λι­κῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας. Ἡ κβαν­τι­κὴ θε­ω­ρία κα­τήρ­γη­σε τὴν παλιὰ θε­ω­ρία τῶν θε­με­λια­κὰ δια­κε­κρι­μέ­νων ἀν­τι­κει­μέ­νων, εἰ­σή­γα­γε τὴν ἰδέα τοῦ συμ­με­τό­χου στὸ φαι­νό­με­νο, σὲ ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς ἔν­νοιας τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ, καὶ κα­τέ­λη­ξε νὰ βλέ­πει τὸ σύμ­παν σὰν ἕνα δια­συν­δε­μέ­νο πλέγ­μα σχέ­σε­ων, ποὺ τὰ μέρη του κα­θο­ρί­ζον­ται μόνο μέσ’ ἀπὸ τοὺς δε­σμούς τους πρὸς τὸ σύ­νο­λο. Ἡ σχε­τι­κό­τη­τα ἔκανε τὸ κο­σμι­κὸ πλέγ­μα ν’ ἀπο­κτή­σει ζωή, ἀπο­κα­λύ­πτον­τας τὸν ἐσω­τε­ρι­κό, δυ­να­μι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα του, ἀπο­δει­κνύ­ον­τας ὅτι ἡ δρα­στη­ριό­τη­τά του εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὕπαρ­ξής του. Σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῶν πα­ρα­πά­νω, τὸ σύμ­παν ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται τώρα ὡς ἕνα δυ­να­μι­κὸ πλέγ­μα ἀλ­λη­λε­ξαρ­τη­μέ­νων γε­γο­νό­των. Καμ­μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες ἑνὸς τμή­μα­τος αὐτοῦ τοῦ πλέγ­μα­τος δὲν εἶναι θε­με­λια­κή: ἡ κάθε μία ἀπορ­ρέ­ει ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες τῶν ἄλλων τμη­μά­των, καὶ ἡ συ­νο­λι­κὴ ἀλ­λη­λου­χία τῶν ἀμοι­βαί­ων ἀλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ών τους κα­θο­ρί­ζει τὴ δομὴ ὁλό­κλη­ρου τοῦ πλέγ­μα­τος.
Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, βέ­βαια, τί­πο­τε ἀπὸ τὰ πα­ρα­πά­νω δὲν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιὰ ἀπο­μά­κρυν­ση ἀπὸ τὸ βα­σι­κὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ τὴ βάση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης. Κι ἂν χρειά­ζε­ται ἀπό­δει­ξη γι’ αὐτό, αὐτὴ μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­ζη­τη­θεῖ στὸ γε­γο­νὸς ὅτι οἱ τρεῖς θε­ω­ρί­ες ποὺ ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» θε­ω­ρεῖ σὰν ἀξιώ­μα­τα (μο­λο­νό­τι ἐξ ὁρι­σμοῦ δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ ὑπο­θέ­σεις) κι ἀπὸ τὶς ὁποῖ­ες ἐξαρ­τῶν­ται πλή­ρως τὰ πο­ρί­σμα­τά της συγ­κε­κρι­μέ­να οἱ δύο θε­ω­ρί­ες ποὺ ἤδη ἀνα­φέρ­θη­καν (ἡ κβαν­τι­κὴ θε­ω­ρία καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς σχε­τι­κό­τη­τας), καθὼς καὶ ἡ θε­ω­ρία τῆς ἐξέ­λι­ξης ποὺ τὶς συ­νο­δεύ­ει, δὲν εἶναι παρὰ ἀνα­πό­φευ­κτες λο­γι­κὲς συ­νέ­πειες τῶν προ­τά­σε­ων ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὸ βα­σι­κὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης. Τί­πο­τε τὸ θε­με­λια­κὸ δὲν ἄλ­λα­ξε ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν ἀπο­δο­χὴ αὐτῶν τῶν προ­τά­σε­ων: εἶναι τόσο ἀδια­φι­λο­νί­κη­τες ὅσο ἦταν πάν­το­τε, καὶ ἡ πολὺ ἐκ­θεια­σμέ­νη «νέα φυ­σι­κὴ» δὲν εἶναι παρὰ ἡ παλιὰ φυ­σι­κὴ μὲ νέα ἀμ­φί­ε­ση.
Πρό­σθε­τα, μὲ τὸν δικό της τρόπο, ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» δὲν εἶναι λι­γό­τε­ρο ντε­τερ­μι­νι­στι­κὴ καὶ μη­χα­νι­στι­κὴ ἀπὸ τὴν παλιὰ φυ­σι­κή: δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ξε­φύ­γει ἀπὸ τὸν ντε­τερ­μι­νι­σμὸ καὶ τὴν μη­χα­νι­κό­τη­τα, ἀλ­λά­ζον­τας ἁπλὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὴ σχέση ἀνά­με­σα στὰ μέρη τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, ἐκτὸς ἂν ἀνα­γνω­ρί­σει ταυ­τό­χρο­να μιὰ μὴ κα­θο­ρι­σμέ­νη καὶ μὴ κα­θο­ρι­ζό­με­νη ἀρχὴ σχέ­σε­ων, ἡ ὁποία νὰ ὑπερ­βαί­νει συ­νο­λι­κὰ καὶ τὸν κόσμο καὶ a for­tio­ri τὸ ἴδιο τὸ βα­σί­λειο τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ἔρευ­νας. Καὶ φυ­σι­κά, στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς «νέας φυ­σι­κῆς», δὲν ἀνα­γνω­ρί­στη­κε τέ­τοια ἀρχή, ἐνῶ ὑπο­τί­θε­ται ἀκόμη ὅτι ὅσα συμ­βαί­νουν στὴ σφαί­ρα τῶν ἀτο­μι­κῶν καὶ ὑπο-ατο­μι­κῶν γε­γο­νό­των, κα­θο­ρί­ζον­ται ἀπὸ τοὺς νό­μους τῆς στα­τι­στι­κῆς, ποὺ μπο­ροῦν νὰ ἐκ­φρα­στοῦν μὲ μα­θη­μα­τι­κοὺς ὅρους. Τὸ μόνο ποὺ συ­νέ­βη ἦταν, πὼς ἡ ἀρχὴ τῆς αἰ­τιό­τη­τας τῆς πα­λιᾶς φυ­σι­κῆς, ποὺ ἐφαρ­μο­ζό­ταν σὲ με­μο­νω­μέ­να ἀν­τι­κεί­με­να καὶ συμ­βάν­τα, ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε τώρα ἀπὸ μιὰ ἀρχὴ στα­τι­στι­κῆς αἰ­τιό­τη­τας, στὴν ὁποία οἱ πι­θα­νό­τη­τες γιὰ τὰ ἀτο­μι­κὰ συμ­βάν­τα κα­θο­ρί­ζον­ται ἀπὸ τὴ δυ­να­μι­κὴ τοῦ ὅλου συ­στή­μα­τος: βρι­σκό­μα­στε μέσα σ’ ἕνα με­γα­λύ­τε­ρο κλου­βί.
Σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση, ἂν ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» πρό­σφε­ρε κά­ποια θε­τι­κὴ ὑπη­ρε­σία, αὐτὴ εἶναι τὸ ὅτι ἀπο­δει­κνύ­ει, κα­θα­ρό­τε­ρα παρὰ ποτὲ ἄλ­λο­τε, τὴν πλήρη ἀνι­κα­νό­τη­τα τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης νὰ πεῖ ὁτι­δή­πο­τε, ποὺ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς κάπως νὰ τὸ πι­στέ­ψει, σχε­τι­κὰ μὲ τὴ φύση τοῦ σύμ­παν­τος. Πό­ρι­σμα τῆς ἀρχῆς ὅτι οἱ ἰδιό­τη­τες κάθε μέ­ρους αὐτοῦ τοῦ σύμ­παν­τος, κα­θο­ρί­ζον­ται ἀπὸ τὶς ἰδιό­τη­τες ὅλων τῶν ἄλλων μερῶν, εἶναι τὸ ὅτι, γιὰ νὰ γίνει κα­τα­νο­η­τὸ κάθε με­μο­νω­μέ­νο φαι­νό­με­νο, πρέ­πει ἐπί­σης νὰ κα­τα­νο­η­θοῦν ὅλα τὰ ὑπό­λοι­πα φαι­νό­με­να. Καθὼς αὐτὸ εἶναι ἐν­τε­λῶς ἀδύ­να­το, οἱ φυ­σι­κοὶ ὀφεί­λουν νὰ δε­χθοῦν ὅτι ἐξ αἰ­τί­ας τῆς φύσης τῶν πραγ­μά­των, ἡ γνώση τους, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, εἶναι μόνο σχε­τι­κὴ καὶ ἴσως ἀπο­δει­χθεῖ, ἂν μπο­ρέ­σουν νὰ λά­βουν ὑπόψη τους πε­ρισ­σό­τε­ρα φαι­νό­με­να ἀπ’ ὅσα λα­βαί­νουν ὑπόψη τους στὴν πράξη, κα­τά­φω­ρα λα­θε­μέ­νη· ἑπο­μέ­νως μπο­ρεῖ αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι κα­θό­λου γνώση, ἀλλ’ ἁπλὰ ἕνας πα­ρα­λο­γι­σμός.
Ἔτσι, ἡ προ­σπά­θειά τους νὰ ἐξη­γή­σουν πολλὰ φαι­νό­με­να μὲ τὴ διε­ρεύ­νη­ση ποὺ κά­νουν σὲ λίγα, εἶναι μιὰ κα­θα­ρὰ αὐ­θαί­ρε­τη μέ­θο­δος, καὶ δὲν ἔχει καμ­μιὰ σχέση μὲ τὴ γνώση, μὲ τὴ σωστὴ ἔν­νοια τῆς λέξης. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο ὅ,τι μπο­ροῦν νὰ κά­νουν, ὅπως ὁμο­λο­γοῦν καὶ οἱ ἴδιοι: τὸ ὅτι ὅλες οἱ ἐπι­στη­μο­νι­κὲς θε­ω­ρί­ες καὶ τὰ πρό­τυ­πα εἶναι ἐξ ὁρι­σμοῦ προ­σεγ­γί­σεις, καὶ ἴσως εἶναι ἐν­τε­λῶς ἀκα­τάλ­λη­λα γιὰ νὰ με­τα­δό­σουν μιὰ ἀλη­θι­νὴ εἰ­κό­να τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὅτι ἀσχο­λοῦν­ται, εἶναι τὸ συμ­πέ­ρα­σμα στὸ ὁποῖο κα­τα­δι­κά­στη­κε ὁλό­κλη­ρη ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἔρευ­να, ἀπὸ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐκ­κί­νη­σής της.
Ἴσως τί­πο­τε δὲν δεί­χνει τόσο τὸ ἀδιέ­ξο­δο στὸ ὁποῖο σύρ­θη­κε ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, ὅσο τὸ τί ἰσχυ­ρί­ζον­ται οἱ ὑπέρ­μα­χοί της σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ση­μεῖα τῆς προ­ό­δου της, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να τὸ ὅτι ἀπο­δέ­χον­ται ὅτι ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ (ἢ τοῦ συμ­με­τό­χου) ἀπο­τε­λεῖ οὐ­σια­στι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος ποὺ αὐτὸς συ­νά­γει γιὰ τὸ χα­ρα­κτή­ρα τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Πέρα ἀπὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ εἶχε μάθει κα­νέ­νας ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε πνευ­μα­τι­κὴ ἢ με­τα­φυ­σι­κὴ πα­ρά­δο­ση, ἄξια τοῦ ὀνό­μα­τος, ἡ ἄποψη αὐτή, ἂν συλ­λο­γι­στεῖ κα­νέ­νας τὶς ἀρχὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖ­ες ξε­κί­νη­σαν, φέρ­νει τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπι­στή­μο­νες σὲ μιὰ θέση χωρὶς νόημα.
Γιατί, ἂν ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση παί­ζει ἕνα κρί­σι­μο ρόλο στὴ δια­δι­κα­σία τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης, σὲ τέ­τοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἀπό­φα­σή μου γιὰ τὸ πῶς πα­ρα­τη­ρῶ ἕνα ἠλε­κτρό­νιο, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, νὰ κα­θο­ρί­ζει τὶς ἰδιό­τη­τες ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀπο­δί­δω, τότε πρέ­πει νὰ βγεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα, πὼς μέχρι νὰ γνω­ρί­σω τί εἶναι ἡ συ­νεί­δη­ση καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ καὶ τὰ ὅρια τῆς συ­νεί­δη­σης μὲ τὴν ὁποία πα­ρα­τη­ρῶ, δὲν ἔχω τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκτι­μή­σω μὲ ποιὸ τρόπο ἡ συ­νεί­δη­σή μου ἔχει προσ­διο­ρί­σει τὶς ἰδιό­τη­τες ποὺ εἶμαι ἱκα­νὸς νὰ πα­ρα­τη­ρή­σω σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο φαι­νό­με­νο, ἢ ἀκόμη σὲ ποιὸ βαθμό, ὅ,τι πα­ρα­τη­ρῶ, μπο­ρεῖ βέ­βαια ν’ ἀν­τα­να­κλᾶ ἁπλῶς τὴ δική μου συ­νεί­δη­ση, ἀλλὰ ἀπὸ δια­φο­ρε­τι­κὴ σκο­πιά, δὲν ἔχει παρὰ λίγα πράγ­μα­τα ἢ τί­πο­τε νὰ κάνει μὲ ὅ,τι μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ὀνο­μά­σει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πραγ­μα­τι­κά, ἐὰν ὅπως πα­ρα­δέ­χον­ται οἱ νέοι φυ­σι­κοὶ κάθε με­τα­βο­λὴ τῆς συ­νεί­δη­σης ἀλ­λοιώ­νει τὸ πα­ρα­τη­ρού­με­νο, ὁ σύγ­χρο­νος ἐπι­στή­μο­νας δὲν κάνει τί­πο­τε ἄλλο, ὅταν εἰ­ση­γεῖ­ται θε­ω­ρί­ες, ἀπὸ τὸ νὰ «ἀν­τι­κει­με­νι­κο­ποιεῖ» ἁπλά, στὴ συμ­βα­τι­κὴ γλώσ­σα τοῦ κλά­δου του, τὶς ὁριο­θε­τή­σεις τῆς δικῆς του ἀτο­μι­κῆς συ­νεί­δη­σης. Ἂν κα­τεῖ­χε ἕναν ὑψη­λό­τε­ρο βαθμὸ συ­νεί­δη­σης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ δια­θέ­τει, θὰ ἔβλε­πε τὰ πράγ­μα­τα κάτω ἀπὸ ἕνα ἐν­τε­λῶς δια­φο­ρε­τι­κὸ φῶς, κι ἑπο­μέ­νως θὰ συμ­πέ­ραι­νε ἔχον­τας μιὰ τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κὴ κα­τα­νόη­ση γι’ αὐτά, μιὰ κα­τα­νόη­ση ποὺ ἴσως αὐτὸς νὰ εὕ­ρι­σκε ὅτι εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ ἐκ­φρα­στεῖ στὴ γλώσ­σα τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν.
Ὅλ’ αὐτὰ ξε­κα­θα­ρί­ζουν ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅτι ἡ «νέα φυ­σι­κὴ» εἶναι πα­γι­δευ­μέ­νη ὅσο καὶ ἡ παλιὰ φυ­σι­κή, μέσα σ’ ἕνα ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπο­ρεῖ νὰ ξε­φύ­γει μόνο ἂν ἀνα­γνω­ρί­σει αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τώρα θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶναι αὐ­το­νόη­το, τὴν ἀπό­λυ­τη ἀνε­πάρ­κεια τῶν ἀρ­χι­κῶν ὑπο­θέ­σε­ών της. Ἐν πάση πε­ρι­πτώ­σει, ὁποιουσ­δή­πο­τε ἰσχυ­ρι­σμοὺς ὡστό­σο κί­βδη­λους κι ἂν προ­βάλ­λουν τώρα οἱ ἐπι­στή­μο­νες γιὰ τὴ «νέα φυ­σι­κή», ἡ παλιὰ φυ­σι­κὴ εἶναι ἀκόμη στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ φυ­σι­κὴ μιᾶς ἐξί­σου πλα­τειᾶς πε­ριο­χῆς φαι­νο­μέ­νων, ὅλων ἐκεί­νων τῶν φαι­νο­μέ­νων ποὺ ἀνή­κουν σ’ αὐτὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὀνο­μα­στεῖ το­πι­κό μας πε­ρι­βάλ­λον, τοῦ κοι­νοῦ χώρου καὶ χρό­νου.

Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Κά­ρο­λου Δαρ­βί­νου, εἰ­ση­γη­τοῦ τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐξέ­λι­ξης, ἀπὸ τὸν Τζὼν Κό­λιερ (1883).
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἀπο­κα­λού­με­νες βιο­λο­γι­κὲς ἐπι­στῆ­μες, ἐκεῖ ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ σκέψη εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ πιὸ χον­τρο­κομ­μέ­να μη­χα­νι­στι­κὴ ἀπ’ ὁπου­δή­πο­τε ἀλλοῦ. Στὴ βιο­λο­γία, τὸ κύτ­τα­ρο εἶναι ἕνα «χη­μι­κὸ ἐρ­γο­στά­σιο», τὰ ρι­βο­σώ­μα­τα κα­τευ­θύ­νον­ται ἀπὸ μιὰ «μη­χα­νὴ προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ», τὸ RNA εἶναι ὅμοιο μ’ «ἕναν ἐρ­γά­τη μιᾶς βιο­μη­χα­νί­ας πο­λυ­γρα­φή­σε­ων ποὺ ἀν­τι­γρά­φει τὸ πρό­γραμ­μα μιᾶς αὐ­τό­μα­της μη­χα­νῆς στὸ πλη­κτρο­λό­γιο μιᾶς δια­τρή­τριας», κ.ο.κ. «Γιὰ τὴν ἐπι­στή­μη», ὅπως δη­λώ­νει ὁ Joseph Need­ham, «ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι μιὰ μη­χα­νή, κι ἂν δὲν εἶναι αὐτό, τότε δὲν εἶναι τί­πο­τε».[5] Καὶ γιὰ νὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει τὰ λόγια του, καὶ νὰ δώσει μὲ τρόπο ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ μιὰ εἰ­κό­να αὐτοῦ ποὺ ἤδη εἶπα, ὅτι ὁ ἀπαι­τού­με­νος ἀπὸ τὴν ἐπι­στή­μη τύπος νόη­σης μπο­ρεῖ νὰ εἶναι ὁ πιὸ μέ­τριος καὶ ἀνυ­πό­λη­πτος ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κοι­νῆς ἀν­θρώ­πι­νης νο­η­μο­σύ­νης, ὁ Fran­cis Crick, βρα­βευ­μέ­νος μὲ τὸ βρα­βεῖο Nobel, αὐτὸς ποὺ ἀνα­κά­λυ­ψε τὴν διπλῆ ἑλι­κο­ει­δῆ δομὴ τοῦ DNA, μπο­ρεῖ νὰ γρά­φει: «Ἐγὼ ὁ ἴδιος, ὅπως πολ­λοὶ ἐπι­στή­μο­νες, πι­στεύω πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι φαν­τα­στι­κή, κι ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀπο­κα­λοῦ­με νοῦ μας εἶναι ἁπλὰ ἕνας τρό­πος γιὰ νὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὶς λει­τουρ­γί­ες τῶν ἐγ­κε­φά­λων μας». Καὶ μπο­ρεῖ καὶ προ­σθέ­τει: «Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ προ­σαρ­μό­ζε­ται κα­νεὶς στὴν ἰδέα ὅτι βρι­σκό­μα­στε ἐδῶ γιατὶ ἐξε­λι­χθή­κα­με ἀπὸ ἁπλὲς χη­μι­κὲς ἑνώ­σεις μὲ μιὰ δια­δι­κα­σία φυ­σι­κῆς ἐπι­λο­γῆς, εἶναι ἀξιο­ση­μεί­ω­το πόσα ἀπὸ τὰ προ­βλή­μα­τα τοῦ σύγ­χρο­νου κό­σμου προ­σλαμ­βά­νουν ἕνα ἐν­τε­λῶς και­νούρ­γιο φῶς».[6]
πραγ­μα­τι­κὴ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ αἰτία ποὺ ἀκυ­ρώ­νει τὸν ἰσχυ­ρι­σμό, ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία εἶναι θε­με­λια­κὰ δια­φο­ρε­τι­κὴ ἀπὸ ἐκεί­νη τοῦ Γα­λι­λαί­ου, τοῦ Καρ­τέ­σιου καὶ τοῦ Νεύ­τω­να, ἄρα εἶναι πιὸ ἐπι­δε­κτι­κὴ στὴν ἐξαν­θρω­πι­σμό, βρί­σκε­ται πολὺ βα­θύ­τε­ρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν συ­νε­χι­ζό­με­νη προ­σκόλ­λη­ση στὴν πα­ρο­μοί­ω­ση μὲ τὴ μη­χα­νή. Οἱ ἐπι­στή­μο­νες μπο­ροῦν πολὺ ὡραῖα νὰ ζή­σουν χωρὶς αὐτὴν τὴν πα­ρο­μοί­ω­ση καὶ νὰ υἱ­ο­θε­τή­σουν κά­ποια ἄλλη στὴ θέση της. Αὐτὸ δὲν εἶναι θε­με­λια­κὰ πολὺ ση­μαν­τι­κό. Ἀλλ’ ἐκεῖ­νο ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ κά­νουν, δίχως νὰ πα­ρα­δε­χθοῦν τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κή τους ἀνε­πάρ­κεια, εἶναι ν’ ἀπο­χω­ρι­στοῦν ἐκεῖ­νες τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, ἢ προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πάνω στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ἡ ἴδια ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη. Καὶ λέ­γον­τας ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, ἐννοῶ ἐπι­στη­μο­λο­γι­κὲς πα­ρα­δο­χές, δη­λα­δὴ τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο τῆς νόη­σης, μέσα στὸ ὁποῖο ἐρ­γά­ζε­ται ὁ σύγ­χρο­νος ἐπι­στή­μο­νας, εἴτε αὐτὸς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, εἴτε ὄχι.
Οἱ σύγ­χρο­νοι ἐπι­στή­μο­νες ἴσως ἀνα­γνω­ρί­σουν ὅτι οἱ θε­ω­ρί­ες τους δὲν εἶναι παρὰ ὑπο­θε­τι­κὰ σχή­μα­τα, λίγο πολὺ χρή­σι­μα καὶ βο­λι­κά. Ἴσως πα­ρα­δε­χθοῦν ὅτι ἡ παλιὰ ἐμ­πει­ριο­κρα­τι­κὴ ἐπι­στη­μο­λο­γία σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση μπο­ρεῖ ν’ ἀπο­κτη­θεῖ μόνο μὲ βάση τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση ἦταν ἀκα­τάλ­λη­λη καὶ ἴσως ἐσφαλ­μέ­νη, κι ὅτι μέσα σὲ κάθε πράξη πα­ρα­τή­ρη­σης καὶ σὲ κάθε δια­τύ­πω­ση θε­ω­ρί­ας ὑπει­σέρ­χον­ται πα­ρά­γον­τες κλη­ρο­νο­μι­κοί, πο­λι­τι­στι­κοί, ὑπο­κει­με­νι­κοί, ποὺ ὁ ἐπι­στή­μο­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­δια­γρά­ψει, καὶ γιὰ τοὺς ὁποί­ους ἴσως πραγ­μα­τι­κὰ νὰ μὴν εἶναι σχε­δὸν κα­θό­λου ἐνή­με­ρος. Ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀπορ­ρί­ψουν αὐτὲς κα­θε­αυ­τὲς τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις τῆς ἴδιας τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς σκέ­ψης, ἐκτὸς ἐὰν πρό­κει­ται νὰ ὁμο­λο­γή­σουν μιὰ πραγ­μα­τι­κὴ ἐσω­τε­ρι­κὴ με­τα­βο­λή. Κι αὐτὲς οἱ ὑπο­θέ­σεις, αὐτὲς οἱ βα­θύ­τε­ρες ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, εἶναι σή­με­ρα οἱ ἴδιες μ’ ἐκεῖ­νες τῶν ἐπι­στη­μό­νων τοῦ 17ου αἰώνα. Καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἐπι­στή­μο­νες, χωρὶς νὰ ὑπο­στοῦν τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ με­ταλ­λα­γὴ γιὰ τὴν ὁποία μί­λη­σα, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἐξαν­θρω­πί­σουν τὴν ἐπι­στή­μη, ὀφεί­λε­ται στὸ ὅτι ὁ ἀπαν­θρω­πι­σμὸς ἑδρά­ζε­ται σ’ αὐτὲς τὶς ἴδιες τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη.

Ἐδῶ φτά­νου­με στὸ κεν­τρι­κὸ ση­μεῖο τοῦ ζη­τή­μα­τος: ἴσως φανεῖ προ­πέ­τεια νὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἐμ­φα­νί­σου­με τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης σὲ με­ρι­κὲς φρά­σεις. Ἀλλὰ νο­μί­ζω ὅτι μπο­ρεῖ νὰ γίνει. Βα­σι­κά, οἱ ἐπι­στη­μο­νι­κὲς θε­ω­ρί­ες, εἴτε πα­ρα­δο­χὲς εἶναι αὐτὲς εἴτε ἑρ­μη­νεῖ­ες, εἶναι προ­τά­σεις, ποὺ εἴτε μπο­ροῦν νὰ ἐπα­λη­θευ­θοῦν, μὲ ἀνα­φο­ρὰ στὴν ἐμ­πει­ρι­κὴ ἀπό­δει­ξη ἢ στὸ πεί­ρα­μα, εἴτε, του­λά­χι­στον, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀπο­δει­χθοῦν ἐσφαλ­μέ­νες ἀπὸ τὴν πα­ρα­πά­νω ἀπό­δει­ξη ἢ πεί­ρα­μα. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ γνώση προ­ϋ­πο­θέ­τει δύο ὅρους ἢ πό­λους. Ὁ πρῶ­τος εἶναι ἡ ἱκα­νό­τη­τα γιὰ οὐ­σια­στι­κὴ δια­τύ­πω­ση ἐπι­στη­μο­νι­κῶν προ­τά­σε­ων. Κι ὁ δεύ­τε­ρος εἶναι ἕνας «ἀν­τι­κει­με­νι­κὸς» κό­σμος φαι­νο­μέ­νων ποὺ τὴν τρο­φο­δο­τεῖ μὲ ἀκα­τέρ­γα­στο ὑλικὸ γιὰ ἀπό­δει­ξη καὶ πεί­ρα­μα, σὲ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὲς οἱ προ­τά­σεις της μπο­ροῦν νὰ ἐλεγ­χθοῦν ἄμεσα ἢ ἔμ­με­σα. Χωρὶς αὐτά, δὲν θὰ ὑπῆρ­χε γνώση, μὲ τὴν ἔν­νοια ποὺ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται αὐτὴ τὴ λέξη.
Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶναι ἀπό­λυ­τα σαφὲς ὅτι οἱ δύο ὅροι δὲν εἶναι συμ­με­τρι­κοὶ ἢ ἴσης σπου­δαιό­τη­τας. Ὁ πρῶ­τος ἐκεῖ­νος ποὺ ὀνό­μα­σα ἱκα­νό­τη­τα γιὰ οὐ­σια­στι­κὴ δια­τύ­πω­ση ἐπι­στη­μο­νι­κῶν προ­τά­σε­ων εἶναι ὁ ἀπο­φα­σι­στι­κός. Εἶναι ἀπο­φα­σι­στι­κὸς ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι ὁ πα­ρά­γων ποὺ δια­τυ­πώ­νει, ἀλλ’ ἐπί­σης γιατὶ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἱκα­νό­τη­τα γιὰ πα­ρα­τή­ρη­ση καὶ πα­ρέ­χει τὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὸν προσ­διο­ρι­σμὸ τοῦ τί πα­ρα­τη­ρεῖ­ται, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὴ συ­νά­φεια ἢ τὴ μὴ συ­νά­φεια, τὸ συμ­βι­βα­στὸ ἢ τὸ ἀσυμ­βί­βα­στο τῶν πλη­ρο­φο­ριῶν ποὺ συσ­σω­ρεύ­ει σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῶν πα­ρα­τη­ρή­σε­ών του. Πραγ­μα­τι­κά, αὐτὴ καὶ μόνον ἡ ἱκα­νό­τη­τα εἶναι ὁ ὑπέρ­τα­τος διαι­τη­τὴς τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης. Ἑπο­μέ­νως εἶναι κρί­σι­μο, ἂν κά­ποιος πρό­κει­ται ν’ ἀπο­τι­μή­σει τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς γνώ­σης, νὰ γνω­ρί­σει τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πα­ρα­πά­νω ἱκα­νό­τη­τα, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὰ κρι­τή­ρια μὲ τὰ ὁποῖα ἐκτι­μᾶ κι ἀξιο­λο­γεῖ τὸ ὑλικό της. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ οἱ κα­νό­νες ποὺ διέ­πουν τὴ δρα­στη­ριό­τη­τά της, θὰ κα­θο­ρί­σουν τὸν ὅλο χα­ρα­κτή­ρα τῶν ἐν­νοιῶν ποὺ αὐτὴ δια­τυ­πώ­νει.
Ἐδῶ θὰ μπο­ροῦ­σα ν’ ἀνα­φερ­θῶ σὲ μιὰ διά­κρι­ση ἀνά­με­σα στὰ δύο ὄρ­γα­να γνώ­σης στὸν ἄν­θρω­πο, τὸν πνευ­μα­τι­κὸ νοῦ καὶ τὴ λο­γι­κὴ διά­νοια. Καὶ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ προσ­διο­ρί­σω ὅτι τὸ ὄρ­γα­νο ἀπὸ τὸ ὁποῖο κα­θο­ρί­ζε­ται ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, δὲν εἶναι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς νοῦς, μὲ τὴ δύ­να­μη ποὺ ἔχει νὰ συλ­λαμ­βά­νει καὶ νὰ κάνει βίωμά του με­τα­φυ­σι­κὲς καὶ αἰ­ώ­νιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, ἀλλὰ ἡ λο­γι­κὴ διά­νοια, ἡ ὁποία, αὐτὴ κα­θε­αυ­τή, εἶναι ἀνί­κα­νη νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ καὶ νὰ βιώ­σει τέ­τοιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Ἑπο­μέ­νως, τὸ ζή­τη­μα στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εἶναι νὰ ἀνα­γνω­ρι­σθοῦν τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς λο­γι­κῆς διά­νοιας κι ἀκόμη νὰ γίνει ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ φύση τῶν κα­νό­νων στοὺς ὁποί­ους αὐτὴ ἀνα­φέ­ρε­ται γιὰ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὸ ρόλο ποὺ τῆς ἀνέ­θε­σαν οἱ σύγ­χρο­νοι ἐπι­στή­μο­νες. Γιατὶ τεί­νει νὰ γίνει ἀξί­ω­μα γιὰ τοὺς ἐπι­στή­μο­νες, τὸ ὅτι ὁ το­μέ­ας γνώ­σε­ών τους εἶναι ὀρ­θο­λο­γι­κὸς ἢ του­λά­χι­στον τόσο ὀρ­θο­λο­γι­κὸς ὅσο ἄλλοι το­μεῖς, κι ὅτι ἀν­τί­στοι­χα ἡ μορφὴ γνώ­σης τοῦ τομέα τους ἔχει ὀρ­θο­λο­γι­κὸ σχῆμα. Ἑπο­μέ­νως ἔχει ση­μα­σία νὰ δεῖ κα­νεὶς μὲ ποιὰ ἔν­νοια ἀλη­θεύ­ει αὐτό.
διά­νοια εἶναι αὐτὴ ἡ ἱκα­νό­τη­τα νὰ τμη­μα­το­ποιεῖ, νὰ ἀνα­λύ­ει καὶ νὰ τα­ξι­νο­μεῖ ὑλικό, καθὼς καὶ νὰ βγά­ζει συμ­πε­ρά­σμα­τα μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ἀνα­λυ­τι­κῆς ἢ τῆς ἀνα­λο­γι­κῆς λο­γι­κῆς, τῆς μέ­τρη­σης καὶ τῆς μη­χα­νι­κῆς σύν­δε­σης. Ἀλλὰ τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ποὺ βγά­ζει, σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς δρα­στη­ριό­τη­τάς της δὲν εἶναι μόνο αὐ­θαί­ρε­τα. Ἐξαρ­τῶν­ται ἀπὸ τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο ἢ πλαί­σιο τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων μέσα στὸ ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ἡ διά­νοια, γιατὶ οἱ ὑπο­θέ­σεις αὐτὲς πα­ρέ­χουν τὰ κρι­τή­ρια σύμ­φω­να μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐκτι­μᾶ καὶ ἑρ­μη­νεύ­ει τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς πα­ρου­σιά­ζε­ται. Αὐτὸ ση­μαί­νει ὅτι τὸ πεδίο τῆς διά­νοιας πε­ριο­ρί­ζε­ται, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευ­ρὰ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς πα­ρέ­χε­ται κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὶς ὑπο­θέ­σεις μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖ­ες φτά­νει νὰ ἐκτι­μή­σει τὸ πα­ρα­πά­νω ὑλικό, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ ὑπο­θέ­σεις αὐτὲς δὲν ἀπορ­ρέ­ουν ἀναγ­κα­στι­κὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὑλικό. Ἡ διά­νοια γνω­ρί­ζει αὐτὸ τὸ ὑλικό, μόνο σύμ­φω­να μὲ τὸ πῶς αὐτὸ ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴ διά­νοια κι ὄχι ὅπως εἶναι κα­θε­αυ­τό. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ διά­νοια γνω­ρί­ζει τὶς ὑπο­θέ­σεις μόνο σὰν λο­γι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες, κι ὄχι σὰν πραγ­μα­τι­κό­τη­τες κα­θε­αυ­τές.
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ὑπο­θέ­σεις ἢ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὸ πλαί­σιο μέσα στὸ ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ἡ διά­νοια, καὶ ποὺ πα­ρέ­χουν στὴ διά­νοια τὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὶς ἑρ­μη­νεῖ­ες της καὶ τὶς ἀπο­τι­μή­σεις της, οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις αὐτὲς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐγ­γε­νεῖς στὴν ἴδια τὴ διά­νοια, οὔτε καὶ ὁρι­σμέ­νες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὀρ­θο­λο­γι­κό­τε­ρες ἀπὸ ἄλλες, ἀν­τί­θε­τα μὲ ὅ,τι εἶναι συχνὰ πα­ρα­δε­κτό. Οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις εἶναι οἱ ἀφε­τη­ρί­ες ἂς τὶς ὀνο­μά­σου­με ἔτσι ποὺ ἡ διά­νοια ὀφεί­λει νὰ ἀπο­δε­χθεῖ ἢ νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει, συ­νει­δη­τὰ ἢ ἀσυ­νεί­δη­τα, a prio­ri, ὡς ὅρο γιὰ τὴν ἴδια τὴ λει­τουρ­γία της. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι ἐξω­γε­νεῖς ὡς πρὸς τὴ διά­νοια, καὶ δια­φεύ­γουν τὸν ἔλεγ­χό της, ἀκρι­βῶς ὅπως ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἢ ἡ μὴ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τά τους, ἡ ἀλή­θεια ἢ ἡ ἀνα­λή­θειά τους δὲν ἐπι­δέ­χον­ται ὀρ­θο­λο­γι­στι­κὴ ἢ λο­γι­κὴ ἀπό­δει­ξη. Μ’ ἄλλα λόγια εἶναι ἄρθρα πί­στε­ως, ἂν καὶ ὄχι ἀναγ­κα­στι­κὰ πί­στε­ως σὲ πνευ­μα­τι­κὲς ἢ με­τα­φυ­σι­κὲς πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Ὅλη ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς διά­νοιας ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ αὐτὲς ἔγ­κει­ται τὸ πο­λὺ-πο­λὺ στὴ δυ­να­τό­τη­τα ποὺ ἔχει νὰ δέ­χε­ται ἢ νὰ ἀπορ­ρί­πτει τὴν προ­σκόλ­λη­σή της σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων κι ὄχι σὲ κά­ποιο ἄλλο.
Ἀφοῦ ἔχουν ἔτσι τὰ πράγ­μα­τα, ἡ διά­νοια μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τλή­σει τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, σύμ­φω­να μὲ τὶς ὁποῖ­ες λει­τουρ­γεῖ, εἴτε «ἄνω­θεν», ἀπὸ τὸν με­τα­φυ­σι­κὸ ἢ πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο, πε­ρί­πτω­ση στὴν ὁποία αὐτὲς οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις θὰ τῆς κοι­νο­ποι­η­θοῦν ἀπ’ εὐ­θεί­ας, μέσω τῆς νο­η­τι­κῆς σύλ­λη­ψης αὐτοῦ τοῦ κό­σμου, ἢ ἔμ­με­σα, μέσω τῶν ἀπο­κε­κα­λυμ­μέ­νων γρα­φῶν ἢ μέσω μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης καὶ τῶν θε­ό­πνευ­στων γρα­πτῶν κει­μέ­νων τῶν ἀνα­γνω­ρι­σμέ­νων πνευ­μα­τι­κῶν δι­δα­σκά­λων της. Ἀλ­λοιώ­τι­κα, μπο­ρεῖ νὰ τὶς ἀν­τλή­σει μ’ ἕνα λίγο πολὺ αὐ­θαί­ρε­το τρόπο, ἀπὸ τοὺς συλ­λο­γι­σμοὺς ἀτό­μων ἢ ὁμά­δων ἀτό­μων ποὺ δια­τυ­πώ­νουν αὐτὲς τὶς ἀν­τι­λή­ψεις, χωρὶς ἀνα­φο­ρὰ σὲ κά­ποια πνευ­μα­τι­κὴ πηγὴ γνώ­σης. Σ’ αὐτὴ τὴν τε­λευ­ταία πε­ρί­πτω­ση, οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις θὰ εἶναι κα­θα­ρὰ ὑπο­κει­με­νι­κές, καὶ δὲν θὰ ἔχουν πε­ρισ­σό­τε­ρη αὐ­θεν­τία ἢ αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα ἀπὸ ἐκεῖ­νες ποὺ ἄλλα ἄτομα, πάλι μὲ κα­θα­ρὰ ὑπο­κει­με­νι­κὰ κρι­τή­ρια, δια­λέ­γουν γιὰ νὰ ἐναρ­μο­νι­σθοῦν μ’ αὐτὲς ἢ μ’ ἐκεί­νους ποὺ τὶς προ­έ­βα­λαν.
Ὅπως ἔχου­με ἤδη ἀν­τι­λη­φθεῖ, τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο μέσα στὸ ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία, δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει προ­σκόλ­λη­ση σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο θρη­σκευ­τι­κὸ δόγμα ἢ σὲ κά­ποια φώ­τι­ση ἀπὸ μιὰ πνευ­μα­τι­κὴ πηγὴ γνώ­σης. Ἀν­τί­θε­τα, πη­γά­ζει ἀπὸ τὸν κορμὸ τῶν φι­λο­σο­φι­κῶν ἰδεῶν, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ λε­χθεῖ ὅτι βρῆ­καν τὸν ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό τους ἐκ­πρό­σω­πο σὲ μορ­φὲς σὰν τὸν Καρ­τέ­σιο καὶ τοὺς ὁμο­λό­γους του. Εἶναι ἕνα σῶμα ἰδεῶν ποὺ ὁρί­ζει πρῶτα πὼς ἡ διά­νοια εἶναι ἡ ὑπέρ­τα­τη ἱκα­νό­τη­τα γιὰ γνώση, κι ἔπει­τα ὅτι τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα τῆς διά­νοιας μπο­ροῦν νὰ εἶναι ἀπό­λυ­τα σωστά, χωρὶς ἀνα­φο­ρὰ σὲ ὁποιεσ­δή­πο­τε ἁγιο­γρα­φι­κὲς ἢ ἀπο­κε­κα­λυμ­μέ­νες ἀρχὲς γνώ­σης, ἀκόμη κι ἂν αὐτὰ τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ἀν­τι­φά­σκουν μὲ τὶς πα­ρα­πά­νω ἀρχές. Ἐπὶ πλέον, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἰδέες αὐτές, τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα τῆς διά­νοιας, εἶναι δυ­να­τὸ ν’ ἀνα­κη­ρυ­χθοῦν ἄκυρα, μόνο ἂν ἀν­τι­φά­σκουν εἴτε μὲ τὴν ἐμ­πει­ρι­κὴ ἀπό­δει­ξη τῶν αἰ­σθη­τῶν δε­δο­μέ­νων ἢ τῆς αἰ­σθη­τῆς ἐν­τύ­πω­σης εἴτε μὲ τὸ πεί­ρα­μα ποὺ ἐκτε­λέ­στη­κε σὲ συ­νάρ­τη­ση μὲ τὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων.
Αὐτὸ πρα­κτι­κὰ ση­μαί­νει ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία, ὄχι μόνο δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζει τὴν αὐ­θεν­τία ἢ τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα ὁποιου­δή­πο­τε ὑπερ-ατο­μι­κοῦ συ­στή­μα­τος γνώ­σης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ ἀν­τλεῖ τὸ πλαί­σιο τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ών της, κι ἑπο­μέ­νως καὶ τὰ κρι­τή­ρια σύμ­φω­να μὲ τὰ ὁποῖα συ­νά­γει τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἐπί­σης ρι­ζι­κὰ ἐξαρ­τη­μέ­νη ἀπὸ τὶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ τῆς πα­ρέ­χον­ται μεσ’ ἀπὸ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ κό­σμου τῶν φαι­νο­μέ­νων. Καθὼς αὐτὸς ὁ κό­σμος εἶναι ἐξ ὁρι­σμοῦ ἕνας κό­σμος με­τα­βο­λῆς καὶ πα­ρο­δι­κό­τη­τας, εἶναι ἑπό­με­νο τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ποὺ συ­νά­γον­ται μὲ βάση τὴν πα­ρα­τή­ρη­σή του, νὰ μὴν εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ σχε­τι­κὰ ὡς πρὸς ἐκεῖ­να τὰ πράγ­μα­τα ποὺ με­τα­βάλ­λον­ται καὶ δὲν εἶναι μό­νι­μα, κι ἑπο­μέ­νως νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο μ’ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα προ­σω­ρι­νὸ χα­ρα­κτή­ρα. Δὲν εἶναι τυ­χαῖο τὸ ὅτι ἀνά­με­σα στὶς τρέ­χου­σες θε­ω­ρί­ες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, μιὰ ἀπ’ αὐτὲς εἶναι ἐκεί­νη τῆς ἐξέ­λι­ξης, μιὰ ἄλλη εἶναι ἐκεί­νη τῆς σχε­τι­κό­τη­τας καὶ μιὰ τρίτη εἶναι ἐκεί­νη τῆς ἀπροσ­διο­ρι­στί­ας.
Ἀπὸ τὰ πα­ρα­πά­νω θὰ γίνει φα­νε­ρὸ πὼς ἂν καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη εἶναι ὀρ­θο­λο­γι­κή, καθὼς τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της ἕπον­ται λο­γι­κὰ ἀπὸ τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις της, κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἔστω καὶ στὸ ἐλά­χι­στο ὀρ­θο­λο­γι­κή, ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν ἀπό­φα­σή της νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει στὴν πράξη αὐτὲς τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, κι ὄχι ὁποιεσ­δή­πο­τε ἄλλες, καὶ νὰ τὶς το­πο­θε­τή­σει στὴν πρώτη θέση. Μ’ ἄλλα λόγια, ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, παρ’ ὅλη τὴν προ­σφυ­γή της σὲ λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες, δὲν εἶναι σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση οὔτε πε­ρισ­σό­τε­ρο, οὔτε λι­γό­τε­ρο λο­γι­κὴ ἀπὸ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο σύ­στη­μα πί­στης, πού, ἀπὸ κά­ποιο δε­δο­μέ­νο πλαί­σιο πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νων ἀρ­χι­κῶν ὑπο­θέ­σε­ων, ἐπι­τρέ­πει νὰ ἐξα­χθοῦν ὁρι­σμέ­να συμ­πε­ρά­σμα­τα, μέσω τῆς λο­γι­κῆς ἀνά­λυ­σης καὶ τῆς ἐπα­γω­γῆς. Ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη δὲν εἶναι, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἢ λι­γό­τε­ρο ὀρ­θο­λο­γι­κὴ ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε μορφὴ δογ­μα­τι­κῆς θρη­σκεί­ας. Ἡ ἰδιαι­τε­ρό­τη­τά της ἔγ­κει­ται στὸ ὅτι οἱ ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις της ἀπο­κλεί­ουν, μὲ τόση αὐ­στη­ρό­τη­τα, τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀξίες καὶ ἀρχές, ἀπὸ τὸ νὰ κα­θο­ρί­ζουν τὶς ἑρ­μη­νεῖ­ες της καὶ τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη καὶ τὴν ὅποια ἄλλη ζωή.
Γιατὶ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἔχει τὴν ἀφε­τη­ρία της σὲ μιὰ ἐπα­νά­στα­ση τῆς συ­νεί­δη­σης, ἢ ἀν­ταρ­σία πρὸς τὰ ἐπου­ρά­νια, ποὺ εἶχε σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα ἡ ἴδια ἡ διά­νοια στὴν ἀρχὴ νὰ πα­ρα­βλέ­πει ἔπει­τα νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς πηγὲς γνώ­σης καὶ τέλος νὰ ἀπο­κλει­σθεῖ ἀπὸ αὐτές. Κι αὐτὸ σή­μαι­νε ὅτι ὑπο­χρε­ώ­θη­κε νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις μὴ-πνευ­μα­τι­κοῦ καὶ κα­θα­ρὰ ἀτο­μι­κι­στι­κοῦ τύπου, καὶ νὰ ἐφαρ­μό­σει κρι­τή­ρια ποὺ ἐξυ­πα­κού­ον­ται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑπο­θέ­σεις στὴν ἀνά­λυ­ση καὶ τὴν ἔρευ­να τῶν δε­δο­μέ­νων ποὺ τῆς πα­ρέ­χει ὁ κό­σμος τῶν φαι­νο­μέ­νων. Ἐξάλ­λου, ἡ διά­νοια δὲν εἶναι καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι ἕνα οὐ­δέ­τε­ρο στοι­χεῖο, ἢ ta­bu­la rasa πάνω στὸ ὁποῖο τὰ ἀν­τι­κεί­με­να αὐτοῦ τοῦ κό­σμου νὰ μπο­ροῦν ν’ αὐ­το­προ­βάλ­λον­ται, μὲ τέ­τοιο τρόπο, ὥστε ν’ ἀπο­κα­λύ­πτουν τὴ δική τους ἐσω­τε­ρι­κὴ μορφή. Μᾶλ­λον τὸ ἀν­τί­θε­το συμ­βαί­νει: αὐτὸ ποὺ ἡ διά­νοια δια­κρί­νει σ’ ἕνα ἀν­τι­κεί­με­νο, ἀν­τα­να­κλᾶ ἁπλὰ καὶ μόνο αὐτὸ ποὺ τὸ δικό της ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο κι ὁ δικός της ἔμ­φυ­τος χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἐπι­τρέ­πουν νὰ δια­κρί­νει.
Αὐτὸ ση­μαί­νει πὼς ὅταν ἡ διά­νοια, ἀφώ­τι­στη ἀπὸ κά­ποια πνευ­μα­τι­κὴ ἢ με­τα­φυ­σι­κὴ ἀρχὴ γνώ­σης, στρέ­φε­ται στὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων γιὰ πλη­ρο­φό­ρη­ση, ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ δια­κρί­νει θὰ ὁριο­θε­τοῦν­ται ἀπὸ τὶς δικές της πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νες ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις, ὁποιεσ­δή­πο­τε κι ἂν συμ­βαί­νει νὰ εἶναι αὐτές, ἀλλ’ ἐπί­σης, μὲ τὴν ἀνά­λυ­ση καὶ τὴν τα­ξι­νό­μη­ση αὐτῶν ποὺ δια­κρί­νει, θὰ παίρ­νει ὑπόψη μόνο ἐκεῖ­νες τὶς πλευ­ρὲς ποὺ ἐπι­δέ­χον­ται μέ­τρη­ση καὶ μη­χα­νι­κὴ σύν­δε­ση. Ὁποιεσ­δή­πο­τε πλευ­ρὲς δὲν ἐπι­δέ­χον­ται μέ­τρη­ση καὶ μη­χα­νι­κὴ σύν­δε­ση πρέ­πει, σύμ­φω­να μὲ τὴ φύση τῶν πραγ­μά­των, νὰ δια­φεύ­γουν τὴν ἁρ­πά­γη τῆς διά­νοιας, κι ἑπο­μέ­νως δὲν μπο­ροῦν νὰ ὑπει­σέλ­θουν στὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα στὰ ὁποῖα αὐτὴ κα­τα­λή­γει μὲ βάση τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διά­νοια δὲν εἶναι δυ­να­τὸν ν’ ἀπο­φύ­γει τὴν ἐπι­βο­λὴ τῶν δικῶν της πε­ριο­ρι­σμῶν πάνω στὸ ὑλικὸ ποὺ ἐπι­σκο­πεῖ.
Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αὐτοὶ οἱ πε­ριο­ρι­σμοὶ ἐνερ­γοῦν σὰν ἕνας ἐπι­λο­γέ­ας ποὺ κα­θο­ρί­ζει τί δια­κρί­νει ἡ διά­νοια καὶ τί δὲν δια­κρί­νει. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, αὐτὰ ποὺ προ­σλαμ­βά­νει μέσ’ ἀπὸ τὴν πλη­ρο­φό­ρη­ση, ἀνα­κρί­νον­τας τὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων, ἀνα­κρί­νον­τας δη­λα­δὴ τὰ «συμ­βάν­τα τῆς φύσης»– θὰ εἶναι, ἂς τὰ ποῦμε ἔτσι, ἁπλὰ καὶ μόνο οἱ ἀν­τη­χή­σεις τῆς δικῆς της φωνῆς. Πραγ­μα­τι­κά, τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα ποὺ ἐξά­γει ἡ διά­νοια, σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἀνά­λυ­σης καὶ τα­ξι­νό­μη­σης ποὺ κάνει στὰ αἰ­σθη­τὰ δε­δο­μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ ἔχει υἱ­ο­θε­τή­σει, καὶ μὲ τὸν ἔμ­φυ­το τρόπο λει­τουρ­γί­ας της, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν μόλις κάτι πα­ρα­πά­νω ἀπὸ μιὰ ἐπί­δει­ξη ἐγ­γα­στρι­μυ­θεί­ας, στὴν ὁποία ὁ κό­σμος τῶν φαι­νο­μέ­νων παί­ζει τὸ ρόλο τῆς κού­κλας. Οὔτε ἀλ­λά­ζει ἡ κα­τά­στα­ση μὲ τὴν προ­σθή­κη ὀρ­γά­νων ποὺ πα­ρεμ­βάλ­λον­ται ἀνά­με­σα στὴ διά­νοια καὶ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ αὐτὴ πα­ρα­τη­ρεῖ: ὁσο­δή­πο­τε πε­ρί­πλο­κο κι εὐ­αί­σθη­το κι ἂν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ὄρ­γα­νο, ἡ πλη­ρο­φο­ρία ποὺ με­τα­φέ­ρει δὲν μπο­ρεῖ νὰ δια­φύ­γει ἀπὸ τοὺς πε­ριο­ρι­σμούς, ποὺ ἰσχύ­ουν γιὰ τὴν ἴδια τὴ δια­θέ­σι­μη πα­ρα­τη­ρη­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα, ἢ νὰ τοὺς ὑπερ­βεῖ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὸ ὅτι τὸ εἶδος γνώ­σης ποὺ εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀπο­κο­μί­σει ἡ διά­νοια δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀν­τα­νά­κλα­ση τῶν δικῶν της ἐγ­γε­νῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν καὶ τῶν μὴ-πνευ­μα­τι­κῶν ἀρ­χι­κῶν ὑπο­θέ­σε­ων ποὺ ἔχει υἱ­ο­θε­τή­σει, καὶ δὲν ἔχει παρὰ μικρὴ ἢ καμ­μία σχέση μὲ τὸ τί εἶναι τὰ ἀν­τι­κεί­με­να κα­θε­αυ­τά, στὴν ζων­τα­νή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τὸ μόνο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει ἡ διά­νοια εἶναι νὰ κλεί­σει τὸν ἄν­θρω­πο στὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν ἁλυ­σο­δέ­σει μὲ τὶς δικές του γνῶ­μες καὶ προ­κα­τα­λή­ψεις καὶ νὰ τὸν κα­τα­δι­κά­σει νὰ ἱκα­νο­ποιεῖ­ται μ’ αὐτὰ πού, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐμ­φά­νι­ση τῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων. Τὸ τί εἶναι τὰ ἀν­τι­κεί­με­να κα­θε­αυ­τά, στὴν ζων­τα­νή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συλ­λά­βει· καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ποὺ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, βα­σι­σμέ­νη καθὼς εἶναι σ’ ἕναν ὀρ­θο­λο­γι­σμὸ ὑπο­ταγ­μέ­νο σὲ μὴ-πνευ­μα­τι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες, ποτὲ δὲν θὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ προ­σεγ­γί­σει τὴ γνώση κά­ποιου ἀν­τι­κει­μέ­νου κα­θε­αυ­τοῦ, ὅσο κι ἂν ἡ ἴδια ἀσχο­λεῖ­ται μὲ τὸ πεί­ρα­μα καὶ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση ἢ ὅσο βα­θειὰ κι ἂν προ­χω­ρή­σει στὸ ἔργο τοῦ τε­μα­χι­σμοῦ καὶ τῆς ἀνά­λυ­σης. Αὐτὴ εἶναι ἡ κα­τά­στα­ση στὴν ὁποία κα­τα­δι­κά­στη­κε ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη καὶ στὴν ὁποία ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ βρί­σκε­ται πα­γι­δευ­μέ­νη. Ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται, ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀρ­χι­κὲς ὑπο­θέ­σεις ν’ ἀγνο­εῖ ὅτι ὑπάρ­χουν στὰ πράγ­μα­τα ἐκεῖ­νες οἱ ἰδιό­τη­τες ποὺ ξε­περ­νοῦν τὴν πε­πε­ρα­σμέ­νη ἐμ­φά­νι­ση αὐτῶν τῶν πραγ­μά­των, ὅπως ξε­περ­νοῦν τὴν ἱκα­νό­τη­τα τῆς διά­νοιας γιὰ ἀνά­λυ­ση κι ἐπα­γω­γή. Κι ὅμως, εἶναι κυ­ρί­ως αὐτὲς οἱ ἰδιό­τη­τες ποὺ κά­νουν ἕνα ἀν­θρώ­πι­νο πλά­σμα νὰ εἶναι αὐτὸς ἢ αὐτὴ ποὺ εἶναι: οὐ­σια­στι­κὰ ἡ ἀν­θρω­πιὰ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πλά­σμα­τος ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ τὴ συμ­με­το­χή του ἢ τὴ συμ­με­το­χή της στὸ θεϊκό. Ἑπο­μέ­νως, τὸ νὰ βα­σί­ζει κα­νεὶς μιὰ ἀπο­τί­μη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν πα­ρα­δο­χὴ ὅτι αὐτὸς πρέ­πει νὰ νο­εῖ­ται χω­ρι­στὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἔμ­φυ­τες θεϊ­κὲς ἢ πνευ­μα­τι­κὲς ἰδιό­τη­τες ποὺ ἀπο­τε­λοῦν τὴν οὐ­σια­στι­κή του φύση καὶ τὸν κά­νουν ἀν­θρώ­πι­νο ὄν, θὰ κα­τα­λή­ξει σὲ ἀν­τι­λή­ψεις ποὺ ὑπο­βι­βά­ζουν τὸν ἄν­θρω­πο σὲ μιὰ ὑπάν­θρω­πη ἢ ἀκόμη ἀπάν­θρω­πη κα­τά­στα­ση. Τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα εἶναι ὁ ἀπαν­θρω­πι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που.
Κι ὅμως αὐτὸ ἀκρι­βῶς ἐξα­ναγ­κά­ζε­ται νὰ κάνει ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ νο­ο­τρο­πία, ἀφοῦ ἡ ἀπο­τί­μη­σή της γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο βα­σί­ζε­ται ἀκρι­βῶς σὲ τέ­τοιες πα­ρα­δο­χές. Πραγ­μα­τι­κά, θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ προ­χω­ρή­σει πα­ρα­πέ­ρα καὶ νὰ πεῖ ὅτι ὁλό­κλη­ρο τὸ ἐν­νοιο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἄγε­ται ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, ἀπο­κλεί­ει κάθε κα­τα­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, δια­φο­ρε­τι­κὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔτσι τὸν ἐξευ­τε­λί­ζει. Γι’ αὐτὸ μπο­ρεῖ νὰ λε­χθεῖ ὅτι ἡ ἀπαν­θρω­πία οἰ­κο­δο­μεῖ­ται σ’ αὐτὲς ἀκρι­βῶς τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πάνω στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ἡ ἴδια ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη. Γι’ αὐτὸ ἐπί­σης τὸ λόγο, οἱ μορ­φὲς ζωῆς, κοι­νω­νι­κῆς κι ἄλλης, ποὺ ἀνα­πτύ­χθη­καν σὲ συμ­φω­νία μὲ τὴ σύγ­χρο­νη ἐπι­στη­μο­νι­κὴ κα­τα­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ νο­ο­τρο­πία, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τα­λή­γουν μὲ βε­βαιό­τη­τα στὸν νὰ τὸν ἀπαν­θρω­πί­σουν. Καθὼς αὐτὲς οἱ μορ­φές, κάτω ἀπὸ τὶς ση­με­ρι­νὲς συν­θῆ­κες, κυ­ριαρ­χοῦν στὸν κόσμο μας, μπο­ρεῖ κα­νεὶς ν’ ἀρ­χί­σει νὰ δια­κρί­νει τὸ πεδίο τοῦ πι­θα­νοῦ ἀκρω­τη­ρια­σμοῦ.
Αὐτὰ δὲν ση­μαί­νουν βέ­βαια πὼς ἡ διά­νοια δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔχει μιὰ θε­τι­κὴ λει­τουρ­γία, καὶ πὼς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑπάρ­ξει ἐπι­στή­μη τῶν φαι­νο­μέ­νων. Κάτι τέ­τοιο δὲν εἶναι κα­θό­λου ἀλη­θι­νό. Ἀλλ’ ὅταν, κατὰ τὸ ipse dixit κά­ποιου φι­λο­σό­φου ἢ ὁμά­δας φι­λο­σό­φων, ἡ διά­νοια ἀνα­γο­ρεύ­ε­ται διαι­τη­τὴς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γνώ­σης καὶ δια­ψεύ­δει ἢ ἀγνο­εῖ ἀρχὲς καὶ ἰδιό­τη­τες πνευ­μα­τι­κῆς φύσης, τότε ἀναγ­κα­στι­κὰ ἐκ­φυ­λί­ζε­ται σὲ μιὰ μη­χα­νι­κή, ἀπάν­θρω­πη κι ἄθεη ἱκα­νό­τη­τα. Καὶ ἡ εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος ποὺ προ­βάλ­λει ἡ διά­νοια, καὶ ὁ χα­ρα­κτή­ρας τοῦ κό­σμου ποὺ χαλ­κεύ­ει, σύμ­φω­να μὲ αὐτὴ τὴν εἰ­κό­να, θὰ εἶναι ἐξ ἴσου μη­χα­νι­κά, ἀπάν­θρω­πα καὶ ἄθεα.

Τί­πο­τε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ ἦταν πολὺ ση­μαν­τι­κό, ἂν ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη, δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀσχο­λία λίγων εἰ­δι­κῶν, ὅπως τὸ σκάκι ἢ ἡ σχοι­νο­βα­σία. Δυ­στυ­χῶς, δὲν συμ­βαί­νει αὐτό. Εἴτε μᾶς ἀρέ­σει εἴτε ὄχι, ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ στάση οὐ­σια­στι­κὰ δια­πό­τι­σε κι ἐπη­ρέ­α­σε ζω­τι­κὰ κάθε πλευ­ρὰ τῆς δη­μό­σιας καὶ ἰδιω­τι­κῆς σκέ­ψης καὶ δρά­σης μας. Δὲν πρό­κει­ται μόνο γιὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι οἱ κυ­βερ­νή­σεις μας σπα­τα­λοῦν τε­ρά­στια χρη­μα­τι­κὰ ποσὰ κάθε χρόνο γιὰ σχο­λεῖα, πα­νε­πι­στή­μια, ἐρευ­νη­τι­κὰ προ­γράμ­μα­τα καὶ πο­λυά­ριθ­μους ἄλ­λους στό­χους, μὲ σκοπὸ τὴν προ­ώ­θη­ση καὶ τὴ διά­δο­ση αὐτῆς τῆς στά­σης. Ἡ κα­τά­στα­ση εἶναι πολὺ πιὸ σο­βα­ρή. Ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς γνώ­σης οὐ­σια­στι­κὰ ἐξι­σώ­θη­κε μὲ τὸν μόνο τρόπο ποὺ ὑπάρ­χει γιὰ ν’ ἀπο­κτή­σει κα­νεὶς γνώ­σεις. Ὄχι μόνο κα­τα­φέρ­νει νὰ κυ­ριαρ­χεῖ στοὺς κλά­δους ποὺ εἶναι γεν­νή­μα­τά της, ὅπως οἱ κοι­νω­νι­κὲς ἐπι­στῆ­μες καὶ ἡ ἀν­θρω­πο­λο­γία, ἀλλὰ καὶ εἰ­σέ­βα­λε ἐπί­σης στὰ κλασ­σι­κὰ πεδία τῶν οὑ­μα­νι­στι­κῶν ἐπι­στη­μῶν, γε­γο­νὸς ποὺ κα­τέ­στη­σε, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὴ σωστὴ κα­τα­νόη­ση τῆς ποί­η­σης, σχε­δὸν ἀπρό­σι­τη στὸ ση­με­ρι­νὸ φοι­τη­τή. Ὁ βαθ­μὸς στὸν ὁποῖο συν­θη­κο­λό­γη­σε ἡ φι­λο­σο­φία, γί­νε­ται σαφής, ἀπὸ τὴν ἔκτα­ση τῆς ἐνα­σχό­λη­σής της μὲ δια­νο­η­τι­κὴ γυ­μνα­στι­κή, ὅπως εἶναι ἡ λο­γι­κὴ ἀνά­λυ­ση ἢ ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ θε­ω­ρία τῶν πλη­ρο­φο­ριῶν.
Πολὺ σο­βα­ρό­τε­ρη, ὡστό­σο, εἶναι ἡ συν­θη­κο­λό­γη­ση τῆς θε­ο­λο­γί­ας, ἐκεί­νου δη­λα­δὴ τοῦ κλά­δου ποὺ θὰ ἔπρε­πε, ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ εἶχε κα­τα­δεί­ξει ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας. Κα­τα­φεύ­γον­τας σὲ ἕνα ὑπο­θε­τι­κὸ λόγο, ποὺ προ­τά­θη­κε ἀπὸ τὸν Ἀκι­νᾶ­το καὶ ἐπι­βε­βαιώ­θη­κε ξανὰ ἀπὸ φι­λο­σό­φους ὅπως ὁ Kant, μιὰ ὑπό­θε­ση ποὺ θε­ω­ρεῖ γε­γο­νὸς τὸ ὅτι, μο­λο­νό­τι ἡ λο­γι­κὴ μπο­ρεῖ νὰ μὴν ἔχει ἀπ’ εὐ­θεί­ας ἀν­τί­λη­ψη αὐτῶν κα­θε­αυ­τῶν τῶν ἀλη­θειῶν τῆς θείας ἀπο­κά­λυ­ψης, παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὁ τρό­πος τῆς γνώ­σης καὶ τῶν συμ­πε­ρα­σμά­των της ἰσχύ­ει ἀπό­λυ­τα ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν κόσμο τῶν φαι­νο­μέ­νων τὸν κόσμο τῆς φύσης, οἱ θε­ο­λό­γοι, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές, ἀπο­κοι­μή­θη­καν ἀπὸ μόνοι τους μέσα σὲ μιὰ τε­λεί­ως ψεύ­τι­κη ἀσφά­λεια. Ἀκόμη χει­ρό­τε­ρα, ἔνοιω­σαν ἀναγ­κα­σμέ­νοι νὰ τρο­πο­ποι­ή­σουν τὸ δικό τους δόγμα, ἐκεῖ ὅπου ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὶς διά­φο­ρες θε­ω­ρί­ες ποὺ οἱ ἐπι­στή­μο­νες κάθε τόσο πρό­τει­ναν, σχε­τι­κὰ μὲ τὴν κα­τα­γω­γὴ τοῦ σύμ­παν­τος, τὴν ἐξέ­λι­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που κ.ο.κ. Ἀπὸ τοὺς πα­ρα­πά­νω λό­γους, ὁδη­γή­θη­καν στὴν πα­ρά­λο­γη κα­τά­στα­ση νὰ προ­σπα­θοῦν εἴτε νὰ ἐκ­συγ­χρο­νί­σουν τὸ χρι­στια­νι­κὸ δόγμα εἴτε νὰ τὸ ἀνα­σκευά­σουν, σύμ­φω­να μὲ τὸ πνεῦ­μα τῶν και­ρῶν ἢ σύμ­φω­να μὲ τὴ δια­νόη­ση τῆς ἐπο­χῆς μας, ξε­χνών­τας ἐν­τε­λῶς πὼς αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμός, αὐτὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν και­ρῶν καὶ αὐτὴ ἡ σύγ­χρο­νη δια­νόη­ση, εἶναι τὰ κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ μιᾶς ἐπι­στή­μης, ἐξ ὁρι­σμοῦ κα­τα­στρο­φι­κῆς γιὰ τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ νο­η­μο­σύ­νη καὶ τοὺς κα­νό­νες της.
Τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα εἶναι πὼς οἱ θε­ο­λό­γοι ἔχουν ἀπο­τύ­χει, σὲ με­γά­λη ἔκτα­ση, στὸ νὰ κά­νουν κά­ποια ρι­ζι­κὴ ἢ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὴ κρι­τι­κὴ τῆς ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ἐπι­στη­μο­λο­γί­ας, ν’ ἀπο­σα­φη­νί­σουν τὶς συ­νέ­πειες τοῦ γε­γο­νό­τος ὅτι ἡ διά­νοια γί­νε­ται τὸ ὑπέρ­τα­το καὶ μο­να­δι­κὸ ὄρ­γα­νο γνώ­σης, καὶ νὰ ἐξη­γή­σουν γιατὶ αὐτὸ τὸ γε­γο­νὸς ση­μαί­νει μιὰ προ­ο­δευ­τι­κὴ δια­στρέ­βλω­ση τῆς κα­τα­νόη­σής μας, ταυ­τό­χρο­να γιὰ τοὺς ἑαυ­τούς μας καὶ γιὰ τὸν κόσμο γύρω μας. Μπρο­στὰ στὴν πα­ρα­πά­νω ἀπο­τυ­χία, δὲν ἐκ­πλήτ­τει τὸ ὅτι τόσοι φοι­τη­τὲς τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων μας κα­τα­λή­γουν νὰ μὴν ἔχουν κα­λύ­τε­ρη ἰδε­ο­λο­γία ἀπὸ κά­ποια μορφὴ Μαρ­ξι­σμοῦ-Λε­νι­νι­σμοῦ, ποὺ ἡ ἴδια εἶναι ἡ με­τά­φρα­ση σὲ πο­λι­τι­κοὺς ὅρους με­ρι­κῶν ἀπὸ τὶς πιὸ χυ­δαῖ­ες πλευ­ρὲς τῆς ἀστι­κο­ε­πι­στη­μο­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅταν αὐτὸ τὸ συ­νον­θύ­λευ­μα ὀρ­θο­λο­γι­στι­κο-υλι­στι­κῶν κα­τα­σκευα­σμά­των τὸ ἀνα­λαμ­βά­νουν οἱ μάζες ἢ μᾶλ­λον αὐτὸ τὶς κα­τα­λαμ­βά­νει, τότε ἡ κοι­νω­νία με­τα­βάλ­λε­ται σὲ φυ­λα­κή, μέσα στὴν ὁποία ὁτι­δή­πο­τε δίνει στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ζωὴ τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἀξιο­πρέ­πειά της, δέ­χε­ται συ­στη­μα­τι­κὴ ἐπί­θε­ση καὶ κου­ρε­λιά­ζε­ται.

Σ’ αὐτὸ τὸ ση­μεῖο ἂν ὄχι βέ­βαια σὲ κά­ποιο πολὺ προ­γε­νέ­στε­ρο ση­μεῖο ἴσως ὑπάρ­ξει ἡ ἀν­τίρ­ρη­ση πὼς ἡ εἰ­κό­να ποὺ δίνει αὐτὸ τὸ κεί­με­νο εἶναι πολὺ ζο­φε­ρή, κι ὅτι τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶναι τόσο ἄσχη­μα, ὅσο τὰ κάνω νὰ φαί­νον­ται. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­στη­ρι­χθεῖ ὅτι, ἀκόμα κι ἂν σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς ἡ πε­ρι­γρα­φὴ ποὺ ἔγινε ἐδῶ γιὰ τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ὑπο­τα­γῆς στὶς διά­φο­ρες κα­τη­γο­ρί­ες ἐπι­στη­μο­νι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας εἶναι ἀλη­θι­νή, ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ κά­ποιες σφαῖ­ρες δρα­στη­ριό­τη­τας, παρ’ ὅλ’ αὐτά, σὲ ἄλλες σφαῖ­ρες, ὑπῆρ­ξαν τόσο θε­τι­κὰ ὠφέλη, ποὺ αὐτὰ ἀν­τι­σταθ­μί­ζουν, ὅταν δὲν δη­μιουρ­γοῦν μέχρι καὶ θε­τι­κὸ ὑπέρ­βα­ρο, τὰ κά­ποια μειο­νε­κτή­μα­τα. Κι ἀκόμη πώς, ὁπωσ­δή­πο­τε, αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ μειο­νε­κτή­μα­τα θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ διορ­θω­θοῦν, ὅταν ἀπο­κτή­σου­με λίγη πε­ρισ­σό­τε­ρη γνώση γι’ αὐτά. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἴσως νὰ ἰσχυ­ρι­ζό­ταν κά­ποιος πὼς τὰ ὠφέλη στὸ πεδίο τῆς ἰα­τρι­κῆς εἶναι τόσο ἀπέ­ραν­τα, ποὺ ἀπὸ μόνα τους δι­καιο­λο­γοῦν ὅλο τὸ ἐπι­στη­μο­νι­κὸ πεί­ρα­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων αἰ­ώ­νων.
Δὲν νο­μί­ζω ὅτι τὰ πράγ­μα­τα εἶναι τόσο ἁπλά. Ὁ κό­σμος τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης κι αὐτὸς πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ τὸν κόσμο τῶν τε­χνο­λο­γιῶν καὶ τῶν τε­χνι­κῶν, ποὺ ἀνα­πτύ­χθη­καν μέσα σ’ αὐτὴν ἀπο­τε­λεῖ ἕνα μο­να­δι­κὸ σύ­νο­λο ἀλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ων καὶ εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ τοῦ ἀφαι­ρε­θεῖ μιὰ πλευ­ρά του, σὰν νὰ ἦταν δυ­να­τὸν αὐτὴ ἡ πλευ­ρὰ νὰ ὑπάρ­ξει ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευ­ρές. Εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ γίνει αὐτό, γιατὶ κάθε δια­δι­κα­σία, ὁσο­δή­πο­τε εὐ­ερ­γε­τι­κὴ κι ἂν ἴσως φαί­νε­ται αὐτὴ κα­θε­αυ­τή, εἶναι ἀξε­διά­λυ­τα μπλεγ­μέ­νη μὲ χί­λιες ἄλλες δια­δι­κα­σί­ες κι ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ αὐτές. Ἂν ἐπι­θυ­μεῖ­τε ἕνα προ­ϊ­όν, ὅπως τὸ αὐ­το­κί­νη­το, πρέ­πει νὰ δε­χθεῖ­τε ἐπί­σης ὅλα τὰ συ­νε­πα­κό­λου­θα, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν στε­γα­νο­ποι­η­τι­κῶν δα­κτυ­λί­ων, τὰ δι­ϋ­λι­στή­ρια, τοὺς αὐ­το­κι­νη­το­δρό­μους, μέχρι καὶ τὸ δη­λη­τή­ριο τοῦ μο­λύ­βδου, τὸ μο­νο­ξεί­διο τοῦ ἄν­θρα­κα καὶ τὸ θό­ρυ­βο ποὺ κα­τα­στρέ­φει τὴ ζωὴ τῶν πό­λε­ών μας, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὴν θα­νά­σι­μη πλήξη ἐκεί­νων ποὺ συ­ναρ­μο­λο­γοῦν αὐτὲς τὶς μη­χα­νές. Ὁπωσ­δή­πο­τε, εἶναι σί­γου­ρα ἀταί­ρια­στο νὰ ἐπευ­φη­μεῖ κα­νείς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὴν ἰα­τρι­κή, ὅταν ὁ τύπος δια­νόη­σης καὶ σκέ­ψης, ποὺ αὐτὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει, εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ ἔκανε τόσα πολλὰ γιὰ ν’ ἀπο­στε­ρή­σει τὸν ἄν­θρω­πο ἀπὸ τὰ βα­σι­κὰ στοι­χεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρ­τᾶ­ται ἡ ὑγεία του. Θὰ ἔπρε­πε νὰ προ­σθέ­σει κα­νεὶς πὼς ὅλο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐπι­στή­μο­νες συ­νει­δη­το­ποιοῦν αὐτὸ τὸ εἶδος δι­λήμ­μα­τος, στὸ ὁποῖο τοὺς ὁδή­γη­σε ἡ ἀπα­σχό­λη­ση μὲ τὸν κλάδο τους. Ἐὰν τώρα πρό­κει­ται, αὐτὴ ἡ αὔ­ξου­σα συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, νὰ ἐγ­και­νιά­σει μιὰ ρι­ζι­κὴ με­τα­βο­λὴ τῆς δια­νόη­σης καὶ τῆς κα­τεύ­θυν­σής της, εἶναι πολὺ νωρὶς γιὰ νὰ τὸ ξέ­ρου­με. Τὸ μόνο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με, εἶναι νὰ ἐλ­πί­σου­με ὅτι θὰ τὸ πρά­ξει.
Πέρ’ ἀπὸ αὐτό, ὡστό­σο, ἴσως ἀκόμη τεθεῖ ἡ ἐρώ­τη­ση, ἐὰν ἡ ἐπι­κρά­τη­ση τῆς ἐπι­στή­μης εἶναι τόσο ὁλο­κλη­ρω­τι­κή, ὅσο ἔχω ἐπι­ση­μά­νει. Στὴ σφαί­ρα τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας καὶ τῆς φαν­τα­σί­ας, ὑπῆρ­ξαν πάν­το­τε ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀν­τι­στά­θη­καν στὶς ἀξιώ­σεις της: Ποι­η­τές, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὅπως ὁ Blake, ποὺ διέ­κρι­νε μὲ σα­φή­νεια ποῦ θὰ ὁδη­γοῦ­σε ἡ σκέψη τοῦ Bacon, τοῦ Locke καὶ τοῦ Νεύ­τω­να. Ἢ ὁ Yeats, ποὺ μί­ση­σε αὐτὴ τὴν ἐπι­στή­μη καὶ τὴν ἀπο­κά­λε­σε «τὸ ὄπιο τῶν προ­α­στεί­ων». Ἢ οἱ Eric Gill καὶ David Jones, ποὺ ἤξε­ραν τόσο καλὰ ὅτι, ἂν ἡ ἐρ­γα­σία τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι μόνον ὠφε­λι­μι­στι­κή, εἶναι ἐπί­σης ὑπάν­θρω­πη κι ἀκόμη πώς, μέσα στὸν τε­χνο­λο­γι­κὸ κόσμο, ἡ ἱκα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ δη­μιουρ­γεῖ ἡ λει­τουρ­γία του σὰν poeta– ἔχει ἀπο­κτη­νω­θεῖ πέρα ἀπὸ κάθε ἐπα­λή­θευ­ση.[7] Ἡ μαρ­τυ­ρία καὶ μόνον αὐτῶν τῶν τεσ­σά­ρων καὶ ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ ἄλλοι εἶναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ ὑπο­δεί­ξει πὼς ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ εὐ­φυ­ΐα καὶ ἡ φαν­τα­σία, ὑπο­χρε­ω­τι­κὰ ἀν­τι-επι­στη­μο­νι­κές, δὲν ἔχουν ἐξαν­τλη­θεῖ. Πραγ­μα­τι­κά, τὸ ρόδο γιὰ μᾶς μυ­ρί­ζει ἀκόμη ρόδο ὅπως καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλά­τω­να καί, παρ’ ὅλα ὅσα ἀνα­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω, ἡ ζωή μας συ­νε­χί­ζει νὰ δια­κό­πτε­ται ἀπὸ στιγ­μὲς χάρης, ὀμορ­φιᾶς καὶ ἀγά­πης ποὺ μᾶς δί­νουν νύ­ξεις γιὰ ἀλή­θειες, ποὺ βρί­σκον­ται πολὺ πέρα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖ­να γιὰ τὰ ὁποῖα μι­λοῦ­σα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔν­νοια, ὅλα πα­ρα­μέ­νουν ἀκόμη στὴ θέση τους καὶ τί­πο­τε δὲν ἔχει χαθεῖ. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀφοῦ ἡ κο­σμο­θε­ω­ρία τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης εἶναι βα­σι­κὰ ἐσφαλ­μέ­νη, αὐτὴ δὲν μπο­ρεῖ, σὲ τε­λευ­ταία ἀνά­λυ­ση, νὰ ἐπη­ρε­ά­σει τὴν ἀλή­θεια τῶν πραγ­μά­των, ὁσο­δή­πο­τε κι ἂν φαί­νε­ται ἴσως ὅτι τὴν ἐπη­ρε­ά­ζει. Ὁ κα­νό­νας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καὶ τῆς φυ­σι­κῆς ὕπαρ­ξης πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε ἀναλ­λοί­ω­τος.
Ἀκόμη, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ση­μειω­θεῖ πὼς σ’ ὅλη τὴν διάρ­κεια τῆς ἱστο­ρί­ας του, ὁ ἄν­θρω­πος πάν­το­τε ἦταν πρό­θυ­μος νὰ λεη­λα­τή­σει τὸ φυ­σι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, γιὰ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὶς ἀνάγ­κες του καὶ τὴν ἀπλη­στία του. Καὶ μο­λο­νό­τι ἡ σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γία μᾶς ἐπέ­τρε­ψε σή­με­ρα νὰ τὸ κά­νου­με, σὲ μιὰ κλί­μα­κα ποὺ δὲν ἔχει προ­η­γού­με­νο, ἔτσι ὥστε ν’ ἀπει­λού­μα­στε τώρα μὲ παγ­κό­σμιες κα­τα­στρο­φές, ποὺ θὰ ἐξο­λο­θρεύ­σουν ὅλες τὶς πα­ροῦ­σες μορ­φὲς τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας, καθὼς ἐπί­σης καὶ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέρος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φυλῆς, ὡστό­σο δὲν πρέ­πει νὰ ὑπο­τι­μή­σου­με, γιὰ τὸν πα­ρα­πά­νω λόγο, τὶς ἐγ­γε­νεῖς δυ­νά­μεις ἀνάρ­ρω­σης τῆς φύσης. Ἐπι­πρό­σθε­τα, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση αὐτῶν τῶν προ­βλη­μά­των, ποὺ μᾶς το­πο­θε­τοῦν ἀν­τι­μέ­τω­πους μὲ μιὰ τέ­τοια πε­ρι­βαλ­λον­τι­κὴ ὑπο­βάθ­μι­ση, ὅπως εἶναι ἡ κα­τα­στρο­φὴ τοῦ τρο­πι­κοῦ δά­σους, ὁ γρή­γο­ρα αὐ­ξα­νό­με­νος ὑπερ­πλη­θυ­σμὸς καὶ ἡ με­τα­τρο­πὴ ἐκτά­σε­ων σὲ ἔρημο, ἡ ὑπερ­βο­λι­κὴ χρήση καὶ κα­τά­χρη­ση ἐνέρ­γειας καὶ φυ­σι­κῶν πόρων, κι ἀκόμη ἡ τρο­μα­κτι­κὴ πο­σό­τη­τα αἰ­σθη­τι­κῆς καὶ φυ­σι­κῆς μό­λυν­σης μέσα στὴν ὁποία εἴ­μα­στε ἐξα­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ ζοῦμε, προ­κα­λεῖ ἤδη μιὰ ἐπα­νορ­θω­τι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση καὶ δράση, ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ ὁποία ἔχει συχνὰ θε­τι­κὸ ἀπο­τέ­λε­σμα.[8]
Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀναμ­φί­βο­λα ἀλη­θι­νὰ καὶ εἶναι γε­γο­νὸς ὅτι ξε­πέ­φτου­με κι ἐμεῖς καὶ ἡ δυ­να­μι­κό­τη­τά μας, ὅταν ἔχου­με μιὰ ἀτέ­λειω­τα ἀπαι­σιό­δο­ξη εἰ­κό­να τῆς μοί­ρας μας. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο ξε­πέ­φτου­με κι ὅταν τρέ­φου­με αὐ­τα­πά­τες. Ἡ κοι­νω­νι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ τάξη ποὺ ἔχου­με οἰ­κο­δο­μή­σει καὶ συ­νε­χί­ζου­με νὰ οἰ­κο­δο­μοῦ­με γύρω μας ποὺ εἶναι καὶ τὸ παρόν μας εἶναι μιὰ τάξη ποὺ κα­θο­ρί­ζε­ται, κατὰ κύριο λόγο, ἀπὸ τὶς διά­φο­ρες κα­τη­γο­ρί­ες μιᾶς ἐσφαλ­μέ­νης φι­λο­σο­φί­ας καὶ τὴν πρα­κτι­κή τους ἐφαρ­μο­γή. Καὶ ἡ συ­νέ­πεια τῆς συ­ναί­νε­σής μας, σὲ τέ­τοια μα­ζι­κὴ κλί­μα­κα, σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ψέμα ἀνα­φο­ρι­κὰ μ’ ἐμᾶς κι ἀνα­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν ἀλη­θι­νὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, δὲν μπο­ρεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνα συ­νε­χῶς διευ­ρυ­νό­με­νο δια­ζύ­γιο ἀνά­με­σα σ’ αὐτὴν τὴν τάξη πραγ­μά­των κι ἐκεί­νη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ κα­νό­να. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αὐτὸ τὸ δια­ζύ­γιο ἔγινε τώρα τόσο με­γά­λο, ποὺ εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἀδύ­να­το τὸ ἕνα μέλος του νὰ κα­τα­λά­βει τὸ ἄλλο. Ὅλοι ἔχου­με χάσει τὴν ἱκα­νό­τη­τα νὰ με­τρή­σου­με πόσο πέ­σα­με, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κάτω ἀπὸ τὴ στάθ­μη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ κα­νό­να.
Γιατὶ ἡ σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη ἔχει ἀφε­τη­ρία της μιὰ ἀπώ­λεια μνή­μης, μιὰ λη­σμο­σύ­νη, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἀν­θρώ­που, τοῦ ποιὸς εἶναι. Μ’ ἕνα ἀνα­πό­φευ­κτο λο­γι­κὸ συ­νειρ­μό, ἔμ­φυ­το σ’ αὐτὴ τὴν ἀφε­τη­ρία, ὁ ἄν­θρω­πος προ­χω­ρεῖ κατὰ μῆκος μιᾶς τρο­χιᾶς, ποὺ κάθε βῆμα της ση­μα­δεύ­ε­ται ἀπὸ μιὰ με­γα­λύ­τε­ρη πτώση του, προ­χω­ρεῖ σὲ μιὰ βα­θύ­τε­ρη ἄγνοια τῆς φύσης ὁποιου­δή­πο­τε ἄλλου ὄντος. Στα­δια­κὰ δια­ζευγ­μέ­νος ἀπὸ τὶς ρίζες τῆς ὕπαρ­ξής του, ἐξ αἰ­τί­ας αὐτῆς τῆς ἄγνοιας, ὁ ἄν­θρω­πος, ὅσο ἐμ­μέ­νει στὴν τρο­χιὰ αὐτή, εἶναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ προ­χω­ρεῖ τυφλά, καὶ μὲ ὁλο­έ­να πιὸ γρή­γο­ρο βῆμα, πρὸς τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀπώ­λεια τῆς ταυ­τό­τη­τάς του, τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀπώ­λεια τοῦ αὐ­το­ε­λέγ­χου του, κι ἐν­δε­χό­με­να τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ αὐ­το­κα­τα­στρο­φή του. Τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­μα­τή­σει αὐτὴ τὴ δια­δι­κα­σία, μ’ ἐξαί­ρε­ση μιὰ πλήρη ἀν­τι­στρο­φὴ κα­τεύ­θυν­σης. Καὶ τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐγ­και­νιά­σει μιὰ ἀν­τι­στρο­φὴ κα­τεύ­θυν­σης, μ’ ἐξαί­ρε­ση τὴν ἀνά­κτη­ση ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο τῆς συ­νεί­δη­σης τοῦ ποιὸς εἶναι: ἡ θε­ρα­πεία πρέ­πει νὰ γυ­ρί­σει πίσω, ἐκεῖ ποὺ ἄρ­χι­σε ἡ ἀρ­ρώ­στεια.
σύγ­χρο­νη ἐπι­στή­μη δὲν μπο­ρεῖ νὰ συ­νει­σφέ­ρει τί­πο­τε σὲ μιὰ τέ­τοια συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, ἐκτὸς ἐὰν με­τα­το­πί­σει ρι­ζι­κὰ τὶς ὑπο­θέ­σεις στὶς ὁποῖ­ες βα­σί­ζε­ται: μιὰ ἐπι­στή­μη, ποὺ οἱ ἴδιες οἱ κα­τη­γο­ρί­ες της ἀπο­κλεί­ουν μιὰ ἀνα­γνώ­ρι­ση τῶν οὐ­σια­στι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύσης, σαφῶς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κα­τα­στή­σει τὸν ἄν­θρω­πο ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἔρευ­νάς της, μὲ κά­ποια ἐλ­πί­δα νὰ μᾶς πεῖ κάτι πολὺ σπου­δαῖο γι’ αὐτόν. Μόνο μιὰ θρη­σκευ­τι­κὴ κα­τα­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ νὰ συ­νει­δη­το­ποιεῖ τὶς οὐ­σια­στι­κές του ἰδιό­τη­τες, εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει αὐτὸ ποὺ χά­θη­κε, ἄρα καὶ νὰ κάνει του­λά­χι­στον τὴν ἀρχὴ μιᾶς σω­στῆς το­πο­θέ­τη­σης αὐτοῦ ποὺ ἔχει στη­θεῖ μὲ τόσο κα­τα­λυ­τι­κὰ λα­θε­μέ­νο τρόπο.

Πηγές

Κείμενο

Εἰκόνες

  • Πάουλ φὰν Σόμερ. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Φράν­σις Μπέι­κον. 1617, ἐλαιο­γρα­φία, Πα­λά­τι Λα­ζιέν­κι, Βαρ­σο­βία. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Γιού­στους Σού­στερ­μανς. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Γα­λι­λαί­ου. Γύρω στὸ 1640, ἐλαιο­γρα­φία, Ἐθνι­κὸ Ναυ­τι­κὸ Μου­σεῖο, Λον­δί­νο. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Ἀν­τί­γρα­φο προ­σω­πο­γρα­φί­ας τοῦ Καρ­τέ­σιου ἀπὸ τὸν Φρὰνς Χάλς. 1649-1700, ἐλαιο­γρα­φία, Μου­σεῖο τοῦ Λού­βρου, Πα­ρί­σι. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Γκόντ­φρι Νέλερ (God­frey Kneller). Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Ἰσαὰκ Νεύ­τω­να. 1702, ἐλαιο­γρα­φία, Ἐθνι­κὴ Πι­να­κο­θή­κη Προ­σω­πο­γρα­φιῶν, Λον­δί­νο. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Φω­το­γρα­φία τοῦ Ἄλ­μπερτ Ἀιν­στάιν ἀπὸ τὸν Orren Jack Turner. 1947, Βι­βλιο­θή­κη τοῦ Κογ­κρέ­σου, Οὐ­ά­σιν­γκτον. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Φω­το­γρα­φία τοῦ φυ­σι­κοῦ Βέρ­νερ Χάι­ζεν­μπεργκ. 1933, Ὁμο­σπον­δια­κὰ Ἀρ­χεῖα (Γερ­μα­νί­ας) (Bun­des­ar­chiv), Κό­μπλεντς, ἀριθ. κα­τα­χώ­ρι­σης: Bild 183-R57262. Ἡ εἰ­κό­να δια­νέ­με­ται ὑπὸ τὴν ἄδεια Cre­ative Com­mons Ἀνα­φο­ρὰ δη­μιουρ­γοῦ – Πα­ρό­μοια δια­νο­μὴ 3.0 Γερ­μα­νία (CC-BY-SA 3.0 DE). Ἀνα­φο­ρά: Bun­des­ar­chiv, Bild 183-R57262 / ἄγνω­στος φω­το­γρά­φος / CC-BY-SA 3.0 DE. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.
  • Τζὼν Κό­λιερ. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Κά­ρο­λου Δαρ­βί­νου. 1883, ἐλαιο­γρα­φία, Ἐθνι­κὴ Πι­να­κο­θή­κη Προ­σω­πο­γρα­φιῶν, Λον­δί­νο. Ἀν­τί­γρα­φο ἔργου τοῦ 1881 τοῦ ἴδιου ζω­γρά­φου. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons.

Σημειώσεις

  1. Πρβλ. Jacques Ellul, The Tech­no­log­i­cal So­ci­ety (New York, 1964), σελ. 27 κ.ο.κ. [↑]
  2. Βλ. “Teil­hard de Chardin and the Chris­t­ian Vi­sion”, στὸ “Stud­ies in Com­par­a­tive Re­li­gion”, 1970, σελ. 150-175. [↑]
  3. Βλ. Michael Polanyi, Per­sonal Knowl­edge (Νέα Ὑόρκη, 1964), ἰδιαί­τε­ρα τὸ Κεφ. 10. Βλ. ἐπί­σης Chaim Per­el­man, “Polanyi’s in­ter­pre­ta­tion of sci­en­tific in­quiry”, στὸ In­tel­lect and Hope. Es­says in the Thought of Michael Polanyi, ἔκδ. T.A. Lang­ford and W.H. Pe­teat (Duke Uni­ver­sity Press), p. 232-241[↑]
  4. Βλ. The Tao of Physics (Berkley, 1975) καὶ The Turn­ing Point (Λον­δί­νο, 1982). [↑]
  5. Joseph Need­ham, Man a Ma­chine (Λον­δί­νο, 1927), σελ. 93. Πρβλ. σελ. 184 τοῦ T. Roszak, Where the Waste­land Ends (Λον­δί­νο, 1973), ἕνα βι­βλίο ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σα ἐδῶ. [↑]
  6. Fran­cis Crick, Of Mol­e­cules and Men (Uni­ver­sity of Wash­ing­ton Press, 1966), σελ. 87, 93. Ἀνα­φέ­ρε­ται ἀπὸ τὸν T. Roszak, Where the Waste­land Ends, σελ. 184, 188. [↑]
  7. Βλ. A Holy Tra­di­tion of Work­ing. Pas­sages from the Writ­ings of Eric Gill, ἔκδ. καὶ εἰσαγ. ἀπὸ τὸν Brian Kee­ble (Ip­swich, 1983), καὶ David Jones, Epoch and Artist (Λον­δί­νο, 1959). [↑]
  8. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέση συγ­γρα­φέ­ων ὅπως ὁ René Dubos στὸ βι­βλίο του The Woo­ing of Earth (Νέα Ὑόρκη, 1980). [↑]