Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Περί Θεολογίας. Έκθεσις συνοπτική των αρχών της Ορθοδόξου Θεολογίας εις κεφάλαια ΙΒ'

 


 
 
Π Ε Ρ Ι
Θ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Α Σ 
 
 Ἤτοι, ἔκθεσις συνοπτικὴ
 τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
εἰς κεφάλαια ΙΒ΄ (12) πονηθεῖσα ὑπὸ
Μιχαὴλ Κωνσταντίνου Μπερκουτάκη
ἐν ἔτει σωτηρίῳ 2013 

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑ,
ΤΟΝ  ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟ ΓΡΑΤΣΙΑ,
ΩΣ ΑΡΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ.
  
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ
Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης………………..….σελ. 5
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus)……………….….σελ. 7

ΜΕΡΟΣ 2ο: ΖΩΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀποθετὸν κάλλος…......σελ. 11
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας...………………………….….σελ. 14
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως……………………….….….σελ. 17

ΜΕΡΟΣ 3ο: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει……σελ. 21
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καὶ ἀσυνεννοησίας……….σελ. 23
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ………..……………...σελ. 25

ΜΕΡΟΣ 4ο: Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Κεφάλαιον Θ΄: Περὶ τῆς Θεογνωσίας……………………….….….σελ. 28
Κεφάλαιον Ι΄: Περὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν………….........σελ. 31
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περὶ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Θέωσιν………….…….σελ. 70
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας…………...….σελ. 36
Ἐπιμύθιον: Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.………......σελ. 38
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α΄- Β΄
 ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ
«…ὁ­λό­κλη­ρος ἡ πο­ρεί­α τῆς ἐν Θε­ῷ ζω­ῆς μου ὡ­δή­γη­σεν ἐ­μὲ εἰς τὴν πε­ποί­θη­σιν, ὅ­τι ἑ­κά­στη πα­ρέκ­κλι­σις τῆς νο­ε­ρᾶς ἡ­μῶν συ­νει­δή­σε­ως ἀ­πὸ τῆς ὀρ­θῆς κα­τα­νο­ή­σε­ως τῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἀν­τα­να­κλᾶ ἀ­να­πο­φεύ­κτως ἐ­πὶ τῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων τοῦ πνεύ­μα­τος ἡ­μῶν εἰς τὴν πρά­ξιν τῆς κα­θἡ­μέ­ραν ἡ­μῶν ὑ­πάρ­ξε­ως. Ἄλ­λαις λέ­ξε­σιν: Ἡ ἀ­λη­θῶς δι­καί­α ζω­ὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει ὀρ­θὴν ἀν­τίλη­ψην πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ, πε­ρὶ τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος…» (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι», ἔκδ. 1992, σελ. 14)
 Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης.
χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α εἶ­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ στὰ ἔρ­γα τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­σφα­λὴς ὅ­μως γνώ­ση της προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀνάπτυξη ὁ­ρι­σμέ­νων πα­ράλ­λη­λων ζη­τη­μά­των ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας ἀ­πο­τε­λοῦν τὰ μό­να ἀ­σφα­λῆ θε­μέ­λια τῆς ὀρ­θῆς κα­τα­νό­η­σής της. Τὰ ζη­τή­μα­τα αὐ­τὰ σχε­τί­ζον­ται τόσο μὲ τὸν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὀρθή γλωσ­σι­κή του δι­α­τύ­πω­ση. Αὐ­τὰ τὰ ζη­τή­μα­τα θὰ προ­σπα­θή­σου­με τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν νὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με συ­νο­πτι­κὰ στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας. Ἂς ἀρ­χί­σου­με λοι­πὸν μὲ τὴν πα­ρου­σί­α­ση τῆς σχέ­σης ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος, ἀ­νά­με­σα στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α.
­λοι οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των. Ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος γιὰ πα­ρά­δειγ­μα καὶ οἱ Καπ­πα­δό­κες Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ Τρι­α­δο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος, ὁ Ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καὶ ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τὴς ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ Χρι­στο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος κ.ο.κ. Στὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸ γνώ­ρι­σαν δι­ωγ­μούς, φυ­λα­κί­σεις, ἐ­ξο­ρί­ες καὶ μαρ­τύ­ρια, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα σή­κω­σαν τὸ βα­ρὺ σταυ­ρὸ τῆς συ­κο­φαν­τί­ας καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου κα­τα­τρεγ­μοῦ. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἔ­μει­ναν μέ­χρι τέ­λους ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σαν τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης καὶ ἀ­γω­νί­στη­καν ἕ­ως θα­νά­του γιὰ τὴν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ δι­ά­φο­ροι αἱ­ρε­τι­κοί, ποὺ εἶ­χαν κα­τὰ κα­νό­να μὲ τὸ μέ­ρος τους τὴν κο­σμι­κὴ ἐ­ξου­σί­α καὶ ἐ­πε­δί­ω­καν τὶς πο­λι­τεια­κὲς ἐ­πεμ­βά­σεις στὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το μέ­σο γιὰ νὰ ἀ­ναγ­κά­σουν τοὺς Πα­τέ­ρες νὰ πα­ρεκ­κλί­νουν ἔ­στω καὶ κατ᾽ ἐ­λά­χι­στο ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν ὅ­μως πάν­τα τὴ γεν­ναί­α καὶ ἀ­νέν­δο­τη ἀν­τί­στα­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται συνοπτικὰ μὲ τὰ λό­για τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου Ἐ­φέ­σου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ: «…οὐ χω­ρεῖ συγ­κα­τά­βα­σις εἰς τὰ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως…».
ἄ­τεγ­κτη στά­ση τους γεν­νᾶ μί­α σει­ρὰ ἀ­πὸ λο­γι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί οἱ Πα­τέ­ρες ἐμ­μέ­νουν στὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης; Για­τί ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Για­τί ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­χρι θα­νά­του γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των; Ἂν ἡ στά­ση τους δὲν ἔ­χει κά­ποι­α πρα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α, τό­τε πρὸς τί οἱ αἱ­μα­τη­ρὲς δι­α­μά­χες μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ποὺ γιὰ αἰ­ῶ­νες συν­τά­ρα­ξαν τὴ Ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α; Δὲν θὰ ἦ­ταν ἄ­ρα­γε σω­στό­τε­ρο νὰ φα­νοῦν οἱ Πα­τέ­ρες δι­αλ­λα­κτι­κοὶ ἀ­πέ­ναν­τι στὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­ξουν μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ σύν­θε­ση τῶν δι­α­φο­ρῶν ποὺ τοὺς χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἀ­πο­βλέ­πον­τας στὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ὁ­μό­νοι­ας καὶ τῆς ἀ­γά­πης με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν; Για­τί ἀ­που­σιά­ζει παν­τε­λῶς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τους ἡ ἔν­νοι­α τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­τείου τῆς ἀ­γά­πης» ποὺ τό­σο ἔν­το­να προ­βάλ­λε­ται σή­με­ρα ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νους θε­ο­λο­γι­κοὺς κύ­κλους; Ἡ κοινή ἀ­πάν­τη­ση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των βρί­σκε­ται στὴ στε­νό­τα­τη σχέ­ση ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος, ἀ­νά­με­σα στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α. Οἱ Πα­τέ­ρες δὲν ὑ­πο­χω­ροῦν στὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, για­τί γνω­ρί­ζουν πὼς τὰ δόγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­φη­ρη­μέ­νες θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χές, δὲν εἶ­ναι νο­η­σι­αρ­χι­κὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ χρι­στια­νὸς κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ δι­α­νο­η­τι­κά, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς «γνώ­σης» ποὺ προ­σφέ­ρει στὸν κτι­στὸ ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἕ­νω­σή του μὲ τὸν ἄ­κτι­στο Θε­ό. Καὶ μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ «γνώ­ση» καὶ τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση ὁ­ρί­ζε­ται τὸ ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος, ἡ ἀ­λη­θι­νή δη­λα­δή ζω­ὴ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο στὴν προ­σω­πι­κή του ἕ­νω­ση μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ στὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας. 
­πο­κα­λυ­πτι­κὸς στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ πα­ρα­θέ­του­με ἀ­πὸ τὸ Γε­ρον­τι­κό: «…Λέ­γα­νε γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να, ὅ­τι κά­ποι­οι πῆ­γαν νὰ τὸν συ­ναν­τή­σουν, για­τὶ ἄ­κου­σαν πὼς εἶ­χε πο­λλὴ δι­ά­κρι­ση. Καὶ θέ­λον­τας νὰ δο­κι­μά­σουν τὸν γέ­ρον­τα, ἂν ὀρ­γί­ζε­ται, τοῦ εἶ­παν:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων; Μᾶς εἶ­παν γιὰ σέ­να πὼς εἶ­σαι πόρ­νος καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νος.
– Ναί, ἔ­τσι εἶ­ναι. Ἀ­πάν­τη­σε ἀ­τά­ρα­χος ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­γά­θων. Τό­τε τοῦ λέ­νε:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων, ὁ φλύ­α­ρος καὶ κα­τά­λα­λος;
– Ναί, ἐ­γὼ εἶ­μαι. Ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ πά­λι αὐ­τός. Τό­τε λοι­πόν τοῦ λέ­νε:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων, ὁ αἱ­ρε­τι­κός; Καὶ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ γέ­ρον­τας:
– Ὄ­χι, αἱ­ρε­τι­κὸς δὲν εἶ­μαι. Τό­τε οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν, λέ­γον­τας:
– Πές μας, για­τί ὅ­λα ὅ­σα σοῦ εἴ­πα­με τὰ ἀ­πο­δέ­χθη­κες, ἐ­νῶ αὐ­τὸν τὸ λό­γο δὲν μπό­ρε­σες νὰ τὸν βα­στά­ξεις; Καὶ ὁ γέ­ρον­τας ἀ­πάν­τη­σε:
–  Τὰ πρῶ­τα ποὺ μοῦ εἴ­πα­τε τὰ ἀ­πο­δέ­χο­μαι, για­τί αὐ­τὸ εἶ­ναι ὄ­φε­λος γιὰ τὴν ψυ­χή μου, ἀλ­λὰ τὸ νὰ πε­ρι­πέ­σει ὁ ἄν­θρω­πος στὴν αἵ­ρε­ση εἶ­ναι χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τὸ Θε­ό καὶ ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ χω­ρι­στῶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ό. Ὅ­ταν ἄ­κου­σαν οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες αὐ­τὴ τὴν ἀ­πάν­τη­ση, θαύ­μα­σαν τὴ δι­ά­κρι­ση τοῦ γέ­ρον­τα καὶ ἔ­φυ­γαν ὠ­φε­λη­μέ­νοι…».
Ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­γά­θων δὲν ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος Θε­ο­λό­γος. Θὰ μπο­ροῦ­σε μά­λι­στα μὲ βά­ση τὴ δι­α­νο­η­τι­κή του μόρ­φω­ση νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς ἀ­γράμ­μα­τος ἢ ἀ­παί­δευ­τος. Πα­ρό­λα αὐ­τά εἶ­χε σα­φῆ συ­νεί­δη­ση τῆς ση­μα­σί­ας ποὺ ἔ­χει ἡ ὀρ­θὴ πί­στη γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ καὶ γι᾽ αὐ­τὸ ἀ­παν­τᾶ στοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες του ὡς με­γά­λος Θε­ο­λό­γος. Ἀ­πο­δέ­χε­ται ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα μὲ ἀ­λη­θι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ αὐ­το­μεμ­ψί­α τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν του, ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νές, για­τὶ γνω­ρί­ζει πὼς ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς ἔ­χει πε­ρι­θώ­ρια καὶ ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας, ἐ­νῶ ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν κα­τη­γο­ρί­α τῆς αἵ­ρε­σης, για­τὶ γνω­ρί­ζει πὼς ὁ αἱ­ρε­τι­κὸς εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κὰ χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, ἄ­σχε­τα μὲ τὸ ἐ­άν ἡ ζω­ή του εἶ­ναι τυ­πι­κὰ ἐ­νά­ρε­τη ἢ ὄ­χι. Ὁ Θε­ό­πνευ­στος λό­γος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει πὼς ἡ ὀρ­θὴ πί­στη προ­η­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ εὐ­σέ­βεια καὶ μά­λι­στα ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ἀ­πό­κτη­σή της.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ στε­νὴ σχέ­ση ποὺ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὴν πί­στη καὶ τὴ ζω­ὴ μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Πρὶν ἀ­πὸ τὸ κτί­σι­μο ἑ­νὸς σπι­τιοῦ προ­η­γεῖ­ται ἡ ἐκ­πό­νη­ση ἑ­νὸς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κοῦ σχε­δί­ου. Στὸ σχέ­διο αὐ­τὸ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται μὲ ἀ­κρί­βεια ὁ τρό­πος τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του καὶ ρυθ­μί­ζον­ται λε­πτο­με­ρῶς ὅ­λα τὰ σχε­τι­κὰ μὲ αὐ­τὴν ζη­τή­μα­τα. Ἔ­στω λοι­πόν ὅ­τι ὁ ὑ­πεύ­θυ­νος μη­χα­νι­κὸς κά­νει ἕ­να λά­θος στὸ σχε­δια­σμὸ τοῦ σπι­τιοῦ. Ἄν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ξε­χά­σει νὰ σχε­διά­σει τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἢ τὴν πόρ­τα ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου, τό­τε τὸ λά­θος του θὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ θὰ ζή­σουν στὸ σπί­τι. Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, γιὰ νὰ μεί­νου­με στὸ ἀ­νω­τέ­ρω πα­ρά­δειγ­μα, θὰ ἔ­χουν στὸ σπί­τι τους ἕ­να σκο­τει­νὸ δω­μά­τιο ἢ ἕ­να δω­μά­τιο στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θὰ ἔ­χουν πρό­σβα­ση. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τὸ ὅ­ποι­ο λά­θος στὸ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὸ σχέ­διο θὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πρα­κτι­κὴ ἐ­πί­πτω­ση στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ θὰ ζή­σουν στὸ σπί­τι. Ἔ­τσι τὸ σχέ­διο τοῦ σπι­τιοῦ, ἂν καὶ τὸ ἴ­διο δὲν εἶ­ναι σπί­τι, σχε­τί­ζε­ται ἄ­με­σα μὲ αὐ­τό, για­τί ὁ­ρί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του. Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ σχέ­ση ποὺ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ὑ­πάρ­ξει ἕ­να λά­θος στὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ λά­θος αὐ­τὸ νὰ μὴν ἔ­χει πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες στὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος, νὰ μὴν ἀλ­λοι­ώ­νει δη­λα­δή τὸ λά­θος αὐ­τὸ μὲ τὸν ἕ­να ἢ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο τὴν ἀ­λη­θι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ εὐ­σέ­βεια. Ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς ἄρ­ρη­κτης ἑ­νό­τη­τας τοῦ δόγ­μα­τος μὲ τὸ ἦ­θος ἀ­ναγ­κά­ζει τοὺς Πα­τέ­ρες νὰ ἐμ­μέ­νουν ἄ­τεγ­κτα στὴν ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καὶ κα­θι­στᾶ κά­θε ἔν­νοι­α τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­τεί­ου τῆς ἀ­γά­πης» ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στη μὲ τὸ ἔρ­γο καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους.
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus).
Π
α­ρὰ τὴ στε­νό­τα­τη σχέ­ση ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη καὶ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή, ὁ σύγ­χρο­νος χρι­στια­νὸς ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ πῶς ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ­ρί­ζει καί­ρια τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος. Ἔ­τσι ὡς χρι­στια­νοὶ νοι­ώ­θου­με συ­χνὰ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ καὶ νὰ τὴν ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ἔ­ναν­τι τῶν δι­ά­φο­ρων αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλλὰ πα­ράλ­λη­λα ἀ­γνο­οῦ­με πλή­ρως τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ ἡ πί­στη δι­α­μορ­φώ­νει τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο τοῦ βί­ου. Σή­με­ρα γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­νας ὀρ­θό­δο­ξος χρι­στια­νὸς μπο­ρεῖ νὰ δι­α­λέ­γε­ται μὲ ἕ­ναν μάρ­τυ­ρα τοῦ Ἰ­­ε­χω­βᾶ γιὰ τὸ ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς ὑ­πάρ­χει ὡς Ἁ­γί­α Τριά­δα ἢ ὡς Μο­νά­δα Προ­σώ­πων, ἢ μὲ ἕ­ναν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ γιὰ τὸ ἐ­ὰν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται μό­νον ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ἢ ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸν Υἱ­ό, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἂν κα­νεὶς μι­λή­σει μα­ζί τους γιὰ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος, ἔκ­πλη­κτος θὰ πα­ρα­τη­ρή­σει πὼς με­τα­ξύ τους δὲν ὑ­πάρ­χουν οὐ­σι­α­στι­κὲς δι­α­φο­ρές. Λί­γο ἢ πο­λὺ οἱ ἠ­θι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς ἑ­νὸς ὀρ­θό­δο­ξου, ἑ­νὸς μάρ­τυ­ρα τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ καὶ ἑ­νὸς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μες. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας στὸν χω­ρι­σμὸ τῆς πί­στης ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, στὸ χω­ρι­σμὸ τοῦ δόγ­μα­τος ἀ­πὸ τὸ ἦ­θος, στὸ χω­ρι­σμὸ τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α. Ὁ χω­ρι­σμὸς αὐ­τὸς πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­γνοι­α τῆς «ὀν­το­λο­γι­κῆς ἢ ὑ­παρ­ξια­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των». Μὲ τὸν ὅρο αὐ­τὸ δη­λώ­νου­με τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ὁ­ρί­ζει καὶ δι­α­μορ­φώ­νει τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος. Μό­νο ὅ­μως μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸν ἀ­γώ­να τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῆς ὀρ­θῆς πί­στης. Καί κα­τὰ τὴν ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ φα­νε­ρώ­νει τὶς ὀ­δυ­νη­ρὲς συ­νέ­πει­ες τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῶν χρι­στια­νῶν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴν ἄρ­ρη­κτη ἑ­νό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
T
ὸ χω­ρι­σμὸ τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πὸ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἠ­θι­κὴ ὁ­ρί­ζου­με ὡς «εὐ­σε­βι­σμὸ» (ἢ πι­ε­τι­σμὸ ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κό pietas ποὺ ση­μαί­νει εὐ­σέ­βεια). Ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ὡς θε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γεν­νή­θη­κε στὴ Δύ­ση πε­ρὶ τὰ τέ­λη τοῦ 17ου αἰ­ώ­να καὶ ἀρ­χι­κά ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση στὴ βι­αι­ό­τη­τα τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης ἡ δι­α­μά­χη ἀ­νά­με­σα στὸ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ καὶ τὸν προ­τε­σταν­τι­κὸ κό­σμο δὲν ἐ­ξαν­τλή­θη­κε στὸ θε­ο­λο­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, ἀλ­λὰ ὁ­δή­γη­σε σὲ ἐμ­φύ­λι­ες καὶ δι­ε­θνεῖς πο­λε­μι­κὲς συγ­κρού­σεις ποὺ συν­τα­ρά­ξαν γιὰ αἰ­ῶ­νες τοὺς λα­οὺς τῆς Εὐ­ρώ­πης. Ἡ ὀ­ξύ­τη­τα τῆς θε­ο­λο­γι­κῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης καὶ κυ­ρί­ως οἱ σφα­γὲς ποὺ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν καὶ ἀ­πὸ τὶς δύ­ο πλευ­ρὲς μὲ ψυ­χο­λο­γι­κὸ ἄλ­λο­θι τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς «ὀρ­θῆς πί­στης» ὁ­δή­γη­σαν ὁ­ρι­σμέ­νους χρι­στια­νούς, ποὺ προ­έρ­χον­ταν κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὸν προ­τε­σταν­τι­κὸ κό­σμο, στὴν ἄρ­νη­ση τῆς σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Πά­νω στὴν ἄρ­νη­ση αὐ­τὴ ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ θε­με­λι­ώ­σει τὴν ἀ­πό­δει­ξη τοῦ οὐ­το­πι­κοῦ καὶ ἀ­νώ­φε­λου χα­ρα­κτή­ρα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν καὶ πο­λε­μι­κῶν συγ­κρού­σε­ων τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης, προ­τεί­νον­τας ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος τὴν πρό­τα­ξη τῆς ἀ­το­μι­κῆς ἠ­θι­κῆς ἔ­ναν­τι τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Γιὰ τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ ἡ ἑ­νια­ία ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κὴ εἶ­ναι ἡ λο­γι­κὴ βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α οἱ δύ­ο ἀν­τί­πα­λες πα­ρα­τά­ξεις θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ στη­ρί­ξουν τὴν ὑ­πέρ­βα­ση τῶν δι­α­φο­ρῶν τους καὶ τὴν οἰ­κο­δό­μη­ση τῆς εἰ­ρη­νι­κῆς τους συ­νύ­παρ­ξης. Ἔ­τσι ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀ­φη­ρη­μέ­νη δι­α­νο­η­τι­κὴ πε­ρὶ Θε­οῦ ἀν­τί­λη­ψη, ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς σχο­λα­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἀν­τι­πα­ρέ­θε­σε τὴν αὐ­τό­νο­μη θρη­σκευ­τι­κὴ πρά­ξη, τὴν ἀ­το­μι­κὴ εὐ­σέ­βεια, τὴ δι­κα­νι­κὴ ἀ­ρε­τή, ἡ ὁ­ποί­α νο­εῖ­ται ὡς συ­νε­πὴς ὑ­πο­τα­γὴ σὲ κά­ποι­ον ὑ­περ­φυ­σι­κὸ «νό­μο» καὶ ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ μὲ βά­ση τὶς συμ­βα­τι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Πα­ρὰ τὶς κα­λὲς προ­θέ­σεις ποὺ σί­γου­ρα ὑ­πῆρ­ξαν, ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς δὲν πέ­τυ­χε τὸ σκο­πό του. Ἀν­τί­θε­τα στὴν προ­σπά­θειά του νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴ νο­ση­ρό­τη­τα τῆς δυ­τι­κῆς θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, κα­τέ­λη­ξε σὲ ἕ­να ἀ­κό­μη λά­θος, στὸν πλή­ρη δη­λα­δὴ χω­ρι­σμὸ τῆς πί­στης ἀ­πὸ τὴ ζω­ή. Γιὰ τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ τὰ δόγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ οἱ «θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χές» τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­μί­α πρα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α ἤ ἀ­κό­μη καὶ πραγ­μα­τι­κὴ ὑ­πό­στα­ση, ἐ­νῶ κά­θε λό­γος γιὰ αὐ­τὲς θε­ω­ρεῖ­ται μά­ται­ος καὶ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κός. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴ θε­με­λι­ώ­δη ἀν­τί­λη­ψη ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὰ δόγ­μα­τα ὡς ἀ­να­πό­δει­κτα ἀ­ξι­ώ­μα­τα ἄ­σχε­τα μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, τά ὁποῖα ὁ χρι­στια­νὸς ἀ­πο­δέ­χε­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτει μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ ἀ­πο­δέ­χε­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτει τὶς θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χὲς ἑ­νὸς φι­λο­σο­φι­κοῦ συ­στή­μα­τος ἢ μιᾶς πο­λι­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας.
Σ
τὸ Δυ­τι­κὸ κό­σμο ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἐκ­φρά­στη­κε θε­ο­λο­γι­κὰ μὲ δι­ά­φο­ρες μορ­φές. Οἱ πιὸ γνω­στὲς εἶ­ναι τὸ πε­ρί­φη­μο «πρω­τεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης» καὶ ἡ λε­γό­με­νη «θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων». Τὴν πρώ­τη ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὴ χα­ρα­κτη­ρί­σα­με ἤ­δη ὡς ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σύμ­βα­τη μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων (βλπ. Κεφ. Α΄). Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πὼς κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς χρι­στι­α­νι­κὲς «ἐκ­κλη­σί­ες» δὲν κα­τέ­χει μό­νη της τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας, ἀλ­λὰ κά­θε μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς κα­τέ­χει μό­νον ἕ­να μέ­ρος Της καὶ συ­νε­πῶς ὅ­λες μα­ζί στὸ σύ­νο­λό τους ἀ­πο­τε­λοῦν «…τὴ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α…», γιὰ τὴν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Ἐν­νο­εῖ­ται φυ­σι­κὰ πὼς καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀν­τί­λη­ψη εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σύμ­βα­τη μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ἀ­φοῦ ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει χά­ριν τῆς «ἑ­νό­τη­τας» τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου τὴν ἄρ­νη­ση ἑ­νὸς μέ­ρους ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λή­θεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καὶ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ ἑ­νὸς μέ­ρους τῆς κα­κο­δο­ξί­ας τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Οἱ δύ­ο αὐ­τὲς βα­σι­κὲς ἐκ­φρά­σεις τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­πί­και­ρες στὶς ἡ­μέ­ρες μας, για­τὶ πά­νω τους στη­ρί­ζε­ται ἐν πολ­λοῖς ἡ θε­ο­λο­γι­κὴ θε­με­λί­ω­ση τοῦ λε­γό­με­νου «Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Δι­α­λό­γου». Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸ δη­λώ­νε­ται ἡ προ­σπά­θεια τῆς ἕ­νω­σης τῶν κα­κό­δο­ξων χρι­στι­α­νι­κῶν ὁ­μο­λο­γι­ῶν μὲ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στή βά­ση ὅ­μως ὄ­χι τῆς ἀ­να­ζή­τη­σης καὶ ἀ­πο­δο­χῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ τῆς σύν­θε­σης τῶν δογ­μα­τι­κῶν τους δι­α­φο­ρῶν. Ἔ­χον­τας πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τῆς βα­ρύ­τη­τας τοῦ λό­γου μας τολ­μᾶ­με μὲ κά­θε ἐ­πι­φύ­λα­ξη νὰ ποῦ­με πὼς ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς τεί­νει νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ σή­με­ρα ὡς μί­α και­νο­φα­νὴς αἵ­ρε­ση στὸ χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α γε­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Οἰ­κου­με­νι­σμός». Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ὡς αἵ­ρε­ση ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἴ­δια τὴ φύ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ στη­ρί­ξει τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ὄ­χι στὴ με­το­χή του στὴν Ἀ­λή­θεια (Θέ­ω­ση), ἀλ­λὰ σὲ μί­α κτι­στὴ καὶ θνη­σι­γε­νῆ εὐ­σέ­βεια ποὺ εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νη από τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὴ μό­νη πη­γὴ τῆς Ζω­ῆς. Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­τι­δι­α­στέλ­λου­με ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔν­νοι­α τοῦ «Ὀρ­θό­δο­ξου Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ», γνώ­ρι­σμα τοῦ ὁ­ποί­ου κα­τὰ τοὺς Ἰ­ω­σὴφ Βρυ­έν­νιο καὶ ἅ­γιο Μάρ­κο Ἐ­φέ­σου τὸν Εὐ­γε­νι­κό εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια ἕ­νω­σης τῶν χρι­στια­νῶν ὄ­χι στή βά­ση τῆς σύν­θε­σης τῶν δογ­μα­τι­κῶν τους δι­α­φο­ρῶν, ἀλ­λὰ τῆς εὕ­ρε­σης καὶ ἀ­πο­δο­χῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
εὐ­σε­βι­σμὸς ὡς θε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη δὲν πε­ρι­ο­ρί­στη­κε στὸ χῶ­ρο τῆς δυ­τι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας. Μὲ πολ­λοὺς τρό­πους πέ­ρα­σε καὶ στὸ χῶ­ρο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, προ­κα­λών­τας ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη ζη­μιὰ στὶς συ­νει­δή­σεις τῶν πι­στῶν. Θὰ ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κὰ τὶς δύ­ο σπου­δαι­ό­τε­ρες ἐκ­φρά­σεις του. Στὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας ἡ πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ ἔν­το­να πα­ρα­τη­ρεῖ­ται στὶς ἡ­μέ­ρες μας. Συ­χνὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν ἡ δι­ά­χυ­τη ἀν­τί­λη­ψη πὼς ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­φο­ρᾶ μό­νο τοὺς «εἰ­δι­κούς» τῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, πὼς ἡ φυ­σι­κή της θέ­ση βρί­σκε­ται στὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ θε­ο­λο­γι­κὰ συγ­γράμ­μα­τα, στὰ ἀμ­φι­θέ­α­τρα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν σχο­λῶν καὶ στὰ δι­ά­φο­ρα θε­ο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια, ἐ­νῶ ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο με­λέ­της ἀ­φο­ρᾶ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἕ­να στε­νὸ καὶ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νο κοι­νό. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν ἐ­σφαλ­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ὁ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας καὶ ὁ κα­τη­χη­τὴς ἀ­πο­φεύ­γουν συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ δι­δά­ξουν στὸ λα­ό μας ἀ­κό­μη καὶ τὶς θε­με­λι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἀ­φοῦ αὐ­τὸ θε­ω­ρεῖ­ται ἐκ προ­οι­μί­ου ἄ­χρη­στο καὶ πε­ριτ­τό. Ἔ­τσι ὅ­μως μοι­ραῖα ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α παύ­ει νὰ εἶ­ναι λό­γος γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ καὶ ἐκ­πί­πτει σὲ μί­α στεί­ρα ἠ­θι­κο­λο­γί­α ποὺ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα συμ­βα­τὴ μὲ τὶς ἀν­τί­στοι­χες ἠ­θι­κο­λο­γί­ες τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ ἔ­χει κα­ταγ­γελ­θεῖ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ σχο­λι­ά­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ πολ­λοὺς μὲ τὸν ὅ­ρο «πι­ε­τι­σμὸς» (ἡ χρή­ση τοῦ ὅ­­ρου δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­στο­χη, ἀλ­λὰ νο­μί­ζου­με πὼς ὁ ὅ­ρος «πι­ε­τι­σμὸς» ἔ­χει σα­φῶς εὐ­ρύ­τε­ρη θε­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α, τὴν ὁ­ποί­α ἤ­δη ἀ­να­πτύ­ξα­με ἀ­νω­τέ­ρω). Ἐπί­σης στὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ στὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ὀ­φεί­λε­ται καὶ τὸ φαι­νό­με­νο πού γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «συν­τη­ρη­τι­σμὸς» ἢ καὶ ὡς «σύν­δρο­μο τοῦ ὀρ­θο­δο­ξο­α­μυν­το­ρι­σμοῦ». Μὲ τοὺς ὅ­ρους αὐ­τοὺς δη­λώ­νε­ται ἡ θε­ω­ρη­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν δογ­μά­των τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης χω­ρὶς τὴν πα­ράλ­λη­λη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς τους δι­ά­στα­σης. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στὶς ἡ­μέ­ρες μας ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν δογ­μά­των, αὐ­τὴ κατὰ κανόνα συν­τε­λεῖ­ται χω­ρὶς κα­μί­α ἀ­να­φο­ρὰ στὴ σχέση τους μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔ­τσι ὅ­μως τὰ δόγ­μα­τα προ­σφέ­ρον­ται στοὺς πι­στοὺς ἀ­πο­κομ­μέ­να ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ὴ ποὺ «ση­μαί­νε­ται» μέ­σα σὲ αὐ­τὰ καὶ ἡ ὅποια γνώ­ση τους ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στὴ δι­α­νο­η­τι­κή τους ἀ­φο­μοί­ω­ση. Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σὲ τί δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἡ στά­ση αὐ­τὴ τὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ἀ­πὸ τὸ δυ­τι­κὸ χρι­στι­α­νι­σμό; Εἶ­ναι μᾶλ­λον ἐ­πί­και­ρος ὁ λό­γος τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ λέ­ει πὼς οἱ χρι­στια­νοὶ τῶν ἔ­σχα­των χρό­νων θὰ εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι «… ἔ­χον­τες μόρ­φω­σιν εὐ­σε­βεί­ας, τὴν δὲ δύ­να­μιν αὐ­τῆς ἠρ­νη­μέ­νοι…» (Β΄ Τιμ. 3,5).
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με τέ­λος νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ μὲ ἕ­να σύν­νε­φο ποὺ κα­λύ­πτει τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἐμ­πο­δί­ζει τὶς ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου νὰ φω­τί­σουν τὸν κό­σμο. Ὁ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸς καὶ ὁ προ­τε­σταν­τι­κὸς κό­σμος δὲν χά­νουν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κά­τι ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἀ­φοῦ ζοῦν μέ­σα στὴ νύ­κτα καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι τῆς ἄ­γνοι­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως βλά­πτε­ται πολ­λα­πλὰ ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του, για­τὶ τὸ σύν­νε­φο αὐ­τό σὰν πνευ­μα­τι­κὴ ὁ­μί­χλη ἐμ­πο­δί­ζει τὰ πι­στὰ μέ­λη της νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν τὴν ὁ­δὸ τῆς Θεώσεως καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας.
 
ΜΕΡΟΣ 2ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Γ΄- Ε΄
ΖΩΗ   ΚΑΙ   ΓΛΩΣΣΑ
 «…Πρὸ τῆς ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­σκέ­ψε­ως, ἀ­να­γι­γνώ­σκων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον ἢ τὰς ἐ­πι­στο­λὰς τῶν Ἀ­πο­στό­λων, δὲν κα­τε­νό­ουν ἀ­λη­θῶς ὁ­ποί­α ὀν­το­λο­γι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­της ἐγ­κρύ­πτε­ται ἐν­τὸς ἑ­κά­στου λό­γου τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Αὐ­τὴ αὕ­τη ἡ ζω­ὴ κα­τέ­δει­ξεν εἰς ἐ­μὲ ὅ­τι ἄ­νευ τῆς ζώ­σης πεί­ρας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς συ­ναν­τή­σε­ως με­τὰ τῶν ἀρ­χῶν καὶ κο­σμο­κρα­τό­ρων τοῦ σκό­τους τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του, τῶν πνευ­μά­των τῆς πο­νη­ρί­ας ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις (Ἔφεσ. 6,12), μό­νη ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ μά­θη­σις δὲν ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴν ἔν­νοι­αν τῆς πί­στε­ως ἠ­μῶν…» (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι», ἔκδ. 1992, σελ. 13)
 
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀπόθετον κάλλος.
 Θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γλώσ­σας. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει πὼς ἡ Θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση ταυ­τί­ζον­ται. Οἱ ἔν­νοι­ες αὐ­τές, ἂν καὶ σχε­τί­ζον­ται στε­νά, ἀ­πο­τε­λοῦν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δύ­ο ξε­χω­ρι­στὲς ὀν­το­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες. Ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ὴ καὶ ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ὁ λό­γος γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή. σχέ­ση Θε­ο­λο­γί­ας κα γλώσ­σας εἶ­ναι τ δεύ­τε­ρο ζή­τη­μα πο πρέ­πει ν ἀ­να­πτύ­ξου­με στν προ­σπά­θειά μας ν κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α.
Χρι­στὸς εἶ­πε στοὺς μα­θη­τὲς κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο: «…Ἐ­γὼ Εἰ­μι Ὁ­δὸς κα Ἀ­λή­θεια κα Ζω­ή, οὐ­δεὶς ἔρ­χε­ται πρς τν Πα­τέ­ρα, ε μ διἘ­μοῦ…» (Ἰ­ω­άν. 14,6). Ὁ ἴ­διος λοι­πόν ὁ Κύ­ριος ὡς Θε­άν­θρω­πος ταυ­τί­ζει τὸν Ἑ­αυ­τό Του μὲ τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια, πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ καὶ τὸ πρό­τυ­πο τῆς Ζω­ῆς. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα μά­λι­στα στὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χὴ ὁ Κύ­ριος θὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς: «…αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νιος Ζω­ή, ἵνα γι­νώ­σκω­σί Σ τν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν κα ν ἀ­πέ­στει­λας Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν…» (Ἰ­ω­άν. 17,3). ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση το Θε­οῦ, ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τς Ἀ­λή­θειας πο «κρύ­βε­ται» πί­σω ἀ­πὸ τ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τς ὀρ­θό­δο­ξης Θε­ο­λο­γί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τος Πα­τέ­ρες ς «τ ἀ­πό­θε­τον κάλ­λος» κα ἀ­πό­κτη­σή της ταυ­τί­ζε­ται μ τν ἀ­πό­κτη­ση τς ἴ­διας τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς, μ τν ἀ­πό­κτη­ση δη­λα­δή τς Βα­σι­λεί­ας τν Οὐ­ρα­νῶν. Οἱ Πα­τέ­ρες ἔ­χουν σα­φῆ συ­νεί­δη­ση τῆς δι­ά­κρι­σης ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, ἀλ­λὰ καὶ τῆς στε­νῆς σχέ­σης ποὺ τὶς συν­δέ­ει. Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ μᾶς δι­δά­σκουν πὼς μό­νη ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ γνώ­ση τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Ἀ­λή­θειας δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τὴν ἐ­πι­βο­λή της, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας. Πιὸ ἁ­πλά, ἡ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας δὲν εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἀλ­λὰ τὸ μέ­σο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ σκο­ποῦ της.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­ά­κρι­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ἀ­πὸ τὴν ὀρθὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι ἔ­χου­με δεῖ πα­λι­ὲς ἀ­σπρό­μαυ­ρες κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες. Σὲ αὐ­τὲς ἐμ­φα­νί­ζον­ται μό­νο δύ­ο χρώ­μα­τα, τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ μαῦ­ρο, ἐ­νῶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα γνω­στὰ χρώ­μα­τα ἀ­που­σιά­ζουν. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν πὼς οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή μας τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με μό­νο δύ­ο χρώ­μα­τα, τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ μαῦ­ρο. Στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ θὰ βλέ­πα­με τὸν κό­σμο ὅ­πως μᾶς τὸν πα­ρου­σιά­ζουν οἱ πα­λι­ὲς ἀ­σπρό­μαυ­ρες ται­νί­ες, ἐ­νῶ θὰ ἀ­που­σί­α­ζε ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ μας τό­σο ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῶν ἄλ­λων χρω­μά­των, ὅ­σο καὶ οἱ λέ­ξεις ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με σή­με­ρα γιὰ νὰ τὰ δη­λώ­σου­με. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με πά­λι πὼς κά­τω ἀ­πὸ κά­ποι­ες συν­θῆ­κες ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πὸ τὴ θέ­λη­σή μας ἀ­πο­κτᾶ­με γιὰ μιὰ στιγ­μή, μό­νον ἐ­μεῖς καὶ κα­νέ­νας ἄλ­λος, τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με ὅ­λα τὰ γνω­στά μας χρώ­μα­τα. Ἡ πρω­τό­γνω­ρη ἐμ­πει­ρί­α ἀρ­χι­κὰ θὰ μᾶς ξαφ­νιά­σει καὶ θὰ μᾶς συγ­κλο­νί­σει. Ἀ­μέ­σως με­τὰ θὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με για­τί μπο­ρέ­σα­με νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ θὰ γεν­νη­θεῖ μέ­σα μας ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ τὴ με­τα­τρέ­ψου­με σὲ μό­νι­μη καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Σὲ αὐ­τὴ μά­λι­στα τὴν κα­τεύ­θυν­ση θὰ στρέ­ψου­με τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ τὸν ἀ­γώ­να μας. Πα­ράλ­λη­λα, ἂν εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­γα­θῆς προ­αί­ρε­σης, θὰ λυ­πη­θοῦ­με ὅ­σους στε­ροῦν­ται τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των. Ὅ­ταν τέ­λος ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ μᾶς ὁ­δή­γη­σε στὴν ὀν­το­λο­γι­κή τους γνώ­ση, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­σους τὴ στε­ροῦν­ται, θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ τοὺς πε­ρι­γρά­ψου­με μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ἐμ­πει­ρί­α μας καὶ νὰ τοὺς ὑ­πο­δεί­ξου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή της. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με τὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ κόκ­κι­νου ἢ τοῦ πρά­σι­νου ἢ τοῦ μπλὲ χρώ­μα­τος σὲ ὅ­σους τὰ ἀ­γνο­οῦν ὀν­το­λο­γι­κὰ καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν ἔ­χουν λέ­ξεις ποὺ νὰ ὁ­ρί­ζουν τὴν ἐμ­πει­ρί­α τους; Καὶ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ τοὺς με­τα­δώ­σου­με μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῶν χρω­μά­των ποὺ ἀ­γνο­οῦν;
Α
ὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων καὶ Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, οἱ Πα­τέ­ρες, ὅ­πως καὶ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι, ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ τη­ρή­σουν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πο­λε­μοῦν μέ­χρι θα­νά­του ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἀ­γώ­νας τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς ὑ­περ­βαί­νει κα­τὰ πο­λὺ τὰ μέ­τρα τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης καὶ ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ αὐ­τὸν νι­κη­τὴς μό­νον ἐ­ὰν ἑ­νω­θεῖ πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Χρι­στὸ συν­τε­λεῖ­ται διὰ μέσου τῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ τὸν ἐ­πί­πο­νο ἀ­γώ­να τους οἱ Πα­τέ­ρες ἑ­νώ­νον­ται μὲ τὸ Χρι­στό, ἑλ­κύ­ουν τὴν ἄ­κτι­στη Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ φτά­νουν στὸν Φω­τι­σμό, στὴν πραγ­μά­τω­ση δη­λα­δή τῆς Θε­ώ­σε­ως καὶ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας. Ἡ γνώ­ση ὅ­μως ποὺ προ­σφέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ με­το­χή του στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὴ καὶ ὄ­χι γλωσ­σι­κή, ἐ­νῶ ὡς πρὸς τὴ φύ­ση της βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ κά­θε κτι­στὴ ἐμ­πει­ρί­α καὶ ὁ­ρι­σμό. Σὲ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο οἱ Πα­τέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψη τῆς πρώ­της «θε­ω­ρί­ας» τοῦ Θε­οῦ περ­νοῦν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­δυ­νη­ρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς «Θε­ο­εγ­κα­τα­λεί­ψε­ως». Κα­τὰ τὴ μα­κρό­χρο­νη συ­νή­θως αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δο δι­δά­σκον­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ τὴν ἄρ­ση τῆς ἐ­νέρ­γειας τῆς Χά­ρης τὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας ποὺ ὁ μα­κα­ρι­στὸς γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ χα­ρα­κτή­ρι­ζε ὡς «δογ­μα­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση». Ὅ­ταν τέ­λος με­τὰ ἀ­πὸ τι­τά­νιο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­πο­κτοῦν τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ τὴ δογ­μα­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Χά­ρης, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­σους τὴ στε­ροῦν­ται, νοι­ώ­θουν τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῶν ὁ­ποί­ων τοὺς χά­ρι­σε ἡ ἕ­νω­σή τους μὲ τὸ Θε­ό, καὶ νὰ μᾶς ὑ­πο­δεί­ξουν τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους. Σκο­πός τους βέ­βαι­α εἶ­ναι νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴ Θέ­ω­ση καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ.
­πὸ ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζει τὸ ἔρ­γο τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ο Πα­τέ­ρες, στν προ­σπά­θειά τους ν πε­ρι­γρά­ψουν τν ἐμ­πει­ρί­α τς Ἀ­λή­θειας κα τς Ζω­ῆς, ἀ­ναγ­κά­ζον­ται ν χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν κτι­στὲς ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις προ­κει­μέ­νου ν δη­λώ­σουν μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὲς τν ὕ­παρ­ξή της. Μοιά­ζουν δη­λα­δή οἱ Πα­τέ­ρες μὲ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των σὲ ὅ­σους τὰ ἀ­γνο­οῦν. Βα­σι­κὸ ὄρ­γα­νό τους στὸν ἀ­γώ­να τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ἡ ἄ­ρι­στη γνώ­ση τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες δα­νεί­στη­καν ὅ­ρους καὶ λο­γι­κὲς δο­μὲς προ­σι­τὲς στοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς τους. ἀν­θρώ­πι­νη ὅ­μως γλώσ­σα στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μπο­ρεῖ μό­νο ν δη­λώ­σει τν ὕ­παρ­ξη τς Ἀ­λή­θειας κα τς Ζω­ῆς κα ὄ­χι ν με­τα­φέ­ρει τν ἐμ­πει­ρί­α τους σ ὅ­σους τ στε­ροῦν­ται. Ἔ­τσι, γιὰ μεί­νου­με στὸ γνω­στό μας πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ποι­ες λέ­ξεις καὶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με τὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος δὲν μπο­ροῦ­με νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὴν ἀ­λη­θι­νή του γνώ­ση σὲ αὐ­τὸν ποὺ τὴν ἀ­γνο­εῖ. Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τοῦ προ­σφέ­ρου­με μέ­σα ἀ­πὸ τὶς κτι­στὲς ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις εἶ­ναι ἡ «μαρ­τυ­ρί­α» τῆς ἐμ­πει­ρί­ας. Μπο­ροῦ­με δη­λα­δή νὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψου­με πὼς ὑ­πάρ­χει μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ζω­ῆς, τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἀ­γνο­εῖ, καὶ νὰ τοῦ ὑ­πο­δεί­ξου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή της. Ἄν ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις, τό­τε δὲν ὠ­φε­λεῖ­ται σὲ τί­πο­τα ἀ­πὸ τὴ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση τῆς γλώσ­σας ποὺ τὰ πε­ρι­γρά­φει. Τί ἀ­ξί­α ἄ­ρα­γε ἔ­χει τὸ νὰ δι­α­βά­ζεις ἢ νὰ γρά­φεις γιὰ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρης, ἂν δὲν γνω­ρί­σεις ἐκ πεί­ρας τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που; Ἤ τί ἀ­ξί­α ἔ­χει τὸ νὰ κα­τέ­χεις μί­α φω­το­γρα­φί­α τῆς πη­γῆς τοῦ νε­ροῦ, ἂν δὲν μπο­ρέ­σεις πο­τὲ νὰ ξε­δι­ψά­σεις ἀ­πὸ αὐ­τήν; Συ­νε­πῶς τ ση­μαν­τι­κὸ δν εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση τς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τν δογ­μά­των, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­πό­κτη­ση τς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τς Ἀ­λή­θειας κα τς Ζω­ῆς πο «ση­μαί­νε­ται» μέ­σα σ αὐ­τήν. Ἡ γλώσ­σα, γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με ἕ­να ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, δὲν εἶ­ναι ὁ γά­μος, ἀλ­λὰ τὸ προ­σκλη­τή­ριο τοῦ γά­μου.
­νῶ ὅ­μως ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν εἶ­ναι τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ζη­τού­με­νο στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή, αὐτὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Ἡ ση­μα­σί­α της ἄλ­λω­στε φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­γώ­να τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των (βλπ. Κεφ. Α΄). Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ σχέ­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας μέ τὴν ὀρθὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἔ­στω ὅ­τι ὁ­δη­γῶ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου κα­τὰ μῆ­κος μιᾶς ἐθνι­κῆς ὁ­δοῦ. Μέ­σα σὲ αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ἕ­νας φί­λος μου. Σὲ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά μας μιὰ με­γά­λη δι­α­σταύ­ρω­ση ποὺ δί­νει στοὺς ὁ­δη­γοὺς τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐ­πι­λέ­ξουν δρό­μους πρὸς δι­ά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις. Φυ­σι­κά οἱ κα­τευ­θύν­σεις αὐ­τὲς ση­μαί­νον­ται μὲ τὶς ἀ­νά­λο­γες πι­να­κί­δες. Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς γρά­φει: «ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 200 ΧΛΜ». Ἐ­γὼ στα­μα­τῶ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου καὶ βγαί­νω ἀ­πὸ αὐ­τό. Πλη­σιά­ζω τὴν πι­να­κί­δα ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸ δρό­μο πρὸς τὸν προ­ο­ρι­σμό μου καὶ γε­μά­τος χα­ρὰ φωνάζω:
- Ἐ­πι­τέ­λους, φτά­σα­με στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Ὁ φί­λος μου σκέ­φτε­ται πὼς μᾶλ­λον τρε­λά­θη­κα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ μὲ συ­νε­φέ­ρει:
- Τί εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ λές; μοῦ λέ­ει. Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ πι­να­κί­δα ποὺ σοῦ δείχνει τὸ δρό­μο πρὸς τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ὁ πραγ­μα­τι­κός μας προ­ο­ρι­σμὸς ἀ­πέ­χει 200 χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πὸ ἐ­δῶ.
Ἐ­ὰν νο­μί­ζε­τε πὼς ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μου εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη, θὰ σᾶς ἀ­παν­τή­σω πώς, ναί, εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη. Εἶ­μαι ὅ­μως τό­σο πα­ρά­λο­γος, ὅ­σο καὶ ὁ χρι­στια­νὸς ποὺ πι­στεύ­ει πὼς ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ γνώ­ση καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῶν δογ­μά­των εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἄν πραγ­μα­τι­κά θέ­λω νὰ φτά­σω στὸν ἀ­λη­θι­νό μου προ­ο­ρι­σμὸ πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φύ­γω δύ­ο λά­θη. Πρῶ­τον δὲν πρέ­πει νὰ ταυ­τί­σω τὴν πι­να­κί­δα μὲ τὸν προ­ο­ρι­σμό μου, με­τα­τρέ­πον­τάς την σὲ αὐ­το­σκο­πὸ τοῦ τα­ξι­διοῦ μου, καὶ δεύ­τε­ρον δὲν πρέ­πει νὰ πε­ρι­φρο­νή­σω τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ποὺ αὐ­τή μοῦ προ­σφέ­ρει, για­τί ἔ­τσι δὲν θὰ βρῶ πο­τὲ τὸ δρό­μο ποὺ μὲ ὁ­δη­γεῖ στὸν προ­ο­ρι­σμό μου. Ἂν ὑ­πο­πέ­σω σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ λά­θη, τό­τε καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις δὲν θὰ φτά­σω πο­τὲ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας.
­να­φέ­ρα­με ἤ­δη πὼς ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α ταυ­τί­ζε­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μό­νον ὅ­ποι­ος φτά­νει στὴν ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό, μό­νον ὅ­ποι­ος ἀ­πο­κτᾶ γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Θε­ο­λό­γος». Ἡ ἐμ­πει­ρί­α μά­λι­στα τῆς Θεώσεως προ­η­γεῖ­ται χρο­νι­κὰ ἀ­πὸ τὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, ἀ­πὸ τὴν κα­τα­γρα­φὴ δη­λα­δή τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των. Ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῶν δογ­μά­των ἔρ­χε­ται πάν­τα ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­φενὸς μὲν γιὰ νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ γιὰ νὰ τοὺς προ­στα­τεύ­σει ἀ­πὸ τὴν ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ μιὰ λαν­θα­σμέ­νη γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ γε­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «κα­κο­δο­ξί­α» ἢ «αἵ­ρε­ση».
κα­κο­δο­ξί­α ἢ αἵ­ρε­ση εἶ­ναι μιὰ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ει τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ λά­θη καὶ ψέ­μα­τα. Ἡ αἵ­ρε­ση προ­σπα­θεῖ νὰ δι­α­τυ­πώ­σει γλωσ­σι­κὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ ἡ προ­σπά­θειά της εἶ­ναι ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη. Ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της ἡ αἵ­ρε­ση δὲν λέ­ει πο­τὲ μό­νο τὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ καὶ πο­τὲ δὲν λέ­ει μό­νο ψέ­μα­τα. Στὴν αἱ­ρε­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ τὸ ψέ­μα ἀ­να­κα­τεύ­ον­ται μὲ τρό­πο ποὺ κα­θι­στὰ δύ­σκο­λη τὴ δι­ά­κρι­σή τους. Ἔ­τσι οἱ πι­στοὶ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν, ἀ­πο­δε­χό­με­νοι τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης ὡς Ἀ­λή­θεια. Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς αἵ­ρε­σης μὲ ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο κά­ποι­ος ἔ­ρι­ξε λί­γες στα­γό­νες θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο. Τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο αὐ­τοῦ τοῦ πο­τη­ριοῦ μοιά­ζει πο­λὺ μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κα­θα­ρὸ γά­λα καὶ εἶ­ναι εὔ­κο­λο ὁ κα­θέ­νας νὰ ξε­γε­λα­στεῖ καὶ νὰ τὸ πι­εῖ. Ἡ ἐ­πι­λο­γή ὅ­μως αὐ­τὴ ἔ­χει σο­βα­ρό­τα­τες συ­νέ­πει­ες, ἀ­φοῦ συ­νε­πά­γε­ται τὸ θά­να­το τοῦ ἀν­θρώ­που. Κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α μοιά­ζει μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κα­θα­ρὸ γά­λα ποὺ δὲν ἐ­πι­φέ­ρει βλά­βη στὸν ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­γα­νι­σμό, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τοῦ προ­σφέ­ρει πο­λύ­τι­μα θρε­πτι­κὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ συν­τή­ρη­ση τῆς ζω­ῆς.
ν καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ δὲν ἰ­σχύ­ουν νο­μο­τε­λεια­κοὶ κα­νό­νες, ὁ πει­ρα­σμὸς τῆς συ­στη­μα­το­ποί­η­σης μᾶς ὠ­θεῖ στὴ δι­α­τύ­πω­ση μιᾶς λο­γι­κῆς ἀλ­λη­λου­χί­ας ποὺ μᾶς βο­η­θᾶ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴ συ­νή­θη ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πραγ­μά­των στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἔ­τσι ἀρ­χι­κὰ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νὰ ἀρ­κεῖ­ται στὴν ἤ­δη ὑ­πάρ­χου­σα σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Οἱ Πα­τέ­ρες μά­λι­στα το­νί­ζουν ἰ­δι­αί­τε­ρα πὼς δὲν εἶ­ναι οὔ­τε εὔ­κο­λο, οὔ­τε ἀ­κίν­δυ­νο, τὸ νὰ ζη­τᾶ­με βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Κά­τι τέ­τοι­ο πρέ­πει νὰ γί­νε­ται μό­νο ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κὰ με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, ὅ­ταν δη­λα­δή αὐ­τὸ εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἡ αἵ­ρε­ση ἀ­γνο­εῖ αὐ­τὸ τὸ βα­σι­κὸ πνευ­μα­τι­κὸ νό­μο. Ἔ­τσι θέ­τει θε­ο­λο­γι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, ἡ γνώ­ση τῶν ὁ­ποί­ων δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἡ στά­ση της πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νεια τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἡ ὁ­ποί­α καὶ τοὺς ἀ­πο­κό­πτει ὁ­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης. Στὴ συ­νέ­χεια ἡ αἵ­ρε­ση προ­σπα­θεῖ νὰ δώ­σει ἀ­παν­τή­σεις στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης λο­γι­κῆς. Ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι αἱ­ρε­τι­κοὶ ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι μὲ τε­ρά­στι­ες δι­α­νο­η­τι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες καὶ πο­λύ­πλευ­ρη μόρ­φω­ση. Στὴν προ­σπά­θειά τους ὅ­μως νὰ Θε­ο­λο­γή­σουν ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ὁ­δὸ τῶν φι­λο­σό­φων καὶ ὄ­χι τὴν ὁ­δὸ τῶν Πα­τέ­ρων. Οἱ Πα­τέ­ρες πρῶ­τα φτά­νουν στὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση –μέ­σῳ τῆς κά­θαρ­σης ἀ­πὸ τὰ πά­θη καὶ τῆς ἕ­νω­σής τους μὲ τὸ Χρι­στὸ– καὶ ἀ­φοῦ ἀ­πο­κτή­σουν τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­σπα­θοῦν νὰ τὴν ἐκ­φρά­σουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη γλώσ­σα. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ἀν­τί­θε­τα ὑ­πο­κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ πά­θος τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας ὑ­περ­τι­μοῦν τὴν ἀ­ξί­α τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης σο­φί­ας καὶ πι­στεύ­ουν πὼς μπο­ροῦν νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ χω­ρὶς νὰ φτά­σουν στὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση. Ἔ­τσι τε­λι­κὰ οἱ ἀ­παν­τή­σεις ποὺ δί­νουν στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ οἱ ἴ­διοι αὐ­τό­κλη­τα ἔ­θε­σαν ἀ­να­κα­τεύ­ουν τὴν Ἀ­λή­θεια μὲ τὸ ψέ­μα καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας.
Ο
ἱ ἁ­πλοὶ πι­στοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ δι­α­κρί­νουν μὲ ἀ­σφά­λεια τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης καί ὡς ἐκ τού­του κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν. Ὁ κίν­δυ­νος αὐ­τὸς συ­νε­πά­γε­ται «κρί­ση» ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ κρί­ση μὲ τὴ σει­ρά της ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ ἔρ­γου τῶν Πα­τέ­ρων. Οἱ Πα­τέ­ρες μπο­ροῦν μὲ ἀ­σφά­λεια νὰ δι­α­κρί­νουν τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης, για­τὶ γνω­ρί­ζουν ἐκ πεί­ρας τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ συ­νε­πῶς οἱ ἴ­διοι δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν. Ὁ κίν­δυ­νος ὅ­μως τῆς ἀ­πώ­λειας τῶν ἁ­πλῶν πι­στῶν τοὺς συγ­κλο­νί­ζει καὶ ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­ζον­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των ἀ­φε­νὸς μὲν νὰ ὑ­πο­δεί­ξουν σὲ αὐ­τοὺς τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης, ἀ­φετέ­ρου δὲ νὰ δι­α­τυ­πώ­σουν μὲ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τὴν Ἀ­λή­θεια στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἡ αἵ­ρε­ση ἀ­πέ­τυ­χε νὰ τὸ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Στὴ συ­νέ­χεια οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ἐ­πι­βο­λὴ τῆς ὀρ­θῆς πί­στης. Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ στά­διο τῆς προσ­φο­ρᾶς τους ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὴ σύγ­κλη­ση τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Σὲ αὐ­τὲς μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τα­δι­κά­ζει ἐ­πί­ση­μα τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης καὶ ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ὡς ὀρ­θὴ τὴν ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων. Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κύ­ρω­σή της ἀ­πὸ τὶς Οἰ­κου­με­νι­κὲς Συ­νό­δους ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ ἔρ­γο τῆς κα­τα­πο­λέ­μη­σης τῆς αἵ­ρε­σης ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν πο­ρεί­α τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι ἔ­χου­με φά­ει καρ­πού­ζι καὶ ἐκ πεί­ρας γνω­ρί­ζου­με τὸ φροῦ­το αὐ­τό. Πο­τὲ ὅ­μως δὲν νοι­ώ­σα­με τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­ρί­σου­με γλωσ­σι­κὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση του. Πο­τὲ δη­λα­δὴ δὲν νοι­ώ­σα­με τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ πά­ρου­με στὰ χέ­ρια μας χαρ­τὶ καὶ στυ­λὸ γιὰ νὰ γρά­ψου­με πώς: «…Τὸ καρ­πού­ζι εἶ­ναι κόκ­κι­νο, ζου­με­ρό, γλυ­κὸ καὶ ὠ­φέ­λι­μο γιὰ τὸν ὀρ­γα­νι­σμό μας…». Ἁ­πλῶς στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ὴ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με ἄ­φο­βα τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο φροῦ­το καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πὸν πὼς μιὰ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη ἡ­μέ­ρα ἀ­γο­ρά­ζου­με ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­πτε­ρό τῆς γει­το­νιᾶς τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα μας καὶ κα­θό­μα­στε ἀ­να­παυ­τι­κὰ στὴν πο­λυ­θρό­να μας γιὰ νὰ τὴ δι­α­βά­σου­με. Στὸ πρω­το­σέ­λι­δό της βλέ­που­με ἕ­να ἄρ­θρο μὲ τὸν τί­τλο: «ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ». Ὁ συν­τά­κτης τοῦ ἄρ­θρου ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πὼς νέ­ες ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς ἔ­ρευ­νες ἀ­πέ­δει­ξαν ὅ­τι τὸ καρ­πού­ζι εἶ­ναι κόκ­κι­νο, ζου­με­ρό, πι­κρὸ καὶ γε­μά­το μὲ θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο. Ἐ­μεῖς, δι­α­βά­ζον­τας τὸ ἄρ­θρο, ξαφ­νι­α­ζό­μα­στε, για­τὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του ἔρ­χε­ται ἐν μέ­ρει σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἐ­κεί­νη μά­λι­στα τὴ στιγ­μὴ αἰ­σθα­νό­μα­στε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­ρί­σου­με γλωσ­σι­κὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου φρού­του. Ἔ­τσι σκε­πτό­μα­στε:
- Μὰ κα­λά, τί βλα­κεῖ­ες γρά­φει αὐ­τὸς ἐ­δῶ!!! Τὸ καρ­πού­ζι, ναὶ μὲν εἶ­ναι κόκ­κι­νο καὶ ζου­με­ρό, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι πι­κρὸ καὶ δη­λη­τη­ρι­ῶ­δες!!!
Πί­σω ὅ­μως ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς δύ­ο γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις κρύ­βε­ται μιὰ τε­ρά­στια ὑ­παρ­ξια­κὴ ἐ­πι­λο­γή. Ἂν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λή­θεια τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ἐμ­πει­ρί­ας μας, θὰ συ­νε­χί­σου­με ἄ­φο­βα νὰ τρῶ­με τὸ φροῦ­το αὐ­τό, ἐ­νῶ ἂν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λή­θεια τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ποὺ προ­τεί­νει τὸ ἄρ­θρο τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, πρέ­πει νὰ μὴν τὸ ξα­να­φᾶ­με πο­τέ (γιὰ νὰ μὴν ποῦ­με πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἤ­μα­στε ἤ­δη νε­κροί). Συ­νε­πῶς αὐ­τὸ ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δι­α­κυ­βεύ­ε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς ἀ­λή­θειας εἶ­ναι ἡ ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τοῦ τρό­που τῆς ζω­ῆς μας καί ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἡ σχέ­ση μας μὲ τὸ ἐν λό­γῳ φροῦ­το. Καὶ ἐ­νῶ ἀ­πο­ροῦ­με γιὰ ὅ­σα δι­α­βά­σα­με, βλέ­που­με στὸ πρω­το­σέ­λι­δο τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α: «1η Ἀ­πρι­λί­ου 2013». Κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς πρό­κει­ται γιὰ τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο πρω­τα­πρι­λι­ά­τι­κο ψέ­μα τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας καὶ ἡ ἀ­πο­ρί­α μας λαμ­βά­νει αἴ­σιο τέ­λος.
­μεῖς μπο­ροῦ­με εὔ­κο­λα νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὸ λά­θος τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τοῦ πρω­τα­πρι­λι­ά­τι­κου ἄρ­θρου τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας. Ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ καρ­που­ζιοῦ δὲν μᾶς ἀ­φή­νει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο ἀμ­φι­βο­λί­ας. Τί θὰ γι­νό­ταν ὅ­μως ἂν στὴ θέ­ση μας εἶ­χε βρε­θεῖ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ποὺ πο­τὲ δὲν εἶ­χε δεῖ ἢ δὲν εἶ­χε φά­ει καρ­πού­ζι; Ἄν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα δι­ά­βα­ζε τὸ ἄρ­θρο αὐ­τὸ ἕ­νας Ἐ­σκι­μῶ­ος, θὰ μπο­ροῦ­σε μὲ τὴν ἴ­δια εὐ­κο­λί­α νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα ποὺ κρύ­βε­ται μέ­σα στὴ γλωσ­σι­κή του δι­α­τύ­πω­ση; Καὶ ἂν τὸν βά­ζα­με νὰ ἐ­πι­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στὴ δι­κή μας γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ αὐ­τὴ τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, θὰ ἦ­ταν εὔ­κο­λο γιὰ αὐ­τὸν νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἐ­πι­λέ­ξει τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ποὺ θὰ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σε μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ ὀρ­θὸ ἦ­θος; Σὲ αὐ­τὴ τὴν τρα­γι­κὴ θέ­ση βρί­σκον­ται δυ­στυ­χῶς οἱ ἁ­πλοὶ πι­στοί ὅ­ταν ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴν πρό­κλη­ση τῆς αἵ­ρε­σης καὶ αὐ­τοὺς ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ δι­α­τη­ρή­σουν στὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας οἱ Πα­τέ­ρες μὲ τὸ ἐ­πί­πο­νο ἔρ­γο τους.
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως.
Δ
ὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ὁ­ρί­σουμε τὴν ἔν­νοι­α τῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, ἐ­νῶ κα­τὰ και­ροὺς ἔ­χουν διατυπωθεῖ δι­ά­φο­ροι ὁ­ρι­σμοί, κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δὲν ἔ­χει γί­νει κα­θο­λι­κὰ ἀ­πο­δε­κτός. Τολ­μᾶ­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς νὰ προσ­θέ­σου­με στοὺς ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τες ἀ­κό­μη ἕ­ναν, ἀ­φή­νον­τας τὸ ἔρ­γο τῆς ἀ­ξι­ο­λό­γη­σής του στὴν κρί­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας. Πα­ρά­δο­ση εἶ­ναι ὁ­τι­δή­πο­τε δη­μι­ουρ­γή­θη­κε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τοῦ του ὁ­ρι­σμοῦ θὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας.
Ε
ἴ­δα­με πὼς γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἐ­φό­σον ὅ­μως ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ Φύ­ση Τοῦ ἄ­πει­ρος, ἄ­ρα καὶ ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ή, ποὺ ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴν ὕ­παρ­ξή Του, εἶ­ναι καὶ αὐ­τὲς στὸ πλή­ρω­μά τους ἄ­πει­ρες. Ὁ ἄν­θρω­πος ὡς πε­πε­ρα­σμέ­νο ὂν δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ στὴν ὁ­λό­τη­τά τους, για­τὶ ἡ κτι­στὴ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δὲν ἀν­τέ­χει τὸ πλή­ρω­μα αὐ­τῆς τῆς γνώ­σης. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά ὁ ἄν­θρω­πος κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ με­τέ­χει στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­σή του μὲ αὐ­τὲς νὰ ἀ­πο­κτᾶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦν νὰ συ­νυ­πάρ­χουν οἱ δύ­ο αὐ­τὲς ἀν­τί­θε­τες θέ­σεις; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴν Ἀ­λή­θεια στὸ πλή­ρω­μά της, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ τὴ γνω­ρί­σει;
ἀ­πάν­τη­ση τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος βρί­σκε­ται στὰ λό­για ποὺ ἀ­πηύ­θυ­νε ὁ Χρι­στὸς πρὸς τοὺς μα­θη­τὲς κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο: «…Ἔ­τι πολ­λὰ ἔ­χω λέ­γειν ὑ­μῖν, ἀλ­λ’ οὐ δύ­να­σθε βα­στά­ζειν ἄρ­τι. Ὅ­ταν δὲ ἔλ­θῃ Ἐ­κεῖ­νος, τὸ Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ὁ­δη­γή­σει ὑ­μᾶς εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…» (Ἰ­ω­άν. 16,13). Ὁ Κύ­ριος στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἀ­ναγ­γέ­λλει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ θὰ συ­νε­χί­σει τὸ ἔρ­γο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του. Τοὺς ἐ­ξη­γεῖ μά­λι­στα πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς προ­σφέ­ρει καὶ ἄλ­λες δι­δα­σκα­λί­ες ποὺ ὁ Ἴ­διος δὲν τὶς πα­ρέ­δω­σε, ἂν καὶ τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τους νὰ τὶς κα­τα­νο­ή­σουν. Μὲ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες αὐ­τὲς ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει, «…εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…». Τί ση­μαί­νουν ἄ­ρα­γε αὐ­τὰ τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου; Ὁ Θε­ὸς σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν ἄν­θρω­πο μέ­σα ἀ­πὸ τὸ Σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α μας. Γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή της ὁ Θε­ὸς φα­νε­ρώ­νει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, τὸν ἴ­διο δη­λα­δή τὸν Ἑ­αυ­τό Του. Ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θε­οῦ νο­εῖ­ται πάν­τα ὡς ὀν­το­λο­γι­κὴ με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τῆς τῆς φα­νέ­ρω­σης ὁ­ρί­ζε­ται ὡς «ἀ­πο­κά­λυ­ψη». Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὅ­ταν λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νὰ γνω­ρί­σει βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας καὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ μὲ ὑ­παρ­ξια­κὴ ἀ­γω­νί­α καὶ πό­νο ψυ­χῆς, τό­τε ὁ Θε­ός, ἀ­παν­τών­τας στὸ αἴ­τη­μα καὶ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ σω­τη­ρί­α, αἴ­ρει τὸ πέ­πλο ποὺ τὸν ἐμ­πο­δί­ζει νὰ με­τέ­χει στὴν Ἀ­λή­θεια. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἱ­κα­νὸς νὰ «θε­ω­ρεῖ» τὴν Ἀ­λή­θεια βα­θύ­τε­ρα καὶ συ­νε­πῶς νὰ τὴν γνω­ρί­ζει πλη­ρέ­στε­ρα, ἔ­στω καὶ ἂν τὸ πλή­ρω­μά της πα­ρα­μέ­νει ἄ­πει­ρο στὴν ὁ­λό­τη­τά του. Τε­λι­κά τὸ κρι­τή­ριο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­θο­ρί­ζε­ται τὸ μέ­τρο τῆς γνώ­σης τῆς Ἀ­λή­θειας εἶ­ναι ἀ­φε­νὸς μέν ἡ ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀ­φε­τέ­ρου δέ τὰ ὅ­ρια ἀν­το­χῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Πιὸ ἁ­πλά, ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­πο­κα­λύ­πτει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ οὔ­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο ἀν­τέ­χει ἡ κτι­στὴ φύ­ση του, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Μὲ βά­ση τὰ ἀ­νω­τέ­ρω μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὰ λό­για του Κυ­ρί­ου. Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος λέ­ει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει «…εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…» δὲν ἐν­νο­εῖ πὼς ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ τοὺς χα­ρί­σει τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε θὰ ὑ­πε­ρέ­βαι­νε κα­τὰ πο­λὺ τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Ἐ­πί­σης τὰ λό­για αὐ­τὰ δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τουν κά­ποι­α ἀ­τέ­λεια ἢ ἔλ­λει­ψη στὸ δι­δα­κτι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ θὰ δι­ορ­θω­θεῖ ἢ θὰ συμ­πλη­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­λα ὅ­σα μᾶς δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἀπολύτως γνή­σια καὶ τέ­λεια. Τέ­λος, δὲν ση­μαί­νουν πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ δι­δά­ξει στοὺς μα­θη­τὲς «νέ­ες» ἀ­λή­θει­ες, δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός. Ἐν­νο­εῖ πὼς ὁ Πα­ρά­κλη­τος μὲ τὸ Φω­τι­στι­κό Του ἔρ­γο θὰ βο­η­θή­σει τοὺς μα­θη­τὲς νὰ γνω­ρί­σουν βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια ποὺ τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ Χρι­στὸς (τὴν ἴ­δια Ἀ­λή­θεια καὶ ὄ­χι κά­ποι­α ἄλ­λη) καὶ θὰ χα­ρί­ζει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ τὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας αὐ­τῆς στὸ μέ­τρο ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.
Σ
τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με πὼς ἡ Ἀ­λή­θεια ὡς ὀν­το­λο­γι­κὸ γε­γο­νὸς εἶ­ναι ἑ­νια­ία. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὁ Μω­υ­σῆς, οἱ Προ­φῆ­τες, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κὰ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι γνώ­ρι­σαν τὸν ἴ­διο Θε­ό, ἀ­πέ­κτη­σαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς ἴ­διας Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς ἴ­διας Ζω­ῆς. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο στὸ χῶ­ρο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν ἔ­χου­με πο­τὲ «νέ­ες» ἀ­λή­θει­ες. Αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ συμ­βαί­νει εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἴ­δια Ἀ­λή­θεια μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ Σχε­δί­ου τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας προ­ο­δευ­τι­κὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται βα­θύ­τε­ρα στὸν ἄν­θρω­πο ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς σω­τη­ρί­ας του, χω­ρὶς ὅ­μως πο­τὲ νὰ ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὸ πλή­ρω­μά της. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ τὴ γνώ­ση της. Ἀ­πό­δει­ξη τοῦ ἑ­νια­ίου χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἀ­λή­θειας εἶ­ναι πὼς οἱ διάφορες κα­τὰ και­ροὺς ὀρ­θὲς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις της εἶ­ναι πάν­τα «ὁ­μό­λο­γες» με­τα­ξύ τους. Μὲ τὸν ὅ­ρο «ὁ­μό­λο­γες» δη­λώ­νε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη συμ­φω­νί­α ὅ­λων τῶν ὀρ­θῶν γλωσ­σι­κῶν δι­α­τυ­πώ­σε­ων τῆς Ἀ­λή­θειας. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὅ­ταν αὐ­ξά­νε­ται ἡ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ συ­νε­πῶς δι­ευ­ρύ­νε­ται καὶ ἡ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, τὸ «πλέ­ον», δη­λα­δὴ τὸ και­νούρ­γιο ποὺ προ­στί­θε­ται στὰ ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα, εἶ­ναι πάν­το­τε σύμ­φω­νο μὲ αὐ­τὰ και κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α δὲν ἔρ­χε­ται πο­τὲ σὲ ἀν­τί­θε­ση μα­ζί τους. Τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­λά­χι­στα καὶ αἰ­νιγ­μα­τι­κὰ στὰ χρό­νια τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Σὲ αὐ­τήν, ἂν καὶ ἡ Τρι­α­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ ὑ­πο­νο­εῖ­ται ἢ ἀ­κό­μη καὶ μαρ­τυ­ρεῖ­ται σὲ καί­ρια χω­ρί­α της, κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἰ­δέ­α τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ, για­τί αὐ­τὴ ἀν­τι­δι­α­στέ­λλει τὸν Ἰσ­ρα­ὴλ ἀ­πὸ τοὺς πο­λυ­θε­ϊ­στι­κοὺς καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κοὺς λα­οὺς τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός του. Αὐ­τὸς ὁ ἰ­δι­αί­τε­ρος το­νι­σμὸς τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ δη­μι­ουρ­γεῖ τὴ λαν­θα­σμέ­νη αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της Ὑ­πο­στα­τι­κῆς μο­νο­θε­ΐ­ας. Στὰ χρό­νια τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ὁ Χρι­στὸς μι­λᾶ μὲ με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια γιὰ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας καὶ τὶς σχέ­σεις τῶν Προ­σώ­πων Της, ἐ­νῶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα οἱ Ἀ­πό­στο­λοι θὰ ἀ­να­πτύ­ξουν ἀ­κό­μη πιὸ δι­ε­ξο­δι­κὰ τὸ θέ­μα αὐ­τό. Στὴν πε­ρί­ο­δο τέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οἱ Πα­τέ­ρες, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νὰ ἀν­τι­κρού­σουν τὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, θὰ προ­βοῦν σὲ ἀ­κό­μη λε­πτό­τε­ρες δι­α­κρί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας καὶ θὰ μᾶς ἀ­να­πτύ­ξουν πλη­ρέ­στε­ρα τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ὕ­παρ­ξή Της. Ὅ­σα ὅ­μως μᾶς εἶ­παν γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα οἱ Πα­τέ­ρες εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα μᾶς εἶ­παν γιὰ Αὐ­τὴν ὁ Μω­υ­σῆς, οἱ Προ­φῆ­τες, ὁ Χρι­στὸς καὶ οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, για­τὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ γνώ­ρι­σαν καὶ δι­α­τύ­πω­σαν γλωσ­σι­κὰ ὁ κα­θέ­νας στὴν ἐ­πο­χὴ του τὴν ἴ­δια Ἀ­λή­θεια. Καὶ κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ συμ­φω­νί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πτὴ ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὀρ­θό­τη­τάς της καὶ ἀ­σφα­λῆ ἐγ­γύ­η­ση τῆς γνη­σι­ό­τη­τάς της.
­ξί­ζει τέ­λος νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με πὼς ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴ θε­ο­λο­γι­κὴ προ­σφο­ρὰ τῶν Πα­τέ­ρων ἡ γνώ­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται. Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λες πτυ­χές της ποὺ τὶς ἀ­γνο­οῦ­με, για­τί ἡ γνώ­ση τους δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἂν στὸ μέλ­λον χρεια­στεῖ νὰ γνω­ρί­σου­με κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τές, ὥ­στε νὰ ἐ­ξα­σφα­λι­στεῖ ἡ σω­τη­ρί­α μας, τό­τε ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ μᾶς τὴν ἀ­πο­κα­λύ­ψει. Ἂς ἀ­πο­τολ­μή­σου­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα. Για­τί ἄ­ρα­γε τὰ Πρό­σω­πα τῆς Θε­ό­τη­τας εἶ­ναι Τρί­α καὶ ὄ­χι δύ­ο ἢ τέσ­σε­ρα ἢ πέν­τε; Σί­γου­ρα αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος λό­γος. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος δὲν μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε μέ­χρι σή­με­ρα, για­τὶ ἡ γνώ­ση του δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ἀ­φοῦ κα­μί­α αἵ­ρε­ση δὲν ἔ­θε­σε πο­τὲ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό, προ­σπα­θών­τας ἀ­πο­τυ­χη­μέ­να νὰ τὸ ἑρ­μη­νεύ­σει. Ἄν ὅ­μως στὸ μέλ­λον ἐμ­φα­νι­στεῖ μί­α τέ­τοι­α αἵ­ρε­ση καὶ ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς πτυ­χῆς τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἀ­πο­κτή­σει σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­στά­σεις, τό­τε ὁ Κύ­ριος θὰ Φω­τί­σει ἕ­ναν Θε­ο­λό­γο καὶ θὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴ γνώ­ση της. Αὐ­τὸς μὲ τὴ σει­ρά του θὰ δι­α­τυ­πώ­σει γλωσ­σι­κὰ μὲ ὀρθὸ τρόπο τὴ βα­θύ­τε­ρη Ἀ­λή­θεια ποὺ τοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς καὶ θὰ τὴ δι­δά­ξει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ­χρι τό­τε ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀρ­κού­μα­στε σὲ ὅ­σα ἤ­δη γνω­ρί­σα­με ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες, ἀ­φοῦ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ὁ­μό­λο­γη συ­νέ­χεια τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ γε­νι­κὰ στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση. Τε­λι­κά στὸ γε­γο­νὸς τῆς Θε­ο­λο­γί­ας συ­νερ­γά­ζον­ται δύ­ο πα­ρά­γον­τες: Ὁ Θε­ός ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν Ἑ­αυ­τὸ Του ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο καὶ δυ­να­τό, καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τὴ σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια.
Θ
ὰ ἦ­ταν ἴ­σως πα­ρά­λει­ψη ἂν στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ δὲν προ­βαί­να­με σὲ μιὰ ση­μαν­τι­κὴ δι­ευ­κρί­νι­ση. Ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἡ πρώ­τη ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τήν οἱ ἐκ­φρα­στὲς τῆς Πα­ρά­δο­σης (Προ­φῆ­τες, Ἀ­πό­στο­λοι, Πα­τέ­ρες) καὶ γε­νι­κά ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι γνω­ρί­ζουν τὴν Ἀ­λή­θεια ὄ­χι ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη πραγμάτωσης τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ μέ­τρο τῆς προ­σω­πι­κῆς τους δε­κτι­κό­τη­τας καὶ ἐν­τός φυ­σι­κά τῶν ὁ­ρί­ων ἀν­το­χῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Στὴ συ­νέ­χεια οἱ Πα­τέ­ρες, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς τους καὶ τὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, ἀ­να­πτύσ­σουν μό­νο τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴν προ­σέγ­γι­ση αὐ­τή μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς Πα­ρά­δο­σης τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ αὐ­ξά­νει δὲν εἶ­ναι ἡ με­το­χὴ στὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Ἡ δεύ­τε­ρη προσέγγιση ἀν­τί­θε­τα ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας προ­ϋ­πο­θέ­τει πάν­τα τὴ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τή οἱ Πα­τέ­ρες μπό­ρε­σαν νὰ ἀ­πο­κτή­σουν βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας σὲ σχέ­ση μὲ τοὺς προ­γε­νέ­στε­ρους ἐκ­φρα­στὲς τῆς Πα­ρά­δο­σης (ἀ­κό­μη καὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους) καὶ τό­τε μό­νο κα­τέ­στη­σαν ἱ­κα­νοὶ νὰ προ­βοῦν στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴν προ­σέγ­γι­ση αὐ­τή μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς Πα­ρά­δο­σης δὲν αὐ­ξά­νει μό­νο ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας, ἀλ­λὰ καὶ ἡ ὀν­το­λο­γι­κή της γνώ­ση. Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ κα­νεὶς μὲ ἀ­σφά­λεια γιὰ τὸ ποι­ά ἀ­πὸ τὶς δύ­ο προ­σεγ­γί­σεις εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­τε­ρη. Ἔ­τσι πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε στὴν πα­ρου­σί­α­σή τους, ἀ­φή­νον­τας τὴν κρί­ση τους στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες. Ὅ­σον ὅ­μως ἀ­φο­ρᾶ τὴν προ­σω­πι­κή μας γνώ­μη, συν­τασ­σό­μα­στε μὲ τὴ δεύ­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τές, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­δεχόταν καὶ ὑ­πο­στήριζε σθε­να­ρὰ ὁ μα­κα­ρι­στὸς κα­θη­γη­τὴς τῆς πα­τρο­λο­γί­ας κ. Στυ­λια­νὸς Πα­πα­δό­που­λος, ἐ­νῶ ἐμ­μέ­σως φαί­νε­ται νὰ ἀ­πο­δέ­χε­ται στὰ ἔρ­γα του καὶ ὁ μα­κα­ρι­στὸς γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ.
Μ
ὲ βά­ση τὰ ἀ­νω­τέ­ρω μπο­ροῦ­με πλέ­ον νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θό­τε­ρα τὴν ἔν­νοι­α καὶ τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μὲ πνευ­μα­τι­κὴ δι­ά­κρι­ση καὶ με­γά­λη ὑ­πο­μο­νὴ πα­ρα­κο­λου­θεῖ καὶ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ ὅ­λα τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ ἔρ­γα. Ἀ­πώ­τε­ρος σκο­πός της εἶ­ναι νὰ δι­α­κρί­νει αὐ­τὰ ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­καν μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὰ ἔρ­γα δη­λα­δή ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­το­πί­σει τὰ ἔρ­γα αὐ­τά, τὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἐ­πί­ση­μα ὡς γνή­σια ἔκ­φρα­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, τὰ ἐν­σω­μα­τώ­νει στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­σή της καὶ τέ­λος τὰ προ­σφέ­ρει στοὺς πι­στοὺς ὡς ἀ­σφα­λῆ ὁ­δη­γὸ στὴν πνευ­μα­τι­κή τους πο­ρεί­α πρὸς τὴ σω­τη­ρί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­λέ­γει καὶ ἐν­τάσ­σει στὴν Πα­ρά­δο­σή της μό­νο τὰ ἔρ­γα πού κα­τὰ τὴν κρί­ση της γρά­φτη­καν ἀ­πὸ Θε­ο­λό­γους, ἀ­πὸ τοὺς πι­στούς δη­λα­δὴ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴ Θέ­ω­ση καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν γνή­σια ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι καὶ τὸ μόνο ἀ­σφα­λὲς κρι­τή­ριο ποὺ ἐγ­γυᾶ­ται τὴ γνη­σι­ό­τη­τα τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν καὶ τὴν ὀρ­θό­τη­τά   τους. Ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος φο­ρέ­ας καὶ ἐκ­φρα­στὴς τῆς Πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή (Πα­λαι­ὰ καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη), ἐ­νῶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴν ξε­χω­ρί­ζουν ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α τὰ ἔρ­γα τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων καὶ Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὶς αἱ­ρέ­σεις. Σὲ αὐ­τὰ τὰ ἔρ­γα ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται, ἀ­φοῦ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους εἶ­ναι Θε­ό­πνευ­στη καὶ συ­νε­πῶς ἰ­σό­κυ­ρη καὶ ὁ­μό­λο­γη μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται δη­μι­ουρ­γι­κὰ ὅ­που αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν.
 
ΜΕΡΟΣ 3ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤ΄- Η΄
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«…Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ δὲν εἶ­ναι βα­θυ­τέ­ρα ἢ σπου­δαι­ο­τέ­ρα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως, ἀλ­λά, ὡς ἐ­λέ­χθη ἀ­νω­τέ­ρω, μί­α τῶν μορ­φῶν αὐ­τῆς. Αὕ­τη δὲ εἶ­ναι ἡ πο­λυ­τι­μο­τέ­ρα τῶν μορ­φῶν αὐ­τῆς καὶ λό­γῳ τῆς εὐ­κο­λί­ας δι­α­φυ­λά­ξε­ως καὶ λό­γῳ τῆς εὐ­κο­λί­ας χρή­σε­ως αὐ­τῆς. Ἀ­πο­με­μο­νω­μέ­νη, ὅ­μως, ἐκ τοῦ ρεύ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως ἡ Γρα­φὴ δὲν δύ­να­ται νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ δε­όν­τως δι᾽ οὐ­δε­μιᾶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ἐ­ρεύ­νης…» (Γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου Σα­χά­ρωφ, «Ὁ Ἅ­γιος Σι­λουα­νὸς ὁ Ἀ­θω­νί­της», ἔκ­δ. 1995, σελ. 109).
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει. 
Κ
α­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ καὶ προ­τε­στάν­τες ἀν­τι­μά­χον­ταν θε­ο­λο­γι­κὰ με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τῶν πη­γῶν τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ οἱ προ­τε­στάν­τες ὑ­πο­στή­ρι­ζαν πὼς ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α πη­γὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ οἱ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ ἀν­τέ­τει­ναν πὼς οἱ πη­γὲς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης εἶ­ναι δύ­ο, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ Πα­ρά­δο­ση. Βέ­βαι­α καὶ οἱ δύ­ο αὐ­τὲς θέ­σεις εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νες. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α πη­γὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἡ Πα­ρά­δο­ση, βα­σι­κὸ μέ­ρος τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὸ λά­θος τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας βρί­σκε­ται στὴν ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ στὴν ἄρ­νη­ση τοῦ δυ­να­μι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἐ­νῶ τὸ ἀν­τί­στοι­χο λά­θος τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας βρί­σκε­ται στὸ χω­ρι­σμὸ τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πὸ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς Πα­ρά­δο­σης καὶ τὴν ἀν­τι­δι­α­στο­λή της πρὸς αὐ­τήν. Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι μέ­ρος τῆς Πα­ρά­δο­σης καὶ ὄ­χι κά­τι τὸ ξε­χω­ρι­στὸ ἢ τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πὸ αὐ­τήν, τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με στὰ προ­η­γού­με­να κε­φά­λαι­α γιὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σχέ­ση τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας μὲ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α καὶ τῆς Ἀ­λή­θειας μὲ τὴ γλώσ­σα, ἰ­σχύ­ουν ἀ­πό­λυ­τα καὶ γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἰ­δί­ως δὲ γιὰ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ποὺ δι­α­σώ­ζει τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Ἔ­τσι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ αὐ­τὴ τῶν Πα­τέ­ρων, ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἕ­νω­σή του μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ σκο­πὸ ἔ­χει ἀ­φε­νὸς μὲν νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας καὶ νὰ τοὺς δι­δά­ξει τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Στὴ δι­δα­σκα­λί­α τέ­λος τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ σὲ αὐ­τὴ τῶν Πα­τέ­ρων, ὑ­πάρ­χει σα­φὴς πρό­τα­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ἔ­ναν­τι τῆς γλωσ­σι­κῆς της δι­α­τύ­πω­σης.
Ο
ἱ Ἀ­πό­στο­λοι στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ἐμ­φα­νί­ζον­ται νὰ ἔ­χουν σα­φῆ συ­νεί­δη­ση αὐ­τῆς τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Γνω­ρί­ζουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­σκα­λοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης ἀ­να­φέ­ρει πὼς ἡ συγ­γρα­φὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του ἀ­πο­σκο­πεῖ στὸ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στός: «…Ταῦ­τα δὲ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στεύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στός, ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, καὶ ἵνα πι­στεύ­σαν­τες Ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Αὐ­τοῦ…» (Ἰ­ω­άν. 20,31). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο οἱ Ἀ­πό­στο­λοι γνω­ρί­ζουν πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­στα­τεύ­ουν τοὺς πι­στοὺς ἀ­πὸ τὴν πλά­νη τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­τας τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ δο­κη­τι­σμοῦ ποὺ δὲν ἀ­πο­δε­χό­ταν τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­ναν­θρώ­πη­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­φε­νὸς μὲν προ­ει­δο­ποι­εῖ τοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς ἐ­πο­χῆς του γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ τὸν κίν­δυ­νο τῆς αἵ­ρε­σης, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τοὺς προ­σφέ­ρει τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας, τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λουν νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν γιὰ νὰ μὴν πε­ρι­πέ­σουν στὴν πλά­νη της: «…Ἀ­γα­πη­τοί, μὴ παν­τὶ πνεύ­μα­τι πι­στεύ­ε­τε, ἀλ­λὰ δο­κι­μά­ζε­τε τὰ πνεύ­μα­τα εἰ ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στιν, ὅ­τι πολ­λοὶ ψευ­δο­προ­φῆ­ται ἐ­ξε­λη­λύ­θα­σιν εἰς τὸν κό­σμον. Ἐν τού­τῳ γι­νώ­σκε­τε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ· πᾶν πνεῦ­μα ὅ ὁ­μο­λο­γεῖ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐν σαρ­κὶ ἐ­λη­λυ­θό­τα ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στι, καὶ πᾶν πνεῦ­μα ὁ μὴ ὁ­μο­λο­γεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐν σαρ­κὶ ἐ­λη­λυ­θό­τα ἐκ τοῦ Θε­οῦ οὐκ ἔστι, καὶ τοῦ­τό ἐ­στι τὸ τοῦ ἀν­τι­χρί­στου…» (Α΄ Ἰ­ω­άν. 4,1-2). Γνω­ρί­ζουν τέ­λος οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ  ἀπό­στο­λος Πέ­τρος γρά­φει πὼς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πρῶ­τα γνώ­ρι­σαν ἐμ­πει­ρι­κὰ τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ με­τὰ τὴν κή­ρυ­ξαν στὸν κό­σμο: «…οὐ γὰρ σε­σο­φι­σμέ­νοις μύ­θοις ἑ­ξα­κο­λου­θή­σαν­τες ἐ­γνω­ρί­σα­μεν ὑ­μῖν τὴν τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ δύ­να­μιν καὶ πα­ρου­σί­αν, ἀλ­λ’ ἐ­πό­πται γε­νη­θέν­τες τῆς Ἐ­κεί­νου με­γα­λει­ό­τη­τος…» (Β΄ Πέ­τρου 1,16), ἐ­νῶ καὶ ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης το­νί­ζει πὼς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δὲν κή­ρυ­ξαν φαν­τα­στι­κὰ πράγ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὴν Ἀ­λή­θεια ποὺ γνώ­ρι­σαν ἐμ­πει­ρι­κά: «…ὅ ἢν ἀ­π’ ἀρ­χῆς, ὅ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὅ ἐ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡμῶν, ὅ ἐ­θε­α­σά­με­θα καὶ αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν…» (Α΄ Ἰ­ω­άν. 1,1).
ν τού­τοις ἀ­νά­με­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τῶν Πα­τέ­ρων ὑ­φί­στα­ται μί­α οὐ­σι­ώ­δης δι­α­φο­ρά. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πε­ρι­βάλ­λει μὲ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο κύ­ρος τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς γι᾽αὐ­τὸ καὶ τὴ θε­ω­ρεῖ Θε­ό­πνευ­στη στὸ σύ­νο­λό της, ἐ­νῶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων θε­ω­ρεῖ­ται Θε­ό­πνευ­στη μό­νο στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση καὶ κυ­ρί­ως σὲ αὐ­τὰ ποὺ τὴν ἀ­να­πτύσ­σει. Μό­νο ἡ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ ἡ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, μό­νο ἡ προ­σφο­ρὰ τοῦ «πλέ­ον» στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἀ­να­δει­κνύ­ει τοὺς Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δα­σκά­λους δι­α­δό­χους τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χι­στὲς τοῦ ἔρ­γου τους. Μέ­σα στὸ πλαί­σιο αὐ­τὸ ἐ­ξη­γεῖ­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας τὸ φαι­νό­με­νο τοῦ λά­θους στὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ σκάν­δα­λο γιὰ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν τὴ δυ­να­μι­κή της. Ἔ­τσι, γιὰ νὰ μεί­νου­με στὰ κλασ­σι­κό­τε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα, ὁ Ἅ­γιος Εἰ­ρη­ναῖ­ος Λου­γδού­νου ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ συν­τρί­βει θε­ο­λο­γι­κὰ τὴ φο­βε­ρὴ αἵ­ρε­ση τοῦ γνω­στι­κι­σμοῦ, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἀ­πο­δέ­χε­ται τὶς ἀ­φε­λεῖς χι­λι­α­στι­κὲς ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἐ­πο­χῆς του. Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κα­τα­πο­λε­μᾶ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ καὶ τῶν πνευ­μα­το­μά­χων, ἀλ­λὰ θε­ω­ρεῖ ὀρ­θὲς τὶς ὠ­ρι­γε­νι­κὲς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ κα­θαρ­τη­ρί­ου πυ­ρὸς καὶ τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῶν πάν­των. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει πὼς οἱ Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κό­τε­ρα οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς ὡς ἄν­θρω­ποι μπο­ρεῖ νὰ σφάλ­λουν σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τους. Σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις δὲν βι­ά­ζε­ται νὰ κα­τα­δι­κά­σει ὅ­σους ἔ­σφαλ­λαν ὡς κα­κό­δο­ξους ἢ αἱ­ρε­τι­κούς, παρὰ μό­νον ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν, καὶ ἁ­πλῶς προ­σπα­θεῖ νὰ μὴν ἀ­κο­λου­θεῖ τὰ λά­θη τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, σὰν μά­να ποὺ ἀ­γα­πᾶ καὶ προ­στα­τεύ­ει τὰ παι­διά της, μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ δι­ά­κρι­ση ἐ­πι­λέ­γει μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Πα­τέ­ρων καὶ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων τὶς δι­δα­σκα­λί­ες ποὺ προ­ῆλ­θαν ἀ­πὸ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἤ κα­τὰ μί­α γε­νι­κό­τε­ρη ἔν­νοι­α ἐκ­φρά­ζουν μὲ γνη­σι­ό­τη­τα τὴν πί­στη της. Αὐ­τὲς τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τὶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἐ­πί­ση­μα ὡς ὀρ­θὲς καὶ τὶς ἐν­σω­μα­τώ­νει στὴν Πα­ρά­δο­σή της. Τὶς λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τὶς πα­ρα­δί­δει στὴ λή­θη, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς μὲ τὴ σι­ω­πη­ρὴ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­α τους θὰ ξε­χα­στοῦν ἀ­πὸ τοὺς πι­στοὺς καί ἔ­τσι δὲν θὰ τοὺς προ­κα­λέ­σουν κά­ποι­α πνευ­μα­τι­κὴ βλά­βη. Μὲ αὐτή τὴ στά­ση της προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­πο­φεύ­γει τὴν ἐ­πί­ση­μη κα­τα­δί­κη τῶν λαν­θα­σμέ­νων δι­δα­σκα­λι­ῶν, προ­στα­τεύ­ον­τας τὰ πρό­σω­πα τῶν εἰ­ση­γη­τῶν καὶ τῶν ὑ­πο­στη­ρι­κτῶν τους.
Μέ­γας Βα­σί­λει­ος γιὰ πα­ρά­δειγ­μα κα­τα­νο­οῦ­σε τὰ λά­θη τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Πα­ρό­λα αὐ­τά ἀ­να­γνώ­ρι­ζε τὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἔρ­γου του καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε, για­τὶ ὑ­πῆρ­ξε κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο πνευ­μα­τι­κός του πα­τέ­ρας, ἀ­φοῦ ἡ για­γιὰ του Μα­κρί­να ὑ­πῆρ­ξε μα­θή­τρια τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴ σει­ρά του ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τὴς καὶ πνευ­μα­τι­κὸ τέ­κνο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πι­λέ­γει τὰ ὀρ­θὰ ση­μεῖ­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη καὶ τὰ ἐν­σω­μα­τώ­νει στὸ ἔρ­γο του, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­πο­σι­ω­πᾶ τὰ λά­θη του καὶ δὲν ἀ­σκεῖ κρι­τι­κὴ σὲ αὐ­τά. Τὴν ἴ­δια τα­κτι­κὴ ἀ­κο­λου­θεῖ ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, γι᾽αὐ­τὸ οἱ λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη δὲν κα­τα­δι­κά­ζον­ται ἐ­πί­ση­μα ὅ­σο αὐ­τὸς ζεῖ, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ με­τὰ τὴν κοί­μη­σή του. Πολ­λὰ ὅ­μως χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα κά­ποι­οι χρι­στια­νοὶ θὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν ἀ­δι­ά­κρι­τα ὡς ὀρ­θὲς τὶς λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζει νὰ ὑ­πάρ­χει ζή­τη­μα, ἀ­φοῦ ἡ τό­τε ἀ­πο­δο­χὴ τοὺς εἶ­χε σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­στά­σεις. Κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θὰ ἀ­ναγ­κα­στεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἐ­πί­ση­μα τὶς δι­δα­σκα­λί­ες καὶ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη (Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος 553 μ.Χ.), για­τὶ αὐ­τὸ κα­τέ­στη τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἀ­πό­λυ­τα ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Πάν­τως τὸ ἔρ­γο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴν ἐ­πί­ση­μη κα­τα­δί­κη του δὲν ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α στὸ σύ­νο­λό του, ἀλ­λὰ μό­νο στὰ λαν­θα­σμέ­να ση­μεῖ­α του, ἐ­νῶ καὶ τὸ πρό­σω­πό του σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ πρό­σω­πα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ γνω­ρί­ζει τὸ σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση ποὺ δι­και­οῦ­ται.
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καί ἀσυνεννοησίας.
 Ἁ­γί­α Γρα­φὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται συ­χνὰ ὡς «Θε­ό­πνευ­στο» βι­βλί­ο. Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ὀρ­θός, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­κρι­βὴς ση­μα­σί­α του δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ὁ­ρι­στεῖ μὲ ἀ­κρί­βεια. Κα­τὰ τὴν προ­σω­πι­κή μας ἄ­πο­ψη ἡ ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας στὴ βι­βλι­κὴ καὶ τὴν πα­τε­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πὸ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἔτσι ὡς Θεόπνευστα μπο­ροῦν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­στοῦν μό­νο τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ συγγράμματα ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, τν ποία χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἕ­νω­σή του μὲ τὸ Θε­ό. Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τή ἡ ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν συγγραμμάτων ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἄ­με­σα ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, μό­νο οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς Θεώσεως καὶ ἔ­χουν ζῶ­σα ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κοὶ Θε­ο­λό­γοι (μὲ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ καὶ ὄ­χι μὲ τὴν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου). Μό­νο αὐ­τοί οἱ χρι­στια­νοὶ γνω­ρί­ζουν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καί ὡς ἐκ τού­του μπο­ροῦν μὲ ἀ­σφά­λεια καὶ γνη­σι­ό­τη­τα νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ Αὐ­τήν. Μό­νο στὰ ἔρ­γα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν ὑ­πάρ­χει ἡ ἐγ­γύ­η­ση τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ γι᾽αὐ­τὸ μό­νο ἡ δι­κή τους μαρ­τυ­ρί­α εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὴ γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν τὰ συγγράμματα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας καὶ θε­με­λι­ώ­νον­ται στέ­ρε­α πά­νω σὲ αὐ­τήν δί­και­α χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς Θε­ό­πνευ­στα.
Σ
τὴν ὁ­μά­δα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν ἀ­νή­κουν πρω­τί­στως οἱ Ἀ­πό­στο­λοι. Γι᾽αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε τὰ ἔρ­γα τους (Και­νὴ Δι­α­θή­κη) ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ βα­σι­κὸ φο­ρέ­α τῆς Πα­ρά­δο­σης. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δι­α­κρί­νον­ται ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α οἱ Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται μό­νο οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες. Αὐ­τοί δη­λα­δή ποὺ κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὶς αἱ­ρέ­σεις καὶ μὲ τὸ ἔρ­γο τους αὔ­ξη­σαν τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, γνω­ρί­ζον­τας βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ ἐκ­φρά­ζον­τάς Την μὲ πλη­ρέ­στε­ρο γλωσ­σι­κὰ τρό­πο. Στὴ συ­νέ­χεια ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ Πα­τέ­ρες. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι ποὺ μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὰ ἔρ­γα τους ἐ­πι­βε­βαί­ω­σαν τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ δὲν τὴν αὔ­ξη­σαν δη­μι­ουρ­γι­κά. Εἶ­ναι οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴν ἀ­λη­θι­νὴ Θέ­ω­ση καὶ Θε­ο­γνω­σί­α, μᾶς μί­λη­σαν γνή­σια γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, ἀλ­λὰ τὰ ἔρ­γα τους κι­νοῦν­ται μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης ἀ­πὸ αὐ­τοὺς Πα­ρά­δο­σης, χω­ρὶς νὰ τὴν ὑ­περ­βαί­νουν σὲ βά­θος γνώ­σης καὶ γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης. Τέ­λος κα­τα­χρη­στι­κὰ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἐν­τά­ξου­με στὴν ὁ­μά­δα αὐ­τὴ καὶ ὁ­ρι­σμέ­νους ἀ­πὸ τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται ὅ­λοι οἱ ἁ­πλοὶ χρι­στια­νοὶ (μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὶ θε­ο­λό­γοι, λα­ϊ­κοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες κ.ἄ.) ποὺ δὲν ἔ­φτα­σαν στὸ πλή­ρω­μα τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας, ἀλ­λά ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση μπό­ρε­σαν μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης νὰ ἀ­φο­μοι­ώ­σουν δι­α­νο­η­τι­κὰ ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ τῶν Πα­τέ­ρων καὶ νὰ τὴν ἀ­πο­δώ­σουν με γνησιότητα στα συγγραμματά τους, κι­νού­με­νοι αὐ­στη­ρὰ μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς τὰ συγγράμματα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι Θε­ό­πνευ­στα μὲ τὴν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν κα­τα­χρη­στι­κά ὡς θε­ό­πνευ­στα (μὲ τὸ «θ» μι­κρὸ) στὸ μέ­τρο ποὺ ἀ­πο­δί­δουν ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν πραγ­μα­τι­κὰ Θε­ό­πνευ­στων συγγραμμάτων καὶ μᾶς βο­η­θοῦν στὴν κα­τα­νό­η­ση καὶ ἑρ­μη­νεί­α τους.
Μ
ὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας συν­δέ­ε­ται καὶ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­ας τῶν χρι­στια­νῶν, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ὀρ­θὴ κα­τα­νό­η­ση καὶ ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἐ­νῶ ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοὶ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὴ Θε­ο­πνευ­στί­α τῆς ἴ­διας Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ λί­γο ἢ πο­λὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴ με­λέ­τη καὶ τὴν ἑρ­μη­νεί­α της, αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ δι­α­χρο­νι­κὰ γιὰ τὸ σύ­νο­λο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου «…ση­μεῖ­ον ἀν­τι­λε­γό­με­νον…» (Λουκ. 2,34), ἀ­φοῦ πα­ρό­τι ὅ­λοι ἀ­πο­δέ­χον­ται τὴν αὐ­θεν­τί­α τῶν ἴ­δι­ων θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων, δὲν μπο­ροῦν νὰ συμ­φω­νή­σουν με­τα­ξύ τους γιὰ τὸ νό­η­μα καὶ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τους. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­νας ὀρ­θό­δο­ξος, ἕ­νας ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κός, ἕ­νας μάρ­τυ­ρας τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ, ἕ­νας ἀντ­βεν­τι­στὴς καὶ ἕ­νας μορ­μό­νος χρι­στια­νὸς με­λε­τοῦν τὴν ἴ­δια Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λὰ ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τὴν κα­τα­νο­εῖ καὶ τὴν ἑρ­μη­νεύ­ει μὲ ἕ­ναν τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο, σὲ τέ­τοι­ο μά­λι­στα βαθ­μὸ ποὺ συ­χνὰ κα­θι­στᾶ τε­λεί­ως ἀ­δύ­να­τη κά­θε συμ­φω­νί­α με­τα­ξύ τους. Πῶς ἄ­ρα­γε ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τὸ τὸ φαι­νό­με­νο;
ἐ­ξή­γη­σή του συ­νά­γε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας, ὅ­πως τὴν ὁ­ρί­σα­με στὴν ἀρ­χὴ τοῦ λό­γου μας. Ἐ­πει­δὴ τὰ βι­βλί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πο­τε­λοῦν στὸ σύ­νο­λό τους ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ὁ Θε­ὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως, μό­νον ὅ­ποι­ος γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κὰ αὐ­τὴ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ὴ μπο­ρεῖ πραγ­μα­τι­κὰ νὰ κα­τα­λά­βει τὸ νό­η­μα τῶν λό­γων τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Γιὰ νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με σὲ ἕ­να γνω­στό μας πα­ρά­δειγ­μα (βλπ. Κεφ. Γ΄), ὅ­πως μέ­σα σὲ ἕ­ναν ἀ­σπρό­μαυ­ρο κό­σμο μό­νον ὅ­ποι­ος μπό­ρε­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κὰ τὸ κόκ­κι­νο ἢ τὸ μπλὲ χρῶ­μα μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὀρ­θὰ τὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις αὐ­τοῦ ποὺ πρῶ­τος ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ πε­ρι­γρά­ψει μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ἐμ­πει­ρί­α τους, ἔ­τσι καὶ στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ μό­νον ὅ­ποι­ος γνώ­ρι­σε ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὀρ­θὰ τὸ κεί­με­νό της. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βρί­σκε­ται ἡ με­γά­λη δι­α­φο­ρὰ τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀρ­θο­δό­ξων καὶ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς εἶ­ναι γνή­σια καὶ ὀρ­θή, για­τί στη­ρί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὴ μαρ­τυ­ρί­α τῶν χρι­στια­νῶν ποὺ γνώ­ρι­σαν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται γλωσ­σι­κὰ μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­φοῦ μό­νο τὰ ἔρ­γα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν, ἀ­να­γνω­ρι­ζό­με­να ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς Θε­ό­πνευ­στα, ἐν­τάσ­σον­ται ὀρ­γα­νι­κὰ στὴν Πα­ρά­δο­σή Της. Κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῶν κα­κο­δό­ξων δὲν μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ὀρ­θή, ἀ­φοῦ δὲν θε­με­λι­ώ­νε­ται στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση καὶ τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν καρ­πὸ τοῦ ἀ­φη­ρη­μέ­νου δι­α­νο­η­τι­κοῦ στο­χα­σμοῦ τῶν δη­μι­ουρ­γῶν της. Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν οἱ κα­κό­δο­ξοι ἀ­γνο­οῦν τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­φε­νὸς μὲν πλα­νῶν­ται ὡς πρὸς τὴν ἑρ­μη­νεί­α της, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν καὶ νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν τὴν ὀρ­θὴ ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀρ­θο­δό­ξων.
 
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ.
Θ
ὰ ἦ­ταν πα­ρά­λει­ψη ἐκ μέ­ρους μας ἂν δὲν θί­γα­με σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἔ­στω καὶ πο­λὺ συ­νο­πτι­κὰ τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­σης τῆς γλώσ­σας ἀ­πὸ τὴ σύγ­χρο­νη δυ­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κή τοῦ προ­τε­σταν­τι­κοῦ κό­σμου. Κα­τὰ τὴν προ­τε­σταν­τι­κή λοι­πόν ἀν­τί­λη­ψη ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι ὁ «λό­γος» τοῦ Θε­οῦ. Ὅ,­τι γνω­ρί­ζου­με γιὰ τὸ Θε­ὸ εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ λό­γος. Ἔρ­γο τῆς θε­ο­λο­γί­ας εἶ­ναι νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ λό­γο αὐ­τὸ μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους ποὺ ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ ἐ­πε­κτεί­νον­ται μέ­χρι τὴ χρή­ση τῶν πιὸ σύγ­χρο­νων φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν με­θό­δων. Ξε­κι­νών­τας ὅ­μως ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α αὐ­τή, ἐγ­κλω­βί­ζε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, τὴν ὁ­ποί­α ταυ­τί­ζει μὲ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ μοι­ραῖα τὴν ἀ­πο­λυ­το­ποι­εῖ. Τε­λι­κὰ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ δυ­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α δὲν ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ δι­α­κρί­νει τὸ «ση­μαν­τι­κὸ» χα­ρα­κτή­ρα τῆς γλώσ­σας στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Δὲν μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ή, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες μι­λᾶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, εἶ­ναι ἄ­κτι­στες ὀν­το­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες καί ὡς ἐκ τού­του δὲν ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὰ κτι­στὰ γλωσ­σι­κὰ σχή­μα­τα ποὺ τὶς πε­ρι­γρά­φουν, δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ αὐ­τὰ καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται σὲ αὐ­τά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Οἱ ὑ­παρ­ξια­κὲς συ­νέ­πει­ες αὐ­τοῦ τοῦ λά­θους, ποὺ ἔ­χει εὔ­στο­χα χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς «σύν­δρο­μο τοῦ γλωσ­σο­μο­νι­σμοῦ», εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες, ἀ­φοῦ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κή, ἀκριβῶς πειδ ταυ­τί­ζει τὴν Ἀ­λή­θεια μὲ τὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, πε­ρι­ο­ρί­ζει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ τὸ γε­γο­νὸς τῆς σω­τη­ρί­ας στὴ σφαί­ρα τῆς συμ­βα­τι­κῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἠ­θι­κῆς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ προ­τε­στάν­της χρι­στια­νὸς δὲν ἀ­να­ζη­τᾶ τὴν ὑ­παρ­ξια­κή του με­τα­μόρ­φω­ση. Δὲν ἀ­γω­νί­ζε­ται δη­λα­δή νὰ γνω­ρί­σει ὀν­το­λο­γι­κὰ τὸ Χρι­στό ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως Τὸν γνώ­ρι­σαν οἱ τρεῖς μα­θη­τὲς τὴ στιγ­μὴ τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης πά­νω στὸ ὄρος Θα­βὼρ ἢ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πο­ρευ­ό­με­νος στὴν πό­λη τῆς Δα­μα­σκοῦ. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ὀν­το­λο­γι­κή μας με­τα­μόρ­φω­ση καὶ ὄ­χι στὴν ἠ­θι­κή μας βελ­τί­ω­ση. Χά­νον­τας ὅ­μως «…τὸ ἕν, οὗ ἐστι χρεί­α…» (πρβλ. Λουκ. 10,42), ἀ­ναγ­κά­ζε­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὡς ἕ­ναν ὕ­ψι­στο «θε­ϊ­κὸ νό­μο», τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ ὁ­ποί­ου ὀ­φεί­λει ὡς χρι­στια­νὸς νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει μὲ συ­νέ­πεια στὴ ζω­ή του, ἐ­νῶ μέ­σα στὸ στε­νὸ πλαί­σιο αὐ­τῆς τῆς κτι­στῆς καὶ θνη­σι­γε­νοῦς προ­σπά­θειας ἐ­ξαν­τλεῖ τὴν ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ της ἀ­γώ­να, χω­ρίς δυ­στυ­χῶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν πλά­νη της.
ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας ἀ­πὸ τὴν προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ δὲν ἐξαν­τλεῖ­ται στὸν ὑ­πο­βι­βα­σμὸ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς στὴ σφαί­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἠ­θι­κῆς, ἀλ­λὰ ἔ­χει καὶ εὐ­ρύ­τε­ρες ὑ­παρ­ξια­κὲς δι­α­στά­σεις. Σ αὐ­τὴν ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τ γνώ­μη μας τό­σο πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τς λα­τρεί­ας καὶ κυ­ρί­ως τν μυ­στη­ρί­ων τς Ἐκ­κλη­σί­ας πο κυ­ρια­ρχεῖ στ σύ­νο­λο το προ­τε­σταν­τι­κοῦ κό­σμου, ὅ­σο κα πε­ρι­φρό­νη­ση πο αὐ­τὸς ἐ­πι­δει­κνύ­ει πρς τος ἀρ­χαί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς θε­σμούς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα οἱ προ­τε­στάν­τες χρι­στια­νοί, ἀρ­νού­με­νοι τὴν μυ­στη­ρια­κὴ ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης καὶ τὸ ρε­α­λι­σμὸ τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὸν εὐ­χα­ρι­στια­κὸ Ἄρ­το καὶ Οἶ­νο ὡς «σύμ­βο­λα» τοῦ Σώ­μα­τος καὶ τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ στά­ση τους ὅ­μως αὐ­τὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀν­τί­λη­ψη πὼς μπο­ροῦν νὰ φτά­σουν στὴ σω­τη­ρί­α χω­ρὶς νὰ ἑ­νω­θοῦν πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Χρι­στό. Ὑ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ αἰ­σθά­νον­ται «σε­σω­σμέ­νοι» μέ­σα στὴν ἠ­θι­κι­στι­κὴ μο­να­ξιά τους καὶ νὰ μὴ νοι­ώ­θουν τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­κρα­θοῦν πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ Θε­ω­μέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἂν καὶ ὁ Ἴ­διος μᾶς δί­δα­ξε μὲ ἀ­πό­λυ­τη σα­φή­νεια τὴ ση­μα­σί­α αὐτῆς τῆς ἕνωσης γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας (πρβλ. Ἰ­ω­άν. 6,26-58). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ἀρ­νοῦν­ται τὴ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων, τὸ ἔρ­γο τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καὶ γε­νι­κά ὅ­,τι ὑ­περ­βαί­νει χρο­νι­κὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν Ἀ­πο­στό­λων, για­τί ὁ λό­γος τῶν Πα­τέ­ρων εἶ­ναι γιὰ αὐ­τοὺς λό­γος ἀν­θρώ­πι­νος καὶ συ­νε­πῶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὸ λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἢ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ τὸν ὑ­περ­βεῖ σὲ ἀ­ξί­α. Ἀρ­νού­με­νοι ὅ­μως τὴ Θε­ο­πνευ­στί­α τῶν Πα­τέ­ρων καὶ τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ἀρ­νοῦν­ται κατ᾽ οὐ­σί­αν τὸ Φω­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ γε­νι­κό­τε­ρα τὸ ἴ­διο τὸ μυ­στή­ριο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὴν κρί­ση τους ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ χρό­νια τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί συ­νε­πῶς δὲν ὑ­πό­κει­ται πλέ­ον σὲ κα­μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­ξέ­λι­ξη.
Θ
μπο­ρού­σα­με τέ­λος ν προ­σθέ­σου­με ς μί­α τρί­τη ὑ­παρ­ξια­κὴ δι­ά­στα­ση το γλωσ­σο­μο­νι­σμοῦ τς προ­τε­σταν­τι­κῆς ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς τήν αὐ­το­νό­μη­ση το κη­ρύγ­μα­τος ἀπό τή λα­τρεί­α τῆς Ἐκκλησίας κα τήν πρό­τα­ξή του ἔ­ναν­τι τοῦ «ἡ­συ­χα­σμοῦ». Μὲ τὸν ὅ­ρο «ἡ­συ­χα­σμός» δη­λώ­νου­με τὸ σύ­νο­λο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἀ­γώ­να ποὺ σκο­πεῖ στὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, στὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν πα­θῶν, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, στὴν προ­σέλ­κυ­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης, στὸν πνευ­μα­τι­κὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση και, ἐν τέ­λει, στὴν ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου προ­σευ­χή. Σὲ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀν­τί­λη­ψη, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἀ­πὸ ἀρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸ κή­ρυγ­μα ὡς μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς λα­τρεί­ας (καί μά­λι­στα ὄ­χι τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο) καὶ πο­τέ ὡς κά­τι τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἢ τὸ ἀ­πο­κομ­μέ­νο ἀ­πὸ αὐ­τήν. Ἐ­ξάλ­λου ἡ σύν­δε­ση αὐ­τὴ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ θε­ο­λο­γι­κή της δι­ά­στα­ση ἔ­χει καὶ τε­ρά­στια ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ πα­ρέ­χει στὸν ἑ­κά­στο­τε ἐ­πί­σκο­πο ὡς δι­ά­δο­χο τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χι­στὴ τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ τους ἔρ­γου τὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἐ­λέγ­χου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴν τῆς διαδόσεως ἐ­τε­ρο­δι­δα­σκα­λι­ῶν καὶ κα­κό­δο­ξων ἀν­τι­λή­ψε­ων με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἐ­πι­μέ­νει στὴν πρό­τα­ξη τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ ἔ­ναν­τι τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Ἡ τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ἀ­γώ­νας ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν, ἡ κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, ἡ συμ­με­το­χὴ στὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου προ­σευ­χὴ καί γε­νι­κά ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τῆς ὁ­δοῦ ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν χρι­στια­νὸ στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρα ἀπὸ αὐ­τὸ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Κα γι ν εἴ­μα­στε ἀ­πό­λυ­τα ἀ­κρι­βεῖς κα­τὰ τν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἡ­συ­χα­στι­κὴ ζω­ὴ ὄ­χι μό­νο ὑ­πέρ­κει­ται ς πρς τν ἀ­ξί­α το κη­ρύγ­μα­τος, ἀλ­λὰ θε­ω­ρεῖ­ται κα ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γι τν ἄ­σκη­σή του. Πρῶ­τα δη­λα­δή πρέ­πει ὁ χρι­στια­νὸς νὰ πε­ρά­σει νι­κη­φό­ρα ἀ­πὸ τὸ στά­διο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων καὶ ὕ­στε­ρα νὰ ἀ­να­λά­βει τὴν εὐ­θύ­νη τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν ἀ­δελ­φῶν του. Πρῶ­τα πρέ­πει ὁ ἴ­διος νὰ κα­τα­κτή­σει τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα ἤ του­λά­χι­στον νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται σθε­να­ρὰ πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση καὶ με­τὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἄλ­λους στὴν κα­τά­κτη­σή της, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «…τυ­φλός, τυ­φλὸν ἐ­ὰν ὁ­δη­γῇ ἀμ­φό­τε­ροι ες βό­θυ­νον πε­σοῦν­ται…» (Ματθ. 15,14).
 
 
ΜΕΡΟΣ 4ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Θ΄- ΙΒ΄
Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
 «…Ὁ ἀ­λη­θὴς μο­να­χὸς εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καὶ ὅ­ταν ἐν τῇ ἡ­συ­χί­ᾳ κα­θα­ρί­σῃ τὰς αἰ­σθή­σεις καὶ γα­λη­νιά­σῃ ὁ νοῦς καὶ κα­θα­ρι­σθῇ ἡ καρ­δί­α, τό­τε λαμ­βά­νει Χά­ριν καὶ Φω­τι­σμὸν γνώ­σε­ως. Καὶ γί­νε­ται ὅ­λος Φῶς, ὅ­λος Νοῦς, ὅ­λος Διαύ-γεια. Καὶ βρύ­ει Θε­ο­λο­γί­αν, ὅ­που ἂν γρά­φουν τρεῖς δὲν προ­λαμ­βά­νουν τὸ ρεῦ­μα, ὅ­που βρύ­ει κυ­μα­τω­δῶς καὶ σκορ­πί­ζει εἰ­ρή­νην καὶ ἄ­κραν ἀ­κι­νη­σί­αν πα­θῶν εἰς ὅ­λον τὸ σῶ­μα…» (Γέ­ρων Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἡ­συ­χα­στής, «Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐ­πι­στο­λὴ ΜΗ΄, ἔκ­δ. 1979, σελ. 267)
 
Κεφάλαιον Θ΄: Περ τς Θεογνωσίας.
Σ
τὴν ἐ­πὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α Του ὁ Κύ­ριος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, λέ­ει: «…Μα­κά­ριοι ο κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­α, ὅ­τι αὐ­τοὶ τν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται…» (Ματθ. 5,8), ἐ­νῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, γρά­φει πὼς Αὐ­τὸς εἶ­ναι: «…φς ἀ­πρό­σι­τον, εἶ­δεν οὐ­δεὶς ἀν­θρώ­πων, οὐ­δὲ ἰ­δεῖν δύ­να­ται…» (Α΄ Τιμ. 6,16). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει πὼς εἶ­δε τὸ Θε­ό: «… τά­λας ἐ­γώ, ὅ­τι κα­τα­νέ­νυγ­μαι, ὅ­τι ἄν­θρω­πος ὤν, κα ἀ­κά­θαρ­τα χεί­λη ἔ­χων, ν μέ­σω λα­οῦ ἀ­κά­θαρ­τα χεί­λη ἔ­χον­τος ἐ­γὼ οἰ­κῶ, κα τν Βα­σι­λέ­α Κύ­ριον Σα­βα­ὼθ εἶ­δον τος ὀ­φθαλ­μοῖς μου…» (Ἠσ. 6,5), ἐ­νῶ ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς ζη­τᾶ νὰ δεῖ τὴ Δό­ξα Του, τοῦ ἀ­παν­τᾶ: «…Ο δυ­νή­ση ἰ­δεῖν τ πρό­σω­πόν Μου· ο γρ μ ἴ­δη ἄν­θρω­πος τ πρό­σω­πόν Μου κα ζή­σε­ται…» (Ἔξοδ. 33,20). Πῶς λοι­πόν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συ­νυ­πάρ­χουν αὐ­τὲς οἱ δύ­ο θε­ο­λο­γι­κὲς θέ­σεις, ἐ­νῶ εἶ­ναι πα­σι­φα­νῶς ἀν­τί­θε­τες με­τα­ξύ τους; Πῶς δη­λα­δή εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριά νὰ μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ προσ­λά­βει αὐ­τὴ τὴ γνώ­ση; Ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε ἀν­τί­φα­ση στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Σ 
ύμ­φω­να μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἕ­να «τμῆ­μα» τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­γνω­στο, ἀ­μέ­θε­κτο καὶ ἀ­πρό­σι­το στὸν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τὸ τ ἄ­γνω­στο, ἀ­μέ­θε­κτο κα ἀ­πρό­σι­το «τμῆ­μα» τς ὕ­παρ­ξης το Θε­οῦ ο Πα­τέ­ρες τ ὀ­νο­μά­ζουν «Θεί­α Οὐ­σί­α» «Θεί­α Φύ­ση». Ἡ Θεί­α Φύ­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ, τὸ ὄν­τως «Εἶ­ναι» Του. Ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴ Θεί­α Φύ­ση ὄ­χι για­τὶ ὁ Θε­ὸς δὲν θέ­λει νὰ τοῦ τὴν ἀ­πο­κα­λύ­ψει, ἀλ­λὰ για­τὶ ἡ πε­πε­ρα­σμέ­νη κτι­στὴ φύ­ση του δὲν ἀν­τέ­χει τὴν ἕ­νω­ση μὲ Αὐ­τήν. Ὅ­μως, ἐ­νῶ ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἄ­γνω­στη, ἕ­να ἄλ­λο «τμῆ­μα» τῆς ὕ­παρ­ξης Τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι γνω­στό, με­θε­κτὸ καὶ προ­σι­τὸ στὸν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τὸ τ γνω­στό, με­θε­κτὸ κα προ­σι­τὸ «τμῆ­μα» τς ὕ­παρ­ξης το Θε­οῦ ο Πα­τέ­ρες τ ὀ­νο­μά­ζουν «Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες» «Ἐ­νέρ­γει­ες το Θε­οῦ» «Θεί­α Χά­ρη» «Ἄ­κτι­στο Φς» ἤ ἁ­πλῶς «Φς». Οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἄ­κτι­στες, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ ἡ Θεί­α Φύ­ση. Εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἀ­δη­μι­ούρ­γη­τες, αἰ­ώ­νι­ες, ἄ­ναρ­χες. Ὑ­πάρ­χουν στὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου. Ἐ­πί­σης οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι φο­ρεῖς τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης. Δη­λα­δή ὅ­πως ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή, ἔ­τσι καὶ οἱ Φυ­σι­κές της Ἐ­νέρ­γει­ες εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή. Τέ­λος, οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως θὰ δοῦ­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας, με­τα­φέ­ρουν στὸν ἄν­θρω­πο ἀ­φε­νὸς μὲν τὴν προ­σοι­κεί­ω­ση τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κή τους «γνώ­ση». Ὁ ἄν­θρω­πος, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, δὲν γνω­ρί­ζει τὴ Θεί­α Φύ­ση, ἀλ­λὰ τὶς φυ­σι­κές της ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ τὰ Πρό­σω­πα ποὺ τὴν Ὑ­πο­στα­σιά­ζουν. Ἔ­τσι κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται: «…Θεί­ας κοι­νω­νὸς Φύ­σε­ως…» (πρβλ. Β΄ Πέ­τρ. 1,4). Μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ πλαί­σιο μπο­ροῦ­με πλέ­ον νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὸ λό­γο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Ὅ­ταν λοι­πόν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μς μι­λᾶ γι τ δυ­να­τό­τη­τα ἀν­θρώ­που ν γνω­ρί­σει τ Θε­ό, ἀ­να­φέ­ρε­ται στ με­το­χή του στς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τς Θε­ό­τη­τας, ἐ­νῶ ὅ­ταν μς μι­λᾶ γι τν ἀ­δυ­να­μί­α το ἀν­θρώ­που ν γνω­ρί­σει τ Θε­ό ἀ­να­φέ­ρε­ται στν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης ν ἑ­νω­θεῖ μ τν ἄ­κτι­στη Θεί­α Φύ­ση. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση κα­θί­στα­ται φα­νε­ρὸ πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει ἀν­τί­φα­ση στὰ λε­γό­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς σχε­τι­κὰ μὲ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἢ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό.
­πὸ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μό­νον οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ οἱ ἄγ­γε­λοι ἔ­χουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τέ­χουν στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Ἡ με­το­χὴ αὐ­τὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες «Θέ­ω­ση» ἢ «Θε­ο­πτί­α» ἢ «Θε­ο­γνω­σί­α» ἢ «Θε­ω­ρί­α» ἢ «Θε­ο­κοι­νω­νί­α». Φτά­νον­τας στὴ Θέ­ω­ση ὁ ἄν­θρω­πος πε­τυ­χαί­νει δύ­ο πράγ­μα­τα:
1ον. Με­τα­μορ­φώ­νε­ται ὀν­το­λο­γι­κὰ κα γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μ τ Θε­ό. Γί­νε­ται δη­λα­δὴ ὁ ἄν­θρω­πος ἕ­νας μι­κρὸς θε­ός, ἕ­νας «θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν»«θε­ὸς κα­τὰ μέ­θε­ξιν»«θε­ὸς χρη­μα­τί­ζει τ πρς Θε­ὸν ἐγ­γύ­τη­τι»«φς χρη­μα­τί­ζει δεύ­τε­ρον» κτλ. Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει για­τὶ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, προ­σοι­κει­ώ­νε­ται (ἀ­πο­κτᾶ δη­λα­δή δευ­τε­ρο­γε­νῶς διὰ τῆς με­το­χῆς) τὶς φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς Θεί­ας Φύ­σης. Οἱ Πα­τέ­ρες πα­ρο­μοιά­ζουν τὴν προ­σοι­κεί­ω­ση τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ με­τα­μόρ­φω­σή του μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ πυ­ρω­μέ­νου σί­δε­ρου. Ἡ φύ­ση τοῦ σί­δε­ρου εἶ­ναι ψυ­χρὴ καὶ σκο­τει­νή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὴ φω­τιὰ προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τὶς φυ­σι­κές της ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ γί­νε­ται ὅ­μοι­α μὲ αὐ­τήν. Ἔ­τσι τὸ σί­δε­ρο τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὴ φω­τιὰ γί­νε­ται θερ­μὸ καὶ φω­τει­νό. Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κές Του Ἐ­νέρ­γει­ες, προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τὶς φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς Θεί­ας Φύ­σης καὶ γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μὲ Αὐ­τόν. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὸ Θε­ὸ γί­νε­ται καὶ αὐ­τὸς Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή.
2ον. Ἀ­πο­κτᾶ τν ὀν­το­λο­γι­κὴ «γνώ­ση» το Θε­οῦ, τν ἀ­λη­θι­νὴ δη­λα­δὴ Θε­ο­γνω­σί­α. Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τοὺς φι­λό­σο­φους καὶ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ Πα­τέ­ρες πρῶ­τα γνώ­ρι­σαν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κές Του Ἐ­νέρ­γει­ες, καὶ με­τὰ προ­σπά­θη­σαν νὰ ἐκ­φρά­σουν μὲ τὴν κτι­στὴ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ τοὺς χά­ρι­σε ὁ Θε­ός. Ἐ­πει­δή λοι­πόν ο Ἀ­πό­στο­λοι, ο Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ο Ἅ­γιοι σ ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τί­θε­ση μ τος φι­λό­σο­φους κα τος αἱ­ρε­τι­κούς μᾶς μι­λοῦν γι πράγ­μα­τα πο πραγ­μα­τι­κὰ γνω­ρί­ζουν (κα ὄ­χι γι πράγ­μα­τα πο φαν­τά­ζον­ται ὑ­πο­θέ­τουν), δι­δα­σκα­λί­α τς Ἐκ­κλη­σί­ας γι τ Θε­ὸ, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο δν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο κα­τα­σκεύ­α­σμα, ἀλ­λὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη πο δό­θη­κε ἀ­πὸ τ Θε­ὸ ς δω­ρε­ὰ στος «ἀ­ξί­ους», στος χρι­στια­νοὺς δη­λα­δή πο ἔ­φτα­σαν στ Θέ­ω­ση κα τν ἀ­λη­θι­νὴ Θε­ο­γνω­σί­α.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­ά­κρι­ση Οὐ­σί­ας καὶ Ἐ­νερ­γει­ῶν στὴν αἰ­ώ­νια ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Θεώσεως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τὸν Ἥ­λιο. Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες μά­λι­στα ποὺ τὸν με­λε­τοῦν θὰ ἤ­θε­λαν πο­λὺ νὰ ἔ­χουν μὲ κά­ποι­ο τρό­πο πρό­σβα­ση στὴν ἐ­πι­φά­νειά του ἤ ἀ­κό­μη καὶ στὸν πυ­ρή­να του προ­κει­μέ­νου νὰ με­λε­τή­σουν ἀ­πὸ κον­τὰ τὴ λει­τουρ­γί­α του καὶ νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὰ μυ­στή­ρια τῆς ζω­ῆς τῶν ἄ­στρων. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α εἶ­ναι κα­τὰ κοι­νὴ ὁ­μο­λο­γί­α πρα­κτι­κὰ ἀ­δύ­να­το, για­τί οἱ συν­θῆ­κες θερ­μό­τη­τας, ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας, πί­ε­σης καὶ βα­ρύ­τη­τας τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης ὑ­περ­βαί­νουν κα­τὰ πο­λὺ τὰ ὅ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἀν­το­χῶν. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸν Ἥ­λιο πη­γά­ζει ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια. Ἡ ἐ­νέρ­γεια αὐ­τὴ ἔρ­χε­ται στὴ γῆ καὶ πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ ἀ­φθο­νί­α τὸν κό­σμο μας. Ἐ­νῶ ὅ­μως ἡ ἡ­λια­κὴ φύ­ση ὑ­περ­βαί­νει τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­το­χῆς μας, ἡ πα­ρου­σί­α τῆς ἡ­λια­κῆς ἐ­νέρ­γειας δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πει­λὴ γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας. Ἀν­τί­θε­τα μά­λι­στα χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς φυ­σι­κῆς ὅ­ρα­σης καὶ γε­νι­κὰ ἐ­πι­δρᾶ εὐ­ερ­γε­τι­κὰ στὴ δι­α­τή­ρη­ση καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση τῆς ζω­ῆς. Ὅ­πως λοι­πὸν φύ­ση το Ἥ­λιου εἶ­ναι ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη κα ἀ­μέ­θε­κτη γι τν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να ἐ­νέρ­γειά της εἶ­ναι γνω­στή, προ­σι­τὴ κα με­θε­κτὴ στν ἄν­θρω­πο, ἔ­τσι κα Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι γι ἐ­μᾶς ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη κα ἀ­μέ­θε­κτη, ἐ­νῶ τν ἴ­δια στιγ­μὴ ο Ἐ­νέρ­γει­ές της εἶ­ναι γνω­στές, προ­σι­τὲς κα με­θε­κτές. Καὶ ἂν ἡ φύ­ση μας, ὄντας ἀδύναμη, δὲν ἀν­τέ­χει τὴν ἕ­νω­σή της μὲ τὴν κτι­στὴ φύ­ση τοῦ Ἥ­λιου, πῶς εἶ­ναι πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ ἀν­τέ­ξει τὴν ἕ­νω­σή της μὲ τὴν ἄ­κτι­στη Θεί­α Φύ­ση; Ἂν δὲν ἀν­τέ­χει τὴ μέ­θε­ξη τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀν­τέ­ξει τὴ μέ­θε­ξη τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τῶν ἁ­πάν­των;
­πί­σης ἡ ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια εἶ­ναι φο­ρέ­ας τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης. Ἐ­πει­δή δη­λα­δή ἡ ἡ­λια­κὴ φύ­ση εἶ­ναι φω­τει­νὴ καὶ θερ­μή, ἡ ἐ­νέρ­γεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ μέ­σα της  (ἡ φυ­σι­κή της ἐ­νέρ­γεια) εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ φῶς καὶ θερ­μό­τη­τα. Ὅ­πως λοι­πόν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἔ­χει τς ἴ­δι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες μ τν ἡ­λια­κὴ φύ­ση, ἔ­τσι κα ο Ἐ­νέρ­γει­ες το Θε­οῦ ἔ­χουν τς ἴ­δι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες μ τ Θεί­α Φύ­ση Του. Συ­νε­πῶς, ἐ­πει­δὴ ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή, καὶ οἱ Ἐ­νέρ­γει­ές της ἔ­χουν ἀ­κρι­βῶς τὶς ἴ­δι­ες φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες. Ἀ­κό­μη, ἡ ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια με­τα­φέ­ρει στὸν κό­σμο μας τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης καὶ ὁ ἄν­θρω­πος με­τέ­χον­τας σὲ αὐ­τὲς τὶς προ­σοι­κει­ώ­νε­ται καὶ τὶς γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κά. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὴν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια γί­νε­ται φω­τει­νὸς καὶ θερ­μός, ἀ­κτι­νο­βο­λών­τας τὴ φυ­σι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τὸς καὶ προσ­λαμ­βά­νον­τας τὴ θερ­μό­τη­τά του, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να λαμ­βά­νει καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ «γνώ­ση» τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης. Γνω­ρί­ζει δη­λα­δή μὲ ὑ­παρ­ξια­κό (καὶ ὄ­χι μὲ δι­α­νο­η­τι­κό) τρό­πο αὐ­τὲς τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες. Γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κὰ πὼς ἡ ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη καὶ ἀ­μέ­θε­κτη ἡ­λια­κὴ φύ­ση ὑ­πάρ­χει ὡς φῶς καὶ θερ­μό­τη­τα. Ὅ­πως λοι­πὸν ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μ τν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τς ἰ­δι­ό­τη­τες τς ἡ­λια­κῆς φύ­σης κα τς γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κά, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς κα ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μ τς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες το Θε­οῦ προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τς ἰ­δι­ό­τη­τες τς Θεί­ας Φύ­σης κα ἀποκτᾶ τν ὀν­το­λο­γι­κή τους γνώ­ση.
Ε
ἶ­ναι ση­μαν­τι­κό τέ­λος ν δι­ευ­κρι­νί­σου­με πώς ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση ὄ­χι μό­νο προ­η­γεῖ­ται χρο­νι­κὰ τῆς ἀν­τί­στοι­χης δι­α­νο­η­τι­κῆς, ἀλ­λὰ κα τν ὑ­περ­βαί­νει ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά, για­τὶ στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρη κα πο­λυ­τι­μό­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τή. Γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με μά­λι­στα τὴν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς ἔ­ναν­τι τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς γνώ­σης, πα­ρα­μέ­νον­τας στὸ ἴ­διο πα­ρά­δειγ­μα, ἂς θέ­σου­με στὸν ἑ­αυ­τό μας ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ δίλ­λη­μα. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν πὼς ἔ­χου­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­σου­με τρό­πον τι­νὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας, ἐ­πι­λέ­γον­τας πρὶν ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή μας ἕ­ναν ἀν­θρώ­πι­νο τύ­πο ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νες ἐ­πι­λο­γές. Ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ λοι­πὸν ἔ­χου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ γεν­νι­έ­ται σὲ κά­ποι­α χώ­ρα τοῦ τρί­του κό­σμου. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ μὴ λά­βει κα­μί­α σχο­λι­κὴ παι­δεί­α, ἀλ­λὰ γεν­νι­έ­ται ὑ­γι­ὴς καί ὡς ἐκ τού­του ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τός. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἔ­χου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ γεν­νι­έ­ται σὲ μί­α προ­ηγ­μέ­νη χώ­ρα τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴν ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἐκ­παί­δευ­ση καὶ μπο­ρεῖ, ἂν θέ­λει, νὰ γί­νει ἄ­ρι­στος ἀ­στρο­φυ­σι­κός, ἀλ­λὰ γεν­νι­έ­ται τυ­φλὸς καί ὡς ἐκ τού­του στε­ρεῖ­ται τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τός. Μπο­ρεῖ ὅ­μως νὰ γνω­ρί­σει δι­α­νο­η­τι­κὰ τὴ φύ­ση τοῦ φω­τὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ με­λέ­τη. Ποι­ός ἄ­ρα­γε ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους τύ­πους γνω­ρί­ζει ἀ­λη­θι­νὰ τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς; Καὶ ποι­όν ἀ­πὸ αὐ­τοὺς θὰ ἐ­πι­λέ­γα­με, ἂν τὸ ὑ­πο­θε­τι­κό μας δίλ­λη­μα προκαθόριζε πραγ­μα­τι­κὰ τὴν προ­σω­πι­κή μας ζωὴ;
Κεφάλαιον Ι΄: Περ τς Βασιλείας τν Ορανν.
Κύ­ριος πο­λὺ συ­χνὰ στὰ Εὐ­αγ­γέ­λια μᾶς μι­λᾶ γιὰ τὴ «Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ» ἢ τὴ «Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν». Ὁ ὅ­ρος αὐ­τὸς μά­λι­στα κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ση­μα­σί­α του; Κα­τὰ πρῶ­το λό­γο, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς δι­δά­σκει πὼς ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ­ρι­στι­κὰ με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου. Εἶ­ναι συ­νε­πῶς κά­τι τὸ ἀ­να­με­νό­με­νο. Ὁ χα­ρα­κτή­ρας της εἶ­ναι «ἐ­σχα­το­λο­γι­κὸς» καὶ ἔ­χει ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα χρο­νι­κὴ δι­ά­στα­ση.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ τῶν δί­και­ων ἀν­θρώ­πων κον­τὰ στὸ Θε­ὸ με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας θὰ γί­νει ἡ Ἀ­νά­στα­ση ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων (νε­κρῶν καὶ ζωντανῶν) καὶ ἡ κρί­ση τους ἀ­πὸ τὸ Χρι­στό. Τό­τε οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι, με­τέ­χον­τας στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, θὰ γί­νουν ὅ­μοι­οι μὲ τὸ Θε­ὸ (βλπ. Α΄ Ἰ­ω­άν. 3,2) καὶ θὰ Ζή­σουν κον­τά του αἰ­ώ­νια, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ στε­νὰ ὅ­ρια τοῦ κτι­στοῦ χώ­ρου καὶ χρό­νου. Οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι σὲ ἐ­κεί­νη τὴ Ζω­ὴ θὰ εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε μορ­φὴ δυ­στυ­χί­ας καὶ πό­νου, για­τί «…ἐ­ξα­λεί­ψει ὁ Θε­ὸς πᾶν δά­κρυ­ον ἐκ τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν…» (Ἀ­ποκ. 7,17). Βα­σι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς Ζω­ῆς τῶν δί­και­ων στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ εἶ­ναι ἡ ψυ­χο­σω­μα­τι­κὴ ἀ­θα­να­σί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη εὐ­τυ­χί­α καὶ ἡ τέ­λεια ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς ἀ­γά­πης. Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­να­φε­ρό­με­νοι σὲ αὐ­τὴ τὴ Ζω­ή το­νί­ζουν δύ­ο πράγ­μα­τα. Πρῶ­τον ὅ­τι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τά της, ἀ­φοῦ τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ γνω­ρί­σουν «…ἃ ὀ­φθαλ­μός οὐκ εἶ­δε, καὶ οὖς οὐκ ἤ­κου­σε, καὶ ἐ­πὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη, ἃ ἠ­τοί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν Αὐ­τόν…» (Α΄ Κορ. 2,9) καί δεύ­τε­ρον ὅ­τι οἱ ὑ­λι­κὲς χα­ρὲς καὶ ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ση­με­ρι­νῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ συγ­κρι­θοῦν σὲ μέ­γε­θος καὶ ἀ­ξί­α μὲ αὐ­τὲς ποὺ θὰ γνω­ρί­σουν τό­τε οἱ δί­και­οι, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸν γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἡ­συ­χα­στή «…τὰ ἐ­δῶ φαι­νό­με­να ὡ­ραῖ­α ἐμ­πρὸς εἰς τὰ ἐ­κεῖ­σε εἶ­ναι σκό­τος καὶ κό­λα­σις…» («Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐπ. ΜΓ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 253).
Τ
αυ­τό­χρο­να ὅ­μως ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πα­ρού­σα καὶ μέ­σα στὸν ἱ­στο­ρι­κὸ χρό­νο καὶ συ­νε­πῶς τὰ «ἔ­σχα­τα» κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α δὲν εἶ­ναι μό­νο χρο­νι­κή, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ποι­ο­τι­κὴ καὶ ὀν­το­λο­γι­κὴ κα­τη­γο­ρί­α. Ἔ­τσι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἤ­δη ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ «προ­γεύ­ον­ται» τὰ μελ­λον­τι­κὰ ἀ­γα­θὰ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­πτί­ας, μέ­σα δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἕ­νω­σής τους μὲ τὸ Θε­ό. Ἡ με­το­χή τους στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ τοὺς χα­ρί­ζει μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου κά­τι ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς ἀ­θα­να­σί­ας καὶ τῆς εὐ­τυ­χί­ας ποὺ θὰ ἀ­πο­κτή­σουν οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι στὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν πα­ρου­σί­α τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου, εἶ­πε γιὰ τοὺs τρεῖς μα­θη­τὲς ποὺ ἦ­ταν πα­ρόν­τες στὴ Με­τα­μόρ­φω­σή Του: «…Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τῶν ὧ­δε ἑστη­κό­των, οἵ­τι­νες οὐ μὴ γεύ­σον­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τὴν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυ­ῖαν ἐν δυ­νά­μει…» (Μάρκ. 9,1). Βέ­βαι­α ἡ γνώ­ση αὐ­τὴ στὴν πα­ρού­σα ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι πλή­ρης καὶ τέ­λεια, γι᾽ αὐ­τὸ στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «…ἀρ­ρα­βών...» τῆς μελ­λον­τι­κῆς ζω­ῆς (Ἐ­φεσ. 1,14), ἐ­νῶ ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­σή της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «…γά­μος…» (Ἀ­ποκ. 19,7-9). Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­τι: «… βλέ­πο­μεν ἄρ­τι δι’ ἐ­σό­πτρου ἐν αἰ­νίγ­μα­τι, τό­τε δὲ πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον…» (Α΄ Κορ. 13,12). Ἐ­πί­σης ἡ γνώ­ση αὐ­τὴ στὴν πα­ρού­σα ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μό­νι­μη καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Οἱ Ἅ­γιοι κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ προ­γεύ­ον­ται σὲ κά­ποι­ες στιγ­μὲς τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς τους τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, ἀλ­λά στὴ συ­νέ­χεια ἐ­πα­νέρ­χον­ται στὴ συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Ὅ­μως στὴν ἀ­νέ­σπε­ρη ἡ­μέ­ρα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ὸ δὲν θὰ εἶ­ναι μό­νο τε­λει­ό­τε­ρη ὡς πρὸς τὸ βά­θος καὶ τὴν ἔν­τα­ση τῆς γνώ­σης, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη ὡς πρὸς τὸ μέ­τρο τῆς «χρο­νι­κῆς» της διά­ρκειας.
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περ τς δο πρς τν Θέωσιν.
ὁ­δὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου «…στε­νὴ καὶ τε­θλιμ­μέ­νη…καὶ ὀ­λί­γοι εἰ­σίν οἱ εὑ­ρί­σκον­τες αὐ­τήν…» (Ματθ. 7,14). Συ­χνὰ μά­λι­στα πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴν κο­πι­α­στι­κὴ ἀ­νά­βα­ση ἑ­νὸς ψη­λοῦ βου­νοῦ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς κο­ρυ­φῆς του, ἀ­φοῦ με­τὰ ἀπό τὸν κό­πο τῆς ἀ­νά­βα­σης ὁ ὀ­ρει­βά­της ἀ­πο­ζη­μι­ώ­νε­ται τρό­πον τι­νά γεν­ναι­ό­δω­ρα γιὰ τὴν προ­σπά­θειά του μὲ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς πα­νο­ρα­μι­κῆς θέ­ας ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρει ἡ κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ. Ποι­ά ὅ­μως στοι­χεῖ­α συν­θέ­τουν τὴν πο­ρεί­α αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὁ­δοῦ; Αὐ­τὰ κα­τὰ κύ­ριο λό­γο πε­ρι­γρά­φον­ται μὲ σα­φή­νεια στὰ ἔρ­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Θεσ­σα­λο­νί­κης, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ΙΔ΄ αἰ­ώ­να, ἀ­παν­τών­τας στὴν πρό­κλη­ση τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ κα­λα­βροῦ Βαρ­λα­ὰμ καὶ τῶν λοι­πῶν ὁ­μο­φρό­νων του ἀν­τι­η­συ­χα­στῶν, ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­σει ἐ­πι­τυ­χῶς τὸ σύ­νο­λο τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης Πα­ρά­δο­σης καὶ νὰ ὁ­ρί­σει τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­ο­λό­γου πρὸς τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας, πρὸς τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ δη­λα­δὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς.
πο­ρεί­α λοι­πὸν αὐ­τή κα­τὰ τὸν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­πο­νο ἀ­γώ­να τῆς τή­ρη­σης τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὁ­δη­γεῖ στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α καὶ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν πα­θῶν. Στὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸ ὁ χρι­στια­νὸς πα­λεύ­ει ἀρ­χι­κὰ μὲ τὰ «χον­δρά» καὶ ὀ­φθαλ­μο­φα­νῆ πά­θη, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα μὲ αὐ­τὰ τῆς φι­λο­κτη­μο­σύ­νης ἢ τῆς ἱ­κα­νο­ποί­η­σης τῶν σαρ­κι­κῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν, ἐ­νῶ στὸ τε­λι­κό του στά­διο πα­λεύ­ει μὲ τὰ πιὸ «λε­πτά» καὶ δυσ­δι­ά­κρι­τα πά­θη καὶ κυ­ρί­ως μὲ αὐ­τὸ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, ποὺ κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ αἰ­τί­α τῆς πτώ­σης μας καὶ τὴν πη­γὴ ὅ­λων τῶν μορ­φῶν τοῦ κα­κοῦ. Το­νί­ζου­με ἐ­πί­σης ὅ­τι κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι ποι­νι­κοὶ καὶ ἠ­θι­κοὶ νό­μοι ποὺ σκο­ποῦν στὴν ἐ­πι­βο­λὴ μιᾶς μορ­φῆς δι­καί­ου, οὔ­τε κώ­δι­κες κα­λῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ποὺ σκο­ποῦν στὴ ὀρ­θὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα μας, ἀλ­λὰ κα­νό­νες ἀ­πό­λυ­της τε­λει­ό­τη­τας καὶ ἡ μό­νη ὁ­δὸς γιὰ τὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ κα­κοῦ ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στὸν κό­σμο. Ἐ­ξαι­τί­ας μά­λι­στα τοῦ ὑ­περ­κό­σμιου καὶ ἀ­πό­λυ­του χα­ρα­κτή­ρα τους οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ὁ­δη­γοῦν πάν­τα στὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ κα­κοῦ καί ὡς ἐκ τού­του ἡ τή­ρη­σή τους δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μη καὶ γιὰ αὐ­τὸν ποὺ τὶς ἐ­φαρ­μό­ζει, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ αὐ­τὸν πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­φαρ­μό­ζον­ται. Πιὸ ἁ­πλά, εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως ἀ­δύ­να­τον νὰ τη­ρη­θοῦν οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γή τους νὰ μὴν προ­κύ­ψει ὠ­φέ­λεια. Μὲ τὴ λέ­ξη ὅ­μως ὠ­φέ­λεια δὲν ἐν­νο­οῦ­με τὸ ὄ­φε­λος στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἐ­πίπεδο, ἀλ­λὰ στὸ ἐ­πίπεδο τῆς αἰ­ώ­νιας ὕ­παρ­ξης.
ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς ἀ­πὸ τὰ πά­θη ὑ­περ­βαί­νει τὰ μέ­τρα τῶν ἀν­θρώ­πι­νων δυ­νά­με­ων. Σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἄλ­λω­στε πε­ρί­πτω­ση θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ σω­θοῦ­με μὲ τὶς δι­κές μας δυ­νά­μεις καὶ συ­νε­πῶς τὸ ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας θὰ ἦ­ταν πε­ριτ­τό. Γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ τὸν ἀγώνα αὐ­τὸ νι­κη­τής πρέ­πει νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὡς δεύ­τε­ρος Ἀ­δὰμ δι­όρ­θω­σε μὲ τὸ ἔρ­γο Του καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὸ θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του τὴ ζη­μί­α ποὺ προ­κά­λε­σε στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα καὶ χά­ρι­σε σὲ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ ἴ­διος μά­λι­στα ὁ Κύ­ριος δί­δα­ξε στοὺς μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς σω­τή­ριας ἑ­νό­τη­τας κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀμ­πέ­λου (βλπ. Ἰ­ω­άν. 15,1-16), το­νί­ζον­τας πὼς αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸν ἀ­ψευ­δῆ λό­γο Του: «…χω­ρὶς Ἐ­μοῦ, οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν…» (Ἰ­ω­άν. 15,5). Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Χρι­στὸ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὸ Βά­πτι­σμα καὶ τὴ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. Μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη εἰ­σέρ­χε­ται στὸν ἄν­θρω­πο, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς εἰ­σέρ­χε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα σὲ ἕ­να σπί­τι, καὶ μὲ τὴν Ἐνέρ­γειά της ὁ χρι­στια­νός ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν προ­σω­πι­κή του δε­κτι­κό­τη­τα καὶ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Οἱ Πα­τέ­ρες μᾶς δι­δά­σκουν πὼς ἡ ἕ­νω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἀ­λη­θι­νή (ὄ­χι φαν­τα­στι­κὴ ἢ συμ­βο­λι­κή) καὶ πὼς χω­ρὶς αὐ­τὴν κά­θε προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ φτά­σει στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς εἶ­ναι μά­ται­η καὶ ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κα­τα­δι­κα­σμέ­νη νὰ ἀ­πο­τύ­χει. Ἂς ση­μει­ώ­σου­με τέ­λος πὼς ἡ ἐγ­κυ­ρό­τη­τα τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν μυ­στη­ρί­ων ὑ­φί­στα­ται μό­νο μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι στὶς λα­τρευ­τι­κὲς συ­νά­ξεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, τὰ μυ­στή­ρια τῶν ὁ­ποί­ων στε­ροῦν­ται τὴ Θεί­α Χά­ρη καί ὡς ἐκ τού­του εἶ­ναι ἄ­κυ­ρα στὸ σύ­νο­λό τους. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο οἱ Ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες ἀ­πα­γο­ρεύ­ουν αὐ­στη­ρό­τα­τα τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν ὀρ­θο­δό­ξων στὶς λα­τρευ­τι­κὲς συ­νά­ξεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν στὴν ὀρ­θό­δο­ξη λα­τρεί­α. Γιὰ τὸν ἴ­διο ἐ­πί­σης λό­γο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει οὔ­τε γνή­σια Θε­ο­λο­γί­α, οὔ­τε ἀ­λη­θι­νοὶ Θε­ο­λό­γοι, ἀ­φοῦ αὐ­τὰ προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θείας Χά­ρης, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως οἱ αἱ­ρε­τι­κοί δυ­στυ­χῶς στε­ροῦν­ται μὲ δι­κή τους εὐ­θύ­νη καὶ ὑ­παι­τι­ό­τη­τα.
­γω­νι­ζό­με­νος λοι­πὸν ὁ χρι­στια­νὸς νὰ τη­ρή­σει τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ με­τέ­χον­τας συ­νει­δη­τὰ στὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­θα­ρί­ζει σὺν τῷ χρό­νω τὴν ψυ­χὴ καὶ τὸ σῶ­μα του ἀ­πὸ τὰ πά­θη καί ἔ­τσι ἑλ­κύ­ει τὴν ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη. Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με τὸν τρό­πο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Θεί­α Χά­ρη ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο καὶ κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἄλ­λω­στε τὸ ζή­τη­μα αὐ­τὸ δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κεν­τρι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τοῦ λό­γου μας. Ἀ­ξί­ζει ὅ­μως νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με πὼς οἱ Πα­τέ­ρες κά­νουν λό­γο γιὰ τρί­α δι­α­δο­χι­κὰ στά­δια στὴν Ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης ποὺ ἀν­τι­στοι­χοῦν σὲ τρί­α δι­α­δο­χι­κὰ στά­δια πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­νά­λο­γα μὲ τὰ στά­δια αὐ­τὰ ἡ Θεί­α Χά­ρη χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς κα­θαρ­τι­κή, φω­τι­στι­κὴ καὶ τε­λει­ω­τι­κή. Στὴν πρώ­τη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη κα­θαρ­τι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη σὰν φι­λό­στορ­γη μη­τέ­ρα ἀγ­κα­λιά­ζει τρυ­φε­ρὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἕλ­κει ἀ­βί­α­στα πρὸς τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Γεν­νᾶ μέ­σα του τὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος, τὴ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τας, τὴ φλο­γε­ρὴ δι­ά­θε­ση τῆς με­τά­νοι­ας, τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τῆς συμμε­το­χῆς στὰ σω­στι­κὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ πο­λὺ συ­χνὰ τὸν πε­ρι­βάλ­λει αἰ­σθη­τὰ μὲ τὴν ἀ­γά­πη της καὶ τοῦ χα­ρί­ζει γλυ­κύ­τα­τα δά­κρυ­α, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α συν­τε­λεῖ­ται ἡ κά­θαρ­σή του ἀ­πὸ τὸ ρύ­πο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Σ
τὴ δεύ­τε­ρη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη φω­τι­στι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ὁ­δη­γεῖ στα­δια­κὰ πρὸς τὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς «Θε­ο­εγ­κα­ταλείψεως». Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­χον­τας ἤ­δη λά­βει μί­α μι­κρὴ ἀλ­λὰ γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεί­ας Χά­ρης, κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νὸς νὰ βι­ώ­νει αἰ­σθη­τὰ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ τὴν ἄρ­ση της. Ἔ­τσι γνω­ρί­ζει ἐμ­πει­ρι­κὰ πλέ­ον τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Θεί­α Χά­ρη τὸν προ­σεγ­γί­ζει, ἀλ­λὰ καὶ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πο­χω­ρεῖ ἀ­πὸ αὐ­τόν. Γνω­ρί­ζει ἀ­κό­μη τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ Θεί­α Χά­ρη τὸν ἀλ­λοι­ώ­νει πνευ­μα­τι­κά, δη­λώ­νον­τας ἔ­τσι τὴν πα­ρου­σί­α της, καθὼς καὶ τὸ μέ­τρο ἔν­τα­σης αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἑλ­κύ­σει τὴ Θεί­α Χά­ρη, νὰ τὴ δι­α­τη­ρή­σει κον­τά του γιὰ πάν­τα, καὶ εἰ δυ­να­τὸν νὰ αὐ­ξή­σει τὴν ἔν­τα­σή της, ἐ­νῶ γιὰ νὰ πε­τύ­χει αὐ­τὸ τὸ σκο­πὸ προ­σπα­θεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει λο­γι­κὰ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά της. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ Θεί­α Χά­ρη, ἔ­χον­τας κερ­δί­σει τὴν προ­σο­χὴ καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸν ὁ­δη­γεῖ σταδιακὰ πρὸς τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Θε­ο­γνω­σί­α, «ἐ­πι­βρα­βεύ­ον­τας» τρό­πον τι­νά μὲ τὴν ἔ­λευ­σή καὶ τὴν αὔ­ξη­ση τῆς ἔν­τα­σής της κά­θε ἀ­γα­θὴ κί­νη­ση τῆς ψυ­χῆς ἢ τοῦ σώ­μα­τός του καὶ, κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, «τι­μω­ρών­τας» μὲ τὴν ἄρ­ση καὶ τὴ μεί­ω­ση τῆς ἔν­τα­σής της κά­θε ἐμ­πα­θῆ καὶ ἐ­φά­μαρ­τη πρά­ξη, ἐ­πι­θυ­μί­α, ἢ ἀ­κό­μη καὶ σκέ­ψη του. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ πέ­ρα ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος προ­κό­πτει σὲ αὐ­τὴ τὴν πο­ρεί­α σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ βαθ­μό ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν ἀ­γώ­να καὶ τὴν προ­αί­ρε­σή του καί κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «…ποι­εῖ καρ­πόν, ὁ μὲν ἑ­κα­τόν, ὁ δὲ ἑ­ξή­κον­τα, ὁ δὲ τρι­ά­κον­τα…» (Ματθ. 13,8). Ἐ­λά­χι­στοι τέ­λος ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ ἄν­θρω­ποι φτά­νουν στὴν κο­ρυ­φὴ αὐ­τῆς τῆς πο­ρεί­ας. Τό­τε κα­τὰ τὴ μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων ἡ ἔν­τα­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης αὐ­ξά­νει σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μό, ὥ­στε αὐ­τὴ κα­θί­στα­ται πλέ­ον πνευ­μα­τι­κὰ «ὁ­ρα­τή» καὶ ἡ μό­νη κτι­στὴ λέ­ξη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει κά­τι ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α της εἶ­ναι ἡ λέ­ξη «Φῶς». Ἡ πνευ­μα­τι­κὰ ὁ­ρα­τὴ θέ­α τῆς Θεί­ας Χά­ρης ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες «Ἄ­κτι­στο Φῶς» καὶ ἡ «θεωρία» της ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἔ­σχα­του σκο­ποῦ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸ Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο: «…ὁ ἄν­θρω­πος εἰς τὸ ὁ­ρᾶν τὸν Θε­ὸν γέ­γο­νεν καὶ ὑ­π’ αὐ­τοῦ φω­τί­ζε­σθαι…» (βλπ. Κα­τὰ Ἑλ­λή­νων κεφ. 7). Στὴ φά­ση πάν­τως τῆς φω­τι­στι­κῆς Θεί­ας Χά­ρης ἡ θέ­α τοῦ ὁ­ρωμένου Φω­τὸς εἶ­ναι γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νή, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι βρα­χεί­α (σύν­το­μη) ὡς πρὸς τὴ χρο­νι­κή της διά­ρκεια καὶ συ­νυ­πάρ­χει μὲ τὴ συ­νή­θη φυ­σι­κὴ ὅ­ρα­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ βλέ­πει ταυ­τό­χρο­να μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κά του μά­τια τὸ Ἄ­κτι­στο Φῶς καὶ μὲ τὰ σω­μα­τι­κά του μά­τια τὸ κτι­στὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου, ἐνῶ πα­ράλ­λη­λα δι­α­τη­ρεῖ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου.
Σ
τὴν τρί­τη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη τε­λει­ω­τι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη πλη­θαί­νει ὑ­περ­βο­λι­κὰ σὲ ἔν­τα­ση καὶ φτά­νει μέ­χρι τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­το­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε ἡ χρο­νι­κὴ διά­ρκεια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Ἀ­κτί­στου Φω­τὸς γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη, ἐ­νῶ καὶ ἡ ἔν­τα­σή του αὐ­ξά­νει σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος «χά­νει» τὴν αἴ­σθη­ση ὄ­χι μό­νο τῆς φυ­σι­κῆς ὅ­ρα­σης καὶ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοῦ τοῦ ὑ­λι­κοῦ του σώ­μα­τος. Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ ὑ­πάρ­χει μό­νον ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ «βλέπει» τὸν Θε­ὸ μέ­σα σὲ ἄ­πλε­το Φῶς. Με­τά ὅμως ἀπό τὸ πέ­ρας τῆς θεωρίας ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­στρέ­φει στα­δια­κὰ στὴ συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κό­σμου. Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ γέ­ρων Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἡ­συ­χα­στὴς «…Ὕ­στε­ρον δὲ πά­λιν ὀ­λί­γον-ὀ­λί­γον συ­στέλ­λε­ται ἡ νε­φέ­λη τῆς Χά­ρι­τος καὶ σκλη­ρύ­νει ὁ πή­λι­νος ὡς ὁ κη­ρὸς καὶ ἔρ­χε­ται εἰς τὸν ἑ­αυ­τόν του, ὡ­σὰν νὰ ἐ­βγῆ­κε ἀ­πὸ ἕ­να λου­τρόν· κα­θα­ρός, ἐ­λα­φρός, δια­υγής, χα­ρι­έ­στα­τος, γλυ­κύς, μα­λα­κὸς ὡ­σὰν τὸ βαμ­βά­κι καὶ πλή­ρης σο­φί­ας καὶ γνώ­σε­ως. Πλὴν ἐ­κεῖ­νος ὅ­στις θέ­λει τοια­ῦτα ὀ­φεί­λει νὰ βα­δί­ζει πρὸς θά­να­τον εἰς κά­θε στιγ­μήν….» («Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐπ. ΚΣΤ΄, σελ. 141).
Σ
πα­νι­ό­τα­τη τέ­λος ἀλ­λὰ ση­μει­ω­τέ­α εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῶν με­γά­λων Ἁ­γί­ων, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς χα­ρί­ζει στὴν ἀρ­χὴ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους πο­ρεί­ας ὄ­χι τὴν κα­θαρ­τι­κὴ Θεί­α Χά­ρη τῶν ἀρ­χαρί­ων, ἀλ­λὰ τὴν τε­λει­ω­τι­κὴ Θεί­α Χά­ρη τῶν ἀ­ξί­ων. Στὶς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές φυσικά ὁ Θε­ὸς προ­γνω­ρί­ζει πὼς ἐκεῖνοι θὰ ἀ­πο­βοῦν ἄ­ξιοι αὐ­τῆς τῆς δω­ρε­ᾶς καὶ θὰ ὑ­πο­μεί­νουν τὸν τι­τά­νιο ἀ­γώ­να ποὺ συ­νε­πά­γε­ται ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ πε­ρι­πέ­τεια γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
Ο
ἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νή­κουν στὴν ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ μι­κρή, ἀλλὰ ποι­ο­τι­κὰ ἐ­κλε­κτή, ὁ­μά­δα τῶν χρι­στια­νῶν ποὺ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὴν πο­ρεί­α τῆς ἀ­νά­βα­σης στὸ ὄ­ρος τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας καὶ κα­τέ­κτη­σε στὸ μέ­τρο τοῦ ἀν­θρω­πί­νως δυ­να­τοῦ τὴν κο­ρυ­φή της. Ἐ­κτός ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα οἱ Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι κα­τέ­χουν σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ καὶ τὴ γνώ­ση τῆς «θύ­ρα­θεν σο­φί­ας», τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ δη­λα­δή γνώ­ση. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι μό­νο Ἅ­γιοι μὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι καὶ ἄν­θρω­ποι μὲ σπά­νια εὐ­φυ­ΐ­α, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὲς δι­α­νο­η­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες, εὐ­ρύ­τα­τη παι­δεί­α καί γιὰ τὰ δε­δο­μέ­να τῆς ἐ­πο­χῆς τους τέ­λεια ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ κα­τάρ­τι­ση. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μά­λι­στα ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἂν ὄ­χι ὅ­λοι, θὰ εἶ­χαν ἀ­να­δει­χθεῖ ἀ­νώ­τε­ροι με­τα­ξὺ τῶν ὁ­μο­τέ­χνων τους στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­πι­στή­μης, ἄν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­χε κερ­δί­σει τὴν ψυ­χή τους. Οἱ Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σπάνιες καὶ με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες στὸ χῶ­ρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὸ χῶ­ρο τῆς παγ­κό­σμιας ἱ­στο­ρί­ας. Εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ πνευ­μα­τι­κοὶ γί­γαν­τες ποὺ ἡ ἀ­ξί­α τους μό­νο μὲ αὐ­τὴ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἢ τῶν με­γά­λων φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν προ­σω­πι­κο­τή­των θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συγ­κρι­θεῖ ἢ νὰ πα­ραλ­λη­λι­στεῖ. Ἡ Θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους ἀ­πο­τε­λεῖ πο­λύ­τι­μη πα­ρα­κα­τα­θή­κη, τὴν ὁ­ποί­α ὡς χρι­στια­νοὶ ὀ­φεί­λου­με νὰ γνω­ρί­σου­με, νὰ δι­α­φυ­λά­ξου­με καὶ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ἀ­πέ­ναν­τι στὶς προ­κλή­σεις τῶν κα­κοδό­ξων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δι­κὰ μά­λι­στα στὶς ἡ­μέ­ρες μας ποὺ δυ­στυ­χῶς πολ­λοὶ ἐ­πι­χει­ροῦν μὲ κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το μέ­σο νὰ κη­λι­δώ­σουν τὶς ἅ­γι­ες μορ­φές τους καὶ νὰ ὑ­πο­βαθ­μί­σουν τὸ κο­σμο­σω­τή­ριο ἔρ­γο τους.
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας.
­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὸ λό­γο μας, νο­μί­ζου­με πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἔ­στω καὶ συ­νο­πτι­κὰ στὸ σύγ­χρο­νο θε­ο­λο­γι­κὸ λό­γο ποὺ ἐ­μεῖς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς «ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α». Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸ δη­λώ­νου­με γε­νι­κὰ τὴ σύγ­χρο­νη ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ θε­ο­λο­γί­α τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ προ­τε­σταν­τι­κοῦ. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὸ γέν­νη­μα τῆς νε­ώ­τε­ρης εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς σκέ­ψης καὶ συν­δέ­ε­ται στε­νό­τα­τα μὲ τὰ ἄ­θε­α φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα τοῦ θε­τι­κι­σμοῦ, τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ καὶ τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ, ἐ­νῶ ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της δι­α­κρί­νε­ται μὲ σα­φή­νεια ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῶν κα­κοδό­ξων. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α γεν­νή­θη­κε, ἀ­να­πτύ­χθη­κε καὶ καλ­λι­ερ­γή­θη­κε συ­στη­μα­τι­κὰ στὶς θε­ο­λο­γι­κὲς σχο­λὲς τῶν δι­αφόρων εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων καί ἰ­δί­ως τῶν γερ­μα­νι­κῶν ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ­ώ­να μ.Χ. καὶ με­τά. Βα­σι­κά της γνω­ρί­σμα­τα εἶ­ναι ἡ ἄρ­νη­ση τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἡ κρι­τι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῆς γνη­σι­ό­τη­τας τῶν βι­βλί­ων της, ἡ ἄρ­νη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, κα­θὼς καὶ μί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος προ­σαρ­μο­σμέ­νη στὶς ἀρ­χὲς τῆς ὑ­παρ­ξια­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα τρα­γι­κή, ἀ­φοῦ σχε­δὸν ὅ­λοι οἱ «θε­ο­λό­γοι» ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν μὲ συ­νέ­πεια τὶς ἀρ­χές της ἔ­φτα­σαν στὸ ση­μεῖ­ο νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῆς Ἀ­νά­στα­σής Του (ὢ πλά­νη ἐ­σχά­τη καὶ σκό­τος ψη­λα­φη­τόν!!!).
Τ
ὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο ἴσως πα­ρά­δειγ­μά της εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆς πε­ρί­φη­μης μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κῆς σχο­λῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἐν ὀ­λί­γοις ὑ­πο­στή­ρι­ξε πὼς ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ «Ἰ­η­σοῦς τῆς πί­στε­ως» καὶ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ «Ἰ­η­σοῦς τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Ἀπὸ αὐτούς, ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἡ εἰ­κό­να Του ὅ­μως μέ­σα στὰ κεί­με­να αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μὲ πολ­λὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ἀποδόθηκαν σὲ Αὐ­τὸν ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές Του. Στὰ μυ­θι­κὰ αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α συγ­κα­τα­λέ­γε­ται ἡ πί­στη στὴ Θε­ό­τη­τά Του, τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κή Του γέν­νη­ση, τὰ θαύ­μα­τά Του, καὶ φυ­σι­κὰ ἡ Ἀ­νά­στα­σή Του. Ἄν λοι­πόν κα­τὰ τὴ μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κὴ σχο­λή θέ­λου­με πραγ­μα­τι­κὰ νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πρέ­πει πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα νὰ ἐν­το­πί­σου­με τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α τῶν βι­βλί­ων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καὶ νὰ τὰ ἀ­φαι­ρέ­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τήν. Στὴ συ­νέ­χεια, στη­ρι­ζό­με­νοι μό­νο στὰ βι­βλι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ἀ­πο­μέ­νουν, θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ συν­θέ­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δη­λα­δὴ τὸν «Ἰ­η­σοῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Τί θὰ γί­νουν ὅ­μως τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α ποῦ ἀ­φαι­ρέ­σα­με; Θὰ τὰ πε­τά­ξου­με στὰ σκου­πί­δια; Ὄ­χι, μὴ βι­ά­ζε­στε!!! Ἡ μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κὴ σχο­λὴ ἔ­χει τὴ λύ­ση, τὰ χρει­ά­ζε­ται. Τί­πο­τα δὲν πά­ει χα­μέ­νο. Τὰ ἄ­χρη­στα ὑ­λι­κὰ ἀ­να­κυ­κλώ­νον­ται. Θὰ πά­ρου­με λοι­πὸν τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων καὶ θὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σου­με ἐκ νέ­ου. Αὐ­τὴ ὅ­μως τὴ φο­ρὰ θὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σου­με σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ, ἀ­φοῦ αὐ­τὸς ἐκ­φρά­ζει τὸ σύγ­χρο­νο τρό­πο σκέ­ψης καὶ εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐποχῆς μας. Μέ­σα μά­λι­στα ἀ­πὸ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α προ­κύ­πτει με­γά­λη ὠ­φέ­λεια γιὰ τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ κό­σμο, ἀ­φοῦ μὲ τὴν ἀ­πο­μυ­θο­ποί­η­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ τὴ νέ­α ὑ­παρ­ξια­κὴ ἑρ­μη­νεί­α τοῦ μύ­θου της «σώ­ζου­με» τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πὸ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψη τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι πο­λὺ ἔ­ξυ­πνος καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν ξε­πε­ρα­σμέ­νη πλέ­ον καὶ ἀ­φε­λῆ ἑρ­μη­νεί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Εἶ­ναι δη­λα­δή κά­τι σὰν νὰ με­τα­πλά­θου­με τὸ «…Σῶ­σον, ὁ Θε­ός, τὸν λα­όν Σου…» σὲ «…Σῶ­σον, ὁ λα­ός, τὸν Θε­όν σου…». (Βο­ή­θεια, Θε­έ μου, καὶ μὴ χει­ρό­τε­ρα!!!)
Τ
ὰ πράγ­μα­τα θὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ γέ­λια καὶ λι­γό­τε­ρο γιὰ κλά­μα­τα, ἂν ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α ἔ­με­νε στὸ φυ­σι­κό της χῶ­ρο, στὶς θε­ο­λο­γι­κές δη­λα­δὴ σχο­λὲς τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ γε­νι­κὰ στὸ χῶ­ρο τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Τὸ κα­κὸ ὅ­μως εἶ­ναι πὼς τὰ πράγ­μα­τα ἐ­ξε­λί­χθη­καν πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α βρῆ­κε ἀ­νέλ­πι­στα πολ­λοὺς θαυ­μα­στὲς καὶ ἐκ­φρα­στὲς στὴν πα­τρί­δα μας, ἐ­νῶ δυ­στυ­χῶς καὶ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή της στὰ σύγ­χρο­να θε­ο­λο­γι­κὰ δρώ­με­να αὐ­ξά­νε­ται συ­νε­χῶς. Οἱ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς τῶν νε­ό­τε­ρων θε­ο­λό­γων στὰ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια τῆς Εὐ­ρώ­πης, ἡ ἀ­πο­κο­πή τους ἀ­πὸ τὴ λα­τρευ­τι­κὴ καὶ τὴ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ ἀ­πο­ξέ­νω­σή τους ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο ρεῦ­μα τῆς Πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι οἱ βα­σι­κὲς γε­νε­σι­ουρ­γὲς αἰ­τί­ες τῆς συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νης σύγ­χυ­σης καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ στα­δια­κὴ ἀ­πο­χώ­ρη­ση τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων πα­νε­πι­στη­μια­κῶν κα­θη­γη­τῶν, ποὺ εἶ­χαν σα­φῶς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρες ἀν­τι­στά­σεις καὶ στε­νό­τε­ρους δε­σμοὺς μὲ τὴν Πα­ρά­δο­ση, ἀ­πὸ τὸ προ­σκή­νιο της διδασκαλίας ἐ­πι­τεί­νει τὸ πρό­βλη­μα καὶ τὸ κα­θι­στᾶ ὀ­ξύ­τε­ρο. Μᾶς θλί­βει βα­θύ­τα­τα καὶ μᾶς φο­βί­ζει ἡ εἰ­κό­να τῆς σύγ­χρο­νης θε­ο­λο­γι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ τό­που μας, ἀ­φοῦ βλέ­που­με νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν σήμερα στὴν πα­τρί­δα μας πλῆ­θος ἀ­πὸ ἑλ­λη­νι­κὲς θε­ο­λο­γι­κὲς δη­μο­σι­εύ­σεις ποὺ ποι­κι­λό­τρο­πα ἀ­να­πα­ρά­γουν καὶ προ­ω­θοῦν τὶς ἀρ­χὲς τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας, ἐκ­θειά­ζουν ὡς τά­χα σπου­δαῖ­ο καὶ ἄ­κρως ση­μαν­τι­κὸ τὸ ἔρ­γο τῶν εὐ­ρω­παί­ων εἰ­ση­γη­τῶν της, προ­βάλ­λουν καὶ ἱ­ε­ρο­ποι­­οῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὰ νε­κρὲς μορ­φές τους, ἐ­νῶ τὴν ἴ­δια στιγ­μή το­πο­θε­τοῦν τοὺς Ἅ­γιους Πα­τέ­ρες, ποὺ ἔ­δω­σαν τὸ αἷ­μα τους στὸν ἀ­γώ­να γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­λο­γί­ας, στὸ πε­ρι­θώ­ριο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος, ἄλ­λες φο­ρὲς μὲ δι­α­κρι­τι­κὸ καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς μὲ ξε­δι­άν­τρο­πο τρό­πο. Ἂν τέλος στὰ ἀ­νω­τέ­ρω προ­σθέ­σει κα­νεὶς τὴν ὀ­δύ­νη ποὺ συ­νε­πά­γε­ται τόσο ἡ προ­σω­πι­κή μας ἐ­πα­φὴ μὲ τοὺς φο­ρεῖς τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας, ὅ­σο καὶ ὁ κίν­δυ­νος τῆς δι­ά­χυ­σης τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ών τους στὸ λα­ό μας καὶ κυ­ρί­ως στὴ νε­ο­λαί­α μας, ἔ­χει μί­α σα­φῆ καὶ πλή­ρη εἰ­κό­να τῶν στοι­χεί­ων ποὺ συν­θέ­τουν τὴ θλί­ψη μας καὶ κα­τα­νο­εῖ σὲ πο­λὺ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ αἰ­τί­α τῆς συγ­γρα­φῆς αὐ­τοῦ τοῦ κει­μέ­νου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ:
Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.
Σ
ε­βό­μα­στε εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ ἀ­γα­πᾶ­με πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­λους ὅ­σους κο­πί­α­σαν γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ συ­νε­τέ­λε­σαν μὲ τὸν ἕ­ναν ἢ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο στὴν κα­τὰ Θε­ὸν αὔ­ξη­ση καὶ προ­κο­πή μας ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μας ἡ­λι­κί­α μέ­χρι σή­με­ρα. Καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, δό­ξα τῷ Θε­ῶ, εἶ­ναι πολλοὶ. Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τοὺς ἀ­να­φέ­ρου­με ὀ­νο­μα­στι­κὰ καὶ ἀ­κό­μη φο­βό­μα­στε τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ξε­χά­σου­με κά­ποι­ον ἀ­πὸ αὐ­τούς, προ­κα­λών­τας ἄ­θε­λά μας τὸ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νο πα­ρά­πο­νό του. Τοὺς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν ὅ­λους θερ­μὰ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς μας καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σει καὶ νὰ ἀν­τα­πο­δώ­σει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα τὸν κό­πο τους κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς δί­και­ης κρί­σης Του.
Θ
ὰ ἤ­μα­σταν ὅ­μως ἀ­συγ­χώ­ρη­τοι, ἐ­ὰν στὴ γε­νι­κό­τη­τα τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας μας δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζα­με δύ­ο ὀ­νο­μα­στι­κὲς ἐ­ξαι­ρέ­σεις. Ἡ πρώ­τη ἀ­πὸ αὐ­τὲς εἶ­ναι ἤ­δη γνω­στὴ στὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­πὸ τὴν εἰ­σα­γω­γι­κή μας ἀ­φι­έ­ρω­ση. Ἀ­φο­ρᾶ τὸ πρό­σω­πο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας πα­τέ­ρα, τοῦ πα­νο­σι­ο­λο­γι­ώ­τα­του ἀρ­χι­μαν­δρί­τη πατρὸς Λαυ­ρεν­τί­ου Γρα­τσί­α, κλη­ρι­κοῦ τῆς ἱ­ε­ρᾶς μη­τρό­πολης Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καὶ Ἐ­ορ­δαί­ας, πνευ­μα­τι­κοῦ τέ­κνου τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ πλέ­ον μη­τρο­πο­λί­του Φλω­ρί­νης κυ­ροῦ Αὐ­γου­στί­νου Καν­τι­ώ­τη. Στὰ πό­δια αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ­δη­γή­θη­καν τὰ βή­μα­τά μας ἀ­πὸ τὴν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. Στὸ πρό­σω­πό του γνω­ρί­σα­με ἀ­πὸ τὴν τρυ­φε­ρὴ ἡ­λι­κί­α τῶν παι­δι­κῶν μας χρό­νων τὴ γνή­σια καὶ ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη. Ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἀ­να­τρα­φή­κα­με πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ ἄ­δο­λο γά­λα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καὶ πο­τι­στή­κα­με μὲ τὰ νά­μα­τα τῆς ἁ­γι­ώτα­της πί­στης μας. Δὲν ἀ­ξί­ζα­με ἕ­ναν τέ­τοι­ο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα. Ἡ πεί­ρα ἄλ­λω­στε τῶν πραγ­μά­των ἀ­πέ­δει­ξε πε­ρί­τρα­να τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά μας γιὰ τὴν ὁ­ποί­α σή­με­ρα ντρε­πό­μα­στε ἀ­νώ­φε­λα. Πα­ρὰ ταῦ­τα μᾶς δί­νε­ται σή­με­ρα ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τοῦ ἐκ­φρά­σου­με δη­μό­σια τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α μας καὶ νὰ τοῦ ζη­τή­σου­με τα­πει­νὰ συ­γνώ­μη γιὰ τὶς θλί­ψεις, τὶς πι­κρί­ες, τὸν πό­νο καὶ τὶς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις ποὺ κα­τὰ και­ροὺς τοῦ προ­σφέ­ρα­με. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ὅ­σο εὔ­κο­λη εἶ­ναι γιὰ τὸν ἴ­διο ἡ πα­ρο­χὴ αὐ­τῆς τῆς συ­γνώ­μης, τό­σο δύ­σκο­λο εἶ­ναι γιὰ ἐ­μᾶς νὰ ξε­χά­σου­με τὰ λά­θη μας καὶ νὰ συγ­χω­ρή­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας.
 δεύ­τε­ρη ἐ­ξαί­ρε­ση ἀ­φο­ρᾶ τὸ μα­κα­ρι­στὸ κα­θη­γη­τὴ τῆς πα­τρο­λο­γί­ας τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κυ­ρὸ Στυ­λια­νὸ Πα­πα­δό­που­λο. Ἡ γνω­ρι­μί­α μας μα­ζί του ὑ­πῆρ­ξε σύν­το­μη καὶ πο­τὲ δὲν ἔ­λα­βε τὸ χα­ρα­κτή­ρα μιᾶς στε­νὰ προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης. Ἴ­σως για­τὶ πο­τὲ δὲν τὸ ἐ­πέ­τρε­ψαν οἱ συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς. Ἴ­σως πά­λι για­τί ὅ­ταν τὸν πλη­σι­ά­ζα­με ἡ ψυ­χὴ μας κα­τα­λαμ­βά­νον­ταν ἀ­πὸ ἕ­να ἱ­ε­ρὸ δέ­ος ποὺ ἐμ­πό­δι­ζε τὴν ὅ­ποι­α προ­σω­πι­κὴ ἐ­πα­φή, ἂν καὶ ὁ ἴ­διος ἦ­ταν πάν­τα προ­σι­τὸς καὶ συγ­κα­τα­βα­τι­κὸς πρὸς τοὺς φοι­τη­τές του. Νοι­ώ­θα­με πὼς αἰ­σθα­νό­ταν καὶ ἀν­τα­πέ­δι­δε τὴν ἀ­γά­πη μας, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν τολ­μή­σα­με νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σου­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Αὐ­τό ἴ­σως νὰ ἦ­ταν καὶ τὸ λά­θος μας, ἀλ­λὰ τώ­ρα πιὰ δὲν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α. Πα­ρὰ ταῦ­τα ἡ ἀ­γά­πη ποὺ τρέ­φα­με, καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ τρέ­φου­με μέ­χρι σή­με­ρα, γιὰ τὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη, ἐ­νῶ ἡ μορ­φὴ καὶ τὸ συγ­γρα­φι­κό του ἔρ­γο σφρά­γι­σαν ἀ­νε­ξί­τη­λα τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά μας καὶ δι­α­μόρ­φω­σαν κα­θο­ρι­στι­κὰ τὴ θε­ο­λο­γι­κή μας σκέ­ψη. Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν θερ­μὰ γιὰ ὅ­λα ὅ­σα μᾶς πρό­σφε­ρε καὶ εὐ­χό­μα­στε νὰ τὸν συ­ναν­τή­σου­με ξανὰ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­λη­σμό­νη­τη τέ­λος θὰ μᾶς μέ­νει ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ τὸν συ­ναν­τή­σα­με. Βρή­κα­με τὸ θάρ­ρος νὰ τὸν ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με στὸ γρα­φεῖ­ο του γιὰ νὰ τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σουμε με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­ση­μη ἀ­να­κοί­νω­ση τῆς λή­ψης τοῦ πτυ­χί­ου μας. Μᾶς δέ­χθη­κε μὲ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη κα­λο­σύ­νη του καὶ μᾶς ζή­τη­σε νὰ κα­θί­σου­με γιὰ λί­γο μα­ζί του. Συζητήσαμε κατ᾽ ἰδίαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὀδυνηρὴ στιγμὴ τῆς ἀποχώρησής μας τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς εὔχεται μὲ τὴ γνωστὴ, ἤρεμη καὶ σιγανὴ φωνὴ του φανερὰ συγκινημένος: «… Νὰ ζή­σεις παι­δί μου, νὰ σὲ χαί­ρε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α…». Γιὰ νὰ προ­σθέ­σει ἀ­μέ­σως με­τά τὸν τε­λευ­ταῖ­ο του λό­γο, τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­τη­ροῦ­με πάντα στὴ μνή­μη μας ὡς πο­λύ­τι­μη καὶ ἱ­ε­ρὴ πα­ρα­κα­τα­θή­κη: «…Νὰ ἀ­γα­πᾶς τοὺς Πα­τέ­ρες, νὰ ποῦ­με. Νὰ τοὺς ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι καὶ σὲ αὐ­τοὺς νὰ κα­τα­φεύ­γεις ὅ­ταν εἶ­σαι στε­να­χω­ρη­μέ­νος. Σὲ αὐ­τοὺς νὰ λὲς τὸν πό­νο σου καὶ τὸ πα­ρά­πο­νό σου. Αὐ­τοὶ ἔ­χουν τὴ δύ­να­μη νὰ παίρ­νουν ἀ­πὸ πά­νω σου ὅ­λο τὸ βά­ρος τῆς θλί­ψης, ὅ­σο με­γά­λο καὶ ἂν εἶ­ναι, καὶ νὰ σὲ βο­η­θᾶ­νε σὲ κά­θε πε­ρί­στα­ση…».  Ἂς εἶ­ναι αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη του. 
 
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩι ΘΕΩι ΔΟΞΑ
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
θεολόγος – ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 24/08/2013
 
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ  ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΠΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ.
Υ.Γ. Τὸ ἀνωτέρω κείμενο ἀποτελεῖ μία μικρὴ συμβολὴ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ λαοῦ μας. Οἱ θεολογικές του θέσεις ἀπηχοῦν μόνο τὶς προσωπικὲς ἀπόψεις τοῦ συντάκτη του καὶ δὲν ἔχουν λάβει καμία ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση. Παρακαλοῦνται οἱ φίλοι ἀναγνῶστες νὰ δεχθοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό ὡς «φιλάδελφον προσφοράν» ὅ,τι ἀποτελεῖ γνήσια ἔκφραση τῆς Θεολογίας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, καὶ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ δικαιολογήσουν τὰ τυχὸν λάθη καὶ τὶς ἐλλείψεις του.

Περί Θεολογίας. Έκθεσις συνοπτική των αρχών της Ορθοδόξου Θεολογίας εις κεφάλαια ΙΒ'

 
 
Π Ε Ρ Ι
Θ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Α Σ 
 
 Ἤτοι, ἔκθεσις συνοπτικὴ
 τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
εἰς κεφάλαια ΙΒ΄ (12) πονηθεῖσα ὑπὸ
Μιχαὴλ Κωνσταντίνου Μπερκουτάκη
ἐν ἔτει σωτηρίῳ 2013 

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑ,
ΤΟΝ  ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟ ΓΡΑΤΣΙΑ,
ΩΣ ΑΡΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ.
  
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ
Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης………………..….σελ. 5
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus)……………….….σελ. 7

ΜΕΡΟΣ 2ο: ΖΩΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀποθετὸν κάλλος…......σελ. 11
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας...………………………….….σελ. 14
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως……………………….….….σελ. 17

ΜΕΡΟΣ 3ο: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει……σελ. 21
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καὶ ἀσυνεννοησίας……….σελ. 23
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ………..……………...σελ. 25

ΜΕΡΟΣ 4ο: Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Κεφάλαιον Θ΄: Περὶ τῆς Θεογνωσίας……………………….….….σελ. 28
Κεφάλαιον Ι΄: Περὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν………….........σελ. 31
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περὶ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Θέωσιν………….…….σελ. 70
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας…………...….σελ. 36
Ἐπιμύθιον: Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.………......σελ. 38
ΜΕΡΟΣ 1ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α΄- Β΄
 ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ
«…ὁ­λό­κλη­ρος ἡ πο­ρεί­α τῆς ἐν Θε­ῷ ζω­ῆς μου ὡ­δή­γη­σεν ἐ­μὲ εἰς τὴν πε­ποί­θη­σιν, ὅ­τι ἑ­κά­στη πα­ρέκ­κλι­σις τῆς νο­ε­ρᾶς ἡ­μῶν συ­νει­δή­σε­ως ἀ­πὸ τῆς ὀρ­θῆς κα­τα­νο­ή­σε­ως τῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἀν­τα­να­κλᾶ ἀ­να­πο­φεύ­κτως ἐ­πὶ τῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων τοῦ πνεύ­μα­τος ἡ­μῶν εἰς τὴν πρά­ξιν τῆς κα­θἡ­μέ­ραν ἡ­μῶν ὑ­πάρ­ξε­ως. Ἄλ­λαις λέ­ξε­σιν: Ἡ ἀ­λη­θῶς δι­καί­α ζω­ὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει ὀρ­θὴν ἀν­τίλη­ψην πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ, πε­ρὶ τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος…» (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι», ἔκδ. 1992, σελ. 14)
 Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης.
χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α εἶ­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ στὰ ἔρ­γα τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­σφα­λὴς ὅ­μως γνώ­ση της προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀνάπτυξη ὁ­ρι­σμέ­νων πα­ράλ­λη­λων ζη­τη­μά­των ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας ἀ­πο­τε­λοῦν τὰ μό­να ἀ­σφα­λῆ θε­μέ­λια τῆς ὀρ­θῆς κα­τα­νό­η­σής της. Τὰ ζη­τή­μα­τα αὐ­τὰ σχε­τί­ζον­ται τόσο μὲ τὸν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὀρθή γλωσ­σι­κή του δι­α­τύ­πω­ση. Αὐ­τὰ τὰ ζη­τή­μα­τα θὰ προ­σπα­θή­σου­με τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν νὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με συ­νο­πτι­κὰ στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας. Ἂς ἀρ­χί­σου­με λοι­πὸν μὲ τὴν πα­ρου­σί­α­ση τῆς σχέ­σης ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος, ἀ­νά­με­σα στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α.
­λοι οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των. Ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος γιὰ πα­ρά­δειγ­μα καὶ οἱ Καπ­πα­δό­κες Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ Τρι­α­δο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος, ὁ Ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καὶ ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τὴς ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ Χρι­στο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος κ.ο.κ. Στὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸ γνώ­ρι­σαν δι­ωγ­μούς, φυ­λα­κί­σεις, ἐ­ξο­ρί­ες καὶ μαρ­τύ­ρια, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα σή­κω­σαν τὸ βα­ρὺ σταυ­ρὸ τῆς συ­κο­φαν­τί­ας καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου κα­τα­τρεγ­μοῦ. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἔ­μει­ναν μέ­χρι τέ­λους ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σαν τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης καὶ ἀ­γω­νί­στη­καν ἕ­ως θα­νά­του γιὰ τὴν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ δι­ά­φο­ροι αἱ­ρε­τι­κοί, ποὺ εἶ­χαν κα­τὰ κα­νό­να μὲ τὸ μέ­ρος τους τὴν κο­σμι­κὴ ἐ­ξου­σί­α καὶ ἐ­πε­δί­ω­καν τὶς πο­λι­τεια­κὲς ἐ­πεμ­βά­σεις στὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το μέ­σο γιὰ νὰ ἀ­ναγ­κά­σουν τοὺς Πα­τέ­ρες νὰ πα­ρεκ­κλί­νουν ἔ­στω καὶ κατ᾽ ἐ­λά­χι­στο ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν ὅ­μως πάν­τα τὴ γεν­ναί­α καὶ ἀ­νέν­δο­τη ἀν­τί­στα­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται συνοπτικὰ μὲ τὰ λό­για τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου Ἐ­φέ­σου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ: «…οὐ χω­ρεῖ συγ­κα­τά­βα­σις εἰς τὰ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως…».
ἄ­τεγ­κτη στά­ση τους γεν­νᾶ μί­α σει­ρὰ ἀ­πὸ λο­γι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί οἱ Πα­τέ­ρες ἐμ­μέ­νουν στὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης; Για­τί ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Για­τί ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­χρι θα­νά­του γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των; Ἂν ἡ στά­ση τους δὲν ἔ­χει κά­ποι­α πρα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α, τό­τε πρὸς τί οἱ αἱ­μα­τη­ρὲς δι­α­μά­χες μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ποὺ γιὰ αἰ­ῶ­νες συν­τά­ρα­ξαν τὴ Ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α; Δὲν θὰ ἦ­ταν ἄ­ρα­γε σω­στό­τε­ρο νὰ φα­νοῦν οἱ Πα­τέ­ρες δι­αλ­λα­κτι­κοὶ ἀ­πέ­ναν­τι στὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­ξουν μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ σύν­θε­ση τῶν δι­α­φο­ρῶν ποὺ τοὺς χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἀ­πο­βλέ­πον­τας στὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ὁ­μό­νοι­ας καὶ τῆς ἀ­γά­πης με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν; Για­τί ἀ­που­σιά­ζει παν­τε­λῶς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τους ἡ ἔν­νοι­α τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­τείου τῆς ἀ­γά­πης» ποὺ τό­σο ἔν­το­να προ­βάλ­λε­ται σή­με­ρα ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νους θε­ο­λο­γι­κοὺς κύ­κλους; Ἡ κοινή ἀ­πάν­τη­ση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των βρί­σκε­ται στὴ στε­νό­τα­τη σχέ­ση ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος, ἀ­νά­με­σα στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α. Οἱ Πα­τέ­ρες δὲν ὑ­πο­χω­ροῦν στὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, για­τί γνω­ρί­ζουν πὼς τὰ δόγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­φη­ρη­μέ­νες θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χές, δὲν εἶ­ναι νο­η­σι­αρ­χι­κὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ χρι­στια­νὸς κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ δι­α­νο­η­τι­κά, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς «γνώ­σης» ποὺ προ­σφέ­ρει στὸν κτι­στὸ ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἕ­νω­σή του μὲ τὸν ἄ­κτι­στο Θε­ό. Καὶ μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ «γνώ­ση» καὶ τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση ὁ­ρί­ζε­ται τὸ ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος, ἡ ἀ­λη­θι­νή δη­λα­δή ζω­ὴ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο στὴν προ­σω­πι­κή του ἕ­νω­ση μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ στὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας. 
­πο­κα­λυ­πτι­κὸς στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ πα­ρα­θέ­του­με ἀ­πὸ τὸ Γε­ρον­τι­κό: «…Λέ­γα­νε γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να, ὅ­τι κά­ποι­οι πῆ­γαν νὰ τὸν συ­ναν­τή­σουν, για­τὶ ἄ­κου­σαν πὼς εἶ­χε πο­λλὴ δι­ά­κρι­ση. Καὶ θέ­λον­τας νὰ δο­κι­μά­σουν τὸν γέ­ρον­τα, ἂν ὀρ­γί­ζε­ται, τοῦ εἶ­παν:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων; Μᾶς εἶ­παν γιὰ σέ­να πὼς εἶ­σαι πόρ­νος καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νος.
– Ναί, ἔ­τσι εἶ­ναι. Ἀ­πάν­τη­σε ἀ­τά­ρα­χος ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­γά­θων. Τό­τε τοῦ λέ­νε:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων, ὁ φλύ­α­ρος καὶ κα­τά­λα­λος;
– Ναί, ἐ­γὼ εἶ­μαι. Ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ πά­λι αὐ­τός. Τό­τε λοι­πόν τοῦ λέ­νε:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων, ὁ αἱ­ρε­τι­κός; Καὶ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ γέ­ρον­τας:
– Ὄ­χι, αἱ­ρε­τι­κὸς δὲν εἶ­μαι. Τό­τε οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν, λέ­γον­τας:
– Πές μας, για­τί ὅ­λα ὅ­σα σοῦ εἴ­πα­με τὰ ἀ­πο­δέ­χθη­κες, ἐ­νῶ αὐ­τὸν τὸ λό­γο δὲν μπό­ρε­σες νὰ τὸν βα­στά­ξεις; Καὶ ὁ γέ­ρον­τας ἀ­πάν­τη­σε:
–  Τὰ πρῶ­τα ποὺ μοῦ εἴ­πα­τε τὰ ἀ­πο­δέ­χο­μαι, για­τί αὐ­τὸ εἶ­ναι ὄ­φε­λος γιὰ τὴν ψυ­χή μου, ἀλ­λὰ τὸ νὰ πε­ρι­πέ­σει ὁ ἄν­θρω­πος στὴν αἵ­ρε­ση εἶ­ναι χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τὸ Θε­ό καὶ ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ χω­ρι­στῶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ό. Ὅ­ταν ἄ­κου­σαν οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες αὐ­τὴ τὴν ἀ­πάν­τη­ση, θαύ­μα­σαν τὴ δι­ά­κρι­ση τοῦ γέ­ρον­τα καὶ ἔ­φυ­γαν ὠ­φε­λη­μέ­νοι…».
Ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­γά­θων δὲν ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος Θε­ο­λό­γος. Θὰ μπο­ροῦ­σε μά­λι­στα μὲ βά­ση τὴ δι­α­νο­η­τι­κή του μόρ­φω­ση νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς ἀ­γράμ­μα­τος ἢ ἀ­παί­δευ­τος. Πα­ρό­λα αὐ­τά εἶ­χε σα­φῆ συ­νεί­δη­ση τῆς ση­μα­σί­ας ποὺ ἔ­χει ἡ ὀρ­θὴ πί­στη γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ καὶ γι᾽ αὐ­τὸ ἀ­παν­τᾶ στοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες του ὡς με­γά­λος Θε­ο­λό­γος. Ἀ­πο­δέ­χε­ται ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα μὲ ἀ­λη­θι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ αὐ­το­μεμ­ψί­α τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν του, ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νές, για­τὶ γνω­ρί­ζει πὼς ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς ἔ­χει πε­ρι­θώ­ρια καὶ ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας, ἐ­νῶ ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν κα­τη­γο­ρί­α τῆς αἵ­ρε­σης, για­τὶ γνω­ρί­ζει πὼς ὁ αἱ­ρε­τι­κὸς εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κὰ χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, ἄ­σχε­τα μὲ τὸ ἐ­άν ἡ ζω­ή του εἶ­ναι τυ­πι­κὰ ἐ­νά­ρε­τη ἢ ὄ­χι. Ὁ Θε­ό­πνευ­στος λό­γος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει πὼς ἡ ὀρ­θὴ πί­στη προ­η­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ εὐ­σέ­βεια καὶ μά­λι­στα ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ἀ­πό­κτη­σή της.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ στε­νὴ σχέ­ση ποὺ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὴν πί­στη καὶ τὴ ζω­ὴ μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Πρὶν ἀ­πὸ τὸ κτί­σι­μο ἑ­νὸς σπι­τιοῦ προ­η­γεῖ­ται ἡ ἐκ­πό­νη­ση ἑ­νὸς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κοῦ σχε­δί­ου. Στὸ σχέ­διο αὐ­τὸ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται μὲ ἀ­κρί­βεια ὁ τρό­πος τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του καὶ ρυθ­μί­ζον­ται λε­πτο­με­ρῶς ὅ­λα τὰ σχε­τι­κὰ μὲ αὐ­τὴν ζη­τή­μα­τα. Ἔ­στω λοι­πόν ὅ­τι ὁ ὑ­πεύ­θυ­νος μη­χα­νι­κὸς κά­νει ἕ­να λά­θος στὸ σχε­δια­σμὸ τοῦ σπι­τιοῦ. Ἄν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ξε­χά­σει νὰ σχε­διά­σει τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἢ τὴν πόρ­τα ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου, τό­τε τὸ λά­θος του θὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ θὰ ζή­σουν στὸ σπί­τι. Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, γιὰ νὰ μεί­νου­με στὸ ἀ­νω­τέ­ρω πα­ρά­δειγ­μα, θὰ ἔ­χουν στὸ σπί­τι τους ἕ­να σκο­τει­νὸ δω­μά­τιο ἢ ἕ­να δω­μά­τιο στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θὰ ἔ­χουν πρό­σβα­ση. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τὸ ὅ­ποι­ο λά­θος στὸ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὸ σχέ­διο θὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πρα­κτι­κὴ ἐ­πί­πτω­ση στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ θὰ ζή­σουν στὸ σπί­τι. Ἔ­τσι τὸ σχέ­διο τοῦ σπι­τιοῦ, ἂν καὶ τὸ ἴ­διο δὲν εἶ­ναι σπί­τι, σχε­τί­ζε­ται ἄ­με­σα μὲ αὐ­τό, για­τί ὁ­ρί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του. Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ σχέ­ση ποὺ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ὑ­πάρ­ξει ἕ­να λά­θος στὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ λά­θος αὐ­τὸ νὰ μὴν ἔ­χει πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες στὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος, νὰ μὴν ἀλ­λοι­ώ­νει δη­λα­δή τὸ λά­θος αὐ­τὸ μὲ τὸν ἕ­να ἢ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο τὴν ἀ­λη­θι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ εὐ­σέ­βεια. Ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς ἄρ­ρη­κτης ἑ­νό­τη­τας τοῦ δόγ­μα­τος μὲ τὸ ἦ­θος ἀ­ναγ­κά­ζει τοὺς Πα­τέ­ρες νὰ ἐμ­μέ­νουν ἄ­τεγ­κτα στὴν ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καὶ κα­θι­στᾶ κά­θε ἔν­νοι­α τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­τεί­ου τῆς ἀ­γά­πης» ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στη μὲ τὸ ἔρ­γο καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους.
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus).
Π
α­ρὰ τὴ στε­νό­τα­τη σχέ­ση ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη καὶ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή, ὁ σύγ­χρο­νος χρι­στια­νὸς ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ πῶς ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ­ρί­ζει καί­ρια τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος. Ἔ­τσι ὡς χρι­στια­νοὶ νοι­ώ­θου­με συ­χνὰ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ καὶ νὰ τὴν ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ἔ­ναν­τι τῶν δι­ά­φο­ρων αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλλὰ πα­ράλ­λη­λα ἀ­γνο­οῦ­με πλή­ρως τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ ἡ πί­στη δι­α­μορ­φώ­νει τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο τοῦ βί­ου. Σή­με­ρα γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­νας ὀρ­θό­δο­ξος χρι­στια­νὸς μπο­ρεῖ νὰ δι­α­λέ­γε­ται μὲ ἕ­ναν μάρ­τυ­ρα τοῦ Ἰ­­ε­χω­βᾶ γιὰ τὸ ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς ὑ­πάρ­χει ὡς Ἁ­γί­α Τριά­δα ἢ ὡς Μο­νά­δα Προ­σώ­πων, ἢ μὲ ἕ­ναν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ γιὰ τὸ ἐ­ὰν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται μό­νον ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ἢ ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸν Υἱ­ό, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἂν κα­νεὶς μι­λή­σει μα­ζί τους γιὰ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος, ἔκ­πλη­κτος θὰ πα­ρα­τη­ρή­σει πὼς με­τα­ξύ τους δὲν ὑ­πάρ­χουν οὐ­σι­α­στι­κὲς δι­α­φο­ρές. Λί­γο ἢ πο­λὺ οἱ ἠ­θι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς ἑ­νὸς ὀρ­θό­δο­ξου, ἑ­νὸς μάρ­τυ­ρα τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ καὶ ἑ­νὸς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μες. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας στὸν χω­ρι­σμὸ τῆς πί­στης ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, στὸ χω­ρι­σμὸ τοῦ δόγ­μα­τος ἀ­πὸ τὸ ἦ­θος, στὸ χω­ρι­σμὸ τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α. Ὁ χω­ρι­σμὸς αὐ­τὸς πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­γνοι­α τῆς «ὀν­το­λο­γι­κῆς ἢ ὑ­παρ­ξια­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των». Μὲ τὸν ὅρο αὐ­τὸ δη­λώ­νου­με τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ὁ­ρί­ζει καὶ δι­α­μορ­φώ­νει τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος. Μό­νο ὅ­μως μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸν ἀ­γώ­να τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῆς ὀρ­θῆς πί­στης. Καί κα­τὰ τὴν ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ φα­νε­ρώ­νει τὶς ὀ­δυ­νη­ρὲς συ­νέ­πει­ες τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῶν χρι­στια­νῶν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴν ἄρ­ρη­κτη ἑ­νό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
T
ὸ χω­ρι­σμὸ τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πὸ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἠ­θι­κὴ ὁ­ρί­ζου­με ὡς «εὐ­σε­βι­σμὸ» (ἢ πι­ε­τι­σμὸ ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κό pietas ποὺ ση­μαί­νει εὐ­σέ­βεια). Ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ὡς θε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γεν­νή­θη­κε στὴ Δύ­ση πε­ρὶ τὰ τέ­λη τοῦ 17ου αἰ­ώ­να καὶ ἀρ­χι­κά ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση στὴ βι­αι­ό­τη­τα τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης ἡ δι­α­μά­χη ἀ­νά­με­σα στὸ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ καὶ τὸν προ­τε­σταν­τι­κὸ κό­σμο δὲν ἐ­ξαν­τλή­θη­κε στὸ θε­ο­λο­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, ἀλ­λὰ ὁ­δή­γη­σε σὲ ἐμ­φύ­λι­ες καὶ δι­ε­θνεῖς πο­λε­μι­κὲς συγ­κρού­σεις ποὺ συν­τα­ρά­ξαν γιὰ αἰ­ῶ­νες τοὺς λα­οὺς τῆς Εὐ­ρώ­πης. Ἡ ὀ­ξύ­τη­τα τῆς θε­ο­λο­γι­κῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης καὶ κυ­ρί­ως οἱ σφα­γὲς ποὺ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν καὶ ἀ­πὸ τὶς δύ­ο πλευ­ρὲς μὲ ψυ­χο­λο­γι­κὸ ἄλ­λο­θι τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς «ὀρ­θῆς πί­στης» ὁ­δή­γη­σαν ὁ­ρι­σμέ­νους χρι­στια­νούς, ποὺ προ­έρ­χον­ταν κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὸν προ­τε­σταν­τι­κὸ κό­σμο, στὴν ἄρ­νη­ση τῆς σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Πά­νω στὴν ἄρ­νη­ση αὐ­τὴ ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ θε­με­λι­ώ­σει τὴν ἀ­πό­δει­ξη τοῦ οὐ­το­πι­κοῦ καὶ ἀ­νώ­φε­λου χα­ρα­κτή­ρα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν καὶ πο­λε­μι­κῶν συγ­κρού­σε­ων τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης, προ­τεί­νον­τας ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος τὴν πρό­τα­ξη τῆς ἀ­το­μι­κῆς ἠ­θι­κῆς ἔ­ναν­τι τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Γιὰ τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ ἡ ἑ­νια­ία ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κὴ εἶ­ναι ἡ λο­γι­κὴ βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α οἱ δύ­ο ἀν­τί­πα­λες πα­ρα­τά­ξεις θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ στη­ρί­ξουν τὴν ὑ­πέρ­βα­ση τῶν δι­α­φο­ρῶν τους καὶ τὴν οἰ­κο­δό­μη­ση τῆς εἰ­ρη­νι­κῆς τους συ­νύ­παρ­ξης. Ἔ­τσι ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀ­φη­ρη­μέ­νη δι­α­νο­η­τι­κὴ πε­ρὶ Θε­οῦ ἀν­τί­λη­ψη, ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς σχο­λα­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἀν­τι­πα­ρέ­θε­σε τὴν αὐ­τό­νο­μη θρη­σκευ­τι­κὴ πρά­ξη, τὴν ἀ­το­μι­κὴ εὐ­σέ­βεια, τὴ δι­κα­νι­κὴ ἀ­ρε­τή, ἡ ὁ­ποί­α νο­εῖ­ται ὡς συ­νε­πὴς ὑ­πο­τα­γὴ σὲ κά­ποι­ον ὑ­περ­φυ­σι­κὸ «νό­μο» καὶ ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ μὲ βά­ση τὶς συμ­βα­τι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Πα­ρὰ τὶς κα­λὲς προ­θέ­σεις ποὺ σί­γου­ρα ὑ­πῆρ­ξαν, ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς δὲν πέ­τυ­χε τὸ σκο­πό του. Ἀν­τί­θε­τα στὴν προ­σπά­θειά του νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴ νο­ση­ρό­τη­τα τῆς δυ­τι­κῆς θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, κα­τέ­λη­ξε σὲ ἕ­να ἀ­κό­μη λά­θος, στὸν πλή­ρη δη­λα­δὴ χω­ρι­σμὸ τῆς πί­στης ἀ­πὸ τὴ ζω­ή. Γιὰ τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ τὰ δόγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ οἱ «θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χές» τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­μί­α πρα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α ἤ ἀ­κό­μη καὶ πραγ­μα­τι­κὴ ὑ­πό­στα­ση, ἐ­νῶ κά­θε λό­γος γιὰ αὐ­τὲς θε­ω­ρεῖ­ται μά­ται­ος καὶ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κός. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴ θε­με­λι­ώ­δη ἀν­τί­λη­ψη ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὰ δόγ­μα­τα ὡς ἀ­να­πό­δει­κτα ἀ­ξι­ώ­μα­τα ἄ­σχε­τα μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, τά ὁποῖα ὁ χρι­στια­νὸς ἀ­πο­δέ­χε­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτει μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ ἀ­πο­δέ­χε­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτει τὶς θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χὲς ἑ­νὸς φι­λο­σο­φι­κοῦ συ­στή­μα­τος ἢ μιᾶς πο­λι­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας.
Σ
τὸ Δυ­τι­κὸ κό­σμο ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἐκ­φρά­στη­κε θε­ο­λο­γι­κὰ μὲ δι­ά­φο­ρες μορ­φές. Οἱ πιὸ γνω­στὲς εἶ­ναι τὸ πε­ρί­φη­μο «πρω­τεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης» καὶ ἡ λε­γό­με­νη «θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων». Τὴν πρώ­τη ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὴ χα­ρα­κτη­ρί­σα­με ἤ­δη ὡς ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σύμ­βα­τη μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων (βλπ. Κεφ. Α΄). Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πὼς κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς χρι­στι­α­νι­κὲς «ἐκ­κλη­σί­ες» δὲν κα­τέ­χει μό­νη της τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας, ἀλ­λὰ κά­θε μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς κα­τέ­χει μό­νον ἕ­να μέ­ρος Της καὶ συ­νε­πῶς ὅ­λες μα­ζί στὸ σύ­νο­λό τους ἀ­πο­τε­λοῦν «…τὴ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α…», γιὰ τὴν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Ἐν­νο­εῖ­ται φυ­σι­κὰ πὼς καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀν­τί­λη­ψη εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σύμ­βα­τη μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ἀ­φοῦ ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει χά­ριν τῆς «ἑ­νό­τη­τας» τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου τὴν ἄρ­νη­ση ἑ­νὸς μέ­ρους ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λή­θεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καὶ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ ἑ­νὸς μέ­ρους τῆς κα­κο­δο­ξί­ας τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Οἱ δύ­ο αὐ­τὲς βα­σι­κὲς ἐκ­φρά­σεις τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­πί­και­ρες στὶς ἡ­μέ­ρες μας, για­τὶ πά­νω τους στη­ρί­ζε­ται ἐν πολ­λοῖς ἡ θε­ο­λο­γι­κὴ θε­με­λί­ω­ση τοῦ λε­γό­με­νου «Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Δι­α­λό­γου». Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸ δη­λώ­νε­ται ἡ προ­σπά­θεια τῆς ἕ­νω­σης τῶν κα­κό­δο­ξων χρι­στι­α­νι­κῶν ὁ­μο­λο­γι­ῶν μὲ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στή βά­ση ὅ­μως ὄ­χι τῆς ἀ­να­ζή­τη­σης καὶ ἀ­πο­δο­χῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ τῆς σύν­θε­σης τῶν δογ­μα­τι­κῶν τους δι­α­φο­ρῶν. Ἔ­χον­τας πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τῆς βα­ρύ­τη­τας τοῦ λό­γου μας τολ­μᾶ­με μὲ κά­θε ἐ­πι­φύ­λα­ξη νὰ ποῦ­με πὼς ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς τεί­νει νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ σή­με­ρα ὡς μί­α και­νο­φα­νὴς αἵ­ρε­ση στὸ χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α γε­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Οἰ­κου­με­νι­σμός». Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ὡς αἵ­ρε­ση ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἴ­δια τὴ φύ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ στη­ρί­ξει τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ὄ­χι στὴ με­το­χή του στὴν Ἀ­λή­θεια (Θέ­ω­ση), ἀλ­λὰ σὲ μί­α κτι­στὴ καὶ θνη­σι­γε­νῆ εὐ­σέ­βεια ποὺ εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νη από τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὴ μό­νη πη­γὴ τῆς Ζω­ῆς. Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­τι­δι­α­στέλ­λου­με ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔν­νοι­α τοῦ «Ὀρ­θό­δο­ξου Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ», γνώ­ρι­σμα τοῦ ὁ­ποί­ου κα­τὰ τοὺς Ἰ­ω­σὴφ Βρυ­έν­νιο καὶ ἅ­γιο Μάρ­κο Ἐ­φέ­σου τὸν Εὐ­γε­νι­κό εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια ἕ­νω­σης τῶν χρι­στια­νῶν ὄ­χι στή βά­ση τῆς σύν­θε­σης τῶν δογ­μα­τι­κῶν τους δι­α­φο­ρῶν, ἀλ­λὰ τῆς εὕ­ρε­σης καὶ ἀ­πο­δο­χῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
εὐ­σε­βι­σμὸς ὡς θε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη δὲν πε­ρι­ο­ρί­στη­κε στὸ χῶ­ρο τῆς δυ­τι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας. Μὲ πολ­λοὺς τρό­πους πέ­ρα­σε καὶ στὸ χῶ­ρο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, προ­κα­λών­τας ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη ζη­μιὰ στὶς συ­νει­δή­σεις τῶν πι­στῶν. Θὰ ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κὰ τὶς δύ­ο σπου­δαι­ό­τε­ρες ἐκ­φρά­σεις του. Στὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας ἡ πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ ἔν­το­να πα­ρα­τη­ρεῖ­ται στὶς ἡ­μέ­ρες μας. Συ­χνὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν ἡ δι­ά­χυ­τη ἀν­τί­λη­ψη πὼς ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­φο­ρᾶ μό­νο τοὺς «εἰ­δι­κούς» τῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, πὼς ἡ φυ­σι­κή της θέ­ση βρί­σκε­ται στὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ θε­ο­λο­γι­κὰ συγ­γράμ­μα­τα, στὰ ἀμ­φι­θέ­α­τρα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν σχο­λῶν καὶ στὰ δι­ά­φο­ρα θε­ο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια, ἐ­νῶ ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο με­λέ­της ἀ­φο­ρᾶ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἕ­να στε­νὸ καὶ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νο κοι­νό. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν ἐ­σφαλ­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ὁ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας καὶ ὁ κα­τη­χη­τὴς ἀ­πο­φεύ­γουν συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ δι­δά­ξουν στὸ λα­ό μας ἀ­κό­μη καὶ τὶς θε­με­λι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἀ­φοῦ αὐ­τὸ θε­ω­ρεῖ­ται ἐκ προ­οι­μί­ου ἄ­χρη­στο καὶ πε­ριτ­τό. Ἔ­τσι ὅ­μως μοι­ραῖα ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α παύ­ει νὰ εἶ­ναι λό­γος γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ καὶ ἐκ­πί­πτει σὲ μί­α στεί­ρα ἠ­θι­κο­λο­γί­α ποὺ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα συμ­βα­τὴ μὲ τὶς ἀν­τί­στοι­χες ἠ­θι­κο­λο­γί­ες τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ ἔ­χει κα­ταγ­γελ­θεῖ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ σχο­λι­ά­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ πολ­λοὺς μὲ τὸν ὅ­ρο «πι­ε­τι­σμὸς» (ἡ χρή­ση τοῦ ὅ­­ρου δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­στο­χη, ἀλ­λὰ νο­μί­ζου­με πὼς ὁ ὅ­ρος «πι­ε­τι­σμὸς» ἔ­χει σα­φῶς εὐ­ρύ­τε­ρη θε­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α, τὴν ὁ­ποί­α ἤ­δη ἀ­να­πτύ­ξα­με ἀ­νω­τέ­ρω). Ἐπί­σης στὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ στὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ὀ­φεί­λε­ται καὶ τὸ φαι­νό­με­νο πού γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «συν­τη­ρη­τι­σμὸς» ἢ καὶ ὡς «σύν­δρο­μο τοῦ ὀρ­θο­δο­ξο­α­μυν­το­ρι­σμοῦ». Μὲ τοὺς ὅ­ρους αὐ­τοὺς δη­λώ­νε­ται ἡ θε­ω­ρη­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν δογ­μά­των τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης χω­ρὶς τὴν πα­ράλ­λη­λη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς τους δι­ά­στα­σης. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στὶς ἡ­μέ­ρες μας ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν δογ­μά­των, αὐ­τὴ κατὰ κανόνα συν­τε­λεῖ­ται χω­ρὶς κα­μί­α ἀ­να­φο­ρὰ στὴ σχέση τους μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔ­τσι ὅ­μως τὰ δόγ­μα­τα προ­σφέ­ρον­ται στοὺς πι­στοὺς ἀ­πο­κομ­μέ­να ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ὴ ποὺ «ση­μαί­νε­ται» μέ­σα σὲ αὐ­τὰ καὶ ἡ ὅποια γνώ­ση τους ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στὴ δι­α­νο­η­τι­κή τους ἀ­φο­μοί­ω­ση. Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σὲ τί δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἡ στά­ση αὐ­τὴ τὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ἀ­πὸ τὸ δυ­τι­κὸ χρι­στι­α­νι­σμό; Εἶ­ναι μᾶλ­λον ἐ­πί­και­ρος ὁ λό­γος τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ λέ­ει πὼς οἱ χρι­στια­νοὶ τῶν ἔ­σχα­των χρό­νων θὰ εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι «… ἔ­χον­τες μόρ­φω­σιν εὐ­σε­βεί­ας, τὴν δὲ δύ­να­μιν αὐ­τῆς ἠρ­νη­μέ­νοι…» (Β΄ Τιμ. 3,5).
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με τέ­λος νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ μὲ ἕ­να σύν­νε­φο ποὺ κα­λύ­πτει τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἐμ­πο­δί­ζει τὶς ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου νὰ φω­τί­σουν τὸν κό­σμο. Ὁ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸς καὶ ὁ προ­τε­σταν­τι­κὸς κό­σμος δὲν χά­νουν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κά­τι ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἀ­φοῦ ζοῦν μέ­σα στὴ νύ­κτα καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι τῆς ἄ­γνοι­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως βλά­πτε­ται πολ­λα­πλὰ ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του, για­τὶ τὸ σύν­νε­φο αὐ­τό σὰν πνευ­μα­τι­κὴ ὁ­μί­χλη ἐμ­πο­δί­ζει τὰ πι­στὰ μέ­λη της νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν τὴν ὁ­δὸ τῆς Θεώσεως καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας.
 
ΜΕΡΟΣ 2ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Γ΄- Ε΄
ΖΩΗ   ΚΑΙ   ΓΛΩΣΣΑ
 «…Πρὸ τῆς ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­σκέ­ψε­ως, ἀ­να­γι­γνώ­σκων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον ἢ τὰς ἐ­πι­στο­λὰς τῶν Ἀ­πο­στό­λων, δὲν κα­τε­νό­ουν ἀ­λη­θῶς ὁ­ποί­α ὀν­το­λο­γι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­της ἐγ­κρύ­πτε­ται ἐν­τὸς ἑ­κά­στου λό­γου τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Αὐ­τὴ αὕ­τη ἡ ζω­ὴ κα­τέ­δει­ξεν εἰς ἐ­μὲ ὅ­τι ἄ­νευ τῆς ζώ­σης πεί­ρας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς συ­ναν­τή­σε­ως με­τὰ τῶν ἀρ­χῶν καὶ κο­σμο­κρα­τό­ρων τοῦ σκό­τους τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του, τῶν πνευ­μά­των τῆς πο­νη­ρί­ας ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις (Ἔφεσ. 6,12), μό­νη ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ μά­θη­σις δὲν ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴν ἔν­νοι­αν τῆς πί­στε­ως ἠ­μῶν…» (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι», ἔκδ. 1992, σελ. 13)
 
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀπόθετον κάλλος.
 Θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γλώσ­σας. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει πὼς ἡ Θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση ταυ­τί­ζον­ται. Οἱ ἔν­νοι­ες αὐ­τές, ἂν καὶ σχε­τί­ζον­ται στε­νά, ἀ­πο­τε­λοῦν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δύ­ο ξε­χω­ρι­στὲς ὀν­το­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες. Ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ὴ καὶ ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ὁ λό­γος γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή. σχέ­ση Θε­ο­λο­γί­ας κα γλώσ­σας εἶ­ναι τ δεύ­τε­ρο ζή­τη­μα πο πρέ­πει ν ἀ­να­πτύ­ξου­με στν προ­σπά­θειά μας ν κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α.
Χρι­στὸς εἶ­πε στοὺς μα­θη­τὲς κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο: «…Ἐ­γὼ Εἰ­μι Ὁ­δὸς κα Ἀ­λή­θεια κα Ζω­ή, οὐ­δεὶς ἔρ­χε­ται πρς τν Πα­τέ­ρα, ε μ διἘ­μοῦ…» (Ἰ­ω­άν. 14,6). Ὁ ἴ­διος λοι­πόν ὁ Κύ­ριος ὡς Θε­άν­θρω­πος ταυ­τί­ζει τὸν Ἑ­αυ­τό Του μὲ τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια, πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ καὶ τὸ πρό­τυ­πο τῆς Ζω­ῆς. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα μά­λι­στα στὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χὴ ὁ Κύ­ριος θὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς: «…αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νιος Ζω­ή, ἵνα γι­νώ­σκω­σί Σ τν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν κα ν ἀ­πέ­στει­λας Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν…» (Ἰ­ω­άν. 17,3). ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση το Θε­οῦ, ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τς Ἀ­λή­θειας πο «κρύ­βε­ται» πί­σω ἀ­πὸ τ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τς ὀρ­θό­δο­ξης Θε­ο­λο­γί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τος Πα­τέ­ρες ς «τ ἀ­πό­θε­τον κάλ­λος» κα ἀ­πό­κτη­σή της ταυ­τί­ζε­ται μ τν ἀ­πό­κτη­ση τς ἴ­διας τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς, μ τν ἀ­πό­κτη­ση δη­λα­δή τς Βα­σι­λεί­ας τν Οὐ­ρα­νῶν. Οἱ Πα­τέ­ρες ἔ­χουν σα­φῆ συ­νεί­δη­ση τῆς δι­ά­κρι­σης ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, ἀλ­λὰ καὶ τῆς στε­νῆς σχέ­σης ποὺ τὶς συν­δέ­ει. Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ μᾶς δι­δά­σκουν πὼς μό­νη ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ γνώ­ση τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Ἀ­λή­θειας δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τὴν ἐ­πι­βο­λή της, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας. Πιὸ ἁ­πλά, ἡ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας δὲν εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἀλ­λὰ τὸ μέ­σο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ σκο­ποῦ της.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­ά­κρι­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ἀ­πὸ τὴν ὀρθὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι ἔ­χου­με δεῖ πα­λι­ὲς ἀ­σπρό­μαυ­ρες κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες. Σὲ αὐ­τὲς ἐμ­φα­νί­ζον­ται μό­νο δύ­ο χρώ­μα­τα, τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ μαῦ­ρο, ἐ­νῶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα γνω­στὰ χρώ­μα­τα ἀ­που­σιά­ζουν. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν πὼς οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή μας τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με μό­νο δύ­ο χρώ­μα­τα, τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ μαῦ­ρο. Στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ θὰ βλέ­πα­με τὸν κό­σμο ὅ­πως μᾶς τὸν πα­ρου­σιά­ζουν οἱ πα­λι­ὲς ἀ­σπρό­μαυ­ρες ται­νί­ες, ἐ­νῶ θὰ ἀ­που­σί­α­ζε ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ μας τό­σο ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῶν ἄλ­λων χρω­μά­των, ὅ­σο καὶ οἱ λέ­ξεις ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με σή­με­ρα γιὰ νὰ τὰ δη­λώ­σου­με. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με πά­λι πὼς κά­τω ἀ­πὸ κά­ποι­ες συν­θῆ­κες ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πὸ τὴ θέ­λη­σή μας ἀ­πο­κτᾶ­με γιὰ μιὰ στιγ­μή, μό­νον ἐ­μεῖς καὶ κα­νέ­νας ἄλ­λος, τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με ὅ­λα τὰ γνω­στά μας χρώ­μα­τα. Ἡ πρω­τό­γνω­ρη ἐμ­πει­ρί­α ἀρ­χι­κὰ θὰ μᾶς ξαφ­νιά­σει καὶ θὰ μᾶς συγ­κλο­νί­σει. Ἀ­μέ­σως με­τὰ θὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με για­τί μπο­ρέ­σα­με νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ θὰ γεν­νη­θεῖ μέ­σα μας ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ τὴ με­τα­τρέ­ψου­με σὲ μό­νι­μη καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Σὲ αὐ­τὴ μά­λι­στα τὴν κα­τεύ­θυν­ση θὰ στρέ­ψου­με τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ τὸν ἀ­γώ­να μας. Πα­ράλ­λη­λα, ἂν εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­γα­θῆς προ­αί­ρε­σης, θὰ λυ­πη­θοῦ­με ὅ­σους στε­ροῦν­ται τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των. Ὅ­ταν τέ­λος ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ μᾶς ὁ­δή­γη­σε στὴν ὀν­το­λο­γι­κή τους γνώ­ση, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­σους τὴ στε­ροῦν­ται, θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ τοὺς πε­ρι­γρά­ψου­με μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ἐμ­πει­ρί­α μας καὶ νὰ τοὺς ὑ­πο­δεί­ξου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή της. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με τὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ κόκ­κι­νου ἢ τοῦ πρά­σι­νου ἢ τοῦ μπλὲ χρώ­μα­τος σὲ ὅ­σους τὰ ἀ­γνο­οῦν ὀν­το­λο­γι­κὰ καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν ἔ­χουν λέ­ξεις ποὺ νὰ ὁ­ρί­ζουν τὴν ἐμ­πει­ρί­α τους; Καὶ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ τοὺς με­τα­δώ­σου­με μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῶν χρω­μά­των ποὺ ἀ­γνο­οῦν;
Α
ὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων καὶ Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, οἱ Πα­τέ­ρες, ὅ­πως καὶ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι, ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ τη­ρή­σουν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πο­λε­μοῦν μέ­χρι θα­νά­του ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἀ­γώ­νας τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς ὑ­περ­βαί­νει κα­τὰ πο­λὺ τὰ μέ­τρα τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης καὶ ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ αὐ­τὸν νι­κη­τὴς μό­νον ἐ­ὰν ἑ­νω­θεῖ πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Χρι­στὸ συν­τε­λεῖ­ται διὰ μέσου τῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ τὸν ἐ­πί­πο­νο ἀ­γώ­να τους οἱ Πα­τέ­ρες ἑ­νώ­νον­ται μὲ τὸ Χρι­στό, ἑλ­κύ­ουν τὴν ἄ­κτι­στη Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ φτά­νουν στὸν Φω­τι­σμό, στὴν πραγ­μά­τω­ση δη­λα­δή τῆς Θε­ώ­σε­ως καὶ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας. Ἡ γνώ­ση ὅ­μως ποὺ προ­σφέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ με­το­χή του στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὴ καὶ ὄ­χι γλωσ­σι­κή, ἐ­νῶ ὡς πρὸς τὴ φύ­ση της βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ κά­θε κτι­στὴ ἐμ­πει­ρί­α καὶ ὁ­ρι­σμό. Σὲ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο οἱ Πα­τέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψη τῆς πρώ­της «θε­ω­ρί­ας» τοῦ Θε­οῦ περ­νοῦν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­δυ­νη­ρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς «Θε­ο­εγ­κα­τα­λεί­ψε­ως». Κα­τὰ τὴ μα­κρό­χρο­νη συ­νή­θως αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δο δι­δά­σκον­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ τὴν ἄρ­ση τῆς ἐ­νέρ­γειας τῆς Χά­ρης τὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας ποὺ ὁ μα­κα­ρι­στὸς γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ χα­ρα­κτή­ρι­ζε ὡς «δογ­μα­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση». Ὅ­ταν τέ­λος με­τὰ ἀ­πὸ τι­τά­νιο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­πο­κτοῦν τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ τὴ δογ­μα­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Χά­ρης, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­σους τὴ στε­ροῦν­ται, νοι­ώ­θουν τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῶν ὁ­ποί­ων τοὺς χά­ρι­σε ἡ ἕ­νω­σή τους μὲ τὸ Θε­ό, καὶ νὰ μᾶς ὑ­πο­δεί­ξουν τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους. Σκο­πός τους βέ­βαι­α εἶ­ναι νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴ Θέ­ω­ση καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ.
­πὸ ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζει τὸ ἔρ­γο τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ο Πα­τέ­ρες, στν προ­σπά­θειά τους ν πε­ρι­γρά­ψουν τν ἐμ­πει­ρί­α τς Ἀ­λή­θειας κα τς Ζω­ῆς, ἀ­ναγ­κά­ζον­ται ν χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν κτι­στὲς ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις προ­κει­μέ­νου ν δη­λώ­σουν μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὲς τν ὕ­παρ­ξή της. Μοιά­ζουν δη­λα­δή οἱ Πα­τέ­ρες μὲ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των σὲ ὅ­σους τὰ ἀ­γνο­οῦν. Βα­σι­κὸ ὄρ­γα­νό τους στὸν ἀ­γώ­να τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ἡ ἄ­ρι­στη γνώ­ση τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες δα­νεί­στη­καν ὅ­ρους καὶ λο­γι­κὲς δο­μὲς προ­σι­τὲς στοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς τους. ἀν­θρώ­πι­νη ὅ­μως γλώσ­σα στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μπο­ρεῖ μό­νο ν δη­λώ­σει τν ὕ­παρ­ξη τς Ἀ­λή­θειας κα τς Ζω­ῆς κα ὄ­χι ν με­τα­φέ­ρει τν ἐμ­πει­ρί­α τους σ ὅ­σους τ στε­ροῦν­ται. Ἔ­τσι, γιὰ μεί­νου­με στὸ γνω­στό μας πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ποι­ες λέ­ξεις καὶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με τὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος δὲν μπο­ροῦ­με νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὴν ἀ­λη­θι­νή του γνώ­ση σὲ αὐ­τὸν ποὺ τὴν ἀ­γνο­εῖ. Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τοῦ προ­σφέ­ρου­με μέ­σα ἀ­πὸ τὶς κτι­στὲς ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις εἶ­ναι ἡ «μαρ­τυ­ρί­α» τῆς ἐμ­πει­ρί­ας. Μπο­ροῦ­με δη­λα­δή νὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψου­με πὼς ὑ­πάρ­χει μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ζω­ῆς, τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἀ­γνο­εῖ, καὶ νὰ τοῦ ὑ­πο­δεί­ξου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή της. Ἄν ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις, τό­τε δὲν ὠ­φε­λεῖ­ται σὲ τί­πο­τα ἀ­πὸ τὴ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση τῆς γλώσ­σας ποὺ τὰ πε­ρι­γρά­φει. Τί ἀ­ξί­α ἄ­ρα­γε ἔ­χει τὸ νὰ δι­α­βά­ζεις ἢ νὰ γρά­φεις γιὰ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρης, ἂν δὲν γνω­ρί­σεις ἐκ πεί­ρας τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που; Ἤ τί ἀ­ξί­α ἔ­χει τὸ νὰ κα­τέ­χεις μί­α φω­το­γρα­φί­α τῆς πη­γῆς τοῦ νε­ροῦ, ἂν δὲν μπο­ρέ­σεις πο­τὲ νὰ ξε­δι­ψά­σεις ἀ­πὸ αὐ­τήν; Συ­νε­πῶς τ ση­μαν­τι­κὸ δν εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση τς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τν δογ­μά­των, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­πό­κτη­ση τς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τς Ἀ­λή­θειας κα τς Ζω­ῆς πο «ση­μαί­νε­ται» μέ­σα σ αὐ­τήν. Ἡ γλώσ­σα, γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με ἕ­να ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, δὲν εἶ­ναι ὁ γά­μος, ἀλ­λὰ τὸ προ­σκλη­τή­ριο τοῦ γά­μου.
­νῶ ὅ­μως ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν εἶ­ναι τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ζη­τού­με­νο στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή, αὐτὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Ἡ ση­μα­σί­α της ἄλ­λω­στε φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­γώ­να τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των (βλπ. Κεφ. Α΄). Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ σχέ­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας μέ τὴν ὀρθὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἔ­στω ὅ­τι ὁ­δη­γῶ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου κα­τὰ μῆ­κος μιᾶς ἐθνι­κῆς ὁ­δοῦ. Μέ­σα σὲ αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ἕ­νας φί­λος μου. Σὲ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά μας μιὰ με­γά­λη δι­α­σταύ­ρω­ση ποὺ δί­νει στοὺς ὁ­δη­γοὺς τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐ­πι­λέ­ξουν δρό­μους πρὸς δι­ά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις. Φυ­σι­κά οἱ κα­τευ­θύν­σεις αὐ­τὲς ση­μαί­νον­ται μὲ τὶς ἀ­νά­λο­γες πι­να­κί­δες. Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς γρά­φει: «ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 200 ΧΛΜ». Ἐ­γὼ στα­μα­τῶ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου καὶ βγαί­νω ἀ­πὸ αὐ­τό. Πλη­σιά­ζω τὴν πι­να­κί­δα ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸ δρό­μο πρὸς τὸν προ­ο­ρι­σμό μου καὶ γε­μά­τος χα­ρὰ φωνάζω:
- Ἐ­πι­τέ­λους, φτά­σα­με στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Ὁ φί­λος μου σκέ­φτε­ται πὼς μᾶλ­λον τρε­λά­θη­κα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ μὲ συ­νε­φέ­ρει:
- Τί εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ λές; μοῦ λέ­ει. Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ πι­να­κί­δα ποὺ σοῦ δείχνει τὸ δρό­μο πρὸς τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ὁ πραγ­μα­τι­κός μας προ­ο­ρι­σμὸς ἀ­πέ­χει 200 χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πὸ ἐ­δῶ.
Ἐ­ὰν νο­μί­ζε­τε πὼς ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μου εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη, θὰ σᾶς ἀ­παν­τή­σω πώς, ναί, εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη. Εἶ­μαι ὅ­μως τό­σο πα­ρά­λο­γος, ὅ­σο καὶ ὁ χρι­στια­νὸς ποὺ πι­στεύ­ει πὼς ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ γνώ­ση καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῶν δογ­μά­των εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἄν πραγ­μα­τι­κά θέ­λω νὰ φτά­σω στὸν ἀ­λη­θι­νό μου προ­ο­ρι­σμὸ πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φύ­γω δύ­ο λά­θη. Πρῶ­τον δὲν πρέ­πει νὰ ταυ­τί­σω τὴν πι­να­κί­δα μὲ τὸν προ­ο­ρι­σμό μου, με­τα­τρέ­πον­τάς την σὲ αὐ­το­σκο­πὸ τοῦ τα­ξι­διοῦ μου, καὶ δεύ­τε­ρον δὲν πρέ­πει νὰ πε­ρι­φρο­νή­σω τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ποὺ αὐ­τή μοῦ προ­σφέ­ρει, για­τί ἔ­τσι δὲν θὰ βρῶ πο­τὲ τὸ δρό­μο ποὺ μὲ ὁ­δη­γεῖ στὸν προ­ο­ρι­σμό μου. Ἂν ὑ­πο­πέ­σω σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ λά­θη, τό­τε καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις δὲν θὰ φτά­σω πο­τὲ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας.
­να­φέ­ρα­με ἤ­δη πὼς ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α ταυ­τί­ζε­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μό­νον ὅ­ποι­ος φτά­νει στὴν ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό, μό­νον ὅ­ποι­ος ἀ­πο­κτᾶ γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Θε­ο­λό­γος». Ἡ ἐμ­πει­ρί­α μά­λι­στα τῆς Θεώσεως προ­η­γεῖ­ται χρο­νι­κὰ ἀ­πὸ τὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, ἀ­πὸ τὴν κα­τα­γρα­φὴ δη­λα­δή τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των. Ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῶν δογ­μά­των ἔρ­χε­ται πάν­τα ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­φενὸς μὲν γιὰ νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ γιὰ νὰ τοὺς προ­στα­τεύ­σει ἀ­πὸ τὴν ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ μιὰ λαν­θα­σμέ­νη γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ γε­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «κα­κο­δο­ξί­α» ἢ «αἵ­ρε­ση».
κα­κο­δο­ξί­α ἢ αἵ­ρε­ση εἶ­ναι μιὰ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ει τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ λά­θη καὶ ψέ­μα­τα. Ἡ αἵ­ρε­ση προ­σπα­θεῖ νὰ δι­α­τυ­πώ­σει γλωσ­σι­κὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ ἡ προ­σπά­θειά της εἶ­ναι ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη. Ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της ἡ αἵ­ρε­ση δὲν λέ­ει πο­τὲ μό­νο τὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ καὶ πο­τὲ δὲν λέ­ει μό­νο ψέ­μα­τα. Στὴν αἱ­ρε­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ τὸ ψέ­μα ἀ­να­κα­τεύ­ον­ται μὲ τρό­πο ποὺ κα­θι­στὰ δύ­σκο­λη τὴ δι­ά­κρι­σή τους. Ἔ­τσι οἱ πι­στοὶ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν, ἀ­πο­δε­χό­με­νοι τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης ὡς Ἀ­λή­θεια. Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς αἵ­ρε­σης μὲ ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο κά­ποι­ος ἔ­ρι­ξε λί­γες στα­γό­νες θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο. Τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο αὐ­τοῦ τοῦ πο­τη­ριοῦ μοιά­ζει πο­λὺ μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κα­θα­ρὸ γά­λα καὶ εἶ­ναι εὔ­κο­λο ὁ κα­θέ­νας νὰ ξε­γε­λα­στεῖ καὶ νὰ τὸ πι­εῖ. Ἡ ἐ­πι­λο­γή ὅ­μως αὐ­τὴ ἔ­χει σο­βα­ρό­τα­τες συ­νέ­πει­ες, ἀ­φοῦ συ­νε­πά­γε­ται τὸ θά­να­το τοῦ ἀν­θρώ­που. Κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α μοιά­ζει μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κα­θα­ρὸ γά­λα ποὺ δὲν ἐ­πι­φέ­ρει βλά­βη στὸν ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­γα­νι­σμό, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τοῦ προ­σφέ­ρει πο­λύ­τι­μα θρε­πτι­κὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ συν­τή­ρη­ση τῆς ζω­ῆς.
ν καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ δὲν ἰ­σχύ­ουν νο­μο­τε­λεια­κοὶ κα­νό­νες, ὁ πει­ρα­σμὸς τῆς συ­στη­μα­το­ποί­η­σης μᾶς ὠ­θεῖ στὴ δι­α­τύ­πω­ση μιᾶς λο­γι­κῆς ἀλ­λη­λου­χί­ας ποὺ μᾶς βο­η­θᾶ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴ συ­νή­θη ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πραγ­μά­των στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἔ­τσι ἀρ­χι­κὰ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νὰ ἀρ­κεῖ­ται στὴν ἤ­δη ὑ­πάρ­χου­σα σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Οἱ Πα­τέ­ρες μά­λι­στα το­νί­ζουν ἰ­δι­αί­τε­ρα πὼς δὲν εἶ­ναι οὔ­τε εὔ­κο­λο, οὔ­τε ἀ­κίν­δυ­νο, τὸ νὰ ζη­τᾶ­με βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Κά­τι τέ­τοι­ο πρέ­πει νὰ γί­νε­ται μό­νο ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κὰ με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, ὅ­ταν δη­λα­δή αὐ­τὸ εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἡ αἵ­ρε­ση ἀ­γνο­εῖ αὐ­τὸ τὸ βα­σι­κὸ πνευ­μα­τι­κὸ νό­μο. Ἔ­τσι θέ­τει θε­ο­λο­γι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, ἡ γνώ­ση τῶν ὁ­ποί­ων δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἡ στά­ση της πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νεια τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἡ ὁ­ποί­α καὶ τοὺς ἀ­πο­κό­πτει ὁ­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης. Στὴ συ­νέ­χεια ἡ αἵ­ρε­ση προ­σπα­θεῖ νὰ δώ­σει ἀ­παν­τή­σεις στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης λο­γι­κῆς. Ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι αἱ­ρε­τι­κοὶ ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι μὲ τε­ρά­στι­ες δι­α­νο­η­τι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες καὶ πο­λύ­πλευ­ρη μόρ­φω­ση. Στὴν προ­σπά­θειά τους ὅ­μως νὰ Θε­ο­λο­γή­σουν ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ὁ­δὸ τῶν φι­λο­σό­φων καὶ ὄ­χι τὴν ὁ­δὸ τῶν Πα­τέ­ρων. Οἱ Πα­τέ­ρες πρῶ­τα φτά­νουν στὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση –μέ­σῳ τῆς κά­θαρ­σης ἀ­πὸ τὰ πά­θη καὶ τῆς ἕ­νω­σής τους μὲ τὸ Χρι­στὸ– καὶ ἀ­φοῦ ἀ­πο­κτή­σουν τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­σπα­θοῦν νὰ τὴν ἐκ­φρά­σουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη γλώσ­σα. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ἀν­τί­θε­τα ὑ­πο­κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ πά­θος τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας ὑ­περ­τι­μοῦν τὴν ἀ­ξί­α τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης σο­φί­ας καὶ πι­στεύ­ουν πὼς μπο­ροῦν νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ χω­ρὶς νὰ φτά­σουν στὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση. Ἔ­τσι τε­λι­κὰ οἱ ἀ­παν­τή­σεις ποὺ δί­νουν στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ οἱ ἴ­διοι αὐ­τό­κλη­τα ἔ­θε­σαν ἀ­να­κα­τεύ­ουν τὴν Ἀ­λή­θεια μὲ τὸ ψέ­μα καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας.
Ο
ἱ ἁ­πλοὶ πι­στοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ δι­α­κρί­νουν μὲ ἀ­σφά­λεια τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης καί ὡς ἐκ τού­του κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν. Ὁ κίν­δυ­νος αὐ­τὸς συ­νε­πά­γε­ται «κρί­ση» ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ κρί­ση μὲ τὴ σει­ρά της ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ ἔρ­γου τῶν Πα­τέ­ρων. Οἱ Πα­τέ­ρες μπο­ροῦν μὲ ἀ­σφά­λεια νὰ δι­α­κρί­νουν τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης, για­τὶ γνω­ρί­ζουν ἐκ πεί­ρας τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ συ­νε­πῶς οἱ ἴ­διοι δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν. Ὁ κίν­δυ­νος ὅ­μως τῆς ἀ­πώ­λειας τῶν ἁ­πλῶν πι­στῶν τοὺς συγ­κλο­νί­ζει καὶ ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­ζον­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των ἀ­φε­νὸς μὲν νὰ ὑ­πο­δεί­ξουν σὲ αὐ­τοὺς τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης, ἀ­φετέ­ρου δὲ νὰ δι­α­τυ­πώ­σουν μὲ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τὴν Ἀ­λή­θεια στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἡ αἵ­ρε­ση ἀ­πέ­τυ­χε νὰ τὸ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Στὴ συ­νέ­χεια οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ἐ­πι­βο­λὴ τῆς ὀρ­θῆς πί­στης. Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ στά­διο τῆς προσ­φο­ρᾶς τους ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὴ σύγ­κλη­ση τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Σὲ αὐ­τὲς μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τα­δι­κά­ζει ἐ­πί­ση­μα τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης καὶ ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ὡς ὀρ­θὴ τὴν ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων. Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κύ­ρω­σή της ἀ­πὸ τὶς Οἰ­κου­με­νι­κὲς Συ­νό­δους ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ ἔρ­γο τῆς κα­τα­πο­λέ­μη­σης τῆς αἵ­ρε­σης ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν πο­ρεί­α τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι ἔ­χου­με φά­ει καρ­πού­ζι καὶ ἐκ πεί­ρας γνω­ρί­ζου­με τὸ φροῦ­το αὐ­τό. Πο­τὲ ὅ­μως δὲν νοι­ώ­σα­με τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­ρί­σου­με γλωσ­σι­κὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση του. Πο­τὲ δη­λα­δὴ δὲν νοι­ώ­σα­με τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ πά­ρου­με στὰ χέ­ρια μας χαρ­τὶ καὶ στυ­λὸ γιὰ νὰ γρά­ψου­με πώς: «…Τὸ καρ­πού­ζι εἶ­ναι κόκ­κι­νο, ζου­με­ρό, γλυ­κὸ καὶ ὠ­φέ­λι­μο γιὰ τὸν ὀρ­γα­νι­σμό μας…». Ἁ­πλῶς στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ὴ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με ἄ­φο­βα τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο φροῦ­το καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πὸν πὼς μιὰ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη ἡ­μέ­ρα ἀ­γο­ρά­ζου­με ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­πτε­ρό τῆς γει­το­νιᾶς τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα μας καὶ κα­θό­μα­στε ἀ­να­παυ­τι­κὰ στὴν πο­λυ­θρό­να μας γιὰ νὰ τὴ δι­α­βά­σου­με. Στὸ πρω­το­σέ­λι­δό της βλέ­που­με ἕ­να ἄρ­θρο μὲ τὸν τί­τλο: «ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ». Ὁ συν­τά­κτης τοῦ ἄρ­θρου ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πὼς νέ­ες ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς ἔ­ρευ­νες ἀ­πέ­δει­ξαν ὅ­τι τὸ καρ­πού­ζι εἶ­ναι κόκ­κι­νο, ζου­με­ρό, πι­κρὸ καὶ γε­μά­το μὲ θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο. Ἐ­μεῖς, δι­α­βά­ζον­τας τὸ ἄρ­θρο, ξαφ­νι­α­ζό­μα­στε, για­τὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του ἔρ­χε­ται ἐν μέ­ρει σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἐ­κεί­νη μά­λι­στα τὴ στιγ­μὴ αἰ­σθα­νό­μα­στε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­ρί­σου­με γλωσ­σι­κὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου φρού­του. Ἔ­τσι σκε­πτό­μα­στε:
- Μὰ κα­λά, τί βλα­κεῖ­ες γρά­φει αὐ­τὸς ἐ­δῶ!!! Τὸ καρ­πού­ζι, ναὶ μὲν εἶ­ναι κόκ­κι­νο καὶ ζου­με­ρό, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι πι­κρὸ καὶ δη­λη­τη­ρι­ῶ­δες!!!
Πί­σω ὅ­μως ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς δύ­ο γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις κρύ­βε­ται μιὰ τε­ρά­στια ὑ­παρ­ξια­κὴ ἐ­πι­λο­γή. Ἂν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λή­θεια τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ἐμ­πει­ρί­ας μας, θὰ συ­νε­χί­σου­με ἄ­φο­βα νὰ τρῶ­με τὸ φροῦ­το αὐ­τό, ἐ­νῶ ἂν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λή­θεια τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ποὺ προ­τεί­νει τὸ ἄρ­θρο τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, πρέ­πει νὰ μὴν τὸ ξα­να­φᾶ­με πο­τέ (γιὰ νὰ μὴν ποῦ­με πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἤ­μα­στε ἤ­δη νε­κροί). Συ­νε­πῶς αὐ­τὸ ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δι­α­κυ­βεύ­ε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς ἀ­λή­θειας εἶ­ναι ἡ ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τοῦ τρό­που τῆς ζω­ῆς μας καί ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἡ σχέ­ση μας μὲ τὸ ἐν λό­γῳ φροῦ­το. Καὶ ἐ­νῶ ἀ­πο­ροῦ­με γιὰ ὅ­σα δι­α­βά­σα­με, βλέ­που­με στὸ πρω­το­σέ­λι­δο τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α: «1η Ἀ­πρι­λί­ου 2013». Κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς πρό­κει­ται γιὰ τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο πρω­τα­πρι­λι­ά­τι­κο ψέ­μα τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας καὶ ἡ ἀ­πο­ρί­α μας λαμ­βά­νει αἴ­σιο τέ­λος.
­μεῖς μπο­ροῦ­με εὔ­κο­λα νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὸ λά­θος τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τοῦ πρω­τα­πρι­λι­ά­τι­κου ἄρ­θρου τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας. Ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ καρ­που­ζιοῦ δὲν μᾶς ἀ­φή­νει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο ἀμ­φι­βο­λί­ας. Τί θὰ γι­νό­ταν ὅ­μως ἂν στὴ θέ­ση μας εἶ­χε βρε­θεῖ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ποὺ πο­τὲ δὲν εἶ­χε δεῖ ἢ δὲν εἶ­χε φά­ει καρ­πού­ζι; Ἄν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα δι­ά­βα­ζε τὸ ἄρ­θρο αὐ­τὸ ἕ­νας Ἐ­σκι­μῶ­ος, θὰ μπο­ροῦ­σε μὲ τὴν ἴ­δια εὐ­κο­λί­α νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα ποὺ κρύ­βε­ται μέ­σα στὴ γλωσ­σι­κή του δι­α­τύ­πω­ση; Καὶ ἂν τὸν βά­ζα­με νὰ ἐ­πι­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στὴ δι­κή μας γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ αὐ­τὴ τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, θὰ ἦ­ταν εὔ­κο­λο γιὰ αὐ­τὸν νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἐ­πι­λέ­ξει τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ποὺ θὰ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σε μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ ὀρ­θὸ ἦ­θος; Σὲ αὐ­τὴ τὴν τρα­γι­κὴ θέ­ση βρί­σκον­ται δυ­στυ­χῶς οἱ ἁ­πλοὶ πι­στοί ὅ­ταν ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴν πρό­κλη­ση τῆς αἵ­ρε­σης καὶ αὐ­τοὺς ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ δι­α­τη­ρή­σουν στὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας οἱ Πα­τέ­ρες μὲ τὸ ἐ­πί­πο­νο ἔρ­γο τους.
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως.
Δ
ὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ὁ­ρί­σουμε τὴν ἔν­νοι­α τῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, ἐ­νῶ κα­τὰ και­ροὺς ἔ­χουν διατυπωθεῖ δι­ά­φο­ροι ὁ­ρι­σμοί, κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δὲν ἔ­χει γί­νει κα­θο­λι­κὰ ἀ­πο­δε­κτός. Τολ­μᾶ­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς νὰ προσ­θέ­σου­με στοὺς ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τες ἀ­κό­μη ἕ­ναν, ἀ­φή­νον­τας τὸ ἔρ­γο τῆς ἀ­ξι­ο­λό­γη­σής του στὴν κρί­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας. Πα­ρά­δο­ση εἶ­ναι ὁ­τι­δή­πο­τε δη­μι­ουρ­γή­θη­κε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τοῦ του ὁ­ρι­σμοῦ θὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας.
Ε
ἴ­δα­με πὼς γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἐ­φό­σον ὅ­μως ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ Φύ­ση Τοῦ ἄ­πει­ρος, ἄ­ρα καὶ ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ή, ποὺ ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴν ὕ­παρ­ξή Του, εἶ­ναι καὶ αὐ­τὲς στὸ πλή­ρω­μά τους ἄ­πει­ρες. Ὁ ἄν­θρω­πος ὡς πε­πε­ρα­σμέ­νο ὂν δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ στὴν ὁ­λό­τη­τά τους, για­τὶ ἡ κτι­στὴ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δὲν ἀν­τέ­χει τὸ πλή­ρω­μα αὐ­τῆς τῆς γνώ­σης. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά ὁ ἄν­θρω­πος κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ με­τέ­χει στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­σή του μὲ αὐ­τὲς νὰ ἀ­πο­κτᾶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦν νὰ συ­νυ­πάρ­χουν οἱ δύ­ο αὐ­τὲς ἀν­τί­θε­τες θέ­σεις; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴν Ἀ­λή­θεια στὸ πλή­ρω­μά της, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ τὴ γνω­ρί­σει;
ἀ­πάν­τη­ση τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος βρί­σκε­ται στὰ λό­για ποὺ ἀ­πηύ­θυ­νε ὁ Χρι­στὸς πρὸς τοὺς μα­θη­τὲς κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο: «…Ἔ­τι πολ­λὰ ἔ­χω λέ­γειν ὑ­μῖν, ἀλ­λ’ οὐ δύ­να­σθε βα­στά­ζειν ἄρ­τι. Ὅ­ταν δὲ ἔλ­θῃ Ἐ­κεῖ­νος, τὸ Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ὁ­δη­γή­σει ὑ­μᾶς εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…» (Ἰ­ω­άν. 16,13). Ὁ Κύ­ριος στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἀ­ναγ­γέ­λλει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ θὰ συ­νε­χί­σει τὸ ἔρ­γο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του. Τοὺς ἐ­ξη­γεῖ μά­λι­στα πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς προ­σφέ­ρει καὶ ἄλ­λες δι­δα­σκα­λί­ες ποὺ ὁ Ἴ­διος δὲν τὶς πα­ρέ­δω­σε, ἂν καὶ τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τους νὰ τὶς κα­τα­νο­ή­σουν. Μὲ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες αὐ­τὲς ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει, «…εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…». Τί ση­μαί­νουν ἄ­ρα­γε αὐ­τὰ τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου; Ὁ Θε­ὸς σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν ἄν­θρω­πο μέ­σα ἀ­πὸ τὸ Σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α μας. Γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή της ὁ Θε­ὸς φα­νε­ρώ­νει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, τὸν ἴ­διο δη­λα­δή τὸν Ἑ­αυ­τό Του. Ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θε­οῦ νο­εῖ­ται πάν­τα ὡς ὀν­το­λο­γι­κὴ με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τῆς τῆς φα­νέ­ρω­σης ὁ­ρί­ζε­ται ὡς «ἀ­πο­κά­λυ­ψη». Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὅ­ταν λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νὰ γνω­ρί­σει βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας καὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ μὲ ὑ­παρ­ξια­κὴ ἀ­γω­νί­α καὶ πό­νο ψυ­χῆς, τό­τε ὁ Θε­ός, ἀ­παν­τών­τας στὸ αἴ­τη­μα καὶ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ σω­τη­ρί­α, αἴ­ρει τὸ πέ­πλο ποὺ τὸν ἐμ­πο­δί­ζει νὰ με­τέ­χει στὴν Ἀ­λή­θεια. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἱ­κα­νὸς νὰ «θε­ω­ρεῖ» τὴν Ἀ­λή­θεια βα­θύ­τε­ρα καὶ συ­νε­πῶς νὰ τὴν γνω­ρί­ζει πλη­ρέ­στε­ρα, ἔ­στω καὶ ἂν τὸ πλή­ρω­μά της πα­ρα­μέ­νει ἄ­πει­ρο στὴν ὁ­λό­τη­τά του. Τε­λι­κά τὸ κρι­τή­ριο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­θο­ρί­ζε­ται τὸ μέ­τρο τῆς γνώ­σης τῆς Ἀ­λή­θειας εἶ­ναι ἀ­φε­νὸς μέν ἡ ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀ­φε­τέ­ρου δέ τὰ ὅ­ρια ἀν­το­χῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Πιὸ ἁ­πλά, ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­πο­κα­λύ­πτει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ οὔ­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο ἀν­τέ­χει ἡ κτι­στὴ φύ­ση του, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Μὲ βά­ση τὰ ἀ­νω­τέ­ρω μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὰ λό­για του Κυ­ρί­ου. Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος λέ­ει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει «…εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…» δὲν ἐν­νο­εῖ πὼς ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ τοὺς χα­ρί­σει τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε θὰ ὑ­πε­ρέ­βαι­νε κα­τὰ πο­λὺ τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Ἐ­πί­σης τὰ λό­για αὐ­τὰ δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τουν κά­ποι­α ἀ­τέ­λεια ἢ ἔλ­λει­ψη στὸ δι­δα­κτι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ θὰ δι­ορ­θω­θεῖ ἢ θὰ συμ­πλη­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­λα ὅ­σα μᾶς δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἀπολύτως γνή­σια καὶ τέ­λεια. Τέ­λος, δὲν ση­μαί­νουν πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ δι­δά­ξει στοὺς μα­θη­τὲς «νέ­ες» ἀ­λή­θει­ες, δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός. Ἐν­νο­εῖ πὼς ὁ Πα­ρά­κλη­τος μὲ τὸ Φω­τι­στι­κό Του ἔρ­γο θὰ βο­η­θή­σει τοὺς μα­θη­τὲς νὰ γνω­ρί­σουν βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια ποὺ τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ Χρι­στὸς (τὴν ἴ­δια Ἀ­λή­θεια καὶ ὄ­χι κά­ποι­α ἄλ­λη) καὶ θὰ χα­ρί­ζει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ τὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας αὐ­τῆς στὸ μέ­τρο ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.
Σ
τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με πὼς ἡ Ἀ­λή­θεια ὡς ὀν­το­λο­γι­κὸ γε­γο­νὸς εἶ­ναι ἑ­νια­ία. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὁ Μω­υ­σῆς, οἱ Προ­φῆ­τες, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κὰ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι γνώ­ρι­σαν τὸν ἴ­διο Θε­ό, ἀ­πέ­κτη­σαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς ἴ­διας Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς ἴ­διας Ζω­ῆς. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο στὸ χῶ­ρο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν ἔ­χου­με πο­τὲ «νέ­ες» ἀ­λή­θει­ες. Αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ συμ­βαί­νει εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἴ­δια Ἀ­λή­θεια μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ Σχε­δί­ου τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας προ­ο­δευ­τι­κὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται βα­θύ­τε­ρα στὸν ἄν­θρω­πο ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς σω­τη­ρί­ας του, χω­ρὶς ὅ­μως πο­τὲ νὰ ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὸ πλή­ρω­μά της. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ τὴ γνώ­ση της. Ἀ­πό­δει­ξη τοῦ ἑ­νια­ίου χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἀ­λή­θειας εἶ­ναι πὼς οἱ διάφορες κα­τὰ και­ροὺς ὀρ­θὲς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις της εἶ­ναι πάν­τα «ὁ­μό­λο­γες» με­τα­ξύ τους. Μὲ τὸν ὅ­ρο «ὁ­μό­λο­γες» δη­λώ­νε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη συμ­φω­νί­α ὅ­λων τῶν ὀρ­θῶν γλωσ­σι­κῶν δι­α­τυ­πώ­σε­ων τῆς Ἀ­λή­θειας. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὅ­ταν αὐ­ξά­νε­ται ἡ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ συ­νε­πῶς δι­ευ­ρύ­νε­ται καὶ ἡ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, τὸ «πλέ­ον», δη­λα­δὴ τὸ και­νούρ­γιο ποὺ προ­στί­θε­ται στὰ ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα, εἶ­ναι πάν­το­τε σύμ­φω­νο μὲ αὐ­τὰ και κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α δὲν ἔρ­χε­ται πο­τὲ σὲ ἀν­τί­θε­ση μα­ζί τους. Τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­λά­χι­στα καὶ αἰ­νιγ­μα­τι­κὰ στὰ χρό­νια τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Σὲ αὐ­τήν, ἂν καὶ ἡ Τρι­α­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ ὑ­πο­νο­εῖ­ται ἢ ἀ­κό­μη καὶ μαρ­τυ­ρεῖ­ται σὲ καί­ρια χω­ρί­α της, κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἰ­δέ­α τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ, για­τί αὐ­τὴ ἀν­τι­δι­α­στέ­λλει τὸν Ἰσ­ρα­ὴλ ἀ­πὸ τοὺς πο­λυ­θε­ϊ­στι­κοὺς καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κοὺς λα­οὺς τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός του. Αὐ­τὸς ὁ ἰ­δι­αί­τε­ρος το­νι­σμὸς τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ δη­μι­ουρ­γεῖ τὴ λαν­θα­σμέ­νη αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της Ὑ­πο­στα­τι­κῆς μο­νο­θε­ΐ­ας. Στὰ χρό­νια τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ὁ Χρι­στὸς μι­λᾶ μὲ με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια γιὰ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας καὶ τὶς σχέ­σεις τῶν Προ­σώ­πων Της, ἐ­νῶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα οἱ Ἀ­πό­στο­λοι θὰ ἀ­να­πτύ­ξουν ἀ­κό­μη πιὸ δι­ε­ξο­δι­κὰ τὸ θέ­μα αὐ­τό. Στὴν πε­ρί­ο­δο τέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οἱ Πα­τέ­ρες, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νὰ ἀν­τι­κρού­σουν τὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, θὰ προ­βοῦν σὲ ἀ­κό­μη λε­πτό­τε­ρες δι­α­κρί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας καὶ θὰ μᾶς ἀ­να­πτύ­ξουν πλη­ρέ­στε­ρα τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ὕ­παρ­ξή Της. Ὅ­σα ὅ­μως μᾶς εἶ­παν γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα οἱ Πα­τέ­ρες εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα μᾶς εἶ­παν γιὰ Αὐ­τὴν ὁ Μω­υ­σῆς, οἱ Προ­φῆ­τες, ὁ Χρι­στὸς καὶ οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, για­τὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ γνώ­ρι­σαν καὶ δι­α­τύ­πω­σαν γλωσ­σι­κὰ ὁ κα­θέ­νας στὴν ἐ­πο­χὴ του τὴν ἴ­δια Ἀ­λή­θεια. Καὶ κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ συμ­φω­νί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πτὴ ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὀρ­θό­τη­τάς της καὶ ἀ­σφα­λῆ ἐγ­γύ­η­ση τῆς γνη­σι­ό­τη­τάς της.
­ξί­ζει τέ­λος νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με πὼς ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴ θε­ο­λο­γι­κὴ προ­σφο­ρὰ τῶν Πα­τέ­ρων ἡ γνώ­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται. Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λες πτυ­χές της ποὺ τὶς ἀ­γνο­οῦ­με, για­τί ἡ γνώ­ση τους δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἂν στὸ μέλ­λον χρεια­στεῖ νὰ γνω­ρί­σου­με κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τές, ὥ­στε νὰ ἐ­ξα­σφα­λι­στεῖ ἡ σω­τη­ρί­α μας, τό­τε ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ μᾶς τὴν ἀ­πο­κα­λύ­ψει. Ἂς ἀ­πο­τολ­μή­σου­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα. Για­τί ἄ­ρα­γε τὰ Πρό­σω­πα τῆς Θε­ό­τη­τας εἶ­ναι Τρί­α καὶ ὄ­χι δύ­ο ἢ τέσ­σε­ρα ἢ πέν­τε; Σί­γου­ρα αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος λό­γος. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος δὲν μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε μέ­χρι σή­με­ρα, για­τὶ ἡ γνώ­ση του δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ἀ­φοῦ κα­μί­α αἵ­ρε­ση δὲν ἔ­θε­σε πο­τὲ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό, προ­σπα­θών­τας ἀ­πο­τυ­χη­μέ­να νὰ τὸ ἑρ­μη­νεύ­σει. Ἄν ὅ­μως στὸ μέλ­λον ἐμ­φα­νι­στεῖ μί­α τέ­τοι­α αἵ­ρε­ση καὶ ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς πτυ­χῆς τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἀ­πο­κτή­σει σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­στά­σεις, τό­τε ὁ Κύ­ριος θὰ Φω­τί­σει ἕ­ναν Θε­ο­λό­γο καὶ θὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴ γνώ­ση της. Αὐ­τὸς μὲ τὴ σει­ρά του θὰ δι­α­τυ­πώ­σει γλωσ­σι­κὰ μὲ ὀρθὸ τρόπο τὴ βα­θύ­τε­ρη Ἀ­λή­θεια ποὺ τοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς καὶ θὰ τὴ δι­δά­ξει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ­χρι τό­τε ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀρ­κού­μα­στε σὲ ὅ­σα ἤ­δη γνω­ρί­σα­με ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες, ἀ­φοῦ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ὁ­μό­λο­γη συ­νέ­χεια τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ γε­νι­κὰ στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση. Τε­λι­κά στὸ γε­γο­νὸς τῆς Θε­ο­λο­γί­ας συ­νερ­γά­ζον­ται δύ­ο πα­ρά­γον­τες: Ὁ Θε­ός ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν Ἑ­αυ­τὸ Του ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο καὶ δυ­να­τό, καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τὴ σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια.
Θ
ὰ ἦ­ταν ἴ­σως πα­ρά­λει­ψη ἂν στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ δὲν προ­βαί­να­με σὲ μιὰ ση­μαν­τι­κὴ δι­ευ­κρί­νι­ση. Ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἡ πρώ­τη ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τήν οἱ ἐκ­φρα­στὲς τῆς Πα­ρά­δο­σης (Προ­φῆ­τες, Ἀ­πό­στο­λοι, Πα­τέ­ρες) καὶ γε­νι­κά ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι γνω­ρί­ζουν τὴν Ἀ­λή­θεια ὄ­χι ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη πραγμάτωσης τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ μέ­τρο τῆς προ­σω­πι­κῆς τους δε­κτι­κό­τη­τας καὶ ἐν­τός φυ­σι­κά τῶν ὁ­ρί­ων ἀν­το­χῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Στὴ συ­νέ­χεια οἱ Πα­τέ­ρες, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς τους καὶ τὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, ἀ­να­πτύσ­σουν μό­νο τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴν προ­σέγ­γι­ση αὐ­τή μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς Πα­ρά­δο­σης τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ αὐ­ξά­νει δὲν εἶ­ναι ἡ με­το­χὴ στὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Ἡ δεύ­τε­ρη προσέγγιση ἀν­τί­θε­τα ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας προ­ϋ­πο­θέ­τει πάν­τα τὴ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τή οἱ Πα­τέ­ρες μπό­ρε­σαν νὰ ἀ­πο­κτή­σουν βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας σὲ σχέ­ση μὲ τοὺς προ­γε­νέ­στε­ρους ἐκ­φρα­στὲς τῆς Πα­ρά­δο­σης (ἀ­κό­μη καὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους) καὶ τό­τε μό­νο κα­τέ­στη­σαν ἱ­κα­νοὶ νὰ προ­βοῦν στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴν προ­σέγ­γι­ση αὐ­τή μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς Πα­ρά­δο­σης δὲν αὐ­ξά­νει μό­νο ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας, ἀλ­λὰ καὶ ἡ ὀν­το­λο­γι­κή της γνώ­ση. Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ κα­νεὶς μὲ ἀ­σφά­λεια γιὰ τὸ ποι­ά ἀ­πὸ τὶς δύ­ο προ­σεγ­γί­σεις εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­τε­ρη. Ἔ­τσι πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε στὴν πα­ρου­σί­α­σή τους, ἀ­φή­νον­τας τὴν κρί­ση τους στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες. Ὅ­σον ὅ­μως ἀ­φο­ρᾶ τὴν προ­σω­πι­κή μας γνώ­μη, συν­τασ­σό­μα­στε μὲ τὴ δεύ­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τές, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­δεχόταν καὶ ὑ­πο­στήριζε σθε­να­ρὰ ὁ μα­κα­ρι­στὸς κα­θη­γη­τὴς τῆς πα­τρο­λο­γί­ας κ. Στυ­λια­νὸς Πα­πα­δό­που­λος, ἐ­νῶ ἐμ­μέ­σως φαί­νε­ται νὰ ἀ­πο­δέ­χε­ται στὰ ἔρ­γα του καὶ ὁ μα­κα­ρι­στὸς γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ.
Μ
ὲ βά­ση τὰ ἀ­νω­τέ­ρω μπο­ροῦ­με πλέ­ον νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θό­τε­ρα τὴν ἔν­νοι­α καὶ τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μὲ πνευ­μα­τι­κὴ δι­ά­κρι­ση καὶ με­γά­λη ὑ­πο­μο­νὴ πα­ρα­κο­λου­θεῖ καὶ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ ὅ­λα τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ ἔρ­γα. Ἀ­πώ­τε­ρος σκο­πός της εἶ­ναι νὰ δι­α­κρί­νει αὐ­τὰ ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­καν μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὰ ἔρ­γα δη­λα­δή ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­το­πί­σει τὰ ἔρ­γα αὐ­τά, τὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἐ­πί­ση­μα ὡς γνή­σια ἔκ­φρα­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, τὰ ἐν­σω­μα­τώ­νει στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­σή της καὶ τέ­λος τὰ προ­σφέ­ρει στοὺς πι­στοὺς ὡς ἀ­σφα­λῆ ὁ­δη­γὸ στὴν πνευ­μα­τι­κή τους πο­ρεί­α πρὸς τὴ σω­τη­ρί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­λέ­γει καὶ ἐν­τάσ­σει στὴν Πα­ρά­δο­σή της μό­νο τὰ ἔρ­γα πού κα­τὰ τὴν κρί­ση της γρά­φτη­καν ἀ­πὸ Θε­ο­λό­γους, ἀ­πὸ τοὺς πι­στούς δη­λα­δὴ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴ Θέ­ω­ση καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν γνή­σια ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι καὶ τὸ μόνο ἀ­σφα­λὲς κρι­τή­ριο ποὺ ἐγ­γυᾶ­ται τὴ γνη­σι­ό­τη­τα τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν καὶ τὴν ὀρ­θό­τη­τά   τους. Ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος φο­ρέ­ας καὶ ἐκ­φρα­στὴς τῆς Πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή (Πα­λαι­ὰ καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη), ἐ­νῶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴν ξε­χω­ρί­ζουν ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α τὰ ἔρ­γα τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων καὶ Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὶς αἱ­ρέ­σεις. Σὲ αὐ­τὰ τὰ ἔρ­γα ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται, ἀ­φοῦ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους εἶ­ναι Θε­ό­πνευ­στη καὶ συ­νε­πῶς ἰ­σό­κυ­ρη καὶ ὁ­μό­λο­γη μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται δη­μι­ουρ­γι­κὰ ὅ­που αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν.
 
ΜΕΡΟΣ 3ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤ΄- Η΄
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«…Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ δὲν εἶ­ναι βα­θυ­τέ­ρα ἢ σπου­δαι­ο­τέ­ρα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως, ἀλ­λά, ὡς ἐ­λέ­χθη ἀ­νω­τέ­ρω, μί­α τῶν μορ­φῶν αὐ­τῆς. Αὕ­τη δὲ εἶ­ναι ἡ πο­λυ­τι­μο­τέ­ρα τῶν μορ­φῶν αὐ­τῆς καὶ λό­γῳ τῆς εὐ­κο­λί­ας δι­α­φυ­λά­ξε­ως καὶ λό­γῳ τῆς εὐ­κο­λί­ας χρή­σε­ως αὐ­τῆς. Ἀ­πο­με­μο­νω­μέ­νη, ὅ­μως, ἐκ τοῦ ρεύ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως ἡ Γρα­φὴ δὲν δύ­να­ται νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ δε­όν­τως δι᾽ οὐ­δε­μιᾶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ἐ­ρεύ­νης…» (Γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου Σα­χά­ρωφ, «Ὁ Ἅ­γιος Σι­λουα­νὸς ὁ Ἀ­θω­νί­της», ἔκ­δ. 1995, σελ. 109).
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει. 
Κ
α­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ καὶ προ­τε­στάν­τες ἀν­τι­μά­χον­ταν θε­ο­λο­γι­κὰ με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τῶν πη­γῶν τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ οἱ προ­τε­στάν­τες ὑ­πο­στή­ρι­ζαν πὼς ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α πη­γὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ οἱ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ ἀν­τέ­τει­ναν πὼς οἱ πη­γὲς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης εἶ­ναι δύ­ο, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ Πα­ρά­δο­ση. Βέ­βαι­α καὶ οἱ δύ­ο αὐ­τὲς θέ­σεις εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νες. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α πη­γὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἡ Πα­ρά­δο­ση, βα­σι­κὸ μέ­ρος τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὸ λά­θος τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας βρί­σκε­ται στὴν ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ στὴν ἄρ­νη­ση τοῦ δυ­να­μι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἐ­νῶ τὸ ἀν­τί­στοι­χο λά­θος τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας βρί­σκε­ται στὸ χω­ρι­σμὸ τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πὸ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς Πα­ρά­δο­σης καὶ τὴν ἀν­τι­δι­α­στο­λή της πρὸς αὐ­τήν. Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι μέ­ρος τῆς Πα­ρά­δο­σης καὶ ὄ­χι κά­τι τὸ ξε­χω­ρι­στὸ ἢ τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πὸ αὐ­τήν, τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με στὰ προ­η­γού­με­να κε­φά­λαι­α γιὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σχέ­ση τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας μὲ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α καὶ τῆς Ἀ­λή­θειας μὲ τὴ γλώσ­σα, ἰ­σχύ­ουν ἀ­πό­λυ­τα καὶ γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἰ­δί­ως δὲ γιὰ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ποὺ δι­α­σώ­ζει τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Ἔ­τσι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ αὐ­τὴ τῶν Πα­τέ­ρων, ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἕ­νω­σή του μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ σκο­πὸ ἔ­χει ἀ­φε­νὸς μὲν νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας καὶ νὰ τοὺς δι­δά­ξει τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Στὴ δι­δα­σκα­λί­α τέ­λος τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ σὲ αὐ­τὴ τῶν Πα­τέ­ρων, ὑ­πάρ­χει σα­φὴς πρό­τα­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ἔ­ναν­τι τῆς γλωσ­σι­κῆς της δι­α­τύ­πω­σης.
Ο
ἱ Ἀ­πό­στο­λοι στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ἐμ­φα­νί­ζον­ται νὰ ἔ­χουν σα­φῆ συ­νεί­δη­ση αὐ­τῆς τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Γνω­ρί­ζουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­σκα­λοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης ἀ­να­φέ­ρει πὼς ἡ συγ­γρα­φὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του ἀ­πο­σκο­πεῖ στὸ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στός: «…Ταῦ­τα δὲ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στεύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στός, ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, καὶ ἵνα πι­στεύ­σαν­τες Ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Αὐ­τοῦ…» (Ἰ­ω­άν. 20,31). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο οἱ Ἀ­πό­στο­λοι γνω­ρί­ζουν πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­στα­τεύ­ουν τοὺς πι­στοὺς ἀ­πὸ τὴν πλά­νη τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­τας τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ δο­κη­τι­σμοῦ ποὺ δὲν ἀ­πο­δε­χό­ταν τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­ναν­θρώ­πη­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­φε­νὸς μὲν προ­ει­δο­ποι­εῖ τοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς ἐ­πο­χῆς του γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ τὸν κίν­δυ­νο τῆς αἵ­ρε­σης, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τοὺς προ­σφέ­ρει τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας, τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λουν νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν γιὰ νὰ μὴν πε­ρι­πέ­σουν στὴν πλά­νη της: «…Ἀ­γα­πη­τοί, μὴ παν­τὶ πνεύ­μα­τι πι­στεύ­ε­τε, ἀλ­λὰ δο­κι­μά­ζε­τε τὰ πνεύ­μα­τα εἰ ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στιν, ὅ­τι πολ­λοὶ ψευ­δο­προ­φῆ­ται ἐ­ξε­λη­λύ­θα­σιν εἰς τὸν κό­σμον. Ἐν τού­τῳ γι­νώ­σκε­τε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ· πᾶν πνεῦ­μα ὅ ὁ­μο­λο­γεῖ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐν σαρ­κὶ ἐ­λη­λυ­θό­τα ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στι, καὶ πᾶν πνεῦ­μα ὁ μὴ ὁ­μο­λο­γεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐν σαρ­κὶ ἐ­λη­λυ­θό­τα ἐκ τοῦ Θε­οῦ οὐκ ἔστι, καὶ τοῦ­τό ἐ­στι τὸ τοῦ ἀν­τι­χρί­στου…» (Α΄ Ἰ­ω­άν. 4,1-2). Γνω­ρί­ζουν τέ­λος οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ  ἀπό­στο­λος Πέ­τρος γρά­φει πὼς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πρῶ­τα γνώ­ρι­σαν ἐμ­πει­ρι­κὰ τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ με­τὰ τὴν κή­ρυ­ξαν στὸν κό­σμο: «…οὐ γὰρ σε­σο­φι­σμέ­νοις μύ­θοις ἑ­ξα­κο­λου­θή­σαν­τες ἐ­γνω­ρί­σα­μεν ὑ­μῖν τὴν τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ δύ­να­μιν καὶ πα­ρου­σί­αν, ἀλ­λ’ ἐ­πό­πται γε­νη­θέν­τες τῆς Ἐ­κεί­νου με­γα­λει­ό­τη­τος…» (Β΄ Πέ­τρου 1,16), ἐ­νῶ καὶ ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης το­νί­ζει πὼς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δὲν κή­ρυ­ξαν φαν­τα­στι­κὰ πράγ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὴν Ἀ­λή­θεια ποὺ γνώ­ρι­σαν ἐμ­πει­ρι­κά: «…ὅ ἢν ἀ­π’ ἀρ­χῆς, ὅ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὅ ἐ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡμῶν, ὅ ἐ­θε­α­σά­με­θα καὶ αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν…» (Α΄ Ἰ­ω­άν. 1,1).
ν τού­τοις ἀ­νά­με­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τῶν Πα­τέ­ρων ὑ­φί­στα­ται μί­α οὐ­σι­ώ­δης δι­α­φο­ρά. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πε­ρι­βάλ­λει μὲ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο κύ­ρος τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς γι᾽αὐ­τὸ καὶ τὴ θε­ω­ρεῖ Θε­ό­πνευ­στη στὸ σύ­νο­λό της, ἐ­νῶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων θε­ω­ρεῖ­ται Θε­ό­πνευ­στη μό­νο στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση καὶ κυ­ρί­ως σὲ αὐ­τὰ ποὺ τὴν ἀ­να­πτύσ­σει. Μό­νο ἡ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ ἡ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, μό­νο ἡ προ­σφο­ρὰ τοῦ «πλέ­ον» στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἀ­να­δει­κνύ­ει τοὺς Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δα­σκά­λους δι­α­δό­χους τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χι­στὲς τοῦ ἔρ­γου τους. Μέ­σα στὸ πλαί­σιο αὐ­τὸ ἐ­ξη­γεῖ­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας τὸ φαι­νό­με­νο τοῦ λά­θους στὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ σκάν­δα­λο γιὰ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν τὴ δυ­να­μι­κή της. Ἔ­τσι, γιὰ νὰ μεί­νου­με στὰ κλασ­σι­κό­τε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα, ὁ Ἅ­γιος Εἰ­ρη­ναῖ­ος Λου­γδού­νου ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ συν­τρί­βει θε­ο­λο­γι­κὰ τὴ φο­βε­ρὴ αἵ­ρε­ση τοῦ γνω­στι­κι­σμοῦ, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἀ­πο­δέ­χε­ται τὶς ἀ­φε­λεῖς χι­λι­α­στι­κὲς ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἐ­πο­χῆς του. Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κα­τα­πο­λε­μᾶ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ καὶ τῶν πνευ­μα­το­μά­χων, ἀλ­λὰ θε­ω­ρεῖ ὀρ­θὲς τὶς ὠ­ρι­γε­νι­κὲς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ κα­θαρ­τη­ρί­ου πυ­ρὸς καὶ τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῶν πάν­των. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει πὼς οἱ Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κό­τε­ρα οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς ὡς ἄν­θρω­ποι μπο­ρεῖ νὰ σφάλ­λουν σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τους. Σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις δὲν βι­ά­ζε­ται νὰ κα­τα­δι­κά­σει ὅ­σους ἔ­σφαλ­λαν ὡς κα­κό­δο­ξους ἢ αἱ­ρε­τι­κούς, παρὰ μό­νον ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν, καὶ ἁ­πλῶς προ­σπα­θεῖ νὰ μὴν ἀ­κο­λου­θεῖ τὰ λά­θη τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, σὰν μά­να ποὺ ἀ­γα­πᾶ καὶ προ­στα­τεύ­ει τὰ παι­διά της, μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ δι­ά­κρι­ση ἐ­πι­λέ­γει μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Πα­τέ­ρων καὶ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων τὶς δι­δα­σκα­λί­ες ποὺ προ­ῆλ­θαν ἀ­πὸ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἤ κα­τὰ μί­α γε­νι­κό­τε­ρη ἔν­νοι­α ἐκ­φρά­ζουν μὲ γνη­σι­ό­τη­τα τὴν πί­στη της. Αὐ­τὲς τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τὶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἐ­πί­ση­μα ὡς ὀρ­θὲς καὶ τὶς ἐν­σω­μα­τώ­νει στὴν Πα­ρά­δο­σή της. Τὶς λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τὶς πα­ρα­δί­δει στὴ λή­θη, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς μὲ τὴ σι­ω­πη­ρὴ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­α τους θὰ ξε­χα­στοῦν ἀ­πὸ τοὺς πι­στοὺς καί ἔ­τσι δὲν θὰ τοὺς προ­κα­λέ­σουν κά­ποι­α πνευ­μα­τι­κὴ βλά­βη. Μὲ αὐτή τὴ στά­ση της προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­πο­φεύ­γει τὴν ἐ­πί­ση­μη κα­τα­δί­κη τῶν λαν­θα­σμέ­νων δι­δα­σκα­λι­ῶν, προ­στα­τεύ­ον­τας τὰ πρό­σω­πα τῶν εἰ­ση­γη­τῶν καὶ τῶν ὑ­πο­στη­ρι­κτῶν τους.
Μέ­γας Βα­σί­λει­ος γιὰ πα­ρά­δειγ­μα κα­τα­νο­οῦ­σε τὰ λά­θη τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Πα­ρό­λα αὐ­τά ἀ­να­γνώ­ρι­ζε τὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἔρ­γου του καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε, για­τὶ ὑ­πῆρ­ξε κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο πνευ­μα­τι­κός του πα­τέ­ρας, ἀ­φοῦ ἡ για­γιὰ του Μα­κρί­να ὑ­πῆρ­ξε μα­θή­τρια τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴ σει­ρά του ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τὴς καὶ πνευ­μα­τι­κὸ τέ­κνο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πι­λέ­γει τὰ ὀρ­θὰ ση­μεῖ­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη καὶ τὰ ἐν­σω­μα­τώ­νει στὸ ἔρ­γο του, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­πο­σι­ω­πᾶ τὰ λά­θη του καὶ δὲν ἀ­σκεῖ κρι­τι­κὴ σὲ αὐ­τά. Τὴν ἴ­δια τα­κτι­κὴ ἀ­κο­λου­θεῖ ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, γι᾽αὐ­τὸ οἱ λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη δὲν κα­τα­δι­κά­ζον­ται ἐ­πί­ση­μα ὅ­σο αὐ­τὸς ζεῖ, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ με­τὰ τὴν κοί­μη­σή του. Πολ­λὰ ὅ­μως χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα κά­ποι­οι χρι­στια­νοὶ θὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν ἀ­δι­ά­κρι­τα ὡς ὀρ­θὲς τὶς λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζει νὰ ὑ­πάρ­χει ζή­τη­μα, ἀ­φοῦ ἡ τό­τε ἀ­πο­δο­χὴ τοὺς εἶ­χε σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­στά­σεις. Κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θὰ ἀ­ναγ­κα­στεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἐ­πί­ση­μα τὶς δι­δα­σκα­λί­ες καὶ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη (Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος 553 μ.Χ.), για­τὶ αὐ­τὸ κα­τέ­στη τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἀ­πό­λυ­τα ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Πάν­τως τὸ ἔρ­γο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴν ἐ­πί­ση­μη κα­τα­δί­κη του δὲν ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α στὸ σύ­νο­λό του, ἀλ­λὰ μό­νο στὰ λαν­θα­σμέ­να ση­μεῖ­α του, ἐ­νῶ καὶ τὸ πρό­σω­πό του σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ πρό­σω­πα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ γνω­ρί­ζει τὸ σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση ποὺ δι­και­οῦ­ται.
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καί ἀσυνεννοησίας.
 Ἁ­γί­α Γρα­φὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται συ­χνὰ ὡς «Θε­ό­πνευ­στο» βι­βλί­ο. Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ὀρ­θός, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­κρι­βὴς ση­μα­σί­α του δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ὁ­ρι­στεῖ μὲ ἀ­κρί­βεια. Κα­τὰ τὴν προ­σω­πι­κή μας ἄ­πο­ψη ἡ ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας στὴ βι­βλι­κὴ καὶ τὴν πα­τε­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πὸ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἔτσι ὡς Θεόπνευστα μπο­ροῦν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­στοῦν μό­νο τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ συγγράμματα ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, τν ποία χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἕ­νω­σή του μὲ τὸ Θε­ό. Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τή ἡ ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν συγγραμμάτων ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἄ­με­σα ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, μό­νο οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς Θεώσεως καὶ ἔ­χουν ζῶ­σα ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κοὶ Θε­ο­λό­γοι (μὲ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ καὶ ὄ­χι μὲ τὴν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου). Μό­νο αὐ­τοί οἱ χρι­στια­νοὶ γνω­ρί­ζουν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καί ὡς ἐκ τού­του μπο­ροῦν μὲ ἀ­σφά­λεια καὶ γνη­σι­ό­τη­τα νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ Αὐ­τήν. Μό­νο στὰ ἔρ­γα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν ὑ­πάρ­χει ἡ ἐγ­γύ­η­ση τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ γι᾽αὐ­τὸ μό­νο ἡ δι­κή τους μαρ­τυ­ρί­α εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὴ γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν τὰ συγγράμματα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας καὶ θε­με­λι­ώ­νον­ται στέ­ρε­α πά­νω σὲ αὐ­τήν δί­και­α χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς Θε­ό­πνευ­στα.
Σ
τὴν ὁ­μά­δα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν ἀ­νή­κουν πρω­τί­στως οἱ Ἀ­πό­στο­λοι. Γι᾽αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε τὰ ἔρ­γα τους (Και­νὴ Δι­α­θή­κη) ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ βα­σι­κὸ φο­ρέ­α τῆς Πα­ρά­δο­σης. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δι­α­κρί­νον­ται ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α οἱ Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται μό­νο οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες. Αὐ­τοί δη­λα­δή ποὺ κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὶς αἱ­ρέ­σεις καὶ μὲ τὸ ἔρ­γο τους αὔ­ξη­σαν τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, γνω­ρί­ζον­τας βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ ἐκ­φρά­ζον­τάς Την μὲ πλη­ρέ­στε­ρο γλωσ­σι­κὰ τρό­πο. Στὴ συ­νέ­χεια ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ Πα­τέ­ρες. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι ποὺ μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὰ ἔρ­γα τους ἐ­πι­βε­βαί­ω­σαν τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ δὲν τὴν αὔ­ξη­σαν δη­μι­ουρ­γι­κά. Εἶ­ναι οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴν ἀ­λη­θι­νὴ Θέ­ω­ση καὶ Θε­ο­γνω­σί­α, μᾶς μί­λη­σαν γνή­σια γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, ἀλ­λὰ τὰ ἔρ­γα τους κι­νοῦν­ται μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης ἀ­πὸ αὐ­τοὺς Πα­ρά­δο­σης, χω­ρὶς νὰ τὴν ὑ­περ­βαί­νουν σὲ βά­θος γνώ­σης καὶ γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης. Τέ­λος κα­τα­χρη­στι­κὰ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἐν­τά­ξου­με στὴν ὁ­μά­δα αὐ­τὴ καὶ ὁ­ρι­σμέ­νους ἀ­πὸ τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται ὅ­λοι οἱ ἁ­πλοὶ χρι­στια­νοὶ (μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὶ θε­ο­λό­γοι, λα­ϊ­κοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες κ.ἄ.) ποὺ δὲν ἔ­φτα­σαν στὸ πλή­ρω­μα τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας, ἀλ­λά ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση μπό­ρε­σαν μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης νὰ ἀ­φο­μοι­ώ­σουν δι­α­νο­η­τι­κὰ ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ τῶν Πα­τέ­ρων καὶ νὰ τὴν ἀ­πο­δώ­σουν με γνησιότητα στα συγγραμματά τους, κι­νού­με­νοι αὐ­στη­ρὰ μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς τὰ συγγράμματα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι Θε­ό­πνευ­στα μὲ τὴν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν κα­τα­χρη­στι­κά ὡς θε­ό­πνευ­στα (μὲ τὸ «θ» μι­κρὸ) στὸ μέ­τρο ποὺ ἀ­πο­δί­δουν ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν πραγ­μα­τι­κὰ Θε­ό­πνευ­στων συγγραμμάτων καὶ μᾶς βο­η­θοῦν στὴν κα­τα­νό­η­ση καὶ ἑρ­μη­νεί­α τους.
Μ
ὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας συν­δέ­ε­ται καὶ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­ας τῶν χρι­στια­νῶν, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ὀρ­θὴ κα­τα­νό­η­ση καὶ ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἐ­νῶ ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοὶ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὴ Θε­ο­πνευ­στί­α τῆς ἴ­διας Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ λί­γο ἢ πο­λὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴ με­λέ­τη καὶ τὴν ἑρ­μη­νεί­α της, αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ δι­α­χρο­νι­κὰ γιὰ τὸ σύ­νο­λο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου «…ση­μεῖ­ον ἀν­τι­λε­γό­με­νον…» (Λουκ. 2,34), ἀ­φοῦ πα­ρό­τι ὅ­λοι ἀ­πο­δέ­χον­ται τὴν αὐ­θεν­τί­α τῶν ἴ­δι­ων θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων, δὲν μπο­ροῦν νὰ συμ­φω­νή­σουν με­τα­ξύ τους γιὰ τὸ νό­η­μα καὶ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τους. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­νας ὀρ­θό­δο­ξος, ἕ­νας ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κός, ἕ­νας μάρ­τυ­ρας τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ, ἕ­νας ἀντ­βεν­τι­στὴς καὶ ἕ­νας μορ­μό­νος χρι­στια­νὸς με­λε­τοῦν τὴν ἴ­δια Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λὰ ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τὴν κα­τα­νο­εῖ καὶ τὴν ἑρ­μη­νεύ­ει μὲ ἕ­ναν τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο, σὲ τέ­τοι­ο μά­λι­στα βαθ­μὸ ποὺ συ­χνὰ κα­θι­στᾶ τε­λεί­ως ἀ­δύ­να­τη κά­θε συμ­φω­νί­α με­τα­ξύ τους. Πῶς ἄ­ρα­γε ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τὸ τὸ φαι­νό­με­νο;
ἐ­ξή­γη­σή του συ­νά­γε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας, ὅ­πως τὴν ὁ­ρί­σα­με στὴν ἀρ­χὴ τοῦ λό­γου μας. Ἐ­πει­δὴ τὰ βι­βλί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πο­τε­λοῦν στὸ σύ­νο­λό τους ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ὁ Θε­ὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως, μό­νον ὅ­ποι­ος γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κὰ αὐ­τὴ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ὴ μπο­ρεῖ πραγ­μα­τι­κὰ νὰ κα­τα­λά­βει τὸ νό­η­μα τῶν λό­γων τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Γιὰ νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με σὲ ἕ­να γνω­στό μας πα­ρά­δειγ­μα (βλπ. Κεφ. Γ΄), ὅ­πως μέ­σα σὲ ἕ­ναν ἀ­σπρό­μαυ­ρο κό­σμο μό­νον ὅ­ποι­ος μπό­ρε­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κὰ τὸ κόκ­κι­νο ἢ τὸ μπλὲ χρῶ­μα μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὀρ­θὰ τὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις αὐ­τοῦ ποὺ πρῶ­τος ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ πε­ρι­γρά­ψει μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ἐμ­πει­ρί­α τους, ἔ­τσι καὶ στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ μό­νον ὅ­ποι­ος γνώ­ρι­σε ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὀρ­θὰ τὸ κεί­με­νό της. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βρί­σκε­ται ἡ με­γά­λη δι­α­φο­ρὰ τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀρ­θο­δό­ξων καὶ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς εἶ­ναι γνή­σια καὶ ὀρ­θή, για­τί στη­ρί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὴ μαρ­τυ­ρί­α τῶν χρι­στια­νῶν ποὺ γνώ­ρι­σαν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται γλωσ­σι­κὰ μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­φοῦ μό­νο τὰ ἔρ­γα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν, ἀ­να­γνω­ρι­ζό­με­να ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς Θε­ό­πνευ­στα, ἐν­τάσ­σον­ται ὀρ­γα­νι­κὰ στὴν Πα­ρά­δο­σή Της. Κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῶν κα­κο­δό­ξων δὲν μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ὀρ­θή, ἀ­φοῦ δὲν θε­με­λι­ώ­νε­ται στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση καὶ τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν καρ­πὸ τοῦ ἀ­φη­ρη­μέ­νου δι­α­νο­η­τι­κοῦ στο­χα­σμοῦ τῶν δη­μι­ουρ­γῶν της. Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν οἱ κα­κό­δο­ξοι ἀ­γνο­οῦν τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­φε­νὸς μὲν πλα­νῶν­ται ὡς πρὸς τὴν ἑρ­μη­νεί­α της, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν καὶ νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν τὴν ὀρ­θὴ ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀρ­θο­δό­ξων.
 
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ.
Θ
ὰ ἦ­ταν πα­ρά­λει­ψη ἐκ μέ­ρους μας ἂν δὲν θί­γα­με σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἔ­στω καὶ πο­λὺ συ­νο­πτι­κὰ τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­σης τῆς γλώσ­σας ἀ­πὸ τὴ σύγ­χρο­νη δυ­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κή τοῦ προ­τε­σταν­τι­κοῦ κό­σμου. Κα­τὰ τὴν προ­τε­σταν­τι­κή λοι­πόν ἀν­τί­λη­ψη ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι ὁ «λό­γος» τοῦ Θε­οῦ. Ὅ,­τι γνω­ρί­ζου­με γιὰ τὸ Θε­ὸ εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ λό­γος. Ἔρ­γο τῆς θε­ο­λο­γί­ας εἶ­ναι νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ λό­γο αὐ­τὸ μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους ποὺ ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ ἐ­πε­κτεί­νον­ται μέ­χρι τὴ χρή­ση τῶν πιὸ σύγ­χρο­νων φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν με­θό­δων. Ξε­κι­νών­τας ὅ­μως ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α αὐ­τή, ἐγ­κλω­βί­ζε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, τὴν ὁ­ποί­α ταυ­τί­ζει μὲ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ μοι­ραῖα τὴν ἀ­πο­λυ­το­ποι­εῖ. Τε­λι­κὰ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ δυ­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α δὲν ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ δι­α­κρί­νει τὸ «ση­μαν­τι­κὸ» χα­ρα­κτή­ρα τῆς γλώσ­σας στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Δὲν μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ή, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες μι­λᾶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, εἶ­ναι ἄ­κτι­στες ὀν­το­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες καί ὡς ἐκ τού­του δὲν ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὰ κτι­στὰ γλωσ­σι­κὰ σχή­μα­τα ποὺ τὶς πε­ρι­γρά­φουν, δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ αὐ­τὰ καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται σὲ αὐ­τά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Οἱ ὑ­παρ­ξια­κὲς συ­νέ­πει­ες αὐ­τοῦ τοῦ λά­θους, ποὺ ἔ­χει εὔ­στο­χα χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς «σύν­δρο­μο τοῦ γλωσ­σο­μο­νι­σμοῦ», εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες, ἀ­φοῦ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κή, ἀκριβῶς πειδ ταυ­τί­ζει τὴν Ἀ­λή­θεια μὲ τὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, πε­ρι­ο­ρί­ζει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ τὸ γε­γο­νὸς τῆς σω­τη­ρί­ας στὴ σφαί­ρα τῆς συμ­βα­τι­κῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἠ­θι­κῆς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ προ­τε­στάν­της χρι­στια­νὸς δὲν ἀ­να­ζη­τᾶ τὴν ὑ­παρ­ξια­κή του με­τα­μόρ­φω­ση. Δὲν ἀ­γω­νί­ζε­ται δη­λα­δή νὰ γνω­ρί­σει ὀν­το­λο­γι­κὰ τὸ Χρι­στό ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως Τὸν γνώ­ρι­σαν οἱ τρεῖς μα­θη­τὲς τὴ στιγ­μὴ τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης πά­νω στὸ ὄρος Θα­βὼρ ἢ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πο­ρευ­ό­με­νος στὴν πό­λη τῆς Δα­μα­σκοῦ. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ὀν­το­λο­γι­κή μας με­τα­μόρ­φω­ση καὶ ὄ­χι στὴν ἠ­θι­κή μας βελ­τί­ω­ση. Χά­νον­τας ὅ­μως «…τὸ ἕν, οὗ ἐστι χρεί­α…» (πρβλ. Λουκ. 10,42), ἀ­ναγ­κά­ζε­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὡς ἕ­ναν ὕ­ψι­στο «θε­ϊ­κὸ νό­μο», τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ ὁ­ποί­ου ὀ­φεί­λει ὡς χρι­στια­νὸς νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει μὲ συ­νέ­πεια στὴ ζω­ή του, ἐ­νῶ μέ­σα στὸ στε­νὸ πλαί­σιο αὐ­τῆς τῆς κτι­στῆς καὶ θνη­σι­γε­νοῦς προ­σπά­θειας ἐ­ξαν­τλεῖ τὴν ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ της ἀ­γώ­να, χω­ρίς δυ­στυ­χῶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν πλά­νη της.
ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας ἀ­πὸ τὴν προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ δὲν ἐξαν­τλεῖ­ται στὸν ὑ­πο­βι­βα­σμὸ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς στὴ σφαί­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἠ­θι­κῆς, ἀλ­λὰ ἔ­χει καὶ εὐ­ρύ­τε­ρες ὑ­παρ­ξια­κὲς δι­α­στά­σεις. Σ αὐ­τὴν ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τ γνώ­μη μας τό­σο πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τς λα­τρεί­ας καὶ κυ­ρί­ως τν μυ­στη­ρί­ων τς Ἐκ­κλη­σί­ας πο κυ­ρια­ρχεῖ στ σύ­νο­λο το προ­τε­σταν­τι­κοῦ κό­σμου, ὅ­σο κα πε­ρι­φρό­νη­ση πο αὐ­τὸς ἐ­πι­δει­κνύ­ει πρς τος ἀρ­χαί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς θε­σμούς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα οἱ προ­τε­στάν­τες χρι­στια­νοί, ἀρ­νού­με­νοι τὴν μυ­στη­ρια­κὴ ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης καὶ τὸ ρε­α­λι­σμὸ τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὸν εὐ­χα­ρι­στια­κὸ Ἄρ­το καὶ Οἶ­νο ὡς «σύμ­βο­λα» τοῦ Σώ­μα­τος καὶ τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ στά­ση τους ὅ­μως αὐ­τὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀν­τί­λη­ψη πὼς μπο­ροῦν νὰ φτά­σουν στὴ σω­τη­ρί­α χω­ρὶς νὰ ἑ­νω­θοῦν πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Χρι­στό. Ὑ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ αἰ­σθά­νον­ται «σε­σω­σμέ­νοι» μέ­σα στὴν ἠ­θι­κι­στι­κὴ μο­να­ξιά τους καὶ νὰ μὴ νοι­ώ­θουν τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­κρα­θοῦν πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ Θε­ω­μέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἂν καὶ ὁ Ἴ­διος μᾶς δί­δα­ξε μὲ ἀ­πό­λυ­τη σα­φή­νεια τὴ ση­μα­σί­α αὐτῆς τῆς ἕνωσης γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας (πρβλ. Ἰ­ω­άν. 6,26-58). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ἀρ­νοῦν­ται τὴ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων, τὸ ἔρ­γο τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καὶ γε­νι­κά ὅ­,τι ὑ­περ­βαί­νει χρο­νι­κὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν Ἀ­πο­στό­λων, για­τί ὁ λό­γος τῶν Πα­τέ­ρων εἶ­ναι γιὰ αὐ­τοὺς λό­γος ἀν­θρώ­πι­νος καὶ συ­νε­πῶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὸ λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἢ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ τὸν ὑ­περ­βεῖ σὲ ἀ­ξί­α. Ἀρ­νού­με­νοι ὅ­μως τὴ Θε­ο­πνευ­στί­α τῶν Πα­τέ­ρων καὶ τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ἀρ­νοῦν­ται κατ᾽ οὐ­σί­αν τὸ Φω­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ γε­νι­κό­τε­ρα τὸ ἴ­διο τὸ μυ­στή­ριο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὴν κρί­ση τους ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ χρό­νια τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί συ­νε­πῶς δὲν ὑ­πό­κει­ται πλέ­ον σὲ κα­μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­ξέ­λι­ξη.
Θ
μπο­ρού­σα­με τέ­λος ν προ­σθέ­σου­με ς μί­α τρί­τη ὑ­παρ­ξια­κὴ δι­ά­στα­ση το γλωσ­σο­μο­νι­σμοῦ τς προ­τε­σταν­τι­κῆς ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς τήν αὐ­το­νό­μη­ση το κη­ρύγ­μα­τος ἀπό τή λα­τρεί­α τῆς Ἐκκλησίας κα τήν πρό­τα­ξή του ἔ­ναν­τι τοῦ «ἡ­συ­χα­σμοῦ». Μὲ τὸν ὅ­ρο «ἡ­συ­χα­σμός» δη­λώ­νου­με τὸ σύ­νο­λο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἀ­γώ­να ποὺ σκο­πεῖ στὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, στὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν πα­θῶν, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, στὴν προ­σέλ­κυ­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης, στὸν πνευ­μα­τι­κὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση και, ἐν τέ­λει, στὴν ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου προ­σευ­χή. Σὲ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀν­τί­λη­ψη, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἀ­πὸ ἀρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸ κή­ρυγ­μα ὡς μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς λα­τρεί­ας (καί μά­λι­στα ὄ­χι τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο) καὶ πο­τέ ὡς κά­τι τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἢ τὸ ἀ­πο­κομ­μέ­νο ἀ­πὸ αὐ­τήν. Ἐ­ξάλ­λου ἡ σύν­δε­ση αὐ­τὴ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ θε­ο­λο­γι­κή της δι­ά­στα­ση ἔ­χει καὶ τε­ρά­στια ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ πα­ρέ­χει στὸν ἑ­κά­στο­τε ἐ­πί­σκο­πο ὡς δι­ά­δο­χο τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χι­στὴ τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ τους ἔρ­γου τὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἐ­λέγ­χου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴν τῆς διαδόσεως ἐ­τε­ρο­δι­δα­σκα­λι­ῶν καὶ κα­κό­δο­ξων ἀν­τι­λή­ψε­ων με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἐ­πι­μέ­νει στὴν πρό­τα­ξη τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ ἔ­ναν­τι τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Ἡ τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ἀ­γώ­νας ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν, ἡ κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, ἡ συμ­με­το­χὴ στὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου προ­σευ­χὴ καί γε­νι­κά ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τῆς ὁ­δοῦ ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν χρι­στια­νὸ στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρα ἀπὸ αὐ­τὸ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Κα γι ν εἴ­μα­στε ἀ­πό­λυ­τα ἀ­κρι­βεῖς κα­τὰ τν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἡ­συ­χα­στι­κὴ ζω­ὴ ὄ­χι μό­νο ὑ­πέρ­κει­ται ς πρς τν ἀ­ξί­α το κη­ρύγ­μα­τος, ἀλ­λὰ θε­ω­ρεῖ­ται κα ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γι τν ἄ­σκη­σή του. Πρῶ­τα δη­λα­δή πρέ­πει ὁ χρι­στια­νὸς νὰ πε­ρά­σει νι­κη­φό­ρα ἀ­πὸ τὸ στά­διο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων καὶ ὕ­στε­ρα νὰ ἀ­να­λά­βει τὴν εὐ­θύ­νη τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν ἀ­δελ­φῶν του. Πρῶ­τα πρέ­πει ὁ ἴ­διος νὰ κα­τα­κτή­σει τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα ἤ του­λά­χι­στον νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται σθε­να­ρὰ πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση καὶ με­τὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἄλ­λους στὴν κα­τά­κτη­σή της, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «…τυ­φλός, τυ­φλὸν ἐ­ὰν ὁ­δη­γῇ ἀμ­φό­τε­ροι ες βό­θυ­νον πε­σοῦν­ται…» (Ματθ. 15,14).
 
 
ΜΕΡΟΣ 4ο : ΚΕΦΑΛΑΙΑ Θ΄- ΙΒ΄
Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
 «…Ὁ ἀ­λη­θὴς μο­να­χὸς εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καὶ ὅ­ταν ἐν τῇ ἡ­συ­χί­ᾳ κα­θα­ρί­σῃ τὰς αἰ­σθή­σεις καὶ γα­λη­νιά­σῃ ὁ νοῦς καὶ κα­θα­ρι­σθῇ ἡ καρ­δί­α, τό­τε λαμ­βά­νει Χά­ριν καὶ Φω­τι­σμὸν γνώ­σε­ως. Καὶ γί­νε­ται ὅ­λος Φῶς, ὅ­λος Νοῦς, ὅ­λος Διαύ-γεια. Καὶ βρύ­ει Θε­ο­λο­γί­αν, ὅ­που ἂν γρά­φουν τρεῖς δὲν προ­λαμ­βά­νουν τὸ ρεῦ­μα, ὅ­που βρύ­ει κυ­μα­τω­δῶς καὶ σκορ­πί­ζει εἰ­ρή­νην καὶ ἄ­κραν ἀ­κι­νη­σί­αν πα­θῶν εἰς ὅ­λον τὸ σῶ­μα…» (Γέ­ρων Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἡ­συ­χα­στής, «Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐ­πι­στο­λὴ ΜΗ΄, ἔκ­δ. 1979, σελ. 267)
 
Κεφάλαιον Θ΄: Περ τς Θεογνωσίας.
Σ
τὴν ἐ­πὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α Του ὁ Κύ­ριος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, λέ­ει: «…Μα­κά­ριοι ο κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­α, ὅ­τι αὐ­τοὶ τν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται…» (Ματθ. 5,8), ἐ­νῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, γρά­φει πὼς Αὐ­τὸς εἶ­ναι: «…φς ἀ­πρό­σι­τον, εἶ­δεν οὐ­δεὶς ἀν­θρώ­πων, οὐ­δὲ ἰ­δεῖν δύ­να­ται…» (Α΄ Τιμ. 6,16). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει πὼς εἶ­δε τὸ Θε­ό: «… τά­λας ἐ­γώ, ὅ­τι κα­τα­νέ­νυγ­μαι, ὅ­τι ἄν­θρω­πος ὤν, κα ἀ­κά­θαρ­τα χεί­λη ἔ­χων, ν μέ­σω λα­οῦ ἀ­κά­θαρ­τα χεί­λη ἔ­χον­τος ἐ­γὼ οἰ­κῶ, κα τν Βα­σι­λέ­α Κύ­ριον Σα­βα­ὼθ εἶ­δον τος ὀ­φθαλ­μοῖς μου…» (Ἠσ. 6,5), ἐ­νῶ ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς ζη­τᾶ νὰ δεῖ τὴ Δό­ξα Του, τοῦ ἀ­παν­τᾶ: «…Ο δυ­νή­ση ἰ­δεῖν τ πρό­σω­πόν Μου· ο γρ μ ἴ­δη ἄν­θρω­πος τ πρό­σω­πόν Μου κα ζή­σε­ται…» (Ἔξοδ. 33,20). Πῶς λοι­πόν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συ­νυ­πάρ­χουν αὐ­τὲς οἱ δύ­ο θε­ο­λο­γι­κὲς θέ­σεις, ἐ­νῶ εἶ­ναι πα­σι­φα­νῶς ἀν­τί­θε­τες με­τα­ξύ τους; Πῶς δη­λα­δή εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριά νὰ μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ προσ­λά­βει αὐ­τὴ τὴ γνώ­ση; Ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε ἀν­τί­φα­ση στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Σ 
ύμ­φω­να μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἕ­να «τμῆ­μα» τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­γνω­στο, ἀ­μέ­θε­κτο καὶ ἀ­πρό­σι­το στὸν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τὸ τ ἄ­γνω­στο, ἀ­μέ­θε­κτο κα ἀ­πρό­σι­το «τμῆ­μα» τς ὕ­παρ­ξης το Θε­οῦ ο Πα­τέ­ρες τ ὀ­νο­μά­ζουν «Θεί­α Οὐ­σί­α» «Θεί­α Φύ­ση». Ἡ Θεί­α Φύ­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ, τὸ ὄν­τως «Εἶ­ναι» Του. Ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴ Θεί­α Φύ­ση ὄ­χι για­τὶ ὁ Θε­ὸς δὲν θέ­λει νὰ τοῦ τὴν ἀ­πο­κα­λύ­ψει, ἀλ­λὰ για­τὶ ἡ πε­πε­ρα­σμέ­νη κτι­στὴ φύ­ση του δὲν ἀν­τέ­χει τὴν ἕ­νω­ση μὲ Αὐ­τήν. Ὅ­μως, ἐ­νῶ ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἄ­γνω­στη, ἕ­να ἄλ­λο «τμῆ­μα» τῆς ὕ­παρ­ξης Τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι γνω­στό, με­θε­κτὸ καὶ προ­σι­τὸ στὸν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τὸ τ γνω­στό, με­θε­κτὸ κα προ­σι­τὸ «τμῆ­μα» τς ὕ­παρ­ξης το Θε­οῦ ο Πα­τέ­ρες τ ὀ­νο­μά­ζουν «Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες» «Ἐ­νέρ­γει­ες το Θε­οῦ» «Θεί­α Χά­ρη» «Ἄ­κτι­στο Φς» ἤ ἁ­πλῶς «Φς». Οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἄ­κτι­στες, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ ἡ Θεί­α Φύ­ση. Εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἀ­δη­μι­ούρ­γη­τες, αἰ­ώ­νι­ες, ἄ­ναρ­χες. Ὑ­πάρ­χουν στὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου. Ἐ­πί­σης οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι φο­ρεῖς τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης. Δη­λα­δή ὅ­πως ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή, ἔ­τσι καὶ οἱ Φυ­σι­κές της Ἐ­νέρ­γει­ες εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή. Τέ­λος, οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως θὰ δοῦ­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας, με­τα­φέ­ρουν στὸν ἄν­θρω­πο ἀ­φε­νὸς μὲν τὴν προ­σοι­κεί­ω­ση τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κή τους «γνώ­ση». Ὁ ἄν­θρω­πος, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, δὲν γνω­ρί­ζει τὴ Θεί­α Φύ­ση, ἀλ­λὰ τὶς φυ­σι­κές της ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ τὰ Πρό­σω­πα ποὺ τὴν Ὑ­πο­στα­σιά­ζουν. Ἔ­τσι κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται: «…Θεί­ας κοι­νω­νὸς Φύ­σε­ως…» (πρβλ. Β΄ Πέ­τρ. 1,4). Μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ πλαί­σιο μπο­ροῦ­με πλέ­ον νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὸ λό­γο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Ὅ­ταν λοι­πόν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μς μι­λᾶ γι τ δυ­να­τό­τη­τα ἀν­θρώ­που ν γνω­ρί­σει τ Θε­ό, ἀ­να­φέ­ρε­ται στ με­το­χή του στς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τς Θε­ό­τη­τας, ἐ­νῶ ὅ­ταν μς μι­λᾶ γι τν ἀ­δυ­να­μί­α το ἀν­θρώ­που ν γνω­ρί­σει τ Θε­ό ἀ­να­φέ­ρε­ται στν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης ν ἑ­νω­θεῖ μ τν ἄ­κτι­στη Θεί­α Φύ­ση. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση κα­θί­στα­ται φα­νε­ρὸ πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει ἀν­τί­φα­ση στὰ λε­γό­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς σχε­τι­κὰ μὲ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἢ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό.
­πὸ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μό­νον οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ οἱ ἄγ­γε­λοι ἔ­χουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τέ­χουν στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Ἡ με­το­χὴ αὐ­τὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες «Θέ­ω­ση» ἢ «Θε­ο­πτί­α» ἢ «Θε­ο­γνω­σί­α» ἢ «Θε­ω­ρί­α» ἢ «Θε­ο­κοι­νω­νί­α». Φτά­νον­τας στὴ Θέ­ω­ση ὁ ἄν­θρω­πος πε­τυ­χαί­νει δύ­ο πράγ­μα­τα:
1ον. Με­τα­μορ­φώ­νε­ται ὀν­το­λο­γι­κὰ κα γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μ τ Θε­ό. Γί­νε­ται δη­λα­δὴ ὁ ἄν­θρω­πος ἕ­νας μι­κρὸς θε­ός, ἕ­νας «θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν»«θε­ὸς κα­τὰ μέ­θε­ξιν»«θε­ὸς χρη­μα­τί­ζει τ πρς Θε­ὸν ἐγ­γύ­τη­τι»«φς χρη­μα­τί­ζει δεύ­τε­ρον» κτλ. Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει για­τὶ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, προ­σοι­κει­ώ­νε­ται (ἀ­πο­κτᾶ δη­λα­δή δευ­τε­ρο­γε­νῶς διὰ τῆς με­το­χῆς) τὶς φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς Θεί­ας Φύ­σης. Οἱ Πα­τέ­ρες πα­ρο­μοιά­ζουν τὴν προ­σοι­κεί­ω­ση τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ με­τα­μόρ­φω­σή του μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ πυ­ρω­μέ­νου σί­δε­ρου. Ἡ φύ­ση τοῦ σί­δε­ρου εἶ­ναι ψυ­χρὴ καὶ σκο­τει­νή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὴ φω­τιὰ προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τὶς φυ­σι­κές της ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ γί­νε­ται ὅ­μοι­α μὲ αὐ­τήν. Ἔ­τσι τὸ σί­δε­ρο τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὴ φω­τιὰ γί­νε­ται θερ­μὸ καὶ φω­τει­νό. Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κές Του Ἐ­νέρ­γει­ες, προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τὶς φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς Θεί­ας Φύ­σης καὶ γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μὲ Αὐ­τόν. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὸ Θε­ὸ γί­νε­ται καὶ αὐ­τὸς Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή.
2ον. Ἀ­πο­κτᾶ τν ὀν­το­λο­γι­κὴ «γνώ­ση» το Θε­οῦ, τν ἀ­λη­θι­νὴ δη­λα­δὴ Θε­ο­γνω­σί­α. Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τοὺς φι­λό­σο­φους καὶ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ Πα­τέ­ρες πρῶ­τα γνώ­ρι­σαν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κές Του Ἐ­νέρ­γει­ες, καὶ με­τὰ προ­σπά­θη­σαν νὰ ἐκ­φρά­σουν μὲ τὴν κτι­στὴ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ τοὺς χά­ρι­σε ὁ Θε­ός. Ἐ­πει­δή λοι­πόν ο Ἀ­πό­στο­λοι, ο Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ο Ἅ­γιοι σ ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τί­θε­ση μ τος φι­λό­σο­φους κα τος αἱ­ρε­τι­κούς μᾶς μι­λοῦν γι πράγ­μα­τα πο πραγ­μα­τι­κὰ γνω­ρί­ζουν (κα ὄ­χι γι πράγ­μα­τα πο φαν­τά­ζον­ται ὑ­πο­θέ­τουν), δι­δα­σκα­λί­α τς Ἐκ­κλη­σί­ας γι τ Θε­ὸ, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο δν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο κα­τα­σκεύ­α­σμα, ἀλ­λὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη πο δό­θη­κε ἀ­πὸ τ Θε­ὸ ς δω­ρε­ὰ στος «ἀ­ξί­ους», στος χρι­στια­νοὺς δη­λα­δή πο ἔ­φτα­σαν στ Θέ­ω­ση κα τν ἀ­λη­θι­νὴ Θε­ο­γνω­σί­α.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­ά­κρι­ση Οὐ­σί­ας καὶ Ἐ­νερ­γει­ῶν στὴν αἰ­ώ­νια ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Θεώσεως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τὸν Ἥ­λιο. Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες μά­λι­στα ποὺ τὸν με­λε­τοῦν θὰ ἤ­θε­λαν πο­λὺ νὰ ἔ­χουν μὲ κά­ποι­ο τρό­πο πρό­σβα­ση στὴν ἐ­πι­φά­νειά του ἤ ἀ­κό­μη καὶ στὸν πυ­ρή­να του προ­κει­μέ­νου νὰ με­λε­τή­σουν ἀ­πὸ κον­τὰ τὴ λει­τουρ­γί­α του καὶ νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὰ μυ­στή­ρια τῆς ζω­ῆς τῶν ἄ­στρων. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α εἶ­ναι κα­τὰ κοι­νὴ ὁ­μο­λο­γί­α πρα­κτι­κὰ ἀ­δύ­να­το, για­τί οἱ συν­θῆ­κες θερ­μό­τη­τας, ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας, πί­ε­σης καὶ βα­ρύ­τη­τας τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης ὑ­περ­βαί­νουν κα­τὰ πο­λὺ τὰ ὅ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἀν­το­χῶν. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸν Ἥ­λιο πη­γά­ζει ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια. Ἡ ἐ­νέρ­γεια αὐ­τὴ ἔρ­χε­ται στὴ γῆ καὶ πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ ἀ­φθο­νί­α τὸν κό­σμο μας. Ἐ­νῶ ὅ­μως ἡ ἡ­λια­κὴ φύ­ση ὑ­περ­βαί­νει τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­το­χῆς μας, ἡ πα­ρου­σί­α τῆς ἡ­λια­κῆς ἐ­νέρ­γειας δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πει­λὴ γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας. Ἀν­τί­θε­τα μά­λι­στα χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς φυ­σι­κῆς ὅ­ρα­σης καὶ γε­νι­κὰ ἐ­πι­δρᾶ εὐ­ερ­γε­τι­κὰ στὴ δι­α­τή­ρη­ση καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση τῆς ζω­ῆς. Ὅ­πως λοι­πὸν φύ­ση το Ἥ­λιου εἶ­ναι ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη κα ἀ­μέ­θε­κτη γι τν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να ἐ­νέρ­γειά της εἶ­ναι γνω­στή, προ­σι­τὴ κα με­θε­κτὴ στν ἄν­θρω­πο, ἔ­τσι κα Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι γι ἐ­μᾶς ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη κα ἀ­μέ­θε­κτη, ἐ­νῶ τν ἴ­δια στιγ­μὴ ο Ἐ­νέρ­γει­ές της εἶ­ναι γνω­στές, προ­σι­τὲς κα με­θε­κτές. Καὶ ἂν ἡ φύ­ση μας, ὄντας ἀδύναμη, δὲν ἀν­τέ­χει τὴν ἕ­νω­σή της μὲ τὴν κτι­στὴ φύ­ση τοῦ Ἥ­λιου, πῶς εἶ­ναι πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ ἀν­τέ­ξει τὴν ἕ­νω­σή της μὲ τὴν ἄ­κτι­στη Θεί­α Φύ­ση; Ἂν δὲν ἀν­τέ­χει τὴ μέ­θε­ξη τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀν­τέ­ξει τὴ μέ­θε­ξη τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τῶν ἁ­πάν­των;
­πί­σης ἡ ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια εἶ­ναι φο­ρέ­ας τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης. Ἐ­πει­δή δη­λα­δή ἡ ἡ­λια­κὴ φύ­ση εἶ­ναι φω­τει­νὴ καὶ θερ­μή, ἡ ἐ­νέρ­γεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ μέ­σα της  (ἡ φυ­σι­κή της ἐ­νέρ­γεια) εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ φῶς καὶ θερ­μό­τη­τα. Ὅ­πως λοι­πόν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἔ­χει τς ἴ­δι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες μ τν ἡ­λια­κὴ φύ­ση, ἔ­τσι κα ο Ἐ­νέρ­γει­ες το Θε­οῦ ἔ­χουν τς ἴ­δι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες μ τ Θεί­α Φύ­ση Του. Συ­νε­πῶς, ἐ­πει­δὴ ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή, καὶ οἱ Ἐ­νέρ­γει­ές της ἔ­χουν ἀ­κρι­βῶς τὶς ἴ­δι­ες φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες. Ἀ­κό­μη, ἡ ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια με­τα­φέ­ρει στὸν κό­σμο μας τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης καὶ ὁ ἄν­θρω­πος με­τέ­χον­τας σὲ αὐ­τὲς τὶς προ­σοι­κει­ώ­νε­ται καὶ τὶς γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κά. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὴν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια γί­νε­ται φω­τει­νὸς καὶ θερ­μός, ἀ­κτι­νο­βο­λών­τας τὴ φυ­σι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τὸς καὶ προσ­λαμ­βά­νον­τας τὴ θερ­μό­τη­τά του, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να λαμ­βά­νει καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ «γνώ­ση» τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης. Γνω­ρί­ζει δη­λα­δή μὲ ὑ­παρ­ξια­κό (καὶ ὄ­χι μὲ δι­α­νο­η­τι­κό) τρό­πο αὐ­τὲς τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες. Γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κὰ πὼς ἡ ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη καὶ ἀ­μέ­θε­κτη ἡ­λια­κὴ φύ­ση ὑ­πάρ­χει ὡς φῶς καὶ θερ­μό­τη­τα. Ὅ­πως λοι­πὸν ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μ τν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τς ἰ­δι­ό­τη­τες τς ἡ­λια­κῆς φύ­σης κα τς γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κά, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς κα ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μ τς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες το Θε­οῦ προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τς ἰ­δι­ό­τη­τες τς Θεί­ας Φύ­σης κα ἀποκτᾶ τν ὀν­το­λο­γι­κή τους γνώ­ση.
Ε
ἶ­ναι ση­μαν­τι­κό τέ­λος ν δι­ευ­κρι­νί­σου­με πώς ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση ὄ­χι μό­νο προ­η­γεῖ­ται χρο­νι­κὰ τῆς ἀν­τί­στοι­χης δι­α­νο­η­τι­κῆς, ἀλ­λὰ κα τν ὑ­περ­βαί­νει ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά, για­τὶ στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρη κα πο­λυ­τι­μό­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τή. Γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με μά­λι­στα τὴν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς ἔ­ναν­τι τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς γνώ­σης, πα­ρα­μέ­νον­τας στὸ ἴ­διο πα­ρά­δειγ­μα, ἂς θέ­σου­με στὸν ἑ­αυ­τό μας ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ δίλ­λη­μα. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν πὼς ἔ­χου­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­σου­με τρό­πον τι­νὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας, ἐ­πι­λέ­γον­τας πρὶν ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή μας ἕ­ναν ἀν­θρώ­πι­νο τύ­πο ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νες ἐ­πι­λο­γές. Ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ λοι­πὸν ἔ­χου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ γεν­νι­έ­ται σὲ κά­ποι­α χώ­ρα τοῦ τρί­του κό­σμου. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ μὴ λά­βει κα­μί­α σχο­λι­κὴ παι­δεί­α, ἀλ­λὰ γεν­νι­έ­ται ὑ­γι­ὴς καί ὡς ἐκ τού­του ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τός. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἔ­χου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ γεν­νι­έ­ται σὲ μί­α προ­ηγ­μέ­νη χώ­ρα τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴν ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἐκ­παί­δευ­ση καὶ μπο­ρεῖ, ἂν θέ­λει, νὰ γί­νει ἄ­ρι­στος ἀ­στρο­φυ­σι­κός, ἀλ­λὰ γεν­νι­έ­ται τυ­φλὸς καί ὡς ἐκ τού­του στε­ρεῖ­ται τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τός. Μπο­ρεῖ ὅ­μως νὰ γνω­ρί­σει δι­α­νο­η­τι­κὰ τὴ φύ­ση τοῦ φω­τὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ με­λέ­τη. Ποι­ός ἄ­ρα­γε ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους τύ­πους γνω­ρί­ζει ἀ­λη­θι­νὰ τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς; Καὶ ποι­όν ἀ­πὸ αὐ­τοὺς θὰ ἐ­πι­λέ­γα­με, ἂν τὸ ὑ­πο­θε­τι­κό μας δίλ­λη­μα προκαθόριζε πραγ­μα­τι­κὰ τὴν προ­σω­πι­κή μας ζωὴ;
Κεφάλαιον Ι΄: Περ τς Βασιλείας τν Ορανν.
Κύ­ριος πο­λὺ συ­χνὰ στὰ Εὐ­αγ­γέ­λια μᾶς μι­λᾶ γιὰ τὴ «Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ» ἢ τὴ «Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν». Ὁ ὅ­ρος αὐ­τὸς μά­λι­στα κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ση­μα­σί­α του; Κα­τὰ πρῶ­το λό­γο, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς δι­δά­σκει πὼς ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ­ρι­στι­κὰ με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου. Εἶ­ναι συ­νε­πῶς κά­τι τὸ ἀ­να­με­νό­με­νο. Ὁ χα­ρα­κτή­ρας της εἶ­ναι «ἐ­σχα­το­λο­γι­κὸς» καὶ ἔ­χει ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα χρο­νι­κὴ δι­ά­στα­ση.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ τῶν δί­και­ων ἀν­θρώ­πων κον­τὰ στὸ Θε­ὸ με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας θὰ γί­νει ἡ Ἀ­νά­στα­ση ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων (νε­κρῶν καὶ ζωντανῶν) καὶ ἡ κρί­ση τους ἀ­πὸ τὸ Χρι­στό. Τό­τε οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι, με­τέ­χον­τας στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, θὰ γί­νουν ὅ­μοι­οι μὲ τὸ Θε­ὸ (βλπ. Α΄ Ἰ­ω­άν. 3,2) καὶ θὰ Ζή­σουν κον­τά του αἰ­ώ­νια, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ στε­νὰ ὅ­ρια τοῦ κτι­στοῦ χώ­ρου καὶ χρό­νου. Οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι σὲ ἐ­κεί­νη τὴ Ζω­ὴ θὰ εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε μορ­φὴ δυ­στυ­χί­ας καὶ πό­νου, για­τί «…ἐ­ξα­λεί­ψει ὁ Θε­ὸς πᾶν δά­κρυ­ον ἐκ τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν…» (Ἀ­ποκ. 7,17). Βα­σι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς Ζω­ῆς τῶν δί­και­ων στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ εἶ­ναι ἡ ψυ­χο­σω­μα­τι­κὴ ἀ­θα­να­σί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη εὐ­τυ­χί­α καὶ ἡ τέ­λεια ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς ἀ­γά­πης. Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­να­φε­ρό­με­νοι σὲ αὐ­τὴ τὴ Ζω­ή το­νί­ζουν δύ­ο πράγ­μα­τα. Πρῶ­τον ὅ­τι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τά της, ἀ­φοῦ τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ γνω­ρί­σουν «…ἃ ὀ­φθαλ­μός οὐκ εἶ­δε, καὶ οὖς οὐκ ἤ­κου­σε, καὶ ἐ­πὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη, ἃ ἠ­τοί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν Αὐ­τόν…» (Α΄ Κορ. 2,9) καί δεύ­τε­ρον ὅ­τι οἱ ὑ­λι­κὲς χα­ρὲς καὶ ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ση­με­ρι­νῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ συγ­κρι­θοῦν σὲ μέ­γε­θος καὶ ἀ­ξί­α μὲ αὐ­τὲς ποὺ θὰ γνω­ρί­σουν τό­τε οἱ δί­και­οι, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸν γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἡ­συ­χα­στή «…τὰ ἐ­δῶ φαι­νό­με­να ὡ­ραῖ­α ἐμ­πρὸς εἰς τὰ ἐ­κεῖ­σε εἶ­ναι σκό­τος καὶ κό­λα­σις…» («Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐπ. ΜΓ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 253).
Τ
αυ­τό­χρο­να ὅ­μως ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πα­ρού­σα καὶ μέ­σα στὸν ἱ­στο­ρι­κὸ χρό­νο καὶ συ­νε­πῶς τὰ «ἔ­σχα­τα» κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α δὲν εἶ­ναι μό­νο χρο­νι­κή, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ποι­ο­τι­κὴ καὶ ὀν­το­λο­γι­κὴ κα­τη­γο­ρί­α. Ἔ­τσι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἤ­δη ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ «προ­γεύ­ον­ται» τὰ μελ­λον­τι­κὰ ἀ­γα­θὰ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­πτί­ας, μέ­σα δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἕ­νω­σής τους μὲ τὸ Θε­ό. Ἡ με­το­χή τους στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ τοὺς χα­ρί­ζει μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου κά­τι ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς ἀ­θα­να­σί­ας καὶ τῆς εὐ­τυ­χί­ας ποὺ θὰ ἀ­πο­κτή­σουν οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι στὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν πα­ρου­σί­α τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου, εἶ­πε γιὰ τοὺs τρεῖς μα­θη­τὲς ποὺ ἦ­ταν πα­ρόν­τες στὴ Με­τα­μόρ­φω­σή Του: «…Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τῶν ὧ­δε ἑστη­κό­των, οἵ­τι­νες οὐ μὴ γεύ­σον­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τὴν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυ­ῖαν ἐν δυ­νά­μει…» (Μάρκ. 9,1). Βέ­βαι­α ἡ γνώ­ση αὐ­τὴ στὴν πα­ρού­σα ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι πλή­ρης καὶ τέ­λεια, γι᾽ αὐ­τὸ στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «…ἀρ­ρα­βών...» τῆς μελ­λον­τι­κῆς ζω­ῆς (Ἐ­φεσ. 1,14), ἐ­νῶ ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­σή της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «…γά­μος…» (Ἀ­ποκ. 19,7-9). Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­τι: «… βλέ­πο­μεν ἄρ­τι δι’ ἐ­σό­πτρου ἐν αἰ­νίγ­μα­τι, τό­τε δὲ πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον…» (Α΄ Κορ. 13,12). Ἐ­πί­σης ἡ γνώ­ση αὐ­τὴ στὴν πα­ρού­σα ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μό­νι­μη καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Οἱ Ἅ­γιοι κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ προ­γεύ­ον­ται σὲ κά­ποι­ες στιγ­μὲς τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς τους τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, ἀλ­λά στὴ συ­νέ­χεια ἐ­πα­νέρ­χον­ται στὴ συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Ὅ­μως στὴν ἀ­νέ­σπε­ρη ἡ­μέ­ρα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ὸ δὲν θὰ εἶ­ναι μό­νο τε­λει­ό­τε­ρη ὡς πρὸς τὸ βά­θος καὶ τὴν ἔν­τα­ση τῆς γνώ­σης, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη ὡς πρὸς τὸ μέ­τρο τῆς «χρο­νι­κῆς» της διά­ρκειας.
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περ τς δο πρς τν Θέωσιν.
ὁ­δὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου «…στε­νὴ καὶ τε­θλιμ­μέ­νη…καὶ ὀ­λί­γοι εἰ­σίν οἱ εὑ­ρί­σκον­τες αὐ­τήν…» (Ματθ. 7,14). Συ­χνὰ μά­λι­στα πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴν κο­πι­α­στι­κὴ ἀ­νά­βα­ση ἑ­νὸς ψη­λοῦ βου­νοῦ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς κο­ρυ­φῆς του, ἀ­φοῦ με­τὰ ἀπό τὸν κό­πο τῆς ἀ­νά­βα­σης ὁ ὀ­ρει­βά­της ἀ­πο­ζη­μι­ώ­νε­ται τρό­πον τι­νά γεν­ναι­ό­δω­ρα γιὰ τὴν προ­σπά­θειά του μὲ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς πα­νο­ρα­μι­κῆς θέ­ας ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρει ἡ κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ. Ποι­ά ὅ­μως στοι­χεῖ­α συν­θέ­τουν τὴν πο­ρεί­α αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὁ­δοῦ; Αὐ­τὰ κα­τὰ κύ­ριο λό­γο πε­ρι­γρά­φον­ται μὲ σα­φή­νεια στὰ ἔρ­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Θεσ­σα­λο­νί­κης, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ΙΔ΄ αἰ­ώ­να, ἀ­παν­τών­τας στὴν πρό­κλη­ση τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ κα­λα­βροῦ Βαρ­λα­ὰμ καὶ τῶν λοι­πῶν ὁ­μο­φρό­νων του ἀν­τι­η­συ­χα­στῶν, ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­σει ἐ­πι­τυ­χῶς τὸ σύ­νο­λο τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης Πα­ρά­δο­σης καὶ νὰ ὁ­ρί­σει τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­ο­λό­γου πρὸς τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας, πρὸς τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ δη­λα­δὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς.
πο­ρεί­α λοι­πὸν αὐ­τή κα­τὰ τὸν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­πο­νο ἀ­γώ­να τῆς τή­ρη­σης τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὁ­δη­γεῖ στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α καὶ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν πα­θῶν. Στὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸ ὁ χρι­στια­νὸς πα­λεύ­ει ἀρ­χι­κὰ μὲ τὰ «χον­δρά» καὶ ὀ­φθαλ­μο­φα­νῆ πά­θη, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα μὲ αὐ­τὰ τῆς φι­λο­κτη­μο­σύ­νης ἢ τῆς ἱ­κα­νο­ποί­η­σης τῶν σαρ­κι­κῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν, ἐ­νῶ στὸ τε­λι­κό του στά­διο πα­λεύ­ει μὲ τὰ πιὸ «λε­πτά» καὶ δυσ­δι­ά­κρι­τα πά­θη καὶ κυ­ρί­ως μὲ αὐ­τὸ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, ποὺ κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ αἰ­τί­α τῆς πτώ­σης μας καὶ τὴν πη­γὴ ὅ­λων τῶν μορ­φῶν τοῦ κα­κοῦ. Το­νί­ζου­με ἐ­πί­σης ὅ­τι κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι ποι­νι­κοὶ καὶ ἠ­θι­κοὶ νό­μοι ποὺ σκο­ποῦν στὴν ἐ­πι­βο­λὴ μιᾶς μορ­φῆς δι­καί­ου, οὔ­τε κώ­δι­κες κα­λῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ποὺ σκο­ποῦν στὴ ὀρ­θὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα μας, ἀλ­λὰ κα­νό­νες ἀ­πό­λυ­της τε­λει­ό­τη­τας καὶ ἡ μό­νη ὁ­δὸς γιὰ τὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ κα­κοῦ ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στὸν κό­σμο. Ἐ­ξαι­τί­ας μά­λι­στα τοῦ ὑ­περ­κό­σμιου καὶ ἀ­πό­λυ­του χα­ρα­κτή­ρα τους οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ὁ­δη­γοῦν πάν­τα στὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ κα­κοῦ καί ὡς ἐκ τού­του ἡ τή­ρη­σή τους δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μη καὶ γιὰ αὐ­τὸν ποὺ τὶς ἐ­φαρ­μό­ζει, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ αὐ­τὸν πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­φαρ­μό­ζον­ται. Πιὸ ἁ­πλά, εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως ἀ­δύ­να­τον νὰ τη­ρη­θοῦν οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γή τους νὰ μὴν προ­κύ­ψει ὠ­φέ­λεια. Μὲ τὴ λέ­ξη ὅ­μως ὠ­φέ­λεια δὲν ἐν­νο­οῦ­με τὸ ὄ­φε­λος στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἐ­πίπεδο, ἀλ­λὰ στὸ ἐ­πίπεδο τῆς αἰ­ώ­νιας ὕ­παρ­ξης.
ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς ἀ­πὸ τὰ πά­θη ὑ­περ­βαί­νει τὰ μέ­τρα τῶν ἀν­θρώ­πι­νων δυ­νά­με­ων. Σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἄλ­λω­στε πε­ρί­πτω­ση θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ σω­θοῦ­με μὲ τὶς δι­κές μας δυ­νά­μεις καὶ συ­νε­πῶς τὸ ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας θὰ ἦ­ταν πε­ριτ­τό. Γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ τὸν ἀγώνα αὐ­τὸ νι­κη­τής πρέ­πει νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὡς δεύ­τε­ρος Ἀ­δὰμ δι­όρ­θω­σε μὲ τὸ ἔρ­γο Του καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὸ θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του τὴ ζη­μί­α ποὺ προ­κά­λε­σε στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα καὶ χά­ρι­σε σὲ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ ἴ­διος μά­λι­στα ὁ Κύ­ριος δί­δα­ξε στοὺς μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς σω­τή­ριας ἑ­νό­τη­τας κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀμ­πέ­λου (βλπ. Ἰ­ω­άν. 15,1-16), το­νί­ζον­τας πὼς αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸν ἀ­ψευ­δῆ λό­γο Του: «…χω­ρὶς Ἐ­μοῦ, οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν…» (Ἰ­ω­άν. 15,5). Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Χρι­στὸ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὸ Βά­πτι­σμα καὶ τὴ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. Μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη εἰ­σέρ­χε­ται στὸν ἄν­θρω­πο, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς εἰ­σέρ­χε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα σὲ ἕ­να σπί­τι, καὶ μὲ τὴν Ἐνέρ­γειά της ὁ χρι­στια­νός ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν προ­σω­πι­κή του δε­κτι­κό­τη­τα καὶ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Οἱ Πα­τέ­ρες μᾶς δι­δά­σκουν πὼς ἡ ἕ­νω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἀ­λη­θι­νή (ὄ­χι φαν­τα­στι­κὴ ἢ συμ­βο­λι­κή) καὶ πὼς χω­ρὶς αὐ­τὴν κά­θε προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ φτά­σει στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς εἶ­ναι μά­ται­η καὶ ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κα­τα­δι­κα­σμέ­νη νὰ ἀ­πο­τύ­χει. Ἂς ση­μει­ώ­σου­με τέ­λος πὼς ἡ ἐγ­κυ­ρό­τη­τα τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν μυ­στη­ρί­ων ὑ­φί­στα­ται μό­νο μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι στὶς λα­τρευ­τι­κὲς συ­νά­ξεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, τὰ μυ­στή­ρια τῶν ὁ­ποί­ων στε­ροῦν­ται τὴ Θεί­α Χά­ρη καί ὡς ἐκ τού­του εἶ­ναι ἄ­κυ­ρα στὸ σύ­νο­λό τους. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο οἱ Ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες ἀ­πα­γο­ρεύ­ουν αὐ­στη­ρό­τα­τα τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν ὀρ­θο­δό­ξων στὶς λα­τρευ­τι­κὲς συ­νά­ξεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν στὴν ὀρ­θό­δο­ξη λα­τρεί­α. Γιὰ τὸν ἴ­διο ἐ­πί­σης λό­γο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει οὔ­τε γνή­σια Θε­ο­λο­γί­α, οὔ­τε ἀ­λη­θι­νοὶ Θε­ο­λό­γοι, ἀ­φοῦ αὐ­τὰ προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θείας Χά­ρης, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως οἱ αἱ­ρε­τι­κοί δυ­στυ­χῶς στε­ροῦν­ται μὲ δι­κή τους εὐ­θύ­νη καὶ ὑ­παι­τι­ό­τη­τα.
­γω­νι­ζό­με­νος λοι­πὸν ὁ χρι­στια­νὸς νὰ τη­ρή­σει τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ με­τέ­χον­τας συ­νει­δη­τὰ στὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­θα­ρί­ζει σὺν τῷ χρό­νω τὴν ψυ­χὴ καὶ τὸ σῶ­μα του ἀ­πὸ τὰ πά­θη καί ἔ­τσι ἑλ­κύ­ει τὴν ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη. Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με τὸν τρό­πο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Θεί­α Χά­ρη ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο καὶ κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἄλ­λω­στε τὸ ζή­τη­μα αὐ­τὸ δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κεν­τρι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τοῦ λό­γου μας. Ἀ­ξί­ζει ὅ­μως νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με πὼς οἱ Πα­τέ­ρες κά­νουν λό­γο γιὰ τρί­α δι­α­δο­χι­κὰ στά­δια στὴν Ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης ποὺ ἀν­τι­στοι­χοῦν σὲ τρί­α δι­α­δο­χι­κὰ στά­δια πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­νά­λο­γα μὲ τὰ στά­δια αὐ­τὰ ἡ Θεί­α Χά­ρη χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς κα­θαρ­τι­κή, φω­τι­στι­κὴ καὶ τε­λει­ω­τι­κή. Στὴν πρώ­τη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη κα­θαρ­τι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη σὰν φι­λό­στορ­γη μη­τέ­ρα ἀγ­κα­λιά­ζει τρυ­φε­ρὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἕλ­κει ἀ­βί­α­στα πρὸς τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Γεν­νᾶ μέ­σα του τὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος, τὴ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τας, τὴ φλο­γε­ρὴ δι­ά­θε­ση τῆς με­τά­νοι­ας, τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τῆς συμμε­το­χῆς στὰ σω­στι­κὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ πο­λὺ συ­χνὰ τὸν πε­ρι­βάλ­λει αἰ­σθη­τὰ μὲ τὴν ἀ­γά­πη της καὶ τοῦ χα­ρί­ζει γλυ­κύ­τα­τα δά­κρυ­α, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α συν­τε­λεῖ­ται ἡ κά­θαρ­σή του ἀ­πὸ τὸ ρύ­πο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Σ
τὴ δεύ­τε­ρη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη φω­τι­στι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ὁ­δη­γεῖ στα­δια­κὰ πρὸς τὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς «Θε­ο­εγ­κα­ταλείψεως». Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­χον­τας ἤ­δη λά­βει μί­α μι­κρὴ ἀλ­λὰ γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεί­ας Χά­ρης, κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νὸς νὰ βι­ώ­νει αἰ­σθη­τὰ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ τὴν ἄρ­ση της. Ἔ­τσι γνω­ρί­ζει ἐμ­πει­ρι­κὰ πλέ­ον τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Θεί­α Χά­ρη τὸν προ­σεγ­γί­ζει, ἀλ­λὰ καὶ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πο­χω­ρεῖ ἀ­πὸ αὐ­τόν. Γνω­ρί­ζει ἀ­κό­μη τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ Θεί­α Χά­ρη τὸν ἀλ­λοι­ώ­νει πνευ­μα­τι­κά, δη­λώ­νον­τας ἔ­τσι τὴν πα­ρου­σί­α της, καθὼς καὶ τὸ μέ­τρο ἔν­τα­σης αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἑλ­κύ­σει τὴ Θεί­α Χά­ρη, νὰ τὴ δι­α­τη­ρή­σει κον­τά του γιὰ πάν­τα, καὶ εἰ δυ­να­τὸν νὰ αὐ­ξή­σει τὴν ἔν­τα­σή της, ἐ­νῶ γιὰ νὰ πε­τύ­χει αὐ­τὸ τὸ σκο­πὸ προ­σπα­θεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει λο­γι­κὰ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά της. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ Θεί­α Χά­ρη, ἔ­χον­τας κερ­δί­σει τὴν προ­σο­χὴ καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸν ὁ­δη­γεῖ σταδιακὰ πρὸς τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Θε­ο­γνω­σί­α, «ἐ­πι­βρα­βεύ­ον­τας» τρό­πον τι­νά μὲ τὴν ἔ­λευ­σή καὶ τὴν αὔ­ξη­ση τῆς ἔν­τα­σής της κά­θε ἀ­γα­θὴ κί­νη­ση τῆς ψυ­χῆς ἢ τοῦ σώ­μα­τός του καὶ, κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, «τι­μω­ρών­τας» μὲ τὴν ἄρ­ση καὶ τὴ μεί­ω­ση τῆς ἔν­τα­σής της κά­θε ἐμ­πα­θῆ καὶ ἐ­φά­μαρ­τη πρά­ξη, ἐ­πι­θυ­μί­α, ἢ ἀ­κό­μη καὶ σκέ­ψη του. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ πέ­ρα ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος προ­κό­πτει σὲ αὐ­τὴ τὴν πο­ρεί­α σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ βαθ­μό ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν ἀ­γώ­να καὶ τὴν προ­αί­ρε­σή του καί κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «…ποι­εῖ καρ­πόν, ὁ μὲν ἑ­κα­τόν, ὁ δὲ ἑ­ξή­κον­τα, ὁ δὲ τρι­ά­κον­τα…» (Ματθ. 13,8). Ἐ­λά­χι­στοι τέ­λος ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ ἄν­θρω­ποι φτά­νουν στὴν κο­ρυ­φὴ αὐ­τῆς τῆς πο­ρεί­ας. Τό­τε κα­τὰ τὴ μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων ἡ ἔν­τα­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης αὐ­ξά­νει σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μό, ὥ­στε αὐ­τὴ κα­θί­στα­ται πλέ­ον πνευ­μα­τι­κὰ «ὁ­ρα­τή» καὶ ἡ μό­νη κτι­στὴ λέ­ξη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει κά­τι ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α της εἶ­ναι ἡ λέ­ξη «Φῶς». Ἡ πνευ­μα­τι­κὰ ὁ­ρα­τὴ θέ­α τῆς Θεί­ας Χά­ρης ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες «Ἄ­κτι­στο Φῶς» καὶ ἡ «θεωρία» της ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἔ­σχα­του σκο­ποῦ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸ Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο: «…ὁ ἄν­θρω­πος εἰς τὸ ὁ­ρᾶν τὸν Θε­ὸν γέ­γο­νεν καὶ ὑ­π’ αὐ­τοῦ φω­τί­ζε­σθαι…» (βλπ. Κα­τὰ Ἑλ­λή­νων κεφ. 7). Στὴ φά­ση πάν­τως τῆς φω­τι­στι­κῆς Θεί­ας Χά­ρης ἡ θέ­α τοῦ ὁ­ρωμένου Φω­τὸς εἶ­ναι γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νή, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι βρα­χεί­α (σύν­το­μη) ὡς πρὸς τὴ χρο­νι­κή της διά­ρκεια καὶ συ­νυ­πάρ­χει μὲ τὴ συ­νή­θη φυ­σι­κὴ ὅ­ρα­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ βλέ­πει ταυ­τό­χρο­να μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κά του μά­τια τὸ Ἄ­κτι­στο Φῶς καὶ μὲ τὰ σω­μα­τι­κά του μά­τια τὸ κτι­στὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου, ἐνῶ πα­ράλ­λη­λα δι­α­τη­ρεῖ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου.
Σ
τὴν τρί­τη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη τε­λει­ω­τι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη πλη­θαί­νει ὑ­περ­βο­λι­κὰ σὲ ἔν­τα­ση καὶ φτά­νει μέ­χρι τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­το­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε ἡ χρο­νι­κὴ διά­ρκεια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Ἀ­κτί­στου Φω­τὸς γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη, ἐ­νῶ καὶ ἡ ἔν­τα­σή του αὐ­ξά­νει σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος «χά­νει» τὴν αἴ­σθη­ση ὄ­χι μό­νο τῆς φυ­σι­κῆς ὅ­ρα­σης καὶ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοῦ τοῦ ὑ­λι­κοῦ του σώ­μα­τος. Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ ὑ­πάρ­χει μό­νον ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ «βλέπει» τὸν Θε­ὸ μέ­σα σὲ ἄ­πλε­το Φῶς. Με­τά ὅμως ἀπό τὸ πέ­ρας τῆς θεωρίας ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­στρέ­φει στα­δια­κὰ στὴ συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κό­σμου. Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ γέ­ρων Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἡ­συ­χα­στὴς «…Ὕ­στε­ρον δὲ πά­λιν ὀ­λί­γον-ὀ­λί­γον συ­στέλ­λε­ται ἡ νε­φέ­λη τῆς Χά­ρι­τος καὶ σκλη­ρύ­νει ὁ πή­λι­νος ὡς ὁ κη­ρὸς καὶ ἔρ­χε­ται εἰς τὸν ἑ­αυ­τόν του, ὡ­σὰν νὰ ἐ­βγῆ­κε ἀ­πὸ ἕ­να λου­τρόν· κα­θα­ρός, ἐ­λα­φρός, δια­υγής, χα­ρι­έ­στα­τος, γλυ­κύς, μα­λα­κὸς ὡ­σὰν τὸ βαμ­βά­κι καὶ πλή­ρης σο­φί­ας καὶ γνώ­σε­ως. Πλὴν ἐ­κεῖ­νος ὅ­στις θέ­λει τοια­ῦτα ὀ­φεί­λει νὰ βα­δί­ζει πρὸς θά­να­τον εἰς κά­θε στιγ­μήν….» («Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐπ. ΚΣΤ΄, σελ. 141).
Σ
πα­νι­ό­τα­τη τέ­λος ἀλ­λὰ ση­μει­ω­τέ­α εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῶν με­γά­λων Ἁ­γί­ων, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς χα­ρί­ζει στὴν ἀρ­χὴ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους πο­ρεί­ας ὄ­χι τὴν κα­θαρ­τι­κὴ Θεί­α Χά­ρη τῶν ἀρ­χαρί­ων, ἀλ­λὰ τὴν τε­λει­ω­τι­κὴ Θεί­α Χά­ρη τῶν ἀ­ξί­ων. Στὶς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές φυσικά ὁ Θε­ὸς προ­γνω­ρί­ζει πὼς ἐκεῖνοι θὰ ἀ­πο­βοῦν ἄ­ξιοι αὐ­τῆς τῆς δω­ρε­ᾶς καὶ θὰ ὑ­πο­μεί­νουν τὸν τι­τά­νιο ἀ­γώ­να ποὺ συ­νε­πά­γε­ται ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ πε­ρι­πέ­τεια γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
Ο
ἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νή­κουν στὴν ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ μι­κρή, ἀλλὰ ποι­ο­τι­κὰ ἐ­κλε­κτή, ὁ­μά­δα τῶν χρι­στια­νῶν ποὺ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὴν πο­ρεί­α τῆς ἀ­νά­βα­σης στὸ ὄ­ρος τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας καὶ κα­τέ­κτη­σε στὸ μέ­τρο τοῦ ἀν­θρω­πί­νως δυ­να­τοῦ τὴν κο­ρυ­φή της. Ἐ­κτός ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα οἱ Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι κα­τέ­χουν σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ καὶ τὴ γνώ­ση τῆς «θύ­ρα­θεν σο­φί­ας», τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ δη­λα­δή γνώ­ση. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι μό­νο Ἅ­γιοι μὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι καὶ ἄν­θρω­ποι μὲ σπά­νια εὐ­φυ­ΐ­α, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὲς δι­α­νο­η­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες, εὐ­ρύ­τα­τη παι­δεί­α καί γιὰ τὰ δε­δο­μέ­να τῆς ἐ­πο­χῆς τους τέ­λεια ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ κα­τάρ­τι­ση. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μά­λι­στα ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἂν ὄ­χι ὅ­λοι, θὰ εἶ­χαν ἀ­να­δει­χθεῖ ἀ­νώ­τε­ροι με­τα­ξὺ τῶν ὁ­μο­τέ­χνων τους στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­πι­στή­μης, ἄν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­χε κερ­δί­σει τὴν ψυ­χή τους. Οἱ Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σπάνιες καὶ με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες στὸ χῶ­ρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὸ χῶ­ρο τῆς παγ­κό­σμιας ἱ­στο­ρί­ας. Εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ πνευ­μα­τι­κοὶ γί­γαν­τες ποὺ ἡ ἀ­ξί­α τους μό­νο μὲ αὐ­τὴ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἢ τῶν με­γά­λων φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν προ­σω­πι­κο­τή­των θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συγ­κρι­θεῖ ἢ νὰ πα­ραλ­λη­λι­στεῖ. Ἡ Θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους ἀ­πο­τε­λεῖ πο­λύ­τι­μη πα­ρα­κα­τα­θή­κη, τὴν ὁ­ποί­α ὡς χρι­στια­νοὶ ὀ­φεί­λου­με νὰ γνω­ρί­σου­με, νὰ δι­α­φυ­λά­ξου­με καὶ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ἀ­πέ­ναν­τι στὶς προ­κλή­σεις τῶν κα­κοδό­ξων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δι­κὰ μά­λι­στα στὶς ἡ­μέ­ρες μας ποὺ δυ­στυ­χῶς πολ­λοὶ ἐ­πι­χει­ροῦν μὲ κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το μέ­σο νὰ κη­λι­δώ­σουν τὶς ἅ­γι­ες μορ­φές τους καὶ νὰ ὑ­πο­βαθ­μί­σουν τὸ κο­σμο­σω­τή­ριο ἔρ­γο τους.
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας.
­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὸ λό­γο μας, νο­μί­ζου­με πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἔ­στω καὶ συ­νο­πτι­κὰ στὸ σύγ­χρο­νο θε­ο­λο­γι­κὸ λό­γο ποὺ ἐ­μεῖς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς «ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α». Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸ δη­λώ­νου­με γε­νι­κὰ τὴ σύγ­χρο­νη ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ θε­ο­λο­γί­α τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ προ­τε­σταν­τι­κοῦ. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὸ γέν­νη­μα τῆς νε­ώ­τε­ρης εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς σκέ­ψης καὶ συν­δέ­ε­ται στε­νό­τα­τα μὲ τὰ ἄ­θε­α φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα τοῦ θε­τι­κι­σμοῦ, τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ καὶ τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ, ἐ­νῶ ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της δι­α­κρί­νε­ται μὲ σα­φή­νεια ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῶν κα­κοδό­ξων. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α γεν­νή­θη­κε, ἀ­να­πτύ­χθη­κε καὶ καλ­λι­ερ­γή­θη­κε συ­στη­μα­τι­κὰ στὶς θε­ο­λο­γι­κὲς σχο­λὲς τῶν δι­αφόρων εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων καί ἰ­δί­ως τῶν γερ­μα­νι­κῶν ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ­ώ­να μ.Χ. καὶ με­τά. Βα­σι­κά της γνω­ρί­σμα­τα εἶ­ναι ἡ ἄρ­νη­ση τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἡ κρι­τι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῆς γνη­σι­ό­τη­τας τῶν βι­βλί­ων της, ἡ ἄρ­νη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, κα­θὼς καὶ μί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος προ­σαρ­μο­σμέ­νη στὶς ἀρ­χὲς τῆς ὑ­παρ­ξια­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα τρα­γι­κή, ἀ­φοῦ σχε­δὸν ὅ­λοι οἱ «θε­ο­λό­γοι» ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν μὲ συ­νέ­πεια τὶς ἀρ­χές της ἔ­φτα­σαν στὸ ση­μεῖ­ο νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῆς Ἀ­νά­στα­σής Του (ὢ πλά­νη ἐ­σχά­τη καὶ σκό­τος ψη­λα­φη­τόν!!!).
Τ
ὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο ἴσως πα­ρά­δειγ­μά της εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆς πε­ρί­φη­μης μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κῆς σχο­λῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἐν ὀ­λί­γοις ὑ­πο­στή­ρι­ξε πὼς ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ «Ἰ­η­σοῦς τῆς πί­στε­ως» καὶ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ «Ἰ­η­σοῦς τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Ἀπὸ αὐτούς, ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἡ εἰ­κό­να Του ὅ­μως μέ­σα στὰ κεί­με­να αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μὲ πολ­λὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ἀποδόθηκαν σὲ Αὐ­τὸν ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές Του. Στὰ μυ­θι­κὰ αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α συγ­κα­τα­λέ­γε­ται ἡ πί­στη στὴ Θε­ό­τη­τά Του, τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κή Του γέν­νη­ση, τὰ θαύ­μα­τά Του, καὶ φυ­σι­κὰ ἡ Ἀ­νά­στα­σή Του. Ἄν λοι­πόν κα­τὰ τὴ μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κὴ σχο­λή θέ­λου­με πραγ­μα­τι­κὰ νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πρέ­πει πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα νὰ ἐν­το­πί­σου­με τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α τῶν βι­βλί­ων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καὶ νὰ τὰ ἀ­φαι­ρέ­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τήν. Στὴ συ­νέ­χεια, στη­ρι­ζό­με­νοι μό­νο στὰ βι­βλι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ἀ­πο­μέ­νουν, θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ συν­θέ­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δη­λα­δὴ τὸν «Ἰ­η­σοῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Τί θὰ γί­νουν ὅ­μως τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α ποῦ ἀ­φαι­ρέ­σα­με; Θὰ τὰ πε­τά­ξου­με στὰ σκου­πί­δια; Ὄ­χι, μὴ βι­ά­ζε­στε!!! Ἡ μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κὴ σχο­λὴ ἔ­χει τὴ λύ­ση, τὰ χρει­ά­ζε­ται. Τί­πο­τα δὲν πά­ει χα­μέ­νο. Τὰ ἄ­χρη­στα ὑ­λι­κὰ ἀ­να­κυ­κλώ­νον­ται. Θὰ πά­ρου­με λοι­πὸν τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων καὶ θὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σου­με ἐκ νέ­ου. Αὐ­τὴ ὅ­μως τὴ φο­ρὰ θὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σου­με σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ, ἀ­φοῦ αὐ­τὸς ἐκ­φρά­ζει τὸ σύγ­χρο­νο τρό­πο σκέ­ψης καὶ εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐποχῆς μας. Μέ­σα μά­λι­στα ἀ­πὸ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α προ­κύ­πτει με­γά­λη ὠ­φέ­λεια γιὰ τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ κό­σμο, ἀ­φοῦ μὲ τὴν ἀ­πο­μυ­θο­ποί­η­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ τὴ νέ­α ὑ­παρ­ξια­κὴ ἑρ­μη­νεί­α τοῦ μύ­θου της «σώ­ζου­με» τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πὸ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψη τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι πο­λὺ ἔ­ξυ­πνος καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν ξε­πε­ρα­σμέ­νη πλέ­ον καὶ ἀ­φε­λῆ ἑρ­μη­νεί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Εἶ­ναι δη­λα­δή κά­τι σὰν νὰ με­τα­πλά­θου­με τὸ «…Σῶ­σον, ὁ Θε­ός, τὸν λα­όν Σου…» σὲ «…Σῶ­σον, ὁ λα­ός, τὸν Θε­όν σου…». (Βο­ή­θεια, Θε­έ μου, καὶ μὴ χει­ρό­τε­ρα!!!)
Τ
ὰ πράγ­μα­τα θὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ γέ­λια καὶ λι­γό­τε­ρο γιὰ κλά­μα­τα, ἂν ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α ἔ­με­νε στὸ φυ­σι­κό της χῶ­ρο, στὶς θε­ο­λο­γι­κές δη­λα­δὴ σχο­λὲς τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ γε­νι­κὰ στὸ χῶ­ρο τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Τὸ κα­κὸ ὅ­μως εἶ­ναι πὼς τὰ πράγ­μα­τα ἐ­ξε­λί­χθη­καν πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α βρῆ­κε ἀ­νέλ­πι­στα πολ­λοὺς θαυ­μα­στὲς καὶ ἐκ­φρα­στὲς στὴν πα­τρί­δα μας, ἐ­νῶ δυ­στυ­χῶς καὶ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή της στὰ σύγ­χρο­να θε­ο­λο­γι­κὰ δρώ­με­να αὐ­ξά­νε­ται συ­νε­χῶς. Οἱ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς τῶν νε­ό­τε­ρων θε­ο­λό­γων στὰ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια τῆς Εὐ­ρώ­πης, ἡ ἀ­πο­κο­πή τους ἀ­πὸ τὴ λα­τρευ­τι­κὴ καὶ τὴ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ ἀ­πο­ξέ­νω­σή τους ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο ρεῦ­μα τῆς Πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι οἱ βα­σι­κὲς γε­νε­σι­ουρ­γὲς αἰ­τί­ες τῆς συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νης σύγ­χυ­σης καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ στα­δια­κὴ ἀ­πο­χώ­ρη­ση τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων πα­νε­πι­στη­μια­κῶν κα­θη­γη­τῶν, ποὺ εἶ­χαν σα­φῶς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρες ἀν­τι­στά­σεις καὶ στε­νό­τε­ρους δε­σμοὺς μὲ τὴν Πα­ρά­δο­ση, ἀ­πὸ τὸ προ­σκή­νιο της διδασκαλίας ἐ­πι­τεί­νει τὸ πρό­βλη­μα καὶ τὸ κα­θι­στᾶ ὀ­ξύ­τε­ρο. Μᾶς θλί­βει βα­θύ­τα­τα καὶ μᾶς φο­βί­ζει ἡ εἰ­κό­να τῆς σύγ­χρο­νης θε­ο­λο­γι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ τό­που μας, ἀ­φοῦ βλέ­που­με νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν σήμερα στὴν πα­τρί­δα μας πλῆ­θος ἀ­πὸ ἑλ­λη­νι­κὲς θε­ο­λο­γι­κὲς δη­μο­σι­εύ­σεις ποὺ ποι­κι­λό­τρο­πα ἀ­να­πα­ρά­γουν καὶ προ­ω­θοῦν τὶς ἀρ­χὲς τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας, ἐκ­θειά­ζουν ὡς τά­χα σπου­δαῖ­ο καὶ ἄ­κρως ση­μαν­τι­κὸ τὸ ἔρ­γο τῶν εὐ­ρω­παί­ων εἰ­ση­γη­τῶν της, προ­βάλ­λουν καὶ ἱ­ε­ρο­ποι­­οῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὰ νε­κρὲς μορ­φές τους, ἐ­νῶ τὴν ἴ­δια στιγ­μή το­πο­θε­τοῦν τοὺς Ἅ­γιους Πα­τέ­ρες, ποὺ ἔ­δω­σαν τὸ αἷ­μα τους στὸν ἀ­γώ­να γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­λο­γί­ας, στὸ πε­ρι­θώ­ριο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος, ἄλ­λες φο­ρὲς μὲ δι­α­κρι­τι­κὸ καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς μὲ ξε­δι­άν­τρο­πο τρό­πο. Ἂν τέλος στὰ ἀ­νω­τέ­ρω προ­σθέ­σει κα­νεὶς τὴν ὀ­δύ­νη ποὺ συ­νε­πά­γε­ται τόσο ἡ προ­σω­πι­κή μας ἐ­πα­φὴ μὲ τοὺς φο­ρεῖς τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας, ὅ­σο καὶ ὁ κίν­δυ­νος τῆς δι­ά­χυ­σης τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ών τους στὸ λα­ό μας καὶ κυ­ρί­ως στὴ νε­ο­λαί­α μας, ἔ­χει μί­α σα­φῆ καὶ πλή­ρη εἰ­κό­να τῶν στοι­χεί­ων ποὺ συν­θέ­τουν τὴ θλί­ψη μας καὶ κα­τα­νο­εῖ σὲ πο­λὺ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ αἰ­τί­α τῆς συγ­γρα­φῆς αὐ­τοῦ τοῦ κει­μέ­νου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ:
Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.
Σ
ε­βό­μα­στε εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ ἀ­γα­πᾶ­με πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­λους ὅ­σους κο­πί­α­σαν γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ συ­νε­τέ­λε­σαν μὲ τὸν ἕ­ναν ἢ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο στὴν κα­τὰ Θε­ὸν αὔ­ξη­ση καὶ προ­κο­πή μας ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μας ἡ­λι­κί­α μέ­χρι σή­με­ρα. Καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, δό­ξα τῷ Θε­ῶ, εἶ­ναι πολλοὶ. Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τοὺς ἀ­να­φέ­ρου­με ὀ­νο­μα­στι­κὰ καὶ ἀ­κό­μη φο­βό­μα­στε τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ξε­χά­σου­με κά­ποι­ον ἀ­πὸ αὐ­τούς, προ­κα­λών­τας ἄ­θε­λά μας τὸ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νο πα­ρά­πο­νό του. Τοὺς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν ὅ­λους θερ­μὰ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς μας καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σει καὶ νὰ ἀν­τα­πο­δώ­σει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα τὸν κό­πο τους κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς δί­και­ης κρί­σης Του.
Θ
ὰ ἤ­μα­σταν ὅ­μως ἀ­συγ­χώ­ρη­τοι, ἐ­ὰν στὴ γε­νι­κό­τη­τα τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας μας δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζα­με δύ­ο ὀ­νο­μα­στι­κὲς ἐ­ξαι­ρέ­σεις. Ἡ πρώ­τη ἀ­πὸ αὐ­τὲς εἶ­ναι ἤ­δη γνω­στὴ στὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­πὸ τὴν εἰ­σα­γω­γι­κή μας ἀ­φι­έ­ρω­ση. Ἀ­φο­ρᾶ τὸ πρό­σω­πο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας πα­τέ­ρα, τοῦ πα­νο­σι­ο­λο­γι­ώ­τα­του ἀρ­χι­μαν­δρί­τη πατρὸς Λαυ­ρεν­τί­ου Γρα­τσί­α, κλη­ρι­κοῦ τῆς ἱ­ε­ρᾶς μη­τρό­πολης Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καὶ Ἐ­ορ­δαί­ας, πνευ­μα­τι­κοῦ τέ­κνου τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ πλέ­ον μη­τρο­πο­λί­του Φλω­ρί­νης κυ­ροῦ Αὐ­γου­στί­νου Καν­τι­ώ­τη. Στὰ πό­δια αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ­δη­γή­θη­καν τὰ βή­μα­τά μας ἀ­πὸ τὴν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. Στὸ πρό­σω­πό του γνω­ρί­σα­με ἀ­πὸ τὴν τρυ­φε­ρὴ ἡ­λι­κί­α τῶν παι­δι­κῶν μας χρό­νων τὴ γνή­σια καὶ ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη. Ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἀ­να­τρα­φή­κα­με πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ ἄ­δο­λο γά­λα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καὶ πο­τι­στή­κα­με μὲ τὰ νά­μα­τα τῆς ἁ­γι­ώτα­της πί­στης μας. Δὲν ἀ­ξί­ζα­με ἕ­ναν τέ­τοι­ο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα. Ἡ πεί­ρα ἄλ­λω­στε τῶν πραγ­μά­των ἀ­πέ­δει­ξε πε­ρί­τρα­να τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά μας γιὰ τὴν ὁ­ποί­α σή­με­ρα ντρε­πό­μα­στε ἀ­νώ­φε­λα. Πα­ρὰ ταῦ­τα μᾶς δί­νε­ται σή­με­ρα ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τοῦ ἐκ­φρά­σου­με δη­μό­σια τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α μας καὶ νὰ τοῦ ζη­τή­σου­με τα­πει­νὰ συ­γνώ­μη γιὰ τὶς θλί­ψεις, τὶς πι­κρί­ες, τὸν πό­νο καὶ τὶς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις ποὺ κα­τὰ και­ροὺς τοῦ προ­σφέ­ρα­με. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ὅ­σο εὔ­κο­λη εἶ­ναι γιὰ τὸν ἴ­διο ἡ πα­ρο­χὴ αὐ­τῆς τῆς συ­γνώ­μης, τό­σο δύ­σκο­λο εἶ­ναι γιὰ ἐ­μᾶς νὰ ξε­χά­σου­με τὰ λά­θη μας καὶ νὰ συγ­χω­ρή­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας.
 δεύ­τε­ρη ἐ­ξαί­ρε­ση ἀ­φο­ρᾶ τὸ μα­κα­ρι­στὸ κα­θη­γη­τὴ τῆς πα­τρο­λο­γί­ας τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κυ­ρὸ Στυ­λια­νὸ Πα­πα­δό­που­λο. Ἡ γνω­ρι­μί­α μας μα­ζί του ὑ­πῆρ­ξε σύν­το­μη καὶ πο­τὲ δὲν ἔ­λα­βε τὸ χα­ρα­κτή­ρα μιᾶς στε­νὰ προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης. Ἴ­σως για­τὶ πο­τὲ δὲν τὸ ἐ­πέ­τρε­ψαν οἱ συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς. Ἴ­σως πά­λι για­τί ὅ­ταν τὸν πλη­σι­ά­ζα­με ἡ ψυ­χὴ μας κα­τα­λαμ­βά­νον­ταν ἀ­πὸ ἕ­να ἱ­ε­ρὸ δέ­ος ποὺ ἐμ­πό­δι­ζε τὴν ὅ­ποι­α προ­σω­πι­κὴ ἐ­πα­φή, ἂν καὶ ὁ ἴ­διος ἦ­ταν πάν­τα προ­σι­τὸς καὶ συγ­κα­τα­βα­τι­κὸς πρὸς τοὺς φοι­τη­τές του. Νοι­ώ­θα­με πὼς αἰ­σθα­νό­ταν καὶ ἀν­τα­πέ­δι­δε τὴν ἀ­γά­πη μας, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν τολ­μή­σα­με νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σου­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Αὐ­τό ἴ­σως νὰ ἦ­ταν καὶ τὸ λά­θος μας, ἀλ­λὰ τώ­ρα πιὰ δὲν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α. Πα­ρὰ ταῦ­τα ἡ ἀ­γά­πη ποὺ τρέ­φα­με, καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ τρέ­φου­με μέ­χρι σή­με­ρα, γιὰ τὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη, ἐ­νῶ ἡ μορ­φὴ καὶ τὸ συγ­γρα­φι­κό του ἔρ­γο σφρά­γι­σαν ἀ­νε­ξί­τη­λα τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά μας καὶ δι­α­μόρ­φω­σαν κα­θο­ρι­στι­κὰ τὴ θε­ο­λο­γι­κή μας σκέ­ψη. Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν θερ­μὰ γιὰ ὅ­λα ὅ­σα μᾶς πρό­σφε­ρε καὶ εὐ­χό­μα­στε νὰ τὸν συ­ναν­τή­σου­με ξανὰ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­λη­σμό­νη­τη τέ­λος θὰ μᾶς μέ­νει ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ τὸν συ­ναν­τή­σα­με. Βρή­κα­με τὸ θάρ­ρος νὰ τὸν ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με στὸ γρα­φεῖ­ο του γιὰ νὰ τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σουμε με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­ση­μη ἀ­να­κοί­νω­ση τῆς λή­ψης τοῦ πτυ­χί­ου μας. Μᾶς δέ­χθη­κε μὲ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη κα­λο­σύ­νη του καὶ μᾶς ζή­τη­σε νὰ κα­θί­σου­με γιὰ λί­γο μα­ζί του. Συζητήσαμε κατ᾽ ἰδίαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὀδυνηρὴ στιγμὴ τῆς ἀποχώρησής μας τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς εὔχεται μὲ τὴ γνωστὴ, ἤρεμη καὶ σιγανὴ φωνὴ του φανερὰ συγκινημένος: «… Νὰ ζή­σεις παι­δί μου, νὰ σὲ χαί­ρε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α…». Γιὰ νὰ προ­σθέ­σει ἀ­μέ­σως με­τά τὸν τε­λευ­ταῖ­ο του λό­γο, τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­τη­ροῦ­με πάντα στὴ μνή­μη μας ὡς πο­λύ­τι­μη καὶ ἱ­ε­ρὴ πα­ρα­κα­τα­θή­κη: «…Νὰ ἀ­γα­πᾶς τοὺς Πα­τέ­ρες, νὰ ποῦ­με. Νὰ τοὺς ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι καὶ σὲ αὐ­τοὺς νὰ κα­τα­φεύ­γεις ὅ­ταν εἶ­σαι στε­να­χω­ρη­μέ­νος. Σὲ αὐ­τοὺς νὰ λὲς τὸν πό­νο σου καὶ τὸ πα­ρά­πο­νό σου. Αὐ­τοὶ ἔ­χουν τὴ δύ­να­μη νὰ παίρ­νουν ἀ­πὸ πά­νω σου ὅ­λο τὸ βά­ρος τῆς θλί­ψης, ὅ­σο με­γά­λο καὶ ἂν εἶ­ναι, καὶ νὰ σὲ βο­η­θᾶ­νε σὲ κά­θε πε­ρί­στα­ση…».  Ἂς εἶ­ναι αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη του. 
 
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩι ΘΕΩι ΔΟΞΑ
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
θεολόγος – ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 24/08/2013
 
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ  ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΠΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ.
Υ.Γ. Τὸ ἀνωτέρω κείμενο ἀποτελεῖ μία μικρὴ συμβολὴ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ λαοῦ μας. Οἱ θεολογικές του θέσεις ἀπηχοῦν μόνο τὶς προσωπικὲς ἀπόψεις τοῦ συντάκτη του καὶ δὲν ἔχουν λάβει καμία ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση. Παρακαλοῦνται οἱ φίλοι ἀναγνῶστες νὰ δεχθοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό ὡς «φιλάδελφον προσφοράν» ὅ,τι ἀποτελεῖ γνήσια ἔκφραση τῆς Θεολογίας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, καὶ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ δικαιολογήσουν τὰ τυχὸν λάθη καὶ τὶς ἐλλείψεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου