Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Συμβουλὲς γιὰ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων

Συμβουλὲς γιὰ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων
καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή, σὲ 170 κεφάλαια
 
Ag Antonios1.    Οἱ ἄνθρωποι λέγονται  λογικοὶ καταχρηστικά.Δὲν εἶναι λογικοὶ ἐκεινοι  ποῦ ἔμαθαν τοὺς λόγους καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν,ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κακό·καὶ ἔτσι ἀποφεύγουν τὰ κακὰ καὶ ψυχοβλαβῆ,μελετοῦν ὅμως σοβαρὰ τὰ καλὰ καὶ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πράττουν μὲ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεό.Μόνο αὐτοὶ πρέπει ἀληθινὰ νὰ λέγονται λογικοὶ ἄνθρωποι.
2.     Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος μιὰ μόνο φροντίδα ἔχει,νὰ ὑπακούει καὶ νὰ εἶναι ἀρεστὸς στὸ Θεό,τὸν Κύριο τῶν ὅλων,καὶ σὲ τοῦτο καὶ μόνο νὰ ἄσκει τὴν ψυχή του,πὼς νὰ γίνει ἀρεστὸς στὸ Θεό,εὐχαριστώντας Τὸν γιὰ τὴ μεγάλη καὶ ἐξαιρετικὴ πρόνοιά Του καὶ τὴν κυβέρνηση ὅλου του κόσμου,ὄποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση του στὴ ζωή.Γιατί εἶναι παράλογο,νὰ εὐχαριστοῦμε τοὺς γιατροὺς ὅταν μᾶς δίνουν  τὰ πικρὰ καὶ ἀηδιαστικὰ φάρμακα γιὰ χάρη τῆς ὑγείας  τοῦ σώματός μας,νὰ εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στὸ Θεὸ γιὰ ὅσα φαίνονται σ΄ἐμᾶς δυσάρεστα καὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζουμε ὅτι τὰ πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μᾶς σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του.Γιατί ἡ ἄναγνωριση αὐτὴ καὶ ἡ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς.
3.     Ἡ ἐγκράτεια,ἡ ἀνεξικακία,ἡ σωφροσύνη,ἡ ἐγκαρτέρηση,ἡ ὑπομονὴ καὶ οἱ παρόμοιες μέγιστες καὶ ἐνάρετες δυνάμεις μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἀντίθετες καὶ ἀντιστέκονται καὶ  μᾶς βοηθοῦν στὶς ἀντίστοιχες πρὸς αὐτὲς κακίες. Ἂν γυμνάζομε αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἔχουμε πάντοτε πρόχειρες,τότε νομίζομε ὅτι δὲ μᾶς συμβαίνει πιὰ τίποτε δύσκολο ἡ θλιβερὸ ἡ ἀβάσταχτο·γιατί σκεπτόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ τὰ νικοῦν οἱ ἀρετὲς ποῦ ἔχουμε.Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχουν ὑπόψη τοὺς οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι.Οὔτε σκέφτονται ὅτι τὰ πάντα  γίνονται  σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει γιὰ τὸ συμφέρον μας,γιὰ νὰ λάμψουν οἱ ἀρετὲς μας  καὶ νὰ στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό.
4.    Τὴν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων καὶ τὸ πλούσιο  ξόδεμά τους νὰ τὰ θεωρεις  μόνο σὰν φαντασία ποῦ δὲν κράτα παρὰ λίγο καιρό,καὶ ξέροντας ὅτι ἡ ἐνάρετη  καὶ θεάρεστη ζωὴ διαφέρει ἀπὸ τὸν πλοῦτο.     Ὅταν τὸ μελετᾶς αὐτὸ σταθερά, οὔτε θὰ ἀναστενάξεις, οὔτε θὰ κραυγάσεις, οὔτε θὰ κατηγορήσεις κανένα, ἀλλὰ θὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποῦ σου δίνει, βλέποντας ὅτι οἱ χειρότεροι ἀπὸ σένα στηρίζονται στὰ λόγια καὶ στὰ χρήματα. Γιατί ἡ ἐπιθυμία,ἡ δόξα καὶ ἡ ἄγνοια εἶναι τὰ πιὸ κακὰ πάθη τῆς ψυχῆς.
5.     Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος,προσέχοντας ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του,ἐξετάζει τί πρέπει νὰ πράξει καὶ τί τὸν συμφέρει,καθὼς καὶ ποιὰ ταιριάζουν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὠφελοῦν καὶ ποιὰ δὲν τῆς ταιριάζουν.Καὶ ἔτσι ἀποφεύγει ἐκεῖνα ποῦ βλάπτουν τὴν ψυχήν,ὡς ξένα καὶ γιατί τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.
6.     Ὅσο πιὸ λίγη περιουσία ἔχει κανείς,τόσο εὐτυχέστερος εἶναι.Γιατί δὲν φροντίζει γιὰ πολλὰ πράγματα,γιὰ ὑπηρέτες,καλλιεργητές,ἀπόκτηση ζώων, Ὅταν ἀφοσιωνόμαστε σ΄αὐτὰ κι ὕστερά μας συμβαίνουν ἐξαιτίας αὐτῶν δυσκολίες,κατηγοροῦμε τὸ Θεό.Μὲ τὴν αὐθαίρετη ἐπιθυμία μᾶς τρέφομε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι μένομε στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς,μέσα  στὴ πλάνη,χωρὶς ν΄ἀναγνωρίζομε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας.
7.    Δὲν πρέπει κανένας  νὰ λέει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐνάρετη ζωή, ἀλλὰ νὰ λέει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο.Οὔτε μποροῦν νὰ κατορθώσουν τὴν ἀρετὴ οἱ τυχόντες.Τὴν ἐνάρετη ζωὴ τὴν πραγματοποιουν  ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοὺ  ποῦ ἀγάπα τὸ Θεό.Γιατί ὁ νοῦς τῶν πολλων  εἶναι κοσμικὸς καὶ μεταβάλλεται· κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε κακές· μεταβάλλεται στὴ φύση καὶ γίνεται ὑλικότερος.  Ο νοῦς ὅμως ποῦ ἀγάπα τὸ Θεό, τιμώρει τὴν κακία, ἡ ὁποία ἔρχεται ἑκούσια στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀμέλειά τους.
8.    Οἱ ψυχικὰ ἀκαλλιέργητοι καὶ ἀμαθεῖς θεωροῦν γελοῖο πράγμα τοὺς λόγους καὶ δὲν θέλουν νὰ τοὺς ἀκοῦν ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ κατάστασή τους καὶ θέλουν νὰ εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μὲ αὐτούς.  Ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποῦ εἶναι παραδομένοι  σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα φροντίζουν νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι χειρότεροί τους,νομίζοντας  οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδὴ θὰ εἶναι πολλοὶ οἱ ἁμαρτάνοντες,θὰ ἐξασφαλιστοῦν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν κατηγορία. Ἡ χαλαρὴ ψυχὴ χάνεται καὶ σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κακίας,γιατί ἔχει μέσα τῆς ἀσωτεία,ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχωρία, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ραθυμία, λύπη, δειλία, ἀσθένεια, μίσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τέτοιες καὶ παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχὴ ποῦ χωρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό.
9.     Ἐκεῖνοι ποῦ θέλουν νὰ ζοῦν τὴν ἐνάρετη καὶ εὐλαβῆ καὶ τιμημένη ζωή, δὲν πρέπει νὰ διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἐπίπλαστους τρόπους καὶ τὴν ψεύτικη ζωή· ἀλλὰ ὅπως οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοί, νὰ δείχνουν καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ ἔργα τοὺς τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή τους. Καὶ ὅλες τὶς κακὲς ἡδονὲς νὰ τίς  ἀποστρέφονται σὰν παγίδες.
10. Ὁ πλούσιος  καὶ εὐγενὴς ποῦ δὲν ἔχει καλλιέργεια καὶ ἐνάρετη ζωή, θεωρεῖται δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνους ποῦ κρίνουν ὀρθὰ τὰ πράγματα. Ἀντίθετα ὁ φτωχὸς καὶ δοῦλος κατὰ τὴν τάξη, ἂν ἔχει ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ εἶναι στολισμένος  μὲ ἀρετή,εἶναι εὐτυχής.Καὶ ὅπως οἱ ξένοι σὲ ἕναν τόπο χάνουν τὸ δρόμο τους, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποῦ δὲ φροντίζουν γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή,πλανιουνται  ἐδῶ κι ἐκεῖ παρασυρόμενοι ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες τους καὶ χάνονται.

11. Ἐκεινος  ποῦ μπορεῖ νὰ ἐξημερώσει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀγαπήσουν τοὺς λόγους καὶ τὴν παιδεία,πρέπει  νὰ λέγεται ἀνθρωποποιός. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκεῖνοι ποῦ μεταστρέφουν τοὺς παραδομένους στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς πρὸς τὴν ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, πρέπει νὰ λέγονται καὶ αὐτοὶ ἀνθρωποιοί, ἐπειδὴ εἶναι σὰν νὰ ξαναπλάθουν τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί ἡ πραότητα  καὶ ἡ ἐγκράτεια εἰναι  εὐτυχία καὶ δίνουν καλὴ ἐλπίδα στὶς ψυχές  τῶν ἀνθρώπων.
12.Πρέπει  πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐπιμελουνται  τὰ ἤθη τους καὶ νὰ ζοῦν ὅπως πρέπει. Ὅταν αὐτὸ τὸ κατορθώσουν, τότε εὔκολα μποροῦν νὰ γνωρίσουν καὶ τὰ θεία· γιατί ὁποιος  μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν πίστη τοῦ σέβεται τὸ Θεό,ἔχει τὴ βοήθειά Του νὰ δαμάσει καὶ νὰ κρατει  τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία του· ἐπειδὴ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἐπιθυμία  καὶ ὁ θυμὸς .
13. Ἄνθρωπος λέγεται ἡ ἐκεινος  ποῦ χρησιμοποίει ὀρθὰ τὸ λογικό του,ἡ ἐκεῖνος ποῦ δέχεται συμβουλὴ γιὰ τὴ διόρθωσή του. Ὁ ἀδιόρθωτος δὲ λέγεται ἄνθρωπος,ἀλλὰ ἀπάνθρωπος.Κι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν ἀπανθρώπων· καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πρέπει ν΄ἀποφεύγονται. Γιατί ἐκεῖνοι ποῦ ζοῦν μὲ τὴν κακία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀθάνατη ζωή.
14. Ὅταν κάνουμε  καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ μας,τότε εἴμαστε ἄξιοι νὰ λεγόμαστε ἄνθρωποι. Ἀντίθετα, ὅταν δὲν κάνομε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ,τότε μόνον κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴ φωνὴ διαφέρομε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Ἂς ἀναγνωρίσει λοιπὸν ὁ συνετὸς ἀνθρωπος  ὅτι εἶναι ἀθάνατος καὶ τότε θὰ μισήσει κάθε αἰσχρὴ ἐπιθυμία,ἡ ὁποία  γίνεται αἰτία θανάτου στοὺς ἀνθρώπους.
15. Ὅπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας τὴν ὕλη φανερώνει τὴν ἀξία τῆς , π.χ. ὁ ἕνας δουλεύει  τὸ ξύλο κι ὁ ἄλλος τὸ χαλκὸ κι ἄλλος τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι,ἐτσι  κι ἐμεις  ἀκούοντας γιὰ τὴν καλὴ καὶ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή,ὀφείλομε νὰ φαινόμαστε  ὅτι εἴμαστε πραγματικὰ ἄνθρωποι γιὰ τὴ λογικὴ ψυχή μας καὶ ὀχι  γιὰ τὴ διαπλαση  μόνο τοῦ σώματός μας. Ἡ ψυχὴ ποῦ εἶναι ἀληθινὰ λογικὴ καὶ ἀγάπα τὸ Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή. Καὶ ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ μὲ διάθεση ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαρίστει πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς Αὐτὸν ὅλη τὴν ὀρμὴ  καὶ τὸ νοῦ της.
16.Οἱ καπετάνιοι κατευθύνουν μὲ προσοχὴ τὸ πλοῖο γιὰ νὰ μὴ προσκρούσει πάνω  σὲ σκόπελο ἡ ὕφαλο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποῦ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν τὴν ἐνάρετη  ζωή, ἂς ἐξετάζουν μὲ ἐπιμέλεια ποιὰ πρέπει νὰ κάνουν καὶ ποιὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν καὶ νὰ πιστεύουν  ὅτι οἱ ἀληθινοὶ καὶ θεῖοι νόμοι τοὺς συμφέρουν, κόβοντας τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες ἀπὸ τὴν ψυχή τους.
17. Ὀπως  οἱ πλοίαρχοι καὶ οἱ ἁμαξηλάτες μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια πετυχαίνουν τὸ σκοπό τους,ἔτσι πρέπει καὶ ὅσοι φροντίζουν νὰ ζοῦν τὴ σωστὴ καὶ ἐνάρετη ζωή,νὰ μελετοῦν καὶ νὰ φροντίζουν πὼς νὰ ζοῦν ὅπως πρέπει καὶ  ἀρέσει στὸ Θεό. Ἐκεῖνος ποῦ θέλει νὰ ζήσει ἔτσι καὶ ἔχει καταλάβει  ὅτι μπορεῖ,μὲ τὴν πίστη προχώρει πρὸς τὴν ἀφθαρσία.
18.  Ελευθέρους  νόμιζε ὄχι ὅσους ἐτυχε  νὰ εἶναι ἐλεύθεροι, ἀλλὰ ἐκείνους ποῦ ἐχουν  τὴ ζωὴ καὶ τοὺς τρόπους ἐλεύθερους.Δὲν πρέπει πράγματι  νὰ ὀνομάζομε ἐλεύθερούς τους ἄρχοντες ποῦ εἶναι πονηροὶ καὶ ἀκόλαστοι,γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ τῆς ὕλης.          Ἐλευθερία καὶ εὐτυχία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πραγματικὴ καθαρότητα καὶ ἡ καταφρόνηση τῶν προσκαίρων.
19.Νὰ ὑπενθυμίζεις  στὸν ἑαυτό σου ὀτι  πρέπει ἀκατάπαυστα νὰ ἀποδεικνύεις τὸν χρηστὸ καὶ ἐνάρετο βίο σου ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα σου· ἔτσι καὶ οἱ ἄρρωστοι ὀνομάζουν καὶ ἀναγνωρίζουν σωτῆρες καὶ εὐεργέτες τοὺς γιατρούς,ὄχι ἀπὸ τὰ λόγια τους ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τους.
20. Ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἐνάρετη ψυχὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα,τὸ βάδισμα,τὴ φωνή,τὸ γέλιο, ἀπὸ τὸ ποὺ συχνάζει καὶ μὲ ποιούς  συναναστρέφεται.  Ὅλα αὐτὰ  ἔχουν ἀλλάξει σ΄αὐτὴν καὶ ἔγιναν κοσμιότερα.Γιατί ὁ νοῦς ποῦ ἀγάπα τὸ Θεό,σὰν προσεκτικὸς θυρωρὸς ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στὶς κακὲς καὶ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις.
21. Ἂν παρακολουθεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν δοκιμάζεις,θὰ δεῖς ὅτι οἱ ἄρχοντες καὶ τὰ ἀφεντικὰ ἔχουν ἐξουσία μόνο τοῦ σώματος, ὄχι καὶ τῆς ψυχῆς. Καὶ νὰ τὸ θυμᾶσαι αὐτὸ πάντοτε.Γὶ΄ αὐτό, ἂν διατάζουν φόνους ἡ τίποτε ἄτοπα ἡ ἄδικα καὶ ψυχοβλαβῆ, δὲν πρέπει νὰ ὑπακουμε  σ΄αὐτοὺς καὶ ἂν μᾶς βασανίζουν ἀκόμα. Γιατί ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν ψυχὴ ἐλεύθερη καὶ αὐτεξούσια σὲ ὅλα ὅσα κάνει, καλὰ ἡ κακά.
22. Ἡ λογικὴ ψυχὴ φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ ξεφύγει ἀπὸ ὅσα δὲν ὁδηγοῦν πουθενά,τὴν οἴηση,τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἀπάτη, τὸ φθόνο, τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὰ παρόμοια, ὅσα δηλαδὴ εἶναι ἔργα δαιμονικὰ καὶ κακῆς προαιρέσεως.  Ὅλα κατορθώνονται μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἐπίμονη προσοχὴ καὶ μελέτη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο,τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία δὲν τρέχει στὶς κακὲς ἡδονές.
23. Ἐκεῖνοι ποῦ ζοῦν μετρημένη καὶ περιορισμένη ζωή,καὶ ἀπὸ κινδύνους γλυτώνουν, καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ φύλακες. Μὲ τὸ νὰ νικοῦν τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις,βρίσκουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Θεὸ εὔκολα.
24.Οἱ ἄνθρωποι ποῦ τοὺς ὁδήγει τὸ λογικό,δὲν χρειάζεται νὰ μοιράζουν τὴν προσοχή τους σὲ πολλὲς συντροφιές, ἀλλὰ μόνο στὶς ὠφέλιμες καὶ  μάλιστα σ΄ἐκεινες  ὁπού πρυτανεύει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν πάλι στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ τὸ αἰώνιο φῶς.
25.Πρέπει ἐκεῖνοι ποῦ ἐπιδιώκουν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή,νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ οἴηση καὶ κάθε κούφια ματαιοδοξία καὶ νὰ φροντίζουν μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους νὰ διορθώνουν τὴ ζωή τους καὶ τὴν ἐσωτερική τους διάθεση πρὸς τὸ καλύτερο.  Ἐπειδὴ νοῦς ποῦ ἀγάπα τὸ Θεὸ καὶ δὲν μεταβάλλεται ἀπὸ τὴν καλὴ καταστασή  του, εἶναι ἀνύψωση καὶ δρόμος πρὸς τὸ Θεό.
26.Καμμιὰ ὠφέλεια δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὰ θεία λόγια, ἂν ἀπουσιάζει ἡ εὐσεβὴς ζωὴ ποῦ ἀρέσει στὸ Θεό.Αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἰναι  ἡ πλάνη, ἡ ἀπάτη τοῦ κόσμου καὶ ἠ   ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.
27.  Ἡ σπουδὴ τοῦ ἀρίστου βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς δημιούργει τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους ποῦ ἀγαποῦν τὸ Θεό.Γιατί ἐκεινος  ποῦ ζήτα τὸ Θεό, Τὸν βρίσκει, ἂν νίκα τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις  καὶ ἂν δὲν σταμάτα τὴν προσευχή.  Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν φοβᾶται τοὺς δαίμονες.
28.  Ὅσοι ξεγελιουνται ἀπὸ τὶς ἐλπίδες τους σὲ βιοτικὰ πράγματα καὶ περιορίζουν τὴ γνώση τους γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἀρίστου βίου μόνο στὰ λόγια, μοιάζουν μὲ ἐκείνους  ποῦ ἔχουν φάρμακα καὶ ἰατρικὰ ὄργανα ἀλλὰ δὲν ξέρουν οὔτε φροντίζουν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν.  Επομένως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μᾶς ἀς  μὴν κατηγοροῦμε τὸν τρόπο ποῦ ἔγιναν, οὔτε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Γιατί ἂν ἡ ψυχὴ ἀδιαφορήσει μὲ δική της θέληση, δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀνίκητη.
29. Ἐκεινος  ποὺ  δέν  ξερει  νὰ  ξεχωρίζει  ποιὸ  εἰναι  τὸ  καλὸ  καὶ  ποιὸ  εἰναι  τὸ  κακό, δέν  ἐπιτρέπεται  νὰ  κρίνει  τούς  καλούς  καὶ  τούς  κακούς. Γιατὶ  ὂ  ἀνθρωπος  ποὺ  γνωρίζει  τόν  Θεὸ  εἰναι  ἀγαθός.  Ἀν  ὀμως  δέν  εἰναι  ἀγαθός, οὐτε  γνωρίζει  τὸ  Θεό, οὐτε  θὰ  Τόν  γνωρίσει  ποτέ, γιατὶ  ὂ  τρόπος  νὰ  γνωρίσει  κανείς  τὸ  Θεό, εἰναι  τὸ  ἀγαθό.
30.Οἲ  καλοὶ  ἀνθρωποι  ποὺ  ἀγαπουν  τὸ  Θεό, ἐλέγχουν  τούς  ἀνθρώπους  γιὰ  τίς  κακές  πράξεις  τους  κατὰ  προσωπο  ὀταν  εἰναι  παρόντες.  Ὀταν  ὀμως  δέν  εἰναι  παρόντες  δέν  τούς  κατηγοροῦν, ἀλλὰ  οὐτε  καὶ  στούς  ἀλλους  ἐπιτρέπουν  νὰ  τούς  κατηγορήσουν.
31.Στίς  συναναστροφές  μὲ  τούς  ἄλλους, μακριὰ  κάθε  βαναυσότητα. Γιατὶ  οἲ  λογικοὶ  καὶ  εὐσεβεις  ἀνθρωποι  εἰναι  στολισμένοι  μὲ  ντροπὴ  καὶ  φρόνηση  περισσότερο  ἀπὸ  τίς  παρθένες. Καὶ  τοῦτο, γιατὶ  ὂ  νους  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  εἰναι  φως  ποὺ  τυλίγει  μὲ  τὴ  λάμψη  τοὺ  τήν  ψυχή, ὀπως  ὂ  ἡλιος  περιλάμπει  τὸ  σῶμα.
32.Παντοτε  ὀταν  σὲ  προσβάλλει  κανένα  πάθος  της  ψυχῆς, νὰ  θυμασαι  ὀτι  οἲ  ἀνθρωποι  ποὺ  ὀρθοφρονουν  καὶ  θέλουν  νὰ  ἑξασφαλίσουν  σωστὰ  τὴ  ζωή  τους, δέν  θεωρουν  εὐχάριστη  τήν  προσκαιρη  ἀποκτηση  χρημάτων, ἀλλὰ  τίς  ὀρθές  καὶ  ἀληθινές  ἰδέες. Αὐτές  τούς  κάνουν  εὐτυχεῖς. Γιατὶ  ὂ  πλουτος  καὶ  κλέβεται  καὶ  ἀπὸ  δυνατότερους  ἁρπάζεται, ἢ  ἀρετὴ  ὀμως  της  ψυχῆς, αὐτὴ  μόνο  εἰναι  ἀποκτημα  καὶ  ἀσφαλισμένο  καὶ  ποὺ  δέν  μπορει  νὰ  κλαπεῖ, καὶ  μετὰ  τὸ  θάνατο  παρέχει  τήν  σωτηρία  σὲ  ὀσους  τήν  ἐχουν  ἀποκτήσει.  Ἐτσι  φρόνιμοι  δέν  παρασύρονται  ἀπὸ  τήν  φαντασία  τοὺ  πλούτου  καὶ  των  ἀλλων  ἡδονῶν.
33.Δέν  πρέπει  οἲ  ἀστατοι  καὶ  ἀπαίδευτοι  νὰ  αὐθαδιάζουν  σὲ  ἀξιολογους  ἀνθρώπους. Καὶ  ἀξιολογος  ἀνθρωπος  εἰναι  ἐκεινος  ποὺ  ἀρέσει  στὸ  Θεὸ  καὶ  ποὺ  συνήθως  σωπαίνει  ἢ  λέει  λίγα  καὶ  ἀναγκαια  καὶ  ἀρεστὰ  στὸ  Θεό.
34. Ἐκεινοι  ποὺ  προσπαθουν  νὰ  ζουν  τήν  ἐνάρετη  καὶ  θεοφιλὴ  ζωή, φροντίζουν  γιὰ  τίς  ἀρετές  σάν  κτήματα  τους  καὶ  σάν  ἀφορμὴ  αἰωνίας  ἀπολαύσεως. Τὰ  προσκαιρα  τὰ  ἀπολαμβάνουν  ὀπως  τύχει  καὶ  ὀπως  δίνει  καὶ  θέλει  ὂ  Θεός, καὶ  τὰ  χρησιμοποιουν  μὲ  μεγάλη  χαρὰ  καὶ  εὐχαριστία  πρός  τὸ  Θεὸ  καὶ  ἀν  ἀκόμη  αὐτὰ  εἰναι  μετριότατα. Γιατὶ  οἲ  πολυποίκιλες  τροφές  τρέφουν  τὰ  σώματα  ὠς  ὑλικά, ἐνω  ἢ  γνώση  τοὺ  Θεοῦ, ἢ  ἐγκράτεια, ἢ  ἀγαθότητα, ἢ  ἀγαθοεργία, ἢ  εὐσέβεια  καὶ  ἢ  πραότητα  θεώνουν  τήν  ψυχή.
35. Ὀσοι  ἀρχοντες  ἑξαναγκάζουν  νὰ  διαπραχθουν  ἀτοπες  καὶ  ψυχοβλαβεις  πράξεις, δὲ  γίνονται  ὠστόσο  κύριοι  καὶ  της  ψυχῆς, ἢ  ὁποία  ἐχει  δημιουργηθει  αὐτεξούσια. Δεσμεύουν  τὸ  σῶμα, ὀχι  ὀμως  καὶ  τήν  προαίρεση  ποὺ  κύριος  της  εἰναι  ὂ  λογικός  ἄνθρωπος, ἑξαιτίας  τοὺ  δημιουργου  τοὺ  Θεοῦ, ὀ   Ὁποιος  εἰναι  ἰσχυρότερος  ἀπὸ  κάθε  ἐξουσία  καὶ  ἀναγκη  καὶ  κάθε  δύναμη.
36. Ἐκεινοι  ποὺ  νομίζουν  δυστυχία  τὸ  νὰ  χάσουν  χρήματα  ἢ  παιδιὰ  ἢ  δούλους  ἢ  ἐνα  ἀλλο  στοιχειο  της  περιουσίάς  τους, ἀς  γνωρίζουν  ὀτι  πρωτα  πρέπει  νὰ  ἀρκουνται  σ΄ ἐκεινα  ποὺ  δίνει  ὂ  Θεός. Καὶ  ὀταν  πρέπει  νὰ  τὰ  δώσουν  πίσω, νὰ  εἰναι  προθυμοι  καὶ  νὰ  τὸ  κάνουν  μὲ  ἀγαθὴ  γνώμη  καὶ  νὰ  μὴ  στενοχωρουνται  διόλου  γιὰ  τὴ  στέρηση  ἢ  μαλλον  γιὰ  τήν  ἐπιστροφή  τους. Γιατὶ  ἀφου  ἐκαναν  χρήση  ξενων  πραγμάτων, τὰ  ἐδωσαν  πάλι  πίσω.
37. Ο  ἐνάρετος  ἀνθρωπος  δέν  πρέπει  νὰ  πουλα  τήν  ἐλεύθερη  γνώμη  τοὺ  προσέχοντας  πόσα  χρήματα  θὰ  πάρει, καὶ  ἀν  ἀκόμη  εἰναι  πολλὰ  ὀσα  τοὺ  δίνουν. Γιατὶ  τὰ  πράγματα  της  ζωης  αὐτης  εἰναι  ὁμοια  μὲ  ὄνειρο, καὶ  ἢ  φαντασία  ποὺ  προέρχεται  ἀπὸ  τόν  πλοῦτο  καὶ  ἀγνωστο  εἰναι  ποὺ  θὰ  καταλήξει  καὶ  λίγο  καιρὸ  μόνο  κρατάει.
38. Ἐκεινοι  ποὺ  εἰναι  ἀληθινοὶ  ἄνθρωποι, ἀς  φροντίζουν  μὲ  ὀλη  τὴ  δύναμη  τους  νὰ  ζουν  μὲ  ἀγάπη  Θεου  καὶ  μὲ  ἀρετή, ὠστε  νὰ  λάμπει  ἢ  ἐνάρετη  ζωὴ  τους  μεταξὺ  των  ἀλλων  ἀνθρώπων, ὀπως  γίνεται  μὲ  τήν  πορφύρα : ἐνα  μικρὸ  κομμάτι  μπαίνει  πάνω  στὰ  λευκὰ  φορέματα  καὶ  τὰ  στολίζει.  Ἐτσι  κὶ  αὐτοὶ  νὰ  λάμπουν  καὶ  νὰ  ξεχωρίζουν, γιατὶ  ἐτσι  καλλιεργουν  ἀσφαλέστερα  τίς  ἀρετές  της  ψυχῆς.
39.Οἲ  φρόνιμοι  ἀνθρωποι  πρέπει  νὰ  ἐξετάζουν  τὴ  δύναμη  τους  καὶ  τὸ  βαθμὸ  της  ἀρετης  τους  καὶ  ἐτσι  νὰ  προετοιμάζονται  καὶ  ν΄ ἀντιστέκονται  στὰ  πάθη, συμφωνα  μὲ  τήν  κατὰ  φύση  δύναμη  ποὺ  τούς  ἐχει  χαρίσει  ὂ  Θεός. Δύναμη  γιὰ  τήν  ἀντιμετώπιση  της  σωματικης  ὀμορφιας  καὶ  κάθε  κακης  ἐπιθυμίας  εἰναι  ἢ  ἐγκράτεια, των  θλίψεων  καὶ  της  φτώχειας, ἢ  καρτερία, των  ὑβρεων  καὶ  τοὺ  θυμοῦ, ἢ  ἀνεξικακία.  Ἐτσι  καὶ  γιὰ  τὰ  ὑπόλοιπα.
40.Τὸ  νὰ  γίνει  κανείς  ἀγαθός  καὶ  σοφός  ξαφνικά, εἰναι  ἀδύνατο. Γίνεται  ὠστόσο  μὲ  τήν  κοπιαστικὴ  μελέτη, μὲ  τὴ  συναναστροφὴ  μὲ  ἐνάρετους  ἀνθρώπους, μὲ  τήν  πείρα, μὲ  τόν  καιρό, μὲ  τήν  ἀσκηση  καὶ  μὲ  τήν  ἐπιθυμία  των  καλων  ἔργων.  Ο  ἀγαθός  ἀνθρωπος  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  καὶ  Τόν  γνωρίζει  ἀληθινά, δέν  παύει  νὰ  κάνει  πλούσια  ὀλα  ὀσα  ἀρέσουν  σ  Αὐτόν. Ἀλλὰ  τέτοιοι  ἀνθρωποι    εἰναι  σπάνιοι.
41. Ἐκεινοι  ποὺ  δέν  εἰναι  προικισμένοι  μὲ  εὐφυΐα, δέν  πρέπει  νὰ  ἀπελπίζονται  καὶ  νὰ  ἀμελουν  τὴ  θεοφιλὴ  καὶ  ἐνάρετη  ζωὴ  καὶ  τήν  καταφρονοῦν, σάν  νὰ  εἰναι  τάχα  ἀκατόρθωτη  γὶ΄ αὐτούς  καὶ  ἀκατανόητη.  Ἀντίθετα, πρέπει  νὰ  ἑξασκουν  ὀση  δύναμη  ἐχουν  καὶ  νὰ  ἐπιμελουνται  τόν  ἐαυτό  τους, γιατὶ  κὶ  ἀν  ἀκόμη  δέν  μπορουν  νὰ  ἀποκτήσουν  τήν  τελεία  ἀρετὴ  καὶ  σωτηρία, ἐντούτοις  μὲ  τήν  προσπάθεια  καὶ  τήν  ἐπιθυμία  τοὺ  ἀγαθου  γίνονται  καλύτεροι  ἢ  τουλάχιστον  δέν  χειροτερεύουν. Καὶ  αὐτὸ  δέν  εἰναι  μικρὴ  ὠφέλεια  της  ψυχῆς.
42. Ο  ἀνθρωπος  ὠς  λογικός  ποὺ  εἶναι, συγγενεύει  μὲ  τήν  ἀρρητη  καὶ  θεία  δύναμη, τὸ  Θεό.  Ὠς  πρός  τὸ  σωματικὸ  πάλι  μέρος, συγγενεύει  μὲ  τὰ  ζῶα. Εἰναι  ὀμως  λίγοι  ἐκεινοι  ποὺ  ὀντας  τέλειοι  καὶ  λογικοὶ  ἄνθρωποι, φροντίζουν  νὰ  διατηρουν  τὸ  φρόνημα  καὶ  τὴ  συγγένεια  τούς  συμφωνη  μὲ  τὸ  Θεὸ  καὶ  Σωτήρα, καὶ  νὰ  τὸ  ἀποδεικνύουν  αὐτὸ  μὲ  τὰ  ἐργα  τους  καὶ  τήν  ἐνάρετη  ζωή  τους. Οἲ  περισσότεροι  ἄνθρωποι, μὲ  τήν  ἀνόητη  ψυχή  τους, ἐχουν  ἐγκαταλείψει  τὴ  θεΐκη  καὶ  ἀθάνατη  υἱικὴ  σχέση  μὲ  τὸ  Θεὸ  καὶ  ἐχουν  στραφει  πρός  τὴ  νεκρὴ  καὶ  δυστυχη  καὶ  συντομη  συγγένεια  τοὺ  σώματος, σάν  ἀλογα  ζωα  κυβερνιουνται  μόνο  ἀπὸ  τὸ  σαρκικὸ  φρόνημα  καὶ  ἐρεθιζόμενοι  ἀπὸ  τίς  ἠδονές  χωρίζονται  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  καὶ  κατεβάζουν  τήν  ψυχὴ  ἀπὸ  τούς  οὐρανούς  στόν  ὀλεθρο  ἑξαιτίας  των  κακων  θελημάτών  της.
43. Ο  λογικός  ἀνδρας  ἐχοντας  στὸ  νοὺ  τοὺ  τὴ  μέθεξη  καὶ  τὴ  συνάφεια  τοὺ  μὲ  τὸ  Θεό, οὐδέποτε  θὰ  ἀγαπήσει  τίποτε  τὸ  ἐπιγειο  καὶ  χαμηλό, ἀλλὰ  ἐχει  τὸ  νοὺ  τοὺ  στὰ  οὐράνια  καὶ  αἰώνια. Καὶ  γνωρίζει  ὀτι  τὸ  θέλημα  τοὺ  Θεου  εἰναι  νὰ  σωθει  ὂ  ἄνθρωπος, γιατὶ  ὂ  Θεός  εἶναι  ἢ  αἰτία  ὀλων  των  καλων  καὶ  πηγὴ  των  αἰωνίων  ἀγαθων  γιὰ  τούς  ἀνθρώπους.
44. Ὀταν  σοὺ  τύχει  κανείς  ποὺ  φιλονεικει  καὶ  πολεμα  τήν  ἀλήθεια  καὶ  τὸ  προφανές, πάψε  τήν  φιλονεικία  καὶ  ἀφησὲ  τὸν, γιατὶ  ἐχει  ἀπολιθωθει  ἡ διανοιά  του.  Ὀπως  καὶ  τὸ  καλύτερο  κρασὶ  τὸ  διαφθείρει  τὸ  βλαβερότατο  νερό, ἐτσι  καὶ  οἲ  κακές  συναναστροφές  διαφθείρουν  τούς  ἐνάρετους  κατὰ  τὴ  ζωὴ  καὶ  τὸ  φρόνημα.
45. Ἀν  μεταχειριζόμαστε  κάθε  φροντίδα  καὶ  μέσο  γιὰ  νὰ  ἀποφύγομε  τὸ  θάνατο  τοὺ  σώματος, πολὺ  περισσότερο  ὀφείλουμε  νὰ  φροντίζομε  ν΄ ἀποφύγομε  τὸ  θάνατο  της  ψυχῆς. Γιατὶ  σ΄ ἐκεινον  ποὺ  θέλει  νὰ  σωθεῖ, δέν  ὑπάρχει  ἀλλὸ  ἐμπόδιο  ἐκτός  ἀπὸ  τήν  ἀμέλεια καὶ  τήν  ὀκνηρία  της  ψυχῆς.
46. Ὀσοι  δυσκολεύονται  νὰ  ἐννοουν  τὸ  συμφέρον  της  ψυχης  τους  καὶ  ὀσα  ὀρθὰ  τούς  λέγονται, αὐτοὶ  θεωρουνται  ἄρρωστοι.  Ἐνω  ὀσοι  ἐννοουν  τήν  ἀλήθεια  καὶ  ἐντούτοις  χωρίς  ντροπὴ  τήν  ἀμφισβητουν  καὶ  φιλονεικουν, αὐτων  ἢ  διανοια  ἐχει  νεκρωθει  καὶ  ἀρμόζει  σὲ  θηρία  ἢ  συμπεριφορά  τους, δέν  γνωρίζουν  τὸ  Θεὸ  καὶ  ἢ  ψυχὴ  τους  δέν  ἐχει  φωτιστεῖ.
47.Τὰ  διαφορα  γένη  των  ζώων  τὰ  δημιούργησε  ὂ  Θεός  γιὰ  διαφορες  ἀναγκες  τοὺ  ἀνθρώπου  μὲ  τὸ  λόγο  Του, ἀλλα  γιὰ  τροφὴ  τοὺ  ἀνθρώπου  καὶ  ἀλλα  γιὰ  νὰ  τόν  ὑπηρετοῦν. Τόν  ἀνθρωπο  ὀμως  τόν  δημιούργησε  θεατὴ  των  ζώων  καὶ  των  ἐργων  τους  καὶ  εὐγνώμονα  ἐρμηνευτὴ  ὀλων  αὐτῶν. Γὶ΄ αὐτὸ  ἀς  φροντίζουν  οἲ  ἀνθρωποι  μήπως  χωρίς  ν΄ ἀντικρύσουν  καὶ  χωρίς  νὰ  ἐννοήσουν  τὸ  Θεὸ  καὶ  τὰ  ἐργά  Του, πεθάνουν  ὀπως  τὰ  ἀλογα  ζῶα. Καὶ  πρέπει  νὰ  γνωρίζει  ὂ  ἀνθρωπος  ὀτι  ὂ  Θεός  εἰναι  παντοδύναμος  καὶ  τίποτε  δέν  εἰναι  ἀντιθετο  σ΄ Αὐτόν, ἀλλὰ  ἀπὸ  τήν  ἀνυπαρξία  ὀσα  θέλει  δημιούργησε  καὶ  δημιουργει  μὲ  τὸ  λόγο  Τοὺ  γιὰ  τὴ  σωτηρία  των  ἀνθρώπων.
48.Τὰ  ἐπουράνια  εἰναι  ἀθάνατα  ἑξαιτίας  της  ἀγαθότητάς  τους, ἐνω  τὰ  ἐπιγεια  ἐγιναν  θνητά, γιατὶ  φωλιάζει  μέσα  τους  ἢ  κακία  ποὺ  τὴ  διαλεξαν  καὶ  ποὺ  ἐρχεται  στούς  ἀνοήτους  ἑξαιτίας  της  ὀκνηρίας  τους  καὶ  της  ἁγνοιας  τοὺ  Θεοῦ.
49. Ο  θάνατος, ὀταν  κατανοηθει  ἀπὸ  τούς  ἀνθρώπους, εἰναι  ἀθανασία. Δέν  τόν  κατανοουν  ὀμως  οἲ  ἀμαθεῖς, γὶ΄ αὐτούς  εἰναι  θάνατος. Καὶ  ὀπωσδήποτε  δέν  πρέπει  νὰ  φοβόμαστε  τουτο  τὸ  θάνατο, ἀλλὰ  τήν  ἀπώλεια  της  ψυχῆς, ποὺ  εἰναι  ἢ  ἁγνοια  τοὺ  Θεοῦ. Αὐτὸ  εἰναι  τὸ  φοβερὸ  γιὰ  τήν  ψυχή.
50. Η  κακία  εἰναι  πάθος  ποὺ  ὀφείλεται  στὴ  φύση  της  ὕλης.  Ἐπομένως  δὲ  γίνεται  νὰ  ὑπάρξει  σωμα  χωρίς  κακία.  Η  λογικὴ  ψυχὴ  ποὺ  τὸ  ἐννοει  αὐτό, ἀποβάλλει  τὸ  βάρος  της  ὕλης, δηλαδὴ  τήν  κακία, καὶ  καθώς  ἐλευθερώνεται  ἀπὸ  αὐτὸ  τὸ  βάρος, γνωρίζει  τὸ  Θεὸ  των  ὀλων  καὶ  προφυλάγεται  ἀπὸ  τὸ  σωμα  σάν  ἀπὸ  ἐχθρὸ  καὶ  ἀντιπαλο  καὶ  δέν  ὑποτάσσεται  σ΄ αὐτό. Καὶ  ἐτσι  στεφανώνεται  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  ἢ  ψυχὴ  ὠς  νικήτρια  των  παθων  της  κακίας  καὶ  της  ὕλης.
51. Ὀταν  ἢ  ψυχὴ  γνωρίσει  τήν  κακία, τὴ  μισει  σάν  βρωμερότατο  θηρίο.  Ἀλλὰ  ὀταν  κανείς  δέν  τήν  γνωρίζει, τήν  ἀγάπα, καὶ  αὐτὴ  τόν  παίρνει  αἰχμάλωτο  της  καὶ  μεταχειρίζεται  σάν  σκλάβο  τόν  ἐραστή  της. Καὶ  ὂ  δυστυχισμένος  καὶ  ἀθλιος  ἀνθρωπος  οὐτε  τὸ  συμφέρον  τοὺ  βλέπει, οὐτε  τὸ  καταλαβαίνει, ἀλλὰ  νομίζει  γιὰ  στόλισμα  τοὺ  τήν  κακία  καὶ  χαίρεται  γὶ΄ αὐτό.
52. Η  καθαρὴ  ψυχή, ἐπειδὴ  εἰναι  ἀγαθή, φωτίζεται  μὲ  μεγάλη  λάμψη  ἀπὸ  τὸ  Θεό. Καὶ  τότε  ὂ  νους  νοει  τὸ  ἀγαθὸ  καὶ  γεννα  λόγια  θεάρεστα.  Ὀταν  ὀμως  ἢ  ψυχὴ  γεμίσει  ἀπὸ  τὴ  βρωμερὴ  λάσπη  της  κακίας, τότε  ἐπειδὴ  ὂ  Θεός  τήν  ἀποστρέφεται  ἢ  μαλλον  ἐπειδὴ  ἢ  ψυχὴ  χωρίζεται  μόνη  της  ἀπὸ  τὸ  Θεό, πονηροὶ  δαίμονες  μπαίνουν  στὴ  διανοια  τοὺ  ἀνθρώπου  καὶ  παρακινουν  τήν  ψυχὴ  σὲ  βδελυρές  πράξεις : μοιχεῖες, φόνους, ἁρπαγές, ἱεροσυλίες  καὶ  ὀλα  τὰ  παρόμοια  δαιμονικὰ  ἔργα.
53. Ἐκεινοι  ποὺ  γνωρίζουν  τὸ  Θεό, γεμίζουν  ἀπὸ  κάθε  καλὴ  ἐννοια  καὶ  ἐπειδὴ  ἐπιθυμουν  τὰ  οὐράνια, καταφρονουν  τὰ  βιοτικά. Αὐτοὶ  οἲ  ἀνθρωποι  οὐτε  ἀρέσουν  στούς  πολλούς, οὐτε  καὶ  αὐτοὶ  ἀρέσκονται  μὲ  τούς  πολλούς. Καὶ  γὶ΄ αὐτὸ  ὀχι  μόνο  τούς  μισουν  ἀλλὰ  καὶ  τούς  περιγελουν  οἲ  πιὸ  πολλοὶ  ἀνόητοι.  Ὑπομένουν  ὀσα  τούς  φέρνει  ἢ  φτώχεια  ἐπειδὴ  γνωρίζουν  ὀτι  ἐκεινα  ποὺ  οἲ  πολλοὶ  θεωρουν  κακά, σ΄ αὐτούς  εἰναι  καλά. Γιατὶ  ἐκεινος  ποὺ  στοχάζεται  τὰ  ἐπουράνια, πιστεύει  στόν  Θεὸ  γνωρίζοντας  ὀτι  ὀλα  εἰναι  ἐργα  της  θελήσεώς  Του.  Ἐκεινος  ὀμως  ποὺ  δὲ  τὰ  στοχάζεται, δέν  πιστεύει  ποτὲ  ὀτι  ὂ  κόσμος  εἰναι  ἐργο  τοὺ  Θεου  καὶ  ὀτι  δημιουργήθηκε  γιὰ  τὴ  σωτηρία  τοὺ  ἀνθρώπου.
54. Ἐκεινοι  ποὺ  εἰναι  γεμάτοι  ἀπὸ  κακία  καὶ  μεθουν  ἀπὸ  τήν  ἄγνοια, δέν  γνωρίζουν  τὸ  Θεό, ἢ  ψυχὴ  τους  εἰναι  ζαλισμένη  καὶ  δέν  ἐχουν  ξεκάθαρο  μυαλό. Τὸ  Θεὸ  μπορει  νὰ τόν  ἐννοήσει  κανείς. Καὶ  ναὶ  μέν  δέν  εἰναι  ὁρατός, εἰναι  ὀμως  φανερότατος  μέσα  στὰ  ὁρατά, ὀπως  ἀκριβως  ἢ  ψυχὴ  μέσα  στὸ  σωμα  μας. Καὶ  ἀν  σωμα  χωρίς  ψυχὴ  εἰναι  ἀδύνατο  νὰ ὑπάρξει, ἐτσι  καὶ  ὀλα  τὰ  ὀντα  καὶ  βλεπόμενα  εἰναι  ἀδύνατο  νὰ  ὑπάρχουν  χωρίς  τὸ  Δημιουργὸ  Θεό.
55.Γιὰ  ποιὸ  λόγο  δημιουργήθηκε  ὂ  ἄνθρωπος ; Γιὰ  νὰ  βλέπει  τὰ  ἐργα  τοὺ  Θεου  καὶ  μέσω  αὐτων  νὰ  γνωρίσει  τὸ  Θεὸ  καὶ  νὰ  Τόν  δοξάσει  ποὺ  τὰ  δημιούργησε  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου.  Ο  νους  ποὺ  ἐλκύει  τήν  ἀγάπη  τοὺ  Θεοῦ, εἰναι  ἐνα  ἀόρατο  ἀγαθὸ  ποὺ  τὸ  χαρίζει  ὂ  Θεός  στούς  ἀξιους  γιὰ  τήν  διαγωγὴ  τους  ποὺ  τήν  κυβερνα  ἢ  χρηστότητα.
56. Ἐλεύθερος  εἰναι  ὁποιος  δέν  σκλαβώνεται  στίς  ἠδονές  ἀλλὰ  κυριαρχει  μὲ  φρόνηση  καὶ  ἐγκράτεια  πάνω  στὸ  σωμα  τοὺ  καὶ  ἀρκειται  μὲ  μεγάλη  εὐχαριστία  σὲ  ὀ,τι  τοὺ  δίνει  ὂ  Θεός, ἐστω  καὶ  ἀν  εἰναι  πολὺ  λίγα. Γιατὶ  ὀταν  βρεθουν  συμφωνοι  ὂ  νους  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  καὶ  ἢ  ψυχή, τότε  εἰρηνεύει  ὁλο  τὸ  σῶμα, ἀκόμη  καὶ  χωρίς  νὰ  θέλει.  Ὀταν  ἢ  ψυχὴ  θέλει, τότε  κάθε  ἁμαρτωλὴ  σωματικὴ  κίνηση  σβήνεται.
57. Ἐκεινοι  ποὺ  δέν  ἀρκουνται  σ΄ αὐτὰ  ποὺ  χρειάζονται  γιὰ  νὰ  ζουν  ἀλλὰ  ἐπιθυμουν  περισσότερα, ὑποδουλώνουν  τόν  ἐαυτὸ  τους  στὰ  πάθη  ποὺ  ταράζουν  τήν  ψυχὴ  καὶ  της  φέρνουν  λογισμούς  καὶ  φαντασίες  ὀτι  τὸ  νὰ  θέλουν  λίγα  ἢ  πολλὰ  εἰναι  τὸ  ἴδιο. Καὶ  ὀπως  τὰ  ρουχα  ποὺ  εἰναι  μεγαλύτερα  ἀπὸ  τὸ  σωμα  ἐμποδίζουν  ἐκείνους  ποὺ  τρέχουν  στὸ  ἀγώνισμα  τοὺ  δρόμου, ἐτσι  καὶ  ἢ  ἐπιθυμία  τοὺ  ἀνθρώπου  νὰ  ἐχει  περισσότερα  ἀπὸ  ὀσα  πρέπει, ἐμποδίζει  τίς  ψυχές  καὶ  δέν  τίς  ἀφήνει  νὰ  ἀγωνίζονται  ἢ  νὰ  σωθοῦν.
58. Ὀταν  βρίσκεται  κανείς  ἀκουσίως  καὶ  χωρίς  νὰ  τὸ  θέλει  κάπου, τὸ  αἰσθάνεται  σάν  φυλακὴ  καὶ  τιμωρία. Νὰ  εἰσαι  λοιπόν  εὐχαριστημένος  μὲ  τήν  καταστασή  σου, γιατὶ  ἀν  τήν  ὑπομένεις  μὲ  δυσαρέσκεια, θὰ  τιμωρήσεις  χωρίς  νὰ  τὸ  αἰσθάνεσαι  τόν  ἐαυτό  σου.  Ἐνας  δρόμος  ὑπάρχει  γὶ΄ αὐτό, ἢ  καταφρόνηση  των  βιοτικων  πραγμάτων.
59. Ὀπως  ἐχομε  τήν  ὀραση  ποὺ  μας  ἐδωσε  ὂ  Θεός  γιὰ  νὰ  βλέπομε  τὰ  ὀρατὰ  καὶ  νὰ  ξεχωρίζομε  ποιὸ  εἰναι  τὸ  ἀσπρο  καὶ  ποιὸ  εἰναι  τὸ  μαῦρο, ἐτσι  μας  ἐδωσε  ὂ  Θεός  καὶ  τὸ  λογικὸ  γιὰ  νὰ  διακρίνομε  ἐκεινα  ποὺ  συμφέρουν  στήν  ψυχή  μας.  Η  ἐπιθυμία, ὀταν  ἀποσπασθει  ἀπὸ  τὸ  λόγο, γεννα  ἠδονὴ  καὶ  δέν  ἐπιτρέπει  στήν  ψυχὴ  νὰ  σωθει  ἢ  νὰ  ἐνωθει  μὲ  τὸ  Θεό.
60. Ἁμαρτήματα  δέν  εἰναι  ὀσα  γίνονται  κατὰ  φύση, ἀλλὰ  πονηρὰ  εἰναι  ἐκεινα  ποὺ  γίνονται  ἀπὸ  τήν  προαίρεση  τοὺ  ἀνθρώπου. Π.χ.  δέν  εἰναι  ἁμαρτία  τὸ  νὰ  τρώει  ὂ  ἄνθρωπος, ἀλλὰ  τὸ  νὰ  μήν  τρώει  μὲ  εὐχαριστία, κοσμιότητα  καὶ  ἐγκράτεια  ὠστε  νὰ  κρατα  τὸ  σωμα  τοὺ  στὴ  ζωὴ  χωρίς  κανένα  πονηρὸ  ὑπολογισμό. Οὐτε  τὸ  νὰ  βλέπεις  ἀθωα  εἰναι  ἁμαρτία, ἀλλὰ  τὸ  νὰ  βλέπεις  μὲ  φθόνο, ὑπερηφάνεια  καὶ  ἀπληστία.  Ἐπισης  τὸ  νὰ  μήν  ἀκους  ὑπομονετικά, ἀλλὰ  μὲ  ὀργὴ  καὶ  θυμό, τὸ  νὰ  μήν  καθοδηγεις  τὴ  γλώσσα  σοὺ  σὲ  εὐχαριστία  πρός  τὸ  Θεὸ  καὶ  προσευχή, ἀλλὰ  νὰ  κατηγορεις  τούς  ἄλλους, καὶ  τὸ  νὰ  μήν  ἀπασχολεις  τὰ  χέρια  σοὺ  στήν  ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ  σὲ  φόνους  καὶ  ἁρπαγές.  Ἐτσι  κάθε  μέλος  τοὺ  σώματος  ἁμαρτάνει  μὲ  τὸ  νὰ  ἐργάζεται  παρὰ  τὸ  θέλημα  τοὺ  Θεου  καὶ  μὲ  τὴ  θέληση  τοὺ  ἀνθρώπου  τὰ  πονηρά.
61. Ἀν  ἀμφιβάλλεις  ὀτι  κάθε  τὶ  ποὺ  κάνομε  τὸ  βλέπει  ὂ  Θεός, τότε  παρατήρησε  ὀτι  ἐσὺ  ποὺ  εἰσαι  ἀνθρωπος  καὶ  φτιαγμένος  ἀπὸ  χῶμα, μπορεις  σὲ  μιὰ  στιγμὴ  νὰ  σκέφτεσαι  καὶ  νὰ  συλλογίζεσαι  πολλούς  καὶ  διαφορους  τόπους  συγχρόνως. Πόσο  μαλλον  ὂ  Θεός  ποὺ  βλέπει  τὰ  πάντα  σάν  ἐνα  σπόρο  σιναπιοῦ, ποὺ  δίνει  ζωὴ  στὰ  πάντα  καὶ  τὰ  τρέφει  ὀπως   Ἐκεινος  θέλει ;
62. Ὀταν  κλείσεις  τίς  πόρτες  τοὺ  σπιτιου  σοὺ  καὶ  εἰσαι  μόνος, νὰ  γνωρίζεις  ὀτι  εἰναι  μαζὶ  σοὺ  ὂ  ἀγγελος  ποὺ  ἐχει  ὁριστει  γιὰ  κάθε  ἀνθρωπο  ἀπὸ  τὸ  Θεό, αὐτός  ποὺ  οἰ   Ἑλληνες  ὀνόμαζαν « οἰκειο  δαίμονα». Αὐτός, ὂ  ὁποιος  δέν  κοιμαται  ποτὲ  καὶ  δέν  κάνει  ποτὲ  λάθος, εἰναι  παντοτε  κοντά  σου, βλέπει τὰ  πάντα  χωρίς  νὰ  τόν  ἐμποδίζει  τὸ  σκοτάδι. Μαζὶ  μὲ  αὐτόν  εἰναι  σὲ  κάθε  τόπο  καὶ  ὂ  Θεός, γιατὶ  δέν  ὑπάρχει  τόπος  ἢ  πράγμα  ὀπου  δέν  ὑπάρχει  ὂ  Θεός, ἀφου  εἰναι  μεγαλύτερος  ἂπ΄ ὀλα  καὶ  κρατα  ὁλους  μέσα  στὸ  χέρι  Του.
63. Ἀν  οἲ  στρατιωτες  μένουν  πιστοὶ  στόν  Καίσαρα  ἐπειδὴ  τούς  δίνει  τίς  τροφές, πόσο  μαλλον  πρέπει  νὰ  φροντίζομε  νὰ  εὐχαριστουμε  ἀκατάπαυστα  μὲ  ἀσίγητα  στόματα  τὸ  Θεὸ  καὶ  νὰ  εἰμαστε  ἀρεστοὶ  σ΄ Αὐτόν, ὀ   Ὁποιος  τὰ  πάντα  δημιούργησε  γιὰ  τόν  ἄνθρωπο ;
64. Η  εὐγνωμοσύνη  στὸ  Θεὸ  καὶ  ἢ  ἐνάρετη  ζωὴ  εἰναι  καρποφορία  τοὺ  ἀνθρώπου  ποὺ  εἰναι  ἀρεστὴ  στὸ  Θεό. Οἲ  καρποὶ  της  γης  δέν  γίνονται  μέσα  σὲ  μία  ὥρα, ἀλλὰ  μὲ  τόν  καιρό, μὲ  βροχές  καὶ  μὲ  καλλιέργεια.  Ὁμοια  καὶ  ἢ  καρποφορία  των  ἀνθρώπων  στολίζεται  μὲ  τήν  ἄσκηση, μὲ  τὴ  μελέτη, μὲ  τὸ  χρόνο, μὲ  τήν  καρτερία, τήν  ἐγκράτεια  καὶ  τήν  ὑπομονή. Καὶ  ἀν  μὲ  αὐτὰ  μερικοὶ  σὲ  θεωρουν  εὐλαβῆ, ἐσὺ  μήν  ἐχεις  ἐμπιστοσύνη  στόν  ἐαυτὸ  σοὺ  ὀσο  βρίσκεσαι  στὴ  ζωὴ  καὶ  μὴ  νομίζεις  γιὰ  κανένα  ἂπ΄ ὀσα  κάνεις  ὀτι  ἀρέσει  στὸ  Θεό. Γιατὶ  πρέπει  νὰ  γνωρίζεις  ὀτι  δέν  εἰναι  εὐκολο  στόν  ἀνθρωπο  νὰ  φυλάξει  μέχρι  τὸ  τέλος  τήν  ἀναμαρτησία.
65.Τίποτε  δέν  εἰναι  πιὸ  πολυτιμο  στόν  ἄνθρωπο, ὀσο  ὂ  λόγος.  Ο  λόγος  εἰναι  τόσο  δυνατός, ὠστε  μὲ  τόν  λόγο  καὶ  τήν  εὐχαριστία  μας  λατρεύομε  τὸ  Θεό, ἐνω  μὲ  τόν  ἀχρηστο  καὶ  δυσφημιστικὸ  λόγο  προκαλουμε  τήν  καταδίκη  της  ψυχης  μᾶς. Εἰναι  ἀναίσθητος  ὂ  ἀνθρωπος  ποὺ  κατηγορει  τὴ  γέννηση  τοὺ  ἢ  κάτι  ἀλλο  γιὰ  τίς  ἁμαρτίές  του, ἀφου  μὲ  τήν  ἐλεύθερη  θέληση  τοὺ  μεταχειρίζεται  λόγο  ἢ  ἐργο  πονηρό.
66. Ἀν  φροντίζομε  νὰ  θεραπεύομε  τίς  σωματικές  ἀτέλειες  γιὰ  νὰ  μὴ  μας  εἰρωνεύονται  ὀσοι  μας  βλέπουν, πολὺ  περισσότερο  εἰναι  μεγάλη  ἀναγκη  νὰ  φροντίζομε  νὰ  θεραπεύομε  τὰ  πάθη  της  ψυχῆς, ἀφου  μέλλομε  νὰ  κριθουμε  μπροστὰ  στὸ  Θεό, μὴ  βρεθουμε  ἀτιμοι  ἢ  καταγέλαστοι.  Ἐχοντας  τὸ  αὐτεξούσιο, μπορουμε  νὰ  μήν  πραγματοποιήσομε  τίς  πονηρές  πράξεις  ποὺ  ἐπιθυμοῦμε, ἀν  τὸ  θελήσομε, εἰναι  στήν  ἐξουσία  μας  νὰ  ζουμε  μὲ  τρόπο  ποὺ  ἀρέσει  στὸ  Θεό, καὶ  κανείς  ποτὲ  δὲ  θὰ  μας  ἑξαναγκάσει  νὰ  κάνομε  χωρίς  τὴ  θέληση  μας  κάτι  κακό.  Ἐτσι  ἀν  ἀγωνιζόμαστε, θὰ  εἰμαστε  ἀνθρωποι  ἀξιοι  τοὺ  Θεου  καὶ  θὰ  ζήσομε  σάν  ἀγγελοι  στούς  οὐρανούς.
67. Ἀν  θέλεις, εἰσαι  δουλος  των  παθῶν, ἀν  θέλεις, εἰσαι  ἐλεύθερος  καὶ  δέν  θὰ  ὑποκύψεις  στὰ  πάθη. Γιατὶ  ὂ  Θεός  σὲ  ἐκανε  αὐτεξούσιο. Καὶ  ὁποιος  νικα  τὰ  πάθη  της  σάρκας  στεφανώνεται  μὲ  τήν  ἀφθαρσία.  Ἀν  δέν  ὑπηρχαν  τὰ  πάθη, δέν  θὰ  ὑπηρχαν  ἀρετές, οὐτε  στεφάνια  ποὺ  χαρίζονται  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  στούς  ἄξιους.
68. Ἐκεινοι  ποὺ  δέν  βλέπουν  τὸ  συμφέρον  τους  ἀν  καὶ  γνωρίζουν  τὸ  ἀγαθό, ἐχουν  τυφλὴ  τήν  ψυχὴ  τους  καὶ  ἐχει  πωρωθει  ἢ  διακριτικὴ  δύναμή  τους. Αὐτούς  δέν  πρέπει  νὰ  τούς  προσέχομε, γιὰ  νὰ  μήν  πέσομε  κὶ  ἐμεις  στὰ  πάθη  τους  ἀπὸ  ἀπρονοησία  μας, σάν  τυφλοί.
69. Ἐναντίον  ἐκείνων  ποὺ  ἁμαρτάνουν  δέν  πρέπει  νὰ  θυμώνομε  καὶ  ἀν  ἀκόμη  διαπράττουν  ἐγκλήματα  ἀξια  τιμωρίας. Γιὰ  χάρη  τοὺ  ἰδιου  τοὺ  δικαίου  ὀμως  πρέπει  νὰ  ἐπαναφέρομε  ὀσους  σφάλλουν  καὶ  νὰ  τούς  τιμωρουμε  ἀν  τύχει, εἰτε  μόνοι  μας  εἰτε  μέσω  ἄλλων, ἀλλὰ  δέν  πρέπει  νὰ  ὀργιζόμαστε, γιατὶ  ἢ  ὀργὴ  ἐνεργει  συμφωνα  μὲ  τὸ  πάθος, δέν  κρίνει  σωστὰ  καὶ  δὲ  βλέπει  τὸ  δίκαιο. Γὶ΄ αὐτὸ  οὐτε  κὶ  ἐκείνους  ποὺ  δείχνουν  ὑπερβολικὴ  εὐσπλαχνία  πρός  ὀσους  σφάλλουν  πρέπει  νὰ  τούς  παραδεχόμαστε, ἀλλὰ  οἲ  κακοὶ  πρέπει  νὰ  τιμωρουνται  γιὰ  τὸ  καλὸ  καὶ  τὴ  δικαιοσύνη  καὶ  ὀχι  συμφωνα  μὲ  τὸ  πάθος  μας  της  ὀργῆς.
70.Μόνο  ὀ,τι  ἀποκτα  ἢ  ψυχὴ  εἰναι  σιγουρο  καὶ  ἀναφαίρετο. Καὶ  αὐτὸ  εἰναι  ἢ  ἐνάρετη  καὶ  ἀρεστὴ  στὸ  Θεὸ  ζωὴ  καὶ  ἢ  γνώση  καὶ  τὰ  καλὰ  ἔργα.  Ἐνω  ὂ  πλουτος  εἰναι  τυφλός  ὁδηγός  καὶ  ἀνόητος  σύμβουλος, ὁδηγει  στήν  ἀπώλεια  τήν  ἀναίσθητη  ψυχὴ  τοὺ  ἐκεινος  ποὺ  μεταχειρίζεται  τόν  πλουτο  μὲ  κακὸ  καὶ  φιλήδονο  τρόπο.
71.Πρέπει  οἲ  ἀνθρωποι  ἢ  τίποτε  τὸ  περιττὸ  νὰ  μήν  ἀποκτοῦν, ἢ  ἀν  ἔχουν, νὰ  γνωρίζουν  μὲ  βεβαιότητα  ὀτι  ὀλα  τὰ  πράγματα  της  ζωης  αὐτης  εἰναι  ἀπὸ  τὴ  φύση  τους  φθαρτὰ  καὶ  εὐκολα  ἀφαιρουνται  καὶ  πετιουνται  καὶ  κομματιάζονται.  Ἐπομένως  δέν  πρέπει  νὰ  θλίβονται  μὲ  ὀσα  συμβαίνουν.
72.Γνώριζε  ὀτι  οἲ  σωματικοὶ  πόνοι  εἰναι  φυσικοὶ  γιὰ  τὸ  σῶμα, ἀφου  εἰναι  φθαρτὸ  καὶ  ὑλικό. Πρέπει  λοιπόν  σ΄ αὐτές  τίς  περιπτώσεις  ἢ  παιδαγωγημένη  ψυχὴ  νὰ  προβάλλει  εὐχαρίστως  καρτερία  καὶ  ὑπομονὴ  καὶ  νὰ  μὴ  κατηγορει  τὸ  Θεὸ  γιατὶ  ἐπλασε  τὸ  σῶμα.
73. Ἐκεινοι  ποὺ  ἀγωνίζονται  στούς  ὀλυμπιακούς  ἀγωνες  δέν  παίρνουν  τὸ  στεφάνι  ὀταν  νικήσουν  τόν  πρωτο  ἢ  τὸ  δεύτερο  ἢ  τὸ  τρίτο, ἀλλὰ  ὀταν  νικήσουν  ὁλους  τούς  συναγωνιζομένους.  Ἐτσι  καὶ  ὁποιος  θέλει  νὰ  στεφανωθει  ἀπὸ  τὸ  Θεό, πρέπει  νὰ  γυμνάζει  τήν  ψυχὴ  τοὺ  στὴ  σωφροσύνη, ὀχι  μόνο  σὲ  ὀ,τι  ἐχει  σχέση  μὲ  τὸ  σῶμα, ἀλλὰ  καὶ  στὰ  σχετικὰ  μὲ  τὰ  κέρδη  καὶ  τίς  ἁρπαγές  καὶ  τὸ  φθόνο  καὶ  τίς  τροφές  καὶ  τὴ  ματαιοδοξία  καὶ  τίς  κατηγορίες  καὶ  τούς  θανάτους  καὶ  ὀλα  τὰ  παρόμοια.
74.Νὰ  μήν  ἀκολουθουμε  τήν  ἐνάρετη  καὶ  θεάρεστη  διαγωγὴ  γιὰ  νὰ  μας  ἐπαινέσουν  οἲ  ἄνθρωποι, ἀλλὰ  γιὰ  τὴ  σωτηρία  της  ψυχης  ἀς  προτιμήσομε  τήν  ἐνάρετη  ζωή. Γιατὶ  κάθε  ἡμέρα  ὂ  θάνατος  εἰναι  μπροστὰ  στὰ  μάτια  μας  καὶ  τὰ  ἀνθρώπινα  εἰναι  ἀβέβαια  καὶ  σκοτεινά.
75.Στήν  ἐξουσία  μας  εἰναι  νὰ  ζήσομε  μὲ  σωφροσύνη, τὸ  νὰ  γίνομε  ὀμως  πλούσιοι  δέν  εἰναι  στήν  ἐξουσία  μας. Τὶ  λοιπὸν ; Πρέπει  νὰ  καταδικάσομε  τήν  ψυχὴ  μας  γιὰ  χάρη  μιας  λιγόκαιρης  φαντασίας  τοὺ  πλούτου  ποὺ  δέν  εἰναι  στήν  ἐξουσία  μας  νὰ  ἀποκτήσομε ; Καὶ  νὰ  εἰναι  ὂ  πλουτος  τὸ  μόνο  ποὺ  ἐπιθυμοῦμε ; Πόσο  ἀνόητα  τρέχομε  χωρίς  νὰ  γνωρίζομε  ὀτι  πρώτη  ἀπὸ  ὀλες  τίς  ἀρετές  εἰναι  ἢ  ταπεινοφροσύνη, ὀπως  καὶ  πρωτο  ἀπὸ  ὀλα  τὰ  πάθη  εἰναι  ἢ  γαστριμαργία  καὶ  ἢ  ἐπιθυμία  των  ὑλικων  πραγμάτων !
76.Πρέπει  νὰ  ἐχομε  ὑπόψη  ἀκατάπαυστα  οἲ  φρόνιμοι  ἀνθρωποι  ὀτι  μὲ  τὸ  νὰ  ὑποφέρομε  μικρούς  καὶ  λιγόκαιρους  κόπους  στὴ  ζωή, πολὺ  μεγάλη  χαρὰ  καὶ  εὐχαρίστηση  ἀπολαμβάνομε  μετὰ  τὸ  θάνατο. Γὶ΄ αὐτὸ  ἐκεινος  ποὺ  πολεμα  κατὰ  των  παθων  τοὺ  καὶ  θέλει  νὰ  στεφανωθει  ἀπὸ  τὸ  Θεό, ἀν  πέσει  σὲ  ἁμαρτία, ἀς  μὴ  χάσει  τὸ  θάρρος  τοὺ  καὶ  μείνει  στήν  πτώση  τοὺ  ἀπελπισμένος, ἀλλὰ  νὰ  σηκωθει  καὶ  ν΄ ἀρχισει  πάλι  νὰ  ἀγωνίζεται  καὶ  νὰ  φροντίσει  νὰ  στεφανωθεῖ. Καὶ  ἀν  ξαναπέσει, πρέπει  μέχρι  τήν  τελευταία  ἀναπνοὴ  νὰ  σηκώνεται. Γιατὶ  οἲ  σωματικοί   κόποι  εἰναι  ὀπλα  καὶ  μέσα  γιὰ  ν΄ ἀποκτήσομε  τίς  ἀρετές  καὶ  σώζουν  τήν  ψυχή.
77.Οἲ  θλίψεις  καὶ  τὰ  λυπηρὰ  ποὺ  συμβαίνουν  στὴ  ζωή, γίνονται  ἀφορμὴ  στούς  ἀνδρείους  καὶ  ἀξιους  ἀγωνιστές  νὰ  στεφανωθουν  ἀπὸ  τὸ  Θεό. Γὶ΄ αὐτὸ  πρέπει  στὴ  ζωὴ  τους  νὰ  γίνουν  σάν  νεκροὶ  γιὰ  ὀλα  τὰ  βιοτικὰ  πράγματα, γιατὶ  ὂ  νεκρός  δέν  θὰ  φροντίσει  ποτὲ  γιὰ  τίποτε  αὐτου  τοὺ  κόσμου.
78.Δέν  πρέπει  ἢ  λογικὴ  καὶ  ἀγωνιζόμενη  ψυχή, εὐθύς  ἀμέσως  νὰ  φοβαται  καὶ  νὰ  δειλιάζει  ἀπέναντι  στὰ  πάθη, γιατὶ  ἐτσι  θὰ  θεωρηθει  δειλὴ  καὶ  θὰ  περιφρονηθεῖ. Γιατὶ  ἢ  ψυχὴ  ποὺ  ταράζεται  ἀπὸ  τίς  φαντασίες  της  ζωῆς, ἀπομακρύνεται  ἀπὸ  τὰ  πρέποντα. Στὰ  αἰώνια  ἀγαθὰ  προηγουνται  οἲ  ἀρετές  της  ψυχης  μᾶς, ἐνω  στίς  αἰώνιες  κολάσεις  αἰτία  εἰναι  οἲ  θεληματικές  κακίες  των  ἀνθρώπων.
79. Ο  λογικός  ἀνθρωπος  πολεμειται  διὰ  μέσου  των  αἰσθήσεων  ἀπὸ  τὰ  ψυχικὰ  πάθη. Πέντε  εἰναι  οἲ  αἰσθήσεις  τοὺ  σώματος : ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση, ἁφή.  Ὑποκύπτοντας  μέσω  των  αἰσθήσεων  αὐτων  στὰ  τέσσερα  πάθη  αἰχμαλωτίζεται  ἢ  ἀθλια  ψυχή. Κὶ  εἰναι  αὐτὰ  τὰ  τέσσερα  πάθη  της  ψυχῆς : κενοδοξία, χαρά, θυμός, δειλία.  Ὀταν  λοιπόν  ὂ  ἀνθρωπος  μὲ  τὴ  φρόνηση  καὶ  τήν  ἐπανειλημμένη  σκέψη  σάν  καλός  στρατηγός  γίνει  κύριος  των  παθων  καὶ  τὰ  νικήσει, δέν  πολεμειται  πλέον  ἀπὸ  αὐτά, ἀλλὰ  ἐχει  εἰρήνη  στήν  ψυχὴ  τοὺ  καὶ  στεφανώνεται  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  ὠς  νικητής.
80. Ἀπὸ  ἐκείνους  ποὺ  διανυκτερεύουν  στὰ  πανδοχεῖα, μερικοὶ  βρίσκουν  κρεβάτια, ἀλλοι  δέν  ἐχουν  κρεβάτι, κοιμουνται  στὸ  πάτωμα  καὶ  ἐντούτοις  ροχαλίζουν  ὀπως  κὶ  ἐκεῖνοι  ποὺ  κοιμουνται  σὲ  κρεβάτι. Κὶ  ὀταν  περάσει  ἢ  νύχτα, πρωὶ - πρωὶ  ἀφήνουν  τὸ  κρεβάτι  τους  καὶ  τὸ  πανδοχειο  καὶ  φεύγουν  ὁλοι  μαζί, ἐχοντας  μόνο  τὰ  πράγματά  τους. Κατὰ  τόν  ἰδιο  τρόπο  καὶ  ὁλοι  ὀσοι  γεννιουνται  σ΄ αὐτόν  τόν  κόσμο, καὶ  οἲ  φτωχοὶ  καὶ  οἲ  πλούσιοι  καὶ  ἐπίσημοι, βγαίνουν  ἀπὸ  τὴ  ζωὴ  σάν  ἀπὸ  πανδοχεῖο, χωρίς  νὰ  παίρνουν  μαζὶ  τους  τίποτε  ἀπὸ  τίς  ἀπολαύσεις  τοὺ  βίου  καὶ  ἀπὸ  τὰ  πλούτη  τους, παρὰ  μόνον  τὰ  ἐργά  τους, καλὰ  ἢ  κακά, ὀσα  ἔκαναν  στὴ  ζωή  τους.
81. Ἀν  κατέχεις  καμιὰ  ὑψηλὴ  ἐξουσία, μὴ  φοβερίσεις  εὐκολα  κανέναν  μὲ  θάνατο, ἐχοντας  ὑπόψη  σοὺ  ὀτι  καὶ  σὺ  φυσικως  εἰσαι  ὑποκείμενος  στὸ  θάνατο  καὶ  ὀτι  ἢ  ψυχὴ  βγάζει  ἀπὸ  πάνω  της  τὸ  σωμα  σάν  τελευταιο  ἔνδυμα. Αὐτὸ  ἐχοντας  ὑπόψη  σοὺ  νὰ  ἑξασκεισαι  παντοτε  στήν  πραότητα  καὶ  νὰ  εὐεργετεῖς, εὐχαριστώντας  παντοτε  τὸ  Θεό. Γιατὶ  ἐκεινος  ποὺ  δέν  εὐσπλαχνίζεται  τούς  ἀλλους  δέν  ἐχει  ἀρετὴ  πάνω  του.
82.Τὸ  θάνατο, εἴναι  ἀδύνατο  καὶ  δέν  ὑπάρχει  τρόπος  νὰ  τὸν ἀποφύγομε. Αὐτὸ  τὸ  γνωρίζουν  οἲ  πραγματικὰ  στοχαστικοί    ἀνθρωποι  καὶ  γυμνασμένοι  στίς  ἀρετές  καὶ  στίς  θεάρεστες  σκέψεις, καὶ  δέχονται  τὸ  θάνατο  χωρίς  στεναγμούς  καὶ  φόβο  καὶ  ὑπερβολικὴ  λύπη, ἐχοντας  ὑπόψη  ὀτι  δέν  μπορουν  νὰ  τόν  ἀποφύγουν  καὶ  ὀτι  μ΄ αὐτόν  γλυτώνουν  ἀπὸ  τὰ  κακὰ  καὶ  δυσάρεστα  τοὺ  βίου.
83. Ἐκείνους  ποὺ  ἐχουν  λησμονήσει  ὁλοτελα  τήν  ἐνάρετη  ζωὴ  ποὺ  εἰναι  ἀρεστὴ  στὸ  Θεὸ  καὶ  δέν  πιστεύουν  τίς  σωστές  καὶ  θεάρεστες  διδασκαλίες, δέν  πρέπει  νὰ  τούς  μισουμε  ἀλλὰ  μαλλον  νὰ  τούς  συμπονοῦμε, γιατὶ  εἰναι  βλαμμένη  ἢ  διακριτικὴ  δύναμη  της  ψυχης  τους  καὶ  εἰναι  τυφλὴ  ἢ  καρδιὰ  καὶ  ἢ  διανοιά  τους. Αὐτοὶ  χάνονται  γιατὶ  ἀπὸ  ἁγνοια  δέχτηκαν  τὸ  κακὸ  ὠς  καλὸ  καὶ  δέν  γνωρίζουν  τὸ  Θεὸ  οἲ  τρισάθλιοι  καὶ  μωροί.
84.Νὰ  ἀποφεύγεις  νὰ  μιλας  γιὰ  τήν  ἀρετὴ  καὶ  τήν  εὐσέβεια  στούς  πολλούς. Δέν  τὸ  λέω  αὐτὸ  ἀπὸ  φθόνο, ἀλλὰ  γιατὶ  κατὰ  τήν  γνώμη  μοὺ  θὰ  φανεις  γελοιος  στούς  ἀνοήτους. Τὸ  ὁμοιο  χαίρεται  μὲ  τὸ  ὁμοιό  του. Οἲ  λόγοι  γιὰ  τήν  ἀρετὴ  καὶ  τήν  εὐσέβεια  ἐχουν  λίγους  ἀκροατές  καὶ  ἴσως  ἐντελως  μετρημένους. Καλύτερα  νὰ  μήν  μιλᾶς, παρεκτός  μόνο  ἐκεινα  ποὺ  θέλει  ὂ  Θεός  γιὰ  τὴ  σωτηρία  τοὺ  ἀνθρώπου.
85. Η  ψυχὴ  πάσχει  μαζὶ  μὲ  τὸ  σῶμα, ἐνω  τὸ  σωμα  δέν  πάσχει  μαζὶ  μὲ  τήν  ψυχή. Λόγου  χάρη, ὀταν  κόβεται  τὸ  σῶμα, ὑποφέρει  καὶ  ἢ  ψυχή. | Ὀταν  τὸ  σωμα  εἰναι  δυνατὸ  καὶ  γερό, συνευχαριστειται  τὸ  παθητικὸ  μέρος  της  ψυχῆς.  Ὀταν  ὀμως  σκέφτεται  ἢ  ψυχή, δέν  σκέφτεται  καὶ  τὸ  σῶμα, ἀλλὰ  μένει  μόνο  τοὺ  κατὰ  μέρος, γιατὶ  ἢ  σκέψη  εἰναι  ἰδιότητα  της  ψυχῆς.  Ὀπως  καὶ  ἢ  ἄγνοια, ἢ  ὑπερηφάνεια, ἢ  ἀπιστία, ἢ  πλεονεξία, τὸ  μίσος, ὂ  φθόνος, ἢ  ὀργή, ἢ  ἀδιαφορία, ἢ  κενοδοξία, ἢ  ἐπιθυμία  της  τιμῆς, ἢ  διχόνοια  καὶ  ἢ  αἰσθηση  τοὺ  καλοῦ, αὐτὰ  ὀλα  τὰ  ἐνεργει  ἢ  ψυχή.
86. Ἐχοντας  τὸ  νοὺ  σοὺ  στὸ  Θεό, νὰ  εἰσαι  εὐσεβής, δηλαδὴ  χωρίς  φθόνο, ἀγαθός, ἐγκρατής, πράος, νὰ  δίνεις  ὀσο  μπορεῖς, νὰ  εἰσαι  κοινωνικός, εἰρηνικός  καὶ  τὰ  παρόμοια. Γιατὶ  αὐτὴ  εἰναι  ἢ  ἀναφαίρετη  περιουσία  της  ψυχῆς, τὸ  νὰ  εἰσαι  ἀρεστός  στὸ  Θεὸ  μὲ  τίς  παραπάνω  ἀρετές, μὲ  τὸ  νὰ  μήν  κρίνεις  κανένα, οὐτε  νὰ  λές  ὀτι  ὂ  τάδε  εἰναι  κακός  καὶ  ἁμάρτησε, ἀλλὰ  καλύτερα  νὰ  ἀναζητεις  τὰ  δικὰ  σοὺ  ἁμαρτήματα  καὶ  νὰ  ἐξετάζεις  τὴ  ζωὴ  σοὺ  ἀν  εἰναι  ἀρεστὴ  στὸ  Θεό. Τὶ  μας  ἐνδιαφέρει  ἀν  ὂ  ἀλλος  εἰναι  κακὸς ;
87. Ο  ἀληθινός  ἀνθρωπος  φροντίζει  νὰ  εἰναι  εὐσεβής. Καὶ  εὐσεβής  εἰναι  ἐκεινος  ποὺ  δέν  ἐπιθυμει  τὰ  ξένα  πράγματα. Ξένα  γιὰ  τόν  ἀνθρωπο  εἰναι  ὀλα  τὰ  κτίσματα, καὶ  σάν  εἰκόνα  τοὺ  Θεου  ποὺ  εἶναι, ὀλα  τὰ  περιφρόνει. Γίνεται  ὂ  ἀνθρωπος  εἰκόνα  τοὺ  Θεου  ὀταν  ζεὶ  ὀρθὰ  καὶ  θεάρεστα. Αὐτὸ  δέν  μπορει  νὰ  γίνει, ἀν  δέν  ἀπομακρυνθει  ὂ  ἀνθρωπος  ἀπὸ  τίς  μέριμνες  της  ζωῆς.  Ἐκεινος  ποὺ  ἐχει  νοὺ  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεό, γνωρίζει  πόση  ψυχικὴ  ὠφέλεια  καὶ  εὐλάβεια  προέρχεται  ἀπὸ  αὐτό.  Ο  θεοσεβής  ἀνθρωπος  δέν  κατηγορει  κανένα  γιὰ  τίς  ἁμαρτίες  τοὺ  παρὰ  μόνο  τόν  ἐαυτό  του. Καὶ  αὐτὸ  εἰναι  σημάδι  σωτηρίας  της  ψυχῆς.
88. Ὀσοι  φροντίζουν  νὰ  ἀποκτήσουν  τὰ  προσκαιρα  ἀγαθὰ  ἀκόμη  καὶ  μὲ  τὴ  βία, καὶ  ἀγαπουν  τὰ  ἐργα  της  κακίας  ἀψηφώντας  τὸ  θάνατο  καὶ  τήν  ἀπώλεια  της  ψυχής  τοὺς, χωρίς  νὰ  βλέπουν  οἲ  ἀθλιοι  τὸ  συμφέρόν  τους, τουτοι  δὲ  λογαριάζουν  τὶ  ὑποφέρουν  οἲ  ἀνθρωποι  μετὰ  τὸ  θάνατο  ἀπὸ  τήν  κακία.
89. Η  κακία  εἰναι  πάθος  ποὺ  βρίσκεται  στήν  ὕλη. Της  κακίας  ὀμως  δέν  εἰναι  αἰτιος  ὂ  Θεός. Αὐτός  ἐδωσε  στούς  ἀνθρώπους  γνώση  καὶ  ἐπιτηδειότητα  καὶ  τήν  ἰδιότητα  νὰ  διακρίνουν  τὸ  καλὸ  ἀπὸ  τὸ  κακὸ  καὶ  αὐτεξουσιότητα. Αὐτὸ  ποὺ  γεννα  ὀλα  τὰ  πάθη  της  κακίας  εἰναι  ἢ  ἀμέλεια  καὶ  ἢ  ὀκνηρία  των  ἀνθρώπων.  Ο  Θεός  δέν  φταίει  διόλου  σ΄ αὐτό.  Ἀπὸ  τήν  κακὴ  τους  προαίρεση  οἲ  δαίμονες  ἐγιναν  πονηροί, ὀπως  καὶ  οἲ  περισσότεροι  ἄνθρωποι.
90. Ο  ἀνθρωπος  ποὺ  εἰναι  ἀχώριστος  ἀπὸ  τήν  εὐσέβεια, δέν  ἐπιτρέπει  νὰ  εἰσχωρήσει  κρυφὰ  ἢ  κακία  στήν  ψυχή  του.  Ὀταν  ἀπουσιάζει  ἢ  κακία, τότε  ἢ  ψυχὴ  οὐτε  κίνδυνο  ἔχει, οὐτε  βλάπτεται  ἀπὸ  τίποτε. Τέτοιους  ἀνθρώπους  οὐτε  ἀπαίσιος  δαίμονας, οὐτε  κακὴ  μοίρα  τούς  κυριεύει, γιατὶ  ὂ  Θεός  τούς  γλυτώνει  ἀπὸ  κινδύνους  καὶ  ζουν  χωρίς  νὰ  ὑποστουν  βλάβη, θειοι  καὶ  ἔξοχοι. Καὶ  ἀν  κανείς  ἐπαινέσει  ἐνα  τέτοιον  ἄνθρωπο, αὐτός  γελα  μέσα  τοὺ  γὶ΄ αὐτούς  ποὺ  τόν  ἐπαινοῦν. Καὶ  ἀν  κανείς  τόν  κατηγόρει, δέν  δικαιολογειται  σὲ  ὀσους  τόν  κατηγοροῦν, οὐτε  καν  ἀγανακτει  γιὰ  ὀ,τι  τοὺ  λένε.
91. Η  κακία  ἀκολουθει  τήν  ἀνθρώπινη  φύση  ὀπως  ἡ  σκουριὰ  τὸ  χαλκὸ  καὶ  ἢ  ἀκαθαρσία  τὸ  σῶμα.  Ἀλλὰ  οὐτε  ὂ  χαλκουργός  ἐκανε  τὴ  σκουριά, οὐτε  οἲ  γονεις  τήν  ἀκαθαρσία.  Ἐτσι  οὐτε  τήν  κακία  τήν  ἐκανε  ὂ  Θεός.  Ἐδωσε  γνώση  στόν  ἀνθρωπο  καὶ  δύναμη  νὰ  διακρίνει  γιὰ  νὰ  ἀποφύγει  τὸ  κακό, γνωρίζοντας  ὀτι  βλάπτεται  ἀπὸ  τὸ  κακὸ  καὶ  τιμωρεῖται. Πρόσεχε, λοιπόν, μήπως  δεις  κανένα  νὰ  εἰναι  εὐτυχής  μέσα  σὲ  ἐξουσία  καὶ  πλουτο  καὶ  τόν  καλοτυχίσεις, παρασυρόμενος  ἀπὸ  τόν  δαίμονα.  Ἀλλὰ  εὐθύς  νὰ  βάλεις  τὸ  θάνατο  μπροστὰ  στὰ  μάτια  σοὺ  καὶ  ποτὲ  δέν  θὰ  ἐπιθυμήσεις  κανένα  κακὸ  ἢ  γήινο.
92. Ο  Θεός  μας  στὰ  ἐπουράνια  χάρισε  τήν  ἀθανασία  καὶ  τὰ  ἐπιγεια  τὰ  ἐβαλε  μέσα  στὴ  μεταβολή. Στὸ  συμπαν  δώρισε  ζωὴ  καὶ  κίνηση.  Ὀλα  αὐτὰ  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου. Γὶ΄ αὐτὸ  νὰ  μήν  παρασύρεσαι  ἀπὸ  τὰ  ἐξωτερικὰ  φαινόμενα  τοὺ  βίου  ποὺ  ὑποβάλλει  στὸ  νοὺ  σοὺ  ὂ  διάβολος - γιατὶ  αὐτός  εἰναι  ποὺ  ὑποβάλλει  στήν  ψυχὴ  τίς  πονηρές  ἐνθυμήσεις - , ἀλλὰ  εὐθύς  νὰ  θυμασαι  τὰ  οὐράνια  ἀγαθὰ  καὶ  νὰ  λές  στόν  ἐαυτό  σου : «  Ἀν  θέλω, μπορω  νὰ  νικήσω  κὶ  αὐτὸ  τὸ  πάθος. Δὲ  θὰ  νικήσω  ὀμως  ἀν  θέλω  νὰ  πετύχω  τὴ  δικὴ  μοὺ  ὄρεξη».  Ἐτσι  λοιπόν  νὰ  ἀσκεῖσαι, γιατὶ  ἐτσι  μπορεις  νὰ  σώσεις  τήν  ψυχή  σου.
93.Ζωὴ  εἰναι  ἢ  ἐνωση  καὶ  σχέση  τοὺ  νοῦ, της  ψυχης  καὶ  τοὺ  σώματος.  Ο  θάνατος  δέν  εἰναι  καταστροφὴ  αὐτων  ποὺ  ἑνώθηκαν, ἀλλὰ  διαλυση  της  γνώσεώς  τους. Γιατὶ  μέσα  στὸ  Θεὸ  διατηρουνται  ὀλα  καὶ  μετὰ  τὴ  διαλυσή  τους.
94. Ο  νους  δέν  εἰναι  ψυχή, ἀλλὰ  δωρεὰ  τοὺ  Θεου  ποὺ  σώζει  τήν  ψυχὴ  καὶ  προηγειται  καὶ  τὴ  συμβουλεύει - δηλαδὴ  ὂ  νους  ποὺ  εἰναι  εὐάρεστος  στὸ  Θεό. Τὴ  συμβουλεύει  λοιπόν, τὰ  προσκαιρα  καὶ  ὑλικὰ  καὶ  φθαρτὰ  νὰ  τὰ  καταφρονήσει  καὶ  νὰ  ἐρωτευθει  τὰ  αἰώνια  καὶ  ἀφθαρτα  καὶ  αὐλα  ἀγαθά. Καὶ  ἐνω  θὰ  ζεὶ  μὲ  τὸ  σωμα  στὴ  γῆ, νὰ  κατανοει  μὲ  τὸ  νοὺ  καὶ  νὰ  θεωρει  ὀλα  τὰ  οὐράνια  καὶ  τὰ  σχετικὰ  μὲ  τὸ  Θεό.  Ο  θεοφιλής  νους  λοιπόν  εἰναι  εὐεργέτης  καὶ  σωτηρία  της  ψυχης  τοὺ  ἀνθρώπου.
95. Η  ψυχὴ  ὀταν  ἐνωθει  μὲ  τὸ  σῶμα, εὐθύς  ἀπὸ  λύπη  καὶ  τήν  ἠδονὴ  σκοτίζεται  καὶ  χάνεται. Καὶ  εἰναι  ἢ  λύπη  καὶ  ἢ  ἠδονὴ  σάν  τούς  χυμούς  τοὺ  σώματος.  Ο  νους  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  κάνει  τὸ  ἀντίθετο, στενοχωρει  τὸ  σωμα  καὶ  σώζει  τήν  ψυχή, σάν  γιατρός  ποὺ  κατακόβει  καὶ  καυτηριάζει  τὰ  σώματα.
96. Ὀσες  ψυχές  δέν  ἐχουν  ἠνίοχο  τὸ  λογικὸ  καὶ  δέν  κυβερνιουνται  ἀπὸ  τὸ  νοῦ, γιὰ  νὰ  σφίγγει  καὶ  νὰ  ἀναχαιτίζει  καὶ  νὰ  κυβερνα  τὰ  πάθη  τους, δήλ. τὴ  λύπη  καὶ  τήν  ἡδονή, αὐτές  οἲ  ψυχές  χάνονται  σάν  τὰ  ἀλογα  ζῶα, μὲ  τὸ  νὰ  παρασύρεται  ἢ  λογικὴ  δύναμη  της  ψυχης  ἀπὸ  τὰ  πάθη  σάν  τόν  ἠνίοχο  ποὺ  νικήθηκε  ἀπὸ  τὰ  ἀλογα  τοὺ  ἁμαξιοῦ.
97.Πολὺ  μεγάλη  ἀσθένεια  της  ψυχης  καὶ  ἀφανισμός  καὶ  καταστροφὴ  εἰναι  τὸ  νὰ  μὴ  γνωρίζει  τὸ  Θεό, ποὺ  ὀλα  τὰ  δημιούργησε  γιὰ  τόν  ἀνθρωπο  καὶ  τοὺ  δώρισε  τὸ  νοὺ  καὶ  τὸ  λογικό, μὲ  τὰ  ὁποια  πετώντας  ὂ  ἄνθρωπος, ἐνώνεται  μὲ  τὸ  Θεὸ  καὶ  Τόν  ἐννοει  καὶ  Τόν  δοξάζει.
98. Η  ψυχὴ  βρίσκεται  μέσα  στὸ  σῶμα, στήν  ψυχὴ  βρίσκεται  ὂ  νους  καὶ  μέσα  στὸ  νοὺ  βρίσκεται  τὸ  λογικό. Μὲ  αὐτὰ  στοχαζόμαστε  καὶ  δοξολογουμε  τὸ  Θεό, ὀ   Ὁποιος  παρέχει  στήν  ψυχὴ  τήν  ἀθανασία, τήν  ἀφθαρσία  καὶ  τήν  αἰώνια  ἀπόλαυση.  Ἐπειδὴ  ὂ  Θεός  σὲ  ὀλα  τὰ  ὀντά, μόνο  ἀπὸ  ἀγαθότητα, χάρισε  τήν  ὑπάρξη.
99. Ο  Θεός  ἀφου  ἐκανε  τόν  ἀνθρωπο  αὐτεξούσιο, ὠς  πλουσιόδωρος  καὶ  ἀγαθός  ποὺ  εἶναι, τοὺ  ἐδωσε  καὶ  τὴ  δύναμη, ἀν  θέλει, νὰ  γίνεται  ἀρεστός  σ΄ Αὐτόν. Καὶ  ἀρέσει  στὸ  Θεὸ  τὸ  νὰ  μὴ  ὑπάρχει  κακία  στούς  ἀνθρώπους. Ἀν  τώρα  οἲ  ἀνθρωποι  ἐπαινουν  τὰ  καλὰ  ἐργα  καὶ  τίς  ἀρετές  της  ἁγίας  ψυχης  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  καὶ  κατηγορουν  τίς  αἰσχρές  καὶ  πονηρές  πράξεις, πόσο  μαλλον  ὂ  Θεός, ὀ   Ὁποιος  θέλει  τὴ  σωτηρία  τοὺ  ἀνθρώπου ;
100.Τὰ  ἀγαθὰ  ἀπὸ  τόν  ἀγαθὸ  Θεὸ  τὰ  παίρνει  ὂ  ἄνθρωπος, γὶ΄ αὐτὸ  τὸ  σκοπὸ  καὶ  δημιουργήθηκε  ἀπὸ  τὸ  Θεό. Τὰ  κακὰ  ἐπισύρει  ὂ  ἀνθρωπος  ὂ  ἰδιος  στόν  ἐαυτὸ  τοὺ  ἑξαιτίας  της  κακίας, της  ἐπιθυμίας  καὶ  της  ἀναισθησίάς  του.
101. Η  ἀσυλλόγιστη  ψυχή, ἐνω  εἰναι  ἀθάνατη  καὶ  κυριαρχει  πάνω  στὸ  σῶμα, γίνεται  δούλη  τοὺ  σώματος  μὲ  τίς  ἠδονές  καὶ  δέν  ἐννοει  ὀτι  ἢ  σωματικὴ  ἀπολαυση  εἰναι  βλάβη  της  ψυχῆς. Πέφτοντας  σὲ  ἀναισθησία  καὶ  μωρία, φροντίζει  μόνο  γιὰ  τίς  ἀπολαύσεις  τοὺ  σώματος.
102. Ο  Θεός  εἰναι  ἀγαθός, ὂ  ἀνθρωπος  εἰναι  πονηρός. Κανένα  κακὸ  δέν  ὑπάρχει  στόν  οὐρανό, κανένα  καλὸ  δέν  ὑπάρχει  πάνω  στὴ  γῆ.  Ο  λογικός  ἀνθρωπος  διαλέγει  τὸ  καλύτερο  καὶ γνωρίζει τὸ 
Θεὸ  των  ὀλων  καὶ  Τόν  εὐχαριστει  καὶ  Τόν  ὕμνει, καὶ  ὀσο  ζεὶ  ἀποστρέφεται  τὸ  σωμα  τοὺ  καὶ  δέν  ἐπιτρέπει  στόν  ἐαυτὸ  τοὺ  νὰ  ἐκτελέσει  τίς  πονηρές  ἐπιθυμίές  του, γιατὶ  γνωρίζει  ὀτι  ἐχουν  τὴ  δύναμη  νὰ  ὁδηγουν  τόν  ἀνθρωπο  στήν  ἀπώλεια.
103. Ο  πονηρός  ἀνθρωπος  ἀγαπα  τήν  πλεονεξία  καὶ  περιφρονει  τὴ  δικαιοσύνη  καὶ  τήν  ἀρετή, καὶ  οὐτε  τήν  ἀβεβαιότητα  καὶ  τήν  ἀκαταστασία  καὶ  τὸ  λιγόχρονο  της  ζωης  συλλογίζεται, οὐτε  τόν  θάνατο  ποὺ  εἰναι  ἀναπόφευκτος  καὶ  δέν  μπορει  κανείς  μὲ  δωρα  νὰ  τόν  δελεάσει.  Ἀν  εἰναι  γέροντας  αἰσχρός  καὶ  ἀσυλλόγιστος, τότε  εἰναι  σάν  τὸ  σάπιο  ξύλο  ποὺ  δέν  μπορει  νὰ  χρησιμοποιηθει  σὲ  τίποτε.
104. Ὀταν  ἐχομε  πρωτα  δοκιμάσει  ἐκεινα  ποὺ  μας  λυπουν  καὶ  μας  στενοχωροῦν, τότε  αἰσθανόμαστε  τὴ  χαρὰ  καὶ  τήν  ἡδονή. Λόγου  χάρη, δέν  πίνει  κανείς  εὐχάριστα  ἀν  δέν  διψάσει, οὐτε  τρώει  εὐχάριστα  ἀν  δέν  πεινάσει, οὐτε  κοιμαται  μ΄ εὐχαρίστηση  ἀν  δὲ  νυστάξει  πάρα  πολύ, οὐτε  χαίρεται  πραγματικὰ  ἀν  πρωτύτερα  δὲ  λυπηθεῖ.  Ἐτσι  οὐτε  τὰ  αἰώνια  ἀγαθὰ  θὰ  ἀπολαύσομε  ἀν  δέν  καταφρονήσομε  τὰ  προσκαιρα  καὶ  λιγόκαιρα.
105.Τὸ  λογικὸ  εἰναι  ὑπηρέτης  τοὺ  νοῦ. | Ο,τι  θέλει  ὂ  νοῦς, ἐξηγει  καὶ  ἐκφράζει  τὸ  λογικό.
106. Ο  νους  βλέπει  τὰ  πάντα, ἀκόμα  καὶ  τὰ  ἐπουράνια, τίποτε  δέν  τόν  σκοτεινιάζει  παρὰ  μόνο  ἢ  ἁμαρτία. Στόν  καθαρὸ  νοὺ  τίποτε  δέν  εἰναι  ἀκατανόητο, ὀπως  καὶ  γιὰ  τόν  λόγο  τίποτε  δέν  ὑπάρχει  ποὺ  νὰ  μήν  μπορει  νὰ  τὸ  ἐκφράσει.
107. Ο  ἀνθρωπος  ἑξαιτίας  τοὺ  σώματος  εἰναι  θνητός, ἀλλὰ  ἑξαιτίας  τοὺ  νοὺ  καὶ  τοὺ  λογικου  εἰναι  ἀθάνατος.  Ἐνω  σωπαίνεις  σκέφτεσαι, κὶ  ὀταν  σκεφτεις  μιλᾶς, γιατὶ  μέσα  στὴ  σιωπὴ  ὂ  νους  γεννα  τὸ  λόγο. Εὐχάριστος  λόγος  ποὺ  προσφέρεται  στὸ  Θεό, εἰναι  σωτηρία  τοὺ  ἀνθρώπου.
108. Ἐκεινος  ποὺ  μιλάει  τὰ  ἀσυλλόγιστα  δέν  ἐχει  νοῦ, γιατὶ  δὲ  μιλα  ἐπειτα  ἀπὸ  σκέψη.  Ἀλλὰ  σκέψου  καὶ  κοίταξε  τὶ  συμφέρει  νὰ  κάνεις  γιὰ  τὴ  σωτηρία  της  ψυχής  σού.
109. Ο  λόγος  ποὺ  βγαίνει  ἀπὸ  τὸ  νοὺ  ἐπειτα  ἀπὸ  σκέψη  καὶ  εἰναι  ψυχωφελής, εἰναι  δωρεὰ  τοὺ  Θεοῦ.  Ἀντίθετα, ὂ  λόγος  ποὺ  εἰναι  γεμάτος  φλυαρία  καὶ  συζητει  γιὰ  τὸ  μέγεθος  καὶ  τίς  διαστάσεις  τοὺ  οὐρανου  καὶ  της  γης  καὶ  πόσο  μεγάλος  εἰναι  ὂ  ἡλιος  καὶ  τὰ  ἄστρα, εἰναι  ἐφεύρημα  ἀνθρώπου  ποὺ  ματαιοπόνει. Γιατὶ  ζητα  ἐκεινα  ποὺ  δέν  ὠφελοῦν, κομπάζοντας  μάταια, σάν  νὰ  θέλει  νὰ  ἀντλήσει  νερὸ  μὲ  τὸ  κόσκινο. Αὐτὰ  ὀμως  δέν  εἰναι  δυνατὸ  νὰ  τὰ  βρουν  οἲ  ἄνθρωποι.
110.Κανένας  δὲ  βλέπει  τόν  οὐρανὸ  καὶ  δέν  μπορει  νὰ  ἐννοήσει  ὀσα  αὐτός  περιέχει, παρὰ  μόνο  ὂ  ἀνθρωπος  ποὺ  φροντίζει  νὰ  ζεὶ  ἐνάρετα  καὶ  συλλογίζεται  καὶ  δοξάζει   Ἐκεινον  ποὺ  τόν  ἐπλασε  γιὰ  νὰ  τόν  σώσει  καὶ  νὰ  τοὺ  χαρίσει  τὴ  ζωή. Γιατὶ  γνωρίζει  αὐτός  ὂ  ἀνθρωπος  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  ὀτι  χωρίς  τὸ  Θεὸ  τίποτε  δέν  ὑπάρχει.  Ο  Θεός  εἰναι  σὲ  κάθε  τόπο  καὶ  σὲ  κάθε  πράγμα, ἐπειδὴ  εἰναι  ἀπεριόριστος.
111. Ὀπως  βγαίνει  ὂ  ἀνθρωπος  ἀπὸ  τήν  κοιλιὰ  της  μητέράς  του, ἐτσι  βγαίνει  γυμνὴ  καὶ  ἢ  ψυχὴ  ἀπὸ  τὸ  σῶμα.  Ἀλλη  καθαρὴ  καὶ  φωτεινή, ἀλλη  λερωμένη  ἀπὸ  τὰ  σφάλματα  καὶ  ἀλλη  μαύρη  ἀπὸ  τίς  πολλές  ἁμαρτίές  της. Γὶ΄ αὐτὸ  ἢ  ψυχὴ  ποὺ  χρησιμοποιει  ὀρθὰ  τὸ  λογικὸ  της  καὶ  ἀγαπα  τὸ  Θεό, βάζει  στὸ  νοὺ  της  καὶ  συλλογίζεται  τὰ  μετὰ  θάνατον  κακὰ  καὶ  ζεὶ  μὲ  εὐσέβεια  γιὰ  νὰ  μήν  καταδικαστει  καὶ  πέσει  μέσα  σ΄ αὐτά.  Ἐκεινοι  ποὺ  ἀπιστοῦν, ζουν  μὲ  ἀσέβεια  καὶ  ἁμαρτάνουν, περιφρονώντας  οἲ  ἀνόητοι  τὰ  μετὰ  θάνατον.
112. Ὀπως  ὀταν  βγεὶ  ὂ  ἀνθρωπος  ἀπὸ  τήν  κοιλιὰ  της  μητέρας  τοὺ  δέν  θυμαται  τίποτε  ἀπὸ  τὴ  ζωὴ  ποὺ  εἰχε  ἐκεῖ, ἐτσι  καὶ  ὀταν  βγεις  ἀπὸ  τὸ  σωμα  δέν  θυμασαι  τὰ  τοὺ  σώματος.
113. Ὀπως  ὀταν  βγεις  ἀπὸ  τήν  κοιλιὰ  της  μητέράς  σου, γίνεται  καλύτερο  καὶ  μεγαλύτερο  τὸ  σωμά  σου, ἐτσι  ὀταν  βγεις  ἀπὸ  τὸ  σωμα  καθαρός  καὶ  χωρίς  κηλίδες, θὰ  εἰσαι  καλύτερος  καὶ  ἀφθαρτος  διαμένοντας  στούς  οὐρανούς.
114. Ὀπως  ὀταν  τελειοποιηθει  τὸ  ἐμβρυο  μέσα  στήν  κοιλιὰ  της  μητέρας, εἰναι  ἀναγκη  νὰ  γεννηθεῖ, ἐτσι  καὶ  ἢ  ψυχὴ  ὀταν  συμπληρώσει  μέσα  στὸ  σωμα  τὸ  ὀριο  ποὺ  ἐχει  θέσει  ὂ  Θεός, εἰναι  ἀναγκη  νὰ  βγεὶ  ἀπὸ  τὸ  σῶμα.
115. Ὀπως  μεταχειριστεις  τήν  ψυχὴ  σοὺ  ὀσο  βρίσκεται  στὸ  σωμά  σου, κατὰ  τόν  ἰδιο  τρόπο  θὰ  σὲ  μεταχειριστει  καὶ  αὐτὴ  ὀταν  βγεὶ  ἀπὸ  τὸ  σῶμα.  Ἐκεινος  ποὺ  περιποιήθηκε  τὸ  σωμα  τοὺ  πλούσια  καὶ  τρυφηλά, προξενει  κακὸ  στόν  ἐαυτὸ  τοὺ  μετὰ  τὸ  θάνατο, γιατὶ  καταδίκασε  τήν  ψυχὴ  τοὺ  ὠς  ἀνόητος.
116. Ὀπως  τὸ  ἐμβρυο  ὀταν  βγεὶ  ἀπὸ  τήν  κοιλιὰ  της  μητέρας  τοὺ  προωρα  δέν  μπορει  νὰ  ἐπιβιώσει, ἐτσι  καὶ  ἢ  ψυχὴ  ὀταν  βγεὶ  ἀπὸ  τὸ  σωμα  χωρίς  νὰ  ἐχει  φτάσει  στὴ  γνώση  τοὺ  Θεου  μὲ  τήν  ἐνάρετη  ζωή  της, δέν  μπορει  νὰ  σωθει  ἢ  νὰ  ἐνωθει  μὲ  τὸ  Θεό.
117.Τὸ  σωμα  ὀταν  ἐνώνεται  μὲ  τήν  ψυχή, βγαίνει  ἀπὸ  τὸ  σκοτάδι  της  κοιλιας  στὸ  φῶς. Καὶ  ἢ  ψυχὴ  ὀταν  ἐνώνεται  μὲ  τὸ  σῶμα, δεσμεύεται  στὸ  σκοτάδι  τοὺ  σώματος. Γὶ΄ αὐτὸ  πρέπει  νὰ  μισουμε  καὶ  νὰ  παιδεύομε  τὸ  σωμα  σάν  ἐχθρὸ  καὶ  ἀντιπαλο  της  ψυχῆς. Γιατὶ  τὰ  ἀφθονα  καὶ  ὀρεκτικὰ  φαγητὰ  διεγείρουν  τὰ  πάθη  της  κακίας  στούς  ἀνθρώπους, ἐνω  ἢ  ἐγκράτεια  στὸ  φαγητὸ  μετριάζει  τὰ  πάθη  καὶ  σώζει  τήν  ψυχή.
118. Η  ὀραση  τοὺ  σώματος  εἰναι  τὰ  μάτια  ἐνω  ἢ  ὀραση  της  ψυχης  εἶναι ὂ  νοῦς. Καὶ  ὀπως  τὸ  σωμα  χωρίς  μάτια  εἰναι  τυφλὸ  καὶ  δὲ  βλέπει  τόν  ἡλιο  ποὺ  φωτίζει  τὴ  γὴ  καὶ  τὴ  θάλασσα, ἐτσι  καὶ  ἢ  ψυχὴ  ποὺ  δέν  ἐχει  καλὸ  καὶ  φρόνιμο  νοὺ  καὶ  ἐνάρετη  ζωή, εἰναι  τυφλὴ  καὶ  δέν  κατανοει  τὸ  Θεό, τὸ  δημιουργὸ  καὶ  εὐεργέτη  των  ὅλων, οὐτε  Τόν  δοξάζει, οὐτε  μπορει  νὰ  ἀπολαύσει  τήν  ἀφθαρσία  Τοὺ  καὶ  τὰ  αἰώνια  ἀγαθά.
119. Ἀναισθησία  καὶ  μωρία  της  ψυχης  εἰναι  ἢ  ἁγνοια  τοὺ  Θεοῦ. Γιατὶ  τὸ  κακὸ  γεννιέται  ἀπὸ  τήν  ἄγνοια, ἐνω  τὸ  ἀγαθὸ  ἐρχεται  στούς  ἀνθρώπους  ἀπὸ  τὴ  γνώση  τοὺ  Θεου  καὶ  σώζει  τήν  ψυχή.  Ἀν  λοιπόν  δέν  προσπαθεις  νὰ  πραγματοποιεις  τὰ  δικὰ  σοὺ  θελήματα, ἀλλὰ  παραμένεις  ἀγρυπνος  καὶ  γνωρίζεις  τὸ  θέλημα  τοὺ  Θεοῦ, τότε  ἐχεις  τὸ  νοὺ  σοὺ  προσηλωμένο  στίς  ἀρετές.  Ἀν  ὀμως  φροντίζεις  νὰ  κάνεις  τίς  κακές  σοὺ  ἐπιθυμίες  γιὰ  χάρη  της  ἡδονῆς, τότε  εἰσαι  σάν  μεθυσμένος  ἀπὸ  τήν  ἁγνοια  τοὺ  Θεου   καὶ  χάνεσαι  σάν  τὰ  ἀλογα  ζῶα, γιατὶ  δέν  συλλογίζεσαι  τίς  μετὰ  θάνατον  τιμωρίες.
120.Προνοια  εἰναι  ἐκεινα  ποὺ  γίνονται  κατὰ  θεία  φυσικὴ  αἰτία, ὀπως  ἢ  ἀνατολὴ  καὶ  δύση  τοὺ  ἡλίου  καθημερινὰ  καὶ  ἢ  καρποφορία  της  γής.  Ἐτσι  καὶ  ὂ  νόμος  λέγεται  ἐκεινο  ποὺ  γίνεται  συμφωνα  μὲ  μιὰ  ἀνθρώπινη  φυσικὴ  ἀνάγκη.  Ὀλα  ἐγιναν  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου.
121. Ὀσα  κάνει  ὂ  Θεός, ἐπειδὴ  εἰναι  ἀγαθός, τὰ  κάνει  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου. | Ὀσα  κάνει  ὂ  ἀνθρωπος  εἰτε  καλὰ  εἰτε  κακά, τὰ  κάνει  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἐαυτού  του. Καὶ  γιὰ  νὰ  μὴ  θαυμάζεις  τήν  εὐτυχία  των  κακων  ἀνθρώπων, ἐχε  ὑπόψη  σοὺ  ὀτι  καὶ  οἲ  πόλεις  διατηρουν  καὶ  τρέφουν  τούς  δήμιους  χωρίς  νὰ  τούς  ἐπαινουν  γιὰ  τήν  κακὴ  τους  ἰδιότητα, ἀλλὰ  μὲ  αὐτούς  τιμωρουν  τούς  κακοποιούς.  Ἐτσι  καὶ  ὂ  Θεός  ἐπιτρέπει  στούς  κακούς  νὰ  φέρονται  δυναστικὰ  στούς  ἄλλους, ὠστε  μὲ  αὐτούς  νὰ  τιμωρουνται  οἲ  ἀσεβεῖς. Στὸ  τέλος  κὶ  αὐτούς  τούς  καταδικάζει, ἐπειδὴ  τυράννησαν  τούς  ἀνθρώπους  ὀχι  ὠς  ὑπηρέτες  τοὺ  Θεοῦ, ἀλλὰ  ὠς  δουλοι  της  δικης  τους  κακίας.
122. Ἀν  οἲ  εἰδωλολάτρες  γνώριζαν  τὶ  σέβονται, δέν  θὰ  πλανιόταν  οἲ  ἀθλιοι  μακριὰ  ἀπὸ  τήν  ἀληθινὴ  πίστη, ἀλλὰ  βλέποντας  τήν  εὐπρέπεια  καὶ  τήν  τάξη  καὶ  τήν  προνοια  ἐκείνων  ποὺ  ἐκανε  καὶ  κάνει  συνεχως  ὂ  Θεός, θὰ  γνώριζαν   Ἐκεινον  ποὺ  ἐκανε  ὀλα  αὐτὰ  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου.
123. Ο  ἀνθρωπος  σάν  κακός  καὶ  ἀδικος  ποὺ  εἶναι, μπορει  καὶ  νὰ  σκοτώσει  ἄνθρωπο.  Ο  Θεός  ὀμως  δέν  παύει  νὰ  χαρίζει  ζωὴ  στούς  ἀνάξιους.  Ὠς    πλουσιόδωρος  καὶ  ἀγαθός  ἀπὸ  τὴ  φύση  Του, θέλησε  νὰ  γίνει  ὂ  κόσμος  καὶ  ἔγινε. Καὶ  αὐτὸ  γίνεται  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου  καὶ  γιὰ  τὴ  σωτηρία  του.
124. Ἀνθρωπος  εἰναι  ἐκεινος  ποὺ  ἐννόησε  τὶ  εἰναι  τὸ  σῶμα, ὀτι  δηλαδὴ  εἰναι  φθαρτὸ  καὶ  λιγόχρονο.  Ἐνας  τέτοιος  ἀνθρωπος  ἐννοει  καὶ  τήν  ψυχὴ  ὀτι  ἐχει  θεΐκη  καταγωγή, ὀτι  εἰναι  ἀθάνατη  καὶ  πνοὴ  τοὺ  Θεου  καὶ  ὀτι  γιὰ  δοκιμασία  καὶ  θέωση  συνδέθηκε  μὲ  τὸ  σῶμα. Ἐκεινος  ποὺ  ἐννόησε  τὶ  εἶναι ἢ  ψυχή, ζεὶ  μὲ  σωστὸ  καὶ  θεάρεστο  τρόπο  καὶ  δέν  ὑπακούει  στὸ  σωμά  του, ἀλλὰ  βλέποντας  νοερὰ  τὸ  Θεό, σκέφτεται  καὶ  τὰ  αἰώνια  ἀγαθὰ  ποὺ  χαρίζει  ὂ  Θεός  στήν  ψυχή.
125. Ο  Θεός  ὠς  ἀγαθός  καὶ  πλουσιόδωρος, ἐδωσε  στόν  ἀνθρωπο  τὸ  δικαίωμα  καὶ  τήν  ἐλευθερία  νὰ  κάνει  τὸ  καλὸ  ἢ  τὸ  κακό. Τοὺ  ἐδωσε  ἀκόμη  καὶ  γνώση  γιὰ  νὰ  παρατηρει  τόν  κόσμο  καὶ  τὰ  δημιουργήματα  καὶ  νὰ  γνωρίσει   Ἐκεινον  ποὺ  ὀλα  τὰ  δημιούργησε  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου. Στὸ  βέβηλο  ὀμως  καὶ  ἀσεβῆ, ἐπιτρέπεται  νὰ  θέλει  καὶ  νὰ  μήν  ἐννοει  τὸ  Θεό. Μπορει  δηλαδὴ  καὶ  νὰ  ἀπιστει  καὶ  νὰ  μήν  κατορθώνει  νὰ  μάθει  τήν  ἀλήθεια  καὶ  νὰ  φρονει  ἀντιθετα  πρός  αὐτή. Τόση  ἐξουσία  ἐχει  ὂ  ἀνθρωπος  πάνω  στὸ  καλὸ  καὶ  στὸ  κακό.
126.Προσταγὴ  τοὺ  Θεου  εἶναι, ὀσο  μεγαλώνει  τὸ  σῶμα, νὰ  γεμίζει  ἢ  ψυχὴ  ἀπὸ  νοῦ, γιὰ  νὰ  βλέπει  ὂ  ἀνθρωπος  τὸ  καλὸ  καὶ  τὸ  κακὸ  καὶ  νὰ  διαλέξει.  Η  ψυχὴ  ὀμως  ποὺ  δέν  διαλέγει  τὸ  καλό, δέν  ἐχει  νοῦ.  Ἐπομένως  ὀλα  τὰ  σώματα  ἐχουν  ψυχή, ὀλες  οἲ  ψυχές  ὀμως  δέν  ἐχουν  νοῦ. Γιατὶ  ὂ  νους  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  ὑπάρχει  στούς  φρόνιμους  καὶ  ὀσιους  καὶ  δίκαιους  καὶ  καθαρούς  καὶ  ἀγαθούς  καὶ  ἐλεήμονες  καὶ  εὐσεβεῖς. Καὶ  ἢ  παρουσία  τέτοιου  νοὺ  βοηθα  τόν  ἀνθρωπο  νὰ  πλησιάσει  τὸ  Θεό.
127. Ἐνα  πράγμα  μόνο  δέν  εἰναι  δυνατὸ  στόν  ἄνθρωπο, τὸ  νὰ  εἰναι  ἀθάνατος ( δηλαδὴ  κατὰ  τὸ  σῶμα, ἐπειδὴ  ἢ  ψυχὴ  εἰναι  ἀθάνατη, ἀλλὰ  καὶ  τὸ  σωμα  μετὰ  τήν  ἀνασταση  των  νεκρων  θὰ  γίνει  ἀθάνατο). Νὰ  ἐνωθει  ὀμως  μὲ  τὸ  Θεὸ  τοὺ  εἰναι  δυνατό, ἀν  καταλάβει  ὀτι  μπορει  νὰ  ἑνωθεῖ. Γιατὶ  ὂ  ἀνθρωπος  ποὺ  θέλει  καὶ  στοχάζεται  καὶ  πιστεύει  καὶ  ἀγάπα, μὲ  τήν  ἐνάρετη  ζωὴ  τοὺ  γίνεται  ἀχώριστος  συντροφος  τοὺ  Θεοῦ.
128.Τὸ  μάτι  τοὺ  ἀνθρώπου  μόνο  τὰ  φαινόμενα  καὶ  ὀρατὰ  βλέπει.  Ο  νους  παρατηρει  καὶ  ἐννοει  τὰ  ἀόρατα. Γιατὶ  ὂ  νους  ποὺ  ἀγαπα  τὸ  Θεὸ  εἰναι  φως  της  ψυχης  καὶ  ὁποιος  ἐχει  νοὺ  θεοφιλῆ, εἰναι  φωτισμένη  ἢ  καρδιὰ  τοὺ  καὶ  βλέπει  τὸ  Θεὸ  νοερά.
129.Κανένας  ἀγαθός  ἀνθρωπος  δέν  εἰναι  αἰσχρός.  Ἀλλὰ  ἐκεινος  ποὺ  δέν  εἰναι  καλός, εἰναι  ὀπωσδήποτε  κακός  καὶ  φίλος  τοὺ  σώματος. Πρώτη  ἀρετὴ  τοὺ  ἀνθρώπου  εἰναι  ἢ  περιφρόνηση  της  σάρκας. Γιατὶ  ὂ  ἀποχωρισμός  ἀπὸ  τὰ  προσκαιρα  καὶ  φθαρτὰ  καὶ  ὑλικά, ποὺ  γίνεται  μὲ  τὴ  θέληση  μας  καὶ  ὀχι  ἑξαιτίας  της  φτώχειας, μας  κάνει  κληρονόμους  των  αἰώνων  καὶ  ἀθανάτων  ἀγαθῶν.
130. Ο  ἀνθρωπος  ποὺ  ἐχει  νοὺ  γνωρίζει  τόν  ἐαυτὸ  τοὺ  τὶ  εἶναι, ὀτι  δηλαδὴ  ὠς  ἀνθρωπος  εἰναι  φθαρτός.  Ἐκεινος  ποὺ  γνωρίζει  τόν  ἑαυτό του, γνωρίζει  ὀτι  ὀλα  εἰναι  δημιουργήματα  τοὺ  Θεου  καὶ  δημιουργήθηκαν  γιὰ  τὴ  σωτηρία  τοὺ  ἀνθρώπου. Εἰναι  στήν  ἐξουσία  τοὺ  ἀνθρώπου  νὰ  ἐννοήσει  τὰ  πάντα  καὶ  νὰ  πιστέψει  σωστά. Καὶ  γνωρίζει  ἀσφαλως  ἐνας  τέτοιος  ἀνθρωπος  ὀτι  ἐκεινοι  ποὺ  περιφρονουν  τὰ  βιοτικὰ  πράγματα  ἐλάχιστα  κοπιάζουν, ἐνω  κερδίζουν  ἀπολαυση  καὶ  ἀναπαυση  αἰώνια  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  μετὰ  τὸ  θάνατο.
131. Ὀπως  τὸ  σωμα  χωρίς  τήν  ψυχὴ  εἰναι  νεκρό, ἐτσι  καὶ  ἢ  ψυχὴ  χωρίς  τήν  ἐπιτηδειότητα  νὰ  νόει, εἰναι  ἀκαλλιέργητη  καὶ  ἀχρηστη  καὶ  δέν  μπορει  νὰ  γίνει  κληρονόμος  τοὺ  Θεοῦ.
132. Ἂπ΄ ὀλα  τὰ  δημιουργήματα  ὂ  Θεός  ἀκούει  μόνο  τόν  ἄνθρωπο, μόνο  στόν  ἀνθρωπο  φανερώνεται. Φιλάνθρωπος  εἰναι  ὂ  Θεός  ὀπου  καὶ  ἀν  εἰναι  καὶ  φέρεται  παντοτε  ὠς  Θεός. Μόνον  ὂ  ἀνθρωπος  εἰναι  ἀντάξιος  προσκυνητής  τοὺ  Θεοῦ. Γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου  ὂ  Θεός  μεταμορφώνεται.
133. Ο  Θεός  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου  ἐπλασε  τὰ  πάντα, τόν  οὐρανὸ  μὲ  τὰ  οὐράνια  σώματα  ποὺ  τόν  στολίζουν, ὀπως  καὶ  τὴ  γὴ  ποὺ  οἲ  ἀνθρωποι  καλλιεργουν  γιὰ  τόν  ἐαυτό  τους.  Ἐκεινοι  ποὺ  δέν  αἰσθάνονται  τήν  τόσο  μεγάλη  προνοια  τοὺ  Θεοῦ, εἰναι  ἀνόητοι.
134.Τὸ  καλὸ  δὲ  φαίνεται, ὀπως  καὶ  τὰ  οὐράνια. Τὸ  κακὸ  εἰναι  φανερό, ὀπως  καὶ  τὰ  ἐπίγεια. Καλὸ  εἰναι  ἐκεινο  ποὺ  δέν  συγκρίνεται  μὲ  τίποτε.  Ο  ἀνθρωπος  ποὺ  ἐχει  φρόνηση  διαλέγει  τὸ  καλύτερο. Γιατὶ  μόνον  ὂ  ἀνθρωπος  μπορει  νὰ  ἐννοήσει  τὸ  Θεὸ  καὶ  τὰ  δημιουργήματά  Του.
135. Ο  νους  φανερώνεται  μέσα  στήν  ψυχή, ἐνω  ἢ  ὑλικὴ  φύση  φανερώνεται  στὸ  σῶμα.  Ο  νους  φέρνει  σὲ  θέωση  τήν  ψυχή, ἐνω  ἢ  ὑλικὴ  φύση  τοὺ  σώματος  διαλύεται. Καὶ  σὲ  κάθε  σωμα  ὑπάρχει  ὑλικὴ  σύσταση, δέν  ὑπάρχει  ὀμως  καὶ  σὲ κάθε  ψυχὴ  φρόνηση. Γὶ΄ αὐτὸ  τὸ  λόγο  καὶ  δέν  σώζεται  κάθε  ψυχή.
136. Η  ψυχὴ  εἰναι  στόν  κόσμο, γιατὶ  εἰναι  γεννημένη, ἐνω  ὂ  νους  εἰναι  παραπάνω  ἀπὸ  τόν  κόσμο, γιατὶ  εἰναι  ἀγέννητος.  Η  ψυχὴ  ὀμως  ποὺ  ἀντιλαμβάνεται  τὰ  πράγματα  τοὺ  κόσμου  καὶ  ἐπιθυμει  νὰ  σωθεῖ, κάθε  στιγμὴ  ἐχει  ἐνα  νόμο  ἀπαράβατο  καὶ  συλλογίζεται  ὀτι  τώρα  εἰναι  ὂ  ἀγώνας, τώρα  δίνει  ἐξετάσεις  καὶ  δέν  ἐπιτρέπεται  νὰ  διακόψει  τόν  κριτή, σκέφτεται  ὀτι  ἢ  ψυχὴ  σώζεται  ἢ  χάνεται  γιὰ  μιὰ  μικρὴ  καὶ  αἰσχρὴ  ἡδονή.
137.Στὴ  γὴ  δημιουργήθηκε  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  γέννηση  καὶ  θάνατος, ἐνω  στόν  οὐρανὸ  προνοια  καὶ  τὸ  ἀμετάβλητο. Καὶ  ὀλα  ἐγιναν  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου  καὶ  γιὰ  τὴ  σωτηρία  του. Γιατὶ  ὂ  Θεός  ἐνω  δέν  ἐχει  ἀναγκη  ἀπὸ  τίποτε, δημιούργησε  γιὰ  τούς  ἀνθρώπους  τόν  οὐρανὸ  καὶ  τὴ  γὴ  καὶ  τὰ  στοιχεια  τοὺ  κόσμου, προσπαθώντας  νὰ  τούς  ἑξασφαλίσει  μ΄ αὐτὰ  τήν  ἀπολαυση  κάθε  ἀγαθοῦ.
138.Τὰ  θνητὰ  εἰναι  κατώτερα  ἀπὸ  τὰ  ἀθάνατα.  Ἀλλὰ  τὰ  ἀθάνατα  ὑπηρετουν  τὰ  θνητά, μὲ  ἀλλα  λόγια  τὰ  στοιχεια  της  φύσεως  ἐγιναν  γιὰ  τόν  ἄνθρωπο, ἑξαιτίας  της  φιλανθρωπίας  καὶ  της  φυσικης  ἀγαθότητας  τοὺ  Δημιουργου  Θεοῦ.
139. Ὁποιος  ἐγινε  φτωχός  καὶ  δέν  μπορει  νὰ  βλάψει, δέν  λογαριάζεται  ὠς  εὐσεβής  στήν  πράξη.  Ἐκεινος  τώρα  ποὺ  μπορει  νὰ  βλάψει  καὶ  ὀμως  τὴ  δύναμη  τοὺ  δέν  τήν  μεταχειρίζεται  γιὰ  τὸ  κακό, ἀλλὰ  λυπαται  τούς  ἀνθρώπους  ποὺ  στέκουν  χαμηλότερα, ἑξαιτίας  της  εὐσεβείας  τοὺ  πρός  τὸ  Θεό, αὐτός  δέχεται  ἀμοιβές  ὠφέλιμες  στὴ  ζωὴ  καὶ  μετὰ  τὸ  θάνατο.
140.Πολλοὶ  εἰναι  οἲ  δρόμοι  της  σωτηρίας  των  ἀνθρώπων  ἀπὸ  φιλανθρωπία  τοὺ  Θεοῦ. Γίνονται  δρόμοι  ἐπιστροφης  των  ψυχων  ποὺ  τίς  ἀνεβάζουν  στούς  οὐρανούς. Καὶ  οἲ  ψυχές  των  ἀνθρώπων  παίρνουν  μετὰ  τὸ  θάνατο  ἀμοιβές  γιὰ  τήν  ἀρετὴ  τους  καὶ  τιμωρίες  γιὰ  τὰ  ἁμαρτήματά  τους.
141. Ο  Υἱός  εἰναι  μέσα  στόν  Πατέρα, τὸ  Πνευμα  μέσα  στόν  Υἱὸ  καὶ  ὂ  Πατέρας  μέσα  στόν  Υἱὸ  καὶ  τὸ  Πνεῦμα. Καὶ  μὲ  τήν  πίστη  γνωρίζει  ὂ  ἀνθρωπος  ὀλα  τὰ  ἀόρατα  καὶ  νοητά. Πίστη  εἰναι  ἢ  θεληματικὴ  συγκατάθεση  της  ψυχῆς.
142. Ἐκεινοι  ποὺ  γιὰ  κάποιους  λόγους  ἢ  δύσκολες  περιστάσεις  ἀναγκάζονται  νὰ  κολυμπήσουν  καὶ  στὰ  μεγαλύτερα  ποτάμια, ἀν  εἰναι  προσεκτικοὶ  σώζονται, γιατὶ  κὶ  ἀν  τὰ  ρεύματα  τυχαίνει  νὰ  εἰναι  ὀρμητικὰ  καὶ  μπορουν  νὰ  τούς  καταπιοῦν, πιάνονται  ἀπὸ  ὀ,τιδήποτε  φυτρώνει  στήν  ὀχθη  καὶ  σώζονται.  Ὀσοι  ὀμως  βρέθηκαν  μεθυσμένοι    ( ὀταν  παρουσιάστηκε  ἢ  ἀναγκη  νὰ  πέσουν  στὸ  ποτάμι ), ἀκόμη  καὶ  ἀν  ἐχουν  σπουδάσει  ἀπειρες  φορές  στήν  ἐντέλεια  τὸ  κολύμπι, βουλίαζουν  κάτω  ἀπὸ  τὸ  ρευμα  καὶ  βγαίνουν  ἀπὸ  τόν  κύκλο  των  ζωντανῶν.     Ἐτσι   καὶ  ἢ  ψυχὴ  ὀταν  πέσει  μέσα  στόν  παρασυρμὸ  καὶ  τόν  παραδαρμὸ  των  ρευμάτων  τοὺ  βίου, ἀν  δέν  ξεζαλιστει  ἀπὸ  τήν  κακία  των  ὑλικων  πραγμάτων  καὶ  δὲ  σκεφτει  καλὰ  ὀτι  ἐνω  εἰναι  θεΐκη  καὶ  ἀθάνατη  συνδέθηκε  μὲ  τὸ  λιγόχρονο  καὶ  πολυπαθές  καὶ  θνητὸ  σωμα  γιὰ  νὰ  δοκιμαστεῖ, τραβιέται  πρός  τὰ  κάτω  ἀπὸ τίς  σωματικές  ἠδονές  στήν  ἀπώλεια. Καὶ  περιφρονώντας  τόν  ἐαυτὸ  της  καὶ  μεθυσμένη  ἀπὸ  τήν  ἁγνοια  τοὺ  Θεου  καὶ  μὴ  ἐχοντας  συναίσθηση  τοὺ  ἐαυτού  τῆς, χάνεται  καὶ  βγαίνει  ἀπὸ  τόν  κύκλο  ἐκείνων  ποὺ  σώζονται. Γιατὶ  τὸ  σωμα  πολλές  φορές  σάν  ποτάμι  μας  συμπαρασύρει  σὲ  ἀτοπες  ἡδονές.
143. Η  λογικὴ  ψυχὴ  ποὺ  εἰναι  στερεωμένη  πάνω  στήν  καλὴ  της  προαίρεση, διευθύνει  σάν  καλός  ἠνίοχος  τὸ  συναίσθημα  καὶ  τήν  ἐπιθυμία, τὰ  παραλογα  πάθη  της, καὶ  ἀφου  τὰ  νικήσει  καὶ  τὰ  συγκρατήσει  καὶ  κυριαρχήσει  πάνω  σ΄ αὐτά, στεφανώνεται  καὶ  ἀξιώνεται  τοὺ  ἐπουρανίου  τρόπου  ζωῆς, παίρνοντας  τον  ὠς  ἀμοιβὴ  της  νίκης  ἀπὸ  τὸ  Δημιουργὸ  της  Θεό.
144. Η  πραγματικὰ  λογικὴ  ψυχή, ὀταν  βλέπει  ὀτι  οἲ  πονηροὶ  εἰναι  εὐτυχεις  καὶ  οἲ  ἀναξιοι  καλοπερνοῦν, δέν  θορυβειται  ὀπως  κάνουν  οἲ  ἀπερίσκεπτοι  ἄνθρωποι. Γιατὶ  γνωρίζει  καλὰ  ὀτι  ἢ  τύχη  εἰναι  ἀστατη  καὶ  ὂ  βίος  εἰναι  ἀβέβαιος  καὶ  σκοτεινός  καὶ  ἢ  ζωὴ  λιγόχρονη  καὶ  ἢ  θεία  δίκη  ἀδωροδόκητη. Καὶ  πιστεύει  μιὰ  τέτοια  ψυχὴ  ὀτι  δέν  τήν  ἐχει  παραμελήσει  ὂ  Θεός, ἀλλὰ  της  χορηγει  τήν  τροφὴ  ποὺ  χρειάζεται.
145. Η  σωματικὴ  ζωὴ  καὶ  ἢ  ἀπολαυση  τοὺ  βίου  μὲ  ἐξουσία  καὶ  πολὺ  πλοῦτο, γίνονται  θάνατος  της  ψυχῆς.  Ἐνω  ὂ  κόπος  καὶ  ἢ  ὑπομονὴ  καὶ  ἢ  στέρηση  μὲ  εὐχαριστία  πρός  τὸ  Θεὸ  καὶ  ὂ  θάνατος  τοὺ  σώματος, εἰναι  ζωὴ  καὶ  αἰώνια  ἀπολαυση  της  ψυχῆς.
146. Η  λογικὴ  ψυχὴ  περιφρονει  τὰ  ὑλικὰ  καὶ  τήν  λιγόχρονη  ζωὴ  καὶ  στὴ  θέση  τους  προτιμα  τήν  οὐράνια  ἀπολαυση  καὶ  τήν  αἰώνια  ζωή, ποὺ  τήν  παίρνει  ἀπὸ  τὸ  Θεὸ  μὲ  τήν  ἐνάρετη  ζωή.
147. Ὀσοι  φορουν  ρουχα  λερωμένα  μὲ  βρωμερὴ  λάσπη, λερώνουν  ἐκείνους  ποὺ  τούς  πλησιάζουν. Παρόμοια  οἲ  κακοπροαίρετοι  ἀνθρωποι  ποὺ  δὲ  ζουν  μὲ  εὐσέβεια, ὀταν  συναναστρέφονται  μὲ  ἁπλούς  καὶ  ἀκακους  ἀνθρώπους, μολύνουν  τήν  ψυχὴ  τοὺς  μὲ  τὰ  βρωμερὰ  καὶ  ἀπρεπα  λόγιά  τους.
148. Ἀρχὴ  της  ἁμαρτίας  εἰναι  ἢ  ἐπιθυμία, μὲ  τήν  ὁποία  χάνεται  ἢ  λογικὴ  ψυχή. Καὶ  ἀρχὴ  σωτηρίας  καὶ  βασιλείας  οὐρανων  εἰναι  ἢ  ἀγάπη.
149. Ο  χαλκός  ὀταν  τόν  παραμελήσομε, ἑξαιτίας  τοὺ  χρόνου  καὶ  της  ἀχρησίας  σαπίζει  ἀπὸ  τὴ  σκουριὰ  καὶ  γίνεται  ἀχρηστος  καὶ  ἄσχημος. Κατὰ  τόν  ἰδιο  τρόπο  καὶ  ἢ  ψυχὴ  ὀταν  μένει  ἀργὴ  καὶ  δέν  φροντίζει  γιὰ  ἐνάρετη  ζωὴ  καὶ  ἐπιστροφὴ  στὸ  Θεό, χωρίζεται   μὲ  τίς  κακές  πράξεις  ἀπὸ  τὴ  φύλαξη  καὶ  τὴ  βοήθεια  τοὺ  Θεου  καὶ  ἑξαιτίας  της  κακίας  ποὺ  προέρχεται  ἀπὸ  τήν  ἀμέλεια  καὶ  τὴ  φροντίδα  ποὺ  ἐχει  μόνο  γιὰ  τὸ  σῶμα, σάν  τὸ  χαλκὸ  καταστρέφεται  ἀπὸ  τὴ  σκουριὰ  καὶ  γίνεται  ἀσχημη  καὶ  ἀχρηστη  καὶ  ἀκατάλληλη  γιὰ  σωτηρία.
150. Ο  Θεός  εἰναι  ἀγαθός, καὶ  ἀπαθής  καὶ  ἀμετάβλητος.  Ἀν  κανείς  αὐτὸ  τὸ  θεωρει  εὐλογο  καὶ  ἀληθές, ἀπορει  ὀμως  πως  ὂ  Θεός  γιὰ  τούς  ἀγαθούς  χαίρεται  ἐνω  τούς  κακούς  τούς  ἀποστρέφεται, καὶ  ἐναντίον  ἐκείνων  ποὺ  ἁμαρτάνουν  ὀργίζεται, ἐνω  ὀταν  ὑπηρετειται  καὶ  λατρεύεται  γίνεται  εὐμενής, πρέπει  νὰ  τοὺ  πουμε  ὀτι  ὂ  Θεός  οὐτε  χαίρεται  οὐτε  ὀργίζεται, γιατὶ  ἢ  λύπη  καὶ  ἢ  χαρὰ  εἰναι  πάθη, οὐτε  μὲ  δωρα  κολακεύεται, γιατὶ  αὐτὸ  θὰ  σήμαινε  ὀτι  νικιέται  ἀπὸ  τήν  ἡδονή. Δέν  πρέπει  νὰ  κρίνομε  τὸ  Θεὸ  μὲ  ἀνθρώπινα  κριτήρια.  Ἐκεινος  εἰναι  ἀγαθός  καὶ  ὠφελει  μόνο  καὶ  οὐδέποτε  βλάπτει, ἀλλὰ  εἰναι  παντοτε  ὂ  ἰδιος  ἀπαθής.  Ἐνω  ἐμεις  ἐφόσον  εἰμαστε  ἀγαθοὶ  ἐνωνόμαστε  μὲ  τὸ  Θεό. Κὶ  ὀταν  εἰμαστε  κακοὶ  χωριζόμαστε  ἀπὸ  Αὐτόν, ἐπειδὴ  εἰμαστε  ἀνόμοιοι. | Ὀταν  ζουμε  μὲ  ἀρετὴ  ἀκολουθουμε  τὸ  Θεό, ὀταν  ὀμως  γινόμαστε  κακοί, κάνομε  ἐχθρὸ  μας   Ἐκεινον  ποὺ  δέν  ὀργίζεται  χωρίς  λόγο, γιατὶ  τὰ  ἁμαρτήματα  δέν  ἀφήνουν  τὸ  Θεὸ  νὰ  μας  φωτίζει  ἐσωτερικά, ἀλλὰ  μας  ἐνωνουν  μὲ  τιμωρούς  δαίμονες.  Ἀν  μὲ  προσευχές  καὶ  ἐλεημοσύνες  κερδίζομε  τήν  ἀφεση  των  ἁμαρτιων  μᾶς, δέν  κολακεύομε  καὶ  δὲ  μεταβάλλομε  τὸ  Θεό, ἀλλὰ  μὲ  τὰ  καλὰ  ἐργα  μας  καὶ  τήν  ἐπιστροφὴ  μας  σ΄ Αὐτόν  γιατρεύομε  τήν  κακία  μας  καὶ  ἀπολαμβάνομε  πάλι  τήν  ἀγαθότητα  τοὺ  Θεοῦ.  Ὠστε  τὸ  νὰ  λέμε  ὀτι  ὂ  Θεός  ἀποστρέφεται  τούς  κακούς  εἰναι  σάν  νὰ  λέμε  ὀτι  ὂ  ἡλιος  κρύβει  τὸ  φως  τοὺ  ἀπὸ  τούς  τυφλούς.
151. Η  εὐσεβής  ψυχὴ  γνωρίζει  τὸ  Θεὸ  των  ὅλων.  Ἐπειδὴ  τίποτε  ἀλλο  δέν  εἰναι  ἢ  εὐσέβεια  παρὰ  νὰ  κάνει  κανείς  τὸ  θέλημα  τοὺ  Θεοῦ ( καὶ  αὐτὸ  εἰναι  γνώση  τοὺ  Θεοῦ ), νὰ  μήν  ἐχει  δήλ.  φθόνο, νὰ  ἐχει  σωφροσύνη, νὰ  εἰναι  πράος, εὐεργετικός  ὀσο  μπορεῖ, κοινωνικός, εἰρηνικός  καὶ  ὀλα  ὀσα  ἀρέσουν  στὸ  θέλημα  τοὺ  Θεοῦ.
152. Η  γνώση  καὶ  ὂ  φόβος  τοὺ  Θεου  θεραπεύουν  τὰ  πάθη  ποὺ  προξενει  στήν  ψυχὴ  ἢ  ὕλη.  Ὀταν  ἢ  ψυχὴ  δέν  γνωρίζει  τὸ  Θεό, τὰ  πάθη  μένουν  ἀθεράπευτα  καὶ  προκαλουν  τὸ  σάπισμα  της  ψυχῆς. Σάν  νὰ  ἐχει  χρόνια  ἁγιάτρευτη  πληγὴ  ἢ  ψυχὴ  σαπίζει  ἀπὸ  τήν  κακία, πράγμα  γιὰ  τὸ  ὁποιο  εἰναι  ἀνεύθυνος  ὂ  Θεός, γιατὶ  ἐχει  δώσει  γνώση, ἐμπειρία  καὶ  ἐπιτηδειότητα  στούς  ἀνθρώπους.
153.Τόν  ἀνθρωπο  τόν  ἐχει  γεμίσει  ὂ  Θεός  ἀπὸ  γνώση, ἐμπειρία  καὶ  ἐπιτηδειότητα, γιατὶ  φροντίζει  νὰ  τόν  καθαρίσει  ἀπὸ  τὰ  πάθη  καὶ  τὴ  θεληματικὴ  κακία  καὶ  ἐπειδὴ  θέλει  νὰ  μεταβάλει  τὴ  θνητότητα  σὲ  ἀθανασία  λόγω  της  ἀγαθότητάς  Του.
154. Ο  νους  ποὺ  κατοικει  μέσα  στὴ  καθαρὴ  καὶ  φιλοθεη  ψυχὴ  βλέπει  τὸ  Θεὸ  πραγματικά, τόν  ἀγέννητο  καὶ  ἀόρατο, τόν  ἀνέκφραστο, τόν  μόνο  καθαρὸ  γιὰ  ὀσους  εἰναι  καθαροὶ  στήν  καρδιά.
155.Στεφάνι  ἀθανασίας  καὶ  ἀρετὴ  καὶ  σωτηρία  τοὺ  ἀνθρώπου  εἰναι  νὰ  ὑποφέρει  μὲ  χαρὰ  καὶ  εὐχαριστία  τίς  συμφορές  ποὺ  τοὺ  τυχαίνουν. Τὸ  νὰ  κυριαρχει  στὸ  θυμό, τὴ  γλώσσα, τήν  κοιλιὰ  καὶ  νὰ  ἀπέχει  ἀπὸ  ἡδονές, αὐτὰ  γίνονται  μεγάλη  βοήθεια  στήν  ψυχή.
156. Η  προνοια  τοὺ  Θεου  εἰναι  ποὺ  συγκρατει  τόν  κόσμο. Καὶ  δέν  ὑπάρχει  κανένας  τόπος  στόν  κόσμο  ἂπ΄ ὀπου  νὰ  ἀπουσιάζει  ἢ  προνοια  τοὺ  Θεοῦ. Προνοια  εἰναι  αὐτοδύναμος  λόγος  τοὺ  Θεου  ὂ  ὁποιος  διαμορφώνει  τήν  ὑλη  ποὺ  ἐρχεται  στόν  κόσμο  καὶ  εἰναι  ὂ  δημιουργός  καὶ  τεχνίτης  ὀλων  ὀσων  γίνονται. Γιατὶ  ἢ  ὑλη  δέν  μπορει  νὰ  τακτοποιηθει  χωρίς  τὴ  δημιουργικὴ  δύναμη  τοὺ  λόγου, ποὺ  εἰναι  εἰκόνα  καὶ  νους  καὶ  σοφία  καὶ  προνοια  τοὺ  Θεοῦ.
157. Η  ἐπιθυμία  ποὺ  προέρχεται  ἀπὸ  τίς  ἐνθυμήσεις  εἰναι  ἢ  ρίζα  των  σκοτεινων  παθῶν. Καὶ  ἢ  ψυχὴ  ὀταν  εἰναι  μέσα  στήν  κακὴ  ἐπιθυμία  ἁγνοει  τόν  ἐαυτό  της, ὀτι  εἰναι  « πνοὴ»  τοὺ  Θεοῦ, καὶ  ἐτσι  ὁδηγειται  στήν  ἁμαρτία, χωρίς  νὰ  συλλογίζεται  ἢ  ἀνόητη  τίς  μετὰ  θάνατον  τιμωρίες.
158.Πολὺ  μεγάλη  καὶ  ἁγιάτρευτη  ἀσθένεια  της  ψυχης  καὶ  καταστροφή  της, εἰναι  ἢ  ἀθεΐα  καὶ  φιλοδοξία. Γιατὶ  ἢ  ἐπιθυμία  τοὺ  κακου  στερει  τήν  ψυχὴ  ἀπὸ  τὸ  ἀγαθό.  Ἀγαθὸ  εἰναι  τὸ  νὰ  κάνει  ὂ  ἀνθρωπος  πλουσιοπάροχα  ὀλα  τὰ  καλά, ὀσα  εἰναι  ἀρεστὰ  στὸ  Θεὸ  των  ὅλων.
159.Μόνο  ὂ  ἀνθρωπος  εἰναι  δυνατὸ  νὰ  δεχτει  τὸ  Θεό.  Ἐπειδὴ  μόνο  στόν  ἀνθρωπο  μιλα  ὂ  Θεός, τὴ  νύχτα  μὲ  ὄνειρα, τήν  ἡμέρα  μὲ  τὸ  νοῦ. Καὶ  μὲ  ὀλα  τὰ  μέσα  προλέγει  καὶ  προμηνύει  τὰ  μέλλοντα  ἀγαθὰ  σ΄ ἐκείνους  τούς  ἀνθρώπους  ποὺ  εἰναι  ἀξιοί  Του.
160.Τίποτε  δέν  εἰναι  δύσκολο  σ΄ ἐκεινον  ποὺ  πιστεύει  καὶ  θέλει  νὰ  ἐννοήσει  τὸ  Θεό.  Ἀν  τώρα  θέλεις  ἐπιπλέον  νὰ  Τόν  δεῖς, βλέπε  τήν  εὐπρέπεια  καὶ  εὐταξία  καὶ  τήν  προνοια  ὀλων  ὀσα  ἐγιναν  καὶ  γίνονται  διὰ  μέσου  τοὺ  λόγου  Του. Καὶ  ὀλα  γιὰ  χάρη  τοὺ  ἀνθρώπου.
161. Ἁγιος  ὀνομάζεται  ἐκεινος  ποὺ  εἰναι  καθαρός  ἀπὸ  κακίες  καὶ  ἁμαρτήματα. Γὶ΄ αὐτὸ  εἰναι  πολὺ  μεγάλο  κατόρθωμα  της  ψυχης  καὶ  ἀρέσει  στὸ  Θεό, νὰ  μήν  ὑπάρχει  κακία  στόν  ἄνθρωπο.
162. Ὀνομα  εἰναι  τὸ  διακριτικὸ  σημειο  ἐνός  ἀπὸ  τὰ  πολλά. Γὶ΄ αὐτὸ  εἰναι  ἀνοησία  νὰ  νομίζομε  ὀτι  ἐνω  ὂ  Θεός  εἰναι   Ἐνας  καὶ  μόνος, ἐχει  καὶ  ἀλλο  ὄνομα. Γιατὶ  ἢ  λέξη  Θεός  σημαίνει  τόν   Ἄναρχο, ποὺ  δημιούργησε  τὰ  πάντα  γιὰ  τόν  ἄνθρωπο.
163. Ἀν  γνωρίζεις  ὀτι  ἐχεις  κάνει  πονηρές  πράξεις, ἀποκοψὲ  τις  ἀπὸ  τήν  ψυχή  σου, μὲ  τήν  ἐλπίδα  ὀτι  θὰ  κάνεις  καλές  πράξεις. Γιατὶ  ὂ  Θεός  εἰναι  δίκαιος  καὶ  φιλάνθρωπος.
164.Γνωρίζει  τὸ  Θεὸ  καὶ  γνωρίζεται  ἀπὸ  τὸ  Θεό, ὂ  ἀνθρωπος  ἐκεινος  ποὺ  προσπαθει  νὰ  εἰναι  ἀχώριστος  ἀπὸ  τὸ  Θεό. Καὶ  ἀχώριστος  τοὺ  Θεου  γίνεται  αὐτός  ποὺ  εἰναι  σὲ  ὀλα  ἐνάρετος  καὶ  ἀπέχει  ἀπὸ  κάθε  ἡδονή, ὀχι  γιατὶ  δέν  ἐχει  τὰ  μέσα  νὰ  τήν  ἀπολαύσει, ἀλλὰ  γιατὶ  τὸ  θέλει  ὂ  ἰδιος  ἀπὸ  ἐγκράτεια.
165.Κάνε  καλὸ  σ΄ ἐκεινον  ποὺ  σὲ  ἀδικει  καὶ  θὰ  ἐχεις  φίλο  τὸ  Θεό. Σὲ  κανένα  μήν  κατηγορεις  τόν  ἐχθρό  σου. Κάνε  πράξη  μὲ  ἐπιμέλεια  τήν  ἀγάπη, τὴ  σωφροσύνη, τήν  ὑπομονή, τήν  ἐγκράτεια  καὶ  τὰ  παρόμοια. Αὐτὴ  εἰναι  ἢ  γνώση  τοὺ  Θεοῦ. Νὰ  Τόν  ἀκολουθεις  μὲ  ταπεινοφροσύνη  καὶ  τὰ  ὅμοια. Αὐτὰ  δέν  εἰναι  ἐργα  των  τυχόντων  ἀλλὰ  των  στοχαστικων  ψυχῶν.
166.Γιὰ  ἐκείνους  ποὺ  τολμουν  μὲ  ἀσέβεια  νὰ  λένε  ἐμψυχα  τὰ  φυτὰ  καὶ  τὰ  λάχανα, γράφω  τὸ  παρόν  κεφάλαιο, γιὰ  τούς  ἁπλούστερους  πρός  πληροφορία  τους. Τὰ  φυτὰ  ἐχουν  ζωὴ  φυσική, ἀλλὰ  δέν  ἐχουν  ψυχή. Λογικὸ  ζωο  λέγεται  ὂ  ἄνθρωπος, γιατὶ  ἐχει  νοὺ  καὶ  μπορει  νὰ  δεχτει  τήν  ἐπιστήμη  καὶ  τὴ  γνώση. Τὰ  ἀλλα  ζῶα, ὀσα  ζουν  στὴ  γὴ  ἢ  στόν  ἀέρα, ἐχουν  φωνή, γιατὶ  ἀναπνέουν, καὶ  ἐχουν  ζωή. Καὶ  ὀλα  ὀσα  μεγαλώνουν, πεθαίνουν, εἰναι  ζῶα, ἐπειδὴ  ζουν  καὶ  μεγαλώνουν, ἀλλὰ  ψυχὴ  δέν  ἔχουν. Τέσσερα  εἰδη  ζώων  ὑπάρχουν.  Ἀλλα  ἀπὸ  αὐτὰ  εἰναι  ἀθάνατα  καὶ  ἔμψυχα, ὀπως  οἰ   Ἄγγελοι.  Ἀλλα  ἐχουν  νοὺ  καὶ  ψυχὴ  καὶ  πνοή, ὀπως  οἲ  ἄνθρωποι.  Ἀλλα  ἐχουν  πνοὴ  καὶ  ψυχή, ὀπως  τὰ  ζῶα.  Ἀλλα  ἐχουν  μόνο  ζωή, ὀπως  τὰ  φυτά. Καὶ  ἢ  ζωὴ  προκειμένου  γιὰ  φυτὰ  νοειται  χωρίς  ψυχὴ  καὶ  πνοὴ  καὶ  νοὺ  καὶ  ἀθανασία.    Ἐνω  ὀλα  τὰ  ἀλλα  χωρίς  ζωὴ  δέν  μπορουν  νὰ  ὑπάρξουν. Κάθε  ψυχὴ  ἀνθρώπινη  κινειται  ἀδιάκοπα  ἀπὸ  τόπο  σὲ  τόπο.
167. Ὀταν  σοὺ  ἐρθει  στὸ  νοὺ  μιὰ  φαντασία  ἡδονῆς, προσεχε  νὰ  μὴ  σὲ  παρασύρει  ἀμέσως, κάνε  μιὰ  μικρὴ  ἀναβολὴ  καὶ  θυμήσου  τὸ  θάνατο  καὶ  ὀτι  καλύτερο  εἰναι  νὰ  ἐχεις  τὴ  συνείδηση  ὀτι  νίκησες  αὐτὴ  τήν  ψεύτικη  ἡδονή.
168. Ὀπως  ἢ  γέννηση  τοὺ  ἀνθρώπου  συνοδεύεται  ἀπὸ  τὸ  πάθος - γιατὶ  ὀ,τι  γίνεται  στὴ  ζωὴ  συνοδεύεται  ἀπὸ  τὴ  φθορὰ - ἐτσι  καὶ  στὸ  πάθος  ὑπάρχει  ἢ  κακία. Μήν  πεις  λοιπόν  ὀτι  δὲ  μπορουσε  ὂ  Θεός  νὰ  κόψει  τήν  κακία. Αὐτὰ  τὰ  λένε  οἲ  ἀναίσθητοι  καὶ  μωροί. Δέν  ἠταν  λοιπόν  ἀναγκη  νὰ  ἀποκόψει  ὂ  Θεός  τήν  ὕλη, γιατὶ  τὰ  πάθη  αὐτὰ  εἰναι  πάθη  της  ὕλης. Καὶ  ὂ  Θεός  ἀποβλέποντας  στὸ  συμφέρον  ἀπέκοψε  τήν  κακία  ἀπὸ  τούς  ἀνθρώπους  καὶ  δώρισε  τὸ  νοὺ  καὶ  τὴ  σοφία  καὶ  γνώση  καὶ  διακριση  τοὺ  καλοῦ, γιὰ  νὰ  γνωρίζομε  ὀτι  ἢ  κακία  μας  ζημιώνει  καὶ  νὰ  τήν  ἀποφεύγομε.  Ο  ἀσυλλόγιστος  ὀμως  ἀνθρωπος  ἀκολουθει  τήν  κακία  καὶ  καυχιέται  γὶ΄ αὐτήν  καὶ  ἀγωνίζεται  πιασμένος  ἀπὸ  αὐτήν  ὀπως  σὲ  δίχτια. Ποτὲ  δέν  μπορει  νὰ  σηκώσει  πάνω  τὸ  κεφάλι  τοὺ  καὶ  νὰ  δεὶ  καὶ  νὰ  γνωρίσει  τὸ  Θεό, ὀ   Ὁποιος  τὰ  πάντα  δημιούργησε  γιὰ  τὴ  σωτηρία  καὶ  θέωση  τοὺ  ἀνθρώπου.
169.Τὰ  θνητὰ  λυπουνται  ἐπειδὴ  προγνωρίζουν  ὀτι  θὰ  πεθάνουν. Καὶ  ἢ  ἀθανασία, ἐπειδὴ  εἰναι  ἀγαθό, πηγαίνει  στίς  ὀσιες  καὶ  ἐνάρετες  ψυχές.  Ἐνω  ὂ  θάνατος, ἐπειδὴ  εἰναι  κακό, πηγαίνει  στήν  ἀνόητη  καὶ  ἀθλια  ψυχή.
170. Ὀταν  μὲ  εὐχαριστία  πλαγιάσεις  στὸ  στρωμά  σου, τότε  φέρνοντας  μπροστὰ  σοὺ  τίς  εὐεργεσίες  καὶ  τήν  τόση  προνοια  τοὺ  Θεοῦ, γεμίζεις  ἀπὸ  καλές  σκέψεις  καὶ  χαίρεσαι  περισσότερο  καὶ  εὐφραίνεσαι. Καὶ  γίνεται  ὂ  ὑπνος  τοὺ  σώματος, νηφαλιότητα  καὶ  ἀγρυπνία  της  ψυχῆς, καὶ  τὸ  κλείσιμο  των  ματιών  σού, ἀληθινὴ  ὀραση  τοὺ  Θεοῦ, καὶ  ἢ  σιωπή  σου, κυοφορώντας  τὸ  ἀγαθό, προσφέρει  ὁλόψυχα, μὲ  πνευματικὴ  αἴσθηση, δόξα  ποὺ  ἀνυψώνεται  στὸ  Θεὸ  των  ὅλων. Γιατὶ  ὀταν  λείπει  ἢ  κακία, ἢ  εὐχαριστία  καὶ  μόνη  της  ἀρέσει  στὸ  Θεὸ  παραπάνω  ἀπὸ  κάθε  πολυτελὴ  θυσία. Σ΄ Αὐτόν  ἀνήκει  ἢ  δόξα  στούς  αἰωνες  των  αἰώνων.  Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου