Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Απάντηση σε προτεσταντικές συκοφαντίες κατά του οσίου Θεοδώρου Στουδίτη του Ομολογητή

Οι οπαδοί τού σφάχτη εικονομάχου Λούθηρου συκοφαντούν τον άγιο!




    Εισαγωγικά

    1. Άγιος Νεκτάριος ή Παπαρρηγόπουλος;

    2. Ήταν υπέρ των διώξεων των Παυλικιανών και γενικά των αιρετικών ο Θεόδωρος Στουδίτης;

    3. Ενδιαφερόταν ο Θεόδωρος Στουδίτης για «κτήματα» και ιδιοκτησίες;

    4. Ήταν το 809 ο πάπας «αιρεσιάρχης;

    5. Θεόδωρος Στουδίτης και «παπικό πρωτείο»: ανάλυση των επιστολών και του λεξιλογίου που χρησιμοποιούσε

    Επίλογος



Εισαγωγικά

Σε προτεσταντικό blog, λίγες ημέρες πριν, διαβάσαμε ένα επιπόλαιο, φτωχό σε έρευνα κείμενο, το οποίο δεν θα διέφερε σε τίποτε από τα υπόλοιπα προπαγανδιστικά τους που κυκλοφορούν, αν δεν στηριζόταν σε ένα παράθεμα το οποίο αποδίδεται στον άγιο Νεκτάριο Κεφαλά (1846-1920).

Σκοπός του προτεσταντικού κειμένου ήταν να προσβάλλει τη μορφή του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη (759-826), του μεγάλου Ορθοδόξου Θεολόγου, του ανθρώπου που πρωτοστάτησε κατά τη δεύτερη περίοδο της αιρετικής Εικονομαχίας[1]. Από τον τίτλο, μάλιστα, του κειμένου, φαινόταν και σαν μια προσπάθεια να υποβαθμιστεί η αξία της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, χωρίς όμως να αναφέρονται επιχειρήματα κατ’ αυτής. Ίσως θεωρούσαν ότι με κάποιο τρόπο, θίγοντας τον Θεόδωρο Στουδίτη θα πρόσβαλαν και τη Ζ΄ Οικ. Σύνοδο, στις εργασίες της οποίας βέβαια συμμετείχε όχι ο Θεόδωρος αλλά ο θείος του, Πλάτων, ως ηγούμενος, τότε, της ιεράς Μονής του Σακκουδίωνος[2].

Βεβαίως, εξαρχής θα πρέπει να τονίσουμε πως η αναγνώριση μιας συνόδου ως Οικουμενικής και η αξία της για την Ορθοδοξία, δεν είναι θέμα κανενός μεμονωμένου προσώπου καθώς, μόνο «οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι αλάθητες και έχουν απόλυτο κύρος, διότι εκφράζουν το αλάθητο της Χριστιανικής Εκκλησίας, ‘ήτις εστίν εκκλησία θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας’ (Α' Τιμ. 3, 15)» [3].

Και «για να χαρακτηρισθεί μία σύνοδος ως οικουμενική, πρέπει οι αποφάσεις της να

γίνουν αποδεκτές από όλες τις επί μέρους Εκκλησίες, είτε μετέχουν αντιπρόσωποι τους στη σύνοδο, είτε όχι»[4]. Άρα, «μόνον οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνοδών έχουν κύρος και ισχύ για όλες τις επί μέρους Εκκλησίες, ως η φωνή της καθόλου Εκκλησίας, η οποία λαμβάνεται με την επιστασία και την καθοδήγηση του Αγ. Πνεύματος. Τα πρακτικά των συζητήσεων, οι διάφορες υποβαλλόμενες εκθέσεις και κάθε άλλο επί μέρους στοιχείο η έγγραφο, όπως π.χ. οι λόγοι, οι οποίοι εκφωνούνται, οι προσφωνήσεις, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, κανονικώς στερούνται απολύτου κύρους και ισχύος. Χρησιμεύουν μόνο για την καλλίτερη κατανόηση και ερμηνεία των σχετικών αποφάσεων και για την ιστορία» [5]. Εδώ να προσθέσουμε βέβαια το εξής· επειδή πολλοί κατά καιρούς παρεξηγούν το ζήτημα των Οικουμενικών Συνόδων και νομίζουν ότι στην Ορθοδοξία, π.χ. για να απαγορεύεται κάτι, θα πρέπει να γράφεται επακριβώς μέσα στους Ιερούς Κανόνες, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ως πηγή Ορθοδοξίας, εξίσου νοείται και η Ιερά Παράδοση στα σημεία όπου «διακριβούται ΣΥΜΦΩΝΙΑ των Πατέρων»[6].

Έτσι, σε κάθε περίπτωση, το κύρος του κάθε μεμονωμένου προσώπου είναι πάντα σχετικό και ποτέ απόλυτο. Ακόμη δηλαδή και αν δεχόμασταν ως ορθά όσα διατυπώθηκαν στο προτεσταντικό κείμενο για τον Θεόδωρο και για όλους τους Στουδίτες, και πάλι, πουθενά δεν μπορεί να εμπλακεί το ιστορικό, κοινωνικό η άλλο σφάλμα κάποιου αγίου ή Πατέρα της Εκκλησίας, στις αλάθητες αποφάσεις μιας Οικουμενικής Συνόδου ή στην ομοφωνία της Ιεράς Παραδόσεως, τα οποία είναι κάτι πολύ περισσότερο και ανώτερο από τα ξεχωριστά πρόσωπα που τα συγκροτούν.

            Ας γνωρίζουν τουλάχιστο την Ορθοδοξία και τα πιστεύω της πριν επιχειρήσουν πάλι τέτοιες …«άσφαιρες» επιθέσεις.

          

1. Άγιος Νεκτάριος ή Παπαρρηγόπουλος;

Στην απάντηση μας, θα θεωρήσουμε δεδομένο ότι, το παράθεμα που οι προτεστάντες αποδίδουν στον άγιο Νεκτάριο είναι πραγματικό στο σύνολο του και όχι νοθευμένο. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να έχουμε στα χέρια μας το βιβλίο ώστε να ελέγξουμε και όσα άλλα γράφει  ο άγιος σε συνάφεια με το παράθεμα. Το σίγουρο όμως είναι, και να ξεκινήσουμε με αυτό, ότι ο άγιος Νεκτάριος δεν απαξιώνει καθόλου τον Θεόδωρο Στουδίτη καθώς σε άλλα του έργα επικαλείται σαφώς τη μαρτυρία του και τις θεολογικές του θέσεις[7].

Παρά ταύτα, όπως γράφει το προτεσταντικό blog, στο βιβλίο του «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι [της του Χριστού Εκκλησίας;]» (σελ. 204-205) ο άγιος Νεκτάριος σημειώνει:

«Οι δε μοναχοί υπό την αρχηγίαν Πλάτωνος, του ηγουμένου της μονής Σακκουδίωνος και των ανεψιών αυτού Ιωσήφ και Θεοδώρου του Στουδίτου, διότι απώλεσαν ην διαχείρησιν των της πολιτείας εκέκτηντο πρότερον, ως και τα εκ ταύτης κτήματα και ωφελήματα, δεν έπαυσαν επί δέκα και πλέον έτη ταράττοντες την πολιτείαν και επικαλούμενοι την αντίληψιν του Πάπα Ρώμης, ως της θειοτάτης των όλων Κεφαλών Κεφαλής, του κορυφαιοτάτου Πατέρος Πατέρων, του Ισαγγέλου, Μακαριωτάτου και Αποστολικού Πατρός, ως του έχοντος τα πρωτεία θεόθεν, και ως δεξαμένου τας κλεις του Ευαγγελίου προς Χριστού δια μέσου του των Αποστόλων πρωτοστάτου (επιστολαί Θεοδώρου του Στουδίτου προς τον Πάπαν Ρώμης Λέοντα τον Γ΄, ο οποίος έστεψε το 800 τον Καρλομάγνο). Δια των ενεργειών αυτών ήσαν εγκάθετοι του Πάπα και επεδίωκαν την εις τα της Ανατολής επέμβασιν του Πάπα Ρώμης. [Κατόπιν δε μάλιστα επί της βασιλείας Μιχαήλ του Κουροπαλάτου γενόμενοι παντοδύναμοι ετράπησαν αμείλικτοι κατά των μη ασπαζομένων τον υπό της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθέντα Όρον εφαρμόζοντες δια των ιεροκρυφίων ενεργειών αυτών το βασιλικόν διάταγμα, δι’ ου υποβάλλεται κεφαλική τιμωρία κατά των ετεροδοξούντων] (παράθεμα #1). Δυστυχώς συμβουλαί, προτροπαί, απειλαί και ανάλογοι τιμωρίαι προς αυτούς απέβησαν μάταιοι. [Το δε λυπηρότερον ότι τα Μοναχικά τάγματα, καίτοι καλώς εγίνωσκον ότι ένεκα ιδιοφελείας εθυσίαζον, ως μη ώφελε τας ιερωτέρας παραδόσεις της εκκλησίας ως προς τα σπουδαιότερα ζητήματα και καταπροέδιδον τα τιμαλφέστερα του έθνους συμφέροντα] (παράθεμα #2), όμως προς επικάλυψιν των παρεκτροπών αυτών Ιησουητικώ τω τρόπω εσοφίζοντο ζητούντες να διακαιολογήσωσιν ένθεν μεν την εις τα καθαρώς θρησκευτικά προβλήματα επέμβασιν του ποινικού νόμου διαστρέφοντες επί τούτω τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, ενώ το πνεύμα της Χριστιανικής πίστεως μαρτυρεί τουναντίον ότι ως προς τα συνηδείσεις η πειθώ και ουχί η βία είναι το κυριώτατον όπλον, ένθεν δε την εις τα της Ανατολής επέμβασιν του Πάπα Ρώμης».


Στο παραπάνω απόσπασμα, φαίνεται ο άγιος Νεκτάριος να καταλογίζει μια σειρά από σφάλματα στον Θεόδωρο Στουδίτη αλλά και στους Στουδίτες γενικότερα, και θα πρέπει να διερευνήσουμε αν αυτά είναι σωστά η όχι, καθώς η αγιότητα του Νεκταρίου δεν σημαίνει ούτε παντογνωσία, ούτε φυσικά έχει σχέση με κάποια εγγύηση ...ιστορικής επιστημονικής αυθεντίας! Ο άγιος Νεκτάριος έγραψε πριν από 100 χρόνια περίπου, γεγονός που δίδει αρκετά ελαφρυντικά σε επιστημονικά σφάλματα, όταν μάλιστα ο συγγραφέας δεν είναι ειδικός επιστήμων ιστορικός. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν ορθώς επισημαίνει τα παραπάνω ο άγιος Νεκτάριος, αλλά αν οι πηγές του τον πληροφόρησαν σωστά, ώστε τελικά να οδηγηθεί σε αυτές τις επισημάνσεις.

Στο εν λόγω κείμενο του αγίου Νεκταρίου, επίτηδες τονίστηκαν κάποια τμήματα με κόκκινο χρώμα και αριθμήθηκαν, ώστε να γίνει φανερό στους αναγνώστες του παρόντος άρθρου ότι η πηγή από την οποία άντλησε ο άγιος Νεκτάριος τις πληροφορίες του ήταν ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891).

Κάντε τη σύγκριση του παραπάνω αποσπάσματος #1 με το εξής κείμενο του Παπαρρηγόπουλου:

            «Η μοναχική φατρία παντοδύναμος εντεύθεν, γενομένη ετράπη ήδη καθ' όλων όσοι δεν ησπάζοντο τον καθιερωθέντα υπό της εβδόμης οικουμενικής συνόδου όρον, ήτοι κατά των θερμότερων της όλης μεταρρυθμίσεως οπαδών, τους οποίους συνέχεε μετά των εν Ευρώπη και εν Ασία παυλιανιτών και των άλλων ριζικωτέρων αιρέσεων. Τοσούτο δε ίσχυε παρά τω βασιλεί, ώστε κατέπεισεν αυτόν να εκδώση διάταγμα δι ου επεβάλλετο κεφαλική τιμωρία καθ' όλων των ετεροδοξούντων»[8].

Επίσης, κάντε τη σύγκριση του παραπάνω αποσπάσματος #2 με το εξής κείμενο του Παπαρρηγόπουλου:

«Τοιαύτα ήσαν τα πάθη της μοναχικής εκείνης φατρίας και τοσαύτη η τύφλωσις αυτής! Ίνα άρξωσιν εν τη Ανατολή, εθυσίαζον τας ιερωτέρας παραδόσεις της Εκκλησίας ως προς το σπουδαιότατον τούτο ζήτημα και κατεπρόδιδον τα τιμαλφέστερα του έθνους συμφέροντα» [9].

Οι παραθέσεις αυτές που σε κάποια σημεία ομοιάζουν ακόμη και κατά λέξη, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ο άγιος Νεκτάριος αντλεί από τον Παπαρρηγόπουλο. Το επιστημονικό μέγεθος του Παπαρρηγόπουλου προφανώς επηρέασε τον άγιο Νεκτάριο ο οποίος χωρίς να κρύβει τίποτα, ασκεί κριτική σύμφωνα με τις πηγές του, ακόμα και σε πρόσωπα ιερά. Ασφαλώς, ο Παπαρρηγόπουλος ουδέποτε είχε τη φήμη ότι θα μπορούσε να γράψει κάτι που ήξερε ότι ήταν ψέμα. Για ποιον όμως λόγο φαίνεται να μην γνωρίζουν ο Παπαρρηγόπουλος και ο άγιος Νεκτάριος το πλήρες έργο του Θεοδώρου ώστε να το αναλύσουν και να βρουν απαντήσεις σε όσα σημειώνουν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.

Αυτό όμως που γνωρίζουμε σίγουρα, είναι ότι η σύγχρονη βιβλιογραφία διαφωνεί σε όλους τους τόνους με τα παραπάνω συμπεράσματα, από τα οποία κάποια είναι λανθασμένα και κάποια άλλα, υπερβολικά. Και θα τεκμηριώσουμε τα λεγόμενά μας αμέσως παρακάτω.



2. Ήταν υπέρ των διώξεων των Παυλικιανών και γενικά των αιρετικών ο Θεόδωρος Στουδίτης;

Όταν κάποιος βλέπει τον Παπαρρηγόπουλο να θεωρεί υπεύθυνο τον Θεόδωρο Στουδίτη για τις διώξεις των παυλικιανών από τον Μιχαήλ Α΄, σίγουρα απορεί και μπερδεύεται, ειδικά όταν διαβάζει τις επιστολές του Θεοδώρου και τη σύγχρονη βιβλιογραφία. Το ερώτημα που προκύπτει, δηλ. για ποιο λόγο υπήρξε αυτή η παρεξήγηση από τον Παπαρρηγόπουλο, είναι μια ιστορία που πρέπει να μελετηθεί.  Εμείς όμως βρήκαμε ότι ο σπουδαίος Έλληνας ιστορικός κάνει μεγάλο σφάλμα στο σημείο αυτό, ειδικά όταν γράφει:

«Επί τούτω δε έδει να συνδιαλλαγή προ πάντων μετά του πατριάρχου Νικηφόρου. Είδομεν ότι ο καλός καγαθός ούτος ανήρ είχε συμπράξει μετά του προηγουμένου βασιλέως εις περιστολήν των παραλόγων αξιώσεων της φατρίας εκείνης [...] Η μοναχική φατρία παντοδύναμος εντεύθεν, γενομένη ετράπη ήδη καθ' όλων όσοι δεν ησπάζοντο τον καθιερωθέντα υπό της έβδομης οικουμενικής συνόδου όρον, ήτοι κατά των θερμότερων της όλης μεταρρυθμίσεως οπαδών, τους οποίους συνέχεε μετά των εν Ευρώπη και εν Ασία παυλιανιτών και των άλλων ριζικωτέρων αιρέσεων. Τοσούτο δε ίσχυε παρά τω βασιλεί, ώστε κατέπεισεν αυτόν να εκδώση διάταγμα δι ου επεβάλλετο κεφαλική τιμωρία καθ' όλων των ετεροδοξούντων» [10].

[Σημείωση:
Η λεγόμενη «κεφαλική τιμωρία» περιελάμβανε μια σειρά αυστηρών ποινών που μπορεί να ήταν από εκτέλεση ή τύφλωση[11], μέχρι και «εξορία… περιορισμός εις νήσον και… καταδίκη εις τα μεταλλεία» [12]].

Το ζήτημα όμως είναι ότι, γνωρίζουμε πως ο -κατά Παπαρρηγόπουλο- «καλός καγαθός ούτος ανήρ», δηλ. ο Νικηφόρος, ήταν υπέρ των αυστηρών ποινών κατά των παυλικιανών, ενώ αντίθετα, ο Παπαρρηγόπουλος λέει ότι οι προσπάθειες για «κεφαλική τιμωρία» ήταν έργο των Στουδιτών! Φυσικά, κανείς εκκλησιαστικός άνδρας δεν αποφάσιζε για τέτοια ζητήματα. Η απόφαση ήταν πάντα του αυτοκράτορα. Σίγουρα όμως, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ήταν εντελώς αντίθετος με τις διώξεις των παυλικιανών και των αιρετικών γενικά.

Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών) διαβάζουμε:

«Οι Παυλικιανοί είχαν αρχίσει τότε να αναπτύσσονται και να επεκτείνονται στη Μ. Ασία. Όμως αυτή η ανάπτυξη και η διάδοση της αιρέσεως στις μικρασιατικές επαρχίες της αυτοκρατορίας προκάλεσε την αντίδραση του Βυζαντίου: ο Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές και ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος κήρυξαν διωγμό κατά των αιρετικών Παυλικιανών και τότε σημειώθηκαν θανατικές καταδίκες, δημεύσεις περιουσίας, εξορίες και φυλακίσεις. Είναι περίεργο και αξιοσημείωτο ότι ο Θεόδωρος Στουδίτης, μολονότι φανατικός ορθόδοξος, αντιτάχθηκε στη θανατική καταδίκη των Παυλικιανών με επεμβάσεις του προς τον πατριάρχη Νικηφόρο και τους δύο αυτοκράτορες Μιχαήλ Α΄ και Λέοντα Ε΄»[13].

Το σφάλμα του Παπαρρηγόπουλου είναι μεγάλο και παρουσιάζει τα πράγματα εντελώς αντίστροφα! Και τελικά, το προτεσταντικό blog, έφερε στην επιφάνεια ένα σημαντικό ζήτημα: με πόση προσοχή πρέπει να μελετάμε τα πολύ παλιά ιστορικά έργα και με πόσο κριτικό τρόπο πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε. Δυστυχώς, ο άγιος Νεκτάριος που εμπιστεύεται τον σπουδαίο για την εποχή εκείνη ιστορικό, κάνει το σφάλμα να ακολουθήσει τον Παπαρρηγόπουλο, και έτσι οι προτεστάντες πέφτουν σε μια παγίδα ηλικίας 100 περίπου ετών…

Η θέση του Θεόδωρου Στουδίτη στα ζητήματα διώξεων των αιρετικών είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη:

«Ο άγιος Θεόδωρος μπορεί, λόγω του ανένδοτου χαρακτήρα του, να ήταν σκληρότατος πολέμιος των αιρέσεων, η στάση του όμως απέναντι στους αιρετικούς θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως συγκαταβατική και άκρως φιλάνθρωπη [...] ιδιαίτερης πραγματικά άναφοράς, είναι η στάση που κράτησε απέναντι στους αιρετικούς παυλικιανούς, όταν αναγκάσθηκε να διαφοροποιηθεί κάθετα σε σχέση με την αρχική τοποθέτηση των ανωτέρων του [...] Συνεπώς η ‘ετικέττα’ του ζηλωτού τον αδικεί και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα [...] Σε δύο μνημειώδεις επιστολές του αναλύει με αξιοθαύμαστη σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να καταριούνται τους αιρετικούς, πολύ δε περισσότερο να τους καταδικάζουν σε θάνατο [...] επισημαίνει ότι η Εκκλησία δεν έχει κανένα δικαίωμα να εκδικείται με τα ίδια μέσα (ποινές, μάστιγες, φυλακές, εξορίες) που χρησιμοποιούν οι αντίθετοι σ' αυτήν, και συμπεραίνει: ‘ου γαρ μάχαιραν και ξίφος και μάστιγας ο νόμος ο εκκλησιαστικός φέρει κατά τίνος’ [...] Σε μεταγενέστερη επιστολή, που γράφηκε το διάστημα 821-826 και απευθύνεται προς τον επίσκοπο Εφέσου Θεόφιλο, υπογραμμίζει: ‘Και τι λέγομεν περί του μη επιτρέπειν κτένεσθαι αιρετικούς; ουδέ γε κατεύχεσθαι αυτών συγκεχώρηται ημίν’ [...] Τελικά οι εισηγήσεις που δέχτηκε ο αυτοκράτορας, αλλά και η τεκμηριωμένη αντίθεση του ιερού πατρός στους διωγμούς και στη χρήση βίας, τον ανάγκασαν να αποσύρει την καταδικαστική απόφαση, που είχε λάβει κατά των αιρετικών [...] θα πρέπει να σημειωθεί πως όλοι σχεδόν οι ερευνητές και μελετητές του Θεοδώρου αναφέρονται με πολύ θετικές κρίσεις για τη φιλάνθρωπη στάση που κράτησε στις διώξεις των Παυλικιανών» [14].

Η στάση του Στουδίτη αποτελεί κοινό τόπο στη βιβλιογραφία. O καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Ιωάννης Αναστασίου, στο δίτομο έργο του με επιλογές πηγών εκκλησιαστικής ιστορίας, παραθέτει επιστολή ως μαρτυρία για το γεγονός ότι «ο Θεόδωρος ο Στουδίτης αντιτίθεται στους διωγμούς των αιρετικών»[15].

Τα ίδια γράφει και ο Κωνσταντίνος Δάλκος σε εισαγωγικά βιογραφικά στοιχεία του αγίου:

«Αυτός όμως ο οποίος απαγορεύει και τιμωρεί την επικοινωνία με τους αιρετικούς [δηλ. ο Θεόδωρος Στουδίτης], αγανακτεί, όταν αυτοί θανατώνονται κατά διαταγήν του βασιλέως: ου γαρ δει αναιρείν αιρετικούς... Και τι λέγομεν περί του μη επιτρέπειν κτένεσθαι αιρετικούς; ουδέ γε κατεύχεσθαι αυτών συγκεχώρηται ημίν... μάλλον μεν ουν υπερεύχεσθαι»[16].

Τα ίδιο επαναλαμβάνει και ο πατρολόγος, Παναγιώτης Χρήστου:

«Όταν ο Μιχαήλ Α΄ διέταξε να καταδικάζονται εις θάνατον οι σπαράσσοντες την αυτοκρατορίαν Μανιχαίοι (Παυλικιανοί), ο Θεόδωρος εξηγέρθη, διότι εφρόνει ότι δεν είχον δικαίωμα ούτε να καταρώνται τους αιρετικούς, κατά την εντολήν του Κυρίου· 'ουδέ γε κατεύχεσθαι αυτών συγκεχώρηται ημίν» [17].

Ό,τι κι αν διαβάσαμε από βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων, καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα, το οποίο είναι ακριβώς ΑΝΤΙΘΕΤΟ από αυτά που γράφει ο Παπαρρηγόπουλος πριν από 120 περίπου χρόνια. Όπως γράφει ο κ. Βασίλειος Τσίγκος, οι θέσεις του Θεοδώρου είναι τόσο ξεκάθαρες, ώστε «ίσως είναι από τις λιγοστές φορές που... συγκεντρώνουν την καθολική αποδοχή των ερευνητών και απουσιάζουν οι συχνά διατυπούμενες επιφυλάξεις και αρνητικές κρίσεις για την εκκλησιαστική του δράση» [18].

            Έτσι, το περιεχόμενο των σχετικών επιστολών του Θεοδώρου Στουδίτη βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το αίτημα του αγίου Νεκταρίου: «το πνεύμα της Χριστιανικής πίστεως μαρτυρεί τουναντίον ότι ως προς τα συνηδείσεις η πειθώ και ουχί η βία είναι το κυριώτατον όπλον».

Ως προς αυτό λοιπόν το σημείο, οι αιτιάσεις κατά του οσίου Θεοδώρου πέφτουν στο κενό.



3. Ενδιαφερόταν ο Θεόδωρος Στουδίτης για «κτήματα» και ιδιοκτησίες;

Εξίσου μεγάλη είναι η παρεξήγηση που δημιούργησε ο Παπαρρηγόπουλος διατυπώνοντας τη μομφή κατά του Θεοδώρου ότι πάνω απ’ όλα ενδιαφερόταν για τα κτήματα και τις ιδιοκτησίες της Μονής Στουδίου!

Εμείς θα λέγαμε ότι μια εξέταση της περιπετειώδους ζωής της οικογενείας του και του ιδίου θα έλυνε πολλές παρεξηγήσεις:

«ο Πλάτων... εκίνησε το ενδιαφέρον ολοκλήρου της οικογενείας της αδελφής του προς τον μοναχικόν βίον. Περί το 780 διένειμαν μέρος των αγαθών των, απέλυσαν τους δούλους και απεσύρθησαν όλοι εις το κτήμα του Φωτεινού, πατρός της οικογενείας, παρά το χωρίον Σακκουδίων εν Βιθυνία, το οποίον και μετέτρεψαν εις μοναχικόν κέντρον»[19].

Κατόπιν, λόγω αντίδρασης των Στουδιτών «στον μοιχιχόν γάμον του Κωνσταντίνου ΣΤ΄» ο οποίος γάμος τελέστηκε υπό την απειλή «ότι θα ανακίνηση την εικονομαχία ή ότι θα ανοίξη τους ναούς των ειδώλων», «διετάχθη η διάλυση της Μονής, ο Θεόδωρος εμαστιγώθη και με άλλους επιφανείς μοναχούς εξωρίσθη και εφυλακίσθη στην Θεσσαλονίκη» [20] (το έτος 795 ή 796).

Αλλά και η ταπεινοφροσύνη του Θεοδώρου είναι χαρακτηριστική καθώς «ο νέος αυτοκράτωρ Νικηφόρος μετά την χήρευσιν του πατριαρχικού θρόνου (806) εζήτησε την γνώμην και του Θεοδώρου περί του καταλλήλου προσώπου προς ανύψωσιν εις αυτόν, ούτος δε αντί εκφράσεως της ιδίας γνώμης συνέστησε την συγκρότησιν σώματος εκλεκτόρων αποτελουμένου εξ εγκρίτων ασκητών, κληρικών και προυχόντων»[21]. Επίσης, ποτέ «δεν διεκδικεί ‘διδασκαλικόν αξίωμα’, το οποίο αναγνωρίζει μόνο στους επισκόπους. ‘Κριτήριον θείων δογμάτων’ είναι μόνο η εν αγίω πνεύματι συνερχόμενη σύνοδος» [22].

Αργότερα, όταν «κατόπιν πιέσεων του βασιλέως αποκατεστάθη στο ιερατικό αξίωμα κατ' οικονομίαν ο... Ιωσήφ [που είχε τελέσει τον ‘μοιχιχόν γάμον του Κωνσταντίνου ΣΤ΄’], οι Στουδίτες διέκοψαν την εκκλησιαστική επικοινωνία με τον βασιλέα και τον Πατριάρχη και εν τέλει με συνοδική απόφαση (809) κατεδικάσθησαν ως υπεύθυνοι σχίσματος. Ο Πλάτων, ο Θεόδωρος και ο αδελφός του Ιωσήφ, αρχιεπίσκοπος εν τω μεταξύ Θεσσαλονίκης, εξωρίσθησαν στα Πριγκηπόνησα και η Μονή ερημώθηκε»[23].

Στην εποχή εκείνη τοποθετείται χρονικά η επιστολή που έστειλε στον Πάπα Λέοντα ο Θεόδωρος για την οποία ασκεί κριτική ο Παπαρρηγόπουλος. Ο Θεόδωρος όμως δεν ενδιαφέρεται για τα «κτήματά του» αλλά το μόνο που θέλει είναι να καταπέσει η κατηγορία του σχισματικού και να καταδικαστεί η αντικανονική -κατά τη γνώμη του- σύνοδος που τον κατηγόρησε για σχίσμα. Είναι αναγκαίο να παραθέσουμε τις διώξεις που υπέστη ο Θεόδωρος Στουδίτης, και έτσι να γίνει ηλίου φαεινότερο ότι αν ήταν άνθρωπος που ενδιαφερόταν πάνω απ' όλα για τα «κτήματα» του, δεν θα άνοιγε διαρκώς μέτωπα με τους ισχυρούς!

Ο Παν. Χρήστου περιγράφει ως εξής την κατάσταση που επικράτησε:

«Επήλθε σχίσμα εντός της πρωτευούσης, το οποίον διετάρασσε τας σχέσεις Εκκλησίας και κράτους, πατριάρχου και πάπα, κοσμικού κλήρου και μοναχών. Τέλος οι αρχηγοί αυτών Θεόδωρος και Πλάτων, ως και ο Ιωσήφ εκπεσών πλέον της έδρας της Θεσσαλονίκης, εξωρίσθησαν κεχωρισμένως εις τας Πριγκηποννήσους, συγκεκριμένως δε ο Θεόδωρος εις την Χάλκην. Δια πυκνής αλληλογραφίας ο Θεόδωρος καθίστα γνωστάς τας αντιλήψεις του, εζήτει δε και την επέμβασιν του πάπα, ο οποίος παρά ταύτα παρέμενεν επιφυλακτικός. Παρεπονείτο κατά του πατριάρχου, διότι δεν εδέχετο αυτόν εις ακρόασιν, ενώ άλλοτε ο ίδιος απέκρουε ταύτην, και κατηγορεί αυτόν ως όργανον του αυτοκράτορος»[24].

Ακόμη σημαντικότερη διάψευση για τους ισχυρισμούς του Παπαρρηγόπουλου περί «ιδιοκτησιών» και «κτημάτων», είναι το γεγονός ότι «ο βασιλεύς Νικηφόρος επεζήτησε κάποιον συμβιβασμό αλλά ο Θεόδωρος τον απέρριψε» [25]! Αυτές οι προσπάθειες που έγιναν μέσω «αυτοκρατορικού απεσταλμένου, του μονάχου Συμεών, να μεταπείσει τους Στουδίτες απέβησαν εντελώς άκαρπες»[26].

Αργότερα, όταν ο Λέων Ε΄ (813-820) ανακίνησε την εικονομαχία, ο Θεόδωρος δήλωσε με θάρρος την αντίθεσή του στον αυτοκράτορα και μάλιστα «συνεκρότησε λιτανείαν χιλίων μοναχών κρατούντων εικόνας. Τότε ο αυτοκράτωρ εξώρισε τους αρχηγούς των εικονοφίλων» [27]. Ως συνέπεια της απείθειας του ο Θεόδωρος «εξωρίσθη πρώτα στο φρούριο Μετώπη... ακολούθως στο φρούριο Βόνιτα...και τέλος στην Σμύρνη (819) όπου εφυλακίσθη στο υπόγειο του μητροπολιτικού μεγάρου. Κατά την διάρκεια των φυλακίσεων αυτών υπεβλήθη επανειλημμένως σε μαστιγώσεις και ποικίλους εξευτελισμούς, αλλά, παρά ταύτα, έγραψε και απέστειλε σε Ανατολή και Δύση πλήθος επιστολών με τις οποίες χαράσσει τα όρια της ορθής πίστεως, ενθαρρύνει τους ορθοδόξους και ελέγχει τις πράξεις των εικονομάχων. Είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των ορθοδόξων»[28].

Και σε όλα αυτά, αξίζει να προσθέσουμε την προσφορά του προς την ανθρωπότητα με το εξαίρετο φιλολογικό έργο της Μονής Στουδίου όπου «ο Θεόδωρος οργάνωσε μια από τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες, συλλέγοντας χειρόγραφα και δημιουργώντας φημισμένο εργαστήριο αντιγραφής τους»[29].

Πότε κάθισε ήσυχος και υπάκουος ο Θεόδωρος, ώστε να μπορεί να ειπωθεί ότι ενδιαφερόταν για «κτήματα»; Του ζητούν τη γνώμη του και εκείνος ταπεινά προτείνει δημιουργία συνοδικού σώματος, ελέγχει πατριάρχες και αυτοκράτορες, εξορίζεται επανειλημμένα, φυλακίζεται σε μπουντρούμια, βασανίζεται, μαστιγώνεται, τον καλεί σε συμβιβασμό ο ίδιος ο αυτοκράτορας και αρνείται…

Είναι αυτή συμπεριφορά ανθρώπου που ενδιαφέρεται για «κτήματα»; Είναι αυτή επιλογή ζωής για άνθρωπο που ενδιαφέρεται για ιδιοκτησίες; Όχι μόνο τον αδικεί η κριτική του Παπαρρηγόπουλου, αλλά εδώ μιλάμε για έναν άνθρωπο που μόνο τον σεβασμό μπορεί να εμπνεύσει με τους αγώνες του για την Ορθοδοξία.



4. Ήταν το 809 ο πάπας «αιρεσιάρχης;

Το προαναφερθέν προτεσταντικό blog, μετά την παράθεση του αποσπάσματος από το βιβλίο του αγίου Νεκταρίου, προχώρησε δυστυχώς σε απίστευτες ανακρίβειες που φανερώνουν μνημειώδη άγνοια της εκκλησιαστικής ιστορίας. Μία από τις ανακρίβειες αυτές ήταν να ονομάσει «αιρεσιάρχη» τον πάπα, λες και είναι κάτι που μπορεί να έχει …αναδρομική ισχύ! Καθώς λοιπόν ο Θεόδωρος έστειλε από την εξορία, την υπό κρίση επιστολή του, το έτος 809, είναι τεράστιο ατόπημα να ονομάζει κάποιος τον πάπα είτε αιρεσιάρχη είτε και σχισματικό ακόμη, την εποχή εκείνη. Επιπλέον, επειδή η κατηγορία για επαφές με τον δήθεν «αιρετικό» πάπα ανακατεύεται με υπόνοιες για «αντεθνικές» πράξεις, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα:

«Περί το 850 Ανατολή και Δύση βρίσκονταν ακόμη σε ΠΛΗΡΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ μεταξύ τους και αποτελούσαν τη μία Εκκλησία. Οι συνδυασμένες πολιτικές και πολιτιστικές διαιρέσεις επέφεραν μια προοδευτική αποξένωση, χωρίς όμως ακόμη κάποια ανοιχτή ρήξη»[30].

Κατά συνέπεια τα περί «αιρεσιάρχη» πάπα το έτος 809 αποτελούν αστειότητες…

Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι «η στέψη του Καρόλου του Μεγάλου ως αυτοκράτορος των Ρωμαίων από τον πάπα Λέοντα Γ΄ το 800 δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις με το βυζαντινό κράτος […] γιατί έθετε σε αμφισβήτηση το ως τότε αποκλειστικό δικαίωμα του βυζαντινού αυτοκράτορος στην κληρονομιά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι, μετά την ανάρρηση του Καρόλου δημιουργήθηκε έντονος ‘διπλωματικός πόλεμος’ ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση γύρω από τον αυτοκρατορικό τίτλο του φράγκου ηγεμόνα» [31].

Ο διπλωματικός πόλεμος από τον Νικηφόρο Α΄ συνεχίσθηκε ως το 812. Όμως, δεν κράτησε και πολύ: «ο Κάρολος […] το 810 κατέλαβε τη Βενετία, παρά την αντίσταση του βυζαντινού στόλου […] Η κατάκτηση της Βενετίας ήταν μεγάλη απώλεια για το Βυζάντιο. Ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος, απασχολημένος στον πόλεμο με τους Βουλγάρους […] άρχισε με τον φράγκο ηγεμόνα διαπραγματεύσεις, που τις συνέχισε ό διάδοχος του Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές. Η ελληνοφραγκική συνθήκη υπογράφηκε τελικά το 812 […] το Βυζάντιο αναγνώρισε τον Κάρολο ως ‘βασιλέα’ […] Σε αντιστάθμισμα ό Κάρολος επέστρεψε στο Βυζάντιο τη Βενετία και αναγνώρισε τη βυζαντινή κυριαρχία στις δαλματικές ακτές» [32].

Κατά συνέπεια, ο Παπαρρηγόπουλος κακώς έθεσε με τόσο έντονο τρόπο ζητήματα «αντεθνικών» πράξεων, όταν βλέπουμε την αντίδραση του Βυζαντίου προς την αυθαιρεσία του Καρόλου να τελειώνει τόσο σύντομα και τόσο άδοξα, καθώς «το έτος 812 βυζαντινοί απεσταλμένοι προσφώνησαν τον Κάρολο στο Άαχεν ως ‘βασιλέα’» και έτσι «υπήρχαν πλέον όχι μόνο ουσιαστικά αλλά και νομικά δύο αυτοκρατορίες» [33].

Όμως, παρά την πολιτική κρίση που μεσολάβησε, μετά τη στέψη του Καρλομάγνου, «μέχρι το 850 η Ρώμη και η Ανατολή απέφευγαν μια ανοιχτή σύγκρουση για τις παπικές αξιώσεις» [34]. Στη σχετική μελέτη του Ανδρόνικου Δημητρακόπουλου «Ορθόδοξος Ελλάς, ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών» (Λειψία 1872), η μακρά παράθεση Πατέρων, εκκλησιαστικών συγγραφέων και άλλων προσώπων (πάνω από 100 συνολικά) που έγραψαν «κατά λατίνων», δεν ξεκινά παρά με τον Μ. Φώτιο, επί εποχής του οποίου άλλωστε έγινε και το λεγόμενο πρώτο σχίσμα Ρώμης-Κων/πόλεως (ονομαζόμενο και Φώτειο σχίσμα), ανάμεσα στον Φώτιο και τον Πάπα Νικόλαο, στα μέσα του 9ου αιώνα.

Υπάρχει και ένα επιπλέον ζήτημα: για ποια «εθνική» προδοσία δικαιούται να μιλά η ανατολή, όταν η μακρά περίοδος της εικονομαχίας είχε ήδη αιματοκυλίσει και διαταράξει την αυτοκρατορία δημιουργώντας ένα καθεστώς διωγμών, βίας και αβεβαιότητας;

Και δυστυχώς, είναι ιστορική αλήθεια, ότι στα ταραγμένα χρόνια της Εικονομαχίας, «οι Πάπες υποστήριζαν σταθερά τις απόψεις των Εικονολατρών, και έτσι για πολλές δεκαετίες βρέθηκαν εκτός κοινωνίας με τους Εικονομάχους αυτοκράτορες και πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης» [35]. Όταν λοιπόν το Βυζάντιο είχε πέσει στα χέρια των αιρετικών, την ορθή πίστη περί των εικόνων την κράτησαν οι πάπες, ως επίσκοποι της Μίας Εκκλησίας.

Και ας μην ξεχνάμε σε ΠΟΙΟΝ πάπα έγραψε ο Θεόδωρος: στον πάπα Λέοντα Γ΄ (795-816), ο οποίος «καταδίκασε κάθε προσθήκη ή αλλοίωση του παραδεδομένου συμβόλου της πίστεως»[36] και «είχε σκοπίμως χαράξει το Σύμβολο χωρίς το Filioque σε αργυρές πλάκες που τις είχε τοποθετήσει στον ναό του Αγίου Πέτρου. Την εποχή αυτή η Ρώμη ενεργούσε ως μεσάζων μεταξύ των Φράγκων και του Βυζαντίου» [37].

Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει ο κ. Βασίλειος Τσίγκος «είναι… ορθότερο να χαρακτηρισθεί [η επιστολή του Θεοδώρου] ως πράξη πλήρους αδιεξόδου, όταν πλέον από τον τόπο της εξορίας του είναι βαθύτατα πεπεισμένος πως η ιεραρχία στο Βυζάντιο με τις αντικανονικές της ενέργειες βρίσκεται σε αίρεση και, επομένως, αυτοί δεν ανήκουν με κανένα τρόπο στην Εκκλησία του Κυρίου» [38]

Θα δούμε όμως παρακάτω κατά πόσο στέκουν οι προτεσταντικές ύβρεις περί «δουλοπρέπειας» του Θεοδώρου προς τον πάπα, και έμμεσων κατηγοριών περί αναγνώρισης του παπικού πρωτείου.



5. Θεόδωρος Στουδίτης και «παπικό πρωτείο»: ανάλυση των επιστολών και του λεξιλογίου που χρησιμοποιούσε

Είναι γνωστό πως το ζήτημα αν ο Θεόδωρος Στουδίτης αναγνώριζε το παπικό πρωτείο με το αιρετικό του περιεχόμενο (δηλ. ως πρωτείο εξουσίας και όχι ως πρωτείο τιμής), είναι κάτι που έχει τύχει μακράς συζήτησης και μελέτης, καθώς συχνές είναι οι προσπάθειες δυτικών συγγραφέων να εκμεταλλευτούν επιλεγμένα κείμενα του Θεοδώρου ώστε να προβάλουν δήθεν συμπεράσματα υπέρ του αιρετικού παπικού πρωτείου.

Είναι όμως γνωστό, ότι οι δυτικοί ματαιοπονούν…  Όπως γράφει ο καθηγητής Βλ. Φειδάς:

«Ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, στην οποία συμπεριλαμβανόταν ως πρώτος κατά την τάξη και ο παπικός θρόνος, αποτέλεσε τον συλλογικό τύπο του Πρώτου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον κανονικό αυτό θεσμό οι πέντε πατριάρχες συγκροτούν την ανώτατη διοικητική αρχή στην Εκκλησία, το ‘πεντακόρυφον κράτος’ της Εκκλησίας» [39].

Ας προσέξουμε ιδιαίτερα τη φράση «πεντακόρυφον κράτος» που χρησιμοποιεί ο καθηγητής και θεωρείται μία από τις χαρακτηριστικότερες για να περιγράψει τον θεσμό της πενταρχίας της μίας εκκλησίας. Η φράση αυτή, ανήκει ακριβώς στον …Θεόδωρο Στουδίτη, αυτόν που κατηγορούν κάποιοι ως δήθεν υποστηρικτή του παπικού πρωτείου στην αιρετική του μορφή.

Και είναι μια φράση που διατυπώνεται επανειλημμένα από τον Θεόδωρο στα κείμενα του, όπου δεν αφήνει το παραμικρό να παρεξηγηθεί:

«...απόστολοι και οι τούτων διάδοχοι. τίνες δ' ουν οι ΔΙΑΔΟΧΟΙ; ο της Ρωμαίων νυνι πρωτόθρονος, ο της Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Αλεξανδρείας τε και Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων. τούτο το πεντακόρυφον κράτος της εκκλησίας, παρά τούτοις το των θείων δογμάτων κριτήριον» [40].

Όχι μόνο ο Θεόδωρος μιλάει στον πληθυντικό για ΔΙΑΔΟΧΟΥΣ των Αποστόλων (και όχι για έναν διάδοχο), επιπλέον όμως θεωρεί ΟΛΟΚΛΗΡΟ το «πεντακόρυφο» αυτό «κράτος» ως κριτήριο των θείων δογμάτων! Από εκεί και πέρα, κάθε «παρεξήγηση» των λεγομένων του είναι εκ του πονηρού.

Ακόμα και όταν το ζήτημα αφορά «εγκωμιαστικές εκφράσεις του για τον Απόστολο Πέτρο, οι όποιες έχουν εκληφθεί ως μαρτυρίες υπέρ του παπικού πρωτείου», «θα γίνει ευχερεστέρα η σύγκριση και θα διαπιστωθεί η φραστική και νοηματική ομοιότητα» όταν οι φράσεις αυτές «παραλληλισθούν με αντίστοιχες που χρησιμοποιούνται για τους άλλους Αποστόλους» και έτσι θα φανεί «η συνέπεια και η ταυτότητα των θέσεων, τις οποίες εξέφραζε [ο Θεόδωρος] και προς όλες τις άλλες, πλην του πάπα, προσωπικότητες»[41].

Ο Παναγιώτης Χρήστου, αν και θεωρεί ότι μπαίνει ένα ζήτημα από το γεγονός ότι σε επιστολή του ο Θεόδωρος αναφέρεται σε σύγκλιση Οικ. Συνόδου από τον Πάπα ενώ συνηθιζόταν να συγκαλείται επίσημα από τον αυτοκράτορα, εντούτοις γράφει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται «εις το γεγονός ότι δεν ανεγνώριζε την αυθεντίαν των εικονοφίλων αυτοκρατόρων, κρυφίων και φανερών, ως και των Μοιχειανών».

Και συμπληρώνει:

«Δεν έχει βεβαίως πολλήν σπουδαιότητα το γεγονός ότι καλεί εις τας επιστολάς του τον πάπαν ισάγγελον και την έδραν της Ρώμης πρωταρχίαν, έναντι της πενταρχίας των πατριαρχείων, και ποιμεναρχίαν, διότι τοιαύται εκφράσεις είναι συνήθεις εις την επιστολογραφίαν των Βυζαντινών [...] αι εκφράσεις αύται δύνανται να ερμηνευθούν, χωρίς προσφυγήν εις το υπό ρωμαϊκήν έννοιαν πρωτείον, διά της αναφοράς εις τας διώξεις τας οποίας αντιμετώπιζον τότε οι ορθόδοξοι εικονόφιλοι» [42].

Ενδιαφέρον έχουν και τα όσα σημειώνει ο έγκυρος πατρολόγος, σε εκτενή βιβλιοκρισία του για έργο που πραγματεύεται εκκλησιολογικά προβλήματα της μεσοβυζαντινής εποχής:

«επικαλείται [ο συγγραφέας του υπό βιβλιοκρισία έργου] αρκετά χωρία απαντώντα εις συγγράμματα θεολόγων της περιόδου, Μαξίμου, Δαμασκηνού, Νικηφόρου Α΄, Θεοδώρου Στουδίτου, τα οποία μαρτυρούν αναγνώρισιν του πρωτείου υπό την δυτικήν έννοιαν, επισημαίνει δε επίσης αρκετάς ενδεικτικάς ενεργείας. Ότι τα πράγματα δεν είναι τόσον απλά, καθίσταται φανερόν εκ της απουσίας θετικής αναγνωρίσεως του πρωτείου ΠΑΡ' ΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΔΡΟΣ. Όλοι οι ανωτέρω θεολόγοι, καθώς και άλλοι, μόνον εις στιγμάς ανταγωνισμού επικαλούνται τον πάπαν της Ρώμης. Η καταφυγή εις αυτόν αποτελεί απλώς επιχείρημα κατ' αντιπάλων, αιρετικών ή διωκτών. Ό,τι λέγεται εις τοιαύτας περιστάσεις, δεν είναι σταθερόν περιεχόμενον διδασκαλίας, είναι όπλον. Ό,τι λέγεται νηφαλίως και άνευ εξωτερικής πιέσεως, είναι προϊόν σταθεράς πεποιθήσεως. Εις την δευτέραν ταύτην περίστασιν το μόνον το οποίον λέγεται είναι ότι η έδρα της Ρώμης έχει πρωτείον τιμής και όχι εξουσίας, είναι το πρώτον τη τάξει εις την πενταρχίαν πατριαρχείον»[43].

Όπως γράφει και στη μελέτη του για την Ζ΄ Οικ. Σύνοδο ο καθ. Γιαννόπουλος Βασίλειος:

«Ο Θεόδωρος […] χαρακτηρίζει τους θρόνους της Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ως 'το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας' και ως 'το των θείων δογμάτων κριτήριον'. Επειδή όμως δεν ήταν τότε, κατά την έναρξη της δεύτερης περιόδου της εικονομαχίας, δυνατή η έλευση στην Κωνσταντινούπολη ή η έκφραση γνώμης από τους πατριάρχες της Ανατολής, λόγω της αραβοκρατίας, πρότεινε την αποστολή αντιπροσωπειών εκ μέρους των εικονομάχων και των εικονοφίλων προς τον Ρώμης για τη λήψη κανονικώς ορθής απόφασης για το θεολογικό πρόβλημα των ιερών εικόνων. Πράγματι στην εν λόγω επιστολή του ο Θεόδωρος προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα, για θέματα πίστεως, στο θρόνο της Ρώμης [...] Η τελευταία αυτή θέση του δεν ανατρέπει την παραπάνω σχετική με το 'πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας'. Η συγκυρία των ημερών εκείνων δεν επέτρεπε τότε να λειτουργήσει και να εκφρασθεί 'το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας', αφού, μετά την εκθρόνιση του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου, μόνο ο Ρώμης ήταν σε θέση να αποφανθεί ελεύθερα από έξωθεν επιδράσεις»[44].

Ο Βασίλης Τσίγκος στη διατριβή του, παρουσιάζει μια πολύ χρήσιμη μεθοδολογία. Γνωρίζοντας πόσες παρεξηγήσεις αλλά και εκμεταλλεύσεις έγιναν με αφορμή συγκεκριμένες φράσεις από τις επιστολές του Θεοδώρου, αναλύει σε βάθος την επιστολογραφία του Θεοδώρου Στουδίτη:

«...θα μελετηθούν οι σχετικές επιστολές και στη συνέχεια θα γίνει σύντομη αναφορά σε ικανό αριθμό άλλων, τις οποίες απέστειλε ταυτόχρονα με παραλήπτες αξιόλογες ηγετικές προσωπικότητες, όπως είναι επίσκοποι, αυτοκράτορες, καθώς και διάφοροι αυτοκρατορικοί επίσημοι της εποχής του. Η παρουσίαση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί καταρχήν θα εμφανισθεί ευκρινώς ο τρόπος γραφής του ιερού πατρός, ο οποίος εμφανίζεται να αρέσκεται στην ευρύτατη και αφειδώλευτη απόδοση επαινετικών χαρακτηρισμών, εγκωμιαστικών και φιλοφρονητικών εκφράσεων γράφοντας προς όλους, τόσο προς τους πάπες της Ρώμης, όσο και προς τους άλλους πατριάρχες, καθώς επίσης και σε πλήθος από προσωπικότητες όλων των κοινωνικών διαβαθμίσεων. Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας απόπειρας καταγραφής θα είναι άκρως διαφωτιστικό και ενδιαφέρον, αλλά εξίσου αναγκαίο και εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί θα συμβάλει αποφασιστικά, έτσι ώστε οι πολλές αναφορές του Θεοδώρου για έναν από τους πατριάρχες, όπως είναι ο πάπας, να ερμηνευθούν σε ‘ορθόδοξα’ πλαίσια, τα οποία πιστεύεται πως προσεγγίζουν στην αυθεντική ερμηνεία των θέσεών του. Αντίθετα, εάν τα πλαίσια αυτά αγνοηθούν, μάλλον θα απομακρύνουν το σύγχρονο μελετητή από όσα πραγματικά υποστήριζε» [45].

Τα συμπεράσματα είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά:

- Η επιστολή αρ. 275, απευθύνεται προς τον «πάπα ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ»(!) με τον εξής τίτλο: «Τω τα πάντα αγιωτάτω πατρί πατέρων, φωστήρι φωστήρων, κυρίω μου και δεσπότη μακαριωτάτω πάπα Αλεξανδρείας, Θεόδωρος ελάχιστος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου» [46].

- Από την ίδια επιστολή προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα.
α) Ούτε καν τον τίτλο του πάπα δεν αποδίδει αποκλειστικά στον Ρώμης.
β) Καθώς στέλνει την ίδια επιστολή και «προς τον της Αντιοχείας πατριάρχην», προσφωνεί και τους δύο με τους τίτλους «αποστολική... θειοτάτη κορυφή» και «μεγάλη και θεία κεφαλή».
γ) Για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δηλώνει ότι είναι «ο πρώτιστος, η ιερά ημών κεφαλή» [47].

- Η επιστολή αρ. 276, απευθύνεται στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θωμά και αν το προοίμιο θεωρηθεί δογματικό κατά γράμμα, τότε ο Θεόδωρος του αναγνωρίζει …πρωτείο ανάμεσα στους πέντε: «...η της σης μακαριότητος υπάρχει κορυφή, συ ΠΡΩΤΟΣ πατριαρχών, ΚΑΝ ΠΕΝΤΑΖΟΙΣ τω αριθμώ»[48]!

- Εκτός των άλλων, ο τίτλος «αποστολικός» δεν αποδίδεται μόνο στον πάπα Ρώμης, αλλά εξίσου και στους άλλους πατριάρχες. «Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως για τον Θεόδωρο τα αξιώματα και οι τίτλοι δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία από μόνοι τους, εάν όσοι τους κατέχουν δεν πράττουν αντάξια με όσα συμβολίζουν οι τίτλοι τους. Γι' αυτό το λόγο... προτρέπει τον πατριάρχη Ιεροσολύμων να δραστηριοποιηθεί και με τις πράξεις του να γίνει ένας από τους δώδεκα Αποστόλους» [49].

Η ανάλυση θα ήταν μακρά και για όποιον επιθυμεί, έχουμε καταγράψει στις υποσημειώσεις τη βιβλιογραφία για περαιτέρω ανάγνωση. Το λεξιλόγιο του Θεοδώρου, το οποίο οι προτεστάντες χαρακτήρισαν «γλοιώδες», και εξαιτίας του ονόμασαν τον Στουδίτη «υποτελή» και «δουλοπρεπή», δεν είναι παρά τρόπος γραφής και μορφή της επιστολογραφίας του προς ΟΛΟΥΣ. Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί είναι κάτι συνηθισμένο στις επιστολές του, αλλά και στη βυζαντινή αλληλογραφία γενικότερα. Ο Θεόδωρος ονομάζει «αποστολικούς» όλους τους πατριάρχες και όχι μόνο τον Ρώμης, μιλάει για «πρωτείο» ακόμη και του Ιεροσολύμων, ονομάζει «πάπα» τον Αλεξανδρείας, και όλα αυτά έρχονται στις σωστές τους διαστάσεις μόνο με προσεκτική μελέτη των εκατοντάδων επιστολών του.

Και αυτό επίσης που οι συκοφάντες εικονομάχοι του Προτεσταντισμού δεν γνωρίζουν, ή δεν θέλουν να το γνωρίζουν, είναι ότι οι τιμητικοί τίτλοι που αποδίδονται στους Λειτουργούς της Εκκλησίας, δεν αποδίδονται στο πρόσωπο, αλλά στο ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ, το οποίο είναι του Χριστού και όχι των προσώπων. Οι τιμητικοί τίτλοι απευθύνονται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, του οποίου εικόνα και χέρια είναι οι ιερείς, και όχι αυτοδύναμοι αποδέκτες του τίτλου.

Στη ζωή του άλλωστε ο Θεόδωρος αποδείχθηκε ατρόμητος σε κάθε είδους πίεση και τιμωρία, και κανείς δεν δικαιούται να του προσάψει τέτοιες μομφές! Κανένα ζήτημα κολακείας δεν υπάρχει, διότι προσφωνεί με την ίδια φιλοφρόνηση ακόμη και πρόσωπα τα οποία ψέγει για τη συμπεριφορά τους! Το ανυποχώρητο του χαρακτήρα του σε σημείο υπερβολής, οι εξορίες, οι φυλακίσεις, οι μαστιγώσεις, ο ατρόμητος έλεγχος πατριαρχών και αυτοκρατόρων, διαψεύδει πέρα από κάθε αμφιβολία οποιονδήποτε ισχυρισμό περί δουλοπρέπειας, και δείχνει άνθρωπο που όχι μόνο για «κτήματα» δεν ενδιαφερόταν, αλλά ούτε και για την ίδια του τη ζωή.



Επίλογος

Πιστεύουμε ότι δείξαμε και αποδείξαμε μέσα από έγκυρη βιβλιογραφία, ότι ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος έσφαλε κατά τις κρίσεις του, τις οποίες δυστυχώς μέχρι ενός σημείου ακολούθησε και ο άγιος Νεκτάριος. Δείξαμε επίσης πόσο πρόχειρες, πόσο ανεδαφικές και κάποτε, πόσο φαιδρές ήταν οι κατηγόριες που εκτόξευσαν οι προτεστάντες για το πρόσωπο του Θεοδώρου Στουδίτη.

Όταν λοιπόν από εδώ και πέρα θα επικαλούνται ξανά τη ρήση του Ιωσήφ Βρυενίου: «διεφθαρμένος γαρ βίος πονηρά τίκτει δόγματα, και δόγματα, και δόγματα φαύλα, φαύλον βίον απογεννά» ας θυμούνται καλύτερα τον «μέγα» ιδρυτή τους τον Λούθηρο και ας ρίξουν μια ματιά στα «κατορθώματα» του[50]. Τον Λούθηρο που προκειμένου να μην αποτύχει το κίνημά του, όταν ξέσπασε επανάσταση των εξαθλιωμένων χωρικών, τους πολέμησε στηριζόμενος στη βίαιη δύναμη των ηγεμόνων, τους οποίους ξεδιάντροπα προέτρεψε «να χτυπήσουν, να σκοτώσουν και να μαχαιρώσουν, στα κρυφά η στα φανερά, έχοντας πάντα κατά νουν πως τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο φαρμακερό, επιζήμιο η διαβολικό από έναν επαναστάτη»[51]· Τελικά, 130.000 επαναστατημένοι χωρικοί έπεσαν νεκροί[52]. Και αργότερα, επειδή οι Εβραίοι δεν του έκαναν τη χάρη να ασπαστούν τον προτεσταντισμό, δίδασκε ότι έπρεπε να απαγορευτεί η ιουδαϊκή λατρεία[53], ενώ «οι συναγωγές, τα σχολεία και τα σπίτια τους θα πρέπει να καταστραφούν, τα βιβλία τους να παρθούν, και αυτοί να στερηθούν των οικονομιών τους και να οδηγηθούν, είτε στην εξορία, είτε ως εργάτες στους αγρούς»[54]… Για να δούμε προς τα που μπορεί κάποιος να αναζητήσει την αγιότητα…

Σημειώσεις

[1] Βλ. για την ταραγμένη αυτή περίοδο, σχετικό άρθρο της ΟΟΔΕ: http://www.oodegr.com/oode/orthod/praktikes/eikonoklastes_karkagiannis_1.htm.

[2] Γιαννόπουλος Βασίλειος, «Θεόδωρος ο Στουδίτης και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος» (ανάτυπον από ΕΕΘΣΑ, τόμ. ΛΗ΄), Αθήνα 2003, σελ. 277.

[3] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182.

[4] Μπούμης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 180.

[5] Μπούμης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 182.

[6] Νικ. Μητσόπουλος, «Παράδοσις Ιερά», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 10, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 26.

[7] Βλ. Νεκταρίου Κεφαλά, «Μάθημα ποιμαντικής», εν Αθήναις 1898, σελ. 49 και 82.

[8] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τομ. 3Β΄. Από Λέοντος του Γ΄ μέχρι Βασιλείου του Α΄», έκδ. 6η, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932, σελ. 182.

[9] Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τομ. 3Β΄, ό.π., σελ. 165.

[10] Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τομ. 3Β΄, ό.π., σελ. 182.

[11] Κουκουλές Φαίδων, «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τομ. Α2, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1948-1955, σελ. 134, υποσ. #7.

[12] Κουκουλές Φαίδων, «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τομ. Γ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1948-1955, σελ. 241, υποσ. #3.

[13] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Η', «Βυζαντινός ελληνισμός - μεσοβυζαντινοί χρόνοι 642-1071 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 61β.

[14] Τσίγκος Βασίλειος, «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αυθεντία και Πρωτείο» (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 95-98.

[15] Αναστασίου Ιωάννης, «Ανθολογία πηγών Εκκλησιαστικής Ιστορίας», τομ. Α΄, τεύχ. Α΄ (Α΄- ΙΑ΄αι.), Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 453.

[16] Θεόδωρος ο Στουδίτης, «Λόγοι αντιρρητικοί κατά εικονομάχων», έκδ. 2η, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2006, σελ. 17.

[17] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τομ. Ε' (ΣΤ'-Θ' αιώνες), 2η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 371.

[18] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 98.

[19] «Θεόδωρος Στουδίτης», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 210.

[20] Θεόδωρος ο Στουδίτης, «Λόγοι αντιρρητικοί κατά εικονομάχων», έκδ. 2η, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2006, σελ. 11-12.

[21] «Θεόδωρος Στουδίτης», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 211.

[22] Γιαννόπουλος Βασίλειος, «Θεόδωρος ο Στουδίτης και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος», ό.π., σελ. 299.

[23] Θεόδωρος ο Στουδίτης, «Λόγοι αντιρρητικοί…», ό.π., σελ. 13.

[24] «Θεόδωρος Στουδίτης», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 211.

[25] Θεόδωρος ο Στουδίτης, «Λόγοι αντιρρητικοί…», ό.π., σελ. 13.

[26] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 60.

[27] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τομ. Ε', ό.π., σελ. 363.

[28] Θεόδωρος ο Στουδίτης, «Λόγοι αντιρρητικοί…», ό.π., σελ. 14.

[29] Ζαχαρόπουλος Νίκος, «Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 187.

[30] Ware Κάλλιστος, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία» (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 90.

[31] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η', «Βυζαντινός ελληνισμός - μεσοβυζαντινοί χρόνοι 642-1071 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 80β.

[32] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η', ό.π.

[33] Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Β', 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 69-70.

[34] Ware Κάλλιστος, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», ό.π., σελ. 88.

[35] Ware Κάλλιστος, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», ό.π., σελ. 80.

[36] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση», τόμ. Β΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 97.

[37] Ware Κάλλιστος, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», ό.π., σελ. 89.

[38] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 207.

[39] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α΄, σελ. 854.

[40] PG 99, 1417C.

[41] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 194.

[42] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τομ. Ε', ό.π., σελ. 372.

[43] Περιοδ. «Κληρονομία», τόμ. 03, τεύχ. 1 (ΙΑΝ 1971), Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 165.

[44] Γιαννόπουλος Βασίλειος, «Θεόδωρος ο Στουδίτης και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος», ό.π., σελ. 298-299.

[45] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 221-222.

[46] PG 99, 1156.

[47] PG 99, 1157.

[48] PG 99, 1161.

[49] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 226.

[50] Βλ. σχετικό άρθρο της ΟΟΔΕ: http://www.oodegr.com/oode/protestant/luther_antisimitismos1.htm.

[51] UNESCO, «Ιστορία της Ανθρωπότητας», τόμ. 11, «Η Θεμελίωση των Νεώτερων Χρόνων 1300-1775», εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 3759.

[52] Chamberlin E.R., «Η Καθημερινή Ζωή στην Αναγέννηση», Παπαδήμας, Αθήνα 1995, σελ. 207.

[53] Λήμμα «Αντισημιτισμός», Θρησκειολογικό Λεξικό, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 60.

[54] Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, «Ορθοδοξία, η σύγχρονη πρόκληση», 3η έκδ., εκδ. Άλφα-Δέλτα, Αθήνα 1990, σελ. 147-148.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου