Π Ε Ρ Ι
Θ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Α Σ
Ἤτοι, ἔκθεσις συνοπτικὴ
τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
εἰς κεφάλαια ΙΒ΄ (12) πονηθεῖσα ὑπὸ
Μιχαὴλ Κωνσταντίνου Μπερκουτάκη
ἐν ἔτει σωτηρίῳ 2013
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑ,
ΤΟΝ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟ ΓΡΑΤΣΙΑ,
ΩΣ ΑΡΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΚεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης………………..….σελ. 5 Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus)……………….….σελ. 7 ΜΕΡΟΣ 2ο: ΖΩΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀποθετὸν κάλλος…......σελ. 11 Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας...………………………….….σελ. 14 Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως……………………….….….σελ. 17 ΜΕΡΟΣ 3ο: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει……σελ. 21 Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καὶ ἀσυνεννοησίας……….σελ. 23 Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ………..……………...σελ. 25 ΜΕΡΟΣ 4ο: Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Κεφάλαιον Θ΄: Περὶ τῆς Θεογνωσίας……………………….….….σελ. 28 Κεφάλαιον Ι΄: Περὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν………….........σελ. 31 Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περὶ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Θέωσιν………….…….σελ. 70 Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας…………...….σελ. 36 Ἐπιμύθιον: Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.………......σελ. 38 |
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α΄- Β΄
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ
«…ὁλόκληρος ἡ πορεία τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς μου ὡδήγησεν ἐμὲ εἰς τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἑκάστη παρέκκλισις τῆς νοερᾶς ἡμῶν συνειδήσεως ἀπὸ τῆς ὀρθῆς κατανοήσεως τῆς ἀποκαλύψεως ἀντανακλᾶ ἀναποφεύκτως ἐπὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ πνεύματος ἡμῶν εἰς τὴν πράξιν τῆς καθ᾽ ἡμέραν ἡμῶν ὑπάρξεως. Ἄλλαις λέξεσιν: Ἡ ἀληθῶς δικαία ζωὴ προϋποθέτει ὀρθὴν ἀντίληψην περὶ τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος…» (Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», ἔκδ. 1992, σελ. 14)
Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης.
Ἡ |
χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι καταγεγραμμένη στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀσφαλὴς ὅμως γνώση της προϋποθέτει τὴν ἀνάπτυξη ὁρισμένων παράλληλων ζητημάτων ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μας ἀποτελοῦν τὰ μόνα ἀσφαλῆ θεμέλια τῆς ὀρθῆς κατανόησής της. Τὰ ζητήματα αὐτὰ σχετίζονται τόσο μὲ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ μυστηρίου τῆς Θεολογίας, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὀρθή γλωσσική του διατύπωση. Αὐτὰ τὰ ζητήματα θὰ προσπαθήσουμε τὸ κατὰ δύναμιν νὰ ἀναπτύξουμε συνοπτικὰ στὴ συνέχεια τοῦ λόγου μας. Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν μὲ τὴν παρουσίαση τῆς σχέσης ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος, ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία.
Ὅ |
λοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιὰ παράδειγμα καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τοῦ Τριαδολογικοῦ δόγματος, ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος κ.ο.κ. Στὸν ἀγώνα αὐτὸ γνώρισαν διωγμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ μαρτύρια, ἐνῶ παράλληλα σήκωσαν τὸ βαρὺ σταυρὸ τῆς συκοφαντίας καὶ τοῦ ἀνθρώπινου κατατρεγμοῦ. Παρόλα αὐτὰ ἔμειναν μέχρι τέλους ἀνυποχώρητοι στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν ὀρθότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ἀγωνίστηκαν ἕως θανάτου γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ διάφοροι αἱρετικοί, ποὺ εἶχαν κατὰ κανόνα μὲ τὸ μέρος τους τὴν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ ἐπεδίωκαν τὶς πολιτειακὲς ἐπεμβάσεις στὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποίησαν κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο γιὰ νὰ ἀναγκάσουν τοὺς Πατέρες νὰ παρεκκλίνουν ἔστω καὶ κατ᾽ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διατύπωση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἀντιμετώπισαν ὅμως πάντα τὴ γενναία καὶ ἀνένδοτη ἀντίστασή τους, ἡ ὁποία ἐκφράζεται συνοπτικὰ μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ: «…οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως…».
Ἡ |
ἄτεγκτη στάση τους γεννᾶ μία σειρὰ ἀπὸ λογικὰ ἐρωτήματα. Γιατί οἱ Πατέρες ἐμμένουν στὴν ὀρθὴ διατύπωση τῆς χριστιανικῆς πίστης; Γιατί ἐμφανίζονται ἀνυποχώρητοι στὸ ζήτημα αὐτό; Γιατί ἀγωνίζονται μέχρι θανάτου γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων; Ἂν ἡ στάση τους δὲν ἔχει κάποια πρακτικὴ ἀξία, τότε πρὸς τί οἱ αἱματηρὲς διαμάχες μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ γιὰ αἰῶνες συντάραξαν τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία; Δὲν θὰ ἦταν ἄραγε σωστότερο νὰ φανοῦν οἱ Πατέρες διαλλακτικοὶ ἀπέναντι στὶς προκλήσεις τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ ἐπιδιώξουν μία εἰρηνικὴ σύνθεση τῶν διαφορῶν ποὺ τοὺς χώριζαν ἀπὸ αὐτούς, ἀποβλέποντας στὴν ἀποκατάσταση τῆς ὁμόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν χριστιανῶν; Γιατί ἀπουσιάζει παντελῶς ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους ἡ ἔννοια τοῦ λεγόμενου «πρωτείου τῆς ἀγάπης» ποὺ τόσο ἔντονα προβάλλεται σήμερα ἀπὸ ὁρισμένους θεολογικοὺς κύκλους; Ἡ κοινή ἀπάντηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων βρίσκεται στὴ στενότατη σχέση ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος, ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία. Οἱ Πατέρες δὲν ὑποχωροῦν στὰ ζητήματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὀρθότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, γιατί γνωρίζουν πὼς τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἀφηρημένες θεωρητικὲς ἀρχές, δὲν εἶναι νοησιαρχικὰ δημιουργήματα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τὰ ὁποῖα ὁ χριστιανὸς καλεῖται νὰ ἀποδεχθεῖ διανοητικά, ἀλλά ἀντίθετα ἀποτελοῦν τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ὀντολογικῆς «γνώσης» ποὺ προσφέρει στὸν κτιστὸ ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ ἕνωσή του μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ «γνώση» καὶ τὴν ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση ὁρίζεται τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, ἡ ἀληθινή δηλαδή ζωὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν κάθε ἄνθρωπο στὴν προσωπική του ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὴν πραγμάτωση τῆς ἁγιότητας.
Ἀ |
ποκαλυπτικὸς στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνα, τὸν ὁποῖο καὶ παραθέτουμε ἀπὸ τὸ Γεροντικό: «…Λέγανε γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι κάποιοι πῆγαν νὰ τὸν συναντήσουν, γιατὶ ἄκουσαν πὼς εἶχε πολλὴ διάκριση. Καὶ θέλοντας νὰ δοκιμάσουν τὸν γέροντα, ἂν ὀργίζεται, τοῦ εἶπαν:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; Μᾶς εἶπαν γιὰ σένα πὼς εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος.
– Ναί, ἔτσι εἶναι. Ἀπάντησε ἀτάραχος ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων. Τότε τοῦ λένε:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;
– Ναί, ἐγὼ εἶμαι. Ἀποκρίθηκε καὶ πάλι αὐτός. Τότε λοιπόν τοῦ λένε:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ αἱρετικός; Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας:
– Ὄχι, αἱρετικὸς δὲν εἶμαι. Τότε οἱ ἐπισκέπτες τὸν παρακάλεσαν, λέγοντας:
– Πές μας, γιατί ὅλα ὅσα σοῦ εἴπαμε τὰ ἀποδέχθηκες, ἐνῶ αὐτὸν τὸ λόγο δὲν μπόρεσες νὰ τὸν βαστάξεις; Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
– Τὰ πρῶτα ποὺ μοῦ εἴπατε τὰ ἀποδέχομαι, γιατί αὐτὸ εἶναι ὄφελος γιὰ τὴν ψυχή μου, ἀλλὰ τὸ νὰ περιπέσει ὁ ἄνθρωπος στὴν αἵρεση εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεό καὶ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅταν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες αὐτὴ τὴν ἀπάντηση, θαύμασαν τὴ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν ὠφελημένοι…».
Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων δὲν ὑπῆρξε μεγάλος Θεολόγος. Θὰ μποροῦσε μάλιστα μὲ βάση τὴ διανοητική του μόρφωση νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀγράμματος ἢ ἀπαίδευτος. Παρόλα αὐτά εἶχε σαφῆ συνείδηση τῆς σημασίας ποὺ ἔχει ἡ ὀρθὴ πίστη γιὰ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀπαντᾶ στοὺς ἐπισκέπτες του ὡς μεγάλος Θεολόγος. Ἀποδέχεται ἀνεπιφύλακτα μὲ ἀληθινὴ χριστιανικὴ αὐτομεμψία τὶς κατηγορίες τῶν ἐπισκεπτῶν του, ἂν καὶ δὲν εἶναι ἀληθινές, γιατὶ γνωρίζει πὼς ὁ ἁμαρτωλὸς ἔχει περιθώρια καὶ ἐλπίδα σωτηρίας, ἐνῶ ἀρνεῖται νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κατηγορία τῆς αἵρεσης, γιατὶ γνωρίζει πὼς ὁ αἱρετικὸς εἶναι ὁριστικὰ χωρισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ἄσχετα μὲ τὸ ἐάν ἡ ζωή του εἶναι τυπικὰ ἐνάρετη ἢ ὄχι. Ὁ Θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνα μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς ἡ ὀρθὴ πίστη προηγεῖται ἀπὸ τὴν ὀρθὴ εὐσέβεια καὶ μάλιστα ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἀπόκτησή της.
Θ |
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ στενὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Πρὶν ἀπὸ τὸ κτίσιμο ἑνὸς σπιτιοῦ προηγεῖται ἡ ἐκπόνηση ἑνὸς ἀρχιτεκτονικοῦ σχεδίου. Στὸ σχέδιο αὐτὸ ἀποτυπώνεται μὲ ἀκρίβεια ὁ τρόπος τῆς κατασκευῆς του καὶ ρυθμίζονται λεπτομερῶς ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὴν ζητήματα. Ἔστω λοιπόν ὅτι ὁ ὑπεύθυνος μηχανικὸς κάνει ἕνα λάθος στὸ σχεδιασμὸ τοῦ σπιτιοῦ. Ἄν γιὰ παράδειγμα ξεχάσει νὰ σχεδιάσει τὰ παράθυρα ἢ τὴν πόρτα ἑνὸς δωματίου, τότε τὸ λάθος του θὰ ἔχει ὁπωσδήποτε πρακτικὲς συνέπειες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ ζήσουν στὸ σπίτι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, γιὰ νὰ μείνουμε στὸ ἀνωτέρω παράδειγμα, θὰ ἔχουν στὸ σπίτι τους ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο ἢ ἕνα δωμάτιο στὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔχουν πρόσβαση. Σὲ κάθε περίπτωση τὸ ὅποιο λάθος στὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο θὰ ἔχει ὁπωσδήποτε πρακτικὴ ἐπίπτωση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ ζήσουν στὸ σπίτι. Ἔτσι τὸ σχέδιο τοῦ σπιτιοῦ, ἂν καὶ τὸ ἴδιο δὲν εἶναι σπίτι, σχετίζεται ἄμεσα μὲ αὐτό, γιατί ὁρίζει μὲ ἀκρίβεια τὸν ὀρθὸ τρόπο τῆς κατασκευῆς του. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει ἕνα λάθος στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ λάθος αὐτὸ νὰ μὴν ἔχει πρακτικὲς συνέπειες στὸ χριστιανικὸ ἦθος, νὰ μὴν ἀλλοιώνει δηλαδή τὸ λάθος αὐτὸ μὲ τὸν ἕνα ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια. Ἡ συνείδηση τῆς ἄρρηκτης ἑνότητας τοῦ δόγματος μὲ τὸ ἦθος ἀναγκάζει τοὺς Πατέρες νὰ ἐμμένουν ἄτεγκτα στὴν ἀκρίβεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ καθιστᾶ κάθε ἔννοια τοῦ λεγόμενου «πρωτείου τῆς ἀγάπης» ἀπόλυτα ἀσυμβίβαστη μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ διδασκαλία τους.
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus).
Π |
αρὰ τὴ στενότατη σχέση ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ὁ σύγχρονος χριστιανὸς ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὸ πῶς ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει καίρια τὸ χριστιανικὸ ἦθος. Ἔτσι ὡς χριστιανοὶ νοιώθουμε συχνὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἢ καὶ νὰ τὴν ὑπερασπιστοῦμε ἔναντι τῶν διάφορων αἱρετικῶν, ἀλλὰ παράλληλα ἀγνοοῦμε πλήρως τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ ἡ πίστη διαμορφώνει τὸν ὀρθὸ τρόπο τοῦ βίου. Σήμερα γιὰ παράδειγμα ἕνας ὀρθόδοξος χριστιανὸς μπορεῖ νὰ διαλέγεται μὲ ἕναν μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ γιὰ τὸ ἐὰν ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὡς Ἁγία Τριάδα ἢ ὡς Μονάδα Προσώπων, ἢ μὲ ἕναν ρωμαιοκαθολικὸ γιὰ τὸ ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἀλλά ταυτόχρονα ἂν κανεὶς μιλήσει μαζί τους γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβάνονται τὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἔκπληκτος θὰ παρατηρήσει πὼς μεταξύ τους δὲν ὑπάρχουν οὐσιαστικὲς διαφορές. Λίγο ἢ πολὺ οἱ ἠθικὲς ἐπιλογὲς ἑνὸς ὀρθόδοξου, ἑνὸς μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ ἑνὸς ρωμαιοκαθολικοῦ εἶναι ταυτόσημες. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μας στὸν χωρισμὸ τῆς πίστης ἀπὸ τὴ ζωή, στὸ χωρισμὸ τοῦ δόγματος ἀπὸ τὸ ἦθος, στὸ χωρισμὸ τῆς ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν ὀρθοπραξία. Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς πηγάζει ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς «ὀντολογικῆς ἢ ὑπαρξιακῆς διάστασης τῶν δογμάτων». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δηλώνουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία ὁρίζει καὶ διαμορφώνει τὸ χριστιανικὸ ἦθος. Μόνο ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς ὀντολογικῆς διάστασης τῶν δογμάτων μπορεῖ κανεὶς νὰ κατανοήσει τὸν ἀγώνα τῶν Πατέρων γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῆς ὀρθῆς πίστης. Καί κατὰ τὴν ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ συνειδητοποίηση τῆς ὀντολογικῆς διάστασης τῶν δογμάτων εἶναι αὐτὴ ποὺ φανερώνει τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἀδυναμίας τῶν χριστιανῶν νὰ κατανοήσουν τὴν ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
T |
ὸ χωρισμὸ τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἠθικὴ ὁρίζουμε ὡς «εὐσεβισμὸ» (ἢ πιετισμὸ ἀπὸ τὸ λατινικό pietas ποὺ σημαίνει εὐσέβεια). Ὁ εὐσεβισμὸς ὡς θεολογικὴ ἀντίληψη γεννήθηκε στὴ Δύση περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα καὶ ἀρχικά ἐμφανίστηκε ὡς μία εἰρηνικὴ ἀντίδραση στὴ βιαιότητα τῆς Μεταρρύθμισης. Εἰδικότερα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεταρρύθμισης ἡ διαμάχη ἀνάμεσα στὸ ρωμαιοκαθολικὸ καὶ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο δὲν ἐξαντλήθηκε στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὁδήγησε σὲ ἐμφύλιες καὶ διεθνεῖς πολεμικὲς συγκρούσεις ποὺ συνταράξαν γιὰ αἰῶνες τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης. Ἡ ὀξύτητα τῆς θεολογικῆς ἀντιπαράθεσης καὶ κυρίως οἱ σφαγὲς ποὺ πραγματοποιήθηκαν καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς μὲ ψυχολογικὸ ἄλλοθι τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς «ὀρθῆς πίστης» ὁδήγησαν ὁρισμένους χριστιανούς, ποὺ προέρχονταν κυρίως ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο, στὴν ἄρνηση τῆς σωτηριολογικῆς διάστασης τῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Πάνω στὴν ἄρνηση αὐτὴ ὁ εὐσεβισμὸς ἐπιχείρησε νὰ θεμελιώσει τὴν ἀπόδειξη τοῦ οὐτοπικοῦ καὶ ἀνώφελου χαρακτήρα τῶν θεολογικῶν καὶ πολεμικῶν συγκρούσεων τῆς Μεταρρύθμισης, προτείνοντας ὡς λύση τοῦ προβλήματος τὴν πρόταξη τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς ἔναντι τῆς δογματικῆς διδασκαλίας. Γιὰ τὸν εὐσεβισμὸ ἡ ἑνιαία ἀτομικὴ ἠθικὴ εἶναι ἡ λογικὴ βάση πάνω στὴν ὁποία οἱ δύο ἀντίπαλες παρατάξεις θὰ μποροῦσαν νὰ στηρίξουν τὴν ὑπέρβαση τῶν διαφορῶν τους καὶ τὴν οἰκοδόμηση τῆς εἰρηνικῆς τους συνύπαρξης. Ἔτσι ἀπέναντι στὴν ἀφηρημένη διανοητικὴ περὶ Θεοῦ ἀντίληψη, ποὺ ἐκφράζεται κυρίως μέσα ἀπὸ τὶς δομὲς τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ὁ εὐσεβισμὸς ἀντιπαρέθεσε τὴν αὐτόνομη θρησκευτικὴ πράξη, τὴν ἀτομικὴ εὐσέβεια, τὴ δικανικὴ ἀρετή, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς συνεπὴς ὑποταγὴ σὲ κάποιον ὑπερφυσικὸ «νόμο» καὶ ἀποτιμᾶται ἀντικειμενικὰ μὲ βάση τὶς συμβατικὲς κατηγορίες τῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς. Παρὰ τὶς καλὲς προθέσεις ποὺ σίγουρα ὑπῆρξαν, ὁ εὐσεβισμὸς δὲν πέτυχε τὸ σκοπό του. Ἀντίθετα στὴν προσπάθειά του νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ νοσηρότητα τῆς δυτικῆς θρησκευτικότητας, κατέληξε σὲ ἕνα ἀκόμη λάθος, στὸν πλήρη δηλαδὴ χωρισμὸ τῆς πίστης ἀπὸ τὴ ζωή. Γιὰ τὸν εὐσεβισμὸ τὰ δόγματα δὲν εἶναι παρὰ οἱ «θεωρητικὲς ἀρχές» τῆς χριστιανικῆς πίστης ποὺ δὲν ἔχουν καμία πρακτικὴ ἀξία ἤ ἀκόμη καὶ πραγματικὴ ὑπόσταση, ἐνῶ κάθε λόγος γιὰ αὐτὲς θεωρεῖται μάταιος καὶ ἀποπροσανατολιστικός. Μὲ βάση αὐτὴ τὴ θεμελιώδη ἀντίληψη ὁ εὐσεβισμὸς ἀντιμετωπίζει τὰ δόγματα ὡς ἀναπόδεικτα ἀξιώματα ἄσχετα μὲ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, τά ὁποῖα ὁ χριστιανὸς ἀποδέχεται ἢ ἀπορρίπτει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀποδέχεται ἢ ἀπορρίπτει τὶς θεωρητικὲς ἀρχὲς ἑνὸς φιλοσοφικοῦ συστήματος ἢ μιᾶς πολιτικῆς ἰδεολογίας.
Σ |
τὸ Δυτικὸ κόσμο ὁ εὐσεβισμὸς ἐκφράστηκε θεολογικὰ μὲ διάφορες μορφές. Οἱ πιὸ γνωστὲς εἶναι τὸ περίφημο «πρωτεῖο τῆς ἀγάπης» καὶ ἡ λεγόμενη «θεωρία τῶν κλάδων». Τὴν πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὴ χαρακτηρίσαμε ἤδη ὡς ἀπόλυτα ἀσύμβατη μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων (βλπ. Κεφ. Α΄). Ἡ θεωρία τῶν κλάδων ἰσχυρίζεται πὼς καμία ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς «ἐκκλησίες» δὲν κατέχει μόνη της τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας, ἀλλὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς κατέχει μόνον ἕνα μέρος Της καὶ συνεπῶς ὅλες μαζί στὸ σύνολό τους ἀποτελοῦν «…τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία…», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐννοεῖται φυσικὰ πὼς καὶ αὐτὴ ἡ ἀντίληψη εἶναι ἀπόλυτα ἀσύμβατη μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἀφοῦ ἐξ ὁρισμοῦ προϋποθέτει χάριν τῆς «ἑνότητας» τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τὴν ἄρνηση ἑνὸς μέρους ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τὴν ἀποδοχὴ ἑνὸς μέρους τῆς κακοδοξίας τῶν αἱρέσεων. Οἱ δύο αὐτὲς βασικὲς ἐκφράσεις τοῦ εὐσεβισμοῦ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρες στὶς ἡμέρες μας, γιατὶ πάνω τους στηρίζεται ἐν πολλοῖς ἡ θεολογικὴ θεμελίωση τοῦ λεγόμενου «Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δηλώνεται ἡ προσπάθεια τῆς ἕνωσης τῶν κακόδοξων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν μὲ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στή βάση ὅμως ὄχι τῆς ἀναζήτησης καὶ ἀποδοχῆς τῆς Ἀλήθειας ποὺ μαρτυρεῖται στὴν Παράδοση, ἀλλὰ τῆς σύνθεσης τῶν δογματικῶν τους διαφορῶν. Ἔχοντας πλήρη συνείδηση τῆς βαρύτητας τοῦ λόγου μας τολμᾶμε μὲ κάθε ἐπιφύλαξη νὰ ποῦμε πὼς ὁ εὐσεβισμὸς τείνει νὰ ἐμφανιστεῖ σήμερα ὡς μία καινοφανὴς αἵρεση στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία γενικὰ χαρακτηρίζεται ὡς «Οἰκουμενισμός». Ὁ Οἰκουμενισμός ὡς αἵρεση ἀρνεῖται τὴν ἴδια τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐπιχειρεῖ νὰ στηρίξει τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι στὴ μετοχή του στὴν Ἀλήθεια (Θέωση), ἀλλὰ σὲ μία κτιστὴ καὶ θνησιγενῆ εὐσέβεια ποὺ εἶναι χωρισμένη από τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὴ μόνη πηγὴ τῆς Ζωῆς. Σημειωτέον ὅτι τὴν αἱρετικὴ ἔννοια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀντιδιαστέλλουμε ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ἔννοια τοῦ «Ὀρθόδοξου Οἰκουμενισμοῦ», γνώρισμα τοῦ ὁποίου κατὰ τοὺς Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό εἶναι ἡ προσπάθεια ἕνωσης τῶν χριστιανῶν ὄχι στή βάση τῆς σύνθεσης τῶν δογματικῶν τους διαφορῶν, ἀλλὰ τῆς εὕρεσης καὶ ἀποδοχῆς τῆς Ἀλήθειας ποὺ μαρτυρεῖται στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ |
εὐσεβισμὸς ὡς θεολογικὴ ἀντίληψη δὲν περιορίστηκε στὸ χῶρο τῆς δυτικῆς θεολογίας. Μὲ πολλοὺς τρόπους πέρασε καὶ στὸ χῶρο τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, προκαλώντας ἀνυπολόγιστη ζημιὰ στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Θὰ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὶς δύο σπουδαιότερες ἐκφράσεις του. Στὴν ἐπίδραση τοῦ εὐσεβισμοῦ ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μας ἡ περιθωριοποίηση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ποὺ ἔντονα παρατηρεῖται στὶς ἡμέρες μας. Συχνὰ κυκλοφορεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἡ διάχυτη ἀντίληψη πὼς ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ μόνο τοὺς «εἰδικούς» τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, πὼς ἡ φυσική της θέση βρίσκεται στὰ ἐπιστημονικὰ θεολογικὰ συγγράμματα, στὰ ἀμφιθέατρα τῶν θεολογικῶν σχολῶν καὶ στὰ διάφορα θεολογικὰ συνέδρια, ἐνῶ ὡς ἀντικείμενο μελέτης ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ ἕνα στενὸ καὶ ἐξειδικευμένο κοινό. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἱερέας, ὁ ἱεροκήρυκας καὶ ὁ κατηχητὴς ἀποφεύγουν συστηματικὰ νὰ διδάξουν στὸ λαό μας ἀκόμη καὶ τὶς θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀφοῦ αὐτὸ θεωρεῖται ἐκ προοιμίου ἄχρηστο καὶ περιττό. Ἔτσι ὅμως μοιραῖα ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία παύει νὰ εἶναι λόγος γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ καὶ ἐκπίπτει σὲ μία στείρα ἠθικολογία ποὺ εἶναι ἀπόλυτα συμβατὴ μὲ τὶς ἀντίστοιχες ἠθικολογίες τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἔχει καταγγελθεῖ ἐξαντλητικὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ τὸ σχολιάσουμε περισσότερο. Γενικά χαρακτηρίζεται ἀπὸ πολλοὺς μὲ τὸν ὅρο «πιετισμὸς» (ἡ χρήση τοῦ ὅρου δὲν εἶναι τελείως ἄστοχη, ἀλλὰ νομίζουμε πὼς ὁ ὅρος «πιετισμὸς» ἔχει σαφῶς εὐρύτερη θεολογικὴ σημασία, τὴν ὁποία ἤδη ἀναπτύξαμε ἀνωτέρω). Ἐπίσης στὴν ἐπίδραση τοῦ εὐσεβισμοῦ στὸν ὀρθόδοξο κόσμο ὀφείλεται καὶ τὸ φαινόμενο πού γενικά χαρακτηρίζεται ὡς «συντηρητισμὸς» ἢ καὶ ὡς «σύνδρομο τοῦ ὀρθοδοξοαμυντορισμοῦ». Μὲ τοὺς ὅρους αὐτοὺς δηλώνεται ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία τῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστης χωρὶς τὴν παράλληλη ἀνάπτυξη τῆς ὀντολογικῆς τους διάστασης. Εἰδικότερα, στὶς ἡμέρες μας ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπιχειρεῖται ἡ διδασκαλία τῶν δογμάτων, αὐτὴ κατὰ κανόνα συντελεῖται χωρὶς καμία ἀναφορὰ στὴ σχέση τους μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔτσι ὅμως τὰ δόγματα προσφέρονται στοὺς πιστοὺς ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ ποὺ «σημαίνεται» μέσα σὲ αὐτὰ καὶ ἡ ὅποια γνώση τους ἐξαντλεῖται στὴν καλύτερη περίπτωση στὴ διανοητική τους ἀφομοίωση. Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σὲ τί διαφοροποιεῖ ἡ στάση αὐτὴ τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἀπὸ τὸ δυτικὸ χριστιανισμό; Εἶναι μᾶλλον ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ποὺ λέει πὼς οἱ χριστιανοὶ τῶν ἔσχατων χρόνων θὰ εἶναι ἄνθρωποι «… ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι…» (Β΄ Τιμ. 3,5).
Θ |
ὰ μπορούσαμε τέλος νὰ παρομοιάσουμε τὸν εὐσεβισμὸ μὲ ἕνα σύννεφο ποὺ καλύπτει τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμποδίζει τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο. Ὁ ρωμαιοκαθολικὸς καὶ ὁ προτεσταντικὸς κόσμος δὲν χάνουν στὴν πραγματικότητα κάτι ἀπὸ τὴν παρουσία του, ἀφοῦ ζοῦν μέσα στὴ νύκτα καὶ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως βλάπτεται πολλαπλὰ ἀπὸ τὴν παρουσία του, γιατὶ τὸ σύννεφο αὐτό σὰν πνευματικὴ ὁμίχλη ἐμποδίζει τὰ πιστὰ μέλη της νὰ ἀνακαλύψουν τὴν ὁδὸ τῆς Θεώσεως καὶ τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
ΜΕΡΟΣ 2ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Γ΄- Ε΄
ΖΩΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
«…Πρὸ τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐπισκέψεως, ἀναγιγνώσκων τὸ Εὐαγγέλιον ἢ τὰς ἐπιστολὰς τῶν Ἀποστόλων, δὲν κατενόουν ἀληθῶς ὁποία ὀντολογικὴ πραγματικότης ἐγκρύπτεται ἐντὸς ἑκάστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτὴ αὕτη ἡ ζωὴ κατέδειξεν εἰς ἐμὲ ὅτι ἄνευ τῆς ζώσης πείρας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συναντήσεως μετὰ τῶν ἀρχῶν καὶ κοσμοκρατόρων τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (Ἔφεσ. 6,12), μόνη ἡ διανοητικὴ μάθησις δὲν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ὀντολογικὴν ἔννοιαν τῆς πίστεως ἠμῶν…» (Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», ἔκδ. 1992, σελ. 13)
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀπόθετον κάλλος.
Ἡ |
Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὶς δομὲς τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς ἡ Θεολογία καὶ ἡ γλωσσική της διατύπωση ταυτίζονται. Οἱ ἔννοιες αὐτές, ἂν καὶ σχετίζονται στενά, ἀποτελοῦν στὴν πραγματικότητα δύο ξεχωριστὲς ὀντολογικὲς κατηγορίες. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ καὶ ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή. Ἡ σχέση Θεολογίας καὶ γλώσσας εἶναι τὸ δεύτερο ζήτημα ποὺ πρέπει νὰ ἀναπτύξουμε στὴν προσπάθειά μας νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία.
Ὁ |
Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητὲς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «…Ἐγὼ Εἰμι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι᾽ Ἐμοῦ…» (Ἰωάν. 14,6). Ὁ ἴδιος λοιπόν ὁ Κύριος ὡς Θεάνθρωπος ταυτίζει τὸν Ἑαυτό Του μὲ τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀπόλυτη Ἀλήθεια, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ καὶ τὸ πρότυπο τῆς Ζωῆς. Λίγο ἀργότερα μάλιστα στὴν ἀρχιερατική Του προσευχὴ ὁ Κύριος θὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητὲς πὼς ἡ γνώση αὐτῆς τῆς Ἀλήθειας ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας Ζωῆς: «…αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος Ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν…» (Ἰωάν. 17,3). Ἡ ὀντολογικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας ποὺ «κρύβεται» πίσω ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «τὸ ἀπόθετον κάλλος» καὶ ἡ ἀπόκτησή της ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἴδιας τῆς αἰώνιας Ζωῆς, μὲ τὴν ἀπόκτηση δηλαδή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Οἱ Πατέρες ἔχουν σαφῆ συνείδηση τῆς διάκρισης ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ γλωσσική της διατύπωση, ἀλλὰ καὶ τῆς στενῆς σχέσης ποὺ τὶς συνδέει. Ἔτσι ἀπὸ τὴ μία μεριὰ μᾶς διδάσκουν πὼς μόνη ἡ διανοητικὴ γνώση τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Ἀλήθειας δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τὴν ἐπιβολή της, ἀφοῦ αὐτὴ ὑποδεικνύει στοὺς πιστοὺς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Πιὸ ἁπλά, ἡ ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὸ μέσο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ της.
Θ |
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ διάκριση τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ὅλοι ἔχουμε δεῖ παλιὲς ἀσπρόμαυρες κινηματογραφικὲς ταινίες. Σὲ αὐτὲς ἐμφανίζονται μόνο δύο χρώματα, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα γνωστὰ χρώματα ἀπουσιάζουν. Ἂς ὑποθέσουμε λοιπόν πὼς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἀπὸ τὴ γέννησή μας τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουμε μόνο δύο χρώματα, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο. Στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ βλέπαμε τὸν κόσμο ὅπως μᾶς τὸν παρουσιάζουν οἱ παλιὲς ἀσπρόμαυρες ταινίες, ἐνῶ θὰ ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ ζωὴ μας τόσο ἡ ἐμπειρία τῶν ἄλλων χρωμάτων, ὅσο καὶ οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα γιὰ νὰ τὰ δηλώσουμε. Ἂς ὑποθέσουμε πάλι πὼς κάτω ἀπὸ κάποιες συνθῆκες ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴ θέλησή μας ἀποκτᾶμε γιὰ μιὰ στιγμή, μόνον ἐμεῖς καὶ κανένας ἄλλος, τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουμε ὅλα τὰ γνωστά μας χρώματα. Ἡ πρωτόγνωρη ἐμπειρία ἀρχικὰ θὰ μᾶς ξαφνιάσει καὶ θὰ μᾶς συγκλονίσει. Ἀμέσως μετὰ θὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατί μπορέσαμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε καὶ θὰ γεννηθεῖ μέσα μας ἡ ἐπιθυμία νὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μόνιμη καὶ ἀναφαίρετη κατάσταση. Σὲ αὐτὴ μάλιστα τὴν κατεύθυνση θὰ στρέψουμε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ἀγώνα μας. Παράλληλα, ἂν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀγαθῆς προαίρεσης, θὰ λυπηθοῦμε ὅσους στεροῦνται τὴν ἐμπειρία τῶν χρωμάτων. Ὅταν τέλος ἀνακαλύψουμε τὴν ὁδὸ ποὺ μᾶς ὁδήγησε στὴν ὀντολογική τους γνώση, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ὅσους τὴ στεροῦνται, θὰ προσπαθήσουμε νὰ τοὺς περιγράψουμε μὲ ἀνθρώπινες λέξεις τὴν ἐμπειρία μας καὶ νὰ τοὺς ὑποδείξουμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή της. Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὴν ἐμπειρία τοῦ κόκκινου ἢ τοῦ πράσινου ἢ τοῦ μπλὲ χρώματος σὲ ὅσους τὰ ἀγνοοῦν ὀντολογικὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἔχουν λέξεις ποὺ νὰ ὁρίζουν τὴν ἐμπειρία τους; Καὶ εἶναι ἄραγε ποτὲ δυνατὸν νὰ τοὺς μεταδώσουμε μὲ ἀνθρώπινες λέξεις τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῶν χρωμάτων ποὺ ἀγνοοῦν;
Α |
ὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, οἱ Πατέρες, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀγωνίζονται νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ πολεμοῦν μέχρι θανάτου ἐναντίον τῶν παθῶν. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ μέτρα τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐξέλθει ἀπὸ αὐτὸν νικητὴς μόνον ἐὰν ἑνωθεῖ πραγματικὰ μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστό. Ἡ σωτηριώδης ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Χριστὸ συντελεῖται διὰ μέσου τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν ἐπίπονο ἀγώνα τους οἱ Πατέρες ἑνώνονται μὲ τὸ Χριστό, ἑλκύουν τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ φτάνουν στὸν Φωτισμό, στὴν πραγμάτωση δηλαδή τῆς Θεώσεως καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας. Ἡ γνώση ὅμως ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ἡ μετοχή του στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀντολογικὴ καὶ ὄχι γλωσσική, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴ φύση της βρίσκεται ἔξω ἀπὸ κάθε κτιστὴ ἐμπειρία καὶ ὁρισμό. Σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο οἱ Πατέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τῆς πρώτης «θεωρίας» τοῦ Θεοῦ περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς «Θεοεγκαταλείψεως». Κατὰ τὴ μακρόχρονη συνήθως αὐτὴ περίοδο διδάσκονται μέσα ἀπὸ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ἄρση τῆς ἐνέργειας τῆς Χάρης τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθινῆς Θεοκοινωνίας ποὺ ὁ μακαριστὸς γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ χαρακτήριζε ὡς «δογματικὴ συνείδηση». Ὅταν τέλος μετὰ ἀπὸ τιτάνιο πνευματικὸ ἀγώνα οἱ Πατέρες ἀποκτοῦν τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς Χάρης, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ὅσους τὴ στεροῦνται, νοιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῶν ὁποίων τοὺς χάρισε ἡ ἕνωσή τους μὲ τὸ Θεό, καὶ νὰ μᾶς ὑποδείξουν τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή τους. Σκοπός τους βέβαια εἶναι νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴ Θέωση καὶ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἀ |
πὸ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ ἔργο τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Οἱ Πατέρες, στὴν προσπάθειά τους νὰ περιγράψουν τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀναγκάζονται νὰ χρησιμοποιήσουν κτιστὲς ἀνθρώπινες λέξεις προκειμένου νὰ δηλώσουν μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὴν ὕπαρξή της. Μοιάζουν δηλαδή οἱ Πατέρες μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσπαθεῖ νὰ περιγράψει τὴν ἐμπειρία τῶν χρωμάτων σὲ ὅσους τὰ ἀγνοοῦν. Βασικὸ ὄργανό τους στὸν ἀγώνα τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἡ ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ φιλοσοφίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες δανείστηκαν ὅρους καὶ λογικὲς δομὲς προσιτὲς στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἀνθρώπινη ὅμως γλώσσα στὴν πραγματικότητα μπορεῖ μόνο νὰ δηλώσει τὴν ὕπαρξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς καὶ ὄχι νὰ μεταφέρει τὴν ἐμπειρία τους σὲ ὅσους τὴ στεροῦνται. Ἔτσι, γιὰ μείνουμε στὸ γνωστό μας παράδειγμα, ὅποιες λέξεις καὶ νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ περιγράψουμε τὴν ἐμπειρία τοῦ κόκκινου χρώματος δὲν μποροῦμε νὰ μεταφέρουμε τὴν ἀληθινή του γνώση σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀγνοεῖ. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ τοῦ προσφέρουμε μέσα ἀπὸ τὶς κτιστὲς ἀνθρώπινες λέξεις εἶναι ἡ «μαρτυρία» τῆς ἐμπειρίας. Μποροῦμε δηλαδή νὰ τοῦ ἀποκαλύψουμε πὼς ὑπάρχει μιὰ ἐμπειρία ζωῆς, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀγνοεῖ, καὶ νὰ τοῦ ὑποδείξουμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή της. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορέσει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ ἐμπειρία τῶν χρωμάτων ποὺ σημαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς λέξεις, τότε δὲν ὠφελεῖται σὲ τίποτα ἀπὸ τὴ διανοητικὴ ἀφομοίωση τῆς γλώσσας ποὺ τὰ περιγράφει. Τί ἀξία ἄραγε ἔχει τὸ νὰ διαβάζεις ἢ νὰ γράφεις γιὰ τὴν ἐνέργεια τῆς Χάρης, ἂν δὲν γνωρίσεις ἐκ πείρας τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ κατεργάζεται τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ἤ τί ἀξία ἔχει τὸ νὰ κατέχεις μία φωτογραφία τῆς πηγῆς τοῦ νεροῦ, ἂν δὲν μπορέσεις ποτὲ νὰ ξεδιψάσεις ἀπὸ αὐτήν; Συνεπῶς τὸ σημαντικὸ δὲν εἶναι ἡ διανοητικὴ ἀφομοίωση τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῶν δογμάτων, ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς ὀντολογικῆς γνώσης τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ «σημαίνεται» μέσα σὲ αὐτήν. Ἡ γλώσσα, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα, δὲν εἶναι ὁ γάμος, ἀλλὰ τὸ προσκλητήριο τοῦ γάμου.
Ἐ |
νῶ ὅμως ἡ διανοητικὴ ἀφομοίωση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας δὲν εἶναι τὸ πραγματικὸ ζητούμενο στὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἄκρως ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς σωτηρίας μας. Ἡ σημασία της ἄλλωστε φαίνεται ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων (βλπ. Κεφ. Α΄). Θὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ σχέση τῆς Θεολογίας μέ τὴν ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ἔστω ὅτι ὁδηγῶ τὸ αὐτοκίνητό μου κατὰ μῆκος μιᾶς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἕνας φίλος μου. Σὲ κάποια στιγμὴ ἐμφανίζεται μπροστά μας μιὰ μεγάλη διασταύρωση ποὺ δίνει στοὺς ὁδηγοὺς τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιλέξουν δρόμους πρὸς διάφορες κατευθύνσεις. Φυσικά οἱ κατευθύνσεις αὐτὲς σημαίνονται μὲ τὶς ἀνάλογες πινακίδες. Μία ἀπὸ αὐτὲς γράφει: «ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 200 ΧΛΜ». Ἐγὼ σταματῶ τὸ αὐτοκίνητό μου καὶ βγαίνω ἀπὸ αὐτό. Πλησιάζω τὴν πινακίδα ποὺ ὑποδεικνύει τὸ δρόμο πρὸς τὸν προορισμό μου καὶ γεμάτος χαρὰ φωνάζω:
- Ἐπιτέλους, φτάσαμε στὴ Θεσσαλονίκη.
Ὁ φίλος μου σκέφτεται πὼς μᾶλλον τρελάθηκα καὶ προσπαθεῖ νὰ μὲ συνεφέρει:
- Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; μοῦ λέει. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Θεσσαλονίκη. Αὐτὴ εἶναι ἁπλῶς μιὰ πινακίδα ποὺ σοῦ δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ πραγματικός μας προορισμὸς ἀπέχει 200 χιλιόμετρα ἀπὸ ἐδῶ.
Ἐὰν νομίζετε πὼς ἡ συμπεριφορά μου εἶναι παράλογη, θὰ σᾶς ἀπαντήσω πώς, ναί, εἶναι παράλογη. Εἶμαι ὅμως τόσο παράλογος, ὅσο καὶ ὁ χριστιανὸς ποὺ πιστεύει πὼς ἡ διανοητικὴ γνώση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῶν δογμάτων εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία του. Ἄν πραγματικά θέλω νὰ φτάσω στὸν ἀληθινό μου προορισμὸ πρέπει νὰ ἀποφύγω δύο λάθη. Πρῶτον δὲν πρέπει νὰ ταυτίσω τὴν πινακίδα μὲ τὸν προορισμό μου, μετατρέποντάς την σὲ αὐτοσκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ μου, καὶ δεύτερον δὲν πρέπει νὰ περιφρονήσω τὴν πληροφορία ποὺ αὐτή μοῦ προσφέρει, γιατί ἔτσι δὲν θὰ βρῶ ποτὲ τὸ δρόμο ποὺ μὲ ὁδηγεῖ στὸν προορισμό μου. Ἂν ὑποπέσω σὲ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λάθη, τότε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις δὲν θὰ φτάσω ποτὲ στὴ Θεσσαλονίκη.
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας.
Ἀ |
ναφέραμε ἤδη πὼς ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία ταυτίζεται στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐμπειρία τῆς Θεώσεως. Γι᾽ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μόνον ὅποιος φτάνει στὴν ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, μόνον ὅποιος ἀποκτᾶ γνήσια ἐμπειρία τῆς Θεώσεως, χαρακτηρίζεται ὡς «Θεολόγος». Ἡ ἐμπειρία μάλιστα τῆς Θεώσεως προηγεῖται χρονικὰ ἀπὸ τὴ γλωσσική της διατύπωση, ἀπὸ τὴν καταγραφὴ δηλαδή τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων. Ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῶν δογμάτων ἔρχεται πάντα ἐκ τῶν ὑστέρων ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ ὑποδείξει στοὺς πιστοὺς τὴν ὕπαρξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν ἀπόκτησή τους, ἀφετέρου δὲ γιὰ νὰ τοὺς προστατεύσει ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους ποὺ προκύπτει ἀπὸ μιὰ λανθασμένη γλωσσικὴ διατύπωση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ποὺ γενικὰ χαρακτηρίζεται ὡς «κακοδοξία» ἢ «αἵρεση».
Ἡ |
κακοδοξία ἢ αἵρεση εἶναι μιὰ χριστιανικὴ διδασκαλία ποὺ ἀνακατεύει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μὲ λάθη καὶ ψέματα. Ἡ αἵρεση προσπαθεῖ νὰ διατυπώσει γλωσσικὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά της εἶναι ἀποτυχημένη. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της ἡ αἵρεση δὲν λέει ποτὲ μόνο τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν λέει μόνο ψέματα. Στὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ἡ Ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα ἀνακατεύονται μὲ τρόπο ποὺ καθιστὰ δύσκολη τὴ διάκρισή τους. Ἔτσι οἱ πιστοὶ κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν, ἀποδεχόμενοι τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης ὡς Ἀλήθεια. Θὰ μπορούσαμε νὰ παρομοιάσουμε τὴ διδασκαλία τῆς αἵρεσης μὲ ἕνα ποτήρι γάλα μέσα στὸ ὁποῖο κάποιος ἔριξε λίγες σταγόνες θανατηφόρο δηλητήριο. Τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ποτηριοῦ μοιάζει πολὺ μὲ ἕνα ποτήρι καθαρὸ γάλα καὶ εἶναι εὔκολο ὁ καθένας νὰ ξεγελαστεῖ καὶ νὰ τὸ πιεῖ. Ἡ ἐπιλογή ὅμως αὐτὴ ἔχει σοβαρότατες συνέπειες, ἀφοῦ συνεπάγεται τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία μοιάζει μὲ ἕνα ποτήρι καθαρὸ γάλα ποὺ δὲν ἐπιφέρει βλάβη στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀλλά ἀντίθετα τοῦ προσφέρει πολύτιμα θρεπτικὰ στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ζωῆς.
Ἂ |
ν καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἰσχύουν νομοτελειακοὶ κανόνες, ὁ πειρασμὸς τῆς συστηματοποίησης μᾶς ὠθεῖ στὴ διατύπωση μιᾶς λογικῆς ἀλληλουχίας ποὺ μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε τὴ συνήθη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων στὴ διαδικασία τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Ἔτσι ἀρχικὰ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀρκεῖται στὴν ἤδη ὑπάρχουσα σὲ κάθε ἐποχὴ ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Οἱ Πατέρες μάλιστα τονίζουν ἰδιαίτερα πὼς δὲν εἶναι οὔτε εὔκολο, οὔτε ἀκίνδυνο, τὸ νὰ ζητᾶμε βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας. Κάτι τέτοιο πρέπει νὰ γίνεται μόνο ὅταν ὑπάρχει πραγματικὰ μεγάλη ἀνάγκη, ὅταν δηλαδή αὐτὸ εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ αἵρεση ἀγνοεῖ αὐτὸ τὸ βασικὸ πνευματικὸ νόμο. Ἔτσι θέτει θεολογικὰ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή, ἡ γνώση τῶν ὁποίων δὲν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ στάση της πηγάζει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία καὶ τοὺς ἀποκόπτει ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης. Στὴ συνέχεια ἡ αἵρεση προσπαθεῖ νὰ δώσει ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὅλοι οἱ μεγάλοι αἱρετικοὶ ἦταν ἄνθρωποι μὲ τεράστιες διανοητικὲς δυνατότητες καὶ πολύπλευρη μόρφωση. Στὴν προσπάθειά τους ὅμως νὰ Θεολογήσουν ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ τῶν φιλοσόφων καὶ ὄχι τὴν ὁδὸ τῶν Πατέρων. Οἱ Πατέρες πρῶτα φτάνουν στὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση –μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τῆς ἕνωσής τους μὲ τὸ Χριστὸ– καὶ ἀφοῦ ἀποκτήσουν τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας προσπαθοῦν νὰ τὴν ἐκφράσουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα. Οἱ αἱρετικοί ἀντίθετα ὑποκινούμενοι ἀπὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας ὑπερτιμοῦν τὴν ἀξία τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ πιστεύουν πὼς μποροῦν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ χωρὶς νὰ φτάσουν στὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση. Ἔτσι τελικὰ οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δίνουν στὰ ἐρωτήματα ποὺ οἱ ἴδιοι αὐτόκλητα ἔθεσαν ἀνακατεύουν τὴν Ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα καὶ ὁδηγοῦν στὴ διατύπωση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας.
Ο |
ἱ ἁπλοὶ πιστοὶ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν μὲ ἀσφάλεια τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης καί ὡς ἐκ τούτου κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν. Ὁ κίνδυνος αὐτὸς συνεπάγεται «κρίση» ποὺ ἀφορᾶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κρίση μὲ τὴ σειρά της ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία τοῦ ἔργου τῶν Πατέρων. Οἱ Πατέρες μποροῦν μὲ ἀσφάλεια νὰ διακρίνουν τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης, γιατὶ γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται μέσα ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Θεολογίας καὶ συνεπῶς οἱ ἴδιοι δὲν κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν. Ὁ κίνδυνος ὅμως τῆς ἀπώλειας τῶν ἁπλῶν πιστῶν τοὺς συγκλονίζει καὶ ἔτσι ἀναγκάζονται ἐκ τῶν πραγμάτων ἀφενὸς μὲν νὰ ὑποδείξουν σὲ αὐτοὺς τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης, ἀφετέρου δὲ νὰ διατυπώσουν μὲ ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τὴν Ἀλήθεια στὰ σημεῖα ποὺ ἡ αἵρεση ἀπέτυχε νὰ τὸ πραγματοποιήσει. Στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ὀρθῆς πίστης. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ στάδιο τῆς προσφορᾶς τους ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σὲ αὐτὲς μὲ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει ἐπίσημα τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης καὶ ἐπικυρώνει ὡς ὀρθὴ τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων. Μετὰ τὴν ἐπικύρωσή της ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐνσωματώνεται στὴν προγενέστερη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο τῆς καταπολέμησης τῆς αἵρεσης ὁλοκληρώνεται.
Θ |
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε τὴν πορεία τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ὅλοι ἔχουμε φάει καρπούζι καὶ ἐκ πείρας γνωρίζουμε τὸ φροῦτο αὐτό. Ποτὲ ὅμως δὲν νοιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε γλωσσικὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ μᾶς πρόσφερε ἡ ὀντολογικὴ γνώση του. Ποτὲ δηλαδὴ δὲν νοιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας χαρτὶ καὶ στυλὸ γιὰ νὰ γράψουμε πώς: «…Τὸ καρπούζι εἶναι κόκκινο, ζουμερό, γλυκὸ καὶ ὠφέλιμο γιὰ τὸν ὀργανισμό μας…». Ἁπλῶς στὴν καθημερινή μας ζωὴ ἀπολαμβάνουμε ἄφοβα τὸ συγκεκριμένο φροῦτο καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετό. Ἂς ὑποθέσουμε λοιπὸν πὼς μιὰ ἀνοιξιάτικη ἡμέρα ἀγοράζουμε ἀπὸ τὸ περίπτερό τῆς γειτονιᾶς τὴν ἐφημερίδα μας καὶ καθόμαστε ἀναπαυτικὰ στὴν πολυθρόνα μας γιὰ νὰ τὴ διαβάσουμε. Στὸ πρωτοσέλιδό της βλέπουμε ἕνα ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο: «ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ». Ὁ συντάκτης τοῦ ἄρθρου ἰσχυρίζεται πὼς νέες ἐπιστημονικὲς ἔρευνες ἀπέδειξαν ὅτι τὸ καρπούζι εἶναι κόκκινο, ζουμερό, πικρὸ καὶ γεμάτο μὲ θανατηφόρο δηλητήριο. Ἐμεῖς, διαβάζοντας τὸ ἄρθρο, ξαφνιαζόμαστε, γιατὶ τὸ περιεχόμενό του ἔρχεται ἐν μέρει σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐμπειρία μας. Ἐκείνη μάλιστα τὴ στιγμὴ αἰσθανόμαστε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε γλωσσικὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ μᾶς πρόσφερε ἡ ὀντολογικὴ γνώση τοῦ συγκεκριμένου φρούτου. Ἔτσι σκεπτόμαστε:
- Μὰ καλά, τί βλακεῖες γράφει αὐτὸς ἐδῶ!!! Τὸ καρπούζι, ναὶ μὲν εἶναι κόκκινο καὶ ζουμερό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πικρὸ καὶ δηλητηριῶδες!!!
Πίσω ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο γλωσσικὲς διατυπώσεις κρύβεται μιὰ τεράστια ὑπαρξιακὴ ἐπιλογή. Ἂν δεχθοῦμε ὡς ἀλήθεια τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ἐμπειρίας μας, θὰ συνεχίσουμε ἄφοβα νὰ τρῶμε τὸ φροῦτο αὐτό, ἐνῶ ἂν δεχθοῦμε ὡς ἀλήθεια τὴ γλωσσικὴ διατύπωση ποὺ προτείνει τὸ ἄρθρο τῆς ἐφημερίδας, πρέπει νὰ μὴν τὸ ξαναφᾶμε ποτέ (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμαστε ἤδη νεκροί). Συνεπῶς αὐτὸ ποὺ στὴν πραγματικότητα διακυβεύεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ ὁριοθέτηση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας καί ἐν προκειμένῳ ἡ σχέση μας μὲ τὸ ἐν λόγῳ φροῦτο. Καὶ ἐνῶ ἀποροῦμε γιὰ ὅσα διαβάσαμε, βλέπουμε στὸ πρωτοσέλιδο τῆς ἐφημερίδας τὴν ἡμερομηνία: «1η Ἀπριλίου 2013». Καταλαβαίνουμε πὼς πρόκειται γιὰ τὸ συνηθισμένο πρωταπριλιάτικο ψέμα τῆς ἐφημερίδας καὶ ἡ ἀπορία μας λαμβάνει αἴσιο τέλος.
Ἐ |
μεῖς μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε τὸ λάθος τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τοῦ πρωταπριλιάτικου ἄρθρου τῆς ἐφημερίδας. Ἡ ὀντολογικὴ γνώση τοῦ καρπουζιοῦ δὲν μᾶς ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας. Τί θὰ γινόταν ὅμως ἂν στὴ θέση μας εἶχε βρεθεῖ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε δεῖ ἢ δὲν εἶχε φάει καρπούζι; Ἄν γιὰ παράδειγμα διάβαζε τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἕνας Ἐσκιμῶος, θὰ μποροῦσε μὲ τὴν ἴδια εὐκολία νὰ κατανοήσει τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα ποὺ κρύβεται μέσα στὴ γλωσσική του διατύπωση; Καὶ ἂν τὸν βάζαμε νὰ ἐπιλέξει ἀνάμεσα στὴ δική μας γλωσσικὴ διατύπωση καὶ αὐτὴ τῆς ἐφημερίδας, θὰ ἦταν εὔκολο γιὰ αὐτὸν νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐπιλέξει τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ ἀσφάλεια στὸ ὀρθὸ ἦθος; Σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ θέση βρίσκονται δυστυχῶς οἱ ἁπλοὶ πιστοί ὅταν ἀντιμετωπίζουν τὴν πρόκληση τῆς αἵρεσης καὶ αὐτοὺς ἀγωνίζονται νὰ διατηρήσουν στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας οἱ Πατέρες μὲ τὸ ἐπίπονο ἔργο τους.
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως.
Δ |
ὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὁρίσουμε τὴν ἔννοια τῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἐνῶ κατὰ καιροὺς ἔχουν διατυπωθεῖ διάφοροι ὁρισμοί, κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔχει γίνει καθολικὰ ἀποδεκτός. Τολμᾶμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ προσθέσουμε στοὺς ἤδη ὑπάρχοντες ἀκόμη ἕναν, ἀφήνοντας τὸ ἔργο τῆς ἀξιολόγησής του στὴν κρίση τῶν ἀναγνωστῶν μας. Παράδοση εἶναι ὁτιδήποτε δημιουργήθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἔννοια αὐτοῦ του ὁρισμοῦ θὰ ἀναπτύξουμε στὴ συνέχεια τοῦ λόγου μας.
Ε |
ἴδαμε πὼς γιὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Ἐφόσον ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ Φύση Τοῦ ἄπειρος, ἄρα καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, ποὺ ταυτίζονται μὲ τὴν ὕπαρξή Του, εἶναι καὶ αὐτὲς στὸ πλήρωμά τους ἄπειρες. Ὁ ἄνθρωπος ὡς πεπερασμένο ὂν δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ στὴν ὁλότητά τους, γιατὶ ἡ κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἀντέχει τὸ πλήρωμα αὐτῆς τῆς γνώσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ μετέχει στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ αὐτὲς νὰ ἀποκτᾶ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Πῶς ὅμως μποροῦν νὰ συνυπάρχουν οἱ δύο αὐτὲς ἀντίθετες θέσεις; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀδυνατεῖ νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια στὸ πλήρωμά της, ἀλλά παράλληλα νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ τὴ γνωρίσει;
Ἡ |
ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος βρίσκεται στὰ λόγια ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς μαθητὲς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «…Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν δὲ ἔλθῃ Ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν…» (Ἰωάν. 16,13). Ὁ Κύριος στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας Του. Τοὺς ἐξηγεῖ μάλιστα πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ τοὺς προσφέρει καὶ ἄλλες διδασκαλίες ποὺ ὁ Ἴδιος δὲν τὶς παρέδωσε, ἂν καὶ τὸ ἐπιθυμοῦσε, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τους νὰ τὶς κατανοήσουν. Μὲ τὶς διδασκαλίες αὐτὲς ὁ Παράκλητος θὰ τοὺς ὁδηγήσει, «…εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν…». Τί σημαίνουν ἄραγε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου; Ὁ Θεὸς σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὸ Σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατεργάζεται τὴ σωτηρία μας. Γιὰ τὴν πραγματοποίησή της ὁ Θεὸς φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή, τὸν ἴδιο δηλαδή τὸν Ἑαυτό Του. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ νοεῖται πάντα ὡς ὀντολογικὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή. Ἡ διαδικασία αὐτῆς τῆς φανέρωσης ὁρίζεται ὡς «ἀποκάλυψη». Ἡ διαδικασία τῆς ἀποκάλυψης εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίσει βαθύτερα τὴν Ἀλήθεια προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ γνώση αὐτὴ μὲ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία καὶ πόνο ψυχῆς, τότε ὁ Θεός, ἀπαντώντας στὸ αἴτημα καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ σωτηρία, αἴρει τὸ πέπλο ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ μετέχει στὴν Ἀλήθεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ γίνεται ἱκανὸς νὰ «θεωρεῖ» τὴν Ἀλήθεια βαθύτερα καὶ συνεπῶς νὰ τὴν γνωρίζει πληρέστερα, ἔστω καὶ ἂν τὸ πλήρωμά της παραμένει ἄπειρο στὴν ὁλότητά του. Τελικά τὸ κριτήριο μὲ τὸ ὁποῖο καθορίζεται τὸ μέτρο τῆς γνώσης τῆς Ἀλήθειας εἶναι ἀφενὸς μέν ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας, ἀφετέρου δέ τὰ ὅρια ἀντοχῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Πιὸ ἁπλά, ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ οὔτε περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀντέχει ἡ κτιστὴ φύση του, ἀλλὰ οὔτε καὶ λιγότερο ἀπὸ ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία του. Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὰ λόγια του Κυρίου. Ὅταν ὁ Κύριος λέει στοὺς μαθητὲς πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ τοὺς ὁδηγήσει «…εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν…» δὲν ἐννοεῖ πὼς ὁ Παράκλητος θὰ τοὺς χαρίσει τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Αὐτὸ ἄλλωστε θὰ ὑπερέβαινε κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἐπίσης τὰ λόγια αὐτὰ δὲν προϋποθέτουν κάποια ἀτέλεια ἢ ἔλλειψη στὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ διορθωθεῖ ἢ θὰ συμπληρωθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀντίθετα, ὅλα ὅσα μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως γνήσια καὶ τέλεια. Τέλος, δὲν σημαίνουν πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ διδάξει στοὺς μαθητὲς «νέες» ἀλήθειες, διαφορετικὲς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός. Ἐννοεῖ πὼς ὁ Παράκλητος μὲ τὸ Φωτιστικό Του ἔργο θὰ βοηθήσει τοὺς μαθητὲς νὰ γνωρίσουν βαθύτερα τὴν Ἀλήθεια ποὺ τοὺς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς (τὴν ἴδια Ἀλήθεια καὶ ὄχι κάποια ἄλλη) καὶ θὰ χαρίζει στὴν Ἐκκλησία σὲ κάθε ἐποχὴ τὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας αὐτῆς στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σ |
τὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε πὼς ἡ Ἀλήθεια ὡς ὀντολογικὸ γεγονὸς εἶναι ἑνιαία. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Μωυσῆς, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ γενικὰ ὅλοι οἱ Ἅγιοι γνώρισαν τὸν ἴδιο Θεό, ἀπέκτησαν μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς ἴδιας Ἀλήθειας καὶ τῆς ἴδιας Ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας δὲν ἔχουμε ποτὲ «νέες» ἀλήθειες. Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ συμβαίνει εἶναι ὅτι ἡ ἴδια Ἀλήθεια μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας προοδευτικὰ ἀποκαλύπτεται βαθύτερα στὸν ἄνθρωπο ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας του, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἐξαντλεῖται στὸ πλήρωμά της. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐξαντλεῖ τὴ γνώση της. Ἀπόδειξη τοῦ ἑνιαίου χαρακτήρα τῆς Ἀλήθειας εἶναι πὼς οἱ διάφορες κατὰ καιροὺς ὀρθὲς γλωσσικὲς διατυπώσεις της εἶναι πάντα «ὁμόλογες» μεταξύ τους. Μὲ τὸν ὅρο «ὁμόλογες» δηλώνεται ἡ ἀπόλυτη συμφωνία ὅλων τῶν ὀρθῶν γλωσσικῶν διατυπώσεων τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὅταν αὐξάνεται ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ συνεπῶς διευρύνεται καὶ ἡ γλωσσική της διατύπωση, τὸ «πλέον», δηλαδὴ τὸ καινούργιο ποὺ προστίθεται στὰ ἤδη ὑπάρχοντα, εἶναι πάντοτε σύμφωνο μὲ αὐτὰ και κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια δὲν ἔρχεται ποτὲ σὲ ἀντίθεση μαζί τους. Τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας γιὰ παράδειγμα ἐμφανίζεται ἐλάχιστα καὶ αἰνιγματικὰ στὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σὲ αὐτήν, ἂν καὶ ἡ Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ ὑπονοεῖται ἢ ἀκόμη καὶ μαρτυρεῖται σὲ καίρια χωρία της, κυριαρχεῖ ἡ ἰδέα τῆς μοναδικότητας τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὴ ἀντιδιαστέλλει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τοὺς πολυθεϊστικοὺς καὶ εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς τοῦ περιβάλλοντός του. Αὐτὸς ὁ ἰδιαίτερος τονισμὸς τῆς μοναδικότητας τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴ λανθασμένη αἴσθηση τῆς ἀπόλυτης Ὑποστατικῆς μονοθεΐας. Στὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Χριστὸς μιλᾶ μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τὶς σχέσεις τῶν Προσώπων Της, ἐνῶ λίγο ἀργότερα οἱ Ἀπόστολοι θὰ ἀναπτύξουν ἀκόμη πιὸ διεξοδικὰ τὸ θέμα αὐτό. Στὴν περίοδο τέλος τῆς Ἐκκλησίας οἱ Πατέρες, ἀγωνιζόμενοι νὰ ἀντικρούσουν τὶς προκλήσεις τῶν αἱρέσεων, θὰ προβοῦν σὲ ἀκόμη λεπτότερες διακρίσεις σχετικὰ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ θὰ μᾶς ἀναπτύξουν πληρέστερα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν αἰώνια ὕπαρξή Της. Ὅσα ὅμως μᾶς εἶπαν γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα οἱ Πατέρες εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνα μὲ ὅσα μᾶς εἶπαν γιὰ Αὐτὴν ὁ Μωυσῆς, οἱ Προφῆτες, ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι, γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ γνώρισαν καὶ διατύπωσαν γλωσσικὰ ὁ καθένας στὴν ἐποχὴ του τὴν ἴδια Ἀλήθεια. Καὶ κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ συμφωνία τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποτελεῖ ἁπτὴ ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη τῆς ὀρθότητάς της καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύηση τῆς γνησιότητάς της.
Ἀ |
ξίζει τέλος νὰ διευκρινίσουμε πὼς ἀκόμη καὶ μετὰ τὴ θεολογικὴ προσφορὰ τῶν Πατέρων ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδας δὲν ἐξαντλεῖται. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πτυχές της ποὺ τὶς ἀγνοοῦμε, γιατί ἡ γνώση τους δὲν εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία μας. Παρόλα αὐτά, ἂν στὸ μέλλον χρειαστεῖ νὰ γνωρίσουμε κάποια ἀπὸ αὐτές, ὥστε νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία μας, τότε ὁ Παράκλητος θὰ μᾶς τὴν ἀποκαλύψει. Ἂς ἀποτολμήσουμε ἕνα παράδειγμα. Γιατί ἄραγε τὰ Πρόσωπα τῆς Θεότητας εἶναι Τρία καὶ ὄχι δύο ἢ τέσσερα ἢ πέντε; Σίγουρα αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποιος λόγος. Αὐτὸς ὁ λόγος δὲν μᾶς ἀποκαλύφθηκε μέχρι σήμερα, γιατὶ ἡ γνώση του δὲν εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀφοῦ καμία αἵρεση δὲν ἔθεσε ποτὲ τὸ ζήτημα αὐτό, προσπαθώντας ἀποτυχημένα νὰ τὸ ἑρμηνεύσει. Ἄν ὅμως στὸ μέλλον ἐμφανιστεῖ μία τέτοια αἵρεση καὶ ἡ γνώση αὐτῆς τῆς πτυχῆς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀποκτήσει σωτηριολογικὲς διαστάσεις, τότε ὁ Κύριος θὰ Φωτίσει ἕναν Θεολόγο καὶ θὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴ γνώση της. Αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του θὰ διατυπώσει γλωσσικὰ μὲ ὀρθὸ τρόπο τὴ βαθύτερη Ἀλήθεια ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ θὰ τὴ διδάξει στὴν Ἐκκλησία. Μέχρι τότε ὀφείλουμε νὰ ἀρκούμαστε σὲ ὅσα ἤδη γνωρίσαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ἀποτελοῦν ὁμόλογη συνέχεια τῆς Ἀλήθειας ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γενικὰ στὴν προγενέστερη Παράδοση. Τελικά στὸ γεγονὸς τῆς Θεολογίας συνεργάζονται δύο παράγοντες: Ὁ Θεός ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία μας καὶ ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτὸ Του ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο καὶ δυνατό, καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία του καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ σώζουσα Ἀλήθεια.
Θ |
ὰ ἦταν ἴσως παράλειψη ἂν στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν προβαίναμε σὲ μιὰ σημαντικὴ διευκρίνιση. Ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν δύο διαφορετικὲς προσεγγίσεις σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀνάπτυξης τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Ἡ πρώτη ὑποστηρίζει πὼς ἡ ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας δὲν προϋποθέτει βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας. Σύμφωνα μὲ αὐτήν οἱ ἐκφραστὲς τῆς Παράδοσης (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Πατέρες) καὶ γενικά ὅλοι οἱ Ἅγιοι γνωρίζουν τὴν Ἀλήθεια ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη πραγμάτωσης τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς προσωπικῆς τους δεκτικότητας καὶ ἐντός φυσικά τῶν ὁρίων ἀντοχῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες, ἀνταποκρινόμενοι στὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς τους καὶ τὶς προκλήσεις τῶν αἱρέσεων, ἀναπτύσσουν μόνο τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν προσέγγιση αὐτή μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Παράδοσης τὸ μόνο πράγμα ποὺ πραγματικὰ αὐξάνει δὲν εἶναι ἡ μετοχὴ στὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας. Ἡ δεύτερη προσέγγιση ἀντίθετα ὑποστηρίζει πὼς ἡ ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας προϋποθέτει πάντα τὴ βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας. Σύμφωνα μὲ αὐτή οἱ Πατέρες μπόρεσαν νὰ ἀποκτήσουν βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας σὲ σχέση μὲ τοὺς προγενέστερους ἐκφραστὲς τῆς Παράδοσης (ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους) καὶ τότε μόνο κατέστησαν ἱκανοὶ νὰ προβοῦν στὴν ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν προσέγγιση αὐτή μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Παράδοσης δὲν αὐξάνει μόνο ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀντολογική της γνώση. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθεῖ κανεὶς μὲ ἀσφάλεια γιὰ τὸ ποιά ἀπὸ τὶς δύο προσεγγίσεις εἶναι ἡ ὀρθότερη. Ἔτσι περιοριζόμαστε στὴν παρουσίασή τους, ἀφήνοντας τὴν κρίση τους στοὺς ἀναγνῶστες. Ὅσον ὅμως ἀφορᾶ τὴν προσωπική μας γνώμη, συντασσόμαστε μὲ τὴ δεύτερη ἀπὸ αὐτές, τὴν ὁποία ἀποδεχόταν καὶ ὑποστήριζε σθεναρὰ ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς τῆς πατρολογίας κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, ἐνῶ ἐμμέσως φαίνεται νὰ ἀποδέχεται στὰ ἔργα του καὶ ὁ μακαριστὸς γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ.
Μ |
ὲ βάση τὰ ἀνωτέρω μποροῦμε πλέον νὰ κατανοήσουμε ὀρθότερα τὴν ἔννοια καὶ τὴ λειτουργία τῆς Παράδοσης. Ἡ Ἐκκλησία μὲ πνευματικὴ διάκριση καὶ μεγάλη ὑπομονὴ παρακολουθεῖ καὶ ἀξιολογεῖ ὅλα τὰ χριστιανικὰ ἔργα. Ἀπώτερος σκοπός της εἶναι νὰ διακρίνει αὐτὰ ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ἔργα δηλαδή ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἐντοπίσει τὰ ἔργα αὐτά, τὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσημα ὡς γνήσια ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς πίστης, τὰ ἐνσωματώνει στὴν προγενέστερη Παράδοσή της καὶ τέλος τὰ προσφέρει στοὺς πιστοὺς ὡς ἀσφαλῆ ὁδηγὸ στὴν πνευματική τους πορεία πρὸς τὴ σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιλέγει καὶ ἐντάσσει στὴν Παράδοσή της μόνο τὰ ἔργα πού κατὰ τὴν κρίση της γράφτηκαν ἀπὸ Θεολόγους, ἀπὸ τοὺς πιστούς δηλαδὴ ποὺ ἔφτασαν στὴ Θέωση καὶ ἀπέκτησαν γνήσια ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι καὶ τὸ μόνο ἀσφαλὲς κριτήριο ποὺ ἐγγυᾶται τὴ γνησιότητα τῶν ἔργων αὐτῶν καὶ τὴν ὀρθότητά τους. Ὁ σημαντικότερος φορέας καὶ ἐκφραστὴς τῆς Παράδοσης εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη), ἐνῶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ξεχωρίζουν ὡς πρὸς τὴν ἀξία τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ καταπολέμησαν τὶς αἱρέσεις. Σὲ αὐτὰ τὰ ἔργα ἡ προγενέστερη Παράδοση ἐπιβεβαιώνεται, ἀφοῦ ἡ διδασκαλία τους εἶναι Θεόπνευστη καὶ συνεπῶς ἰσόκυρη καὶ ὁμόλογη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλά παράλληλα καὶ ἀναπτύσσεται δημιουργικὰ ὅπου αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν.
ΜΕΡΟΣ 3ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤ΄- Η΄
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«…Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βαθυτέρα ἢ σπουδαιοτέρα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά, ὡς ἐλέχθη ἀνωτέρω, μία τῶν μορφῶν αὐτῆς. Αὕτη δὲ εἶναι ἡ πολυτιμοτέρα τῶν μορφῶν αὐτῆς καὶ λόγῳ τῆς εὐκολίας διαφυλάξεως καὶ λόγῳ τῆς εὐκολίας χρήσεως αὐτῆς. Ἀπομεμονωμένη, ὅμως, ἐκ τοῦ ρεύματος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἡ Γραφὴ δὲν δύναται νὰ κατανοηθεῖ δεόντως δι᾽ οὐδεμιᾶς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης…» (Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», ἔκδ. 1995, σελ. 109).
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει.
Κ |
ατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεταρρύθμισης ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ προτεστάντες ἀντιμάχονταν θεολογικὰ μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν πηγῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἔτσι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ προτεστάντες ὑποστήριζαν πὼς ὑπάρχει μόνο μία πηγὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ Ἁγία Γραφή, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἀντέτειναν πὼς οἱ πηγὲς τῆς χριστιανικῆς πίστης εἶναι δύο, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Παράδοση. Βέβαια καὶ οἱ δύο αὐτὲς θέσεις εἶναι λανθασμένες. Στὴν πραγματικότητα ὑπάρχει μόνο μία πηγὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ Παράδοση, βασικὸ μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Ἐν προκειμένῳ τὸ λάθος τῆς προτεσταντικῆς διδασκαλίας βρίσκεται στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ στὴν ἄρνηση τοῦ δυναμικοῦ χαρακτήρα τῆς Θεολογίας, ἐνῶ τὸ ἀντίστοιχο λάθος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας βρίσκεται στὸ χωρισμὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τῆς Παράδοσης καὶ τὴν ἀντιδιαστολή της πρὸς αὐτήν. Ἐπειδὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς Παράδοσης καὶ ὄχι κάτι τὸ ξεχωριστὸ ἢ τὸ ἀνεξάρτητο ἀπὸ αὐτήν, τὰ ὅσα ἀναφέραμε στὰ προηγούμενα κεφάλαια γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σχέση τῆς ὀρθοδοξίας μὲ τὴν ὀρθοπραξία καὶ τῆς Ἀλήθειας μὲ τὴ γλώσσα, ἰσχύουν ἀπόλυτα καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδίως δὲ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη ποὺ διασώζει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ τῶν Πατέρων, ἀποτελεῖ στὴν πραγματικότητα ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἕνωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ σκοπὸ ἔχει ἀφενὸς μὲν νὰ ὑποδείξει στοὺς πιστοὺς τὴν ὕπαρξη τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεογνωσίας καὶ νὰ τοὺς διδάξει τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή τους, ἀφετέρου δὲ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῶν αἱρέσεων. Στὴ διδασκαλία τέλος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ σὲ αὐτὴ τῶν Πατέρων, ὑπάρχει σαφὴς πρόταξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ἔναντι τῆς γλωσσικῆς της διατύπωσης.
Ο |
ἱ Ἀπόστολοι στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν σαφῆ συνείδηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Γνωρίζουν οἱ Ἀπόστολοι πὼς τὰ ἔργα τους ὡς ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας προσκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφέρει πὼς ἡ συγγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου του ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας Ζωῆς ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός: «…Ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύσαντες Ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ…» (Ἰωάν. 20,31). Κατὰ παρόμοιο τρόπο οἱ Ἀπόστολοι γνωρίζουν πὼς τὰ ἔργα τους ὡς ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας προστατεύουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρέσεων. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀντιμετωπίζοντας τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ δοκητισμοῦ ποὺ δὲν ἀποδεχόταν τὴν πραγματικότητα τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Κυρίου, ἀφενὸς μὲν προειδοποιεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸν κίνδυνο τῆς αἵρεσης, ἀφετέρου δὲ τοὺς προσφέρει τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας, τὴν ὁποία ὀφείλουν νὰ ἀποδεχθοῦν γιὰ νὰ μὴν περιπέσουν στὴν πλάνη της: «…Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶν πνεῦμα ὁ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου…» (Α΄ Ἰωάν. 4,1-2). Γνωρίζουν τέλος οἱ Ἀπόστολοι πὼς τὰ ἔργα τους ὡς ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας προϋποθέτουν τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει πὼς οἱ Ἀπόστολοι πρῶτα γνώρισαν ἐμπειρικὰ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ τὴν κήρυξαν στὸν κόσμο: «…οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἑξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ’ ἐπόπται γενηθέντες τῆς Ἐκείνου μεγαλειότητος…» (Β΄ Πέτρου 1,16), ἐνῶ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τονίζει πὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν κήρυξαν φανταστικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὴν Ἀλήθεια ποὺ γνώρισαν ἐμπειρικά: «…ὅ ἢν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν…» (Α΄ Ἰωάν. 1,1).
Ἐ |
ν τούτοις ἀνάμεσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν Πατέρων ὑφίσταται μία οὐσιώδης διαφορά. Ἡ Ἐκκλησία περιβάλλει μὲ ἕνα ἰδιαίτερο κύρος τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γι᾽αὐτὸ καὶ τὴ θεωρεῖ Θεόπνευστη στὸ σύνολό της, ἐνῶ ἡ ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων θεωρεῖται Θεόπνευστη μόνο στὰ σημεῖα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν προγενέστερη Παράδοση καὶ κυρίως σὲ αὐτὰ ποὺ τὴν ἀναπτύσσει. Μόνο ἡ βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ ἡ ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση, μόνο ἡ προσφορὰ τοῦ «πλέον» στὴ διαδικασία τῆς Θεολογίας, ἀναδεικνύει τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους διαδόχους τῶν Ἀποστόλων καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τους. Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐξηγεῖται κατὰ τὴ γνώμη μας τὸ φαινόμενο τοῦ λάθους στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων ποὺ ἀποτελεῖ σκάνδαλο γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν τὴ δυναμική της. Ἔτσι, γιὰ νὰ μείνουμε στὰ κλασσικότερα παραδείγματα, ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ συντρίβει θεολογικὰ τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ γνωστικισμοῦ, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποδέχεται τὶς ἀφελεῖς χιλιαστικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του. Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καταπολεμᾶ τὶς διδασκαλίες τοῦ ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν πνευματομάχων, ἀλλὰ θεωρεῖ ὀρθὲς τὶς ὠριγενικὲς διδασκαλίες τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει πὼς οἱ Πατέρες καὶ γενικότερα οἱ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ὡς ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ σφάλλουν σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν βιάζεται νὰ καταδικάσει ὅσους ἔσφαλλαν ὡς κακόδοξους ἢ αἱρετικούς, παρὰ μόνον ἂν αὐτὸ εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, καὶ ἁπλῶς προσπαθεῖ νὰ μὴν ἀκολουθεῖ τὰ λάθη τους. Εἰδικότερα, ἡ Ἐκκλησία, σὰν μάνα ποὺ ἀγαπᾶ καὶ προστατεύει τὰ παιδιά της, μὲ ὑπομονὴ καὶ διάκριση ἐπιλέγει μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τὶς διδασκαλίες ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤ κατὰ μία γενικότερη ἔννοια ἐκφράζουν μὲ γνησιότητα τὴν πίστη της. Αὐτὲς τὶς διδασκαλίες τὶς ἀναγνωρίζει ἐπίσημα ὡς ὀρθὲς καὶ τὶς ἐνσωματώνει στὴν Παράδοσή της. Τὶς λανθασμένες διδασκαλίες ἡ Ἐκκλησία τὶς παραδίδει στὴ λήθη, ἐλπίζοντας πὼς μὲ τὴ σιωπηρὴ ἀποδοκιμασία τους θὰ ξεχαστοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καί ἔτσι δὲν θὰ τοὺς προκαλέσουν κάποια πνευματικὴ βλάβη. Μὲ αὐτή τὴ στάση της προσπαθεῖ νὰ ἀποφεύγει τὴν ἐπίσημη καταδίκη τῶν λανθασμένων διδασκαλιῶν, προστατεύοντας τὰ πρόσωπα τῶν εἰσηγητῶν καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν τους.
Ὁ |
Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα κατανοοῦσε τὰ λάθη τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένη. Παρόλα αὐτά ἀναγνώριζε τὴν ἀξία τοῦ ἔργου του καὶ τὸν ἀγαποῦσε, γιατὶ ὑπῆρξε κατὰ κάποιο τρόπο πνευματικός του πατέρας, ἀφοῦ ἡ γιαγιὰ του Μακρίνα ὑπῆρξε μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας τοῦ θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ σειρά του ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ πνευματικὸ τέκνο τοῦ Ὠριγένη. Ἔτσι ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπιλέγει τὰ ὀρθὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένη καὶ τὰ ἐνσωματώνει στὸ ἔργο του, ἐνῶ παράλληλα ἀποσιωπᾶ τὰ λάθη του καὶ δὲν ἀσκεῖ κριτικὴ σὲ αὐτά. Τὴν ἴδια τακτικὴ ἀκολουθεῖ ὅλη ἡ Ἐκκλησία, γι᾽αὐτὸ οἱ λανθασμένες διδασκαλίες τοῦ Ὠριγένη δὲν καταδικάζονται ἐπίσημα ὅσο αὐτὸς ζεῖ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Πολλὰ ὅμως χρόνια ἀργότερα κάποιοι χριστιανοὶ θὰ ἀποδεχθοῦν ἀδιάκριτα ὡς ὀρθὲς τὶς λανθασμένες διδασκαλίες τοῦ Ὠριγένη. Ἐδῶ ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ζήτημα, ἀφοῦ ἡ τότε ἀποδοχὴ τοὺς εἶχε σωτηριολογικὲς διαστάσεις. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ καταδικάσει ἐπίσημα τὶς διδασκαλίες καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένη (Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 553 μ.Χ.), γιατὶ αὐτὸ κατέστη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπόλυτα ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Πάντως τὸ ἔργο τοῦ Ὠριγένη ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐπίσημη καταδίκη του δὲν ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸ σύνολό του, ἀλλὰ μόνο στὰ λανθασμένα σημεῖα του, ἐνῶ καὶ τὸ πρόσωπό του σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν ἐξακολουθεῖ νὰ γνωρίζει τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀναγνώριση ποὺ δικαιοῦται.
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καί ἀσυνεννοησίας.
Ἡ |
Ἁγία Γραφὴ χαρακτηρίζεται συχνὰ ὡς «Θεόπνευστο» βιβλίο. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς εἶναι ἀναμφισβήτητα ὀρθός, ἀλλὰ ἡ ἀκριβὴς σημασία του δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὁριστεῖ μὲ ἀκρίβεια. Κατὰ τὴν προσωπική μας ἄποψη ἡ ἔννοια τῆς Θεοπνευστίας στὴ βιβλικὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπὸ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὡς Θεόπνευστα μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν μόνο τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα ποὺ ἀποτελοῦν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, τὴν ὁποία χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ ἕνωσή του μὲ τὸ Θεό. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή ἡ ἔννοια τῆς Θεοπνευστίας τῶν χριστιανικῶν συγγραμμάτων ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ δημιουργοῦ τους. Εἰδικότερα, μόνο οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔφτασαν στὴν πνευματικὴ κατάσταση τῆς Θεώσεως καὶ ἔχουν ζῶσα ἐμπειρία τῆς Θεογνωσίας εἶναι πραγματικοὶ Θεολόγοι (μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἔννοια τοῦ ὅρου). Μόνο αὐτοί οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν ὀντολογικὰ τὴν Ἀλήθεια καί ὡς ἐκ τούτου μποροῦν μὲ ἀσφάλεια καὶ γνησιότητα νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ Αὐτήν. Μόνο στὰ ἔργα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει ἡ ἐγγύηση τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Ἀλήθειας καὶ γι᾽αὐτὸ μόνο ἡ δική τους μαρτυρία εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας μας. Ἐπειδὴ λοιπόν τὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς Θεοκοινωνίας καὶ θεμελιώνονται στέρεα πάνω σὲ αὐτήν δίκαια χαρακτηρίζονται ὡς Θεόπνευστα.
Σ |
τὴν ὁμάδα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν ἀνήκουν πρωτίστως οἱ Ἀπόστολοι. Γι᾽αὐτὸ ἄλλωστε τὰ ἔργα τους (Καινὴ Διαθήκη) ἀποτελοῦν τὸ βασικὸ φορέα τῆς Παράδοσης. Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς διακρίνονται ὡς πρὸς τὴν ἀξία οἱ Μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτοὺς ἐντάσσονται μόνο οἱ μεγάλοι Πατέρες. Αὐτοί δηλαδή ποὺ καταπολέμησαν τὶς αἱρέσεις καὶ μὲ τὸ ἔργο τους αὔξησαν τὴν προγενέστερη Παράδοση, γνωρίζοντας βαθύτερα τὴν Ἀλήθεια καὶ ἐκφράζοντάς Την μὲ πληρέστερο γλωσσικὰ τρόπο. Στὴ συνέχεια ἀκολουθοῦν οἱ Πατέρες. Σὲ αὐτοὺς ἐντάσσονται ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους ἐπιβεβαίωσαν τὴν προγενέστερη Παράδοση, ἀλλὰ δὲν τὴν αὔξησαν δημιουργικά. Εἶναι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔφτασαν στὴν ἀληθινὴ Θέωση καὶ Θεογνωσία, μᾶς μίλησαν γνήσια γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή, ἀλλὰ τὰ ἔργα τους κινοῦνται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς προγενέστερης ἀπὸ αὐτοὺς Παράδοσης, χωρὶς νὰ τὴν ὑπερβαίνουν σὲ βάθος γνώσης καὶ γλωσσικῆς διατύπωσης. Τέλος καταχρηστικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐντάξουμε στὴν ὁμάδα αὐτὴ καὶ ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Σὲ αὐτοὺς ἐντάσσονται ὅλοι οἱ ἁπλοὶ χριστιανοὶ (μοναχοί, ἱερεῖς, ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, λαϊκοὶ συγγραφεῖς, ἱεροκήρυκες κ.ἄ.) ποὺ δὲν ἔφτασαν στὸ πλήρωμα τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεογνωσίας, ἀλλά ἀγωνιζόμενοι πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση μπόρεσαν μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης νὰ ἀφομοιώσουν διανοητικὰ ὀρθὰ τὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ νὰ τὴν ἀποδώσουν με γνησιότητα στα συγγραμματά τους, κινούμενοι αὐστηρὰ μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς Παράδοσης. Ἐννοεῖται πὼς τὰ συγγράμματα αὐτὰ δὲν εἶναι Θεόπνευστα μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηρισθοῦν καταχρηστικά ὡς θεόπνευστα (μὲ τὸ «θ» μικρὸ) στὸ μέτρο ποὺ ἀποδίδουν ὀρθὰ τὴ διδασκαλία τῶν πραγματικὰ Θεόπνευστων συγγραμμάτων καὶ μᾶς βοηθοῦν στὴν κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τους.
Μ |
ὲ τὸ ζήτημα τῆς Θεοπνευστίας συνδέεται καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀσυνεννοησίας τῶν χριστιανῶν, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὀρθὴ κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἰδικότερα, ἐνῶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἀναγνωρίζουν τὴ Θεοπνευστία τῆς ἴδιας Ἁγίας Γραφῆς καὶ λίγο ἢ πολὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἑρμηνεία της, αὐτὴ ἀποτελεῖ διαχρονικὰ γιὰ τὸ σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου «…σημεῖον ἀντιλεγόμενον…» (Λουκ. 2,34), ἀφοῦ παρότι ὅλοι ἀποδέχονται τὴν αὐθεντία τῶν ἴδιων θεολογικῶν κειμένων, δὲν μποροῦν νὰ συμφωνήσουν μεταξύ τους γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴν ἑρμηνεία τους. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ἕνας ὀρθόδοξος, ἕνας ρωμαιοκαθολικός, ἕνας μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἕνας ἀντβεντιστὴς καὶ ἕνας μορμόνος χριστιανὸς μελετοῦν τὴν ἴδια Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τὴν κατανοεῖ καὶ τὴν ἑρμηνεύει μὲ ἕναν τελείως διαφορετικὸ τρόπο, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμὸ ποὺ συχνὰ καθιστᾶ τελείως ἀδύνατη κάθε συμφωνία μεταξύ τους. Πῶς ἄραγε ἐξηγεῖται αὐτὸ τὸ φαινόμενο;
Ἡ |
ἐξήγησή του συνάγεται μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς Θεοπνευστίας, ὅπως τὴν ὁρίσαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου μας. Ἐπειδὴ τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελοῦν στὸ σύνολό τους ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως, μόνον ὅποιος γνωρίζει ὀντολογικὰ αὐτὴ τὴν Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ καταλάβει τὸ νόημα τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε σὲ ἕνα γνωστό μας παράδειγμα (βλπ. Κεφ. Γ΄), ὅπως μέσα σὲ ἕναν ἀσπρόμαυρο κόσμο μόνον ὅποιος μπόρεσε νὰ δεῖ πραγματικὰ τὸ κόκκινο ἢ τὸ μπλὲ χρῶμα μπορεῖ νὰ κατανοήσει ὀρθὰ τὶς γλωσσικὲς διατυπώσεις αὐτοῦ ποὺ πρῶτος ἐπιχείρησε νὰ περιγράψει μὲ ἀνθρώπινες λέξεις τὴν ἐμπειρία τους, ἔτσι καὶ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ μόνον ὅποιος γνώρισε ὀντολογικὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς γλωσσικὲς διατυπώσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ νὰ κατανοήσει ὀρθὰ τὸ κείμενό της. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορὰ τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι γνήσια καὶ ὀρθή, γιατί στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στὴ μαρτυρία τῶν χριστιανῶν ποὺ γνώρισαν ὀντολογικὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται γλωσσικὰ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ μόνο τὰ ἔργα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν, ἀναγνωριζόμενα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς Θεόπνευστα, ἐντάσσονται ὀργανικὰ στὴν Παράδοσή Της. Κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ ἑρμηνεία τῶν κακοδόξων δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ὀρθή, ἀφοῦ δὲν θεμελιώνεται στὴν ὀντολογικὴ γνώση καὶ τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸν καρπὸ τοῦ ἀφηρημένου διανοητικοῦ στοχασμοῦ τῶν δημιουργῶν της. Ἐπειδὴ λοιπόν οἱ κακόδοξοι ἀγνοοῦν τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀφενὸς μὲν πλανῶνται ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία της, ἀφετέρου δὲ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν ὀρθοδόξων.
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ.
Θ |
ὰ ἦταν παράλειψη ἐκ μέρους μας ἂν δὲν θίγαμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔστω καὶ πολὺ συνοπτικὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀπολυτοποίησης τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴ σύγχρονη δυτικὴ θεολογία καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτική τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν προτεσταντική λοιπόν ἀντίληψη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁ «λόγος» τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι γνωρίζουμε γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος. Ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι νὰ ἑρμηνεύσει τὸ λόγο αὐτὸ μὲ διάφορους τρόπους ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος καὶ ἐπεκτείνονται μέχρι τὴ χρήση τῶν πιὸ σύγχρονων φιλοσοφικῶν καὶ ἑρμηνευτικῶν μεθόδων. Ξεκινώντας ὅμως ἡ προτεσταντικὴ ἑρμηνευτικὴ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία αὐτή, ἐγκλωβίζεται κυριολεκτικὰ στὴ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν ὁποία ταυτίζει μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ μοιραῖα τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τελικὰ ἡ προτεσταντικὴ καὶ γενικότερα ἡ δυτικὴ θεολογία δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ διακρίνει τὸ «σημαντικὸ» χαρακτήρα τῆς γλώσσας στὴ διαδικασία τῆς Θεολογίας. Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ κατανοήσει πὼς ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ἄκτιστες ὀντολογικὲς κατηγορίες καί ὡς ἐκ τούτου δὲν ταυτίζονται μὲ τὰ κτιστὰ γλωσσικὰ σχήματα ποὺ τὶς περιγράφουν, δὲν περιορίζονται ἀπὸ αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερο δὲν ἐξαντλοῦνται σὲ αὐτά. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει πὼς ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ ὑπαρξιακὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ λάθους, ποὺ ἔχει εὔστοχα χαρακτηρισθεῖ ὡς «σύνδρομο τοῦ γλωσσομονισμοῦ», εἶναι τεράστιες, ἀφοῦ ἡ προτεσταντικὴ ἑρμηνευτική, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ταυτίζει τὴν Ἀλήθεια μὲ τὴ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, περιορίζει ἀναγκαστικὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας στὴ σφαίρα τῆς συμβατικῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ προτεστάντης χριστιανὸς δὲν ἀναζητᾶ τὴν ὑπαρξιακή του μεταμόρφωση. Δὲν ἀγωνίζεται δηλαδή νὰ γνωρίσει ὀντολογικὰ τὸ Χριστό ὡς Θεάνθρωπο, ὅπως Τὸν γνώρισαν οἱ τρεῖς μαθητὲς τὴ στιγμὴ τῆς Μεταμόρφωσης πάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ ἢ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος στὴν πόλη τῆς Δαμασκοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει πὼς ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν ὀντολογική μας μεταμόρφωση καὶ ὄχι στὴν ἠθική μας βελτίωση. Χάνοντας ὅμως «…τὸ ἕν, οὗ ἐστι χρεία…» (πρβλ. Λουκ. 10,42), ἀναγκάζεται ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἕναν ὕψιστο «θεϊκὸ νόμο», τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ ὁποίου ὀφείλει ὡς χριστιανὸς νὰ ἐφαρμόζει μὲ συνέπεια στὴ ζωή του, ἐνῶ μέσα στὸ στενὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς κτιστῆς καὶ θνησιγενοῦς προσπάθειας ἐξαντλεῖ τὴν ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ τοῦ πνευματικοῦ της ἀγώνα, χωρίς δυστυχῶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν πλάνη της.
Ἡ |
ἀπολυτοποίηση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ ἑρμηνευτικὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὸν ὑποβιβασμὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς στὴ σφαίρα τῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς, ἀλλὰ ἔχει καὶ εὐρύτερες ὑπαρξιακὲς διαστάσεις. Σὲ αὐτὴν ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μας τόσο ἡ περιθωριοποίηση τῆς λατρείας καὶ κυρίως τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κυριαρχεῖ στὸ σύνολο τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅσο καὶ ἡ περιφρόνηση ποὺ αὐτὸς ἐπιδεικνύει πρὸς τοὺς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα οἱ προτεστάντες χριστιανοί, ἀρνούμενοι τὴν μυστηριακὴ ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης καὶ τὸ ρεαλισμὸ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀντιμετωπίζουν τὸν εὐχαριστιακὸ Ἄρτο καὶ Οἶνο ὡς «σύμβολα» τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στάση τους ὅμως αὐτὴ προϋποθέτει τὴν ἀντίληψη πὼς μποροῦν νὰ φτάσουν στὴ σωτηρία χωρὶς νὰ ἑνωθοῦν πραγματικὰ μὲ τὸ Χριστό. Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνονται «σεσωσμένοι» μέσα στὴν ἠθικιστικὴ μοναξιά τους καὶ νὰ μὴ νοιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνακραθοῦν πραγματικὰ μὲ τὴ Θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, ἂν καὶ ὁ Ἴδιος μᾶς δίδαξε μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὴ σημασία αὐτῆς τῆς ἕνωσης γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας μας (πρβλ. Ἰωάν. 6,26-58). Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ἀρνοῦνται τὴ σωτηριολογικὴ διάσταση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, τὸ ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γενικά ὅ,τι ὑπερβαίνει χρονικὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, γιατί ὁ λόγος τῶν Πατέρων εἶναι γιὰ αὐτοὺς λόγος ἀνθρώπινος καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἢ πολὺ περισσότερο νὰ τὸν ὑπερβεῖ σὲ ἀξία. Ἀρνούμενοι ὅμως τὴ Θεοπνευστία τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀρνοῦνται κατ᾽ οὐσίαν τὸ Φωτιστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γενικότερα τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς Θεολογίας, ἀφοῦ κατὰ τὴν κρίση τους ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρώθηκε ὁριστικὰ στὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων καί συνεπῶς δὲν ὑπόκειται πλέον σὲ καμία δημιουργικὴ ἐξέλιξη.
Θ |
ὰ μπορούσαμε τέλος νὰ προσθέσουμε ὡς μία τρίτη ὑπαρξιακὴ διάσταση τοῦ γλωσσομονισμοῦ τῆς προτεσταντικῆς ἑρμηνευτικῆς τήν αὐτονόμηση τοῦ κηρύγματος ἀπό τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τήν πρόταξή του ἔναντι τοῦ «ἡσυχασμοῦ». Μὲ τὸν ὅρο «ἡσυχασμός» δηλώνουμε τὸ σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα ποὺ σκοπεῖ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, στὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν, στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὴν προσέλκυση τῆς Θείας Χάρης, στὸν πνευματικὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση και, ἐν τέλει, στὴν ὑπὲρ τοῦ κόσμου προσευχή. Σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀντιλαμβάνεται τὸ κήρυγμα ὡς μέρος τῆς χριστιανικῆς λατρείας (καί μάλιστα ὄχι τὸ σπουδαιότερο) καὶ ποτέ ὡς κάτι τὸ ἀνεξάρτητο ἢ τὸ ἀποκομμένο ἀπὸ αὐτήν. Ἐξάλλου ἡ σύνδεση αὐτὴ πέρα ἀπὸ τὴ θεολογική της διάσταση ἔχει καὶ τεράστια ἐκκλησιολογικὴ σημασία, ἀφοῦ αὐτὴ παρέχει στὸν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο ὡς διάδοχο τῶν Ἀποστόλων καὶ συνεχιστὴ τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἔργου τὴ δυνατότητα τοῦ ἐλέγχου τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας πρὸς ἀποφυγὴν τῆς διαδόσεως ἐτεροδιδασκαλιῶν καὶ κακόδοξων ἀντιλήψεων μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Παράλληλα, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπιμένει στὴν πρόταξη τοῦ ἡσυχασμοῦ ἔναντι τοῦ κηρύγματος. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῶν παθῶν, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπὲρ τοῦ κόσμου προσευχὴ καί γενικά ἡ ἀκολουθία τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ τὸν χριστιανὸ στὴν ἀπόκτηση τῆς Θείας Χάρης εἶναι πνευματικὰ ἔργα ἀσύγκριτα ἀνώτερα ἀπὸ αὐτὸ τῆς διδασκαλίας. Καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα ἀκριβεῖς κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὄχι μόνο ὑπέρκειται ὡς πρὸς τὴν ἀξία τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ θεωρεῖται καὶ ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἄσκησή του. Πρῶτα δηλαδή πρέπει ὁ χριστιανὸς νὰ περάσει νικηφόρα ἀπὸ τὸ στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ὕστερα νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς διδασκαλίας τῶν ἀδελφῶν του. Πρῶτα πρέπει ὁ ἴδιος νὰ κατακτήσει τὸ κατὰ δύναμιν τὴν ἁγιότητα ἤ τουλάχιστον νὰ ἀγωνίζεται σθεναρὰ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση καὶ μετὰ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἄλλους στὴν κατάκτησή της, ἀφοῦ κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «…τυφλός, τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται…» (Ματθ. 15,14).
ΜΕΡΟΣ 4ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Θ΄- ΙΒ΄
Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
«…Ὁ ἀληθὴς μοναχὸς εἶναι προϊὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅταν ἐν τῇ ἡσυχίᾳ καθαρίσῃ τὰς αἰσθήσεις καὶ γαληνιάσῃ ὁ νοῦς καὶ καθαρισθῇ ἡ καρδία, τότε λαμβάνει Χάριν καὶ Φωτισμὸν γνώσεως. Καὶ γίνεται ὅλος Φῶς, ὅλος Νοῦς, ὅλος Διαύ-γεια. Καὶ βρύει Θεολογίαν, ὅπου ἂν γράφουν τρεῖς δὲν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα, ὅπου βρύει κυματωδῶς καὶ σκορπίζει εἰρήνην καὶ ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τὸ σῶμα…» (Γέρων Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστής, «Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπιστολὴ ΜΗ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 267)
Κεφάλαιον Θ΄: Περὶ τῆς Θεογνωσίας.
Σ |
τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του ὁ Κύριος, ἀναφερόμενος στὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, λέει: «…Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται…» (Ματθ. 5,8), ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, γράφει πὼς Αὐτὸς εἶναι: «…φῶς ἀπρόσιτον, ὅ εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων, οὐδὲ ἰδεῖν δύναται…» (Α΄ Τιμ. 6,16). Κατὰ παρόμοιο τρόπο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ προφήτης Ἠσαΐας μᾶς διαβεβαιώνει πὼς εἶδε τὸ Θεό: «…Ὢ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν, καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσω λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ, καὶ τὸν Βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου…» (Ἠσ. 6,5), ἐνῶ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὅταν ὁ Μωυσῆς ζητᾶ νὰ δεῖ τὴ Δόξα Του, τοῦ ἀπαντᾶ: «…Οὐ δυνήση ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν Μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδη ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν Μου καὶ ζήσεται…» (Ἔξοδ. 33,20). Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν αὐτὲς οἱ δύο θεολογικὲς θέσεις, ἐνῶ εἶναι πασιφανῶς ἀντίθετες μεταξύ τους; Πῶς δηλαδή εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά νὰ μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ ἀδυνατεῖ νὰ προσλάβει αὐτὴ τὴ γνώση; Ὑπάρχει ἄραγε ἀντίφαση στὴν Ἁγία Γραφή;
Σ |
ύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἄγνωστο, ἀμέθεκτο καὶ ἀπρόσιτο στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ τὸ ἄγνωστο, ἀμέθεκτο καὶ ἀπρόσιτο «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ οἱ Πατέρες τὸ ὀνομάζουν «Θεία Οὐσία» ἢ «Θεία Φύση». Ἡ Θεία Φύση ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄντως «Εἶναι» Του. Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ γνωρίσει τὴ Θεία Φύση ὄχι γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ τοῦ τὴν ἀποκαλύψει, ἀλλὰ γιατὶ ἡ πεπερασμένη κτιστὴ φύση του δὲν ἀντέχει τὴν ἕνωση μὲ Αὐτήν. Ὅμως, ἐνῶ ἡ Θεία Φύση εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη, ἕνα ἄλλο «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης Τοῦ Θεοῦ εἶναι γνωστό, μεθεκτὸ καὶ προσιτὸ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ τὸ γνωστό, μεθεκτὸ καὶ προσιτὸ «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ οἱ Πατέρες τὸ ὀνομάζουν «Φυσικὲς Ἐνέργειες» ἢ «Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ» ἢ «Θεία Χάρη» ἢ «Ἄκτιστο Φῶς» ἤ ἁπλῶς «Φῶς». Οἱ Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Θεία Φύση. Εἶναι δηλαδὴ ἀδημιούργητες, αἰώνιες, ἄναρχες. Ὑπάρχουν στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ἐπίσης οἱ Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι φορεῖς τῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης. Δηλαδή ὅπως ἡ Θεία Φύση εἶναι Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή, ἔτσι καὶ οἱ Φυσικές της Ἐνέργειες εἶναι Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή. Τέλος, οἱ Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια τοῦ λόγου μας, μεταφέρουν στὸν ἄνθρωπο ἀφενὸς μὲν τὴν προσοικείωση τῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης, ἀφετέρου δὲ τὴν ὀντολογική τους «γνώση». Ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δὲν γνωρίζει τὴ Θεία Φύση, ἀλλὰ τὶς φυσικές της ἰδιότητες καὶ τὰ Πρόσωπα ποὺ τὴν Ὑποστασιάζουν. Ἔτσι κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀναδεικνύεται: «…Θείας κοινωνὸς Φύσεως…» (πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1,4). Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο μποροῦμε πλέον νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅταν λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴ δυνατότητα ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, ἀναφέρεται στὴ μετοχή του στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τῆς Θεότητας, ἐνῶ ὅταν μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό ἀναφέρεται στὴν ἀνικανότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία Φύση. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση καθίσταται φανερὸ πὼς δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση στὰ λεγόμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς σχετικὰ μὲ τὴ δυνατότητα ἢ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό.
Ἀ |
πὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα μόνον οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ μετέχουν στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετοχὴ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες «Θέωση» ἢ «Θεοπτία» ἢ «Θεογνωσία» ἢ «Θεωρία» ἢ «Θεοκοινωνία». Φτάνοντας στὴ Θέωση ὁ ἄνθρωπος πετυχαίνει δύο πράγματα:
1ον. Μεταμορφώνεται ὀντολογικὰ καὶ γίνεται ὅμοιος μὲ τὸ Θεό. Γίνεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἕνας μικρὸς θεός, ἕνας «θεὸς κατὰ χάριν» ἢ «θεὸς κατὰ μέθεξιν» ἢ «θεὸς χρηματίζει τῇ πρὸς Θεὸν ἐγγύτητι» ἢ «φῶς χρηματίζει δεύτερον» κτλ. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση, μετέχοντας στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, προσοικειώνεται (ἀποκτᾶ δηλαδή δευτερογενῶς διὰ τῆς μετοχῆς) τὶς φυσικὲς ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσης. Οἱ Πατέρες παρομοιάζουν τὴν προσοικείωση τῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ὀντολογικὴ μεταμόρφωσή του μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ πυρωμένου σίδερου. Ἡ φύση τοῦ σίδερου εἶναι ψυχρὴ καὶ σκοτεινή. Ὅταν ὅμως ἑνώνεται μὲ τὴ φωτιὰ προσοικειώνεται τὶς φυσικές της ἰδιότητες καὶ γίνεται ὅμοια μὲ αὐτήν. Ἔτσι τὸ σίδερο τὴ στιγμὴ τῆς ἕνωσής του μὲ τὴ φωτιὰ γίνεται θερμὸ καὶ φωτεινό. Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό, μετέχοντας στὶς Φυσικές Του Ἐνέργειες, προσοικειώνεται τὶς φυσικὲς ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσης καὶ γίνεται ὅμοιος μὲ Αὐτόν. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τὴ στιγμὴ τῆς ἕνωσής του μὲ τὸ Θεὸ γίνεται καὶ αὐτὸς Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή.
2ον. Ἀποκτᾶ τὴν ὀντολογικὴ «γνώση» τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινὴ δηλαδὴ Θεογνωσία. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς φιλόσοφους καὶ τοὺς αἱρετικοὺς οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες πρῶτα γνώρισαν ὀντολογικὰ τὸ Θεό, μετέχοντας στὶς Φυσικές Του Ἐνέργειες, καὶ μετὰ προσπάθησαν νὰ ἐκφράσουν μὲ τὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη γλώσσα τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀλήθειας ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ἐπειδή λοιπόν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ γενικότερα οἱ Ἅγιοι σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τοὺς φιλόσοφους καὶ τοὺς αἱρετικούς μᾶς μιλοῦν γιὰ πράγματα ποὺ πραγματικὰ γνωρίζουν (καὶ ὄχι γιὰ πράγματα ποὺ φαντάζονται ἢ ὑποθέτουν), ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ Θεὸ, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἀλλὰ ἀποκάλυψη ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς δωρεὰ στοὺς «ἀξίους», στοὺς χριστιανοὺς δηλαδή ποὺ ἔφτασαν στὴ Θέωση καὶ τὴν ἀληθινὴ Θεογνωσία.
Θ |
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔννοια τῆς Θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ὅλοι γνωρίζουμε τὸν Ἥλιο. Οἱ ἐπιστήμονες μάλιστα ποὺ τὸν μελετοῦν θὰ ἤθελαν πολὺ νὰ ἔχουν μὲ κάποιο τρόπο πρόσβαση στὴν ἐπιφάνειά του ἤ ἀκόμη καὶ στὸν πυρήνα του προκειμένου νὰ μελετήσουν ἀπὸ κοντὰ τὴ λειτουργία του καὶ νὰ κατανοήσουν τὰ μυστήρια τῆς ζωῆς τῶν ἄστρων. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κατὰ κοινὴ ὁμολογία πρακτικὰ ἀδύνατο, γιατί οἱ συνθῆκες θερμότητας, ἀκτινοβολίας, πίεσης καὶ βαρύτητας τῆς ἡλιακῆς φύσης ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῶν ἀνθρώπινων ἀντοχῶν. Μέσα ἀπὸ τὸν Ἥλιο πηγάζει ἡλιακὴ ἐνέργεια. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἔρχεται στὴ γῆ καὶ πλημμυρίζει μὲ ἀφθονία τὸν κόσμο μας. Ἐνῶ ὅμως ἡ ἡλιακὴ φύση ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς μας, ἡ παρουσία τῆς ἡλιακῆς ἐνέργειας δὲν ἀποτελεῖ ἀπειλὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μας. Ἀντίθετα μάλιστα χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα τῆς φυσικῆς ὅρασης καὶ γενικὰ ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ στὴ διατήρηση καὶ τὴ διαιώνιση τῆς ζωῆς. Ὅπως λοιπὸν ἡ φύση τοῦ Ἥλιου εἶναι ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ ἐνέργειά της εἶναι γνωστή, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ στὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ Θεία Φύση εἶναι γιὰ ἐμᾶς ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ Ἐνέργειές της εἶναι γνωστές, προσιτὲς καὶ μεθεκτές. Καὶ ἂν ἡ φύση μας, ὄντας ἀδύναμη, δὲν ἀντέχει τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν κτιστὴ φύση τοῦ Ἥλιου, πῶς εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἀντέξει τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία Φύση; Ἂν δὲν ἀντέχει τὴ μέθεξη τοῦ δημιουργήματος, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντέξει τὴ μέθεξη τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ἁπάντων;
Ἐ |
πίσης ἡ ἡλιακὴ ἐνέργεια εἶναι φορέας τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἡλιακῆς φύσης. Ἐπειδή δηλαδή ἡ ἡλιακὴ φύση εἶναι φωτεινὴ καὶ θερμή, ἡ ἐνέργεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα της (ἡ φυσική της ἐνέργεια) εἶναι καὶ αὐτὴ φῶς καὶ θερμότητα. Ὅπως λοιπόν ἡ ἡλιακὴ ἐνέργεια ἔχει τὶς ἴδιες ἰδιότητες μὲ τὴν ἡλιακὴ φύση, ἔτσι καὶ οἱ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τὶς ἴδιες ἰδιότητες μὲ τὴ Θεία Φύση Του. Συνεπῶς, ἐπειδὴ ἡ Θεία Φύση εἶναι Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή, καὶ οἱ Ἐνέργειές της ἔχουν ἀκριβῶς τὶς ἴδιες φυσικὲς ἰδιότητες. Ἀκόμη, ἡ ἡλιακὴ ἐνέργεια μεταφέρει στὸν κόσμο μας τὶς ἰδιότητες τῆς ἡλιακῆς φύσης καὶ ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας σὲ αὐτὲς τὶς προσοικειώνεται καὶ τὶς γνωρίζει ὀντολογικά. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τὴ στιγμὴ τῆς ἕνωσής του μὲ τὴν ἡλιακὴ ἐνέργεια γίνεται φωτεινὸς καὶ θερμός, ἀκτινοβολώντας τὴ φυσικὴ λαμπρότητα τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς καὶ προσλαμβάνοντας τὴ θερμότητά του, ἐνῶ ταυτόχρονα λαμβάνει καὶ τὴν ὀντολογικὴ «γνώση» τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἡλιακῆς φύσης. Γνωρίζει δηλαδή μὲ ὑπαρξιακό (καὶ ὄχι μὲ διανοητικό) τρόπο αὐτὲς τὶς ἰδιότητες. Γνωρίζει ὀντολογικὰ πὼς ἡ ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἡλιακὴ φύση ὑπάρχει ὡς φῶς καὶ θερμότητα. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἑνώνεται μὲ τὴν ἡλιακὴ ἐνέργεια προσοικειώνεται τὶς ἰδιότητες τῆς ἡλιακῆς φύσης καὶ τὶς γνωρίζει ὀντολογικά, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὅταν ἑνώνεται μὲ τὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ προσοικειώνεται τὶς ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσης καὶ ἀποκτᾶ τὴν ὀντολογική τους γνώση.
Ε |
ἶναι σημαντικό τέλος νὰ διευκρινίσουμε πώς ἡ ὀντολογικὴ γνώση ὄχι μόνο προηγεῖται χρονικὰ τῆς ἀντίστοιχης διανοητικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπερβαίνει ἀξιολογικά, γιατὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ αὐτή. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε μάλιστα τὴν ἀνωτερότητα τῆς ὀντολογικῆς ἔναντι τῆς διανοητικῆς γνώσης, παραμένοντας στὸ ἴδιο παράδειγμα, ἂς θέσουμε στὸν ἑαυτό μας ἕνα φανταστικὸ δίλλημα. Ἂς ὑποθέσουμε λοιπόν πὼς ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ αὐτοπροσδιορίσουμε τρόπον τινὰ τὴν ὕπαρξή μας, ἐπιλέγοντας πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή μας ἕναν ἀνθρώπινο τύπο ἀνάμεσα σὲ δύο προκαθορισμένες ἐπιλογές. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ λοιπὸν ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γεννιέται σὲ κάποια χώρα τοῦ τρίτου κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι καταδικασμένος νὰ μὴ λάβει καμία σχολικὴ παιδεία, ἀλλὰ γεννιέται ὑγιὴς καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τὴν ἱκανότητα τῆς ὀντολογικῆς γνώσης τοῦ ἡλιακοῦ φωτός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γεννιέται σὲ μία προηγμένη χώρα τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει πρόσβαση στὴν ὀργανωμένη ἐκπαίδευση καὶ μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ γίνει ἄριστος ἀστροφυσικός, ἀλλὰ γεννιέται τυφλὸς καί ὡς ἐκ τούτου στερεῖται τὴ δυνατότητα τῆς ὀντολογικῆς γνώσης τοῦ ἡλιακοῦ φωτός. Μπορεῖ ὅμως νὰ γνωρίσει διανοητικὰ τὴ φύση τοῦ φωτὸς μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ μελέτη. Ποιός ἄραγε ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀνθρώπινους τύπους γνωρίζει ἀληθινὰ τὸ ἡλιακὸ φῶς; Καὶ ποιόν ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἐπιλέγαμε, ἂν τὸ ὑποθετικό μας δίλλημα προκαθόριζε πραγματικὰ τὴν προσωπική μας ζωὴ;
Κεφάλαιον Ι΄: Περὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ |
Κύριος πολὺ συχνὰ στὰ Εὐαγγέλια μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἢ τὴ «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ὁ ὅρος αὐτὸς μάλιστα κατέχει δεσπόζουσα θέση στὴ διδασκαλία Του. Ποιά εἶναι ὅμως ἡ σημασία του; Κατὰ πρῶτο λόγο, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπικρατήσει ὁριστικὰ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Εἶναι συνεπῶς κάτι τὸ ἀναμενόμενο. Ὁ χαρακτήρας της εἶναι «ἐσχατολογικὸς» καὶ ἔχει ἀναμφισβήτητα χρονικὴ διάσταση.
Εἰδικότερα στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται ἡ αἰώνια ζωὴ τῶν δίκαιων ἀνθρώπων κοντὰ στὸ Θεὸ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας θὰ γίνει ἡ Ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων (νεκρῶν καὶ ζωντανῶν) καὶ ἡ κρίση τους ἀπὸ τὸ Χριστό. Τότε οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι, μετέχοντας στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὸ Θεὸ (βλπ. Α΄ Ἰωάν. 3,2) καὶ θὰ Ζήσουν κοντά του αἰώνια, ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ χώρου καὶ χρόνου. Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι σὲ ἐκείνη τὴ Ζωὴ θὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε μορφὴ δυστυχίας καὶ πόνου, γιατί «…ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν…» (Ἀποκ. 7,17). Βασικὰ γνωρίσματα τῆς Ζωῆς τῶν δίκαιων στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἡ ψυχοσωματικὴ ἀθανασία, ἡ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἡ τέλεια ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες ἀναφερόμενοι σὲ αὐτὴ τὴ Ζωή τονίζουν δύο πράγματα. Πρῶτον ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψει τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ μακαριότητά της, ἀφοῦ τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν «…ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν…» (Α΄ Κορ. 2,9) καί δεύτερον ὅτι οἱ ὑλικὲς χαρὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς σημερινῆς ζωῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ συγκριθοῦν σὲ μέγεθος καὶ ἀξία μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ γνωρίσουν τότε οἱ δίκαιοι, ἀφοῦ κατὰ τὸν γέροντα Ἰωσὴφ τὸν ἡσυχαστή «…τὰ ἐδῶ φαινόμενα ὡραῖα ἐμπρὸς εἰς τὰ ἐκεῖσε εἶναι σκότος καὶ κόλασις…» («Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπ. ΜΓ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 253).
Τ |
αυτόχρονα ὅμως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι παρούσα καὶ μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ συνεπῶς τὰ «ἔσχατα» κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν εἶναι μόνο χρονική, ἀλλὰ κυρίως ποιοτικὴ καὶ ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ «προγεύονται» τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεοπτίας, μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἕνωσής τους μὲ τὸ Θεό. Ἡ μετοχή τους στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ τοὺς χαρίζει μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου κάτι ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς εὐτυχίας ποὺ θὰ ἀποκτήσουν οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀναφερόμενος στὴν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου, εἶπε γιὰ τοὺs τρεῖς μαθητὲς ποὺ ἦταν παρόντες στὴ Μεταμόρφωσή Του: «…Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσονται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει…» (Μάρκ. 9,1). Βέβαια ἡ γνώση αὐτὴ στὴν παρούσα ζωὴ δὲν εἶναι πλήρης καὶ τέλεια, γι᾽ αὐτὸ στὴν Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζεται ὡς «…ἀρραβών...» τῆς μελλοντικῆς ζωῆς (Ἐφεσ. 1,14), ἐνῶ ἡ ὁριστικὴ ἐπικράτησή της χαρακτηρίζεται ὡς «…γάμος…» (Ἀποκ. 19,7-9). Γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι: «… βλέπομεν ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον…» (Α΄ Κορ. 13,12). Ἐπίσης ἡ γνώση αὐτὴ στὴν παρούσα ζωὴ δὲν εἶναι μόνιμη καὶ ἀναφαίρετη κατάσταση. Οἱ Ἅγιοι κατὰ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ προγεύονται σὲ κάποιες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀλλά στὴ συνέχεια ἐπανέρχονται στὴ συνήθη ἀντίληψη τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὅμως στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ δὲν θὰ εἶναι μόνο τελειότερη ὡς πρὸς τὸ βάθος καὶ τὴν ἔνταση τῆς γνώσης, ἀλλὰ καὶ ἀναφαίρετη ὡς πρὸς τὸ μέτρο τῆς «χρονικῆς» της διάρκειας.
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περὶ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Θέωσιν.
Ἡ |
ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «…στενὴ καὶ τεθλιμμένη…καὶ ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν…» (Ματθ. 7,14). Συχνὰ μάλιστα παρομοιάζεται στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν κοπιαστικὴ ἀνάβαση ἑνὸς ψηλοῦ βουνοῦ, ἐνῶ παράλληλα ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας παρομοιάζεται μὲ τὴν κατάκτηση τῆς κορυφῆς του, ἀφοῦ μετὰ ἀπό τὸν κόπο τῆς ἀνάβασης ὁ ὀρειβάτης ἀποζημιώνεται τρόπον τινά γενναιόδωρα γιὰ τὴν προσπάθειά του μὲ τὴν ἀπόλαυση τῆς πανοραμικῆς θέας ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Ποιά ὅμως στοιχεῖα συνθέτουν τὴν πορεία αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ὁδοῦ; Αὐτὰ κατὰ κύριο λόγο περιγράφονται μὲ σαφήνεια στὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος τὸν ΙΔ΄ αἰώνα, ἀπαντώντας στὴν πρόκληση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ καλαβροῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν λοιπῶν ὁμοφρόνων του ἀντιησυχαστῶν, ἀναγκάστηκε νὰ ἀνακεφαλαιώσει ἐπιτυχῶς τὸ σύνολο τῆς προγενέστερης Παράδοσης καὶ νὰ ὁρίσει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεολόγου πρὸς τὴν ἀπόκτηση τῆς Θεογνωσίας, πρὸς τὴν ὀντολογικὴ δηλαδὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς.
Ἡ |
πορεία λοιπὸν αὐτή κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἐπίπονο ἀγώνα τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐπήρεια τῶν παθῶν. Στὸν ἀγώνα αὐτὸ ὁ χριστιανὸς παλεύει ἀρχικὰ μὲ τὰ «χονδρά» καὶ ὀφθαλμοφανῆ πάθη, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ αὐτὰ τῆς φιλοκτημοσύνης ἢ τῆς ἱκανοποίησης τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, ἐνῶ στὸ τελικό του στάδιο παλεύει μὲ τὰ πιὸ «λεπτά» καὶ δυσδιάκριτα πάθη καὶ κυρίως μὲ αὐτὸ τῆς ὑπερηφάνειας, ποὺ κατὰ τοὺς Πατέρες ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς πτώσης μας καὶ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν μορφῶν τοῦ κακοῦ. Τονίζουμε ἐπίσης ὅτι κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ποινικοὶ καὶ ἠθικοὶ νόμοι ποὺ σκοποῦν στὴν ἐπιβολὴ μιᾶς μορφῆς δικαίου, οὔτε κώδικες καλῆς συμπεριφορᾶς ποὺ σκοποῦν στὴ ὀρθὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα μας, ἀλλὰ κανόνες ἀπόλυτης τελειότητας καὶ ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τοῦ κακοῦ ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο. Ἐξαιτίας μάλιστα τοῦ ὑπερκόσμιου καὶ ἀπόλυτου χαρακτήρα τους οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ὁδηγοῦν πάντα στὴν ὑπερνίκηση τοῦ κακοῦ καί ὡς ἐκ τούτου ἡ τήρησή τους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὠφέλιμη καὶ γιὰ αὐτὸν ποὺ τὶς ἐφαρμόζει, ἀλλὰ καὶ γιὰ αὐτὸν πρὸς τὸν ὁποῖο ἐφαρμόζονται. Πιὸ ἁπλά, εἶναι ἐκ φύσεως ἀδύνατον νὰ τηρηθοῦν οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἐφαρμογή τους νὰ μὴν προκύψει ὠφέλεια. Μὲ τὴ λέξη ὅμως ὠφέλεια δὲν ἐννοοῦμε τὸ ὄφελος στὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰώνιας ὕπαρξης.
Ὁ |
ἀγώνας γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπινων δυνάμεων. Σὲ διαφορετικὴ ἄλλωστε περίπτωση θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις καὶ συνεπῶς τὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας θὰ ἦταν περιττό. Γιὰ νὰ μπορέσει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἀγώνα αὐτὸ νικητής πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὡς δεύτερος Ἀδὰμ διόρθωσε μὲ τὸ ἔργο Του καὶ κυρίως μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του τὴ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἀνθρώπινη φύση τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ χάρισε σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Κύριος δίδαξε στοὺς μαθητὲς τὴ σημασία αὐτῆς τῆς σωτήριας ἑνότητας κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἀμπέλου (βλπ. Ἰωάν. 15,1-16), τονίζοντας πὼς αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ κατὰ τὸν ἀψευδῆ λόγο Του: «…χωρὶς Ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν…» (Ἰωάν. 15,5). Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Χριστὸ πραγματοποιεῖται μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἡλιακὸ φῶς εἰσέρχεται μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα σὲ ἕνα σπίτι, καὶ μὲ τὴν Ἐνέργειά της ὁ χριστιανός ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπική του δεκτικότητα καὶ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστό. Οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν πὼς ἡ ἕνωση αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ καὶ ἀληθινή (ὄχι φανταστικὴ ἢ συμβολική) καὶ πὼς χωρὶς αὐτὴν κάθε προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει στὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς εἶναι μάταιη καὶ ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη νὰ ἀποτύχει. Ἂς σημειώσουμε τέλος πὼς ἡ ἐγκυρότητα τῶν χριστιανικῶν μυστηρίων ὑφίσταται μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, τὰ μυστήρια τῶν ὁποίων στεροῦνται τὴ Θεία Χάρη καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἄκυρα στὸ σύνολό τους. Γι᾽ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν αὐστηρότατα τὴ συμμετοχὴ τῶν ὀρθοδόξων στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν ὀρθόδοξη λατρεία. Γιὰ τὸν ἴδιο ἐπίσης λόγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οὔτε γνήσια Θεολογία, οὔτε ἀληθινοὶ Θεολόγοι, ἀφοῦ αὐτὰ προϋποθέτουν τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης, τὴν ὁποία ὅμως οἱ αἱρετικοί δυστυχῶς στεροῦνται μὲ δική τους εὐθύνη καὶ ὑπαιτιότητα.
Ἀ |
γωνιζόμενος λοιπὸν ὁ χριστιανὸς νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μετέχοντας συνειδητὰ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καθαρίζει σὺν τῷ χρόνω τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὰ πάθη καί ἔτσι ἑλκύει τὴν ἄκτιστη Θεία Χάρη. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπτύξουμε τὸν τρόπο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Θεία Χάρη ἐνεργεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ κατεργάζεται τὴ σωτηρία του. Ἄλλωστε τὸ ζήτημα αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ τὸ κεντρικὸ ἀντικείμενο τοῦ λόγου μας. Ἀξίζει ὅμως νὰ ἀναφέρουμε πὼς οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τρία διαδοχικὰ στάδια στὴν Ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ τρία διαδοχικὰ στάδια πνευματικῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνάλογα μὲ τὰ στάδια αὐτὰ ἡ Θεία Χάρη χαρακτηρίζεται ὡς καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ τελειωτική. Στὴν πρώτη φάση, τὴ λεγόμενη καθαρτική, ἡ Θεία Χάρη σὰν φιλόστοργη μητέρα ἀγκαλιάζει τρυφερὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἕλκει ἀβίαστα πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Γεννᾶ μέσα του τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος, τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, τὴ φλογερὴ διάθεση τῆς μετάνοιας, τὴν ἐπιθυμία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς συμμετοχῆς στὰ σωστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ πολὺ συχνὰ τὸν περιβάλλει αἰσθητὰ μὲ τὴν ἀγάπη της καὶ τοῦ χαρίζει γλυκύτατα δάκρυα, μὲ τὰ ὁποῖα συντελεῖται ἡ κάθαρσή του ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
Σ |
τὴ δεύτερη φάση, τὴ λεγόμενη φωτιστική, ἡ Θεία Χάρη ἀναγεννᾶ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ σταδιακὰ πρὸς τὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς «Θεοεγκαταλείψεως». Εἰδικότερα, ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας ἤδη λάβει μία μικρὴ ἀλλὰ γνήσια ἐμπειρία τῆς Θείας Χάρης, καθίσταται ἱκανὸς νὰ βιώνει αἰσθητὰ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ἄρση της. Ἔτσι γνωρίζει ἐμπειρικὰ πλέον τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Θεία Χάρη τὸν προσεγγίζει, ἀλλὰ καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχωρεῖ ἀπὸ αὐτόν. Γνωρίζει ἀκόμη τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Θεία Χάρη τὸν ἀλλοιώνει πνευματικά, δηλώνοντας ἔτσι τὴν παρουσία της, καθὼς καὶ τὸ μέτρο ἔντασης αὐτῆς τῆς ἀλλοίωσης. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἐπιθυμεῖ νὰ ἑλκύσει τὴ Θεία Χάρη, νὰ τὴ διατηρήσει κοντά του γιὰ πάντα, καὶ εἰ δυνατὸν νὰ αὐξήσει τὴν ἔντασή της, ἐνῶ γιὰ νὰ πετύχει αὐτὸ τὸ σκοπὸ προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει λογικὰ τὴ συμπεριφορά της. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ Θεία Χάρη, ἔχοντας κερδίσει τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁδηγεῖ σταδιακὰ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Θεογνωσία, «ἐπιβραβεύοντας» τρόπον τινά μὲ τὴν ἔλευσή καὶ τὴν αὔξηση τῆς ἔντασής της κάθε ἀγαθὴ κίνηση τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ σώματός του καὶ, κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, «τιμωρώντας» μὲ τὴν ἄρση καὶ τὴ μείωση τῆς ἔντασής της κάθε ἐμπαθῆ καὶ ἐφάμαρτη πράξη, ἐπιθυμία, ἢ ἀκόμη καὶ σκέψη του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ κάθε ἄνθρωπος προκόπτει σὲ αὐτὴ τὴν πορεία σὲ διαφορετικὸ βαθμό ἀνάλογα μὲ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν προαίρεσή του καί κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «…ποιεῖ καρπόν, ὁ μὲν ἑκατόν, ὁ δὲ ἑξήκοντα, ὁ δὲ τριάκοντα…» (Ματθ. 13,8). Ἐλάχιστοι τέλος ἀριθμητικὰ ἄνθρωποι φτάνουν στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς πορείας. Τότε κατὰ τὴ μαρτυρία τῶν Πατέρων ἡ ἔνταση τῆς Θείας Χάρης αὐξάνει σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε αὐτὴ καθίσταται πλέον πνευματικὰ «ὁρατή» καὶ ἡ μόνη κτιστὴ λέξη ποὺ μπορεῖ νὰ περιγράψει κάτι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία της εἶναι ἡ λέξη «Φῶς». Ἡ πνευματικὰ ὁρατὴ θέα τῆς Θείας Χάρης ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες «Ἄκτιστο Φῶς» καὶ ἡ «θεωρία» της ἀποτελεῖ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἔσχατου σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀφοῦ κατὰ τὸ Μεγάλο Ἀθανάσιο: «…ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ ὁρᾶν τὸν Θεὸν γέγονεν καὶ ὑπ’ αὐτοῦ φωτίζεσθαι…» (βλπ. Κατὰ Ἑλλήνων κεφ. 7). Στὴ φάση πάντως τῆς φωτιστικῆς Θείας Χάρης ἡ θέα τοῦ ὁρωμένου Φωτὸς εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινή, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι βραχεία (σύντομη) ὡς πρὸς τὴ χρονική της διάρκεια καὶ συνυπάρχει μὲ τὴ συνήθη φυσικὴ ὅραση. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ βλέπει ταυτόχρονα μὲ τὰ πνευματικά του μάτια τὸ Ἄκτιστο Φῶς καὶ μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸ κτιστὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἐνῶ παράλληλα διατηρεῖ τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ περιβάλλοντος χώρου.
Σ |
τὴν τρίτη φάση, τὴ λεγόμενη τελειωτική, ἡ Θεία Χάρη πληθαίνει ὑπερβολικὰ σὲ ἔνταση καὶ φτάνει μέχρι τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ἡ χρονικὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς γίνεται μεγαλύτερη, ἐνῶ καὶ ἡ ἔντασή του αὐξάνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος «χάνει» τὴν αἴσθηση ὄχι μόνο τῆς φυσικῆς ὅρασης καὶ τοῦ περιβάλλοντος χώρου, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ του σώματος. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὑπάρχει μόνον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ «βλέπει» τὸν Θεὸ μέσα σὲ ἄπλετο Φῶς. Μετά ὅμως ἀπό τὸ πέρας τῆς θεωρίας ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει σταδιακὰ στὴ συνήθη ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ γέρων Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστὴς «…Ὕστερον δὲ πάλιν ὀλίγον-ὀλίγον συστέλλεται ἡ νεφέλη τῆς Χάριτος καὶ σκληρύνει ὁ πήλινος ὡς ὁ κηρὸς καὶ ἔρχεται εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡσὰν νὰ ἐβγῆκε ἀπὸ ἕνα λουτρόν· καθαρός, ἐλαφρός, διαυγής, χαριέστατος, γλυκύς, μαλακὸς ὡσὰν τὸ βαμβάκι καὶ πλήρης σοφίας καὶ γνώσεως. Πλὴν ἐκεῖνος ὅστις θέλει τοιαῦτα ὀφείλει νὰ βαδίζει πρὸς θάνατον εἰς κάθε στιγμήν….» («Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπ. ΚΣΤ΄, σελ. 141).
Σ |
πανιότατη τέλος ἀλλὰ σημειωτέα εἶναι ἡ περίπτωση τῶν μεγάλων Ἁγίων, στοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς χαρίζει στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς τους πορείας ὄχι τὴν καθαρτικὴ Θεία Χάρη τῶν ἀρχαρίων, ἀλλὰ τὴν τελειωτικὴ Θεία Χάρη τῶν ἀξίων. Στὶς περιπτώσεις αὐτές φυσικά ὁ Θεὸς προγνωρίζει πὼς ἐκεῖνοι θὰ ἀποβοῦν ἄξιοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καὶ θὰ ὑπομείνουν τὸν τιτάνιο ἀγώνα ποὺ συνεπάγεται ἡ συγκλονιστικὴ περιπέτεια γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
Ο
|
ἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουν στὴν ἀριθμητικὰ μικρή, ἀλλὰ ποιοτικὰ ἐκλεκτή, ὁμάδα τῶν χριστιανῶν ποὺ ὁλοκλήρωσε τὴν πορεία τῆς ἀνάβασης στὸ ὄρος τῆς Θεογνωσίας καὶ κατέκτησε στὸ μέτρο τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ τὴν κορυφή της. Ἐκτός ὅμως ἀπὸ τὴν ἁγιότητα οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι κατέχουν σὲ ὕψιστο βαθμὸ καὶ τὴ γνώση τῆς «θύραθεν σοφίας», τὴν ἐπιστημονικὴ δηλαδή γνώση. Ἔτσι δὲν εἶναι μόνο Ἅγιοι μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ ἄνθρωποι μὲ σπάνια εὐφυΐα, ἐξαιρετικὲς διανοητικὲς ἱκανότητες, εὐρύτατη παιδεία καί γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς τους τέλεια ἐπιστημονικὴ κατάρτιση. Οἱ περισσότεροι μάλιστα ἀπὸ αὐτούς, ἂν ὄχι ὅλοι, θὰ εἶχαν ἀναδειχθεῖ ἀνώτεροι μεταξὺ τῶν ὁμοτέχνων τους στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ἄν ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶχε κερδίσει τὴν ψυχή τους. Οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνιες καὶ μεγάλες προσωπικότητες στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ γενικότερα στὸ χῶρο τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Εἶναι κυριολεκτικὰ πνευματικοὶ γίγαντες ποὺ ἡ ἀξία τους μόνο μὲ αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἢ τῶν μεγάλων φιλοσοφικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν προσωπικοτήτων θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ ἢ νὰ παραλληλιστεῖ. Ἡ Θεόπνευστη διδασκαλία τους ἀποτελεῖ πολύτιμη παρακαταθήκη, τὴν ὁποία ὡς χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ γνωρίσουμε, νὰ διαφυλάξουμε καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦμε ἀπέναντι στὶς προκλήσεις τῶν κακοδόξων καὶ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικὰ μάλιστα στὶς ἡμέρες μας ποὺ δυστυχῶς πολλοὶ ἐπιχειροῦν μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο νὰ κηλιδώσουν τὶς ἅγιες μορφές τους καὶ νὰ ὑποβαθμίσουν τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο τους.
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας.
Ὁ |
λοκληρώνοντας τὸ λόγο μας, νομίζουμε πὼς πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε ἔστω καὶ συνοπτικὰ στὸ σύγχρονο θεολογικὸ λόγο ποὺ ἐμεῖς χαρακτηρίζουμε ὡς «ψευδώνυμη θεολογία». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δηλώνουμε γενικὰ τὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ προτεσταντικοῦ. Ἡ ψευδώνυμη θεολογία εἶναι πνευματικὸ γέννημα τῆς νεώτερης εὐρωπαϊκῆς σκέψης καὶ συνδέεται στενότατα μὲ τὰ ἄθεα φιλοσοφικὰ ρεύματα τοῦ θετικισμοῦ, τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ἐνῶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της διακρίνεται μὲ σαφήνεια ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ θεολογία τῶν κακοδόξων. Ἡ ψευδώνυμη θεολογία γεννήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ καλλιεργήθηκε συστηματικὰ στὶς θεολογικὲς σχολὲς τῶν διαφόρων εὐρωπαϊκῶν πανεπιστημίων καί ἰδίως τῶν γερμανικῶν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. καὶ μετά. Βασικά της γνωρίσματα εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς Θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ κριτικὴ ἀμφισβήτηση τῆς γνησιότητας τῶν βιβλίων της, ἡ ἄρνηση τῆς ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας τῶν Εὐαγγελίων, καθὼς καὶ μία ἰδιότυπη ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος προσαρμοσμένη στὶς ἀρχὲς τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας. Ἡ κατάληξη τῆς ψευδώνυμης θεολογίας ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα τραγική, ἀφοῦ σχεδὸν ὅλοι οἱ «θεολόγοι» ποὺ ἀκολούθησαν μὲ συνέπεια τὶς ἀρχές της ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀρνηθοῦν τὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἱστορικότητα τῆς Ἀνάστασής Του (ὢ πλάνη ἐσχάτη καὶ σκότος ψηλαφητόν!!!).
Τ |
ὸ χαρακτηριστικότερο ἴσως παράδειγμά της εἶναι ἡ περίπτωση τῆς περίφημης μορφοϊστορικῆς σχολῆς, ἡ ὁποία ἐν ὀλίγοις ὑποστήριξε πὼς ἄλλος εἶναι ὁ «Ἰησοῦς τῆς πίστεως» καὶ ἄλλος εἶναι ὁ «Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας». Ἀπὸ αὐτούς, ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὅπως παρουσιάζεται στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ εἰκόνα Του ὅμως μέσα στὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ πολλὰ μυθικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποδόθηκαν σὲ Αὐτὸν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Στὰ μυθικὰ αὐτὰ στοιχεῖα συγκαταλέγεται ἡ πίστη στὴ Θεότητά Του, τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑπερφυσική Του γέννηση, τὰ θαύματά Του, καὶ φυσικὰ ἡ Ἀνάστασή Του. Ἄν λοιπόν κατὰ τὴ μορφοϊστορικὴ σχολή θέλουμε πραγματικὰ νὰ γνωρίσουμε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ ἐντοπίσουμε τὰ μυθικὰ στοιχεῖα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε ἀπὸ αὐτήν. Στὴ συνέχεια, στηριζόμενοι μόνο στὰ βιβλικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπομένουν, θὰ μπορέσουμε νὰ συνθέσουμε τὴν ἱστορικὴ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδὴ τὸν «Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας». Τί θὰ γίνουν ὅμως τὰ μυθικὰ στοιχεῖα ποῦ ἀφαιρέσαμε; Θὰ τὰ πετάξουμε στὰ σκουπίδια; Ὄχι, μὴ βιάζεστε!!! Ἡ μορφοϊστορικὴ σχολὴ ἔχει τὴ λύση, τὰ χρειάζεται. Τίποτα δὲν πάει χαμένο. Τὰ ἄχρηστα ὑλικὰ ἀνακυκλώνονται. Θὰ πάρουμε λοιπὸν τὰ μυθικὰ στοιχεῖα τῶν Εὐαγγελίων καὶ θὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ἐκ νέου. Αὐτὴ ὅμως τὴ φορὰ θὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς ἐκφράζει τὸ σύγχρονο τρόπο σκέψης καὶ εἶναι ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Μέσα μάλιστα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ διαδικασία προκύπτει μεγάλη ὠφέλεια γιὰ τὸ χριστιανικὸ κόσμο, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀπομυθοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ νέα ὑπαρξιακὴ ἑρμηνεία τοῦ μύθου της «σώζουμε» τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι πολὺ ἔξυπνος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ξεπερασμένη πλέον καὶ ἀφελῆ ἑρμηνεία τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι δηλαδή κάτι σὰν νὰ μεταπλάθουμε τὸ «…Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου…» σὲ «…Σῶσον, ὁ λαός, τὸν Θεόν σου…». (Βοήθεια, Θεέ μου, καὶ μὴ χειρότερα!!!)
Τ |
ὰ πράγματα θὰ ἦταν περισσότερο γιὰ γέλια καὶ λιγότερο γιὰ κλάματα, ἂν ἡ ψευδώνυμη θεολογία ἔμενε στὸ φυσικό της χῶρο, στὶς θεολογικές δηλαδὴ σχολὲς τῶν πανεπιστημίων τῆς Εὐρώπης καὶ γενικὰ στὸ χῶρο τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ. Τὸ κακὸ ὅμως εἶναι πὼς τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν πολὺ διαφορετικά. Ἡ ψευδώνυμη θεολογία βρῆκε ἀνέλπιστα πολλοὺς θαυμαστὲς καὶ ἐκφραστὲς στὴν πατρίδα μας, ἐνῶ δυστυχῶς καὶ ἡ ἐπιρροή της στὰ σύγχρονα θεολογικὰ δρώμενα αὐξάνεται συνεχῶς. Οἱ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς τῶν νεότερων θεολόγων στὰ διάφορα πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης, ἡ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα ἡ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὸ ζωηφόρο ρεῦμα τῆς Παράδοσης εἶναι οἱ βασικὲς γενεσιουργὲς αἰτίες τῆς συνεχῶς αὐξανόμενης σύγχυσης καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ. Παράλληλα, ἡ σταδιακὴ ἀποχώρηση τῶν παλαιότερων πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, ποὺ εἶχαν σαφῶς ἰσχυρότερες ἀντιστάσεις καὶ στενότερους δεσμοὺς μὲ τὴν Παράδοση, ἀπὸ τὸ προσκήνιο της διδασκαλίας ἐπιτείνει τὸ πρόβλημα καὶ τὸ καθιστᾶ ὀξύτερο. Μᾶς θλίβει βαθύτατα καὶ μᾶς φοβίζει ἡ εἰκόνα τῆς σύγχρονης θεολογικῆς πραγματικότητας τοῦ τόπου μας, ἀφοῦ βλέπουμε νὰ κυκλοφοροῦν σήμερα στὴν πατρίδα μας πλῆθος ἀπὸ ἑλληνικὲς θεολογικὲς δημοσιεύσεις ποὺ ποικιλότροπα ἀναπαράγουν καὶ προωθοῦν τὶς ἀρχὲς τῆς ψευδώνυμης θεολογίας, ἐκθειάζουν ὡς τάχα σπουδαῖο καὶ ἄκρως σημαντικὸ τὸ ἔργο τῶν εὐρωπαίων εἰσηγητῶν της, προβάλλουν καὶ ἱεροποιοῦν τὶς πνευματικὰ νεκρὲς μορφές τους, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμή τοποθετοῦν τοὺς Ἅγιους Πατέρες, ποὺ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας, στὸ περιθώριο τοῦ ἐνδιαφέροντος, ἄλλες φορὲς μὲ διακριτικὸ καὶ ἄλλες φορὲς μὲ ξεδιάντροπο τρόπο. Ἂν τέλος στὰ ἀνωτέρω προσθέσει κανεὶς τὴν ὀδύνη ποὺ συνεπάγεται τόσο ἡ προσωπική μας ἐπαφὴ μὲ τοὺς φορεῖς τῶν ἀντιλήψεων τῆς ψευδώνυμης θεολογίας, ὅσο καὶ ὁ κίνδυνος τῆς διάχυσης τῶν ἀντιλήψεών τους στὸ λαό μας καὶ κυρίως στὴ νεολαία μας, ἔχει μία σαφῆ καὶ πλήρη εἰκόνα τῶν στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴ θλίψη μας καὶ κατανοεῖ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ τοῦ κειμένου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ:
Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.
Σ |
εβόμαστε εἰλικρινὰ καὶ ἀγαπᾶμε πραγματικὰ ὅλους ὅσους κοπίασαν γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας καὶ συνετέλεσαν μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο στὴν κατὰ Θεὸν αὔξηση καὶ προκοπή μας ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία μέχρι σήμερα. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, δόξα τῷ Θεῶ, εἶναι πολλοὶ. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς ἀναφέρουμε ὀνομαστικὰ καὶ ἀκόμη φοβόμαστε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ξεχάσουμε κάποιον ἀπὸ αὐτούς, προκαλώντας ἄθελά μας τὸ δικαιολογημένο παράπονό του. Τοὺς εὐχαριστοῦμε λοιπὸν ὅλους θερμὰ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐλεήσει καὶ νὰ ἀνταποδώσει πλουσιοπάροχα τὸν κόπο τους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς δίκαιης κρίσης Του.
Θ |
ὰ ἤμασταν ὅμως ἀσυγχώρητοι, ἐὰν στὴ γενικότητα τῆς εὐχαριστίας μας δὲν ἀναγνωρίζαμε δύο ὀνομαστικὲς ἐξαιρέσεις. Ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἤδη γνωστὴ στὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴν εἰσαγωγική μας ἀφιέρωση. Ἀφορᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, τοῦ πανοσιολογιώτατου ἀρχιμανδρίτη πατρὸς Λαυρεντίου Γρατσία, κληρικοῦ τῆς ἱερᾶς μητρόπολης Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ μακαριστοῦ πλέον μητροπολίτου Φλωρίνης κυροῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη. Στὰ πόδια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγήθηκαν τὰ βήματά μας ἀπὸ τὴν ἀνεξιχνίαστη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Στὸ πρόσωπό του γνωρίσαμε ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν παιδικῶν μας χρόνων τὴ γνήσια καὶ ἀνιδιοτελῆ χριστιανικὴ ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτὸν ἀνατραφήκαμε πνευματικὰ μὲ τὸ ἄδολο γάλα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ποτιστήκαμε μὲ τὰ νάματα τῆς ἁγιώτατης πίστης μας. Δὲν ἀξίζαμε ἕναν τέτοιο πνευματικὸ πατέρα. Ἡ πείρα ἄλλωστε τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε περίτρανα τὴν ἀναξιότητά μας γιὰ τὴν ὁποία σήμερα ντρεπόμαστε ἀνώφελα. Παρὰ ταῦτα μᾶς δίνεται σήμερα ἡ εὐκαιρία νὰ τοῦ ἐκφράσουμε δημόσια τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν εὐχαριστία μας καὶ νὰ τοῦ ζητήσουμε ταπεινὰ συγνώμη γιὰ τὶς θλίψεις, τὶς πικρίες, τὸν πόνο καὶ τὶς ἀπογοητεύσεις ποὺ κατὰ καιροὺς τοῦ προσφέραμε. Δυστυχῶς ὅμως ὅσο εὔκολη εἶναι γιὰ τὸν ἴδιο ἡ παροχὴ αὐτῆς τῆς συγνώμης, τόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἐμᾶς νὰ ξεχάσουμε τὰ λάθη μας καὶ νὰ συγχωρήσουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ἡ |
δεύτερη ἐξαίρεση ἀφορᾶ τὸ μακαριστὸ καθηγητὴ τῆς πατρολογίας τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κυρὸ Στυλιανὸ Παπαδόπουλο. Ἡ γνωριμία μας μαζί του ὑπῆρξε σύντομη καὶ ποτὲ δὲν ἔλαβε τὸ χαρακτήρα μιᾶς στενὰ προσωπικῆς σχέσης. Ἴσως γιατὶ ποτὲ δὲν τὸ ἐπέτρεψαν οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς. Ἴσως πάλι γιατί ὅταν τὸν πλησιάζαμε ἡ ψυχὴ μας καταλαμβάνονταν ἀπὸ ἕνα ἱερὸ δέος ποὺ ἐμπόδιζε τὴν ὅποια προσωπικὴ ἐπαφή, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν πάντα προσιτὸς καὶ συγκαταβατικὸς πρὸς τοὺς φοιτητές του. Νοιώθαμε πὼς αἰσθανόταν καὶ ἀνταπέδιδε τὴν ἀγάπη μας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τολμήσαμε νὰ τὸν προσεγγίσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ πανεπιστημίου. Αὐτό ἴσως νὰ ἦταν καὶ τὸ λάθος μας, ἀλλὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχει καμία σημασία. Παρὰ ταῦτα ἡ ἀγάπη ποὺ τρέφαμε, καὶ ἐξακολουθοῦμε νὰ τρέφουμε μέχρι σήμερα, γιὰ τὸ πρόσωπό του ἦταν πολὺ μεγάλη, ἐνῶ ἡ μορφὴ καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο σφράγισαν ἀνεξίτηλα τὴν προσωπικότητά μας καὶ διαμόρφωσαν καθοριστικὰ τὴ θεολογική μας σκέψη. Τὸν εὐχαριστοῦμε λοιπὸν θερμὰ γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς πρόσφερε καὶ εὐχόμαστε νὰ τὸν συναντήσουμε ξανὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλησμόνητη τέλος θὰ μᾶς μένει ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὸν συναντήσαμε. Βρήκαμε τὸ θάρρος νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε στὸ γραφεῖο του γιὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουμε μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἀνακοίνωση τῆς λήψης τοῦ πτυχίου μας. Μᾶς δέχθηκε μὲ τὴ συνηθισμένη καλοσύνη του καὶ μᾶς ζήτησε νὰ καθίσουμε γιὰ λίγο μαζί του. Συζητήσαμε κατ᾽ ἰδίαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὀδυνηρὴ στιγμὴ τῆς ἀποχώρησής μας τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς εὔχεται μὲ τὴ γνωστὴ, ἤρεμη καὶ σιγανὴ φωνὴ του φανερὰ συγκινημένος: «… Νὰ ζήσεις παιδί μου, νὰ σὲ χαίρεται ἡ Ἐκκλησία…». Γιὰ νὰ προσθέσει ἀμέσως μετά τὸν τελευταῖο του λόγο, τὸν ὁποῖο διατηροῦμε πάντα στὴ μνήμη μας ὡς πολύτιμη καὶ ἱερὴ παρακαταθήκη: «…Νὰ ἀγαπᾶς τοὺς Πατέρες, νὰ ποῦμε. Νὰ τοὺς ἐμπιστεύεσαι καὶ σὲ αὐτοὺς νὰ καταφεύγεις ὅταν εἶσαι στεναχωρημένος. Σὲ αὐτοὺς νὰ λὲς τὸν πόνο σου καὶ τὸ παράπονό σου. Αὐτοὶ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ παίρνουν ἀπὸ πάνω σου ὅλο τὸ βάρος τῆς θλίψης, ὅσο μεγάλο καὶ ἂν εἶναι, καὶ νὰ σὲ βοηθᾶνε σὲ κάθε περίσταση…». Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩι ΘΕΩι ΔΟΞΑ
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
θεολόγος – ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 24/08/2013
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΠΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ.
Υ.Γ. Τὸ ἀνωτέρω κείμενο ἀποτελεῖ μία μικρὴ συμβολὴ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ λαοῦ μας. Οἱ θεολογικές του θέσεις ἀπηχοῦν μόνο τὶς προσωπικὲς ἀπόψεις τοῦ συντάκτη του καὶ δὲν ἔχουν λάβει καμία ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση. Παρακαλοῦνται οἱ φίλοι ἀναγνῶστες νὰ δεχθοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό ὡς «φιλάδελφον προσφοράν» ὅ,τι ἀποτελεῖ γνήσια ἔκφραση τῆς Θεολογίας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, καὶ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ δικαιολογήσουν τὰ τυχὸν λάθη καὶ τὶς ἐλλείψεις του.Περί Θεολογίας. Έκθεσις συνοπτική των αρχών της Ορθοδόξου Θεολογίας εις κεφάλαια ΙΒ'
Π Ε Ρ Ι
Θ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Α Σ
Ἤτοι, ἔκθεσις συνοπτικὴ
τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
εἰς κεφάλαια ΙΒ΄ (12) πονηθεῖσα ὑπὸ
Μιχαὴλ Κωνσταντίνου Μπερκουτάκη
ἐν ἔτει σωτηρίῳ 2013
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑ,
ΤΟΝ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟ ΓΡΑΤΣΙΑ,
ΩΣ ΑΡΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ.
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α΄- Β΄
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ
«…ὁλόκληρος ἡ πορεία τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς μου ὡδήγησεν ἐμὲ εἰς τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἑκάστη παρέκκλισις τῆς νοερᾶς ἡμῶν συνειδήσεως ἀπὸ τῆς ὀρθῆς κατανοήσεως τῆς ἀποκαλύψεως ἀντανακλᾶ ἀναποφεύκτως ἐπὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ πνεύματος ἡμῶν εἰς τὴν πράξιν τῆς καθ᾽ ἡμέραν ἡμῶν ὑπάρξεως. Ἄλλαις λέξεσιν: Ἡ ἀληθῶς δικαία ζωὴ προϋποθέτει ὀρθὴν ἀντίληψην περὶ τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος…» (Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», ἔκδ. 1992, σελ. 14)
Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης.
χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι καταγεγραμμένη στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀσφαλὴς ὅμως γνώση της προϋποθέτει τὴν ἀνάπτυξη ὁρισμένων παράλληλων ζητημάτων ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μας ἀποτελοῦν τὰ μόνα ἀσφαλῆ θεμέλια τῆς ὀρθῆς κατανόησής της. Τὰ ζητήματα αὐτὰ σχετίζονται τόσο μὲ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ μυστηρίου τῆς Θεολογίας, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὀρθή γλωσσική του διατύπωση. Αὐτὰ τὰ ζητήματα θὰ προσπαθήσουμε τὸ κατὰ δύναμιν νὰ ἀναπτύξουμε συνοπτικὰ στὴ συνέχεια τοῦ λόγου μας. Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν μὲ τὴν παρουσίαση τῆς σχέσης ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος, ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία.
λοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιὰ παράδειγμα καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τοῦ Τριαδολογικοῦ δόγματος, ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος κ.ο.κ. Στὸν ἀγώνα αὐτὸ γνώρισαν διωγμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ μαρτύρια, ἐνῶ παράλληλα σήκωσαν τὸ βαρὺ σταυρὸ τῆς συκοφαντίας καὶ τοῦ ἀνθρώπινου κατατρεγμοῦ. Παρόλα αὐτὰ ἔμειναν μέχρι τέλους ἀνυποχώρητοι στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν ὀρθότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ἀγωνίστηκαν ἕως θανάτου γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ διάφοροι αἱρετικοί, ποὺ εἶχαν κατὰ κανόνα μὲ τὸ μέρος τους τὴν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ ἐπεδίωκαν τὶς πολιτειακὲς ἐπεμβάσεις στὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποίησαν κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο γιὰ νὰ ἀναγκάσουν τοὺς Πατέρες νὰ παρεκκλίνουν ἔστω καὶ κατ᾽ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διατύπωση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἀντιμετώπισαν ὅμως πάντα τὴ γενναία καὶ ἀνένδοτη ἀντίστασή τους, ἡ ὁποία ἐκφράζεται συνοπτικὰ μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ: «…οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως…».
ἄτεγκτη στάση τους γεννᾶ μία σειρὰ ἀπὸ λογικὰ ἐρωτήματα. Γιατί οἱ Πατέρες ἐμμένουν στὴν ὀρθὴ διατύπωση τῆς χριστιανικῆς πίστης; Γιατί ἐμφανίζονται ἀνυποχώρητοι στὸ ζήτημα αὐτό; Γιατί ἀγωνίζονται μέχρι θανάτου γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων; Ἂν ἡ στάση τους δὲν ἔχει κάποια πρακτικὴ ἀξία, τότε πρὸς τί οἱ αἱματηρὲς διαμάχες μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ γιὰ αἰῶνες συντάραξαν τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία; Δὲν θὰ ἦταν ἄραγε σωστότερο νὰ φανοῦν οἱ Πατέρες διαλλακτικοὶ ἀπέναντι στὶς προκλήσεις τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ ἐπιδιώξουν μία εἰρηνικὴ σύνθεση τῶν διαφορῶν ποὺ τοὺς χώριζαν ἀπὸ αὐτούς, ἀποβλέποντας στὴν ἀποκατάσταση τῆς ὁμόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν χριστιανῶν; Γιατί ἀπουσιάζει παντελῶς ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους ἡ ἔννοια τοῦ λεγόμενου «πρωτείου τῆς ἀγάπης» ποὺ τόσο ἔντονα προβάλλεται σήμερα ἀπὸ ὁρισμένους θεολογικοὺς κύκλους; Ἡ κοινή ἀπάντηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων βρίσκεται στὴ στενότατη σχέση ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος, ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία. Οἱ Πατέρες δὲν ὑποχωροῦν στὰ ζητήματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὀρθότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, γιατί γνωρίζουν πὼς τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἀφηρημένες θεωρητικὲς ἀρχές, δὲν εἶναι νοησιαρχικὰ δημιουργήματα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τὰ ὁποῖα ὁ χριστιανὸς καλεῖται νὰ ἀποδεχθεῖ διανοητικά, ἀλλά ἀντίθετα ἀποτελοῦν τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ὀντολογικῆς «γνώσης» ποὺ προσφέρει στὸν κτιστὸ ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ ἕνωσή του μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ «γνώση» καὶ τὴν ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση ὁρίζεται τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, ἡ ἀληθινή δηλαδή ζωὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν κάθε ἄνθρωπο στὴν προσωπική του ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὴν πραγμάτωση τῆς ἁγιότητας.
ποκαλυπτικὸς στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνα, τὸν ὁποῖο καὶ παραθέτουμε ἀπὸ τὸ Γεροντικό: «…Λέγανε γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι κάποιοι πῆγαν νὰ τὸν συναντήσουν, γιατὶ ἄκουσαν πὼς εἶχε πολλὴ διάκριση. Καὶ θέλοντας νὰ δοκιμάσουν τὸν γέροντα, ἂν ὀργίζεται, τοῦ εἶπαν:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; Μᾶς εἶπαν γιὰ σένα πὼς εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος.
– Ναί, ἔτσι εἶναι. Ἀπάντησε ἀτάραχος ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων. Τότε τοῦ λένε:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;
– Ναί, ἐγὼ εἶμαι. Ἀποκρίθηκε καὶ πάλι αὐτός. Τότε λοιπόν τοῦ λένε:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ αἱρετικός; Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας:
– Ὄχι, αἱρετικὸς δὲν εἶμαι. Τότε οἱ ἐπισκέπτες τὸν παρακάλεσαν, λέγοντας:
– Πές μας, γιατί ὅλα ὅσα σοῦ εἴπαμε τὰ ἀποδέχθηκες, ἐνῶ αὐτὸν τὸ λόγο δὲν μπόρεσες νὰ τὸν βαστάξεις; Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
– Τὰ πρῶτα ποὺ μοῦ εἴπατε τὰ ἀποδέχομαι, γιατί αὐτὸ εἶναι ὄφελος γιὰ τὴν ψυχή μου, ἀλλὰ τὸ νὰ περιπέσει ὁ ἄνθρωπος στὴν αἵρεση εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεό καὶ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅταν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες αὐτὴ τὴν ἀπάντηση, θαύμασαν τὴ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν ὠφελημένοι…».
Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων δὲν ὑπῆρξε μεγάλος Θεολόγος. Θὰ μποροῦσε μάλιστα μὲ βάση τὴ διανοητική του μόρφωση νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀγράμματος ἢ ἀπαίδευτος. Παρόλα αὐτά εἶχε σαφῆ συνείδηση τῆς σημασίας ποὺ ἔχει ἡ ὀρθὴ πίστη γιὰ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀπαντᾶ στοὺς ἐπισκέπτες του ὡς μεγάλος Θεολόγος. Ἀποδέχεται ἀνεπιφύλακτα μὲ ἀληθινὴ χριστιανικὴ αὐτομεμψία τὶς κατηγορίες τῶν ἐπισκεπτῶν του, ἂν καὶ δὲν εἶναι ἀληθινές, γιατὶ γνωρίζει πὼς ὁ ἁμαρτωλὸς ἔχει περιθώρια καὶ ἐλπίδα σωτηρίας, ἐνῶ ἀρνεῖται νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κατηγορία τῆς αἵρεσης, γιατὶ γνωρίζει πὼς ὁ αἱρετικὸς εἶναι ὁριστικὰ χωρισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ἄσχετα μὲ τὸ ἐάν ἡ ζωή του εἶναι τυπικὰ ἐνάρετη ἢ ὄχι. Ὁ Θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνα μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς ἡ ὀρθὴ πίστη προηγεῖται ἀπὸ τὴν ὀρθὴ εὐσέβεια καὶ μάλιστα ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἀπόκτησή της.
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ στενὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Πρὶν ἀπὸ τὸ κτίσιμο ἑνὸς σπιτιοῦ προηγεῖται ἡ ἐκπόνηση ἑνὸς ἀρχιτεκτονικοῦ σχεδίου. Στὸ σχέδιο αὐτὸ ἀποτυπώνεται μὲ ἀκρίβεια ὁ τρόπος τῆς κατασκευῆς του καὶ ρυθμίζονται λεπτομερῶς ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὴν ζητήματα. Ἔστω λοιπόν ὅτι ὁ ὑπεύθυνος μηχανικὸς κάνει ἕνα λάθος στὸ σχεδιασμὸ τοῦ σπιτιοῦ. Ἄν γιὰ παράδειγμα ξεχάσει νὰ σχεδιάσει τὰ παράθυρα ἢ τὴν πόρτα ἑνὸς δωματίου, τότε τὸ λάθος του θὰ ἔχει ὁπωσδήποτε πρακτικὲς συνέπειες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ ζήσουν στὸ σπίτι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, γιὰ νὰ μείνουμε στὸ ἀνωτέρω παράδειγμα, θὰ ἔχουν στὸ σπίτι τους ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο ἢ ἕνα δωμάτιο στὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔχουν πρόσβαση. Σὲ κάθε περίπτωση τὸ ὅποιο λάθος στὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο θὰ ἔχει ὁπωσδήποτε πρακτικὴ ἐπίπτωση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ ζήσουν στὸ σπίτι. Ἔτσι τὸ σχέδιο τοῦ σπιτιοῦ, ἂν καὶ τὸ ἴδιο δὲν εἶναι σπίτι, σχετίζεται ἄμεσα μὲ αὐτό, γιατί ὁρίζει μὲ ἀκρίβεια τὸν ὀρθὸ τρόπο τῆς κατασκευῆς του. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει ἕνα λάθος στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ λάθος αὐτὸ νὰ μὴν ἔχει πρακτικὲς συνέπειες στὸ χριστιανικὸ ἦθος, νὰ μὴν ἀλλοιώνει δηλαδή τὸ λάθος αὐτὸ μὲ τὸν ἕνα ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια. Ἡ συνείδηση τῆς ἄρρηκτης ἑνότητας τοῦ δόγματος μὲ τὸ ἦθος ἀναγκάζει τοὺς Πατέρες νὰ ἐμμένουν ἄτεγκτα στὴν ἀκρίβεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ καθιστᾶ κάθε ἔννοια τοῦ λεγόμενου «πρωτείου τῆς ἀγάπης» ἀπόλυτα ἀσυμβίβαστη μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ διδασκαλία τους.
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus).
αρὰ τὴ στενότατη σχέση ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ὁ σύγχρονος χριστιανὸς ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὸ πῶς ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει καίρια τὸ χριστιανικὸ ἦθος. Ἔτσι ὡς χριστιανοὶ νοιώθουμε συχνὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἢ καὶ νὰ τὴν ὑπερασπιστοῦμε ἔναντι τῶν διάφορων αἱρετικῶν, ἀλλὰ παράλληλα ἀγνοοῦμε πλήρως τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ ἡ πίστη διαμορφώνει τὸν ὀρθὸ τρόπο τοῦ βίου. Σήμερα γιὰ παράδειγμα ἕνας ὀρθόδοξος χριστιανὸς μπορεῖ νὰ διαλέγεται μὲ ἕναν μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ γιὰ τὸ ἐὰν ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὡς Ἁγία Τριάδα ἢ ὡς Μονάδα Προσώπων, ἢ μὲ ἕναν ρωμαιοκαθολικὸ γιὰ τὸ ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἀλλά ταυτόχρονα ἂν κανεὶς μιλήσει μαζί τους γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβάνονται τὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἔκπληκτος θὰ παρατηρήσει πὼς μεταξύ τους δὲν ὑπάρχουν οὐσιαστικὲς διαφορές. Λίγο ἢ πολὺ οἱ ἠθικὲς ἐπιλογὲς ἑνὸς ὀρθόδοξου, ἑνὸς μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ ἑνὸς ρωμαιοκαθολικοῦ εἶναι ταυτόσημες. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μας στὸν χωρισμὸ τῆς πίστης ἀπὸ τὴ ζωή, στὸ χωρισμὸ τοῦ δόγματος ἀπὸ τὸ ἦθος, στὸ χωρισμὸ τῆς ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν ὀρθοπραξία. Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς πηγάζει ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς «ὀντολογικῆς ἢ ὑπαρξιακῆς διάστασης τῶν δογμάτων». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δηλώνουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία ὁρίζει καὶ διαμορφώνει τὸ χριστιανικὸ ἦθος. Μόνο ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς ὀντολογικῆς διάστασης τῶν δογμάτων μπορεῖ κανεὶς νὰ κατανοήσει τὸν ἀγώνα τῶν Πατέρων γιὰ τὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῆς ὀρθῆς πίστης. Καί κατὰ τὴν ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ συνειδητοποίηση τῆς ὀντολογικῆς διάστασης τῶν δογμάτων εἶναι αὐτὴ ποὺ φανερώνει τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἀδυναμίας τῶν χριστιανῶν νὰ κατανοήσουν τὴν ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
ὸ χωρισμὸ τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἠθικὴ ὁρίζουμε ὡς «εὐσεβισμὸ» (ἢ πιετισμὸ ἀπὸ τὸ λατινικό pietas ποὺ σημαίνει εὐσέβεια). Ὁ εὐσεβισμὸς ὡς θεολογικὴ ἀντίληψη γεννήθηκε στὴ Δύση περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα καὶ ἀρχικά ἐμφανίστηκε ὡς μία εἰρηνικὴ ἀντίδραση στὴ βιαιότητα τῆς Μεταρρύθμισης. Εἰδικότερα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεταρρύθμισης ἡ διαμάχη ἀνάμεσα στὸ ρωμαιοκαθολικὸ καὶ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο δὲν ἐξαντλήθηκε στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὁδήγησε σὲ ἐμφύλιες καὶ διεθνεῖς πολεμικὲς συγκρούσεις ποὺ συνταράξαν γιὰ αἰῶνες τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης. Ἡ ὀξύτητα τῆς θεολογικῆς ἀντιπαράθεσης καὶ κυρίως οἱ σφαγὲς ποὺ πραγματοποιήθηκαν καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς μὲ ψυχολογικὸ ἄλλοθι τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς «ὀρθῆς πίστης» ὁδήγησαν ὁρισμένους χριστιανούς, ποὺ προέρχονταν κυρίως ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο, στὴν ἄρνηση τῆς σωτηριολογικῆς διάστασης τῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Πάνω στὴν ἄρνηση αὐτὴ ὁ εὐσεβισμὸς ἐπιχείρησε νὰ θεμελιώσει τὴν ἀπόδειξη τοῦ οὐτοπικοῦ καὶ ἀνώφελου χαρακτήρα τῶν θεολογικῶν καὶ πολεμικῶν συγκρούσεων τῆς Μεταρρύθμισης, προτείνοντας ὡς λύση τοῦ προβλήματος τὴν πρόταξη τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς ἔναντι τῆς δογματικῆς διδασκαλίας. Γιὰ τὸν εὐσεβισμὸ ἡ ἑνιαία ἀτομικὴ ἠθικὴ εἶναι ἡ λογικὴ βάση πάνω στὴν ὁποία οἱ δύο ἀντίπαλες παρατάξεις θὰ μποροῦσαν νὰ στηρίξουν τὴν ὑπέρβαση τῶν διαφορῶν τους καὶ τὴν οἰκοδόμηση τῆς εἰρηνικῆς τους συνύπαρξης. Ἔτσι ἀπέναντι στὴν ἀφηρημένη διανοητικὴ περὶ Θεοῦ ἀντίληψη, ποὺ ἐκφράζεται κυρίως μέσα ἀπὸ τὶς δομὲς τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ὁ εὐσεβισμὸς ἀντιπαρέθεσε τὴν αὐτόνομη θρησκευτικὴ πράξη, τὴν ἀτομικὴ εὐσέβεια, τὴ δικανικὴ ἀρετή, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς συνεπὴς ὑποταγὴ σὲ κάποιον ὑπερφυσικὸ «νόμο» καὶ ἀποτιμᾶται ἀντικειμενικὰ μὲ βάση τὶς συμβατικὲς κατηγορίες τῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς. Παρὰ τὶς καλὲς προθέσεις ποὺ σίγουρα ὑπῆρξαν, ὁ εὐσεβισμὸς δὲν πέτυχε τὸ σκοπό του. Ἀντίθετα στὴν προσπάθειά του νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ νοσηρότητα τῆς δυτικῆς θρησκευτικότητας, κατέληξε σὲ ἕνα ἀκόμη λάθος, στὸν πλήρη δηλαδὴ χωρισμὸ τῆς πίστης ἀπὸ τὴ ζωή. Γιὰ τὸν εὐσεβισμὸ τὰ δόγματα δὲν εἶναι παρὰ οἱ «θεωρητικὲς ἀρχές» τῆς χριστιανικῆς πίστης ποὺ δὲν ἔχουν καμία πρακτικὴ ἀξία ἤ ἀκόμη καὶ πραγματικὴ ὑπόσταση, ἐνῶ κάθε λόγος γιὰ αὐτὲς θεωρεῖται μάταιος καὶ ἀποπροσανατολιστικός. Μὲ βάση αὐτὴ τὴ θεμελιώδη ἀντίληψη ὁ εὐσεβισμὸς ἀντιμετωπίζει τὰ δόγματα ὡς ἀναπόδεικτα ἀξιώματα ἄσχετα μὲ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, τά ὁποῖα ὁ χριστιανὸς ἀποδέχεται ἢ ἀπορρίπτει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀποδέχεται ἢ ἀπορρίπτει τὶς θεωρητικὲς ἀρχὲς ἑνὸς φιλοσοφικοῦ συστήματος ἢ μιᾶς πολιτικῆς ἰδεολογίας.
τὸ Δυτικὸ κόσμο ὁ εὐσεβισμὸς ἐκφράστηκε θεολογικὰ μὲ διάφορες μορφές. Οἱ πιὸ γνωστὲς εἶναι τὸ περίφημο «πρωτεῖο τῆς ἀγάπης» καὶ ἡ λεγόμενη «θεωρία τῶν κλάδων». Τὴν πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὴ χαρακτηρίσαμε ἤδη ὡς ἀπόλυτα ἀσύμβατη μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων (βλπ. Κεφ. Α΄). Ἡ θεωρία τῶν κλάδων ἰσχυρίζεται πὼς καμία ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς «ἐκκλησίες» δὲν κατέχει μόνη της τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας, ἀλλὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς κατέχει μόνον ἕνα μέρος Της καὶ συνεπῶς ὅλες μαζί στὸ σύνολό τους ἀποτελοῦν «…τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία…», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐννοεῖται φυσικὰ πὼς καὶ αὐτὴ ἡ ἀντίληψη εἶναι ἀπόλυτα ἀσύμβατη μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἀφοῦ ἐξ ὁρισμοῦ προϋποθέτει χάριν τῆς «ἑνότητας» τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τὴν ἄρνηση ἑνὸς μέρους ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τὴν ἀποδοχὴ ἑνὸς μέρους τῆς κακοδοξίας τῶν αἱρέσεων. Οἱ δύο αὐτὲς βασικὲς ἐκφράσεις τοῦ εὐσεβισμοῦ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρες στὶς ἡμέρες μας, γιατὶ πάνω τους στηρίζεται ἐν πολλοῖς ἡ θεολογικὴ θεμελίωση τοῦ λεγόμενου «Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δηλώνεται ἡ προσπάθεια τῆς ἕνωσης τῶν κακόδοξων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν μὲ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στή βάση ὅμως ὄχι τῆς ἀναζήτησης καὶ ἀποδοχῆς τῆς Ἀλήθειας ποὺ μαρτυρεῖται στὴν Παράδοση, ἀλλὰ τῆς σύνθεσης τῶν δογματικῶν τους διαφορῶν. Ἔχοντας πλήρη συνείδηση τῆς βαρύτητας τοῦ λόγου μας τολμᾶμε μὲ κάθε ἐπιφύλαξη νὰ ποῦμε πὼς ὁ εὐσεβισμὸς τείνει νὰ ἐμφανιστεῖ σήμερα ὡς μία καινοφανὴς αἵρεση στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία γενικὰ χαρακτηρίζεται ὡς «Οἰκουμενισμός». Ὁ Οἰκουμενισμός ὡς αἵρεση ἀρνεῖται τὴν ἴδια τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐπιχειρεῖ νὰ στηρίξει τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι στὴ μετοχή του στὴν Ἀλήθεια (Θέωση), ἀλλὰ σὲ μία κτιστὴ καὶ θνησιγενῆ εὐσέβεια ποὺ εἶναι χωρισμένη από τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὴ μόνη πηγὴ τῆς Ζωῆς. Σημειωτέον ὅτι τὴν αἱρετικὴ ἔννοια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀντιδιαστέλλουμε ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ἔννοια τοῦ «Ὀρθόδοξου Οἰκουμενισμοῦ», γνώρισμα τοῦ ὁποίου κατὰ τοὺς Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό εἶναι ἡ προσπάθεια ἕνωσης τῶν χριστιανῶν ὄχι στή βάση τῆς σύνθεσης τῶν δογματικῶν τους διαφορῶν, ἀλλὰ τῆς εὕρεσης καὶ ἀποδοχῆς τῆς Ἀλήθειας ποὺ μαρτυρεῖται στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
εὐσεβισμὸς ὡς θεολογικὴ ἀντίληψη δὲν περιορίστηκε στὸ χῶρο τῆς δυτικῆς θεολογίας. Μὲ πολλοὺς τρόπους πέρασε καὶ στὸ χῶρο τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, προκαλώντας ἀνυπολόγιστη ζημιὰ στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Θὰ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὶς δύο σπουδαιότερες ἐκφράσεις του. Στὴν ἐπίδραση τοῦ εὐσεβισμοῦ ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μας ἡ περιθωριοποίηση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ποὺ ἔντονα παρατηρεῖται στὶς ἡμέρες μας. Συχνὰ κυκλοφορεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἡ διάχυτη ἀντίληψη πὼς ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ μόνο τοὺς «εἰδικούς» τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, πὼς ἡ φυσική της θέση βρίσκεται στὰ ἐπιστημονικὰ θεολογικὰ συγγράμματα, στὰ ἀμφιθέατρα τῶν θεολογικῶν σχολῶν καὶ στὰ διάφορα θεολογικὰ συνέδρια, ἐνῶ ὡς ἀντικείμενο μελέτης ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ ἕνα στενὸ καὶ ἐξειδικευμένο κοινό. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἱερέας, ὁ ἱεροκήρυκας καὶ ὁ κατηχητὴς ἀποφεύγουν συστηματικὰ νὰ διδάξουν στὸ λαό μας ἀκόμη καὶ τὶς θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀφοῦ αὐτὸ θεωρεῖται ἐκ προοιμίου ἄχρηστο καὶ περιττό. Ἔτσι ὅμως μοιραῖα ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία παύει νὰ εἶναι λόγος γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ καὶ ἐκπίπτει σὲ μία στείρα ἠθικολογία ποὺ εἶναι ἀπόλυτα συμβατὴ μὲ τὶς ἀντίστοιχες ἠθικολογίες τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἔχει καταγγελθεῖ ἐξαντλητικὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ τὸ σχολιάσουμε περισσότερο. Γενικά χαρακτηρίζεται ἀπὸ πολλοὺς μὲ τὸν ὅρο «πιετισμὸς» (ἡ χρήση τοῦ ὅρου δὲν εἶναι τελείως ἄστοχη, ἀλλὰ νομίζουμε πὼς ὁ ὅρος «πιετισμὸς» ἔχει σαφῶς εὐρύτερη θεολογικὴ σημασία, τὴν ὁποία ἤδη ἀναπτύξαμε ἀνωτέρω). Ἐπίσης στὴν ἐπίδραση τοῦ εὐσεβισμοῦ στὸν ὀρθόδοξο κόσμο ὀφείλεται καὶ τὸ φαινόμενο πού γενικά χαρακτηρίζεται ὡς «συντηρητισμὸς» ἢ καὶ ὡς «σύνδρομο τοῦ ὀρθοδοξοαμυντορισμοῦ». Μὲ τοὺς ὅρους αὐτοὺς δηλώνεται ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία τῶν δογμάτων τῆς χριστιανικῆς πίστης χωρὶς τὴν παράλληλη ἀνάπτυξη τῆς ὀντολογικῆς τους διάστασης. Εἰδικότερα, στὶς ἡμέρες μας ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπιχειρεῖται ἡ διδασκαλία τῶν δογμάτων, αὐτὴ κατὰ κανόνα συντελεῖται χωρὶς καμία ἀναφορὰ στὴ σχέση τους μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔτσι ὅμως τὰ δόγματα προσφέρονται στοὺς πιστοὺς ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ ποὺ «σημαίνεται» μέσα σὲ αὐτὰ καὶ ἡ ὅποια γνώση τους ἐξαντλεῖται στὴν καλύτερη περίπτωση στὴ διανοητική τους ἀφομοίωση. Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σὲ τί διαφοροποιεῖ ἡ στάση αὐτὴ τὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἀπὸ τὸ δυτικὸ χριστιανισμό; Εἶναι μᾶλλον ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ποὺ λέει πὼς οἱ χριστιανοὶ τῶν ἔσχατων χρόνων θὰ εἶναι ἄνθρωποι «… ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι…» (Β΄ Τιμ. 3,5).
ὰ μπορούσαμε τέλος νὰ παρομοιάσουμε τὸν εὐσεβισμὸ μὲ ἕνα σύννεφο ποὺ καλύπτει τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμποδίζει τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο. Ὁ ρωμαιοκαθολικὸς καὶ ὁ προτεσταντικὸς κόσμος δὲν χάνουν στὴν πραγματικότητα κάτι ἀπὸ τὴν παρουσία του, ἀφοῦ ζοῦν μέσα στὴ νύκτα καὶ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως βλάπτεται πολλαπλὰ ἀπὸ τὴν παρουσία του, γιατὶ τὸ σύννεφο αὐτό σὰν πνευματικὴ ὁμίχλη ἐμποδίζει τὰ πιστὰ μέλη της νὰ ἀνακαλύψουν τὴν ὁδὸ τῆς Θεώσεως καὶ τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
ΜΕΡΟΣ 2ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Γ΄- Ε΄
ΖΩΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
«…Πρὸ τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐπισκέψεως, ἀναγιγνώσκων τὸ Εὐαγγέλιον ἢ τὰς ἐπιστολὰς τῶν Ἀποστόλων, δὲν κατενόουν ἀληθῶς ὁποία ὀντολογικὴ πραγματικότης ἐγκρύπτεται ἐντὸς ἑκάστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτὴ αὕτη ἡ ζωὴ κατέδειξεν εἰς ἐμὲ ὅτι ἄνευ τῆς ζώσης πείρας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συναντήσεως μετὰ τῶν ἀρχῶν καὶ κοσμοκρατόρων τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (Ἔφεσ. 6,12), μόνη ἡ διανοητικὴ μάθησις δὲν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ὀντολογικὴν ἔννοιαν τῆς πίστεως ἠμῶν…» (Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», ἔκδ. 1992, σελ. 13)
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀπόθετον κάλλος.
Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὶς δομὲς τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς ἡ Θεολογία καὶ ἡ γλωσσική της διατύπωση ταυτίζονται. Οἱ ἔννοιες αὐτές, ἂν καὶ σχετίζονται στενά, ἀποτελοῦν στὴν πραγματικότητα δύο ξεχωριστὲς ὀντολογικὲς κατηγορίες. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ καὶ ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή. Ἡ σχέση Θεολογίας καὶ γλώσσας εἶναι τὸ δεύτερο ζήτημα ποὺ πρέπει νὰ ἀναπτύξουμε στὴν προσπάθειά μας νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία.
Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητὲς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «…Ἐγὼ Εἰμι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι᾽ Ἐμοῦ…» (Ἰωάν. 14,6). Ὁ ἴδιος λοιπόν ὁ Κύριος ὡς Θεάνθρωπος ταυτίζει τὸν Ἑαυτό Του μὲ τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀπόλυτη Ἀλήθεια, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ καὶ τὸ πρότυπο τῆς Ζωῆς. Λίγο ἀργότερα μάλιστα στὴν ἀρχιερατική Του προσευχὴ ὁ Κύριος θὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητὲς πὼς ἡ γνώση αὐτῆς τῆς Ἀλήθειας ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας Ζωῆς: «…αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος Ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν…» (Ἰωάν. 17,3). Ἡ ὀντολογικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας ποὺ «κρύβεται» πίσω ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «τὸ ἀπόθετον κάλλος» καὶ ἡ ἀπόκτησή της ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἴδιας τῆς αἰώνιας Ζωῆς, μὲ τὴν ἀπόκτηση δηλαδή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Οἱ Πατέρες ἔχουν σαφῆ συνείδηση τῆς διάκρισης ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ γλωσσική της διατύπωση, ἀλλὰ καὶ τῆς στενῆς σχέσης ποὺ τὶς συνδέει. Ἔτσι ἀπὸ τὴ μία μεριὰ μᾶς διδάσκουν πὼς μόνη ἡ διανοητικὴ γνώση τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Ἀλήθειας δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τὴν ἐπιβολή της, ἀφοῦ αὐτὴ ὑποδεικνύει στοὺς πιστοὺς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Πιὸ ἁπλά, ἡ ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὸ μέσο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ της.
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ διάκριση τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ὅλοι ἔχουμε δεῖ παλιὲς ἀσπρόμαυρες κινηματογραφικὲς ταινίες. Σὲ αὐτὲς ἐμφανίζονται μόνο δύο χρώματα, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα γνωστὰ χρώματα ἀπουσιάζουν. Ἂς ὑποθέσουμε λοιπόν πὼς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἀπὸ τὴ γέννησή μας τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουμε μόνο δύο χρώματα, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο. Στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ βλέπαμε τὸν κόσμο ὅπως μᾶς τὸν παρουσιάζουν οἱ παλιὲς ἀσπρόμαυρες ταινίες, ἐνῶ θὰ ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ ζωὴ μας τόσο ἡ ἐμπειρία τῶν ἄλλων χρωμάτων, ὅσο καὶ οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα γιὰ νὰ τὰ δηλώσουμε. Ἂς ὑποθέσουμε πάλι πὼς κάτω ἀπὸ κάποιες συνθῆκες ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴ θέλησή μας ἀποκτᾶμε γιὰ μιὰ στιγμή, μόνον ἐμεῖς καὶ κανένας ἄλλος, τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουμε ὅλα τὰ γνωστά μας χρώματα. Ἡ πρωτόγνωρη ἐμπειρία ἀρχικὰ θὰ μᾶς ξαφνιάσει καὶ θὰ μᾶς συγκλονίσει. Ἀμέσως μετὰ θὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατί μπορέσαμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε καὶ θὰ γεννηθεῖ μέσα μας ἡ ἐπιθυμία νὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μόνιμη καὶ ἀναφαίρετη κατάσταση. Σὲ αὐτὴ μάλιστα τὴν κατεύθυνση θὰ στρέψουμε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ἀγώνα μας. Παράλληλα, ἂν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀγαθῆς προαίρεσης, θὰ λυπηθοῦμε ὅσους στεροῦνται τὴν ἐμπειρία τῶν χρωμάτων. Ὅταν τέλος ἀνακαλύψουμε τὴν ὁδὸ ποὺ μᾶς ὁδήγησε στὴν ὀντολογική τους γνώση, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ὅσους τὴ στεροῦνται, θὰ προσπαθήσουμε νὰ τοὺς περιγράψουμε μὲ ἀνθρώπινες λέξεις τὴν ἐμπειρία μας καὶ νὰ τοὺς ὑποδείξουμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή της. Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὴν ἐμπειρία τοῦ κόκκινου ἢ τοῦ πράσινου ἢ τοῦ μπλὲ χρώματος σὲ ὅσους τὰ ἀγνοοῦν ὀντολογικὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἔχουν λέξεις ποὺ νὰ ὁρίζουν τὴν ἐμπειρία τους; Καὶ εἶναι ἄραγε ποτὲ δυνατὸν νὰ τοὺς μεταδώσουμε μὲ ἀνθρώπινες λέξεις τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῶν χρωμάτων ποὺ ἀγνοοῦν;
ὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, οἱ Πατέρες, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀγωνίζονται νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ πολεμοῦν μέχρι θανάτου ἐναντίον τῶν παθῶν. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ μέτρα τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐξέλθει ἀπὸ αὐτὸν νικητὴς μόνον ἐὰν ἑνωθεῖ πραγματικὰ μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστό. Ἡ σωτηριώδης ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Χριστὸ συντελεῖται διὰ μέσου τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν ἐπίπονο ἀγώνα τους οἱ Πατέρες ἑνώνονται μὲ τὸ Χριστό, ἑλκύουν τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ φτάνουν στὸν Φωτισμό, στὴν πραγμάτωση δηλαδή τῆς Θεώσεως καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας. Ἡ γνώση ὅμως ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ἡ μετοχή του στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀντολογικὴ καὶ ὄχι γλωσσική, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴ φύση της βρίσκεται ἔξω ἀπὸ κάθε κτιστὴ ἐμπειρία καὶ ὁρισμό. Σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο οἱ Πατέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τῆς πρώτης «θεωρίας» τοῦ Θεοῦ περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς «Θεοεγκαταλείψεως». Κατὰ τὴ μακρόχρονη συνήθως αὐτὴ περίοδο διδάσκονται μέσα ἀπὸ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ἄρση τῆς ἐνέργειας τῆς Χάρης τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθινῆς Θεοκοινωνίας ποὺ ὁ μακαριστὸς γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ χαρακτήριζε ὡς «δογματικὴ συνείδηση». Ὅταν τέλος μετὰ ἀπὸ τιτάνιο πνευματικὸ ἀγώνα οἱ Πατέρες ἀποκτοῦν τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς Χάρης, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ὅσους τὴ στεροῦνται, νοιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῶν ὁποίων τοὺς χάρισε ἡ ἕνωσή τους μὲ τὸ Θεό, καὶ νὰ μᾶς ὑποδείξουν τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή τους. Σκοπός τους βέβαια εἶναι νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴ Θέωση καὶ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
πὸ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ ἔργο τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Οἱ Πατέρες, στὴν προσπάθειά τους νὰ περιγράψουν τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀναγκάζονται νὰ χρησιμοποιήσουν κτιστὲς ἀνθρώπινες λέξεις προκειμένου νὰ δηλώσουν μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὴν ὕπαρξή της. Μοιάζουν δηλαδή οἱ Πατέρες μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσπαθεῖ νὰ περιγράψει τὴν ἐμπειρία τῶν χρωμάτων σὲ ὅσους τὰ ἀγνοοῦν. Βασικὸ ὄργανό τους στὸν ἀγώνα τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἡ ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ φιλοσοφίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες δανείστηκαν ὅρους καὶ λογικὲς δομὲς προσιτὲς στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἀνθρώπινη ὅμως γλώσσα στὴν πραγματικότητα μπορεῖ μόνο νὰ δηλώσει τὴν ὕπαρξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς καὶ ὄχι νὰ μεταφέρει τὴν ἐμπειρία τους σὲ ὅσους τὴ στεροῦνται. Ἔτσι, γιὰ μείνουμε στὸ γνωστό μας παράδειγμα, ὅποιες λέξεις καὶ νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ περιγράψουμε τὴν ἐμπειρία τοῦ κόκκινου χρώματος δὲν μποροῦμε νὰ μεταφέρουμε τὴν ἀληθινή του γνώση σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀγνοεῖ. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ τοῦ προσφέρουμε μέσα ἀπὸ τὶς κτιστὲς ἀνθρώπινες λέξεις εἶναι ἡ «μαρτυρία» τῆς ἐμπειρίας. Μποροῦμε δηλαδή νὰ τοῦ ἀποκαλύψουμε πὼς ὑπάρχει μιὰ ἐμπειρία ζωῆς, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀγνοεῖ, καὶ νὰ τοῦ ὑποδείξουμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή της. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορέσει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ ἐμπειρία τῶν χρωμάτων ποὺ σημαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς λέξεις, τότε δὲν ὠφελεῖται σὲ τίποτα ἀπὸ τὴ διανοητικὴ ἀφομοίωση τῆς γλώσσας ποὺ τὰ περιγράφει. Τί ἀξία ἄραγε ἔχει τὸ νὰ διαβάζεις ἢ νὰ γράφεις γιὰ τὴν ἐνέργεια τῆς Χάρης, ἂν δὲν γνωρίσεις ἐκ πείρας τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ κατεργάζεται τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ἤ τί ἀξία ἔχει τὸ νὰ κατέχεις μία φωτογραφία τῆς πηγῆς τοῦ νεροῦ, ἂν δὲν μπορέσεις ποτὲ νὰ ξεδιψάσεις ἀπὸ αὐτήν; Συνεπῶς τὸ σημαντικὸ δὲν εἶναι ἡ διανοητικὴ ἀφομοίωση τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῶν δογμάτων, ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς ὀντολογικῆς γνώσης τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ «σημαίνεται» μέσα σὲ αὐτήν. Ἡ γλώσσα, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα, δὲν εἶναι ὁ γάμος, ἀλλὰ τὸ προσκλητήριο τοῦ γάμου.
νῶ ὅμως ἡ διανοητικὴ ἀφομοίωση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας δὲν εἶναι τὸ πραγματικὸ ζητούμενο στὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἄκρως ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς σωτηρίας μας. Ἡ σημασία της ἄλλωστε φαίνεται ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων (βλπ. Κεφ. Α΄). Θὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ σχέση τῆς Θεολογίας μέ τὴν ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ἔστω ὅτι ὁδηγῶ τὸ αὐτοκίνητό μου κατὰ μῆκος μιᾶς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἕνας φίλος μου. Σὲ κάποια στιγμὴ ἐμφανίζεται μπροστά μας μιὰ μεγάλη διασταύρωση ποὺ δίνει στοὺς ὁδηγοὺς τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιλέξουν δρόμους πρὸς διάφορες κατευθύνσεις. Φυσικά οἱ κατευθύνσεις αὐτὲς σημαίνονται μὲ τὶς ἀνάλογες πινακίδες. Μία ἀπὸ αὐτὲς γράφει: «ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 200 ΧΛΜ». Ἐγὼ σταματῶ τὸ αὐτοκίνητό μου καὶ βγαίνω ἀπὸ αὐτό. Πλησιάζω τὴν πινακίδα ποὺ ὑποδεικνύει τὸ δρόμο πρὸς τὸν προορισμό μου καὶ γεμάτος χαρὰ φωνάζω:
- Ἐπιτέλους, φτάσαμε στὴ Θεσσαλονίκη.
Ὁ φίλος μου σκέφτεται πὼς μᾶλλον τρελάθηκα καὶ προσπαθεῖ νὰ μὲ συνεφέρει:
- Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; μοῦ λέει. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Θεσσαλονίκη. Αὐτὴ εἶναι ἁπλῶς μιὰ πινακίδα ποὺ σοῦ δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ πραγματικός μας προορισμὸς ἀπέχει 200 χιλιόμετρα ἀπὸ ἐδῶ.
Ἐὰν νομίζετε πὼς ἡ συμπεριφορά μου εἶναι παράλογη, θὰ σᾶς ἀπαντήσω πώς, ναί, εἶναι παράλογη. Εἶμαι ὅμως τόσο παράλογος, ὅσο καὶ ὁ χριστιανὸς ποὺ πιστεύει πὼς ἡ διανοητικὴ γνώση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῶν δογμάτων εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία του. Ἄν πραγματικά θέλω νὰ φτάσω στὸν ἀληθινό μου προορισμὸ πρέπει νὰ ἀποφύγω δύο λάθη. Πρῶτον δὲν πρέπει νὰ ταυτίσω τὴν πινακίδα μὲ τὸν προορισμό μου, μετατρέποντάς την σὲ αὐτοσκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ μου, καὶ δεύτερον δὲν πρέπει νὰ περιφρονήσω τὴν πληροφορία ποὺ αὐτή μοῦ προσφέρει, γιατί ἔτσι δὲν θὰ βρῶ ποτὲ τὸ δρόμο ποὺ μὲ ὁδηγεῖ στὸν προορισμό μου. Ἂν ὑποπέσω σὲ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λάθη, τότε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις δὲν θὰ φτάσω ποτὲ στὴ Θεσσαλονίκη.
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας.
ναφέραμε ἤδη πὼς ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία ταυτίζεται στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐμπειρία τῆς Θεώσεως. Γι᾽ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μόνον ὅποιος φτάνει στὴν ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, μόνον ὅποιος ἀποκτᾶ γνήσια ἐμπειρία τῆς Θεώσεως, χαρακτηρίζεται ὡς «Θεολόγος». Ἡ ἐμπειρία μάλιστα τῆς Θεώσεως προηγεῖται χρονικὰ ἀπὸ τὴ γλωσσική της διατύπωση, ἀπὸ τὴν καταγραφὴ δηλαδή τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων. Ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῶν δογμάτων ἔρχεται πάντα ἐκ τῶν ὑστέρων ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ ὑποδείξει στοὺς πιστοὺς τὴν ὕπαρξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν ἀπόκτησή τους, ἀφετέρου δὲ γιὰ νὰ τοὺς προστατεύσει ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους ποὺ προκύπτει ἀπὸ μιὰ λανθασμένη γλωσσικὴ διατύπωση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ποὺ γενικὰ χαρακτηρίζεται ὡς «κακοδοξία» ἢ «αἵρεση».
κακοδοξία ἢ αἵρεση εἶναι μιὰ χριστιανικὴ διδασκαλία ποὺ ἀνακατεύει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μὲ λάθη καὶ ψέματα. Ἡ αἵρεση προσπαθεῖ νὰ διατυπώσει γλωσσικὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά της εἶναι ἀποτυχημένη. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της ἡ αἵρεση δὲν λέει ποτὲ μόνο τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν λέει μόνο ψέματα. Στὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ἡ Ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα ἀνακατεύονται μὲ τρόπο ποὺ καθιστὰ δύσκολη τὴ διάκρισή τους. Ἔτσι οἱ πιστοὶ κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν, ἀποδεχόμενοι τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης ὡς Ἀλήθεια. Θὰ μπορούσαμε νὰ παρομοιάσουμε τὴ διδασκαλία τῆς αἵρεσης μὲ ἕνα ποτήρι γάλα μέσα στὸ ὁποῖο κάποιος ἔριξε λίγες σταγόνες θανατηφόρο δηλητήριο. Τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ποτηριοῦ μοιάζει πολὺ μὲ ἕνα ποτήρι καθαρὸ γάλα καὶ εἶναι εὔκολο ὁ καθένας νὰ ξεγελαστεῖ καὶ νὰ τὸ πιεῖ. Ἡ ἐπιλογή ὅμως αὐτὴ ἔχει σοβαρότατες συνέπειες, ἀφοῦ συνεπάγεται τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία μοιάζει μὲ ἕνα ποτήρι καθαρὸ γάλα ποὺ δὲν ἐπιφέρει βλάβη στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀλλά ἀντίθετα τοῦ προσφέρει πολύτιμα θρεπτικὰ στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ζωῆς.
ν καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἰσχύουν νομοτελειακοὶ κανόνες, ὁ πειρασμὸς τῆς συστηματοποίησης μᾶς ὠθεῖ στὴ διατύπωση μιᾶς λογικῆς ἀλληλουχίας ποὺ μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε τὴ συνήθη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων στὴ διαδικασία τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Ἔτσι ἀρχικὰ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀρκεῖται στὴν ἤδη ὑπάρχουσα σὲ κάθε ἐποχὴ ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Οἱ Πατέρες μάλιστα τονίζουν ἰδιαίτερα πὼς δὲν εἶναι οὔτε εὔκολο, οὔτε ἀκίνδυνο, τὸ νὰ ζητᾶμε βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας. Κάτι τέτοιο πρέπει νὰ γίνεται μόνο ὅταν ὑπάρχει πραγματικὰ μεγάλη ἀνάγκη, ὅταν δηλαδή αὐτὸ εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ αἵρεση ἀγνοεῖ αὐτὸ τὸ βασικὸ πνευματικὸ νόμο. Ἔτσι θέτει θεολογικὰ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή, ἡ γνώση τῶν ὁποίων δὲν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ στάση της πηγάζει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία καὶ τοὺς ἀποκόπτει ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης. Στὴ συνέχεια ἡ αἵρεση προσπαθεῖ νὰ δώσει ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὅλοι οἱ μεγάλοι αἱρετικοὶ ἦταν ἄνθρωποι μὲ τεράστιες διανοητικὲς δυνατότητες καὶ πολύπλευρη μόρφωση. Στὴν προσπάθειά τους ὅμως νὰ Θεολογήσουν ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ τῶν φιλοσόφων καὶ ὄχι τὴν ὁδὸ τῶν Πατέρων. Οἱ Πατέρες πρῶτα φτάνουν στὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση –μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τῆς ἕνωσής τους μὲ τὸ Χριστὸ– καὶ ἀφοῦ ἀποκτήσουν τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας προσπαθοῦν νὰ τὴν ἐκφράσουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα. Οἱ αἱρετικοί ἀντίθετα ὑποκινούμενοι ἀπὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας ὑπερτιμοῦν τὴν ἀξία τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ πιστεύουν πὼς μποροῦν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ χωρὶς νὰ φτάσουν στὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση. Ἔτσι τελικὰ οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δίνουν στὰ ἐρωτήματα ποὺ οἱ ἴδιοι αὐτόκλητα ἔθεσαν ἀνακατεύουν τὴν Ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα καὶ ὁδηγοῦν στὴ διατύπωση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας.
ἱ ἁπλοὶ πιστοὶ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν μὲ ἀσφάλεια τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης καί ὡς ἐκ τούτου κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν. Ὁ κίνδυνος αὐτὸς συνεπάγεται «κρίση» ποὺ ἀφορᾶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κρίση μὲ τὴ σειρά της ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία τοῦ ἔργου τῶν Πατέρων. Οἱ Πατέρες μποροῦν μὲ ἀσφάλεια νὰ διακρίνουν τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης, γιατὶ γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται μέσα ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Θεολογίας καὶ συνεπῶς οἱ ἴδιοι δὲν κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν. Ὁ κίνδυνος ὅμως τῆς ἀπώλειας τῶν ἁπλῶν πιστῶν τοὺς συγκλονίζει καὶ ἔτσι ἀναγκάζονται ἐκ τῶν πραγμάτων ἀφενὸς μὲν νὰ ὑποδείξουν σὲ αὐτοὺς τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης, ἀφετέρου δὲ νὰ διατυπώσουν μὲ ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τὴν Ἀλήθεια στὰ σημεῖα ποὺ ἡ αἵρεση ἀπέτυχε νὰ τὸ πραγματοποιήσει. Στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ὀρθῆς πίστης. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ στάδιο τῆς προσφορᾶς τους ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σὲ αὐτὲς μὲ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει ἐπίσημα τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῆς αἵρεσης καὶ ἐπικυρώνει ὡς ὀρθὴ τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων. Μετὰ τὴν ἐπικύρωσή της ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐνσωματώνεται στὴν προγενέστερη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο τῆς καταπολέμησης τῆς αἵρεσης ὁλοκληρώνεται.
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε τὴν πορεία τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ὅλοι ἔχουμε φάει καρπούζι καὶ ἐκ πείρας γνωρίζουμε τὸ φροῦτο αὐτό. Ποτὲ ὅμως δὲν νοιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε γλωσσικὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ μᾶς πρόσφερε ἡ ὀντολογικὴ γνώση του. Ποτὲ δηλαδὴ δὲν νοιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας χαρτὶ καὶ στυλὸ γιὰ νὰ γράψουμε πώς: «…Τὸ καρπούζι εἶναι κόκκινο, ζουμερό, γλυκὸ καὶ ὠφέλιμο γιὰ τὸν ὀργανισμό μας…». Ἁπλῶς στὴν καθημερινή μας ζωὴ ἀπολαμβάνουμε ἄφοβα τὸ συγκεκριμένο φροῦτο καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετό. Ἂς ὑποθέσουμε λοιπὸν πὼς μιὰ ἀνοιξιάτικη ἡμέρα ἀγοράζουμε ἀπὸ τὸ περίπτερό τῆς γειτονιᾶς τὴν ἐφημερίδα μας καὶ καθόμαστε ἀναπαυτικὰ στὴν πολυθρόνα μας γιὰ νὰ τὴ διαβάσουμε. Στὸ πρωτοσέλιδό της βλέπουμε ἕνα ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο: «ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ». Ὁ συντάκτης τοῦ ἄρθρου ἰσχυρίζεται πὼς νέες ἐπιστημονικὲς ἔρευνες ἀπέδειξαν ὅτι τὸ καρπούζι εἶναι κόκκινο, ζουμερό, πικρὸ καὶ γεμάτο μὲ θανατηφόρο δηλητήριο. Ἐμεῖς, διαβάζοντας τὸ ἄρθρο, ξαφνιαζόμαστε, γιατὶ τὸ περιεχόμενό του ἔρχεται ἐν μέρει σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐμπειρία μας. Ἐκείνη μάλιστα τὴ στιγμὴ αἰσθανόμαστε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε γλωσσικὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ μᾶς πρόσφερε ἡ ὀντολογικὴ γνώση τοῦ συγκεκριμένου φρούτου. Ἔτσι σκεπτόμαστε:
- Μὰ καλά, τί βλακεῖες γράφει αὐτὸς ἐδῶ!!! Τὸ καρπούζι, ναὶ μὲν εἶναι κόκκινο καὶ ζουμερό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πικρὸ καὶ δηλητηριῶδες!!!
Πίσω ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο γλωσσικὲς διατυπώσεις κρύβεται μιὰ τεράστια ὑπαρξιακὴ ἐπιλογή. Ἂν δεχθοῦμε ὡς ἀλήθεια τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ἐμπειρίας μας, θὰ συνεχίσουμε ἄφοβα νὰ τρῶμε τὸ φροῦτο αὐτό, ἐνῶ ἂν δεχθοῦμε ὡς ἀλήθεια τὴ γλωσσικὴ διατύπωση ποὺ προτείνει τὸ ἄρθρο τῆς ἐφημερίδας, πρέπει νὰ μὴν τὸ ξαναφᾶμε ποτέ (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμαστε ἤδη νεκροί). Συνεπῶς αὐτὸ ποὺ στὴν πραγματικότητα διακυβεύεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ ὁριοθέτηση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας καί ἐν προκειμένῳ ἡ σχέση μας μὲ τὸ ἐν λόγῳ φροῦτο. Καὶ ἐνῶ ἀποροῦμε γιὰ ὅσα διαβάσαμε, βλέπουμε στὸ πρωτοσέλιδο τῆς ἐφημερίδας τὴν ἡμερομηνία: «1η Ἀπριλίου 2013». Καταλαβαίνουμε πὼς πρόκειται γιὰ τὸ συνηθισμένο πρωταπριλιάτικο ψέμα τῆς ἐφημερίδας καὶ ἡ ἀπορία μας λαμβάνει αἴσιο τέλος.
μεῖς μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε τὸ λάθος τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τοῦ πρωταπριλιάτικου ἄρθρου τῆς ἐφημερίδας. Ἡ ὀντολογικὴ γνώση τοῦ καρπουζιοῦ δὲν μᾶς ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας. Τί θὰ γινόταν ὅμως ἂν στὴ θέση μας εἶχε βρεθεῖ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε δεῖ ἢ δὲν εἶχε φάει καρπούζι; Ἄν γιὰ παράδειγμα διάβαζε τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἕνας Ἐσκιμῶος, θὰ μποροῦσε μὲ τὴν ἴδια εὐκολία νὰ κατανοήσει τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα ποὺ κρύβεται μέσα στὴ γλωσσική του διατύπωση; Καὶ ἂν τὸν βάζαμε νὰ ἐπιλέξει ἀνάμεσα στὴ δική μας γλωσσικὴ διατύπωση καὶ αὐτὴ τῆς ἐφημερίδας, θὰ ἦταν εὔκολο γιὰ αὐτὸν νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐπιλέξει τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ ἀσφάλεια στὸ ὀρθὸ ἦθος; Σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ θέση βρίσκονται δυστυχῶς οἱ ἁπλοὶ πιστοί ὅταν ἀντιμετωπίζουν τὴν πρόκληση τῆς αἵρεσης καὶ αὐτοὺς ἀγωνίζονται νὰ διατηρήσουν στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας οἱ Πατέρες μὲ τὸ ἐπίπονο ἔργο τους.
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως.
ὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὁρίσουμε τὴν ἔννοια τῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἐνῶ κατὰ καιροὺς ἔχουν διατυπωθεῖ διάφοροι ὁρισμοί, κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔχει γίνει καθολικὰ ἀποδεκτός. Τολμᾶμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ προσθέσουμε στοὺς ἤδη ὑπάρχοντες ἀκόμη ἕναν, ἀφήνοντας τὸ ἔργο τῆς ἀξιολόγησής του στὴν κρίση τῶν ἀναγνωστῶν μας. Παράδοση εἶναι ὁτιδήποτε δημιουργήθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἔννοια αὐτοῦ του ὁρισμοῦ θὰ ἀναπτύξουμε στὴ συνέχεια τοῦ λόγου μας.
ἴδαμε πὼς γιὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Ἐφόσον ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ Φύση Τοῦ ἄπειρος, ἄρα καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, ποὺ ταυτίζονται μὲ τὴν ὕπαρξή Του, εἶναι καὶ αὐτὲς στὸ πλήρωμά τους ἄπειρες. Ὁ ἄνθρωπος ὡς πεπερασμένο ὂν δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ στὴν ὁλότητά τους, γιατὶ ἡ κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἀντέχει τὸ πλήρωμα αὐτῆς τῆς γνώσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ μετέχει στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ αὐτὲς νὰ ἀποκτᾶ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Πῶς ὅμως μποροῦν νὰ συνυπάρχουν οἱ δύο αὐτὲς ἀντίθετες θέσεις; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀδυνατεῖ νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια στὸ πλήρωμά της, ἀλλά παράλληλα νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ τὴ γνωρίσει;
ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος βρίσκεται στὰ λόγια ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς μαθητὲς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «…Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν δὲ ἔλθῃ Ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν…» (Ἰωάν. 16,13). Ὁ Κύριος στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας Του. Τοὺς ἐξηγεῖ μάλιστα πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ τοὺς προσφέρει καὶ ἄλλες διδασκαλίες ποὺ ὁ Ἴδιος δὲν τὶς παρέδωσε, ἂν καὶ τὸ ἐπιθυμοῦσε, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τους νὰ τὶς κατανοήσουν. Μὲ τὶς διδασκαλίες αὐτὲς ὁ Παράκλητος θὰ τοὺς ὁδηγήσει, «…εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν…». Τί σημαίνουν ἄραγε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου; Ὁ Θεὸς σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὸ Σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατεργάζεται τὴ σωτηρία μας. Γιὰ τὴν πραγματοποίησή της ὁ Θεὸς φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή, τὸν ἴδιο δηλαδή τὸν Ἑαυτό Του. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ νοεῖται πάντα ὡς ὀντολογικὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή. Ἡ διαδικασία αὐτῆς τῆς φανέρωσης ὁρίζεται ὡς «ἀποκάλυψη». Ἡ διαδικασία τῆς ἀποκάλυψης εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίσει βαθύτερα τὴν Ἀλήθεια προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ γνώση αὐτὴ μὲ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία καὶ πόνο ψυχῆς, τότε ὁ Θεός, ἀπαντώντας στὸ αἴτημα καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ σωτηρία, αἴρει τὸ πέπλο ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ μετέχει στὴν Ἀλήθεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ γίνεται ἱκανὸς νὰ «θεωρεῖ» τὴν Ἀλήθεια βαθύτερα καὶ συνεπῶς νὰ τὴν γνωρίζει πληρέστερα, ἔστω καὶ ἂν τὸ πλήρωμά της παραμένει ἄπειρο στὴν ὁλότητά του. Τελικά τὸ κριτήριο μὲ τὸ ὁποῖο καθορίζεται τὸ μέτρο τῆς γνώσης τῆς Ἀλήθειας εἶναι ἀφενὸς μέν ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας, ἀφετέρου δέ τὰ ὅρια ἀντοχῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Πιὸ ἁπλά, ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ οὔτε περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀντέχει ἡ κτιστὴ φύση του, ἀλλὰ οὔτε καὶ λιγότερο ἀπὸ ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία του. Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὰ λόγια του Κυρίου. Ὅταν ὁ Κύριος λέει στοὺς μαθητὲς πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ τοὺς ὁδηγήσει «…εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν…» δὲν ἐννοεῖ πὼς ὁ Παράκλητος θὰ τοὺς χαρίσει τὸ πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Αὐτὸ ἄλλωστε θὰ ὑπερέβαινε κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἐπίσης τὰ λόγια αὐτὰ δὲν προϋποθέτουν κάποια ἀτέλεια ἢ ἔλλειψη στὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ διορθωθεῖ ἢ θὰ συμπληρωθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀντίθετα, ὅλα ὅσα μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως γνήσια καὶ τέλεια. Τέλος, δὲν σημαίνουν πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ διδάξει στοὺς μαθητὲς «νέες» ἀλήθειες, διαφορετικὲς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός. Ἐννοεῖ πὼς ὁ Παράκλητος μὲ τὸ Φωτιστικό Του ἔργο θὰ βοηθήσει τοὺς μαθητὲς νὰ γνωρίσουν βαθύτερα τὴν Ἀλήθεια ποὺ τοὺς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς (τὴν ἴδια Ἀλήθεια καὶ ὄχι κάποια ἄλλη) καὶ θὰ χαρίζει στὴν Ἐκκλησία σὲ κάθε ἐποχὴ τὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας αὐτῆς στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
τὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε πὼς ἡ Ἀλήθεια ὡς ὀντολογικὸ γεγονὸς εἶναι ἑνιαία. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Μωυσῆς, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ γενικὰ ὅλοι οἱ Ἅγιοι γνώρισαν τὸν ἴδιο Θεό, ἀπέκτησαν μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς ἴδιας Ἀλήθειας καὶ τῆς ἴδιας Ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας δὲν ἔχουμε ποτὲ «νέες» ἀλήθειες. Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ συμβαίνει εἶναι ὅτι ἡ ἴδια Ἀλήθεια μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας προοδευτικὰ ἀποκαλύπτεται βαθύτερα στὸν ἄνθρωπο ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας του, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἐξαντλεῖται στὸ πλήρωμά της. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐξαντλεῖ τὴ γνώση της. Ἀπόδειξη τοῦ ἑνιαίου χαρακτήρα τῆς Ἀλήθειας εἶναι πὼς οἱ διάφορες κατὰ καιροὺς ὀρθὲς γλωσσικὲς διατυπώσεις της εἶναι πάντα «ὁμόλογες» μεταξύ τους. Μὲ τὸν ὅρο «ὁμόλογες» δηλώνεται ἡ ἀπόλυτη συμφωνία ὅλων τῶν ὀρθῶν γλωσσικῶν διατυπώσεων τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὅταν αὐξάνεται ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ συνεπῶς διευρύνεται καὶ ἡ γλωσσική της διατύπωση, τὸ «πλέον», δηλαδὴ τὸ καινούργιο ποὺ προστίθεται στὰ ἤδη ὑπάρχοντα, εἶναι πάντοτε σύμφωνο μὲ αὐτὰ και κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια δὲν ἔρχεται ποτὲ σὲ ἀντίθεση μαζί τους. Τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας γιὰ παράδειγμα ἐμφανίζεται ἐλάχιστα καὶ αἰνιγματικὰ στὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σὲ αὐτήν, ἂν καὶ ἡ Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ ὑπονοεῖται ἢ ἀκόμη καὶ μαρτυρεῖται σὲ καίρια χωρία της, κυριαρχεῖ ἡ ἰδέα τῆς μοναδικότητας τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὴ ἀντιδιαστέλλει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τοὺς πολυθεϊστικοὺς καὶ εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς τοῦ περιβάλλοντός του. Αὐτὸς ὁ ἰδιαίτερος τονισμὸς τῆς μοναδικότητας τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴ λανθασμένη αἴσθηση τῆς ἀπόλυτης Ὑποστατικῆς μονοθεΐας. Στὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Χριστὸς μιλᾶ μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τὶς σχέσεις τῶν Προσώπων Της, ἐνῶ λίγο ἀργότερα οἱ Ἀπόστολοι θὰ ἀναπτύξουν ἀκόμη πιὸ διεξοδικὰ τὸ θέμα αὐτό. Στὴν περίοδο τέλος τῆς Ἐκκλησίας οἱ Πατέρες, ἀγωνιζόμενοι νὰ ἀντικρούσουν τὶς προκλήσεις τῶν αἱρέσεων, θὰ προβοῦν σὲ ἀκόμη λεπτότερες διακρίσεις σχετικὰ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ θὰ μᾶς ἀναπτύξουν πληρέστερα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν αἰώνια ὕπαρξή Της. Ὅσα ὅμως μᾶς εἶπαν γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα οἱ Πατέρες εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνα μὲ ὅσα μᾶς εἶπαν γιὰ Αὐτὴν ὁ Μωυσῆς, οἱ Προφῆτες, ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι, γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ γνώρισαν καὶ διατύπωσαν γλωσσικὰ ὁ καθένας στὴν ἐποχὴ του τὴν ἴδια Ἀλήθεια. Καὶ κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ συμφωνία τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποτελεῖ ἁπτὴ ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη τῆς ὀρθότητάς της καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύηση τῆς γνησιότητάς της.
ξίζει τέλος νὰ διευκρινίσουμε πὼς ἀκόμη καὶ μετὰ τὴ θεολογικὴ προσφορὰ τῶν Πατέρων ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδας δὲν ἐξαντλεῖται. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πτυχές της ποὺ τὶς ἀγνοοῦμε, γιατί ἡ γνώση τους δὲν εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία μας. Παρόλα αὐτά, ἂν στὸ μέλλον χρειαστεῖ νὰ γνωρίσουμε κάποια ἀπὸ αὐτές, ὥστε νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία μας, τότε ὁ Παράκλητος θὰ μᾶς τὴν ἀποκαλύψει. Ἂς ἀποτολμήσουμε ἕνα παράδειγμα. Γιατί ἄραγε τὰ Πρόσωπα τῆς Θεότητας εἶναι Τρία καὶ ὄχι δύο ἢ τέσσερα ἢ πέντε; Σίγουρα αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποιος λόγος. Αὐτὸς ὁ λόγος δὲν μᾶς ἀποκαλύφθηκε μέχρι σήμερα, γιατὶ ἡ γνώση του δὲν εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀφοῦ καμία αἵρεση δὲν ἔθεσε ποτὲ τὸ ζήτημα αὐτό, προσπαθώντας ἀποτυχημένα νὰ τὸ ἑρμηνεύσει. Ἄν ὅμως στὸ μέλλον ἐμφανιστεῖ μία τέτοια αἵρεση καὶ ἡ γνώση αὐτῆς τῆς πτυχῆς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀποκτήσει σωτηριολογικὲς διαστάσεις, τότε ὁ Κύριος θὰ Φωτίσει ἕναν Θεολόγο καὶ θὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴ γνώση της. Αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του θὰ διατυπώσει γλωσσικὰ μὲ ὀρθὸ τρόπο τὴ βαθύτερη Ἀλήθεια ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ θὰ τὴ διδάξει στὴν Ἐκκλησία. Μέχρι τότε ὀφείλουμε νὰ ἀρκούμαστε σὲ ὅσα ἤδη γνωρίσαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ἀποτελοῦν ὁμόλογη συνέχεια τῆς Ἀλήθειας ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γενικὰ στὴν προγενέστερη Παράδοση. Τελικά στὸ γεγονὸς τῆς Θεολογίας συνεργάζονται δύο παράγοντες: Ὁ Θεός ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία μας καὶ ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτὸ Του ὅσο εἶναι ἀναγκαῖο καὶ δυνατό, καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία του καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ σώζουσα Ἀλήθεια.
ὰ ἦταν ἴσως παράλειψη ἂν στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν προβαίναμε σὲ μιὰ σημαντικὴ διευκρίνιση. Ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν δύο διαφορετικὲς προσεγγίσεις σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀνάπτυξης τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Ἡ πρώτη ὑποστηρίζει πὼς ἡ ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας δὲν προϋποθέτει βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας. Σύμφωνα μὲ αὐτήν οἱ ἐκφραστὲς τῆς Παράδοσης (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Πατέρες) καὶ γενικά ὅλοι οἱ Ἅγιοι γνωρίζουν τὴν Ἀλήθεια ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη πραγμάτωσης τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς προσωπικῆς τους δεκτικότητας καὶ ἐντός φυσικά τῶν ὁρίων ἀντοχῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες, ἀνταποκρινόμενοι στὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς τους καὶ τὶς προκλήσεις τῶν αἱρέσεων, ἀναπτύσσουν μόνο τὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν προσέγγιση αὐτή μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Παράδοσης τὸ μόνο πράγμα ποὺ πραγματικὰ αὐξάνει δὲν εἶναι ἡ μετοχὴ στὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας. Ἡ δεύτερη προσέγγιση ἀντίθετα ὑποστηρίζει πὼς ἡ ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας προϋποθέτει πάντα τὴ βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας. Σύμφωνα μὲ αὐτή οἱ Πατέρες μπόρεσαν νὰ ἀποκτήσουν βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας σὲ σχέση μὲ τοὺς προγενέστερους ἐκφραστὲς τῆς Παράδοσης (ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους) καὶ τότε μόνο κατέστησαν ἱκανοὶ νὰ προβοῦν στὴν ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Θεολογίας. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν προσέγγιση αὐτή μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Παράδοσης δὲν αὐξάνει μόνο ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀντολογική της γνώση. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθεῖ κανεὶς μὲ ἀσφάλεια γιὰ τὸ ποιά ἀπὸ τὶς δύο προσεγγίσεις εἶναι ἡ ὀρθότερη. Ἔτσι περιοριζόμαστε στὴν παρουσίασή τους, ἀφήνοντας τὴν κρίση τους στοὺς ἀναγνῶστες. Ὅσον ὅμως ἀφορᾶ τὴν προσωπική μας γνώμη, συντασσόμαστε μὲ τὴ δεύτερη ἀπὸ αὐτές, τὴν ὁποία ἀποδεχόταν καὶ ὑποστήριζε σθεναρὰ ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς τῆς πατρολογίας κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, ἐνῶ ἐμμέσως φαίνεται νὰ ἀποδέχεται στὰ ἔργα του καὶ ὁ μακαριστὸς γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ.
ὲ βάση τὰ ἀνωτέρω μποροῦμε πλέον νὰ κατανοήσουμε ὀρθότερα τὴν ἔννοια καὶ τὴ λειτουργία τῆς Παράδοσης. Ἡ Ἐκκλησία μὲ πνευματικὴ διάκριση καὶ μεγάλη ὑπομονὴ παρακολουθεῖ καὶ ἀξιολογεῖ ὅλα τὰ χριστιανικὰ ἔργα. Ἀπώτερος σκοπός της εἶναι νὰ διακρίνει αὐτὰ ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ἔργα δηλαδή ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἐντοπίσει τὰ ἔργα αὐτά, τὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσημα ὡς γνήσια ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς πίστης, τὰ ἐνσωματώνει στὴν προγενέστερη Παράδοσή της καὶ τέλος τὰ προσφέρει στοὺς πιστοὺς ὡς ἀσφαλῆ ὁδηγὸ στὴν πνευματική τους πορεία πρὸς τὴ σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιλέγει καὶ ἐντάσσει στὴν Παράδοσή της μόνο τὰ ἔργα πού κατὰ τὴν κρίση της γράφτηκαν ἀπὸ Θεολόγους, ἀπὸ τοὺς πιστούς δηλαδὴ ποὺ ἔφτασαν στὴ Θέωση καὶ ἀπέκτησαν γνήσια ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι καὶ τὸ μόνο ἀσφαλὲς κριτήριο ποὺ ἐγγυᾶται τὴ γνησιότητα τῶν ἔργων αὐτῶν καὶ τὴν ὀρθότητά τους. Ὁ σημαντικότερος φορέας καὶ ἐκφραστὴς τῆς Παράδοσης εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη), ἐνῶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ξεχωρίζουν ὡς πρὸς τὴν ἀξία τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ καταπολέμησαν τὶς αἱρέσεις. Σὲ αὐτὰ τὰ ἔργα ἡ προγενέστερη Παράδοση ἐπιβεβαιώνεται, ἀφοῦ ἡ διδασκαλία τους εἶναι Θεόπνευστη καὶ συνεπῶς ἰσόκυρη καὶ ὁμόλογη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλά παράλληλα καὶ ἀναπτύσσεται δημιουργικὰ ὅπου αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν.
ΜΕΡΟΣ 3ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤ΄- Η΄
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«…Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βαθυτέρα ἢ σπουδαιοτέρα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά, ὡς ἐλέχθη ἀνωτέρω, μία τῶν μορφῶν αὐτῆς. Αὕτη δὲ εἶναι ἡ πολυτιμοτέρα τῶν μορφῶν αὐτῆς καὶ λόγῳ τῆς εὐκολίας διαφυλάξεως καὶ λόγῳ τῆς εὐκολίας χρήσεως αὐτῆς. Ἀπομεμονωμένη, ὅμως, ἐκ τοῦ ρεύματος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἡ Γραφὴ δὲν δύναται νὰ κατανοηθεῖ δεόντως δι᾽ οὐδεμιᾶς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης…» (Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», ἔκδ. 1995, σελ. 109).
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει.
ατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεταρρύθμισης ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ προτεστάντες ἀντιμάχονταν θεολογικὰ μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν πηγῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἔτσι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ προτεστάντες ὑποστήριζαν πὼς ὑπάρχει μόνο μία πηγὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ Ἁγία Γραφή, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἀντέτειναν πὼς οἱ πηγὲς τῆς χριστιανικῆς πίστης εἶναι δύο, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Παράδοση. Βέβαια καὶ οἱ δύο αὐτὲς θέσεις εἶναι λανθασμένες. Στὴν πραγματικότητα ὑπάρχει μόνο μία πηγὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ Παράδοση, βασικὸ μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Ἐν προκειμένῳ τὸ λάθος τῆς προτεσταντικῆς διδασκαλίας βρίσκεται στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ στὴν ἄρνηση τοῦ δυναμικοῦ χαρακτήρα τῆς Θεολογίας, ἐνῶ τὸ ἀντίστοιχο λάθος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας βρίσκεται στὸ χωρισμὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τῆς Παράδοσης καὶ τὴν ἀντιδιαστολή της πρὸς αὐτήν. Ἐπειδὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς Παράδοσης καὶ ὄχι κάτι τὸ ξεχωριστὸ ἢ τὸ ἀνεξάρτητο ἀπὸ αὐτήν, τὰ ὅσα ἀναφέραμε στὰ προηγούμενα κεφάλαια γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σχέση τῆς ὀρθοδοξίας μὲ τὴν ὀρθοπραξία καὶ τῆς Ἀλήθειας μὲ τὴ γλώσσα, ἰσχύουν ἀπόλυτα καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδίως δὲ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη ποὺ διασώζει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ τῶν Πατέρων, ἀποτελεῖ στὴν πραγματικότητα ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἕνωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ σκοπὸ ἔχει ἀφενὸς μὲν νὰ ὑποδείξει στοὺς πιστοὺς τὴν ὕπαρξη τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεογνωσίας καὶ νὰ τοὺς διδάξει τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτησή τους, ἀφετέρου δὲ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὸ λάθος καὶ τὸ ψέμα τῶν αἱρέσεων. Στὴ διδασκαλία τέλος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ σὲ αὐτὴ τῶν Πατέρων, ὑπάρχει σαφὴς πρόταξη τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ἔναντι τῆς γλωσσικῆς της διατύπωσης.
ἱ Ἀπόστολοι στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν σαφῆ συνείδηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Γνωρίζουν οἱ Ἀπόστολοι πὼς τὰ ἔργα τους ὡς ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας προσκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφέρει πὼς ἡ συγγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου του ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας Ζωῆς ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός: «…Ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύσαντες Ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ…» (Ἰωάν. 20,31). Κατὰ παρόμοιο τρόπο οἱ Ἀπόστολοι γνωρίζουν πὼς τὰ ἔργα τους ὡς ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας προστατεύουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρέσεων. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀντιμετωπίζοντας τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ δοκητισμοῦ ποὺ δὲν ἀποδεχόταν τὴν πραγματικότητα τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Κυρίου, ἀφενὸς μὲν προειδοποιεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸν κίνδυνο τῆς αἵρεσης, ἀφετέρου δὲ τοὺς προσφέρει τὴν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας, τὴν ὁποία ὀφείλουν νὰ ἀποδεχθοῦν γιὰ νὰ μὴν περιπέσουν στὴν πλάνη της: «…Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶν πνεῦμα ὁ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου…» (Α΄ Ἰωάν. 4,1-2). Γνωρίζουν τέλος οἱ Ἀπόστολοι πὼς τὰ ἔργα τους ὡς ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας προϋποθέτουν τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει πὼς οἱ Ἀπόστολοι πρῶτα γνώρισαν ἐμπειρικὰ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ τὴν κήρυξαν στὸν κόσμο: «…οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἑξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ’ ἐπόπται γενηθέντες τῆς Ἐκείνου μεγαλειότητος…» (Β΄ Πέτρου 1,16), ἐνῶ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τονίζει πὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν κήρυξαν φανταστικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὴν Ἀλήθεια ποὺ γνώρισαν ἐμπειρικά: «…ὅ ἢν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν…» (Α΄ Ἰωάν. 1,1).
ν τούτοις ἀνάμεσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν Πατέρων ὑφίσταται μία οὐσιώδης διαφορά. Ἡ Ἐκκλησία περιβάλλει μὲ ἕνα ἰδιαίτερο κύρος τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γι᾽αὐτὸ καὶ τὴ θεωρεῖ Θεόπνευστη στὸ σύνολό της, ἐνῶ ἡ ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων θεωρεῖται Θεόπνευστη μόνο στὰ σημεῖα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν προγενέστερη Παράδοση καὶ κυρίως σὲ αὐτὰ ποὺ τὴν ἀναπτύσσει. Μόνο ἡ βαθύτερη γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ ἡ ὀρθὴ γλωσσική της διατύπωση, μόνο ἡ προσφορὰ τοῦ «πλέον» στὴ διαδικασία τῆς Θεολογίας, ἀναδεικνύει τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους διαδόχους τῶν Ἀποστόλων καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τους. Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐξηγεῖται κατὰ τὴ γνώμη μας τὸ φαινόμενο τοῦ λάθους στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων ποὺ ἀποτελεῖ σκάνδαλο γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν τὴ δυναμική της. Ἔτσι, γιὰ νὰ μείνουμε στὰ κλασσικότερα παραδείγματα, ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ συντρίβει θεολογικὰ τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ γνωστικισμοῦ, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποδέχεται τὶς ἀφελεῖς χιλιαστικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του. Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καταπολεμᾶ τὶς διδασκαλίες τοῦ ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν πνευματομάχων, ἀλλὰ θεωρεῖ ὀρθὲς τὶς ὠριγενικὲς διδασκαλίες τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει πὼς οἱ Πατέρες καὶ γενικότερα οἱ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ὡς ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ σφάλλουν σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν βιάζεται νὰ καταδικάσει ὅσους ἔσφαλλαν ὡς κακόδοξους ἢ αἱρετικούς, παρὰ μόνον ἂν αὐτὸ εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, καὶ ἁπλῶς προσπαθεῖ νὰ μὴν ἀκολουθεῖ τὰ λάθη τους. Εἰδικότερα, ἡ Ἐκκλησία, σὰν μάνα ποὺ ἀγαπᾶ καὶ προστατεύει τὰ παιδιά της, μὲ ὑπομονὴ καὶ διάκριση ἐπιλέγει μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τὶς διδασκαλίες ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤ κατὰ μία γενικότερη ἔννοια ἐκφράζουν μὲ γνησιότητα τὴν πίστη της. Αὐτὲς τὶς διδασκαλίες τὶς ἀναγνωρίζει ἐπίσημα ὡς ὀρθὲς καὶ τὶς ἐνσωματώνει στὴν Παράδοσή της. Τὶς λανθασμένες διδασκαλίες ἡ Ἐκκλησία τὶς παραδίδει στὴ λήθη, ἐλπίζοντας πὼς μὲ τὴ σιωπηρὴ ἀποδοκιμασία τους θὰ ξεχαστοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καί ἔτσι δὲν θὰ τοὺς προκαλέσουν κάποια πνευματικὴ βλάβη. Μὲ αὐτή τὴ στάση της προσπαθεῖ νὰ ἀποφεύγει τὴν ἐπίσημη καταδίκη τῶν λανθασμένων διδασκαλιῶν, προστατεύοντας τὰ πρόσωπα τῶν εἰσηγητῶν καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν τους.
Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα κατανοοῦσε τὰ λάθη τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένη. Παρόλα αὐτά ἀναγνώριζε τὴν ἀξία τοῦ ἔργου του καὶ τὸν ἀγαποῦσε, γιατὶ ὑπῆρξε κατὰ κάποιο τρόπο πνευματικός του πατέρας, ἀφοῦ ἡ γιαγιὰ του Μακρίνα ὑπῆρξε μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας τοῦ θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ σειρά του ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ πνευματικὸ τέκνο τοῦ Ὠριγένη. Ἔτσι ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπιλέγει τὰ ὀρθὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένη καὶ τὰ ἐνσωματώνει στὸ ἔργο του, ἐνῶ παράλληλα ἀποσιωπᾶ τὰ λάθη του καὶ δὲν ἀσκεῖ κριτικὴ σὲ αὐτά. Τὴν ἴδια τακτικὴ ἀκολουθεῖ ὅλη ἡ Ἐκκλησία, γι᾽αὐτὸ οἱ λανθασμένες διδασκαλίες τοῦ Ὠριγένη δὲν καταδικάζονται ἐπίσημα ὅσο αὐτὸς ζεῖ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Πολλὰ ὅμως χρόνια ἀργότερα κάποιοι χριστιανοὶ θὰ ἀποδεχθοῦν ἀδιάκριτα ὡς ὀρθὲς τὶς λανθασμένες διδασκαλίες τοῦ Ὠριγένη. Ἐδῶ ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ζήτημα, ἀφοῦ ἡ τότε ἀποδοχὴ τοὺς εἶχε σωτηριολογικὲς διαστάσεις. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ καταδικάσει ἐπίσημα τὶς διδασκαλίες καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένη (Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 553 μ.Χ.), γιατὶ αὐτὸ κατέστη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπόλυτα ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν. Πάντως τὸ ἔργο τοῦ Ὠριγένη ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐπίσημη καταδίκη του δὲν ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸ σύνολό του, ἀλλὰ μόνο στὰ λανθασμένα σημεῖα του, ἐνῶ καὶ τὸ πρόσωπό του σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν ἐξακολουθεῖ νὰ γνωρίζει τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀναγνώριση ποὺ δικαιοῦται.
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καί ἀσυνεννοησίας.
Ἁγία Γραφὴ χαρακτηρίζεται συχνὰ ὡς «Θεόπνευστο» βιβλίο. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς εἶναι ἀναμφισβήτητα ὀρθός, ἀλλὰ ἡ ἀκριβὴς σημασία του δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὁριστεῖ μὲ ἀκρίβεια. Κατὰ τὴν προσωπική μας ἄποψη ἡ ἔννοια τῆς Θεοπνευστίας στὴ βιβλικὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπὸ τὸ Φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὡς Θεόπνευστα μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν μόνο τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα ποὺ ἀποτελοῦν ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, τὴν ὁποία χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ ἕνωσή του μὲ τὸ Θεό. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή ἡ ἔννοια τῆς Θεοπνευστίας τῶν χριστιανικῶν συγγραμμάτων ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ δημιουργοῦ τους. Εἰδικότερα, μόνο οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔφτασαν στὴν πνευματικὴ κατάσταση τῆς Θεώσεως καὶ ἔχουν ζῶσα ἐμπειρία τῆς Θεογνωσίας εἶναι πραγματικοὶ Θεολόγοι (μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἔννοια τοῦ ὅρου). Μόνο αὐτοί οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν ὀντολογικὰ τὴν Ἀλήθεια καί ὡς ἐκ τούτου μποροῦν μὲ ἀσφάλεια καὶ γνησιότητα νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ Αὐτήν. Μόνο στὰ ἔργα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει ἡ ἐγγύηση τῆς ὀρθῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τῆς Ἀλήθειας καὶ γι᾽αὐτὸ μόνο ἡ δική τους μαρτυρία εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας μας. Ἐπειδὴ λοιπόν τὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς Θεοκοινωνίας καὶ θεμελιώνονται στέρεα πάνω σὲ αὐτήν δίκαια χαρακτηρίζονται ὡς Θεόπνευστα.
τὴν ὁμάδα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν ἀνήκουν πρωτίστως οἱ Ἀπόστολοι. Γι᾽αὐτὸ ἄλλωστε τὰ ἔργα τους (Καινὴ Διαθήκη) ἀποτελοῦν τὸ βασικὸ φορέα τῆς Παράδοσης. Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς διακρίνονται ὡς πρὸς τὴν ἀξία οἱ Μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτοὺς ἐντάσσονται μόνο οἱ μεγάλοι Πατέρες. Αὐτοί δηλαδή ποὺ καταπολέμησαν τὶς αἱρέσεις καὶ μὲ τὸ ἔργο τους αὔξησαν τὴν προγενέστερη Παράδοση, γνωρίζοντας βαθύτερα τὴν Ἀλήθεια καὶ ἐκφράζοντάς Την μὲ πληρέστερο γλωσσικὰ τρόπο. Στὴ συνέχεια ἀκολουθοῦν οἱ Πατέρες. Σὲ αὐτοὺς ἐντάσσονται ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους ἐπιβεβαίωσαν τὴν προγενέστερη Παράδοση, ἀλλὰ δὲν τὴν αὔξησαν δημιουργικά. Εἶναι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔφτασαν στὴν ἀληθινὴ Θέωση καὶ Θεογνωσία, μᾶς μίλησαν γνήσια γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή, ἀλλὰ τὰ ἔργα τους κινοῦνται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς προγενέστερης ἀπὸ αὐτοὺς Παράδοσης, χωρὶς νὰ τὴν ὑπερβαίνουν σὲ βάθος γνώσης καὶ γλωσσικῆς διατύπωσης. Τέλος καταχρηστικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐντάξουμε στὴν ὁμάδα αὐτὴ καὶ ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Σὲ αὐτοὺς ἐντάσσονται ὅλοι οἱ ἁπλοὶ χριστιανοὶ (μοναχοί, ἱερεῖς, ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, λαϊκοὶ συγγραφεῖς, ἱεροκήρυκες κ.ἄ.) ποὺ δὲν ἔφτασαν στὸ πλήρωμα τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεογνωσίας, ἀλλά ἀγωνιζόμενοι πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση μπόρεσαν μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης νὰ ἀφομοιώσουν διανοητικὰ ὀρθὰ τὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ νὰ τὴν ἀποδώσουν με γνησιότητα στα συγγραμματά τους, κινούμενοι αὐστηρὰ μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς Παράδοσης. Ἐννοεῖται πὼς τὰ συγγράμματα αὐτὰ δὲν εἶναι Θεόπνευστα μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηρισθοῦν καταχρηστικά ὡς θεόπνευστα (μὲ τὸ «θ» μικρὸ) στὸ μέτρο ποὺ ἀποδίδουν ὀρθὰ τὴ διδασκαλία τῶν πραγματικὰ Θεόπνευστων συγγραμμάτων καὶ μᾶς βοηθοῦν στὴν κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τους.
ὲ τὸ ζήτημα τῆς Θεοπνευστίας συνδέεται καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀσυνεννοησίας τῶν χριστιανῶν, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὀρθὴ κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἰδικότερα, ἐνῶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἀναγνωρίζουν τὴ Θεοπνευστία τῆς ἴδιας Ἁγίας Γραφῆς καὶ λίγο ἢ πολὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἑρμηνεία της, αὐτὴ ἀποτελεῖ διαχρονικὰ γιὰ τὸ σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου «…σημεῖον ἀντιλεγόμενον…» (Λουκ. 2,34), ἀφοῦ παρότι ὅλοι ἀποδέχονται τὴν αὐθεντία τῶν ἴδιων θεολογικῶν κειμένων, δὲν μποροῦν νὰ συμφωνήσουν μεταξύ τους γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴν ἑρμηνεία τους. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ἕνας ὀρθόδοξος, ἕνας ρωμαιοκαθολικός, ἕνας μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἕνας ἀντβεντιστὴς καὶ ἕνας μορμόνος χριστιανὸς μελετοῦν τὴν ἴδια Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τὴν κατανοεῖ καὶ τὴν ἑρμηνεύει μὲ ἕναν τελείως διαφορετικὸ τρόπο, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμὸ ποὺ συχνὰ καθιστᾶ τελείως ἀδύνατη κάθε συμφωνία μεταξύ τους. Πῶς ἄραγε ἐξηγεῖται αὐτὸ τὸ φαινόμενο;
ἐξήγησή του συνάγεται μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς Θεοπνευστίας, ὅπως τὴν ὁρίσαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου μας. Ἐπειδὴ τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελοῦν στὸ σύνολό τους ὀρθὴ γλωσσικὴ διατύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως, μόνον ὅποιος γνωρίζει ὀντολογικὰ αὐτὴ τὴν Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ καταλάβει τὸ νόημα τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε σὲ ἕνα γνωστό μας παράδειγμα (βλπ. Κεφ. Γ΄), ὅπως μέσα σὲ ἕναν ἀσπρόμαυρο κόσμο μόνον ὅποιος μπόρεσε νὰ δεῖ πραγματικὰ τὸ κόκκινο ἢ τὸ μπλὲ χρῶμα μπορεῖ νὰ κατανοήσει ὀρθὰ τὶς γλωσσικὲς διατυπώσεις αὐτοῦ ποὺ πρῶτος ἐπιχείρησε νὰ περιγράψει μὲ ἀνθρώπινες λέξεις τὴν ἐμπειρία τους, ἔτσι καὶ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ μόνον ὅποιος γνώρισε ὀντολογικὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς γλωσσικὲς διατυπώσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ νὰ κατανοήσει ὀρθὰ τὸ κείμενό της. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορὰ τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι γνήσια καὶ ὀρθή, γιατί στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στὴ μαρτυρία τῶν χριστιανῶν ποὺ γνώρισαν ὀντολογικὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται γλωσσικὰ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ μόνο τὰ ἔργα αὐτῶν τῶν χριστιανῶν, ἀναγνωριζόμενα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς Θεόπνευστα, ἐντάσσονται ὀργανικὰ στὴν Παράδοσή Της. Κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, ἡ ἑρμηνεία τῶν κακοδόξων δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ὀρθή, ἀφοῦ δὲν θεμελιώνεται στὴν ὀντολογικὴ γνώση καὶ τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸν καρπὸ τοῦ ἀφηρημένου διανοητικοῦ στοχασμοῦ τῶν δημιουργῶν της. Ἐπειδὴ λοιπόν οἱ κακόδοξοι ἀγνοοῦν τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωὴ ποὺ σημαίνεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀφενὸς μὲν πλανῶνται ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία της, ἀφετέρου δὲ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν ὀρθοδόξων.
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ.
ὰ ἦταν παράλειψη ἐκ μέρους μας ἂν δὲν θίγαμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔστω καὶ πολὺ συνοπτικὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀπολυτοποίησης τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴ σύγχρονη δυτικὴ θεολογία καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτική τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν προτεσταντική λοιπόν ἀντίληψη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁ «λόγος» τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι γνωρίζουμε γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος. Ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι νὰ ἑρμηνεύσει τὸ λόγο αὐτὸ μὲ διάφορους τρόπους ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος καὶ ἐπεκτείνονται μέχρι τὴ χρήση τῶν πιὸ σύγχρονων φιλοσοφικῶν καὶ ἑρμηνευτικῶν μεθόδων. Ξεκινώντας ὅμως ἡ προτεσταντικὴ ἑρμηνευτικὴ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία αὐτή, ἐγκλωβίζεται κυριολεκτικὰ στὴ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν ὁποία ταυτίζει μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ μοιραῖα τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τελικὰ ἡ προτεσταντικὴ καὶ γενικότερα ἡ δυτικὴ θεολογία δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ διακρίνει τὸ «σημαντικὸ» χαρακτήρα τῆς γλώσσας στὴ διαδικασία τῆς Θεολογίας. Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ κατανοήσει πὼς ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ἄκτιστες ὀντολογικὲς κατηγορίες καί ὡς ἐκ τούτου δὲν ταυτίζονται μὲ τὰ κτιστὰ γλωσσικὰ σχήματα ποὺ τὶς περιγράφουν, δὲν περιορίζονται ἀπὸ αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερο δὲν ἐξαντλοῦνται σὲ αὐτά. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει πὼς ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ ὑπαρξιακὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ λάθους, ποὺ ἔχει εὔστοχα χαρακτηρισθεῖ ὡς «σύνδρομο τοῦ γλωσσομονισμοῦ», εἶναι τεράστιες, ἀφοῦ ἡ προτεσταντικὴ ἑρμηνευτική, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ταυτίζει τὴν Ἀλήθεια μὲ τὴ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, περιορίζει ἀναγκαστικὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας στὴ σφαίρα τῆς συμβατικῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ὁ προτεστάντης χριστιανὸς δὲν ἀναζητᾶ τὴν ὑπαρξιακή του μεταμόρφωση. Δὲν ἀγωνίζεται δηλαδή νὰ γνωρίσει ὀντολογικὰ τὸ Χριστό ὡς Θεάνθρωπο, ὅπως Τὸν γνώρισαν οἱ τρεῖς μαθητὲς τὴ στιγμὴ τῆς Μεταμόρφωσης πάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ ἢ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος στὴν πόλη τῆς Δαμασκοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει πὼς ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν ὀντολογική μας μεταμόρφωση καὶ ὄχι στὴν ἠθική μας βελτίωση. Χάνοντας ὅμως «…τὸ ἕν, οὗ ἐστι χρεία…» (πρβλ. Λουκ. 10,42), ἀναγκάζεται ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἕναν ὕψιστο «θεϊκὸ νόμο», τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ ὁποίου ὀφείλει ὡς χριστιανὸς νὰ ἐφαρμόζει μὲ συνέπεια στὴ ζωή του, ἐνῶ μέσα στὸ στενὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς κτιστῆς καὶ θνησιγενοῦς προσπάθειας ἐξαντλεῖ τὴν ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ τοῦ πνευματικοῦ της ἀγώνα, χωρίς δυστυχῶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν πλάνη της.
ἀπολυτοποίηση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ ἑρμηνευτικὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὸν ὑποβιβασμὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς στὴ σφαίρα τῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς, ἀλλὰ ἔχει καὶ εὐρύτερες ὑπαρξιακὲς διαστάσεις. Σὲ αὐτὴν ὀφείλεται κατὰ τὴ γνώμη μας τόσο ἡ περιθωριοποίηση τῆς λατρείας καὶ κυρίως τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κυριαρχεῖ στὸ σύνολο τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅσο καὶ ἡ περιφρόνηση ποὺ αὐτὸς ἐπιδεικνύει πρὸς τοὺς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα οἱ προτεστάντες χριστιανοί, ἀρνούμενοι τὴν μυστηριακὴ ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης καὶ τὸ ρεαλισμὸ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀντιμετωπίζουν τὸν εὐχαριστιακὸ Ἄρτο καὶ Οἶνο ὡς «σύμβολα» τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στάση τους ὅμως αὐτὴ προϋποθέτει τὴν ἀντίληψη πὼς μποροῦν νὰ φτάσουν στὴ σωτηρία χωρὶς νὰ ἑνωθοῦν πραγματικὰ μὲ τὸ Χριστό. Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνονται «σεσωσμένοι» μέσα στὴν ἠθικιστικὴ μοναξιά τους καὶ νὰ μὴ νοιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνακραθοῦν πραγματικὰ μὲ τὴ Θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, ἂν καὶ ὁ Ἴδιος μᾶς δίδαξε μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὴ σημασία αὐτῆς τῆς ἕνωσης γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας μας (πρβλ. Ἰωάν. 6,26-58). Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ἀρνοῦνται τὴ σωτηριολογικὴ διάσταση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, τὸ ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γενικά ὅ,τι ὑπερβαίνει χρονικὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, γιατί ὁ λόγος τῶν Πατέρων εἶναι γιὰ αὐτοὺς λόγος ἀνθρώπινος καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἢ πολὺ περισσότερο νὰ τὸν ὑπερβεῖ σὲ ἀξία. Ἀρνούμενοι ὅμως τὴ Θεοπνευστία τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀρνοῦνται κατ᾽ οὐσίαν τὸ Φωτιστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γενικότερα τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς Θεολογίας, ἀφοῦ κατὰ τὴν κρίση τους ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρώθηκε ὁριστικὰ στὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων καί συνεπῶς δὲν ὑπόκειται πλέον σὲ καμία δημιουργικὴ ἐξέλιξη.
ὰ μπορούσαμε τέλος νὰ προσθέσουμε ὡς μία τρίτη ὑπαρξιακὴ διάσταση τοῦ γλωσσομονισμοῦ τῆς προτεσταντικῆς ἑρμηνευτικῆς τήν αὐτονόμηση τοῦ κηρύγματος ἀπό τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τήν πρόταξή του ἔναντι τοῦ «ἡσυχασμοῦ». Μὲ τὸν ὅρο «ἡσυχασμός» δηλώνουμε τὸ σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα ποὺ σκοπεῖ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, στὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν, στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὴν προσέλκυση τῆς Θείας Χάρης, στὸν πνευματικὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση και, ἐν τέλει, στὴν ὑπὲρ τοῦ κόσμου προσευχή. Σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀντιλαμβάνεται τὸ κήρυγμα ὡς μέρος τῆς χριστιανικῆς λατρείας (καί μάλιστα ὄχι τὸ σπουδαιότερο) καὶ ποτέ ὡς κάτι τὸ ἀνεξάρτητο ἢ τὸ ἀποκομμένο ἀπὸ αὐτήν. Ἐξάλλου ἡ σύνδεση αὐτὴ πέρα ἀπὸ τὴ θεολογική της διάσταση ἔχει καὶ τεράστια ἐκκλησιολογικὴ σημασία, ἀφοῦ αὐτὴ παρέχει στὸν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο ὡς διάδοχο τῶν Ἀποστόλων καὶ συνεχιστὴ τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἔργου τὴ δυνατότητα τοῦ ἐλέγχου τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας πρὸς ἀποφυγὴν τῆς διαδόσεως ἐτεροδιδασκαλιῶν καὶ κακόδοξων ἀντιλήψεων μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Παράλληλα, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπιμένει στὴν πρόταξη τοῦ ἡσυχασμοῦ ἔναντι τοῦ κηρύγματος. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῶν παθῶν, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπὲρ τοῦ κόσμου προσευχὴ καί γενικά ἡ ἀκολουθία τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ τὸν χριστιανὸ στὴν ἀπόκτηση τῆς Θείας Χάρης εἶναι πνευματικὰ ἔργα ἀσύγκριτα ἀνώτερα ἀπὸ αὐτὸ τῆς διδασκαλίας. Καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα ἀκριβεῖς κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὄχι μόνο ὑπέρκειται ὡς πρὸς τὴν ἀξία τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ θεωρεῖται καὶ ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἄσκησή του. Πρῶτα δηλαδή πρέπει ὁ χριστιανὸς νὰ περάσει νικηφόρα ἀπὸ τὸ στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ὕστερα νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς διδασκαλίας τῶν ἀδελφῶν του. Πρῶτα πρέπει ὁ ἴδιος νὰ κατακτήσει τὸ κατὰ δύναμιν τὴν ἁγιότητα ἤ τουλάχιστον νὰ ἀγωνίζεται σθεναρὰ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση καὶ μετὰ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἄλλους στὴν κατάκτησή της, ἀφοῦ κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «…τυφλός, τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται…» (Ματθ. 15,14).
ΜΕΡΟΣ 4ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Θ΄- ΙΒ΄
Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
«…Ὁ ἀληθὴς μοναχὸς εἶναι προϊὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅταν ἐν τῇ ἡσυχίᾳ καθαρίσῃ τὰς αἰσθήσεις καὶ γαληνιάσῃ ὁ νοῦς καὶ καθαρισθῇ ἡ καρδία, τότε λαμβάνει Χάριν καὶ Φωτισμὸν γνώσεως. Καὶ γίνεται ὅλος Φῶς, ὅλος Νοῦς, ὅλος Διαύ-γεια. Καὶ βρύει Θεολογίαν, ὅπου ἂν γράφουν τρεῖς δὲν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα, ὅπου βρύει κυματωδῶς καὶ σκορπίζει εἰρήνην καὶ ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τὸ σῶμα…» (Γέρων Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστής, «Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπιστολὴ ΜΗ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 267)
Κεφάλαιον Θ΄: Περὶ τῆς Θεογνωσίας.
τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του ὁ Κύριος, ἀναφερόμενος στὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, λέει: «…Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται…» (Ματθ. 5,8), ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, γράφει πὼς Αὐτὸς εἶναι: «…φῶς ἀπρόσιτον, ὅ εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων, οὐδὲ ἰδεῖν δύναται…» (Α΄ Τιμ. 6,16). Κατὰ παρόμοιο τρόπο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ προφήτης Ἠσαΐας μᾶς διαβεβαιώνει πὼς εἶδε τὸ Θεό: «…Ὢ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν, καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσω λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ, καὶ τὸν Βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου…» (Ἠσ. 6,5), ἐνῶ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὅταν ὁ Μωυσῆς ζητᾶ νὰ δεῖ τὴ Δόξα Του, τοῦ ἀπαντᾶ: «…Οὐ δυνήση ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν Μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδη ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν Μου καὶ ζήσεται…» (Ἔξοδ. 33,20). Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν αὐτὲς οἱ δύο θεολογικὲς θέσεις, ἐνῶ εἶναι πασιφανῶς ἀντίθετες μεταξύ τους; Πῶς δηλαδή εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά νὰ μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ ἀδυνατεῖ νὰ προσλάβει αὐτὴ τὴ γνώση; Ὑπάρχει ἄραγε ἀντίφαση στὴν Ἁγία Γραφή;
ύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἄγνωστο, ἀμέθεκτο καὶ ἀπρόσιτο στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ τὸ ἄγνωστο, ἀμέθεκτο καὶ ἀπρόσιτο «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ οἱ Πατέρες τὸ ὀνομάζουν «Θεία Οὐσία» ἢ «Θεία Φύση». Ἡ Θεία Φύση ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄντως «Εἶναι» Του. Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ γνωρίσει τὴ Θεία Φύση ὄχι γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ τοῦ τὴν ἀποκαλύψει, ἀλλὰ γιατὶ ἡ πεπερασμένη κτιστὴ φύση του δὲν ἀντέχει τὴν ἕνωση μὲ Αὐτήν. Ὅμως, ἐνῶ ἡ Θεία Φύση εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη, ἕνα ἄλλο «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης Τοῦ Θεοῦ εἶναι γνωστό, μεθεκτὸ καὶ προσιτὸ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ τὸ γνωστό, μεθεκτὸ καὶ προσιτὸ «τμῆμα» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ οἱ Πατέρες τὸ ὀνομάζουν «Φυσικὲς Ἐνέργειες» ἢ «Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ» ἢ «Θεία Χάρη» ἢ «Ἄκτιστο Φῶς» ἤ ἁπλῶς «Φῶς». Οἱ Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Θεία Φύση. Εἶναι δηλαδὴ ἀδημιούργητες, αἰώνιες, ἄναρχες. Ὑπάρχουν στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ἐπίσης οἱ Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι φορεῖς τῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης. Δηλαδή ὅπως ἡ Θεία Φύση εἶναι Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή, ἔτσι καὶ οἱ Φυσικές της Ἐνέργειες εἶναι Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή. Τέλος, οἱ Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια τοῦ λόγου μας, μεταφέρουν στὸν ἄνθρωπο ἀφενὸς μὲν τὴν προσοικείωση τῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης, ἀφετέρου δὲ τὴν ὀντολογική τους «γνώση». Ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δὲν γνωρίζει τὴ Θεία Φύση, ἀλλὰ τὶς φυσικές της ἰδιότητες καὶ τὰ Πρόσωπα ποὺ τὴν Ὑποστασιάζουν. Ἔτσι κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀναδεικνύεται: «…Θείας κοινωνὸς Φύσεως…» (πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1,4). Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο μποροῦμε πλέον νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅταν λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴ δυνατότητα ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, ἀναφέρεται στὴ μετοχή του στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τῆς Θεότητας, ἐνῶ ὅταν μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό ἀναφέρεται στὴν ἀνικανότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία Φύση. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση καθίσταται φανερὸ πὼς δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση στὰ λεγόμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς σχετικὰ μὲ τὴ δυνατότητα ἢ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸ Θεό.
πὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα μόνον οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ μετέχουν στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετοχὴ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες «Θέωση» ἢ «Θεοπτία» ἢ «Θεογνωσία» ἢ «Θεωρία» ἢ «Θεοκοινωνία». Φτάνοντας στὴ Θέωση ὁ ἄνθρωπος πετυχαίνει δύο πράγματα:
1ον. Μεταμορφώνεται ὀντολογικὰ καὶ γίνεται ὅμοιος μὲ τὸ Θεό. Γίνεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἕνας μικρὸς θεός, ἕνας «θεὸς κατὰ χάριν» ἢ «θεὸς κατὰ μέθεξιν» ἢ «θεὸς χρηματίζει τῇ πρὸς Θεὸν ἐγγύτητι» ἢ «φῶς χρηματίζει δεύτερον» κτλ. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση, μετέχοντας στὶς Φυσικὲς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, προσοικειώνεται (ἀποκτᾶ δηλαδή δευτερογενῶς διὰ τῆς μετοχῆς) τὶς φυσικὲς ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσης. Οἱ Πατέρες παρομοιάζουν τὴν προσοικείωση τῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ὀντολογικὴ μεταμόρφωσή του μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ πυρωμένου σίδερου. Ἡ φύση τοῦ σίδερου εἶναι ψυχρὴ καὶ σκοτεινή. Ὅταν ὅμως ἑνώνεται μὲ τὴ φωτιὰ προσοικειώνεται τὶς φυσικές της ἰδιότητες καὶ γίνεται ὅμοια μὲ αὐτήν. Ἔτσι τὸ σίδερο τὴ στιγμὴ τῆς ἕνωσής του μὲ τὴ φωτιὰ γίνεται θερμὸ καὶ φωτεινό. Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό, μετέχοντας στὶς Φυσικές Του Ἐνέργειες, προσοικειώνεται τὶς φυσικὲς ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσης καὶ γίνεται ὅμοιος μὲ Αὐτόν. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τὴ στιγμὴ τῆς ἕνωσής του μὲ τὸ Θεὸ γίνεται καὶ αὐτὸς Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή.
2ον. Ἀποκτᾶ τὴν ὀντολογικὴ «γνώση» τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινὴ δηλαδὴ Θεογνωσία. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς φιλόσοφους καὶ τοὺς αἱρετικοὺς οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες πρῶτα γνώρισαν ὀντολογικὰ τὸ Θεό, μετέχοντας στὶς Φυσικές Του Ἐνέργειες, καὶ μετὰ προσπάθησαν νὰ ἐκφράσουν μὲ τὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη γλώσσα τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀλήθειας ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ἐπειδή λοιπόν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ γενικότερα οἱ Ἅγιοι σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τοὺς φιλόσοφους καὶ τοὺς αἱρετικούς μᾶς μιλοῦν γιὰ πράγματα ποὺ πραγματικὰ γνωρίζουν (καὶ ὄχι γιὰ πράγματα ποὺ φαντάζονται ἢ ὑποθέτουν), ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ Θεὸ, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἀλλὰ ἀποκάλυψη ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς δωρεὰ στοὺς «ἀξίους», στοὺς χριστιανοὺς δηλαδή ποὺ ἔφτασαν στὴ Θέωση καὶ τὴν ἀληθινὴ Θεογνωσία.
ὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔννοια τῆς Θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα προσιτὸ στὴν ἐμπειρία μας. Ὅλοι γνωρίζουμε τὸν Ἥλιο. Οἱ ἐπιστήμονες μάλιστα ποὺ τὸν μελετοῦν θὰ ἤθελαν πολὺ νὰ ἔχουν μὲ κάποιο τρόπο πρόσβαση στὴν ἐπιφάνειά του ἤ ἀκόμη καὶ στὸν πυρήνα του προκειμένου νὰ μελετήσουν ἀπὸ κοντὰ τὴ λειτουργία του καὶ νὰ κατανοήσουν τὰ μυστήρια τῆς ζωῆς τῶν ἄστρων. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κατὰ κοινὴ ὁμολογία πρακτικὰ ἀδύνατο, γιατί οἱ συνθῆκες θερμότητας, ἀκτινοβολίας, πίεσης καὶ βαρύτητας τῆς ἡλιακῆς φύσης ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῶν ἀνθρώπινων ἀντοχῶν. Μέσα ἀπὸ τὸν Ἥλιο πηγάζει ἡλιακὴ ἐνέργεια. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἔρχεται στὴ γῆ καὶ πλημμυρίζει μὲ ἀφθονία τὸν κόσμο μας. Ἐνῶ ὅμως ἡ ἡλιακὴ φύση ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς μας, ἡ παρουσία τῆς ἡλιακῆς ἐνέργειας δὲν ἀποτελεῖ ἀπειλὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μας. Ἀντίθετα μάλιστα χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα τῆς φυσικῆς ὅρασης καὶ γενικὰ ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ στὴ διατήρηση καὶ τὴ διαιώνιση τῆς ζωῆς. Ὅπως λοιπὸν ἡ φύση τοῦ Ἥλιου εἶναι ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ ἐνέργειά της εἶναι γνωστή, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ στὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ Θεία Φύση εἶναι γιὰ ἐμᾶς ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ Ἐνέργειές της εἶναι γνωστές, προσιτὲς καὶ μεθεκτές. Καὶ ἂν ἡ φύση μας, ὄντας ἀδύναμη, δὲν ἀντέχει τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν κτιστὴ φύση τοῦ Ἥλιου, πῶς εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἀντέξει τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία Φύση; Ἂν δὲν ἀντέχει τὴ μέθεξη τοῦ δημιουργήματος, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντέξει τὴ μέθεξη τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ἁπάντων;
πίσης ἡ ἡλιακὴ ἐνέργεια εἶναι φορέας τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἡλιακῆς φύσης. Ἐπειδή δηλαδή ἡ ἡλιακὴ φύση εἶναι φωτεινὴ καὶ θερμή, ἡ ἐνέργεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα της (ἡ φυσική της ἐνέργεια) εἶναι καὶ αὐτὴ φῶς καὶ θερμότητα. Ὅπως λοιπόν ἡ ἡλιακὴ ἐνέργεια ἔχει τὶς ἴδιες ἰδιότητες μὲ τὴν ἡλιακὴ φύση, ἔτσι καὶ οἱ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τὶς ἴδιες ἰδιότητες μὲ τὴ Θεία Φύση Του. Συνεπῶς, ἐπειδὴ ἡ Θεία Φύση εἶναι Φῶς, Ταπείνωση, Ἀγάπη, Ἀλήθεια καὶ Ζωή, καὶ οἱ Ἐνέργειές της ἔχουν ἀκριβῶς τὶς ἴδιες φυσικὲς ἰδιότητες. Ἀκόμη, ἡ ἡλιακὴ ἐνέργεια μεταφέρει στὸν κόσμο μας τὶς ἰδιότητες τῆς ἡλιακῆς φύσης καὶ ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας σὲ αὐτὲς τὶς προσοικειώνεται καὶ τὶς γνωρίζει ὀντολογικά. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τὴ στιγμὴ τῆς ἕνωσής του μὲ τὴν ἡλιακὴ ἐνέργεια γίνεται φωτεινὸς καὶ θερμός, ἀκτινοβολώντας τὴ φυσικὴ λαμπρότητα τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς καὶ προσλαμβάνοντας τὴ θερμότητά του, ἐνῶ ταυτόχρονα λαμβάνει καὶ τὴν ὀντολογικὴ «γνώση» τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἡλιακῆς φύσης. Γνωρίζει δηλαδή μὲ ὑπαρξιακό (καὶ ὄχι μὲ διανοητικό) τρόπο αὐτὲς τὶς ἰδιότητες. Γνωρίζει ὀντολογικὰ πὼς ἡ ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἡλιακὴ φύση ὑπάρχει ὡς φῶς καὶ θερμότητα. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἑνώνεται μὲ τὴν ἡλιακὴ ἐνέργεια προσοικειώνεται τὶς ἰδιότητες τῆς ἡλιακῆς φύσης καὶ τὶς γνωρίζει ὀντολογικά, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὅταν ἑνώνεται μὲ τὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ προσοικειώνεται τὶς ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσης καὶ ἀποκτᾶ τὴν ὀντολογική τους γνώση.
ἶναι σημαντικό τέλος νὰ διευκρινίσουμε πώς ἡ ὀντολογικὴ γνώση ὄχι μόνο προηγεῖται χρονικὰ τῆς ἀντίστοιχης διανοητικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπερβαίνει ἀξιολογικά, γιατὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ αὐτή. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε μάλιστα τὴν ἀνωτερότητα τῆς ὀντολογικῆς ἔναντι τῆς διανοητικῆς γνώσης, παραμένοντας στὸ ἴδιο παράδειγμα, ἂς θέσουμε στὸν ἑαυτό μας ἕνα φανταστικὸ δίλλημα. Ἂς ὑποθέσουμε λοιπόν πὼς ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ αὐτοπροσδιορίσουμε τρόπον τινὰ τὴν ὕπαρξή μας, ἐπιλέγοντας πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή μας ἕναν ἀνθρώπινο τύπο ἀνάμεσα σὲ δύο προκαθορισμένες ἐπιλογές. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ λοιπὸν ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γεννιέται σὲ κάποια χώρα τοῦ τρίτου κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι καταδικασμένος νὰ μὴ λάβει καμία σχολικὴ παιδεία, ἀλλὰ γεννιέται ὑγιὴς καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τὴν ἱκανότητα τῆς ὀντολογικῆς γνώσης τοῦ ἡλιακοῦ φωτός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γεννιέται σὲ μία προηγμένη χώρα τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει πρόσβαση στὴν ὀργανωμένη ἐκπαίδευση καὶ μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ γίνει ἄριστος ἀστροφυσικός, ἀλλὰ γεννιέται τυφλὸς καί ὡς ἐκ τούτου στερεῖται τὴ δυνατότητα τῆς ὀντολογικῆς γνώσης τοῦ ἡλιακοῦ φωτός. Μπορεῖ ὅμως νὰ γνωρίσει διανοητικὰ τὴ φύση τοῦ φωτὸς μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ μελέτη. Ποιός ἄραγε ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀνθρώπινους τύπους γνωρίζει ἀληθινὰ τὸ ἡλιακὸ φῶς; Καὶ ποιόν ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἐπιλέγαμε, ἂν τὸ ὑποθετικό μας δίλλημα προκαθόριζε πραγματικὰ τὴν προσωπική μας ζωὴ;
Κεφάλαιον Ι΄: Περὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Κύριος πολὺ συχνὰ στὰ Εὐαγγέλια μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἢ τὴ «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ὁ ὅρος αὐτὸς μάλιστα κατέχει δεσπόζουσα θέση στὴ διδασκαλία Του. Ποιά εἶναι ὅμως ἡ σημασία του; Κατὰ πρῶτο λόγο, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπικρατήσει ὁριστικὰ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Εἶναι συνεπῶς κάτι τὸ ἀναμενόμενο. Ὁ χαρακτήρας της εἶναι «ἐσχατολογικὸς» καὶ ἔχει ἀναμφισβήτητα χρονικὴ διάσταση.
Εἰδικότερα στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται ἡ αἰώνια ζωὴ τῶν δίκαιων ἀνθρώπων κοντὰ στὸ Θεὸ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας θὰ γίνει ἡ Ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων (νεκρῶν καὶ ζωντανῶν) καὶ ἡ κρίση τους ἀπὸ τὸ Χριστό. Τότε οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι, μετέχοντας στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὸ Θεὸ (βλπ. Α΄ Ἰωάν. 3,2) καὶ θὰ Ζήσουν κοντά του αἰώνια, ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ χώρου καὶ χρόνου. Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι σὲ ἐκείνη τὴ Ζωὴ θὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε μορφὴ δυστυχίας καὶ πόνου, γιατί «…ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν…» (Ἀποκ. 7,17). Βασικὰ γνωρίσματα τῆς Ζωῆς τῶν δίκαιων στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἡ ψυχοσωματικὴ ἀθανασία, ἡ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἡ τέλεια ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες ἀναφερόμενοι σὲ αὐτὴ τὴ Ζωή τονίζουν δύο πράγματα. Πρῶτον ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψει τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ μακαριότητά της, ἀφοῦ τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν «…ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν…» (Α΄ Κορ. 2,9) καί δεύτερον ὅτι οἱ ὑλικὲς χαρὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς σημερινῆς ζωῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ συγκριθοῦν σὲ μέγεθος καὶ ἀξία μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ γνωρίσουν τότε οἱ δίκαιοι, ἀφοῦ κατὰ τὸν γέροντα Ἰωσὴφ τὸν ἡσυχαστή «…τὰ ἐδῶ φαινόμενα ὡραῖα ἐμπρὸς εἰς τὰ ἐκεῖσε εἶναι σκότος καὶ κόλασις…» («Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπ. ΜΓ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 253).
αυτόχρονα ὅμως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι παρούσα καὶ μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ συνεπῶς τὰ «ἔσχατα» κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν εἶναι μόνο χρονική, ἀλλὰ κυρίως ποιοτικὴ καὶ ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ «προγεύονται» τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεοπτίας, μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἕνωσής τους μὲ τὸ Θεό. Ἡ μετοχή τους στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ τοὺς χαρίζει μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου κάτι ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς εὐτυχίας ποὺ θὰ ἀποκτήσουν οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀναφερόμενος στὴν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου, εἶπε γιὰ τοὺs τρεῖς μαθητὲς ποὺ ἦταν παρόντες στὴ Μεταμόρφωσή Του: «…Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσονται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει…» (Μάρκ. 9,1). Βέβαια ἡ γνώση αὐτὴ στὴν παρούσα ζωὴ δὲν εἶναι πλήρης καὶ τέλεια, γι᾽ αὐτὸ στὴν Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζεται ὡς «…ἀρραβών...» τῆς μελλοντικῆς ζωῆς (Ἐφεσ. 1,14), ἐνῶ ἡ ὁριστικὴ ἐπικράτησή της χαρακτηρίζεται ὡς «…γάμος…» (Ἀποκ. 19,7-9). Γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι: «… βλέπομεν ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον…» (Α΄ Κορ. 13,12). Ἐπίσης ἡ γνώση αὐτὴ στὴν παρούσα ζωὴ δὲν εἶναι μόνιμη καὶ ἀναφαίρετη κατάσταση. Οἱ Ἅγιοι κατὰ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ προγεύονται σὲ κάποιες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀλλά στὴ συνέχεια ἐπανέρχονται στὴ συνήθη ἀντίληψη τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὅμως στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ δὲν θὰ εἶναι μόνο τελειότερη ὡς πρὸς τὸ βάθος καὶ τὴν ἔνταση τῆς γνώσης, ἀλλὰ καὶ ἀναφαίρετη ὡς πρὸς τὸ μέτρο τῆς «χρονικῆς» της διάρκειας.
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περὶ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Θέωσιν.
ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «…στενὴ καὶ τεθλιμμένη…καὶ ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν…» (Ματθ. 7,14). Συχνὰ μάλιστα παρομοιάζεται στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν κοπιαστικὴ ἀνάβαση ἑνὸς ψηλοῦ βουνοῦ, ἐνῶ παράλληλα ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας παρομοιάζεται μὲ τὴν κατάκτηση τῆς κορυφῆς του, ἀφοῦ μετὰ ἀπό τὸν κόπο τῆς ἀνάβασης ὁ ὀρειβάτης ἀποζημιώνεται τρόπον τινά γενναιόδωρα γιὰ τὴν προσπάθειά του μὲ τὴν ἀπόλαυση τῆς πανοραμικῆς θέας ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Ποιά ὅμως στοιχεῖα συνθέτουν τὴν πορεία αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ὁδοῦ; Αὐτὰ κατὰ κύριο λόγο περιγράφονται μὲ σαφήνεια στὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος τὸν ΙΔ΄ αἰώνα, ἀπαντώντας στὴν πρόκληση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ καλαβροῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν λοιπῶν ὁμοφρόνων του ἀντιησυχαστῶν, ἀναγκάστηκε νὰ ἀνακεφαλαιώσει ἐπιτυχῶς τὸ σύνολο τῆς προγενέστερης Παράδοσης καὶ νὰ ὁρίσει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεολόγου πρὸς τὴν ἀπόκτηση τῆς Θεογνωσίας, πρὸς τὴν ὀντολογικὴ δηλαδὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς.
πορεία λοιπὸν αὐτή κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἐπίπονο ἀγώνα τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐπήρεια τῶν παθῶν. Στὸν ἀγώνα αὐτὸ ὁ χριστιανὸς παλεύει ἀρχικὰ μὲ τὰ «χονδρά» καὶ ὀφθαλμοφανῆ πάθη, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ αὐτὰ τῆς φιλοκτημοσύνης ἢ τῆς ἱκανοποίησης τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, ἐνῶ στὸ τελικό του στάδιο παλεύει μὲ τὰ πιὸ «λεπτά» καὶ δυσδιάκριτα πάθη καὶ κυρίως μὲ αὐτὸ τῆς ὑπερηφάνειας, ποὺ κατὰ τοὺς Πατέρες ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς πτώσης μας καὶ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν μορφῶν τοῦ κακοῦ. Τονίζουμε ἐπίσης ὅτι κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ποινικοὶ καὶ ἠθικοὶ νόμοι ποὺ σκοποῦν στὴν ἐπιβολὴ μιᾶς μορφῆς δικαίου, οὔτε κώδικες καλῆς συμπεριφορᾶς ποὺ σκοποῦν στὴ ὀρθὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα μας, ἀλλὰ κανόνες ἀπόλυτης τελειότητας καὶ ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τοῦ κακοῦ ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο. Ἐξαιτίας μάλιστα τοῦ ὑπερκόσμιου καὶ ἀπόλυτου χαρακτήρα τους οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ὁδηγοῦν πάντα στὴν ὑπερνίκηση τοῦ κακοῦ καί ὡς ἐκ τούτου ἡ τήρησή τους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὠφέλιμη καὶ γιὰ αὐτὸν ποὺ τὶς ἐφαρμόζει, ἀλλὰ καὶ γιὰ αὐτὸν πρὸς τὸν ὁποῖο ἐφαρμόζονται. Πιὸ ἁπλά, εἶναι ἐκ φύσεως ἀδύνατον νὰ τηρηθοῦν οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἐφαρμογή τους νὰ μὴν προκύψει ὠφέλεια. Μὲ τὴ λέξη ὅμως ὠφέλεια δὲν ἐννοοῦμε τὸ ὄφελος στὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰώνιας ὕπαρξης.
ἀγώνας γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπινων δυνάμεων. Σὲ διαφορετικὴ ἄλλωστε περίπτωση θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις καὶ συνεπῶς τὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας θὰ ἦταν περιττό. Γιὰ νὰ μπορέσει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἀγώνα αὐτὸ νικητής πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὡς δεύτερος Ἀδὰμ διόρθωσε μὲ τὸ ἔργο Του καὶ κυρίως μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του τὴ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἀνθρώπινη φύση τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ χάρισε σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Κύριος δίδαξε στοὺς μαθητὲς τὴ σημασία αὐτῆς τῆς σωτήριας ἑνότητας κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἀμπέλου (βλπ. Ἰωάν. 15,1-16), τονίζοντας πὼς αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ κατὰ τὸν ἀψευδῆ λόγο Του: «…χωρὶς Ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν…» (Ἰωάν. 15,5). Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Χριστὸ πραγματοποιεῖται μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἡλιακὸ φῶς εἰσέρχεται μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα σὲ ἕνα σπίτι, καὶ μὲ τὴν Ἐνέργειά της ὁ χριστιανός ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπική του δεκτικότητα καὶ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστό. Οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν πὼς ἡ ἕνωση αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ καὶ ἀληθινή (ὄχι φανταστικὴ ἢ συμβολική) καὶ πὼς χωρὶς αὐτὴν κάθε προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει στὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς εἶναι μάταιη καὶ ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη νὰ ἀποτύχει. Ἂς σημειώσουμε τέλος πὼς ἡ ἐγκυρότητα τῶν χριστιανικῶν μυστηρίων ὑφίσταται μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, τὰ μυστήρια τῶν ὁποίων στεροῦνται τὴ Θεία Χάρη καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἄκυρα στὸ σύνολό τους. Γι᾽ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν αὐστηρότατα τὴ συμμετοχὴ τῶν ὀρθοδόξων στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν ὀρθόδοξη λατρεία. Γιὰ τὸν ἴδιο ἐπίσης λόγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οὔτε γνήσια Θεολογία, οὔτε ἀληθινοὶ Θεολόγοι, ἀφοῦ αὐτὰ προϋποθέτουν τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης, τὴν ὁποία ὅμως οἱ αἱρετικοί δυστυχῶς στεροῦνται μὲ δική τους εὐθύνη καὶ ὑπαιτιότητα.
γωνιζόμενος λοιπὸν ὁ χριστιανὸς νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μετέχοντας συνειδητὰ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καθαρίζει σὺν τῷ χρόνω τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὰ πάθη καί ἔτσι ἑλκύει τὴν ἄκτιστη Θεία Χάρη. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπτύξουμε τὸν τρόπο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Θεία Χάρη ἐνεργεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ κατεργάζεται τὴ σωτηρία του. Ἄλλωστε τὸ ζήτημα αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ τὸ κεντρικὸ ἀντικείμενο τοῦ λόγου μας. Ἀξίζει ὅμως νὰ ἀναφέρουμε πὼς οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τρία διαδοχικὰ στάδια στὴν Ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ τρία διαδοχικὰ στάδια πνευματικῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνάλογα μὲ τὰ στάδια αὐτὰ ἡ Θεία Χάρη χαρακτηρίζεται ὡς καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ τελειωτική. Στὴν πρώτη φάση, τὴ λεγόμενη καθαρτική, ἡ Θεία Χάρη σὰν φιλόστοργη μητέρα ἀγκαλιάζει τρυφερὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἕλκει ἀβίαστα πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Γεννᾶ μέσα του τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος, τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, τὴ φλογερὴ διάθεση τῆς μετάνοιας, τὴν ἐπιθυμία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς συμμετοχῆς στὰ σωστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ πολὺ συχνὰ τὸν περιβάλλει αἰσθητὰ μὲ τὴν ἀγάπη της καὶ τοῦ χαρίζει γλυκύτατα δάκρυα, μὲ τὰ ὁποῖα συντελεῖται ἡ κάθαρσή του ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
τὴ δεύτερη φάση, τὴ λεγόμενη φωτιστική, ἡ Θεία Χάρη ἀναγεννᾶ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ σταδιακὰ πρὸς τὸ Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς «Θεοεγκαταλείψεως». Εἰδικότερα, ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας ἤδη λάβει μία μικρὴ ἀλλὰ γνήσια ἐμπειρία τῆς Θείας Χάρης, καθίσταται ἱκανὸς νὰ βιώνει αἰσθητὰ τὴν ἔλευση καὶ τὴν ἄρση της. Ἔτσι γνωρίζει ἐμπειρικὰ πλέον τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Θεία Χάρη τὸν προσεγγίζει, ἀλλὰ καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχωρεῖ ἀπὸ αὐτόν. Γνωρίζει ἀκόμη τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Θεία Χάρη τὸν ἀλλοιώνει πνευματικά, δηλώνοντας ἔτσι τὴν παρουσία της, καθὼς καὶ τὸ μέτρο ἔντασης αὐτῆς τῆς ἀλλοίωσης. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἐπιθυμεῖ νὰ ἑλκύσει τὴ Θεία Χάρη, νὰ τὴ διατηρήσει κοντά του γιὰ πάντα, καὶ εἰ δυνατὸν νὰ αὐξήσει τὴν ἔντασή της, ἐνῶ γιὰ νὰ πετύχει αὐτὸ τὸ σκοπὸ προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει λογικὰ τὴ συμπεριφορά της. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ Θεία Χάρη, ἔχοντας κερδίσει τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁδηγεῖ σταδιακὰ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Θεογνωσία, «ἐπιβραβεύοντας» τρόπον τινά μὲ τὴν ἔλευσή καὶ τὴν αὔξηση τῆς ἔντασής της κάθε ἀγαθὴ κίνηση τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ σώματός του καὶ, κατὰ ἀντίστροφη ἔννοια, «τιμωρώντας» μὲ τὴν ἄρση καὶ τὴ μείωση τῆς ἔντασής της κάθε ἐμπαθῆ καὶ ἐφάμαρτη πράξη, ἐπιθυμία, ἢ ἀκόμη καὶ σκέψη του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ κάθε ἄνθρωπος προκόπτει σὲ αὐτὴ τὴν πορεία σὲ διαφορετικὸ βαθμό ἀνάλογα μὲ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν προαίρεσή του καί κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «…ποιεῖ καρπόν, ὁ μὲν ἑκατόν, ὁ δὲ ἑξήκοντα, ὁ δὲ τριάκοντα…» (Ματθ. 13,8). Ἐλάχιστοι τέλος ἀριθμητικὰ ἄνθρωποι φτάνουν στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς πορείας. Τότε κατὰ τὴ μαρτυρία τῶν Πατέρων ἡ ἔνταση τῆς Θείας Χάρης αὐξάνει σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε αὐτὴ καθίσταται πλέον πνευματικὰ «ὁρατή» καὶ ἡ μόνη κτιστὴ λέξη ποὺ μπορεῖ νὰ περιγράψει κάτι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία της εἶναι ἡ λέξη «Φῶς». Ἡ πνευματικὰ ὁρατὴ θέα τῆς Θείας Χάρης ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες «Ἄκτιστο Φῶς» καὶ ἡ «θεωρία» της ἀποτελεῖ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἔσχατου σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀφοῦ κατὰ τὸ Μεγάλο Ἀθανάσιο: «…ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ ὁρᾶν τὸν Θεὸν γέγονεν καὶ ὑπ’ αὐτοῦ φωτίζεσθαι…» (βλπ. Κατὰ Ἑλλήνων κεφ. 7). Στὴ φάση πάντως τῆς φωτιστικῆς Θείας Χάρης ἡ θέα τοῦ ὁρωμένου Φωτὸς εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινή, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι βραχεία (σύντομη) ὡς πρὸς τὴ χρονική της διάρκεια καὶ συνυπάρχει μὲ τὴ συνήθη φυσικὴ ὅραση. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ βλέπει ταυτόχρονα μὲ τὰ πνευματικά του μάτια τὸ Ἄκτιστο Φῶς καὶ μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸ κτιστὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἐνῶ παράλληλα διατηρεῖ τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ περιβάλλοντος χώρου.
τὴν τρίτη φάση, τὴ λεγόμενη τελειωτική, ἡ Θεία Χάρη πληθαίνει ὑπερβολικὰ σὲ ἔνταση καὶ φτάνει μέχρι τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ἡ χρονικὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς γίνεται μεγαλύτερη, ἐνῶ καὶ ἡ ἔντασή του αὐξάνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος «χάνει» τὴν αἴσθηση ὄχι μόνο τῆς φυσικῆς ὅρασης καὶ τοῦ περιβάλλοντος χώρου, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ του σώματος. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὑπάρχει μόνον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ «βλέπει» τὸν Θεὸ μέσα σὲ ἄπλετο Φῶς. Μετά ὅμως ἀπό τὸ πέρας τῆς θεωρίας ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει σταδιακὰ στὴ συνήθη ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ γέρων Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστὴς «…Ὕστερον δὲ πάλιν ὀλίγον-ὀλίγον συστέλλεται ἡ νεφέλη τῆς Χάριτος καὶ σκληρύνει ὁ πήλινος ὡς ὁ κηρὸς καὶ ἔρχεται εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡσὰν νὰ ἐβγῆκε ἀπὸ ἕνα λουτρόν· καθαρός, ἐλαφρός, διαυγής, χαριέστατος, γλυκύς, μαλακὸς ὡσὰν τὸ βαμβάκι καὶ πλήρης σοφίας καὶ γνώσεως. Πλὴν ἐκεῖνος ὅστις θέλει τοιαῦτα ὀφείλει νὰ βαδίζει πρὸς θάνατον εἰς κάθε στιγμήν….» («Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπ. ΚΣΤ΄, σελ. 141).
πανιότατη τέλος ἀλλὰ σημειωτέα εἶναι ἡ περίπτωση τῶν μεγάλων Ἁγίων, στοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς χαρίζει στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς τους πορείας ὄχι τὴν καθαρτικὴ Θεία Χάρη τῶν ἀρχαρίων, ἀλλὰ τὴν τελειωτικὴ Θεία Χάρη τῶν ἀξίων. Στὶς περιπτώσεις αὐτές φυσικά ὁ Θεὸς προγνωρίζει πὼς ἐκεῖνοι θὰ ἀποβοῦν ἄξιοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καὶ θὰ ὑπομείνουν τὸν τιτάνιο ἀγώνα ποὺ συνεπάγεται ἡ συγκλονιστικὴ περιπέτεια γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
ἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουν στὴν ἀριθμητικὰ μικρή, ἀλλὰ ποιοτικὰ ἐκλεκτή, ὁμάδα τῶν χριστιανῶν ποὺ ὁλοκλήρωσε τὴν πορεία τῆς ἀνάβασης στὸ ὄρος τῆς Θεογνωσίας καὶ κατέκτησε στὸ μέτρο τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ τὴν κορυφή της. Ἐκτός ὅμως ἀπὸ τὴν ἁγιότητα οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι κατέχουν σὲ ὕψιστο βαθμὸ καὶ τὴ γνώση τῆς «θύραθεν σοφίας», τὴν ἐπιστημονικὴ δηλαδή γνώση. Ἔτσι δὲν εἶναι μόνο Ἅγιοι μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ ἄνθρωποι μὲ σπάνια εὐφυΐα, ἐξαιρετικὲς διανοητικὲς ἱκανότητες, εὐρύτατη παιδεία καί γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς τους τέλεια ἐπιστημονικὴ κατάρτιση. Οἱ περισσότεροι μάλιστα ἀπὸ αὐτούς, ἂν ὄχι ὅλοι, θὰ εἶχαν ἀναδειχθεῖ ἀνώτεροι μεταξὺ τῶν ὁμοτέχνων τους στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ἄν ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶχε κερδίσει τὴν ψυχή τους. Οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνιες καὶ μεγάλες προσωπικότητες στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ γενικότερα στὸ χῶρο τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Εἶναι κυριολεκτικὰ πνευματικοὶ γίγαντες ποὺ ἡ ἀξία τους μόνο μὲ αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἢ τῶν μεγάλων φιλοσοφικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν προσωπικοτήτων θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ ἢ νὰ παραλληλιστεῖ. Ἡ Θεόπνευστη διδασκαλία τους ἀποτελεῖ πολύτιμη παρακαταθήκη, τὴν ὁποία ὡς χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ γνωρίσουμε, νὰ διαφυλάξουμε καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦμε ἀπέναντι στὶς προκλήσεις τῶν κακοδόξων καὶ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικὰ μάλιστα στὶς ἡμέρες μας ποὺ δυστυχῶς πολλοὶ ἐπιχειροῦν μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο νὰ κηλιδώσουν τὶς ἅγιες μορφές τους καὶ νὰ ὑποβαθμίσουν τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο τους.
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας.
λοκληρώνοντας τὸ λόγο μας, νομίζουμε πὼς πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε ἔστω καὶ συνοπτικὰ στὸ σύγχρονο θεολογικὸ λόγο ποὺ ἐμεῖς χαρακτηρίζουμε ὡς «ψευδώνυμη θεολογία». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δηλώνουμε γενικὰ τὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ προτεσταντικοῦ. Ἡ ψευδώνυμη θεολογία εἶναι πνευματικὸ γέννημα τῆς νεώτερης εὐρωπαϊκῆς σκέψης καὶ συνδέεται στενότατα μὲ τὰ ἄθεα φιλοσοφικὰ ρεύματα τοῦ θετικισμοῦ, τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ἐνῶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της διακρίνεται μὲ σαφήνεια ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ θεολογία τῶν κακοδόξων. Ἡ ψευδώνυμη θεολογία γεννήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ καλλιεργήθηκε συστηματικὰ στὶς θεολογικὲς σχολὲς τῶν διαφόρων εὐρωπαϊκῶν πανεπιστημίων καί ἰδίως τῶν γερμανικῶν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. καὶ μετά. Βασικά της γνωρίσματα εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς Θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ κριτικὴ ἀμφισβήτηση τῆς γνησιότητας τῶν βιβλίων της, ἡ ἄρνηση τῆς ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας τῶν Εὐαγγελίων, καθὼς καὶ μία ἰδιότυπη ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος προσαρμοσμένη στὶς ἀρχὲς τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας. Ἡ κατάληξη τῆς ψευδώνυμης θεολογίας ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα τραγική, ἀφοῦ σχεδὸν ὅλοι οἱ «θεολόγοι» ποὺ ἀκολούθησαν μὲ συνέπεια τὶς ἀρχές της ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀρνηθοῦν τὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἱστορικότητα τῆς Ἀνάστασής Του (ὢ πλάνη ἐσχάτη καὶ σκότος ψηλαφητόν!!!).
ὸ χαρακτηριστικότερο ἴσως παράδειγμά της εἶναι ἡ περίπτωση τῆς περίφημης μορφοϊστορικῆς σχολῆς, ἡ ὁποία ἐν ὀλίγοις ὑποστήριξε πὼς ἄλλος εἶναι ὁ «Ἰησοῦς τῆς πίστεως» καὶ ἄλλος εἶναι ὁ «Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας». Ἀπὸ αὐτούς, ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὅπως παρουσιάζεται στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ εἰκόνα Του ὅμως μέσα στὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ πολλὰ μυθικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποδόθηκαν σὲ Αὐτὸν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Στὰ μυθικὰ αὐτὰ στοιχεῖα συγκαταλέγεται ἡ πίστη στὴ Θεότητά Του, τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑπερφυσική Του γέννηση, τὰ θαύματά Του, καὶ φυσικὰ ἡ Ἀνάστασή Του. Ἄν λοιπόν κατὰ τὴ μορφοϊστορικὴ σχολή θέλουμε πραγματικὰ νὰ γνωρίσουμε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ ἐντοπίσουμε τὰ μυθικὰ στοιχεῖα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε ἀπὸ αὐτήν. Στὴ συνέχεια, στηριζόμενοι μόνο στὰ βιβλικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπομένουν, θὰ μπορέσουμε νὰ συνθέσουμε τὴν ἱστορικὴ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδὴ τὸν «Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας». Τί θὰ γίνουν ὅμως τὰ μυθικὰ στοιχεῖα ποῦ ἀφαιρέσαμε; Θὰ τὰ πετάξουμε στὰ σκουπίδια; Ὄχι, μὴ βιάζεστε!!! Ἡ μορφοϊστορικὴ σχολὴ ἔχει τὴ λύση, τὰ χρειάζεται. Τίποτα δὲν πάει χαμένο. Τὰ ἄχρηστα ὑλικὰ ἀνακυκλώνονται. Θὰ πάρουμε λοιπὸν τὰ μυθικὰ στοιχεῖα τῶν Εὐαγγελίων καὶ θὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ἐκ νέου. Αὐτὴ ὅμως τὴ φορὰ θὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς ἐκφράζει τὸ σύγχρονο τρόπο σκέψης καὶ εἶναι ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Μέσα μάλιστα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ διαδικασία προκύπτει μεγάλη ὠφέλεια γιὰ τὸ χριστιανικὸ κόσμο, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀπομυθοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ νέα ὑπαρξιακὴ ἑρμηνεία τοῦ μύθου της «σώζουμε» τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι πολὺ ἔξυπνος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ξεπερασμένη πλέον καὶ ἀφελῆ ἑρμηνεία τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι δηλαδή κάτι σὰν νὰ μεταπλάθουμε τὸ «…Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου…» σὲ «…Σῶσον, ὁ λαός, τὸν Θεόν σου…». (Βοήθεια, Θεέ μου, καὶ μὴ χειρότερα!!!)
ὰ πράγματα θὰ ἦταν περισσότερο γιὰ γέλια καὶ λιγότερο γιὰ κλάματα, ἂν ἡ ψευδώνυμη θεολογία ἔμενε στὸ φυσικό της χῶρο, στὶς θεολογικές δηλαδὴ σχολὲς τῶν πανεπιστημίων τῆς Εὐρώπης καὶ γενικὰ στὸ χῶρο τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ. Τὸ κακὸ ὅμως εἶναι πὼς τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν πολὺ διαφορετικά. Ἡ ψευδώνυμη θεολογία βρῆκε ἀνέλπιστα πολλοὺς θαυμαστὲς καὶ ἐκφραστὲς στὴν πατρίδα μας, ἐνῶ δυστυχῶς καὶ ἡ ἐπιρροή της στὰ σύγχρονα θεολογικὰ δρώμενα αὐξάνεται συνεχῶς. Οἱ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς τῶν νεότερων θεολόγων στὰ διάφορα πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης, ἡ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα ἡ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὸ ζωηφόρο ρεῦμα τῆς Παράδοσης εἶναι οἱ βασικὲς γενεσιουργὲς αἰτίες τῆς συνεχῶς αὐξανόμενης σύγχυσης καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ. Παράλληλα, ἡ σταδιακὴ ἀποχώρηση τῶν παλαιότερων πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, ποὺ εἶχαν σαφῶς ἰσχυρότερες ἀντιστάσεις καὶ στενότερους δεσμοὺς μὲ τὴν Παράδοση, ἀπὸ τὸ προσκήνιο της διδασκαλίας ἐπιτείνει τὸ πρόβλημα καὶ τὸ καθιστᾶ ὀξύτερο. Μᾶς θλίβει βαθύτατα καὶ μᾶς φοβίζει ἡ εἰκόνα τῆς σύγχρονης θεολογικῆς πραγματικότητας τοῦ τόπου μας, ἀφοῦ βλέπουμε νὰ κυκλοφοροῦν σήμερα στὴν πατρίδα μας πλῆθος ἀπὸ ἑλληνικὲς θεολογικὲς δημοσιεύσεις ποὺ ποικιλότροπα ἀναπαράγουν καὶ προωθοῦν τὶς ἀρχὲς τῆς ψευδώνυμης θεολογίας, ἐκθειάζουν ὡς τάχα σπουδαῖο καὶ ἄκρως σημαντικὸ τὸ ἔργο τῶν εὐρωπαίων εἰσηγητῶν της, προβάλλουν καὶ ἱεροποιοῦν τὶς πνευματικὰ νεκρὲς μορφές τους, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμή τοποθετοῦν τοὺς Ἅγιους Πατέρες, ποὺ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας, στὸ περιθώριο τοῦ ἐνδιαφέροντος, ἄλλες φορὲς μὲ διακριτικὸ καὶ ἄλλες φορὲς μὲ ξεδιάντροπο τρόπο. Ἂν τέλος στὰ ἀνωτέρω προσθέσει κανεὶς τὴν ὀδύνη ποὺ συνεπάγεται τόσο ἡ προσωπική μας ἐπαφὴ μὲ τοὺς φορεῖς τῶν ἀντιλήψεων τῆς ψευδώνυμης θεολογίας, ὅσο καὶ ὁ κίνδυνος τῆς διάχυσης τῶν ἀντιλήψεών τους στὸ λαό μας καὶ κυρίως στὴ νεολαία μας, ἔχει μία σαφῆ καὶ πλήρη εἰκόνα τῶν στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴ θλίψη μας καὶ κατανοεῖ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ τοῦ κειμένου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ:
Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.
εβόμαστε εἰλικρινὰ καὶ ἀγαπᾶμε πραγματικὰ ὅλους ὅσους κοπίασαν γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας καὶ συνετέλεσαν μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο στὴν κατὰ Θεὸν αὔξηση καὶ προκοπή μας ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία μέχρι σήμερα. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, δόξα τῷ Θεῶ, εἶναι πολλοὶ. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς ἀναφέρουμε ὀνομαστικὰ καὶ ἀκόμη φοβόμαστε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ξεχάσουμε κάποιον ἀπὸ αὐτούς, προκαλώντας ἄθελά μας τὸ δικαιολογημένο παράπονό του. Τοὺς εὐχαριστοῦμε λοιπὸν ὅλους θερμὰ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐλεήσει καὶ νὰ ἀνταποδώσει πλουσιοπάροχα τὸν κόπο τους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς δίκαιης κρίσης Του.
ὰ ἤμασταν ὅμως ἀσυγχώρητοι, ἐὰν στὴ γενικότητα τῆς εὐχαριστίας μας δὲν ἀναγνωρίζαμε δύο ὀνομαστικὲς ἐξαιρέσεις. Ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἤδη γνωστὴ στὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴν εἰσαγωγική μας ἀφιέρωση. Ἀφορᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, τοῦ πανοσιολογιώτατου ἀρχιμανδρίτη πατρὸς Λαυρεντίου Γρατσία, κληρικοῦ τῆς ἱερᾶς μητρόπολης Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ μακαριστοῦ πλέον μητροπολίτου Φλωρίνης κυροῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη. Στὰ πόδια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγήθηκαν τὰ βήματά μας ἀπὸ τὴν ἀνεξιχνίαστη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Στὸ πρόσωπό του γνωρίσαμε ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν παιδικῶν μας χρόνων τὴ γνήσια καὶ ἀνιδιοτελῆ χριστιανικὴ ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτὸν ἀνατραφήκαμε πνευματικὰ μὲ τὸ ἄδολο γάλα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ποτιστήκαμε μὲ τὰ νάματα τῆς ἁγιώτατης πίστης μας. Δὲν ἀξίζαμε ἕναν τέτοιο πνευματικὸ πατέρα. Ἡ πείρα ἄλλωστε τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε περίτρανα τὴν ἀναξιότητά μας γιὰ τὴν ὁποία σήμερα ντρεπόμαστε ἀνώφελα. Παρὰ ταῦτα μᾶς δίνεται σήμερα ἡ εὐκαιρία νὰ τοῦ ἐκφράσουμε δημόσια τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν εὐχαριστία μας καὶ νὰ τοῦ ζητήσουμε ταπεινὰ συγνώμη γιὰ τὶς θλίψεις, τὶς πικρίες, τὸν πόνο καὶ τὶς ἀπογοητεύσεις ποὺ κατὰ καιροὺς τοῦ προσφέραμε. Δυστυχῶς ὅμως ὅσο εὔκολη εἶναι γιὰ τὸν ἴδιο ἡ παροχὴ αὐτῆς τῆς συγνώμης, τόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἐμᾶς νὰ ξεχάσουμε τὰ λάθη μας καὶ νὰ συγχωρήσουμε τὸν ἑαυτό μας.
δεύτερη ἐξαίρεση ἀφορᾶ τὸ μακαριστὸ καθηγητὴ τῆς πατρολογίας τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κυρὸ Στυλιανὸ Παπαδόπουλο. Ἡ γνωριμία μας μαζί του ὑπῆρξε σύντομη καὶ ποτὲ δὲν ἔλαβε τὸ χαρακτήρα μιᾶς στενὰ προσωπικῆς σχέσης. Ἴσως γιατὶ ποτὲ δὲν τὸ ἐπέτρεψαν οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς. Ἴσως πάλι γιατί ὅταν τὸν πλησιάζαμε ἡ ψυχὴ μας καταλαμβάνονταν ἀπὸ ἕνα ἱερὸ δέος ποὺ ἐμπόδιζε τὴν ὅποια προσωπικὴ ἐπαφή, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν πάντα προσιτὸς καὶ συγκαταβατικὸς πρὸς τοὺς φοιτητές του. Νοιώθαμε πὼς αἰσθανόταν καὶ ἀνταπέδιδε τὴν ἀγάπη μας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τολμήσαμε νὰ τὸν προσεγγίσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ πανεπιστημίου. Αὐτό ἴσως νὰ ἦταν καὶ τὸ λάθος μας, ἀλλὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχει καμία σημασία. Παρὰ ταῦτα ἡ ἀγάπη ποὺ τρέφαμε, καὶ ἐξακολουθοῦμε νὰ τρέφουμε μέχρι σήμερα, γιὰ τὸ πρόσωπό του ἦταν πολὺ μεγάλη, ἐνῶ ἡ μορφὴ καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο σφράγισαν ἀνεξίτηλα τὴν προσωπικότητά μας καὶ διαμόρφωσαν καθοριστικὰ τὴ θεολογική μας σκέψη. Τὸν εὐχαριστοῦμε λοιπὸν θερμὰ γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς πρόσφερε καὶ εὐχόμαστε νὰ τὸν συναντήσουμε ξανὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλησμόνητη τέλος θὰ μᾶς μένει ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὸν συναντήσαμε. Βρήκαμε τὸ θάρρος νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε στὸ γραφεῖο του γιὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουμε μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἀνακοίνωση τῆς λήψης τοῦ πτυχίου μας. Μᾶς δέχθηκε μὲ τὴ συνηθισμένη καλοσύνη του καὶ μᾶς ζήτησε νὰ καθίσουμε γιὰ λίγο μαζί του. Συζητήσαμε κατ᾽ ἰδίαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὀδυνηρὴ στιγμὴ τῆς ἀποχώρησής μας τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς εὔχεται μὲ τὴ γνωστὴ, ἤρεμη καὶ σιγανὴ φωνὴ του φανερὰ συγκινημένος: «… Νὰ ζήσεις παιδί μου, νὰ σὲ χαίρεται ἡ Ἐκκλησία…». Γιὰ νὰ προσθέσει ἀμέσως μετά τὸν τελευταῖο του λόγο, τὸν ὁποῖο διατηροῦμε πάντα στὴ μνήμη μας ὡς πολύτιμη καὶ ἱερὴ παρακαταθήκη: «…Νὰ ἀγαπᾶς τοὺς Πατέρες, νὰ ποῦμε. Νὰ τοὺς ἐμπιστεύεσαι καὶ σὲ αὐτοὺς νὰ καταφεύγεις ὅταν εἶσαι στεναχωρημένος. Σὲ αὐτοὺς νὰ λὲς τὸν πόνο σου καὶ τὸ παράπονό σου. Αὐτοὶ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ παίρνουν ἀπὸ πάνω σου ὅλο τὸ βάρος τῆς θλίψης, ὅσο μεγάλο καὶ ἂν εἶναι, καὶ νὰ σὲ βοηθᾶνε σὲ κάθε περίσταση…». Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩι ΘΕΩι ΔΟΞΑ
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
θεολόγος – ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 24/08/2013
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΠΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου