Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες

 


Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων 
Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες

1. Γενικά
Η Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει διαμορφωθή εξ αρχής μέχρι και σήμερα κυρίως σε αντιπαράθεση με αιρετικές δοξασίες· αυτές, έχοντας την αρχή τους σε προσωπικές πεποιθήσεις των αιρεσιαρχών που δεν θέλησαν με ταπεινοφροσύνη να υποτάξουν την λογική τους στην διδασκαλία του Θεού, προσπάθησαν να υποκαταστήσουν την ορθόδοξη πίστη, και η Εκκλησία, φυσικά, αντέδρασε. Είναι τόσο στενή η σχέση αυτή Θεολογίας και αίρεσης, ώστε όπως λέγει χαρακτηριστικά Έλληνας Πατρολόγος «Η ορθόδοξη θεολογία είναι συνυφασμένη με την κακόδοξη με την έννοια ότι βαδίζουν παράλληλα και αλληλοπροϋποθέτονται. Επομένως η κατανόηση της πρώτης απαιτεί την γνώση της δεύτερης... Η πατερική θεολογία λοιπόν υπάρχει "εν αναφορά" προς την κακοδοξία και γι' αυτό κατανοείται "εν σχέσει" προς αυ­τήν»18. Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων για την ανθρώπινη φύση του Χριστού αναπτύχθηκε κυρίως σε αντιπαράθεση με τους αιρετικούς οι οποίοι την αρνούνταν. Την θεότητα του Χριστού αμφισβήτησαν οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί, εμμένοντες στον θεομονισμό19 (απόλυτη μονοθεΐα20) που τους είχε εμπνεύσει η λανθασμένη κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης. Το ζήτημα εν προκειμένω ήταν πάρα πολύ σημαντικό, διότι η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποτελεί την βάση της Εκκλησίας, την πέτρα επί της οποίας ο Κύριος οικοδόμησε την Εκκλησία του. αυτό είπε και ο ίδιος ο Κύριος στον Απόστολο Πέτρο όταν διατύπωσε την πίστη του σε αυτόν ως σε Υιό του Θεού: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»21. Η Εκκλησία, ως συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα που εκφράζει τον χώρο της εν Χριστώ σωτηρίας των πιστών, αποτελεί την ιστορία του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου ή τον Χριστό παρατεινόμενο στην ιστορία, καθ' όσον η ύπαρξή της και το πρόσωπό Του είναι αρρήκτως ενωμένα22. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν το γεγονός της σαφούς διακηρύξεως της θεό­τητος του Χριστού από τους Πατέρες των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, καθώς η διακήρυξη αυτή, συνεχίζοντας το αποστολικό κήρυγμα και διατηρώντας την πίστη σε αυτή ως σε θεανθρώπινο σώμα, διεφύλαξε την Εκκλησία από το να καταστεί ένα ανθρώπινο, προφητικό το πολύ, κίνημα, όπως τόσα άλλα μέχρι τότε. Πλην αυτού ο τονισμός της θεότητος του Χριστού από τους Αποστολικούς Πατέρες αποσκοπούσε και στην ενθάρρυνση των Χριστιανών και στην κραταίωση της πίστης τους περί της παντοδυναμίας και της τελικής κατισχύσεως του Θεού έναντι των πολεμουντών την Εκκλησίαν. Παραλλήλως, όμως, αποστομώνει και όσους «σπουδαστές των Γραφών» αμφισβητούν σήμερα, τόσους αιώνες μετά, το γεγονός πώς ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός.



2. Οι ιουδαΐζοντες
Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό23. Η ιουδαϊκή Συναγωγή ήταν ο φυσικός πρόδρομος της Εκκλησίας, γι' αυτό και τα πρώτα κηρύγματα των Αποστόλων έλαβαν χώρα απευθυνόμενα προς μόνους τους Ιουδαίους, στον Ναό του Σολομώντος και μετέπειτα σε Συναγω­γές24, είτε στην Παλαιστίνη είτε στην διασπορά25. Η εμφάνιση της Εκκλησίας στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού δεν σημαίνει ότι αποτελεί αυτή μία ανθρώπινη μετεξέλιξη ή αίρεσή του. Αντιθέτως η μωσαϊκή λατρεία δημιουργήθηκε από Θεού χάριν της Εκκλησίας26, η οποία αποτελεί «πλήρωμα»27 του Νόμου, και γι' αυτό οι προ Χριστού ευσεβείς Ισραηλίτες θεωρούνται δικαίως «προεκκλησία»28.
Βεβαίως η συνείδηση της αποστολικής Εκκλησίας για την ετερότητα του Χριστιανισμού έναντι του Ιουδαϊσμού υπήρχε έντονη ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής, όμως η σύνδεση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας με τον Ιουδαϊσμό ήταν εύλογη και αναντίρρητη, αφού ο Ιουδαϊσμός αποτελούσε αψευδή μάρτυρα της αυθεντικότητας της διδασκαλίας του Χριστιανισμού29.
Οι περισσότεροι των Ιουδαίων πίστευαν σε ένα εσφαλμένο αντιτριαδικό μονοθεϊσμό, ο οποίος απετέ­λεσε και την πρώτη μήτρα της αιρέσεως στην Εκκλησία, από την οποίαν εκπήγασαν σταδιακά οι χριστολογικές παρεκκλίσεις του τροπικού και του δυναμικού μοναρχιανισμού30. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί αποδέχθηκαν την αποδέσμευση από τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου μόνο για τους εξ εθνών Χριστιανούς, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν ως ιδιαίτερη κοινότητα στα περιθώρια της Καθολικής Εκκλησίας31· αυτοί ήταν μοναρχικοί, λόγω της ιουδαϊκής τους προελεύσεως32. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, έχοντας χάσει το κέντρο τους, όσοι ιουδαΐζοντες δεν ενώθηκαν με τους εξ εθνών Χριστιανούς, διεσπάρησαν πέραν του Ιορδάνου, ανατολικά της Αντιοχείας και στην Κύπρο και εξε­λίχθηκαν έτσι σε αιρετικές ομάδες, ως Ναζωραίοι, Εβιωνίτες ή Εβιωναίοι και Ελκεσαΐτες33.
Για τους Ναζωραίους γνωρίζουμε ότι υπήρξαν μερίδα των Εβιωναίων, δεχόμενοι μεν την εκ Παρθένου γέννηση του Κυρίου, όχι όμως και την προΰπαρξή του, τουλάχιστον αρχικά. Οι κυρίως λεγόμενοι Εβιωναίοι απέρριπταν εξ αρχής την γέννηση εκ Παρθένου, συνεπώς ο Κύριος ήταν γι' αυτούς απλός άνθρωπος. Παρομοίως και οι Γνωστικοί Εβιωναίοι ισχυρίζονταν ότι στον εκ του Ιωσήφ γεννηθέντα Ιησού κατήλθε ο προαιώνιος υπάρχων Χριστός, ο οποίος είναι ο ίδιος με αυτόν που κατήλθε στον Αδάμ, υποστήριζαν δηλαδή τρόπον τινά μία μετενσάρκωση34 υιοθετιστικού χαρακτήρα. Πάντως είτε στην καθαρή ιουδαϊκή τους προέλευση είτε στην ελαφρά ελληνιστική τους απόχρωση οι Εβιωνίτες διαφοροποιούνται ριζικά από την διδασκαλία της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι προφήτης, δεν φέρνει σωτηρία απολυτρωτική αλλά στηρίζει τον Νόμο. από το πρόσωπό του λείπει η θεότητα και κατά συνέπεια η απολυτρωτική του σχέση προς την ανθρώπινη ιστορία35. Γνωστικοί ήταν και οι Ελκεσαΐτες, οι οποίοι υποστήριζαν και αυτοί παρόμοιες αντιλήψεις περί μετενσαρκώσεως ως προς το πρόσωπο του Κυρίου36. Το σταθερό γνώρισμα των απόψεων όλων αυτών ήταν η άρνηση της θεότητας του Χριστού.
Πολύ αργότερα ως συνεχιστές του μοναρχιανισμού των ιουδαϊζόντων θα εμφανισθούν ποικίλων αποχρώσεων υιοθετιστές, με κυριώτερους τους δυναμικούς μοναρχιανούς. Σε αντίθεση με τους τροπικούς μοναρχιανούς, με κύριο εκπρόσωπο τον Σίμωνα τον Μάγο, οι οποίοι υπερτόνιζαν την θεότητα του Χριστού ταυτίζοντάς τον όμως με τον Πατέρα, οι δυναμικοί μοναρχιανοί αρνούνταν την θεότητα του Χριστού, εμμένοντας σε παλιές ιουδαϊστικές αντιλήψεις ότι ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος και έγινε Θεός δι' υιοθεσίας λόγω της μεγάλης προσωπικής του α­ξίας37. Ο δυναμικός μοναρχιανισμός, ο οποίος διαμορφώθηκε καθοριστικά από τον Παύλο τον Σαμοσατέα μετά τα μέσα του Γ' αιώνα, ταλάνισε την Εκκλησία επί πολύ κατά τον Δ' αιώνα με την μορφή της διδασκαλίας του Αρείου38.


3. Η περί θείας φύσεως του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων
Ως προς την θεότητα του Χριστού διαπιστώνεται στους Αποστολικούς Πατέρες μία θαυμαστή συμφωνία. Στα συγγράμματά τους απηχείται πιστά το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Χριστού ως Υιού του Θεού και Θεού Λόγου. Είναι δυσεξαρίθμητα τα χωρία των συγγραμμάτων αυτών στα οποία ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται Θεός, ο Υιός του Θεού, και Κύριος39, ονόματα δηλωτικά της θεότητός Του40.
Ο Άγιος Ιγνάτιος, ο σπουδαιότερος των Αποστολικών Πατέρων, αγωνίστηκε ταυτοχρόνως προς δύο κατευθύνσεις: εναντίον των Δοκητών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο, και εναντίον των ιουδαϊζόντων Χριστιανών την αντιμετώπιση των δευτέρων εξυπηρετούν κυρίως οι επιστολές του Προς Μαγνησιείς και Προς Φιλαδελφείς41. Πλην των άλλων θεοπρεπών χαρακτηρισμών, μόνο η προσηγορία «Θεός» για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού απαντάται στις επιστολές του παραπάνω από δεκαπέντε φορές42. Έτσι ο Χριστός είναι «Θεός ανθρωπίνως φανερούμενος»· «ο γαρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού». Μάλιστα ο «Θεός ημών Ιησούς Χριστός εν Πατρί ων μάλλον φαίνεται»43. Ωστόσο την πίστη του Αγίου Ιγνατίου στην θεότητα του Χριστού φανερώνει πλήθος άλλων στοιχείων εν πρώτοις η χρήση του όρου «Κύριος» για το πρόσωπο του Χριστού, σήμαινε για κάθε μέλος των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων την αποδοχή της επί πάντων κυριότητας του Χριστού και της θεότητάς του, η δε φράση «ο Κύριος Ιησούς» ή «ο Κύριος Ιησούς Χριστός» αποτελεί το αρχαιότατο σύμβολο της πρώτης κοινότητας44. Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και από τον Άγιο Ιγνάτιο45. Ο Χριστός αναφέρεται μαζί με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ως ίσος με αυτά: «Υποτάγητε τω επισκόπω και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πα­τρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω Πνεύματι», «ίνα πάντα, όσα ποιήτε, κατευοδωθή σαρκί και πνεύματι, πίστει και αγάπη, εν Υιώ και Πατρί και εν Πνεύματι»46. Ο ιερός πατήρ κάνει ακόμη λόγο περί του Χριστού ως Υιού του Πατρός με απόλυτη έννοια. «Ώσπερ ουν ο Κύριος άνευ του Πατρός ουδέν εποίησεν, ηνωμένος ων... ούτω μηδέ υμείς»· «συντρέχετε... επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα»· «εις Θεός εστιν, ο φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του Υιού αυτού». Ο Χριστός αποκαλείται «γνώμη του Πατρός» και «αψευδές στόμα» του ως ενσαρκωθείς Λόγος, η δε προΰπαρξή του σαφώς διδάσκεται από τον Ιγνάτιο, καθώς και ο συνεχής δεσμός του με τον Πατέρα· «ος προ αιώνων παρά Πατρί ην», «πνευματικώς ηνωμένος τω Πατρί»41. Σε αναφορά προς τον προϋπάρχοντα Λόγο χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Ιγνάτιο και τα επίθετα «αγέννητος» και «απαθής». Τα επίθετα αυτά, το πρώτο εκ των οποίων παρερμηνεύθηκε από δυτικούς ερευνητές ως υποδηλούν υιοθετισμό48, χρησιμοποιούνται χριστολογικώς για να εκφράσουν (στην αντιπαράθεσή τους με τα επίθετα γεννητός και παθητός αντιστοίχως) το παράδοξο του ενσαρκωθέντος Λυτρωτού, ο οποίος είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος49. Ο Χριστός, ο διδάσκαλος των Χριστιανών ταυτίζεται ακόμη με τον Λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εδημιούργησε τον κόσμο· διότι εκεί ανάγει η φράση του Θεοφόρου «εις ουν διδάσκαλος, ος είπε και εγένετο»50. Το ότι ο Χριστός είναι Θεός, συμπεραίνεται ακόμη από το γεγονός της ταυτίσεως, στα κείμενα του Αγίου Ιγνατίου, των όρων «χριστοφόροι» και «θεοφόροι» αναφερομένων στους πιστούς, όπως και της θεωρήσεως των εθνικών και αιρετικών ως αθέων «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι και αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»· «ει δε, ώσπερ τινές, άθεοι όντες, τουτέστιν άπιστοι, λέγουσι, το δοκείν πεπονθέναι αυτόν, αυτοί όντες το δοκείν, εγώ τί δέδεμαι, τί δε και εύχομαι θηριομαχήσαι;»51. Η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποδεικνύει τον Θεοφόρο Ιγνάτιο μαθητή της αποστολικής παραδόσεως, ιδιαίτερα δε της ιωαννείου, ως προς την προΰπαρξη του Λό­γου52.
Και στους υπολοίπους Αποστολικούς Πατέρες οι μαρτυρίες περί της θεότητας του Λόγου είναι δαψιλείς. Ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης επανειλημμένα ονομάζει τον Ιησού Χριστό «Κύριο ημών»53· αυτός είναι «ο αιώνιος αρχιερεύς, ο Υιός του Θεού Ιησούς Χριστός»· σε αυτόν έδωσε ο Πατήρ «θρόνον εκ δεξιών αυτού, ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών»54. Ο Χριστός παρουσιάζεται από τον Άγιο Πολύκαρπο παντοδύναμος, σύνθρονος τω Πατρί55, στον οποίον έχουν υποταγή τα πάντα. σε άλλο χωρίο, στο οποίο η συνάφεια δείχνει πως αναφέρεται μόνο στον Χριστό, χαρακτηρίζεται εμφανώς ως Κύριος και Θεός· «απέναντι γαρ των του Κυρίου και Θεού εσμεν οφθαλμών, και "πάντας δει παραστήναι τω βήματι του Χριστού, και έκαστον υπέρ εαυτού λόγον δούναι". Ούτως ουν δουλεύσωμεν αυτώ μετά φόβου και πάσης ευλαβείας καθώς αυτός ενετείλατο ημίν»56. Τα στοιχεία αυτά, όπως άλλωστε και μόνη της η χρήση του όρου «Κύριος», μαρτυρούν περί της θεότητος του Χριστού στην χριστολογία του Επισκόπου Σμύρ­νης57.
Στον Κλήμεντα Ρώμης η ορολογία είναι παρόμοια. Ο Ιησούς Χριστός αποκαλείται και εδώ «Κύριος»58, στον οποίον ανήκει «η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων», είναι δε αυτός «το σκήπτρον της μεγαλωσύνης του Θεού»· η τελευταία αυτή φράση δεικνύει την ισότιμη συμβασιλεία του Χριστού και του Θεού Πατρός, εφόσον μάλιστα στην ίδια συνάφεια, αλλά και αλλού, η προσηγορία «Κύριος» χρησιμοποιείται αδιακρίτως και για τους δύο. Αλλού ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως «υιός» και «απαύγασμα της μεγαλωσύνης του Θεού», του οποίου «ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπέρτατον όψιν», διά του «αρχιερέως των προσφορών ημών», και «καθημένου εκ δεξιών» του Πατρός, του Ιησού Χριστού59. Τα σπουδαιότερα χωρία εν προκειμένω, όμως, ίσως είναι όσα αναφέρονται στην Αγία Τριάδα, όπου ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα τίθενται δίπλα στον Πατέρα: «Zη γαρ ο Θεός και ζη ο Κύριος Ιησούς Χριστός και το Πνεύμα το Άγιον»· «Ή ουχί ένα Θεόν έχομεν και ένα Χριστόν και εν Πνεύμα της χάριτος το εκχυθέν εφ' ημάς και μία κλήσις εν Χριστώ»60. Στην Β' Κλήμεντος, αν και αυτή δεν θεωρείται γνήσια επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης61 και συνεπώς εδώ παρουσιάζεται παρενθετικώς, ο Χριστός ονομάζεται επίσης Κύριος62 και είναι σωτήρας των πιστών «Ούτω και ο Χριστός ηθέλησε σώσαι τα απολλύμενα και έσωσε πολλούς»63. Εδώ όμως υπάρχει κάτι σπουδαιότερο. ευθύς εξ αρχής της επιστολής ο Χριστός χαρακτηρίζεται απερίφραστα Θεός. «Αδελφοί, ούτως δει ημάς φρονείν περί Ιησού Χριστού, ως περί Θεού, ως περί κριτού ζώντων και νεκρών»64. Όσο ταπεινότερη γνώμη έχουν οι Χριστιανοί για τον Χριστό, τόσο ολιγώτερη ελπίδα υπάρχει να κερδίσουν την πραγματική σωτηρία, και όσο υψηλότερη, τόσο μεγαλύτερη ελπίδα: «Εν τω γάρ φρονείν ημάς μικρά περί αυτού, μικρά και ελπίζομεν λαβείν»65. Βέβαια η Επιστολή αυτή έχει και προβληματικά σημεία. χαρακτηρίζει τον Χριστό ως το «σαρξ» γενόμενον «Πνεύμα», ενώ η Εκκλησία θεωρείται ως προϋπάρχουσα και σχηματίζει με τον Χριστό συζυγία66. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν θεωρούνται ενδεικτικά αιρέσεως, αλλά της θεολογικής ρευστότητος της εποχής εκείνης67. Πάντως και μόνη της η Α' Κλήμεντος μαρτυρεί επαρκώς περί της θεότητος του Χριστού68.
Στην Επιστολή Βαρνάβα ο Χριστός έχει την ίδια θέση, παρά τω Θεώ, ως συνδημιουργός, λυτρωτής και μελλοντικός κριτής. Ο Χριστός είναι «παντός του κόσμου Κύριος, ω είπεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου "ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημετέραν"»· «πώς ουν υπέμεινεν υπό χειρών ανθρώπων παθείν; Μάθετε...»69· ανέχθηκε να πάθει για τις αμαρτίες μας, αν και Κύριος, για να μας ζωοποιήσει: «Ει ουν ο Υιός του Θεού, ων Κύριος και μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς, έπαθεν ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς, πιστεύσωμεν ότι ο Υιός του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν, ει μη δι' ημάς». Αυτός, ο Υιός του Θεού, θα έλθει για να κρίνει και να ανακαινίσει τον κόσμο: «Όταν ελθών ο Υιός αυτού καταργήσει τον και­ρόν του ανόμου και κρίνει τους ασεβείς και αλλάξει τον ήλιον και την σελήνην και τους αστέρας, τό­τε καλώς καταπαύσεται εν τη ημέρα τη εβδόμη»70. Αναφερόμενος μάλιστα στον χάλκινο όφι, στον οποίον ατενίζοντες οι Ισραηλίτες στην έρημο σώζονταν, και θεωρώντας τον ως τύπο του Ιησού («Πάλιν Μωυσής ποιεί τύπον του Ιησού»71), ο Βαρνάβας καταλήγει «Έχειν πάλιν και εν τούτοις την δόξαν του Ιησού, ότι εν αυτώ πάντα και εις αυτόν»72. Είναι φανερό πως ο Βαρνάβας θέτει τον Χριστό σε θέση ίση με τον Θεό και, συνεπώς, κατ' αυτόν, είναι Θεός73.
Στον Ποιμένα του Ερμά παρουσιάζονται επίσης χριστολογικά προβλήματα· και εδώ η Χριστολο­γία, όπως και στην Β' Κλήμεντος, παρουσιάζει μάλλον συγκεχυμένη περί Χριστού άποψη. Το όνομα του Χριστού δεν αναφέρεται πουθενά, το τρίτο πρόσωπο της Τριάδος κατά κάποιο τρόπο χάνεται στην ηθικολογία, και το έργο του δεν έχει ίχνος λυτρωτικού χρώμα­τος74, ενώ η Εκκλησία θεωρείται προϋπάρχουσα75. Πάντως ο σκοπός του έργου είναι απλώς παραινετικός και διδακτικός, με απώτερο στόχο την μετάνοια, γι' αυτό και τα θεολογικά θέματα προσπαθεί να τα προσαρμόσει προ το κύριο θέμα του, παρεκκλίνοντας πολλάκις της εκκλησιαστικής γραμμής76. Ο Υιός του Θεού θεωρείται και από τον Ερμά ως προαιώνιος και ως συνδημιουργός: «Ο μεν Υιός του Θεού πάσης της κτίσεως αυτού προγενέστερός εστιν, ώστε σύμβουλον αυτόν γενέσθαι τω Πατρί της κτίσεως αυτού· διά τούτο και παλαιός εστιν». Αυτός συγκρατεί όλον τον κόσμο.77«το όνομα του Υιού του Θεού μέγα εστι και αχώρητον και τον κόσμον όλον βα­στάζει». Έστω και με προβληματική ορολογία ή και αντίληψη περί Χριστού, η χριστολογία του Ερμά βλέπει και αυτή τον Υιό ως Θεό.
Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων αναφέρεται στον Ιησού Χριστό χρησιμοποιώντας και αυτή τον τίτλο «Κύριος». «μηδέ προσεύχεσθε ως οι υποκριταί, αλλ' ως εκέλευσεν ο Κύριος εν τω Ευαγγελίω αυτού, ούτω προσεύχεσθε»· «και γαρ περί τούτου είρηκεν ο Κύριος "μη δώτε το άγιον τοις κυσί"». Αυτός είναι και ο μελλοντικός κριτής του κόσμου «τότε όψεται ο κόσμος τον Κύριον ερχόμενον επάνω των νεφελών του ουρανού»78. Για την ισότητα του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά και το Πνεύμα, είναι χαρακτηριστική και η παρουσίαση της καινοδιαθηκικής εντολής, «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»79, η οποία αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες αγιογραφικές μαρτυρίες για την Αγία Τριάδα. Η διδαχή συνιστά και αυτή «έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις όνομα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος80. Κατά ταύτα την Διδαχή την διέπει η ίδια με τα άλλα έργα των Αποστολικών Πατέρων πίστη περί της θεότητος του Χρι­στού81.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε την διαπιστωμένη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης ανεξαιρέτως σχεδόν από όλους τους Αποστολικούς Πατέρες, οι οποίοι την εκλαμβάνουν ως θεόπνευστο ιερό κείμενο82. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. η διαμόρφωση ορθής στάσεως απέναντι στην ΠΔ ήταν για την Εκκλησία υπόθεση ιστορικής και θεολογικής ανάγκης. Από την στάση της αυτή θα εξαρτάτο, κατά κύριο λόγο, αν η Εκκλησία θα φυτοζωούσε στα περιθώρια του Ιουδαϊσμού (όπως οι ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες), αν θα μεταβαλλόταν σε αιρετική παραφυάδα (όπως οι Γνωστικοί με την απόρριψη της ΠΔ) ή αν θα έπαιρνε την θέση του αληθινού Ισραήλ με ανύψωση της ΠΔ σε εισαγωγή του Ευαγγελίου83. Η συνεχής αναφορά των Αποστολικών Πατέρων στην Παλαιά Διαθήκη είχε ως σκοπό να αποδείξει στους ιουδαΐζοντες πως αυτή ερμηνεύεται πλήρως διά του έργου του Χριστού, στο πρόσωπο του οποίου εκπληρώνεται, να βεβαιώσει το κύρος του Χριστού και την προϊστορία της τότε ανα­πτυσσομένης Εκκλησίας έναντι όσων ομιλούσαν για την εμφάνιση «καινών δαιμονίων», αλλά και να αντιδράσει έναντι των Γνωστικών, οι οποίοι απέρριπταν την αλήθεια και την αξία της. Όσοι ενέμεναν σε παλαιούς τύπους αρνούμενοι την θεότητα του Χριστού, έβρισκαν στις περί αυτού προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ένα ισχυρό εμπόδιο· το ίδιο και όσοι, αποδεχόμενοι το πρόσωπο του Χριστού, απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη η οποία όμως εκπληρωνόταν και έβρισκε το νόημά της σ' Αυτόν. Και στις δύο περιπτώσεις, η αναγκαιότης αναδρομής στην Παλαιά Διαθήκη ήταν επιτακτική για την χριστολογική διδασκαλία.
18. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, σ. 157ε.
19. Για τον όρο πρβλ. Βλ. Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 141.
20. Για τον όρο πρβλ. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, σ. 82.
21. Mr. 16, 18. Ως «πέτρα ταύτη» οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν την πίστη του Αποστόλου Πέτρου στην θεότητα του Κυρίου. Πρβλ. Ιω. Χρυςοςτομου, Εις Ματθ. Ομ. 54, 2, PG 58, 534· «άλλ' επειδή είπεν Υιόν Θεού, ίνα δείξη ότι ούτως εστίν Υιός του Θεού, ώσπερ εκείνος Υιός Ιωνά, της αυτής ουσίας τω γεγεννηκότι, δια τούτο τούτο προσέθηκε. Και εγώ σοι λέγω, συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν. τουτέστι, τη πίστει της ομολογίας». Αν. Παπαγεωργακοπουλου, Το πάθος, σ. 27· «Η ομολογία αύτη ηρμήνευε συντόμως και ωμολόγει την θεότητα του Ιησού εν τη ανθρωπίνω υποστάσει αυτού εν μέσω των ανθρώπων προς εκπλήρωσιν της προαιώνιου βουλής του Θεού [...] πάσαι δε αι άλλαι ως άνω ομολογίαι δύνανται να θεωρηθώσιν ότι εγένοντο δεκταί υπό του Ιησού ως ομολογίαι προπαρασκευαστικαί της μεγάλης ομολογίας του Πέτρου». Πρβλ. και υποσημ. 23.
22. Χρ. Κρικωνη, Το Μυστήριον της Εκκλησίας, σ. 15.
23. Βλ. Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 33· «...η πρώτη χριστιανική κοινότητα αναπτύχθηκε στο σαφώς ιουδαϊκό περιβάλλον των Ιεροσολύμων, το οποίο υπήρξε πάντοτε εχθρικό έναντι των Χριστιανών».
24. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, σ. 137.
25. Πρβλ. Πρ. 11,19· «και ουδενί ελάλουν τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις».
26. Πρβλ. Ρμ. 15, 4· «όσα γαρ προεγράφη, εις την ημετέραν διδασκαλίαν προεγράφη». Μάλιστα ο όρος «Εκκλησία» υφίσταται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Βλ. Χρ. Κρικωνη, Το Μυστήριον της Εκκλησίας, σ. 17.
27. Βλ. Mτ. 5,17· «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» και Ρμ. 3, 31· «νόμον ουν καταργούμεν διά της πίστεως; μη γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν».
28. Θ. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις Πατράσι, σ. 129.
29. Βλ. Φειδα, ένθ' ανωτ., σ. 36.
30. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση, σ. 124.
31. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 139ε.
32. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, σσ. 82ε.
33. Β. Στεφανιδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 37.
34. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 140ε.
35. Ν. Ματσούκα, ένθ' ανωτ., σ. 126ε.
36. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 143.
37. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, σ. 82ε.
38. Π. Χρήστου, αυτόθι, σσ. 84.154. Θ. Ζηςη, Η Σωτηρία, σ. 179· «Ως απλούν, ψιλόν, άνθρωπον εξελάμβανον τον Χριστόν οι ιουδαΐζοντες Εβιωνίται ως και αι εκ του Ιουδαϊσμού επηρεασθείσαι μοναρχιανικαί αιρετικαί κινήσεις...Αι απόψεις αύται ανεπτύχθησαν συστηματικώτερον υπό Παύλου του Σαμοσατέως, ισχυρώς επιδράσαντος επί της περί Υιού διδασκαλίας του Αρείου». Ο καθηγητής Φειδάς διαβλέπει επίδραση του Ιουδαϊσμού και στον Μοντάρισμα. Βλ. Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 142· «Η βάση του Μοντανισμού ήταν ιουδαΐζουσα όχι βεβαίως με την έννοια της προβολής της υπεροχής του Ιουδαϊσμού έναντι του Χριστιανισμού, αλλά με την έννοια της καθιερώσεως του πνεύματος μιας τυπολατρικής τηρήσεως αυστηρών ηθικών κανόνων στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας».
39. Π. Τρεμπελα, Δογματική, σ. 53.
40. Για τον όρο «Κύριος» βλ. υποσημ. 42. Ως προς τον όρο «ο Υιός του Θεού» είναι ενδεικτικές οι παρακάτω απόψεις: F. Rienecker, Lexikon, σ. 970· «Wenn Jesus sich Gottes Sohn nennt, liegt darin der Anspruch absoluter Vorrangstellung vor allem Geschaffenen (vgl. Kol 1,15.16, auch Joh 1,3). Er ist vor allem, durch ihn ist alles. So ist der "Sohn Gottes" ganz einfach der Herr». Β. Τσάκωνα, Η Χριστολογία, σ. 21ε. «Ο όρος "Υιός του Θεού" με τας διαφόρους παραλλαγάς του απαντών 23 φοράς εις τας επιστολάς Ιωάννου εκφράζει όσον ουδαμού αλλαχού εν τη Κ.Δ. την θείαν φύσιν του Ιησού, την σχέσιν Του προς τον Θεόν-Πατέρα και την αξίαν της ομολογίας της εις Αυτόν πίστεως της πρώτης Εκκλησίας». Πρβλ. υποσημ. 4.
41. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 423ε.
42. Π. Τρεμπελα, ένθ' ανωτ., σ. 54.
43. Εφ. 19, 3. Εφ. 18, 2, Ρμ. 3, 3.
44. Γ. Γαλιτη, Κύριος, σ. 1217. Και στην Παλαιά Διαθήκη ο όρος «Κύριος» (adonaj) χρησιμοποιήθηκε από τους Ο' για την απόδοση του απαγορευμένου ονόματος του Θεού (Jahve), αυτόθι, σ. 1215.
45. Β. Στοπαννου, Η Χριστολογία, σ. 83.
46. Μαγν. 13,1.2. Για την παρερμηνεία του κατά σάρκα βλ. υποσημ. 29.
47. Μαγν. 7,1.2. 8, 2. Εφ. 3,2. Ρωμ. 8,2. Μαγν. 6,1,Σμ. 3, 3. Πρβλ. Β. Στογιαννου, ένθ' ανωτ., σ. 93.
48. Όπως παρερμηνεύθηκε και το Μαγν. 13,2· «υποτάγητε τω επισκοπώ και αλλήλοις, ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα». Η φράση «κατά σάρκα» αίρει την εντύπωση της υποταγής. Βλ. Β. Στογιαννου, ένθ' ανωτ., σ. 92ε. Κ. Μπονη, Χριστιανική Γραμματεία, σ. 237.
49. Εφ. 7, 2· «εις ιατρός εστιν ...γεννητός και αγέννητος, ...πρώτον παθητός και τότε απαθής, Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών». Β. Στογιαννου, ένθ' ανωτ., σ. 88ε.

50. Εφ. 15,1. Βλ. Β. Στογιαννου, αυτόθι, σ. 95. Τα αντίστοιχα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης είναι τα Γν. 1,3ε. «και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φώς· και εγένετο φως» κ.τ.κ. Ψ. 32, 9 και 148, 5· «ότι αυτός είπε και εγενήθησαν», «αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν».

51. Εφ. 9, 2. Τραλλ. 10,1. Βλ. Τραλλ. 3, 2. Β. Στοπαννου, ένθ' ανωτ., σ. 92.
52. Β. Στοπαννου, ένθ' άνωτ., σ. 92.1. Καλογηρου, Ιστορία των Δογμάτων, σ. 60ε.
53. Φιλιπ. 1,1-2,3.10,1.
54. Αυτόθι, 12,2. 2,1.
55. Πρβλ. και 5, 2· «ως Θεού και Χριστού διάκονοι».
56. Φιλιπ. 6, 2.3.
57. Άλλωστε τό μόνο θεολογικό πρόβλημα, το οποίο ο Άγιος Πολύκαρπος πραγματεύεται στην επιστολή του Προς Φιλιππησίους είναι, κατά τον Π. Χρήστου, το της ενανθρωπήσεως του Χριστού και των συνεπειών αυτής. Βλ. Πατρολογία, σ. 443ε.
58. Α' Κλ. 12, 7.13,1.κ.ά.
59. Αυτόθι, 50, 7.16, 2. 36.

60. Αυτόθι, 58, 2. 46, 6. Πρβλ. και 42, 3· «πληροφορηθέντες διά της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού και πιστωθέντες εν τω λόγω του Θεού, μετά πληροφορίας Πνεύματος αγίου».

61. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 197· «Πάντως εκ της μελέτης του κειμένου και εκ της συγκρίσεως των ποικίλων γνωμών των ασχοληθέντων πάλαι τε και νυν περί το εν λόγω έργον, ήχθην εις το συμπέρασμα, ότι ασφαλώς περί Ομιλίας και ουχί περί Επιστολής πρόκειται και δεν ανήκει η Ομιλία εις συντάκτην Ρωμαίον ή Αλεξανδρινόν, αλλά μάλλον εις Κορίνθιον, ακμάσαντα περί τα μέσα της Β' εκατονταετηρίδος μ.Χ. Ποίος ούτος, άγνωστον».
62. Β' Κλ. 6,1.8, 5.
63. Αυτόθι, 2, 7.
64. Αυτόθι, 1,1.
65. Αυτόθι 1,2. II. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 375.
66. Β' Κλ. κεφ. 9 και 14.
67. Πρβλ. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 202. Η χριστολογία της Β' Κλήμεντος χαρακτηρίζεται από τον Π. Χρήστου ως παρουσιαζόμενη πνευματολογικά, συνδεόμενη με ανάλογες αντιλήψεις του Έρμα. Ο ίδιος θεωρεί τις εν λόγω προβληματικές διατυπώσεις περί της Εκκλησίας ως επιδράσεις όχι μόνον γνωστικής διδασκαλίας, αλλά και της χριστιανικής διδασκαλίας περί της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, της αλεξανδρινής φιλοσοφικής τυπολογίας και ακόμη μιας τάσεως να θεωρηθεί ως Εκκλησία το σύνολον του ανθρωπίνου γένους μετά την δημιουργία. Βλ. Πατρολογία, σ. 376.
68. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 371· «Αν και ο Χριστός εμφανίζεται κυρίως ως αποκαλυπτής της γνώσεως και δεν λέγεται ρητώς σωτήρ και Θεός, αντιλαμβανόμεθα εκ των ανωτέρω [εννοεί το χωρίο Α' Κλ. 36, 2, στο οποίο παραπέμψαμε και εμείς] ότι τοποθετείται υπό του Κλήμεντος πλησίον του Θεού και ουσιωδώς θεωρείται σωτήρ».
69. 5, 5. Πρβλ. και 6,12. «Λέγει γαρ η Γραφή περί ημών, ως λέγει τω Υιώ "ποιή­σωμεν κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημών τον άνθρωπον"... Ταύτα προς τον Υιόν».
70. 7,2.15, 5. Βλ. Τρεμπελα, ένθ' ανωτ., σ. 54.
71. 12,5.
72. 12,7. Ο Κ. Μπόνης παραπέμπει στη ρήση αυτή ως δηλωτική της θεότητος του Χριστού. Βλ. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 345· «Ότι ο Χριστός δεν είναι μόνον αληθής Θεός, ίσος τω Πατρί κατά πάντα (κ. XII, 7)...» κ.ο.κ.
73. Πρόβλημα εντοπίζει ο καθηγητής Χρήστου στην χριστολογική ορολογία και του Βαρνάβα, την οποία χαρακτηρίζει πνευματολογική, λόγω της φράσεως εν 7, 3 στην οποία ονομάζεται ο Χριστός «σκεύος του Πνεύματος»· ένθ' ανωτ., σ. 400. Ωστόσο η φράση μπορεί να νοηθεί σαφώς και ορθοδόξως, εφ' όσον συμφωνεί πλήρως με την περί του Χριστού προφητεία του Ησαΐου 42,1: «έδωκα το πνεύμα μου επ' αυτόν, κρίσιν τοις έθνεσιν εξοίσει»· πρβλ. Μτ. 12,18.
74. Η χριστολογία του φαίνεται να τείνει άλλοτε προς την αγγελολογικά και άλλοτε προς την πνευματολογικά θεμελιωμένη χριστολογία. Βλ. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 390. Ειδικώτερα ως προς την δεύτερη παραθέτει ο Π. Χρήστου το εξής ενδεικτικό χωρίο, Παραβ. 5, 6, 5: «το Πνεύμα το άγιον, το προόν, το κτίσαν πάσαν την κτίσιν, κατώκισεν ο Θεός εις σάρκα ην ηβούλετο». Ο άνθρωπος επί του οποίου κατήλθε το Πνεύμα θεωρείται προσωπικότητα μεγάλης δυνάμεως η οποία δικαιολογεί την εκλογή Του. Βλ. Π. Χρήστου, αυτόθι. Ο Κ. Μπονης χαρακτηρίζει την χριστολογία του Ερμά «δυαρχικό μονοθεϊσμό», ακολουθώντας ξένους θεολόγους. Ένθ' ανωτ., σ. 415.
75. Όρ. 2, 4,1. «Ότι πάντων πρώτη εκτίσθη, διά τούτο πρεσβυτέρα, και διά ταύτην ο κόσμος κατηρτίσθη».
76. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 394. 406.
77. Παραβ. 9,12, 2. 9,14, 5.
78. 8,2. 9, 5.16, 8.
79. Μτ. 28,19.
80. 7, 3.
81. Βλ. Π. Τρεμπελα, ένθ' ανωτ., σ. 55.
82. Ι. Παναγοπουλου, Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής, σ. 142.
83. Αυτόθι, σ. 140

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου