3. Κατηχήσεις – Ομολογίες και υποσχέσεις- Ευχές.
α. Κλήση του Θεού και απάντηση του ανθρώπου.Στην πρώτη σύντομη κατήχηση, στις ομολογίες και υποσχέσεις του υποψήφιου μοναχού τίθεται το πρόβλημα της κλήσεως του Θεού και της συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου. Στην Αγία Γραφή η πρωτοβουλία της κλήσεως ανήκει στο Θεό. Η συμμετοχή του ανθρώπου αρχίζει μετά την κλήση. Πάντοτε όταν πλησιάζει ο Θεός τον άνθρωπο, αυτός αισθάνεται τη μικρότητα, την αμαρτωλότητα, την αναξιότητα και την αδυναμία του να ανταποκριθεί. Σ’ αυτόν τον «κοπιώντα και πεφορτισμένον» απευθύνει την κλήση με το «δεύτε». Ερμηνεύοντας το «δεύτε προς με πάντες…» ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «ελάτε, όλοι όσοι κατέχεσθε από φροντίδες, λύπες και αμαρτίες. Ελάτε, όχι για να σας ζητήσω ευθύνες, αλλά για να συγχωρήσω τις αμαρτίες σας· ελάτε, όχι επειδή έχω ανάγκη από τη δόξα σας, αλλά επειδή ενδιαφέρομαι για τη σωτηρία σας… Μή φοβηθήτε ακούοντες ζυγόν, διότι είναι ωφέλιμος· μή φοβηθήτε επειδή είπα φορτίον, διότι είναι ελαφρόν. Και πώς τότε έλεγε προηγουμένως· «είναι στενή η πύλη και στενόχωρος ο δρόμος»; Αυτό συμβαίνει όταν είσαι ράθυμος και χάνεις το θάρρος σου»[11].
Ο Θεός προσκαλεί πρώτος. Αυτός είναι ο «ενεργών». Ο άνθρωπος είναι ο «συνεργών». «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς»[12]. Ο σημαντικότερος παράγοντας παραμένει η χάρις του Θεού. «Το πλέον (το περισσότερο), σχεδόν δε το πάν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τί» (κάτι) είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. «Όταν κάποιος δείχνει προθυμία και ενδιαφέρον, θα του δοθούν από το Θεό και όλα τα άλλα· όταν όμως είναι άδειος από αυτά και δεν προσπαθεί όσον εξαρτάται από τον ίδιον, τότε δεν του δίνονται ούτε και τα του Θεού»[13]. Και σε άλλη ομιλία του ο Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει:«Καθ’ όσον, όταν εμείς προσφέρομε ό,τι εξαρτάται από εμάς, θα απολαύσουμε πλούσια και τη βοήθεια του Θεού. Για να μην είμαστε λοιπόν οκνηροί και να μή χάνουμε το θάρρος μας, επιθυμεί να προσφέρομε και εμείς κάτι, για να φανερώσει έτσι και τις δικές του ενέργειες. Και ούτε γίνεται το πάν από την άνωθεν βοήθειαν, αλλά πρέπει και εμείς να προσφέρομε κάτι· ούτε απαιτεί πάλιν το πάν από εμάς, αφού γνωρίζει την υπερβολική αδυναμία μας. Λόγω όμως της φιλανθρωπίας του και επειδή θέλει να βρεί κάποιαν αφορμή, για να φανερώσει την αγάπη του, περιμένει να προσφέρομε, ο,τι εξαρτάται από μάς»[14].
Η συνεργασία Θεού και ανθρώπου υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που φαίνεται μια ιδιαίτερη εύνοια και εκλογή από το Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύοντας το λόγον του Κυρίου: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδοται» ( δεν μπορούν όλοι να το κάνουν αυτό, αλλά μόνον εκείνοι στους οποίους έχει δοθεί η χάρις) λέγει: « Όταν ακούσεις το «εις εκείνους στους οποίους έχει δοθεί η χάρις», να προσθέσεις ότι έχει δοθεί εις εκείνους οι οποίοι έχουν κληθεί και οι οποίοι ανταποκρίνονται στην κλήση. Διότι όταν ακούσεις «δέν εξαρτάται από εκείνον ο οποίος θέλει, ούτε από εκείνον ο οποίος τρέχει, αλλά από το Θεό ο οποίος χορηγεί το έλεος», σε συμβουλεύω να αντιληφθείς το ίδιο πράγμα…Και το να επιθυμεί κάποιος το σωστό έχει ανάγκη από τη βοήθεια του Θεού, η, καλύτερα, ότι και το ίδιο το να θέλει κάποιος εκείνα τα οποία πρέπει, είναι κάτι θεϊκό και δώρο της φιλανθρωπίας του Θεού. Διότι πρέπει το να σωζώμαστε να εξαρτάται και από εμάς και από το Θεό. Για το λόγο αυτό λέει «δεν εξαρτάται από εκείνον ο οποίος θέλει» δηλαδή όχι μόνον από εκείνον ο οποίος θέλει, ούτε μόνον από εκείνον ο οποίος τρέχει, αλλά από το Θεό, ο οποίος ελεεί. Κατόπιν επειδή και η βούληση προέρχεται από το Θεό, απέδωσε, όπως ήταν φυσικό τα πάντα στο Θεό…Εις το «εις εκείνους στους οποίους έχει δοθεί» πρόσθεσε το: εις εκείνους οι οποίοι είναι άξιοι, και οι οποίοι το να είναι τέτοιοι δεν το έχουν λάβει μόνον από τον Πατέρα, αλλά το έχουν δώσει και οι ίδιοι στον εαυτό τους»[15].
Στην ερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου η Χάρις βρίσκεται πριν και πίσω από την ανθρώπινη θέληση. Ο μοναχός που ξεκινά μια πορεία επειδή δεν έχει ωριμάσει πρέπει να ασθάνεται ότι κάτι καταφέρνει ο ίδιος και ότι θέλει και προσπαθεί. Γι’ αυτό το λόγο βλέπουμε ότι καλείται να απαντήσει σε μια σειρά ερωτήσεων που γίνονται από τον ιερέα μπροστά στον πνευματικό του πατέρα, τον Ηγούμενο της Μονής και μπροστά στην αδελφότητα. Μετά από μακρόχρονη πορεία μέσα από πειρασμούς, ήττες, αποτυχίες και θλίψεις θα αποκτήσει και θα του γίνει κτήμα η επίγνωση, η να το πούμε πιο σωστά, θα διδαχθεί από τη Χάρη, ότι «ο Θεός εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν». Όπως λέει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας «παρευρίσκεται ο ίδιος (ο Θεός) αληθινά «ενεργών εν ημίν το θέλειν και το ενεργείν»[16]. Η εισφορά η δική μας είναι τόση μόνο «ώστε να κρατήσουμε τη Χάρη και να μην προδώσουμε το θησαυρό ούτε να σβήσουμε την αναμμένη λαμπάδα»[17]. Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύοντας την κλήση του προφήτη Ησαΐα γράφει ότι «το δέξασθαι την αποστολήν, εφ’ ημίν· το δυναμωθήναι προς την πορείαν, του διδόντος την χάριν εκ του ενισχύοντος Θεού»[18]. Με την απάντηση, «τού Θεού συνεργούντος», ο υποψήφιος μοναχός δέχεται την προσωπική του αδυναμία να κατορθώσει ο,τι θα υποσχεθεί και ζητά τη βοήθεια του Θεού. Δηλώνει όμως ότι χωρίς βία η καταναγκασμό, εθελούσια, – «βουλομένων η σωτηρία ουκ αναγκαζομένων»-, ποθεί τη ζωή της ασκήσεως στις εντολές του Θεού, έργο που κάνουν και οι υπολοιποι μοναχοί.
β. Ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Ο υποψήφιος μοναχός οδηγείται μπροστά στη ωραία πύλη «προσπίπτων τώ αγίω θυσιαστηρίω» που είναι περικυκλωμένο από τη συνοδία των μοναχών. Ενώπιον Θεού και ανθρώπων εκφράζει τον πόθον του να ζήσει τη ζωή των Αγγέλων, μια ζωή που έζησε ο Αδάμ στον Παράδεισο προ της πτώσεως και ζούν οι Άγιοι στη βασιλεία του Θεού. Από αυτήν εδώ τη ζωή, ο μοναχός θέλει να αρχίσει να ζεί την ουράνια ζωή και να τη συνεχίσει στην πληρότητα της μετά το «ευδόκιμον τέλος» του.
Κέντρο της ζωής του μοναχού είναι ο ναός. Το «καθολικό», δηλαδή ο κεντρικός ναός, βρίσκεται στη μέση του χώρου που είναι κτισμένο το κτιριακό συγκρότημα της Μονής. Απέναντι από το ναό βρίσκεται στις πιο πολλές μονές η Τράπεζα. Τα κελιά και οι χώροι που ασκούνται τα διακονήματα αυτόν αντικρύζουν. Όπου και αν κινηθεί ο μοναχός το ναό βλέπει. Πόσο σοφά ενήργησαν οι Άγιοι Πατέρες κτίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις Μονές! Γνωρίζοντας ότι η «λήθη» είναι μια κατάρα, που ακολουθεί τον άνθρωπο, φρόντισαν να του θυμίζουν τον σκοπό του. Μέσα στο ναό βρίσκεται το ιερό θυσιαστήριο, η Αγία Τράπεζα, στην οποία τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ο ίδιος ο Χριστός. Όλα όσα κάνει ο μοναχός αποβλέπουν στη «χριστοποίηση» του. Ασκηση χωρίς μετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είναι χωρίς νόημα.
γ. Το Αγγελικό σχήμα είναι «δεύτερον βάπτισμα».
Μελετώντας τις ακολουθίες του Βαπτίσματος και του Αγγελικού σχήματος διαπιστώνει κανείς ένα στενό σύνδεσμο. Η είσοδος στην μοναχική ζωή παρομοιάζεται με την είσοδο στη ζωή της Εκκλησίας, που γίνεται με το βάπτισμα. Στα ασκητικά κείμενα χρησιμοποιείται λεξιλόγιο που υπενθυμίζει το Βάπτισμα. Η κουρά ονομάζεται «σφράγισμα», το δάκρυ των μοναχών «λουτήρας» (δηλαδή βάπτισμα) (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). «Χρίσμα εγώ θείον καλώ την επελθούσαν σοι χάριν του αγίου Πνεύματος»[19] γράφει σε επιστολή του ο Νείλος ο Ασκητής.
Ο Μ. Βασίλειος βλέπει κοινό σημείο Βαπτίσματος και κουράς την αφαίρεση των ενδυμάτων. Γράφει: «Πρέπει λοιπόν, όπως οι λουόμενοι βγάζουν κάθε ένδυμα, έτσι και όσοι ακολουθούν την ασκητική ζωή, αφού απαλλαγούν από κάθε κοσμικό πράγμα, να ακολουθούν τον κατά φιλοσοφίαν βίον (=μοναχική ζωή)»[20]. Όπως με το Βάπτισμα αρχίζει μια νέα ζωή έτσι και η έναρξη της νέας ζωής του μοναχού γίνεται με ένα νέο βάπτισμα.
Στους «Όρους κατά πλάτος» εξηγεί με λεπτομέρειες τη προηγούμενη φράση «πάσης ύλης βιωτικής γυμνωθέντας». Λέγει: «Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ύστερα από πολλές και ισχυρές αποδείξεις που φανερώθηκαν με πολλά έργα έλεγε προς όλους· «εάν κάποιος έρχεται σε μένα, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί» καί· «έτσι λοιπόν κάθε ένας από σας που δεν απαρνιέται όλα τα υπάρχοντα του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου». Αυτή η εντολή νομίζουμε ότι αναφέρεται σε περισσότερα πράγματα από τα οποία η αποξένωση είναι αναγκαία. Και βέβαια εμείς, που εγκαταλείψαμε τις κρυφές πράξεις που προκαλούν ντροπή, πρώτα από όλα απαρνούμεθα το διάβολον και τα σαρκικά πάθη και τους φυσικούς συγγενείς και τις φιλίες των ανθρώπων και τη συνήθειαν της ζωής που είναι αντίθετη στην ακριβή τήρηση του Ευαγγελίου της σωτηρίας. Καί, το αναγκαιότερο απ’ όλα, απαρνιέται κανείς τον ίδιον τον εαυτόν του, αφού βγάλει ως ένδυμα τον παλαιόν άνθρωπον με τις πράξεις του, ο οποίος φθείρεται από τις ψεύτικες επιθυμίες. Απαρνιέται ακόμη κάθε προσκόλληση στον κόσμο, που μπορεί να γίνει εμπόδιο στο σκοπό της ευσεβούς ζωής»[21]. Τα αναφερόμενα στοιχεία, όπως απάρνηση του εαυτού, η άρση του σταυρού, η απόταξη του διαβόλου, η απέκδυση του παλαιού ανθρώπου, απαραίτητα για την είσοδο στη μοναχική ζωή, είναι κοινά με το Βάπτισμα.
Αναλογία Βαπτίσματος και μοναχικής κουράς βλέπουμε και στο έργο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη «Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας». «Η απόθεση της προηγουμένης φορεσιάς και το ντύσιμο με νέα, φανερώνει τη μετάταξη από την ενδιάμεση ιερή ζωή στην τελειότερη, όπως κατά την ιερή θεογενεσία μας (το βάπτισμα) η αλλαγή του φορέματος φανέρωνε την ανύψωση στην κατάσταση θεωρίας και φωτισμού μετά την αποκάθαρση της ζωής»[22]. Όπως το βάπτισμα έτσι και το «μυστήριο της μοναχικής τελειώσεως» εισάγει σε μια καινούργια δημιουργία.
Στο βίο του Αγίου Συμεών του Σαλού (6ος αι.) βλέπουμε καθαρά την αντίληψη ότι η μοναχική κουρά είναι μυστήριο ανάλογο με το Βάπτισμα. Όταν έμαθαν μερικοί από τους αδελφούς ότι θα γίνει η κουρά του Αγίου Συμεών του έλεγαν ότι είναι μακάριος γιατί θα αναγεννηθεί, όπως κατά το Βάπτισμα. Πήγε τότε στον Ηγούμενο και τον παρακάλεσε να μην τον ξαναβαπτίσει γιατί ήταν βαπτισμένος από τους χριστιανούς γονείς του. «Τότε συνήκεν (κατάλαβε) ο ηγούμενος, ότι περί του Αγίου Σχήματος είπον αυτοίς και λέγει προς αυτούς· Καλώς είπον, ω τέκνα· και γάρ του Κυρίου ευδοκούντος, αύριον θέλομεν ενδύσαι υμάς το άγιον και αγγελικόν σχήμα»[23].
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης στο έργο του «Μεγάλη Κατήχησις» συνδέει το μυστήριο του Βαπτίσματος με τη μοναχική κουρά. « Εάσαμεν (αφήσαμε) τα της μοχθηράς γενέσεως ημών αίτια, πρώτον μέν εν τώ δι’ ύδατος και πνεύματος βαπτίσματι, έπειτα δε κατά μεγάλην φιλανθρωπίαν Θεού και εν τώ δευτέρω της μετανοίας και αποταγής βαπτίσματι». Η μοναχική κουρά είναι το δεύτερο βάπτισμα μετανοίας και αποταγής. Λεξιλόγιο που θυμίζει το βάπτισμα χρησιμοποιεί στον ίδιο λόγο. « Απεκάρθητε, εφωτίσθητε, ελύθητε των δεσμών της αμαρτίας, ενεδύσασθε τον νέον άνθρωπον, τον κατά Θεόν κτισθέντα, εν οσιότητι και δικαιοσύνη»[24]. Για τον ηγούμενο της Μονής του Στουδίου «το αποσχηματίζειν μοναχόν, ίσον εστί το αποβαπτίζειν»[25].
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης στην «Μοναστική διδασκαλία»[26] ονομάζει τη μοναχική κουρά «ιερά των μοναχών τελετή», που γίνεται «κατά μίμησιν του θείου Βαπτίσματος, εν αποταγαίς και συνταγαίς» μόνο που αυτές είναι «κατά πολύ εργωδέστερες και φοβερότερες». Συνεχίζοντας δε λέγει ότι οι θείοι Πατέρες μας θεώρησαν το δεύτερο βάπτισμα «ανακαινιστικόν» του πρώτου.
Είναι γνωστό ότι με την τελετή του Βαπτίσματος ο άνθρωπος λαμβάνει την άφεση των αμαρτιών του. Αυτό γίνεται χωρίς ο ίδιος να κάνει προηγουμένως κάποιο πνευματικό αγώνα και προσπάθεια. Όπως γράφει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος «από μέν του θείου Βαπτίσματος, την των ημαρτημένων λαμβάνομεν άφεσιν, και της πριν κατάρας ελευθερούμεθα». Διευκρινίζει όμως ότι την «τελείαν χάριν» δεν την παίρνουμε με την τελετή, αλλά με τα έργα που θα ακολουθήσουν. Επειδή μετά το Βάπτισμα παρασυρόμαστε σε πονηρές και αισχρές πράξεις και χάνουμε ολοκληρωτικά τον αγιασμό πρέπει με μετάνοια, εξομολόγηση και δάκρυα να επανακτήσουμε ο,τι χάσαμε δηλ. τον «αγιασμόν μετά της άνωθεν χάριτος»[27]. Και σε άλλο σημείο ο ίδιος Πατέρας λέγει ότι, η άφεση των αμαρτιών γίνεται είτε με την εξομολόγηση των αμαρτιών είτε με την ένδυση του μοναχικού σχήματος[28]. Αρα η μοναχική κουρά αποτελεί επαναβεβαίωση του Βαπτίσματος, αφού με αυτήν αρχίζουν «τά έργα» τα οποία είναι απαραίτητα να βεβαιώσουν τη Χάρη.
Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγοντας, ότι οι υποσχέσεις του δεχομένου το Σχήμα μοναχού έχουν σκοπό να ενεργοποιήσουν το «χάρισμα της υιοθεσίας», που πήρε στο Βάπτισμα του, και την προσπάθειά του να απεκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπον και να ενδυθεί τον νέον.
Συνεχίζεται…
Σημειώσεις:
10. «Εν ταύτη δή τή μετανοία καί τό ιερώτατον περιλαμβάνεται σχήμα τών μοναχών, ό δή καί αγγελικόν εστί καί καλείται, ως τήν εκείνων μιμούμενον καί επαγγελλόμενον αγνείαν, ακτησίαν, ύμνους, προσευχάς, υπακοήν τέ καί καθαρότητα» (PG 155, 197Α). Καί στό (PG 155,493Β) «δι’ ών δείκνυται, ως άρα καλώς είρηται τό σχήμα τό άγιον εν τή μετανοία είναι».11. Ε.Π.Ε τ. 10 σ.610 (Ι. Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, ΛΗ΄).
12. Ιωαν.15,16.
13. «Όταν τίς προθυμίαν έχει καί σπουδήν, δοθήσεται αυτώ καί τά παρά Θεού άπαντα· όταν δέ τούτων κενός ή καί τά παρ’ εαυτού μή εισφέρη, ουδέ τά παρά τού Θεού δίδοται» Ε.Π.Ε τ.10 σ.790 (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τό κατά Ματθαίον, με΄).
14. «Όταν γάρ ημείς τά παρ’ εαυτών εισενέγκωμεν, δαψιλώς απολαύσομεν καί τής παρά Θεού συνεργίας. Ίνα γάρ μή ραθυμώμεν, μηδέ αναπεπτωκότες ώμεν, βούλεται καί ημάς τι συνεισφέρειν, ίν’ ούτω καί τά παρ’ εαυτού επιδείξεται· καί ούτε τό πάν, τής άνωθεν γίνεται βοηθείας, αλλά δεί καί ημάς τι συνεισενεγκείν· ούτε παρ’ ημών πάλιν απαιτεί τό πάν, ειδώς τής ημετέρας ασθενείας τήν υπερβολήν, αλλά τήν οικείαν φιλανθρωπίαν μιμούμενος, καί βουλόμενος αφορμήν τινα λαβείν, ώστε τήν οικείαν φιλοτιμίαν επιδείξασθαι, αναμένει τά παρ’ ημών εισενεχθήναι» Ε.Π.Ε τ. 4, σ.328. ( Ι.Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, νγ)
15. «Όταν ακούσης «οίς δέδοται», πρόσθες, δέδοται μέν τοίς καλουμένοις καί τοίς ούτω νεύουσι. Καί γάρ όταν ακούσης «ου τού θέλοντος, ουδέ τού τρέχοντος, αλλά τού ελεούντος Θεού», συμβουλεύω σοι ταυτόν υπολαυείν… Καί τό βούλεσθαι, καλώς δείται τής παρά Θεού βοηθείας· μάλλον δε, αυτό τό προαιρείσθαι τά δέοντα, θείον τι καί εκ Θεού δώρον φιλανθρωπίας· δεί γάρ καί εφ’ ημίν είναι καί εκ Θεού τό σώζεσθαι. Διά τούτο φησίν· Ου τού θέλοντος· τούτ’ έστιν, ου μόνον τού θέλοντος, ουδέ τού τρέχοντος μόνον, αλλά καί τού ελεούντος Θεού. Είτα, επειδή καί τό βούλεσθαι παρά Θεού, τό πάν εικότως ανέθηκε τώ Θεώ… «Και οίς δέδοται» πρόσθες τό, τοίς ούσιν αξίοις· οί τό είναι τοιούτοι, ου μόνον παρά Πατρός ειλήφασιν, αλλά καί εαυτοίς δεδώκασι». (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΖ΄) Ε.Π.Ε. τ.5 ,σ.450.
16. «αυτός (ο Θεός) πάρεστιν αληθώς ενεργών εν ημίν τό θέλειν καί τό ενεργείν»(Νικολάου Καβάσιλα, Περί τής εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α΄ σ. 17) Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος.
17. «όσον υπομείναι τήν χάριν καί μή προδούναι τόν θησαυρόν, μηδέ σβέσαι τήν λαμπάδα ημμένην ήδη» Ν. Καβάσιλα, Περί τής εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α΄ σ. 21.
18. Εις τόν προφήτην Ησαΐαν, PG. 30, 432A.
19. PG 79, 241BC
20. « Χρή τοίνυν, καθάπερ οι επί τό λουτρόν εισιόντες γυμνούνται παντός περιβλήματος, ούτω καί τούς τή ασκητική προσερχομένους ζωή, πάσης ύλης βιωτικής γυμνωθέντας, εντός τού κατά φιλοσοφίαν γενέσθαι βίου» (Μ.Βασιλείου, Λόγος Ασκητικός Γ΄ ) Ε.Π.Ε τ.8, σ.144.
21. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, Περί αποταγής, Ε.Π.Ε τ. 8, σ.227.
22. «Η δέ τής προτέρας εσθήτος αποβολή καί τής ετέρας λήψις τήν από μέσης ιεράς ζωής επί τήν τελειοτέραν μετάταξιν εμφαίνει, καθάπερ επί τής ιεράς θεογενεσίας η τής εσθήτος άμειψις εδήλου τήν από καθαιρομένης ζωής εις θεωρητικήν καί φωτιστικήν έξιν αναγωγή» Περί Εκκλησιαστικής καί Ουράνιας Ιεραρχίας τ.Α, Εκδόσεις Π.Πουρναρά σ. 136
23. PG 93,1685A-C (Λεοντίου Νεαπόλεως, Βίος Αγίου Συμεών τού Σαλού)
24. Μ. Κατήχησις, Β, 9,σ.55, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη» σ. 55
25. PG 99, 1521B
26. «Έστιν ούν η δηλωθείσα ιερά τών μοναχών τελετή, ως εν υπομνήσεως λόγω, κατά μίμησιν τού θείου Βαπτίσματος, εν αποταγαίς καί συνταγαίς, κατά πολύ εργωδεστέραις καί φοβερωτέραις συγκειμένη. Ήντινα δεύτερον Βάπτισμα καί τού πρώτου ανακαινιστικόν οι θείοι Πατέρες ημών επωνόμασαν». (Μοναστική διδασκαλία, δ΄,) PG 132, 1124AB.
27. Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, οδ΄, PG 120, 645A.
28. Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, PG 120, 657A. διατρίβοντα, καί προσευχόμενον, καί τοίς θηρίοις συνδιαιτώμενον, καί υπ’ αγγέλων διακονούμενον, αναχωρήσεώς τε καί ησυχίας εκτιθέμενον τρόπους, καί παρθενικώς ζώντα, καί θλίψεις πολλάς καί διαβολάς υπομένοντα, καί τέλος προδιδόμενον καί σταυρούμενον, καί μέχρι θανάτου τό οικείον θέλημα τής σαρκός παραιτούμενον, έως εις χείρας τού Πατρός τό θείον πνεύμα παρέθετο» (Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Επιστολή πρός Λαυριώτας, Περί τού αγίου καί θείου αγγελικού σχήματος, περί τε ησυχαστών καί τών εν κοινοβίοις καί υποτακτικών) Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17- 1429) ΕΡΓΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ. Μετάφραση ολόκληρου τού Λόγου βρίσκεται στό περιοδικό « Ο Όσιος Γρηγόριος» Ετησία έκδοσις τής Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους τού έτους 2005, αρ. 30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου