Καθηγητοῦ Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου
Ἦταν περί τά μέσα τῆς μεγαλόπνοης
πατριαρχίας τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα (1948–1972) πού ἄρχισε νά
συζητεῖται στό Πατριαρχικό Γραφεῖο, τό κατ’ ἀρχάς, καί ἐπί Συνόδου, στή
συνέχεια, ἡ φωτεινή καί τολμηρή γιά τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδέα, ὅτι ἔπρεπε κάτι
τό οὐσιαστικό καί συστηματικό νά γίνει ὑπέρ τοῦ Πατριαρχείου, μέ στόχο
τήν προβολή καί ἐξυπηρέτησή του ὑπό συγκεκριμένη ἔκφραση καί σωστή
διάσταση, κάτι τό συγκεκριμένο καί καλά σχεδιασμένο γύρω ἀπό τόν ρόλο
πού ἐκαλεῖτο νά διαδραματίσει ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος στίς ἀνήσυχες
ἐκεῖνες δεκαετίες, τίς μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.Σέ μιά τέτοια προοπτική ὑπαρκτῆς εὐθύνης καί ἀναμενόμενης προσφορᾶς τοῦ Θρόνου, κρίθηκε χρήσιμο καί ἀπαραίτητο τό Πατριαρχεῖο νά ἀποκτήσει τό δικό του «Βῆμα» στόν ἔξω χῶρο, τή δική του «Στέγη» ἔξω ἀπό τήν Πόλη, Στέγη ὑπό τήν ὁποία θά ἦταν δυνατόν ἐφεξῆς νά ἐκπορεύονται, σέ μόνιμη βάση καί μέ τρόπο συστηματικό, τά ἐκ Φαναρίου μηνύματα τῆς Ὀρθοδοξίας, τά ἄμεσα καί τά καθολικότερα.
Ἡ ἰδέα αὐτή ὑπῆρξε ἐλκυστική γιά ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου, τόσο γιά τούς γηραιότερους καί πιό συγκρατημένους, ὅσο καί γιά τούς νεότερους […].
Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀνέπτυσσε τίς σκέψεις του. Εἶχε συγκεκριμενοποιήσει τούς στόχους του. Μιλοῦσε γιά ἕνα συγκεκριμένο Κέντρο, πού τό ἔβλεπε καί τό τοποθετοῦσε σχεδόν ἀποκλειστικά στήν Ἑλβετία, καί εἰδικότερα στή Γενεύη.
Θά ἐρωτηθεῖ: Γιατί εἰδικά στή Γενεύη;
Διότι τό Πατριαρχικό αὐτό Κέντρο θά ἔπρεπε, φύσει καί θέσει, νά μήν εἶναι ξένο καί ἀπομακρυσμένο ἀπό τούς ἄλλους παράλληλους στή Γενεύη διεθνεῖς ὀργανισμούς, ὅπως τά Ἡνωμένα Ἔθνη, ὁ Διεθνής Ἐρυθρός Σταυρός, τό Διεθνές Γραφεῖο Ἐργασίας, κυρίως ὅμως τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, στό ὁποῖο ἱδρυτικά συμμετεῖχε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο καί συνεργαζόταν σέ ὅλα τά ἐπίπεδα δραστηριοτήτων του, ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς του, τό 1948, ἀλλά -ὡς γνωστόν- καί παλαιότερα, κυρίως ἀπό τό 1920 καί μετά, ὅταν τό Πατριαρχεῖο εἶχε καί πάλι προπορευθεῖ καί διακηρύξει στόν χριστιανικό κόσμο τή βούληση καί πρόθεσή του γιά τήν ἵδρυση μιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν», κατ’ ἀντιστοιχία -τότε- πρός τήν ἱδρυθεῖσα καί δραστηριοποιηθεῖσα Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν.
Μία «Στέγη», λοιπόν. Ἕνα Πατριαρχικό Κέντρο στό ἐξωτερικό, στή διάθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί δι’ αὐτοῦ τῆς ὅλης Ὀρθοδοξίας ἤ καί (εὐρύτερα ἀκόμη) μέ διορθόδοξη, διαχριστιανική, διαθρησκειακή καί διεθνῆ κατά περίπτωσιν, προβολή. Ἕνα Κέντρο Πατριαρχικό, τοῦ ὁποίου θά ἔπρεπε φυσικά νά προσδιορισθοῦν ὅλες οἱ πτυχές σκοπῶν καί ἐπιδιώξεων.
Πέρα ἀπό τήν προβολή τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος σκέψεως καί παραδόσεως, θά ἔπρεπε νά δίδεται πρός τά ἔξω μία σωστή καί συνεπής μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων θεολογικῶν τοποθετήσεων στά ἑκάστοτε προκύπτοντα θέματα, στόν δικό μας ὅσο καί στόν εὐρύτερο χριστιανικό κόσμο, νά καλλιεργοῦνται τά θεολογικά Γράμματα, ἡ θεολογική ἔρευνα, σέ ἀντιπαραβολή τῶν Ὀρθοδόξων θέσεων πρός τά δυτικά δεδομένα, τά Ρωμαιοκαθολικά καί τά Προτεσταντικά, ἀλλά καί εὐρύτερα, στόν μείζονα ὁρίζοντα Δύσεως καί Ἀνατολῆς. Ἡ καλλιέργεια τοῦ πνεύματος τοῦ διαλόγου, κυρίως μέ τίς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, θά ἔπρεπε ἐπίσης νά εἶναι ἀπό τά πρῶτα μελήματα τοῦ Κέντρου. Ἀλλά, λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἶχαν μπεῖ σέ διεργασία οἱ Διορθόδοξες Διασκέψεις γιά τήν προετοιμασία τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤδη μέ τίς τρεῖς κατά σειρά Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961, 1963 καί 1964), θά ἔπρεπε, φυσικά, γιά τήν τεράστια αὐτήν ἐργασία νά ὑπάρχει τό ἀνάλογο Κέντρο, πού νά στεγάζει τίς προπαρασκευαστικές ἐργασίες καί τίς ἀντίστοιχες φάσεις τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καί τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Γιά τόν εὐρύ αὐτόν χώρο, πού προϋπέθετε ἐπίσης τήν ὀργάνωση καί λειτουργία καί τῆς Γραμματείας τῆς Προπαρασκευῆς, ἡ ἵδρυση τοῦ Κέντρου καθίστατο ἀνάγκη ἀνυπέρβλητη. Πολύ περισσότερο ὅτι ἡ Ἐκκλησία αἰσθανόταν ἤδη τήν ἀνάγκη προωθήσεως καί τῆς ἀνάλογης θεολογικῆς παιδείας καί ἐπιμορφώσεως τῶν στελεχῶν της καί τῶν στελεχῶν τῶν ἄλλων ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν σέ ἀνώτερο καί ἀνώτατο ἐπίπεδο ἐπιστημονικό, κάτι πού προβλεπόταν καί πού μποροῦσε ἀσφαλῶς νά ὀργανωθεῖ κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη τοῦ ὑπό μελέτη καί σχεδιασμό Πατριαρχικοῦ Κέντρου.
Αὐτό ἦταν τό ὅραμα τοῦ Φαναρίου. Τό ὅραμα τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα. Τό ὅραμα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἀγκάλιασε τό ὅραμα αὐτό τοῦ Πατριάρχου της ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος καί ἡ λοιπή Ἱεραρχία τοῦ Πατριαρχείου.
Τά τιθέμενα, ὅμως ἐρωτήματα ἦταν πολλά καί σοβαρά. Πῶς, ποῦ καί μέ ποιά μέσα, οἰκονομικά καί ἄλλα, θά γινόταν ὁ προγραμματισμός, ὁ σχεδιαμός καί ἡ ἐκτέλεση τοῦ ὅλου ἔργου; Πῶς θά ἐξασφαλιζόταν ἡ συνεργασία τῶν κρατικῶν θεσμῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων; Ποιά καί πόσα πρόσωπα θά ὑπηρετοῦσαν ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα;
Ὁ Θεός ἔδειξε καί ἔδωσε τίς δυνατότητες γιά ὑλοποίηση τῶν μεγαλόπνοων αὐτῶν σχεδίων.
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἐμφάνισε στό Πατριαρχεῖο τό χορηγό ζεῦγος τοῦ Γεωργίου καί τῆς Κατίγκως Λαιμοῦ. Δέν χρειάζεται ἀνάλυση τοῦ πῶς καί γιατί τό ζεῦγος αὐτό τῶν εὐεργετῶν προσφέρθηκε καί ἐπωμίσθηκε τό μεγαλύτερο βάρος, τό οἰκονομικό κυρίως, τοῦ τολμήματος αὐτοῦ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εὐλογεῖ τίς ἀγαθές προθέσεις, παρέχει καί τίς ἀντίστοιχες εὐκαιρίες γιά τήν ὑλοποίησή τους. Δείχνει τά κατάλληλα πρόσωπα γιά τίς κατάλληλες λύσεις.
Τό θέμα πού πρόβαλε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἦταν αὐτό πού σχετιζόταν μέ τήν εὕρεση καί ἀγορά ἀνάλογου καί κατάλληλου χώρου-οἰκοπέδου στή Γενεύη, μέ ἀντίστοιχο, εἰ δυνατόν, κτίριο γιά μιά πρώτη στέγαση τοῦ ὑπό μελέτη Κέντρου. Πολλές ἔρευνες καί πολλές προσπάθειες ἔγιναν ἐκ μέρους τοῦ πρώτου ἐξονομασθέντος ἀπό τήν Ἐκκλησία Συμβουλίου πρός τήν κατεύθυνση αὐτήν. Ὑπῆρχαν ἀκόμη καί ὅλες οἱ παράπλευρες δυσκολίες, πού προέκυπταν στό θέμα τῆς ἀδείας ἐκ μέρους τῶν δύσκολων σέ τέτοια θέματα Ἀρχῶν τῆς Γενεύης, ἀλλά καί τῶν περιοίκων. Πέντε πρόσωπα κλήθηκαν ἀπό τό Πατριαρχεῖο νά ἀναλάβουν τά πρῶτα αὐτά βάρη στό ὅλο ἐγχείρημα, τά ἑξῆς: οἱ Θεόδωρος Λαγώνικος, Γεώργιος Δάμπασης, Παναγιώτης Σιστοβάρης, Ἀμαλία Κολοκοτρώνη καί ὁ ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ξηντάρας.
Αὐτοί βρῆκαν, στή θαυμάσια τοποθεσία τού Σαμπεζύ, τό εὐρύ οἰκόπεδο καί τή μέσα σ’ αὐτό τριώροφη κατοικία, μέ πολλά δωμάτια, μέ δύο τουλάχιστον αἴθουσες συνάξεως καί μέ ἀντίστοιχους βοηθητικούς χώρους. Προάστιο ἀριστοκρατικό τῆς πολιτείας τῆς Γενεύης τό Σαμπεζύ, ἐπάνω σέ ὕψωμα, ἀπ’ ὅπου ἡ θέα ἐπί τῆς λίμνης εἶναι καταπληκτική, καί ὅπου τό ἐπικλινές τοῦ ἐδάφους προσφέρεται γιά περαιτέρω ἀξιοποίηση σχετικά μέ προβλεπόμενες οἰκοδομές.
Μέ ἐπικεφαλῆς τήν Ἀμαλία Κολοκοτρώνη, κυρίες ἀπό τήν ἑλληνική παροικία τῆς Γενεύης, μαζί μέ τούς δύο Εὐεργέτες-χορηγούς Γεώργιο καί Κατίγκω Λαιμοῦ καί τά ὡς ἄνω μέλη τοῦ Συμβουλίου, ἀνέλαβαν τή διαμόρφωση τῶν χώρων τοῦ οἰκήματος καί τῶν πέριξ, ὥστε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἐρχόμενος στή Γενεύη, μετά τήν ἐπίσκεψή του στη Ρώμη και τήν Κανταβριγία, τό 1965, νά καταλύσει σ’ αὐτό καί νά ἐγκαινιάσει τό ἐγκαθιστάμενο στόν χῶρο ἐκεῖνο Πατριαρχικό Κέντρο.
Οἱ χώροι καί κυρίως ἡ αἴθουσα πού διαμορφώθηκε σέ Εὐκτήριο Οἶκο παρουσίαζαν ὄψη πραγματικῆς «φωλιᾶς», μέσα στήν ὁποία θά μποροῦσε πλέον, σέ πρῶτο στάδιο, νά λειτουργήσει ἀποδοτικά τό ἱδρυθέν Πατριαρχικό Κέντρο μέ τίς ποικίλες δραστηριότητές του.
[…]
Ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς ἔπρεπε νά καθορισθεῖ και νά διατυπωθεῖ ἡ κανονική μορφή πού θά εἶχε τό Κέντρο, ὑπό τήν ἄμεση ἐξάρτησή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο: ἀφ’ ἑνός ὡς Σταυροπήγιο τοῦ Θρόνου, ἀναφορικά πρός τόν Ναό τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, τόν ὁποῖο περιέκλειε, καί ἀφ’ ἑτέρου ὡς Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀναφορικά πρός τίς εὐθύνες του, πού ἔμελλαν νά ἐκπορεύονται καί νά καθορίζονται ἀπό τή Μητέρα Ἐκκλησία.
Ἔτσι, συντάχθηκε μέ πολλή ἐπιμέλεια ὁ ἐξαπολυθείς ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, στίς 7 Ἰουνίου 1966, Πατριαρχικός καί Συνοδικός Ἱδρυτικός Τόμος τοῦ Κέντρου καί τό συναφές Καταστατικό του, πού περιγράφει, μέ χαρακτηριστική καί λεπτολόγο ἀκρίβεια, ὅλα τά σχετικά μέ τήν κανονική ὑπόσταση τοῦ Κέντρου καί τίς πολύμορφες λειτουργίες καί δραστηριότητές του ἀπό τότε καί ἐφεξῆς.
[…]
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἐδῶ εἶναι ὅτι, μέ ραγδαίους ρυθμούς, σέ συνέχεια καί συνέπεια, τό Κέντρο ἄρχισε νά λειτουργεῖ καί νά ἀνταποκρίνεται σέ ὅλες τίς δραστηριότητες, τίς προδιαγεγραμμένες ἀπό τή Μητέρα Ἐκκλησία, μέ τήν ἄμεση συμβολή καί συμπαράσταση βεβαίως τοῦ Πατριαρχείου, καί μέ τή μέχρις αὐτοθυσίας προσφορά ὑπηρεσιῶν ἐκ μέρους τῶν πάντοτε ὀλιγάριθμων, ἀλλά καί πάντοτε φιλότιμων καί ἐργατικῶν προσώπων, τά ὁποῖα κλήθηκαν νά ὑπηρετήσουν τόν νεοπαγῆ αὐτόν, ἀλλά καί τόσο φερέλπιδα θεσμό.
[…]
Ἀλλά τό ἔργο τοῦ Κέντρου ἦταν προορισμένο νά ἐπεκταθεῖ σέ συνεχῶς εὐρύτερους ὁρίζοντες καί σέ πιό πλατιές δραστηριότητες.
Τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα κάλεσε ὁ Θεός κοντά Του τόν Ἰούλιο τοῦ 1972.
Εἶχε ἀξιωθεῖ ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης νά δεῖ τόν Θεσμό προοδεύοντα καί ἀνθοῦντα. Μέ τόν θάνατό του σφραγίσθηκε μιά μεγάλη, ἡ πρώτη καί πολύ σπουδαία περίοδος ζωῆς καί δράσεως τοῦ Κέντρου. Ἡ θεμελίωση τοῦ Κέντρου ἦταν δικῆς του ἐμπνεύσεως, δικῆς του πρωτοβουλίας καί δικῆς του προωθήσεως. Τό Κέντρο ὑπῆρξε ἔργο του. Ὄχι, βέβαια, τό μοναδικό τῆς εὔκαρπης πατριαρχίας του. Ἀλλά ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερά του, ἀσφαλῶς. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Κωνσταντινίδου Xρυσοστόμου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Τρεῖς Πατριαρχικές μορφές: Ἀθηναγόρας, Δημήτριος, Βαρθολομαῖος.
Σέ τρεῖς σύστοιχες δημιουργικές ἐνέργειες
θεμελιώσεως-ἑδραιώσεως-ἀναπτύξεως τοῦ ἐν Σαμπεζύ τῆς Γενεύης
Πατριαρχικοῦ Κέντρου, στό Ἐπιμέλεια Α.Ε. (ἐκδ.), «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου – Σαμπεζύ Γενεύης. 35 χρόνια προσφορᾶς στήν
Ἐκκλησία καί τήν οἰκουμενική θεολογία», Ἐπιμέλεια Α.Ε., Ἀθήνα 2003, σ.
129–134.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου