Τιμά η Εκκλησία μας τους δυο μεγάλους Πατέρες, τους Άγ. Παύλο τον Θηβαίο και Ιωάννη τον Καλυβίτη, των οποίων η ζωή είναι κάπως παράξενη, αλλά είναι αυτή πού ταιριάζει σε μάς τους μοναχούς. Ο μέν ένας, είναι σχεδόν από τους πρώτους πού εξεκίνησαν να γίνουν μοναχοί, αφού απαρνήθηκαν πραγματικά τον κόσμο και εβγήκαν μόνοι τους έξω στην έρημο. Έζησαν μόνοι με μόνο τον Θεό, πρωτάκουστο στις ημέρες τους και σπάνιο φυσικά. Τρόπον τινά, ήταν οι πρωτοπόροι πού εχάραξαν τον δρόμο αυτό. Ο δε δεύτερος, είναι μεταγενέστερος. Ξεκίνησε μικρό παιδάκι από το σπίτι του, με ζήλο να γίνη μοναχός. Μετά από μερικά χρόνια έφυγε από το μοναστήρι του και επέστρεψε και εκάθησε στην είσοδο της πατρικής του κατοικίας, όπου εκεί ετελείωσε την ζωή με υπεράνθρωπους ασκητικούς αγώνας.
Τώρα διερωτάται κανείς. Ποιός είναι εκείνος ο παράγων ο οποίος έδωσε την δύναμι αυτή γι αυτούς τους υπερφυσικούς αγώνες: Διότι πραγματικά αυτό είναι και το κέντρο του γενικού ενδιαφέροντός μας.
Διότι και εμείς πολλές φορές λέμε: «Γιατί δεν ημπορούμε: Και πώς αυτοί ημπόρεσαν;» Μέχρι του σημείου πού ερευνούμε ακόμα και στα μαρτύρια των Αγίων, πώς ημπόρεσαν, αφού ήσαν πήλινες σάρκες σαν και εμάς· και υπέμειναν τους τρομερούς αυτούς αγώνας, πού μόνο η ακοή των προκαλεί φρίκη! Να πή κανείς ότι είναι υπερβολές αυτά; Αλλοίμονο κάτι τέτοιο και να το σκεφθούμε. Ποιό είναι όμως το μυστικό τους; Εν ονόματι τίνος κατώρθωσαν αυτοί οι άνθρωποι, οι πήλινοι, να φθάσουν στην κατάστασι αυτή; Ασφαλώς, πρώτος λόγος είναι, ότι το κατώρθωσαν διά της Χάριτος του Θεού. Τώρα όμως διερωτώμεθα.
Καλά ο Θεός ήταν μόνο για αυτούς; Για άλλες γενεές δεν είναι; Ο Θεός μεροληπτεί; Αλλους διαλέγει και άλλους προωθεί και ενισχύει, ενώ άλλους αφήνει; Τα ερωτήματα αυτά είναι πάντοτε επίκαιρα. Ο Θεός μέν είναι αυτός πού δίνει την Χάρι Του, πού κάνει «σημεία και τέρατα», ο άνθρωπος δε είναι εκείνος πού θέτει σε ενέργεια αυτή την επίδρασι της Χάριτος. Ύστερα αυτός ο άνθρωπος με αυτή την Χάρι μαζί κατορθώνει αυτά τα υπερφυσικά πράγματα. Ποιός είναι λοιπόν ο κυριώτερος παράγων; Ποιά είναι η αιτία πού προκαλεί αυτού του είδους την Χάρι; θα το βρούμε πάλι από τους Πατέρες μας. Κάποτε είχε γίνει ένας διάλογος μεταξύ του Οσίου Παύλου του Θηβαίου και του Μεγάλου Αντωνίου. Ερώτησε ο Όσιος Παύλος τον Μέγα Αντώνιο: «Πώς εγώ αφού έχω κάνει μεγαλύτερους αγώνες από σένα, το όνομά σου εκυκλοφόρησε περισσότερο από το ιδικόν μου;» Και φυσικά ο διάλογος δεν ήταν τόσο γι αυτούς, όσο για να μείνη σε μάς. Και λέει ο Άγιος Αντώνιος, χαριεντιζόμενος. «Απλούστατα, γιατί εγώ αγαπώ πιο πολύ από Διδαχές από τον Άθωνασένα τον Θεό. Και ακριβώς επειδή αγαπώ τον Θεό πιο πολύ από σένα, αυτή είναι η αιτία πού εξαπλώθηκε πιο πολύ το όνομά μου».
Πιο πολύ, τώρα, αρχίζει να ξεδιπλώνεται το μυστήριο. Εκείνος ο οποίος έχει μεγαλυτέραν απόδοσι, εκείνος είναι πού αγαπά περισσότερο τον Θεό και σε τούτον επιδρά πιο πολύ η θεία Χάρις. Να το κλειδί! Πώς και εμείς ημπορούμε να αγαπήσωμε πρακτικώτερα, κατά αυτό τον τρόπο τον Θεό, ούτως ώστε να αυξηθή και σε μάς περισσότερο η Χάρις, για να ημπορέσωμε να δρασκελίσωμε αυτές τις ελεεινότητες πού μάς περισφίγγουν και να επιτύχωμε την πνευματική μας προαγωγή; Αυτό είναι το πιο επίκαιρο ερωτηματικό πού ημπορούμε να προβάλωμε και απασχολεί ιδιαίτερα εμάς τους μοναχούς. Για να δείξωμε πρακτικά πόσο αγαπούμε τον Θεό, πρέπει να τηρούμε τις εντολές Του· «ο μή αγαπών με, τους λόγους μου ου τηρεί» (Ιωάν. 14,23) και πάλι «εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο έχων τάς εντολάς μου και τηρών αυτάς» (Ιωάν. 14,21). Εκείνο το οποίο πρακτικώτερα μπορώ να πώ, πού το ακούομε και από τους Πατέρες μας και είναι άξιο εφαρμογής και προκαλεί σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό το αποτέλεσμα, είναι η εκδήλωσι της αγάπης προς τον Θεό. Αυτή αρχίζει από την μνήμη του Θεού. Ένας άνθρωπος ο οποίος λέει ότι αγαπά κάποιον και δεν τον ενθυμάται, είναι σαν να μή λέγη την αλήθεια. Έχομε πείρα όλοι μας. Ένα πράγμα πού το αγαπούμε, πού μάς ενδιαφέρει, σε αυτό σχεδόν κολλάει ο νους μας. Εάν και εμείς πραγματικά θέλωμε να αγαπήσωμε τον Θεό, είμαστε υποχρεωμένοι να βιάσωμε τον εαυτό μας στην συνεχή μνήμη Του. Να γίνη αυτό πού λέει ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος· «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον». Να τώρα τα κλειδιά, το ένα πίσω από το άλλο.
Ανοίγουν τα μυστήρια, τα οποία ίσως να ήταν κλειστά για μάς. Είναι γεγονός ότι οι Πατέρες των πρώτων αιώνων είχαν αυστηρότατη φιλοπονία και βία. Εισήλθαν, όπως λένε μόνοι τους, με τέτοια σκληρότητα ζωής, με τέτοια σκληρά φιλοπονία, πού όχι μόνο δεν υπετάχθησαν σε κανένα τρόπο ηδονής και φιλαρέσκειας, αλλά ούτε στους νόμους της χρείας δεν έφθαναν. Με την βία της φιλοπονίας πού είχαν, επόμενο ήτο να εύρουν και ένα αντίκρυ το να κρατούν την μνήμη Του. Γι αυτό και καλλιέργησαν περισσότερο το θέμα της ευχής και της εσωστρέφειας και ύψωσαν το θέμα της μονολόγιστης ευχής σε περιωπή. Αυτό παρέμεινε και παρατείνεται μέχρι και σε μάς. Και είναι παρήγορο και ευχάριστο γεγονός. Γιατί και εμείς, πραγματικά, περισσότερο από τους προγενεστέρους Πατέρες μας, είμεθα φιλάσθενοι και δεν έχομε ούτε αυταπάρνησι, αλλά ούτε και δύναμι.
Θέλομε όμως να σωθούμε και το πρόβλημα είναι διπλό. Θέλομε να σωθούμε – και πρέπει οπωσδήποτε να σωθούμε – αλλά και τα πάθη μας, χάριν του ότι είμεθα αδύνατοι και δεν έχομε αυταπάρνησι, είναι περισσότερο ισχυρά μέσα μας. Δυστυχώς είμεθα και περισσότερο αμαρτωλοί. Πρέπει λοιπόν οπωσδήποτε να απαλλαγούμε από όλα αυτά, διότι παρόντων των παθών, σωτηρία δεν ημπορεί να γίνη. Επομένως, πάση σπουδή έχομε ανάγκη της επιδράσεως της Χάριτος, ούτως ώστε αυτή να μάς βοηθήση, να μάς ελευθερώση από την αιχμαλωσία των παθών και αδυναμιών μας, και να μάς οδηγήση στην σωτηρία. Αρα έχομε μεγαλυτέραν ανάγκη από τους προηγουμένους να βρούμε την θεία Χάρι μέσα μας να ενεργή και ποιοτικά και ποσοτικά. Γι αυτό, το μόνο πού μάς μένει μετά από όλα αυτά, είναι η εκδήλωσι της αγάπης μας προς τον Θεό μέσω τούτου του τρόπου, της μνήμης Του. Γι αυτό επιβάλλεται να πιέζωμε τον εαυτό μας στην ευχή. Δεν υπάρχει καλλίτερος τρόπος από αυτόν, πού να κρατάη ο άνθρωπος την μνήμη του στον Θεό. Όλες οι αρετές είναι, τρόπον τινά, δρόμοι, μονοπάτια πού οδηγούν στον Θεό, στην μνήμη Του και στην σχέσι μαζί Του. Όλες οι εντολές τηρούμενες, εκεί οδηγούν. Αλλη όμως αρετή από την ευχή, πού να μάς οδηγή κατ ευθεία και κατ ενέργεια στην μνήμη του Θεού, δεν υπάρχει. Αυτός είναι και ο λόγος πού οι Πατέρες μας πού ζήσαμε κοντά τους, επέμεναν πολύ σε αυτό τον τομέα. Αλλά και αν ερωτάτε, και η ιδική μου εντολή σε σάς είναι τούτη μόνο, ώστε να μή ξεχνάμε ότι σαν μοναχοί, πέρα από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις πού κρατάμε, η ευχή είναι το κεφάλαιο όλων. Στα άλλα όλα υπάρχει μία οικονομία· εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Ημπορούμε όλοι μας όταν θέλωμε να επιμένωμε σε αυτό. Και ιστάμενοι, και καθήμενοι, και άρρωστοι, και δουλεύοντες, και περιπατούντες, και τρώγοντες, και οτιδήποτε κάνοντες όσο είμεθα ξύπνιοι, ώστε να γίνη συνήθεια ακόμη και στον ύπνο μας η ευχή. Γιατί σε εκείνον πού έχει προχωρήσει η ευχή, ενεργεί και στον ύπνο του ακόμα. Πρέπει να σπουδάζετε και να προσπαθήτε. Μην υποχωρήτε κατ ουδένα τρόπο.
Πάμε στα κελιά μας τώρα και αρχίζομε. Έρχεται φυσικά η αντίστασι, ο πόλεμος. Αυτά τα ξέρομε. Ημπορεί μια ή δυο βραδιές, μια εβδομάδα, 15 μέρες, να έχωμε επίδοσι στην ευχή και να αισθανόμαστε ειρήνη. Αυτό είναι αδύνατο να μείνη, θα διακοπή, θα έρθη ο ύπνος, η ακηδία, οι λογισμοί και χίλια δυο κακά, από τα οποία όλοι μας έχομε πείρα. Είναι παράλογο να μάς τρομάζουν αυτά, διότι ξέραμε πλέον ποιοί θα ρθούν και από πού θα ρθούν, και τί γυρεύουν. Αλλά ξέρομε ότι ο στόχος μας είναι η μνήμη του Θεού και αυτό θα κάνωμε. Δεν μάς αφήνει να σταθούμε όρθιοι; Θα καθήσωμε. Δεν μάς αφήνει καθήμενους και μάς φέρνει ύπνο; Πάλι θα σηκωθούμε. Δεν μάς αφήνει έτσι; Θα περπατήσωμε. Έρχεται μάς πιέζει, μάς πιάνουν λογισμοί, σταματάμε μία στιγμή και κάνομε διάλογο και λέμε στον εαυτό μας δήθεν, αλλά στην πραγματικότητα αυτόν πού μας πολεμά ερωτάμε: «Τί ζητάς από μένα; Δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Εδώ δεν ευρέθηκα τυχαία. Έχω πλήρη επίγνωσι και αίσθησι της αποστολής μου πώς είμαι μοναχός. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Το καθήκον είναι αυτό. Αγαπώ τον Χριστό μου, πού με εφώναξε να Τον ακολουθήσω και θα συνεχίσω να Τον ακολουθώ. Δεν πρόκειται να με εμποδίσης λοιπόν». Με αυτό τον τρόπο ενισχύομε τον εαυτό μας, δίνομε ξανά θάρρος και συνεχίζομε την πορεία. Δεν πάει ο νους στην ευχή; Τον συγχύζει η ζάλη, η πίεσι των λογισμών; Πάνε τα χείλη όμως. Τα χείλη δεν θα σιωπήσουν, θα φωνάζουν και θα λένε: «Ναί, δεν αφήνεις τον νού, διάβολε, να πάη; Εγώ θα φωνάξω με το στόμα. Ο Θεός μου ξέρει και με τις κινήσεις ακόμα πού κάνω με το χέρι μου. Επιμένω και Τον κράζω και θάρθη να με σώση. «Ισχυκότες ηττάσθε, και αν πάλιν ισχύσητε και πάλιν ηττηθήσεσθε· και ην αν βουλήν βουλεύσητε, διασκεδάσει Κύριος, ότι μεθ ημών ο Θεός» (Ησαΐας 8,9). Αυτός είναι ο τρόπος. Εάν έτσι επιμένωμε, να είστε βέβαιοι ότι η επιτυχία είναι σε μάς, γιατί η ιδική μας ζωή είναι προγραμματισμένη απολύτως από την πρόνοια του Θεού και είναι αδύνατο να παραχαραχθή. Δεν είναι προσβολή για μάς, ένα παιδί δώδεκα – δεκατριών χρόνων, μέσα από αριστοκρατική οικογένεια, όπως ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, να ξεκινήση να γίνη μοναχός και να γυρίση πίσω και να συντρίψη το κράτος του σατανά με τέτοια αυταπάρνησι, πού μόνο η ακοή της προκαλεί φρίκη; Τί ήταν αυτό το παιδί; Μήπως ήταν σαν εμάς, πού είμασταν αγρότες και εργάτες και είχαμε πείρα της σκληρής ζωής; Τί ήξερε εκείνο, εκτός από το να ζή μέσα στα πούπουλα; Και όμως τί κατώρθωσε! Γιατί με την ειλικρινή του αυταπάρνησι προκάλεσε την θεία Χάρι, και αυτή τον έστεψε με τόσες επιτυχίες.
Αυτή την Χάρι ζητούμε και εμείς. Με αυτή την Χάρι εξεκίνησε και ο Άγ. Παύλος ο Θηβαίος, χωρίς να ξέρη, πρώτη φορά. Έκανε το τόλμημα να φύγη μόνος, χωρίς σύμβουλο, χωρίς πείρα, χωρίς γνώσι και να εξέλθη στην βαθύτατη έρημο, να πολεμήση με τα τάγματα των δαιμόνων και να μην λυγίση στους τόσο σκληρούς πειρασμούς πού του έκαναν, για να φοβηθή και να γυρίση πίσω. Αλλά επίστευε και έλεγε: «Δεν είναι δυνατό. Εγώ για τον Θεό εξεκίνησα, πώς είναι δυνατό ο Θεός να με αφήση;». Και πράγματι επέτυχε. Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, γ’ Έκδοσις, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονή του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου