ΜΑΣΟΝΙΑ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Σχόλιο στην είδηση μιας αγωγής
Γεώργιος Βλαντής
Διευθυντής του Συμβουλίου των Εκκλησιών της Βαυαρίας
Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
1. Η αγωγή και η υπεράσπιση ενός οράματος. Πριν από λίγους μήνες ο
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, ιερατικώς προϊστάμενος του Ι. Ν. Αγίου
Νικολάου Πατρών, κατέθεσε ογκώδη (76 σελ.) αγωγή εναντίον του συναδέλφου
Παναγιώτη Ανδριόπουλου, για την οποία ήδη έγραψαν ακροθιγώς
έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα (π.χ.
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2017/10/blog-post_69.html). Ο
Πατρινός θεολόγος καλείται από το νόμο να απαντήσει στην ουσία των
εναντίον του αιτιάσεων. Αυτή καθεαυτή όμως η είδηση της αγωγής εγείρει
ορισμένα ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να καταστούν αντικείμενα
σχολιασμού, όχι παρά, αλλά ακριβώς εξ αιτίας των Αγίων Ημερών που
εορτάζουμε. Η καταναλωτική ατμόσφαιρα που συνδέεται με τα Χριστούγεννα
υπαγορεύει έναν περισσόν γλυκερότητας. Στις πυκνώσεις όμως εκείνες του
εκκλησιαστικού έτους όπου με ιδιαίτερο τρόπο καλείται το χριστεπώνυμο
πλήρωμα να γευθεί την αγιότητα, υπαγορεύεται η εντατικοποίηση της
έγνοιας για την κατίσχυση της δικαιοσύνης και την ορθοτόμηση της
αλήθειας, τόσο στα μεγάλα, όσο και στα μικρά.
Φαντάζομαι πως για το κείμενο τούτο ποικίλοι επώνυμοι και ανώνυμοι εχθροί του οικουμενισμού (για την ορολογία που δεν φοβάμαι: http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2016/12/blog-post_83.html) και κατ’ επανάληψη υβριστές μου, εντύπως και διαδικτυακώς, θα με κοσμήσουν με τους συνήθεις πληκτικούς χαρακτηρισμούς που μου επιφυλάσσουν. Σημειώνω μόνο ότι θεωρώ τιμή μου να συνδράμω τους φίλους μου, όταν μάλιστα το θεμέλιο μιας σχέσης βρίσκεται πέρα από το αμιγώς προσωπικό και εντοπίζεται στο κοινό όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής, δηλαδή όντως παραδοσιακής Ορθοδοξίας. 2. Το οψιμότατον της αντίδρασης σε έναν υποτιθέμενο «γκαιμπελισμό». Από τη σχετική είδηση (βλ. παραπάνω) πληροφορείται κανείς ότι ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος εγκαλεί τον κ. Ανδριόπουλο πως έχει στήσει ολόκληρη«προπαγάνδα» εναντίον του. Μιλάει μάλιστα και για την εφαρμογή «γκαιμπελικής» μεθόδου κατά του προσώπου του. Η χρήση της στερεότυπης αυτής φράσης μαρτυρεί περιορισμένη γνώση των συμφραζομένων του όρου τούτου και ακόμη πιο πενιχρή επίγνωση της βαρύτητας των χρησιμοποιούμενων αναλογιών. Ζώντας στη Γερμανία έχω ένα λόγο παραπάνω να επικρίνω τον παραπειστικό μελοδραματισμό των πληθωριστικών υπερβολών, όταν αυτός, έστω ανεπιγνώστως, καθρεφτίζει περιορισμένο σεβασμό στα θύματα ενός δαιμονικού καθεστώτος.
Αν δεχτεί όμως κανείς ότι υφίσταται όντως μία έστω και πολύ σχετική αντιστοιχία, δεν μπορεί παρά να νιώσει μια αμηχανία για το οψιμότατον της αντίδρασης του πατρός: Αν οι Ναζί έπιασαν την Ευρώπη «στον ύπνο», τουλάχιστον σήμερα θα ανέμενε κανείς πιο ταχείες κινήσεις ενάντια στην προπαγάνδα υποτιθέμενων μιμητών κεντρικών μεθόδων τους. Ο π. Γκοτσόπουλος αποτελεί επί χρόνια αντικείμενο επώνυμης, θαρραλέας και αυστηρής κριτικής από τον Αχαιό θεολόγο, οπότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί πόσες φορές τα προηγούμενα χρόνια επιχείρησε ο θιγόμενος κληρικός να αντιδράσει σε υποτιθέμενες συκοφαντίες και ψεύδη και να απαντήσει ευθέως στις αιτιάσεις του συντοπίτη του. Κείμενό του δημοσιευμένο στο ιστολόγιο του κ. Ανδριόπουλου (http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2015/07/blog-post_43.html), την πατρότητα του οποίου δεν έχει, όσο γνωρίζω, αμφισβητήσει, καθρεφτίζει μια απαξιωτική στάση απέναντι στον Πατρινό θεολόγο («έχω πάψει από χρόνια να ασχολούμαι με την περίπτωση Παναγιωτάκη»), με εκφράσεις ήκιστα πατερικές, για τις οποίες ο συνάδελφος θεολόγος θα μπορούσε να έχει καταφύγει σε δικαστικά μέσα. Στις συγκεκριμένες διατυπώσεις του π. Αναστασίου διακρίνεται και μια ορισμένη προσπάθειά του να πείσει ότι ο επικριτής του δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα (τυπική τακτική όσον εναντιώνονται στον οικουμενικό διάλογο, οι οποίοι γενικά παρουσιάζουν τους οικουμενικά ανοικτούς θεολόγους ως θεολογικά ενδεείς «αγαπολόγους)», ωσάν το ζήτημα, φερ᾽ ειπείν, της υπακοής σε συνοδικές αποφάσεις και της πιστότητας προς τους ποιμένες της Εκκλησίας, ή τα όσα του προσάπτονται κατά καιρούς από τον Π. Ανδριόπουλο (και, όπως θα δούμε, όχι μόνο)ως κινήσεις υπονομευτικές της ενότητας του Κυριακού Σώματος να μην έχουνεκκλησιολογικό βάρος. Τί άλλαξε από το 2015, οπότε δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό, ώστε από την επιδεικτική σιγή να προκύψει η πολυσέλιδη όψιμη αντίδραση του π. Γκοτσόπουλου – η οποία καθρεφτίζει μια χρόνια «μεθοδική» παρακολούθηση των δημοσιευμάτων του επικριτή του, προφανώς αντικείμενη στο προαναφερθέν «δεν ασχολούμαι»; 3. Η προσφορά του Παναγιώτη Ανδριόπουλου και οι ύβρεις. Η διδακτική, συγγραφική, διαδικτυακή και καλλιτεχνική δραστηριότητα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου (ο οποίος δεν έχει τις ευκολίες ακαδημαϊκών, αλλά τα συγκεκριμένα μέσα που διατίθενται σε έναν καθηγητή της ιδιωτικής μέσης εκπαίδευσης) καθρεφτίζει ένα ασυνήθιστο εύρος ενδιαφερόντων, π.χ.: εκκλησιαστική ειδησεογραφία, οικουμενική θεολογία, παραδοσιακή εκκλησιαστική και νεότερη ελληνική μουσική, ποίηση και λογοτεχνία των κορυφαίων της Ελλάδας του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα. Το ιστολόγιό του «Ιδιωτική Οδός» και η προσωπική του σελίδα στο Facebookκαταγράφουν μόνο εν μέρει μια δουλειά που εντυπωσιάζει με την ποσότητα και ερεθίζει με την ποιότητά της, μακριά από την τσαπατσουλιά της προχειρότητας και δίχως την ευκολία ιδεολογικών αναγνώσεων του πολιτισμού, οι οποίες συνηθίζονται από θεολόγους εν Ελλάδι, αλλά και χωρίς να μαρτυρεί απουσία επίγνωσης ορίων, αμετροέπεια. Στους χαλεπούς για την πατρίδα μας καιρούς, όπου πολλές κριτικές φωνές τις φράζει η ανάγκη, χώρια από τα στόματα που κρατάει κλειστά η ιδιοτέλεια, ο Ανδριόπουλος ανήκει στους λίγους συναδέλφους που εκφράζουν θαρραλέα τη γνώμη τους, χωρίς να διστάζουν να ανθίστανται στο εκάστοτε ρεύμα, ανεξάρτητα αν αυτό αποκαλείται συντηρητικό ή προοδευτικό.
Η προσήλωσή του στο όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής Ορθοδοξίας και στην προβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον έχει καταστήσει συστηματικό στόχο χυδαίων ύβρεων και συκοφαντιών, τις οποίες εκτοξεύουν εναντίον του προφορικώς, εντύπως ή διαδικτυακώς, επωνύμως ή ανωνύμως, πλείστοι όσοι εχθροί της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του οικουμενικού διαλόγου. Απλή διαδικτυακή αναζήτηση μαρτυρεί για τους οχετούς αθλιοτήτων που παράγονται εναντίον του από τους αυτόκλητους διαφεντευτές της καθαρότητας της χριστιανικής πίστης. Φυσικά, ο κ. Ανδριόπουλος δεν αποτελεί εν προκειμένω εξαίρεση. Η χυδαία εξύβριση, η άθλια συκοφαντία, ο διασυρμός, ακόμη και ο σωματικός προπηλακισμός των οικουμενικά ανοικτών θεολόγων από δράκες σκοταδιστών αποτελεί απτή πραγματικότητα – και συνάμα εκκλησιαστικό, ηθικό και νομικό σκάνδαλο. Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος αισθάνεται θιγμένος από κείμενα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, πότε όμως καταδίκασε πρακτικές συκοφαντίαςτου οι οποίες λαμβάνουν χώρα από ανθρώπους οι οποίοι με μεγάλη ευχαρίστηση αναδημοσιεύουν κείμενά του στα ιστολόγιά τους;Πότε τις αποδοκίμασε ρητώς και εγγράφως, πότε υπέδειξε επιτακτικά στους υποστηρικτές των δικών του αντιοικουμενικών απόψεων να διακρίνουν ανάμεσα στο επίπεδο της θεολογικής διαφωνίας κι εκείνο της χυδαίας ύβρης; Μήπως ο κύριος Ανδριόπουλος και οι οικουμενικά ανοικτοί κληρικοί και θεολόγοι δεν έχουν οικογένειες και φίλους, ανθρώπους που θλίβονται και ταράσσονται όταν βλέπουν τους αγαπημένους τους να πέφτουν θύματα άθλιων επιθέσεων; Η ψυχική ευαισθησία είναι προνόμιο μόνο των αντιοικουμενιστών, οι οποίοι θίγονται με την παραμικρή εναντίον τους κριτική; Ή μήπως δεν γνωρίζει ο π. Αναστάσιος ότι στο χώρο τον αντιοικουμενικό συντελούνται επιθέσεις αχαρακτήριστου είδους και ύφους εναντίον όσων δεν αποδέχονται τις κενολογίες περί «οικουμενιστικής» παναίρεσης και τις άλλες συναφείς φαιδρότητες; Δεν έχει κάνει ποτέ του μια διαδικτυακή αναζήτηση για να διαπιστώσει το ύφος και το ήθος ιστολογίων φιλοξενούν κείμενα δικά του και ομοφρόνων του;
Απλή ματιά στο περιεχόμενο των ιστολογίων του Παναγιώτη Ανδριόπουλου φανερώνει πόσο έωλη είναι η προσπάθεια φονταμενταλιστικών κύκλων να αμφισβητηθεί η ηθική και η διανοητική ακεραιότητά του. Οι καταξιωμένοι επιστήμονες που γράφουν σε αυτά και οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνδιοργανώνει ποιοτικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μαρτυρούν ότι το πρόσωπο που κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν ως παράφρον χαίρει ευρείας εκτίμησης και αποδοχής στον εκκλησιαστικό, θεολογικό και πολιτισμικό χώρο, για να μην αναφέρει κανείς τί σημαίνει και μόνο η ευθύνη ενός ιστολογίου όπως το «Φως Φαναρίου», μία από τις κυριότερες πηγές ενημέρωσης για τη ζωή της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. 4. Η σκέψη και η γραφή του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου. Ο π. Αναστάσιος είναι δραστήριος και πολυγράφος κληρικός. Οι δύο αυτές ιδιότητες είναι εξ ορισμού θετικές στο βαθμό που η κατεύθυνση της δράσης και η ποιότητα της γραφής είναι οι ενδεικνυόμενες. Ο π. Αναστάσιος μιλάει για τις συγγραφικές καταθέσεις του με συστολή, δείχνοντας έτοιμος να αναγνωρίσει αδυναμίες του. Η ομολογία αυτή όμως ηχεί ως παράδοξη εισαγωγή σε ένα έργο με το οποίο δεν διστάζει να ξιφουλκήσει εναντίον Εκκλησιών, Συνόδων, Πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ακαδημαϊκών θεολόγων και αναγνωρισμένων συγγραφέων και να τους επιτιμήσει με προβληματικό τόνο και ύφος για υποτιθέμενες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές εκκρεμότητες. Η παρατήρηση αυτή δεν υπονοεί την αναγκαιότητα άκριτης υποταγής σε αυθαιρέτως οριζόμενες αυθεντίες, καθρεφτίζει όμως τη σύσταση για μια ορισμένη αυτεπίγνωση, για περισσότερη προσπάθεια κατανόησης των ιδίων μέτρων και ορίων.
Ενώ ο π. Αναστάσιος δείχνει να προσπαθεί να εργαστεί επιστημονικά, οι ελλείψεις του από μια ακαδημαϊκή σκοπιά είναι προφανείς. Σε κείμενά του που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο εντοπίζει κανείς ποικίλα λάθη γλωσσικά, γραμματικά και ορθογραφικά, τεκμήρια μιας συγγραφικής σπουδής απάδουσας στη σοβαρότητα των ζητημάτων που πραγματεύεται. Είναι επίσης καταφανής η άγνοια της ογκώδους διεθνούς βιβλιογραφίας, τόσο της ετερόδοξης, όσο και της ορθόδοξης, όχι μόνο σε σύντομες συμβολές του, αλλά και σε εκτενέστερες πραγματείες του. Η παρατήρηση αυτήδεν συνιστά τεκμήριο ακαδημαϊκού σχολαστικισμού, αλλά ουσιαστική έγνοια για τα μεθοδολογικά στοιχειώδη μιας θεολογικής εργασίας. Το βάρος της δεν εξουδετερώνεται με την υπόδειξη των πατερικών χωρίων στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας της (και μόνο από τις συχνότατα μη κριτικές εκδόσεις Πατέρων και Πρακτικών Οικουμενικών Συνόδων που χρησιμοποιεί καθίσταται πρόδηλος ο κραυγαλέος ερασιτεχνισμός της προσπάθειάς του), καθώς η ερμηνεία της ιλιγγιώδους κατάθεσης της θεολογικής γραμματείας της Ανατολής προϋποθέτει πνεύμα ταπεινώσεως, αλλά και οξυμμένα μεθοδολογικά εργαλεία, ώστε να έχει κανείς τα δέοντα ερμηνευτικά κλειδιά για να προσεγγίζει τους απαιτητικούς αδάμαντες του εκκλησιαστικού μας παρελθόντος και παρόντος.
Τα κλειδιά αυτά ελλείπουν σε σημαντικό βαθμό από το έργο του π. Αναστασίου, από όπου εν γένει απουσιάζει η συστηματικοθεολογική υποδομή η οποία θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε γόνιμες συμβολές. Διαβάζοντας κείμενά του έχει κανείς την εντύπωση πως τα πραγματευόμενα θέματα δεν γίνονται αντικείμενο μιας μη ιδεολογικής, απαιτητικής θεολογικής πραγμάτευσης, παρά τίθενται στην προκρούστεια κλίνη που συγκροτεί η σκέψη μορφών όπως οι π. Θεόδωρος Ζήσης, π. Γεώργιος Μεταλληνός, Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, π. Πέτρος Χιρς και καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης– και μάλιστα το τμήμα της σκέψης τους εκείνο το οποίο αντίκειται στον οικουμενικό διάλογο. Όποιος γνωρίζει τη βιογραφία και το έργο των ανωτέρω, αντιλαμβάνεται, βεβαίως, ότι η πραγματικότητα των προσώπων αυτών και του έργου τους είναι πολύ πολυπλοκότερη, ώστε να νομιμοποιείται να τους παραπέμπει κανείς άκριτα ως αυθεντίες στην ερμηνεία της ορθόδοξης Παράδοσης. Σε κάθε όμως περίπτωση: Η θεολογική σκέψη του π. Γκοτσόπουλου δεν τρέφεται επαρκώς από τις πηγές της ορθόδοξης θεολογίας των νεότερων χρόνων, μια σύνοψη των οποίων αποκτά κανείς μελετώντας το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του π. Andrew Louth Modern Orthodox Thinkers. From the Philokalia tou the Present, Inter Varsity Press 2015. Μια γόνιμη αναστροφή με αυτά τα πνεύματα, τα οποία προσφέρουν έναν στοιχειώδη προσανατολισμό για την αναστροφή με την πατερική κληρονομιά (την οποία προφανώς γνωρίζουν καλύτερα από τον π. Αναστάσιο) απουσιάζει. Δεν αναμένει κανείς ακαδημαϊκή αρτιότητα από έναν κληρικό με ποικίλες άλλες υποχρεώσεις, όμως δεν είναι αδικαιολόγητη η επιθυμία μιας ουσιαστικότερης αυτοσυγκράτησης όταν, ακριβώς ως κληρικός, αποτολμάει να εκφέρει κρίσεις για καίρια θέματα, πρόσωπα και γεγονότα της Εκκλησίας μας, δίχως να έχει αφομοιώσει ουσιαστικά τις σημαντικότερες καταθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας του καιρού μας. Είναι δε αυτονόητο πως η φευγαλέα αναστροφή, όταν απουσιάζει η συστηματική σπουδή, οδηγεί αναπόφευκτα στην αμηχανία, στην ανασφάλεια και στην καταγγελτική στάση για τους «νεοτερισμούς» πολλών νεότερων Ορθόδοξων θεολόγων.
Δεν είναι τυχαίο που τα κείμενα του π. Γκοτσόπουλου είναι μεν δημοφιλή σε θεολογικά ενδεείς συντηρητικούς κύκλους, ελάχιστα όμως έως καθόλου λαμβάνονται υπ᾽ όψιν στην απαιτητική ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και, πολύ περισσότερο, στο εξωτερικό. Το γεγονός ότι ο π. Αναστάσιος δεν λαμβάνει πολλές απαντήσεις στα κείμενά του ίσως να μην οφείλεται στο ότι «αποστομώνει» τους αντιπάλους του με τα επιχειρήματά του, το ότι δε καλείται ως ομιλητής κυρίως σε εκδηλώσεις στο προστατευμένο περιβάλλον αντιοικουμενικών κύκλων και όχι πέραν αυτού μιλάει αφ᾽ εαυτού για την εμβέλεια της σκέψης του. 5. Η μασονία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η οικουμενική κίνηση. Ενδεχομένως ο π. Αναστάσιος δυσφορεί επειδή του καταλογίζεται από τον Π. Ανδριόπουλο εχθρότητα προς την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Στα κείμενά του όμως συναντάει κανείς εκφράσεις που με δυσκολία πείθουν για τα φιλικά του αισθήματα προς αυτήν, αν αγνοηθεί, τουλάχιστον, η εύκολη απολογητική καταφυγή του τύπου «Εγώ κρίνω πρόσωπα, δεν απαξιώνω θεσμούς». Κινούμαστε στο χώρο της Ορθοδοξίας και όχι σε αυτόν του ακραίου Προτεσταντισμού, όπου η σχέση χαρίσματος και θεσμού προσεγγίζεται με όρους που να επιτρέπουν ριζικές αντιδιαστολές. Η κριτική σε πρόσωπα είναι εν ταυτώ κριτική σε συνοδικά όργανα και συγκεκριμένες ενέργειες Εκκλησιών στο εδώ και στο τώρα, η δε διδασκαλία περί «αόρατης Εκκλησίας» ουδέποτε συγκίνησε την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Επίσης, όταν η κριτική αυτή ασκείται από έναν ποιμένα, είναι προφανές να αναμένει κανείς ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς το ποίμνιό του δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε λεπτεπίλεπτες διακρίσεις, όπως ενδεχομένως εκείνος, παρά φανατίζεται εύκολα έναντι όχι μόνο προσώπων, αλλά και θεσμών. Απλή αναζήτηση στις ιστοσελίδες των αντιοικουμενιστών, όπου κανείς έρχεται άμεσα αντιμέτωπος με πραγματικό βόρβορο εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πιστοποιεί το έωλον απολογητικών υπεκφυγών.
Είναι γνωστό ότι για τους πολέμιους της οικουμενικής κίνησης η μορφή και το έργο του μακαριστού μεγάλου Πατριάρχη Αθηναγόρα αποτελεί σκάνδαλο. Επί ολόκληρες δεκαετίες επιχειρούν, φυσικά ματαίως, να αποδομήσουν την προσφορά του, με πρωτοστάτες τους Παλαιοημερολογίτες, αλλά και την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Στην όχι ζηλευτή χορεία των επικριτών του οραματιστή Προκαθημένου κατατάσσεται και ο π. Γκοτσόπουλος, ο οποίος δημοσίευσε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα αυτή, όπου σχολιάζει επιστολή που φέρεται να απέστειλε ο τότε Πρώτος της Ορθοδοξίας σε έναν μασόνο (βλ. στο διαδίκτυο: https://www.impantokratoros.gr/59B1FCB4.el.aspx). Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το εν λόγω κείμενο ο π. Αναστάσιος επιβεβαιώνει τα όσα προγενέστερα κατέθεσα για τη σχέση του με την επιστημοσύνη: Ελλείπει έστω και ένας στοιχειώδης έλεγχος της αξιοπιστίας του γράμματος, μια προσπάθεια ένταξής του στα συμφραζόμενα της εποχής του και στο όλο corpus της πατριαρχικής αλληλογραφίας και των υφολογικών της προϋποθέσεων (με φευγαλέες νύξεις δεν προσπερνάει την κόπο απαιτούσα μεθοδολογική εκκρεμότητα), ενώ δεσπόζει ένας τόνος μελοδραματικός καιλαμβάνει χώρα ένα σκηνοθετικό παιχνίδι πρόκλησης και απόκρυψης, ώστε εν τέλει, μετά από μια αισθητικώς κακόγουστη κορύφωση της έντασης, να φανερωθεί η θλιβερή ταυτότητα του παραλήπτη της πατριαρχικής επιστολής. Με παραπειστικό τρόπο προβάλλονται αποσπάσματα από το κείμενο της επιστολής αυτής ως τάχα σκανδαλώδη, δίχως καν να συγκρίνεται το περιεχόμενό της με αντίστοιχα κείμενα του Πατριάρχη σε Ορθόδοξους και αλλόδοξους παραλήπτες, ώστε να μετρηθεί η βαρύτητά τους, χώρια που δεν εξετάζεται καν το αν είχε γνώση ο μεγάλος Πατριάρχης για το ποιόν του προσώπου στο οποίο απευθύνεται.
Είναι εντυπωσιακό πως στο κείμενο του π. Αναστασίου δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια υπεράσπισης του Πατριάρχη Αθηναγόρα, μολονότι θα ανέμενε κανείς ότι ένας κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν θα υιοθετούσε πάραυτα κατηγορίες εναντίον ενός ανθρώπου που σε δραματικές εποχές για την Εκκλησία κάθισε στην καθέδρα του Αγίου Ανδρέα (από έναν διάκονο του θυσιαστηρίου ναού της πόλης του Πρωτοκλήτου θα ανέμενε κανείς ως αυτονόητη τη σχετική ευαισθησία). Αν δεν απατώμαι, οι Ιεροί Κανόνες δεν δέχονται τη μαρτυρία αιρετικών και κακοδόξων στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εκφράζοντας μια ρεαλιστική έγνοια, ο π. Γκοτσόπουλος όμως εμμένει με σπουδή στη διάδοση κατηγοριών μασονικών περιοδικών ότι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν μασόνος. Έστω κι αν για προφανείς λόγους δεν παίρνει θέση ευθέως απέναντι σε αυτές, συμβάλλει στηριζόμενος σε ισχυρισμούς κακοδόξων στην ενίσχυση του στίγματος εναντίον ενός κεκοιμημένου Πρωθιεράρχη, ο οποίος δεν δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο π. Αναστάσιος μιλάει δραματικά για «αποκαλύψεις», στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα «ξαναζεσταμένο φαγητό», για κατηγορίες που διαρκώς εκτοξεύουν εχθροί της οικουμενικής κίνησης εναντίον του βασανισμένου Πατριάρχη για τη δήθεν μασονική του ιδιότητα. Ενός Πατριάρχη πραγματικά βασανισμένου, για όσους γνωρίζουν ιστορία στοιχειωδώς.
Στηριγμένος σε μια επιστολή που καταφανώς παρερμηνεύει, ο π. Γκοτσόπουλος μιλάει για «προσωπική πνευματική κατάσταση – τραγική και αξιοθρήνητη, ασφαλώς – του “μεγάλου” Αθηναγόρα» (από μια επιστολή κρίνει αυτός, ένας «πνευματικός», την όλη κατάσταση ενός Πατριάρχη;), ενώ φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι: «Εγώ έγραψα ότι η ιστορικά αδιαμφισβήτητη αδυναμία του Αθηναγόρα να πληροφορηθεί το τόσο καλά οργανωμένο από κράτος και παρακράτος πογκρόμ του τουρκικού όχλου εναντίον του Ελληνισμού της Πόλης και να ενημερώσει το ποίμνιό του, δεν οφείλεται, ασφαλώς, σε μειωμένη εθνική ευαισθησία και ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό – ουδέποτε είπα ή υπονόησα κάτι τέτοιο – αλλά για μένα έχει καθαρά πνευματικά αίτια ─ δυστυχώς για κάποιους οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν… Αυτό και μόνο έγραψα εγώ, αγαπητοί μου…». Όταν τέτοιες εκφράσεις διατυπώνονται από έναν Παλαιοημερολογίτη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εύλογο είναι να τους προσδίδεται η δέουσα μη-σημασία. Όταν όμως ένας κληρικός της Εκκλησίας των Πατρών καταφέρεται με τέτοιες εκφράσεις εναντίον ενός διαδόχου του Αποστόλου Ανδρέα, εγείρεται μείζον ζήτημα για την τοπική Εκκλησία, το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί στα αρμόδια όργανά της. Θα πρότεινα, λόγω της βαρύτητας των καταγγελιών και των χαρακτηρισμών, ο υποστηρικτής τους να κληθεί να τις υποστηρίξει ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία στη συνέχεια θα ενημερώσει σχετικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ελπίζω πως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος θα προβεί στις σχετικές ενέργειες.
Στην πραγμάτευση του θέματος της σχέσης μασονίας και Πατριάρχη Αθηναγόρα ο π. Γκοτσόπουλος προσπάθησε να ερμηνεύσει την υποτιθέμενη σιωπή παλαιών συνεργατών και ανθρώπων που τον έζησαν επί μακρόν, όπως ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης και οι καθηγητές Γρηγόριος Λαρεντζάκης και Αριστείδης Πανώτης, στις κατηγορίες όχι ως απαξιωτική προσπέραση συκοφαντιών, αλλά ως επιβεβαίωση των μομφών. Δεν γνωρίζω αν αντιλαμβάνεται ότι έτσι απλώς προσβάλλει σημαντικότατες μορφές της Εκκλησίας μας, ουσιαστικά ισχυριζόμενος ότι εν γνώσει τους συνεργάζονταν με έναν μασόνο – και ότι σε κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται κανείς να αντιδράσει παρά με τη σιωπή του. Μέσα στη σπουδή του να δημιουργήσει κλίμα υπέρ της μασονικής λογικής του Αθηναγόρα ξέχασε να συνυπολογίσει το αυτονόητο. Σε αντίθεση με ποικίλα όργανα του φονταμενταλιστικού σκότους, τα οποία ξερνούν χολή προστατευόμενα από την ανωνυμία των ιστολογίων τους, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας κινούνταν στο φως και δεν είχε τίποτε να κρύψει. Αν ήθελε να αποσιωπήσει κάτι ή αν μηχανορραφούσε, δεν θα έγραφε επιστολές για να τροφοδοτείται η χαιρεκακία των όποιωνΑβερκίων του κόσμου τούτου, οι οποίοι θα έβλεπαν την πατριαρχική υπογραφή ως επιβεβαίωση θεωριών συνωμοσίας. Αν ήταν μασόνος, θα πρόσεχε ιδιαιτέρως πού θα έθετε την υπογραφή του και θα έλεγχε πού δημοσιεύονται κείμενά του. Πολλά θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, όχι όμως απροσεξία και ηλιθιότητα.
Ότι ούτε και ο π. Γκοτσόπουλος θεωρεί τον π. Αθηναγόρα ανόητο, φαίνεται και από ένα απόσπασμα του κειμένου του, το οποίο αποτελεί και το πλέον προβληματικό σημείο του άρθρου του: «Συνεπώς, το μείζον πρόβλημα δεν είναι αν ο πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν 33ου βαθμού μασόνος, όπως κατ’ επανάληψιν έχουν γράψει τα μασονικά περιοδικά, χωρίς – δυστυχώς – να διαψευστούν αρμοδίως, αλλά το ότι ο Αθηναγόρας ακολούθησε και προώθησε στο έπακρο τη θρησκευτική πολιτική της μασονίας και της θεοσοφίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και, επιπλέον, οικοδόμησε την προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Βατικανό πάνω σε καθαρά θεοσοφικές, μασονικές προϋποθέσεις και όχι στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση.» Ο π. Αναστάσιος επικροτεί αντίστοιχες θέσεις του μοναχού Αβερκίου, ισχυριζόμενος ότι «“η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε είναι πνευματικός καρπός του τεκτονισμού και της θεοσοφίας και αυτών τα άνομα και ανήθικα σχέδια καλείται να υλοποιήσει”. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε, πορεύεται βάσει του Τυπικού του 32ου βαθμού του τεκτονισμού!».
Φαντάζομαι πως για το κείμενο τούτο ποικίλοι επώνυμοι και ανώνυμοι εχθροί του οικουμενισμού (για την ορολογία που δεν φοβάμαι: http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2016/12/blog-post_83.html) και κατ’ επανάληψη υβριστές μου, εντύπως και διαδικτυακώς, θα με κοσμήσουν με τους συνήθεις πληκτικούς χαρακτηρισμούς που μου επιφυλάσσουν. Σημειώνω μόνο ότι θεωρώ τιμή μου να συνδράμω τους φίλους μου, όταν μάλιστα το θεμέλιο μιας σχέσης βρίσκεται πέρα από το αμιγώς προσωπικό και εντοπίζεται στο κοινό όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής, δηλαδή όντως παραδοσιακής Ορθοδοξίας. 2. Το οψιμότατον της αντίδρασης σε έναν υποτιθέμενο «γκαιμπελισμό». Από τη σχετική είδηση (βλ. παραπάνω) πληροφορείται κανείς ότι ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος εγκαλεί τον κ. Ανδριόπουλο πως έχει στήσει ολόκληρη«προπαγάνδα» εναντίον του. Μιλάει μάλιστα και για την εφαρμογή «γκαιμπελικής» μεθόδου κατά του προσώπου του. Η χρήση της στερεότυπης αυτής φράσης μαρτυρεί περιορισμένη γνώση των συμφραζομένων του όρου τούτου και ακόμη πιο πενιχρή επίγνωση της βαρύτητας των χρησιμοποιούμενων αναλογιών. Ζώντας στη Γερμανία έχω ένα λόγο παραπάνω να επικρίνω τον παραπειστικό μελοδραματισμό των πληθωριστικών υπερβολών, όταν αυτός, έστω ανεπιγνώστως, καθρεφτίζει περιορισμένο σεβασμό στα θύματα ενός δαιμονικού καθεστώτος.
Αν δεχτεί όμως κανείς ότι υφίσταται όντως μία έστω και πολύ σχετική αντιστοιχία, δεν μπορεί παρά να νιώσει μια αμηχανία για το οψιμότατον της αντίδρασης του πατρός: Αν οι Ναζί έπιασαν την Ευρώπη «στον ύπνο», τουλάχιστον σήμερα θα ανέμενε κανείς πιο ταχείες κινήσεις ενάντια στην προπαγάνδα υποτιθέμενων μιμητών κεντρικών μεθόδων τους. Ο π. Γκοτσόπουλος αποτελεί επί χρόνια αντικείμενο επώνυμης, θαρραλέας και αυστηρής κριτικής από τον Αχαιό θεολόγο, οπότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί πόσες φορές τα προηγούμενα χρόνια επιχείρησε ο θιγόμενος κληρικός να αντιδράσει σε υποτιθέμενες συκοφαντίες και ψεύδη και να απαντήσει ευθέως στις αιτιάσεις του συντοπίτη του. Κείμενό του δημοσιευμένο στο ιστολόγιο του κ. Ανδριόπουλου (http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2015/07/blog-post_43.html), την πατρότητα του οποίου δεν έχει, όσο γνωρίζω, αμφισβητήσει, καθρεφτίζει μια απαξιωτική στάση απέναντι στον Πατρινό θεολόγο («έχω πάψει από χρόνια να ασχολούμαι με την περίπτωση Παναγιωτάκη»), με εκφράσεις ήκιστα πατερικές, για τις οποίες ο συνάδελφος θεολόγος θα μπορούσε να έχει καταφύγει σε δικαστικά μέσα. Στις συγκεκριμένες διατυπώσεις του π. Αναστασίου διακρίνεται και μια ορισμένη προσπάθειά του να πείσει ότι ο επικριτής του δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα (τυπική τακτική όσον εναντιώνονται στον οικουμενικό διάλογο, οι οποίοι γενικά παρουσιάζουν τους οικουμενικά ανοικτούς θεολόγους ως θεολογικά ενδεείς «αγαπολόγους)», ωσάν το ζήτημα, φερ᾽ ειπείν, της υπακοής σε συνοδικές αποφάσεις και της πιστότητας προς τους ποιμένες της Εκκλησίας, ή τα όσα του προσάπτονται κατά καιρούς από τον Π. Ανδριόπουλο (και, όπως θα δούμε, όχι μόνο)ως κινήσεις υπονομευτικές της ενότητας του Κυριακού Σώματος να μην έχουνεκκλησιολογικό βάρος. Τί άλλαξε από το 2015, οπότε δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό, ώστε από την επιδεικτική σιγή να προκύψει η πολυσέλιδη όψιμη αντίδραση του π. Γκοτσόπουλου – η οποία καθρεφτίζει μια χρόνια «μεθοδική» παρακολούθηση των δημοσιευμάτων του επικριτή του, προφανώς αντικείμενη στο προαναφερθέν «δεν ασχολούμαι»; 3. Η προσφορά του Παναγιώτη Ανδριόπουλου και οι ύβρεις. Η διδακτική, συγγραφική, διαδικτυακή και καλλιτεχνική δραστηριότητα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου (ο οποίος δεν έχει τις ευκολίες ακαδημαϊκών, αλλά τα συγκεκριμένα μέσα που διατίθενται σε έναν καθηγητή της ιδιωτικής μέσης εκπαίδευσης) καθρεφτίζει ένα ασυνήθιστο εύρος ενδιαφερόντων, π.χ.: εκκλησιαστική ειδησεογραφία, οικουμενική θεολογία, παραδοσιακή εκκλησιαστική και νεότερη ελληνική μουσική, ποίηση και λογοτεχνία των κορυφαίων της Ελλάδας του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα. Το ιστολόγιό του «Ιδιωτική Οδός» και η προσωπική του σελίδα στο Facebookκαταγράφουν μόνο εν μέρει μια δουλειά που εντυπωσιάζει με την ποσότητα και ερεθίζει με την ποιότητά της, μακριά από την τσαπατσουλιά της προχειρότητας και δίχως την ευκολία ιδεολογικών αναγνώσεων του πολιτισμού, οι οποίες συνηθίζονται από θεολόγους εν Ελλάδι, αλλά και χωρίς να μαρτυρεί απουσία επίγνωσης ορίων, αμετροέπεια. Στους χαλεπούς για την πατρίδα μας καιρούς, όπου πολλές κριτικές φωνές τις φράζει η ανάγκη, χώρια από τα στόματα που κρατάει κλειστά η ιδιοτέλεια, ο Ανδριόπουλος ανήκει στους λίγους συναδέλφους που εκφράζουν θαρραλέα τη γνώμη τους, χωρίς να διστάζουν να ανθίστανται στο εκάστοτε ρεύμα, ανεξάρτητα αν αυτό αποκαλείται συντηρητικό ή προοδευτικό.
Η προσήλωσή του στο όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής Ορθοδοξίας και στην προβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον έχει καταστήσει συστηματικό στόχο χυδαίων ύβρεων και συκοφαντιών, τις οποίες εκτοξεύουν εναντίον του προφορικώς, εντύπως ή διαδικτυακώς, επωνύμως ή ανωνύμως, πλείστοι όσοι εχθροί της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του οικουμενικού διαλόγου. Απλή διαδικτυακή αναζήτηση μαρτυρεί για τους οχετούς αθλιοτήτων που παράγονται εναντίον του από τους αυτόκλητους διαφεντευτές της καθαρότητας της χριστιανικής πίστης. Φυσικά, ο κ. Ανδριόπουλος δεν αποτελεί εν προκειμένω εξαίρεση. Η χυδαία εξύβριση, η άθλια συκοφαντία, ο διασυρμός, ακόμη και ο σωματικός προπηλακισμός των οικουμενικά ανοικτών θεολόγων από δράκες σκοταδιστών αποτελεί απτή πραγματικότητα – και συνάμα εκκλησιαστικό, ηθικό και νομικό σκάνδαλο. Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος αισθάνεται θιγμένος από κείμενα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, πότε όμως καταδίκασε πρακτικές συκοφαντίαςτου οι οποίες λαμβάνουν χώρα από ανθρώπους οι οποίοι με μεγάλη ευχαρίστηση αναδημοσιεύουν κείμενά του στα ιστολόγιά τους;Πότε τις αποδοκίμασε ρητώς και εγγράφως, πότε υπέδειξε επιτακτικά στους υποστηρικτές των δικών του αντιοικουμενικών απόψεων να διακρίνουν ανάμεσα στο επίπεδο της θεολογικής διαφωνίας κι εκείνο της χυδαίας ύβρης; Μήπως ο κύριος Ανδριόπουλος και οι οικουμενικά ανοικτοί κληρικοί και θεολόγοι δεν έχουν οικογένειες και φίλους, ανθρώπους που θλίβονται και ταράσσονται όταν βλέπουν τους αγαπημένους τους να πέφτουν θύματα άθλιων επιθέσεων; Η ψυχική ευαισθησία είναι προνόμιο μόνο των αντιοικουμενιστών, οι οποίοι θίγονται με την παραμικρή εναντίον τους κριτική; Ή μήπως δεν γνωρίζει ο π. Αναστάσιος ότι στο χώρο τον αντιοικουμενικό συντελούνται επιθέσεις αχαρακτήριστου είδους και ύφους εναντίον όσων δεν αποδέχονται τις κενολογίες περί «οικουμενιστικής» παναίρεσης και τις άλλες συναφείς φαιδρότητες; Δεν έχει κάνει ποτέ του μια διαδικτυακή αναζήτηση για να διαπιστώσει το ύφος και το ήθος ιστολογίων φιλοξενούν κείμενα δικά του και ομοφρόνων του;
Απλή ματιά στο περιεχόμενο των ιστολογίων του Παναγιώτη Ανδριόπουλου φανερώνει πόσο έωλη είναι η προσπάθεια φονταμενταλιστικών κύκλων να αμφισβητηθεί η ηθική και η διανοητική ακεραιότητά του. Οι καταξιωμένοι επιστήμονες που γράφουν σε αυτά και οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνδιοργανώνει ποιοτικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μαρτυρούν ότι το πρόσωπο που κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν ως παράφρον χαίρει ευρείας εκτίμησης και αποδοχής στον εκκλησιαστικό, θεολογικό και πολιτισμικό χώρο, για να μην αναφέρει κανείς τί σημαίνει και μόνο η ευθύνη ενός ιστολογίου όπως το «Φως Φαναρίου», μία από τις κυριότερες πηγές ενημέρωσης για τη ζωή της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. 4. Η σκέψη και η γραφή του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου. Ο π. Αναστάσιος είναι δραστήριος και πολυγράφος κληρικός. Οι δύο αυτές ιδιότητες είναι εξ ορισμού θετικές στο βαθμό που η κατεύθυνση της δράσης και η ποιότητα της γραφής είναι οι ενδεικνυόμενες. Ο π. Αναστάσιος μιλάει για τις συγγραφικές καταθέσεις του με συστολή, δείχνοντας έτοιμος να αναγνωρίσει αδυναμίες του. Η ομολογία αυτή όμως ηχεί ως παράδοξη εισαγωγή σε ένα έργο με το οποίο δεν διστάζει να ξιφουλκήσει εναντίον Εκκλησιών, Συνόδων, Πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ακαδημαϊκών θεολόγων και αναγνωρισμένων συγγραφέων και να τους επιτιμήσει με προβληματικό τόνο και ύφος για υποτιθέμενες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές εκκρεμότητες. Η παρατήρηση αυτή δεν υπονοεί την αναγκαιότητα άκριτης υποταγής σε αυθαιρέτως οριζόμενες αυθεντίες, καθρεφτίζει όμως τη σύσταση για μια ορισμένη αυτεπίγνωση, για περισσότερη προσπάθεια κατανόησης των ιδίων μέτρων και ορίων.
Ενώ ο π. Αναστάσιος δείχνει να προσπαθεί να εργαστεί επιστημονικά, οι ελλείψεις του από μια ακαδημαϊκή σκοπιά είναι προφανείς. Σε κείμενά του που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο εντοπίζει κανείς ποικίλα λάθη γλωσσικά, γραμματικά και ορθογραφικά, τεκμήρια μιας συγγραφικής σπουδής απάδουσας στη σοβαρότητα των ζητημάτων που πραγματεύεται. Είναι επίσης καταφανής η άγνοια της ογκώδους διεθνούς βιβλιογραφίας, τόσο της ετερόδοξης, όσο και της ορθόδοξης, όχι μόνο σε σύντομες συμβολές του, αλλά και σε εκτενέστερες πραγματείες του. Η παρατήρηση αυτήδεν συνιστά τεκμήριο ακαδημαϊκού σχολαστικισμού, αλλά ουσιαστική έγνοια για τα μεθοδολογικά στοιχειώδη μιας θεολογικής εργασίας. Το βάρος της δεν εξουδετερώνεται με την υπόδειξη των πατερικών χωρίων στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας της (και μόνο από τις συχνότατα μη κριτικές εκδόσεις Πατέρων και Πρακτικών Οικουμενικών Συνόδων που χρησιμοποιεί καθίσταται πρόδηλος ο κραυγαλέος ερασιτεχνισμός της προσπάθειάς του), καθώς η ερμηνεία της ιλιγγιώδους κατάθεσης της θεολογικής γραμματείας της Ανατολής προϋποθέτει πνεύμα ταπεινώσεως, αλλά και οξυμμένα μεθοδολογικά εργαλεία, ώστε να έχει κανείς τα δέοντα ερμηνευτικά κλειδιά για να προσεγγίζει τους απαιτητικούς αδάμαντες του εκκλησιαστικού μας παρελθόντος και παρόντος.
Τα κλειδιά αυτά ελλείπουν σε σημαντικό βαθμό από το έργο του π. Αναστασίου, από όπου εν γένει απουσιάζει η συστηματικοθεολογική υποδομή η οποία θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε γόνιμες συμβολές. Διαβάζοντας κείμενά του έχει κανείς την εντύπωση πως τα πραγματευόμενα θέματα δεν γίνονται αντικείμενο μιας μη ιδεολογικής, απαιτητικής θεολογικής πραγμάτευσης, παρά τίθενται στην προκρούστεια κλίνη που συγκροτεί η σκέψη μορφών όπως οι π. Θεόδωρος Ζήσης, π. Γεώργιος Μεταλληνός, Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, π. Πέτρος Χιρς και καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης– και μάλιστα το τμήμα της σκέψης τους εκείνο το οποίο αντίκειται στον οικουμενικό διάλογο. Όποιος γνωρίζει τη βιογραφία και το έργο των ανωτέρω, αντιλαμβάνεται, βεβαίως, ότι η πραγματικότητα των προσώπων αυτών και του έργου τους είναι πολύ πολυπλοκότερη, ώστε να νομιμοποιείται να τους παραπέμπει κανείς άκριτα ως αυθεντίες στην ερμηνεία της ορθόδοξης Παράδοσης. Σε κάθε όμως περίπτωση: Η θεολογική σκέψη του π. Γκοτσόπουλου δεν τρέφεται επαρκώς από τις πηγές της ορθόδοξης θεολογίας των νεότερων χρόνων, μια σύνοψη των οποίων αποκτά κανείς μελετώντας το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του π. Andrew Louth Modern Orthodox Thinkers. From the Philokalia tou the Present, Inter Varsity Press 2015. Μια γόνιμη αναστροφή με αυτά τα πνεύματα, τα οποία προσφέρουν έναν στοιχειώδη προσανατολισμό για την αναστροφή με την πατερική κληρονομιά (την οποία προφανώς γνωρίζουν καλύτερα από τον π. Αναστάσιο) απουσιάζει. Δεν αναμένει κανείς ακαδημαϊκή αρτιότητα από έναν κληρικό με ποικίλες άλλες υποχρεώσεις, όμως δεν είναι αδικαιολόγητη η επιθυμία μιας ουσιαστικότερης αυτοσυγκράτησης όταν, ακριβώς ως κληρικός, αποτολμάει να εκφέρει κρίσεις για καίρια θέματα, πρόσωπα και γεγονότα της Εκκλησίας μας, δίχως να έχει αφομοιώσει ουσιαστικά τις σημαντικότερες καταθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας του καιρού μας. Είναι δε αυτονόητο πως η φευγαλέα αναστροφή, όταν απουσιάζει η συστηματική σπουδή, οδηγεί αναπόφευκτα στην αμηχανία, στην ανασφάλεια και στην καταγγελτική στάση για τους «νεοτερισμούς» πολλών νεότερων Ορθόδοξων θεολόγων.
Δεν είναι τυχαίο που τα κείμενα του π. Γκοτσόπουλου είναι μεν δημοφιλή σε θεολογικά ενδεείς συντηρητικούς κύκλους, ελάχιστα όμως έως καθόλου λαμβάνονται υπ᾽ όψιν στην απαιτητική ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και, πολύ περισσότερο, στο εξωτερικό. Το γεγονός ότι ο π. Αναστάσιος δεν λαμβάνει πολλές απαντήσεις στα κείμενά του ίσως να μην οφείλεται στο ότι «αποστομώνει» τους αντιπάλους του με τα επιχειρήματά του, το ότι δε καλείται ως ομιλητής κυρίως σε εκδηλώσεις στο προστατευμένο περιβάλλον αντιοικουμενικών κύκλων και όχι πέραν αυτού μιλάει αφ᾽ εαυτού για την εμβέλεια της σκέψης του. 5. Η μασονία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η οικουμενική κίνηση. Ενδεχομένως ο π. Αναστάσιος δυσφορεί επειδή του καταλογίζεται από τον Π. Ανδριόπουλο εχθρότητα προς την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Στα κείμενά του όμως συναντάει κανείς εκφράσεις που με δυσκολία πείθουν για τα φιλικά του αισθήματα προς αυτήν, αν αγνοηθεί, τουλάχιστον, η εύκολη απολογητική καταφυγή του τύπου «Εγώ κρίνω πρόσωπα, δεν απαξιώνω θεσμούς». Κινούμαστε στο χώρο της Ορθοδοξίας και όχι σε αυτόν του ακραίου Προτεσταντισμού, όπου η σχέση χαρίσματος και θεσμού προσεγγίζεται με όρους που να επιτρέπουν ριζικές αντιδιαστολές. Η κριτική σε πρόσωπα είναι εν ταυτώ κριτική σε συνοδικά όργανα και συγκεκριμένες ενέργειες Εκκλησιών στο εδώ και στο τώρα, η δε διδασκαλία περί «αόρατης Εκκλησίας» ουδέποτε συγκίνησε την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Επίσης, όταν η κριτική αυτή ασκείται από έναν ποιμένα, είναι προφανές να αναμένει κανείς ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς το ποίμνιό του δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε λεπτεπίλεπτες διακρίσεις, όπως ενδεχομένως εκείνος, παρά φανατίζεται εύκολα έναντι όχι μόνο προσώπων, αλλά και θεσμών. Απλή αναζήτηση στις ιστοσελίδες των αντιοικουμενιστών, όπου κανείς έρχεται άμεσα αντιμέτωπος με πραγματικό βόρβορο εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πιστοποιεί το έωλον απολογητικών υπεκφυγών.
Είναι γνωστό ότι για τους πολέμιους της οικουμενικής κίνησης η μορφή και το έργο του μακαριστού μεγάλου Πατριάρχη Αθηναγόρα αποτελεί σκάνδαλο. Επί ολόκληρες δεκαετίες επιχειρούν, φυσικά ματαίως, να αποδομήσουν την προσφορά του, με πρωτοστάτες τους Παλαιοημερολογίτες, αλλά και την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Στην όχι ζηλευτή χορεία των επικριτών του οραματιστή Προκαθημένου κατατάσσεται και ο π. Γκοτσόπουλος, ο οποίος δημοσίευσε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα αυτή, όπου σχολιάζει επιστολή που φέρεται να απέστειλε ο τότε Πρώτος της Ορθοδοξίας σε έναν μασόνο (βλ. στο διαδίκτυο: https://www.impantokratoros.gr/59B1FCB4.el.aspx). Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το εν λόγω κείμενο ο π. Αναστάσιος επιβεβαιώνει τα όσα προγενέστερα κατέθεσα για τη σχέση του με την επιστημοσύνη: Ελλείπει έστω και ένας στοιχειώδης έλεγχος της αξιοπιστίας του γράμματος, μια προσπάθεια ένταξής του στα συμφραζόμενα της εποχής του και στο όλο corpus της πατριαρχικής αλληλογραφίας και των υφολογικών της προϋποθέσεων (με φευγαλέες νύξεις δεν προσπερνάει την κόπο απαιτούσα μεθοδολογική εκκρεμότητα), ενώ δεσπόζει ένας τόνος μελοδραματικός καιλαμβάνει χώρα ένα σκηνοθετικό παιχνίδι πρόκλησης και απόκρυψης, ώστε εν τέλει, μετά από μια αισθητικώς κακόγουστη κορύφωση της έντασης, να φανερωθεί η θλιβερή ταυτότητα του παραλήπτη της πατριαρχικής επιστολής. Με παραπειστικό τρόπο προβάλλονται αποσπάσματα από το κείμενο της επιστολής αυτής ως τάχα σκανδαλώδη, δίχως καν να συγκρίνεται το περιεχόμενό της με αντίστοιχα κείμενα του Πατριάρχη σε Ορθόδοξους και αλλόδοξους παραλήπτες, ώστε να μετρηθεί η βαρύτητά τους, χώρια που δεν εξετάζεται καν το αν είχε γνώση ο μεγάλος Πατριάρχης για το ποιόν του προσώπου στο οποίο απευθύνεται.
Είναι εντυπωσιακό πως στο κείμενο του π. Αναστασίου δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια υπεράσπισης του Πατριάρχη Αθηναγόρα, μολονότι θα ανέμενε κανείς ότι ένας κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν θα υιοθετούσε πάραυτα κατηγορίες εναντίον ενός ανθρώπου που σε δραματικές εποχές για την Εκκλησία κάθισε στην καθέδρα του Αγίου Ανδρέα (από έναν διάκονο του θυσιαστηρίου ναού της πόλης του Πρωτοκλήτου θα ανέμενε κανείς ως αυτονόητη τη σχετική ευαισθησία). Αν δεν απατώμαι, οι Ιεροί Κανόνες δεν δέχονται τη μαρτυρία αιρετικών και κακοδόξων στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εκφράζοντας μια ρεαλιστική έγνοια, ο π. Γκοτσόπουλος όμως εμμένει με σπουδή στη διάδοση κατηγοριών μασονικών περιοδικών ότι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν μασόνος. Έστω κι αν για προφανείς λόγους δεν παίρνει θέση ευθέως απέναντι σε αυτές, συμβάλλει στηριζόμενος σε ισχυρισμούς κακοδόξων στην ενίσχυση του στίγματος εναντίον ενός κεκοιμημένου Πρωθιεράρχη, ο οποίος δεν δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο π. Αναστάσιος μιλάει δραματικά για «αποκαλύψεις», στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα «ξαναζεσταμένο φαγητό», για κατηγορίες που διαρκώς εκτοξεύουν εχθροί της οικουμενικής κίνησης εναντίον του βασανισμένου Πατριάρχη για τη δήθεν μασονική του ιδιότητα. Ενός Πατριάρχη πραγματικά βασανισμένου, για όσους γνωρίζουν ιστορία στοιχειωδώς.
Στηριγμένος σε μια επιστολή που καταφανώς παρερμηνεύει, ο π. Γκοτσόπουλος μιλάει για «προσωπική πνευματική κατάσταση – τραγική και αξιοθρήνητη, ασφαλώς – του “μεγάλου” Αθηναγόρα» (από μια επιστολή κρίνει αυτός, ένας «πνευματικός», την όλη κατάσταση ενός Πατριάρχη;), ενώ φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι: «Εγώ έγραψα ότι η ιστορικά αδιαμφισβήτητη αδυναμία του Αθηναγόρα να πληροφορηθεί το τόσο καλά οργανωμένο από κράτος και παρακράτος πογκρόμ του τουρκικού όχλου εναντίον του Ελληνισμού της Πόλης και να ενημερώσει το ποίμνιό του, δεν οφείλεται, ασφαλώς, σε μειωμένη εθνική ευαισθησία και ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό – ουδέποτε είπα ή υπονόησα κάτι τέτοιο – αλλά για μένα έχει καθαρά πνευματικά αίτια ─ δυστυχώς για κάποιους οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν… Αυτό και μόνο έγραψα εγώ, αγαπητοί μου…». Όταν τέτοιες εκφράσεις διατυπώνονται από έναν Παλαιοημερολογίτη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εύλογο είναι να τους προσδίδεται η δέουσα μη-σημασία. Όταν όμως ένας κληρικός της Εκκλησίας των Πατρών καταφέρεται με τέτοιες εκφράσεις εναντίον ενός διαδόχου του Αποστόλου Ανδρέα, εγείρεται μείζον ζήτημα για την τοπική Εκκλησία, το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί στα αρμόδια όργανά της. Θα πρότεινα, λόγω της βαρύτητας των καταγγελιών και των χαρακτηρισμών, ο υποστηρικτής τους να κληθεί να τις υποστηρίξει ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία στη συνέχεια θα ενημερώσει σχετικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ελπίζω πως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος θα προβεί στις σχετικές ενέργειες.
Στην πραγμάτευση του θέματος της σχέσης μασονίας και Πατριάρχη Αθηναγόρα ο π. Γκοτσόπουλος προσπάθησε να ερμηνεύσει την υποτιθέμενη σιωπή παλαιών συνεργατών και ανθρώπων που τον έζησαν επί μακρόν, όπως ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης και οι καθηγητές Γρηγόριος Λαρεντζάκης και Αριστείδης Πανώτης, στις κατηγορίες όχι ως απαξιωτική προσπέραση συκοφαντιών, αλλά ως επιβεβαίωση των μομφών. Δεν γνωρίζω αν αντιλαμβάνεται ότι έτσι απλώς προσβάλλει σημαντικότατες μορφές της Εκκλησίας μας, ουσιαστικά ισχυριζόμενος ότι εν γνώσει τους συνεργάζονταν με έναν μασόνο – και ότι σε κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται κανείς να αντιδράσει παρά με τη σιωπή του. Μέσα στη σπουδή του να δημιουργήσει κλίμα υπέρ της μασονικής λογικής του Αθηναγόρα ξέχασε να συνυπολογίσει το αυτονόητο. Σε αντίθεση με ποικίλα όργανα του φονταμενταλιστικού σκότους, τα οποία ξερνούν χολή προστατευόμενα από την ανωνυμία των ιστολογίων τους, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας κινούνταν στο φως και δεν είχε τίποτε να κρύψει. Αν ήθελε να αποσιωπήσει κάτι ή αν μηχανορραφούσε, δεν θα έγραφε επιστολές για να τροφοδοτείται η χαιρεκακία των όποιωνΑβερκίων του κόσμου τούτου, οι οποίοι θα έβλεπαν την πατριαρχική υπογραφή ως επιβεβαίωση θεωριών συνωμοσίας. Αν ήταν μασόνος, θα πρόσεχε ιδιαιτέρως πού θα έθετε την υπογραφή του και θα έλεγχε πού δημοσιεύονται κείμενά του. Πολλά θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, όχι όμως απροσεξία και ηλιθιότητα.
Ότι ούτε και ο π. Γκοτσόπουλος θεωρεί τον π. Αθηναγόρα ανόητο, φαίνεται και από ένα απόσπασμα του κειμένου του, το οποίο αποτελεί και το πλέον προβληματικό σημείο του άρθρου του: «Συνεπώς, το μείζον πρόβλημα δεν είναι αν ο πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν 33ου βαθμού μασόνος, όπως κατ’ επανάληψιν έχουν γράψει τα μασονικά περιοδικά, χωρίς – δυστυχώς – να διαψευστούν αρμοδίως, αλλά το ότι ο Αθηναγόρας ακολούθησε και προώθησε στο έπακρο τη θρησκευτική πολιτική της μασονίας και της θεοσοφίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και, επιπλέον, οικοδόμησε την προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Βατικανό πάνω σε καθαρά θεοσοφικές, μασονικές προϋποθέσεις και όχι στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση.» Ο π. Αναστάσιος επικροτεί αντίστοιχες θέσεις του μοναχού Αβερκίου, ισχυριζόμενος ότι «“η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε είναι πνευματικός καρπός του τεκτονισμού και της θεοσοφίας και αυτών τα άνομα και ανήθικα σχέδια καλείται να υλοποιήσει”. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε, πορεύεται βάσει του Τυπικού του 32ου βαθμού του τεκτονισμού!».