Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Θεοδώρητος Κύρου - Ερανιστής

 


ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΕΣ  ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΡΑΝΙΣΤΗ
ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ
Τῆς Εἰρήνης Ἀ. Ἀρτέμη
Mphil. Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
πτ. Θεολογίας καί Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ:
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου εἶναι ἕνας σημαντικός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας τοῦ 5ου ἀιῶνα μ.Χ. Προκάλεσε πολλές συζητήσεις γύρω ἀπό τό πρόσωπό του σχετικά μέ τίς ἀπόψεις πού διατύπωσε στή θεολογική διαμάχη τοῦ Κυρίλλου, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας μέ τόν Νεστόριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ παρουσίαση τοῦ «Ἐρανιστῆ» ἑνός ἀπό τά βασικά ἔργα του καί ἡ ἐμβάθυνση σ̉ αὐτό θά βοηθήσει νά κατανοηθεῖ καλύτερα ἡ χριστολογία τοῦ Θεοδωρήτου.
Ἅγιος Δημήτριος, 4 Φεβρουαρίου 2010
Μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου
Εἰρήνη Ἀ. Ἀρτέμη
 
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ
DThC:  Dictionnaire de Théologie Catholique, ἔκδ Vacant – Mangenot -Amman, Paris.
Κ.Δ.:    Καινή Διαθήκη
Π.Δ.:    Παλαιά Διαθήκη.
Πρβλ.:  Παράβαλε
PG:       J. P. Migne, Patrologia Cursus Completus Graeca, Paris 1857-1866.
RHE:     Revue d᾽ histoire ecclésiastique, Louvain.
SC:       Sources Chrétiennes.
 
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ
Ὁ Υἱός ὡς Θεός ὑπῆρχε προαιώνια μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καί κατέστη ἔνοχος ἀπέναντι στό Θεό, ἡ ἁμαρτία ἀμαύρωσε σέ αὐτόν τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἀπέπτη ἀπό αὐτόν. Ὁ θάνατος καί ἡ φθορά εἰσήλασαν στόν κόσμο καί ἄρχισε ἀμέσως ἡ βασιλεία τοῦ σατανᾶ και τῆς ἁμαρτίας»[1]. Ἔπρεπε, λοιπόν, ὁ Λόγος νά γεννηθεῖ ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ἀσπόρως, παραμένοντας τέλειος Θεός, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί νά τοῦ ἀνοίξει ξανά τίς πόρτες τοῦ Παραδείσου καί τῆς ἐπικοινωνίας μέ τό Θεό Πατέρα.
Ἡ ἐν χρόνω ἐνανθρώπηση τοῦ Θείου Λόγου θά ἦταν ὁ τρόπος γιά τή σωτηρία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας, ἄν καί ὁ Θεός μποροῦσε νά σώσει τήν ἀνθρωπότητα «κατά μυρίους τρόπους»[2]. Μόνο μέ τήν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ σωτηρία θά μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ τό ἔλλογο ὄν ἀπό τό θάνατο καί νά εἶναι πάλι ἄξιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ[3]. Ἔτσι μέ τή σάρκωση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ «μετασκευάζεται» ὁ ἄνθρωπος[4]. Τήν ἀποκατάσταση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου καί τή συνδιαλλαγή τοῦ κόσμου μέ τό Θεό ἦταν ἀδύνατο νά τήν πραγματοποιήσει μέ τό θάνατό του ἕνας κοινός ἄνθρωπος. Ἡ σάρκωση καί ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ἡ γέφυρα ἐπαναπροσεγγίσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό.
Ἔτσι ὁ θεῖος Λόγος ἀπό ἀόρατος καί ἀπρόσιτος γίνεται ὁρατός καί προσιτός. Ἐπιτελεῖ, λοιπόν, τό προαιώνιο μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. «Ἡ ἐνσάρκωση, λοιπόν, εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Τριάδος καί ἡ ὑπ᾽ Αὐτοῦ πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἑνικῶς»[5]. Χωρίς αὐτήν ὁ ἄνθρωπος θά ἀδυνατοῦσε νά γνωρίσει τό Μυστήριο τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ σαρκωθείς Θεός Λόγος ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ἦλθε σέ κοινωνία μέ τό ἀνθρώπινο γένος καί ἐμφανίστηκε στή γῆ ὡς Θεάνθρωπος καί πραγματοποίησε τό ἔργο τῆς σωτηρίας»[6]. Σκοπός Του ἦταν νά ἀπαλλάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τούς «δερμάτινους χιτῶνες»[7] τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου[8], τούς ὁποίους κληρονόμησαν ἀπό τήν Εὔα καί τόν Ἀδάμ μετά ἀπό τήν παρακοή τῶν τελευταίων. Μέ τήν ἀνυπακοή τους αὐτή «διέρρηξαν τή σχέση καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό, μέ ἀποτέλεσμα νά στερηθοῦν τή ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά περιπέσουν ἔτσι στήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καί τῶν παγίδων του»[9], κάτι τό ὁποῖο κληροδότησαν καί στίς ἑπόμενες γενιές. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ θεῖος Λόγος μέ τήν ἐνανθρώπησή Του κατάφερε νά ἀφανίσει ἀπό τήν ἀμαυρωθεῖσα ἐκ τῆς ἁμαρτίας φύση τοῦ ἀνθρώπου τή μελανότητα καί τήν ἀμαύρωση, γιά νά τήν ἐπαναφέρει στήν ἀρχέγονη μακαριότητά της.
Ἡ χριστολογία τοῦ Λόγου ὑπῆρξε τό κεντρικό ζήτημα τῆς χριστιανικῆς θεολογίας τῶν πρώτων αἰώνων μετά τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου, τό Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου ἀποτελοῦσαν τόν πυρήνα τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό κέντρο τῆς ὅλης σωτηριώδους θείας οἰκονομίας. Στόν πρόλογο τοῦ «κατά Ἰωάννην εὐαγγελίου» ὑπάρχει ἐν συντομία καί μέ σαφήνεια διατυπωμένη ἡ ὅλη ἡ χριστολογική διδασκαλία τῆς Κ.Δ.. Στό συγκεκριμένο χωρίο: «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἦν ὁ Λόγος· οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν, πάντα δι̉ αὐτοῦ ἐγένετο ... καὶ ὁ Λόγος ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν· καὶ ἐθεσάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, ὡς μονογενοῦς παρά τοῦ Πατρός»[10], ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρεται στήν προαιώνια ὕπαρξη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τή φύσει θεότητά Του.
Ἡ ταυτότητα τοῦ Λόγου πρός τόν Ἰησοῦ Χριστοῦ «βιωνόταν» ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ὁ προαιώνιος ἄσαρκος Λόγος πού ἐνσαρκώθηκε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Φυσικά πάντα ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νά παρανοηθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ θείου Λόγου, πού ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος (μέ ψυχή καί σάρκα, χωρίς ὅμως τή ροπή πρός τήν ἁμαρτία, οὔτε φέροντας κατά τή γέννησή του τό προπατορικό ἁμάρτημα) μέ τήν αἱρετική πλάνη ὅτι ὁ Λόγος ἁπλῶς ἐνοίκησε στόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού προσπάθησαν μέ βάση τή λογική νά ἐξηγήσουν τήν ἕνωση τῆς θείας φύσεως καί τῆς ἀνθρώπινης στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ὁδηγηθοῦν στή δημιουργία αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ἀρνούμενοι μερικοί ἀπό αὐτούς τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ Ἄρειος καί ὁ Νεστόριος, καί ἄλλοι τήν ἀνθρωπότητά Του, ὅπως οἱ Δοκητές, ὁ Ἀπολινάριος, οἱ Μονοφυσῖτες κ. ἄ. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ἄν ἴσχυε κάποια ἀπό τίς αἱρετικές αὐτές διδασκαλίες δέν θά μποροῦσε ὁ ἐναθρωπήσας θεῖος Λόγος νά σώσει τήν ἀνθρωπότητα· ἐάν ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν φύσει Θεός καί ἦταν μόνο ἄνθρωπος, δέν θά μποροῦσε νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά τόν κάνει ξανά κληρονόμο τῶν ἀγαθῶν τῆς ἀρχέγονης καταστάσεως καί τῆς κατά συνέπεια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐάν πάλι συνέβαινε τό ἀντίθετο, ἡ ἀνθρώπινη φύση δέ θά μποροῦσε νά ἀνακαινιστεῖ στό πρόσωπό Του, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς συνέπειες τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων καί νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς ἀντικειμενικῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τό χριστολογικό δόγμα ἀπασχόλησε σέ μεγάλο βαθμό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κυρίως τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ.. Τότε ἐμφανίστηκαν καί ἀναπτύχθηκαν πολλές αἱρετικές δοξασίες γιά τό ποιός ἦταν πραγματικά ὁ Χριστός. Φωτισμένοι ἐκκλησιαστικοί Πατέρες ἀνελάμβαναν κάθε φορά νά ἀνατρέψουν τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καί νά προστατέψουν τούς πιστούς ἀπό κάθε εἴδους δογματική πλάνη πού ἀφοροῦσε ὄχι μόνο τή Χριστολογία ἀλλά ἐπίσης τήν Τριαδολογία καί τήν Πνευματολογία, δηλαδή ὁλόκληρη τή θεολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Μέσα ἀπό τό ἔργο τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά μελετήσουμε τίς διάφορες αἱρετικές ἤ ὀρθόδοξες ἀπόψεις γιά τή χριστολογική διδασκαλία, πού παρουσιάζονται σέ αὐτό. Θά παρατηρήσουμε πῶς ὁ Θεοδώρητος ἀνασκευάζει καί ἀντικρούει τίς αἱρετικές δοξασίες γιά τό Χριστό, ὑπερασπιζόμενος τό ἀσύγχυτο καί ἀμετάβλητο τῆς ἑνότητας τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλά καί τήν ἀπάθεια τῆς Θεότητας στό Χριστό[11].
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
Ο ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΚΑΙ Ο «ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ»
1. ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ, ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου γεννήθηκε τό 393 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια ἀπό εὔπορη χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὕστερα ἀπό δώδεκα χρόνια ἀτεκνίας ἀπέκτησαν ἕναν γιό. Τόν θεώρησαν δῶρο Θεοῦ, γιά τό λόγο αὐτό τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Θεοδώρητος. Ἐκεῖνος, σέ μικρή ἡλικία ὁδηγήθηκε ἀπό τους γονεῖς του στή μονή τοῦ ἁγίου Εὐπρεπίου στήν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ διδάχθηκε τά πρῶτα του γράμματα. Στή συνέχεια φοίτησε σέ διάφορες πόλεις τῆς Ἀντιόχειας καί στή λεγόμενη Σχολή τῆς Ἀντιόχειας[12]. Δάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας. Ἐνῶ θαύμαζε ἀπεριόριστα τόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο γιά τή μόρφωση καί τόν τρόπο ζωῆς του. Γύρω στό 416 ἀποσύρεται στό μοναστῆρι τῆς Νικέρτης (Nicerte). Τό 423 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Κύρου. Ἡ συγκεκριμένη πόλη ἦταν μικρῆς ἐκτάσεως μέ λίγους κατοίκους, ὄχι μακριά ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Τήν πόλη αὐτή τήν ἀγάπησε πάρα πολύ ὁ Θεοδώρητος.
Μέ τήν ἄνοδό του στόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἀνέλαβε σφοδρό ἀγῶνα ἐναντίον τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δροῦσαν στήν περιοχή τῆς Ἀντιόχειας. Ἦρθε ἀντιμέτωπος μέ Ἀρειανούς[13], Εὐνομιανούς[14], Μακεδονιανούς[15] καί Μαρκιωνῖτες[16]. Ἀπό τούς τελευταίους μάλιστα ὁδήγησε στήν ὀρθόδοξο πίστη περισσότερους ἀπό δέκα χιλιάδες[17]. Ἐξαιτίας τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνα του ἡ ζωή του κινδύνεψε πολλές φορές[18].
Μεγάλο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε τόσο γιά τίς πνευματικές ὅσο καί τις ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του. Ἔκανε πολλά δημόσια ἔργα, ὅπως λουτρά, στοές, γέφυρες, ὑδραγωγεῖα μέ σκοπό τή βελτίωση τῶν συνθηκῶν ζωῆς τῶν κατοίκων τῆς πόλεως του. Ὀργάνωσε τἠν ἰατρική περίθαλψη καί βοήθησε στήν ἀνάπτυξη τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου, στοχεύοντας στήν καλυτέρευση τῶν συνθηκῶν ζωῆς τῶν φτωχῶν. Ἀντικατέστησε τό ἔργο τοῦ Τατιανοῦ «Διά τεσσάρων εὐαγγελίων»[19], τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦνταν εὐρέως στήν περιοχή τῆς Κύρου μέ ἀντίτυπα τῶν τεσσάρων κανονικῶν εὐαγγελίων.
Φιλικά συνδέθηκε μέ τό Νεστόριο[20], πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (428-431). Ὁ τελευταῖος δίδασκε ὅτι ἡ Μαρία γέννησε ὄχι τό θεάνθρωπο, ἀλλά τόν ἄνθρωπο Χριστό. Ὁ Θεοδώρητος καί ὁ Νεστόριος ὑπῆρξαν μαθητές τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας[21]. Ἡ φιλία του μέ τό Νεστόριο ἀποτέλεσε μία ἀπό τίς βασικές αἰτίες γιά τήν ἐμπλοκή τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου στήν νεστοριανική ἔριδα. Ἄλλος ἕνας σημαντικός παράγοντας γιά τήν ἀνάμιξή του στή διαμάχη μεταξύ Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἦταν ἡ παρακίνησή του ἀπό τόν Ἰωάννη Ἀντιοχείας νά ἀντικρούσει τό κείμενο τῶν Δώδεκα Ἀναθεματισμῶν τοῦ Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας. Ἔτσι τό 431 συντάσσει ἕνα ἀντιρρητικό ἔργο ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἄν καί τό ἔργο αὐτό ἔχει χαθεῖ, γνωρίζουμε τό περιεχόμενό του μέσα ἀπό την ἐπιστολή ἀπάντηση τοῦ Κυρίλλου Άλεξανδρείας[22].
Ὁ Θεοδώρητος ὑποστήριζε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία θά μποροῦσε μεταφορικά νά ὀνομάζεται Θεοτόκος καί ὄχι μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τοῦ ὅρου[23]. Τόνιζε ὅτι ὁ Νεστόριος εἶχε παρανοηθεῖ καί ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀπολινάριζε. Αὐτός ἦταν καί ὁ λόγος πού ἀπαντάει μέ σκληρό καί αὐστηρό τρόπο στούς Ἀναθεματισμούς τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἐξάλλου τό φάντασμα τοῦ Ἀπολιναρίου φόβιζε τούς Ἀνατολικούς περισσότερο ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Νεστορίου. Θεωροῦσε ὅτι ὁ Κύριλλος εἶχε ἐκπέσει στήν κακοδοξία τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, δεχόμενος ὅπως οἱ ἀκραῖοι ὁπαδοί τοῦ Ἀπολιναρίου (Τιμόθεος Βηρυτοῦ, Πολέμωνας κ.ἄ.) τήν ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ σέ μία οὐσία –φύση.
Ἡ εἰρήνη ἐπῆλθε μεταξύ τῶν Ἀντιοχειανῶν καί Ἀλεξανδρινῶν μέ τόν «Ὅρο τῶν Διαλλαγῶν»[24] τό 433. Ἡ εὔθραστη καί φαινομενική ἡρεμία, ὅμως κλονίζεται, ὅταν στό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ἀνέβηκε ὁ Διόσκορος[25]. Ὁ τελευταῖος ὑπῆρξε θερμός ὑποστηρικτής τοῦ μονοφυσίτου αἱρεσιεράρχου Εὐτυχῆ[26]. Ἐκεῖνος εἶχε καταδικαστεῖ ἀπό τήν ἐνδημοῦσα σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 448 ὡς αἱρετικός. Μεγάλη ἐνόχληση προκάλεσε στό Διόσκορο Ἀλεξανδρείας ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως γιά τόν Εὐτυχῆ. Ἐπίσης τόν εἶχε προβληματίσει σέ μεγάλο βαθμό ἡ ἔκδοση τοῦ Ἐρανιστῆ τό 447 ἀπό τό Θεοδώρητο Κύρου. Μέ ἀφορμή, λοιπόν, ὅτι ὁ Θεοδώρητος «διαμέλιζε» τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό σέ δύο υἱούς, ὁ Διόσκορος συγκαλεῖ σύνοδο στήν Ἔφεσο τό 449. Ἡ σύνοδος αὐτή, ἀργότερα, ὀνομάστηκε Ληστρική. Σέ αὐτήν καταδικάστηκε ὁ Θεοδώρητος Κύρου καί ὅσοι παρέκκλιναν δογματικά, κατά τό Διόσκορο, ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί στή Γ΄ Οίκουμενική Σύνοδο τό 431 μ.Χ. στήν Ἔφεσο. Ὁ Διόσκορος ἀρνοῦνταν νά δεχθεῖ ὅτι μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ὑπῆρχαν «δύο φύσεις» στό Χριστό.
Ἡ Δ΄, ὅμως, Οἰκουμενική Σύνοδος τό 451 στή Χαλκηδόνα δικαιώνει τό Θεοδώρητο Κύρου καί καταδικάζει τίς κακοδοξίες τοῦ Διόσκουρου[27], ἐνῶ ἡ Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος καταδικάζει τά ἔργα του κατά τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀλλά ὄχι τόν ἴδιο[28]. Τό 458 ἐξεμέτρησε τό βίο του. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἀπολαμβάνει σεβασμό μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μακάριος ἄνθρωπος μεταξύ τῶν Πατρέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα τό 451 καί ὡς διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας. Οἱ θεολογικές του ἀπόψεις γίνονται δεκτές ὑπό προϋποθέσεων καί μέ κάποιες ἐπιφυλάξεις, ἐξαιτίας τῆς μή ἀκριβοῦς διατυπώσεώς τους.
Ὡς συγγραφέας ὁ Θεοδώρητος διακρίθηκε γιά τό πλῆθος τῶν ἔργων του καί τήν πρωτοτυπία πολλῶν θεμάτων του ἀλλά καί γιά τόν τρόπο ἀνάπτυξεώς τους.Τά ἔργα του χαρακτηρίζονται ἀπό καλλιέπεια. ἔγραψε πολλά συγγράμματα ἱστορικά, δογματικά, ἀπολογητικά, ἐξηγητικά ἀλλά καί ἐπιστολές. Τό 450 ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι εἶχε γράψει 35 «βίβλους»[29], ἐννοῶντας αὐτοτελῆ συγγράμματα, μικρῆς ἤ μεγάλης ἐκτάσεως μέ διαφορετικό τίτλο τό καθένα. Φυσικά μέσα στά 35 αὐτά συγγράμματα δέν συμπεριελάμβανε τά πρόχειρα βραχέα κείμενα, ὅπως οἱ ὁμιλίες του καί οἱ ἐπιστολές του, τά ὁποῖα καταλαμβάνουν 35 κώδικες[30]. Μερικοί τίτλοι τῶν ἔργων του εἶναι:
·   Ἑλλήνων παθημάτων Θεραπευτική ἤτοι Εὐαγγελικῆς ἀληθείας ἐξ Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπίγνωσις.[31].
·   Περί Προνοίας, Λόγοι Δέκα[32]
·   Εἰς τά ἄπορα τῆς θείας Γραφῆς[33]
·   Ἑρμηνεία εἰς τούς ἑκατόν πεντήκοντα ψαλμούς[34]
·   Ἑρμηνεία εἰς τό Ἆσμα Ἀσμάτων, Λόγοι Τέσσερις[35]
·   Ἑρμηνεία εἰς τόν προφήτην Ἠσαΐαν[36]
·   Ἑρμηνεία τῆς προφητείας τοῦ θείου Ἱερεμίου[37]
·   Ἑρμηνεία τῆς προφητείας τοῦ θείου Ἰεζεκιήλ[38]
·   Ἑρμηνεία εἰς τόν Δανιήλ[39]
·   Ἑρμηνεία εἰς τούς δώδεκα Προφήτας[40]
·   Ἑρμηνεία τῶν δεκατεσσάρων ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου[41]
·   Πρός Ἀρειανούς καί Εὐνομιανούς. Σέ αὐτά ἀναιρεῖ τίς κακοδοξίες τῶν αἱρεσιαρχῶν Ἀρείου καί Εὐνομίου.
·   Ἀνατροπή τῶν Δώδεκα Ἀναθεματισμῶν τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.Τό ἔργο αὐτό γράφτηκε τό 431, ὕστερα ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰωάννη Ἀντιοχείας στό Θεοδώρητο μετά τή δημοσίευσητῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας κατά τοῦ Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως.
·   Πενταλόγιον περί Ἐνανθρωπήσεως. Στό ἔργο αὐτό ἐκφράζονται ἐπικρίσεις γιά κάποια σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀλλά καί τῶν ἀποφάσεων τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 431 στήν Ἔφεσο.
·   Ὁ Ἐρανιστής ἤ Πολύμορφος[42]. Τό ἔργο αὐτό θεωρεῖται τό σπουδαιότερο ἔργο τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Θεοδωρήτου.
·   Ἐκκλησιαστική Ἱστορία[43]. Τό πόνημα αὐτό ἀποτελεῖ τό σπουδαιότερο ἱστορικό σύγγραμμα τοῦ Θεοδωρήτου. Ἐξετάζει ἐκτενῶς ὅλα τά γεγονότα τοῦ μέχρι τότε ἐκκλησιαστικοῦ βίου καί κυρίως ἀσχολεῖται μέ τή διαμάχη τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τίς δοξασίες τοῦ ἀρειανισμοῦ.
·   Αἱρετικῆς Κακομυθίας Ἐπιτομή[44]. Τό ἔργο αὐτό εἶναι συνοπτική ἱστορία τῶν μέχρι τότε ἐμφανιζομένων αἱρέσεων.
·   Φιλόθεος Ἱστορία ἤ ἀσκητική πολιτεία[45].
·   Ὁμιλίες
·   Ἐπιστολές. Οἱ ἐπιστολές αὐτές γράφτηκαν μεταξύ 428-431, 431-437 καί 447-451.
Ἄν καί ὁ Θεοδώρητος ὑπῆρξε συγγραφέας μέ πλούσιο ἔργο, μόνο ἕνα μικρό πλῆθος ἀπό τά ἔργα αὐτά ἔχουν σωθεῖ μέχρι σήμερα. Στά ἔργα του συνδυάζεται ἁρμονικά ἡ καλλιέπεια μέ τήν ἁπλότητα τοῦ ὕφους.
 
2. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ
Ὁ Θεοδώρητος προεσέφερε σημαντικό θεολογικό ἔργο στήν Ἐκκλησία. Ὑπῆρξε πιστός ὁπαδός καί κατ̉ ἐξοχήν ἐκπρόσωπος τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς[46] καί παραδόσεως πρωτοστάτησε στήν καταπολέμηση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ σέ ὁποιανδήποτε μορφή καί ἄν ἐκδηλώθηκε. Κέντρο τῆς θεολογίας του ἦταν τό χριστολογικό δόγμα. Μέ τή διδασκαλία του ἀντέκρουε τήν κακοδοξία τοῦ ἀπολιναρισμοῦ. Ὑποστήριζε τή διάκριση τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα τόνιζε τήν ἀδιαίρετη ἑνότητα στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Ἡ μή ἀποδοχή τῆς πλήρους μεταδόσεως τῶν ἰδιωμάτων μεταξύ τῆς ἀνθρώπινης καί θείας ὑποστάσεως στό Χριστό ἀποτελοῦσε βασικό μειονέκτημα τῆς διδασκαλίας του. Τό γεγονός αὐτό θά μποροῦσε νά ἑρμηνευτεῖ ἐξαιτίας τοῦ φόβου τοῦ Θεοδωρήτου ἀπέναντι στήν αἵρεση τοῦ Ἀπολιναρίου. Ἄλλωστε ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς ἐξῆρε τίς δύο φύσεις καί ὑποστάσεις τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ θεωροῦσε τόν ἀπολιναρισμό ὡς μονοφυσιτισμό. Κατηγοροῦσε τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ὅτι μονοφυσίτιζε ἐξαιτίας τῆς φράσεως «Μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»[47], ἡ ὁποία ἄν καί ἄνηκε στόν Ἀπολινάριο ὁ Κύριλλος τήν ἑρμήνευε ὀρθόδοξα.
Ὁ Θεοδώρητος θεωροῦσε ὅτι ἡ θεία εὐσπλαχνία καί ἡ θεία ἀγάπη φανερωνόταν ἔμπρακτα μέσα ἀπό τό γεγονός τῆς θείας οἰκονομίας. Στό σημεῖο αὐτό συνηγοροῦσε μέ τό Γρηγόριο Νύσσης καί μέ  αὐτά πού ἔγραφε ὁ τελευταῖος στόν «Κατά Εὐνομίου» λόγο του: «ὁ πᾶσαν τὴν λογικὴν κτίσιν ποιμαίνων καταλιπὼν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς τὴν ἀπλανῆ τε καὶ ὑπερκόσμιον ποίμνην τὸ πεπλανημένον πρόβατον, τὴν ἡμετέραν λέγω φύσιν, ὑπὸ φιλανθρωπίας»[48]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεοδώρητος ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ σωτηρία μποροῦσε νά ἐπέλθει στόν ἄνθρωπο μόνο ἄν ὁ Χριστός ἦταν τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν τέλειος Θεός, θά ἦταν ἀνίκανος νά σώσει τό ἀνθρώπινο φύραμα ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἐπιπλέον ἐάν δέν ἦταν τέλειος ἄνθρωπος, τότε τό σωτήριο πάθος Του δέ θά εἶχε κανένα ρόλο γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Προσεκτική μελέτη τῆς διδασκαλίας τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ἀποδεικνύει ὅτι ἡ θεολογία του στήν οὐσία της δέν διαφέρει ἀπό ἐκείνη τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Αὐτό γίνεται ἐμφανές στή διδασκαλία τῶν Δώδεκα Ἀναθεματισμῶν τοῦ Κυρίλλου κατά τοῦ Νεστορίου καί στήν ἀνατροπή αὐτῶν ἀπό τό Θεοδώρητο. Ἡ διαφορά πού ὑπάρχει στά συγκεκριμένα ἔργα τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων παρατηρεῖται στή γλῶσσα καί ὄχι στό περιεχόμενο. Ἄλλωστε δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ἀπό τό νοῦ ὅτι ὁ Κύριλλος καί ὁ Θεοδώρητος ἀντιπροσώπευαν τήν Ἀλεξανδρινή[49] καί τήν Ἀντιοχειανή Σχολή ἀντίστοιχα πού χρησιμοποιοῦσαν διαφορετική ὁρολογία.
Ὁ ἐπίσκοπος Κύρου χρησιμοποιοῦσε ἐκφράσεις πού δημιουργοῦσαν στόν μελετητή τῶν ἔργων του τήν ἀπατηλή ἐντύπωση ὅτι νεστοριάνιζε. Μελετῶντας προσεκτικά τό γενικότερο ἔργο του μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ τό ὀρθόδοξο περιεχόμενό τους. Ὁ ἴδιος ὁ Θεοδώρητος δικαιολογοῦσε τή χρήση τέτοιων ὅρων καί ἐκφράσεων στή διδασκαλία του, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχαν στά ἔργα πολλῶν προγενεστέρων ἀλλά καί συγχρόνων του πατέρων[50].
Ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοδωρήτου ὑπῆρξε ἀσαφής στό γεγονός ἄν ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε «ἀνθρώπινη φύση» ἤ «ἕναν ἄνθρωπο». Ἄν καί ἐκεῖνος μᾶλλον ἐννοοῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση, μέσα ἀπό τά ἔργα του μέ μία πρώτη ἀνάγνωση θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ὁ Λόγος προσέλαβε «ἕναν ἄνθρωπο». Τό τελευταῖο θά μποροῦσε νά διαπιστωθεῖ μέσα ἀπό τίς ἀντιρρήσεις πού προέβαλε ὁ Θεοδώρητος μέσα στό κείμενο τῆς ἀνατροπῆς τῶν Δώδεκα Ἀναθεματισμῶν[51].
Στή σύντομη ἀναφορά μας στή θεολογία τοῦ ἀντιοχειανοῦ αὐτοῦ θεολόγου ἀξίζει νά ἐπισημανθεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ φήμη του ἀμαυρώθηκε σέ μεγάλο βαθμό, ὅταν ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (553) καταδίκασε τά ἔργα πού εἶχε γράψει ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου καί τῶν ἀποφάσεων τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431)[52].
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Ο ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
1. Συνοπτική παρουσιάση τοῦ ἔργου
Ὁ Ἐρανιστής ἤ Πολύμορφος εἶναι τό κυριότερο σωζόμενο δογματικό καί πολεμικό ἔργο τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου. Ἐρανιστής θεωρεῖται ὁ συλλέκτης, ὁ ζητιάνος, ὁ ἐπαίτης. Γράφτηκε τό 447 κατά τήν ἄποψη τοῦ L. Salter[53] ἤ τό 448 κατά τόν G. Bardy[54], δηλαδή τρία μέ τέσσερα χρόνια μετά τήν ἀποδημία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (+444) καί ἔντεκα μέ δώδεκα χρόνια μετά τήν ἐξορία τοῦ Νεστορίου τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (436).
Τό συγκεκριμένο πόνημα ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικό ἔργο στό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ ἀντίθεση στή διδασκαλία τοῦ Θεοδωρήτου μέ τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Θεωρεῖται τό πιό πρωτότυπο σύγγραμμα πού προέρχεται ἀπό τή Συρία τόν 5ο αἰῶνα[55]. Ἡ μορφή του εἶναι διαλογική. Τό περιεχόμενό του ἀποτελεῖ καταπολέμηση καί ἀνασκευή ὅλων τῶν δοξασιῶν τῆς εὐτυχιανικῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιά τή σύγχυση τῶν δύο ἐν Χριστῶ φύσεων. Ἴσως ὁ Θεοδώρητος γιά τή σύνταξη τοῦ πονήματος αὐτοῦ νά χρησιμοποίησε κάποιες γραπτές μονοφυσιτικές πηγές, πράγμα πού δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ μέ βεβαιότητα. Στόχος τοῦ Θεοδωρήτου εἶναι ἀπό τή μία πλευρά νά ἀντικρούσει τή «μονοφυσιτική», κατά αὐτόν, θεολογία τοῦ Κυρίλλου καί ἀπό τήν ἄλλη νά διασαφηνίσει μερικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Χριστολογία πού παρουσιάζεται στόν Ἐρανιστή δέν εἶναι οὔτε σημαντική ἀπό μόνη της οὔτε αὐστηρά πρωτότυπη[56]. Ἀποτελεῖ, ὅμως, βασικό κριτήριο γιά τήν κατανόηση τῆς σχέσεως τῶν δύο φύσεων τοῦ ἐνσαρκωμένου θείου Λόγου. Ἡ σχέση αὐτή ἀπασχόλησε τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα.
Στήν εἰσαγωγή τοῦ ἔργου, ὁ ἐπίσκοπος Κύρου σημειώνει ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ ἀποτελεῖ ἕνα νέο τρόπο ἐμφανίσεως παλαιοτέρων αἱρέσεων πού ξεκινοῦν ἀπό τό Σίμωνα τό Μάγο καί καταλήγουν στόν Εὐτυχῆ[57]. Ἔτσι ὁ Θεοδώρητος σάν συλλέκτης, σάν ζητιάνος συνέλεξε αὐτίς αἱρετικές δοξασίες καί μέ σκοπό νά τίς ἀνασκευάσει δημιούργησε μία δική του «πολυσυλλεκτική σοφιστεία»[58]. Τό πρόσωπο τοῦ Ἐρανιστῆ στό ὁμώνυμο ἔργο ἀντιπροσωπεύει κάποιον Ἀλεξανδρινό, ὁ ὁποῖος ἔχει υἱοθετήσει ἀπολιναρικές καί μονοφυσιτικές θέσεις στή θεολογία του. Αὐτός συνδιαλέγεται μέ ἕναν ὀρθόδοξο, ὁπαδό τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς. Ὁ τελευταῖος τοῦ λύνει ἀπορίες καί ὑπερασπίζεται τό ἀμετάβλητο καί ἀσύγχυτο τῆς ἑνότητας τῶν φύσεων τοῦ Θεανθρώπου καί τήν ἀπάθεια τῆς θεότητας στό Χριστό.
Τό σύγγραμμα αὐτό θεωρεῖται ἀρκετά ἀξιόλογο στή θεολογική ἐπιστήμη τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων καί τῆς μελέτης τῶν Πατερικῶν ἔργων, γιατί μέσα ἀπό αὐτό ἐξετάζονται οἱ διάφορες αἱρετικές δοξασίες πού ταλάνιζαν τήν ἐποχή ἐκείνη καί συγχρόνως παρατίθονται οἱ ἀναιρέσεις αὐτῶν μέ βάση τήν ἀκήρατο ὀρθόδοξη διδασκαλία.
 
2. Ἡ δομή τοῦ ἔργου
Τρία μέρη – διάλογοι, καί μία σύνοψη αὐτῶν ἀποτελοῦν τό συγκεκριμένο πόνημα[59]. Οἱ διάλογοι λαμβάνουν μέρος ἀνάμεσα σέ ἕναν ὀρθόδοξο καί ἕναν «ἐπαίτη» γιά μάθηση θεολογικῶν διδασκαλιῶν, τόν Ἐρανιστή. Ὁ ὀρθόδοξος ἀντιπροσωπεύει τόν Θεοδώρητο καί τή διδασκαλία του, ἐνῶ ὁ συνομιλητής του διατυπώνει τίς θεολογικές κακοδοξίες πού διατυπώνονταν ἀπό διαφόρους τήν ἐποχή ἐκείνη ἤ εἶχαν ἐπιβιώσει ἀπό παλαιότερες αἱρέσεις. Μέσα ἀπό τούς διαλόγους ὁ ἐπίσκοπος Κύρου κατορθώνει μέ ἐπιτυχία νά ἐξηγήσει ὅτι ὁ Χριστός εἶχε δύο φύσεις, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Αὐτές ἦταν ἑνωμένες μεταξύ τους χωρίς νά ἔχουν ὑποστεῖ καμία τροπή ἤ σύγχυση.
Ἡ ἐπικεφαλίδα τοῦ κάθε διαλόγου (Ἄτρεπτος γιά τόν πρῶτο, Ἀσύγχυτος γιά τό δεύτερο καί ἀπαθής γιά τόν τρίτο) προϊδεάζουν ἀπό τήν ἀρχή τό μελετητή ἤ τόν ἀναγνώστη τοῦ ἔργου γιά τό ποιό ζήτημα διαπραγματεύεται σέ κάθε μέρος. Στό τέλος κάθε διαλόγου, ὁ Θεοδώρητος γιά νά δώσει ἀκλόνητα ἐρείσματα σέ ὅσα ὑποστηρίζει ὁ ὀρθόδοξος, παραθέτει ἕνα πλῆθος πατερικῶν ἔργων. Αὐτό τό κάνει γιά νά δείξει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ἔχει συνέχεια καί ὅτι οἱ θεῖες ἀλήθειες καί τά θεῖα δόγματα πού πρεσβεύει δέν ἀποτελοῦν γεννήματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, ἀλλά ὁ Θεός τά ἀποκάλυψε στούς πατέρες μέ τό φωτισμός τους ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τά πατερικά αὐτά ἔργα πού παραθέτει ὁ Θεοδώρητος προέρχονται ἀπό μία παλαιότερη ἀνθολογία πατερικῶν κειμένων, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε τό 431 μετά τή Σύνοδο τῆς Ἐφέσου ἀπό ἐπισκόπους τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Στόχος τους ἦταν νά καταπολεμήσουν τή χριστολογική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου, ἀλλά καί νά χρησιμοποιήσουν τά ἔργα ἄλλων πατέρων ὡς βάση γιά τό κείμενο τῆς ἀπολογίας τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων. Στό τέταρτο μέρος τοῦ ἔργου ὑπάρχει μία συνοπτική παρουσιάση ὅλων τῶν ὀρθόδοξων διδασκαλιῶν πού παραθέτονται στά τρία προηγούμενα μέρη.
Ἄξιο προσοχῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι στό συγκεκριμένο πόνημα διαφαίνεται ἡ θεολογική κατάρτιση καί ἡ κρίση ἐπί τῶν θεολογικῶν θεμάτων τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου. Τό ἔργο δέν ἔχει μόνο μεστό περιεχόμενο ἀλλά ὑπάρχει συμμετρία καί ἁπλότητα στόν τρόπο ἐκφράσεως τῶν διαφόρων ἀπόψεων. Ἡ γλῶσσα του εἶναι σαφής καί οἱ προτάσεις μικρές καί μέ σωστή συντακτική δομή.
 
3. Τό Περιεχόμενο τῶν ἑνοτήτων τοῦ Ἐρανιστῆ
 
Α.  ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στόν πρόλογο τοῦ ἔργου ὑπογραμμίζεται ὅτι ὁ μονοφυσιτισμός ἀποτελεῖ μία συνέχεια παλαιοτέρων αἱρέσεων. Οἱ αἱρετικές αὐτές κακοδοξίες ἀλλά καί οἱ θεμελιωτές αὐτῶν παρουσιάζονται μέ συντομία[60]. Ὁ Θεοδώρητος ἐξηγεῖ τό γιατί δόθηκε ὁ συγκεκριμένος τίτλος στό ἔργο. Χωρίζει τό ἔργο του σέ τρείς διαλόγους –μέρη. Ἀναφέρει τί διαπραγματεύεται ὁ καθένας ἀπό αὐτούς καί γιατί: «Καὶ γὰρ ἡμεῖς σαφηνείας φροντίζοντες εἰς τρεῖς διαλόγους διελοῦμεν τὸ σύγγραμμα. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος περὶ τοῦ ἄτρεπτον εἶναι τοῦ μονο γενοῦς υἱοῦ τὴν θεότητα δέξεται τὸν ἀγῶνα· ὁ δὲ δεύτερος ἀσύγχυτον, σὺν θεῷ φάναι, δείξει γεγενημένην τὴν ἕνωσιν τῆς τοῦ δεσπότου Χριστοῦ θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος· ὁ δέ γε τρίτος περὶ τῆς ἀπαθείας τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἀγωνιεῖται θεότητος. Μετὰ μέντοι τοὺς τρεῖς ἀγῶνας, οἷον ἐπαγωνίσματα, ἄλλ΄ ἄττα προσθήσομεν, ἑκάστῳ κεφαλαίῳ συλλογισμὸν προσαρμόζοντες, καὶ δεικνύντες ἄντικρυς παρ̉ ἡμῖν φυλαττόμενον τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα»[61].
 
Β. ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Τίτλος τοῦ πρώτου διαλόγου[62] εἶναι ἡ λέξη ΑΤΡΕΠΤΟΣ. Στήν ἑνότητα αὐτή σκοπός τοῦ Θεοδωρήτου ἦταν νά τονίσει τό ἄτρεπτο τῆς θείας φύσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος θείου Λόγου. Ὑπογραμμίζει τή διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως ὅσον ἀφορᾶ στή θύραθεν σοφία[63] καί στήν πατερική διδασκαλία. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Κατὰ μὲν τὴν θύραθεν σοφίαν οὐκ ἔχει. ῞Η τε γὰρ οὐσία τὸ ὂν σημαίνει͵ καὶ τὸ ὑφεστὸς ἡ ὑπόστασις. Κατὰ δέ γε τὴν τῶν πατέρων διδασκαλίαν, ἣν ἔχει διαφορὰν τὸ κοινὸν πρὸς τὸ ἴδιον, ἢ τὸ γένος πρὸς τὸ εἶδος ἢ τὸ ἄτομον, ταύτην ἡ οὐσία πρὸς τὴν ὑπόστασιν ἔχει».
Στό συγκεκριμένο μέρος τοῦ ἔργου του ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι μία, ὅπως ἄλλωστε εἶχαν διακηρύξει και οἱ Πατέρες στήν Α Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Νικαία τό 325[64]. Τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι ὁμοούσια ἀλλά τονίζεται ὅτι ὑπάρχουν τρία ξεχωριστά Πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα[65]. Ὁ Θεοδώρητος γιά νά τονίσει τήν κοινή οὐσία στά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας καί τίς διαφορετικές τους ὑπόστάσεις χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα μέ τά ὀνόματα διαφόρων ἀνθρώπων. Αὐτοί ἄν καί εἶναι ξεχωριστή ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια οὐσία ἀφοῦ ἀνήκουν στό ἀνθρώπινο γένος[66]. Τό παράδειγμα αὐτό ἦταν πολύ προσφιλές σέ πολλούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας[67]. Ἕνα παρόμοιο παράδειγμα χρησιμοποιεῖται καί ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας[68].
Τά πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχουν τά πάντα κοινά ἐκτός τῆς ὑποστάσεις καί τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Κατά συνέπεια τά ἐπίθετα «ἄτρεπτος» καί «ἀναλλοίωτος», ἀφοροῦν καί στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας: «οὕτω τῆς Ἁγίας Tριάδος κοινὸν τὸ ἄτρεπτόν τε καὶ ἀναλλοίωτον. Ἄτρεπτος τοιγαροῦν καὶ ὁ μονογενὴς Υἱός, καθὰ καὶ ὁ γεννήσας Αὐτὸν Πατὴρ καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα»[69]. Ἡ θεία φύση τοῦ Λόγου παραμένει ἄτρεπτη ἀκόμα καί ὅταν Ἐκεῖνος ἐνσαρκώθηκε, γιατί: «Αὐτός δὲ ἄτρεπτον ἔχει τὴν φύσιν καὶ ἀναλλοίωτον» [70].
Κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ δευτέρου Προσώπου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δέν παραμένει ἀναλλοίωτη μόνο ἡ θεία φύση ἀλλά καί ἡ πλήρης ἀνθρώπινη φύση, «τουτέστι σῶμα καὶ ψυχὴν λογικήν»[71]. Ἐξηγεῖ, λοιπόν, ὁ Θεοδώρητος ὅτι ὅταν σημειώνεται ὅτι ὁ θεῖος Λόγος «ἐπιλαμβάνεται»[72] σπέρμα Ἀβραάμ, ἐννοεῖται ὅτι ὁ Χριστός ἦταν τέλειος ἄνθρωπος. Εἶχε πλήρη ἀνθρώπινη φύση χωρίς ὅμως τή ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Ἡ τελευταία δέ βρίσκεται στή φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά στήν κακή προαίρεσή του[73]. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά ἔχει καί ψυχή λογική ἀλλά καί σάρκα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, γιά νά μπορέσει νά σώσει τό ἀγαπημένο του δημιούργημα ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, εἰδάλλως ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων θά ἦταν ἀδύνατη[74]. Τό τελευταῖο δέν μποροῦσε νά κατανοηθεῖ ἀπό τόν Ἀπολινάριο[75], ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἐνανθρώπηση προσέλαβε μόνο τό σῶμα καί τήν ἄλογη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τή θέση τῆς λογικῆς ψυχῆς[76] ἤ τοῦ νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος. Ἀφαιροῦσε, δηλαδή, ποσότητα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία χωρίς τό νοῦ δέν μποροῦσε νά θεωρεῖται φυσικό πρόσωπο, προβάλλοντας ἔτσι τήν προσωπική ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀόρατος Θεός γίνεται ἄνθρωπος παραμένοντας Θεός[77]. Ἔτσι «διὰ τῆς ὁρατῆς (ἀνθρωπίνης φύσεως) ἡ ἀόρατος (ἡ θεία) ὤφθη, δι̉ αὐτῆς ἐνεργήσασα τὰ θαύματα καὶ τὴν οἰκείαν ἀποκαλύψασα δύναμιν»[78]. Ἡ θεία φύση εἶναι ἀόρατη. Διευκρινίζει ὁ Θεοδώρητος ὅτι ὅταν στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε»[79] δέν ὑπάρχει ἀντίφαση μέ τό σχετικό χωρίο πού ἀναφέρεται στούς ἀγγέλους: «Οὕτω τοίνυν καὶ περὶ τῶν ἀγγέλων νοήσωμεν, ἀκούοντες ὅτι «Καθ̉ ἡμέραν ὁρῶσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν»»[80], γιατί «Οὐ γὰρ τὴν θείαν οὐσίαν ὁρῶσι, τὴν ἀπερίγραφον, τὴν ἀκατάληπτον, τὴν ἀπερινόητον, τὴν περιληπτικὴν τῶν ὅλων, ἀλλὰ δόξαν τινὰ τῇ αὐτῶν φύσει συμμετρουμένην»[81].
Στή συνέχεια τοῦ διαλόγου ὁ Θεοδώρητος ἐπανέρχεται στό ὅτι κατά τήν ἐνανθρώπηση ὁ Λόγος «μορφήν δούλου λαβών»[82], τονίζοντας ὅτι ἡ μορφή δούλου εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, ψυχή καί σάρκα, καί ὄχι ὁμοίωμα ἀνθρώπου[83]. «Λογικὴ ἄρα καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων ὁμοού σιος͵ ὥσπερ καὶ ἡ σὰρξ ὁμοούσιος τῇ τῶν ἀνθρώπων σαρκὶ τυγχάνει, ἐκ τῆς Μαρίας προελθοῦσα»[84]. Ὁ Λόγος παρέμεινε Θεός, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος: « οὐκ αὐτὸς μεταβληθείς, ἀλλ̉ ἐν ἡμῖν σκηνώσας. Ἕτερον σκηνή, καὶ ἕτερον ὁ λόγος· ἕτερον ὁ ναός, καὶ ἕτερον ὁ ἐνοικῶν ἐν αὐτῷ θεός»[85]. Μέ τό παράδειγμα αὐτό ἐννοοῦνται οἱ φύσεις τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου. Θά μποροῦσε κάποιος ὅμως νά τό ἑρμηνεύσει ὅτι ὁ Θεοδώρητος ἔκανε λόγο γιά δύο πρόσωπα στό Χριστό. Κάτι φυσικά πού δέν ἐννοοῦσε ὁ ἐπίσκοπος Κύρου. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θείας Οἰκονομίας[86].
Μέ τό μυστήριο τῆς θείας ἐνσαρκώσεως ἡ θεία φύση τοῦ Λόγου παρέμεινε ἄτρεπτος[87]. Ὁ Χριστός κούσια ὑπόκειται στά ἀδιάβλητα πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅπως ὁ ὕπνος, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ἡ κόπωση[88], γιά νά εἶναι ὅμοιος σέ ὅλα μέ τούς ἀνθρώπους πλήν τῆς ἁμαρτίας[89]. Ὁ Χριστός λέει ὅτι εἶναι ἡ ἄμπελος καί ὅλοι ἐμεῖς τά κλήματα, γιατί ὅπως ἡ ἄμπελος καί τά κλήματα εἶναι ὁμοούσια μεταξύ τους ἔτσι καί τά δικά μας σώματα εἶναι ὁμογενῆ μέ τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἡ ἕνωσή μας μέ τό Χριστό μᾶς δίνει τή δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς μας στήν ἀνάσταση καί τή σωτηρία μας[90].
Ὁ Θεοδώρητος σημείωνε ὅτι ὁ θεῖος Λόγος ὡς Θεός ἀΐδια εἶχε γεννηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα, ἐνῶ ἐν χρόνω γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ἀπό τή μήτρα τῆς Παναγίας. Ἡ ἐν χρόνω σύλληψη καί γέννησή Του ἔγινε ἀπό παρθενική μήτρα ἀσπόρως μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[91]. Ἔτσι ὅταν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔγραφε «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος»[92], μιλοῦσε γιά τή θεότητα τοῦ Λόγου, ἐνῶ ὅταν ἔλεγε «καί ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο»[93], ἀναφερόταν στήν ἐνανθρώπησή Του: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, φανερῶς τὴν θεότητα δηλοῖ· τὸ δέ, Ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο, τὸν ἄνθρωπον τοῦ κυρίου δείκνυσιν. Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου»[94]. Ὁ Λόγος, λοιπόν, «φόρεσε» τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος. Ἐάν τό συγκεκριμένο ρήμα «φόρεσε» πού χρησιμοποιεῖ ὁ Θεοδώρητος, κάποιος μπορεῖ νά τό θεωρήσει ὕποπτο γιά δοκητισμό, δέ συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τό «φόρεσε» ἔχει χρησιμοποιηθεῖ καί ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας «ὅτε τὴν ἡμετέραν ἐφόρεσε σάρκα»[95], ἀπό τόν Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας: «τὸ ἡμέτερον ὁ λόγος ἐφόρεσε σῶμα καὶ γέγονεν ἐν ἡμῖν»[96] μέ τή σημασία τοῦ ἔγινε.
Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, παρέμεινε καί τέλειος Θεός. Γιά τό λόγο αὐτό ὅταν λέει ὅτι «ὁ Πατήρ μου μείζων μοὺ ἐστίν»[97], δέν ἐννοεῖ ὅτι κατά τή θεότητα εἶναι κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα. Ἄλλωστε ὁ Λόγος εἶναι ὁμοούσιος μέ τό Θεό – Πατέρα Του. Ἐννοεῖ, ὅμως, ὅτι εἶναι κατώτερος  ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιά τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῆς συγκεκριμένης φράσεως χρησιμοποιεῖ ὡς μαρτυρία χωρίο τοῦ Ἀφιλοχίου Ἰκονίου στό ὁποῖο τονίζεται ὅτι ἡ θεία φύση παρέμεινε ἄτρεπτος κατά τήν ἕνωση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση: «Διάκρινον λοιπὸν τὰς φύσεις͵ τήν τε τοῦ θεοῦ, τήν τε τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε γὰρ κατ΄ ἔκπτωσιν ἐκ θεοῦ γέγονεν ἄνθρωπος, οὔτε κατὰ προ κοπὴν ἐξ ἀνθρώπου θεός. Θεὸν γὰρ καὶ ἄνθρωπον λέγω. Ὅταν δὲ τὰ παθήματα τῇ σαρκὶ καὶ τὰ θαύματα τῷ θεῷ δῷς, ἀνάγκῃ καὶ μὴ θέλων δίδως, τοὺς μὲν ταπεινοὺς λόγους τῷ ἐκ Μαρίας ἀνθρώπῳ͵ τοὺς δὲ ἀνηγμένους καὶ θεοπρεπεῖς τῷ ἐν ἀρχῇ ὄντι λόγῳ. Διὰ τοῦτο γὰρ πῆ μὲν ἀνηγμένους, πῆ δὲ ταπεινοὺς φθέγγομαι λόγους, ἵνα διὰ μὲν τῶν ὑψηλῶν τοῦ ἐνοικοῦντος λόγου δείξω τὴν εὐγένειαν, διὰ δὲ τῶν ταπεινῶν τῆς ταπεινῆς σαρκὸς γνωρίσω τὴν ἀσθένειαν. Ὅθεν πῆ μὲν ἑαυτὸν ἴσον λέγω τοῦ πατρός, πῆ δὲ μείζονα τὸν πατέρα, οὐ μαχόμενος ἑαυτῷ, ἀλλὰ δεικνὺς ὡς θεός εἰμι καὶ ἄνθρωπος· θεὸς μὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν, ἄνθρωπος δὲ ἐκ τῶν ταπεινῶν. Εἰ δὲ θέλετε γνῶναι πῶς «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν», ἐκ τῆς σαρκὸς εἶπον. καὶ οὐκ ἐκ προσώπου τῆς θεότητος»[98].
Ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἀτρέπτου τῆς θείας φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γίνεται μέ τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῶν βιβλικῶν χωρίων, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ Θεοδώρητος. Ἐπιπλέον ἐρείδει τά ὅσα γράφει ὄχι μόνο στά ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα πατέρεων τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέρθηκαν, ἀλλά καί ἄλλων. Κάνει, λοιπόν, χρήση χωρίων ἀπό πονήματα τοῦ Ἰππολύτου[99], τοῦ Μεθοδίου[100], τοῦ Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας[101], τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου[102], τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[103], τοῦ Γρηγορίου Νύσσης[104] ἀλλά καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου[105]. Ἔτσι ἀποδεικνύεται περίτρανα ὅτι ἡ θεολογική του διδασκαλία περί τῆς μή τροπῆς τῆς θείας φύσεως κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου συνάδει μέ τή μέχρι τότε διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε καί διατυπώθηκε μέσα ἀπό τά ἔργα τῶν συγκεκριμένων Πατέρων καί ἀπό τίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους.
 
Γ. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Ὁ δεύτερος διάλογος τοῦ ἔργου «Ἐρανιστῆ» φέρει τόν τίτλο «ΑΣΥΓΧΥΤΟΣ»[106]. Ἐδῶ διαπραγματεύεται τό ἀσύγχυτο τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρώπινης, κατά τήν ἐνσάρκωση τοῦ θείου Λόγου. Στήν ἀρχή τοῦ διαλόγου βάζει τόν Ἐρανιστή νά τονίζει ὅτι ὁ θεῖος Λόγος παρέμεινε ἄτρεπτος κατά τήν ἕνωση του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Συνοψίζει ἔτσι τά ὅσα τοῦ ὑπογραμμίσει ὁ Ὀρθόδοξος στόν προηγούμενο διάλογο. Χαρακτηριστικά λέει: «Ἐγὼ τοῦ πέρατος ἀναμνήσω. Μέμνημαι γὰρ ὡς συνω μολογήσαμεν ἄτρεπτον εἶναι τὸν θεὸν λόγον καὶ σάρκα εἰληφέναι, οὐκ αὐτὸν εἰς σάρκα τραπῆναι»[107].
Λόγος γίνεται γιά τήν κακοδοξία τοῦ Ἀπολιναρίου. Σύμφωνα μέ αὐτήν ἡ ἀνθρώπινη φύση διαιρεῖται σέ τρία μέρη: σῶμα, λογική καί ἄλογη ψυχή. Ὁ θεῖος Λόγος κατά τήν ἐνανθρώπηση ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας ἡ θεία φύση τή θέση τῆς λογικῆς ψυχῆς[108]. Ἡ αἱρετική αὐτή διδασκαλία ἀνασκευάζεται καί καταρρίπτεται μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως διδάσκεται ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἀνθρωπο ἀπό χῶμα, τή σάρκα του, καί τοῦ ἔδωσε λογική ψυχή, ἡ πνοή ζωῆς πού τοῦ ἐνεφύσησε[109]. Ὁ Χριστός συμβουλεύει τούς μαθητές τους νά μή φοβοῦνται ἐκεῖνα πού σκοτώνουν τό σῶμα, ἀλλά ἐκεῖνα πού προκαλοῦν τό θάνατο τῆς ψυχῆς[110]. Ἐνῶ μέσα ἀπό τό χωρίο τῆς Γενέσεως πού κάνει λόγο γιά ἑβδομῆντα πέντε ἀνθρώπους, ἑβδομῆντα πέντε ψυχές[111] ὑπογραμμίζει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει μόνο μία ψυχή. Μιλάει γιά την ἕνωση τῶν φύσεων κάνοντας χρήση τοῦ ὅρου συνάφεια: «Τῇ γὰρ ἑνώσει καὶ τῇ συναφείᾳ ἕν ἐστιν ὁ θεὸς λόγος καὶ ἡ σάρξ͵ οὐ συγχύσεως γενομένης͵ οὐδὲ ἀφανισμοῦ τῶν οὐσιῶν, ἀλλ̉ ἑνώσεως ἀρρήτου τινὸς καὶ ἀφράστου»[112]. Φαίνεται ὅτι οἱ ὅροι συνάφεια καί ἕνωση ἄν καί δέν ἦταν συνώνυμοι, χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ ὡς σχεδόν ταυτόσημοι νοηματικά. Αὐτό κάνει το Θεοδώρητο να φαίνεται ὅτι ἔχει δεχθεῖ ἐπίδραση ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Κύριλλος σημείωνε ὅτι πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ὑποστήριζαν ὅτι δέν εἴχαμε ἕνωση τῶν φύσεων σέ «ἕναν φύσει καί ἀληθῶς Υἱόν ἐνανθρωπήσαντα καί σεσαρκωμένον»[113], ἀλλά «συνάφεια»[114], μιλῶντας ἔτσι γιά δύο ξεχωριστά πρόσωπα, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου[115]. Ὁ ὅρος συνάφεια εἶναι technicus terminus γιά τούς δυοφυσιτίζοντες ἀντιοχειανούς. Ἄν ἡ ἕνωση ἦταν ταυτόσημη μέ τή συνάφεια τότε θά μιλούσαμε γιά δύο πρόσωπα, κάτι πού δέν εὐσταθεῖ. Στήν πραγματικότητα ὁ ὅρος «συνάφεια» ἦταν γενικότερα καθιερωμένος στήν προγενέστερη πατερική παράδοση γιά νά ἐξηγήσει τόν τρόπο τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τό Λόγο τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἐνανθρώπηση. Σήμαινε τήν «ἕνωση» τῶν δύο φύσεων καί ὄχι τή «συγκόλληση» αὐτῶν.[116] Τήν τελευταία ἑρμηνεία τοῦ συγκεκριμένου ὅρου χρησιμοποιοῦν οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Κυρίλλου.
Ὁ Θεοδώρητος στή συνέχεια κάνει μία μικρή ἀναφορά στό τριαδολογικό δόγμα. Σημειώνει ὅτι ὁ Ἄρειος λανθασμένα δέ δεχόταν τό ὁμοούσιο τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας καί στό Σαββέλιο πού θεωροῦσε ὅτι δέν ὑπῆρχαν τρεῖς Ὑποστάσεις στό Θεό ἀλλά μία: «Ὁ μὲν γὰρ (Ἄρειος) διαιρεῖ τὰς οὐσίας, ὁ δὲ (Σαβέλλιος) τὰς ὑποστάσεις συγχέει. Ὁ μὲν Ἄρειος τρεῖς οὐσίας εἰσφέρει· ὁ δὲ Σαβέλλιος μίαν ὑπόστασιν ἀντὶ τῶν τριῶν λέγει»[117]. Ἀφοῦ κληρώσει τήν εὐσύνοπτη αὐτή παρένθεση γιά τήν τριαδολογία, ἐπανέρχεται στό θέμα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ.
Σύντομη παρουσίαση γίνεται τῶν κυριοτέρων αἱρεσιεραρχῶν καί τῶν κακοδοξιῶν τους σχετικά μέ τίς φύσεις τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου καί τήν ἕνωση τῶν φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ αἱρετικοί ἄλλοτε ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου ἄλλοτε τήν ἀνθρωπότητα του ἤ κατακερμάτιζαν τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση Του[118]. Μέσα ἀπό αὐτές τίς αἱρετικές δοξασίες ὁ Θεοδώρητος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται τή δυνατότητα τῆς ἀντικειμενικῆς του σωτηρίας. Ἐπιπλέον ἐπιχειρεῖ μέ συντομία νά ἀνασκευάσει τά αἱρετικά πιστεύω τους[119]. Ταυτόχρονα ὑπογραμμίζει τό ἀσύγχυτο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων τοῦ Θεανθρώπου, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν ὑποστεῖ ὁποιαδήποτε κράση ἤ σύγχυση.
Ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται ὡς φύσει μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἔχει δύο φύσεις θεία καί ἀνθρώπινη. Ἡ πρώτη εἶναι ἀΐδια καί ἄχρονη, ἡ δεύτερη δημιουργήθηκε τή στιγμή τῆς συλλήψεώς του στή μήτρα τῆς Θεοτόκου Μαρίας[120]. Ὡς Θεάνθρωπος μπόρεσε νά δώσει τόν ἑαυτό του «ἀντίλυτρο» γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί νά ἀνοίξει ξανά γιά τόν ἄνθρωπο τίς Πύλες τῆς Οὐράνιας Βασιλείας: «Εἷς θεός, εἷς καὶ μεσίτης θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ἀντὶ πάντων· καὶ παῦσαι μάτην ἀδολεσχῶν, καὶ νόμους ἡμῖν περὶ θείων ὀνομάτων τιθείς. Καὶ αὐτὸ δέ γε τοῦ μεσίτου τὸ ὄνομα θεότητος ἐνταῦθα καὶ ἀνθρωπότητος ὑπάρχει δηλωτικόν. Οὐ γὰρ μόνον ὑπάρχων θεὸς ἐκλήθη μεσίτης· πῶς γὰρ ἂν ἐμεσίτευσεν ἡμῖν καὶ θεῷ μηδὲν ἔχων ἡμέτερον; Ἐπεὶ δὲ ὡς θεὸς συνῆπται τῷ πατρὶ τὴν αὐτὴν ἔχων οὐσίαν, ὡς δὲ ἄνθρωπος ἡμῖν, ἐξ ἡμῶν γὰρ ἔλαβε τὴν τοῦ δούλου μορφήν, εἰκότως μεσίτης ὠνόμασται, συνάπτων ἐν ἑαυτῷ τὰ διεστῶτα τῇ ἑνώσει τῶν φύσεων, θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος[121]. Καταλήγει, λοιπόν, στό συμπέρασμα ὅτι οὔτε χωρίζεται ἡ θεία φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου οὔτε συγχέονται μεταξύ τους[122]. Γιά νά μπορέσει νά ἐξηγήσει τό ἀσύγχυτο τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ φέρνει ὡς παράδειγμα τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα[123], τοῦ ἀέρα μέ τό φωτός[124], τοῦ σιδήρου τῆς φωτιᾶς[125]. Ἐξηγεῖ ὅτι ὅπως τό καθένα ἀπό αὐτά διατηρεῖ τά ἴδια χαρακτηριστικά του κατά τήν ἕνωση, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς δύο φύσεις τοῦ θεανθρώπου. Στό παράδειγμα σχετικά μέ τή φωτιά καί τό σίδηρο, ἴσως κάποιος νά διακρίνει ἐπιρροή τῶν ἔργων τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας[126] στό Θεοδώρητο Κύρου.
Ὁ ἐπίσκοπος Κύρου σχολιάζει καί τή φράση «εἷς δέ ἐξ ἀμφοῖν ὁ Χριστός θεωρεῖται». Ἡ συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιεῖται κατά κόρον καί ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας[127]. Ἔγινε δέ ἡ αἰτία νά προσάψουν κάποιοι στόν Κύριλλο τήν κατηγορία τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ἡ κατηγορία, ὅμως, εἶναι ἔωλη, ἀφοῦ ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας δέν ἐννοοῦσε ὅτι οἱ δύο φύσεις γίνονται μία, ἀλλά ἑνώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου. Ὁ Θεοδώρητος δέχεται ὅτι τό περιεχόμενο τῆς συγκεκριμένης φράσεως συνάδει μέ τή μονοφυσιτική διδασκαλία, γιά τό λόγο αὐτό μέσα ἀπό παραδείγματα ἐξήγησε ὅτι μετά τήν ἕνωση ὁ Χριστός εἶχε δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη. Ὁποιαδήποτε ἄλλη σκέψη γιά ὕπαρξη μίας φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ «ἀνόητη ἀποστροφή»[128].
Δύο φύσεις εἶχε καί μετά τήν ἀνάστασή Του. Γιά νά γίνει πιστευτός ἀπό τούς μαθητές Του ἔκατσε μαζί τους ἔφαγε, τούς ἔδειξε τίς πληγές Του ἀπό τά καρφιά καί ἀπό τό τρύπημα τοῦ στρατιώτη στά πλευρά Του[129]. Μέ τόν τρόπο αὐτό προσπάθησε να ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δέν ὑπέστη καμία τροπή ἤ ἀλλοίωση ἐνῶ παρέμεινε ἑνωμένος μέ τό Θεό Πατέρα: «Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασιν καὶ συνέφαγεν αὐτοῖς͵ καὶ συνέπιεν, ὡς σαρκικῶς, καὶ πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί»[130]. Φυσικά, σημειώνει ὁ Θεοδώρητος, τά δικά μας σώματα ὅταν ἀναστηθοῦν θά εἶναι «ἄπηρα καὶ ἀλώβητα οὔτε γὰρ χωλότης οὔτε τυφλότης» θά ὑπάρχει σέ αὐτά[131]. Μετά τήν ἀνάστασή μας δέ θά τραπεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας σέ κάτι ἄλλο, ἁπλῶς θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο καί θά κερδίσει τήν ἀφθαρσία καί τήν άθανασία[132].
Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως. Αὐτό ὑπογραμμίζεται σέ ὅλο τό δεύτερο διάλογο. Μάλιστα ὁ Θεοδώρητος ἐπικαλεῖται τά γραφόμενα ἄλλων πατέρων, γιά νά ἀποδείξει τό ὀρθόδοξο φρονημά του καί νά τονίσει ὅτι εἶναι σύμφωνος μέ τή μέχρι τότε διατυπωμένη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως στό τελευταῖο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το χωρίο τῆς «Ἐν ἐκθέσει πίστεως» τοῦ Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ παραλλαγή τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381) στήν Κωνσταντινούπολη: «Ὁμολογοῦμεν τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, πρὸ πάντων μὲν τῶν αἰώνων ἀνάρχως ἐκ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου Μαρίας τὸν αὐτὸν σαρκωθέντα, καὶ τέλειον τὸν ἄνθρωπον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος ἀνειληφότα, ὁμοούσιον τῷ πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Δύο γὰρ φύσεων τελείων ἕνωσις γεγένηται ἀφράστως…Οὐχ ὁ θεὸς λόγος εἰς σάρκα τραπείς͵ οὔτε μὴν φάντασμα φανείς· ἀλλ᾿ ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τὴν ἑαυτοῦ διατηρῶν οὐσίαν, τὴν ἀπαρχὴν τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας εἰληφώς, ἑαυτῷ ἥνωσεν»[133].
Σημαντικό ἔρεισμα στά ὅσα ὐποστήριξε ὁ Θεοδώρητος θεωρεῖται ἐπίσης ἡ παράθεση τοῦ χωρίου τοῦ Ἀμβροσίου Μεδιολάνου ἀπό τό ἔργο του «Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου. Κατὰ Ἀπολιναριστῶν». Σέ αὐτό γίνεται ἀναφορά στήν τριαδολογική διδασκαλία τῆς Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 στή Νίκαια[134]. Ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ἡ παράθεση χωρίων ἀπό ἔργα τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, μέ τόν ὁποῖο εἶχε ἔρθει σέ ἀντιπαράθεση σχετικά μέ τούς Δώδεκα Ἀναθεματισμούς τοῦ πρώτου. Μέσω αὐτῶν ὑποστηρίζει τήν ἀτρέπτως ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ[135]. Ἡ διδασκαλία του συμφωνεῖ μέ τή θεολογική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου. Τόν τελευταῖο φαίνεται μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀπαλλάσσει ἀπό τήν κατηγορία πού τοῦ εἶχαν προσάψει γιά τυχόν ροπή πρός τό μονοφυσιτισμό.
 
Δ. ΤΡΙΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
«Ἀπαθής» εἶναι ὁ τίτλος τοῦ τρίτου διαλόγου τοῦ Ἐρανιστῆ. Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται νά σημειωθεῖ τό ἀπαθές τῆς θείας φύσεως καί ὅτι ὁ Χριστός ἔπαθε μόνο κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ὅπως καί στό δεύτερο διάλογο, ὁ ὁποῖος ἄρχιζε κάνοντας μία σύνοψη τοῦ περί ἀσυγχύτου πού διαπραγματεύεται ὁ πρῶτος, ἔτσι καί ἐδῶ ὁ Θεοδώρητος ἀκολουθεῖ την ἴδια μέθοδο. Συνοπτικά παρουσιάζονται τό ἀσύγχυτο καί τό ἄτρεπτο τῶν δύο φύσεων τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Λόγου. Τά δύο αὐτά θέματα εἶχαν παρουσιαστεῖ διεξοδικά στά προηγούμενα δύο μέρη τοῦ Ἐρανιστῆ. Ἔτσι ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ θεία φύση μετά τήν ἕνωσή της μέ τήν τέλεια ἀνθρώπινη παρέμεινε «ἀκήρατος, ἀπαθής, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραφος»[136]. Θά πρέπει να ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέν προϋπῆρχε ἀλλά δημιουργήθηκε μέσα στή μήτρα τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἔλευση σ’ αὐτήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Λόγου εἶναι ἐκείνη πού ὑπέμεινε τά πάθος καί τό σταυρικό θάνατό Του. Χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Εἰ ἀσώματος τῷ σταυρῷ προσηλώθη, τῇ θεότητι τὸ πάθος ἅρμοσον»[137], ὅμως «ἀδύνατον θάνατον ὑπομεῖναι τὴν ἀθάνατον φύσιν»[138]. Κατά συνέπεια ἔπαθε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦκαί ὄχι ἡ ἀπαθής θεία[139]. Ἡ τέλεια ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο ἔπαθε και πέθανε πάνω στο σταυρό, ἀλλά ἦταν καί αὐτή πού ἀναστήθηκε. Ἔγινε, λοιπόν, τό μέσο γιά νά ἀποκτήσουν τη δυνατότητα τῆς ἀναστάσεως και τῆς σωτηρίας ὅλοι ὅσοι ἀνήκουν στό ἀνθρώπινο φύραμα: «διὰ σώματος τοῖς σώμασιν ἐπραγματεύσατο τὴν ἀνάστασιν͵ καὶ διὰ φύσεως θνητῆς κατέλυσε τοῦ θανάτου τὴν δυναστείαν. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτὸς ἀθάνατον εἶχε τὴν φύσιν, ἐβουλήθη δὲ δικαίως παῦσαι τοῦ θανάτου τὸ κράτος, ἐκ τῶν ὑποκειμένων τῷ θανάτῳ λαβὼν ἀπαρχήν, καὶ ταύτην ἄμωμον φυλάξας καὶ ἁμαρτίας ἀμύητον, παρεχώρησε μὲν τῷ θανάτῳ καὶ ταύτην»[140].
Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶχε χάσει τά ἀγαθά τῆς ἀρχέγονης καταστάσεως ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Ὁ Χριστός ὡς νέος Ἀδάμ μπόρεσε νά ἐλευθερώσει τήν ἀνθρωπότητα ἀπό δεσμά τοῦ θανάτου[141]. Τά λόγια αὐτά θυμίζουν τό χωρίο τῆς πρός Ρωμαίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού ὁ ἴδιος ὁ Θεοδώρητος παραθέτει παρακάτω: «Ἄρα οὖν, ὡς δι᾿ ἑνὸς (Ἀδάμ) παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτως καὶ δι̉ ἑνὸς (Χριστοῦ) δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς. Ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτως καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί»[142]. Ἡ ἐπιρροή πού ἔχει ἀσκηθεῖ στο Θεοδώρητο ἀπό τις ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν φαίνεται ὄχι μόνο στό προαναφερθέν χωρίο ἀλλά καί στό ἐξῆς χωρίο: «Ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνῄσκουσιν, οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται»[143].
Ἡ θεία φύση εἶναι ἀπαθής καί ἀθάνατη. Ὁ Λόγος ἔπρεπε νά γίνει τέλειος ἄνθρωπος, μέ σάρκα καί ψυχή, παραμένοντας τέλειος Θεός, γιά νά μπορέσει νά σώσει τό πεπτωκός ἔλλογο ὄν. Ὁ Θεοδώρητος διδάσκει ὅτι τό ὄνομα Χριστός ἀποκαλύπτει τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, ἐνῶ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ δηλώνει τίς δύο φύσεις τοῦ Θεναθρώπου. Ἐξηγεῖ ὅτι μέ τήν προσωνυμία Θεός Λόγος ἐννοοῦμε τήν ἄχρονη, ἀΐδια, ὑπερκείμενη καί ἀσώματη θεία φύση. Φυσικά δέν ταυτίζει τή θεία φύση μέ τίς θεῖες ὑποστάσεις[144]. Σέ καμία περίπτωση δέν ὑπονοεῖται ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Σαβελλίου. Ἁπλῶς κάνει ἀναφορᾶ στή θεία φύση τοῦ δεύτερου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Θεός Λόγος ὀνομάζεται καί εἶναι Υἱός Μονογενής τοῦ Θεοῦ Πατρός. Τό δέ Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἄν καί αὐτό προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ποτέ δέ φέρει αὐτήν τήν προσωνυμία. Ἄν καί σημειώνει ὅτι «ἐκ τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς εἶναι καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὸ πνεῦμα»[145], δέν ἐπεισέρχεται σέ περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά μέ τήν ἀΐδια καί προαιώνια γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα καί τήν προαιώνια καί ἄχρονη ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα.
Τό ἀθάνατο καί ἀπαθές τῆς θεία φύσεως δέν μπορεῖ νά ὑποστῆ πάθος. Ἡ ἀθανασία εἶναι χαρακτηριστικό τῆς θείας φύσεως. Δέν ἔχει ἀποκτηθεῖ ὡς δῶρο ἀπό κάποιον ἄλλον, ὅπως συνέβηκε μέ τούς ἀγγέλους. Σε αὐτούς ἡ ἀθανασία τούς δόθηκε ὡς δῶρο ἀπό τό Θεό[146]. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔπαθε καί πέθανε. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Θεοδώρητος ἐξηγεῖ ὅτι ἔπαθε καί ἡ σάρκα καί ἡ ψυχή. Ἡ τελευταία εἶναι ἀθάνατη[147], γιά τό λόγο αὐτό δέν πέθανε ἡ ψυχή ἀλλά μόνο τό σῶμα[148]. Σχετικά μέ τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἐπικαλεῖται ὡς μαρτυρία τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»[149].
Ἀπόδειξη τρανή γιά τό ἀπαθές καί τά ἄτρεπτο τῆς θείας φύσεως ἀποτελεῖ γιά τό Θεοδώρητο, τό χωρίο ἀπό τό λόγο «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὑτοῦ» τοῦ Εὐσταθίου Ἀντιοχείας: «Εἰ γὰρ ἀσώματός ἐστιν οὔτε ἁφῇ χειρῶν ὑποπίπτει, οὔτ̉ αἰσθητοῖς ὄμμασι περιλαμβάνεται, οὐ τρῶσιν ὑπομένει, οὐχ ἥλοις προσηλοῦται͵ οὐ θανάτῳ κοινωνεῖ, οὐ κρύπτεται γῇ, οὐ τάφῳ κατακλείεται, οὐκ ἐκ μνημάτων ἀνίσταται»[150].
Ἡ παράθεση τοῦ χωρίου τῆς «Πρός Ἐπίκτητον» ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ πάσχων, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀνθρώπινη φύση καί μή πάσχων, ὅσον ἀφορᾶ στήν θεία, διευκολύνει νά κατανοηθεῖ καλύτερα ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό ἀσύγχυτο αὐτῶν: «ἦν παράδοξον, ὅτι αὐτὸς ἦν ὁ πάσχων καὶ μὴ πάσχων. Πάσχων μέν, ὅτι τὸ ἴδιον αὐτοῦ ἔπασχε σῶμα, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ πάσχοντι ἦν· μὴ πάσχων δέ, ὅτι τῇ φύσει θεὸς ὢν ὁ λόγος ἀπαθής ἐστι. Καὶ αὐτὸς μὲν ὁ ἀσώματος ἦν ἐν τῷ παθητῷ σώματι, τὸ δὲ σῶμα εἶχεν ἐν ἑαυτῷ τὸν ἀπαθῆ λόγον, ἀφανίζοντα τὰς ἀσθενείας αὐτοῦ τοῦ σώματος»[151]. Πάνω στό σταυρό ἔπαθε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία παρέμενε ἑνωμένη μέ τή θεία. Τό πάθος τοῦ Θεανθρώπου ἔγινε ἡ αἰτία τοῦ προσωρινοῦ σκότους πού ἐπικράτησε τότε στήν περιοχή[152]. Μέσα ἀπό τή συμμετοχή τοῦ ἥλιου καί ὅλης τῆς φύσεως στό πάθος τοῦ Κυρίου ἀποκαλύπτεται ἡ δόξα τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Λόγου. Ὁ θάνατος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν προσωρινός, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Ὁ ἴδιος ὡς Θεός ἦταν ἡ ζωή καί ἡ ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάστασή του ὑπῆρξε τό ἀδιαμφισβήτητο μήνυμα τῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν νεκρῶν. Ὁ θάνατος καί ἡ φθορά του νικήθηκαν ἀπό τόν θεάνθρωπο Χριστό[153].
Ἡ ἀναφορά σέ χωρία Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων σχετικά μέ τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποσκοπεῖ στό νά θεμελιώσει τά γραφόμενά Του. Συγχρόνως δείχνει ὅτι ἰχνηλατεῖ πάνω στήν πεπατημένη ὁδό τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἐξηγεῖ γιά ἄλλη μία φορά ὅτι ὁ Χριστός ἦταν καί Θεός καί ἄνθρωπος: «θεὸς ἄρα ἐστὶ καὶ ἄνθρωπος»[154]. Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, ὁ φόβος τοῦ θανάτου δέν πρέπει νά ὑπάρχει στό ἀνθρώπινο γένος.
 
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ὁ Θεοδώρητος μετά τό τέλος καί τῶν τριῶν διαλόγων τοῦ Ἐρανιστῆ, κάνει μία περίληψη τῶν ὅσων ἀνέφερε σέ κάθε διάλογο. Σέ δώδεκα παραγράφους συνοψίζει τό ἄτρεπτο τῆς θεία φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ «Λόγος σάρξ ἐγένετο» χωρίς νά ὑπονοεῖται κάποια τροπή τῆς θεία φύσεως ἀλλά εἶναι ἀπόδειξη τῆς «ἀφάτου (θείας) φιλανθρωπίας»[155]. Ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος μέ σάρκα καί ψυχή. Τονίζεται ὅτι μέ τόν ὅρο «σάρξ» δέν ἐννοεῖται τό ἄψυχο μόνο σῶμα ἀλλά ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση σῶμα καί ψυχή. Χαρακτηριστικά ἐπικαλεῖται τήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τοῦ προφήτη, στο ὁποῖο ἡ λέξη σάρξ εἶναι συνώνυμη μέ τή λέξη ἄνθρωπος: «Ὅταν γὰρ ἀκούσωμεν τοῦ προφήτου λέγοντος, Εὐλογείτω πᾶσα σὰρξ τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ, οὐκ ἀψύχοις σαρξὶ παρακελεύεσθαι τὸν προφήτην».
Ἡ σύνοψη γιά τό ἀσύγχυτο τῶν δύο φύσεων γίνεται καί ἐδῶ σέ δώδεκα παραγράφους. Σημειώνεται ὅτι μετά κατά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου ἔχουμε τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ὄχι ὅμως τή μεταξύ τους σύγχυση: «οὐκ ἄρα σύγχυσις γέγονεν, ἀλλ̉ ἀσύγχυτος ἕνωσις. Εἰ δὲ τοῦτο συνωμολόγηται, οὐ μία ἄρα φύσις ὁ δεσπότης Χριστός, ἀλλ᾿ εἷς υἱός, φύσιν ἑκατέραν ἐπιδεικνὺς ἀκραιφνῆ»[156]. Ἡ ἕνωση τῆς θείας φύσεως ἦταν πραγματική καί ὄχι κατά δόκηση. Ἡ κάθε φύση διατήρησε τά ἴδια χαρακτηριστικά της μετά τήν ἕνωσή τους. Ὁ Θεός Λόγος δέχθηκε τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς θνητῆς καί κτιστῆς φύσεως, ὅπως τήν πεῖνα καί τή δίψα[157]. Δέν εἶχε ὅμως καμία ἁμαρτία, γιατί ἡ τελευταία ὑπῆρξε ἐπίκτητη στήν ἀνθρώπινη φύση καί ὑπῆρξε γέννημα τῆς κακῆς προαιρέσεως τοῦ ἔλλογου ὄντος.
Ὡς Θεός ὁ Χριστός δέν πεινοῦσε, οὔτε διψοῦσε, οὔτε κουραζόταν ἤ νύσταζε[158], αὐτά ἦταν χαρακτηριστικά πού ἀπέκτησε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του[159]. Ὁ προφήτης Ἠσαῒας ἀναφερόμενος στη θεία φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ «ebed Jahve» σημειώνει ὅτι Ἐκείνη: «Οὐ πεινάσει, οὐδὲ κοπιάσει»[160]. Ἀντίθετα στό κείμενο τοῦ εὐαγγελίου τοῦ κατά Ἰωάννη λέει: «φησιν· Ἰησοῦς δὲ κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ἐναντίον δὲ τὸ οὐ κοπιάσει τῷ κοπιάσαι». Ἴσως νά γεννηθεῖ σέ κάποιους·το ἐρώτημα «τοιγαροῦν ἐναντία ἡ προφητεία τῇ τῶν εὐαγγελίων ἱστορίᾳ»[161]. Ἐξηγεῖ, ὅμως: «Ἀλλὰ μὴν οὐκ ἐναντία· ἑνὸς γὰρ ταῦτα κἀκεῖνα θεοῦ. Οὐκοῦν τῆς μὲν ἀπεριγράφου φύσεως τὸ μὴ κοπιᾶν· τὰ γὰρ πάντα πληροῖ· τοῦ δὲ περιγεγραμμένου σώματος τὸ μεταβαίνειν ἴδιον. Τὸ δέ γε μεταβαῖνον βαδίζειν ἀναγκαζόμενον τὸν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ὑφίσταται κόπον. Σῶμα ἄρα ἦν τὸ βαδίσαν καὶ κοπιάσαν. Οὐ γὰρ συνέχεε τὰς φύσεις ἡ ἕνωσις»[162].
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα τῆς ὑπάρξεως ἀσυγχύτως δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σημειώνει ὁ Θεοδώρητος, εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός ἐνθάρρυνε τούς μαθητές του. Ἀντίθετα λίγο πρίν τό πάθος Του κατά τήν προσευχή Του στό ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, ἡ ἀγωνία του ἦταν μεγάλη πού ὡς ἄνθρωπος χρειαζόταν τή συνεπικουρία ἑνός ἀγγέλου γιά νά πάρει δύναμη[163]. Αὐτό ἔγινε γιά νά δείξει τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Συγχρόνως μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ προσευχή ἀποτελεῖ τό μέσο ἐπικοινωνίας μας μέ τό Θεό, ἡ ὁποία μᾶς ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά λάβουμε καί βοήθεια ἀπό Ἐκεῖνον[164].
Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση δέν μετατράπηκε σέ θεία. Τό σῶμα Του παρέμεινε μέ ὅλα τά μέλη Του ἴδια. ἁπλῶς ἔγινε «ἀθάνατον μέν καὶ ἄφθαρτον, καὶ θείας δόξης μεστόν»[165]. Ἀκόμα καί μετά τήν ἀνάληψη στούς Οὐρανούς τοῦ Ἰησοῦ συνεχίζει νά ἔχει δύο φύσεις ἑνωμένες ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως. Ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως του μπόρεσε νά Τόν δεῖ στόν οὐρανό ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος. Ἐάν δέν ἦταν τήν ὁρατή ἀνθρώπινη φύση, θά ἦταν ἀδύνατο νά συμβεῖ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ἡ θεία εἶναι ἀόρατη[166].
Τέλος ἡ σύνοψη τοῦ τρίτου διαλόγου γίνεται σέ δεκαέξι παραγράφους. Σέ αὐτές ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ ἀδιαίρετη ἕνωση τῶν δύο φύσεων δέν παραβιάζεται στό πάθος καί στό θάνατο. Ἡ θεία φύση εἶναι ἀπαθής. Παραμένει ἀχώριστη ἀπό τήν παθητή σάρκα τόσο πάνω στό σταυρό ὅσο καί μέσα στόν τάφο. Ὁ Χριστός ὀνομάστηκε πρωτότοκος, γιατί «Πρῶτος γὰρ τὰς ὠδῖνας ἔλυσε τοῦ θανάτου, καὶ πᾶσιν ἔδωκε τῆς ἀναβιώσεως τὴν γλυκεῖαν ἐλπίδα. ῟Ηι δὲ ἀνέστη, ταύτῃ καὶ πέπονθεν»[167]. Τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Χροστός «ὥς ἄνθρωπος ἄρα πέπονθεν, ὡς δὲ θεὸς θαυμαστὸς μεμένηκεν ἀπαθής»[168].
Ἡ ἀναφορά στό ὅτι ἔπαθε ἡ σάρκα ἤ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέ σημαίνει ὅτι χωρίζουμε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τή θεία. Ἁπλῶς ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σάρκα ὑπέστη τά παθητά, ἀλλά ὁ Θεός Λόγος τά οἰκειοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν τά πάθη τῆς δικῆς Του σαρκός. Διαμέσου, λοιπόν, αὐτῆς τῆς οἰκειοποιήσεως τῶν παθῶν τῆς σαρκός, τό ἀπαθές τῆς θείας φύσεως ἑνώνεται μέ τό παθητό τῆς θείας φύσεως, χωρίς ὅμως τά πάθη νά λαμβάνουν χώρα στήν ἴδια τή θεία φύση. Κατά συνέπεια ὁ Χριστός ἔπαθε πραγματικά στό σταυρό, μόνο ὅσον ἀφορᾶ στό ἀνθρώπινο εἶναι Του, γιατί ὡς Θεός παρέμεινε ἀπαθής[169]. Ἐνώ μέ τήν ἀνάστασή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Του ἔγινε ἡ ἀπαρχή τοῦ νέου ἀνθρώπινου γένους καί μέσω αὐτῆς τῆς σάρκας του: «μέλη Χριστοῦ χρηματίζουσιν οἱ πιστεύσαντες͵ καὶ τῶν πεπιστευκότων αὐτὸς ὠνόμασται κεφαλή»[170].
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
1. Ἡ παρουσίαση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τό  σύγγραμμα «Ἐρανιστής» τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου.
Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία κυριαρχεῖ στό κείμενο τοῦ Ἐρανιστῆ. Ὑπογραμμίζεται πολλάκις ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως οἱ δύο φύσεις Του. Ἡ θεία φύση ὑπῆρχε προαιώνια σέ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ εἶναι Θεός, ὁμοούσιος καί συνάρχος, μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἀνθρώπινη φύση λήφθηκε ἀπό Ἐκεῖνον ἐν χρόνω ἐν Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου[171].
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἀναλώνεται περισσότερο στήν ἐξέταση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ ἀπό ὅτι στή θεότητά Του. Ἡ βαρύτητα στήν ἐξέταση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Κυρίου ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ὁ Θεοδώρητος ἄν καί ἄνηκε στήν Ἀντιοχειανή Σχολή δέν εἶχε υἱοθετήσει τά σχετικά μέ τήν «ἐπικράτηση» τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔναντι τῆς θείας κατά τήν ἕνωση. Σημειώνει ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ὄχι ἕνα συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἄλλωστε χαρακτηριστικά γράφει: «τὸ ἄνθρωπος ὄνομα κοινόν ἐστι ταυτησὶ τῆς φύσεως ὄνομα»[172] καί συμπληρώνει: «τὸν μέντοι ἄνθρωπον ἁπλῶς ἀκούσας, οὐκ εἰς τὸ ἄτομον ἀπερείδει τὸν νοῦν, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰνδὸν καὶ τὸν Σκύθην καὶ τὸν Μασσαγέτην καὶ ἁπαξαπλῶς πᾶν γένος ἀνθρώπων λογίζεται»[173].
Στόν Ἐρανιστή ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποκτᾶ ταυτόσημη ἔννοια μέ τή λέξη σάρκα. Ὁ Θεοδώρητος, ὅταν ἀναφέρει τή φράση ἀπό τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον «καί ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο»[174], ἐξηγεῖ ὅτι δέν ἐννοεῖται μόνο τό ἐξωτερικό περίβλημα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀλλά συμπεριλαμβάνεται καί ἡ ψυχή[175]. Χωρίς τήν πρόσληψη πλήρους τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὁ Λόγος δέ θά μποροῦσε νά σώσει τό ἀνθρώπινο φύραμα ἀπό τά δεσμά τοῦ μισόκαλου δαίμονος καί νά τό ἀπελευθερώσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο[176]. Τό γένος τῶν ἀνθρώπων ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς τοῦ πρωτόπλαστου Ἀδάμ ἔχασε τά ἀγαθά τῆς ἀρχεγόνου καταστάσεως, ὅπως τήν ἀθανασία καί κατέστη κοινωνός τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός ὡς νέος Ἀδάμ, μέ τήν ὑπακοή του ἔδωσε τή δυνατότητα νά δικαιωθοῦν οἱ ἄνθρωποι καί νά ἀποκτήσουν τή δυνατότητα τῆς ἀντικειμενικῆς σωτηρίας[177]. Στό πρόσωπό Του ἀνακεφαλαιώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση[178].
Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὅμοια σέ ὅλα μέ ἐκείνην τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά ἔχει καμία ἁμαρτία οὔτε καί τή ροπή πρός αὐτήν. Ὁ θαυματουργικός τρόπος συλλήψεως τοῦ Θείου Λόγου μέσα στή μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας καί τή συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπαλλάσσει τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ ἀκόμα καί ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα: « καθαρὰν σάρκα καὶ ἁγίαν καὶ ἄμωμον καὶ ἁμαρτίᾳ πάσῃ γενομένην ἄβατον ἐκ παρθενικῆς μήτρας ἀνέλαβεν ὁ Χριστός»[179]. Τό ἁμάρτημα τῶν προπατόρων Ἀδάμ καί Εὔα καί οἱ συνέπειες αὐτοῦ κληροδοτεῖται σέ κάθε ἄνθρωπο πού γεννιέται[180]. Ὅσον δέ ἀφορᾶ στή ροπή πρός τήν ἁμαρτία δέν εἶναι χαρακτηριστικό τῆς φύσεώς μας ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς προαιρέσεως μας[181].
Ἡ θανατική καταδίκη τοῦ Ἀδάμ κληροδοτήθηκε σέ ὅλους τούς ἀπογόνους του. Ἔπρεπε, λοιπόν, ἕνας νέος Ἀδάμ νά ἀπαλλάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό θάνατο. Ἔτσι ὁ Χριστός, ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, μέ τήν ἀνάστασή του ἔσωσε τά ἔλλογα ὄντα ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἄδη, γιατί ἀφοῦ ἐξαιτίας τοῦ Ἀδάμ γνώρισαν τό θάνατο, ἔτσι χάρη στό Χριστό λυτρώθηκαν ἀπό αὐτόν.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶχε ὡς προϋπόθεση τό τέλειο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τό Λόγο ἔγινε ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως. Ἡ ἐκούσια ὑποταγή τοῦ Χριστοῦ στά ἀδιάβλητα πάθη τῆς κοπώσεως, τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς ἀγωνίας κ.λπ[182]. ἔγινε γιά νά φανεῖ τό πραγματικό τῆς ἐνσαρκώσεώς Του.
Τέλος ἡ παράθεση τοῦ χωρίου τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων σχετικά μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση τίς δύο τέλειες φύσεις Του. Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται: «οὗτος ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ θεοῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐξ οὐρανῶν κατῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς, τὴν ὁμοιοπαθῆ ταύτην ἡμῖν ἀναλαβὼν ἀνθρωπότητα, καὶ γεννηθεὶς ἐξ ἁγίας παρθένου καὶ ἁγίου πνεύματος, οὐ δοκήσει καὶ φαντασίᾳ τῆς ἐνανθρωπήσεως γενομένης, ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ· οὐδ΄ ὥσπερ διὰ σωλῆνος διελθὼν τῆς παρθένου, ἀλλὰ σαρκωθεὶς ἀληθῶς ἐξ αὐτῆς, φαγὼν ὡς ἡμεῖς ἀληθῶς͵ πιὼν ὡς ἡμεῖς ἀληθῶς, καὶ γαλακτοτροφηθεὶς ἀληθῶς. Εἰ γὰρ φαντασία ἦν ἡ ἐνανθρώπησις, φάντασμα καὶ ἡ σωτηρία. Διπλοῦς ἦν ὁ Χριστός͵ ἄνθρωπος μὲν τὸ φαινόμενον, θεὸς δὲ τὸ μὴ φαινόμενον· ἐσθίων μὲν ὡς ἄνθρωπος, ἀληθῶς ὡς ἡμεῖς· εἶχε γὰρ τῆς σαρκὸς τὸ ὁμοιοπαθὲς ὡς ἡμεῖς· τρέφων δὲ ἐκ πέντε ἄρτων τοὺς πεντακισχιλίους ὡς θεός· ἀποθνῄσκων μὲν ὡς ἄνθρωπος ἀληθῶς· νεκρὸν δὲ τετραήμερον ἐγεί ρων ὡς θεός· καθεύδων εἰς τὸ πλοῖον ὡς ἄνθρωπος, καὶ περιπατῶν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ὡς θεός»[183].
 
2. Χαρακτῆρας τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων
Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως τά ἰδιώματα τῆς καθεμίας ἀπό αὐτές ἀποτελοῦν ἕνα ἀπό τά κύρια θέματα πού διαπραγματεύεται ὁ Ἐρανιστής. Κατά τήν ἕνωση, δέν ἔχουμε τροπή οὔτε τῆς ἀνθρώπινης φύσεως σέ θεία οὔτε τό ἀντίστροφο.
Στόχος του εἶναι νά δείξει ὅτι ἔχουμε ἕνα Χριστό μέ δύο τέλειες φύσεις. Χωρίς αὐτές δέ θά μποροῦσε νά προσφέρει λύτρωση στό λογικό δημιούργημά Του. Ὅπως ὁ ἐπιχρυσωμένος ἄργυρος[184], πού ἀποτελεῖται ἀπό δύο διαφορετικά πράγματα, μοιάζει ὅμως ὡς ἕνα, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ θείου Λόγου.
Ἀτυχής εἶναι ἡ παρομοίωση, ὁ παραλληλισμός τῆς σταγόνος τοῦ μελιοῦ, ἡ ὁποία προσλαμβάνεται ἀπό τήν ἀπέραντο θάλασσα. Οἱ δύο σταγόνες ἄν καί διαφέρουν στήν ποσίτητα καί στή γεύση. Ἡ μία εἶναι γλυκιά καί ἡ ἄλλη ἀλμυρή. Στήν πραγματικότητα ὅμως: «Ρυτὴν γὰρ ἔχουσι καὶ ὑγρὰν καὶ ῥοώδη τὴν φύσιν ἀμφότεραι· καὶ τὸ εἶναι δὲ αὐταῖς ὁμοίως κτιστόν͵ καὶ τὸ ἄψυχον δὲ ὡσαύτως κοινόν»[185]. Ἐνῶ μέ τήν ἕνωσή τους ἡ μία ἀφομοιώνεται ἀπό τήν ἄλλη[186]. Ἀντίθετα ἡ θεία φύση μέ τήν ἀνθρώπινη ἔχουν διαφορές ὅπως τό ἄχρονο καί ἄκτιστο τῆς μίας καί τό κτιστό καί ἡ ἐν χρόνω ὕπαρξη τῆς ἄλλης. Τά ἴδια τῆς κάθε φύσεως διατηροῦνται μέ τήν ἕνωση. Οἱ φύσεις ὅταν ἑνώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν ἀφομοίωσε ἡ μία τήν ἄλλη. Ἡ ἕνωση αὐτή δέν μπορεῖ νά δοθεῖ μέσα ἀπό κανένα παράδειγμα τοῦ ἀνθρώπινου κόσμου. Ἄλλωστε ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι περιορισμένος καί δέν μπορεῖ ἀπόλυτα νά μιλήσει μέ παραδείγματα[187] γιά τόν τρόπο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, οὔτε βέβαια γιά τή θεία φύση. Σέ αὐτό τό σημεῖο συνηγορεῖ μέ πολλούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στό ἀκατάληπτο, ἀπόρρητο τῆς θείας φύσεως ὅσο καί στόν τρόπο τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι καί Μαρία Παρθένω ἐνσάρκωση τοῦ θείου Λόγου.
Ὁ Θεοδώρητος ὅταν κάνει λόγο γιά τήν πρόσληψη τῆς σάρκας ἀπό τή Θεότητα, τή χαρακτηρίζει τίς περισσότερες φορές μέ τόν ὅρο «ἕνωσις». Ὁ χαρακτηρισμός «ἕνωσις» γίνεται χωρίς χρήση κάποιου ἐπιθέτου ἤ προσδιορισμοῦ, ὁ ὁποῖος θά ἐξηγοῦσε τί εἴδους ἕνωση εἴχαμε. Στό δεύτερο διάλογο μόνο σημειώνει ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶναι φυσική καί συμπληρώνει ὅτι «ἀκέραια μεμένηκε τὰ τῶν φύσεων ἴδια»[188]. Χρησιμοποιεῖ τό χωρίο τοῦ Κυρίλλου μέ τή φράση «καθ' ὑπόστασιν ἕνωσιν», προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι ἔχει κατανοήσει, ἔπειτα ἀπό χρόνια, ὅτι ὁ Κύριλλος δέ διδάσκει ὅτι μέ τήν καθ' ὑπόσταση ἕνωση ἔχουμε τροπή, σύγχυση ἤ κράση τῶν δύο φύσεων. Χαρακτηριστικά ὁ Κύριλλος στό συγκεκριμένο χωρίο σημειώνει: «Κἂν εἰ λέγοιτο τυχὸν ἡνῶσθαι σαρκὶ καθ΄ ὑπόστασιν ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ λόγος͵ οὐκ ἀνάχυσίν τινα τὴν εἰς ἀλλήλας τῶν φύσεων πεπράχθαι φαμέν͵ οὔσης δὲ μᾶλλον ἑκατέρας τοῦθ΄ ὅπερ ἐστίν»[189].
Ὁ Θεοδώρητος σέ ὅλο τόν Ἐρανιστή τονίζει ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἐνώθηκαν μεταξύ τους ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως, διατηρώντας ἡ κάθε μία τά δικά της χαρακτηριστικά, χωρίς ὅμως νά δέχεται τήν ὕπαρξη οὔτε δύο προσώπων στό Χριστό οὔτε φυσικά δύο Υἱούς. Ἴσως ἡ δυναμική αὐτή παρουσίαση ἀπό τό Θεοδώρητο τοῦ τρόπου ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῶ φύσεων σκοπό εἶχε νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τή μομφή πού εἶχε δεχθεῖ ὅτι νεστοριάνιζε.
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ὁ Θεοδώρητος καταφέρνει μέσα ἀπό τόν Ἐρανιστή νά ἀναπτύξει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία του σχετικά μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θείου Λόγου. Φυσικά ἄν καί ὁπαδός τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς δέν παρουσιάζει τῆς ἀκρότηττες αὐτῆς. Στό συγκεκριμένο ἔργο σημανιτκή θεωρεῖται καί ἡ ἀναφορά σέ χωρία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Δεδομένου ὅτι οἱ δύο σημαντικοί αὐτοί θεολόγοι ἀρχικά εἶχαν ἔρθει ἀντιμέτωποι, γιατί ὁ Κύριλλος θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεοδώρητος νεστοριάνιζε, ἐνῶ ὁ Θεοδώρητος ὅτι ὁ Κύριλλος ἀπολλινάριζε, ἡ χρήση τῶν χωρίων τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας φανερώνει τήν ἄρση τῶν παρεξηγήσεων μεταξύ τους.
Ὁ Ἐρανιστής ἀποτελεῖ τή βασική ἀπάντηση τοῦ Θεοδωρήτου ὅτι δέν ἀκολουθεῖ τή νεστοριανική διδασκαλία καί ὁποιαδήποτε μομφή σχετικά εἶχε δεχθεῖ ἤταν ἔωλη καί ἀβάσιμη.
 

[1] Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ χριστολογική ὁρολογία καί διδασκαλία Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου τοῦ Κύρου, δ.δ., Ἀθῆναι 1955, σ. 78.
[2] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97 434 21(=PG75, 1321C).
[3] Ν. Μητσοπούλου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Ὀρθόδοξον Δογματικήν καί ἠθικήν, Ἀθήνα 1993,σ. 120.
[4] «Καί πάλιν δηλαδή παρέχεται εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ δυνατότης νά συμμετεωροπορῇ τοῖς ἀγγέλοις και τῷ Θεῷ», Κ. Σκουτέρη, «Μετεωροπορεῖν και συμμετεωροπορεῖν παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης», ἀνάτυπον ἐκ τῆς Θεολογίας 39 (1968)10.
[5] Βλ. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατέρες, Αὔξησις τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιο Πνεῦμα, Ἀθῆναι 1970.σ. 37.
[6] Βλ. Ν. Ἰωαννίδη, ἀρχιμ., «Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους», ΤΟΛΜΗ 58 (2005) 23.
[7] Γεν. 3, 21.
[8] «Ὅταν οἱ Ἕλληνες Πατέρες κάνουν λόγο γιά τό θάνατο καί τήν ἀθανασία, δέν ἀντιλαμβάνονται τίς καταστάσεις αὐτές μόνο ὑπό τή βιολογική, ἀλλά καί ὑπό τήν πνευματική ἔννοια. Θάνατος δέ σημαίνει γι᾽ αὐτούς μόνο χωρισμό τοῦ σώματος ἀπό τήν ψυχή, ἀλλά και χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Θεό πού συνιστᾶ τήν πηγή τῆς ζωῆς. Τό ἴδιο καί ἡ ἀθανασία· δέν νοεῖται μόνο ὡς ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας, ἀλλά καί ὡς ζωοποίηση τῆς ψυχῆς ἀπό τή ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος». Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 22-23. Πρβλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΝΒ΄ - Δωροθέῳ Λαμπροτάτῳ, PG 78, 932B. Εἰρηναίου Λουγδούνου, Ἔλεγχος και ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 4, 38, 1, PG 7, 1106ΑB καί 5, 2, 3, 1127BC. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας 8, PG 45, 36Β. κ.ἄ.
[9] Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993.σ. 30.
[10] Ἰω. 1,1-14.
[11] Συναφῶς βλ. Γ. Φλορόφσκυ, Οἱ βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 5ου αἰῶνα, μτφρ. Κ. Πάλλη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 583.
[12] Σχετικά μέ τήν Ἀντιοχειανή Σχολή βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σσ. 566-574. L. Pirot, L̉ oeuvre exégétique de Théodore de Mopsueste, Rome 1913. J. Guillet, «Les exégètes d̉ Alexandrie et d̉ Antioche. Conflit ou malentendu?», RSR 34 (1947) 180-226. Ἐ. Κωνσταντινίδου, Ἀντοχείας Θεολογική Σχολή καί τό περί Λουκιανοῦ πρόβλημα, Ἀθήνα 1972. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τ. Β΄, Ἀθήνα 2004, 725-726.
[13] Ἡ πρώτη μεγάλη ἀπειλή γιά τήν ἐπίσημη πλέον χριστιανική θρησκεία ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Τό πρόβλημα πού ἀπασχολοῦσε τόν Ἄρειο ἦταν ἡ ἀΐδια - αἰώνια γέννηση τοῦ Θείου Λόγου. Δίδασκε, λοιπόν, ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶναι κατά φύση καί κατ᾽ οὐσίαν ἀληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό - Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «ἐν χρόνῳ». Γιά τό λόγο αὐτό δέν μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ἀγέννητος, οὔτε μέρος ἀγεννήτου. Ἦταν ἑπομένως, ἕνα ἁπλό κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὡς κτίσμα, λοιπόν, ὁ Υἱός καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι συνάναρχος καί συναΐδιος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά δημιουργήθηκε ἀμέσως «θελήσει» τοῦ Πατρός, ἐνῶ τά ἄλλα κτίσματα δημιουργήθηκαν ἀπό τό Θεό διά μέσου τοῦ Υἱοῦ. Χαρακτηριστική φράση πού συνόψιζε τήν ἀρειανική διδασκαλία γιά τόν Υἱό ἦταν «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν».
Ἡ συνδημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τό Θεό καί τόν Υἱό δέ σημαίνει ὅτι ὁ δεύτερος μετεῖχε στή φύση ἤ στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε ὅτι ἦταν κατά φύση ἀληθινός Θεός. Ὁ Ἄρειος ὑποστήριζε τήν ἀπόλυτη μοναρχία τῆς θεότητας καί δεχόταν ἕνα Θεό ἀγέννητο καί ἄναρχο. Ἑπομένως, πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ Υἱοῦ ἦταν ἀπόλυτη ἡ «μοναρχία» τοῦ μόνου ἀγέννητου καί ἄναρχου Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ὁ μέν Θεός δέν ἦταν Πατήρ, πρίν νά δημιουργήσει τόν Υἱό, καί ὁ δέ Υἱός δέν ὑπῆρχε πρίν δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα, «σύνες ὅτι ἡ μονὰς ἦν, ἡ δυὰς δὲ οὐκ ἦν, πρὶν ὑπάρξῃ. Αὐτίκα γοῦν Υἱοῦ μὴ ὄντος ὁ Πατήρ Θεός ἐστι».
Θεμελίωσε τή διδασκαλία του περί τῆς κατωτερότητας τοῦ Υἱοῦ σέ σχέση μέ τόν Πατέρα στηριζόμενος στή διάχυτη ἀντίληψη περί subordinatio. Τό τελευταῖο ἀποτελοῦσε τό βασικό ἔρεισμα τῆς κακοδοξίας του. Ἔκδηλο εἶναι ὅτι ὁ Ἄρειος χρησιμοποιεῖ τίς θεολογικές ἔννοιες τῆς πατρότητας καί τῆς υἱότητας μεταφορικά καί κατ᾽ ἀναλογίαν πρός τήν ἀνθρώπινη ζωή, κατά τήν ὁποία ὁ πατέρας προηγεῖται χρονικά τοῦ υἱοῦ του. Ἐπιχειρεῖ, λοιπόν, νά ἐξηγήσει μέ βάση τίς ἀνθρώπινες σχέσεις τίς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ἄρειος καί οἱ θιασῶτες του χρησιμοποιοῦν αὐστηρά τήν ἱστορικογραμματική ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς γιά νά τεκμηριώσουν τήν ἀπόλυτη μοναρχία τοῦ Θεοῦ - Πατρός, τήν κτιστή φύση τοῦ Υἱοῦ - Λόγου καί τή δημιουργία του ἀπό τόν Πατέρα, τήν ἀτελῆ γνώση του γιά τόν Πατέρα καί τήν ἠθική θεοποίηση τοῦ Υἱοῦ. Τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἀνέλαβε νά ἀνασκευάσει ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος μέ τή βοήθεια τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Στήν πραγματικότητα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ὁ μοναδικός θεολογικός ἀντίπαλος τοῦ Ἀρείου, χωρίς ὅμως νά καταφέρει νά νουθετήσει τόν τελευταῖο.
[14] Ὁ Εὐνόμιος προκάλεσε σημαντική ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία τό δεύτερο μισό τοῦ Δ΄ αἰώνα. Εἶχε σπουδαία φιλοσοφική παιδεία καί ἦταν ὑποστηρικτής τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Μέ τό συγγραφικό του ἔργο κατόρθωσε νά ἐπαναφέρει στό προσκήνιο τή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, τή στιγμή πού ὅλα ἔδειχναν ὅτι τό φάντασμα τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως εἶχε σταματήσει νά πλανᾶται πάνω ἀπό τήν αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου. Εἶχε δεχθεῖ ἰσχυρή ἐπίδραση ἀπό τή νεοπλατωνική φιλοσοφία καί λιγότερο ἀπό τήν ἀριστοτελική. Προσπάθησε νά ἐξηγήσει τίς σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας μέ τή βοήθεια τοῦ σοφιστῆ Ἀετίου, τοῦ νεοπλατωνικοῦ Ἰαμβλίχου καί τῶν χαλδαϊκῶν χρησμῶν. Ταύτιζε τόν ὅρο «οὐσία» μέ τόν ὅρο «ὑπόσταση» καί τήν οὐσία μέ τά ὀνόματα καθώς καί τά ὀνόματα τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ τίς ἐνέργειές Τους. Ὑποστήριζε ὅτι οἱ χαρακτηρισμοί Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα προσδιορίζουν τήν οὐσία τῆς θεότητας. Τό κάθε ὄνομα δίνει τήν οὐσία τοῦ δηλωμένου, γιατί προέρχεται μέ ἀποκάλυψη ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Ἑπομένως καμία ὁμοιότητα δέν ὑπάρχει μεταξύ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Εὐνομίου ἀντιμετώπισε ἀρχικά ὁ δυναμικός ἐπίσκοπος Καισαρείας Μέγας Βασίλειος. Μετά τήν κοίμηση τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ θεολόγου, τά ἡνία γιά τήν ἀναίρεση τῆς κακοδοξίας τοῦ Εὐνομίου ἀνέλαβε ὁ ἀδερφός του Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Νύσσης. Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ἀνατρεπτικός τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου, PG 29, 497Α-768D. Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικοί Α΄ καί Β΄, PG 45, 248-464 καί 909-1121. W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera, vols. 1.1, 3-409, 2.2, 3-311, Leiden 1960 (=PG 45, 572-908).
[15] «Ὁ Μακεδόνιος Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁμοιουσιανός, μέ τή διδασκαλία του δέ προσπάθησε νά τοποθετηθεῖ στό ζήτημα τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας, τό Ὁποῖο θεωροῦσε κτίσμα. Μέ τή διδασκαλία του ἄρχισε μία νέα φάση θεολογικῶν ἀντιπαραθέσεων, ἡ ὁποία ἐνισχύθηκε ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Μακεδόνιος ὑπῆρξε ἀμείλικτος στήν ἐπικοινωνία του μέ ὅσους διαφωνοῦσαν μ᾽ αὐτόν καί σκληρός ἔναντι τῶν ὅποιων ἀντιπάλων του, τούς ὁποίους μάλιστα δέν δίσταζε νά διώκει. «Τοῦτον μὲν οὖν τὸν ἐμφύλιον διωγμόν, βραχὺν ὄντα πρότερον, εἰς τὴν ἐπισκοπὴν παρελθὼν Μακεδόνιος ηὔξησεν» (Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 2, 27). Στήν πατερική θεολογία γενικά οἱ ἔννοιες Πνευματομάχοι καί Μακεδονιανοί ταυτίζονται. Ὁ Μακεδόνιος θεωροῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα, τό ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Μακεδόνιος καί οἱ συνόμιλοί του, οἱ «ἐκ τοῦ ἑνός» Μακεδονιανοί ὀνομαζόμενοι, προκειμένου νά ἑδραιώσουν τή διδασκαλία τους, «Συνόδους συνεχῶς ἐν διαφόροις ἐποιοῦντο τόποις» καί μέ τίς συνοδικές ἀποφάσεις προσπαθοῦσαν νά καταξιώσουν τά λεγόμενά τους (Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 3, 10).
Οἱ Μακεδονιανοί σχετικοποιοῦσαν τά ἰδιώματα καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νά καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχει κάτι «τὸ λεῖπον», τό ὁποῖο ἀποκτᾶ τό Ἅγιο Πνεῦμα μόνο «κατὰ προσθήκην» καί μέ τήν αὔξηση. Μιά τέτοια πνευματολογία ὑποτιμοῦσε οὐσιαστικά τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας καί ἀναγνώριζε σ̉ Αὐτό μιά σχετική τελειότητα». Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων. Ὀρθόδοξος Δογματική Παράδοση καί οἱ παραχαράξεις της κατά τούς τρείς πρώτους αἰῶνες, τ. Α΄, Ἀθήνα 1998, σσ. 327, 329, 330.
[16] Οἱ Μαρκιωνῖτες ὁπαδοί τοῦ Μαρκίωνα, πίστευαν στήν ὕπαρξη δύο Θεῶν. Ὁ δημιουργός Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὁ ἀγαθός Θεός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τή θεία εὐχαριστία καί τό σταυρικό θάνατο τά ἑρμήνευαν κατά τρόπο δοκητικό. Βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Θέματα Ἱστορίας Δογμάτων, Ἀθήνα 1994, σσ. 190-201.
[17] Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 448.
[18] «Καὶ ἵνα ταῦτα καταλίπω͵ κώμας ὀκτὼ τῆς Μαρκίωνος καὶ τὰς πέριξ κειμένας ἀσμένως πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐποδήγησα· ἄλλην κώμην Εὐνομιανῶν πεπληρωμένην͵ καὶ ἄλλην Ἀρειανῶν͵ τῷ φωτὶ τῆς θεογνωσίας προσήγαγον͵ καὶ διὰ τὴν θείαν χάριν οὐδὲ ἓν παρ΄ ἡμῖν αἱρετικῶν ὑπελείφθη ζιζάνιον. Καὶ ταῦτα οὐκ ἀκινδύνως πεποίηκα͵ ἀλλὰ τὸ αἷμά μου πολλάκις ἐκχύσας͵ πολλάκις καταλευσθεὶς ὑπ΄ αὐτῶν͵ καὶ εἰς αὐτὰς φθάσας τοῦ ᾅδου τὰς πύλας», Θεοδωρήτου Κύρου, Νόμῳ Ὑπάτῳ, Y. Azema, Theodoret de Cyr. Correspondance II, SC 98, 8167-74
[19] Ὁ Τατιανός ὑπῆρξε ἀπολογητής τοῦ 2ου  αἰῶνα μ.Χ. Δημιούργησε ἕνα εὐαγγέλιο παίρνοντας χωρία και ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια. Πίστευε ὅτι οἱ Ἕλληνες δανείστηκαν τις ἀλήθειες ἀπό τό Μωσαϊκό νόμο ἤ τούς προφῆτες τῆς Π.Δ. Ὁ Χριστός δέν διαδραματίζει κανένα ρόλο στή θεολογία του. Ὁ Λόγος δέν εἶναι ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἀναπηδᾶ «κατά μερισμόν» ἀπό τό θεό ὡς ἀπαρχή τῆς δημιουργίας, χωρίς νά διακρίνεται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἶναι ἀθάνατη, γίνεται ἀθάνατη, ὅταν γνωρίσει τήν ἀλήθεια. Βλ. σχετικά Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Ἀθήνα 1991, σ. 287.
[20] Ὁ Νεστόριος γεννήθηκε στή Γερμανικεία τῆς Συρίας. Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Τό 428 ἐκλέχθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Νεστόριος ἀποκαλοῦσε τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὄχι Θεοτόκο, ἀλλά Χριστοτόκο, γιατί ὑποστήριζε ὅτι ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά ἔχει μητέρα καί ὅτι κανένα κτιστό ὄν δέ θά μποροῦσε νά γεννήσει τόν ἴδιο τό Θεό», The International Cyclopaedia - a compendium of human Knowledge revised with large additions, X, New York 1899, pp.409-410.
[21] Ὁ Θεόδωρος ἐπίσκοπος Μοψουεστίας (392-428), κύριος ἐκπρόσωπος τῆς χριστολογικῆς τάσεως τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, κατά τήν ὁποία ἐξαιρόταν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κατά τόν Κύριλλο πατέρα τοῦ νεστοριανισμοῦ, ἔλεγε σχετικά μέ τήν ὕπαρξη δύο φύσεων στό Χριστό καί ἑπομένως κατ' αὐτόν δύο προσώπων, «τελείαν τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ φαμέν καί τέλειον πρόσωπον, τελείαν δέ καί τήν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν καί τό πρόσωπον ὁμοίως». Β. Στεφανίδη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1959, σ. 194 κ.ἑ. Ὁ Θεόδωρος, προσπαθώντας νά συγκαλύψει τήν διδασκαλία του αὐτή περί δύο προσώπων, ἔκανε λόγο περί ἑνός προσώπου, λέγοντας ἀνακολούθως, «ὅταν ἐπὶ τὴν συνάφειαν ἀπίδωμεν, ἕν πρόσωπον τότε φάμεν», καί «ὥστε κἀνταῦθα ὅταν μὲν τὰς φύσεις διακρίνειν πειρώμεθα, τέλειον τὸ πρόσωπον φαμέν εἶναι τὸ τοῦ ἀνθρώπου, τέλειον δὲ καὶ τὸ τῆς θεότητος. Ὅταν δὲ πρὸς τὴν ἕνωσιν ἀποβλέψωμεν, τότε ἕν εἶναι τὸ πρόσωπον ἄμφω τὰς φύσεις κηρύττομεν», Θεοδώρου Μοψουεστίας, Τεμάχια δογματικά περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, PG 66, 981BC. Πρβλ. Χρ. Θ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική του διδασκαλία», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου στήν Ἱερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης μέ θέμα «Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 225.
[22] ΚυρίλλουἈλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον: τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον, πρός τήν παρά Θεοδωρήτου κατά τῶν δώδεκα κεφαλαίων ἀντίρρησιν, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 110-146 (=PG 76, 385Β-452C).
[23] «Τί γὰρ διαφέρει ἀνθρωποτόκον ὁμοῦ καὶ Θεοτόκον ὀνομάσαι τὴν ἁγίαν Παρθένον͵ ἢ καλέσαι αὐτὴν τοῦ τεχθέντος μητέρα καὶ δούλην͵ καὶ ἐπαγαγεῖν ὅτι μήτηρ μέν ἐστιν ὡς ἀνθρώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ δούλη δὲ ὡς Θεοῦ͵ καὶ τὸ μὲν πρόφασιν συκοφαντίας παρέχον σιγῆ σαι͵ τὴν αὐτὴν δὲ φάναι διάνοιαν͵ ἑτέρᾳ κεχρημένον προσ ηγορίᾳ; Πρὸς δὲ τούτοις κἀκεῖνο χρὴ συνιδεῖν͵ ὡς τὸ μὲν κοι νόν ἐστιν ὄνομα͵ τὸ δὲ ἴδιον τῆς Παρθένου· καὶ ὅτι περὶ τούτου πᾶσα ἡ διαμάχη γεγένηται͵ ὡς οὐκ ὤφελεν. Καὶ οἱ πλεῖστοι δὲ τῶν ἀρχαίων Πατέρων τὴν ἐντιμοτέραν ἐπέθεσαν τῇ Παρθένῳ προσηγορίαν· τοῦτο δὲ καὶ ἡ σὴ πεποίηκε θεοσέ βεια καὶ ἐν δύο καὶ ἐν τρισὶ λόγοις. Ἔχω δὲ τούτων ἐνίους͵ τῆς σῆς μοι πεμψάσης φιλοθεΐας· καὶ τῷ Θεοτόκος τὸ ἀν θρωποτόκος οὐ παρέζευξας͵ δέσποτα͵ ἑτέροις δὲ ὀνόμασι τὴν τούτου διάνοιαν παρεδήλωσας», Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰρηναίῳ Ἐπισκόπῳ. Y. Azema, Theodoret de Cyr. Correspondance II, SC 98, 1629-43
[24] Τό κείμενο τοῦ Ὅρου τῶν Διαλλαγῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν Μονογενῆ, Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον, ἐκ ψυχῆς καὶ λογικῆς καὶ σώματος, πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾽ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτόν, δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονε, διὸ ἕνα Χριστόν, ἕνα Υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατά ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν. Τὰς εὐαγγελικὰς καὶ ἀποστολικὰς περὶ τοῦ Κυρίου φωνάς, ἴσμεν τοὺς θεολόγους ἄνδρας τὰς μέν κοινοποιοῦντας ὡς ἐφ̉ ἑνὸς προσώπου, τὰς δὲ διαιροῦντας ὡς ἐπί δύο φύσεων· καὶ τὰς μὲν θεοπρεπεῖς κατὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὰς δὲ ταπεινάς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ παραδίδοντας». Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας, PG 77, 173Α-176D.
[25] Ὁ Διόσκορος ἦταν διάδοχος τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στόν ἀρχιεπισκοπικό θρ΄νο (444-451). Εἶχε συνοδεύσει τόν Κύριλλο στή Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (431). Δέ συμμεριζόταν τή μετριοπάθεια τοῦ προκατόχου του. Συγκαλεῖ τή «ληστρική» σύνοδο στήν Ἔφεσο τό 449 καί καταδικάζει τό Θεοδώρητο Κύρου. Βλ. σχετικά Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 631.
[26] Ὁ Εὐτυχής ἦταν ὁ εἰσηγητής τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἤ Εὐτυχιανισμοῦ. Δίδασκε ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ προϋπῆρχε τῆς ἐνανθρωπήσεως καί κατῆλθε ἀπό τόν οὐρανό ἤ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος δημιούργησε στήν κοιλιά τῆς Θεοτόκου τήν ἀπαρχή τῆς θεωμένης, νέας ἀνθρωπότητας· χωρίς ὅμως νά προσδιορίζει καί τόν χαρακτῆρα τῆς θεώσεως αὐτῆς. Καί στίς δύο ὅμως περιπτώσεις ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἤ δέν ἦταν ὁμοούσια  πρός τήν ἀνθρώπινη φύση ἤ ἀφομοιώθηκε στή θεία φύση τοῦ Λόγου κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά εἶναι τουλάχιστον ἀναντίρρητος ὁ χαρακτηρισμός. Ἡ διδασκαλία του ἔκανε λόγο γιά τροπή ἤ μεταβολή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κατά τήν σύγκρασιν καί τόν συμφυρμόν της μέ τή θεία φύση τοῦ Λόγου. Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σ. 631.
[27]  «Ἀνεγνώσθη πρακτικὸν τῆς τετάρτης συνόδου͵ ἐν βιβλίοις μὲν διαφόροις͵ πράξεσι δὲ ιε͵ ἐν αἷς Διόσκορος μὲν καθῄρηται καὶ Εὐτυχής͵ ἀνα θέματι δὲ σὺν αὐτοῖς ὑπεβλήθη καὶ Νεστόριος͵ Φλα βιανὸς δὲ ὁ ἐν ἁγίοις καὶ μετὰ θάνατον δεδικαίωται͵ Εὐσέβιός τε ὁ Δορυλαίου καὶ Θεοδώρητος καὶ Ἴβας. Ἐπράχθη δὲ καὶ ἕτερά τινα ἐπὶ μέρους͵ καὶ τὸ τῆς εὐσεβείας ἐκρατύναντο φρόνημα», Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, R. Henry, Photius. Bibliotheque, vols. Ι, pub. Les Belles Lettres, Paris .1959, 17.4b34-41 (=PG
[28] «Ἀνεγνώσθη πρακτικὰ τῆς πέμπτης συνόδου͵ ἐν οἷς τὰ λεγόμενα τρία κεφάλαια ἐτρα κταΐσθη τὰ περὶ Ὠριγένους͵ καὶ ἀνεθεματίσθη αὐτὸς καὶ τὰ συγγράμματα αὐτοῦ͵ τὰ περὶ Διοδώρου Ταρσοῦ καὶ Θεοδώρου τοῦ Μοψουεστίας͵ καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἀνεθεμα τίσθησαν. Ἀνεθεματίσθη δὲ καὶ Θεοδωρήτου τὰ κατὰ τοῦ Κυρίλλου γραφέντα κεφάλαια ιβ», Αὐτόθι, 18.5α2-8 (=PG
[29] «... καὶ πρὸς τούτοις πέντε καὶ τριάκοντα συνεγράψαμεν βίβλους͵ τήν τε θείαν Γραφὴν ἑρμηνεύοντες͵ καὶ τὸ τῶν αἱρέσεων διελέγχοντες ψεῦδος· εὐέλεγκτος ἄρα ἡ παρὰ τούτων συντεθεῖσα ψευδολογία», Θεοδωρήτου Κύρου, Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει μονάζουσιν, Y. Azema, Theodoret de Cyr. Correspondance III, SC 111, Paris 1965, 14641-44
[30] Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 451.
[31] Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑλληνικῶν παθημάτων θεραπευτική, P. Canivet, Theodoret de Cyr. Therapeutique des maladies helleniques, vol. II, SC 57, pub. Cerf, Paris 1958, (=PG 83, 775-1152). Στό συγκεκριμένο ἔργο τονίζει ὅτι τά διδάγματα τῶν Ἑλλήνων σοφῶν δέν ἀποτελοῦν τή μόνη ἀπάντηση στά μεγάλα προβλήματα τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.
[32] Θεοδωρήτου Κύρου, Περί Προνοίας, Λόγοι 10, P. Canivet, Theodoret de Cyr. Therapeutique des maladies helleniques, vol. I, SC 57, pub. Cerf, Paris 1958 (=PG 83, 556-773).
[33] PG 80, 76-856.
[34] PG 80, 857-1228.
[35] PG 81, 27-214
[36] PG 81, 215-495
[37] PG 81, 495-806
[38] PG 81, 807-1255
[39] PG 81, 1255-1545
[40] PG 81, 1545-1980
[41] PG 82, 35-878
[42] Ettlinger, Theodoret of Cyrus. Eranistes, pub. Clarendon Press, Oxford 1975 (=PG 83, 27-340)
[43] L. Parmentier – F. Scheidweiler, Theodoret. Kirchengeschichte, ser. Die griechischen christlichen Schriftsteller, pub. Akademie-Verlag, Berlin 19542  (=PG 82, 882-1280).
[44] PG 83, 356-556.
[45] P. Canivet, Theodoret de Cyr. L̉ histoire des moines de Syrie, vol. I, SC 234, Paris 1977 - A. Leroy-Molinghen, Theodoret de Cyr. L̉ histoire des moines de Syrie, vol. II, SC 257, Paris 1979 (=PG 83, 1283-1496)
[46] Χρ. Παπαδοπούλου, Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς στό χρόνο. Ἀπό τόν ἀπόστολο Μάρκο στήν τρίτη χιλιετία, Ἀθήνα - Ἀλεξάνδρεια 2000, σ. 91: «Ἡ θεολογία τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς ἀπό τή μία πλευρά προέκυπτε ἀπό τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο στήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς καθώς καί ἀπό τή λογική τοῦ Ἀριστοτέλη, μέ ἀποτέλεσμα νά διαμορφωθοῦν σέ αὐτήν ὑπερβολικές, πολλές φορές ὀρθολογιστικές τάσεις. Οἱ Ἀντιοχειανοί θεολόγοι ἐπεδίωκαν νά καταστήσουν κατανοητές ἀπό τον ἀνθρώπινο νοῦ τίς ὑπερφυσικές θεῖες ἀλήθειες, μέ τήν πλήρη διασάφησή τους, θεωρώντας ὅ,τι ὑπερέβαινε τή λογική ὡς περιττό καί μή ὠφέλιμο». Σχετικά μέ τήν Ἀντιοχειανή Σχολή βλ. ἐπίσης Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σσ. 566-574. L. Pirot, L̉ oeuvre exégétique de Théodore de Mopsueste, Rome 1913. J. Guillet, «Les exégètes d̉ Alexandrie et d̉ Antioche. Conflit ou malentendu?», RSR 34 (1947) 180-226. Ἐ. Κωνσταντινίδου, Ἀντοχείας Θεολογική Σχολή καί τό περί Λουκιανοῦ πρόβλημα, Ἀθήνα 1972. Σκουτέρη, Ἱστορία Β΄, σσ. 104, 725-726.
[47]Γιά τή φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» βλ. σχετικά Ἀ. Παπαδοπούλου, «Ἡ ἀληθής ἔννοια τῆς φράσεως «μία φύσις ἤ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 357-391.  Ἰω. Καρμίρη, Εἰσηγήσεις ἐνώπιον τῶν Διασκέψεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκιδονίων Θεολόγων, Ἀθῆναι 1970, σ. 22. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, «Unification on the basis of Cyril’s formula», The Greek Orthodox Theological Review X (1964) 64. Βλ. J. McGuckin, St Cyril of Alexandria the Christological controversy. (Its history, theology and texts), New York 1994, σ. 212. G. Florovsky, Οἱ Βυζαντινοί πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 517, 518. Χ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου.  μέ θέμα «Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 268-274. Κ. Λιάκουρα, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Ἀθήνα 2001, σσ. 50-55. Ε. Ἀρτέμη, «Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως στούς δύο διαλόγους: «Περί τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», δ.δ., Ἐκκλησιαστικός Φάρος ΟΕ (2004) 145-277.Πρβλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστως, ΙΙΙ, ΙΑ΄, PG 94, 1024BC: «Αὐτὸς μὲν οὖν ὁ μακάριος Κύριλλος ἐν τῇ πρὸς Σούκενσον δευτέρᾳ ἐπιστολῇ ἑρμηνεύων τὸ μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην οὕτω φησίν· Εἰ μὲν γὰρ μίαν εἰπόντες τοῦ λόγου φύσιν σεσιγήκαμεν, οὐκ ἐπενεγκόντες τὸ σεσαρκωμένην, ἀλλ᾽ οἷον ἔξω τιθέντες τὴν οἰκονομίαν, ἦν αὐτοῖς τάχα που καὶ οὐκ ἀπίθανος ὁ λόγος προσποιουμένοις ἐρωτᾶν· Εἰ μία φύσις τὸ ὅλον, ποῦ τὸ τέλειον ἐν ἀνθρωπότητι; ῍Η πῶς ὑφέστηκεν ἡ καθ᾽ ἡμᾶς οὐσία; Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἡ ἐν ἀνθρωπότητι τελειότης καὶ τῆς καθ᾽ ἡμᾶς οὐσίας ἡ δήλωσις εἰσκεκόμισται διὰ τοῦ λέγειν σεσαρκωμένην, παυσάσθωσαν καλαμίνην ῥάβδον ἑαυτοῖς ὑποστήσαντες. Ἐνταῦθα μὲν οὖν τὴν φύσιν τοῦ λόγου ἐπὶ τῆς φύσεως ἔταξεν. Εἰ γὰρ ἀντὶ ὑποστάσεως τὴν φύσιν παρείληφεν, οὐκ ἄτοπον ἦν, καὶ δίχα τοῦ σεσαρκωμένην τοῦτο εἰπεῖν· μίαν γὰρ ὑπόστασιν τοῦ θεοῦ λόγου ἀπολύτως λέγοντες οὐ σφαλλόμεθα. Ὁμοίως δὲ καὶ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος ἐπὶ τῆς φύσεως τὸ ῥητὸν ἐνόησεν, οὐκ ἀντὶ τῆς ὑποστάσεως. Ἐν δὲ τῇ πρὸς τὰς Θεοδωρήτου μέμψεις τοῦ δευτέρου ἀναθεματισμοῦ οὕτως φησὶν ὁ μακάριος Κύριλλος· Ἡ φύσις τοῦ λόγου ἤγουν ἡ ὑπόστασις, ὅ ἐστιν αὐτὸς ὁ λόγος. Ὥστε τὸ εἰπεῖν φύσιν τοῦ λόγου οὔτε τὴν ὑπόστασιν μόνην σημαίνει οὔτε τὸ κοινὸν τῶν ὑποστάσεων, ἀλλὰ τὴν κοινὴν φύσιν ἐν τῇ τοῦ λόγου ὑποστάσει ὁλικῶς θεωρουμένην».
[48] Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου, W. Jaeger, Contra Eunomium - Gregorii Nysseni opera, vol. II, ΙΙΙ, 10,114-7, pub. Brill,  Leiden 1960 (=PG 45, 889AB).
[49] Σχετικά μέ τήν Ἀλεξανδρινή Σχολή βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Ἀθήνα 1991, σσ. 354 -356. Χρ. Παπαδοπούλου, Αἱ θεολογικαί καί ἱερατικαί Σχολαί τῶν πρώτων αἰώνων, Ἀθήνα 1920, σσ. 55-70. Ἰ. Λόντου, Ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Κατηχητική ἐπίκλην Σχολή, Ἀθήνα 1932. G. Bardy, «Pour l̉ histoire de l̉ école d̉ Alexandrie», Vivre et Penser 2 (1942) 80- 109. Συναφῶς βλ. H. de Lubac, «Typologie et allégorisme», RSR 34(1947) 180 – 226. W. J. Burghardt, «On Early Christian Exegesis», TS 11 (1850) 78- 116. Κ. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων. Ὀρθόδοξος Δογματική Παράδοση καί οἱ παραχαράξεις της κατά τούς τρείς πρώτους αἰῶνες, τ. Α΄, Ἀθήνα 1998, σσ. 517-522. Τοῦ ἰδίου, Ἱστορία Β΄, Ἀθήνα 2004, σσ. 100, 224, 725-726. Πρβλ. συναφῶς Δ. Τσάμη, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή ὡς τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 77: «Τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν: α) Ἡ ἔνταξη τοῦ πλατωνικοῦ φιλοσοφικοῦ συστήματος στή χριστιανική θεολογία μέ ἔμφαση στή μεταφυσική ἔρευνα καί ἡ τάση νά ὑποταγεῖ ἡ χριστιανική ἀλήθεια στή φιλοσοφία. β) Μέ τή σαφῆ ἀπόκλιση πρός τήν πλατωνική σκέψη ἔγινε δεκτό ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται μόνο στόν κόσμο τοῦ πνεύματος. Σκιές τῆς ἀλήθειας εἶναι ὅσα συνδέονται μέ τήν ἱστορική πραγματικότητα. Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἀλήθεια στήν Ἁγία Γραφή, πρέπει νά ὑπερβοῦμε μέ τή λεκτική διατύπωση καί νά εἰσχωρήσουμε στόν κόσμο τοῦ πνεύματος. Αὐτό μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ τή χρήση τῆς ἀλληγορικῆς ἑρμηνευτικῆς μεθόδου πού μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν τυραννία τοῦ γράμματος».
[50] G. Bardy, «Théodoret de Cyr», DThC 15(1946)299-325.
[51] Γ. Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 5ου αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 589.
[52] «Ἡ Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος (553) πού συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστιανό στήν Κωνσταντινούπολη, στό «σεκρετάριον» τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καταδίκασε τά «τρία κεφάλαια». Τό διάταγμα τώρα κατά τῶν «τριῶν κεφαλαίων» ἐκδόθηκε ἀπό τόν Ἰουστιανό τό 544 καί ἦταν καταδίκη α) τοῦ προσώπου καί τῶν ἔργων τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, β)τῶν ἔργων τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου κατά τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί γ)τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρός τό Μάρην·καταδικάζεται ἐπίσης ὁ Ὠριγένης καί οἱ κακοδοξίες αὐτοῦ», Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992, σσ. 701, 708.
[53] G. Bardy, «Théodoret de Cyr», DThC 15(1946)306.
[54] L. Saltet, «Les sources de l̉  Ἐρανιστής de Théodoret», RHE, 6(1905)290.
[55] G. Ettlinger, Theodoret of Cyrus – Eranistes, Oxford 1975, σ. 3.
[56] Αὐτόθι, σ. 5.
[57] «Ἐκ πολλῶν γὰρ ἀνοσίων ἀνθρώπων ἐρανισάμενοι τὰ δύστηνα δόγματα͵ τὸ ποικίλον τοῦτο καὶ πολύμορφον προφέρουσι φρόνημα. Τὸ μὲν γὰρ θεὸν μόνον ὀνομάζειν τὸν δεσπότην Χριστόν͵ Σίμωνός ἐστι καὶ Κέρδωνος καὶ Μαρκίωνος καὶ τῶν ἄλλων͵ ὅσοι τοῦ μυσαροῦ τούτου μετέχουσι γειτονήματος. Τὸ δὲ τὴν ἐκ παρθένου μὲν γέννησιν ὁμολογεῖν͵ παροδικὴν δὲ ταύτην γενέσθαι λέγειν͵ καὶ μηδὲν ἐκ τῆς παρθένου τὸν θεὸν λόγον λαβεῖν͵ ἐκ τῆς Βαλεντίνου καὶ Βαρδησάνου καὶ τῶν τούτοις ἀγχιθύρων τερατο 62 λογίας ἐσύλησαν. Τὸ δέ γε μίαν φύσιν ἀποκαλεῖν τὴν θεότητα τοῦ δεσπότου Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ἐκ τῶν Ἀπολιναρίου φληνά φων ὑφείλοντο. Πάλιν δ΄ αὖ τὸ τῇ θεότητι τοῦ δεσπότου Χριστοῦ προσάπτειν τὸ πάθος ἐκ τῆς Ἀρείου καὶ Εὐνομίου βλασφημίας κεκλόφασιν͵ ὡς ἐοικέναι τήνδε τὴν αἵρεσιν ἀτεχνῶς τοῖς ὑπὸ τῶν προσαιτῶν ἐκ διαφόρων ῥακίων συρραπτομένοις ἐσθήμασιν», Αὐτόθι, 6122-626 (=PG 83,28AΒ).
[58] Γ. Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 5ου αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 582.
[59] Ettlinger, 63 - 111(=PG 83, 31-106). Ettlinger, 112 - 188 (=PG 83, 107-220). Ettlinger, 189-253 (=PG 83, 220-318).
[60] Ettlinger, 6122 - 626 (=PG 83,28AΒ).
[61] Ettlinger, 6224-32 (=PG 83,29).
[62] Ettlinger, 631 (=PG 83, 32).
[63] Οἱ λέξεις «ὑπόστασις», «φύσις» ἤ «οὐσία» καί «πρόσωπον» ἦταν συνώνυμες, κατά τήν ἀρχαιότητα. Εἰδικά ἡ λέξη «ὑπόστασις» δέ φέρει ἑνιαία καί σταθερῶς καθορισμένη σημασία ἀλλά τό ἴδιο θά διαπιστώσει κάποιος στή Βιβλική Γραμματεία (Δευτ. 11,6. Α΄ Βασιλ. 13,23, Ἰώβ 22,20. Ψαλμ. 38,6. Ἱερ. 10,17. Ἰεζ. 43,11, Ναούμ 2,8. Β΄ Κορ. 9,4 καί 11,17. Ἑβρ. 1,3. 3,14. 11,1). Ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Σωκράτης (Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ΙΙΙ, 760-61, PG 67, 396A ἑξ.) γράφει ὅτι «οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο». Αὐτό προφανῶς τό συμπεραίνει μελετώντας τά ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη στά ὁποία ἡ λέξη ὑπόσταση εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἔννοια τῆς θείας φύσεως, τῆς οὐσίας. Ὁ Ἀριστοτέλης ταυτίζει τόν ὅρο οὐσία μέ τόν ὅρο φύσις «… ζητούμενον καὶ ἀεὶ ἀπορούμενον, τὶ τὸ ὄν, τοῦτό ἐστι τὶς ἡ οὐσία» (Ἀριστοτέλη, Μεταφυσικά Ζ΄, 1΄, 1028α 10). Παρατηρεῖται, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δανείσθηκε τούς θεολογικούς ὅρους της «ὑπόστασις», «οὐσία» ἀπό τήν ἀριστοτελική καί ἀπό τή νεοπλατωνική φιλοσοφία, μετουσιώνοντας τό περιεχόμενο τῶν συγκεκριμένων ὅρων, προκειμένου νά μιλήσουν γιά τή θεολογία τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Κατά συνέπεια εἶναι εὐρέως ἀποδεκτό ὅτι οἱ ὅροι φύσις καί ὑπόστασις στή θύραθεν φιλοσοφία ταυτίζονταν ἐννοιολογικά, ἄλλωστε ὁ ὅρος φύσις προέρχεται ἀπό τό ρῆμα φύω καί ὁ ὅρος ὑπόστασις προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ὑφίστημι καί δηλώνει τήν ὕπαρξη. Συναφῶς βλ. σχετικά Θεοδώρου, Ἡ ἐπίδρασις, σ. 348. Συναφῶς βλ. M. Richard, «Hypostase», ΜSR 2 (1945), 5-32 καί 243. A. Michel, «Hypostase», DThC 7 (1922) 369-437. Ἱερ. Βλάχου, μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν Κοινωνία, Λειβαδιά 2006,  σ. 159. Σχετικά μέ τόν ὅρο ὑπόστασις βλ. G. Prestige, God Thought, London 1969, p. 162-163.
[64] «Τοῦ Θεοῦ͵ καὶ Πατρὸς καὶ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ τοῦ Παναγίου Πνεύματος͵ μίαν οὐσίαν φαμέν͵ ὡς παρὰ τῆς θείας γραφῆς ἐδιδάχθημεν παλαιᾶς τε καὶ νέας καὶ τῶν ἐν Νικαίᾳ συνεληλυθότων πατέρων͵ ἢ ταῖς Ἀρείου βλασφημίαις ἀκολουθοῦμεν» Ettlinger, 641-5 (=PG 83, 33Α).
[65] «Ὥσπερ τοίνυν τὸ ἄνθρωπος ὄνομα κοινόν ἐστι ταύτης τῆς φύσεως ὄνομα, οὕτω τὴν θείαν οὐσίαν τὴν ἁγίαν Τριάδα σημαίνειν φαμέν, τὴν δέ γε ὑπόστασιν προσώπου τινὸς εἶναι δηλωτικήν͵ οἷον͵ ἢ τοῦ Πατρὸς ἢ τοῦ Υἱοῦ ἢ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν γὰρ ὑπόστασιν καὶ τὸ πρόσωπον καὶ τὴν ἰδιότητα ταὐτὸν σημαίνειν φαμὲν τοῖς τῶν ἁγίων πατέρων ὅροις ἀκολουθοῦντες», Ettlinger, 6511-16 (=PG 83, 36Α).
[66] «Σημαίνει γὰρ καὶ τὸν Ρωμαῖον καὶ τὸν Ἀθηναῖον καὶ τὸν Πέρσην καὶ τὸν Σαυρομάτην καὶ τὸν Αἰγύπτιον, καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, ἅπαντας ὅσοι ταύτης κοινωνοῦσι τῆς φύσεως. Τὸ δέ γε Παῦλος ἢ Πέτρος ὄνομα οὐκέτι τὸ κοινὸν σημαίνει τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ τόν τινα ἄνθρωπον. Οὐδεὶς γὰρ τὸν Παῦλον ἀκούσας͵ εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰακὼβ ἀνέδραμε τῷ λογισμῷ, ἀλλὰ τοῦτον μόνον ἐνόησεν, οὗ καὶ τῆς προσηγορίας κατήκουσε. Τὸν μέντοι ἄνθρωπον ἁπλῶς ἀκούσας,͵ οὐκ εἰς τὸ ἄτομον ἀπερείδει τὸν νοῦν, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰνδὸν καὶ τὸν Σκύθην καὶ τὸν Μασσαγέτην καὶ ἁπαξαπλῶς πᾶν γένος ἀνθρώπων λογίζεται». Ettlinger, 6423-33(=PG 83, 33C).
[67] «Παύλου καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου͵ περὶ τῆς οὐσίας τῶν ἀνθρώπων ζητεῖται λόγος͵ οὐκ ἄλλον τις ἀποδώσει τῆς οὐσίας ἐπὶ τοῦ Παύλου λόγον͵ ἕτερον δὲ ἐπὶ τοῦ Σιλουανοῦ καὶ ἄλλον ἐπὶ τοῦ Τιμοθέου, ἀλλὰ δι΄ ὧν ἂν λόγων ἡ οὐσία τοῦ Παύλου δειχθῇ οὗτοι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐφαρμόσουσι, καί εἰσιν ἀλλήλοις ὁμοούσιοι οἱ τῷ αὐτῷ λόγῳ τῆς οὐσίας ὑπογραφόμενοι», Βασιλείου Καισαρείας, Ἐπιστολή ΛΗ, Γρηγορίῳ ἀδελφῷ περί διαφορᾶς οὐσίας καί ὑποστάσεως, Y. Courtonne, Saint Basile. Lettres, vol. I, pub. Les Belles Lettres, Paris 1957, 38, 220-26 (=PG 32, 326Β). Συναφῶς βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί το μή οεσθαι λέγειν τρεῖς θεούς. Πρός βλάβιον, F. Mueller, Gregorii Nysseni opera, vol.3,1, pub. Brill, Leiden 1958, 411—2 (=PG 45, 122C) «Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης͵ ἐν μιᾷ ὄντες τῇ ἀνθρωπότητι͵ τρεῖς ἄνθρωποι λέγονται».
[68] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Θησαυρός, ΙΘ΄, PG 75, 316C. Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, ΙΘ΄, PG 75, 316ΑΒ.
[69] Ettlinger, 6610-12(=PG 83, 36C).
[70] Αὐτόθι, 677-8 (=PG 83, 36D).
[71] Αὐτόθι, 6914 (=PG 83, 41A).
[72] Αὐτόθι, 694 (=PG 83, 40D).
[73] Αὐτόθι, 6912-13 (=PG 83, 40D).
[74] Βλ. σχετικά Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἐπιστολή 101, Πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον κατά Ἀπολιναρίου, SC 208, 322, Paris 1974, (=PG 37, 176-191)
[75] Ettlinger, 6919 (=PG 83, 41Α).
[76]Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κατά τόν Ἀπολλινάριο εἶναι τελείως διεφθαρμένος ἐξαιτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ταυτισμένος μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα.
[77] «Τοῦ πνεύματος οὖν κατελθόντος διὰ τὴν προωρισμένην οἰκονομίαν͵ καὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ μονογενοῦς͵ ὃς καὶ λόγος ἐστὶ τοῦ πατρός͵ ἐλθόντος τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου͵ σαρκωθέντος ἐν ἀνθρώπῳ͵ καὶ πᾶσαν τὴν κατ΄ ἄνθρωπον οἰκονομίαν ἐκπληρώσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ κυρίου ἡμῶν͵ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ ὄντος͵ ὡς αὐτὸς ὁ κύριος μαρτυρεῖ͵ καὶ οἱ ἀπόστολοι ὁμολογοῦσι», Ettlinger, 9823-28 (=PG 83, 85C).
[78] Αὐτόθι, 7328 (=PG 83, 48Β).
[79] Αὐτόθι, 7527-28 (=PG 83, 48D). Πρβλ. Ἰω. 6,46.
[80] Ettlinger, 7531-32(=PG 83, 49A). Πρβλ. Ματθ. 18,10.
[81] Αὐτόθι, 7532-763 (=PG 83, 52A).
[82] Αὐτόθι, 8929 (=PG 83, 72D). Πρβλ. Φιλ. 2, 6-8.
[83]«Τὸ ληφθὲν οὐχ ὁμοίωμα ἀνθρώπου͵ ἀλλὰ φύσις ἀνθρώπου», Ettlinger, 9029 (=PG 83, 73Β).
[84] Ettlinger, 10010-12 (=PG 83, 88D). Πρβλ. Μεθοδίου, Λόγος περί Μαρτύρων
[85] Ettlinger, 9325-27 (=PG 83, 77C).
[86] Αὐτόθι, 9319 (=PG 83, 77B). Συναφῶς Aὐτόθι, 9613-15 (=PG 83, 81C): «Ὁ γὰρ θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκυοφορήθη ὑπὸ Μαρίας κατ΄ οἰκονομίαν θεοῦ͵ ἐκ σπέρματος μὲν Δαβίδ͵ ἐκ πνεύματος δὲ ἁγίου͵ ὃς ἐγεννήθη καὶ ἐβαπτίσθη͵ ἵνα τὸ θνητὸν ἡμῶν καθαρισθῇ». Πρβλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Σμυρναίους Ἐπιστολῆς,
[87] «Ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο͵ οὐ μετάπτωσιν τῆς φύσεως σημαίνει͵ ἀλλὰ τὴν ἀνάληψιν τῆς ἡμετέρας φύσεως», Ettlinger, 9421-22 (=PG 83, 80Β). Πρβλ. Ἰω. 1,14.
[88] Ettlinger, 9727-983 (=PG 83, 84Β).
[89] Αὐτόθι.
[90] «Ἐγὼ ἡ ἄμπελος͵ ὑμεῖς τὰ κλήματα· ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστιν». Ἡμεῖς γὰρ τοῦ κυρίου κατὰ τὸ σῶμα συγγενεῖς ἐσμεν· .... Καὶ ὥσπερ εἰσὶ τὰ κλήματα ὁμοούσια τῆς ἀμπέλου͵ καὶ ἐξ αὐτῆς͵ οὕτω καὶ ἡμεῖς͵ ὁμογενῆ σώματα ἔχοντες τῷ σώματι τοῦ κυρίου͵ ἐκ τοῦ 102 πληρώματος αὐτοῦ λαμβάνομεν͵ κἀκεῖνο ῥίζαν ἔχομεν εἰς τὴν ἀνάστασιν καὶ εἰς τὴν σωτηρίαν. Ettlinger, 10127-1022(=PG 83, 92ΑΒ). Πρβλ..Ἰω. 15,5, 1,1 καί 1,14. Πρβλ. Ἀθανασίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ ὁμολογητοῦ. Ἐκ τῆς ἀπολογίας τῆς γεγενημένης ὑπὲρ Διονυσίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας
[91] «Εἰ μὲν οὖν ἀρχὴν τῆς γεννήσεως εἴληφεν ὁ λόγος͵ ἀφ΄ οὗ διὰ τῆς μητρῴας διοδεύσας γαστρὸς τὰς σωματικὰς ἐφόρεσεν ἁρμονίας͵  συνέστηκεν ὅτι γέγονεν ἐκ γυναικός. Εἰ δὲ λόγος καὶ θεὸς ἦν ἀνέ καθεν παρὰ τῷ πατρί͵ καὶ τὰ σύμπαντα δι΄ αὐτοῦ γεγενῆσθαί φαμεν͵ οὐκ ἄρα γέγονεν ἐκ γυναικὸς ὁ ὢν καὶ τοῖς γεννητοῖς ἅπασιν αἴτιος ὤν· ἀλλ΄ ἔστι τὴν φύσιν θεὸς αὐτάρκης͵ ἄπειρος͵ ἀπερινόητος· ἐκ γυναικὸς δὲ γέγονεν ἄνθρωπος͵ ὁ ἐν τῇ παρθενικῇ μήτρᾳ πνεύματι παγεὶς ἁγίῳ», Ettlinger, 10032-1016(=PG 83, 89C). Πρβλ. Εὐσταθίου Ἀντιοχείς, Ἑρμηνεία εἰς ιε'ψαλμό.
[92] Ἰω. 1,1.
[93] Αὐτόθι, 1,14.
[94] Ettlinger, 1029-11(=PG 83, 92Β).
[95] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἡ Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, ΚΒ, ΚΔ, ΚΕ, PG 75, 376Α, 385C, 424C. Καί ἀλλοῦ σημειώνει: «εἰ καὶ ἐφόρεσε γὰρ δούλου μορφὴν οἰκονομικῶς», Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, J. Reuss, Matthäus-Kommentare aus der griechischen Kirche, [Texte und Untersuchungen 61], Berlin 1957, 24110 (=PG 72, 455C).
[96] Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος ἑωρακυῖα την πανουργίαν τῶν περί Εὐσέβιον, ἐξέθετο πρεπόντως και εὐσεβῶς κατά τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως τά ὁρισθέντα, H.G. Opitz, De decretis Nicaenae Synodi, Athanasius Werke vol. ΙΙ, 1, publ. De Gruyter, Berlin 1940, pp. 31.4.3 (=PG 25, 462D).
[97] Ἰω. 14,28.
[98] Ettlinger, 1077-20 (=PG 83, 100ABC). Πρβλ. Ἰω. 14,28. Πρβλ. Ἀμφιλοχίου ἐπισκόπου Ἰκονίου. Ἐκ τοῦ λόγου τοῦ εἰς τό͵ Ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν.
[99] Ettlinger, 9922-31 (=PG 83, 85D, 88ABC).
[100] Αὐτόθι, 1001-5 (=PG 83, 85D, 88C).
[101] Αὐτόθι, 10125-10231 (=PG 83, 89D, 92A-93B).
[102] Αὐτόθι, 10320- 1047 (=PG 83, 85D, 93BC).
[103] Αὐτόθι, 1049- 10512 (=PG 83, 85D, 93D-96D).
[104] Αὐτόθι, 10515- 10623 (=PG 83, 96D-100A).
[105] Αὐτόθι,1081 10924(=PG 83, 85D, 88ABC).
[106] Αὐτόθι, 1121 (=PG 83, 105)
[107] Ettlinger, 1129-11(=PG 83, 105C).
[108] «Ἐκ τριῶν συγκεῖσθαι λέγει τὸν ἄνθρωπον͵ ἐκ σώματος καὶ ψυχῆς τῆς ζωτικῆς καὶ αὖ πάλιν ἐκ τῆς λογικῆς͵ ἣν νοῦν προσαγορεύει». Ettlinger, 11227-28 (=PG 83, 108A).
[109] Ἡ δὲ θεία γραφὴ μίαν οἶδεν͵ οὐ δύο ψυχάς· καὶ τοῦτο διδάσκει σαφῶς 113 ἡμᾶς ἡ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου διάπλασις. Ἔλαβε͵ γάρ φησιν͵ ὁ θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς͵ καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν. Αὐτόθι, 11229-1134(=PG 83, 108ΑΒ). Πρβλ. Γεν. 2,7.
[110] «Καὶ μέντοι καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις ὁ κύριος τοῖς ἁγίοις εἴρηκε μαθηταῖς· «Μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα͵ τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»», Ettlinger, 1134-6 (=PG 83, 108Β). Πρβλ. Λουκ. 12,4-5 καί Ματθ. 10,28.
[111] Ettlinger, 1139-12(=PG 83, 108Β). Πρβλ. Γεν. 46,26.
[112] Ettlinger, 17523-25 (=PG 83, 201CD).
[113] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 23319-23 (=PG75, 1285C).
[114] Αὐτόθι.
[115] Αὐτόθι, SC 97, 23310-12 (=PG75, 1285C).
[116] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 593.
[117] Ettlinger, 11622-23  (=PG 83, 113Α).
[118] «Σίμων καὶ Μένανδρος καὶ Κέρδων καὶ Μαρκίων καὶ Βαλεντῖνος καὶ Βασιλείδης καὶ Βαρδισάνης καὶ Μάνης ἠρνήθησαν ἄντικρυς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀρτέμων δὲ καὶ Θεόδοτος καὶ Σαβέλλιος καὶ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς καὶ Μάρκελλος καὶ Φωτεινὸς εἰς τὴν ἐναντίαν ἐκ διαμέτρου βλασφημίαν κατέπεσον. Ἄνθρωπον γὰρ μόνον κηρύττουσι τὸν Χριστόν͵ τὴν δὲ πρὸ τῶν αἰώνων ὑπάρχουσαν ἀρνοῦνται θεότητα. Ἄρειος δὲ καὶ Εὐνόμιος κτιστὴν μὲν καλοῦσι τοῦ μονογενοῦς τὴν θεότητα͵ σῶμα δὲ μόνον αὐτὸν ἀνειληφέναι φασίν. Ἀπολινάριος δὲ ἔμψυχον μὲν τὸ ληφθὲν ὁμολογεῖ σῶμα͵ τὴν δὲ λογικὴν ψυχὴν καὶ τῆς τιμῆς καὶ τῆς σωτηρίας ἐν τοῖς οἰκείοις λόγοις ἀποστερεῖ. Αὕτη μὲν οὖν ἡ τῶν διεφθαρμένων δογμάτων διαφορά», Ettlinger, 11725-1184 (=PG 83, 113D, 116Α)
[119] Αὐτόθι.
[120] Αὐτόθι, 13233-1333 (=PG 83, 137B): «Οὐκοῦν οὐ δύο ἦσαν πρὸ τῆς ἑνώσεως φύσεις͵ ἀλλὰ μία μόνη. Εἰ γὰρ προϋπάρχει μὲν ἡ θεότης͵ ἡ δέ γε ἀνθρωπότης οὐ συνυπάρχει (διεπλάσθη γὰρ μετὰ τὸν ἀγγελικὸν ἀσπασμόν͵ συνῆπται δὲ τῇ διαπλάσει ἡ ἕνωσις)͵ μία ἄρα φύσις πρὸ τῆς ἑνώσεως ἦν͵ ἡ ἀεὶ οὖσα καὶ πρὸ τῶν αἰώνων οὖσα. Συναφῶς Αὐτόθι,13311-14 (=PG 83, 137C): «Μία οὖν φύσις πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἦν. Εἰ γὰρ ταὐτὸν ἕνωσίς τε καὶ ἐνανθρώπησις͵ ἐνηνθρώπησε δὲ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν λαβών, ἔλαβε δὲ ἡ τοῦ θεοῦ μορφὴ τὴν τοῦ δούλου μορφήν, μία ἄρα φύσις ἡ θεία πρὸ τῆς ἑνώσεως ἦν».
[121] Ettlinger, 1221-10 (=PG 83, 121Α). Πρβλ. Α. Τιμ.2, 5-6.
[122] «Οὔτε χωρίζομεν τοῦ θεοῦ λόγου τὴν σάρκα͵ οὔτε σύγχυσιν ποιοῦμεν τὴν ἕνωσιν», Ettlinger, 13429-30 (=PG 83, 140C).
[123] Αὐτόθι, 13933-34(=PG 83, 148C).
[124] «Ἀλλ̉ ὅμως καὶ παρόντος τοῦ φωτός, καὶ ξηρᾶς ποιότητος αἰσθανόμεθα καὶ ὑγρᾶς· πολλάκις δὲ καὶ ψυχρᾶς καὶ θερμῆς», Αὐτόθι, 14424-25 (=PG 83, 156C)
[125] Αὐτόθι, 14439 -1451 (=PG 83, 157A).
[126] Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριλλος, γιά νά δείξει τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκεῖνο τοῦ πυρακτωμένου σιδήρου. Αὐτός συνίσταται ἀπό δύο διαφορετικά πράγματα, τό σίδηρο καί τή φωτιά, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν μία ἀρραγῆ ἑνότητα μεταξύ τους, ἔτσι mutatis mutandis εἶναι ἄρρηκτα ἑνωμένες καί οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπο τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ: «Ὥσπερ γὰρ τῷ σιδήρῳ τὸ πῦρ ἑνούμενον ὁλικῶς, ἐκπυροῖ μὲν αὐτὸν, τῆς δὲ τοῦ σιδήρου φύσεως οὐκ ἐξίστησι (μένει γὰρ οὗτος καὶ μετὰ τὴν ἐκπύρωσιν σίδηρος, καὶ πεπυρωμένος σίδηρος ἔστι τε καὶ λέγεται)· τοιουτοτρόπως τῇ βροτείᾳ φύσει ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἑνωθεὶς, ἐθέωσε μὲν αὐτὴν, τοῦ δὲ βροτείαν εἶναι φύσιν αὐτὴν οὐκ ἐξέστησε. Μένει γὰρ αὕτη βροτεία φύσις καὶ μετὰ τὴν θέωσιν, καὶ τεθεωμένη φύσις βροτεία καὶ λέγεται καὶ ἔστι· τεθεωμένη σὰρξ μετὰ ψυχῆς νοερᾶς, λογικῆς, θελητικῆς, ἐνεργητικῆς», Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, ΙΔ΄, PG 77, 1152BC.
[127] Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶχε χρησιμοποιήσει μία παρεμφερῆ φράση ἕν ἐξ ἀμφοῖν» (Λόγος ΜΑ΄ - Εἰς τήν Πεντηκοστήν, ΙΙ, ΚΓ΄, PG 36, 432A). Ὁ Κύριλλος μέ τή φράση αὐτή ὑπογράμμιζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας πού ἔχει ὅμως δύο φύσεις: «ὥσπερ γάρ ἐστιν ἐκ Θεοῦ Λόγος, οὕτω καὶ ἄνθρωπος ἐκ γυναικὸς, εἷς δὲ λοιπὸν ἐξ ἀμφοῖν ὁ Χριστὸς» [Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς Ἰωάννην, II, A΄, Pusey, vol. I, σ. 22420-22 (=PG 73, 249C). Πρβλ. Αὐτόθι, I, Θ΄, vol. I, σ. 14017 (=PG 73, 161A)]. Τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνα πρόσωπο μέ δύο τέλειες φύσεις «εἷς δέ ἐξ ἀμφοῖν ὁ Χριστὸς», τό ὑπογραμμίζει σέ ἀρκετά ἔργα του ὁ ἱερός πατήρ. Μέ τόν τρόπο αὐτό προσπαθεῖ νά πολεμήσει κάθε κακοδοξία πού ὑπῆρχε ἤ κυριαρχοῦσε ἕως τίς ἡμέρες του. Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 576Β. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 69527-28, 71328-30 (=PG 75, 1221C, 1253A). Τοῦ ἰδίου, Εἰς Λουκᾶν, Β΄, PG 72, 484Β. Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιος Ὁμιλία, 8, PG 77, 572A. Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, IV, B΄ καί ΙΧ, Pusey, vol. I, σ. 53224-29 καί vol. II, σ. 38126 (=PG 73, 581Α καί PG 74, 157Α).
[128]«Ἑλλήνων ταῦτα μῦθοι καὶ Μανιχαίων λῆροι. Ἐγὼ δὲ καὶ τὸ φέρειν τούτους εἰς μέσον αἰσχύνομαι. Οἱ μὲν γὰρ καταπόσεις θεῶν ἐμυθεύσαντο, οἱ δὲ τῆς τοῦ φωτὸς θυγατρὸς ἐν τοῖς λόγοις αὐτῶν ἐμνημόνευσαν. Ἡμεῖς δὲ τοὺς τοιούσδε λόγους οὐχ ὡς δυσσεβεῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄγαν ἀνοήτους ἀποστρεφόμεθα. Πῶς γὰρ ἂν ἡ ἁπλῆ καὶ ἀσύνθετος φύσις, ἡ περιληπτικὴ τῶν ὅλων͵ ἡ ἀνέφικτος͵ ἡ ἀπερίγραφος, κατέπιεν ἣν ἀνέλαβε φύσιν;», Ettlinger, 14322-28 (=PG 83, 153CD).
[129] Αὐτόθι, 1488-13 (=PG 83, 161Β). Πρβλ. Λουκ. 24,38-39.
[130] Ettlinger, 15319-20 (=PG 83, 169Β).
[131] Αὐτόθι, 1481-3 (=PG 83, 161Α).
[132] Αὐτόθι, 14823-25 (=PG 83, 164Α).
[133] Αὐτόθι, 16120-26 (=PG 83, 181ΑΒ). Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, 1627-10 (=PG 83, 181C).
[134] «ἀλλ᾿ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἐξετάσει οἱ ἡμέτεροι πατέρες͵ οὐχὶ τὴν σάρκα͵ τὸν δὲ τοῦ θεοῦ λόγον͵ ἐκ μιᾶς ἐν τῷ πατρὶ οὐσίας εἶναι εἰρήκασι. Καὶ τὸν μὲν λόγον ἐκ τῆς τοῦ πατρὸς προεληλυθέναι οὐσίας͵ τὴν δὲ σάρκα ἐκ τῆς παρθένου τυγχάνειν ὡμολογήκασι», Αὐτόθι, 1653-6(=PG 83, 188Α).
[135] «Ἐκ τῆς πρὸς Νεστόριον ἐπιστολῆς Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας : «Καὶ ὅτι διάφοροι μὲν αἱ πρὸς ἑνότητα τὴν ἀληθινὴν συνενεχθεῖσαι φύσεις͵ εἷς δὲ ἐξ ἀμφοῖν θεὸς καὶ υἱός͵ οὐχ ὡς τῆς τῶν φύσεων δια φορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν. Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τῆς πρὸς τοὺς Ἀνατολικοὺς ἐπιστολῆς. Δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονε· διὸ ἕνα Χριστόν͵ ἕνα υἱόν͵ ἕνα κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατὰ ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμο λογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον θεοτόκον͵ διὰ τὸ τὸν τοῦ θεοῦ λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι͵ καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν. Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς. Εἷς γὰρ κύριος Ἰησοῦς Χριστός͵ κἂν ἡ τῶν φύσεων μὴ ἀγνοῆται διαφορά͵ ἐξ ὧν τὴν ἀπόρρητον ἕνωσιν πεπράχθαι φαμέν. Τοῦ αὐτοῦ. Ἐννοοῦντες τοίνυν͵ ὡς ἔφην͵ τῆς ἐνανθρωπήσεως τὸν τρόπον͵ ὁρῶμεν ὅτι δύο φύσεις συνῆλθον ἀλλήλαις καθ΄ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον ἀσυγχύ τως καὶ ἀδιαιρέτως. Ἡ γὰρ σὰρξ σάρξ ἐστι καὶ οὐ θεότης͵ εἰ καὶ γέγονε θεοῦ σάρξ. Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ λόγος θεός ἐστι καὶ οὐ σάρξ͵ εἰ καὶ ἰδίαν ἐποιήσατο τὴν σάρκα οἰκονομικῶς»
 Τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἐκ τῆς ἑρμηνείας τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Εἰ γὰρ καὶ νοοῖντο διάφοροι καὶ ἀλλήλαις ἄνισοι τῶν εἰς ἑνότητα συνδεδραμηκότων αἱ φύσεις͵ σαρκὸς δὲ λέγω καὶ θεοῦ͵ ἀλλ΄ οὖν εἷς γε μόνος ὁ ἐξ ἀμφοῖν υἱός. Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τῆς αὐτῆς ἑρμηνείας. Κἂν εἰ λέγοιτο τυχὸν ἡνῶσθαι σαρκὶ καθ΄ ὑπόστασιν ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ λόγος͵ οὐκ ἀνάχυσίν τινα τὴν εἰς ἀλλήλας τῶν φύσεων πεπράχθαι φαμέν͵ οὔσης δὲ μᾶλλον ἑκατέρας τοῦθ΄ ὅπερ ἐστίν. Αὐτόθι, 1828 – 1834 (=PG 83, 212C). Συναφῶς Αὐτόθι, 1835, 11 (=PG 83, 213A). Ἐπίσης Αὐτόθι, 18318-27 (=PG 83, 213ΒC): «Νόει γὰρ πάντως ὡς ἕτερον ἐν ἑτέρῳ τὸ κατοικοῦν͵ τουτέστιν͵ ἡ θεία φύσις ἐν ἀνθρωπότητι͵ καὶ οὐ παθοῦσα φυρμὸν ἢ ἀνάχυσίν τινα καὶ μετάστασιν ἦν εἰς ὅπερ οὐκ ἦν. Τὸ γὰρ οἰκεῖν ἑτέρῳ λεγόμενον οὐκ αὐτὸ γέγονεν ὅπερ ἐστὶν ἐν ᾧ κατοικεῖ͵ νοεῖται δὲ μᾶλλον ἕτερον ἐν ἑτέρῳ. Ἐν δέ γε τῇ φύσει τοῦ λόγου καὶ τῆς ἀνθρωπότητος μόνην ἡμῖν σημαίνει διαφοράν. Εἷς γὰρ ἐξ ἀμφοῖν νοεῖται Χριστός. Οὐκοῦν τὸ ἀσύγχυτον εὖ μάλα τετηρηκώς φησιν ἐν ἡμῖν ἐσκηνωκέναι τὸν λόγον. Ἕνα γὰρ υἱὸν οἶδε μονογενῆ τὸν σάρκα γενόμενον καὶ ἐνανθρωπήσαντα».
[136]  Αὐτόθι, 1896 (=PG 83, 220C).
[137] Αὐτόθι, 18929-30 (=PG 83, 221B).
[138] Αὐτόθι, 19230 (=PG 83, 225C).
[139] «ἴσμεν δὲ ὅμως παρὰ τῆς θείας διδαχθέντες γραφῆς, ὡς ἀπαθὴς ἡ τῆς θεότητος φύσις. Ἀπάθειαν τοίνυν καὶ πάθος ἀκούοντες καὶ ἀνθρωπότητος καὶ θεότητος ἕνωσιν, τοῦ παθητοῦ σώματος τὸ πάθος εἶναί φαμεν, τὴν ἀπαθῆ δὲ φύσιν ἐλευθέραν μεμενηκέναι τοῦ πάθους ὁμολογοῦμεν», Αὐτόθι, 20015-19 (=PG 83, 237B).
[140]  Αὐτόθι, 20428-34 (=PG 83, 244D, 245A).
[141] «Ὥσπερ γὰρ τοῦ γενάρχου κατακριθέντος ἅπαν συγκατεκρίθη τὸ γένος͵ οὕτως τοῦ σωτῆρος λύσαντος τὴν ἀράν͵ ἀπήλαυσεν τῆς ἐλευθερίας ἡ φύσις. Καὶ καθάπερ κατελθόντι τῷ Ἀδὰμ εἰς τὸν ᾅδην ἠκολούθησαν οἱ μετασχόντες τῆς φύσεως͵ οὕτως ἀναστάντι τῷ δεσπότῃ Χριστῷ κοινωνήσει τῆς ἀναβιώσεως πᾶσα τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις», Αὐτόθι, 20622-27(=PG 83, 248ΑB).
[142] Αὐτόθι, 2075-10(=PG 83, 248C). Πρβλ. Ρωμ. 5, 18-19.
[143] Ettlinger, 20712-16(=PG 83, 248CD). Πρβλ. Α Κορ. 15, 21. Συναφῶς βλ. Ettlinger, 21530-31 (=PG 83, 261C). Πρβλ. Α Θεσ.4,14:« Εἰ γὰρ πιστεύομεν͵ φησίν͵ ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη͵ οὕτως καὶ ὁ θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ».
[144] Ettlinger, 21626-30 (=PG 83, 264BC).
[145] Αὐτόθι, 21714-15 (=PG 83, 264D).
[146] «κυρίως ἀθάνατος ὁ θεός· οὐσίᾳ γὰρ ἀθάνατος͵ οὐ μετουσίᾳ· οὐ γὰρ παρ̉ ἑτέρου τὴν ἀθανασίαν ἔχει λαβών. Τοῖς δέ γε ἀγγέλοις αὐτὸς τὴν ἀθανασίαν δεδώρηται», Αὐτόθι, 2193-6(=PG 83, 268ΑΒ).
[147]«Ὁ αὐτὸς ἀθάνατος γὰρ ὢν διὰ σαρκὸς ὑπέμεινε θάνατον͵ τροπῆς ἡγησαμένης ὑπέμεινε θάνατον, ἐξέλιπε δὲ αὐτοῦ καὶ ἡ ζωὴ τρεῖς ἡμέρας καὶ ἰσαρίθμους νύκτας» Αὐτόθι, 21914-16(=PG 83, 268Β).
[148] «Εἰ τοίνυν μετὰ τοῦ σώματος ἀνείληφε τὴν ψυχήν͵ συνεχωρή σαμεν δὲ συμπάσχειν τῷ σώματι τὴν ψυχήν, ἡ ψυχὴ ἄρα συνέπαθεν͵ οὐχ ἡ θεότης τῷ σώματι· συνέπαθε δὲ τὰς ὀδύνας ὡς εἰκὸς δεξαμένη διὰ τοῦ σώματος. Ἀλλὰ συμπάσχειν μὲν ἴσως τῷ σώματι φαίη τις ἂν τὴν ψυχήν͵ συναποθνῄσκειν δὲ οὐδαμῶς· ἀθάνατον γὰρ ἔλαχε φύσιν»,  Αὐτόθι, 2204-9 (=PG 83, 268D, 269A). Πρβλ. σχετικῶς: «Τοῦ ἁγίου Δαμάσου ἐπισκόπου Ρώμης. Ἀπὸ ἐκθέσεως. Εἴ τις εἴποι͵ ὅτι ἐν τῷ πάθει τοῦ σταυροῦ πόνον ὑπέμεινεν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ καὶ θεός͵ καὶ οὐχὶ ἡ σὰρξ μετὰ τῆς ψυχῆς͵ ἣν ἐνεδύσατο ἡ τοῦ δούλου μορφή͵ ἣν ἑαυτῷ ἔλαβε͵ καθὼς εἴρηκεν ἡ γραφή· ἀνάθεμα ἔστω» Αὐτόθι, 23824-29(=PG 83, 268D, 296D).
[149] Αὐτόθι, 2209 -10(=PG 83, 268D, 269AΒ).
[150]  Αὐτόθι, 23221-24 (=PG 83, 288Β).
[151] Αὐτόθι, 23512-17 (=PG 83, 268D, 292AΒ).
[152] «Θεὸς γὰρ καὶ κύριος τῆς δόξης ὢν ἦν ἐν τῷ ἀδόξως καθηλουμένῳ σώματι· τὸ δὲ σῶμα ἔπασχε μὲν νυττόμενον ἐν τῷ ξύλῳ͵ καὶ ἔρρεεν ἀπὸ τῆς τούτου πλευρᾶς αἷμα καὶ ὕδωρ͵ ναὸς δὲ τοῦ λόγου τυγχάνον͵ πεπληρωμένον ἦν τῆς θεότητος. Διὰ τοῦτο γοῦν ὁ μὲν ἥλιος ὁρῶν τὸν δημιουργὸν αὑτοῦ ἐν τῷ ὑβριζομένῳ σώματι ἀνεχόμενον τὰς ἀκτῖνας συνέστειλε͵ καὶ ἐσκότασε τὴν γῆν· αὐτὸ δὲ τὸ σῶμα φύσιν ἔχον θνητὴν ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀνέστη διὰ τὸν ἐν αὐτῷ λόγον͵ καὶ πέπαυται μὲν τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς͵ ἐνδυσάμενον δὲ τὸν ὑπὲρ ἄνθρωπον λόγον γέγονεν ἄφθαρτον», Αὐτόθι, 23519-27 (=PG 83, 292A). Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, 2398-9 (=PG 83, 297Α). Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Μεδιολάνου. Ἐκ τοῦ περὶ τῆς καθόλου πίστεως: Ἡ σὰρξ ἔπαθεν͵ ἡ θεότης θανάτου ἐλευθέρα ἐστί· παθεῖν τὸ σῶμα νόμῳ φύσεως ἀνθρωπίνης παρεχώρησε».
[153] «Ἡ γοῦν ζωὴ οὐκ ἀποθνῄσκει͵ τοὺς δὲ νεκροὺς ζωοποιεῖ. Ὡς γὰρ τὸ φῶς οὐ βλάπτεται ἐν σκοτεινῷ τόπῳ͵ οὐδὲ ἡ ζωή τι παθεῖν δύναται ἐπισκεψαμένη τὴν θνητὴν φύσιν. Ἄτρεπτος γὰρ καὶ ἀναλλοίωτος ἡ τοῦ λόγου θεότης͵ ὥς φησιν ἐν προφητείᾳ ὁ κύριος περὶ ἑαυτοῦ»·. Αὐτόθι, 2361-16 (=PG 83, 293Α).
[154] .Αὐτόθι, 24812 (=PG 83, 309C).
[155] Αὐτόθι, 25613(=PG 83, 321C).
[156] Αὐτόθι, 25715-17(=PG 83, 324B).
[157] «Πεινῆσαι μέντοι καὶ διψῆσαι τὸν σωτῆρα Χριστὸν μεμαθήκαμεν͵ καὶ ἀληθῶς γε ταῦτα καὶ οὐ δοκήσει γεγενῆσθαι πιστεύομεν. Ταῦτα δὲ οὐκ ἀσωμάτου φύσεως͵ ἀλλὰ σώματος ἴδια. Σῶμα ἄρα εἶχεν ὁ δεσπότης Χριστός͵ δεξάμενον πρὸ τῆς ἀναστάσεως τῆς φύσεως τὰ παθήματα. Μαρτυρεῖ δὲ τούτοις καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος· Οὐ γὰρ ἔχομεν͵ φησίν͵ ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν͵ πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ΄ ὁμοιότητα͵ χωρὶς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία γὰρ οὐ τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ τῆς κακῆς προαιρέσεως», Αὐτόθι, 25812-20 (=PG 83, 325B).
[158] Αὐτόθι, 25821-24 (=PG 83, 325B).
[159] Ἰω. 4, 6
[160] Ettlinger, 25830 (=PG 83, 325C). Πρβλ. Ἠσ. 60,28.
[161] Ettlinger, 2596 (=PG 83, 325C).
[162]  Αὐτόθι, 2598 (=PG 83, 325C).
[163] «Ὁ δεσπότης Χριστὸς ἔφη καθειργμένῳ τῷ θεσπεσίῳ Παύλῳ· «Μὴ φοβοῦ, Παῦλε», καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ δὲ τούτου τὸ δέος ἐξελάσας οὕτως ἔδεισε τὸ πάθος͵ ὡς ὁ μακάριος ἔφη Λουκᾶς, ὡς καὶ ἱδρῶτος αἱματώδεις θρόμβους ἐκ παντὸς ἐκκρῖναι τοῦ σώματος͵ καὶ τοῦτοις περιρρᾶναι τὴν γῆν τὴν ὑποκειμένην τῷ σώματι͵ καὶ ὑπ̉ ἀγγελικῆς ἐπικουρίας ἀναρρωσθῆναι. Ἐναντία δὲ καὶ ταῦτα. Πῶς γὰρ οὐκ ἐναντίον τὸ δεῖσαι τοῦ τὸ δέος ἐξελάσαι; Ἀλλὰ μὴν οὐκ ἐναντία. Ὁ γὰρ αὐτὸς καὶ θεὸς φύσει καὶ ἄνθρωπος· καὶ ὡς μὲν θεὸς παραθαρρύνει τοὺς δεομένους τοῦ θάρσους· ὡς δὲ ἄνθρωπος δέχεται δι̉ ἀγγέλου τὸ θάρσος». Αὐτόθι, 2599-18 (=PG 83, 325D, 328A).
[164] Αὐτόθι, 25918-23 (=PG 83, 328AΒ).
[165] Αὐτόθι, 26012-13 (=PG 83, 328C).
[166] «Ἡ θεία φύσις ἀόρατος· ἑωρακέναι δὲ τὸν κύριον ὁ τρισμακάριος εἴρηκε Στέφανος. Σῶμα ἄρα καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψίν ἐστι τοῦ κυρίου τὸ σῶμα. Τοῦτο γὰρ ὁ νικηφόρος ἐθεάσατο Στέφανος͵ ἐπειδήπερ ἡ θεία φύσις ἀθέατος», Αὐτόθι, 26022-25 (=PG 83, 328D).
[167] Αὐτόθι, 26130-2624 (=PG 83, 329D, 332Α). Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, 26415-17 (=PG 83, 333D): «Εἰ ὁ Χριστὸς καὶ θεὸς καὶ ἄνθρωπος͵ ὡς καὶ ἡ θεία διδάσκει γραφή͵ καὶ οἱ πανεύφημοι πατέρες κηρύττοντες διετέλεσαν͵ ὡς ἄνθρωπος ἄρα πέπονθεν͵ ὡς δὲ θεὸς διέμεινεν ἀπαθής.
[168] Αὐτόθι, 26130-2625 (=PG 83, 329D, 332Α).
[169] «Ὅταν τὸ σῶμα ἢ τὴν σάρκα ἢ τὴν ἀνθρωπότητα πεπονθέναι λέγωμεν͵ τὴν θείαν οὐ χωρίζομεν φύσιν. Ὥσπερ γὰρ ἥνωτο πεινώσῃ καὶ διψώσῃ καὶ κοπιώσῃ͵ καὶ μέντοι καὶ καθευδούσῃ͵ καὶ ἀγωνιώσῃ τὸ πάθος͵ οὐδὲν μὲν τούτων ὑφισταμένη͵ συγχωροῦσα δὲ ταύτῃ δέχεσθαι τὰ τῆς φύσεως πάθη͵ οὕτω συνῆπτο καὶ σταυρου μένῃ͵ καὶ συνεχώρει τελεσιουργηθῆναι τὸ πάθος͵ ἵνα λύσῃ τῷ πάθει 265 τὸν θάνατον͵ ὀδύνην μὲν ἐκ τοῦ πάθους οὐ δεχομένη͵ τὸ δὲ πάθος οἰκειωσαμένη͵ ὡς ναοῦ γε ἰδίου͵ καὶ σαρκὸς ἡνωμένης», Αὐτόθι, 26427-2654 (=PG 83, 336Α).
[170] Αὐτόθι.
[171]  «Ὁ γὰρ θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκυοφορήθη ὑπὸ Μαρίας κατ΄ οἰκονομίαν θεοῦ͵ ἐκ σπέρματος μὲν Δαβίδ͵ ἐκ πνεύματος δὲ ἁγίου͵ ὃς ἐγεννήθη καὶ ἐβαπτίσθη͵ ἵνα τὸ θνητὸν ἡμῶν καθαρισθῇ», Aὐτόθι, 9613-15 (=PG 83, 81C).
[172] Aὐτόθι, 6522-26 (=PG 83, 36Α).
[173] Aὐτόθι, 6430-33 (=PG 83, 33C).
[174] Ἰω. 1, 14.
[175] «Κἀγὼ πείθομαι τῇ θείᾳ ταύτῃ διδασκαλίᾳ͵ νοῶ δὲ αὐτὴν εὐσεβῶς͵ ὅτι σάρκα λαβὼν καὶ ψυχὴν λογικὴν λέγεται γεγενῆσθαι σάρξ», Ettlinger, 8825-27 (=PG 83, 69D). Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, 8719-21 (=PG 83, 68Α, 69D): «ὅτι καὶ ἐκ σπέρματος Δαβὶδ κατὰ σάρκα βεβλάστηκεν ὁ δεσπότης Χριστός͵ καὶ οὐ σάρκα μόνην͵ ἀλλὰ καὶ ψυχὴν εἶχεν».
[176] «τὴν τῶν ἀνθρώπων πραγματευσάμενον σωτηρίαν», Αὐτόθι, 6932 (=PG 83, 41Β).
[177] «δικαιωθῆναι πολλοὺς καὶ ἀπολαβεῖν τὴν σωτηρίαν», Αὐτόθι, 9811-12 (=PG 83, 85Β).
[178] «τὸν ἀνακεφαλαιούμενον εἰς αὐτὸν ὑπὸ τοῦ θεοῦ πεπλασμένον ἄνθρωπον͵ τὴν αὐτὴν ἐκείνῳ τῆς γεννήσεως ἔχειν ὁμοιότητα... ἀλλ΄ αὐτὸς ἐκεῖνος ἀνακεφαλαιωθῇ͵ τηρουμένης τῆς ὁμοιότητος» Αὐτόθι, 9713-18 (=PG 83, 84Β).
[179] Αὐτόθι,10818-20(=PG 83, 88A).
[180] «τοῦ Ἀδὰμ παραβεβηκότος τὴν ἐντολήν͵ ἀκολουθῆσαι τῷ προγόνῳ τὸ γένος;», Αὐτόθι, 2066-7 (=PG 83, 245D).
[181] «Ἡ ἁμαρτία οὐκ ἔστι τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ τῆς κακῆς προαιρέ σεως», Αὐτόθι, 6912-13 (=PG 83, 40D).
[182] «Καὶ τὸν μὲν ἄνθρωπον αὐτοῦ εὐκόλως ἔστι νοεῖν͵ ὅτε πεινᾷ καὶ κοπιᾷ͵ καὶ κάμνων διψᾷ͵ καὶ δειλιῶν φεύγει͵ καὶ προσευχόμενος λυπεῖται͵ καὶ ἐπὶ προσκεφαλαίου καθεύδει͵ καὶ ποτήριον πάθους παραιτεῖται͵ καὶ ἀγωνιῶν ἱδροῖ͵ καὶ ὑπ΄ ἀγγέλου δυναμοῦται»͵ Αὐτόθι, 15620-23
[183] Αὐτόθι, 17711-26 (=PG 83, 204D-205A) Πρβλ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Περὶ τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως. Πρβλ. Λουκ. 9,14-16, Ματθ. 14,18-21, Μαρκ. 6, 38-44, Ἰω. 6, 10-13, Ἰω. 11,43, Ματθ.14,25, Ἰω.6,19.
[184] Ettlinger, 9013 (PG 83, 140A).
[185] Αὐτόθι, 14334-1441(=PG 83, 153CD).
[186] Αὐτόθι.
[187] «πολλὰ τῶν κεραννυμένων μὴ συγχεόμενα͵ ἀλλ΄ ἀκραιφνῆ διαμένοντα» Αὐτόθι, 1443-6(=PG 83, 156Α).
[188] Αὐτόθι, 1382-3 (=PG 83, 145Α).
[189] Αὐτόθι, 1822-4 (=PG 83, 212C).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου