Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Γ. Η ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου Ιησού Χριστού σε ένα πρόσωπο

 


Γ. Η ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου Ιησού Χριστού σε ένα πρόσωπο
1. Γενικά
       Μετά την παρουσίαση της διδασκαλίας των Αποστολικών Πατέρων ξεχωριστά για κάθε μία από τις δύο φύσεις του Κυρίου, θα ήταν ίσως περιττή η παράθεση χωρίων στα οποία είναι φανερή η ύπαρξη των δύο αυτών φύσεων σε ένα πρόσωπο (εφ' όσον μάλιστα μερικά εξ αυτών έχουν παρατεθή σε προηγούμενες ενότητες). Όμως μερικά χωρία παρουσιάζουν τόσο εύγλωττα την ένωση αυτή, ώστε η παράλειψή τους να αδικεί την θεολογία των Πατέρων αυτών. Τα πιο εύγλωττα από τα χωρία αυτά απαντώνται κυρίως στον Άγιο Ιγνάτιο, ο οποίος και εκ τούτου χαρακτηρίζεται μέγας θεολόγος για την εποχή του. Είναι ίσως ο πρώτος Πατήρ της Εκκλησίας που τονίζει τόσο εμφαντικά με καθαρούς όρους τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Χριστού158. Πέραν αυτών υπάρχουν χωρία που φανερώνουν την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων με αυτά ασχολείται το παρόν κεφάλαιο.
 
2. Οι Αποστολικοί Πατέρες περί της ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού εν ενί προσώπω
       Το πιο χαρακτηριστικό κείμενο για την ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου σε ένα πρόσωπο, είναι το χωρίο της Επιστολής του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους 7, 2. Το κείμενο έχει ως εξής:
«Εις ιατρός εστι
σαρκικός τε και πνευματικός,
γεννητός και αγέννητος,
εν σαρκί γενόμενος Θεός,
εν θανάτω ζωή αληθινή,
και εκ Μαρίας και εκ Θεού,
πρώτον παθητός και τότε απαθής,
Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών»
.

        Το χωρίο αυτό είναι τόσο ενδεικτικό για την ένωση των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, ώστε η θεολογική διατύπωση εν προκειμένω να χαρακτηρίζεται σχεδόν χαλκηδόνια159. Η διατύπωση αυτή δεν είναι τυχαία· έναντι και των δύο αιρετικών αποκλίσεων που μείωναν τις ιδιότητες του Χριστού, ο Άγιος Ιγνάτιος παρουσιάζει τις δύο όψεις αυτών των ιδιοτήτων σε εναρμόνια συζυγία με τις διμερείς αυτές εκφράσεις, που μάλιστα έχουν ομολογιακό τύπο160. Η διατύπωση αυτή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική, αν αληθεύει ο ισχυρισμός μερικών ερευνητών, πως το παρόν χωρίο αποτελεί τμήμα ύμνου που ψαλλόταν στην ευχαριστιακή συγκέντρωση της Εκκλη­σίας161, διότι φανερώνει την συνολική αποδοχή της ορολογίας αυτής από την Εκκλησία σε τόσο πρώιμα, ως προς τις μετέπειτα χριστολογικές διαμάχες, χρόνια. Ο χαλκηδόνιος χαρακτήρας της διατύπωσης αυτής φαίνεται από την σύγκριση με ένα ανάλογο τμήμα του Όρου Πίστεως της εν Χαλκηδόνι Αγίας Συνόδου:
       «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογείν υιόν τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας, προ αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ' εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι' ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα»162.
       Χαρακτηριστική και των δύο κειμένων εν προκειμένω είναι η παράθεση των ιδιοτήτων των δύο φύσεων αντιθετικώς, η αναφορά στην μία υπόσταση, αυτή του Ιησού Χριστού και Κυρίου («Εις ια­τρός.. Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών», «Εις και ο αυτός Υιός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός»), η συγκεκριμένη αναφορά στην εκ Θεού και στην εκ Μαρίας γέννηση του Χριστού, αλλά και στις δύο Του φύσεις («εν σαρκί γενόμενος Θεός», «τέλειον τον αυτόν εν θεό­τητι και τέλειον τον αυτόν εν αν­θρωπότητι»). Πλην των χωρίων αυτών υπάρχουν και άλλα με πα­ρόμοια χριστολογία:
       «Δοξάζων Ιησούν Χριστόν τον Θεόν, τον ούτως ημάς σοφίσαντα, ενόησα γαρ ημάς κατηρτισμένους εν ακινήτω πίστει, ώσπερ καθηλωμένους εν τω σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού σαρκί τε και πνεύματι και ηδρασμένους εν αγάπη εν τω αίματι Χριστού, πεπληροφορημένους εις τον Κύριον ημών, αληθώς όντα εκ γένους Δαβίδ κατά σάρκα, Υιόν Θεού κατά θέλημα και δύναμιν Θεού γεγεννημένον αληθώς εκ Παρθένου, βεβαπτισμένον υπό Ιωάννου, "ίνα πληρωθή πάσα δικαιοσύνη υπ' αυτού"»163.
       Στο χωρίο αυτό είναι εμφανής τόσο η θεότητα του Κυρίου, όσο και η ανθρωπότητά του, εκφραζόμενη με την αναφορά στον Σταυρό, στο αίμα και στην εκ Παρθένου γέννησή του. Τα χωρία που ακο­λουθούν παρουσιάζουν και αυτά τις δύο φύσεις του ενός Κυρίου:
        «Τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς παθητόν, τον κατά πάντα τρόπον δι' ημάς υπομείναντα»164.
       «Ο γάρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού εκ σπέρματος μεν Δαβίδ, Πνεύματος δε αγίου, ος εγεννήθη και εβαπτίσθη, ίνα τω πάθει το ύδωρ καθαρίση»165.
       «Οι κατ' άνδρα κοινή πάντες εν χάριτι εξ ονόματος συνέρχεσθε εν μια πίστει και εν Ιησού Χριστώ, τω κατά σάρκα εκ γένους Δαβίδ, τω υιώ ανθρώπου και Υιώ Θεού»166.
        Στην Επιστολή Βαρνάβα, αν και η ορολογία του η αναφερόμενη στην θεότητα του Κυρίου δεν έχει την σαφήνεια αυτής του Ιγνατίου, απαντώνται ενδιαφέροντα για την παρούσα διερεύνηση χωρία· αυτά θα μπορούσαν να αναφερθούν αποκλειστικά στην παράγραφο που ασχολείται με τις ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως, είναι όμως και εν προκειμένω ενδεικτικά της υπάρξεως δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου:
       «Ουκούν ο Υιός του Θεού εις τούτο εν σαρκί ήλθεν, ίνα το τέ­λειον των αμαρτιών ανακεφαλαιώση τοις διώξασιν εν θανάτω τους προφήτας αυτού. Ουκούν εις τούτο υπέμεινεν»167.
       Στα παρακάτω χωρία φαίνεται πως ο ίδιος ο Κύριος φανερωθείς έδωσε την διαθήκη σε εμάς τους Χριστιανούς, και πώς έπαθε κατά σάρκα. Είναι φανερό πως η υπόσταση του Ιησού Χριστού ταυτίζεται με αυτήν του Κυρίου του Ισραήλ, ο οποίος προσέλαβε σάρκα, δηλ. ανθρώπινη φύση.
      «Πώς ημείς ελάβομεν; Μάθετε. Μωυσής θεράπων ων έλαβεν, αυτός δε Κύριος ημίν έδωκεν εις λαόν κληρονομίας, δι' ημάς υπομείνας. Εφανερώθη δε ίνα κακείνοι τελειωθώσι τοις αμαρτήμασι και ημείς διά του κληρονομούντος διαθήκην Κυρίου Ιησού λάβωμεν»168.
       «Επειδή εμέ, υπέρ αμαρτιών μέλλοντα του λαού μου του καινού προσφέρειν την σάρκα μου, μέλ­λετε ποτίζειν χολήν μετά όξους»169.
Στον Άγιο Πολύκαρπο η χριστολογική διατύπωση είναι η ίδια. Ο Χριστός εμφανίζεται ως Κύριος, αλλά και ως παθών και αναστάς υπέρ ημών. «"... πιστεύσαντες εις τον εγείραντα τον Κύριον Ιησούν Χριστόν εκ νεκρών και δόντα αυτώ δόξαν" και θρόνον εκ δεξιών αυτού, ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ου το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ. Ο δε εγείρας αυτόν εκ νεκρών και ημάς εγερεί» .
       Από τα παραπάνω καθίσταται ακόμη σαφέστερη η πίστη της πρώτης Εκκλησίας, εκφραζόμενη μέσα από τα γραπτά των Αποστολικών Πατέρων, στην ένωση δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η ένωση αυτή φαίνεται επίσης και από τις ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως, όπως φαίνονται στα έργα των Αποστολικών Πατέρων.
 
3. Οι ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως στα έργα των Αποστολικών Πατέρων
        Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων περί της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως δύο φύσεων, της θείας και της ανθρωπίνης, καθίσταται εμφανέστερη διά της εξετάσεως των ακολουθιών της υποστατικής ενώσεως στην Χριστολογία τους. Οι ακολουθίες ή συνέπειες της υποστατικής ενώσεως είναι οι εξής:
  • 1) Η αντίδοση ή κοινοποίη­ση των ιδιωμάτων. κατ' αυτήν μπορούμε να αποδίδουμε στο ένα πρόσωπο του Κυρίου (και όχι βέβαια σε κάθε μία από τις φύσεις του) ανθρώπινες ιδιότητες, όταν γίνεται αναφορά σε  αυτόν ως Θεό, και θείες ιδιότητες όταν γίνεται αναφορά σε αυτόν ως άνθρωπο.
  • 2) Η πίστη πως η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος· εφ' όσον ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο μονογενής Υιός του Θεού, κατά την αντίδοση των ιδιωμάτων, η Μαρία η γεννήσασα αυτόν είναι Θεοτόκος.
  • 3) Η μία προσκύνηση του Ιησού Χριστού· επειδή η ένωση έγινε σε ένα πρόσωπο, αρμόζει μία προσκύνηση στον Ιησού Χριστό, ως Θεό· και
  • 4) Το αναμάρτητον του Χριστού ο Ιησούς Χριστός ως Θεός δεν ήταν δυνατόν να αμαρτήσει171.
       Στην Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων απαντώνται στοιχεία για όλες τις ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως, από τα οποία θα αναφερθούν ενδεικτικά μόνον ορισμένα172. Όσον αφορά στην αντίδοση των ιδιωμάτων, χαρακτηριστικά είναι τα υπό του Αγίου Ιγνατίου λεγόμενα:    
       «επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου»· αλλού κάνει λόγο περί αίματος και πάθους του Θεού: «μιμηταί όντες Θεού, αναζωπυρήσαντες εν αίματι Θεού, το συγγενικόν έργον τελείως απηρτίσατε», «τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς παθητόν»173.
       Παρομοίως και ο Βαρνάβας κάνει λόγο περί του Υιού του Θεού, ως δι' ημάς παθόντος· «Ει ουν ο Υιός του Θεού, ων Κύριος και μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς, έπαθεν ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς, πιστεύσωμεν ότι ο Υιός του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν ή μη δι' ημάς. Αλλά και σταυρωθείς εποτίζετο όξει και χολή». Αλλού γράφει. «Εις τούτο γαρ υπέμεινεν ο Κύριος παραδούναι την σάρκα εις καταφθοράν, ίνα τη αφέσει των αμαρτιών αγνισθώμεν, ο εστι εν τω αίματι του ραντίσματος αυτού». Και σε άλλο σημείο «Ουκούν ο Υιός του Θεού εις τούτο εν σαρκί ήλθεν ίνα το τέ­λειον των αμαρτιών ανακεφαλαίωση... Αυτός δε ηθέλησεν ούτω πα­θείν. Έδει γαρ ίνα επί ξύλου πάθη»174.
       Ο Άγιος Πολύκαρπος κάνει λόγο περί του Ιησού Χριστού ως Υιού του Θεού και ταυτόχρονα περί θανάτου αυτού: «πιστεύσαι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ και τω Πατρί αυτού, ος ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών»· αλλού γίνεται λόγος περί αυτού ως Κυρίου των πάντων αλλά και περί του αίματος αυτού: «ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ου το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ»175. Ο Άγιος Κλήμης Ρώμης ομιλεί παρομοίως περί αίματος του Κυρίου: «διά την αγάπην ην έσχε προς ημάς το αίμα αυτού έδωκεν υπέρ ημών Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών εν θελήματι Θεού και την σάρκα υπέρ της σαρκός ημών και την ψυχήν υπέρ των ψυχών ημών»·και αλλού λέγει.  «Τον Κύριον Ιησούν, ου το αίμα υπέρ ημών εδόθη, εντραπώμεν»176.
       Στα κείμενα των Αποστολικών Πατέρων βεβαίως η Παρθένος Μαρία δεν ονομάζεται ακόμη Θεοτόκος, όμως υπάρχουν στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου αναφορές στο γεγονός της εξ αυτής γεννήσεως του Θεού, όπως και αν ονομάζεται αυτός, κατά την χριστολογική ορολογία της εποχής. Ο Άγιος Ιγνάτιος στο γνωστό πλέον χωρίο Εφ. 7, 2177 αναφέρει ρητώς την εκ της Μαρίας γέννηση του Θεού: «εν σαρκί γενόμε­νος Θεός... και εκ Μαρίας και εκ Θεού», όπως και αλλού: «Ο γάρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»178. Και σε αυτό το σημείο ο Άγιος Ιγνάτιος αποδεικνύεται θεολόγος που προηγείται της εποχής του στην διατύπωση.
       Η μία προσκύνηση του Ιησού Χριστού, ως Θεού, είναι αδιαμφισβήτητη για τους Χριστιανούς της μεταποστολικής εποχής. Πουθενά στα έργα των Αποστολικών Πατέρων, αν εξαιρέσει κανείς την συγκεχυμένη ορολογία του Ερ­μά179, δεν απαντάται στα χριστολογικά εδάφια υπαινιγμός περί υπάρξεως δύο προσώπων εν Χριστώ, τουναντίον παντού αναφέρεται ο εις Κύριος Ιησούς Χριστός, Υιός του Θεού και Θεός. «Ούτος ο μακαρισμός εγένετο επί τους εκλελεγμένους υπό του Θεού διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»180.
        Η αναμαρτησία του Χριστού εκφράζεται στα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων διά της προφητείας του Ησαΐου 53,9 «ότι ανομίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι, αυτού», η οποία εκπληρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Άγιος Πολύκαρπος, αναφερόμενος στο πάθος του Χριστού, ο οποίος υπέφερε αδίκως, διότι «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», παροτρύνει τους πιστούς να γίνουν μιμητές του πάθους του, ώστε ο Χριστός Ιησούς να δοξασθεί δι' αυτών181. Παρομοίως και ο Κλήμης Ρώμης τονίζοντας την σημασία της ταπεινοφροσύνης και πως «ταπεινοφρονούντων γάρ εστιν ο Χριστός, ουκ επαιρομένων επί το ποίμνιον αυτού», παραθέτει ολόκληρο το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το εν λόγω χωρίο182. Ο Ερμάς, παρ' όλη την αμφισβητήσιμη ορολογία του (για την οποία μιλήσαμε παραπάνω) αναφέρει σαφώς πως η «σαρξ» του Υιού, «εδούλευσε τω Πνεύματι καλώς» και μάλιστα «αμέμπτως», μηδαμώς «μιάνασα» αυτό, υποστηρίζει συνεπώς την αναμαρτησία του Χριστού, και την προβάλλει ως παράδειγμα183. Βέβαια και μόνον το γεγονός της πίστεως των πρώτων Χριστιανών στον Ιησού Χριστό ως σε Κύριο και Υιό Θεού, και η απουσία αμφισβήτησης της υποστατικής ενώσεως των δύο Του φύσεων, εξηγεί την έλλειψη περαιτέρω αναφορών στην αναμαρτησία Του.
       Με την παρουσίαση της διδασκαλίας των Αποστολικών Πατέρων ως προς την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, ολοκληρώνεται και η γενική αναφορά στην χριστολογική τους διδασκαλία. Και στα παραπάνω σημεία φαίνεται άρρηκτη η συνέχεια της πίστεως των Αποστόλων και των μετέπειτα Χριστιανών, μέχρι των ημερών μας.
 
Συμπεράσματα
Έπειτα από την μελέτη της Χριστολογίας των Αποστολικών Πατέρων, εξάγονται τα εξής συμπεράσματα:
 
  • 1. Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων, διατυπώθηκε κυρίως κατά την αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τις εχθρικές προς αυτήν ομάδες, και κυρίως έναντι των Γνωστικών Δοκητών, οι οποίοι αμφισβητούσαν την ανθρωπότητα του Χριστού, και των Ιουδαϊζόντων, οι οποίοι αντιθέτως αρνούνταν την θεότητά Του και την ισότητα προς τον Θεό Πατέρα.
  • 2. Στα γραπτά των Αποστολικών Πατέρων, αν και σε διαφορετικό βαθμό, αντικατοπτρίζεται σαφώς η πίστη της πρώτης Εκκλησίας στην ένωση εν τω προσώπω του Υιού του Θεού της θεϊκής και της ανθρωπίνης φύσεως.
  • 3. Οι Αποστολικοί Πατέρες, στις χριστολογικές τους διατυπώσεις χρησιμοποιούν την χριστολογική ορολογία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, συνεχίζοντας έτσι την αποστολική Παράδοση και συμβάλλοντας στην προφύλαξη της παρακαταθήκης των αυτοπτών του Λόγου, από τις παρερμηνείες των αιρετικών. Για τον λόγο αυτό η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων δεν παρουσιάζει εν πολλοίς τίποτε το καινούργιο σε διατύπωση ως προς την προγενέστερη Χριστολογία, αυτή των Αποστόλων.
  • 4. Εξαίρεση στο παραπάνω συμπέρασμα αποτελεί ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, του οποίου η χριστολογικές διατυπώσεις διακρίνονται για την σαφήνειά τους, σε σημείο που να προηγούνται κατά πολύ της εποχής τους και να συμβάλλουν στην επίλυση πολύ μεταγενεστέρων χριστολογικών ερίδων.
  • 5. Ο Άγιος Ιγνάτιος θέτει στο κέντρο της διδασκαλίας του την σωτηριολογική Χριστολογία, η οποία δεν είναι άλλο παρά ανάπτυξη και επανάληψη ήδη υπαρχόντων στην Παράδοση στοιχείων.
  • 6. Από την Χριστολογία του Θεοφόρου Ιγνατίου εξάγεται το συμπέρασμα πως έχει αρχίσει ο δογματικός καθορισμός της Χριστολογίας με κέντρο όχι την Τριαδολογία, αλλά την περί δύο φύσεως διδασκαλία.                                                    
 

 
  • 158.   G. Bebis, Ignatius, p. 87. «He [i. e. Ignatius] is probably the first father of the church to emphasize in clear terms both the divinity and the humanity of Christ».
  • 159.   K. Μπονη, Χριστιανική Γραμματεία, σ. 142. «...παρά δε τω Ιγνατίω η σχεδόν χαλκηδόνιος δογματική διασάφησις του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως και των δύο φύσεων του Κυρίου». Ο Π. Χρήστου χαρακτηρίζει την χριστολογία του χωρίου αυτού και άλλων παρομοίων ως διφυσιτική. Πατρολογία, σ. 424 (σημείωση περιθωρίου).
  • 160.   Π. Χρήστου, αυτόθι.
  • 161.   Β. Στοπαννου, Η Χριστολογία, σ. 77, όπου και παραπομπές.
  • 162.   Ε. Schwartz, ACO, II, 1,2 σ. 129.
  • 163.   Σμ. 1,1.
  • 164.   Πολ. 3,3.
  • 165.   Εφ. 18,2.
  • 166.   Εφ. 20,2. Για όλες τις παραπάνω παραπομπές των ιγνατιανών χωρίων βλ. Κ. Μπονη, ενθ' ανωτ., σ. 237.
  • 167.   Βαρνάβα 5,11.
  • 168.   Αυτόθι 14,4.5.
  • 169.   Αυτόθι 7, 5.
  • 170.   Α' Φιλ. 2,1.
  • 171.   Πρβλ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 178εε.
  • 172.   Μερικά χωρία αναφέρονται και στην παράγραφο (2) του μέρους αυτού.
  • 173.   Ρμ. 6, 3. Εφ. 1,1. Πολ. 3, 2.
  • 174.   7, 2. 3. 5,1.12.13 PG.
  • 175.   Προς Φιλιπ. 12, 2. 2,1.
  • 176.   Α' Κλ. 49,6. Πρβλ. και 7,4· «Ατενίσωμεν εις το αίμα του Χριστού και γνώμεν ως έστιν τίμιον τω Θεώ και Πατρί αυτού, ότι διά την ημετέραν σωτηρίαν εκχυθέν παντί τω κόσμω μετανοίας χάριν επήνεγκεν».
  • 177.   PG
  • 178.   Εφ. 18, 2.
  • 179.   Στην Χριστολογία του Ερμά παρέσχε στους θεολόγους πράγματα ή έκφρα­ση της Παραβολής 5,6,5· «Αύτη ουν η σαρξ, εν η κατώκησε το Πνεύμα το άγιον, εδούλευσε τω Πνεύματι καλώς εν σεμνότητι και αγνεία πορευθείσα, μηδέν όλως μιάνασα το Πνεύμα». Εν προκειμένω φαίνεται πως διαχωρίζονται η θεία και η ανθρώπινη φύση του Χριστού, και αυτονομείται η «σαρξ», η οποία είναι φορεύς μιας νέας υπηρε­σίας. Βλ. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 413.
  • 180.   Α'  Κλ. 50,7.
  • 181.   Φιλιπ. 8,1. 2.
  • 182.   Α' Κλ. 16, Ιε.
  • 183.   Παραβολή 5, 6, 5.7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου