ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ
«Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη»
α. Απολλιναρική ανάγνωση β. Κυρίλλειος ανάγνωση
α. Απολλιναρική ανάγνωση β. Κυρίλλειος ανάγνωση
Ειρήνης Αβραάμ Αρτέμη
υποψήφιας διδάκτορος της Θεολογίας
υποψήφιας διδάκτορος της Θεολογίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αν και η A΄ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ) διατύπωσε ξεκάθαρα την ορθόδοξο δογματική διδασκαλία για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή ο κύριος Ιησούς Χριστός ήταν τέλειος Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα που έγινε άνθρωπος για να πάθει, να σταυρωθεί και να αναστηθεί, δίνοντας έτσι απάντηση στις κακοδοξίες του Αρείου, όμως η Μεγάλη και Αγία Σύνοδος δεν διευκρίνισε τον τρόπο κατά τον οποίο έγινε η ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως στον «σαρκωθέντα» για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, Υιό και Λόγο του Θεού.[1] Έτσι το πρόβλημα της πληρότητας της ανθρωπότητας του Ιησού Χριστού γρήγορα τέθηκε από τους ακραίους αρειανόφρονες, ανομοίους, που υποστήριζαν ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο «άψυχον σώμα», ήτοι αναπλήρωσε στον άνθρωπο την ψυχή, για να μπορέσουν έτσι να δικαιολογήσουν τα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα κ.λπ) που είχε ο Χριστός.[2] Το πρόβλημα αυτό, της πληρότητας της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο Απολλινάριος Λαοδικείας.
Ο Απολλινάριος γεννήθηκε το 312 στη Λαοδικεία έλαβε σπουδαία φιλοσοφική μόρφωση αλλά συγχρόνως πήρε μαθήματα φιλολογικής και θεολογικής παιδείας. Απέκτησε τόσο σπουδαία μόρφωση ώστε να συγκρίνεται στην πολυμάθεια με τους Καππαδόκες θεολόγους, τον Μέγα Βασίλειο και το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό.[3]
Αν και έγραψε παρά πολλά έργα, δεν σώθηκαν παρά λίγα αποσπάσματα λόγω της αιρετικής διδασκαλίας του. Πολλά εξάλλου από τα συγγράμματά του κυκλοφορούσαν με το όνομα του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού, του Μ. Αθανάσιου και των επισκόπων ώμης Φίληκος και Ιουλίου.[4] Χαρακτηριστική είναι η φράση του Απολλιναρίου «μία φύσις του Θεού λόγου σεσαρκωμένη» που αναφέρεται στην ομολογία του προς τον Ιοβιανό[5].
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται ευρέως από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλο, που τη θεωρούσε φράση του Μεγάλου Αθανάσιου. Ο Κύριλλος δίνει στην επίμαχη αυτή φράση ορθόδοξη ερμηνεία απαλλάσσοντας την από κάθε ίχνος απολλιναρικής διδασκαλίας. Έτσι ενώ ο Απολλινάριος με την φράση αυτή εννοεί, ότι ο Υιος και ο Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπησή Του προσέλαβε μόνο το σώμα και την αλόγη ψυχή του ανθρώπου, τη δε θέση της λογικής ψυχής η του νού κατέλαβε ο Θείος Λόγος,[6] ο άγιος Κύριλλος της έδινε το νόημα ότι είναι "εν πρόσωπον του ενσαρκωθέντος Λόγου", εννοώντας ότι όπως στον άνθρωπο οι δύο φύσεις, ψυχή και σώμα, γίνονται μία φύση με την ένωση, δηλαδή αποτελούν ένα πρόσωπο, έτσι συμβαίνει και στον Ιησού Χριστό.[7]
Ο Κύριλλος γεννήθηκε το 380 στην Αλεξάνδρεια. Έλαβε λαμπρή εκπαίδευση και χειροτονήθηκε πολύ νωρίς μοναχός. Εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής Θεολογικής παράδοσης έκανε ευρεία χρήση της αλληγορικής μεθόδου στα έργα του, ενώ αναδείχθηκε σφοδρός πολέμιος του Νεστοριανισμού. Μερικοί μάλιστα μελετητές τον παραλληλίζουν με τον Μεγάλο Αθανάσιο που απέκρουσε δυναμικά τον Άρειο και τη διδασκαλία του. Ο Κύριλλος για να αντικρούσει τη διδασκαλία του Νεστορίου, σύμφωνα με την οποία στον Χριστό έχουμε απλή ένωση των δύο φυσικών προσώπων και όχι βεβαίως των δύο φύσεων η των υποστάσεων, ο Κύριλλος αναγκάστηκε να ταυτίσει την έννοια των όρων «φύσις» και «υπόστασις», χωρίς όμως να διαφοροποιήσει και την καθιερωμένη άρρηκτη σχέση «υποστάσεως» και «προσώπου». [8]
Στη συνέχεια της εργασίας αυτής θα διεισδύσουμε βαθύτερα και τη θεολογία των δύο αυτών ανδρών για να εξετάσουμε το πως κατανοούσαν την ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού και σε ποιο Θεολογικό υπόβαθρο στηρίχθηκαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΜΕΡΟΣ Α΄
«Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη». Απολλιναρική αναγνώση.
Σε αντίθεση με τους ορθοδόξους πατέρες, που με βάση την ορθή θεολογική λογική, έλεγαν ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος ήταν τέλειος άνθρωπος, σάρκα η σώμα "προικισμένο" με άλογη και λογική ψυχή, ο Απολλινάριος άρχιζε με την πεποίθηση ότι η σάρκα και το σώμα δεν ήταν τέλειος άνθρωπος. Τη διδασκαλία του τη διαμόρφωσε με βάση την αριστοτελική θεωρία, προσπαθώντας να αντικρούσει τον αρειανισμό και τον αντιοχειανόν υιοθετισμό.[9]
Ο Απολλινάριος για να αντικρούσει τους ακραίους αρειανόφρονες, τους Ανομοίους, που βασίζονταν στη διχοτομία του ανθρώπου, σώμα και ψυχή, με βάση την οποία εξηγούσαν την ενανθρώπηση του Χριστού, στράφηκε στους νεοπλατωνιστές. Οι τελευταίοι ξεκινώντας από την πλατωνική αντιλήψη (λογική και αλόγη ψυχή) διχοτομιστές, κατέληξαν στην τριχοτομική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτελείται από τρία μέρη, τη λογική ψυχή η νού, την άλογη ψυχή και το σώμα.[10]
Έτσι με βάση την τριχοτομική σύνθεση του ανθρώπου, σώμα, ψυχή και νού και συγχρόνως στηριζόμενος στον Αριστοτέλη και τον Δημόκριτο που έλεγαν ότι "αδύνατον γαρ είναι εκ των δύο εν η εξ ενός δύο γενέσθαι"[11], διδάσκει ότι ο Χριστός ήταν τέλειος Θεός αλλά όχι τέλειος άνθρωπος. Έλεγε λοιπόν ότι κατά την ενανθρώπηση του, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιος και Λόγος του Θεού προσέλαβε το σώμα και την αλόγη μόνο ψυχή του ανθρώπου, χωρίς τη λογική και την ελεύθερη ψυχή (νού, πνεύμα), τη θέση της οποίας κατέλαβε ο Θείος Λόγος.[12]
Σαν αποτέλεσμα της άρνησης του, ότι ο Ιησούς κατείχε τη λογική ψυχή, ο Απολλινάριος δεν μπορούσε να εξηγήσει φιλοσοφικά, όπως οι ορθόδοξοι πατέρες ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη φύση. Άλλωστε η ανθρώπινη φύση ευνοόταν ενωμένη πάντα με λογική ψυχή για να χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος «ζώων εντελές» κατά τον Αριστοτέλη. Εξάλλου ο Απολλινάριος αρνιόταν όχι μόνο την υπάρξη δύο προσώπων στο Χριστό, όπως έκαναν και οι ορθόδοξοι πατέρες, αλλά και την υπάρξη δύο φύσεων σημειώνοντας ότι είχε μία φύση η ουσία ο ενανθρωπήσας Χριστός και ότι ο Ιησούς είχε «μία φύσις του Θεού λόγου σεσαρκωμένη».[13]
Τη θεωρία του αυτή τη στήριξε στο χωρίο της προς Φιλιππησίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου «αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εκ ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου»[14] αλλά και στο χαιρετισμό του αγίου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς: «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς και ολόκληρον ημών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη»[15]. Γι αυτό διδάσκε ότι στον Ιησού Χριστό έχουμε την ένωση της τελείας θείας φύσης με ακρωτηριασμένη την ανθρώπινη φύση γιατί «ει ανθρώπω συνήφθη ο Θεός τέλειος τελείω, δύο αν ήσαν εις μεν φύσει υιος Θεού, εις δε θετός»[16] αλλά και «δύο τέλεια εν γενέσθαι ου δύναται»[17].
Ο Απολλινάριος τόνιζε συνέχεια, ότι ο προϋπάρχων Χριστός στην ενσάρκωση Του διατήρησε τη θεία ουσία και δεν έλαβε ολοκλήρη την ανθρωπίνη φύση[18]. Για την ένωση θείου κί ανθρώπινου στο Χριστό χρησιμοποιούσε τους όρους «ένωσις ουσιώδης», «ένωσις φυσική», «Θεού και ανθρώπου μείξις» η «κράσις», «φύσις σύγκρατος η σύνθετος» κ.λ.π. Έτσι κατέληξε ότι στο Χριστό υπάρχει μόνο η θεία φύση, πράγμα που οδηγούσε στο μονοφυσιτισμό. Πράγματι η απολλιναρική διδασκαλία θεωρεί την ανθρωπίνη φύση απορροφημένη από τη θεία.
Ο Απολλινάριος για να αποτρέψει το μονοφυσιτισμό χρησιμοποιεί το παράδειγμα της φωτιάς και του σιδήρου για να μιλήσει για την ένωση του Θεού με τη σάρκα λέγοντάς πως όπως η φωτιά δεν αλλάζει τη φύση του σιδήρου έτσι και το σώμα δεν επιδέχεται καμία αλλοίωση με την ένωσή του με το θείο.[19] Χρησιμοποιώντας έτσι τη στωική σκέψη υποστηρίζει ότι με την ένωση ούτε ο Λόγος ούτε το σώμα καταστράφηκε, αλλοιώθηκε. Πως γίνεται λοιπόν να έχουμε ένα ακέραιο σώμα;
Στο ερώτημα αυτό ο Απολλινάριος απαντάει χρησιμοποιώντας τον όρο ποιότητα αντί για φύση. Άλλωστε η φύση ταυτίζεται με την ουσία. Στην περίπτωση του Χριστού, το έμψυχον ον ονομάζεται μία φύση, στον άνθρωπο η ψυχή και το σώμα δίνουν ένα έμψυχο ον. Ο Χριστός λαμβάνοντας ανθρώπινο σώμα ενώνεται με τον άνθρωπο χωρίς τη λογική ψυχή της ανθρωπίνης φύσεως αλλά μόνο με την αλόγη ψυχή (που υπήρχε στο σώμα του Αδάμ)[20]. Αν ο νους υπήρχε στο ανθρώπινο σώμα, σαν «αυτοκράτωρ», δεν θα άλλαζε το θέλημα του. Έτσι σαν αυτονόμη υποστάση κατά την ένωσή του με το Θείο Νού (Λόγο) θα εναντιώνονταν στο Θείο Νού[21], «Αδύνατον γαρ δύο νοερά και θελητικά εν τω άμα κατοικείν, ίνα μη το έτερον κατά του ετέρου αντιστρατεύεται δια της οικείας θελήσεως και ενεργείας. Ουκούν ου ψυχής ανθρωπίνης επελάβετο ο Λόγος, αλλά μόνον σπέρματος Αβραάμ, τον γαρ του σώματος Ιησού ναόν προδιέγραψεν ο άψυχος και άνους και αθελής του Σολομώντος ναός»[22].
Εν κατακλείδι, επομένως ο Απολλινάριος με τη «φυσική ένωσις» του τελείου Θείου Νού και του ατελούς ανθρώπινου στο Χριστό, αφαιρούσα ποσότητα από την ανθρώπινη φύση, η οποία χωρίς τη λογική ψυχή δεν μπορούσε να διεκδικήσει το φυσικό της πρόσωπο, και προέβαλε έτσι την προσωπική ενότητα του Χριστού[23] «Σύνθεσιν Θεού προς σώμα ανθρώπινον»[24].
ΜΕΡΟΣ Β΄
«Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη». Σωτηριολογική άποψη.
«Το γαρ απρόσληπτον, αθεράπευτον ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται»[25]. Σύμφωνα λοιπόν με τον Απολλινάριο ο Θείος Λόγος προσλαμβάνει ατελή άνθρωπο, δηλαδή μόνο τη σάρκα χωρίς υποστάση. Όμως, σύμφωνα με το παραπάνω χωρίο του Γρηγορίου του Θεολόγου, αφού ο νους δεν προσλαμβάνεται κατά την ενσάρκωση μένει αθεράπευτος.[26]
Ο Απολλινάριος θεωρούσε ότι στο νού του ανθρώπου εστιάζεται ολόκληρο το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι τη θέση του την καταλαμβάνει κατά την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, ο Θείος Λόγος. Ο τελευταίος αποτελεί την αρχέτυπο εικόνα όλων των νοών η λόγων, οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί κατ' εικόνα του Θείου Λόγου. Με τον τρόπο αυτό ο Απολλινάριος πίστευε ότι έσωζε το αναμάρτητο του Σωτήρος και συγχρόνως απέφευγε το χωρισμό των φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι όμως δεν πετυχαίνε να εξασφαλίσει τη σωτηρία του ανθρώπου.
Όπως αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης στον «Αντιρρητκό προς τα Απολλιναρίου»[27], με τον παραπάνω τρόπο ο Ιησούς Χριστός δεσπότης των αγγέλων προσοικειώνεται με την ασωμάτη φύση των αγγέλων.
Ο Χριστός εξάλλου για να σώσει την ανθρώπινη φύση έπρεπε να την προσλάβει ολοκλήρη. Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει ότι με το να κρυφτεί το θείο μέσα στο προσκάλυμμα της δικής μας φύσεως, κατοίκησε η ζωή μαζί με το θάνατο, μέσα στο σκότος φανερώθηκε το φως, για να εξαφανιστεί με το φως και με τη ζωή το αντίθετο τους.[28] Ο Λόγος κατά συνέπεια έγινε σάρκα (νους - ψυχή - πνεύμα) για να μετασκευάσει προς το Πνεύμα τη δική μας τη σάρκα, αφού «μέσα στο ανθρώπινο σώμα» συμμετέσχε και στη σάρκα και στο αίμα.[29]
Μόνο λοιπόν με την προσλήψη ολοκλήρης της ανθρωπότητας (ανθρωπίνης φύσης) από το Θείο Λόγο, ο άνθρωπος θα ανακαινισθεί και θα επανέλθει στην αρχαίαν «ευκληρίαν»[30]. Ειδάλλως η διδασκαλία του Απολλιναρίου οδηγούσε σε μία θεωρία που άφηνε νεκρό τον άνθρωπο. Εφ' όσον ο Λόγος προσλαμβάνει μόνο την ανθρώπινη σάρκα χωρίς το νού, χωρίς το μέλος εκείνο που εκδηλώνει την αντίθετη ροπή και κατευθύνει ολόκληρο τον άνθρωπο, το αποτέλεσμα είναι να σώζεται μόνο η σάρκα που ενώνεται με το Θεό κι ο νους του ανθρώπου να μένει αθεράπευτος. Έτσι ο Χριστός, δεν ήταν τέλειος άνθρωπος αλλά ομοίωμα ανθρώπου, έκφυλο προς τη δική μας φύση. Εξάλλου για να σωθεί ο άνθρωπος χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ο Γρηγόριος Νύσσης: «Επειδή γαρ δια της παρακοής του ανθρώπου, ο θάνατος (εισήλθε, τούτου χάριν δια της υπακοής του δευτέρου ανθρώπου) εξοικίζεται. Δια τούτο υπήκοος μέχρι θανάτου γίνεται, ίνα δια μεν της υπακοής (το εκ της παρακοής) θεραπεύση πλημέλλημα ... ενωθήσα γαρ τω Κυρίω η ανθρωπίνη φύσις συνεπαίρεται τη θεότητα και το υψούμενον εκείνό εστι το εκ του ταπεινού επαιρόμενον»[31]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΜΕΡΟΣ Α΄
«Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη». Κυρίλλειος αναγνώση.
Ο Κύριλλος πριν από τη σύγκρουσή του με το Νεστόριο είχε επηρεαστεί στη διαμόρφωση της Xριστολογίας του κυρίως από τους Καππαδόκες και ιδιαίτερα από το Μεγάλο Αθανάσιο. Έτσι αν και διδάσκει ότι «ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν και Κύριον Ιησούν Χριστό συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν, εκ ψυχής, λογικής και σώματος ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον τον αυτόν ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν, χωρίς αμαρτίας»[32], όμως χρησιμοποιεί συχνά την απολλιναρική φράση «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» χωρίς όμως να δέχεται την κακοδοξία του Απολλιναρίου. Η φράση αυτή υπήρχε στην «Ομολογία πίστεως» του Απολλιναρίου προς τον αυτοκράτορα Ιοβιανόν που είχε διαδοθεί ψευδεπίγραφα με το όνομα του μεγάλου Αθανάσιου. Με τη φράση αυτή ο Κύριλλος εννοεί «εν πρόσωπο σεσαρκωμμένον». Δεχόταν ότι με τη λέξη «σάρκα» εννοούμε ολοκλήρη την προσληφθείσα ανθρωπότητα (σώμα και ψυχή) στο Χριστό κι όχι μόνο τμήμα της, όπως υποστήριζε ο Απολλινάριος.[33]
Για να δείξει ότι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκαν η ανθρώπινη και η θεία φύση «εις ένα Χριστόν και Υιόν εκ δυοίν τελείοιν θεότητός τε και ανθρωπότητος»[34], χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ανθρώπου που αποτελείται από σώμα και ψυχή αλλά με την ένωση γίνεται μία φύση.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός γίνεται τέλειος άνθρωπος χωρίς όμως τη ροπή προς την αμαρτία εξαιτίας της ασπόρως συλλήψεως Του. «Ο δε γε του Θεού Λόγος γενόμενος άνθρωπος αγίαν είχε τη σάρκα και πανάγιον αληθώςκαι εν ομοιώσει μεν της ημετέρας σαρκός ... σαρκώσεως.»[35] Ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι αν και ήταν τέλειος άνθρωπος δεν έφερε ίχνος αμαρτίας, «επειδή γαρ Θεός ην απορρήτως σεσαρκωμένος, μόνος ήδει το αγαθόν και πονηρίιας της εν ανθρώποις ελεύθερος ην»[36].
Ο ιερός Κύριλλος λοιπόν δέχεται την ανθρώπινη φύση του Χριστού τέλεια, με σώμα και ψυχή, γι' αυτό και ονομάζει Αυτόν κατά τη φύση «ομοούσιο ημίν»[37]. Φυσικά η ένωση αυτή είναι πραγματική «ένωσις κάθ' υπόστασιν», «φυσικήν καθ' υπόστασιν σύνοδος» και όχι «ένωσις προσώπων κατ'ευδοκίαν» όπως υποστηρίζει ο Νεστόριος[38]. Η τέλεια ανθρώπινη φύση του Χριστού φαίνεται μέσα από διάφορα χωρία στα έργα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, «σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική ενώσας ο Λόγος εαυτώ καθ' υπόστασιν, αφράστως τε και απερινοήτως γέγονεν άνθρωπος και κεχρημάτικεν Υιος ανθρώπου, ου κατά θέλησιν μόνη, η ευδοκία. ...ουχ ως της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν. αποτελεσασών δε μάλλον... προς ενότητα συνδρομής»[39]. Μόνο έχοντας προσλάβει ο Χριστός ολοκλήρη την ανθρωπότητα (ψυχή, σώμα, νού) θα μπορούσε να την ανακαινήσει, γιατί θα έδινε την αρχέτυπο θέση Του στο νού, που είχε πριν αμαυρωθεί από το προπατορικό αμάρτημα.
Τα πρόβλημα στον άγιο πατέρα είναι ότι δεν χρησιμοποιεί ξεκάθαρα τους όρους «φύσιν», «υπόστασιν», «πρόσωπον». Τους ταυτίζει δε σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλές φορές να εναλλάσσει τη χρήση τους, «Εννοούντες τοίνυν, ως έφην της ενανθρωπήσεως τον τρόπον, ορώμεν ότι δύο φύσεις συνήλθον αλλήλαις καθ' ένωσιν αδιάσπαστον ασυγχύτως και ατρέπτως ... μετά μεν τοι την ένωσιν ου διαιρούμεν τας φύσεις, αλλ' ένα φαμέν Υιόν, και, ως οι πατέρες ειρήκασιν, μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη ...»[40]. Έδω άλλωστε είναι ξεκάθαρη η ταύτιση του ορού «φύσις» με το «πρόσωπον» και έτσι αίρεται κάθε υπόψια για τυχόν δείγμα μονοφυσιτισμού στον Κύριλλο. Άλλωστε ο ίδιος ο ιερός πατήρ δέχεται ότι μετά την ένωση στο πρόσωπο του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις «ώσπερ εν θεότητι τέλειος, ούτω και εν ανθρωπότητι»[41]. Εννοείται βέβαια ότι ως αληθής άνθρωπος ο Ιησούς ήταν χωρίς αμαρτία.[42]
Λέγοντας μία φύση ο άγιος Κύριλλος εννοεί τη θεία φύση του Χριστού, η οποία προσέλαβε την ανθρωπίνη φύση τέλεια και πλήρη «άνευ όμως υποστάσεως», η οποία ενώθηκε στην υποστάση του Θείου Λόγου, «εκ τελείας υποστάσεως του Θεού Λόγου και μην εξ ανθρωπότητος τελείως εχούσης κατά τον ίδιον λόγος εις Χριστός, ο αυτός υπάρχων εν ταυτώ Θεός τε όμου και άνθρωπος.»[43]
Προς απάντηση εκείνων που στηριζόμενοι στην περιώνυμη φράση του Απολλιναρίου υποστήριζαν ότι ο Κύριλλος απολλινάριζε, ο τελευταίος απαντούσε ότι ο Απολλινάριος ήταν φρενοβλαβής× ενώ απέρριπτε τη θεωρία του Απολλιναρίου χρησιμοποιώντας την ψευδοαποδιδόμενη φράση του Μεγάλου Αθανάσιου, που στην πραγματικότητα ανήκε στον αιρετικό επίσκοπο Λαοδικείας. Χαρακτηριστικά σημειώνει, «ει γαρ και επελάβετο σαρκός δι΄ημάς και αίματο, Θεός ων και Λόγος, και κεχρημάτικεν Υιος ανθρώπου, ουκ άψυχον, ουδέ άνουν σώμα λαβών, καθά φησιν ο φρενοβλαβής και αιρετικός Απολινάριος. αλλά έμεινε και ούτω Θεός»[44], «... των δε Απολλιναρίου δογμάτων ουδείς παντελώς ημίν ο λόγος ... αποστρέφεσθαι χρή»[45] και «επειδή δε τινες επιπλέκουσιν ημίν τους Απολλιναρίου δόξας και φασιν ... μία φύσης του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην.»[46]
Υπάρχουν όμως μερικά χωρία από τα συγγράμματα του ιερού Κυρίλλου που μπορούν να παρεξηγηθούν ως μονοφυσιτίζοντα η άκομα και ως απολλιναρίζοντα, «κεκέρασται γαρ εξ αμφοίν ο λόγος και καθάπερ τη εν τοις ανωτέρω διειληφότες ... μέσης ώσπερ τινά χώραν επέχων.»[47] Το ρήμα «κεκέρασται» μπορεί να σημαίνει και αφομοίωση. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι όροι «κράσις» και «κερράνυμι» έχουν χρησιμοποιηθεί πρώτα από τους Καππαδόκες. Όμως στο κατά Λουκάν υπόμνημά του λέει: «Άνθρωπος ων ανέχη δοξολογούμενος και ως Θεός υμνούμενος και τας Θεώ πρεπούσας ευφημίας δέχη παρά των παίδων...»[48]. Ενώ σε άλλο σημείο του ιδίου έργου σημειώνει «...ότι Θεός ων ο Λόγος και εξ αυτής αναφύς της ουσίας του Θεού και Πατρός, και εν μορφη και ισότητι προς αυτόν υπάρχων, γέγονε σαρξ, τουτέστι τέλειος άνθρωπος, ουκ εκβεβηκώς των θείων αξιωμάτων, μεμενηκώς δε μάλλον, εν οίς ην αεί, και Θεός υπάρχων ... υιος δε αυτού κατά σάρκα»[49].
Με ολόκληρη την ορθή διδασκαλία του ο ιερός πατήρ πετυχαίνει να δείξει ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος εισέρχεται στην ύπαρξη του πεπτωκότος ανθρώπου και μεταβάλλει αυτόν σε κοινόν άνθρωπον, «Γεγόναμεν κατ'αυτόν ημείς, επειδή γέγονε καθ' ημάς αυτός»[50]. «Επειδή και καθείς εαυτόν εκ τοις καθ ημάς κεχρημάτικεν άνθρωπος, διαλέγεται πάλιν ουκ απεικότως τη μετά σαρκός οικονομία και τας πρεπούσας τοις της κενώσεως μέτροις ... ευθύς εις την εαυτού δόξαν και υπεροχήν»[51]. Εδώ η κένωση γίνεται χωρίς να ζημιωθεί η θεία φύση, ώστε να οδηγήσει από την κένωση τον άνθρωπον στη δόξα του. Ενώ παρακάτω δηλώνει ότι ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος για να μπορέσει ως Θεός να εξυψώσει την ανθρωπίνη σάρκα, «Είδομεν τον εν μορφή του Θεού και Πατρός Θεόν Λόγον, δι' ημάς γενόμενον άνθρωπον τον ομόθρονον τω Πατρί, μεθ' ημών, ήγουν εν είδει τω καθ' ημάς, ίνα ημάς εαυτώ συμμόρφους αποτελέση, δι'αγιασμού και δικαιοσύνης, εγχαράτων ημίν το της εαυτού θεότητος κάλλος, νοητώς δηλονότι και πνευματικών ... ούτω φορέσαμεν και την εικόνα του επουρανίου»[52].
Για τον Κύριλλο οι λοιπόν, ο Χριστός έχοντας τέλεια θεία φύση και τέλεια ανθρώπινη, ήταν ο μοναδικός Σωτήρας του ανθρώπινου γένους, ο Μεσσίας που θα ανακαινίσει τον άνθρωπο και θα τον απάλασσε από τα δεινά του θανάτου και της αμαρτίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Απολλινάριος αν και στην αρχή ξεκίνησε τη θεολογία του στηριζόμενος στο δογματικό όρο - σύμβολο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια καθώς και στη διδασκαλία του Αθανασίου, διαμόρφωσε σύντομα τη χριστολογική του διδασκαλία υπερτονίζοντας το θείο και αποκλείοντας τη λογική ψυχή κατά την ενσάρκωση. Έτσι όμως ακρωτηρίαζε την πληρότητα της ανθρωπότητας του Χριστού. Το αποτέλεσμα ήταν ο Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός αλλά μόνο τέλειος Θεός. Κατά συνέπεια δεν εξυψώνεται στο πρόσωπο του Χριστού ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Αυτό συνέβαινε γιατί ο νους στον οποίο έχει την έδρα της η αμαρτία, δέεν επιστρέφει στην αρχέγονο καταστάση του, αφού δεν ενώνεται με το θείο και συνεχίζει να έχει τη ροπή προς την αμαρτία.
Οι οπαδοί του Απολλιναρίου, οι απολιναριστές, στην προσπάθειά τους να διασώσουν τα συγγράμματά του αρχηγού τους, που εξαιτίας των καταδίκων του Απολλιναρίου και της διδασκαλίας του χάθηκαν, άρχισαν να πλάθουν ψευδεπίγραφα έργα. Έτσι πολλά απολλιναριστικά έργα σώθηκαν με το όνομα του Αθανασίου (π.χ. Περί σαρκώσεως και ότι εις ο Χριστός), του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας και του Ιουλίου ώμης.
Εξαιτίας των νοθεύσεων πολλοί μεταγενέστεροι αλεξανδρινοί θεολόγοι υποστήριξαν απόψεις του Απολλιναρίου, τις οποίες θεωρούσαν ως απόψεις ορθοδόξων πατέρων. Μία τέτοια περίπτωση θεωρείται ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας που χρησιμοποίησε τη φράση «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» ως φράση του Μεγάλου Αθανάσιου. Όμως ο Κύριλλος δεν έδινε στη φράση αυτή το νόημα που της έδινε ο Απολλινάριος βασιζόμενος στην τριχοτομική, νεοπλατωνική σκέψη. Ο αλεξανδρινός πατήρ εννοούσε ότι ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο με δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθώπινη, απορρίπτοντας κάθε ίχνος μονοφυσιτισμού. Έτσι ως τέλειος Θεός κι άνθρωπος ο Ιησούς Χριστός θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο από το θάνατο και την αμαρτία και να τον ξανασυμφιλίωσει με το Θεό (στο σημείο αυτό απέτυχε ο πρώτος Αδάμ).
[1] Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1992, σ. 581
[2] Αυτόθι
[3] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Η-11
[4] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και τα συγγράμματα του Απολλιναρίου, Αθήνα 1960, σ. 461.
[5] Draeseke Apollinarios von Laodicea p. 337, 1,9. Lietzmann Apollinaris von Laodicea p. 179, 2-3. PG 26, 26.
[6] Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1992, σ. 585
[7] Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 371.
[8] Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1992, σ. 599
[9] Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 530.
[10] Κατά τον Νεμέσιον Εμέσσης, «τινές μεν ω έστι και Πλωτίνος, άλλην είναι την ψυχήν και άλλον τον νουν δογματίσαντες, εκ τριών τον άνθρωπον συνεστάναι βούλονται, σώματος περί ψυχής και νού. Οίς ηκολούθησε και Απολλινάριος ο της Λαοδικείας γενόμενος επίσκοπος». Περί φύσεως ανθρώπου PG 40, 504.
[11] Μεταφυσικά 1039 α, 9-10
[12]Ιωάννου Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της ορθοδόξου καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, τ. Α, σ. 70
[13] Draeseke Apollinarios von Laodicea p. 337, 1.9. Lietzmann Apollinaris von Laodicea p. 179 ΙΙ, 2-3.
[14] Φιλιππησίους 2, 708
[15] Θεσσαλονικείς Α΄ 5, 23
[16]Γρηγορίου Νύσσης, Προς Ευνόμιον αντιρρητικός 5, PG 15, 685
[17] Μ. Αθανασίου, Λόγος Α ΄περί σαρκώσεως του Κύριου κατά Απολλιναρίου, PG 26, 1172
[18] Draeseke Apollinarios von Laodicea p. 344 ΙΙ, 29-32. Lietzmann Apollinaris von Laodicea p. 188 ΙΙ, 2-4.
[19] Draeseke Apollinarios von Laodicea p. 366 ΙΙ, 9-13. Lietzmann Apollinaris von Laodicea p. 128 ΙΙ, p. 238
[20] Wolfson, "The philosophy of the church fathers", v. I, Harvand University Press 1956.
[21] Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, σ. 536
[22] Περί ενώσεως, fragment 2.
[23] Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα 1992, σ. 585
[24] Fragment 119
[25] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Επιστολή 101 - Προς Κληδόνιον, PG 37, 181
[26] Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, σ. 536
[27] PG 65, 1180 A,B
[28] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ο μέγας, PG ΜΕ΄ 64D και εξής
[29] Γρηγορίου Νύσσης, Προς Ευνόμιον ΙΙΙ β΄54, Jaeger t. B, σ. 65, στ. 20 και εξής
[30] Του ιδίου, Περί του τι το χριστιανών όνομα, PG 66, 244 C,D.
[31] PG 45, 1165B, C.
[32] Όρος Χαλκηδόνος, Mansi VII, 108 και εξής
[33] Βλ. Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική ΙστορίαΑ΄, Αθήνα 1990, σ. 600
[34] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Γλαφυρά, βιβλίο 6, PG 69, 297
[35] Του ιδίου, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, PG 72, 489 D
[36] Αυτόθι, PG 72, 493 C
[37] Του ιδίου, Θησαυρός, 11, PG 75, 136.
[38] Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 371.
[39] Του ιδίου, επιστολή 4 - Προς Νεστόριον, PG 77, 45C.
[40] Του ιδίου, επιστολή προς Σούκενσο Διοκαισαρείας, PG 77, 229-233.
[41] Του ιδίου, επιστολή 46Γ΄, PG 77, 624Β.
[42] Μέγα Φαράντου, Χριστολογία - το ενυπόστατον, Αθήνα, σ. 44.
[43] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Σχόλια περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς 8, PG 75, 1377
[44] PG 77, 984
[45] Schwartz I, 2 p. 97B, p. 72
[46]. PG 77, 232
[47] Εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, PG 72, 514C.
[48] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Λουκάν, PG 72, 377B,C.
[49] Αυτόθι, PG 72, 893B
[50] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ματθαίον, 24, 36. PG 72, 244.
[51] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Λουκάν, PG 72, 672C
[52] Αυτόθι, PG 72, 672D.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου