Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Διαθρησκειακές συναντήσεις ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ

 


ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
 ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων
 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι διαθρησκειακές συναντήσεις εξακολουθούν να παραμένουν στο προσκήνιο, να απασχολούν την επικαιρότητα. Μετά το χτύπημα των διδύμων πύργων της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για την οργάνωση διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, και μάλιστα με την παρότρυνση και ενθάρρυνση πολιτικών, διακόνων της Νέας Τάξεως πραγμάτων, υπό το πρόσχημα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, της οποίας τα αίτια είναι κυρίως η πολιτική καταπίεση των λαών, η κοινωνική αδικία και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους ισχυρούς σε διακρατικό επίπεδο. Δίκαια χαρακτηρίσθηκαν ως συναντήσεις και διάλογοι «κατ' επιταγήν» των ισχυρών, στους οποίους δυστυχώς υπακούουν και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες.
Είναι διπλός ο στόχος αυτών των συναντήσεων. Από τη μία πλευρά προσπαθούν να μεταθέσουν την ευθύνη από την πολιτική στην θρησκεία, να παρουσιάσουν δηλαδή πως υπεύθυνες για την τρομοκρατία δεν είναι η φτώχεια και η καταπίεση των λαών, αλλά ο θρησκευτικός φανατισμός. Και από την άλλη επιδιώκουν να ενισχύσουν τον συγκρητισμό, την ανάμειξη πολιτισμών και θρησκειών, την οικοδόμηση του πολυπολιτισμικού μοντέλου της Νέας Εποχής, της Πανθρησκείας του Αντιχρίστου. Η εποχή του Ιχθύος (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός) τελείωσε με το τέλος της δεύτερης χιλιετίας, και αρχίζει τώρα από το 2001 η εποχή του Υδροχόου, του Αντιχρίστου, ο οποίος βέβαια ως μοναδικό και αποκλειστικό στόχο έχει να ισοπεδώσει και να εξισώσει τις θρησκείες, ώστε να παύσει να ισχύει η διακήρυξη του Ευαγγελίου ότι μόνον ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, η αλήθεια και η ζωή, και να παραμείνουν έτσι οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι στο σκότος και στην πλάνη.
Τα κείμενα που δημοσιεύονται στο μικρό αυτό βιβλίο επισημαίνουν τον λανθασμένο και επικίνδυνο δρόμο των διαθρησκειακών συναντήσεων με βάση την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων. Οφειλετική δε και αρμόζουσα κατά πάντα κρίνεται η αφιέρωσή του εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β', τον όντως γνήσιον Έλληνα και Ορθόδοξον ιεράρχην, ο οποίος δεν εδίστασε να ορθώσει το ανά­στημά του και να επιτελέσει το επισκοπικό του χρέος, αρνούμενος να φιλοξενήσει διαθρησκειακή συνάντηση στην θεοφρούρητη και αγιοφύλακτη συμπρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους και συμβασιλεύουσα της ένδοξης Πόλης, της ξακουστής και ζηλευτής Κωνσταντινούπολης.
 
Μάρτιος 2003        
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

***************
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος                                                                                                  

1. Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης                      
2. Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς 
3. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες  αλήθειες
4. Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες;                         
α'. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες.    
β'. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και Μουσουλμάνων                                        
γ'. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ
5.  Ο διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ
α'. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής                      
β'. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός                        
γ'. Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης δ'. Όλοι οι άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι   
ε' . Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς                         
στ'. Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννάδιος Σχολάριος
ζ'.  Οι Άγιοι Νεομάρτυρες                                                                  
η'. Ισλάμ και νεομάρτυρες. Εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο.


1. Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης Δεν ήταν εκκλησιαστική η σύναξη της Ασίζης που συνεκάλεσε ο πάπας στις 24-1-2002. Αν διαβάσει κανείς το Ευαγγέλιο και ερευνήσει την ιστορία της Εκκλησίας, δεν θα συναντήσει πουθενά τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακό συναπάντημα. Η Εκκλησία επί δύο χιλιάδες χρόνια λειτουργεί ως σύναξη και κοινωνία των πιστών και ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι ενωμένοι με το ένα Βάπτισμα και την μία Ευχαριστία, ομολογούν την μία πίστη εις Πατέρα, εις Υιόν και εις Άγιον Πνεύμα, εις Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Όλες οι χριστιανικές συνάξεις αρχίζουν με την δοξολόγηση της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή επικαλούνται το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνωσία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτικες θρησκείες. στα πρόσωπα των τριών μάγων που προσκύνησαν τον Χριστό εκπροσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το φως εκ φωτός που έλαμψε στον κόσμο. Στον Ιορδάνη ποταμό κατά την βάπτιση του Χριστού "η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις".
Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πίστες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. O Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος διακηρύσσει ότι «εγώ ειμι το φως του κόσμου»1. Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό του φως βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»2. Από της εποχής του Αγίου Ιωάννου, του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθημένους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, που ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κληρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων οδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης -αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι- δεν τους είπαν ότι έχομε την ίδια πίστη με σας, πιστεύομε στον ίδιο θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία. ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς»3.
Κατά τη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών επιφανείας και επιλάμψεως του θεϊκού Φωτός, έθνη, λαοί και άτομα φωτίσθηκαν και εσώθηκαν, ενσωματωθέντα στο σώμα του Χριστού, στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Συναντώνται εκατομμύρια πιστών στην ευχαριστιακή συνάντηση και κοινωνία, διαρκώς και αδιαλείπτως, κάθε ημέρα σχεδόν, και όχι μόνον εύχονται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», εις τρόπον ώστε να καθιστούν περιττή την συνάντηση της Ασίζης, αλλά και διακηρύσσουν ότι «είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες», πράγμα που δεν έκανε ούτε μπορούσε να κάνει η Ασίζη, γιατί εκεί υπήρχαν πολλά έθνη και λαοί, πιστεύοντα εις άλλους θεούς και μη ευρόντα την αληθή πίστη.
Από της πλευράς αυτής η Ασίζη είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συνηντώντο πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα. Ενώ όμως σε εκείνη την Γαλιλαία των εθνών η εμφάνιση και η διδασκαλία του Χριστού συνετέλεσε ώστε «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»4, στην νέα Γαλιλαία των εθνών, στην Ασίζη, το σκότος εξακολουθεί να παραμένει, τα έθνη και οι λαοί που εκπροσωπήθηκαν, προσευχήθηκαν στους δικούς τους θεούς, δεν ακούσθηκε το κήρυγμα του Προδρόμου και του Χριστού· «Μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»5.

2. Η αγάπη προς τους απίστους και τους αιρετικούς

Ας δούμε όμως και το επιχείρημα των Οικουμενιστών και συγκρητιστών για την αγάπη που πρέπει να έχουμε προς τους άλλους. Είναι ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα από όσους δεν διακρίνουν τα πράγματα και συγχέουν τα ασύγχυτα, και ομόφωνη η απάντηση της Αγίας Γραφής και η στάση των Πατέρων. Ασφαλώς ο Θεός είναι αγάπη που τη δείχνει προς όλους, δικαίους και αμαρτωλούς, και ασφαλώς και εμείς πρέπει να χαρακτηριζόμαστε από αυτήν την καθολική, την συνολική αγάπη, γιατί αυτή είναι το κατ' εξοχήν γνώρισμα των Χριστιανών. Η αγάπη όμως αυτή δεν πρέπει να αναιρεί την αλήθεια και την ευσέβεια, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια, γιατί διαφορετικά είναι ψεύτικη και υποκριτική. Πρέπει να αγκαλιάζει τον πλησίον όχι μόνο ως σωματική, βιολογική παρουσία, αλλά ως πνευματική ύπαρξη, με αιώνια προοπτική, και να ενδιαφέρεται προ παντός όχι για τα κοσμικά και τα πρόσκαιρα, αλλά για τα αιώνια, για την σωτηρία του. Η σωτηρία του πλησίον δεν μπορεί να επι­τευχθεί, όταν βρίσκεται στην πλάνη και στην αίρεση, στην οποία μάλιστα εγωιστικά επιμένει. Χάνεται και ο ίδιος και παρασύρει και άλλους στην απώλεια. Από αγάπη λοιπόν και όχι από μίσος κινούμενη η Εκκλησία και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων απαγορεύει την μετά των αιρετικών κοινωνίαν και συναναστροφήν, ώστε και τους ιδίους παιδαγωγικώς να οδηγήσει σε συναίσθηση της πλάνης αλλά και τους άλλους να προφυλάξει. Από αγάπη προς τα πρόσωπα των αιρετικών αποστρεφόμαστε την πλάνη και την αίρεση. Την αποστροφή αυτή την δείχνουμε με πόνο ψυχής προς τους ιδίους, γιατί η αίρεση και η πλάνη είναι απρόσωπες. Ο γλυκύς και πράος Ιησούς, ο φίλος των πορνών και των τελωνών, ο άρχων της ειρήνης και της αγάπης, επήρε το φραγγέλιο και εξεδίωξε από το ναό αυτούς που τον είχαν μεταβάλει σε κερδοσκοπική επιχείρηση, όπως διέστρεψε ο πάπας τον πνευματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας σε κοσμική και οικονομική δύναμη με τράπεζες και παγκόσμια κυριαρχία. Εξεφώνησε τα φοβερά «ουαί» εναντίον των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι με την αλαζονική και υποκριτική συμπεριφορά τους, ούτε οι ίδιοι εσώζοντο, αλλά δεν άφηναν και τους άλλους να σωθούν. Τους απεκάλεσε όφεις και γεννήματα εχιδνών6. Εθεωρούντο και αυτοί νόμιμοι εκπρόσωποι του μωσαϊκού νόμου, «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι»7, όπως θεωρεί ο πάπας εαυτόν νόμιμο διάδοχο του Πέτρου και βικάριο του Χριστού επί της γης. Μήπως όμως και ο Πέτρος δεν αρνήθηκε το Χριστό; Όταν με κοσμικά κριτήρια προσπάθησε να αποτρέψει τον Χριστό από τον Σταυρό και τον θάνατο, γιατί τον ήθελε κοσμικό άρχοντα με δύναμη και εξουσία επί της γης, όπως ακριβώς έχει διαμορφώσει ο Παπισμός το κράτος του Βατικανού, άκουσε τότε τα φοβερά λόγια του Χριστού.«ύπαγε οπίσω μου Σατανά. σκάνδαλόν μου ει. ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»8. Συνιστά ο Χριστός να ελέγχουμε τους αδελφούς μας διακριτικά κατ' αρχήν. όταν όμως η αμαρτία και η πλάνη φαίνεται να ριζώνουν, τότε δημοσιοποιούμε τον έλεγχο και κόβουμε κάθε δεσμό μαζί τους. «εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση έ­στω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»9
Την ίδια αυστηρή στάση εκράτησε προς το θεολογικό και πολιτικό κατεστημένο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», το απαράμιλλο αυτό υπόδειγμα ασκητικής βιοτής και παρρησίας, με συνέπεια να πληρώσει με την ζωή του το θάρρος, την παρρησία και την αντίστασή του προς τους ισχυρούς. Αποκάλεσε και αυτός τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους γεννήματα εχιδνών και τους προειδοποίησε ότι η «αξίνη προς την ρίζαν του δένδρου κείται», για να κόψει όσα δένδρα δεν κάνουν καρπό10.
Στην ίδια γραμμή επορεύθησαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι, με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, αλλά και με τους κανόνες που εθέσπισαν, οι οποίοι απαγορεύουν την συναναστροφή με αιρετικούς και πλανεμένους. Πώς θα ξεπεράσει κανείς την σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς τον Τίτο «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος;»11 Ο πάπας διά των αιώνων νουθετήθηκε όχι μία και δύο φορές, αλλά χίλιες δύο, για να αποκηρύξει τις πλάνες του. Και ο σημερινός πάπας νουθετήθηκε επανειλημμένως στους διάλογους· ακόμη και οι εκπρόσωποί του θεολόγοι στον επίσημο διάλογο με την ορθόδοξη Εκκλησία υπέγραψαν στο Freising του Μονάχου (1990) την καταδίκη της Ουνίας· ως παράνομος όμως Ιούδας «ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Απέρριψε και αχρήστευσε αυτήν την απόφαση και παρέσυρε πολλές ορθόδοξες εκκλησίες, χωρίς λόγο, σε νέα συζήτηση στο Balamand του Λιβάνου, όπου αθωώθηκε και με υπογραφή «Ορθοδόξων» η επάρατη Ουνία. Δεν αποτελεί παράβαση ευαγγελικής εντολής να εξακολουθούμε εμείς «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν» να έχουμε κοινωνία και συναναστροφή και να δικαιώνουμε έτσι τον αυτοκατάκριτο πάπα; Ο Απόστολος Πέτρος στηλιτεύει τους ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους που εισάγουσι «αιρέσεις απωλείας»12 και συνιστά στους πιστούς να τους αποφεύγουν και να διέρχονται τη ζωή τους «εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις»13. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο απόστολος και κήρυκας της αγάπης, αυτός που είχε ζυμωθή και είχε πλασθή με την αγάπη, λέγει για τους αιρετικούς και τους πλάνους που διαστρέφουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ότι δεν πρέπει να τους δεχόμαστε στα σπίτια μας, αλλά ούτε να τους χαιρετούμε. διαφορετικά γινόμαστε και εμείς σαν κι αυτούς· «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαί­ρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»14. Αυτός λοιπόν ο ευαγγελιστής της αγάπης, καταδίωκε και αποστρεφόταν τόσο πολύ τους αιρετικούς, ώστε, όταν κάποτε πήγε σε δημόσιο λουτρό και πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί ο αιρετικός Κήρινθος, είπε στους μαθητάς του να φύγουν αμέσως από εκεί, για να μη πέσει η στέγη του λουτρού λόγω της παρουσίας του αιρετικού Κηρίνθου15. Ήταν λοιπόν διδάσκαλος του μίσους, εστερείτο αγάπης, κατά τους διαστρέψαντας την αγάπη σε «αγαπισμό» και οικουμενισμό; Σίγουρα θα τον κατέτασσαν σήμερα ανάμεσα στους φανατικούς και στους φονταμενταλιστές, ιδιαίτερα με το αυστηρό κείμενο της Αποκαλύψεως.
Από τα πολλά παραδείγματα αυστηρής στάσεως του Αποστόλου Παύλου έναντι των αιρετικών και των ετεροθρήσκων μνημονεύουμε το επεισόδιο που συνέβη στην Πάφο με τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη και μάγο Ελύμα, ο οποίος, όταν διεπίστωσε ότι ο ανθύπατος Σέργιος άκουγε με ενδιαφέρον όσα έλεγε ο Παύλος, αντέδρασε και θέλησε να παρεμποδίσει την προσέλευση του Ρωμαίου αξιωματούχου στον Χριστιανισμό. Αν αυτό συνέβαινε στις ημέρες μας, με την Παγκοσμιοποίηση, τον Οικουμενισμό, τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς διαλόγους, στα πλαίσια της υποκριτικής και ψεύτικης αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους αιρετικούς και πλανεμένους, έπρεπε ο Απόστολος Παύλος να δεχθεί ευγενικά την παρέμβαση του Ελύμα, να μην οργισθεί εναντίον του, ούτε να αντιδράσει αλλά να αφήσει τον ανθύπατο να αποφασίσει δημοκρατικά. η πλάνη και το ψεύδος στην ίδια μοίρα με την αλήθεια. Η πνευματική απώλεια δεν είναι κακή, αν προέρχεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Παύλος όμως «πλησθείς Πνεύματος Αγίου» είπε με αυστηρότητα προς τον Ιουδαίο ψευδοπροφήτη λόγια και προ­έβη σε πράξεις, οι οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως φανατικές και φονταμενταλιστικές, αντίθετες προς την χριστιανική αγάπη. «Ω πλήρης παντός δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ου παύση διαστρέφουν τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; Και νυν ιδού χειρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. Παραχρήμα δε έπεσεν επ' αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς»16.
Υπάρχουν πάμπολλες διηγήσεις μέσα στα Γεροντικά από τις οποίες προκύπτει ότι όσιοι Γέροντες ούτε να συνομιλήσουν ήθελαν με αιρετικούς, ούτε να συναντήσουν αιρετικούς· αν δε συνέβαινε να έλθουν αιρετικοί στα κελλιά τους, από φιλάνθρωπη στάση τους έδιναν σιωπώντες να φάγουν και μετά τους έδιωχναν. Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης συνιστά να συναναστρεφόμαστε με αμαρτωλούς και να τους βοηθούμε. αν όμως κάποιος πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσουμε να την αποβάλει, όπως δεν πείθεται ο πάπας, πρέπει γρήγορα να κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε να βυθισθούμε μαζί του στο βόθρο. «Εάν δε εις αίρεσιν εμπέση και μη πεισθή σοι αποστραφήναι, ταχέως κόψον αυτόν από σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθής αυτώ εις τον βόθρον». Ο αββάς Ποιμήν, όταν διεπίστωσε ότι κάποιοι επισκέπτες του κελλιού του ήσαν αιρετικοί, ούτε συζήτησε μαζύ τους, αλλά είπε στον μοναχό που είχε το διακόνημα της φιλοξενίας να τους δώσει να φάνε για την εντολή της αγάπης, και ύστερα να τους στείλει στο καλό. «παράθες την τράπεζαν και ποίησον αυτούς φαγείν και πέμψον αυτούς μετ' ειρήνης». Πολλοί επισκέπτονταν τον αββά Σισώη στο όρος του Αγίου Αντωνίου. κάποια περίοδο που εγκαταστά­θηκαν στο όρος αιρετικοί Μελιτιανοί, δεν πήγαιναν στον αββά Σισώη, μόνο και μόνο για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς. «και ένεκεν του μη συναντήσαι τοις αιρετικοίς ουκ απήλθον ιδείν τον γέροντα». Την ίδια στάση κρατά μέχρι σήμερα το Άγιο Όρος, το οποίο βάζει τους ετεροδόξους επισκέπτας να φάνε σε ξεχωριστή τράπεζα, για να αποφευχθεί η συμπροσευχή με αιρετικούς που απαγορεύεται από τους ιερούς κανόνες. Αν αυτό δεν τηρείται σε μερικά μοναστήρια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η παράδοση σημαίνει ότι και εκεί κρούει την θύρα ή εισήλ­θε η εκκοσμίκευση, η κοσμική νοοτροπία.
Ο Άγιος Εφραίμ, η μεγάλη αυτή ασκητική φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας, τα έργα του οποίου αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών στις ακολουθίες και στην τράπεζα, στο έργο του «Κα­τά Πεύσιν και Απόκρισιν» δίνει την εξής απάντηση στο ερώτημα πώς συμβιβάζεται το μίσος εναντίον των αιρετικών προς την εντολή, «ου μισήσεις πάντα άνθρωπον». Λέ­γει: «Τους αιρεσιώτας, ως βλασφήμους και του Θεού εχθρούς, η Γραφή ουκ ωνόμασεν ανθρώπους, αλλά κύνας και λύκους και χοίρους και αντιχρίστους, καθώς φησιν ο Κύριος. μη δώτε το άγιον τοις κυσί. Και Ιωάννης λέγει, ότι αντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Τούτους ουν ου χρη αγαπάν, ουδέ συνδυάζειν, ουδέ συνεύχεσθαι, ουδέ συνεσθίειν, ουδέ λαμβάνειν εις οίκον, ουδέ χαίρειν αυτοίς λέ­γειν. ίνα μη των πονηρών αυτών έργων κοινωνήσωμεν»17.
Και οι σύγχρονοι Αγιορείτες Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος παίρνουν πολλή αυστηρή στάση έναντι των αιρετικών, ιδιαίτερα έναντι του πάπα. Έχει γραφή ότι όταν ο πάπας πληροφορήθηκε την ύπαρξη των αγίων αυτών Γερόντων και την επιρροή που ασκούν στο ορθόδοξο πλήρωμα, θέλησε να τους γνωρίσει. Τους βολιδοσκόπησε με πρόσωπα που έστειλε αν ήθελαν να τον επισκεφθούν, όπως ερωτά τώρα δήθεν ευγενικά και διακριτικά αν μπορεί να έλθει στην Αθήνα, αν δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Και η απάντηση αμφοτέρων, χωρίς συνεννόηση, γιατί ήταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ήταν ότι, εφ' όσον ο πάπας εξακολουθεί να εκφράζει τον εγωισμό, την έπαρση και τις πλάνες του Παπισμού, και δεν μετανοεί, αυτό είναι αδύνατο18.
Ας παύσουμε, λοιπόν, να καλύπτουμε άλλες σκοπιμότητες, επικαλούμενοι την αγάπη εκεί που δεν ταιριάζει. Υπάρχει ευρύ πεδίο για να ασκήσουμε την αγάπη μας. Να χορτάσουμε πεινασμένους, να ντύσουμε γυμνούς, να φιλοξενήσουμε ξένους, να επισκεφθούμε φυλακισμένους και ασθενείς19. Δεν θα αλλάξουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες που διδάσκουν να μη συναναστρεφόμαστε τους αιρετικούς. Θα διδάξουμε εμείς την αγάπη στο Χριστό και στους Αγίους; Εκείνοι εγνώριζαν να διακρίνουν τα πράγματα· εμείς τα συγχέουμε. Και μείζων πασών των αρετών η διάκρισις. Βάσει λοιπόν αυτής της αρετής η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχει καλός πόλεμος, όταν οφείλεται στον αγώνα μας εναντίον των ασεβών, των αιρετικών και βλασφήμων, και κακή ειρήνη και ομόνοια, όταν προέρχεται από αθέτηση και περιφρόνηση της πίστεως και της ευσεβείας. Αυτόν τον καλό πόλεμο για την αρετή και την ευσέβεια δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διεκήρυξε ότι το Ευαγγέλιο θα διχάσει και θα διαιρέσει τους ανθρώπους· όσοι τον ακολουθήσουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν εχθρότητες και μέσα στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δεν πρέπει να αθετήσουν τον Χριστό, την αλήθεια, την θεοσέβεια μόνο και μόνο για να μη φυγαδευθεί η ειρήνη, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι επίπλαστη και ψεύτικη, αφού δεν περιλαμβάνει την συμφωνία στα υψηλά, στα πνευματικά. Πώς αλλιώς θα ερμηνευθούν αυτά που λέγει ο Χριστός; "Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού"20. Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι η ειρήνη και η ομόνοια δεν είναι πάντοτε κάτι καλό, όταν αυτά στρέφονται εναντίον του θεού και προβάλλουν το κακό και την αμαρτία. Για να επικρατήσει αληθινή ειρήνη, πρέπει να αποκοπεί το άρρωστο κομμάτι, να χωρισθεί αυτό που στασιάζει. Ο Θεός θέλει να ομονοούν όλοι με βάση την ευσέβεια. όταν οι άνθρωποι ασεβούν, προκαλούν πόλεμο. "Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου (Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην21. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος επαινεί τον φανερό και λεβέντικο πόλεμο ακόμη και εναντίον των κληρικών, όταν πρόκειται για θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει και τον εαυτό του μεταξύ των αγωνιστών και καταλήγει με την γνωστή αποφθεγματική φράση του για τον καλό πόλεμο και την κακή ειρήνη· «και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων. μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»22. Όλη η προβληματική της Εκκλησίας στην διά των αιώνων αντιμετώπιση των αιρετικών κατέληξε στο αξίωμα. «καλόν το ειρηνεύειν προς πάντας, αλλ' ομονοούντας προς την αλήθειαν». Η αγάπη χωρίς την ευσέβεια και την αλήθεια, είναι κίβδηλη και ψεύτικη αγάπη.
 

3. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της αλήθειας και της ζωής. Δεν υπάρχουν κενά και χώρος για άλλες αλήθειες Τώρα, αντί οι Χριστιανοί επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων και των Αγίων, να εφαρμόσουν το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»23 και να διακηρύξουν ότι μόνη οδός σωτηρίας, το μόνο Φως, είναι ο Χριστός, εδώ και μερικές δεκαετίες προωθούν τον διαθρησκειακό συγκρητισμό. Εκτιμούν ότι θα επιτύχουν ό,τι επέτυχαν με τον διαχριστιανικό συγκρητισμό, με τον Οικουμενισμό, να αμβλύνουν δηλαδή τις μεταξύ των θρησκειών διαφορές και να προβάλουν τις δήθεν ομοιότητες, τα κοινά στοιχεία, εις τρόπον ώστε, και αυτό είναι τέχνασμα του Διαβόλου, να μη μείνουν περιθώρια στο Ευαγγέλιο να διεκδικεί την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της σωτηρίας, να μη μπορέσουν οι άνθρωποι να στραφούν προς το Ευαγγέλιο και να σωθούν. Η νέα απάτη του Διαβόλου με την πανθρησκεία και τις διαθρησκειακές συναντήσεις χρησιμοποιεί το ίδιο ψεύδος που χρησιμοποίησε ο Διάβολος στους πρωτοπλάστους· διέψευσε τότε όσα τους είπε ο Θεός και τους έδειξε το δικό του δρόμο, που δεν είναι πάντως δρόμος σωτηρίας αλλά πτώσεως και καταστροφής. Τώρα τους λέγει: Μην ακούτε τί λέγει το Ευαγγέλιο ότι μόνον ο Χριστός σώζει. Και άλλες θρησκείες σώζουν, γιατί και άλλες θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό και άλλες θρησκείες διδάσκουν ηθικές αρχές και αξίες.
Και δυστυχώς αυτά τα υποψιθυρίζουν, γινόμενοι όργανα του Διαβόλου, "ορθόδοξοι" πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς και πανεπιστημιακοί θεολόγοι. Έχουν εντοπισθή και έχουν σχολιασθή πολλές τέτοιες ρήσεις, και θα ήταν πολύ χρήσιμο κάποιος επιμελής θεολόγος, κληρικός ή μοναχός, να τα συγκεντρώσει όλα, για να φανεί το μέγεθος της πτώσεως από την αλήθεια του Ευαγγελίου και την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Μερικές τέτοιες πλανεμένες γνώμες παρουσίασε ενδεικτικά η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους σε ένα μικρό θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο «Ορθοδοξία και Ισλάμ. Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των Αγίων Πατέρων»24, που προλογίζει ο σοφός και ομολογητής Γέροντας ηγούμενος της Μονής π. Γεώργιος Καψάνης. Καταχωρίζεται σ' αυτό γνώμη ορθοδόξου ιεράρχου σύμφωνα με την οποία «κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος... αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»25. Άλλος ακαδημαϊκός θεολόγος διερωτάται και απορεί, σαν να μην έχει διαβάσει Ευαγγέλιο και Αγίους Πατέρες: «Τί λοιπόν θα εμπόδιζε τη σύγχρονη θεολογία να αναγνωρίσει στο πρόσωπο της θρησκείας του Μωάμεθ μίαν "οδόν προς σωτηρίαν" των ανθρώπων;» Και συμπεραίνει, ερωτών, μη δυνηθείς ακόμη να μάθει το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου: «Πώς μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η εμφάνιση και η δράση του Μωαμεθανισμού στον κόσμο είναι έργο του Διαβόλου και όχι του Θεού, του Αντιχρίστου και όχι του Χριστού;»26 Θεέ και Κύριε, έλεος! Τον Μωάμεθ τον έστειλε στον κόσμο ο Χριστός, φαίνεται, ως άλλον Παράκλητο. Δεν αρκούσε η αποστολή του Αγίου Πνεύματος που «οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν». Χρειαζόμασταν και την "αλήθεια" του ψευδοπροφήτη. Θα δούμε τί λέγει ενδεικτικά περί αυτού η Εκκλησία διά στόματος των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Μαρτύρων.
Άλλος επίσης θεολόγος, πανεπιστημιακός και αυτός, δέχεται ότι στη βίωση της μουσουλμανικής θρησκευτικότητας έχομε «δοκιμασμένους τρόπους επίγνωσης και βίωσης της παρουσίας του Θεού και του θείου θελήματος, πλήρωμα ζωής μέσα τους και γύρω τους»21. Δυστυχώς και για τον θεολόγο αυτό ο Χριστός δεν είναι η οριστική, τελεία και αποτελεσματική αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, το πλήρωμα του νόμου και των προφητών, αυτός στον οποίο υπέταξε ο Θεός τα πάντα και «εν τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι», και η Εκκλησία της οποίας είναι κεφαλή δεν είναι «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πλη­ρουμένου»28. Έχομε ανάγκη και άλλου προφήτου, ωσάν να μην κατώκησε στον Χριστό «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», και σαν να μην είμαστε εν Χριστώ οι πιστοί κατά πάντα "πεπληρωμένοι"29. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα της ζωής, η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Δεν άφησε κανένα κενό για να το συμπληρώσει άλλος προφήτης. ήλθε στον κόσμο «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι»30.
Οι άνθρωποι αντλούν και λαμβάνουν τα πάντα εκ του πληρώματος αυτού. «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο»31. Η αποκάλυψη, η φανέρωση του Θεού στον κόσμο κορυφώθηκε, σφραγίσθηκε με την ενανθρώπηση του Θεού. Ο Χριστός είναι η αποκορύφωση, η σφραγίδα της Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει μετά το Ευαγγέλιο και εκτός από το Ευαγγέλιο άλλο Ευαγγέλιο. Όπως σωστά ελέχθη το Κοράνιο είναι παραποίηση του Ευαγγελίου. «Πάντες οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν»32. Δεν υπάρχει χώρος για άλλους προφήτες. Τί άλλο σπουδαιότερο, εντυπωσιακότερο, αποτελεσμα­τικότερο θα μπορούσε να κάνει ο Θεός από το να έλθει ο ίδιος στον κόσμο στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άλλο πιο καινούργιο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία· «Και Θεός ων τέλειος άνθρωπος τέλειος γίνεται, και επιτελείται το πάντων καινόν καινότατον, το μόνον καινόν υπό την ήλιον, δι' ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις. Τί γαρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον;»33 Θα μειώσουμε λοιπόν το έργο και την διδασκαλία του ίδιου του Θεού, για να δώσουμε χώρο για συμπλήρωση στον Μωάμεθ; Εκτός και αν οι γράφοντες και λέγοντες παρόμοια δεν πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού, όπως δεν πίστευε βέβαια και ο Μωάμεθ, γιατί αν πίστευε δεν θα είχε το θράσος να συμπληρώσει το έργο και τη διδασκαλία του Χριστού. Πρέπει να μάθουμε οι Χριστιανοί να δοκιμάζουμε και να διακρίνουμε τα πνεύματα, την αλήθεια από την πλάνη, τους προφήτες από τους ψευδοπροφήτες, τον Χριστό από τον Αντίχριστο, κατά την σύσταση του ηγαπημένου ευαγγελιστού και θεολόγου: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι. και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστι, και τούτο εστί το του Αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη»34.
Στην ίδια γραμμή της μη διακρίσεως των πνευμάτων, και πολύ χειρότερα μάλιστα, της ταυτίσεως και εξισώσεως του Χριστιανισμού με τον Βουδδισμό, τον Ινδουισμό, το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό, του Χριστού με όλους αυτούς τους ανθρώπους προφήτες ή ψευδοπροφήτες, κινείται και άλλη εκπληκτική και βλάσφημη γνώμη άλλου ετεροδόξου θεολόγου, η οποία λέγει: «Για το μέλλον ένα μόνο είναι βέβαιο. στο τέρμα τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της πορείας του κόσμου, δεν θα στέκονται ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός, αλλά ούτε το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός. Ναι, ούτε και ο Χριστιανισμός. Καμιά θρησκεία. Αλλά μόνον ο ίδιος ο Άρρητος... Και στο τέρμα δεν θα στέκεται πια μεταξύ θρησκειών διαχωριστικά κάποιος προφήτης ή φωτιστής. δεν θα στέκεται ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας. Μάλιστα, δεν θα στέκεται πια διαχωριστικά ούτε και ο Ιησούς Χριστός»35.
Τί να σχολιάσει κανείς από την μεγαλόστομη και βλάσφημη αυτή κενολογία. Συμπεραίνουμε απλώς ότι η πανθρησκειακή συνάντηση της Ασίζης είναι ο καρπός αυτών των θεολογικών διεργασιών που συντελούνται αδιαμαρτύρητα και χωρίς λήψη ποιμαντικών μέτρων από την δήθεν ποιμαίνουσα αλλά περί άλλα τυρβάζουσα και νυστάζουσα Ιεραρχία, εκτός μερικών επαινετών αλλά ισχνών και ασθενών φωνών. Θα συνεχίσουμε με τον σύντομο σχολιασμό αυτής της βλασφημίας και θα δούμε αν όντως επίσης έχουν οι θρησκείες ή μερικές θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές πνευματικές και ηθικές αξίες, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του πανθρησκειακού, του διαθρησκειακού Οικουμενισμού.
Από που αντλεί αυτή τη βεβαιότητα ο συγγραφεύς; Ποια Βίβλο διαβάζει και ποιος Θεός του τα απεκάλυψε; Έχει δική του Αποκάλυψη και δική του Βίβλο; Μήπως είναι ο ίδιος προφήτης και οραματιστής και βλέπει τί θα συμβεί στο μέλλον, στα έσχατα;
Στην αρχή της ιστορίας και στο τέλος της ιστορίας όμως στέκεται ο Χριστός· αυτός είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος36, και αυτός θα έλθει στο τέλος, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, να κρίνει και τον Βούδα και τον Μωάμεθ και τους Εβραίους, εν δυνάμει τώρα και εξουσία και όχι εν ταπεινώσει, όπως ήλθε την πρώτη φορά37. Ο «Άρρητος», που προβάλλεται ως διαφορετικός από τον Χριστό, είναι αποκύημα και πλάσμα της φαντασίας όσων τον πιστεύουν, ψεύτικο και ανύπαρκτο είδωλο, μοιάζει με τον Μέγα Αρχιτέκτονα των Μασόνων, οι οποίοι προωθούν αυτήν την πανθρησκειακή ισοπέδωση, πλανώντες και πλανώμενοι, καθήμενοι εν τω σκότει της νέας Γαλιλαίας των εθνών, της πολυθρησκειακής και πολυπολιτισμικής Νέας Εποχής. Και έχει βέβαια δικαίωμα κανείς να πιστεύει και να γράφει ό,τι θέλει. το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, γιατί είναι εικόνα του Θεού. Δεν εξαναγκάζει ο Θεός κανένα, ούτε εκβιάζει. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» είπε ο Χριστός· όλα γίνονται μέσα στο φως ενώπιον των ανθρώπων και όχι εν κρύπτω και παραβύστω. Στο σκοτάδι εργάζονται και σχεδιάζουν όσοι φοβούνται το φως, για να μη ελεγχθούν τα πονηρά τους έργα· ο «Άρρητος» που δεν ταυτίζεται με το Χριστό και το Φως είναι σκότος και πλάνη. Απορεί πάντως κανείς και εξίσταται για το μέγεθος της συγκρητιστικής και οικουμενιστικής διαβρώσεως των τελευταίων δεκαετιών, αφού καθίσταται πλέον δυνατόν οι βλάσφημες αυτές, αρνησίχριστες και αντίχριστες θέσεις, να δημοσιεύονται άλλες μεν στην Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άλλες στο περιοδικό «ΚΑΘ' ΟΔΟΝ» του «Θεολογικού Συνδέσμου» Θεσσαλονίκης.

4. Έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες; Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Σύμφωνα με αυτή σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία. οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)38, να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον σημερινό πάπα Ιωάννη Παύλο Β' ο οποίος ετόλμησε πριν από δεκαπέντε χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών39 και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία "ιερά" βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο, τα οποία προβάλλει ισοτίμως επάνω στο τραπέζι ο εμπνευστής της βλάσφημης Τριάδος του γραμματοσήμου. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος· γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, αλλά και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος. εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί» που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε»40.



α. Τα άφωνα είδωλα και οι Άγιοι Μάρτυρες

Δεν έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό· ή μάλλον όλες οι θρησκείες έχουν ψεύτικους θεούς, αφού δεν πιστεύουν στον μόνο αληθινό Θεό, στον αποκαλυφθέντα Τριαδικό Θεό, στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Και δεν υπάρχει βέβαια λόγος να μιλήσει κανείς για το ψεύδος της θρησκείας των ειδώλων, αφού ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη προσπαθεί να διαφυλάξει τους Ιουδαίους από την ειδωλολατρεία, την οποία συνέτριψε τελικώς και αφάνισε ο Χριστός και εγελοιοποίησαν οι άγιοι μάρτυρες, όταν τους επίεζαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να προσκυνήσουν τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα. Και όμως έπαυσε και αυτό να είναι αυτονόητο, και «εσκοτίσθη η ασύνετος καρδία» των Χριστιανών ηγετών, αφού καλούν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες, όπως έγινε στην Καμπέρα της Αυστραλίας κατά την Ζ' Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ή καλύτερα του Παγκοσμίου Συμβουλίου εκτροπής και παραπλάνησης των Εκκλησιών, και όπως έγινε αυτές τις ημέρες στην νέα εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο του πάπα. Δεν ισχύει πλέον αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι ειδωλολάτρες «εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού, εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» και ότι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»41.
Ο αλάθητος πάπας είναι πάνω και από την Αγία Γραφή και καλεί και ειδωλολάτρες να προσευχηθούν, πού; Στα αναίσθητα είδωλα, στην αναισθησία των οποίων μετέχει και αυτός που τα σέβεται: «Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμόν έχουσι και ουκ όψονται, ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσοναι, χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ' αυτοίς»42.
Η μόνη ενδεδειγμένη στάση ενός Χριστιανού επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, είναι να πράξει αυτό που έπραξε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα και αλλού. να αποτρέψει τους ειδωλολάτρες από το να απάγονται και παρασύρονται από τα «άφωνα είδωλα»43, να τους πει ότι «γένος υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον»44, να τους βγάλει, από τους «χρόνους της αγνοίας» και να τους ανοίξει την νέα εποχή της αληθούς θεογνωσίας, χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος και καμμία συνέπεια, προσωπική, εθνική, εκκλησιαστική. Γιατί έτσι καθίσταται συνυπεύθυνος της πλάνης και της ασεβείας, αφού αφήνει την εντύπωση ότι παντού υπάρχει αλήθεια, ότι όλες οι θρησκείες, παρά τις διαφοροποιήσεις, έχουν στοιχεία αληθείας, και είναι περιττό επομένως να τους κηρύξει το Χριστό και το Ευαγγέλιο.
Ασεβούν οι της πανθρησκείας και προσβάλλουν τους Αγίους Μάρτυρες, οι οποίοι καλούμενοι από τους διώκτες τους να προσκυνήσουν τα είδωλα, όχι μόνο δεν το έπραξαν, έστω και εξωτερικά, αλλά μετεβλήθησαν σε κήρυκας και αποστόλους και διδασκάλους Χριστού και έσωσαν από την πλάνη πολλούς άλλους. Σύμφωνα με την καινούργια νοοτροπία, που τείνει να επικρατήσει, η στάση αυτή των Αγίων Μαρτύρων απορρίπτεται, είναι φονταμελιστική και ακραία, γιατί στηρίζεται στην πίστη ότι μόνον ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή, και για να μη χάσει κανείς αυτήν την αλήθεια και τη ζωή αξίζει να χύσει και το αίμα του, το ιδικό του βέβαια, όχι των άλλων, όπως κάνουν οι καμικάζι του Ισλάμ, οι οποίοι οδηγούν στον θάνατο δεκάδες άλλων ανθρώπων. Σε τίνος μάρτυρος τον βίο και την απολογία μπορεί να εντοπίσει κανείς αυτήν την νερόβραστη και χλιαρή ομολογία, ότι όλοι όσοι θρησκεύουμε είμαστε το ίδιο, ο καθένας πιστεύει στον δικό του Θεό και κατά τον ιδικό του τρόπο; Χωρίς την παρρησία, το θάρρος, την αφοβία και την τόλμη των Αγίων Μαρτύρων, που ήλεγξαν την ασέβεια και την πλάνη, χωρίς το αίμα των Αγίων Μαρτύρων δεν θα είχε στερεωθή η Εκκλησία, δεν θα είχε αναπτυχθή αρδευόμενη και τροφοδοτούμενη, για να υπάρχουν σήμερα επίσκοποι και θεολόγοι που προσβάλλουν αυτήν την σταυρική πορεία και το τίμιο αίμα, την θυσία και την ομολογία των Αγίων Μαρτύρων.

β'. Ψεύτικος ο Θεός των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων
Δεν είναι μόνον οι ειδωλολάτρες ασεβείς, αγνοούντες και μη σεβόμενοι τον αληθή Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους, που δεν πιστεύουν αμφότεροι στην Αγία Τριάδα. Εφ' όσον κατά την αποκαλυφθείσα από τον ίδιο το Θεό διά του Χριστού αλήθεια ο Θεός είναι ένα και τρία συγχρόνως, μονάς εν τριάδι και τριάς εν μονάδι, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, οι μη δεχόμενοι την Αγία Τριάδα, που είναι ο μόνος υπάρχων Θεός, πιστεύουν σε ανύπαρκτο Θεό, σε ψεύτικο Θεό, σε είδωλο ουσιαστικώς, αφού δεν υπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, αλλά τρία πρόσωπα εν μια υποστάσει. Δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Πατήρ ήταν μόνος, χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· δεν είναι κτίσματα ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως όλα τα κτιστά όντα, κατά την πίστη του Αρείου και του Μακεδονίου, των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Είναι άκτιστα όντα, άναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ομοούσια με τον Πατέρα. Αφ' ότου υπάρχει ο Πατήρ, υπάρχει και ο Υιός, υπάρχει και το Άγιο Πνεύμα. Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Άγιον Πνεύμα, σύγχρονα και συνδιαιωνίζοντα.
Το γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία δήθεν ακολουθούν οι Εβραίοι, δεν παρουσιάζεται εμφανώς η Αγία Τριάδα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και δεν διδάσκεται από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι ίδιος ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Απλώς εκεί, λόγω του κινδύνου της κυριαρχούσης πολυθεΐας των ειδωλολατρών, δεν κηρύσσεται εμφανώς, για να μη παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Εβραίοι και καταλήξουν σε ειδωλολατρεία· έπρεπε να διαφυλαχθεί έναντι της πολυθεΐας η μονοθεΐα, και να μη θεωρηθεί ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί θεοί. Γι' αυτό και τονίζεται πολύ συχνά η πίστις στον ένα Θεό· «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου... Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού»45. Και πάλι: «Άκουε Ισραήλ. Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»46. Ο προφήτης Ησαΐας επίσης κηρύσσει εκ προσώπου του Θεού: «Εγώ γαρ, Θεός πρώτος και εγώ μετά ταύτα και πλην εμού ουκ έστι Θεός. Έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ' εμέ ουκ έσται και πλην εμού ουκ έστι»47.
Εξ αιτίας λοιπόν της ροπής των Ιουδαίων προς την ειδωλολατρεία και της ανωριμότητός τους δεν αποκαλύφθηκε πλήρως το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, μολονότι υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί περί αυτού, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Μερικοί Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν την πρόοδο και εξέλιξη της αποκαλύψεως του Θεού, την ολοκλήρωση της Παλαιάς από την Κ. Διαθήκη και εξακολουθούν να αγνοούν την Αγία Τριάδα, να μη δέχονται τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, να μένουν στα παλαιά και ατελή, και έτσι ουσιαστικώς να μη πιστεύουν στον αληθινό Θεό, τον οποίο, λόγω των ιστορικών συνθηκών και της νηπιακής τους καταστάσεως, απέφυγε να εμφανίσει η Π. Διαθήκη ως Τριαδικό. Επανειλημμένως ο Χριστός με τη διδασκαλία του προσπάθησε να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια. και υπήρξαν πολλοί Ιουδαίοι που την αποδέχθηκαν, αφού εξ Ιουδαίων αποτελέσθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα, Ιουδαίοι ήσαν οι Απόστολοι. Σκανδάλισε πολλούς Ιουδαίους ο Χριστός όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίσο με τον Πατέρα και ως Θεό: « Εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». Έβλεπαν ένα άνθρωπο και ηρνούντο να τον πιστεύσουν ως Θεάνθρωπο. γι' αυτό και προσπάθησαν πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, διότι όπως του είπαν «συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν Θεόν»48. Και προς τους μαθητάς του ακόμη σταδιακά εμφάνισε τη θεότητά του. επήνεσε και πρόβαλε την ομολογία του Πέτρου, όταν στο ερώτημά του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου» εκείνος απήντησε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»49. Την ίδια καταφατική θέση διετύπωσε ο Χριστός και προς τον Καϊάφα στην απαίτησή του να τους πει αν είναι ο Υιός του Θεού: «Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης ει συ ο Χριστός ο υιός του Θεού»50. Όλη η Κ. Διαθήκη, από το κήρυγμα του Ιωάννου, που μαρτύρησε περί της θεότητος του Χριστού και άκουσε ο ίδιος τον Πατέρα να μαρτυρεί περί του Υιού και είδε το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται ως περιστερά, είναι μία συνεχής διδασκαλία και φανέρωσις του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Δεν πιστεύει λοιπόν στον αληθινό Θεό όποιος αρνείται τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Οι άρχοντες των Ιουδαίων, ο χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμός, εκουσίως παρέμειναν τυφλοί και εξακολουθούν και σήμερα να είναι τυφλοί μπροστά στην αλήθεια και στο φως της Τριαδικής θεότητος. Μόνο με την πίστη στον Χριστό έχει κανείς αληθή θεογνωσία και θεοπτία. «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι»51. Δεν ημπορεί κανείς να γνωρίσει τον Πατέρα, παρά μόνο διά του Υιού· «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»52. Ο εκ γενετής τυφλός, ομολογήσας την θεότητα του Χριστού, βρήκε συγχρόνως το σωματικό και το πνευματικό φως, ενώ οι σκληροκάρδιοι Φαρισαίοι, σωματικά βλέποντες, πνευματικά ζουν στο σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. το ίδιο και ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός· όπως διεπίστωσε και προφήτευσε ο Χριστός· «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»53.
Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να υπάρξει αληθινός Χριστιανός, και μάλιστα επίσκοπος, που να πιστεύει και να γράφει ότι ο Ιουδαϊσμός, όπως και ο Μουσουλμανισμός, που απορρίπτει επίσης την Αγία Τριάδα, την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πιστεύουν στον ίδιο με τους Χριστιανούς Θεό; Οι ίδιοι οι Απόστολοι, Ιουδαίοι όντες, αγαπώντες και συμπαθούντες τους ομοφύλους των, πολύ περισσότερο από μερικούς σημερινούς Χριστιανούς ηγέτες που υποκριτικά τους παραπλανούν, γράφουν και διδάσκουν ότι με την άρνηση και τη σταύρωση του Χριστού, έγιναν θεομάχοι και θεοκτόνοι, από άγνοια ίσως, την οποία πρέπει να απορρίψουν, να μετανοήσουν και να σωθούν. Έτσι εξαπλώθηκε και κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο «και προσετίθεντο, πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών και γυναικών»54 και όχι με συνάξεις τύπου Ασίζης, όπου αποσιωπάται, κρύβεται και δεν κηρύσσεται ο Χριστός, και αθετείται το Ευαγγέλιο. Αυστηρός και τολμηρός ο λόγος του πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία προκατήγγειλε την έλευση του Χριστού, και ελέγχει δριμύτατα τους τότε και τους σημερινούς Ιουδαίους ως προδότας και φονείς: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς. Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; Και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε»55. Δεν είναι αυτά παρά ακριβής επανάληψη των όσων ο ίδιος ο Χριστός είπε εναντίον των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, τα οποία επικρίνουν οι της πανθρησκείας, οι του διαθρησκειακού Οικουμενισμού της Νέας Εποχής, ως φονταμενταλιστικά και φανατικά, προτείνοντες ακόμη να εξαλειφθούν και από την υμνογραφία της Εκκλησίας οι αντιιουδαϊκές αναφορές. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί προσβάλλουν και αθετούν το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων Μαρτύρων, γιατί με την νοοτροπία αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χριστός, οι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν φονταμενταλιστές και ακραίοι. Τους χαρίζουμε την Ασίζη και τον προοδευτισμό τους και καυχώμεθα για το Ευαγγέλιο και τους Μάρτυρες. Θα δούμε όμως στη συνέχεια τί λέγουν σχετικώς μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, για να συγκριθούν προς όσα λέγουν οι σύγχρονοι «Πατέρες» των συναντήσεων τύπου Ασίζης.

γ'. Αφαιρέθηκε από τον Ιουδαϊσμό η Χάρις και η ευλογία του Θεού. Κρυπτοϊουδαϊσμός το Ισλάμ Στο προηγούμενο τμήμα αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε γνώμες κληρικών και θεολόγων, υποστηρικτών του δια­θρησκειακού Οικουμενισμού, σύμφωνα με τις οποίες σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, μερικές μάλιστα από αυτές πιστεύουν στον ίδιο Θεό, όπως οι τρεις μονοθεϊστικές· ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός, και ο Μουσουλμανισμός. Ανατρέψαμε εν συντομία αυτή τη θέση, γιατί αντίκειται στο Ευαγγέλιο και προσβάλλει τους Αγίους Μάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό, την οποία θεωρούσαν ως μοναδική οδό σωτηρίας· διαφορετικά η θυσία και το μαρτύριό τους δεν έχουν νόημα, αν όντως όπου και αν πιστεύει κανείς, σώζεται. Υποσχεθήκαμε να παρουσιάσουμε τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, αφού για τον Ιουδαϊσμό έχομε τη γνώμη του ιδίου του Χριστού και των Αποστόλων, ακόμη και του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, που ήσαν μάλιστα και Ιουδαίοι και αγαπούσαν τους ομοφύλους των, μέχρι σημείου ο Απόστολος Παύλος να εύχεται ο ίδιος να απολεσθεί, να αναθεματισθεί, προκειμένου να οδηγήσει κάποιον Ιουδαίο στην αλήθεια του Ευαγγελίου. «ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται»56. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού στους Ιουδαίους με παρρησία και σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος υπέστη απερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις και ταλαιπωρίες. Αυτή είναι η αληθινή, η εν Χριστώ αγάπη, και όχι η άλλη, η ψευτοαγάπη του Σατανά, σύμφωνα με την οποία αποκρύπτεις την αλήθεια, ώστε να μη δυσαρεστείς και να καλοπερνάς. Αυτό είναι το νέο εφεύρημα του Σατανά, ο νέος πειρασμός, ο διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, όπου το μόνο πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανέναν είναι το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ' άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μη θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των σαλονιών, όχι το ανδρείο φρόνημα και η παλληκαριά του Προδρόμου, των Αποστόλων και των Αγίων.
Την εξ αγάπης αντιϊουδαϊκή και παιδαγωγική στάση του Χριστού και των Αποστόλων εσυνέχισαν οι Άγιοι Πατέρες εις τα «Κατά Ιουδαίων» συγγράμματά τους, εισήγαγε δε και η Εκκλησία στην υμνογραφία της, ιδιαίτερα της Μ. Εβδομάδος, όπου υπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί εις βάρος των Ιουδαίων. Τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο επαινεί η Εκκλησία, γιατί ήλεγξε την μανία των Ιουδαίων. εξ αιτίας μάλιστα αυτού του ελέγχου αξιώθηκε να γίνει θεόπτης· «συ γαρ την Ιουδαίων απελέγξας μανίαν είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν». Τα μαρτύρια και τα αθλήματα που υπέμεινε έγιναν «βασίλειον διάδημα» που έστεψαν το κεφάλι του. Ερανιζόμενοι από μερικούς μόνον ύμνους της Μ. Εβδομάδος βλέπουμε να χαρακτηρίζονται οι Ιουδαίοι ως «αλαζών και μιαιφόνος λαός» ως «φθονερός αλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων», «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «των δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρόν συνέδριον», «άνομοι και άπιστοι», «γενεά άπιστος και μοιχαλίς», «κατάκριτος συναγωγή». Επί αιώνες τα διδάσκει και τα ψάλλει η Εκκλησία, η οποία μάλιστα έχει την συνείδηση ότι αποτελεί τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, το νέο έθνος, στο οποίο έχει επιδαψιλεύσει πλέον ο Θεός την ευλογία του, αφού την αφήρεσε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι απορρίψαντες και σταυρώσαντες τον Χριστό, αποδείχθηκαν ανάξιοι αυτής της ευλογίας, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ο ίδιος ο Χριστός ελέγχοντας την σκληροκαρδία και απιστία τους. Ενθυμούμεθα την βαριά αγανάκτησή του, όταν είπε τους σκληρούς λόγους, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;»57, όπως επίσης και την επαληθευθείσα σχεδόν αμέσως προφητεία, την οποία είπε μετά την παραβολή του αμπελώνος για την θανάτωση υπό των γεωργών του υιού του οικοδεσπότου: «Διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής»58. Η ξηρανθείσα από το Χριστό συκή, την οποία επίσης μνημονεύει η Εκκλησία στον όρθρο της Μ. Δευτέρας, συμβολίζει την άκαρπη ιουδαϊκή Συναγωγή: «Την Συναγωγήν συκήν Χριστός, Εβραίων, καρπών άμοιρον πνευματικών εικάζων, άρα ξηραίνει, ης φύγωμεν το πάθος». Ποιος από τους Ορθοδόξους πιστούς δεν έχει διά των αιώνων εις τα αυτιά του ζωντανούς τους λόγους του Κυρίου προς τους Ιουδαίους, όπως τους διατυπώνει το θαυμάσιο αντίφωνο της ακολουθίας των Αγίων Παθών, που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη των Ιουδαίων και στην αφαίρεση της Χάριτος και της ευλογίας του Θεού; «Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις. Λαός μου τί εποίησα σοι, ή τί σοι παρηνώχλησα; Τους τυφλούς σου εφώτισα, τους λεπρούς σου εκαθάρισα, άνδρα όντα επί κλίνης ηνωρθωσάμην. Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν. αντί του ύδατος όξος. αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε. Ουκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τα έθνη, κακείνα με δοξάσουσι, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι. καγώ αυτοίς δωρήσομαι ζωήν την αιώνιον». Σε άλλο ύμνο, των αίνων της ίδιας ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστέ» υπάρχει η εκτίμηση ότι με την σταύρωση του Χριστού οι Ιουδαίοι έχασαν την σωτηρία τους: «Σου γαρ υψωθέντος σήμερον, γένος Εβραίων απώλετο».
Ποια σχέση έχουν όλα αυτά, τα του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που σταθερά, απαρασάλευτα και με θαυμαστή ενότητα πιστεύει και διδάσκει η Εκκλησία διά των αιώνων, από την εποχή των Αποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) προς όσα καινοφανή, αντιευαγγελικά και αντιπατερικά προβάλλουν οι διαστροφείς του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας των Αγίων οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού; Δεν είναι λοιπόν ο αρνούμενος τον Χριστό Ιουδαϊσμός «σκολιά και διεστραμμένη οδός»; Εξακολουθούν οι Ιουδαίοι και μετά την σταύρωση του Χριστού και την μη αποκήρυξη εν μετανοία των σταυρωτών να είναι ευλογημένος λαός; Δεν έχει αρθή από αυτούς η ευλογία του Θεού; Δεν είναι άκαρπος και εξηραμμένη συκή; Μα τότε, πρέπει να καταργήσουμε το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, τους ύμνους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν λέγουν τίποτε περισσότερο από όσα λέγει το Ευαγγέλιο. Ας το μάθουν και ας το προσέξουν αυτό καλά όσοι στα πλαίσια της προσεγγίσεως των θρησκειών, των συναντήσεων και των διαλόγων, έχουν ήδη προτείνει να απαλειφθούν από τα λειτουργικά κείμενα, από τα πολιτιστικά μνημεία όπως λέγουν, και από τα σχολικά εγχειρίδια όσες φράσεις και διατυπώσεις ενοχλούν τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Αυτό σημαίνει να καταργήσουμε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, να σβήσουμε το φως και να αφήσουμε το σκοτάδι. Δεν θέλουν οι της νέας «Γαλιλαίας των εθνών», της συγκρητιστικής και πανθρησκειακής Νέας Εποχής, να περάσει στον απαιδαγώγητο λαό κάποια ακτίνα φωτός, θέλουν να του αποκρύπτεται η αλήθεια, γιατί, αν τη μάθει, θα ξυπνήσει και θα τους εγκαταλείψει. Γι' αυτό σχεδιάζουν «κάθαρση των λειτουργικών κειμένων» ή και σύνταξη νέων κειμένων, για να μη προσβάλλονται δήθεν οι ετερόθρησκοι και οι αιρετικοί. Μα μπορεί να γίνει «κάθαρση» του Ευαγγελίου, το οποίο απλώς επαναλαμβάνουν οι ύμνοι; Και τί ευαγγέλιο είναι αυτό που αποκρύπτει το φως και τη σωτηρία από τους ευρισκομένους στο σκότος της πλάνης;
Όσα για τον χωρίς Χριστό Ιουδαϊσμό γράψαμε ισχύουν πολύ περισσότερο για το Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω ο Ιουδαϊσμός προϋπήρχε του Χριστιανισμού και από εγωισμό και πείσμα έμεινε στην παλαιά του πίστη, δεν διέκρινε το φως, γιατί είχε συνηθίσει στο σκοτάδι. Το να επιλέγεις όμως το σκοτάδι, ενώ υπάρχει το φως, αυτό είναι πολύ χειρότερο, διότι σημαίνει ότι δεν βλέπεις καθόλου, δεν διακρίνεις την διαφορά μεταξύ φωτός και σκότους. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό καλύτερα, όταν σκεφθεί πώς ενήργησαν οι Ρώσοι, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρεία και να οδηγηθούν προς τον αληθινό Θεό. Έψαξαν και ερεύνησαν και ερώτησαν και προς τον Ιουδαϊσμό και προς το Ισλάμ, αλλά τελικώς διαπιστώσαντες τις ίδιες περίπου αδυναμίες και στις δύο θρησκείες, προσήλθαν στο φως του Ευαγγελίου, έγιναν μέλη του νέου λαού της Χάριτος, της Εκκλησίας του Χριστού. Το Ισλάμ ουσιαστικώς είναι η εκδίκηση του Ιουδαϊσμού εναντίον του Χριστιανισμού, είναι κρυπτοϊουδαϊκή αίρεση, που συγκαλύπτει απλώς την πραγματικότητα με μερικά στοιχεία, όχι βασικά, που έχει πάρει από τον Χριστιανισμό. Με το Ισλάμ επανερχόμαστε εις τα παλαιά, καταργείται η «καινή κτίσις», δεν γονιμοποιείται η ανθρωπότης από τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, παραμένει όχι απλώς στείρα και άκαρπος, αλλά κακότεχνος και κακόκαρπος, και ας ψάχνουν οι της πανθρησκείας να βρουν καρπούς και θετικά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Όταν αστοχεί κανείς στην πίστη, στη θεογνωσία, τότε μωραίνεται και οδηγείται εις πάθη ατιμίας, όπως θεόπνευστα και αλάθητα διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, αστοχεί και στο ήθος, γιατί υπάρχει αλληλεξάρτηση της πίστεως και των έργων, του δόγματος και του ήθους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αρκεσθούμε σε όσα είπαμε για τους Ιουδαίους ως ισχύοντα και για τους Μουσουλμάνους. Για να μη θεωρηθεί όμως αυτό ως αυθαίρετος ισχυρισμός, θα παρουσιάσουμε ενδεικτικώς τί διδάσκουν για το Ισλάμ μερικοί από τους Αγίους Πατέρες, με αγιότητα βίου και φωτισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, διότι σε εμάς τους αμαρτωλούς και αφωτίστους μπορεί να υπεισέλθει και κάποιος εμπαθής λογισμός. Η αναφορά στους Αγίους Πατέρες κρίνεται αναγκαία και για ένα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοί Οικουμενιστές πως δήθεν οι διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζωή της Εκκλησίας, διότι υπάρχουν παραδείγματα Αγίων που συζήτησαν με εκπροσώπους του Ισλάμ, και αυτούς ακολουθούν οι νέοι πατέρες της πανθρησκείας και της συγκρητιστικής ισοπέδωσης. Είναι πάντως πολύ καλύτερο το ψέμμα από την μισή αλήθεια. γιατί το ψέμμα γίνεται εύκολα αντιληπτό, ενώ η παραποιημένη, η κουτσουρεμένη αλήθεια παρασύρει και εξαπατά. Όντως μερικοί από τους Αγίους συναντήθηκαν και συζήτησαν με Μουσουλμάνους. Οι συναντήσεις όμως αυτές και οι διάλογοι δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε μακρινή, προς όσα γίνονται σήμερα. Γίνονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ' ανάγκην, κατ' απαίτησιν των Μουσουλμάνων κατακτητών, υπό συνθήκες είτε εξορίας, είτε αιχμαλωσίας, και παρά ταύτα έχουν ως στόχο όχι την κοσμική προσέγγιση και ειρήνη, αλλά την μαρτυρία του Ευαγγελίου, γι' αυτό και οδηγούν πολλές φορές στο μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες και κήρυκες Χριστού, και όχι περιφερόμενους από συνεδρίου σε συνέδριο επαγγελματίες του Οικουμενισμού και συντάκτες συγκρητιστικών κειμένων.


5. Ο Διάλογος των Πατέρων και των Νεομαρτύρων με το Ισλάμ

α'. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής Πρώτος εκ των αγίων που ασχολήθηκε με το Ισλάμ είναι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), σύγχρονος της εμφανίσεως και διαδόσεως του Ισλάμ από τον Μωάμεθ (570-632). Το Βυζάντιο, υπό τον Ηράκλειο τότε, απησχολημένο στον πόλεμο εναντίον των Περσών, υποτίμησε τον νέο κίνδυνο, που προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι αποκτούσαν ενότητα κάτω υπό τον νέο ηγέτη και την νέα θρησκεία του Μωάμεθ. Το ίδιο συνέβη και με τους Πέρσες. Αμφότεροι, Ρωμαίοι και Πέρσες, είχαν εξασθενήσει από τις μεταξύ τους συγκρούσεις και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ορμή των νεοφωτίστων και επιθετικών Αράβων, παρακινουμένων σε πόλεμο εναντίον των απίστων από τον περίεργο νέο προφήτη, για τον οποίο δικαιολογημένα η έρευνα διερωτάται αν είναι προφήτης ή δικτάτωρ, θρησκευτικός ή στρατιωτικός ηγέτης. Την κατάσταση εχειροτέρευε η δυσμένεια των τοπικών χριστιανικών πληθυσμών εναντίον του Βυζαντίου λόγω των χριστολογικών διενέξεων, καθότι στις ανατολικές επαρχίες, Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός είχαν ευρεία διάδοση. Οι ενωτικές προσπάθειες των αυτοκρατόρων δεν απέδωσαν, γι' αυτό και οι ντόπιοι πληθυσμοί δυσαρεστημένοι με το Ορθόδοξο Βυζάντιο, έβλεπαν στο Ισλάμ τη δυνατότητα να αποσείσουν την βυζαντινή κυριαρχία, μολονότι βέβαια στη συνέχεια επλήρωσαν και πληρώνουν πολύ ακριβά αυτήν την λανθασμένη εκτίμηση.
Ο Άγιος Μάξιμος, αυτοκρατορικός αξιωματούχος προηγουμένως του Ηρακλείου και πρωταγωνιστής κατόπιν ως μοναχός στον αγώνα εναντίον του Μονοθελητισμού, συμμοναστής και φίλος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου, ο οποίος αναγκάσθηκε να παραδώσει το 637 τα Ιεροσόλυμα στον χαλίφη Ομάρ, είχε άριστη γνώση των συμβαινόντων, αφού ο ίδιος διέτρεξε όλες τις ανατολικές χώρες και έφθασε μέσω Αφρικής στη Ρώμη, όπου πρωτοστάτησε στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον του Μονοθελητισμού. Σε μία επιστολή του λοιπόν προς τον Πέτρο Ιλλούστριο, που χαρακτηρίζεται ως δογματική59, διότι προβαίνει σε εννοιολογικές διασαφήσεις χριστολογικών όρων εναντίον της διδασκαλίας του Σεβήρου, θεωρεί υποχρέωσή του να συστήσει εμμονή στην ορθόδοξη πίστη, ώστε με σύμμαχο το Θεό να αποφύγει η αυτοκρατορία τον νέο κίνδυνο του Ισλάμ, την διδασκαλία και συμπεριφορά του οποίου περιγράφει ο Άγιος Μάξιμος με νηφαλιότητα και δικαιοσύνη.
Γράφει λοιπόν ότι το χειρότερο κακό στον κόσμο, στην οικουμένη, ήταν τότε η εμφάνιση του Ισλάμ, το οποίο με πολλή αγριότητα στρέφεται εναντίον της πολιτισμένης ανθρωπότητος και την καταστρέφει. Πρόκειται για παραφυάδα του Ιουδαϊσμού, που αρέσκεται στις αιματοχυσίες, στις θανατώσεις ανθρώπων, με τις οποίες μάλιστα νομίζει ότι ευαρεστεί τον Θεό. Αυτά τα οποία απεχθάνεται ο Θεός, με αυτά το Ισλάμ λατρεύει τον Θεό. Είναι ο πλέον άπιστος λαός, προπομπός και πρόδρομος του Αντιχρίστου. Αγνόησε το σωτηριώδες έργο του Χριστού και αδιάντροπα διώκει την πίστη και την αρετή, από φθόνο και βασκανία, γιατί χωλαίνει και στα δύο· προδίδει την πίστη και την αρετή, «υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός και έθνος απαίδευτον». Σ' αυτές τις δύο κακίες, την υπερηφάνεια και την ηδονή έχει διαμοιράσει την ζωή· η υπερηφάνεια τον οδηγεί σε αποστασία από τον Θεό, ενώ η ηδονή σε καταφρόνηση του πλησίον, σε μισανθρωπία, «ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται· ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων». Κατά τον Άγιο Μάξιμο ο Θεός επέτρεψε στο «απηνές και αλλόκοτον έθνος» να σηκώσει το χέρι του εναντίον των Χριστιανών, εξ αιτίας του ότι δεν πολιτεύονται οι Χριστιανοί αξίως του Ευαγγελίου και έχουν περιπέσει σε πλήθος αμαρτιών. Πρέπει γι' αυτό στο εξής να γρηγορούμε και να είμαστε έτοιμοι να ομολογήσουμε την πίστη μας, χωρίς να υπολογίζουμε ακόμη και τον θάνατο. Πρόκειται περί προφητικής ενοράσεως των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν με την επέκταση του Ισλάμ, περί των νεομαρτύρων, οι οποίοι ανανέωσαν την δόξα των παλαιών μαρτύρων: «Και Θεόν αυτόν ομολογήσωμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδένα παντελώς υφορώμενοι θάνατον. ίνα και αυτός ημάς έμπροσθεν του Πατρός ομολογήση. και σεσωσμένους διά της καλής ομολογίας προσαγάγη, ης αυτός εις την των ημετέρων καλών υποτύπωσιν απήρξατο. μαρτυρήσας επί Ποντίου Πιλάτου και ομολογήσας την καλήν ομολογίαν. ην μιμείσθαι κατά την αυτού χάριν αξιωθείημεν, ότ' αν καλέσοι καιρός». Απόσπασμα από το ενδιαφέρον αυτό κείμενο, όπου για πρώτη φορά αποτιμάται το Ισλάμ από χριστιανικής πλευράς παραθέτουμε στη συνέχεια: «Τί γαρ των νυν περιεχόντων την οικουμένην κακών περιστατικώτερον; Τί δε τοις ησθημένοις των γινομένων δεινότερον; Τί δε τοις πάσχουσιν ελεεινότερον ή φοβερώτερον; Έθνος οράν ερημικόν τε και βάρβαρον, ως ιδίαν γην διατρέχον την αλλοτρίαν· και θηρσίν αγρίοις και ατιθάσοις, μόνης ανθρώπων έχουσι ψιλόν σχήμα μορφής, την ήμερον πολιτείαν δαπανωμένην. και λαόν Ιουδαϊκόν, και ανέκαθεν ανθρώπων αίμασι χαίροντα, και μόνην θείαν ευαρέστησιν ειδότα τον φόνον του πλάσματος. και διά τούτο πλέον μαινόμενον, πάντων των επί κακία διαβεβοημένων εν τω πλούτω της πονηρίας γενέσθαι περιφανέστερον.και οις Θεός απεγχθάνεται, Θεόν θεραπεύειν οιόμενον. τον μόνον πάντων των επί γης λαών απιστότατον. και διά τούτο προς υποδοχήν της αν­τικειμένης δυνάμεως επιτηδειότατον, προπομπεύοντα τρόπω τε παντί και διαθέσει της ενδημίας του πονηρού. και δι' ων πράττει μηνύοντα του Αντιχρίστου την παρουσίαν, επειδή την του αληθώς Σωτήρος ηγνόησεν. τον δυσμενή και παράνομον, μισάνθρωπόν τε και μισόθεον, και διά τούτο μάλλον μισάνθρωπον, ότι μισόθεον, και ταις κατά των αγίων εντρυφάν ύβρεσι συγχωρούμενον. ως εγγύς ούσης της εκδικήσεως, ίνα και κολασθή δικαιότερον, φανείσης αυτού διά των πραγμάτων τελείως της κατά του Θεού τυραννίδος τε και επαναστάσεως· τον του ψεύδους προστάτην λαόν, της τε μιαιφονίας δημιουργόν, και της αληθείας εχθρόν. τον πικρόν της εμής πίστεως διώκτην, δι' ης η πολύθεος κατελύθη πλάνη, και των δαιμόνων αι φάλαγγες απηλάθησαν. Δι' ης πάντα τα έθνη κεκροτήκασι χείρας, κατά την προφητείαν, και ηλάλαξαν τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Εγνώσθη μυστικώς αυτοίς διά σαρκός επιδημήσας ο μονογενής Υιός. Κύριος μεν, ως δούλοις αρετήν επιτάσσων τοις διά πράξεως των εντολών ανεχομένοις. ύψιστος δε, ως της αληθούς γνώσεως χορηγός, τοις πόθω σοφίας διά θεωρίας προς την γυμνήν συμβόλων επειγομένοις των μυστηρίων κατάληψιν. φοβερός δε, ως κριτής, και των παραβάσεων εκδικητής. βασιλεύς δε, ως εκάστω των κατ' αξίαν ητοιμασμένων διανομεύς· και μέγας ως υπέρ φύσιν διά των εναντίων τα εναντία ποιών. και διά πάθους απάθειαν, και διά θανάτου ζωήν δημιουργών και παραδόξω δυνάμει ταις εαυτού κατά σάρκα στερήσεσι, τας ατρέπτους έξεις των αγαθών τη φύσει δωρούμενος. και ουδ' ούτως ο παράφρων αισχύνεται λαός, και λήγει διώκων πίστιν και αρετήν. Άπερ σαφώς διώκει διά βασκανίαν. ως αμφοτέρων εκπεπτωκώς, και ουκ ειδώς ότι πέπτωκεν, επ' αμφοτέραις χωλαίνων ταις ιγνύαις, και διαναστήναι του πτώματος της ασεβείας παντελώς μη δυνάμενος, ή μη βουλόμενος, ειπείν οικειότερον. ως πίστιν και αρετήν αεί προδιδούς υπερηφανίας χάριν και ηδονής, ως αποστάτης λαός και μωρός, και έθνος απαίδευτον. Αις επιμερίσας εαυτού την ζωήν, ο αποστάτης και πλήρης ανομιών, την μεν αποστασίας Θεού ποιείται μητέρα, την δε, μισανθρωπίας δημιουργόν. ίνα και Θεός αυτώ και κτίσις υβρίζηται. ο μεν καταφρονούμενος, η δε, φθειρομένη τοις αυτού μιασμοίς των επιτηδευμάτων. 
Τί τούτων, ως έφην, Χριστιανών οφθαλμοίς, ή ακοαίς φοβερώτερον; Έθνος απηνές και αλλόκοτον, κατά της θείας κληρονομίας οράν επανατείνεσθαι χείρας συγχωρούμενον. Αλλά ταύτα το πλήθος ων ημάρτομεν συμβήναι πεποίηκεν. Ου γαρ αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού πεπολιτεύμεθα. Πάντες ημάρτομεν, πάντες ηνομήσαμεν, πάντες αφήκαμεν την οδόν των εντολών την ειπούσαν, εγώ ειμι η οδός, και κατ' αλλήλων εθηριώθημεν, αγνοήσαντες της φιλανθρωπίας την χάριν, και των υπέρ ημών του σαρκωθέντος Θεού παθημάτων το μυστήριον. και διωδεύσαμεν τρίβους αβάτους, τας των παθών της ατιμίας δηλαδή σχέσεις τη διαθέσει της γνώμης κυρώσαντες. Αλλά γρηγορήσωμεν και προσευξώμεθα, μήπως πλέον βαρυνθώσιν αι καρδίαι ημών εν κραιπάλη και μέθη.»


β'. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (680-754) ζει ένα αιώνα περίπου μετά τον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Όταν γεννήθηκε, είχαν παρέλθει πενήντα περίπου χρόνια, αφ' ότου οι Άραβες είχαν καταλάβει την γενέτειρά του Δαμασκό (634), η οποία μάλιστα έγινε μετά από λίγο κέντρο του ισλαμικού κόσμου, γιατί εγκαταστάθηκε εδώ το αραβικό χαλιφάτο, η θεοκρατική δηλαδή κυβέρνηση των Μουσουλμάνων (661). Γεννήθηκε λοιπόν και ανατράφηκε σε ισλαμικό περιβάλλον και έμαθε πολύ καλά τα της νέας θρησκείας, πολύ περισσότερο μάλιστα διότι και ο ίδιος και ο πατέρας του ήσαν ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι, λόγω της υψηλής των μορφώσεως, στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού. Η εκκλησιαστική παράδοση έχει διασώσει στον βίο του το θαύμα και την παράσταση της Παναγίας της Τριχερούσας· σύμφωνα με την σχετική διήγηση η βυζαντινή διπλωματία τον ενέπλεξε, ως υπερασπιστή των αγίων εικόνων για να τον εξοντώσει, στις σχέσεις της με το χαλιφάτο, χαλκεύσασα ψεύτικη επιστολή του Ιωάννου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Γ' Ίσαυρο, τον οποίο προέτρεπε δήθεν να επιτεθεί εναντίον της Δαμασκού. Ο χαλίφης θεώρησε ως γνήσια την ψευδεπίγραφη επιστολή και οργισμένος τον ετιμώρησε με το κόψιμο του δεξιού χεριού, που έγραψε την προδοτική επιστολή. Η Παναγία όμως, στην εικόνα της οποίας προσευχήθηκε, εισήκουσε τη δέηση του αθώου Ιωάννου και θαυματουργικά επανασυγκόλησε και αποκατέστησε το χέρι. Ευγνωμονών ο Άγιος Ιωάννης κατασκεύασε ασημένιο χέρι και το εκρέμασε στην εικόνα της Παναγίας, η οποία έτσι φαινόταν ως Τριχερούσα. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, μεταφερθείσα εκεί από τον Άγιο Σάββα των Σέρβων, ο οποίος εμόνασε για κάποιο διάστημα στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης, όπου έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του και αγίασε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Γνώστης λοιπόν άριστος του Ισλάμ ο μέγας άγιος και πατήρ έβλεπε με ανησυχία εκτός της πολιτικής και στρατιωτικής του επεκτάσεως και την εξάπλωση των ιδεών του, όπως αυτό εμφανώς έχει διαπιστωθή και από τις πηγές και από την έρευνα στην περίπτωση των εικονομάχων, που είχαν επηρεασθή από τον ανεικονισμό και του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Περιλαμβάνει το Ισλάμ στο Περί αιρέσεων έργο του ως μία από τις τελευταίες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν μετά τον Ηράκλειο. Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως αιρέσεως οφείλεται ασφαλώς στα πολλά ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία που έχει ενσωματώσει. Ονομάζεται πάντως θρησκεία από τον Άγιο Ιωάννη στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου, όπου με αυστηρή γλώσσα την χαρακτηρίζει ως λαοπλάνο και πρόδρομο του Αντιχρίστου: «Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου»60.
Θα παρουσιάσουμε σύντομα τη γνώμη και την αξιολόγηση του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού περί του Ισλάμ, την οποία μάλιστα δεν δίστασε, όπως φαίνεται από το κείμενο, να εκφράσει σε διάλογο με Μουσουλμάνους, για να φανεί πώς οι Άγιοι συμπεριφέρονταν στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπως επίσης και το αν εκείνοι οι διάλογοι ομολογίας και μαρτυρίας, έχουν κάποια σχέση με τους σημερινούς συγκρητιστικούς διαλόγους της βλάσφημης πανθρησκείας του Σατανά, τους οποίους μετασχηματίζουν εις διαλόγους φωτός, κατά το πρότυπο δήθεν των Αγίων Πατέρων, οι οπαδοί της Πανθρησκείας, για να παραπλανούν και εξαπατούν τους απλοϊκούς και μη ειδότας.
Αναφέρεται στα ονόματα Αγαρηνοί, Ισμαηλίται και Σαρακηνοί με τα οποία είναι γνωστοί, όπως και στο προηγούμενο ειδωλολατρικό τους παρελθόν που διαρκεί μέχρι, των χρόνων του Ηρακλείου, «αφ' ου χρόνου και δεύρο ψευδοπροφήτης αυτοίς ανεφύη Μαμέδ επονομαζόμενος», ο οποίος ισχυρίζεται ότι όσα διδάσκει του αποκαλύφθηκαν εξ ουρανού, είναι όμως αυτά «γέλωτος άξια». Αναφέρεται βέβαια η βίβλος του και στον Χριστό, τον οποίο θεωρεί προφήτη και δούλο του Θεού, όπως και στην μητέρα του Μαρία. Αρνείται όμως την σταύρωση, ισχυριζόμενος από επίδραση του Δοκητισμού, ότι οι Ιουδαίοι «εσταύρωσαν την σκιάν αυτού». Ο Χριστός δεν απέθανε, ούτε εσταυρώθη. «ο γαρ Θεός έλαβεν αυτόν προς εαυτόν εις τον ουρανόν διά το φιλείν αυτόν».
Τί να τα κάνει όμως κανείς αυτά, που φαινομενικά δείχνουν κάποιο σεβασμό προς το πρόσωπο του Χριστού, όταν στην συνέχεια βάζει ο Μωάμεθ τον ίδιο τον Χριστό σε διαλογική συζήτηση με τον Θεό, μετά την άνοδό του στους ουρανούς, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να λέγει ότι όσα σχετικά γράφονται στο Ευαγγέλιο είναι ψεύδη και πλάνες. Υπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία από αυτήν εναντίον του Χριστού και του Ευαγγελίου, και υπάρχει, απομένει χώρος για να δει κανείς θετικά το Ισλάμ και τον προφήτη του, όπως πράττουν οι νέοι υποστηρικτές των ψευδοπροφητών; Τα καλά λόγια που υπάρχουν στο Κοράνιο για το Χριστό είναι απλώς το ένδυμα του προβάτου, κάτω από το οποίο κρύβεται η διάθεση του λύκου, που έρχεται να θύσει και να απολέσει, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός· «Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες»61. Σε ποια άλλη περίπτωση ταιριάζει περισσότερο η σύσταση του Αποστόλου Ιωάννου να διακρίνουμε και να δοκιμάζουμε «τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» και ότι το κριτήριο της διακρίσεως των πνευμάτων είναι η αποδοχή της θεότητος του Χριστού και της ενσαρκώσεώς του62; Ο ίδιος απόστολος επαναλαμβάνει ότι «πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί. ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος»63. Και σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση της αρνήσεως του Χριστού, όπως συμβαίνει στο Ισλάμ, συνιστά να αποφεύγουμε κάθε επικοινωνία με όσους αρνούνται την θεότητα του Χριστού. Αρνηθήκαμε ή όχι το Ευαγγέλιο στην Ασίζη, και όπου αλλού καλοδεχθήκαμε και καλοσυζητήσαμε με τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους; Ας ξαναδιαβάσουν το Ευαγγέλιο επί τέλους μερικοί ποιμένες και θεολόγοι, εκτός και αν δεν πιστεύουν στο Ευαγγέλιο και θέλουν να το "απομυθεύσουν" και να το αποκαθάρουν και αυτό. Αυτό πάντως αιωνίως θα συνιστά εις τους πιστούς: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε. ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»64. Όσο και αν προσπαθούν με στρεβλούς και δοκησίσοφους συλλογισμούς να αλλάξουν τα πράγματα οι διαπλεκόμενοι στην πανθρησκεία κληρικοί και θεολόγοι, η σαφήνεια και η απλότης του Ευαγγελίου δεν αφήνουν περιθώρια άλλων ερμηνειών, για να είναι ακριβώς αναπολόγητοι όσοι διαστρέφουν την αλήθεια. Ο δεχόμενος και συναναστρεφόμενος τους αρνητάς του Χριστού, είναι και αυτός αρνητής του Χριστού, «κοινωνεί τοις έργοις τοις πονηροίς». Αυτός είναι ο καθρέπτης του ευαγγελικού λόγου, μέσα στον οποίο πρέπει να ιδούν τα πρόσωπά τους οι των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων.
Για να επανέλθουμε όμως στον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, θα παραθέσουμε τον διάλογο μεταξύ του Θεού και του Χριστού, όπως τον μεταφράζει ο Άγιος από το Κοράνιο (19,29): «Ω Ιησού συ είπας ότι "Υιός ειμι του Θεού και Θεός"; Και απεκρίθη φησίν ο Ιησούς. "Ιλεώς μοι, Κύριε. συ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλος σου. αλλ' άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον το λόγον τούτον, και εψεύσαντο κατ' εμού και εισί πεπλανημένοι". Και απεκρίθη και φησιν αυτώ ο Θεός· "Οίδα ότι συ ουκ έλεγες τον λόγον τούτον "». Κατά τα άλλα εμείς μπορούμε να ονομάζουμε το Κοράνιο "ιερό" και να το εξισώνουμε με το Ευαγγέλιο, για το οποίο το ίδιο το "ιερό" Κοράνιο πιστεύει ότι γράφτηκε όχι από το Θεό, αλλά από ανθρώπους "παραβάτας" "ψεύστας" και "πεπλανημένους". Απέμεινε τελικώς κάτι που να πιστεύουμε και να ακολουθούμε; Μετά την παράθεση αυτού του εδαφίου από το Κοράνιο λέγει πάλιν ο Άγιος Ιωάννης· "Και άλλα πολλά τερατολογών εν τη τοιαύτη συγγραφή γέλωτος άξια, ταύτην προς Θεού επ' αυτόν κατενεχθήναι φρυάττεται".
Στη συνέχεια σε διάλογο που έχει με Μουσουλμάνους παρουσιάζει την θέση ότι η διδασκαλία του Μωάμεθ δημιουργεί αμφιβολίες και επιφυλάξεις, γιατί δεν υπάρχουν μάρτυρες που να βεβαιώνουν ότι πράγματι ο Θεός την έδωσε στον προφήτη τους, όπως έγινε με τον Μωυσή στο όρος Σινά, και όπως έγινε με τον Χριστό, για τον οποίον εμαρτύρησαν οι προφήται πριν ακόμη έλθει. Κανένας προφήτης δεν μίλησε για το Μωάμεθ. Και ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ συνιστά στους οπαδούς του τίποτε να μη πράττουν ή να δέχονται χωρίς την παρουσία μαρτύρων, η ίδια η πίστη και η Γραφή του είναι αμάρτυρες. Κανένας προφήτης δεν μίλησε περί αυτού, αλλά και κανένας άλλος δεν είδε πώς του εδόθη η διδασκαλία. «ο γαρ ταύτην υμίν παραδούς ουδαμόθεν έχει το βέβαιον, ουδέ τις προμάρτυς εκείνου γνωρίζεται, αλλά και κοιμώμενος εδέξατο ταύτην».
Αναφέρεται στη συνέχεια και σε κατηγορίες των Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών, τις οποίες αναιρεί. Κατόπιν μεταξύ των άλλων «ληρωδιών» μνημονεύει όσα έχουν σχέση με τον γάμο, την επιτρεπόμενη πολυγαμία, και την συμπεριφορά του ιδίου του Μωάμεθ, ο οποίος εχώριζε ανδρόγυνα, γιατί ερωτευόταν ξένες γυναίκες, και αυτήν την ακράτειά του παρουσίαζε ως εντολή του Θεού. Νομοθετεί μάλιστα την εντός του γάμου ακράτεια συνιστών στους άνδρας. «"είργασαι την γην, ην ο Θεός έδωκε σοι και φιλοκάλησον αυτήν" και τόδε ποίησον και τοιώσδε, ίνα μη πάντα λέγω, ως εκείνος, αισχρά». Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην παχυλή εσχατολογία του Ισλάμ. Ονομάζει «κτηνώδεις» τις αντιλήψεις των και τους προειδοποιεί ότι αντί των υλικών αγαθών και απολαύσεων τους περιμένει η αιώνια κόλαση.«Εκείσε δε σκότος εστί το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος. πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες». 


γ'. Οι Άγιοι Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Ο Άγιος Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς μαζύ με τον αδελφό του Μεθόδιο είναι οι απόστολοι και φωτιστές των Σλάβων. Μαθηταί του Αγίου Φωτίου συνέβαλαν αποφασιστικά με τη σοφία και την αγιότητά τους στη στροφή των σλαβικών λαών προς το φως του Ευαγγελίου και στην αποφυγή του σκότους του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού, οι οποίοι επίσης επεδίωκαν να τους προσηλυτίσουν. Στον Βίο Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) σώζεται διάλογος του Αγίου με τους Ιουδαίους ενώπιον του Χαγάνου, ηγεμόνος των Χαζάρων. Ιουδαίοι και Μουσουλμάνοι επίεζαν τον Χαγάνο να αποδεχθεί οριστικά μία από τις δύο θρησκείες. Ο εν λόγω διάλογος με τους Ιουδαίους έγινε το 861 στη Χαζαρία. Ένας σύμβουλος του Χαγάνου που ήταν παρών στον διάλογο θέλησε να διαπιστώσει τη γνώμη του Αγίου Κυρίλλου για το Ισλάμ, που ήταν εκεί σοβαρός αντίπαλος του Ιουδαϊσμού. Το σχετικό κείμενο σε μετάφραση έχει ως έξης: «Ένας από αυτούς, σύμβουλος του Χαγάνου, που γνώριζε καλά όλη την κακότητα των Σαρακηνών, ρώτησε τον Φιλόσοφο. "Πες μας ξένε, πώς γίνεται να μην αναγνωρίζετε τον Μωάμεθ; Αυτός στις Γραφές του επαίνεσε πολύ τον Χριστό. Λέγει ότι γεννήθηκε από Παρθένο, αδελφή του Μωυσέως, ότι είναι μέγας προφήτης, πως ανέστησε νεκρούς και εθε­ράπευσε με μεγάλη δύναμη κάθε ασθένεια". Ο Φιλόσοφος του απάντησε: "Ας κρίνει ο Χαγάνος μεταξύ ημών των δύο". είπε και τα εξής. "Αν ο Μωάμεθ είναι προφήτης, πώς μπορούμε τότε να πιστεύσουμε στο Δανιήλ; Διότι εκείνος είπε ότι από το Χριστό και εξής κάθε οράση και προφητεία σφραγίσθηκε. Όμως ο Μωάμεθ έζησε μετά την εμφάνιση του Χριστού. Πώς μπορεί λοιπόν να είναι προφήτης; Αν τον ονομάσουμε προφήτη τότε απορρίπτουμε τον Δανιήλ". Τότε και πολλοί απ' αυτούς είπαν: "Ό,τι είπε ο Δανιήλ το είπε διά του πνεύματος του Θεού. Αλλά για το Μωάμεθ που ξεστόμισε τις πλάνες του μόνο για κακία και ακολασία, γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ψεύτης και διαφθείρει τη σωτηρία". Για όλα αυτά ο πρώτος σύμβουλος του Χαγάνου είπε απευθυνόμενος στους Ιουδαίους φίλους: "Αυτός ο ξένος με τη βοήθεια του Θεού κατεπάτησε στο έδαφος την υπερηφάνεια των Σαρακηνών, αλλά και την δική σας την ανέτρεψε ως άξια ντροπής"»65. Υπάρχει και άλλος εκτενής διάλογος του Αγίου Κυρίλλου με τους Μουσουλμάνους, που φανερώνει αδιάψευστα πώς διεξήγαγαν οι Άγιοι τους διαθρησκειακούς διαλόγους και σε τί είδους διαθρησκειακές συναντήσεις έπαιρναν μέρος. Θα τον παρουσιάσουμε μελλοντικά σε εκτενέστερη μορφή του παρόντος κειμένου.
Αναφορά στο Ισλάμ βρίσκουμε και στον Βίο του Αγίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού, ο οποίος κατά την επικρατούσα στην έρευνα άποψη έζησε τον 9ο αιώνα, επί της εποχής Λέοντος Στ' του Σοφού, ενώ ο Βίος πρέπει να εγράφη τον 10ο αιώνα. Απαντώντας ο Άγιος Ανδρέας σε ερώτηση του μαθητού του Επιφανίου για το μέλλον της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται και στους Μουσουλμάνους, δικαιολογώντας την εναντίον τους οργή του Θεού από την βλάσφημη πίστη τους και την ακόλαστη ζωή τους· «Και μετά ταύτα δώσει το πρόσωπον αυτού επί Ανατολάς και ταπεινώσει τους υιούς Αγάρ. οργισθήσεται γαρ ο Κύριος διά την βλασφημίαν αυτών, και διά το είναι τον καρπόν αυτών χολήν Σοδόμων και πικρίας Γομόρρων. και διά τούτο νύξας εγερεί τον βασιλέα Ρωμαίων επ' αυτούς και εξολοθρεύσει αυτούς και τα τέκνα αυτών πυρί αναλώσει»66.
Τον ένατο αιώνα ζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης συνδεδεμένος και με την Θεσσαλονίκη, όπου γνω­ρίσθηκε με τον Ιωσήφ τον Υμνογράφο, ο οποίος συνέταξε ακολουθία και κανόνα του Αγίου. Σώζεται μία Διήγηση όπου γίνεται λόγος για μεταστροφή Μουσουλμάνων στο Χριστιανισμό μετά από συζήτηση με τον Άγιο Γρηγόριο. Πόσους μεταστρέφουν τώρα οι των διαθρησκειακών διαλόγων; Σε κάποιο σημείο της συζητήσεως λέγει ο Άγιος προς τον Μουσουλμάνο: «Και μη έλπιζε επί τα παρόντα, αλλ' επί τα μέλλοντα και μη πίστευε επί τον ψευδοπροφήτην, τον υιόν της κολάσεως· αλλά πίστευσον εις τον Ιησούν Χριστόν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Πίστευσον Τριάδα ομοούσιον, την μίαν θεότητα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον»67.
Θα κατακλείσουμε αυτό το τμήμα με αναφορά στην θαρραλέα και άξια Χριστιανού ποιμένος στάση του Αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης (12ος αιών), ο οποίος βρέθηκε σε παρόμοια προς τους σημερινούς πατριάρχες και αρχιεπισκόπους θέση, κράτησε όμως τελείως διαφορετική στάση. Είναι προφανές ότι και σήμερα οι θρησκευτικοί ηγέτες πιέζονται από τις πολιτικές ηγεσίες, που είναι υπεύθυνες των αλληλοσπαραγμών και των πολέμων, να συναντηθούν και να μιλήσουν για την ειρήνη, σαν να ευθύνονται οι θρησκείες για τις συγκρούσεις όπου γης. Γίνονται έτσι οι θρησκείες το εξιλαστήριο θύμα και με τις συναντήσεις τους επιβεβαιώνουν στην πράξη ό,τι φραστικά αποκρούουν, και αφήνουν την εντύπωση ότι οι θρησκείες ευθύνονται για τους πολέμους, ενώ είναι τοις πάσι γνωστόν ποια οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα υποκινούν τους πολέμους. Συγχρόνως μάλιστα με τις συναντήσεις αυτές σχετικοποιούν τις αλήθειες της πίστεως, και ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί ηγέτες εξισώνουν την μοναδική και απόλυτη αλήθεια του ενσαρκωθέντος Θεού με τα εντάλματα και τις διδασκαλίες των ανθρώπων. Επίεζε και ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143-1180) την εν Κωνσταντινουπόλει σύνοδο να φανεί περισσότερο ανεκτική απέναντι του Ισλάμ και να απαλείψει από τα εκκλησιαστικά βιβλία το ανάθεμα εναντίον του Μωάμεθ. Ο άγιος Ευστάθιος, ο οποίος σημειωτέον ώφειλε στον αυτοκράτορα την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, αντέδρασε και έπεισε την σύνοδο να μη δεχθεί την απάλειψη του αναθέματος εναντίον του Μωάμεθ και της διδασκαλίας του, όπως και έγινε. Είπε μάλιστα την εξής φράση: «Εσοίμην αν καταπεπατημένον ταις πτέρναις φορών τον εγκέφαλον και του σχήματος τούτου παράπαν ανάξιος, ει θεόν ηγοίμην αληθινόν τον παιδεραστήν και καμηλώδη και πάσης πράξεως μυσαράς υφηγητήν και διδάσκαλον»68. Σήμερα προχωρήσαμε τόσο πολύ στην αποστασία, ώστε τις προτάσεις για «κάθαρση» των σχολικών και εκκλησιαστικών βιβλίων από αυστηρές εκφράσεις τις κάνουν όχι οι πολιτικοί, αλλά οι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Η κρίση του Αγίου Ευσταθίου ότι αυτό σημαίνει παραλογισμό, κατέβασμα του μυαλού στα πόδια, και εξευτελισμό του ιερατικού σχήματος πρέπει να προβληματίσει πολλούς.


δ'. Όλοι οι Άγιοι εναντίον του Ισλάμ, ακόμη και ως αιχμάλωτοι και υπόδουλοι Τολμούν πολλοί οπαδοί του διαθρησκειακού Οικουμενισμού ή μάλλον Συγκρητισμού, και μάλιστα πατριάρχες και αρχιεπίσκοποι, σε διακηρύξεις και σε πανεπιστημιακά εγχειρίδια, να ισχυρίζονται ότι ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Γεννάδιος Σχολάριος κ.ά. ήσαν υπέρ του διαθρησκειακού διαλόγου και ότι αυτοί αποτελούν τα πρότυπά τους. Θα ευχόμασταν εκ βάθους ψυχής να ήσαν όντως πρότυπα για τους σημερινούς ηγέτες οι μεγάλοι αυτοί Άγιοι και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Δυστυχώς όμως δεν είναι, διότι όλοι οι Άγιοι έχουν απόλυτα αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ, την οποία δεν διστάζουν να διατυπώσουν, ακόμη και όταν αναγκάζονται να προσέλθουν σε διάλογο με τους Μουσουλμάνους, είτε ως αιχμάλωτοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, είτε ως υπόδουλοι και κατακτημένοι, όπως ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος.
Σήμερα προσερχόμαστε μόνοι, εθελουσίως στους διαλόγους, και χωρίς να υπάρχει εξωτερική ανάγκη ή βία αναγνωρίζουμε τον Μωάμεθ ως προφήτη και βλέπουμε πολλά θετικά στη διδασκαλία του. Μα τότε πολύ περισσότερο πρέπει να αμνηστεύσουμε τους Χριστιανούς αιρετικούς που κατεδίκασε η Εκκλησία με οικουμενικές και τοπικές συνόδους, διότι ασφαλώς αυτοί έχουν πολύ περισσότερα όμοια στοιχεία και θετικά, αφού η κακοδοξία τους περιορίζεται σε ένα δύο συγκεκριμένα θέματα της χριστιανικής πίστεως και όχι στην ριζική απόρριψη του Χριστού και του Ευαγγελίου, όπως συμβαίνει με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Και όμως η Εκκλησία έχει καταδικάσει τους αιρετικούς και τους έχει αναθεματίσει, όπως ακούμε να εκφωνούνται τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Όπως πάμε ούτε το επίθετο ορθόδοξος και το ουσιαστικό Ορθοδοξία θα έχουν πια νόημα, διότι αυτά αντιπαρατίθενται στα κακόδοξος και κακοδοξία, τα οποία όμως σήμερα "καθαίρονται", καθαρίζονται από το αρνητικό τους περιεχόμενο. Καταργούν λοιπόν την Ορθοδοξία και την αρνούνται όσοι αμνηστεύουν τις αιρέσεις, πολύ περισσότερο τις θρησκείες. Είναι πλέον σαφές, όπως διακηρύσσεται πλέον από μερικούς "προοδευτικούς", ότι η έννοια της αιρέσεως και του αιρετικού, του ετεροδόξου και του ετεροθρήσκου, δεν ισχύει, δεν έχει πέραση στην σημερινή εποχή της συγχύσεως και αναμίξεως των πάντων, του φωτός προς το σκότος. Όλα είναι νόμιμα και αποδεκτά και στον τομέα της πίστεως και στον τομέα της ηθικής ζωής. Ας μας ξεκαθαρίσουν λοιπόν μερικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες ότι έχουν προσχωρήσει σ' αυτήν την "προοδευτική" άποψη, για να καθορίσουμε και εμείς την στάση μας απέναντί τους, την οποία ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καθορίσουμε, διότι διαφορετικά κοινωνούμε και εμείς «τοις έργοις αυτών τοις πονηροίς»69. Εμείς επιθυμούμε να έχουμε κοινωνία όχι προς τους ακοινωνήτους, αλλά προς τους αγίους και πιστούς όλων των εποχών, να πιστεύουμε όπως επίστευαν όλοι οι προ ημών Άγιοι Πατέρες, στους οποίους πειθόμεθα και υπακούουμε. Καλή υπακοή είναι η υπακοή στο Ευαγγέλιο και στους Αγίους· κακή είναι στους κακοδόξους και στους υποστηρικτάς των. Η ανυπακοή στους δεύτερους είναι αγία ανυπακοή· τους καλούς ποιμένες ακολουθούν τα πρόβατα. αποφεύγουν τους κακούς ότι «ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν»70 .
Όλοι λοιπόν οι Άγιοι, ανεξαιρέτως, έχουν αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ και τον "προφήτη" του. Από της πλευράς αυτής, της καθαρά ερευνητικής, έχει δίκαιο ο Αστέριος Αργυρίου, όταν διαπιστώνει, ότι «καθόλη τη βυζαντινή περίοδο και μέχρι μια αρκετά πρόσφατη εποχή η αρνητική στάση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θα επικρατήσει σ' ολόκληρη τη χριστιανική θεολογία»11. Τουλάχιστον δεν επιχειρεί να νοθεύσει την αλήθεια και να την αλλοιώσει, όπως μερικοί άλλοι που θεωρούν ως προδρόμους και πρότυπα των σημερινών διαλόγων τους Αγίους Πατέρες. Είναι μόνον λυπηρό που ο εν λόγω ερευνητής στη συνέχεια δεν συμφωνεί με αυτήν την καθολικά αρνητική θέση των αγίων, και επαινεί σημερινούς επιστήμονες που βλέπουν θετικά το Ισλάμ, γιατί λέγει τους βοήθησαν σ' αυτό «η γενναιότητα της ψυχής τους και η βαθιά τους πίστη», σαν να εστερούντο αυτές τις αρετές οι Άγιοι Πατέρες. Γράφει επί λέξει: «Οι επιστήμονες όμως που ανέφερα - καθώς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι και μαθητές τους - διακρίνονταν επίσης για τη γενναιότητα της ψυχής τους και για τη βαθιά τους πίστη. Οι δύο αυτές αρετές, τα δύο αυτά θεία χαρίσματα, τους βοήθησαν ώστε να αναγνωρίσουν στο Ισλάμ τη θρησκεία που δοξολογεί τον ίδιο με μας Θεό, το Θεό του Αβραάμ, τον κοινό Πατέρα όλων των πιστών. Οι ίδιες ακριβώς αρετές χαρακτηρίζουν και όλους τους χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες και ορθοδόξους, που τα πενήντα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη δεκαετία του '60 και ύστερα, αποφάσισαν να εργαστούν για την προώθηση του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση και καλύτερη γνωριμία μεταξύ των δύο αυτών αποκεκαλυμμένων θρησκειών»72. Να! λοιπόν. Οι ενάρετοι και χαρισματούχοι επιστήμονες της τελευταίας πεντηκονταετίας, σε διαφορετική πορεία από τους Αγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ετών. Των αγίων όμως η αρετή και η σοφία, ως και τα θεία χαρίσματα, είναι αποδεδειγμένα θεόθεν και απτά· εμείς αυτούς ακολουθούμε. οι άλλοι μπορούν να περιμένουν και θα περιμένουν εις μάτην την θεόθεν αναγνώριση της αρετής και των χαρισμάτων τους. Ας δούμε λοιπόν τί λέγει σχετικώς ο όντως άγιος και χαρισματούχος, ο κήρυξ του φωτός και της Χάριτος, «Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλος, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος», ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
 
ε'. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Δεν διενοήθη ούτε επεδίωξε ποτέ ο Άγιος Γρηγόριος να οργανώσει διάλογο και συνάντηση με τους Μουσουλμάνους. Αναγκάσθηκε να συνομιλήσει μαζί τους, υπό τραγικές μάλιστα συνθήκες, χωρίς να διστάσει να ομιλήσει υπέρ της αληθείας, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του. Αξίζει να αντιπαραβάλει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον διάλογο ο αιχμάλωτος στους Αγαρηνούς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, περιτριγυριζόμενος από αγρίους Μουσουλμάνους που ήσαν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του, αν έλεγε κάτι προσβλητικό για τον προφήτη και την θρησκεία τους, με την φιέστα της Ασίζης, και τα πολυτελή και άνετα ξενοδοχεία ή ιδρύματα, όπου φιλοξενούνται και σιτίζονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Η απόλαυση αυτών των παροχών, των διευκολύνσεων, των αναγνωρίσεων της επιστημονικής αξίας και των τιμών, είναι καλό κίνητρο για να είναι κανείς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, "αντικειμενικός", "αμερόληπτος" και όχι απόλυτος και αποκλειστικός. Μικρών δυνατοτήτων επιστήμονες έχουν ανάγκη προβολής και καταξιώσεως, πλουτισμού των βιογραφικών τους υπομνημάτων, ενώ φιλόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι επιδιώκουν περαιτέρω άνοδο και κατάληψη θέσεων στα οικουμενικά συμβούλια και στις επιτροπές.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς καταξιωμένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, αφού συνέτριψε τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και αποκάλυψε τις πλάνες του Παπισμού, με μία άκρως αντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, στάση, εξελέγη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1347 «τάξει και νόμω πνευματικής αναβάσεως... ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ου­δέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και θείαν δεξάμενος», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για τον Μ. Βασίλειο73. Λόγω της αντιδράσεως του κινήματος των Ζηλωτών δεν κατέστη δυνατή η ενθρόνισή του, παρά μόνον μετά από τρία έτη, τον Δεκέμβριο του 1350. Το τριετές αυτό διάστημα από της εκλογής μέχρι της ενθρονίσεως διήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις την Λήμνον, την οποία επί διετίαν εποίμανε ως τοποτηρητής. Και μετά την ενθρόνισή του όμως και την παλλαϊκή και ενθουσιώδη υποδοχή των Θεσσαλονικέων δεν ήταν αδιατάρακτη η ποιμαντορία του, κυρίως λόγω των δυναστικών διενέξεων μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οικογενειών, των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών. Σε κάποια μεσολαβητική, ειρηνευτική του αποστολή στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1354, το πλοίο που τον μετέφερε από την νήσο Τένεδο αναγκάσθηκε λόγω θαλασσοταραχής, να προσεγγίσει τις ακτές της ευρωπαϊκής ακτής της Καλλίπολης, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία είχαν διαπεραιωθή από την ασιατική πλευρά οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό και την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο καταστρεπτικός σεισμός της 2ας Μαρτίου του 1354, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίσταση από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Εκεί λοιπόν συνελήφθη ο Άγιος Γρηγόριος αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με την συνοδεία του και υπέστη τα πάνδεινα. Ενώ βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων, σε επιστολή που στέλνει Προς την εαυτού εκκλησίαν, την εκκλησία Θεσσαλονίκης, τους χαρακτηρίζει ως «τους πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Εκτιμούσε ότι η αιχμαλωσία του ήταν έργο της Θείας Προνοίας που απέβλεπε αφ' ενός μεν να κηρύξει το Ευαγγέλιο προς τους αλλοπίστους Μουσουλμάνους και αφ' ετέρου να ενισχύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό λόγω των πιέσεων που ασκούσαν οι Τούρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεί εδώ ο Άγιος Γρηγόριος το έργο των μεγάλων Αγίων της Τουρκοκρατίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Κολλυβάδων, διαγράφει την οδό της ομολογίας και της παρρησίας στους αναγκαστικούς διαλόγους με τους κατακτητάς, στους αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, οι οποίοι εγέννησαν στη συνέχεια το πλήθος των Νεομαρτύρων. Τί γεννούν και τί παράγουν οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι; Ασφαλώς όχι μάρτυρας και απολογητάς, αλλά χλιαρούς και αδιαφόρους περί την πίστιν αποστάτας της Ορθοδοξίας.
Συνολικά κατά την διάρκεια της ταλαιπωρίας του από πόλη σε πόλη, η οποία οφείλεται εις το ότι πληροφορηθέντες οι Τούρκοι ότι ήτο επιφανής και διάσημος αρχιερεύς, ζητούσαν υπέρογκα χρηματικά ποσά ως λύτρα, διεξήγαγε τρεις διαλόγους ο Άγιος Γρηγόριος με θεολόγους του Ισλάμ, στους οποίους σύντομα θα αναφερθούμε. Η πρώτη συζήτηση περιγράφεται σε επιστολή προς την Εκκλησία του74, η δεύτερη συζήτηση στην ίδια επιστολή και σε άλλη του επιστολή από την αιχμαλωσία προς ανώνυμο παραλήπτη75, και η τρίτη συζήτηση «Προς τους αθέους Χιόνας»76, εξισλαμισθέντες πρώην Χριστιανούς, καταγράφτηκε σαν ένα είδος πρακτικών, από τον ιατρό Ταρωνείτη, που προσεκλήθη από Χριστιανούς για να βοηθήσει τον ασθενήσαντα από τις ταλαιπωρίες Άγιο Γρηγόριο.
Γράφοντας λοιπόν «Προς την εαυτού εκκλησίαν» κρίνει ότι ήταν μέτρο της προνοίας του Θεού η αιχμαλωσία του: «Δοκεί γαρ μοι διά της οικονομίας ταύτης φανερούσθαι τα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του επί πάντων Θεού, και αυτοίς τοις πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ως αναπολόγητοι ώσιν επί του μέλλοντος αυτού φρικωδεστάτου βήματος, εγγύς όντος ήδη, δι' ην οικονομίαν, ως από των εκβάντων έστι συνοράν, και ημείς παρεδόθημεν ταις τούτων χερσίν, άμα προς μικράν έκτισιν των πολλών εις Θεόν ημετέρων αμαρτημάτων»77. Οι σημερινές συναντήσεις και διάλογοι δεν γίνονται για καμμία οικονομία θεϊκή, ούτε καθιστούν αναπολογήτους τους Μουσουλμάνους, αφού δεν μαθαίνουν από αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου· γίνονται για ανθρώπινες οικονομίες, όπως και αν εκλάβει κανείς τον όρο. Από την Καλλίπολη, όπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οι αιχμάλωτοι ομαδικά στην Λάμψακο υπό σκληρές συνθήκες, γύμνιας, πείνας, στερήσεων, σωματικών κακώσεων ο ηγεμών των βαρβάρων ήλπιζε ότι θα εισπράξει χιλιάδες νομισμάτων για την απελευθέρωση του Αγίου Γρηγορίου, οι δε φανατικοί στην πίστη Μουσουλμάνοι εξεδήλωναν την μανία τους εναντίον του και επεδίωκαν να τον υποχρεώσουν σε θεολογικό διάλογο, γιατί πίστευαν ότι η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία από τον Θεό εξ αιτίας της ασεβούς πίστεως των Χριστιανών. Αγανακτεί στο σημείο αυτό ο Άγιος Γρηγόριος γιατί «το δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρον τούτο γένος» μεγαλαυχεί και πιστεύει ότι λόγω της ευσέβειας και θεοφιλίας του επικρατεί επί του Γένους των Ρωμηών. Υπενθυμίζει ότι κατά το Ευαγγέλιο «ο κόσμος ούτος εν τω πονηρώ κείται»78 και ότι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου κυριαρχούν οι κακοί και δούλοι των κάτω, που εκβιάζουν με τα όπλα και εκπορθούν τα γειτονικά εδάφη. Μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου κυβερνούσαν τον κόσμο οι ειδωλολάτρες, που δεν είχαν βέβαια την εύνοια του Θεού. Οι Μουσουλμάνοι έπαθαν ό,τι και οι ειδωλολάτρες Έλληνες, για τους οποίους λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν», διότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν». Το ίδιο και οι Μουσουλμάνοι, ενώ ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού και Πνεύμα, ότι ετέχθη εκ παρθένου, εδίδαξε θεία πράγματα, ανελήφθη στους ουρανούς και θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, εν τούτοις δεν τον δέχονται ως Θεό, ως Θεάνθρωπο Λόγο, αλλά «ηλλάξαντο την αλήθειαν εν τω ψεύδει και επίστευσαν και εσεβάσθησαν και ηκολούθησαν ανθρώπω ψιλώ τε και θνητώ και τεθαμμένω, Μωάμεθ ούτος, παρά τον Θεάνθρωπον και αείζωον και αΐδιον Λόγον». Η συνέχεια των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος αποτελούν ολοκληρωτική άρνηση και κατεδάφιση του Ισλάμ. Επειδή λοιπόν αστόχησαν στην πίστη, όπως οι ειδωλολάτρες, τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν και εις πάθη ατιμίας». η πίστη τους και η ζωή τους είναι θεομισείς και απάνθρωπες. Έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο παραλογισμού, ώστε όχι μόνον δικαιολογούν τα όσα πράττουν, αλλά νομίζουν ότι και ο Θεός επιδοκιμάζει τις πράξεις τους. Επικαλείται για την κρίση του αυτή την προσωπική του πλέον εμπειρία. Λέγει το κείμενο: «Επεί γουν γνόντες περί ων ο Λόγος τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν η εσεβάσθησαν, "παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν" και "πάθη ατιμίας", ώστε βιούν αισχρώς και απανθρώπως, και θεομισώς, και κατά τον εκ παιδός υπό Θεού μεμισημένον και της πατρικής ευχής απωσμένον Ησαύ, επί τόξω και μαχαίρα και ασωτία ζην, επεντρυφώντας ανδραποδισμοίς, φόνοις, λεηλασίαις, αρπαγαίς, ακολασίας μοιχείαις, ανδρομανίαις. Και ου μόνον αυτοί τα τοιαύτα πράττουσιν, αλλ' ω της παρανοίας, και τον Θεόν συνευδοκείν τούτοις οίονται. Ούτως εγώ περί τούτων διανοούμαι, τα κατ' αυτούς νυν ειδώς ακριβέστερον»79.
Ακούτε όλοι εσείς, πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, θεολόγοι, ειρηνοποιοί και αγαπητικοί, που τολμάτε και επικαλείσθε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως συνήγορο των ιδικών σας θετικών εκτιμήσεων για το Ισλάμ. Γιατί κρύβετε την αλήθεια και την συσκοτίζετε; Φοβάστε το φως του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, γιατί αποτελούν έλεγχο των ιδικών σας πράξεων. Δεν τελειώσαμε όμως με τον Άγιο Γρηγόριο, γιατί έχει και άλλες ενδιαφέρουσες διαθρησκειακές θέσεις, και θα συνεχίσουμε. Εδώ πάντως στο χωρίο που παραθέσαμε κονιορτοποιείται το επιχείρημα των διαθρησκειακών "θεολόγων" περί του ότι το Ισλάμ γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη και διδάσκαλο. Τόσο το χειρότερο, εφ' όσον είναι γνωστόν ότι "ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς"· η γνώση των περί Χριστού επιβαρύνει περισσότερο τους Μουσουλμάνους, διότι «γνόντες τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν ή εσεβάσθησαν» αλλά τον έβαλαν, όπως είδαμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να παραδέχεται ότι το Ευαγγέλιο το έγραψαν άνθρωποι "παραβάται", "ψεύσται" και "πεπλανημένοι". Όχι μόνο αρνήθηκαν τον Χριστό αλλά διέστρεψαν και την διδασκαλία του, καταστάντες γι' αυτό αναπολόγητοι, αυτοί και οι υποστηρικτές των.
Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ότι πολλοί από αυτούς έδειξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προσέβαλαν και φιλονεικούσαν μαζύ του προβάλλοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προσθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγίου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώσεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσου νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει»80.
Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πηγές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν το ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν για να απελευθερωθούν. Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστιανός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμάλωτοι για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.
Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθηκαν στην Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διεξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ. «εκείνος ήρετο πάλιν, ει δεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ»81. Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου.· σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λόγο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την διδασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν»82. Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων. κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ. δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολονότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστι των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα»83.
Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικομήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τις ποτε και οίος εστιν ο καλόγηρος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τίποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού. «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν»84. Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους. έγραψε όμως ποτέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;
Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης. ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρειες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν. παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμάνους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ. Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης που διέσωσε αυτόν τον διάλογο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριάζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερινούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό. είναι αδιανόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει. «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά ιατρού του Ταρωνείτου».
Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λόγος στον Άγιο Γρηγόριο ο οποίος παρουσίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πίστεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδασκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων. Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητος και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μητέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χριστιανοί για τον Μωάμεθ. «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πώς ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού λόγον και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;»85
Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «διά τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν για να κρίνει όλον τον κόσμον. και μας παρήγγειλε να μη δεχθούμε κανένα άλλον προ της δικής του παρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν. εάν έλθει κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεόκλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χριστιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω»86.
Επιτυχέστατες είναι και οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγορεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης»87. Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζονται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;
Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υακίνθου, όπου και εγκαταστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδείας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κατορθώσει να απελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήσαν πολύ λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κάποιον ομόπιστό τους· εκ του μακρόθεν παρακολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρηγόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κάποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα. Με αφορμή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελετουργία και την μέλλουσα κρίση. Ο Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χριστό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσανασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθήσουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε ότι και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πώς ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πιστεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι;»88
Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότατη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών. το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ' αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Διά τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω»89.
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθηκε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωάμεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξα­φάνισαν οι Χριστιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλαδή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών. «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».
Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τασιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντολές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από τον Χριστό. Κανείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκόψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφράσεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό. θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμάνους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πώς λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγγέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ουν πλανηθήτε οπίσω αυτών»90. Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κατόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι και τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολάκευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η διδασκαλία του Χριστού, μολονότι απομακρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε: «Τί δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμενος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο. η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμένης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν»91.
Η συντριπτική αυτή και θαρραλέα απάντηση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νοήματα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη92 .
Ανταποκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πιστεύσει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μου­σουλμάνοι93.
Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' ον θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα94. Με αυτήν την παρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχάζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.
Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλοντική περίοδο της ιστορίας, αλλά σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την δευτέρα παρουσία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»95.
Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος, ενώπιον αγρίων και βαρβάρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογήσει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παντελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφήτης του, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτικός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας; Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλήθεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διαλόγους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαίτερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, στους οποίους θα αναφερθούμε στο τελευταίο τμήμα, με το οποίο και θα τελειώσουμε.
 

στ'. Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννάδιος Σχολάριος Ενδιαφέρουσες κρίσεις και εκτιμήσεις για το Ισλάμ, στην ίδια πάντοτε γραμμή των προ αυτών Αγίων Πατέρων, έχουν διατυπώσει ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, ολίγα χρόνια προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, όπως και ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης και εθνάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Ο δεύτερος μάλιστα διεξήγαγε τρεις διαλόγους διαθρησκειακούς με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ και ένα με Τούρκους αξιωματούχους στην πόλη των Σερρών.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου Ευγενικού και του Γενναδίου Σχολαρίου, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας έναντι των επιδιώξεων του πάπα, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του για το Ισλάμ σε επιστολή που στέλνει προς κάποιον Μάξιμο, ο οποίος εγκατέλειψε την Ορθοδοξία και προσεχώρησε στον Παπισμό. Επιχειρούσε μάλιστα δι' επιστολών να πείσει και άλλους να προσχωρήσουν στον Παπισμό, ενδιαφερόμενος τάχα για τη σωτηρία τους περισσότερο όμως, όπως εκτιμά ο Βρυέννιος, αγωνιζόμενος να πείσει τον εαυτό του γι' αυτό που έκανε και να διαφύγει τον έλεγχο της συνειδήσεως για την αποστασία του. Παρό­μοια επιστολή έστειλε και στον Βρυέννιο, ο οποίος του ανταπέστειλε επιστολή, με τίτλο «Τω από Γραικών Ιταλώ αδελφώ Μαξίμω της τάξεως των κηρύκων»96. Μεγάλο μέρος από τις απαντήσεις αυτές του Βρυεννίου έχει ενσωματωθή και σε άλλο έργο του με τίτλο «Λόγος Συμβουλευτικός περί της ενώσεως των εκκλησιών»91.
Ανάμεσα στα επιχειρήματα του αποστάτη Μαξίμου εναντίον των Ορθοδόξων ήταν η ευπραγία των Δυτικών και η δυστυχία των Ορθοδόξων, που ερμηνευόταν ως εγκατάλειψή τους από τον Θεό. Απαντά λοιπόν ο διδάσκαλος Ιωσήφ ότι, αν όντως έτσι είναι τα πράγματα, τότε ευσεβέστεροι όλων πρέπει να θεωρηθούν οι Αγαρηνοί, οι Μουσουλμάνοι, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μιαρό και άθεο έθνος λέγοντας: «Ει εκ της κατά τον βίον ευπραγίας, ω Μάξιμε, τεκμαίρη του δόγματος την ορθότητα, ώρα σοι και Αγαρηνούς και Ισμαηλίτας ευσεβεστέρους ημών υπ­ειληφέναι, εφ' οις ευετηρούσι σήμερον, το μιαρόν έθνος και άθεον· το τα ασεβέστατα κατά Χριστού του Θεού ημών αθυροστομούν. το ταις παρά φύσιν όσαι ώραι καταχραινόμενον μίξεσι· των ει μη τι άλλο προσήν ημίν των καλών, τη γουν εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστει σεμνυνομένων και τω εις αυτόν αγίω τετελεσμένων βαπτίσματι». Βλέπομεν όμως αυτούς τους «εξαγίστους», τους μιαρούς και αθέους, να επιτίθενται και να κομπάζουν όχι μόνον εναντίον μας αλλά και εναντίον των Λατίνων. Θεωρεί ότι το άθεο αυτό έθνος πολεμεί συγχρόνως εναντίον του Θεού των Χριστιανών, και ότι πάσχοντες δεινά οι Ορθόδοξοι από αυτούς τους «αλιτηρίους» καθίστανται μάρτυρες· ο θάνατός τους υπολογίζεται από το Θεό ως μαρτύριο, διότι αρνούνται να δεχθούν την πίστη και τον μιαρό τρόπο της ζωής τους και προτιμούν ακόμη και να αποθάνουν για τον Χριστό. «Ος γαρ, ενόν εις τα εξάγιστα και άθεα εκείνων ήθη μεταβαλείν και ενσπόνδους αυτούς σχειν τούτους, μάλλον δε και της παρ' εκείνοις ραστώνης και ανέσεως μεθ' όσης τιμής απολαύειν. ταύτα παρά φαύλον τιθέμενος, μισείσθαι παρ' εκείνων ανέχεται και ελαύνεσθαι, και αυτό βιαίως το ζην αφαιρείσθαι διά Χριστόν πάντα πάσχει τα ειρημένα. Του δε διά Χριστόν πάσχειν τί άρα μακαριώτερον;». Δεν θα παρουσιάσουμε εδώ την σύγκριση που κάνει ο μοναχός Ιωσήφ της πνευματικής καταστάσεως των Λατίνων και των Ορθοδόξων, οι οποίοι παρά την δυσπραγία και την υποδούλωση πολλών εξ αυτών στους αλλοπίστους εξακολουθούν να διατηρούν απαρασάλευτη την πίστη τους και να ιερουργούν τα θεία μυστήρια και να έχουν εναργή την παρουσία του Θεού, όπως αυτό φαίνεται στο θαύμα του αγιασμού του ύδατος· «Και το ύδωρ ευχή και σφραγίδι παρά των κατά τόπον ιερέων αγιαζόμενον, εναργή της χάριτος σώζει τα σύμβολα, ως εκ της ορωμένης διαυγείας και καθαρότητος, μηδέν πάσχον όσα εικός ύδωρ ακινητούν, την αόρατον πιστούσθαι εν αυτώ του Πνεύματος επιφοίτησιν· και οία παρ' ημίν οία τε εστιν ιερωσύνη τελείν παρίστησι τηλαυγώς». Μας ενδιέφερε να δείξουμε πώς εκτιμά και πώς εκφράζεται ο Ιωσήφ Βρυέννιος για το Ισλάμ, διότι και σ' αυτόν αναφέρονται, ως πρότυπο, μερικοί σημερινοί θεολόγοι της πανθρησκείας, πλανώντες και πλανώμενοι.
Οι συζητήσεις που έκανε ο Γεννάδιος Σχολάριος για το Ισλάμ ομοιάζουν με τις συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όχι μόνον ως προς τα επιχειρήματα αλλά και ως προς το ότι συζητά ως υπόδουλος και κατακτημένος, υπό δυσμενέστατες δηλαδή ιστορικές συγκυρίες, και μάλιστα στους τρεις από τους τέσσερις διαλόγους με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ. Τρία συγγράμματα του Σχολαρίου περιέχουν αυτές τις συζητήσεις. Προκύπτει λοιπόν από αυτά ότι ο πορθητής πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στην Ι. Μονή Παμμακαρίστου, όπου είχε μεταφέρει το Πατριαρχείο ο Σχολάριος από τον ναό των Αγίων Αποστόλων. Εζήτησε δε από τον πατριάρχη να μάθει για την πίστη των Χριστιανών. Στην συνάντηση αυτή βλέπει κανείς το πνεύμα μιας χιλιετούς παραδόσεως να στέκεται αντιμέτωπο μπροστά στο σπαθί και στην εξουσία ενός φοβερού πολεμάρχου. Ο πατριάρχης δεν εδειλίασε ούτε προέβη σε εκπτώσεις από την πίστη και σε απόκρυψη της αληθείας, όπως κάνουν στις σημερινές διαθρησκειακές συναντήσεις και στους διαλόγους. Εξέθεσε με παρρησία τους λόγους της υπεροχής του Χριστιανισμού, τον οποίο παρουσίασε ως την μοναδική οδό σωτηρίας. Εντυπωσιάσθηκε ο Μωάμεθ και οργάνωσε δεύτερη και τρίτη συζήτηση, παρόντων και Μουσουλμάνων θεολόγων. Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμεθα ότι το αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν πολύ αποδοτικό. Εθαύμασε ο Μωάμεθ την σοφία του πατριάρχη και αισθανόταν καύχηση γιατί έγινε αρχηγός τόσο σπουδαίου λαού. η προσωπική εκτίμηση προς τον πατριάρχη είχε επιπτώσεις στην γενικότερη ευνοϊκή στάση του απέναντι στους κατακτηθέντες, όπως φαίνεται από τα παραχωρηθέντα προνόμια. Ορισμένες μάλιστα ιστορικές πηγές, όπως η Turcograecia, προχωρούν τόσο πολύ την επιτυχία των συζητήσεων, ώστε να ισχυρίζονται ότι «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Υπάρχει ανάλογο αποτέλεσμα ή θα υπάρξει ποτέ από τους σημερινούς διαθρησκειακούς διαλόγους των εξισώσεων και των ισοπεδώσεων; Οι συζητήσεις αυτές περιέχονται στο σύγγραμμα του Σχολαρίου «Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των ανθρώπων». Θα ήμασταν ευχαριστημένοι, αν σε κάποιον από τους διαθρησκειακούς διαλόγους ελέγετο ότι ο Χριστιανισμός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας, διότι από αυτό προκύπτει πως ούτε ο Ιουδαϊσμός ούτε το Ισλάμ είναι οδοί σωτηρίας.
Αναπτύσσει ο πατριάρχης την θεία παιδαγωγία και οικονομία που την βλέπει να προχωρεί βαθμιαία μέσω τριών σταδίων.του φυσικού εν πρώτοις νόμου, του μωσαϊκού κατόπιν και τελικώς του ευαγγελικού, ο οποίος είναι ολοκλήρωση και συμπλήρωση του μωσαϊκού και τελειότατος νόμος· μετά από αυτόν δεν μπορεί να δεχθεί κανείς άλλη τελειότερη διδασκαλία. «ούτε χρη διδασκαλίαν άλλην εκδέχεσθαι τελειοτέραν, ούτε πειστέον αν είη τοις λέγουσιν από Θεού τι νομοθετείν τελειότερον, και πολλώ μάλλον ει φαίνοιντο φθείροντες εν πάσιν ή τοις πλείοσι την του Ιησού και των Αποστόλων διδασκαλίαν». Ο Μωάμεθ και το Κοράνιο τίθενται στο περιθώριο, αχρηστεύονται μέσα στο σχήμα αυτό των τριών σταδίων, των τριών φάσεων της Θείας Οικονομίας, την οποία ολοκλήρωσε το Ευαγγέλιο. Μετά την τέλεια διδασκαλία του Χριστού δεν υπάρχει χώρος για άλλη διδασκαλία. Ο υπαινιγμός περί του ότι το Κοράνιο κατέστρεψε σε όλα ή στα περισσότερα και έφθειρε τη διδασκαλία του Χριστού είναι σαφέστατος. Και αυτά ελέχθησαν ενώπιον του πορθητού Μωάμεθ. Τουλάχιστον πρέπει να ντρέπονται όσοι ψάχνουν να βρουν πρότυπα των σημερινών διαλόγων στην προηγουμένη πατερική παράδοση. Ας παραδεχθούν ότι δεν έχουν το θάρρος και την παρρησία να σηκώσουν το βάρος αυτής της παραδόσεως και ας μη την ευτελίζουν, μόνο και μόνο για να μη διαταράξουν την ραστώνη και την ευημερία τους. Δεν είναι αυτό ούτε αποστολικό, ούτε μαρτυρικό φρόνημα98
Υπάρχει και ένα δεύτερο κείμενο του Σχολαρίου για το Ισλάμ, το οποίο μάλιστα περιελήφθη και στα συμβολικά βιβλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον τίτλο Ομολογία Σχολαρίου. Πρόκειται για σύντμηση και περίληψη του προηγουμένου συγγράμματος, την οποία έκανε ο ίδιος ο Σχολάριος μετά από αίτημα του Μωάμεθ, ώστε να είναι «σαφές και ευπαράδεκτον τοις αμυήτοις». Η Ομολογία έχει δημοσιευθή και στο γνωστό έργο του καθηγητού Ι. Καρμίρη «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»99. Ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι η έκθεση των αληθειών της πίστεως γίνεται κατ' αντιπαράθεσιν των αντιστοίχων του Κορανίου, χωρίς αυτό να ονοματίζεται. Υπάρχει και τρίτο σχετικό κείμενο το οποίο συνέγραψε ο Σχολάριος στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, μετά από συζήτηση που είχε με δύο ανωτάτους Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι έστειλαν στη μονή στρατιώτη με έγγραφη προσταγή να κατέλθει ο Σχολάριος στην πόλη των Σερρών, για να συζητήσουν μαζί του, χωρίς βέβαια να γράφουν στο έγγραφο τον σκοπό αυτής τους της ενεργείας. Το έργο φέρει τον τίτλο. «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».


ζ'. Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Και ερχόμαστε στους Αγίους Νεομάρτυρες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι αποτελούν την νέα δόξα την νέα καύχηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία έτσι επανασυνδέουν με την Εκκλησία των παλαιών μαρτύρων και την παρουσιάζουν ως την μόνη αληθή Εκκλησία του Χριστού, εντός της οποίας γεννώνται νέοι Άγιοι που ευαρέστησαν το Θεό με την ομολογία και το μαρτύριο τους, και δοξάσθηκαν με τα θαύματα που επιτελεί δι' αυτών η Θεία Χάρη. Δεν υπάρχει εδώ πολύς χώρος για να παραθέσουμε όσα αναπτύσσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο προοίμιο του «Νέου Μαρτυρολογίου», όπου παρουσιάζει αυτό το νέο θαύμα, το να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά του χειμώνος της απιστίας τους Νεομάρτυρες ως εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα, μέσα στην βαθύτατη νύκτα ημέρα και ήλιο, μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι φώτα λαμπρότατα, στον καιρό της αιχμαλωσίας ελευθερία, της ασθένειας και της αδυναμίας υπερφυσική δύναμη.
Όλοι σχεδόν οι Νεομάρτυρες κατά την προσαγωγή τους μπροστά στους Τούρκους άρχοντες και δικαστές έπρεπε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους υπέβαλλαν για το Κοράνιο και τον Μωάμεθ, να δικαιολογήσουν γιατί δεν γίνονται ή γιατί δεν παραμένουν Μουσουλμάνοι, όταν επρόκειτο περί αρνησιχρίστων, οι οποίοι μετανοούσαν για την αποστασία τους. Πρόκειται για αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, για διαλόγους που αναβίωσαν το παράδειγμα του πρωτομάρτυρος Χριστού, του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου, του εν ανθρώποις πρωτομάρτυρος διακόνου Στεφάνου, των Αγίων Αποστόλων, των αρχαίων μαρτύρων και των Αγίων Πατέρων και ομολογητών.
Δεν υπολογίζουν τιμές, αξιώματα, πλούτη και απολαύσεις, που τους υπόσχονται, όπως ουσιαστικώς γίνεται σήμερα στους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπου βέβαια δεν έχουμε άρνηση της πίστεως, έχουμε όμως απόκρυψη της αληθείας και εξίσωση με την πλάνη που είναι σχεδόν το ίδιο. Αν όμως η πλάνη και η αλήθεια, το σκότος και το φως, ο Χριστός και τα είδωλα ή ο Μωάμεθ είναι το ίδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί εμαρτύρησαν οι Απόστολοι και οι μάρτυρες, οι παλαιοί και οι νέοι; Δεν αποτελούν οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπου δεν μαρτυρείται η αλήθεια, όπου εξισώνεται ο Χριστός με τους ψευδοπροφήτες, όπου δεν υπάρχει παρρησία και μαρτυρικό φρόνημα, δεν αποτελούν λοιπόν προσβολή και απόρριψη της στάσεως των Αγίων μαρτύρων, ως ανόητης και φονταμενταλιστικής, αφού τα ανοιχτά μυαλά των σημερινών προοδευτικών κληρικών και θεολόγων δεν θα δικαιολογούσαν ποτέ τέτοια στάση, ούτε θα ομολογούσαν ποτέ αυτά που ομολόγησαν οι Νεομάρτυρες για το Ισλάμ, όπως ενδεικτικά θα δούμε; Ο Άγιος Νικόδημος στο μνημονευθέν προοίμιο αναπτύσσει πέντε λόγους για τους οποίους «ευδόκησεν ο Θεός να γίνονται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς και­ρούς: α) διά να είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδόξου πίστεως. β) διά να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι αλλόπιστοι. γ) διά να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και κα­ταισχύνη των ετεροδόξων. δ) διά να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οπού τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας. ε) δε και τελευταίον διά να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν διά του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος».
Απέναντι αυτής της εικόνος των αληθινών διαθρησκειακών διαλόγων των Νεομαρτύρων, οι σύγχρονοι διαθρησκειακοί διάλογοι είναι παγωνιά μέσα στον χειμώνα, σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι, αιχμαλωσία σε καιρό ελευθερίας, ασθένεια και αδυναμία σε κατάσταση δυνάμεως. Δεν οδηγούν σε ανακαινισμό αλλά σε φθορά της Ορθοδόξου πίστεως· δεν καθιστούν αναπολογήτους τους αλλοπίστους· δεν δοξάζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού την εξισώνουν με τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, ούτε ενισχύουν στην υπομονή και εμμονή στην πίστη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, πολύ περισσότερο δεν παρακινούν στη μίμηση του μαρτυρικού τέλους των Αγίων. Είναι γι' αυτό ψευτοδιάλογοι αποστασίας και δειλίας.
Από το σύνολο των όσων είπαν πολλοί Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι με τους Μουσουλμάνους δικαστές, ενδεικτικώς θα παρουσιάσουμε μερικά, για να φανεί η άρρηκτη ενότητα, συνέπεια και συνέχεια στην ομολογία και στην μαρτυρία της Αληθείας με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με την θυσία της ζωής, η αδιάκοπη αλυσίδα της πίστεως από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Αγίων Πατέρων μέχρι των Νεομαρτύρων. Οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι είναι ξένοι και αλλότριοι, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτήν την πίστη και το μαρτυρικό αυτό φρόνημα.
Ο νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου 1800), στην πρόταση του Μουσουλμάνου άρχοντος να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστεύσει στον Μωάμεθ απήντησε:
«Έλα και εσύ αυθέντα να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν πως είναι Θεός αληθινός, διά να σε φωτίση να ιδής το αληθινόν φως, επειδή και τώρα είσαι τυφλός και εσκοτισμένος από την ασέβειαν». Στην επιμονή του Μουσουλμάνου μετά από τρεις ημέρες ο άγιος Κωνσταντίνος απήντησε με περισσότερο θάρρος: «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας, και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζί με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον»100.
Ο οσιομάρτυς Νικόδημος, που ασκήθηκε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιο Όρος, και μαρτύρησε στο Βελιγράδι (11 Ιουλίου 1722), αρνηθείς τον Χριστό και μετανοήσας κατόπιν απορεί λέγων: «Οίμοι τω αθλίω και ταλαιπωρώ, διά ποίαν αιτίαν άρα γε ετυφλώθην τόσον κατά νουν ο ασύνετος; Πώς εσκοτίσθην τη διανοία; Πώς προετίμησα το σκότος μάλλον ή το φως; Πώς εχωρίσθην της δόξης του Χριστού; Πώς εκουσίως απέρριψα εαυτόν από της συναυλίας της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, γενόμενος δούλος και αιχμάλωτος του παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλών και δεόμενος προς την Υπεραγία Θεοτόκο να τον αξιώσει να έχει μαρτυρικό τέλος αξιώθηκε να ιδεί την εξής οπτασία: «Κοιμώμενος γαρ έτι ο μακάριος Νικόδημος, ηρπάγη εις οπτασίαν υπό θείου αγγέλου, όστις έδειξεν εις αυτόν όλους τους βασανιζομένους εν τω Άδη, εξαιρέτως δε τον αρχηγόν της πλάνης των Αγαρηνών, ος εστιν ο ψευδοπροφήτης Μωάμεθ. υπήρχε γαρ ούτος δεμένος εν πυρίναις αλύσεσιν εν τη φλογί της γεέννης, δεινώς βασανιζόμενος. ωσαύτως και άπασα η πληθύς των ασεβών, οι οπαδοί δηλονότι αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών πάσης ασεβείας και αιρέσεως, άπαντες εκεί βασανιζόμενοι»101.
Θαυμάζει ο Άγιος Νικόδημος το θάρρος της νεαρής κοπέλλας, της Αγίας Νεομάρτυρος Ακυλίνας από το Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), η οποία στην προτροπή του Τούρκου κριτή να αλλαξοπιστήσει απάντησε: «Και τί ωρέχθηκα από την πίστιν σας, να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω, οι οποίοι βρωμείτε ακόμη ζωντανοί; Ω τόλμη μαρτυρική! Ω μεγαλοψυχία ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, όχι ενός απλού κορασίου, αλλ ' ενός γίγαντος ανδρειωμένου!»102. Παρόμοιο θαυμασμό και έπαινο εκφράζει και ο συντάκτης του βίου του προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου: «Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γενναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον, εκείνο οπού γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του· δίκαιος ως λέων πέποιθε (κη' ι) και το του προφήτου Δαβίδ· ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην (Ψαλμ. ριη')»103. Παρόμοιους επαίνους προς τους Νεομάρτυρες διατυπώνει η λατρεύουσα τον αληθινό Θεό Εκκλησία, όταν κατά τις πανηγύρεις επί τη μνήμη αυτών ψάλλει τους ύμνους των ακολουθιών τους. Θαυμάζουν και οι πιστοί και ευχαριστούν τον Θεό για τους Νεομάρτυρες, την νέα αυτή δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, και λυπούνται για τους νέους αποστάτες και αρνησιχρίστους των διαθρησκειακών διαλόγων, ευχόμενοι να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν, να επανέλθουν και να μαρτυρήσουν, να κηρύξουν υπέρ του Χριστού ως της μοναδικής οδού σωτηρίας.


η'. Ισλάμ και νεομάρτυρες  I. Οι δυο εχθροί της Ρωμιοσύνης. Παπισμός και Ισλάμ, Φράγκοι και Τούρκοι
Η πρώτη χριστιανική χιλιετία αποτελεί την περίοδο του θριάμβου της χριστιανικής πίστεως. Επέζησε των σκληρών διωγμών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, αφού ανέδειξε πλήθος καλλινίκων και ηρωικών μαρτύρων, εξαπλώθηκε παρά τους διωγμούς εις τα πέρατα της τότε οικουμένης και τελικώς νικήτρια όλων των ιστορικών της αντιπάλων, του Ιουδαϊσμού, του ειδωλολατρικού Ελληνισμού και της Ρωμαϊκής διοικήσεως, έγινε η ζωοδότρα πνευματική πνοή, η ψυχή του πρώτου χριστιανικού κράτους, της επωνύμου των Χριστιανών καινής πολιτείας, που εγκαθιδρύθηκε με την θεϊκή κλήση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως, του εν βασιλεύσιν αποστόλου Μ. Κωνσταντίνου.
Όπως η θαυμαστή εξάπλωση του Χριστιανισμού από το επιτελείο των αδυνάμων κατ' άνθρωπον και αγραμμάτων αποστόλων παραπέμπει στη θεϊκή προέλευση της χριστιανικής πίστεως, γιατί είναι αδύνατο να ερμηνευθεί με ανθρώπινα κριτήρια, έτσι και η πάνω από χίλια χρόνια επιβίωση της ελληνοχριστιανικής πολιτείας του Βυζαντίου, της Ρωμανίας των ιστορικών μας πηγών, της Ρωμιοσύνης στην απλή λαϊκή γλώσσα, μοναδικό φαινόμενο αντοχής, χρονικής διάρκειας, πνευματικής καρποφορίας και ακτινοβολίας, ερμηνεύεται με βάση τους νόμους της θείας κυβερνητικής και της θείας συμμαχίας. Ο Χριστός και η Παναγία Μητέρα του, η Υπέρμαχος Στρατηγός, στους οποίους αφιερώθηκε και ανατέθηκε η Πόλις, έγιναν οι προστάτες και οι φρουροί των κατοίκων, οι οποίοι όμως ανταποδοτικά και συνεργιακά τηρούσαν τους νόμους της θείας κυβερνητικής και αποδεικνύονταν άξιοι της θεϊκής συμμαχίας.
Η Κωνσταντινούπολη έγινε η νέα Ιερουσαλήμ, όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα ιερά της ανά τον κόσμον χριστιανικής οικουμένης, και ο χριστιανικός λαός έγινε ο νέος εκλεκτός λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ, αφού ο παλαιός Ισραήλ στάθηκε ανάξιος να συνεχίσει το έργο της διακονίας στη σωτηρία του κόσμου.
Την εκπληκτική διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, διαδέχθηκε η θαυμαστή εμβάθυνση και ανάπτυξη των δογμάτων της πίστεως από τις συνόδους και τους Αγίους Πατέρες, η υποδειγματική βίωση και εφαρμογή των εντολών του Χριστού από πλήθος αγίων και ασκητών, αλλά και από τον ευλογημένο λαό του Θεού, η εκρηκτική πνευματική και πολιτιστική άνθηση και παραγωγή σε όλους τους τομείς, στην λατρεία, στην φιλολογία, στην τέχνη, με συνέπεια περί το τέλος της πρώτης χιλιετίας να παρατηρηθεί νέα αύξηση του Χριστιανισμού με την εισαγωγή στους κόλπους της Εκκλησίας των σλαβικών λαών της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Φαινόταν ότι το ευαγγέλιο είχε κηρυχθεί εις πάσαν την κτίσιν, εις τα πέρατα της τότε γνωστής Οικουμένης, και ότι ο Χριστιανισμός αποδεικνυόταν η μόνη οδός για την σωτηρία των ανθρώπων. Πολλοί ερμηνευτές δέχονται ότι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού που διδάσκει η Αποκάλυψη, και που εξέθρεψε και εξακολουθεί να εκτρέφει χιλιαστικές μεσσιανικές προσδοκίες, πρέπει να εντοπισθεί στο υπερχιλιόχρονο χριστιανικό Βυζάντιο.
Η δεύτερη χριστιανική χιλιετία, που τελειώνει σε ενάμισυ μήνα, αρχίζει με δυσοίωνες προοπτικές για το ενιαίο ακόμη σε Ανατολή και Δύση χριστιανικό κράτος. Επί αιώνες πλήθος βαρβάρων λαών επιτιθεμένων από όλα τα σημεία του ορίζοντος δεν κατορθώνουν να κλονίσουν την χριστιανική αυτοκρατορία. Το δυτικό της τμήμα υποδουλώνεται στα από το βορρά ελθόντα γερμανικά φύλα, πολλά από τα οποία εκχριστιανίσθηκαν δεχθέντα την αίρεση του Αρειανισμού. Η Εκκλησία της Ρώμης, άλλοτε ελεύθερη και άλλοτε αιχμάλωτη, ορθοδοξεί ακόμη και διατηρεί την ενότητά της με την Κωνσταντινούπολη, μολονότι είναι ενοχλημένη από τον παραγκωνισμό της, προς εξουδετέρωση του οποίου αναπτύσσει τις γνωστές περί πρωτείου απόψεις της, που βρήκαν την τελική τους έκφραση στην γνωστή ψευδοκωνσταντίνειο δωρεά. Η αίρεση πάντως και η αμφισβήτηση της χριστιανικής ενότητος με παράλληλη υπονόμευση της Κωνσταντινουπόλεως θα αρχίσουν να εμφανίζονται στις αρχές του 9ου αιώνος με την συμμαχία της Ρώμης και των Φράγκων του Μ. Καρόλου, μεγάλου βέβαια για τους Φράγκους, όχι για τους Ρωμιούς. Ο ένας από τους δύο μεγάλους κινδύνους της ενιαίας ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας, του θεοΐδρυτου και θεοσύστατου χριστιανικού κράτους, που ίδρυσε ο Μ. Κωνσταντίνος «ουκ εξ ανθρώπων την κλήσιν δεξάμενος», όπως ο απόστολος Παύλος, αρχίζει να διαγράφεται. Η πολλαχώς και πολλαχού μαρτυρουμένη, ακόμη και μέχρι των ημερών μας, εχθρότης των Λατινοφράγκων της Δύσεως εναντίον του Regnum Graecorum κορυφώνεται με την απόσχιση της Ρώμης από την Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, που κακώς την ονομάζουμε σχίσμα των Εκκλησιών, και με τις επαίσχυντες σταυροφορίες και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204.
Ο δεύτερος μεγάλος κίνδυνος ο εξ Ανατολών άρχισε να διαγράφεται τον 7ο αιώνα, με την εμφάνιση και την δράση του Μωάμεθ, του δυναμικού αυτού πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτη που ήνωσε τους διεσπασμένους Άραβες κάτω από την θεοκρατική πολιτεία του Ισλάμ. Η Κωνσταντινούπολη, που μόλις πρόσφατα είχε εξέλθει νικήτρια από τον πόλεμο εναντίον των Περσών την εποχή του Ηρακλείου, υποτίμησε, δεν έδωσε την δέουσα σημασία στην διαγραφόμενη νέα απειλή, μολονότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής προφητικά και προορατικά διείδε τον κίνδυνο και προέβη σε σχετική προειδοποίηση104. Ο απωθημένος στο περιθώριο της ιστορίας Ιουδαϊσμός που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την προοδευτική και οικουμενική εξέλιξη της θείας οικονομίας, και γι' αυτό απέρριψε και αρνήθηκε την θεότητα του Χριστού και επολέμησε την Εκκλησία, εμφανίζεται τώρα δυναμικά με ένα παρακλάδι του, τον Μωαμεθανισμό, το Ισλάμ, που ριζώνει και θεμελιώνεται βασικά στο έδαφος της Π. Διαθήκης. Ο αυστηρός μονοθεϊσμός, ο ανεικονισμός, οι περί καθαρών και ακαθάρτων διατάξεις, οι εγκόσμιες και παχυλές μεσσιακές προσδοκίες, η εκδικητικότης και το μίσος εναντίον των εχθρών και απίστων, αρκούν για να υποδείξουν την συγγένεια μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ισλάμ και την κοινή απόσταση και διαφοροποίησή τους από τον Χριστιανισμό. Η συνεργασία Εβραίων και Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών τονίζεται συχνά στις γραμματειακές πηγές, ιδιαίτερα στους βίους των Νεομαρτύρων. Αρκεί να αναφέρουμε ενδεικτικά την περίπτωση του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Το χριστιανικό κράτος των Ρωμανίας άρχισε γρήγορα να αισθάνεται την πολιτική και πολιτιστική απειλή. Αντέδρασε σε πολιτιστικό επίπεδο στο κίνημα της εικονομαχίας που απέβλεπε, ενισχυόμενο από ιουδαϊκές και ισλαμικές επιδράσεις, στον εξανατολισμό, δηλαδή στον εξιουδαϊσμό και εξισλαμισμό του Χριστιανισμού105, σε πολιτικό όμως και στρατιωτικό επίπεδο δεν μπόρεσε να κρατήσει τις ανατολικές του επαρχίες, την Αίγυπτο, την Συρία, την Παλαιστίνη. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι και κατόπιν οι Οθωμανοί θα πάρουν την σκυτάλη από τους Άραβες και θα περισφίγγουν διαρκώς την θεοφρούρητη Πόλη, η οποία χάνει πλέον και τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, αποδυναμωμένη δε και εξασθενημένη από τους δυτικούς σταυροφόρους, προ παντός όμως απογυμνωμένη από την θεϊκή βοήθεια, λόγω της αποστασίας περί την πίστη με την σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και της εκκοσμικεύσεως των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, υποκύπτει οριστικά και πέφτει στα χέρια των αλλοθρήσκων του Μωάμεθ του Β' την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου του 1453. Η ημισέληνος του Ισλάμ υψώνεται στη θέση του δικέφαλου αετού, χωρίς πάντως να κατορθώσει να νικήσει τον Τίμιο Σταυρό.
* Εισήγηση στο Διορθόδοξον Επιστημονικόν Συνέδριον «Κωνσταντίνος ο Υδραίος - Νεομάρτυρες προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους» Ιωβηλαίον 200 ετών από του μαρτυρίου του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου (14.11.1800 - 14.11.2000).

II.
Μεγαλύτερος ο κίνδυνος από τους Φράγκους

Οι θαυμαστοί βίοι των Νεομαρτύρων, των νέων αυτών αθλητών της πίστεως, που ανανέωσαν τους άθλους των παλαιών μαρτύρων, ήταν η απάντηση της αληθείας απέναντι στην πλάνη και στο ψεύδος, όχι μόνο των ετεροθρήσκων Μουσουλμάνων αλλά και των ετεροδόξων Χριστιανών της Δύσεως, είναι η δόξα και το καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας και έλεγχος των κακοδόξων, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Συγκρίνοντας μάλιστα ο Άγιος Νικόδημος τους νέους με τους παλαιούς μάρτυρες εκτιμά ότι οι Νεομάρτυρες έχουν κάτι περισσότερο από τους παλαιούς μάρτυρες. Είναι ενδιαφέρουσα η αιτιολόγηση αυτής της θέσεως, διότι συντρίβει την πολλάκις διατυπούμενη άποψη ότι οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Λέγει ο άγιος Νικόδημος: «Εκείνοι διά την πίστιν της Αγίας Τριάδος εμαρτύρησαν; Και ούτοι ομοίως- εκείνοι διά το όνομα και την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έχυσαν το αίμα; Και ούτοι ομοίως, ίνα μη είπω ότι, ούτοι έχουσί τι περισσότερον από εκείνους, καθ' ότι εκείνοι μεν ηγωνίσθησαν κατά της πολυθεΐας, και ειδωλολατρείας, ήτις είναι μία προφανής ασέβεια, όπου δύσκολα ημπορεί να απατήση ένα λογικόν νουν, ούτοι δε ηγωνίσθησαν κατά της των αλλοπίστων μονοπροσώπου μονοθεΐας, ήτις είναι μία κεκρυμμένη ασέβεια οπού ευκόλως δύναται να απατήση το νουν»106. Κεκρυμμένη ασέβεια λοιπόν η μονοπρόσωπη μονοθεΐα του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού. Δεν έχει καμμία σχέση με την τριπρόσωπη μονοθεΐα του Χριστιανισμού, με την μόνη αληθινή θεογνωσία της Αγίας Τριάδος.
Διαβάζοντας πράγματι κανείς τους βίους και τις ακολουθίες των Νεομαρτύρων, την μέχρι θανάτου εμμονή στην πίστη του γλυκυτάτου Ιησού και μετά παρρησίας και αποστροφής αποκήρυξη του ψευδοπροφήτη Μωάμεθ και της μιαράς θρησκείας των Μουσουλμάνων, διαπιστώνει ότι είχαν δίκαιο όλοι εκείνοι οι ηγέτες, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί, οι οποίοι μπροστά στον διπλό κίνδυνο των Λατινοφράγκων της Δύσεως και των Μουσουλμάνων της Ανατολής, προτίμησαν τους Μουσουλμάνους, όπως το εξέφρασε επιγραμματικά ο ήρωας της αλώσεως Λουκάς Νοταράς:
 
«Κρειττότερόν εστιν εν μέση τη πόλει
ιδέσθαι φακιόλιον τουρκικόν
ή καλύπτραν λατινικήν».

Γιατί ενώ πολιτικά και στρατιωτικά ο κίνδυνος και από τους Τούρκους και από τους Φράγκους ήταν ίδιος και απαράλλακτος, πολιτιστικά και πνευματικά τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Η απόλυτη θρησκευτική διαφοροποίηση μεταξύ Ορθοδόξων Ελλήνων και Μουσουλμάνων Τούρκων, την θρησκεία και την πίστη των οποίων απέρριπταν μετά βδελυγμίας οι πρώτοι, μαζύ με την αίσθηση της πολιτιστικής υπεροχής αποτελούσαν μεγάλο εμπόδιο στην πολιτιστική αφομοίωση των Ορθοδόξων από τους Τούρκους. Στην περίπτωση όμως των Λατινοφράγκων της Δύσεως ο κίνδυνος  της πολιτιστικής αφομοιώσεως ήταν πολύ μεγαλύτερος· όχι μόνο λόγω της κοινής ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, που καθιστούσε δυσδιάκριτη την πολιτιστική διαφοροποίηση και ευνοούσε την αφομοίωση, αλλά και λόγω της απαίτησης των Δυτικών, που ετίθετο ως όρος σε όλες τις διαπραγματεύσεις για αποστολή βοήθειας, να εγκαταλείψουν οι Ορθόδοξοι συλλογικά την Ορθόδοξη πίστη και να ασπασθούν τον Ρωμαιοκαθολικισμό, εντασσόμενοι στην δικαιοδοσία του πάπα. Η επαίσχυντη σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας, όπου υποχρεώθηκαν και εκβιάσθηκαν οι Ορθόδοξοι να προδώσουν την πίστη τους και να τα παραδώσουν όλα στους Παπικούς, για να εξασφαλίσουν την βοήθεια των Δυτικών έναντι των Τούρκων, η οποία ποτέ δεν δόθηκε, είναι αδιάψευστο γι' αυτό στοιχείο. Όπου οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν, στην Κύπρο, στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, εξεδίωξαν τους ορθοδόξους επισκόπους και εγκατέστησαν λατίνους που επεδίωξαν με κάθε τρόπο να εκλατινίσουν βιαίως τους κατοίκους. Η Ορθοδοξία στην Κύπρο και στην Κρήτη διασώθηκε, όταν ανέλαβαν οι Ορθόδοξοι επίσκοποι μετά την τουρκική κατάκτηση των νησιών107.

III.
Η απόρριψη του Ισλάμ από τους Νεομάρτυρες

Δεν ήταν βέβαια ρόδινα τα πράγματα κάτω από τους Μωαμεθανούς κατακτητάς και την σκληρότητα του Ισλάμ εναντίον των μη Μουσουλμάνων, των απίστων. Ο ίδιος ο Λουκάς ο Νοταράς που προτιμούσε να δει στην Πόλη τους Τούρκους παρά τους Φράγκους, σφαγιάσθηκε με εντολή του ίδιου του Μωάμεθ μαζύ με τους δύο νεαρούς γιους του, γιατί αρνήθηκε να τους παραχωρήσει στις ταπεινωτικές σαρκικές ορέξεις του. Είναι οι πρώτοι μετά την άλωση νεομάρτυρες που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, για να μη μιανθούν από τον αλλόθρησκο κατακτητή, χωρίς ακόμη η Εκκλησία να έχει αναγνωρίσει την μαρτυρική προσφορά τους. Δεν έχουμε δυστυχώς πολύ καιρό για να αναλύσουμε εδώ ότι η μετέπειτα ηρωική και υπερήφανη στάση των Νεομαρτύρων μπροστά στους άρχοντες και κριτές του Ισλάμ ως και η εμφάνιση ιερέων και μοναχών που ως αλείπται ενίσχυαν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία θεμελιώθηκε από τον πρώτο μετά την άλωση πατριάρχη και εθνάρχη, τον Γεννάδιο Β' Σχολάριο, ο οποίος στη γνωστή συνάντησή του με τον σκληρό πορθητή δεν έκανε αυτό που κάνουν σήμερα πατριάρχες και θεολόγοι ισοπεδώνοντας συγκρητιστικά τις θρησκείες και ταυτίζοντας την αλήθεια και την πλάνη, χωρίς μάλιστα να τους αναγκάζει κανείς. Παρουσίασε τον Χριστιανισμό ως την μόνη οδό για τη σωτηρία των ανθρώπων και ως πλάνες όλες τις άλλες θρησκείες, με συνέπεια όχι μόνο να θαυμάσει ο κατακτητής την τόλμη και τη σοφία του, αλλά όπως παραδίδουν οι πηγές άρχισε να αμφιβάλλει και για την ορθότητα της δικής του πίστεως. Γράφει η Turcograecia. «Και άλλα μυστήρια της πίστεως είπε και διεσαφήνισεν αυτώ. Όθεν ου μόνον απεδέξατο ευλαβώς, αλλ' έκτοτε ηγάπα αυτόν τε τον πατριάρχην πολλά και σεβάσμιον είχε και έπαυσε και της κακίας της ης είχε κατά του γένους των Γραικών». Ήταν τόσο πειστική η επιχειρηματολογία του Σχολαρίου ώστε γράφεται ότι ο σουλτάνος «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Την ίδια παρρησία έδειξε και όταν κατά το διάστημα της παραμονής του στις Σέρρες στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου τον κάλεσαν δύο Τούρκοι αξιωματικοί να συζητήσουν περί πίστεως108. Το ίδιο επίσης συναντά κάνεις ένα αιώνα νωρίτερα στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος ενώ ήταν αιχμάλωτος επί ένα έτος περίπου στα χέρια των Τούρκων, το 1354 σε συζήτηση που είχε με θεολόγους του εμίρη της Προύσας Ορχάν, που σώθηκε ως «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας»109 με παρρησία ανέπτυξε την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Ο συνάδελφος καθηγητής κ. Β. Φανουργάκης έδειξε πειστικά σε μελέτη του ότι η ομολογία πίστεως του νεομάρτυρος αγίου Μιχαήλ από τη Γρανίτσα της Ευρυτανίας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη αντλεί από το έργο αυτό του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά110. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ αν ο ίδιος ο νεομάρτυς είπε τα ίδια ή παρόμοια, λιγώτερα ή περισσότερα από αυτά που του έβαλε στο στόμα ο συγγραφεύς του μαρτυρίου. Σημασία έχει ότι υπάρχει μία συνεχής παράδοση που φθάνει πιο πίσω, σχεδόν στα χρόνια της εμφανίσεως του Ισλάμ, απορριπτική και αρνητική που φθάνει μέχρι του σημείου να βλέπει τον ιδρυτή του Ισλάμ ως πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Οι νεομάρτυρες εμφανιζόμενοι προ των δικαστών έχουν βεβαιότητα για την ανωτερότητα και την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Δεν την ανταλλάσουν ούτε με κοσμικά αξιώματα και πλούτη που τους υπόσχονται ούτε πτοούνται τα μαρτύρια και τον θάνατο, ο οποίος θα τους φέρει πιο γρήγορα κοντά στον Χριστό, για να ζήσουν την αληθινή και αιώνια ζωή. Πολλοί αρκούνται στην διακήρυξη ότι δεν πρόκειται να αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό, ό,τι και αν τους κάνουν. Μερικοί κινούμενοι από ιεραποστολικό ζήλο επιχειρούν να διδάξουν φανερά στους Μουσουλμάνους την αλήθεια και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία παρουσιάζοντας τις πλάνες της θρησκείας των. Δύο άλλες κατηγορίες οι εξ αρνησιχρίστων και οι εξ Αγαρηνών Νεομάρτυρες που έζησαν και εγνώρισαν το Ισλάμ, αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν συγκρίσεις, να παρουσιάσουν τον Χριστιανισμό ως φως, ως αλήθεια, ως χρυσό, και το Ισλάμ ως σκότος, ως ψεύδος, ως μπακίρι (χαλκό). Εκφράζονται περιφρονητικά για τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη και απατεώνα, κρίνουν πολλές λατρευτικές και ηθικές τους πράξεις ως ανόητες και μιαρές.
Δεν μπορούμε τώρα να ταξινομήσουμε και να κατατάξουμε αυτό το υλικό που έχουμε επισημάνει. Ενδεικτικά μόνον θα αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις και στα πρακτικά του συνεδρίου ή σε άλλο βιβλίο αξίζει να συγκεντρωθεί και να αξιολογηθεί.
Ο Άγιος Γεώργιος που εμαρτύρησε στη Σόφια το 1515 είπε μεταξύ άλλων στον Τούρκο δικαστή: «Και αυτός ο ίδιος ο Χριστός είπεν εις το Ευαγγέλιον ότι όλος ο νόμος και οι προφήται έως του Ιωάννου επροφήτευσαν, και από τότε έως τέλος του αιώνος προφήτης άλλος δεν γίνεται· όθεν ο Μωάμεθ, προφήτης δεν είναι, διατί είναι υστερώτερος από τον Χριστόν. αλλά αυτός μόνος του ωνόμασε τον εαυτό του προφήτην και κλειδούχον του Παραδείσου και έπλασεν ό,τι ο Παράδεισος έχει εκεί τρυφάς σαρκικάς και πορνικάς σμίξεις και εσύνθεσε παρόμοιον βιβλίον με εύκολην θρησκείαν όπου αρέσκει εις τους σαρκικούς και είπεν ότι όταν εκοιμάτο του εδόθη από τον Θεόν το βιβλίον εκείνο»111.
Ο Άγιος Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων που εμαρτύρησε το 1526 είπε: «Και πώς είναι, δυνατόν να αφήσω τον Χρι­στόν τον πλάστην μου και Θεόν και να ακολουθήσω τον Μωάμεθ, άνθρωπον αγράμματον, πλασματολόγον και πολέμιον του Χριστού μου; Δι' ο και μάλιστα αποστρέφομαι και εκείνον και την πίστιν του. και ει τι θέλετε κάμετε εις εμέ· διατί όσον περισσότερα βάσανα μου δώσετε, τόσον περισσότερον καλόν θέλει μου κάμετε»112.
Ο οσιομάρτυς Κυπριανός που εμαρτύρησε στην Κων­σταντινούπολη το 1679 είπε μεταξύ άλλων: «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε να ήστε πεπλανημένοι; Και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, οπού είναι αληθινός Υιός και Λόγος του Θεού, αμή πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και τον λέγετε προφήτην, ο οποίος προφήτης δεν ήτον αλλά απατεών και σας εκαταγέλασεν»113;
Ο οσιομάρτυς Νικόδημος μοναχός στη σκήτη της Αγίας Άννης, που μαρτύρησε στο Βελιγράδι το 1722, σε ερώτηση του δικαστού ποια είναι η γνώμη του για τον Μωάμεθ απάντησε με παρρησία. «πλάνος ην, απατεών και δεύτερος από τον διάβολον. τούτον πρόδρομον του αντιχρίστου ομολογώ και ψευδοπροφήτην κηρύττω· ούτος μεν ευρισκόμενος πυρίναις αλύσεσι δεδεμένος και εν φλογί της κολάσεως δεινώς βασανιζόμενος μετά τους υπ' αυτού ιστάμενος θρηνεί και οδύρεται την εαυτού απώλειαν. υμείς δε ως ανόητοι και πεπλανημένοι σέβεσθε και τιμάτε αυτόν τον επί τόξω και μαχαίρα και πάση κακία κακώς βιώσαντα και ήδη εν τη φλογί του Άδου αθάνατα πυρπολούμενον, καθώς Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός εφανέρωσέ μοι περί αυτού και όλου του πεπλανημένου γένους υμών των αθέων Αγαρηνών»114.
Και ο τιμώμενος με τις λαμπρές αυτές εορταστικές εκδηλώσεις νεομάρτυς Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος είπε μεταξύ άλλων στον ηγεμόνα της Ρόδου· «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδειξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, αλλά μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας και άλλας κακίας, και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην. Διά τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν, και εις το πυρ το εξώτερον, διά να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζύ με τους αδελφούς σας δαίμονας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, διά να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον»115.

Επίλογος

Με αυτήν την ολοκληρωτική απόρριψη του Ισλάμ, που δεν αφήνει ούτε υποψία για την ύπαρξη αλήθειας, διασώθηκε η Ορθοδοξία κατά τους σκληρούς αιώνες της δουλείας, ανακαινισμένη και επαναβεβαιωμένη ως γνησία Εκκλησία του εσταυρωμένου Χριστού με το αίμα των νεομαρτύρων της. Η ευημερούσα Δύση, που δεν γνώρισε ούτε έζησε το Ισλάμ εν τόξω και μαχαίρα, ερωτοτροπεί τώρα και γοητεύεται· έχει αποχριστιανισθή σχεδόν ολοκληρωτικά και δεν αντιδρά στις χιλιάδες των τζαμιών που λογχίζουν τους αιθέρες και την ψυχή της. Την αδιαφορία της για θέματα πίστεως με τις γνωστές φλυαρίες περί ανεξιθρησκείας και ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μεταδίδει τώρα και σε μας. Γνωρίζουμε πόση ανεξιθρησκεία υπάρχει και πόσες ελευθερίες στα ισλαμικά καθεστώτα και πόσο υπερασπίσθηκαν τους νεομάρτυρες οι διαφωτιζόμενοι τότε σοφοί της Ευρώπης. Το μαρτύριο είναι συνδεδεμένο με την κατοχή και την υποστήριξη της αλήθειας· για το ψεύδος και την πλάνη δεν χύνει κανείς το αίμα του. Ακόμη και στον 20ο αιώνα η Ορθοδοξία αναδεικνύει μάρτυρες γιατί είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Τα ενδεικτικά αυτά λόγια των μαρτύρων που ακούσαμε απόψε θα τα απορρίψουν ως φονταμενταλιστικά και συντηρητικά οι οικουμενιστές των διαθρησκειακών διαλόγων, και οι εκπονητές των αναλυτικών προγραμμάτων και οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων. Τώρα σε γραμματόσημα είναι μαζύ ο ραββίνος, ο μουφτής και ο ορθόδοξος παπάς. Το αλωμένο από τον Σιωνισμό Βατικανό οργανώνει την νέα πανθρησκεία και το ακολουθούμε κομπλεξικά και εμείς. Ούτε η Εκκλησία τολμά να αντιδράσει για το μουσουλμανικό τέμενος που αποφασίσθηκε να κτισθεί στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Όπως στη Φερράρα-Φλωρεντία, για την Ενωμένη τότε Ευρώπη του πάπα και των Φράγκων, υπογράψαμε όλους τους όρους και προδοθήκαμε ευτυχώς που υπήρξε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο ορθόδοξος λαός έτσι τώρα εφαρμόζουμε όλες τις ντιρεκτίβες των Βρυξελλών ακόμη και όταν νομίζουμε απλώς ότι μας το ζητούν, όπως έγινε με τις ταυτότητες.
Υπάρχει όμως πάλι ο πιστός ορθόδοξος ελληνικός λαός που θα φανεί πιο άξιος από τους ηγέτες του, για να ανανεώνεται η μνήμη και η τιμή των νεομαρτύρων, οι οποίοι, όπως ψάλλουμε στις ακολουθίες τους, «Αγαρηνών το θράσος κατέβαλον» και «τον της πλάνης αρχηγέτην, ως απατεώνα και πάσης αθεμιτουργίας εφευρέτην θαρσαλέως καθύβρισαν»116. Ο Θεός εδοκίμασεν εν πυρί και σιδήρω την χρυσή Ορθοδοξία, την απεκάθηρε με τους διωγμούς και τα μαρτύρια, όπως την αρχαία Εκκλησία, για να παίξει τον σωστικό της ρόλο στην ερχόμενη τρίτη χιλιετία.
1.        Ιω.8, 12
2.        Ιω. 1,9.
3.        Πράξ. 4,12.
4.        Ματθ. 4, 12-17.
5.        Ματθ. 3, 2 και 4, 17.
6.        Ματθ. 23, 13ε.
7.        Αυτόθι 23, 2.
8.        Αυτόθι 16,23.
9.       
Ματθ. 18, 17.
10.      Αυτόθι 3, 7-11.
11.      Τίτ. 3, 10.
12.      Β' Πέτρ. 2, 1.
13.      Β' Πέτρ. 3, 11.
14.      Β' Ιω. 10-11.
15.      Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων 3, 3, 4.
16.      Πράξ. 13, 8-11.
17.      Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Έργα, τόμος Στ' σελ. 234-235, Θεσσαλονίκη 1995, έκδ. «Το Περιβόλι της Παναγίας».
18.      Βλ. Μ. Μιχαήλ, Το μεγάλο μυστικό του Γέροντα Παϊσίου, Κύπρος 1997, σελ. 115: "Όχι, δεν μπορούμε να πάμε. Διότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ο Πάπας δεν είναι έτοιμοι. Έχουν πολύ εγωισμό. Όχι μόνο θέλουν να μας υποτάξουν, άλλα και δεν πιστεύουν ότι έχουμε την αλήθεια εμείς. Δεν χρειάζεται να πάμε. Καλύτερα θα βοηθήσουμε την υπόθεση με την προσευχή μας". Αυτή είναι η παραδοσιακή Ορθόδοξη θέση. Αντίθετα πολλοί εκσυγχρονισμένοι και εκκοσμικευμένοι κληρικοί και θεολόγοι πηγαινοέρχονται στο Βατικανό και ασπάζονται και το χέρι του πάπα. Γι' αυτό τώρα δεν αντιδρούν. έχει προετοιμασθή το έδαφος· ανταποδίδουν την φιλοξενία. Όπως ελέχθη χαρακτηριστικά ο πάπας δεν έχει έρθει τώρα· έχει έλθει πνευματικά εδώ και πολλές δεκαετίες. Λέγεται μάλιστα από αξιόπιστες πηγές ότι ο Γέροντας Πορφύριος προορατικά είχε προφητεύσει με λύπη την έλευση του πάπα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Να προσεύχεσθε να δίνει ο Θεός ημέρες στον Σεραφείμ. Διότι μετά τον Σεραφείμ θα έλθει ο πάπας».
19.      Ματθ. 25, 34-36.
20.      Ματθ. 10,34-36.
21.      Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1989, σελ. 204.
22.      Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1, 176.
23.      Ματθ. 28, 19.
24.      Έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000.
25.      Αυτόθι, σελ. 17. Πρόκειται για γνώμη του μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού.
26.      Αυτόθι, σελ. 10.  Γνώμη του καθηγητού Αστ. Αργυρίου, διδάσκοντος στη Γαλλία.
27.      Αυτόθι, σελ. 10. Πρόκειται για γνώμη του Δρ. Θ. Γ. Τσανανά.
28.      Εφ. 1,21-23.
29.      Κολ. 2, 9.
30.      Ιω. 10, 10.
31.      Ιω. 1, 16-17.
32.      Ματθ. 11, 13.
33.      Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. Γ' (1) 45, ΕΠΕ 1, 282.
34.      Α' Ιω.4, 1-4.
35.      Βλ. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ι. Μ. Γρηγορίου, σελ. 11. Πρόκειται για τη γνώμη του γνωστού Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Η. Kung, την οποία μαζύ με άλλες παρουσιάζει ο Γ. Τσανανάς στο περιοδικό, «ΚΑΘ' ΟΔΟΝ» του Θεολογικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1992, σελ. 163, στη στήλη «Κείμενα - Απόψεις».
36.      Αποκ. 1, 8: «Εγώ ειμι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ». Αυτόθι, 21,6: «Εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος».
37.      Πράξ. 1,11: «Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». Ματθ. 24, 30: «Και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής».
38.      Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα..., τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ' όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη.
Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επί πλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι' αυτό αποδίδουν σημασία στην ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία». Βλ. Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, εκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα σελ. 43-44.
39.      Βλ. σχετικά Γ. Λαιμοπούλου, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ», ΚΑΘ' ΟΔΟΝ 1992, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος, τεύχος 3, σελ. 43-57.
40.      Ιω. 1,5 και 1,11.
41.      Ρωμ. 1,22-25.
42.      Ψαλμ. 113,12-16.
43.      Α΄ Κορ. 12,2.
44.      Πράξ. 17, 29.
45.      Έξ. 20, 2-3.
46.      Δευτ. 6, 4.
47.      Ησ.43, 10.
48.      Ιω. 10,30-33.
49.      Ματθ. 16, 16.
50.      Ματθ. 26, 63.
51.      Ιω. 14,9-10.
52.    Ματθ.11,27.Α' Ιω.2,23: «Πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει»
53.    Ιω. 9,39.
54.    Πράξ. 5, 15.
55.    Πράξ. 7,51-52.
56.    Ρωμ. 9, 3.
57.    Ματθ. 17, 17.
58.    Ματθ. 21,43.
59.      Αγίου Μαξίμου, Επιστολή δογματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, PG 91, 533-544. Το απόσπασμα στις στήλες 540-541.
60.      Περί αιρέσεων ρα', ΕΠΕ 2, 306 ε.
61.      Ματθ. 7, 15.      
62.      Α' Ιω. 4, 1-4.     
63.      Β' Ιω. 7.
64.      Β' Ιω. 10-11.
65.      Βλ. σχετικώς Νικολάου Ζήση, «Αγίου Κυρίλλου του Θεσσαλονικέως, Διάλογος με τους Ιουδαίους Χαζάρους», Θεοδρομία, τεύχος 7, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σελ. 97-98.
66.      PG 111, 85C.
67.      PG100, 1204 και 1209.
68.      Νικήτα Χωνιάτη, Χρονογραφία 282, 2.
69.      Β' Ιω. 11.
70.      Ιω. 10, 5.
71.      Αστέριος Αργυρίου, «Κοράνιο και χριστιανική πίστη. Σκέψεις  πάνω στον ισλαμοχριστιανικό διάλογο χτες και σήμερα», εν ΚΑΘ' ΟΔΟΝ, τεύχος 3, Σεπτ. - Δεκ. 1992, σελ. 39. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την παλαιότερη βασική για το θέμα μελέτη του Ε. Δ. Σδράκα, Η κατά του Ισλάμ πολεμική των Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.
72.      Αυτόθι, σελ. 40.
73.      Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον 25-27, ΕΠΕ 6, 174 ε.
74.      Επιστολή προς την εαυτού εκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 160-197.
75.      Επιστολή ότε  εάλω, ΕΠΕ 7,198-209.
76.      Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, ΕΠΕ 7, 210-225.
77.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7, 160-162.
78.      Α' Ιω.5, 19.
79.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7, 166-168.
80.      Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7, 168.
81.      Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172.
82.      Αυτόθι 172-174.
83.      Αύτόθι 15,ΕΠΕ 7, 174.
84.      Αύτόθι 17,ΕΠΕ 7,176,
85.      Διαλέξις προς τους αθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222.
86.      Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222. Γαλ. 1,8.
87.      Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224.
88.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7, 182-184.
89.      Αυτόθι 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
90.      Αυτόθι 24-25, σελ. 186.
91.      Αυτόθι 28, σελ. 188-190.
92.      Αυτόθι.
93.      Αυτόθι.
94.      Βλ. Επίσκεψις 510 (31. 10. 1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21.
95.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190
96.      Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Παραλειπόμενα, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, τόμ. Γ', σελ. 152-158, Θεσσαλονίκη 1991.
97.      Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα Ευρεθέντα, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, τόμ· Α', σελ. 400-423, Θεσσαλονίκη 1991.
98.      Περί όλων αυτών βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος· Βίος - Συγγράμματα - Διδασκαλία, Ανάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 217-219 και 295-298. Βλ. επίσης Γενναδίου Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, έκδ. L. Petit, κ. ά. Paris 1930, σελ. 444: «Ούτως αρχή μεν της ανθρωπίνης καταστάσεως ο φυσικός ην νόμος, μεσότης δε ο διά Μωυσέως δοθείς, πέρας δε και τελειότης ο του Χριστού, και ταύτη τη τελειότητι αμέσως επακολουθήσειν πιστεύομεν την εν εκείνω τω μέλλοντι βίω τελειοτέραν κατάστασιν» .
99.      Τόμος Α', σελ. 429-436.
100.   Συναξαριστής Νεομαρτύρων, έκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 149-150.
101.   Αυτόθι, σελ. 812-813.
102.   Νέον Μαρτυρολόγιον, έκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1961, σελ. 186.
103.   Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ένθ' ανωτ. σελ. 150.
104.   Βλ. Επιστολή Δογματική (ιδ'), προς Πέτρον Ιλλούστριον, PG 91, 533-544.
105.   Για τις επιδράσεις επί των εικονομάχων βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 57ε.
106.   Νέον Μαρτυρολόγιον ήτοι Μαρτυρία των νεοφανών Μαρτύρων, των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων, Αθήναι 1961, εκδοτικός οίκος «Αστήρ», σελ. 12.
107.   Σχετικώς με τον διπλό αυτό κίνδυνο και την στάση των Ορθοδόξων βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος. Βίος - συγγράμματα - διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 19982, σελ. 19-30.
108.   Αυτόθι, σελ. 218ε.
109.   ΕΠΕ 7, 210-225.
110.   Β. Φανουργάκη, «Μάρτυρες - Νεομάρτυρες. Τα μαρτύρια των νεομαρτύρων ως αδιάσπαστη συνέχεια των μαρτυρίων της αρχαίας Εκκλησίας», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Έκδοσις της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1988, σελ. 179-203.
111.   Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 34-35.
112.   Αυτόθι, σελ. 45-46.
113.   Αυτόθι, σελ. 92.
114.   Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Επιμέλεια Αθανασίου Μάργαρη, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 816.
115.   Αυτόθι, σελ. 150.
116.   Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 121, 157.

Εκδόσεις: «Βρυέννιος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου