Τί
θρηνεῖς καί τί κτυπιέσαι; Γιατί ἐπιβάλλεις στόν ἑαυτό σου τόσες
τιμωρίες ὅσες οὔτε καί οἱ ἐχθροί σου δέν μπόρεσαν ὥς τώρα νά σοῦ
καταφέρουν; Γιατί παραδίδεις τόσο πολύ τήν ψυχή σου στήν τυραννία τῆς
ἀθυμίας; Τά γράμματα πού μοῦ ἔστειλες μέ τόν Πατρίκιο μοῦ φανέρωσαν αὐτά
τά ψυχικά σου τραύματα. Ἔχω μεγάλο πόνο μέ ἐσένα. Γιατί ἐνῶ θά ἔπρεπε
νά κάνεις τά πάντα, ὥστε νά διώξεις ἀπό τήν ψυχή σου τήν ἀθυμία, ἐσύ
γυρίζεις συνεχῶς γύρω ἀπό τά ἴδια θέματα καί καταγίνεσαι μέ ὀδυνηρούς
λογισμούς -πλάθοντας μάλιστα φανταστικές ἱστορίες- ξεσχίζοντας ἔτσι καί
καταστρέφοντας τόν ἑαυτό σου ἄσκοπα καί μάταια.
Γιατί στενοχωριέσαι πού δέν μπόρεσες νά
κάνεις κάτι, ὥστε νά φύγω ἀπό τήν Κουκουσό; Αὐτό τό ἔκανες ἤδη μέ τήν
προαίρεση καί μέ τίς διάφορες ἐνέργειες πρός τούς ὑπεύθυνους παράγοντες,
κινητοποιώντας τούς πάντες καί τά πάντα. Ἄν τελικά, δέν εὐοδόθηκε ὁ
σκοπός αὐτῶν τῶν κινητοποιήσεων, ἐσύ γιατί θά πρέπει νά λυπᾶσαι καί νά
πονᾶς; Μπορεῖ ὁ Θεός νά θέλει νά διανύσω διπλό δρόμο, ὥστε νά μέ ἀμείψει
περισσότερο. Γιατί λοιπόν πονᾶς γιά ἐκεῖνα πού μέ ἀνακηρύττουν νικητή;
Ἐσύ θά ἔπρεπε νά σκιρτᾶς γι’ αὐτά καί νά χορεύεις φορώντας στεφάνια. Κι
αὐτό γιατί καταξιώθηκα νά δεχθῶ τέτοια τιμή ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν ἀξία
μου.
Σέ λυπεῖ μήπως ἡ ἐρημιά πού ἐπικτρατεῖ
ἐδῶ; Καί τί εἶναι γλυκύτερο ἀπό τήν ἐδῶ διαμονή; Ἐδῶ εἶναι ἡσυχία,
γαλήνη, πολλή ἀμεριμνία καί ὑγιεινό κλῖμα. Ἄν ὁ τόπος δέν ἔχει
καταστήματα καί ἀγορά, ἐμένα τί μέ ἀπασχολεῖ αὐτό; Στήν πραγματικότητα
μοῦ ἔρχονται τά πάντα σάν νά βρισκόμουν καί νά ψώνιζα σέ μεγάλα
καταστήματα. Ἐδῶ ἔχω δικό μου ἄνθρωπο, τόν ἐπίσκοπο καί τόν Διόσκουρο
πού κάνει τά πάντα γιά νά μέ ἀναπαύσει. Θά σοῦ μιλήσει γι’ αὐτό τό θέμα
καί ὁ καλός μας Πατρίκιος. Αὐτός θά σοῦ περιγράψει τό πόσο εὐχάριστα ζῶ
ἐδῶ, μέ πόση ἀνάπαυση καί εὐκολία.
Ἄν βέβαια θρηνεῖς γιά ὅσα συνέβησαν στήν
Καισάρεια αὐτό δέν σέ τιμᾶ. Διότι καί ἐκεῖ πάλι πλέχθηκαν γιά μένα
λαμπρά στεφάνια, ὥστε ὅλοι νά μέ ἐξυμνοῦν, νά μέ θαυμάζουν καί νά
ἀποροῦν, μή ἐννοώντας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους βρέθηκα στήν ἐξορία
καί σέ τόσο μεγάλη κακοπάθεια. Αὐτά ὅμως νά μήν τά πεῖς σέ κανέναν, ἄν
καί πολλοί τά συζητοῦν ἤδη καί τά διαδίδουν. Πράγματι, ὁ ἀγαπητός μου
Παιάνιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ ἐπισκόπου Φαρετρίου πού
βρίσκονται ἐδῶ διαδίδουν ὅτι ἔχουν κοινωνία μέ ἐμένα καί ὅτι δέν
συμμερίζονται τίς ἀπόψεις τῶν ἀντιθέτων, δέν ἔχουν καμιά σχέση καί πολύ
περισσότερο, καμιά κοινωνία μαζί τους. Γιά νά μή ξεσηκωθοῦν λοιπόν καί
ἀρχίσουν νά μᾶς ἐπιτίθενται ἀνοικτά, κράτησε σιωπή σχετικά μέ ὅ,τι σοῦ
λέω.
Αὐτά πού μᾶς συνέβησαν εἶναι πραγματικά
πολύ θλιβερά. Ἀκόμα κι ἄν δέν μοῦ εἶχε συμβεῖ τίποτα ἄλλο κακό, θά
ἀρκοῦσαν ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ γιά νά μοῦ ἐξασφαλίσουν πλούσια βραβεῖα.
Τόσο πολύ κινδύνευσα, ὥστε ἔφθασα μέχρι τό θάνατο. Παρακαλῶ ὅμως αὐτά νά
τά κρατήσεις μόνο γιά τόν ἑαυτό σου. Θά σοῦ τά διηγηθῶ ὅλα σύντομα, ὄχι
γιά νά σέ λυπήσω, ἀλλά γιά νά σέ εὐφράνω. Γιατί αὐτά εἶναι τά
ἀντικείμενα τοῦ ἐμπορίου μου, αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μου, αὐτά εἶναι πού
θά μοῦ σβήσουν τίς ἁμαρτίες μου. Ἐννοῶ τό νά βαδίζω συνεχῶς ἀνάμεσα σέ
τέτοιους πειρασμούς καί ἀναπάντεχα, νά ξεπηδοῦν προβλήματα ἀπό ἐκεῖ πού
δέν τό φανταζόμουνα.
Ἐπρόκειτο νά μποῦμε στήν Καππαδοκία,
ἀφοῦ εἴχαμε πλέον γλυτώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Γαλατίας, ὁ
ὁποῖος μᾶς εἶχε ἀπειλήσει μέ θάνατο. Τότε μᾶς συνάντησαν πολλοί
ἄνθρωποι, λέγοντας: “Ὁ Φαρέτριος σέ περιμένει μέ ἀγωνία καί
πηγαινοέρχεται ἀνησυχώντας μήπως προσπεράσετε καί δέν καταφέρει νά σέ
συναντήσει. Ἔχει ξεσηκώσει μάλιστα γιά τήν ὑποδοχή σου καί ὅλα τά
μοναστήρια, ἀνδρικά καί γυναικεῖα καί κάνει τά πάντα, ὥστε νά σέ δεῖ, νά
σέ ἀσπασθεῖ καί νά σοῦ δείξει ὅλη τήν ἀγάπη του”. Ἐγώ βέβαια, τά ἄκουγα
ὅλα αὐτά, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν πίστευα τίποτα ἀπό τά λεγόμενά
τους. Τό μόνο πού σκεπτόμουν ἦταν ὅτι ἀσφαλῶς μέ περίμεναν ἀκριβῶς τά
ἀντίθετα. Δέν ἔλεγα ὅμως τίποτα ἀπ’ αὐτά πού εἶχα μέσα μου σ’ ἐκείνους
πού μοῦ τά μετέφεραν.
Ὅταν τελικά φθάσαμε στήν Καισάρεια,
ἀναμμένος ἀπό τή φλόγα τοῦ πολύ ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ἀποκαμωμένος καί
ὑποφέροντας μέχρι θανάτου, βρῆκα ἐπιτέλους ἕνα κατάλυμμα στήν ἄκρη τῆς
πόλης. Ἀμέσως μετά, φρόντισα νά βρῶ κανένα γιατρό γιά νά μέ βοηθήσει νά
σβήσω τό καμίνι τοῦ πυρετοῦ πού μέ κατέκαιε. Ἦταν τό κορύφωμα τοῦ
τριταίου πυρετοῦ, τόν ὁποῖο ἐπιβάρυνε ἡ ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας, ἡ
κόπωση, ἡ συντριβή, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων πού νά μέ διακονοῦν, ἡ ἔλλειψη
τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἔλλειψη ἰατρικῆς παρακολούθησης, ἡ καταπόνηση ἀπό τή
ζέστη καί τίς ἀγρυπνίες.
Ἔτσι, ἔφθασα στήν πόλη σχεδόν νεκρός.
Τότε ὅμως ἦλθαν κοντά μου ὅλος ὁ κλῆρος, ὁ λαός, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές
καί οἱ γιατροί. Ὅλοι αὐτοί μέ περιποιήθηκαν πολύ καί μέ διακόνησαν
ὑποδειγματικά, μέ πολλή ἐπιμέλεια καί σεβασμό. Ὁ ὑψηλός πυρετός μέ εἶχε
βέβαια τελείως ἐξαντλήσει, ἀλλά λίγο‒λίγο ἡ ἀρρώστια σταμάτησε καί
λούφαξε.
Ὁ Φαρέτριος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά, ἀλλά σιωποῦσε ‒–δέν ξέρω μέ ποιά σκέψη‒– περιμένοντας νά φύγουμε ἀπό τήν πόλη.
Ὅταν τελικά διεπίστωσα ὅτι τό κακό
ὑποχώρησε ἤρεμα, σκεπτόμουν νά ἀναχωρήσω καί νά πορευθῶ πρός τήν
Κουκουσό, ὥστε νά ἀναπαυθῶ λίγο ἀπό τίς συμφορές πού μέ εἶχαν βρεῖ κατά
τή διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας. Ἐνῶ λοιπόν βρισκόμουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση,
μᾶς εἶπαν ὅτι ξαφνικά, εἶχε ἐμφανισθεῖ πλῆθος Ἰσαύρων πού εἶχαν
κυριεύσει ὅλη τήν περιοχή τῆς Καισάρειας. Εἶχαν πυρπολήσει ἤδη ἕνα χωριό
καί προχωροῦσαν καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκαν μπροστά τους. Ὁ ὑπεύθυνος
ἀξιωματικός πού ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἰσχυρῆς στρατιωτικῆς μονάδας τῆς
περιοχῆς, ἀποφάσισε ἀμέσως νά βγοῦν γιά νά τούς ἀναχαιτήσουν.
Ἀνησυχοῦσαν τόσο, μήπως αὐτοί ἐπιτεθοῦν καί στήν πόλη καί γι’ αὐτό ἦταν
φοβισμένοι καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή καί τόν τόπο τους, ὤστε
ἐπιστρατεύθηκαν γιά τή φύλαξη τῶν τειχῶν ἀκόμα καί οἱ γέροντες.
‘Ενῶ βρισκόμαστασταν σ’ αὐτή τήν
κατάσταση ξαφνικά, τά ξημερώματα ὅρμησε στό κατάλυμμά μου μιά μανιασμένη
ὁμάδα μοναχῶν, ἀπειλώντας μας καί λέγοντας ὅτι ἄν δέν ἔβγαινα ἔξω, θά
ἔκαιγαν κι ἐμᾶς καί τό σπίτι πού μέναμε. Δέν μποροῦσε νά τούς ἠμερέψει
τίποτα, οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰσαύρων, οὔτε ἡ κατάστασή μου ἀπό τήν ἀρρώστια
πού τόσο πολύ μέ ταλαιπωροῦσε, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἀντίθετα, ἐπέμεναν μέ
τόση ὀργή στήν ἀπειλή τους. ὥστε φοβήθηκαν κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ντόπιοι
φρουροί μας. Γιατί κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἀπειλοῦσαν λέγοντας, ὅτι εἶχαν
ἤδη κτυπήσει θανάσιμα πολλούς τοπικούς φρουρούς.
Ὅταν οἱ φρουροί ἄκουσαν ὅλα αὐτά,
ἄρχισαν νά μέ παρακαλοῦν ἐπίμονα λέγοντας: “Προτιμοῦμε νά πέσουμε στά
χέρια τῶν Ἰσαύρων, παρά σ’ αὐτά τά θηρία”. Ὁ τοπικός διοικητής ἄκουσε τά
συμβάντα καί ἀμέσως ἔτρεξε νά μᾶς βρεῖ, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά μᾶς καί τή
ζωή μας καί ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει. Οἱ μοναχοί ὅμως δέν δέχθηκαν
οὔτε ἐκείνου τίς παρακλήσεις καί ἔτσι ἀποδείχθηκε κι αὐτός ἀνίσχυρος
ὑπερασπιστής μας. Βλέποντας λοιπόν ὁ διοικητής ὅτι τά πράγματα
βρίσκονταν σέ πλῆρες ἀδιέξοδο -καί μή μπορώντας νά μᾶς συμβουλεύσει νά
φύγουμε καί ἔτσι νά ἐκτεθοῦμε σέ βέβαιο θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά
παραμείνουμε στήν πόλη κάτω ἀπό τέτοια ἀπειλή- ἔστειλε ἀνθρώπους καί
παρακάλεσε τό Φαρέτριο νά μᾶς ἐπιτρέψει νά μείνουμε λίγο ἀκόμη στήν πόλη
λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ἰσαύρων. Δέν κατάφερε ὅμως καί πάλι τίποτα. Ἔτσι
τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι μοναχοί ὅρμησαν κατεπάνω μας πιό ὀργισμένοι,
ὥστε φοβήθηκαν ὅλοι καί κανένας ἀπό τούς πρεσβυτέρους δέν τολμοῦσε νά
μᾶς παρασταθεῖ καί νά μᾶς βοηθήσει. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι ντρέπονταν,
ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Φαρέτριου, καί
γι’αὐτό κρύβονταν ἀπό μᾶς καί ὅταν τούς καλούσαμε σέ συμπαράσταση, δέν
ὑπάκουαν.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἐπάνω σ’
αὐτό τό θέμα; Κάτω ἀπό τή σοβαρή αὐτή ἀπειλή τῆς ζωῆς μας καί ἀπό τήν
τυραννία τοῦ πυρετοῦ, πού δέν μέ εἶχε ἀκόμα ἀφήσει, ἀποφάσισα καί ἔπεσα
στό φορεῖο καί τό μεσημέρι μέ ἔβγαλαν ἀπό τό σπίτι, ἐνῶ ὁ λαός γόγγυζε,
κραύγαζε καί καταριόταν αὐτόν πού προκάλεσε τά τόσα δεινά καί ὅλοι μᾶς
ἀποχαιρετοῦσαν, κλαίγοντας καί θρηνώντας.
Ὅταν βγήκαμε πιά ἀπό τήν πόλη ἐμφανίστηκαν ἀθόρυβα μερικοί κληρικοί καί μᾶς προέπεμψαν κλαίγοντας. Ἄκουσα κάποιους νά λένε:
“Ποῦ τόν πᾶτε; Τόν ὁδηγεῖτε σέ σίγουρο
θάνατο”. Κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού ἰδιαίτερα μέ σέβονται καί μέ
ἀγαποῦν μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε, νά γλυτώσεις ἀπό μᾶς. Εἶναι καλύτερα νά
πέσεις στά χέρια τῶν Ἰσαύρων παρά νά μείνεις κοντά μας. Ὅπου κι ἄν
πέσεις θά εἶσαι πιό ἀσφαλής ἀπό τά δικά μας χέρια”.
Ἀκούγοντας καί βλέποντας ὅλα αὐτά ἡ καλή
Σελευκεία, ἡ σύζυγος τοῦ Ρουφίνου -ὁ ὁποῖος πολύ μᾶς συμπαραστάθηκε-
ἔστειλε ἀνθρώπους καί μέ παρακέλεσε ἱκετεύοντας, νά καταλύσω στό
ἀγρόκτημά τους, πού βρισκόταν λίγο μακρύτερα ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλης.
Δέχθηκα τήν πρόσκληση καί πήραμε τό δρόμο γιά ἐκεῖ.
Οὔτε ὅμως ἐκεῖ μ’ ἄφησαν οἱ διῶκτες μου
ἥσυχο. Μόλις ἔμαθε ὁ Φαρέτριος ὅτι εἶχα καταλύσει ἐκεῖ, τούς ἀπείλησε
πολύ ἄγρια, ὅπως ἔλεγε ἡ Σελεύκεια. Ὅταν βέβαια, ἐγώ εἶχα ἀποδεχθεῖ τήν
πρόσκλησή τους, δέν γνώριζα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἡ Σελευκεία τά εἶχε
κρατήσει ὅλα μυστικά καί μόνον στόν ἐπιστάτη τους εἶχε δώσει ἐντολή νά
μᾶς προσφέρει κάθε ἀνάπαυση. Τόν εἶχε ἐπιπλέον προειδοποιήσει λέγοντάς
του, ὅτι ἄν ἔλθουν οἱ μοναχοί καί θελήσουν νά μᾶς προσβάλουν ἤ νά μᾶς
κάνουν κακό νά συγκεντρώσει τούς ἐργάτες καί ἀπό τά ἄλλα κτήματά τους
καί νά τούς ἀποκρούσουν. Μέ παρακάλεσε ἐπίσης, ἄν βρεθῶ σέ δυσκολία, νά
μή δυσκολευθῶ νά καταφύγω στό σπίτι τους πού εἶχε ἀπόρθητο πύργο, καί
ἔτσι νά γλιτώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν μοναχῶν.
Δέν δέχθηκα βέβαια, αὐτή τήν πρόταση καί
ἔμεινα στό κτῆμα, χωρίς νά ὑποψιάζομαι τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού μέ
περίμεναν. Ὁ Φαρέτριος τήν ἀπειλοῦσε συνεχῶς καί τήν πίεζε νά μέ διώξει
ἀπό τό κτῆμα τους. Ἡ Σελευκεία, μή ὑποφέροντας αὐτές τίς πιέσεις καί ἀπό
τό φόβο πού τῆς εἶχε ἐμπνεύσει ὁ Φαρέτριος, -ἐνῶ ἐγώ τά ἀγνοοῦσα ὅλα
αὐτά- μέ εἰδοποίησε τά μεσάνυχτα ὅτι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν περιοχή
βάρβαροι. Τό εἶπε βέβαια αὐτό, ἐπειδή ντρεπόταν νά μοῦ πεῖ τό τί
περνοῦσε ἀπό τό Φαρέτριο, γιά τή φιλοξενία πού μοῦ παρεῖχε στό ἀγρόκτημά
τους.
Ἦρθε λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας
ὁ πρεσβύτερος Εὐήθιος καί σχεδόν φωνάζοντας μοῦ εἶπε νά σηκωθῶ γιά νά
φύγουμε, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ βάρβαροι.
Σκέψου σέ ποιά κατάσταση βρέθηκα,
ἀκούγοντας αὐτά. Στήν πόλη, καθώς μοῦ εἶπε ὁ πρεσβύτερος, δέν μπορούσαμε
νά καταφύγουμε, μήπως παθαίναμε ἀπό τούς διῶκτες μας χειρότερα, ἀπό
ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἔκαναν οἱ Ἴσαυροι. Ἔτσι σηκωθήκαμε καί φύγαμε.
Ἦταν μεσάνυκτα. Ἡ νύκτα ἦταν χωρίς
φεγγάρι, μαύρη καί σκοτεινή καί γι’ αὐτό δυσκολευόμαστε πιό πολύ. Δέν
μᾶς παράστεκε κανείς ὡς βοηθός καί συνοδός στήν πορεία. Ὅλοι μᾶς εἶχαν
ἐγκαταλείψει. Ἤμουν σχεδόν σίγουρος ὅτι τό τέλος μου πλησίαζε. Τούς εἶπα
κάποια στιγμή νά ἀνάψουν λαμπάδες γιά νά βλέπουμε, ἀλλά ὁ πρεσβύτερος
εἶπε ὄχι, γιατί φοβόταν ὅτι ἔτσι θά μᾶς ἐντόπιζαν οἱ βάρβαροι πιό
εὔκολα. Ἔτσι προχωρούσαμε ὅσπου ὁ ἡμίονος πού μετέφερε τό φορεῖο μου,
γονάτισε ἀπότομα ‒ἐπειδή ὁ δρόμος ἦταν κακοτράχαλος καί ἀνηφορικός- καί
μέ πέταξε κάτω. Λίγο ἀκόμα καί θά μέ σκότωνε. Ἔβαλα ἔπειτα ὅσες δυνάμεις
μοῦ εἶχαν ἀπομείνει, καί μέ τή βοήθεια τοῦ πρεσβυτέρου Εὐηθίου βάδιζα ἤ
καλύτερα συρόμουν, γιατί πῶς μποροῦσε κανείς νά περπατήσει σέ τόσο
δύσβατη καί ὀρεινή περιοχή καί μέσα στήν ἀσέληνη νύκτα.
Σκέψου τί θά μποροῦσα νά πάθω, ἀφοῦ τόσο
ὑπέφερα καί ἐνῶ ὁ πυρετός ἐξακολουθοῦσε νά μέ κατακαίει. Ἀπό ὅλες αὐτές
τίς σκευωρίες δέν γνώριζα τίποτα, ἀλλά εἶχα στρέψει τήν προσοχή μου
στούς βαρβάρους καί φοβόμουν ὅτι θά ἔπεφτα τελικά στά χέρια τους. Πῶς τό
βλέπεις; Δέν θά ἀρκοῦσαν καί μόνο αὐτά τά παθήματα νά ἐξαλείψουν τίς
ἁμαρτίες μου καί νά μοῦ χαρίσουν πνευματική προκοπή;
Αὐτά ὅλα τά ἔπαθα, καθώς νομίζω,
ἐξαιτίας τῆς ζήλειας τοῦ Φαρέτριου. Γιατί, ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι μέ τό
πού ἔφθασα στήν Καισάρεια δέχθηκα τόσες τιμές καί περιποιήσεις ἀπό τούς
τοπικούς παράγοντες, ἀπό τούς λογίους καί ἀπό σύσσωμο τό λαό τῆς
περιοχῆς πού μέ φρόντιζε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μέ φθόνησε. Δέν τό λέω
βέβαια αὐτό μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ἀλλά ἔτσι ἔδειξαν τά πράγματα. Τί
ἄλλο θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει γιά τίς τόσες περιπέτειες κατά τό
διάστημα τῆς πορείας, γιά τούς φόβους καί τούς κινδύνους πού περάσαμε;
Καθώς τώρα τά ξαναφέρνω ὅλα αὐτά στό
λογισμό μου, πετῶ ἀπό τή χαρά μου καί εὐφραίνομαι σάν νά ‘χω
ἀποθηκευμένο μεγάλο θησαυρό. Πράγματι ἔτσι αἰσθάνομαι καί αὐτή τή
διάθεση ἔχω. Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, νά χαίρεσαι κι ἐσύ μαζί μου καί νά
εὐφραίνεσαι, δοξάζοντας τόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ὑποστῶ τέτοια παθήματα.
Νά μήν τά πεῖς ὅμως αὐτά σέ κανέναν, ἄν καί οἱ ὑπεύθυνοι συνοδοί μου
εἶναι ἕτοιμοι νά γεμίσουν μέ τά λόγια τους ὁλόκληρη τήν πόλη, ἀφοῦ κι
αὐτοί κινδύνευσαν μαζί μου. Ἀπό ἐσένα πάντως νά μήν ἀκουστεῖ τίποτα ἀπό
ὅλα αὐτά καί μάλιστα νά σταματᾶς ὅποιον ἀρχίζει μιά τέτοια κουβέντα.
Ἄν πάλι στενοχωριέσαι γιά τά κατάλοιπα
πού ἄφησε ἐπάνω μου ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία, μάθε ὅτι ὄχι μόνον δέν
παρέμεινε ἀπό αὐτά τίποτα, ἀλλά ὅτι τώρα εἶμαι πολύ καλύτερα ἀπό τότε
πού βρισκόμουν ἐκεῖ. Τό κρύο νά μήν τό φοβᾶσαι. Ἔχουν κατασκευαστεῖ ἐδῶ
καταλύμματα γιά νά κλύπτουν τίς ἀνάγκες μας καί ὁ Διόσκορος κάνει τά
πάντα, ὥστε νά εἴμαστε τελείως προφυλαγμένοι ἀπό αὐτό. Καί ὄχι μόνον
αὐτό, ἀλλά -ἄν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ σωστά ἀπό τήν πρώτη κιόλας ἡμέρα-
κατάλαβα ὅτι ὁ ἀέρας ἐδῶ εἶναι ἀνατολικός, ζεστός καί ἀνάλαφρος καί
ἴδιος σχεδόν μ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἡ Ἀντιόχεια.
Πολύ μέ λύπησες πού εἶπες ὅτι ἴσως νά
εἶμαι δυσαρεστημένος, ἐπειδή ἀμελήσατε καί δέν ἐνεργήσατε ὥστε νά
μετακινηθῶ ἀπό ἐδῶ πού βρίσκομαι. Καί ὅμως πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἐγώ σοῦ
ἔγραψα καί σέ παρακάλεσα γιά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Νά μήν μέ
μετακινήσετε δηλαδή, ἀπό ἐδῶ. Νομίζω ὅτι χρειάζεται νά μετανοήσεις πολύ
γι’ αὐτό πού εἶπες. Ἴσως βέβαια, νά ἔκανες μιά προσπάθεια ἀπολογίας,
ὅταν εἶπες ὅτι, ἁπλά, τό σκέπτεσαι αὐτό γιά νά φορτώνεσαι μέ
περισσσότερη θλίψη. Καί αὐτό ὅμως, ὅτι δηλαδή καλλιεργεῖς μέσα σου
ἐπώδυνους λογισμούς, εἶναι βαριά ἁμαρτία. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά
πάντα γιά νά ξεφεύγεις ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις, ἐσύ κάνεις τό χατήρι
τοῦ διαβόλου καί μεγαλώνεις τόν πόνο καί τήν ἀθυμία σου.
Πάντως νά μήν ἀνησυχεῖς γιά τούς
Ἰσαύρους καί νά μήν τούς φοβᾶσαι, γιατί αὐτοί γύρισαν πίσω στήν πατρίδα
τους. Ὁ κυβερνήτης τοῦ τόπου ἀγωνίστηκε πολύ καί ἔτσι τώρα ἔχουμε
περισσότερη ἀσφάλεια ἀπό ἐκείνη πού εἴχαμε ὅταν βρισκόμασταν στήν
Καισάρεια.
Πραγματικά, κανένα δέν ἔχω φοβηθεῖ τόσο, ὅσο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους.
Γιά τούς Ἰσαύρους λοιπόν νά μή φοβᾶσαι
καθόλου. Γιατί ἔφυγαν πίσω καί ἐπειδή ἄρχισε ὁ χειμώνας κλείστηκαν στά
σπίτια τους. Ἄν ἀποφασίσουν νά ξαναβγοῦν, αὐτό θά γίνει μετά τήν
Πεντηκοστή.
Γιατί λές ὅτι δέν ἔχεις τή χαρά νά
παίρνεις γράμματα; Σοῦ ἔχω ἤδη στείλει τρεῖς μακροσκελεῖς ἐπιστολές, τή
μιά μέ τούς ἐπαρχιακούς ὑπαλλήλους, τήν ἄλλη μέ τόν Ἀντώνιο καί τήν ἄλλη
μέ τόν Ἀνατόλιο τόν ὑπηρέτη σας. Οἱ δύο μάλιστα ἀπό αὐτές εἶναι φάρμακο
σωτήριο, ἱκανό νά ἀναζωογονήσει καί κάνει εὔθυμο καθένα πού εἶναι
λυπημένος ἤ πού σκανδαλίζεται. Ὅταν λοιπόν λάβεις αὐτές τίς ἐπιστολές
φρόντισε νά τίς διαβάζεις συνεχῶς καί θά δεῖς τή δύναμή τους. Τότε θά μέ
ἐνημερώσεις γιά τίς θεραπευτικές ἰδιότητες πού αὐτές ἔχουν καί θά μοῦ
περιγράψεις τήν μεγάλη ὠφέλεια πού ἔλαβες ἀπό τή μελέτη τους. Ἔχω ἕτοιμη
καί μιά ἀκόμα ἐπιστολή, ἀλλά δέν θέλησα νά τήν στείλω, ἐπειδή λυπήθηκα
πολύ ἀπό αὐτό πού εἶπες γιά τόν ἑαυτό σου. Ὅτι δηλαδή, σκέπτεσαι συνεχῶς
τά ἴδια λυπηρά πράγματα καί φτιάχνεις μέ τό νοῦ σου ἀνύπαρκτες
ἱστορίες. Αὐτά πού λές δέν σέ τιμοῦν καί μέ κάνουν νά κρύβω ἀπό ντροπή
τό πρόσωπό μου.
Διάβασε λοιπόν αὐτές τίς ἐπιστολές καί
δέν θά μπορέσεις νά ξαναπεῖς τά ἴδια λόγια, ἀκόμα κι ἄν τό μυαλό σου
ἔχει κολλήσει ἐκεῖ ἤ ἀγωνίζεσαι νά κρατήσεις μόνιμη τήν ἀθυμία.
Γιά τό θέμα τοῦ Ἡρακλείδη ἔχω τή γνώμη
ὅτι μπορεῖ αὐτός, ἄν θέλει, νά ὑποβάλει τήν παραίτησή του, ὥστε νά
ἀπαλλαγεῖ ἀπό ὅλα αὐτά. Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση. Ἐγώ βέβαια, παρόλο πού
δέν πέτυχα γι’ αὐτόν κάτι σπουδαῖο, προσπάθησα νά τόν βοηθήσω μέσω τῆς
Διακόνισσας Πενταδίας, τήν ὁποία παρακάλεσα νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ γι’
αὐτό τό θέμα.
Μοῦ εἶπες ἐπίσης, ὅτι τόλμησες νά μοῦ
μιλήσεις γιά τίς θλίψεις τοῦ Ἡρακλείδη, ἐπειδή ὁ ἴδιος σοῦ τό ζήτησε. Μά
τί λόγια εἶναι αὐτά; Σοῦ λέω καί σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τό μόνο γιά τό
ὁποῖο πρέπει νά λυπόμαστε εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι σκόνη καί
καπνός. Πράγματι, πόσο βαρύ εἶναι τό νά ἁλυσσοδεθεῖ κανείς καί νά ριχθεῖ
στή φυλακή; Πόσο βαρύ εἶναι τό νά κακοπαθεῖ κανείς, ὅταν ἡ κακοπάθεια
τοῦ ἀποφέρει τόσο μεγάλο κέρδος; Πόσο βαρύ πράγμα εἶναι ἡ ἐξορία ἤ ἡ
δήμευση τῶν ὑπαρχόντων του; Αὐτά δέν εἶναι λυπηρά οὔτε στενόχωρα
πράγματα. Ἄν μιλήσεις γιά θάνατο, μιλᾶς γιά τό κοινό ἀνθρώπινο χρέος, τό
ὁποῖο κανείς δέν μᾶς τό ἐπιβάλλει, καθένας μας ὅμως πρέπει νά τό
ὑπομείνει. Ἄν πεῖς γιά τήν ἐξορία, δέν τίποτα ἄλλο ἀπό τό νά ἀπολαμβάνει
κανείς τήν ὕπαιθρο καί τήν ἐπίσκεψη σέ διάφορους τόπους. Ἄν μιλήσεις
πάλι, γιά δήμευση τῶν ὑπαρχόντων, τότε ἐγκωμιάζεις τή λύτρωση καί τήν
ἐλευθερία.
Μήν παύσεις, παρακαλῶ, νά φροντίζεις τόν
ἐπίσκοπο Μαρουθᾶ, ὥστε νά τόν ἀνασύρεις ἀπό τό βάραθρο. Διότι εἶναι
ἀπαραίτητος γιά τό ἔργο πού γίνεται στήν Περσία. Πληροφορήσου, ἄν εἶναι
δυνατόν ἀπό τόν ἴδιο, πῶς ἐργάζεται σέ ἐκεῖνα τά μέρη καί μάθε γιά ποιόν
λόγο γύρισε πίσω. Ἐνημέρωσέ με ἐπίσης, γιά τό κατά πόσον τοῦ παρέδωσες
τίς δυό ἐπιστολές πού τοῦ ἔστειλα. Ἄν θελήσει ὁ ἴδιος νά μοῦ γράψει
καλῶς ἔχει Ἄν ὅμως δέν τό κάνει, νά ἐνημερώσει τοὐλάχιστον ἐσένα γιά τό
πῶς ἐργάσθηκε ἐκεῖ κάτω καί τί προγραμματίζει νά κάνει κατά τήν
ἐπιστροφή του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού προσπάθησα νά ἔλθω σέ ἐπαφή μαζί
του. Πάντως ἐσύ νά κάνεις τό καθῆκον σου, ἔστω κι ἄν ὅλοι πέφτουν μέ τό
κεφάλι στό γκρεμό. Ἐσύ νά συνεχίσεις τή διακονία σου καί ὁ μισθός θά
εἶναι ἀντίστοιχος τῆς προσφορᾶς σου. Νά συμφιλιωθεῖς λοιπόν μαζί του,
ὅσο βέβαια, ἐξαρτᾶται ἀπό ἐσένα.
Πρόσεξε παρακαλῶ, πολύ αὐτό πού θέλω
τώρα νά σοῦ πῶ καί κάνε γι’ αὐτό ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου: Οἱ
μοναχοί Μαρσεῖς, οἱ Γότθοι ‒–ὅπου κρυβόταν πάντοτε ὁ ἐπίσκοπος
Σεραπίων‒– μέ πληροφόρησαν ὅτι ὁ διάκονος Μαδουάριος ἦλθε γιά νά τούς
ἀναγγείλει τό θάνατο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου καί τόσο δραστήριου ἐπισκόπου
Οὐνία. Ἐννοῶ ἐκεῖνον πού χειροτόνησα καί ἔστειλα στή Γοτθία. Ὁ
Μοδουάριος ἔχει ἔλθει προσκομίζοντας ἐπιστολές τοῦ βασιλιᾶ τῶν Γότθων, ὁ
ὁποῖος ζητάει νά τούς σταλεῖ ἐπίσκοπος. ‘Επειδή λοιπόν, δέν βλέπω ὅτι
κάτι ἄλλο θά προλάβει τήν καταστροφή πού πρόκειται νά ξεσπάσει, φρόντισε
ὥστε νά ὑπάρξει κάποια καθυστέρηση ἤ μιά ἀναβολή.
Γιατί, ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα, τώρα
δέν μποροῦν νά διαπλεύσουν τό Βόσπορο ἐξαιτίας τῆς χειμερινῆς
κακοκαιρίας. Πρόσεξε μήν τό ἀμελήσεις αὐτό, γιατί πρόκειται γιά μεγάλο
κατόρθωμα.
Δυό πράγματα θά μέ λυποῦσαν πάρα πολύ.
Τό νά γίνει ἐκλογή νέου ἐπισκόπου, ἀπό ἐκείνους πού δέν τούς ἐπιτρέπεται
κάτι τέτοιο καί οἱ ὁποῖο διαπράττουν τόσα κακά καί τό νά γίνει
χειροτονία ἀκατάλληλου προσώπου. Γνωρίζεις βέβαια, πολύ καλά ὅτι δέν
πρόκειται αὐτοί νά ἐκλέξουν κάποιο ἄξιο καί κατάλληλο πρόσωπο. Εἴθε νά
μήν γίνει κάτι τέτοιο γιατί ἀντιλαμβάνεσαι πολύ καλά τή συνέχεια τοῦ
πράγματος. Γιά νά προληφθοῦν λοιπόν ὅλα αὐτά φρόντισε νά ἐνεργήσεις
ἀθόρυβα. Ἄν μάλιστα θά μποροῦσε ὁ Μοδουάριος νά ταξίδευε πρός τά ἐδῶ
κρυφά, αὐτό θά ἦταν πολύ χρήσιμο. Ἄν ὅμως αὐτό εἶναι ἀδύνατον κάνετε
τοὐλάχιστον ἀπό ἐκεῖ ὅ,τι μπορεῖτε.
Στά θέματα αὐτά συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τά
χρήματα, ὅπως ἔγινε καί μέ τή χήρα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅπως δηλαδή αὐτή
ἀπεδείχθη ἀνώτερη, μεταξύ ἐκείνων πού κατέβαλαν μεγάλα ποσά, ἔτσι καί
ὅσοι καταβάλουν ὅλες τους τίς δυνάμεις στήν προσπάθεια νά διευθετήσουν
ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις ξεπληρώνουν τό χρέος τους καί ,ἀνεξάρτητα ἀπό
τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τους, δικαιοῦνται ὁλόκληρη τήν ἀμοιβή τους.
Στόν ἐπίσκοπο Ἱλάριο χρεωστῶ πολλή
εὐγνωμοσύνη. Μοῦ ἔγραψε γιά νά πάρει τήν εὐλογία μου ὥστε νά ξαναγυρίσει
στήν ἕδρα του γιά νά τακτοποιοήσει διάφορες ἐκκρεμότητες καί μετά νά
ἐπανέλθει. Ἐπειδή λοιπόν ἡ παρουσία του εἶναι πολλή ὠφέλιμη ‒–γιατί
εἶναι εὐλαβής, σταθερός καί ζηλωτής‒– τόν παρεκάλεσα νά μεταβεῖ ἐκεῖ
κατά τήν ἐπιθυμία του, ἀλλά νά γυρίσει τό συντομότερο δυνατόν. Φρόντισε
λοιπόν, νά μήν παραπέσει ἡ ἐπιστολή, ἀλλά νά φθάσει στά χέρια του
σίγουρα καί γρήγορα.
Μερίμνησε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τό θέμα
τῶν ἐπιστολῶν μου. Ἄν ὁ προσβύτερος Ἑλλάδιος δέν φανεῖ ἀπό ἐκεῖ, τότε
φρόντισε ὥστε αὐτές νά ἐπιδοθοῦν στούς φίλους μας, μέ κάποιον ἄλλο
συνετό καί ὑπεύθυνο ἄνθρωπο.
Ἀπό τό βιβλίο:
«Ὁ πορισμός τῶν θλίψεων»
Ἔκδοσις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ,
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα