Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: Ἐπιστολὴ 7η πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα


Αποτέλεσμα εικόνας για αγιοσ ιωαννησ χρυσοστομοσ

«Ένα είναι το φοβερό, ένας ο πειρασμός, η αμαρτία μόνο».
1α. «Θα προσπαθήσω πάλι να θεραπεύσω τη βαριά πληγή της φοβερής σου κατάθλιψης- «αθυμία»- να διαλύσω τα νέφη των λογισμών που σου σκοτίζουν το νου. Αναρωτιέμαι αλήθεια τι είναι εκείνο που προκαλεί στην ψυχή σου αυτή την τόσο δεινή ταραχή! Ότι σηκώθηκε άγρια τρικυμία, και καλά κρατεί; Ότι η κατάσταση είναι μαύρη και ζοφερή, κι η σκοτεινιά όμοια με ασέληνης νύχτας; Ότι τα πράγματα οδηγούνται στο μη περαιτέρω, τα πνευματικά ναυάγια είναι πολλά και πικρά, και η αθλιότητα στην Εκκλησία της οικουμένης αυξάνεται συνεχώς; Αυτό το βλέπω και το γνωρίζω κι εγώ, και κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση εδώ. Κι αν θέλεις, μπορώ να σου περιγράψω τα συμβαίνοντα, και να δώσω τη φοβερή εικόνα αυτής της τραγωδίας πολύ πιο παραστατικά όσο και δραματικά ως εξής:
Βλέπω να μαίνεται η θάλασσα παντού, να αναμοχλεύεται από τα βάθη της αβύσσου, πτώματα ναυτικών να επιπλέουν, και άλλα να έχουν καταποντιστεί. Βλέπω τα σανιδώματα των πλοίων διαλυμένα, σπασμένα τα κατάρτια, σκισμένα τα πανιά, τα κουπιά πεσμένα από τα χέρια των κωπηλατών, τους καπετάνιους αντί να κρατούν γερά το τιμόνι, να κάθονται στο κατάστρωμα, με τα χέρια πλεγμένα γύρω απ’ τα γόνατα,
αδύναμοι μπρος στα γινόμενα, να κλαίνε, να θρηνούν, να ολολύζουν , να ολοφύρονται μοναχά. Μήτε ουρανό ξεχωρίζω, μήτε πέλαγο μακριά, μήτε μια μικρή έστω σπίθα φως. Παντού βαθύ σκοτάδι, αδιαπέραστο πηχτό, τόσο που δε βλέπεις το διπλανό σου, μόνο το άγριο πλατάγισμα των κυμάτων ακούς να χτυπούν τα πλευρά των πλοίων, να ορμούν σαν θαλάσσια θηρία κατά των επιβατών! Μπορώ να κάνω την εικόνα ακόμα πιο ζοφερή, να φτάσω ως εκεί που δεν παίρνει των δεινών την περιγραφή. Αλλά, όποια απεικόνιση των πραγμάτων κι αν επιχειρήσω, δε χωρεί αμφιβολία ότι είναι κατώτερη από τα όσα επισυμβαίνουν δεινά.
β. Ωστόσο , παρότι όλα αυτά τα βλέπω και τα γνωρίζω πολύ καλά, δεν απελπίζομαι, ούτε παύω χρηστές ελπίδες να διατηρώ, καθώς αναλογίζομαι ότι ο Κυβερνήτης του κόσμου μπορεί να κατανικήσει κι αυτή την τρικυμία και όλα της τα δεινά, να σταματήσει αυτή την αναταραχή, όχι βέβαια ταχυδακτυλουργικά, παρά με ένα νεύμα του μοναχά! Τώρα, αν δεν το κάνει αμέσως και από την αρχή, είναι γιατί αυτή την τακτική ακολουθεί, να μην καταλύει αμέσως τα δεινά , αλλά όταν αυξηθούν πολύ, φτάσουν στο απροχώρητο, και απογοητευτούν οι πιο πολλοί. Τότε συνηθίζει να παρεμβαίνει, να κάνει το θαύμα, να εκπλήσσει αποκαλύπτοντας τη μεγάλη του δύναμη, έχοντας στο μεταξύ δοκιμάσει την αντοχή στην υπομονή όσων υπομένουν αυτά!
γ. Παρακαλώ λοιπόν να μην απελπίζεσαι. Τούτο λάβε υπόψη σου πολύ σοβαρά, Ολυμπιάδα, ένα μόνο είναι το φοβερό, η αμαρτία, η πτώση στην αμαρτία, αυτό και μόνο αυτό- «Εν γαρ εστίν, Ολυμπιάς φοβερόν, εις πειρασμός, αμαρτία μόνον»! Αυτό το λόγο ούτε λεπτό δεν έπαψα να στο λέω και να τον επαναλαμβάνω. Όλα τα άλλα είναι παραμύθια, είτε για επιβουλές μιλήσει κανείς, είτε για απέχθειες, δόλους, συκοφαντίες, κατηγόριες, δημεύσεις, εξορίες, ξίφη ακονισμένα, πέλαγο τρικυμισμένο, παγκόσμιο πόλεμο ή οικουμενικό. Καθένα και όλα μαζί αυτά, δεν είναι παρά μόνο πρόσκαιρα και φθαρτά, έχουν επιπτώσεις στο θνητό σώμα μας, δεν παραβλάπτουν την αθάνατη ψυχή. Γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος θέλοντας να δείξει πόσο ευτελή και τιποτένια είναι και τα καλά του παρόντος βίου και τα κακά, τα περιέλαβε όλα σε μια και μόνη λέξη, είναι «πρόσκαιρα», είπε, «αυτά που φαίνονται είναι «πρόσκαιρα» - .
Γιατί φοβάσαι τα πρόσκαιρα, αυτά που παραρρέουν σαν το ρεύμα του ποταμού; Τέτοια είναι τα παρόντα, είτε καλά είτε κακά. Ένας προφήτης πάλι παρομοίασε την όλη ανθρώπινη ευημερία και ευτυχία με το χορτάρι του αγρού, με ένα αγριολούλουδο, με ό,τι πιο ευτελές. Αναφέρθηκε στον πλούτο, την πολυτέλεια, τη δύναμη, την εξουσία, τις συνακόλουθες τιμές, περιέλαβε σε μια λέξη και ονομασία όλα όσα στα μάτια των ανθρώπων φαίνονται μεγάλα και λαμπρά για τη δόξα που τα συνοδεύει επιστρατεύοντας την εικόνα του χορταριού και είπε. «Όλη η δόξα του ανθρώπου είναι φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο» - Ησ. 40,6 .


Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ»
Εισαγωγικά- Νεοελληνική απόδοση
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ»

ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΕΩΣ-Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


Ομιλίες Ιωάννου του Χρυσοστόμου - 1335 μ.Χ. - Mονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος


ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΕΩΣ

Μαθήτρια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ὁποῖος τῆς ἔστειλε 11 ἐπιστολές ἀπό τό τόπο τῆς ἐξορίας του. Στήν 10η ἐπιστολή τῆς γράφει: 
«Πράγματι, ἡ κατάθλιψη εἶναι φοβερό βασανιστήριο τῶν ψυχῶν, εἶναι ἕνας πόνος ἀνέκφραστος καί ποινή πικρότερη ἀπό κάθε ἄλλη ποινή καί τιμωρία. Γιατί μιμεῖται τό σκουλήκι, πού ἔχει δηλητήριο καί προσβάλλει ὄχι μόνον τό σῶμα, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν ψυχή. 
Είναι σαράκι πού κατατρώγει ὄχι μόνον τά κόκκαλα, ἀλλά καί τη σκέψη εἶναι ένας δήμιος καθημερινός πού δέν ξεσχίζει μόνον τά πλευρά, ἀλλά καταστρέφει καί τη δύναμη τῆς ψυχῆς· εἶναι καί νύχτα παντοτινή, σκοτάδι χωρίς τό παρα-μικρό φῶς, τρικυμία καί ζάλη, πυρετός κρυφός, πού καίει περισσότερο ἀπό κάθε φλόγα, πόλεμος χωρίς ἀνακωχή, ἀρρώστια πού κάνει σκοτεινά πολλά ἀπό αὐτά πού βλέπουμε. 
Γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος καί ὁ καθαρός ἀέρας φαίνεται ὅτι ἐνοχλοῦν ἐκείνους πού ἔχουν αὐτή τη διάθεση καί μεταβάλλει τό μεσημέρι σέ μεσάνυκτα.
Γι’ αὐτό καί ὁ θαυμάσιος προφήτης δηλώνοντας αὐτό ἔλεγε· «ὁ ἥλιος θά δύσει γι’ αὐτούς τό μεσημέρι» (Ἀμώς 8,9),ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἥλιος ἐξαφανίζεται οὔτε ὅτι διακόπτει τόν συνηθισμένο δρόμο του, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ λυπημένος ἄνθρωπος τό καταμεσήμερο φαντάζεται ὅτι εἶναι νύχτα. 
Ἡ σκοτεινή νύχτα δέν εἶναι τέτοια, ὅπως εἶναι ἡ νύχτα τῆς ἀθυμίας, ἡ ὁποία δέν προέρχεται ἀπό φυσικό νόμο, ἀλλά ἀπό σκοτισμό τῆς διάνοιας. Γι’ αὐτό καί εἶναι φοβερή καί ἀφόρητη, ἔχει πρόσωπο ἄσπλαχνο, εἶναι σκληρότερη ἀπό κάθε τύραννο, δέν ὑποχωρεῖ γρήγορα σε κανένα ἀπό ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά τήν διαλύσουν, ἀλλά κρατεῖ πολλές φορές τήν ψυχή πού ἔχει κυριεύσει στερεώτερα ἀπό διαμάντι, ὅταν αὐτή δέν ἀκολουθεῖ τήν κατά Θεόν φιλοσοφία. 
Σήκω ἐπάνω καί ἅπλωσε τό χέρι σου στο λόγο μου καί πρόσφερέ μου αὐτήν τήν καλή συμμαχία, γιά νά σε ἀπαλλάξω τελείως ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν πικρῶν σκέψεων.
Γνωρίζοντας αὐτά τά πράγματα, εὐσεβεστάτη κυρία μου, νά κοπιάζεις καί νά ἀγωνίζεσαι καί νά βιάζεις τόν ἑαυτό σου, ἔχοντας τή συμμαχία τῶν λόγων μου, ὥστε νά διώχνεις καί νά ἀπομακρύνεις μέ πολλή ὁρμή τίς ἀπαισιόδοξες σκέψεις πού σέ ταράσσουν καί σοῦ προκα-λοῦν θόρυβο καί ζάλη» (Ε.Π.Ε. τόμ. 37, 452).

Οι επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα

agia



Η συνολική ιστορική παρουσία της μορφής του αγίου Ιωάννου του  Χρυσοστόμου στην  υπερχιλιετή πορεία του Βυζαντίου αφ’ ενός και στην μακραίωνη παράδοση της Ορθό- δοξης Εκκλησίας αφ’ ετέρου, αποτελεί κεφάλαιο μέγιστης σημασίας με πολύτιμες προεκτάσεις στη σύγχρονη εποχή μας. Ιδιαιτέρως όμως η τελευταία περίοδος της ζωής του, η οποία ταυτίζεται με άδικες διώξεις, με μανιώδεις κατατρεγμούς, με αντικανονική εκθρόνιση, με εκκλησιαστικά γεγονότα απίστευτης αγριότητας, με συνθήκες απάνθρωπου εξορισμού και με μαρτυρική κατάληξη, σίγουρα χαρακτηρίζεται ως μελανή σελίδα της βυζαντινής ιστορίας. Διότι επικρατούντες τότε πολιτειακοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες ήσαν οι άμεσοι δράστες μίας ατελείωτης σειράς αποφάσεων και πράξεων κατά του αγίου χρυσορρήμονος ιεράρχου και αρχιεπισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι υπάρχουσες ιστορικές πηγές δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την τραγικότητα της περιόδου εκείνης.
Η παρούσα μελέτη εντρύφησε στην ομάδα των διασωθεισών 17 επιστολών του εξορίστου ιεράρχου από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας προς την αγία διακόνισσα και πνευματική του θυγατέρα, την Ολυμπιάδα, στην Βασιλεύουσα. Η προσέγγιση των επιστολών έγινε κατά πρώτο λόγο σε επίπεδο γραμματολογικό, επεκτάθηκε στην ιστορική τους συμβολή ως προς την άντληση πληροφοριών για πρόσωπα, συνθήκες και γεγονότα  της  εποχής  και  επικεντρώθηκε  κυρίως  στη θεολογική και ποιμαντική ανάλυση του περιεχομένου τους.

 
Εάν όλη η προηγούμενη βιωτή και οι δράσεις του Χρυσοστόμου έχουν κεφαλαιοποιηθεί σε πολύτιμη και πολύτομη συλλογή λόγων, ομιλιών και ερμηνευτικών έργων του, η περίοδος της εξορίας του εμπλούτισε την Χρυσοστομική εργογραφία με τις επιστολές του, των οποίων κορωνίδα από- τελούν οι προς την Ολυμπιάδα αποσταλείσες.
Στο πρώτο αυτό συμπέρασμα αβίαστα καταλήγει κάθε αναγνώστης και  περισσότερο κάθε  μελετητής αυτής της επιστολογραφίας. Η προσέγγιση της ιεραρχικής του μορφής αποκτά μία αμεσότητα, η οποία κορυφώνεται στις προσωπικές περιγραφές των κακουχιών, των μέχρι θανάτου απειλών, των απογοητεύσεων, αλλά και της θεόθεν παρηγορίας με την εμφάνιση και παρουσία προσώπων πιστών αγαπημένων, συμπα- ραστατών στις  τραγικές περιπέτειες της  εξορίας του. Εξαίρεται η μεγάλη ενισχυτική σημασία των λαμβανομένων επιστολών και  των  ειδήσεων για  την  αντοχή ενάρετων κληρικών και του πληρώματος της Εκκλησίας στις συνεχείς διώξεις των εχθρών του.
Στον πνευματικό αυτό αγώνα η μορφή της αγίας Ολυμπιάδος δεσπόζει. Ύμνοι συντίθενται από την γραφίδα του ιερού Χρυσοστόμου για το πλήθος των αρετών της, οι οποίες την κοσμούσαν σε όλη της τη ζωή. Οι αλλεπάλληλες όμως διώξεις και κυρίως οι απογοητεύσεις, σε συνάρτηση με τη σωματική απουσία του πνευματικού της πατέρα, προκαλούσαν συνεχείς προσβολές στην ψυχική της κατάσταση. Ο άγιος Ιωάννης διείδε σε όλα αυτά τά δεινά την μανιώδη επίθεση του πονηρού να της επιβάλει την αθυμία ως έσχατη κατάπτωση ψυχής. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπισθεί αυτός ο κατά τον Χρυσόστομο μέγιστος κίνδυνος για κάθε πιστό και αγωνιζόμενο χριστιανό, επιστράτευσε στο σύνολο σχεδόν των επιστολών του πλήθος επιχειρημάτων και αγιογραφικών αναφορών με απαράμιλλη δεξιοτεχνία λόγου και με θεοφώτιστη ερμηνευτική ανάλυση για να πολεμήσει την αθυμία. Με τον τρόπο αυτό παρέδωσε σε όλες τις κατοπινές γενεές των χριστιανών ένα άριστα εξοπλισμένο οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση αυτού του είδους των πονηρών πειρασμών. Η ποιμαντική της Εκκλησίας έκτοτε διαθέτει και αντλεί μέσα από τις συγκεκριμένες επιστολές θεραπευτικούς και ενισχυτικούς τρόπους προσέγγισης των ταλαιπωρημένων ψυχών με ισχυρότερο όπλο, κατά τον μαρτυρικό ιεράρχη, την αρετή της υπομονής. Για το λόγο αυτό κυριαρχούν στα κείμενά του οι αναφορές σε πρόσωπα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τα οποία μεταξύ των άλλων αρετών τους  είχαν πρωτεύουσα στη ζωή τους τη δύναμη της υπομονής, που προσείλκυσε άμεσα και δυναμικά την ενισχύουσα χάρη του Θεού.
Ο ιερός Χρυσόστομος ιδιαιτέρως τονίζει τη συνάφεια της ψυχικής καταστάσης προς τη σωματική υγεία και την άλληλεπίδραση σώματος και ψυχής στην πορεία των πνευματικών αγώνων. Η θεραπευτική προσέγγιση απαιτεί τη λήψη μέτρων και προς τις δύο κατευθύνσεις προκειμένου να αποκατασταθεί πλήρως η πνευματική ισορροπία και η απρόσκοπτη συνέχιση της ζωής κάθε πιστού.
Η προσωπική προσέγγιση του προβλήματος της αθυμίας που αντιμετώπιζε η Ολυμπιάς, σηματοδοτεί τη μεγάλη σημα- σία της προσωπικής ποιμαντικής μέριμνας κάθε πνευματικού πατρός στην ανάλογη ψυχική κατάσταση των τέκνων του. Απαιτείται εξατομίκευση κατά περίπτωσιν καί διακριτική, επιλεκτική χρήση των θεραπευτικών και καθαρτικών μέσων, τα οποία εν πρώτοις διά του λόγου καλείται να εφαρμόσει ο πνευματικός  ποιμήν  για  κάθε  δοκιμαζόμενο  αρνίο  της ποίμνης του Χριστού.
Ο προσωπικός χαρακτήρας των επιστολών του Χρυσοστόμου προς  την  Ολυμπιάς  δεν  σήμαινε  σε  καμία  περίπτωση αδιαφορία για το σύνολο των πιστών και της Εκκλησίας. Ο επιστολικός λόγος του σαφώς διαχέεται κατ’ αρχήν στήν μοναχική αδελφότητα, της οποίας την πνευματική καθοδήγηση είχε η αγία διακόνισσα, και εν συνεχείᾳ σε όλους τους πιστούς, που εξακολουθούσαν επί σειράν ετών να μένουν πιστοί στον άγιο αρχιεπίσκοπό τους, να υφίστανται σκληρές διώξεις και να αναμένουν την τελική δικαίωση. Η μέριμνα του Χρυσοστόμου επεκτεινόταν και στην όλη εκκλησιαστική κατάσταση εκείνης της περιόδου. Σε συνδυασμό με τίς διασωθείσες επιστολές του και προς άλλα πρόσωπα αποκα- λύπτεται το διαρκές του ενδιαφέρον καί ο προσωπικός του πόνος  ψυχής  για  την  αποκατάσταση  της  τρωθείσας ομαλότητας, καί της κανονικότητας. στο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Η εν μέσω διαρκών πειρασμών και θλίψεων πορεία κάθε πιστού χριστιανού, αλλά και της Εκκλησίας μας, προσδίδουν στις συγκεκριμένες επιστολές του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάς μιά διαχρονική αξία καί μία αναμφισβήτητη επικαιρότητα, καθώς συμβάλλουν τά μέγιστα στην επίτευξη χάριτι Θεού της σωτηρίας και της αιώνιας Βασιλείας των ουρανών.


π. ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΣΑΪΝΙΔΗ
Οι επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα Ιστορικά –Προσωπογραφικά - Ποιμαντικά
Μεταπτυχιακή Εργασία που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τομέας Αγίας Γραφής και Πατερικής Γραμματείας
Σύμβουλος Καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


Η ηλεκτρονική επεξεργασία  επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/

Γράμματα από την εξορία (Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου)



Επιστολές προς διακόνισσα Ολυμπιάδα
1.  Επιστολή 1η
Νίκαια της Βιθυνίας ,Ιούνιος- Ιούλιος 404.
Ιωάννης ο Επίσκοπος , εύχομαι στην αξιοσέβαστη και θεοφιλέστατη δεσποσύνη μου διακόνισσα Ολυμπιάδα τη χαρά του Χριστού.
«Σπεύδω παρευθύς να σου ζητήσω να καταλάβεις ότι, όσο δυναμώνουν οι πειρασμοί της επερχομένης εξορίας μου, τόσο δυναμώνει στην ψυχή μου η παράκληση του Θεού, η θεία παραμυθία, και μαζί της οι χρηστές ελπίδες για όσα μέλλουν να συμβούν. Για την ώρα όλα βαίνουν καλά, ταξιδεύω με ούριο άνεμο. Ποιος το περίμενε, και ποιος το πίστευε, πως θα διαλύονται ύφαλοι και βράχοι, θα σταματούν ανεμοστρόβιλοι και καταιγίδες! Πώς σε νύχτα ασέληνη, σε πηχτό και αδιαπέραστο σκοτάδι, με βράχους και σκοπέλους ένα γύρω παντού, θα ανοιγόμουν στο πέλαγος, και θα αισθανόμουν πως δεν κουνιέμαι πιο πολύ, από κείνους που είναι αραγμένοι σε κλειστό λιμάνι!
Αυτά παρακαλώ να λογίζεσαι κι εσύ, θεοφιλέστατη δεσποσύνη μου, ώστε να μπορείς να ξεπερνάς αυτό τον κλύδωνα και την ταραχή. Και να μην παραλείπεις να μου γράφεις, αν είσαι καλά. Προσωπικά από υγεία είμαι καλά, ήρεμος, γαλήνιος ψυχικά, με πιο δυναμωμένο και το σώμα χάρη στον καθαρό αέρα που αναπνέω εδώ. Οι επαρχιακοί υπάλληλοι που ορίστηκαν ως συνοδοί μου φροντίζουν για όλα, με εξυπηρετούν κι από υπηρέτες πιο καλά. Μου δείχνουν πολλή αγάπη, καθένας τους θεωρεί χρέος και επιταγή να με υπηρετεί. Μου συμπαραστέκονται σε όλα και παντού, ο ένας μετά τον άλλο μακαρίζει εαυτόν που αξιώνεται να με διακονεί.
Ένα μόνο με λυπεί και με θλίβει, η αίσθηση που έχω ότι δεν αντιμετωπίζεις αυτή την κατάσταση με την ίδια ψυχική ηρεμία και γαλήνη κι εσύ. Αυτό οφείλεις να μου το ξεκαθαρίσεις το ταχύτερο δυνατό, ώστε να νιώθω ψυχική ευφροσύνη και από αυτή την πλευρά , και να ευγνωμονώ τα μέγιστα το ιδιαίτερα αγαπημένο μου τέκνο Περγάμιο – Επίσκοπος , αφοσιωμένος μαθητής του. Τον είχε ακολουθήσει στην εξορία ,και εκτελούσε χρέη ταχυδρόμου του κατά καιρούς- τον οποίο μπορείς, όποτε θέλεις να μου γράψεις, να τον χρησιμοποιήσεις ως γραμματοκομιστή. Είναι φίλος ειλικρινής, ιδιαίτερα αφοσιωμένος σ’ εμένα , αλλά και έχει και στη δική σου κοσμιότητα και ευλάβεια μεγάλο σεβασμό».
3.  Επιστολή 3η.
Καισάρεια Καππαδοκίας, τέλη Ιουλίου 404.
«Όταν έβλεπα τα πλήθη ανδρών και γυναικών που ξεχύνονταν στους δρόμους των σταθμών από όπου περνούσαμε, μόλις με έβλεπαν, να λιώνουν κυριολεκτικά στο κλάμα, αναλογιζόμουν σε ποια κατάσταση θα βρίσκεστε εσείς. Γιατί, αν άνθρωποι που με έβλεπαν πρώτη φορά, συντρίβονταν από τη λύπη σε βαθμό που να μην μπορούν να συνέλθουν εύκολα, και, παρότι τους παρακαλούσα, τους ικέτευα, και τους συμβούλευα να ηρεμήσουν, τα μάτια τους να γίνονται ακόμη πιο θερμές δακρύων πηγές, αναλογίζομαι πόσο πιο σφοδρή θα είναι η δική σας ψυχική τρικυμία και ταραχή. Αλλά, και ότι όσο πιο σφοδρή είναι αυτή η τρικυμία, τόσο πιο μεγάλα θα είναι τα βραβεία, αν την αντιμετωπίσετε με την πρέπουσα υπομονή, γενναιότητα και ευχαριστία, πράγμα που θέλω να πιστεύω ότι κάνετε . Μην ξεχνάτε ότι, αν οι κυβερνήτες των πλοίων κάνουν το λάθος ν’ ανοίξουν τα πανιά πιο πολύ από όσο πρέπει, όταν πνέει άνεμος σφοδρός, το πλοίο θα ανατραπεί, ενώ αν τα ανοίξουν όσο πρέπει, θα συνεχίσουν να το κυβερνούν με ασφάλεια πολλή.
Λαμβάνοντας υπόψη σου αυτά, θεοφιλέστατη δεσποσύνη μου, μην παραδίνεσαι στη βασανιστική τυραννία της αθυμίας , προσπάθησε να βγεις νικήτρια από αυτή σκεπτόμενη απλά και λογικά. Πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι που εσύ τουλάχιστον το μπορείς, καθώς ο κλυδωνισμός αυτής της τρικυμίας δεν είναι από τις πνευματικές σου δυνατότητες  πιο ισχυρός . Θα περιμένω να λάβω γράμμα σου, που θα μου αναγγέλει τη νίκη αυτή, ώστε να γεμίσει η καρδιά μου ευφροσύνη εδώ στην ξενιτιά πια, μαθαίνοντας ότι μπόρεσες να υπομείνεις, και να ξεπεράσεις τη βαριά αθυμία σου με τη σύνεση που ταιριάζει, και την άσκηση που ξέρεις να κάνεις στην εγκαρτέρηση και την υπομονή!
Αυτή την επιστολή έστειλα στην εντιμότητά σου με το που έφθασα στην Καισάρεια».
Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ»
Εισαγωγικά- Νεοελληνική απόδοση
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ»

Η Ολυμπιάδα υπήρξε πιστή και αφοσιωμένη μαθήτρια του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Η Ολυμπιάδα υπήρξε πιστή και αφοσιωμένη μαθήτρια του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε το 367/368 μ.Χ. από γονείς πλούσιους και ευγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, σχεδόν στην πρώτη εφηβεία της, έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της.
Η γονική αυτή στέρηση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα διαμόρφωση του ψυχισμού και της συναισθηματικής της ταυτότητας. Την κηδεμονία και ανατροφή της είχε αναλάβει ο θείος της Προκόπιος που ήταν στενός φίλος του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.
Τη διαπαιδαγώγησή της ανέλαβε η ευσεβής Θεοδοσία, η οποία ήταν αδελφή του Αγίου Αμφιλοχίου, επισκόπου Ικονίου. Μεγάλωσε, δηλαδή, σε μια οικογένεια που διακρινόταν για το χριστιανικό της ήθος, την παιδεία και την κοινωνική της προβολή.
Η Ολυμπιάδα ήταν προικισμένη με εξαιρετικά χαρίσματα που της δώρισε η φύση: έλαμπε από ομορφιά, είχε οξυδέρκεια, ξεχώριζε για τη σύνεσή της, διέπρεπε σε παιδεία και μάθηση, και ακόμα είχε στη διάθεσή της μια τεράστια περιουσία. Η Ολυμπιάδα, λοιπόν, μεγάλωσε και εξελίχθηκε πνευματικά μέσα σε μια οικογένεια όπου έπνεε η αύρα της αγάπης προς το πρόσωπό της.

Είναι χαρακτηριστική η προσφώνηση του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ολυμπιάδα μου», όπου φαίνεται το εύρος της τρυφερότητας απέναντι σ’ αυτό το χαρισματικό κορίτσι. Ο ίδιος μάλιστα, όταν η Ολυμπιάδα παντρεύτηκε, σαν γαμήλιο δώρο, συνέθεσε ένα ποίημα με τον τίτλο: «Συμβουλευτικόν προς Ολυμπιάδα» με 111 στίχους σε αρχαϊκή γλώσσα και μέτρο.
Δεν πρόλαβε όμως να γευτεί τις χαρές του γάμου (386 μ.Χ) με τον έπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως Νεβρίδιο γιατί αυτός ύστερα από λιγότερα από δύο χρόνια έφυγε από τη ζωή και η Ολυμπιάδα έμεινε χήρα σε νεαρὀτατη ηλικία, δεν ήταν παραπάνω από 20 χρονών.
Παρά τις πιέσεις, ακόμα και απειλές του Αυτοκράτορα  Θεοδοσίου Α΄ να παντρευτεί για δεύτερη φορά με ευγενή συγγενή του ονόματι Ελπίδιο, η Ολυμπιάδα αντέταξε επίμονη και σταθερή άρνηση, όπως εξιστορεί ο ιστορικός Παλλάδιος. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η απάντηση που έδωσε στον Αυτοκράτορα.

«Εἰ ἐβούλετο ὁ ἐμός Βασιλεὺς ἄρρενι συζεῖν, οὐκ ἄν μου τὸν πρῶτον ἀφείλετο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀνεπιτήδειόν με τῷ πεφιλημένῳ βίῳ ἔγνω, μὴ δυναμένην ἄνδρὶ ἀρέσαι, κἀκεῖνον τοῦ δεσμοῦ ἠλευθέρωσε, κἀμὲ τοῦ βαρυτάτου ζυγοῦ καὶ τῆς ἀνδρικῆς δουλείας ἀπήλλαξε, τὸν χρηστὸν αὐτοῦ ζυγόν τῆς ἐγκρατείας ἐπιθείς μου τῇ διανοίᾳ»(=αν ο Θεός με προόριζε να ζήσω στον γάμο, δεν θα μου έπαιρνε αυτόν  που αγαπούσα. Αφού όμως ο Θεός απάλλαξε και εμένα και εκείνον από τον ζυγό του γάμου, στον οποίο εκούσια δοθήκαμε και οι δυο μας και από τις υποχρεώσεις της συζυγικής ζωής, μου έδειξε τον αληθινό προορισμό, να τον υπηρετήσω εν χηρεία (Παλλάδιος, Διάλογος ιστορικός περί βίου και πολιτείας Ιωάννου του Χρυσοστόμου, κεφ. Στ΄ PG 47, 60-61)
Η Ολυμπιάδα αφιερώθηκε ολόψυχα στα έργα της ελεημοσύνης. Γι’ αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος παρότι νέα στην ηλικία, την χειροτόνησε διακόνισσα.
Σημειωτέον πως ο ιστορικός Σωζόμενος που μας δίνει αυτήν την πληροφορία χρησιμοποιεί το ρήμα «εχειροτόνησεν» τονίζοντας το απονεμόμενο σε γυναίκα εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας. Δεν ήταν δηλαδή μία απλή χειροθεσία που συνηθίζεται  στην περίπτωση αναγνώστου, μοναχού, νεωκόρου, αλλά ήταν πράξη κανονικής ιεροσύνης στον βαθμό όμως του Διακόνου, με άμφια ακριβώς τα ίδια με εκείνα του άνδρα Διακόνου.
Επομένως, ο θεσμός των διακονισσών υπήρξε αρχαιότατος στην εκκλησιολογία του πρώιμου χριστιανισμού, ακριβώς για να επιβοηθηθεί το έργο των επισκόπων στη διακονία της κατηχήσεως και βαπτίσεως των γυναικών καθώς και σε έργα φιλανθρωπίας και περίθαλψης.
Ο θεσμός αυτός σταδιακά ατόνησε. Από ό, τι ξέρω, τελευταία διακόνισσα έζησε στο Γυναικείο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος με ιδρυτή τον Άγιο Νεκτάριο, επίσκοπο Πενταπόλεως, στην Αίγινα. Το μοναστικό της όνομα ήταν Μαγδαληνή (Μουστάκα). Στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχουμε επανασύσταση των Διακονισσών ιδιαίτερα στις Ιεραποστολές της.
Το αποκορύφωμα της διακονικής υπηρεσίας της Ολυμπιάδας ήταν η εξάσκηση των έργων του ελέους. Από την μεγάλη της περιουσία δεν σταματούσε να διαθέτει χρυσό και άργυρο για να κατασκευαστούν φιλανθρωπικά ιδρύματα, να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των φτωχών, να ανακουφιστεί η θλίψη των χηρών, να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι και οι αιχμάλωτοι και να απλωθεί το ιεραποστολικό έργο της εκκλησίας έξω και μακριά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ήταν τόσο πολύ γενναιόδωρη και αφειδώς σκόρπιζε τους θησαυρούς της αγάπης της ώστε συχνά η ελεημοσύνη της έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πλευρά ανθρώπων που δεν είχαν ανάγκη. Γι’ αυτό όταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, επέστησε σε αυτήν την προσοχή πάνω ακριβώς σε αυτό το σημείο.
Η Αγία Ολυμπιάδα έγινε πιστή και αφοσιωμένη πνευματική θυγατέρα και φίλη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κάτω από τη σοφή καθοδήγησή του μέσα στη φωτεινή ιεραποστολική ατμόσφαιρα, την οποία δημιουργούσε γύρω από τον εαυτό του, η υπέροχη προσωπικότητα του αγίου εκείνου ανδρός, η Ολυμπιάδα αξιοποίησε όλες τις ψυχικές της δυνάμεις και φανέρωσε όλον τον δυναμισμό του χαρακτήρα της.
Η Ολυμπιάδα ήταν ηγουμένη του μοναστηριού κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη που ιδρύθηκε από αυτήν την ίδια και όπου συγκεντρώθηκαν 250 μοναχές. Σε αυτό το μοναστήρι ο Χρυσόστομος χειροτόνησε διακόνισσες της Αγίας Εκκλησίας και τις τρεις συγγενείς της Ολυμπιάδας Ελισανθία, Μαρτυρία και Παλλαδία.
Στο ευαγές αυτό μοναστήρι η Ολυμπιάδα φρόντιζε και για την ετοιμασία της λιτής τροφής του Χρυσοστόμου. Κάθε μέρα έφτιαχνε το φαγητό του αγίου μας και το έστελνε στο επισκοπείο που ένας μόνο τοίχος το χώριζε από το μοναστήρι. Υπό την φροντίδα της συνεχίσθηκε η διατροφή του, κι όταν ακόμα ο Μεγάλος Χρυσόστομος βρισκόταν στο δρόμο της εξορίας του. Η Ολυμπιάδα με τα μεγάλα της πλούτη έβρισκε τρόπους να στέλνει  σε όποια πολίχνη του Πόντου και της Αρμενίας κι αν βρισκόταν ο Χρυσόστομος μαζί με τους συνεξορίστους, φαγητό και εφόδια.
Μπορείτε λοιπόν να φαντασθείτε τον συναισθηματικό δεσμό που αναπτυσσόταν μεταξύ της Ολυμπιάδας με τις μονάζουσες αδελφές και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κτιζόταν έτσι μια ιδανική σχέση θυγατρικής αγάπης και αφοσίωσης προς τον Μεγάλο Σύμβουλο και Πνευματικό Πατέρα τους Χρυσόστομο. Και σε μια στιγμή συμβαίνει αυτός ο αγαπημένος άνθρωπος, αυτό το μυρίπνοον άνθος του παραδείσου να αποσπάται βίαια και με μανία από τους κόλπους της αγίας συντροφιάς. Απλώνουν τα χέρια τους οι φίλοι και ο λαός του Θεού για να εμποδίσουν την εξορία του, αλλ΄ εις μάτην!
Η Ολυμπιάδα αδιαφορώντας για τις θλίψεις και τους διωγμούς στους οποίους την υπέβαλλαν οι εχθροί και πολέμιοι του εξορισθέντα Χρυσοστόμου, έμεινε πιστή και αφοσιωμένη σε αυτόν αρνουμένη να επικοινωνήσει εκκλησιαστικώς με τον διάδοχό του Αρχιεπίσκοπο στον θρόνο. Παράλληλα, εξακολουθούσε η Ολυμπιάδα, δια του Χρυσοστόμου, να σκορπίζει τους θησαυρούς της αγάπης της με το να στέλνει πολλά χρήματα σ’ αυτόν στη διάρκεια του δρόμου της εξορίας, προκειμένου να εξαγοράσει αιχμαλώτους, τους οποίους συλλάμβαναν Ίσαυροι ληστές, και να τους προωθήσει στους συγγενείς τους, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Σωζόμενος  (Εκκλησ. Ιστορία, βιβλ. η΄, κεφ. κζ΄)΄.
Οι διωγμοί και τα βάσανοι τα οποία υφίστατο ο πνευματικός Πατέρας της δεν άργησαν να επηρεάζουν αρνητικά την σωματική και περισσότερο την ψυχική υγεία της Ολυμπιάδας. Όλες οι περιπέτειες και τα αδιέξοδα, οι αδικίες  αντιχρίστων επισκόπων σε βάρος του αγίου Χρυσοστόμου συνέβαλαν ώστε η Ολυμπιάδα  να περιπέσει σε κατάσταση βαθειάς ψυχικής αθυμίας και μελαγχολίας. Δεν θα βρισκόταν μακριά από αυτό που σήμερα στην ψυχιατρική ονομάζουμε «κατάθλιψη». Ο Χρυσόστομος από την εξορία στέλνει επιστολές προς την Ολυμπιάδα για να μετριάσει την ένταση της ψυχικής αυτής δυσθυμίας.
 Το σύνολο των επιστολών που σώζονται ανέρχεται στον αριθμό δέκα επτά. Είναι πραγματικά μνημεία τρυφερότητας, σοφίας, στοργής και καρτερικότητας. Αρκεί να διαβάσουμε και μόνο την προσφώνηση που υπάρχει στην αρχή κάθε επιστολής, για να διαπιστώσουμε το υψηλό πνευματικό επίπεδο αποστολέα και παραλήπτη : «Τῆ δεσποίνῃ μου, τῇ αἰδεσιμωτάτῃ καὶ θεοφιλεστάτῃ διακόνῳ Ὀλυμπιάδι Ἰωάννης ἐπίσκοπος ἐν Κυρίῳ χαίρειν». Δύο ψυχές, η μία δίπλα στην άλλη!  Ποιός δεν θα ζήλευε μια τέτοια σχέση;
Ο Χρυσόστομος στις επιστολές του Προς Ολυμπιάδα αναδεικνύεται άριστος ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής. Με την επικοινωνία που είχε μαζί της τον καιρό της βαριάς μελαγχολίας της Ολυμπιάδας προσπαθεί να δημιουργήσει στην ψυχή και το φρόνημά της την αίσθηση αυτοεκτίμησης ότι δηλαδή  διαθέτει αποθέματα εναρέτων πράξων, υπομονής και αγάπης στον συνάνθρωπο, ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο μόνο κακοί που αδικούν τους καλούς και αγαθούς ανθρώπους. Είναι έξοχα αυτά που της γράφει προκειμένου να σηκώσει και να ελαφρύνει το ψυχικό άλγος που της προκλήθηκε από τον βίαιο χωρισμό τους, από την κατάθλιψη με την οποία κοιμόταν και ξύπναγε:
Κι ακόμα, επειδή η διακόνισσα Ολυμπιάδα ήταν γνώστης και μελετητής της Καινής Διαθἠκης, ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί τον Απόστολο Παύλο για να της υπενθυμίσει ποια στάση πρέπει να κρατάει απέναντι στον χωρισμό από αγαπητά πρόσωπα. Η ορφάνια δεν γίνεται με τη θέλησή μας, δεν είναι αυτός συναισθηματικός χωρισμός αλλά μόνο προσωρινή, για λίγο μόνο καιρό τοπική απομάκρυνση του ενός από τον άλλο (Παύλος, Α΄ Προς Θεσσαλονικείς 2:17).
Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως το μυστικό κλειδί της πραγματικής αγάπης είναι η εμπιστοσύνη που τρέφουν μεταξύ τους τα υποκείμενα της σχέσης. Το ψέμα και η υποκρισία θρυμματίζουν την αγαπητική σχέση. Ο άγιος Χρυσόστομος εμπιστεύεται τα απόρρητα της ζωής του στην αγία Ολυμπιάδα. Σε αυτήν μόνο άνοιξε την ψυχή του και είπε εκείνο το ανεπανάληπτο: «Οὐδὲν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους πλὴν ὀλίγων» (= τίποτε δεν φοβήθηκα στη ζωή μου, όσο τους επισκόπους, πλην ολίγων εξαιρέσεων).  Ένας αγέρωχος φοβάται τους συναδέλφους του επισκόπους, δηλαδή ένας αετός φοβάται τα μαυροπούλια!
Αυτήν την υπέροχη γυναίκα δεν μπορούσαν οι εχθροί του Χρυσοστόμου  να ανεχθούν και, αφού δήμευσαν την περιουσία της, την εξόρισαν στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, στην Μ. Ασία, επειδή ακριβώς δεν συμμορφωνόταν με τα νέα δεδομένα του πατριαρχικού θρόνου και δεν ανεγνώριζε άλλον νόμιμον πατριάρχη παρά μόνον τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Η ηρωίδα αυτή της αγάπης θεωρήθηκε και αυτή εχθρός του κράτους και εξορίσθηκε. Εκεί στον τόπο της εξορίας παρέδωσε το πνεύμα και αναπαύθηκε εν ειρήνη, την 25 Ιουλίου του 408 σε ηλικία μόλις 40 ετών.
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη να διαβάσουμε όσα γράφει για το τέλος της αγίας Ολυμπιάδας  ο αείμνηστος καθηγητής Κωνσταντίνος Μπόνης: «Φαίνεται ὅτι ἐκ λύπης διὰ τὸν ἐν ἐξορία ἐπελθόντα θάνατον τοῦ μεγάλου Πατριάρχου, τῇ 14ῃ Σεπτεμβρίου τοῦ 407, τὸν ὁποῖον ὑπερηγάπα  καὶ ὑπὲρ πάντας ἐσέβετο, καὶ αὐτὴ παρέδωκε πρὸς Κύριον τὸ πνεῦμα αὐτῆς, τῇ 25ῃ Ἰουλίου τοῦ 408 ἐν Νικομηδείᾳ, περιστοιχουμένη ὑπὸ  πολλῶν εὐσεβῶν μοναστριῶν, διακονισσῶν καὶ ἐτέρων εὐσεβῶν γυναικῶν, αἴτινες πᾶσαι ἐξ  εὐγνωμοσύνης συνέθεσαν και ἀφιέρωσαν αὐτῇ φιλολογικόν τι ἀναμνηστικὸν ἐπίγραμμα»(Περὶ τῆς Μητρός τῆς ἀγίας Ὀλυμπιάδος, σελ. 8).
Τελικά, η διακόνισσα Ολυμπιάδα ήταν καταθλιπτικό άτομο; Οι περισσότεροι ερευνητές επιστήμονες λένε, ναι. Ήταν καταθλιπτικό άτομο με τα σημερινά πορίσματα της Ψυχιατρικής. Αυτό όμως το γεγονός δεν αποκλείει την αγιότητα. Γι΄ αυτό θεωρείται και πιστεύεται ότι η αγία Ολυμπιάδα είναι προστάτιδα των καταθλιπτικών.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζεται η μνήμη της την 25 Ιουλίου, στην δε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την 17η Δεκεμβρίου. 
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος

Πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα” Ἐπιστολή 9η Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


Τί θρηνεῖς καί τί κτυπιέσαι; Γιατί ἐπιβάλλεις στόν ἑαυτό σου τόσες τιμωρίες ὅσες οὔτε καί οἱ ἐχθροί σου δέν μπόρεσαν ὥς τώρα νά σοῦ καταφέρουν; Γιατί παραδίδεις τόσο πολύ τήν ψυχή σου στήν τυραννία τῆς ἀθυμίας; Τά γράμματα πού μοῦ ἔστειλες μέ τόν Πατρίκιο μοῦ φανέρωσαν αὐτά τά ψυχικά σου τραύματα. Ἔχω μεγάλο πόνο μέ ἐσένα. Γιατί ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά πάντα, ὥστε νά διώξεις ἀπό τήν ψυχή σου τήν ἀθυμία, ἐσύ γυρίζεις συνεχῶς γύρω ἀπό τά ἴδια θέματα καί καταγίνεσαι μέ ὀδυνηρούς λογισμούς -πλάθοντας μάλιστα φανταστικές ἱστορίες- ξεσχίζοντας ἔτσι καί καταστρέφοντας τόν ἑαυτό σου ἄσκοπα καί μάταια.
Γιατί στενοχωριέσαι πού δέν μπόρεσες νά κάνεις κάτι, ὥστε νά φύγω ἀπό τήν Κουκουσό; Αὐτό τό ἔκανες ἤδη μέ τήν προαίρεση καί μέ τίς διάφορες ἐνέργειες πρός τούς ὑπεύθυνους παράγοντες, κινητοποιώντας τούς πάντες καί τά πάντα. Ἄν τελικά, δέν εὐοδόθηκε ὁ σκοπός αὐτῶν τῶν κινητοποιήσεων, ἐσύ γιατί θά πρέπει νά λυπᾶσαι καί νά πονᾶς; Μπορεῖ ὁ Θεός νά θέλει νά διανύσω διπλό δρόμο, ὥστε νά μέ ἀμείψει περισσότερο. Γιατί λοιπόν πονᾶς γιά ἐκεῖνα πού μέ ἀνακηρύττουν νικητή; Ἐσύ θά ἔπρεπε νά σκιρτᾶς γι’ αὐτά καί νά χορεύεις φορώντας στεφάνια. Κι αὐτό γιατί καταξιώθηκα νά δεχθῶ τέτοια τιμή ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν ἀξία μου.
Σέ λυπεῖ μήπως ἡ ἐρημιά πού ἐπικτρατεῖ ἐδῶ; Καί τί εἶναι γλυκύτερο ἀπό τήν ἐδῶ διαμονή; Ἐδῶ εἶναι ἡσυχία, γαλήνη, πολλή ἀμεριμνία καί ὑγιεινό κλῖμα. Ἄν ὁ τόπος δέν ἔχει καταστήματα καί ἀγορά, ἐμένα τί μέ ἀπασχολεῖ αὐτό; Στήν πραγματικότητα μοῦ ἔρχονται τά πάντα σάν νά βρισκόμουν καί νά ψώνιζα σέ μεγάλα καταστήματα. Ἐδῶ ἔχω δικό μου ἄνθρωπο, τόν ἐπίσκοπο καί τόν Διόσκουρο πού κάνει τά πάντα γιά νά μέ ἀναπαύσει. Θά σοῦ μιλήσει γι’ αὐτό τό θέμα καί ὁ καλός μας Πατρίκιος. Αὐτός θά σοῦ περιγράψει τό πόσο εὐχάριστα ζῶ ἐδῶ, μέ πόση ἀνάπαυση καί εὐκολία.
Ἄν βέβαια θρηνεῖς γιά ὅσα συνέβησαν στήν Καισάρεια αὐτό δέν σέ τιμᾶ. Διότι καί ἐκεῖ πάλι πλέχθηκαν γιά μένα λαμπρά στεφάνια, ὥστε ὅλοι νά μέ ἐξυμνοῦν, νά μέ θαυμάζουν καί νά ἀποροῦν, μή ἐννοώντας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους βρέθηκα στήν ἐξορία καί σέ τόσο μεγάλη κακοπάθεια. Αὐτά ὅμως νά μήν τά πεῖς σέ κανέναν, ἄν καί πολλοί τά συζητοῦν ἤδη καί τά διαδίδουν. Πράγματι, ὁ ἀγαπητός μου Παιάνιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ ἐπισκόπου Φαρετρίου πού βρίσκονται ἐδῶ διαδίδουν ὅτι ἔχουν κοινωνία μέ ἐμένα καί ὅτι δέν συμμερίζονται τίς ἀπόψεις τῶν ἀντιθέτων, δέν ἔχουν καμιά σχέση καί πολύ περισσότερο, καμιά κοινωνία μαζί τους. Γιά νά μή ξεσηκωθοῦν λοιπόν καί ἀρχίσουν νά μᾶς ἐπιτίθενται ἀνοικτά, κράτησε σιωπή σχετικά μέ ὅ,τι σοῦ λέω.
Αὐτά πού μᾶς συνέβησαν εἶναι πραγματικά πολύ θλιβερά. Ἀκόμα κι ἄν δέν μοῦ εἶχε συμβεῖ τίποτα ἄλλο κακό, θά ἀρκοῦσαν ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ γιά νά μοῦ ἐξασφαλίσουν πλούσια βραβεῖα. Τόσο πολύ κινδύνευσα, ὥστε ἔφθασα μέχρι τό θάνατο. Παρακαλῶ ὅμως αὐτά νά τά κρατήσεις μόνο γιά τόν ἑαυτό σου. Θά σοῦ τά διηγηθῶ ὅλα σύντομα, ὄχι γιά νά σέ λυπήσω, ἀλλά γιά νά σέ εὐφράνω. Γιατί αὐτά εἶναι τά ἀντικείμενα τοῦ ἐμπορίου μου, αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μου, αὐτά εἶναι πού θά μοῦ σβήσουν τίς ἁμαρτίες μου. Ἐννοῶ τό νά βαδίζω συνεχῶς ἀνάμεσα σέ τέτοιους πειρασμούς καί ἀναπάντεχα, νά ξεπηδοῦν προβλήματα ἀπό ἐκεῖ πού δέν τό φανταζόμουνα.
Ἐπρόκειτο νά μποῦμε στήν Καππαδοκία, ἀφοῦ εἴχαμε πλέον γλυτώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶχε ἀπειλήσει μέ θάνατο. Τότε μᾶς συνάντησαν πολλοί ἄνθρωποι, λέγοντας: “Ὁ Φαρέτριος σέ περιμένει μέ ἀγωνία καί πηγαινοέρχεται ἀνησυχώντας μήπως προσπεράσετε καί δέν καταφέρει νά σέ συναντήσει. Ἔχει ξεσηκώσει μάλιστα γιά τήν ὑποδοχή σου καί ὅλα τά μοναστήρια, ἀνδρικά καί γυναικεῖα καί κάνει τά πάντα, ὥστε νά σέ δεῖ, νά σέ ἀσπασθεῖ καί νά σοῦ δείξει ὅλη τήν ἀγάπη του”. Ἐγώ βέβαια, τά ἄκουγα ὅλα αὐτά, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν πίστευα τίποτα ἀπό τά λεγόμενά τους. Τό μόνο πού σκεπτόμουν ἦταν ὅτι ἀσφαλῶς μέ περίμεναν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Δέν ἔλεγα ὅμως τίποτα ἀπ’ αὐτά πού εἶχα μέσα μου σ’ ἐκείνους πού μοῦ τά μετέφεραν.
Ὅταν τελικά φθάσαμε στήν Καισάρεια, ἀναμμένος ἀπό τή φλόγα τοῦ πολύ ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ἀποκαμωμένος καί ὑποφέροντας μέχρι θανάτου, βρῆκα ἐπιτέλους ἕνα κατάλυμμα στήν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀμέσως μετά, φρόντισα νά βρῶ κανένα γιατρό γιά νά μέ βοηθήσει νά σβήσω τό καμίνι τοῦ πυρετοῦ πού μέ κατέκαιε. Ἦταν τό κορύφωμα τοῦ τριταίου πυρετοῦ, τόν ὁποῖο ἐπιβάρυνε ἡ ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας, ἡ κόπωση, ἡ συντριβή, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων πού νά μέ διακονοῦν, ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἔλλειψη ἰατρικῆς παρακολούθησης, ἡ καταπόνηση ἀπό τή ζέστη καί τίς ἀγρυπνίες.
Ἔτσι, ἔφθασα στήν πόλη σχεδόν νεκρός. Τότε ὅμως ἦλθαν κοντά μου ὅλος ὁ κλῆρος, ὁ λαός, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές καί οἱ γιατροί. Ὅλοι αὐτοί μέ περιποιήθηκαν πολύ καί μέ διακόνησαν ὑποδειγματικά, μέ πολλή ἐπιμέλεια καί σεβασμό. Ὁ ὑψηλός πυρετός μέ εἶχε βέβαια τελείως ἐξαντλήσει, ἀλλά λίγο‒λίγο ἡ ἀρρώστια σταμάτησε καί λούφαξε.
Ὁ Φαρέτριος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά, ἀλλά σιωποῦσε ‒–δέν ξέρω μέ ποιά σκέψη‒– περιμένοντας νά φύγουμε ἀπό τήν πόλη.
Ὅταν τελικά διεπίστωσα ὅτι τό κακό ὑποχώρησε ἤρεμα, σκεπτόμουν νά ἀναχωρήσω καί νά πορευθῶ πρός τήν Κουκουσό, ὥστε νά ἀναπαυθῶ λίγο ἀπό τίς συμφορές πού μέ εἶχαν βρεῖ κατά τή διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας. Ἐνῶ λοιπόν βρισκόμουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση, μᾶς εἶπαν ὅτι ξαφνικά, εἶχε ἐμφανισθεῖ πλῆθος Ἰσαύρων πού εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν περιοχή τῆς Καισάρειας. Εἶχαν πυρπολήσει ἤδη ἕνα χωριό καί προχωροῦσαν καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκαν μπροστά τους. Ὁ ὑπεύθυνος ἀξιωματικός πού ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἰσχυρῆς στρατιωτικῆς μονάδας τῆς περιοχῆς, ἀποφάσισε ἀμέσως νά βγοῦν γιά νά τούς ἀναχαιτήσουν. Ἀνησυχοῦσαν τόσο, μήπως αὐτοί ἐπιτεθοῦν καί στήν πόλη καί γι’ αὐτό ἦταν φοβισμένοι καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή καί τόν τόπο τους, ὤστε ἐπιστρατεύθηκαν γιά τή φύλαξη τῶν τειχῶν ἀκόμα καί οἱ γέροντες.
‘Ενῶ βρισκόμαστασταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση ξαφνικά, τά ξημερώματα ὅρμησε στό κατάλυμμά μου μιά μανιασμένη ὁμάδα μοναχῶν, ἀπειλώντας μας καί λέγοντας ὅτι ἄν δέν ἔβγαινα ἔξω, θά ἔκαιγαν κι ἐμᾶς καί τό σπίτι πού μέναμε. Δέν μποροῦσε νά τούς ἠμερέψει τίποτα, οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰσαύρων, οὔτε ἡ κατάστασή μου ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόσο πολύ μέ ταλαιπωροῦσε, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἀντίθετα, ἐπέμεναν μέ τόση ὀργή στήν ἀπειλή τους. ὥστε φοβήθηκαν κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ντόπιοι φρουροί μας. Γιατί κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἀπειλοῦσαν λέγοντας, ὅτι εἶχαν ἤδη κτυπήσει θανάσιμα πολλούς τοπικούς φρουρούς.
Ὅταν οἱ φρουροί ἄκουσαν ὅλα αὐτά, ἄρχισαν νά μέ παρακαλοῦν ἐπίμονα λέγοντας: “Προτιμοῦμε νά πέσουμε στά χέρια τῶν Ἰσαύρων, παρά σ’ αὐτά τά θηρία”. Ὁ τοπικός διοικητής ἄκουσε τά συμβάντα καί ἀμέσως ἔτρεξε νά μᾶς βρεῖ, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά μᾶς καί τή ζωή μας καί ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει. Οἱ μοναχοί ὅμως δέν δέχθηκαν οὔτε ἐκείνου τίς παρακλήσεις καί ἔτσι ἀποδείχθηκε κι αὐτός ἀνίσχυρος ὑπερασπιστής μας. Βλέποντας λοιπόν ὁ διοικητής ὅτι τά πράγματα βρίσκονταν σέ πλῆρες ἀδιέξοδο -καί μή μπορώντας νά μᾶς συμβουλεύσει νά φύγουμε καί ἔτσι νά ἐκτεθοῦμε σέ βέβαιο θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά παραμείνουμε στήν πόλη κάτω ἀπό τέτοια ἀπειλή- ἔστειλε ἀνθρώπους καί παρακάλεσε τό Φαρέτριο νά μᾶς ἐπιτρέψει νά μείνουμε λίγο ἀκόμη στήν πόλη λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ἰσαύρων. Δέν κατάφερε ὅμως καί πάλι τίποτα. Ἔτσι τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι μοναχοί ὅρμησαν κατεπάνω μας πιό ὀργισμένοι, ὥστε φοβήθηκαν ὅλοι καί κανένας ἀπό τούς πρεσβυτέρους δέν τολμοῦσε νά μᾶς παρασταθεῖ καί νά μᾶς βοηθήσει. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι ντρέπονταν, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Φαρέτριου, καί γι’αὐτό κρύβονταν ἀπό μᾶς καί ὅταν τούς καλούσαμε σέ συμπαράσταση, δέν ὑπάκουαν.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἐπάνω σ’ αὐτό τό θέμα; Κάτω ἀπό τή σοβαρή αὐτή ἀπειλή τῆς ζωῆς μας καί ἀπό τήν τυραννία τοῦ πυρετοῦ, πού δέν μέ εἶχε ἀκόμα ἀφήσει, ἀποφάσισα καί ἔπεσα στό φορεῖο καί τό μεσημέρι μέ ἔβγαλαν ἀπό τό σπίτι, ἐνῶ ὁ λαός γόγγυζε, κραύγαζε καί καταριόταν αὐτόν πού προκάλεσε τά τόσα δεινά καί ὅλοι μᾶς ἀποχαιρετοῦσαν, κλαίγοντας καί θρηνώντας.
Ὅταν βγήκαμε πιά ἀπό τήν πόλη ἐμφανίστηκαν ἀθόρυβα μερικοί κληρικοί καί μᾶς προέπεμψαν κλαίγοντας. Ἄκουσα κάποιους νά λένε:
“Ποῦ τόν πᾶτε; Τόν ὁδηγεῖτε σέ σίγουρο θάνατο”. Κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού ἰδιαίτερα μέ σέβονται καί μέ ἀγαποῦν μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε, νά γλυτώσεις ἀπό μᾶς. Εἶναι καλύτερα νά πέσεις στά χέρια τῶν Ἰσαύρων παρά νά μείνεις κοντά μας. Ὅπου κι ἄν πέσεις θά εἶσαι πιό ἀσφαλής ἀπό τά δικά μας χέρια”.
Ἀκούγοντας καί βλέποντας ὅλα αὐτά ἡ καλή Σελευκεία, ἡ σύζυγος τοῦ Ρουφίνου -ὁ ὁποῖος πολύ μᾶς συμπαραστάθηκε- ἔστειλε ἀνθρώπους καί μέ παρακέλεσε ἱκετεύοντας, νά καταλύσω στό ἀγρόκτημά τους, πού βρισκόταν λίγο μακρύτερα ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλης. Δέχθηκα τήν πρόσκληση καί πήραμε τό δρόμο γιά ἐκεῖ.
Οὔτε ὅμως ἐκεῖ μ’ ἄφησαν οἱ διῶκτες μου ἥσυχο. Μόλις ἔμαθε ὁ Φαρέτριος ὅτι εἶχα καταλύσει ἐκεῖ, τούς ἀπείλησε πολύ ἄγρια, ὅπως ἔλεγε ἡ Σελεύκεια. Ὅταν βέβαια, ἐγώ εἶχα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκλησή τους, δέν γνώριζα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἡ Σελευκεία τά εἶχε κρατήσει ὅλα μυστικά καί μόνον στόν ἐπιστάτη τους εἶχε δώσει ἐντολή νά μᾶς προσφέρει κάθε ἀνάπαυση. Τόν εἶχε ἐπιπλέον προειδοποιήσει λέγοντάς του, ὅτι ἄν ἔλθουν οἱ μοναχοί καί θελήσουν νά μᾶς προσβάλουν ἤ νά μᾶς κάνουν κακό νά συγκεντρώσει τούς ἐργάτες καί ἀπό τά ἄλλα κτήματά τους καί νά τούς ἀποκρούσουν. Μέ παρακάλεσε ἐπίσης, ἄν βρεθῶ σέ δυσκολία, νά μή δυσκολευθῶ νά καταφύγω στό σπίτι τους πού εἶχε ἀπόρθητο πύργο, καί ἔτσι νά γλιτώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν μοναχῶν.
Δέν δέχθηκα βέβαια, αὐτή τήν πρόταση καί ἔμεινα στό κτῆμα, χωρίς νά ὑποψιάζομαι τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού μέ περίμεναν. Ὁ Φαρέτριος τήν ἀπειλοῦσε συνεχῶς καί τήν πίεζε νά μέ διώξει ἀπό τό κτῆμα τους. Ἡ Σελευκεία, μή ὑποφέροντας αὐτές τίς πιέσεις καί ἀπό τό φόβο πού τῆς εἶχε ἐμπνεύσει ὁ Φαρέτριος, -ἐνῶ ἐγώ τά ἀγνοοῦσα ὅλα αὐτά- μέ εἰδοποίησε τά μεσάνυχτα ὅτι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν περιοχή βάρβαροι. Τό εἶπε βέβαια αὐτό, ἐπειδή ντρεπόταν νά μοῦ πεῖ τό τί περνοῦσε ἀπό τό Φαρέτριο, γιά τή φιλοξενία πού μοῦ παρεῖχε στό ἀγρόκτημά τους.
Ἦρθε λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας ὁ πρεσβύτερος Εὐήθιος καί σχεδόν φωνάζοντας μοῦ εἶπε νά σηκωθῶ γιά νά φύγουμε, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ βάρβαροι.
Σκέψου σέ ποιά κατάσταση βρέθηκα, ἀκούγοντας αὐτά. Στήν πόλη, καθώς μοῦ εἶπε ὁ πρεσβύτερος, δέν μπορούσαμε νά καταφύγουμε, μήπως παθαίναμε ἀπό τούς διῶκτες μας χειρότερα, ἀπό ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἔκαναν οἱ Ἴσαυροι. Ἔτσι σηκωθήκαμε καί φύγαμε.
Ἦταν μεσάνυκτα. Ἡ νύκτα ἦταν χωρίς φεγγάρι, μαύρη καί σκοτεινή καί γι’ αὐτό δυσκολευόμαστε πιό πολύ. Δέν μᾶς παράστεκε κανείς ὡς βοηθός καί συνοδός στήν πορεία. Ὅλοι μᾶς εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἤμουν σχεδόν σίγουρος ὅτι τό τέλος μου πλησίαζε. Τούς εἶπα κάποια στιγμή νά ἀνάψουν λαμπάδες γιά νά βλέπουμε, ἀλλά ὁ πρεσβύτερος εἶπε ὄχι, γιατί φοβόταν ὅτι ἔτσι θά μᾶς ἐντόπιζαν οἱ βάρβαροι πιό εὔκολα. Ἔτσι προχωρούσαμε ὅσπου ὁ ἡμίονος πού μετέφερε τό φορεῖο μου, γονάτισε ἀπότομα ‒ἐπειδή ὁ δρόμος ἦταν κακοτράχαλος καί ἀνηφορικός- καί μέ πέταξε κάτω. Λίγο ἀκόμα καί θά μέ σκότωνε. Ἔβαλα ἔπειτα ὅσες δυνάμεις μοῦ εἶχαν ἀπομείνει, καί μέ τή βοήθεια τοῦ πρεσβυτέρου Εὐηθίου βάδιζα ἤ καλύτερα συρόμουν, γιατί πῶς μποροῦσε κανείς νά περπατήσει σέ τόσο δύσβατη καί ὀρεινή περιοχή καί μέσα στήν ἀσέληνη νύκτα.
Σκέψου τί θά μποροῦσα νά πάθω, ἀφοῦ τόσο ὑπέφερα καί ἐνῶ ὁ πυρετός ἐξακολουθοῦσε νά μέ κατακαίει. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς σκευωρίες δέν γνώριζα τίποτα, ἀλλά εἶχα στρέψει τήν προσοχή μου στούς βαρβάρους καί φοβόμουν ὅτι θά ἔπεφτα τελικά στά χέρια τους. Πῶς τό βλέπεις; Δέν θά ἀρκοῦσαν καί μόνο αὐτά τά παθήματα νά ἐξαλείψουν τίς ἁμαρτίες μου καί νά μοῦ χαρίσουν πνευματική προκοπή;
Αὐτά ὅλα τά ἔπαθα, καθώς νομίζω, ἐξαιτίας τῆς ζήλειας τοῦ Φαρέτριου. Γιατί, ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι μέ τό πού ἔφθασα στήν Καισάρεια δέχθηκα τόσες τιμές καί περιποιήσεις ἀπό τούς τοπικούς παράγοντες, ἀπό τούς λογίους καί ἀπό σύσσωμο τό λαό τῆς περιοχῆς πού μέ φρόντιζε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μέ φθόνησε. Δέν τό λέω βέβαια αὐτό μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ἀλλά ἔτσι ἔδειξαν τά πράγματα. Τί ἄλλο θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει γιά τίς τόσες περιπέτειες κατά τό διάστημα τῆς πορείας, γιά τούς φόβους καί τούς κινδύνους πού περάσαμε;
Καθώς τώρα τά ξαναφέρνω ὅλα αὐτά στό λογισμό μου, πετῶ ἀπό τή χαρά μου καί εὐφραίνομαι σάν νά ‘χω ἀποθηκευμένο μεγάλο θησαυρό. Πράγματι ἔτσι αἰσθάνομαι καί αὐτή τή διάθεση ἔχω. Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, νά χαίρεσαι κι ἐσύ μαζί μου καί νά εὐφραίνεσαι, δοξάζοντας τόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ὑποστῶ τέτοια παθήματα. Νά μήν τά πεῖς ὅμως αὐτά σέ κανέναν, ἄν καί οἱ ὑπεύθυνοι συνοδοί μου εἶναι ἕτοιμοι νά γεμίσουν μέ τά λόγια τους ὁλόκληρη τήν πόλη, ἀφοῦ κι αὐτοί κινδύνευσαν μαζί μου. Ἀπό ἐσένα πάντως νά μήν ἀκουστεῖ τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά καί μάλιστα νά σταματᾶς ὅποιον ἀρχίζει μιά τέτοια κουβέντα.
Ἄν πάλι στενοχωριέσαι γιά τά κατάλοιπα πού ἄφησε ἐπάνω μου ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία, μάθε ὅτι ὄχι μόνον δέν παρέμεινε ἀπό αὐτά τίποτα, ἀλλά ὅτι τώρα εἶμαι πολύ καλύτερα ἀπό τότε πού βρισκόμουν ἐκεῖ. Τό κρύο νά μήν τό φοβᾶσαι. Ἔχουν κατασκευαστεῖ ἐδῶ καταλύμματα γιά νά κλύπτουν τίς ἀνάγκες μας καί ὁ Διόσκορος κάνει τά πάντα, ὥστε νά εἴμαστε τελείως προφυλαγμένοι ἀπό αὐτό. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά -ἄν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ σωστά ἀπό τήν πρώτη κιόλας ἡμέρα- κατάλαβα ὅτι ὁ ἀέρας ἐδῶ εἶναι ἀνατολικός, ζεστός καί ἀνάλαφρος καί ἴδιος σχεδόν μ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἡ Ἀντιόχεια.
Πολύ μέ λύπησες πού εἶπες ὅτι ἴσως νά εἶμαι δυσαρεστημένος, ἐπειδή ἀμελήσατε καί δέν ἐνεργήσατε ὥστε νά μετακινηθῶ ἀπό ἐδῶ πού βρίσκομαι. Καί ὅμως πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἐγώ σοῦ ἔγραψα καί σέ παρακάλεσα γιά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Νά μήν μέ μετακινήσετε δηλαδή, ἀπό ἐδῶ. Νομίζω ὅτι χρειάζεται νά μετανοήσεις πολύ γι’ αὐτό πού εἶπες. Ἴσως βέβαια, νά ἔκανες μιά προσπάθεια ἀπολογίας, ὅταν εἶπες ὅτι, ἁπλά, τό σκέπτεσαι αὐτό γιά νά φορτώνεσαι μέ περισσσότερη θλίψη. Καί αὐτό ὅμως, ὅτι δηλαδή καλλιεργεῖς μέσα σου ἐπώδυνους λογισμούς, εἶναι βαριά ἁμαρτία. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά πάντα γιά νά ξεφεύγεις ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις, ἐσύ κάνεις τό χατήρι τοῦ διαβόλου καί μεγαλώνεις τόν πόνο καί τήν ἀθυμία σου.
Πάντως νά μήν ἀνησυχεῖς γιά τούς Ἰσαύρους καί νά μήν τούς φοβᾶσαι, γιατί αὐτοί γύρισαν πίσω στήν πατρίδα τους. Ὁ κυβερνήτης τοῦ τόπου ἀγωνίστηκε πολύ καί ἔτσι τώρα ἔχουμε περισσότερη ἀσφάλεια ἀπό ἐκείνη πού εἴχαμε ὅταν βρισκόμασταν στήν Καισάρεια.
Πραγματικά, κανένα δέν ἔχω φοβηθεῖ τόσο, ὅσο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους.
Γιά τούς Ἰσαύρους λοιπόν νά μή φοβᾶσαι καθόλου. Γιατί ἔφυγαν πίσω καί ἐπειδή ἄρχισε ὁ χειμώνας κλείστηκαν στά σπίτια τους. Ἄν ἀποφασίσουν νά ξαναβγοῦν, αὐτό θά γίνει μετά τήν Πεντηκοστή.
Γιατί λές ὅτι δέν ἔχεις τή χαρά νά παίρνεις γράμματα; Σοῦ ἔχω ἤδη στείλει τρεῖς μακροσκελεῖς ἐπιστολές, τή μιά μέ τούς ἐπαρχιακούς ὑπαλλήλους, τήν ἄλλη μέ τόν Ἀντώνιο καί τήν ἄλλη μέ τόν Ἀνατόλιο τόν ὑπηρέτη σας. Οἱ δύο μάλιστα ἀπό αὐτές εἶναι φάρμακο σωτήριο, ἱκανό νά ἀναζωογονήσει καί κάνει εὔθυμο καθένα πού εἶναι λυπημένος ἤ πού σκανδαλίζεται. Ὅταν λοιπόν λάβεις αὐτές τίς ἐπιστολές φρόντισε νά τίς διαβάζεις συνεχῶς καί θά δεῖς τή δύναμή τους. Τότε θά μέ ἐνημερώσεις γιά τίς θεραπευτικές ἰδιότητες πού αὐτές ἔχουν καί θά μοῦ περιγράψεις τήν μεγάλη ὠφέλεια πού ἔλαβες ἀπό τή μελέτη τους. Ἔχω ἕτοιμη καί μιά ἀκόμα ἐπιστολή, ἀλλά δέν θέλησα νά τήν στείλω, ἐπειδή λυπήθηκα πολύ ἀπό αὐτό πού εἶπες γιά τόν ἑαυτό σου. Ὅτι δηλαδή, σκέπτεσαι συνεχῶς τά ἴδια λυπηρά πράγματα καί φτιάχνεις μέ τό νοῦ σου ἀνύπαρκτες ἱστορίες. Αὐτά πού λές δέν σέ τιμοῦν καί μέ κάνουν νά κρύβω ἀπό ντροπή τό πρόσωπό μου.
Διάβασε λοιπόν αὐτές τίς ἐπιστολές καί δέν θά μπορέσεις νά ξαναπεῖς τά ἴδια λόγια, ἀκόμα κι ἄν τό μυαλό σου ἔχει κολλήσει ἐκεῖ ἤ ἀγωνίζεσαι νά κρατήσεις μόνιμη τήν ἀθυμία.
Γιά τό θέμα τοῦ Ἡρακλείδη ἔχω τή γνώμη ὅτι μπορεῖ αὐτός, ἄν θέλει, νά ὑποβάλει τήν παραίτησή του, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ὅλα αὐτά. Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση. Ἐγώ βέβαια, παρόλο πού δέν πέτυχα γι’ αὐτόν κάτι σπουδαῖο, προσπάθησα νά τόν βοηθήσω μέσω τῆς Διακόνισσας Πενταδίας, τήν ὁποία παρακάλεσα νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ γι’ αὐτό τό θέμα.
Μοῦ εἶπες ἐπίσης, ὅτι τόλμησες νά μοῦ μιλήσεις γιά τίς θλίψεις τοῦ Ἡρακλείδη, ἐπειδή ὁ ἴδιος σοῦ τό ζήτησε. Μά τί λόγια εἶναι αὐτά; Σοῦ λέω καί σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τό μόνο γιά τό ὁποῖο πρέπει νά λυπόμαστε εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι σκόνη καί καπνός. Πράγματι, πόσο βαρύ εἶναι τό νά ἁλυσσοδεθεῖ κανείς καί νά ριχθεῖ στή φυλακή; Πόσο βαρύ εἶναι τό νά κακοπαθεῖ κανείς, ὅταν ἡ κακοπάθεια τοῦ ἀποφέρει τόσο μεγάλο κέρδος; Πόσο βαρύ πράγμα εἶναι ἡ ἐξορία ἤ ἡ δήμευση τῶν ὑπαρχόντων του; Αὐτά δέν εἶναι λυπηρά οὔτε στενόχωρα πράγματα. Ἄν μιλήσεις γιά θάνατο, μιλᾶς γιά τό κοινό ἀνθρώπινο χρέος, τό ὁποῖο κανείς δέν μᾶς τό ἐπιβάλλει, καθένας μας ὅμως πρέπει νά τό ὑπομείνει. Ἄν πεῖς γιά τήν ἐξορία, δέν τίποτα ἄλλο ἀπό τό νά ἀπολαμβάνει κανείς τήν ὕπαιθρο καί τήν ἐπίσκεψη σέ διάφορους τόπους. Ἄν μιλήσεις πάλι, γιά δήμευση τῶν ὑπαρχόντων, τότε ἐγκωμιάζεις τή λύτρωση καί τήν ἐλευθερία.
Μήν παύσεις, παρακαλῶ, νά φροντίζεις τόν ἐπίσκοπο Μαρουθᾶ, ὥστε νά τόν ἀνασύρεις ἀπό τό βάραθρο. Διότι εἶναι ἀπαραίτητος γιά τό ἔργο πού γίνεται στήν Περσία. Πληροφορήσου, ἄν εἶναι δυνατόν ἀπό τόν ἴδιο, πῶς ἐργάζεται σέ ἐκεῖνα τά μέρη καί μάθε γιά ποιόν λόγο γύρισε πίσω. Ἐνημέρωσέ με ἐπίσης, γιά τό κατά πόσον τοῦ παρέδωσες τίς δυό ἐπιστολές πού τοῦ ἔστειλα. Ἄν θελήσει ὁ ἴδιος νά μοῦ γράψει καλῶς ἔχει Ἄν ὅμως δέν τό κάνει, νά ἐνημερώσει τοὐλάχιστον ἐσένα γιά τό πῶς ἐργάσθηκε ἐκεῖ κάτω καί τί προγραμματίζει νά κάνει κατά τήν ἐπιστροφή του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού προσπάθησα νά ἔλθω σέ ἐπαφή μαζί του. Πάντως ἐσύ νά κάνεις τό καθῆκον σου, ἔστω κι ἄν ὅλοι πέφτουν μέ τό κεφάλι στό γκρεμό. Ἐσύ νά συνεχίσεις τή διακονία σου καί ὁ μισθός θά εἶναι ἀντίστοιχος τῆς προσφορᾶς σου. Νά συμφιλιωθεῖς λοιπόν μαζί του, ὅσο βέβαια, ἐξαρτᾶται ἀπό ἐσένα.
Πρόσεξε παρακαλῶ, πολύ αὐτό πού θέλω τώρα νά σοῦ πῶ καί κάνε γι’ αὐτό ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου: Οἱ μοναχοί Μαρσεῖς, οἱ Γότθοι ‒–ὅπου κρυβόταν πάντοτε ὁ ἐπίσκοπος Σεραπίων‒– μέ πληροφόρησαν ὅτι ὁ διάκονος Μαδουάριος ἦλθε γιά νά τούς ἀναγγείλει τό θάνατο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου καί τόσο δραστήριου ἐπισκόπου Οὐνία. Ἐννοῶ ἐκεῖνον πού χειροτόνησα καί ἔστειλα στή Γοτθία. Ὁ Μοδουάριος ἔχει ἔλθει προσκομίζοντας ἐπιστολές τοῦ βασιλιᾶ τῶν Γότθων, ὁ ὁποῖος ζητάει νά τούς σταλεῖ ἐπίσκοπος. ‘Επειδή λοιπόν, δέν βλέπω ὅτι κάτι ἄλλο θά προλάβει τήν καταστροφή πού πρόκειται νά ξεσπάσει, φρόντισε ὥστε νά ὑπάρξει κάποια καθυστέρηση ἤ μιά ἀναβολή.
Γιατί, ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα, τώρα δέν μποροῦν νά διαπλεύσουν τό Βόσπορο ἐξαιτίας τῆς χειμερινῆς κακοκαιρίας. Πρόσεξε μήν τό ἀμελήσεις αὐτό, γιατί πρόκειται γιά μεγάλο κατόρθωμα.
Δυό πράγματα θά μέ λυποῦσαν πάρα πολύ. Τό νά γίνει ἐκλογή νέου ἐπισκόπου, ἀπό ἐκείνους πού δέν τούς ἐπιτρέπεται κάτι τέτοιο καί οἱ ὁποῖο διαπράττουν τόσα κακά καί τό νά γίνει χειροτονία ἀκατάλληλου προσώπου. Γνωρίζεις βέβαια, πολύ καλά ὅτι δέν πρόκειται αὐτοί νά ἐκλέξουν κάποιο ἄξιο καί κατάλληλο πρόσωπο. Εἴθε νά μήν γίνει κάτι τέτοιο γιατί ἀντιλαμβάνεσαι πολύ καλά τή συνέχεια τοῦ πράγματος. Γιά νά προληφθοῦν λοιπόν ὅλα αὐτά φρόντισε νά ἐνεργήσεις ἀθόρυβα. Ἄν μάλιστα θά μποροῦσε ὁ Μοδουάριος νά ταξίδευε πρός τά ἐδῶ κρυφά, αὐτό θά ἦταν πολύ χρήσιμο. Ἄν ὅμως αὐτό εἶναι ἀδύνατον κάνετε τοὐλάχιστον ἀπό ἐκεῖ ὅ,τι μπορεῖτε.
Στά θέματα αὐτά συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τά χρήματα, ὅπως ἔγινε καί μέ τή χήρα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅπως δηλαδή αὐτή ἀπεδείχθη ἀνώτερη, μεταξύ ἐκείνων πού κατέβαλαν μεγάλα ποσά, ἔτσι καί ὅσοι καταβάλουν ὅλες τους τίς δυνάμεις στήν προσπάθεια νά διευθετήσουν ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις ξεπληρώνουν τό χρέος τους καί ,ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τους, δικαιοῦνται ὁλόκληρη τήν ἀμοιβή τους.
Στόν ἐπίσκοπο Ἱλάριο χρεωστῶ πολλή εὐγνωμοσύνη. Μοῦ ἔγραψε γιά νά πάρει τήν εὐλογία μου ὥστε νά ξαναγυρίσει στήν ἕδρα του γιά νά τακτοποιοήσει διάφορες ἐκκρεμότητες καί μετά νά ἐπανέλθει. Ἐπειδή λοιπόν ἡ παρουσία του εἶναι πολλή ὠφέλιμη ‒–γιατί εἶναι εὐλαβής, σταθερός καί ζηλωτής‒– τόν παρεκάλεσα νά μεταβεῖ ἐκεῖ κατά τήν ἐπιθυμία του, ἀλλά νά γυρίσει τό συντομότερο δυνατόν. Φρόντισε λοιπόν, νά μήν παραπέσει ἡ ἐπιστολή, ἀλλά νά φθάσει στά χέρια του σίγουρα καί γρήγορα.
Μερίμνησε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τό θέμα τῶν ἐπιστολῶν μου. Ἄν ὁ προσβύτερος Ἑλλάδιος δέν φανεῖ ἀπό ἐκεῖ, τότε φρόντισε ὥστε αὐτές νά ἐπιδοθοῦν στούς φίλους μας, μέ κάποιον ἄλλο συνετό καί ὑπεύθυνο ἄνθρωπο.

Ἀπό τό βιβλίο:
«Ὁ πορισμός τῶν θλίψεων»
Ἔκδοσις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ,
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα