Μιὰ πρώτη ἐκτίμηση μὲ ἀφορμὴ ἕνα σχόλιο
Πρὶν τὴν δημοσίευση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μητροπολίτη Πειραιῶς στὸν
Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη παρουσιάζουμε τὸ παρακάτω χαιρέκακο σχόλιο ποὺ δεχθήκαμε
καὶ τὸ ἀναρτήσαμε στὸν οἰκεῖο τόπο. Ἀφήνουμε στὸν ἀναγνώστη νὰ μαντέψει τὸν
πιθανὸ χῶρο προέλευσης τοῦ σχολίου.
«Γιατί δεν δημοσιεύετε την
επιστολή-κόλαφο του Πειραιώς προς τον Βαρθολομαίο; Ελπίζουμε να αφυπνισθούν κι
άλλοι επίσκοποι από τον Φλογερό Ιεράρχη και να μαζέψουν τον Βαρθολομαίο...
Βέβαια, αν γίνει κάτι τέτοιο,
καταλαβαίνω ότι η παρασυναγωγή του Τρικαμηνά δεν θα έχει με τι να ασχοληθεί και
θα ψάχνει αιτίες για να αποτειχισθεί και να κράζει τους Ορθοδόξους.
Και μη μου πείτε, ότι θα ήξερε κανένας
τον Τρικαμηνά αν δεν είχε παραποιήσει τον Ιερό Κανόνα, ακολουθώντας πιστά τον
παλαιοημερολογίτη Θεοδώρητο Μαύρο. Ή ότι θα υπήρχαν άνθρωποι που θα διάβαζαν
κείμενα του Σημάτη... Παραδεχτείτε το, οι κερδισμένοι από αυτή την ιστορία
είστε εσείς».
Βιάστηκε ὁ σχολιογράφος νὰ βγάλει συμπεράσματα. Τὸ ἀκόμα
χειρότερο, γράφει πικρόχολα. Τοῦ ἀπαντοῦμε, λοιπόν, τὰ ἑξῆς:
1. Τὴν ἐπιστολή,
ἀφοῦ τὴν διαβάσαμε, εἴχαμε ἀποφασίσει νὰ δημοσιεύσουμε, ἀλλὰ ἡ τεχνικὴ τῆς ἀναρτήσεως
λόγω τοῦ μεγέθους της μᾶς προβλημάτισε. Τελικα τὴν δημοσιεύουμε σὲ τρεῖς
συνέχειες.
2. Καὶ τὴν
δημοσιεύουμε γιατί πράγματι συστηματοποιεῖ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν καταλογίσει ἐπὶ
χρόνια οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀντι-Οἰκουμενιστὲς κατὰ τοῦ αἱρεσιάρχη Βαρθολομαίου καὶ
θέτει τὸν Πατριάρχη πρὸ τῶν εὐθυνῶν του, κάνει δὲ γνωστὸ σὲ ἕνα εὐρύτερο κοινό,
τὸ ὅλο πρόβλημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ποιὸς εἶναι ὁ κυρίως ὑπεύθυνος.
3. Ἐλπίζεις
ἀνώνυμε, νὰ ἀφυπνιστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι. Μακάρι νὰ γίνει αὐτό. Εἶναι καὶ
δική μας εὐχὴ καὶ προσπάθεια. Καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος ὅτι τότε θὰ εἴμαστε ὅλοι
κερδισμένοι κι ὄχι μόνο ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε πνευματικὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ.
4. Τὴν
συκοφαντία ὅτι ὅσοι ἔχουμε πνευματικὸ τὸν π. Εὐθύμιο, ἔχουμε κάνει
παράταξη-παρασυναγωγή, τὴν ἀφήνουμε ἀσχολίαστη. Σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀειμνήστου
π. Αὐγουστίνου Καντιώτη, ἀνήκουμε στὴν παράταξη τοῦ Χριστοῦ. Δηλώνουμε, ὅμως, ἁπλὰ
ὅτι ἀκολουθοῦμε κατὰ συνείδηση τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὰ κείμενά μας, καὶ κυρίως τὰ κείμενα τοῦ π. Εὐθύμιου,
κυκλοφοροῦν σὲ βιβλία καὶ στὸ διαδίκτυο, καὶ κανεὶς μέχρι τώρα δὲν τὰ ἀνέτρεψε.
Ἀντίθετα ὁ π. Παῦλος Δημητρακόπουλος ποὺ ἔγραψε μιὰ κριτικὴ ἐναντίον του, ἔλαβε
μιὰ τόσο ἁγιοπνευματικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο, ὥστε, παρόλο ποὺ μᾶς
ζήτησε τὸ κείμενο τοῦ π. Ευθυμίου (πρὶν ὁλοκληρωθεῖ ἡ σὲ συνέχειες δημοσίευσή
του γιὰ νὰ ἀνταπαντήσει, καὶ τοῦ τὸ στείλαμε), ἦσαν τόσο καταλυτικὰ τὰ ἁγιοπατερικὰ
στοιχεῖα ποὺ παρουσίασε ὁ π. Εὐθύμιος, ὥστε δὲν μπόρεσε νὰ ἀπαντήσει. Ἐξάλλου ὁ
ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς, εἶχε γράψει ἐπιστολὴ στὸν π. Εὐθύμιο, στὴν ὁποία,
ἐκεῖνο ποὺ ἐσεῖς φτάνετε νὰ ὀνομάζετε «παρασυναγωγή» (τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Διακοπὴ
Μνημοσύνου δηλαδή), ὁ Πειραιῶς ἐπαινεῖ γράφων:
«Ἐκφράζω Ὑμῖν συγχαρητηρίους προσρήσεις διὰ τὴν ἐξαίρετον, ἐκπληκτικὴν
ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως Ὑμετέραν ἐργασίαν» πρὸς «ὑπεράσπισιν τῆς κανονικῆς ἀληθείας».
Ἀκόμα, ὁ
Πειραιῶς, ἀποδέχεται ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο τὸν Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτέμιο, τὸν
διωκόμενο λόγῳ τῆς Πίστεως ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σερβίας καὶ τὸν Κων/πόλεως. Καὶ ὡς γνωστόν, ὁ Σεβ/τος
Ἀρτέμιος συλλειτούργησε πρόσφατα μὲ τὸν π. Εὐθύμιο καὶ ἐπισκέφτηκε τὴν ἀποτειχισμένη
ἐνορία του στὸ Βόλο, ὁ δὲ π. Θεόδωρος Ζήσης μνημονεύει τὸν Ράσκας Ἀρτέμιο.
Ἐπὶ πλέον
ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης ἔχει δηλώσει ἐνώπιον ἑκατοντάδων ἀκροατῶν, σὲ ὁμιλία του
στὸ Βόλο τὴν «συμπαράσταση πρὸς τὸν ταλαιπωρούμενο ἀδελφὸ καὶ πατέρα, πρὸς τὸν ἀδίκως
τιμωρηθέντα π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε καὶ ἐσήκωσε μόνος ἐπὶ ἔτη
τὸ «βάρος τῆς ἡμέρας», τὸ βάρος τῆς
ἀντιπαραθέσεως μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὰς Ἐπισκόπους».
Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἀνώνυμοι
ὀρθολογιστικοὶ σχολιασμοί σας ἐκφράζουν μόνο ἐσᾶς καὶ δείχνουν ἐμπάθεια.
Φτάνουν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ συκοφαντοῦν ἀστήρικτα τὸν π. Εὐθύμιο, ἀκόμα καὶ ὅτι
εἶναι ὀπαδὸς ἀποβιώσαντος ἤδη ...παλαιοημερολογίτη ἱερωμένου(!), τὴ στιγμὴ ποὺ
οἱ παλαιοημερολογῖτες ...κατηγοροῦν τὸν π. Εὐθύμιο, διότι τοὺς ἐλέγχει στὰ
βιβλία του, ἀφοῦ ἀντιτίθεται στὴν δογματοποίηση τῶν 13 ἡμερῶν καὶ στὶς ἀντιμαχόμενες
παρατάξεις τοῦ Παλαιοῦ. Εἶναι, ἐπίσης, γνωστὸ πὼς ἀκολουθεῖ τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἑστιάζοντας
ὅλο τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς
ἡγέτες του.
Ἀντίθετα ὁ
Πειραιῶς ποὺ ὑποστηρίζετε, ἀνώνυμε, ἀκόμα καὶ στὴν σημερινὴ σημαντικὴ κατὰ τὰ ἄλλα
ἐπιστολή του, ἀρνεῖται νὰ χαρακτηρίσει ὡς αἱρετικὸ τὸν Πατριάρχη, τὸν θεωρεῖ ὀρθόδοξο,
τοῦ μιλᾶ, ὡσὰν νὰ ἀνακάλυψε μόλις χθὲς τὶς καινοτομίες του, καινοτομίες καὶ στὸ
κήρυγμα καὶ στὶς πράξεις του, ποὺ μὲ πεῖσμα, ἐπιμονὴ καὶ βία ἐπὶ δεκαετίες ἐπιβάλλει,
ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ αἱρετικοί, καὶ χωρὶς νὰ ἔχει δείξει κανένα δεῖγμα ἐπιστροφῆς
στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
5. Εὐχόμαστε
ἡ Ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Μητροπολίτη Πειραιῶς, παρὰ τὸ ἔλλειμμά της, νὰ γίνει ἀφετηρία
ἀλλαγῆς πορείας γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Πειραιῶς καὶ ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ θὰ
ξυπνήσει τὶς κοιμισμένες συνειδήσεις καὶ θὰ τὸν ἀναδείξει ὡς ἡγέτη γιὰ ὅλους ὅσους
ἀγωνιοῦμε καὶ εἴμαστε «ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα».
Θὰ δοῦμε
τὶς ἀντιδράσεις τοῦ Πατριάρχη, τὶς περαιτέρω κινήσεις τοῦ Πειραιῶς καὶ θὰ τὸν ἀκολουθήσουμε,
ἂν ὅλα αὐτὰ εἶναι εἰλικρινῆ καὶ ἀνυστερόβουλα. Ἡ μέχρι τώρα πορεία τοῦ Πειραιῶς,
ὅμως, μᾶς κάνει νὰ εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί, καθόσον δὲν εἴδαμε πουθενὰ καὶ ἀπὸ
κανένα μετάνοια, συγγνώμη ὡς πρὸς τὴν μέχρι τώρα ἀκολουθητέα γραμμή. Καὶ καθὼς ἐπίσης,
ἔχουμε διδαχθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὅτι κάθε αἵρεση θέλει νὰ κερδίσει χρόνο γιὰ νὰ
ἀνακόψει τὶς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν καὶ τὶς ἀποστασιοποιήσεις τους ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς·
κάθε αἱρετικὸς δρᾶ μὲ ὑπουλότητα, ὑπόγειες διαβουλεύσεις, ὑποσχέσεις, ἐκδουλεύσεις
καὶ συμφωνίες, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ ἐπιβάλλει τὶς θέσεις του. Πόσο μᾶλλον ἡ ἐσχάτη
αἵρεση τῆς ἱστορίας, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἡγέτες
της, ποὺ ἀκόμα μέχρι καὶ τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα συμπροσεύχονταν μὲ τὸν Πάπα
καὶ τοὺς Ἀγγλικανούς, καὶ ἀντάλλασσαν εὐχὲς καὶ δῶρα!
Α΄ Μέρος
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ἀπέστειλε
εὐλαβῶς πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ τήν
κάτωθι ἐπιστολήν:
᾿Αριθμ. Πρωτ. 722 ᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Ἰουνίου 2013
Τῆ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι,
τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως,
Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικῶ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ μοι κ. Βαρθολομαίῳ Α΄,
Rum
Patrikhanesi
34.220
Fener - Haliç – Instabul
TURKIYE
Παναγιώτατε,
Θειότατε καί Πάνσεπτε Δέσποτα,
Μετά τοῦ
προσήκοντος σεβασμοῦ καί εἰλικρινοῦς υἱϊκῆς ἀγάπης, προαγόμεθα νά γνωρίσουμε
εἰς Ὑμᾶς τά κάτωθι˙ ταπεινῶς φρονοῦμεν, ὅτι ὡς ἔσχατο μέλος τοῦ Παναγίου καί
Παναχράντου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δή ὡς Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, πέραν τῆς
ὑπαγωγῆς μας στήν οἰκεία Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἁγιωτάτης καί Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική μας Ἀρχή, ἀνήκουμε ἐν ταυτῶ
καί στήν καθόλου καί Ἀδιαίρετο Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί
ἔχουμε ταπεινό λόγο γιά τά θεολογικά, δογματικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα.
Γι’αὐτό, στήν ὀψέποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξο ἤ Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδο ἐάν δέν εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου ἐπιθυμοῦμε νά
συμμετέχουμε, ὡς διαποιμαίνοντες Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἡ ἀναφορά στά θέματα αὐτά δέν
μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς παρέμβαση στά ἐσωτερικά ἄλλης Ὁμοδόξου Ἐκκλησίας καί δή
τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετά τοῦ ὁποίου, ὅμως, ὅπως καί
μεθ’ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κοινό εἶναι τό Εὐαγγέλιο, κοινή ἡ
θεολογική καί ἐκκλησιαστική παράδοση, κοινόν τό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί
Ἱερῶν Κανόνων, κοινή ἡ δογματική διδασκαλία, κοινή ἡ Ἱερά καί ἡ Πατερική
Παράδοση.
Υἱϊκῶς καί
ταπεινῶς ἐπικοινωνοῦντες μεθ’ Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, οὐδέποτε λησμονοῦμεν
ὅτι ὀφείλουμε τήν Ἀρχιερωσύνη κατ’ ἄνθρωπον στήν ἐγνωσμένη Ὑμετέρα ἀγάπη καί
ὅτι ἔχουμε γευθεῖ τῆς εὐγενείας καί τῆς
Ὑμετέρας στοργῆς. Διά τοῦ παρόντος ὅμως Ἐπισκοπικοῦ γράμματος,
ἐπιθυμοῦμεν ὡς υἱός πρός τόν Πατέρα αὐτοῦ νά ἐκφράσουμε, τήν ἄφατη ἀγωνία καί
συνοχή, θλίψη καί ἔκπληξη, πού δοκιμάσαμε ἐξ αἰτίας τῶν δηλώσεων, ἐκδηλώσεων
καί ἐν γένει κινήσεων τῆς Ὑμετέρας Πανσέπτου Παναγιότητος, κατά τήν πρόσφατη
πατριαρχική ἐπίσκεψη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλά καί εἰς
Κωνσταντινούπολιν, μέ ἀφορμήν τόν ἑορτασμόν τῆς συμπληρώσεως 1700 ἐτῶν ἀπό τήν
ὑπογραφή τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων», καθώς καί γιά τήν πρότριτα γενομένη
ἐπίσκεψη Ὑμῶν στήν Τσεχία καί Σλοβακία, κατά τίς ὁποῖες ἐκφράζονται θέσεις,
ἐκτιμήσεις καί ἀπόψεις, ἐλάχιστα συμβιβαζόμενες πρός τό Ὀρθόδοξο δόγμα, ἦθος
καί ἔθος καί οἱ ὁποῖες προκαλοῦν καί ἐμποιοῦν ἀπορία στό πλήρωμα τῶν πιστῶν,
ἐγκυμονοῦν δέ καί κινδύνους καί ἀπροβλέπτες συνέπειες διά τήν ἑνότητα
αὐτῆς ταύτης τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συνόλῳ αὐτῆς.
αὐτῆς ταύτης τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συνόλῳ αὐτῆς.
Διευκρινίζοντας
πλέον σαφέστερα τά πράγματα, μέ ἀπόλυτο σεβασμό πρός τό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου καί πρός τό Πατριαρχικό Ἐκκλησιαστικό καί Διακονικό ἀξίωμα Ὑμῶν
καί πρός τό Θεοτίμητο πρόσωπο Ὑμῶν, καταθέτουμε πρός Ὑμᾶς τά κάτωθι μέ καρδιακό
πόνο, ἀγάπη καί εἰλικρίνεια καί ἀλήθεια.
Κρίνουμε
ἀδήριτη τήν ἀνάγκη συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου μέ τή συμμετοχή ἁπάντων τῶν
Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων καί λαϊκῶν
θεολόγων, ἡ ὁποία θά ἔχει μέγα χρέος καί πρώτιστο καθῆκον νά καταδικάσει τήν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπό τό φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καί
Ἱεροκανονικῆς διδαχῆς καί παραδόσεως καί νά ἐξαγγείλει στήν Πόλη καί τήν
Οἰκουμένη, ὅτι ἡ σωτηρία δίδεται μόνο ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί
Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι, δίχα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, δέν
ὑπάρχει δυνατότης κοινωνίας μετά τοῦ ζῶντος Θεοῦ διό καί ἡ παροῦσα ἀναφορά μας
ὑποβάλλεται ὡς σχετική αἴτησις πρός Ὑμᾶς τόν Ἔχοντα τήν θεόθεν εὐθύνην
συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
Τά πραχθέντα
καί λεχθέντα ὑφ’ Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, στό Μιλᾶνο, ἀναμοχλεύουν στή μνήμη
μας τά λόγια τοῦ ἡγιασμένου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀπευθυνομένου πρός
τόν ἀοίδιμο προκάτοχο καί ποδηγέτη Ὑμῶν, κυρό Ἀθηναγόρα. Γράφει ὁ Γέρων:
«Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων
φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα,
ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου,
νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ
κι αὐτό, ἔστω γιά μία βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας
μας... Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην
δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα
μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ
κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε
ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις.
Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό
νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν (sic).
Μέ μία τέτοια
περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά
δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός,
δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει
μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν
ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί
μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης
μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα
πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ
ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει».
Α) Ποιά
πανορθόδοξη ἀπόφαση;
Λαμβάνουμε
υἱϊκῶς θάρρος καί ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Ἡ μετάβαση Ὑμῶν, τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τῆς Σεπτῆς Κορυφῆς τῆς ὑπ’ οὐρανόν Ὀρθοδοξίας, στό
Μιλάνο ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα καί ἀπόφαση κάποιας Συνόδου Πανορθοδόξου; Θεωροῦμε ὅτι
γιά ἕνα τέτοιο σοβαρό ζήτημα, πού ἅπτεται τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς
Παπικούς, θά ἔπρεπε νά ἐρωτηθοῦν ἅπασαι οἱ κατά τόπους Ἱερές Σύνοδοι τῶν
Ἱεραρχῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί νά ὑπάρχει συγκατάθεση, ἀπόφαση, εὐλογία.
Ἡ πανορθοδόξως ἀποφασισθεῖσα διεξαγωγή θεολογικοῦ διαλόγου μέ τήν ἑτεροδοξία
καλύπτει τέτοιες ἐνέργειες «συγχοροστασίες καί συμπροσευχές»;
Β)
Ἐκκλησιολογική σύγχυση
Εἶναι
πασιφανές, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ὁμιλίες, πού ἐκφώνησε ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης
στό Μιλάνο, ὅτι διδάσκετε καινοφανῆ, πρωτοφανῆ καί οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία,
βεβαίως, τυγχάνει ἀλλοτρία καί ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἀποδέχεσθε τίς κακόδοξες οἰκουμενιστικές
θεωρίες περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» και «δύο πνευμόνων». Ἀναγνωρίζετε τίς
αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ (Λουθηρανοί,
Μεταρρυθμισμένοι) ὡς «Ἐκκλησίες» ἰσότιμες καί ἰσάξιες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀναγνωρίζετε τόν αἱρεσιάρχη Πάπα, τούς Καρδιναλίους, τούς Πάστορες σάν νά ἔχουν
ἔγκυρη ἱερωσύνη, μυστήρια καί ἀποστολική διαδοχή. Χρησιμοποιεῖτε ὁμοειδῆ
θεολογία καί γιά τούς ἀλλοθρήσκους (Μουσουλμάνους, Ραββίνους). Γιά Σᾶς,
Παναγιώτατε, ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις μαζί μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν
ἤδη τή «Μία Ἐκκλησία», ἡ ὁποία ὅμως, στόν παρόντα καιρό εἶναι διηρημένη καί
προχωρᾶ πρός τήν ἑνότητά της. Γιά τοῦ
λόγου τό ἀληθές, παραθέτομεν τά Ὑμέτερα λόγια ἀπό τίς ὁμιλίες Ὑμῶν:
Στό Μιλᾶνο
ἀποκαλέσατε πολλάκις τόν Καρδινάλιο κ. Angelo Scola ὡς ἑξῆς: «Σεβασμιώτατε
ἀδελφέ ἐν Κυρίῳ Καρδινάλιε, Ἀρχιεπίσκοπε Μιλάνου». Τόν θεωρεῖτε ὡς διάδοχο τοῦ
ἁγίου Ἀμβροσίου -«Ὁ ἐκ τῶν προκατόχων σας, Σεβασμιώτατε ἀδελφέ Καρδινάλιε,
Ἅγιος ᾿Αμβρόσιος» - καί ὡς πνευματικό ἡγέτη μέ τά λόγια: «ἡ ἐπέτειος
αὕτη... εἶναι κυρίως
προβληματισμός καί εὐθύνη ἡμῶν τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν ἔναντι τῆς
ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου» . Ἀποκαλέσατε τούς ὑπολοίπους Καρδιναλίους
«ἀδελφούς Ἱεράρχας», τούς λαϊκούς Παπικούς «υἱούς καί θυγατέρες ἐν Χριστῷ
ἀγαπητούς», «ἀδελφούς καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά». Ἀποκαλέσατε τόν κ. Enzo
Bianchi τοῦ γνωστοῦ οἰκουμενιστικοῦ, οὐνιτικοῦ και μεικτοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Bose
ὡς ἑξῆς: «Ὁσιολογιώτατε κύριε Enzo Bianchi, Ἡγούμενε τῆς Μοναστικῆς Κοινότητος
τοῦ Bose καί λοιπά μέλη αὐτῆς» καί «προσφιλή και αγαπητό». Ἐπίσης, προσθέσατε
καί τά ἐξῆς: «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου», «ἀπευθύνομεν
πρός πάντας ὑμᾶς ἐπί τῇ ἀδελφικῇ καί πνευματικῇ ταύτῃ συναντήσει τό
"Χριστός Ἀνέστη"», «Εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιά τήν ἀδελφοσύνη πού
ἐπικρατεῖ ἀνάμεσά μας, ἀνάμεσα στίς δύο ἀδελφές ἐκκλησίες μας» καί «ἰδού
διανύομεν ὡς Ἐκκλησία».
Στήν ἡμερίδα
τῆς Κων/λης, ὅπου παρίσταντο ὁ νούντσιος τοῦ Βατικανοῦ στήν Ἄγκυρα, ὁ ὁποῖος
διάβασε μήνυμα τοῦ πάπα Φραγκίσκου, ἐκπρόσωποι τοῦ Παπισμοῦ καί λειτουργοί
θρησκευτικῶν κοινοτήτων τῆς Πόλης, στό χαιρετισμό ‘Υμῶν τούς ἀποκαλέσατε ὅλους
ἀδελφούς καί συλλειτουργούς: «Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ’ ἤ τό κατοικεῖν
ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό»; «ἅγιοι καί προσφιλέστατοι ἀδελφοί καί συλλειτουργοί ἐν
τῷ Ἀναστάντι Κυρίῳ», «ἐν Χριστῷ ἀδελφοί τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν», «εὐχαριστοῦντες
ταῖς ἀποστειλάσαις ὑμᾶς Ἁγίαις Ἐκκλησίαις καί τοῖς σεβασμίοις συναδελφοῖς
Προκαθημένοις αὐτῶν», «ἀδελφοί καί Πατέρες», «δεόμενοι τοῦ Κυρίου, ὅπως δίδῃ
ἡμῖν πᾶσι καί ταῖς Ἐκκλησίαις ἡμῶν».
Παραλλήλως,
στήν Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιο λέτε: «ἐπικοινωνοῦντες πρός τήν ἐν
παντί τόπω καί χρόνῳ ἐκκλησίαν».
Ἐπίσης, στίς
ὁμιλίες Ὑμῶν στή Τσεχία καί Σλοβακία, παρουσίᾳ Καρδιναλίων, Εὐαγγελικῶν καί
λοιπῶν «χριστιανικῶν ὁμολογιῶν», προσφωνήσατε
: «Αἰδεσιμώτατε κ. Joel Ruml, Πρόεδρε τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου -
Synod senior τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας τῶν Τσέχων Ἀδελφῶν», «Σεβασμιώτατοι,
Θεοφιλέστατοι καί Αἰδεσιμώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν
καί Ὁμολογιῶν», «Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί», «τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά», «ἐκλεκτοί
ἀδελφοί καί τέκνα», «ἀδελφοί καί φίλοι ἐν Χριστῷ», «ἤλθομεν ἐνταῦθα ἴνα
συμπνευματισθῶμεν μεθ’ὑμῶν πάντων», «τόν ὁποῖον (Μεγάλο Κων/νο) ἐφέτος ἅπασαι
αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι ἰδιαιτέρως τιμῶμεν», «Σεβασμιώτατοι
Καρδινάλιοι κ. κ. Dominik Duka καί Miloslav VLK», «εὑρισκόμεθα σήμερον ἐν μέσῳ
ἀδελφῶν ἀγαπητῶν… ρωμαιοκαθολικῶν πιστῶν».
Στήν πρόποση
Ὑμῶν, κατά τό γεῦμα στό μέγαρο τῆς Πράγας μέ τούς Παπικούς ἀναφέρατε:
«Ἡ γλῶσσα αὕτη ἀπετέλεσε τόν κ ρ ί κ ο ν τόν συνδέοντα ἅπαντα τόν σλαβικόν κόσμον, τόν δημιουργήσαντα μίαν σχολήν ἐντός τῆς Μιᾶς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», «Γνωρίζοντες καί κηρύττοντες… μία ἡ Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ», «ὀφείλομεν νά ἐπισημάνωμεν ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία», «Οἱ δύο Ἅγιοι (Κύριλλος και Μεθόδιος) ἦσαν, εἶναι καί θά εἶναι συνεκτικός κ ρ ί κ ο ς διά τούς χριστιανούς ὅλων τῶν Ὁμολογιῶν, μάλιστα δέ διά τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ρώμης. Ἡ κληρονομία των εἶναι κοινή δι᾿ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀλλά καί διά πάντας τούς λαούς. Μελετῶντες τήν ζωήν καί ἐμβαθύνοντες εἰς τό παράδειγμά των, ἀποκομίζομεν ὠφέλειαν καί ἐμπνεόμεθα εἰς τήν ἄσκησιν τοῦ λειτουργήματος ἡμῶν ἕκαστος».
«Ἡ γλῶσσα αὕτη ἀπετέλεσε τόν κ ρ ί κ ο ν τόν συνδέοντα ἅπαντα τόν σλαβικόν κόσμον, τόν δημιουργήσαντα μίαν σχολήν ἐντός τῆς Μιᾶς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», «Γνωρίζοντες καί κηρύττοντες… μία ἡ Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ», «ὀφείλομεν νά ἐπισημάνωμεν ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία», «Οἱ δύο Ἅγιοι (Κύριλλος και Μεθόδιος) ἦσαν, εἶναι καί θά εἶναι συνεκτικός κ ρ ί κ ο ς διά τούς χριστιανούς ὅλων τῶν Ὁμολογιῶν, μάλιστα δέ διά τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ρώμης. Ἡ κληρονομία των εἶναι κοινή δι᾿ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀλλά καί διά πάντας τούς λαούς. Μελετῶντες τήν ζωήν καί ἐμβαθύνοντες εἰς τό παράδειγμά των, ἀποκομίζομεν ὠφέλειαν καί ἐμπνεόμεθα εἰς τήν ἄσκησιν τοῦ λειτουργήματος ἡμῶν ἕκαστος».
Στήν ὁμιλία
Ὑμῶν πρός τούς Ἀντιπροσώπους τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου καί τά
μέλη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας, προσφωνήσατε τούς Παπικούς,
τούς Λουθηρανούς καί τούς Μεταρρυθμισμένους ὡς ἑξῆς : «Σεβασμιώτατε κύριε
Stanislav Zvolensk, Ἀρχιεπίσκοπε τῶν ἐν Bratislava Ρωμαιοκαθολικῶν, Πρόεδρε τοῦ
Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου Σλοβακίας», «Σεβασμιώτατε κύριε Milos
Klatik, Γενικέ Ἐπίσκοπε τῆς ἐν Σλοβακίᾳ Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας, Πρόεδρε τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας», «Σεβασμιώτατε κύριε Laszlo Fazekas,
Γενικέ Ἐπίσκοπε τῆς Μετερρυθμισμένης Ἐκκλησίας, Ἀντιπρόεδρε τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας», «Ἱερώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί», «Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ
ἀγαπητά», «ἐκπροσώπων τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», «Τοῦτο συνιστᾷ τήν
ἱστορίαν πιστότητος-ἀπιστίας τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν», «Παρομοίως, αἱ Χριστιανικαί
Ἐκκλησίαι, τάς ὁποίας ἐκπροσωπεῖτε», «αἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν μᾶς
κάμνουν νά αἰσθανώμεθα τήν μοναξιάν τῆς καρδίας», «πολλοί ἐξ ἡμῶν ἐνδεδυμένοι
τόν ποδήρη χιτῶνα τῆς ἱερατείας», «Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, "κλήσεως
ἐπουρανίου μέτοχοι"», «Εἰς ἡμᾶς, εἰς τάς Ἐκκλησίας μας ἀνήκει σήμερον ἡ
ὑποχρέωσις…».
Ἐπί τῶν
ἀνωτέρω ἀπαραδέκτων ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς, δογματικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς
δηλώσεων Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἐπισημαίνομεν ὅτι σφάλλετε.
Σχετικά μέ τίς
κακόδοξες οἰκουμενιστικές θεωρίες περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» καί «δύο πνευμόνων»
καί τῆς Οὐνίας, εἶναι γνωστόν ὅτι αὐτές υἱοθετήθηκαν ἀπό τό ἀπαράδεκτο,
ἐπαίσχυντο καί ἄστοχο ἐκκλησιολογικῶς κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου τό 1993.
Ἐκεῑ ἀναγνωρίζεται ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ὄχι μόνο ὡς «Ἐκκλησία»,
ἀλλά καί ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία» μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Δηλαδή ἐξισώνεται
ἐκκλησιολογικῶς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τήν
αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἐπίσης, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός θεωροῦνται ὡς «οἱ δύο
πνεύμονες», μέ τούς ὁποίους δῆθεν ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἡ
προσηλυτιστική μέθοδος, ὁ Δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ, ἡ ἐπάρατη καί δαιμονική
Οὐνία, ἡ ὁποία προηγουμένως καταδικάσθηκε στή Βιέννη (26-31 Ἰανουαρίου 1990)
καί στό Freising τοῦ Μονάχου (6-15 Ἰουνίου 1990) ἀπό Ὀρθοδόξους καί Παπικούς
θεολόγους, στό Balamand τοῦ Λιβάνου ἀθωώθηκε πανηγυρικῶς, θεωρουμένη πλέον ὡς
κοινῶς ἀποδεκτός τρόπος «ἑνώσεως» Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ (οὐνιτικοῦ τύπου
ἕνωση). Ἀντιλαμβανόμεθα, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι Ὑμεῖς στηρίζεσθε σέ αὐτές τίς
ἀποφάσεις. Γνωρίζετε ὅμως ὅτι ἡ συμφωνία τοῦ Balamand δέν ἀποτελεῖ πανορθόδοξη
ἀπόφαση, διότι δέν τήν ὑπέγραψαν ἕξι τοπικές Ἐκκλησίες (Ἱεροσολύμων, Σερβίας,
Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Τσεχοσλοβακίας) . Δέν ὑπῆρξε, λοιπόν, καμμία
Πανορθόδοξη Σύνοδος ἤ ἔγκριση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Ἐνῷ, λοιπόν, δέν
ὑπῆρξε Πανορθόδοξη υἱοθέτηση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand, ἐν τούτοις ὑπῆρξε
Πανορθόδοξη ἀπόφαση ἀκυρώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Balamand στή Βαλτιμόρη τῆς
Ἀμερικῆς στίς 9-19 Ἰουλίου τοῦ 2000, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων τῶν
Ὁρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί μάλιστα καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐπίσης, ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες» δέν ἔχει υἱοθετηθεῖ, οὔτε κἄν στά κείμενα
τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων μέχρι καί σήμερα. Βεβαίως, καί Πανορθόδοξη Σύνοδος
νά γινόταν, πού θά ἐνέκρινε τόν ὅρο «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί τίς ὑπόλοιπες
οἰκουμενιστικές θεωρίες, θά ἦταν ἄκυρη, διότι θά εἶχε συγκληθεῖ ὡς ληστρική,
ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις της θά ἔρχονταν σέ ἄμεση καί πλήρη ἀντίθεση μέ τήν καθολική
καί διαχρονική ἁγιογραφική, ἀποστολική, ἱεροκανονική καί πατερική παράδοση τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πού χρησιμοποιήσατε στίς ὁμιλίες Ὑμῶν, ἐπισημαίνει καί
ὑπογραμμίζει ὅτι δέν μποροῦμε, ἀπαγορεύεται ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποκαλοῦμε
τούς ἀπίστους καί τούς αἱρετικούς «ἀδελφούς», ἐπειδή δεν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ
πνευματικῶς ἀπό τον Ἅγιο Τριαδικό Θεό διά τοῦ Ὀρθοδόξου Ἁγίου Βαπτίσματος.
Μετά ταῦτα,
ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Πῶς χρησιμοποιεῖτε τόν ὅρο «ἀδελφές
ἐκκλησίες», ὅταν αὐτός εἶναι ἁγιοπατερικῶς ἀμάρτυρος καί μάλιστα πανορθοδόξως
ἔχει ἀπορριφθεῖ καί ἀκυρωθεῖ; Διατί κάνετε ἐπιλεκτική χρήση τῶν πανορθοδόξων
ἀποφάσεων;
Πλέον
συγκεκριμένως, ἐρωτοῦμεν εὐλόγως: Κατά τήν Θεοτίμητον Παναγιότητα Ὑμῶν, πόσες
Ἐκκλησίες ὑπάρχουν; Μία ἤ πολλές; Ὁ Χριστός ἵδρυσε Μία ἤ πολλές ἐκκλησίες; Ὁ
Χριστός δέν ἵδρυσε μόνο τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως
ὁμολογοῦμε ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως; Ἀφοῦ,
λοιπόν, συμφώνως πρός τούς Ὑμέτερους Λόγους ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες καί ὅλοι
οἱ αἱρετικοί ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, τότε ὑπάρχουν καί πολλοί Κύριοι, πολλές
πίστεις, πολλά βαπτίσματα. Ὅμως, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, τό στόμα τοῦ
Χριστοῦ, λέει ὅτι ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». Στόν ὀρθόδοξο
χῶρο κάνουμε λόγο γιά Ὀρθοδοξία (ὀρθή δόξα περί Θεοῦ) καί γιά αἵρεση, πλάνη
(πλανεμένη, ἐσφαλμένη, διαστρεβλωμένη δόξα περί Θεοῦ). Ἀπό πότε, ὅμως, οἱ
αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν ἐκκλησίες;
Ὁ ἅγιος Νικόδημος
ὁ Ἁγιορείτης, τόν ὁποῖο χρησιμοποιήσατε στίς ὁμιλίες Ὑμῶν, ἐλέγχει τά ἀνωτέρω,
ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «ἵνα τί ὑπολαμβάνετε ὄρη τετυρωμένα»;, σημειώνει
ὅτι ὁ θεῖος Δαβίδ λέει αὐτόν τό λόγο πρός τούς ἐχθρούς της Ἐκκλησίας, ρωτῶντας
τους: Γιατί ἐσεῖς νομίζετε πώς ὑπάρχουν ἄλλα ὄρη στερεά καί ἄσειστα, ἔξω ἀπό
τήν Μία Ἐκκλησία τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν; Δηλαδή, γιατί νομίζετε
πώς οἱ ἄλλες συναγωγές καί τά συστήματα τῶν ἀσεβῶν καί κακοδόξων εἶναι ὄρη
στερεά καί ἀκίνητα, ἐνῶ δέν εἶναι; Παραθέτει, ἐπίσης, καί τή μαρτυρία τοῦ
μεγάλου ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐπιτιμᾷ οὖν τοῖς τάς τῶν
αἱρετικῶν Ἐκκλησίας ὑπολαμβάνουσιν εἶναι τετυρωμένας, ἤγουν συνεστηκυίας καί
στερεάς˙ οὐδέν γάρ ἐν αὐταῖς τό δυνάμενον τρέφειν εἰς ἕξιν πνευματικήν».
Ἀναγνωρίζετε,
Παναγιώτατε Δέσποτα, τόν Παπισμό ὡς «Ἐκκλησία»; Εἶναι, ὅμως, «ἐκκλησία» ἤ
αἵρεσις; Πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων ἔχουν καταδικάσει τόν Παπισμό ὡς αἵρεση.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ὁρισμένες: Τήν Σύνοδο τοῦ 879-880 στήν Κωνσταντινούπολη,
ἐπί τοῦ Πανσέπτου Προκατόχου Ὑμῶν Οἰκουμενικοῦ Πατρός καί Ἰσαποστόλου Μεγάλου
Φωτίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄
Οἰκουμενική, ἐπειδή σέ αὐτή συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί
τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η΄ καί οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν
ὁμόφωνα ἀποδεκτές, καταδίκασε ὡς αἱρετική τή διδασκαλία τοῦ Filioque. Ἡ
διδασκαλία αὐτή ἐπεκράτησε δυστυχῶς ὡς ἐπίσημη διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ, ἀπό τίς
ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος (1014) μέχρι σήμερα. Ἡ καταδίκη αὐτή ἰσχύει κατ’ ἐπέκτασιν καί διά τήν αἵρεση τῶν
Προτεσταντῶν, ἐπειδή καί αὐτοί ἀποδέχονται τήν αἱρετική αὐτή διδασκαλία. Ὁ
Παπισμός, ἀποδεχόμενος ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά ἀπό ἕνα αἰῶνα καί πλέον, μία
αἱρετική διδασκαλία, πού εἶχε ἤδη καταδικάσει μαζί μέ τά ἄλλα Ὀρθόδοξα
Πατριαρχεῖα, αὐτοαναιρεῖται καί αὐτοκαταδικάζεται ὡς αἵρεση. Πέραν τούτου, ὅλες
οἱ ἑπόμενες Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, ὅπως οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι τοῦ 1170,
1341, 1450, 1722, 1838, 1895, ἀπεριφράστως καταδικάζουν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση.
Ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τόν Μέγα Φώτιο, ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα τοῦ 1054 ἅγιοι, ὅπως ὁ
ἅγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ
ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ ἅγιος
Ἰουστίνος Πόποβιτς κ.ἄ., ὁμοφώνως καταδικάζουν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση. Ὁ
Παπισμός δέν εἶναι «Ἐκκλησία», ἀλλά κράτος, τό Βατικανό. Οὔτε εἶναι
«Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία». Δέν εἶναι οὔτε Ρωμαίϊκη, οὔτε Καθολική, οὔτε
Ἐκκλησία. Δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ρωμηοσύνη, οὔτε μέ τή Ρωμανία. Δέν εἶναι
Καθολική, ἀφοῦ χωρίσθηκε μόνη της ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1054 μ.Χ. Δέν
εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε κράτος, ὑποκύπτοντας στόν τρίτο πειρασμό τοῦ
Χριστοῦ. Δέχθηκε ὁ Παπισμός τήν πρόταση τοῦ διαβόλου νά τόν προσκυνήσει καί νά
τόν κάνει κοσμικό παντοκράτορα τῆς γῆς. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἡ ὀρθή
Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Ρωμηοί, σέ μᾶς ἀνήκει ἡ
Ρωμανία, ἡ Ρωμηοσύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, ΚΑΘΟΛΙΚΗ καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία, ἡ ἀληθής Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.
Πάνω στήν
ἀνωτέρω ἐσφαλμένη θεολογική ἀντίληψη, Παναγιώτατε Δέσποτα, πολύ εὔστοχα
παρατηρεῖ ὁ αἰδεσιμολογιώτατος πρεσβύτερος π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος τῆς τῶν
Πατρέων Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας: «…μήπως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπαψε ἀπό τό 787
μ.Χ. νά αὐτοπροσδιορίζεται καί νά ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν πλάνη, τό ψέμα καί
τήν αἵρεση; Ἡ ἄποψη αὐτή δέν ὁδηγεῖ σέ αὐτοαναίρεση τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησιολογίας; Τί θά συμβεῖ, ἄν αὐτή ἡ συλλογιστική, ὅτι, ἐπειδή γιά τόν
Παπισμό, ὁ ὁποῖος παρουσιάστηκε μετά τόν 9ο αἰώνα, δέν ἔχει ἀποφανθεῖ κάποια
Οἰκουμενική Σύνοδος, κανένας Ὀρθόδοξος καί μάλιστα ὑπεύθυνος ποιμένας, δέν ἔχει
τό δικαίωμα νά τόν χαρακτηρίζει ὡς αἵρεση, τήν ἐπεκτείνουμε καί σέ ἄλλες
αἱρέσεις; Διερωτῶμαι γιά τούς Ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, τούς Μορμόνους, τούς
Πεντηκοστιανούς, τούς τηλευαγγελιστές κ.ο.κ., ποιά Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει
ἀποφανθεῖ; Ἤ μήπως καί αὐτοί δέν εἶναι αἱρετικοί»;
Πῶς εἶναι
δυνατόν Ὑμεῖς, Παναγιώτατε, ὁ πνευματικός ἡγέτης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά
διαλέγεσθε μέ τόν ἀμετανόητο Παπισμό, ὅταν αὐτός δέν ἔχει ἀποκηρύξει τίς
πάμπολλες αἱρέσεις του καί δέν ἔχει δείξει ἴχνος μετανοίας; Ἤ μήπως δέν εἶναι
φοβερές καί τρομερές αἱρέσεις Α) ἡ κρατική ὑπόσταση καί δομή τοῦ Βατικανοῦ μέ
ὑπουργεῖα καί ὑπουργούς καί τράπεζες, β) τό Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ), γ) ἡ κτιστή Θεία Χάρις, δ) τό πρωτεῖο ἐξουσίας, ε)
ἡ κατοχή τόσο τῆς κοσμικῆς ὅσο καί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Πάπα, στ)
τό ἀλάθητο, ζ) οἱ θεωρίες περί ἐσχάτου κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, περί αὐθεντίας,
περί μοναρχικοῦ ἀξιώματος, ἐκκλήτου καί ἀναμαρτησίας, περί ἄκρου Ἀρχιερέως τοῦ
Πάπα, η) τό διά ραντισμοῦ «βάπτισμα», θ) τά ἄζυμα (ὄστια), ι) ἡ μεταβολή τοῦ
ἄρτου καί οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μέ τά ἰδρυτικά λόγια καί ὄχι μέ τήν
ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ θεωρία τῆς μετουσιώσεως, ια) ἡ στέρηση τῆς
κοινωνίας τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς καί ἡ παροχή σέ αὐτούς μόνο τοῦ
Σώματος, ιβ) ἡ στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπό τά νήπια, ιγ) ἡ Μαριολατρεία, ιδ)
ἡ ἄσπιλος σύλληψη καί ἡ ἐνσώματη ἀνάληψη τῆς Θεοτόκου, ιε) τό καθαρτήριο πῦρ,
ιστ) τά λυσίποινα, ιζ) ἡ περίσσεια ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, ιη) ἡ περίσσεια τῶν
ἔργων τῶν Ἁγίων, ιθ) ἡ ἀξιομισθία τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, κ) τά ἀγάλματα καί
γενικά ἡ θρησκευτική ζωγραφική ἀντί τῆς Ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, κα) ἡ
ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου, κβ) ἡ ἀναγνώριση σφαγέων (βλ. Στέπινατς) ὡς
«ἁγίων», κγ) ἡ θεωρία περί προσβολῆς καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης,
λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί γενικά τό δικανικό πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο
κυριαρχεῖται ὁ Παπισμός, κδ) ἡ ἀπόρριψη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ ἐκμετάλλευσή
της ὡς ὀργάνου τῆς παπικῆς διδακτικῆς ἐξουσίας (ὁ Πάπας εἶναι ἡ Παράδοση), κε)
ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἀλάθητος Πάπας εἶναι ὁ μοναδικός φύλακας, κριτής καί ἑρμηνευτής
τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, κστ) ἡ θεώρηση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ὡς ὑπερφυσικοῦ
δώρου τῆς Θείας Χάριτος, πού προστέθηκε ‘κατά συμβεβηκός’ στό ‘κατ’εἰκόνα’, τό
ὁποῖο νοεῖται μέσα σέ πλαίσια αὐτάρκειας καί στατικότητας, κζ) ἡ ἀπώλεια τῆς
ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί ἡ διατήρηση ἀλωβήτου καί σώου τοῦ κατ’εἰκόνα, κη) ἡ
«πάσχουσα ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τούς πιστούς, πού βρίσκονται στό
καθαρτήριο πῦρ, κθ) ἡ ἀπόρριψη τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, λ) τό συγκεντρωτικό
καί ἀπολυταρχικό διοικητικό σύστημα μέ ἀπόλυτο μονάρχη τόν Πάπα, πού εἰσήγαγε
τόν παποκαισαρισμό, λα) τά μοναχικά τάγματα καί ὁ ὀργανωτικός-κοινωνικός
χαρακτήρας τοῦ μοναχισμοῦ, λβ) ὁ ἀπρόσωπος καί δικανικός χαρακτήρας τοῦ
μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, λγ) ἡ ἐπάρατη Οὐνία, δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ;
Ἐνῷ παγκοσμίως
τό σπίτι τοῦ παπισμοῦ κλονίζεται ἐπικίνδυνα λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς
αὐτοδικαιώσεως τῶν παπικῶν, τῆς ἀνηθικότητός τους, τῶν σκανδάλων παιδεραστίας,
τῶν οἰκονομικῶν σκανδάλων, Ὑμεῖς, Παναγιώτατε Δέσποτα, στηρίζετε τόν παπισμό.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί τῆς θεοεγκαταλείψεως τῶν
Παπικῶν εἶναι καί τά δύο ἑπόμενα : α) στίς 29-4-2012 στήν Αὐστρία στήν πόλη
Hartberg ἔγινε παπική πασχαλινή παιδική «Λειτουργία» μέ κούνελο, καί β)
παπικός «ἱερεύς» ντυμένος κλόουν. Σέ «φωτογραφία (πού κυκλοφορήθηκε ἐμφαίνεται)
ντυμένος κλόουν ὁ Ρωμαιοκαθολικός “ἱερέας” Grzegorz Wita καί Καθηγητής τοῦ
τμήματος Οἰκουμενικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σιλεσίας στό Κατοβίτσε
(Katowicach) Πολωνίας. Ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπό συνέδριο γιά τήν ἱεραποστολή
στούς νέους». Μάλιστα στίς 19.12.2010 εἶχε πραγματοποιηθεῖ καί παπική
λειτουργία, κατά τήν ὁποία οἱ συμμετέχοντες, ἀπό τόν «ἱερέα» μέχρι καί τόν
τελευταῖο πιστό, ἦταν ντυμένοι σάν κλόουν, διακοσμώντας ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν
ναό μέ μπαλόνια καί ἄλλα σύνεργα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ κλόουν, γιά νά
διασκεδάζουν τά μικρά παιδιά.
Ἔχουν, λοιπόν,
«ἱερωσύνη» αὐτοί, πού ντύνονται σάν καρνάβαλοι; Ἔχουν ἰσχύ τά «μυστήριά» τους,
ὅπως θέλουν νά μᾶς πείσουν οἱ οἰκουμενιστικοί κύκλοι; Μποροῦμε νά ταυτιστοῦμε
μέ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μετατρέπουν τούς ναούς τους σέ θέατρα μέ χορῳδίες,
τραγουδιστές, σκύλους καί τώρα καί κλόουν; Κατά τά ἄλλα, Παναγιώτατε Δέσποτα,
ὁμιλεῖτε περί τῆς μαρτυρίας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στούς διαλόγους καί περί
διατηρήσεως τῆς ἀμωμήτου πίστεως.
Ἀναγνωρίζετε,
Παναγιώτατε Δέσποτα, καί τόν Προτεσταντισμό ὡς «Ἐκκλησία». Εἶναι, ὅμως,
«ἐκκλησία» ἤ αἵρεση; Οἱ αἱρετικοί Λουθηροκαλβῖνοι ἤ Προτεστάντες ἤ
Διαμαρτυρόμενοι ὀνομάζονται Χριστιανοί, ἀλλά εἰς μάτην περιφέρουν τό ὄνομα καί
καυχῶνται ὅτι εἶναι Χριστιανοί, διότι δέν ἔχουν μέρος μέ τό Χριστό. Οἱ
Διαμαρτυρόμενοι μόρφωση μόνο ἔχουν Χριστιανισμοῦ, τήν δέ δύναμή του ἀρνήθηκαν,
διότι: α) Δέν παραδέχονται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀλλά λένε οἱ κατάρατοι
ὅτι Αὐτή, μετά τήν ἄφθορη καί ὑπερφυῆ σύλληψή της καί τόν ἀνερμήνευτο τόκο τοῦ
Υἱοῦ καί Θεοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ συνεμίγη μέ τόν Ἰωσήφ, ἔτεκε ἀπό
αὐτόν κι ἄλλα τέκνα, ὅπως οἱ μνημονευόμενοι στό ἱερό Εὐαγγέλιο ἀδελφοί τοῦ
Κυρίου, στήν πραγματικότητα τέκνα τῆς θανούσης γυναικός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. β)
Δέν ἀποδίδουν καμμία τιμή καί ὑπεροχή σέ Αὐτήν, ὡς πρός τήν ἀρετή καί τήν
ἁγιότητα πάνω ἀπό ὅλους καί ὅλες τούς ἁγίους, ἀλλά ἰσχυρίζονται οἱ μικροί ὅτι
εἶναι κοινή γυναῖκα, δηλ. ὅπως μία ἀπό τίς γυναῖκες τοῦ κόσμου! γ) Δέν παραδέχονται
ὅτι πρέπει νά παρακαλεῖται ἡ Θεοτόκος καί οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι γιά τήν σωτηρία
καί βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καί ὅτι θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῶν ἁγίων! δ) Δέν
προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες, τόν τίμιο Σταυρό, τό ἱερό Εὐαγγέλιο κτλ., δηλ.
εἶναι νέοι εἰκονομάχοι. ε) Δέν προσεύχονται κατ’ ἀνατολάς, δέν κάνουν τό σημεῖο
τοῦ Σταυροῦ, οὔτε γονυκλισίες ἤ μετάνοιες κτλ. στ) Ἀπορρίπτουν ὡς ἄσκοπο τό νά
μνημονεύομε καί νά δεόμεθα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ζ) Παντελῶς ἀποδοκιμάζουν οἱ
ἄφρονες τήν ἐξομολόγηση καί τόν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ! η) Ἀποβάλλουν τή
θεοπνευστία, τήν αὐθεντία καί τό ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. θ) Δέ
δογματίζουν τή μεταβολή, δηλ. ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί
Αἷμα Χριστοῦ μέ τήν θεία ἐπίκληση τοῦ ἱερέως, ἀλλά ὅτι ἡ θεία μυσταγωγία
γίνεται ἁπλῶς σέ ἀνάμνηση τοῦ μυστικοῦ Δείπνου! ι) Πιστεύουν στό διπλό ἀπόλυτο
προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, ὁ Θεός, ἄλλους προορίζει γιά τήν αἰώνιο ζωή
καί ἄλλους γιά τήν αἰώνια κόλαση. ια) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τούς
ἁγίους Πατέρες καί θεωροῦν τήν Ἁγία Γραφή ὡς τή μοναδική πηγή Ἀποκαλύψεως (sola
scriptura). ιβ) Ἀρνοῦνται τήν ὁρατή Ἐκκλησία καί πιστεύουν στήν ἀόρατη καί
ἰδανική Ἐκκλησία. ιγ) Υἱοθετοῦν τήν αἵρεση τοῦ Filioque. ιδ) Ὑποστηρίζουν τήν
αἱρετική διδασκαλία γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς, τή γνωστή
ubiquitas. ιε) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱεραρχία μέ τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια καί τήν ἱερωσύνη
ὡς μυστήριο. ιστ) Περιορίζουν τόν ἀριθμό τῶν μυστηρίων μόνο σέ δύο, τό βάπτισμα
καί τή θεία Εὐχαριστία, στηριζόμενοι στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ. ιζ)
Ἀπορρίπτουν τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. ιη) Θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν
σώζεται, σώζεται μέ μόνη τή Χάρη τοῦ Θεοῦ (sola gratia) καί μέ μόνη τή πίστη
(sola fide) καί ὅτι στήν παροῦσα ζωή ὁ πιστός εἶναι ταυτόχρονα δίκαιος καί
ἁμαρτωλός (simul justus et peccator). ιθ) Τοποθετοῦν τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου στή
μετά θάνατον ζωή. κ) Πρεσβεύουν ὅτι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, τό
κατ’εἰκόνα ἐξαχρειώθηκε, καταστράφηκε τελείως. κα) Κάθε προτεστάντης εἶναι
αὐτός ἀπό μόνος του ἡ Ἐκκλησία, ἡ Παράδοση. Αὐτός κατέχει τό πρωτεῖο καί τό
ἀλάθητο. Κάθε προτεστάντης εἶναι κι ἕνας πάπας. Ἐνῷ δηλ. στόν Παπισμό ἔχουμε
ἕνα Πάπα, στόν Προτεσταντισμό ἔχουμε πολλούς Πάπες. κβ) Ἐπιτρέπουν τήν ἱερωσύνη
τῶν γυναικῶν καί τήν χειροτονία ὁμοφυλοφίλων.
Τί μεγάλη
διάσταση ὑπάρχει μεταξύ ἡμῶν καί τῶν διαμαρτυρομένων! Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε
κοινό μεταξύ φωτός καί σκότους, μεταξύ Χριστοῦ καί Βελίαρ! Ὁ Θεός, λέει ὁ θεῖος
Χρυσόστομος, εἶναι παντοῦ, ὄχι ὅμως καί στήν καρδιά τοῦ ἀσεβοῦς. Αὐτοί, κατά τό
γεγραμμένο, «ηὐλίσθησαν ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται γνῶσις» , δηλ. δέν
ἐπισκοπεῖ ὁ Κύριος. Μεταξύ ἡμῶν καί αὐτῶν εἶναι ἀδύνατο ποτέ νά γίνει ἕνωση. Ἡ
διάσταση εἶναι τόση, ὅση μεταξύ Θεοῦ καί διαβόλου. Τόσο χωρισμένοι εἶναι οἱ
Λουθηροκαλβῖνοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ὅσοι ἀποδύονται στόν ἀγώνα τῆς ἑνώσεως
ἐφορμοῦνται ἀπό ἰδιαίτερα αἴτια! Αὐτό εἶναι ἀναντίρρητο! Ὅταν ἀκούσουμε ὅτι ὁ
διάβολος σωφρονίσθηκε καί ἑνώθηκε μέ τά ἀγγελικά τάγματα, τότε θά πιστεύσουμε
ὅτι εἰλικρινῶς θά ἑνωθοῦν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι μέ ἐμᾶς!
Ὡς φυσικός
ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς «Ἐκκλησιῶν» ἐκ μέρους Ὑμῶν,
Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση
ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καί τῶν μυστηρίων τους.
Τά μυστήρια,
ὅμως, τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατα, γιατί οἱ αἱρετικοί στεροῦνται τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, λόγῳ τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική
Ἐκκλησία. Κατά τόν νζ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Καρθαγένης, τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν
συντελοῦν στήν καταδίκη τους: «ἐν ἧ (τῇ μιᾷ ἐκκλησίᾳ) πάντα τά ἁγιάσματα
σωτηριωδῶς αἰώνια καί ζωτικά περιλαμβάνονται ἅτινα τοῖς ἐπιμένουσιν ἐν τῇ
αἱρέσει, μεγάλην τῆς καταδίκης τήν τιμωρίαν πορίζουσιν, ἵνα, ὅπερ ἦν αὐτοῖς ἐν
τῇ ἀληθείᾳ πρός τήν αἰώνιον ζωήν ἀκολουθητέον φωτεινότερον, τοῦτο γένῃται
αὐτοῖς ἐν τῇ πλάνῃ σκοτεινότερον καί πλέον καταδεδικασμένον˙ ὅπερ τινές ἔφυγον
καί τῆς ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς μητρός τά εὐθύτατα ἐπιγνόντες, πάντα ἐκεῖνα τά
ἅγια μυστήρια φίλτρῳ τῆς ἀληθείας ἐπίστευσαν καί ὑπεδέξαντο».
Στούς
αἱρετικούς δέν ὑφίσταται κἄν ἀληθές βάπτισμα ἤ χρῖσμα («ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα
βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω της καθολικῆς ἐκκλησίας˙ ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν
μόνη τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος˙… ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά
τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»). Ὁ λόγος εἶναι προφανής˙ «παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου
ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν» καί «οὐ γάρ δύναται ἐν
μέρει ὑπερισχύειν˙ εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι˙ εἰ οὐκ
ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὧν, Πνεῦμα Ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι,
ἑνός ὄντος τοῦ Βαπτίσματος καί ἑνός ὄντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μιᾶς
ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ἀρχῆθεν
λέγοντος τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης˙ καί διά τοῦτο τά ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ
καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα» . Ὁ Κανόνας αὐτός δέν ἀποτελεῖ κάτι τό
καινοφανές στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀπήχηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου˙ «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως
ὑμῶν˙ εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». Κάθε ἄλλη θεώρηση θά ἀνέτρεπε αὐτή
τήν ἐκκλησιολογική βάση. Γιατί, ἀπό τή μιά, ἄν μία εἶναι ἡ Καθολική, Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία καί ἕνα εἶναι τό ἀληθές Βάπτισμα, πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἀληθές τό
Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἀφοῦ αὐτοί δέν εἶναι μέσα στήν Καθολική Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεκόπηκαν ἀπό αὐτή διά τῆς αἱρέσεως; Ἀπό τήν ἄλλη, ἄν εἶναι
ἀληθές τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, εἶναι ἀληθές καί τό Βάπτισμα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τότε, λοιπόν, δέν εἶναι ἕνα βάπτισμα, καθώς ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο, τό ὁποῖο εἶναι ἀτοπώτατο.
Σχετικά μέ τήν
χειροτονία καί τήν ἱερωσύνη τῶν αἱρετικῶν χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση τοῦ ξη΄
Κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «…τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων (τῶν αἱρετικῶν)
βαπτισθέντας, ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν».
Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν ἐν λόγω Κανόνα, λέει ὅτι αὐτοί,
πού βαπτίσθηκαν ἤ χειροτονήθηκαν ἀπό αἱρετικούς, δέν μποροῦν καθόλου νά εἶναι
Χριστιανοί μέ τό αἱρετικό αὐτό βάπτισμα ἤ καλύτερα μόλυσμα, οὔτε Ἱερεῖς καί
Κληρικοί μέ τήν αἱρετική αὐτή χειροτονία. Γι’αὐτό αὐτοί ἀκινδύνως καί
βαπτίζονται ἀπό τούς ὀρθοδόξους Ἱερεῖς καί χειροτονοῦνται ἀπό τούς ὀρθοδόξους
Ἐπισκόπους. Γι’αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος γράφοντας πρός τούς Νικοπολίτες, λέει
ὅτι δέν θά συναριθμήσει ποτέ μαζί μέ τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον
πού χειροτονήθηκε καί ἔλαβε προστασία λαοῦ ἀπό τά βέβηλα χέρια τῶν αἱρετικῶν,
πρός ἀνατροπή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Προσθέτει ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί τή
μαρτυρία τοῦ σχολιαστοῦ Βαλσαμῶνος, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι, ἄν αἱρετικός ἱερεύς ἤ
διάκονος βαπτισθεῖ (ἤ μυρωθεῖ) ἡ προτέρα του ἱερωσύνη, ἐπειδή εἶναι μιαροσύνη,
λογίζεται ὡς ἀνύπαρκτη. Ἄν, ὅμως, μετά ἀπό αὐτά βρεθεῖ ἄξιος, γίνεται καί
ἱερεύς καί Ἀρχιερεύς. Ἐπειδή, λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν παρόντα Ἀποστολικό Κανόνα,
οἱ αἱρετικοί δέν ἔχουν ἱερωσύνη, ἄρα καί τά ἱερουργούμενα ἀπό αὐτούς εἶναι
κοινά καί ἄμοιρα Χάριτος καί ἁγιασμοῦ. Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Καθηγητής τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης: «Ἡ ἱερωσύνη στό πλαίσιο
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός
τελεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του. Ἡ
ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλα τά μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς
Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία “σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις”, κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο
Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει ὅτι, γιά νά ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά
ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Τά μυστήρια εἶναι σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου. Ζωντανά
κλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν νά ὑπάρχουν μόνον, ὅταν αὐτά εἶναι
ὀργανική προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή εἶναι ὀντολογικά συνδεδεμένα μέ τόν
κορμό τοῦ δένδρου».
Εἶναι φανερό
πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι διαχέετε τό πνεῦμα τοῦ συγχρόνου
διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’αὐτό καί δέχεσθε, ὀνομάζετε καί ἀναγνωρίζετε
τίς αἱρέσεις ὡς «Ἐκκλησίες», ἐρχόμενος σέ πλήρη ἀντίθεση καί ἀντίφαση μέ τήν
διαχρονική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τόν κάθε πιστό, ὅμως, θά πρέπει νά
τόν ἐνδιαφέρει τί λέει, τί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Γραφή, τό ἅγιο
Εὐαγγέλιο, οἱ ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἅγιοι
Πατέρες.
Ταπεινῶς
ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα: Διατί, ἐνῷ ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος
στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δέν προβαίνετε στήν μαζί τους
διαμυστηριακή κοινωνία; Αὐτό δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς
κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύετε τίς διακηρύξεις Ὑμῶν, ἡ
μυστηριακή διακοινωνία εἶναι μονόδρομος, γιατί ἄλλως ἀποδεικνύετε μέ τήν στάση
Ὑμῶν τήν ἀνυπαρξία τῶν τίτλων ἐκκλησιαστικότητος, πού ἀποδίδετε στούς
ψευδεπισκόπους τῶν κακοδόξων!!! Καί ἀποδεικνύεται ἀκόμη ὅτι αὐτή ἡ στάση
ἀποτελεῖ «εὐφυᾶ διπλωματία» ἀλλά χωρεῖ διπλωματία στά τῆς πίστεως;
Γ) Τό Διάταγμα
τῶν Μεδιολάνων
Στίς ὁμιλίες
Ὑμῶν καί ἰδιαιτέρως στήν Πατριαρχική καί Συνοδική ἐγκύκλιό Ὑμῶν ἀναφέρεσθε, Παναγιώτατε Δέσποτα, στό Διάταγμα
τῶν Μεδιολάνων καί στήν ἀνεξιθρησκεία καί προσπαθεῖτε νά στηρίξετε τήν
παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
βασιζόμενος στήν ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος, τό ὁποῖο, ὅμως, δέν ἔχει καμμία
σχέση μέ ὅσα σήμερα τεκταίνονται στό χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ καί
διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν προβάλλει τήν μοναδικότητα τοῦ
Εὐαγγελίου, δέν εὐνοεῖ τό Χριστιανισμό, ὅπως τόν εὐνόησε τό «Διάταγμα τῶν
Μεδιολάνων» καί ἡ μετέπειτα ἰσαπόστολη δράση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἀντίθετα μᾶς
ἐπιστρέφει στό πρό Χριστοῦ σκότος τῆς ἰσότητος καί ἰσοτιμίας τῶν θρησκειῶν, τῆς
ἀνεξιθρησκίας, στήν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν», ὅπως περιγράφεται στό κατά Ματθαῖον
Εὐαγγέλιο : «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου,
Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς
καθημένοις ἐν χώρᾳ και σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».
Κατ’ἀρχήν δέν
εἶναι ἀκριβές ὅτι τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καθιέρωσε την ἀνεξιθρησκεία. Το
Διάταγμα ἐκφράζει περισσότερο τή θέληση καί τήν ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου,
καί λιγότερο τοῦ Λικινίου, νά παύσουν οἱ φοβεροί και ἄδικοι διωγμοί τῆς
ρωμαϊκῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν και νά ἐπιτραπεῖ καί εἰς αὐτούς να
ἀσκοῦν ἐλεύθερα τά τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας τους, ὅπως αὐτό αὐτονοήτως
ἴσχυε γιά τούς ἄλλους ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας, ἀκόμη καί γιά τούς Ἰουδαίους.
Γιά νά μη
φανεῖ δέ στούς εἰδωλολάτρες ὅτι ἡ πολιτεία ἐγκαταλείπει τήν πατρῴα θρησκεία τῆς
πλειονότητος τῶν ὑπηκόων καί στρέφεται ἐμφανῶς ὑπέρ τῶν μέχρι τότε μετά μίσους
διωκομένων Χριστιανῶν, πού ἀποτελοῦσαν μειονότητα, οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων
ἐμφανίσθηκαν ὡς εἰσηγούμενες τήν ἀνεξιθρησκεία γιά ὅλους τούς ὑπηκόους τῆς
αὐτοκρατορίας, ὥστε νά ἀποτρέπονται σκέψεις γιά εὔνοια ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν, καί
αὐξηθεῖ το μῖσος ἐναντίον τους.
Εἶναι, ὅμως,
σαφές ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα ὅτι ὁ συγκρητισμός, ἡ ἀνάμειξη δηλαδή
διαφόρων θρησκειῶν, πού ἐπιστεύοντο ἐλεύθερα στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, ἐκ τῆς
ὁποίας ἀναμείξεως προῆλθε καί τό κίνημα τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἀποτελεῖ βασικό
γνώρισμα τῆς θρησκευτικῆς πολιτικῆς τῶν πρό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Ρωμαίων
αὐτοκρατόρων. Ἑπομένως καί πρό τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων» ὑπῆρχε
ἀνεξιθρησκεία, ἡ ὁποία ἐξαιροῦσε ἀδίκως μόνο τούς Χριστιανούς. Γιά τό λόγο αὐτό
τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι εἰσηγεῖται τή γενική
ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκίας, ἀλλά κυρίως ὅτι θεραπεύει τήν ἄνιση μεταχείριση τῶν
Χριστιανῶν, σέ σχέση μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό
τό κείμενο τοῦ «Διατάγματος», τό ὁποῖο ἐξέδωκε στίς 15 Ἰουνίου τοῦ 313 ὁ
Λικίνιος, μετά τήν θριαμβευτική του εἴσοδο στή Νικομήδεια καί τό ἀπηύθυνε πρός
τόν ἔπαρχο τῆς Βιθυνίας. Πρόκειται δηλαδή γιά διάταγμα, πού ἐξέδωκε ὁ Λικίνιος
στή Νικομήδεια, μέ βάση τή συμφωνία τῶν Μεδιολάνων.
Ἑπομένως, οἱ
ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐνέταξαν κατ᾽ ἰσονομίαν καί τόν μέχρι τότε διωκόμενο
Χριστιανισμό στά πλαίσια μιᾶς θεσμικά κατοχυρωμένης ἀνεξιθρησκείας και
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας , καί ἄνοιξαν πλέον τό δρόμο μέσα στά ἑπόμενα δέκα ἔτη,
γιά νά θεμελιωθεῖ τό πρῶτο καί μοναδικό σέ πολιτισμική καρποφορία καί χρονική
διάρκεια χριστιανικό κράτος, τό δρόμο ἐπίσης γιά τήν πλήρη ἐκχριστιάνιση τῆς
Εὐρώπης, πού τώρα δυστυχῶς ἔχει σχεδόν ἀποχριστιανισθεῖ.
Χωρίς
ἀμφιβολία, τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, μέ τήν ἐπίσημη νομική κατοχύρωση τῶν δύο
ἀρχῶν, δηλαδή τῆς ἐντάξεως καί τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς
ἐλευθερίας, ἀλλά καί τῆς ἐλευθερίας συνειδήσεως τῶν Ρωμαίων γιά τήν ἐπιλογή
ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστεως καί εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς, εὐνοοῦσε
κυρίως τόν Χριστιανισμό.
Παρατηροῦμε
ἐπίσης ὅτι ἔχει δοθῆ πολύ μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός τῶν ἑορταστικῶν
ἐκδηλώσεων γιά τά 1700 ἔτη ἀπό τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Συναντήσεις ἐπί
συναντήσεων, συσκέψεις ἐπί συσκέψεων καί ἰδιαίτερα ἀπόδοση μεγάλης σημασίας στό
ἐάν στίς ἐκδηλώσεις θά λάβει μέρος καί ὁ πάπας τῆς Ρώμης. Φαίνεται μάλιστα ὅτι
τίθενται κάποιοι ὅροι στίς διμερεῖς συναντήσεις μεταξύ Βατικανοῦ καί Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας), ἀπό τούς ὁποίους θά
ἐξαρτηθεῖ τό ἐάν ὁ πάπας θα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκληση, τήν ὁποία εἶναι
ἀποφασισμένη κατ’ ἐγκύρους πληροφορίας νά ἀποστείλει ἡ Σερβική Ἐκκλησία. Καί οἱ
ὅροι αὐτοί ἀσφαλῶς ἔχουν σχέση μέ τό πῶς θά προβληθεῖ ἀνά τόν κόσμο ἡ δῆθεν
ἐξέχουσα, καί πρωτιστεύουσα θέση τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκα, μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν
ἡγετῶν, πῶς δηλαδή θά προβληθεῖ τό κανονικῶς ἀνύπαρκτο πρωτεῖο τοῦ πάπα, πού
ἀποτελεῖ ἀκανθῶδες καί δυσεπίλυτο πρόβλημα ἀνά τους αἰῶνες, γιατί τορπιλίζει τό
συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας· κινδυνεύει μάλιστα νά
τορπιλίσει καί τόν ἀπό τριακονταετίας (1980 καί ἑξῆς) διεξαγόμενο προσχηματικό
καί ἀντιπατερικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Ἔχουν δοθεῖ
τέτοιες διαστάσεις καί τόση σημασία στίς ἑορταστικές αὐτές ἐκδηλώσεις, ὥστε
μεγεθυντικά πολλοί πιστεύουν ὅτι δέν ἀποκλείεται, κατά τή συνάντηση αὐτή τοῦ
πάπα μέ τούς ὀρθοδόξους πατριάρχας καί προκαθημένους νά προχωρήσετε καί σέ
κοινό ποτήριο. Αὐτό βέβαια τό εὔχονται ἀνά τούς αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί τό
εὐχόμεθα ὅλοι μας, ὑπό τήν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ πάπας θά
ἀποκηρύξει ὅλες τις αἱρέσεις καί τίς πλάνες του καί θα ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ
στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Διαφορετικά δέν θά ἔχουμε
ἀληθινή ἕνωση, ἀλλά ψεύτικη, ὅπως ἔγινε καί στό παρελθόν μέ τίς ψευδοσυνόδους
τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439).
Ἡ ἐμπλοκή τοῦ
πάπα στούς ἑορτασμούς τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό το «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», ἄνευ
δημοσίας, προηγουμένως, ἀποκηρύξεως τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἀποτελεῖ νόθευση
τοῦ πνεύματος τῶν Μεδιολάνων, ἀποσκοπεῖ στήν προβολή τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί
τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν εἶναι Κωνσταντίνειες, ἀλλά
ψευδο-Κωνσταντίνειες ἐκδηλώσεις, πού ὑπενθυμίζουν τή μεγάλη ἱστορική ἀπάτη τῆς
«Ψευδο-Κωνσταντίνειας δωρεᾶς», καί τῶν «Ψευδο-Ἰσιδωρείων Διατάξεων». Σύμφωνα μέ
τους εἰδικούς, «οὐδεμία ἄλλη νοθεία ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ συνετελέσθη μετά
τόσης τέχνης καί οὐδεμία ἄλλη εἶχε τόσον μεγάλα ἀποτελέσματα». Κατά τήν
ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀναχωρώντας
ἀπό τήν Δύση, γιά νά μεταφέρει τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή,
παρεχώρησε δῆθεν στόν πάπα τήν διοίκηση, πολιτική καί ἐκκλησιαστική, τοῦ
δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Με βάση τό μεγάλο ἱστορικό αὐτό ψέμμα, ἐπί αἰῶνες
συνταράχθηκε ἡ Δύση ἀπό τόν παποκαισαρισμό, τούς ἀγῶνες δηλαδή τοῦ πάπα νά
ἐπιβληθεῖ καί ἐπί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔναντι τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων, πολλάκις
ὅμως καί ἡ Ἀνατολή, μέ ἐπεμβάσεις του, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές.
Οἱ ἐπετειακοί
ἑορτασμοί γιά το «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» θα εἶχαν νόημα, ἄν μέσα ἀπό αὐτούς προεβάλετο
ἡ σταδιακή ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, πού ἄρχισε ἀπό τό Μ. Κωνσταντῖνο, ὡς καί
ἡ σταδιακή καί τώρα σχεδόν ὁριστική ἀποχριστιάνισή της μέ κύριο ὑπεύθυνο τόν
Παπισμό, πού ἐνόθευσε το εὐαγγελικό κήρυγμα καί ἀναμείχθηκε εἰς τά τοῦ κόσμου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία δυστυχῶς ἀπό τόν περασμένο αἰώνα, ἔχει ἀμνηστεύσει
μέ τόν Οἰκουμενισμό τήν αἱρετική διαστροφή τοῦ Παπισμοῦ, τόν ὁποῖο ἀναγνωρίζει,
διά τῶν οἰκουμενιστῶν ἡγετῶν της, ὡς κανονική, ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία», ἀλλά καί
τόν εἰκονομαχικό καί διαλυτικό Προτεσταντισμό, μέ τήν συμμετοχή της στό
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», πού οὐσιαστικῶς εἶναι Παγκόσμιο
Συμβούλιο Αἱρέσεων καί Πλάνης.
Δ) Κοινή
πίστη;
Σέ ἕνα σημεῖο
τῆς ὁμιλίας Ὑμῶν, κατά τήν ἄφιξη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο, εἴπατε, Παναγιώτατε Δέσποτα,
ὁτι «ἡ πίστις μας εἶναι ζῶσα καί ὄχι ἰδεολογικόν κατασκεύασμα καί ἀνθρωπίνη
θεωρία· δέν εἶναι "βρῶσις καί πόσις ἀπολλυμένη", ἀλλά ζωή». Στήν
ὁμιλία Ὑμῶν, στή Βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, εἴπατε: «Ἐνδιέφερε τόν
Αὐτοκράτορα (τό Μεγάλο Κωνσταντῖνο) ὡς εἰκός, βαθέως καί ἡ ἑνότης τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἑνότητα ἐν τῇ πίστει, ἄνευ τῆς ὁποίας ἐν τῇ
οὐσίᾳ εἶναι ἀδύνατος». Ἀλλά καί ὁ Καρδινάλιος Ἄγγελος Σκόλα, καλωσορίζοντας
Ὑμᾶς, εἶπε: «Εἶστε εὐπρόσδεκτος στά μέρη τοῦ Ἀμβροσίου, ἑνός κοινοῦ Ἁγίου σέ
Ἀνατολή καί Δύση, Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καί Διδάσκαλο τῆς κοινῆς χριστιανικῆς
πίστης» .
Δὲν
διευκρινίζετε, ὅμως, Παναγιώτατε Δέσποτα, ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Πίστη· εἶναι ἡ
ὀρθόδοξη; εἶναι ἡ παπική; Μήπως εἶναι ἕνα μεῖγμα αὐτῶν; Μήπως εἶναι ἡ πίστη τῆς
δογματικῆς ποικιλο¬μορφίας, ὅπως ἤδη εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὶς προηγούμενες
ἀπόπειρες ἑνώσεως ὑπὸ τοὺς ἑκάστοτε λατινόφρονες Ὀρθοδόξους, ὅπως στὶς Συνόδους Λυών καὶ
Φερράρας-Φλωρεντίας; Δυστυχῶς, ἡ πορεία τοῦ Διαλόγου ἀποδεικνύει ὅτι θὰ
παραβλε¬φθοῦν οἱ διαφορὲς καὶ θὰ γίνει ἕνωση μὲ διατήρηση τῆς δογματικῆς
ἑτερότητος. Μάλιστα στὸ Porto Alegre, στὴν Θ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ
δογματικὴ διαφοροποίηση ἐντὸς τῆς «ὑπερ-εκκλησίας» τοῦ Π.Σ.Ε. καταξιώθηκε
πλήρως, καὶ ἔτσι τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης ἁρμόζουν στὴν περίσταση:
«Τὸ νὰ προσποιούμαστε ὅτι συμφωνοῦμε μὲ
τὰ λόγια, ἐνῷ διαφωνοῦμε στὰ δό¬γματα, εἶναι ἀσεβές».
Παναγιώτατε
Δέσποτα, οἱ Ὀρθόδοξοι διδαχθήκαμε ὑπό τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά
καί ὑπό συγχρόνων παραδοσιακῶν Πατέρων καί Γεροντάδων, ὅτι δέν ἔχουμε κοινή
πίστη μέ τούς Παπικούς. Ἄλλωστε πολλοί Σεβ. Μητροπολῖτες τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι
σέβονται τούς φρικώδεις ὅρκους, τούς ὁποίους ἔδωσαν κατά τήν χειροτονία τους,
δέν ἀποδέχονται τό Βατικανό ὡς κανονική Ἐκκλησία, τούς δέ Παπικούς ἀποκαλοῦν
αἱρετικούς ἀλλά δέν ὁμιλοῦν διά νά μή χαρακτηρισθοῦν «ἀκραῖοι, συντηρητικοί,
φονταμενταλιστές» κ.ἄ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου