Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Πῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τούς αἱρετικούς»
Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ περνᾶμε στό Δεύτερο Μέρος τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, πού ἔχει γενικό τίτλο: «Περί τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρετικῶν καί πῶς οἱ Πατέρες τούς ἀντιμετώπισαν». Λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης:
«Ὅταν κάποιος φθάσει στήν θέωση, ξαναζεῖ ὅλες τίς φάσεις τῆς
Ἀποκαλύψεως (Μεταμόρφωση – Πεντηκοστή), πού σημαίνει ὅτι ὁ θεούμενος
ξαναζεῖ ὅλες τίς ἀλήθειες πού ἀπεκαλύφθησαν στούς Ἀποστόλους. Τότε
διαπιστώνει ἐμπειρικά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἔχει χαρακτήρα κυκλικό καί
ὅτι ὁ κύκλος ἔχει ὡς πυρῆνα τήν Ἐνσάρκωση», τήν σάρκωση τοῦ Λόγου, πού γιορτάσαμε πρίν λίγες μέρες, τά Χριστούγεννα. «Ὁ πυρῆνας εἶναι ὁ σαρκωμένος Λόγος». Ἡ
θεολογία μας δηλαδή ἔχει κέντρο τήν Σάρκωση. Εἶναι τό μεγαλύτερο, τό
κορυφαῖο γεγονός, τό ὁποῖο, θά λέγαμε, ἔκοψε στή μέση τήν ἱστορία τοῦ
κόσμου, τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. «Αὐτό εἶναι ἕνα
κυκλικό φαινόμενο, πού ἔχει ἕναν πυρῆνα ἤ, ἄν θέλετε, ἕνα ἑλικοειδές
φαινόμενο, πού ἔχει ἕναν ἄξονα καί αὐτός ὁ ἄξονας εἶναι ὁ σαρκωμένος
Λόγος». Γι’ αὐτό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ποιός εἶναι ὁ
ἀντίχριστος; Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος»
(Α΄Ἰω. 4,3). Αὐτό ἀκριβῶς ἀρνοῦνται οἱ πάντες, ἐκτός ἀπό τούς
Χριστιανούς. Καί οἱ Μουσουλμάνοι τό ἀρνοῦνται. Ὁ Χριστός θεωρεῖται ἀπό
αὐτούς ἕνας ἁπλός προφήτης. Ὄχι Θεός βέβαια! Καί οἱ Ἑβραῖοι ὁπωσδήποτε
τόν ἀρνοῦνται τόν Χριστό ὡς Θεό, ἀφοῦ Τόν φόνευσαν. Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη
θεολογία ἔχει ὡς κέντρο αὐτό, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, τό ὁποῖο πρέπει
νά εἶναι τό κέντρο καί τῆς δικῆς μας πίστης καί ζωῆς. Εἶναι
συγκλονιστικό νά τό σκεφτεῖ κανείς!
«Βλέποντας τόν Λόγο βλέπουμε τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Βλέποντας τόν Λόγο -τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό- βλέπουμε τήν Ἐκκλησία. Βλέποντας τόν Λόγο βλέπουμε τήν Κοινωνία τῶν Ἁγίων», γιατί καί οἱ Ἅγιοι τί εἶναι παρά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ἡ Ἑκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας τόν Χριστό βλέπουμε ὅλη τήν Ἐκκλησία. «Βλέποντας τόν Λόγο βλέπουμε ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας», γιατί, πάλι, ὅλα τά Μυστήρια ξεκινοῦν ἀπό τόν Χριστό καί ὀ Χριστός εἶναι πού τελεῖ ὅλα τά Μυστήρια καί ἡ Χάρις πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἴη μετά πάντων ὑμῶν», μᾶς εὔχεται ὁ ἱερέας σέ κάθε Λειτουργία.
«Χωρίς τήν θεωρία αὐτοῦ τοῦ πυρῆνα δέν βλέπει κανείς σωστά τά πράγματα». Ἅμα ὁ ἄνθρωπος , δηλαδή, δέν ἔχει ὡς κέντρο αὐτό τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά δεῖ σωστά τίποτε.
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει σ’ αὐτόν τόν πυρῆνα κατά τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως, τότε, ἐπειδή φθάνει νά τοῦ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ πᾶσα ἡ ἀλήθεια,
γίνεται ἀπλανής περί τά θεῖα».
Τότε, δηλαδή, δέν πλανᾶται. Ὅταν φθάσει στήν θέωση, τότε τοῦ ἀποκαλύπτεται πᾶσα ἡ ἀλήθεια καί στό μέτρο πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀποκαλύπτονται τά θεολογικά Μυστήρια. Ἀλλά κι αὐτό πάλι στό μέτρο τό ἀνθρώπινο, ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τό ὅτι βέβαια μετά γίνεται ἀπλανής στά θεῖα, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης, ὅτι δέν πλανᾶται, δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός γίνεται ἕνας Πάπας στήν Ἐκκλησία, ἀλάθητος δηλαδή. Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε Πάπες, δηλαδή δέν ὑπάρχει κανένας ἀλάθητος. Μόνο ἡ Ἐκκλησία ὡς Σύνοδος ἐκφράζεται ἀλαθήτως, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅταν βεβαίως οἱ Ἀποφάσεις της εἶναι δεκτές καί ἀπό τήν δογματική συνείδηση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, τοῦ λαοῦ δηλαδή, πού μαζί μέ τόν κλῆρο ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησία.
Τότε, δηλαδή, δέν πλανᾶται. Ὅταν φθάσει στήν θέωση, τότε τοῦ ἀποκαλύπτεται πᾶσα ἡ ἀλήθεια καί στό μέτρο πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀποκαλύπτονται τά θεολογικά Μυστήρια. Ἀλλά κι αὐτό πάλι στό μέτρο τό ἀνθρώπινο, ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τό ὅτι βέβαια μετά γίνεται ἀπλανής στά θεῖα, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης, ὅτι δέν πλανᾶται, δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός γίνεται ἕνας Πάπας στήν Ἐκκλησία, ἀλάθητος δηλαδή. Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε Πάπες, δηλαδή δέν ὑπάρχει κανένας ἀλάθητος. Μόνο ἡ Ἐκκλησία ὡς Σύνοδος ἐκφράζεται ἀλαθήτως, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅταν βεβαίως οἱ Ἀποφάσεις της εἶναι δεκτές καί ἀπό τήν δογματική συνείδηση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, τοῦ λαοῦ δηλαδή, πού μαζί μέ τόν κλῆρο ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησία.
«Ἐπειδή ἡ ἀποκάλυψις περί τῶν θείων Μυστηρίων εἶναι ἡ ἴδια σέ
ὅλους τούς θεουμένους, γι’ αὐτό ὑπάρχει ταυτότης διδασκαλίας σέ ὅλους
τούς θεουμένους». Ὅταν φτάσει κάποιος στήν θέωση δηλαδή, βλέπει καί
θεωρεῖ καί ἔχει ἀνάλογη ἐμπειρία μέ αὐτή πού εἶχαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν
φτάσει πρίν ἀπό αὐτόν. Δέν τοῦ ἀποκαλύπτεται κάτι ἄλλο, ἕνας ἄλλος Θεός,
ἀλλά ἡ ἐμπειρία εἶναι τῆς ἴδιας ταυτότητας, ταυτίζεται μέ τίς
προηγούμενες ἐμπειρίες τῆς θεώσεως. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος εἶναι αὐτός πού
καταλαβαίνει τόν Ἅγιο. Χρειάζεται, ἑπομένως, κανείς νά ἔχει κάποιον
πνευματικό ὁδηγό γιά νά ἐξιχνιάσει κατά κάποιο τρόπο, νά ἀνακρίνει, νά
κατανοεῖ καί νά πορεύεται σωστά, γιά νά μήν πλανηθεῖ. «Αὐτή εἶναι ἡ Πατερική παράδοση, στήν ὁποία ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναφέρονται», δηλαδή ἡ παράδοση τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
«Ὅταν κάποιος ἀποκοπεῖ ἀπό αὐτόν τόν πυρῆνα τῆς ἐμπειρίας καί ἀπό αὐτήν τήν διδασκαλία», ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά περάσει ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί στήν θέωση, «ἀκόμη καί ἀπό τήν ἱστορία αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, εἶναι ἀδύνατο νά μήν πέσει σέ αἵρεση, ἐάν προσπαθήσει νά θεολογήσει». Ἕνας
ἄνθρωπος πού προσπαθεῖ νά θεολογήσει, χωρίς προηγουμένως νά ἔχει
μετανοήσει, χωρίς νά ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του, χωρίς νά ἔχει
φτάσει στόν φωτισμό καί στήν θέωση, εἶναι πολύ πιθανό, γιά νά μήν ποῦμε
100% βέβαιο, ὅτι θά πεῖ πλανεμένα πράγματα, λαθεμένα πράγματα. Κι ἄν δέν
πέσει σέ αἵρεση, λέει ὁ π. Ἰωάννης, τουλάχιστον θά πέσει σέ παρερμηνεία
τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως. Γι’ αὐτό ἔχουμε αὐτό τό πολύ
ἄσχημο σύγχρονο φαινόμενο τῆς λεγόμενης «μεταπατερικῆς» θεολογίας, ἀλλά
καί τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία παίρνει διαστάσεις μεταξύ τῶν
Ὀρθοδόξων, τῶν ὑποτιθέμενων Ὀρθοδόξων δηλαδή, πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι
μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό αὐτή τήν
παράδοση τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, λένε αὐτά τά
πλανεμένα πράγματα, ὅτι δηλαδή οἱ Πατέρες εἶναι ξεπερασμένοι, καί ὄχι
μόνο… φτάνουν νά λένε κάποιοι Οἰκουμενιστές, καί κορυφαῖα μάλιστα
στελέχη, ὅτι μᾶς κληροδότησαν τόν διχασμό μεταξύ μας καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία
εἶναι διηρημένη καί διασπασμένη ἐξαιτίας τῶν Πατέρων! Ἦταν φανατικοί οἱ
Πατέρες λοιπόν(!) καί μᾶς διέσπασαν κι ἐμεῖς τώρα πέσαμε σ’ αὐτή τήν
συνέχεια, ἡ ὁποία ὀφείλεται στό ὅτι οἱ ἴδιοι πέσανε θύματα τοῦ ἀρχεκάκου
ὄφεως! Ἄκουσον, ἄκουσον! Δηλαδή καταργοῦμε τήν ἁγιότητα καί ἐμεῖς πᾶμε
πάνω ἀπό αὐτούς, τούς κατακρίνουμε καί οὐσιαστικά τούς ἐκθρονίζουμε,
τούς βγάζουμε ἀπό ἁγίους… Γιατί δέν μπορεῖ νά εἶσαι θύμα τοῦ ἀρχεκάκου
ὄφεως καί νά εἶσαι καί ἅγιος καί ἡ Ἐκκλησία νά λέει ὅτι εἶσαι καί
διδάσκαλός της… Κι ὅμως σήμερα φτάνουν καί Ἱεράρχες καί Πατριάρχες καί
κορυφαῖοι καί θεολόγοι νά λένε τέτοια πράγματα, γιατί ἀκριβῶς ἔχουν
ἀποκοπεῖ ἀπό αὐτόν τόν πυρῆνα, λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης. Μάλιστα
καί τόν ἴδιο τόν π. Ἰωάννη δέν θέλουν νά τόν ἀκοῦνε, γιατί ἀκριβῶς λέει
αὐτά πού εἶναι ἡ ὀρθόδοξη παράδοση, πού εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἄν κανείς δέν
καθαριστεῖ, δέν μπορεῖ νά θεολογήσει. Γι’ αὐτό καί στό Ἅγιο Ὄρος δέν
ἐπιτρέπουν στούς ἀρχάριους μοναχούς νά ἀσχολοῦνται μέ δογματικά θέματα.
Γιατί πολύ εὔκολα πέφτει σέ πλάνη ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιχειρεῖ νά θεολογήσει
ὄντας ἀκάθαρτος, χωρίς κάθαρση. Τό λέει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος ὅτι τό θεολογεῖν εἶναι αὐτῶν πού ἔχουν φτάσει στήν θεωρία,
«διαβεβηκότες ἐν θεωρία» – θεωρία τοῦ Θεοῦ ἐννοεῖ – καί αὐτοί εἶναι οἱ
θεωμένοι. Ἤ τουλάχιστον, λέει, εἶναι καθαροί, ἤ τουλάχιστον ἔχουν μπεῖ
στήν πορεία τῆς κάθαρσης, ἀγωνίζονται γιά νά καθαριστοῦν. Ἀλλά αὐτοί,
γιά νά ἔχουν ἀπλανή θεολογία, θά πρέπει νά ἀκολουθοῦν τούς ἤδη θεωμένους
Πατέρες. Γιατί πρωτογενή θεολογία, πρωτότυπη θά λέγαμε θεολογία,
παράγουν αὐτοί πού βλέπουν τόν Θεό, οἱ θεωμένοι. Οἱ ἄλλοι εἶναι ἁπλῶς
θεολογοῦντες καί πρέπει νά ἀκολουθοῦν τούς θεωμένους, ἄν θέλουν νά
μιλήσουν σωστά γιά τόν Θεό. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκάθαρτος, ἔχει
ἔπαρση, ἔχει ὑπερηφάνεια, δέν ἀκολουθεῖ τούς θεωμένους καί ἀκολουθεῖ τήν
σκέψη του, τόν στοχασμό του καί πέφτει σέ αἱρέσεις καί σέ πλάνες.
Κατεξοχήν κανείς τό βλέπει αὐτό σ’ αὐτούς τούς σύγχρονους ἐκφραστές τῆς
μεταπατερικῆς θεολογίας καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουνε μεγάλη
ἔπαρση. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἔχουν μεγάλο ἐγωισμό γιά αὐτό καί λένε «κι
ἐμεῖς πατέρες εἴμαστε, ἀφῆστε τούς πατέρες τούς παλιούς». Ἔτσι γίνεσαι
Πατέρας; Μέ τό νά τό πεῖς ἤ μέ τό νά σοῦ λένε οἱ ἄλλοι πάτερ καί πάτερ…
Δέν γίνεσαι ἔτσι. Γιά νά γίνεις Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά
ἔχεις φτάσει στήν θέωση.
«Τό ὅτι θά πέσει εἶναι ἀναπόφευκτο. Ἄν ὄχι σέ αἵρεση, τουλάχιστον
σέ παρερμηνεία, εἴτε τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἴτε τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἔτσι οἱ
Πατέρες, πού εἶχαν αὐτήν τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἤξεραν ὅτι δι’ αὐτῆς
ἔγιναν κατά χάριν θεοί». Τό ἤξεραν! Ἀλλά, ἐπειδή ἦταν καθαροί, δέν
ἔπεφταν σέ ἔπαρση, σέ ὑπερηφάνεια. Ποιός πέφτει σέ ὑπερηφάνεια; Αὐτός
πού εἶναι βρώμικος, πού ἔχει ἰδέα μέσα του ὅτι εἶναι κάτι. Οἱ Ἅγιοι
εἶχαν καθαριστεῖ ἀπό αὐτό τό πράγμα, ὁπότε ἔφτασαν στήν κορυφή τῆς
ἁγιότητας, στήν θέωση, χωρίς νά ἔχουν ὑπερηφάνεια. Γιατί ἤξεραν ὅτι αὐτό
πού ἔχουν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἤξεραν πολύ καλά τί ἔχουν, ὅτι εἶναι κατά
χάριν θεοί, ἀλλά δέν τό θεωροῦσαν ἀφορμή γιά νά ὑπερηφανευτοῦν. Ἔλεγαν
ὅτι αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δικό μου καί, ὅταν τούς δόξαζαν
οἱ ἄνθρωποι «τί ἅγιοι πού εἶστε… καί τί θαύματα πού κάνετε!», ἔλεγαν
«ἐμεῖς τά κάνουμε τά θαύματα; Ποιά θαύματα; Ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα. Ὁ Θεός
τά κάνει τά θαύματα». Καί τό ἐννοοῦσαν αὐτό, δέν ἦταν ἕνα σχῆμα
ταπεινολογίας.
«Οἱ Πατέρες», λοιπόν, «ἤξεραν ὅτι εἶναι κατά χάριν θεοί ἀλλά ὄχι κατά φύσιν». Ὁ Χριστός, ὅμως, πού εἶναι ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι κατά φύσιν Θεός. «Ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι κατά χάριν Θεός». Ἐξομοίωνε,
δηλαδή, τόν σαρκωμένο Λόγο, τόν Χριστό, μέ μᾶς. Ἐμεῖς γινόμαστε κατά
χάριν θεοί ἀλλά Χριστός δέν ἦταν κατά χάριν, ἦταν κατά φύσιν Θεός.
«Οἱ Πατέρες ἔλεγαν: ὁ Χριστός εἶναι κατά φύσιν Θεός. Ὁ σαρκωμένος Λόγος
εἶναι κατά φύσιν Θεός. Ὁ Ἄρειος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι
κατά χάριν ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Πατρός. Ὁ Ἄρειος ναί μέν δέν
ἠρνεῖτο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης, ὑπεστήριζε ὅμως
ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἡ φυσική πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης, ἀλλά ἡ κατά
χάριν πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης. Ἔλεγε ὅτι, ἀφοῦ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις εἶναι
κτίσμα, ἄρα ὁ Χριστός εἶναι κατά χάριν Θεός», ὄχι κατά φύσιν. Ἔφτανε
νά λέει αὐτά τά πλανεμένα πράγματα, γιατί στό βάθος ὑπῆρχε αὐτό τό
ὑπόβαθρο τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἔπαρσης. Γι’ αὐτό καί, ὅταν ἀργότερα
κατάλαβε τό λάθος του, δέν μποροῦσε νά τό ἀρνηθεῖ δημοσίως , γιατί ἔλεγε
ʿτί θά πεῖ ὁ κόσμος;… ἐγώ τόσο κόσμο πῆρα μαζί μου, μέ ἐπευφημοῦνε…᾽.
Εἶχαν φτιάξει καί τραγουδάκια γιά νά διαδίδουν πιό εὔκολα τίς πλάνες
του! Τόν ἀκολουθοῦσε πολύς κόσμος! ʿΤώρα πῶς θά τούς πῶ ὅτι κάναμε
λάθος᾽. Δέν τολμοῦσε! Γιατί ἦταν ἀκάθαρτος. Ἄν ἦταν καθαρός, θά τό
τολμοῦσε νά πεῖ ʿναί, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ, ἔσφαλλα… στόπ, γυρνᾶμε
πίσω, δέν εἶχα δίκαιο᾽. Ἀλλά ἐπειδή εἶχε ὑπερηφάνεια, εἶχε κενοδοξία,
ἔμεινε στήν πλάνη. Βλέπετε τί σημαίνει νά εἶναι κανείς ἀκάθαρτος; Κάνει
τρομερά λάθη καί δέν γυρνάει πίσω. Δέν θέλει νά γυρίσει πίσω. Ντρέπεται
νά γυρίσει πίσω μετά, γιατί δέν στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά στήν δόξα τοῦ
κόσμου καί σοῦ λέει ̔ἅμα χάσω αὐτή τήν δόξα, μετά ποῦ θά στηριχτῶ;… δέν
ἔχω πουθενά νά στηριχτῶʾ. Ἄν τό τολμοῦσε, θά τόν ἔσωζε κι αὐτόν ὁ Θεός. Ὁ
Ἄρειος εἶχε οἰκτρό τέλος, βγῆκαν τά ἐντόσθιά του μέσα στήν τουαλέτα.
Φοβερό τέλος! Καί ἀπό ὅ,τι φαίνεται πέθανε ἀμετανόητος.
«Ὁ Ἄρειος τόνιζε ὅτι ὁ Λόγος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός πρό τῶν
αἰώνων. Παρ’ ὅλα αὐτά κατηγορεῖται, ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο ὄτι ὑπεστήριζε
τήν ἐν χρόνω γέννηση τοῦ Λόγου. Γιατί ὅμως; Διότι προσέθετε τό «ἦν ποτε
ὅτε οὐκ ἦν». Ὁ Ἄρειος εἶχε μπερδέψει κι αὐτό τό θέμα τοῦ χρόνου.
Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός-Λόγος εἶναι ὁ δημιουργός καί τοῦ χρόνου καί τοῦ
χώρου. Ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι ὑπῆρχε κάποτε χρόνος κατά τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε
ὁ Θεός-Λόγος, ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν. Ὑπῆρχε κάποιο χρονικό διάστημα κατά
τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Θεός-Λόγος. Ἔδιδε δηλαδή μία χρονική ἀρχή στόν
Λόγο. Ἄρα, εἶναι κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι κτίσμα. Ὑποβίβαζε τόν
Θεό-Λόγο ὅτι Τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός-Πατέρας. Ἐνῶ, ἡ Ἁγία Γραφή τί μᾶς λέει;
Ὅτι «γεννᾶται». Δέν κτίζεται, ἀλλά γεννᾶται. Τί θά πεῖ γεννᾶται τώρα,
δέν ξέρουμε. Γεννᾶται προπάντων τῶν αἰώνων ὁ Λόγος ἐκ τοῦ Πατρός.
«Τό «ποτέ» καί τό «ὅτε» εἶναι ὅμως χρονικά ἐπιρρήματα. Διότι, ὅταν
λέγει κανείς τό «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε κάποιο
χρονικό διάστημα, κατά τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Λόγος. Γλωσσικά αὐτό
σημαίνει. Ἀλλά μέσα στά πλαίσια τῆς Ἀποφατικῆς θεολογίας ὅ,τι καί νά πεῖ
κανείς γιά τόν Θεό, περιορίζεται στά χρονικά κατηγορήματα. Ὁποιαδήποτε
λέξη καί ἄν χρησιμοποίησει κανείς γιά τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει
τίς διαστάσεις τοῦ χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ὁ Λόγος γεννᾶται ἐκ τοῦ
Πατρός. Γλωσσικά, ἐξ ἐπόψεως νοήματος αὐτό τό γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός
μπορεῖ νά σημαίνει εἴτε ὅτι κάποτε γεννήθηκε ἐκ τοῦ Πατρός ἤ ὅτι ἀενάως
γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός ἤ ὅτι ἐν χρόνω γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός. Τό ἴδιο
συμβαίνει καί ὅταν λέγει κάποιος ὅτι: Ὁ Λόγος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός. Οἱ
Πατέρες, γιά νά πλαισιώσουν τήν διδασκαλία τους καί γιά νά περιφράξουν
τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά χρησιμοποιοῦν
διάφορες ὁρολογίες. Βέβαια καί οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Λόγος πρό τῶν
αἰώνων ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός. Ἀλλά ἐκεῖνο πού τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι
ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ἀνταποκρίνεται μόνο στήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία.
Ὁπότε κάθε σκέψη, κάθε νοησιαρχική σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται
στίς ἀνθρώπινες καθημερινές ἐμπειρίες καί μόνο. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά
διασπάσει τούς περιορισμούς τῆς κτιστῆς του φύσεως, ὥστε νά μπορέσει νά
συλλάβει τό ἄκτιστο». Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει χρόνος, ἀλλά αὐτό δέν
μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τί θά πεῖ δέν ὑπάρχει
χρόνος; Δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον γιά τόν Θεό. Ὁ Θεός ζεῖ
σέ ἕνα αἰώνιο παρόν, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Ἀλλά καί πάλι δέν μποροῦμε νά τό
καταλάβουμε. Πῶς ὅλα τά γεγονότα, πού σέ μᾶς ἔχουν μία διαδοχή, γιά τόν
Θεό δέν ἔχουν διαδοχή, εἶναι ὅλα μπροστά Του; Ἐπίσης δέν μποροῦμε νά τό
περιγράψουμε αὐτό. Δέν ἔχουμε λόγια καί λέξεις, γιατί ὅλα τά ρήματα πού
ἔχουμε ἀφοροῦν τήν κατάσταση αὐτή πού ζοῦμε ἐμεῖς, τήν ἐν χρόνω
κατάσταση, πού ἔχουμε παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος δέν
μπορεῖ νά διασπάσει τούς περιορισμούς αὐτῆς τῆς κτιστῆς του φύσεως.
«Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σκέπτεται γιά τό ἄκτιστο», γιά τόν Θεό δηλαδή, αὐτό εἶναι τό ἄκτιστο, «ὅτι ὑπάρχει. Ὅτι ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο δέν ἔχει κτισθεῖ», δέν ἔχει φτιαχτεῖ. Ποιός ἔφτιαξε τόν Θεό; Κανένας. Ὁ Θεός ὑπάρχει πάντα, εἶναι ἄκτιστος. Αὐτό μπορεῖ νά τό σκεφτεῖ ὁ ἄνθρωπος. «Ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο δέν μοιάζει μέ τά κτίσματα», μέ
τά δημιουργήματα. Κι ἄλλη φορά τό ἔχουμε πεῖ ὅτι τό ἄκτιστο δέν ἔχει
καμία σχέση μέ τά κτιστά. Καμία, μά καμία, ἀπολύτως ὁμοιότητα καί
ἀναλογία.
«Ἀλλά ὅλα αὐτά τά κατηγορήματα δέν εἶναι θετικά. Εἶναι πλήρως ἀρνητικά». Δηλαδή,
δέν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά τί δέν εἶναι. Λέμε ὁ Θεός δέν εἶναι
κτίσμα, δέν μοιάζει μέ τά κτίσματα, δέν ὑπάρχει χρόνος γιά τόν Θεό… «Αὐτά
δέν εἶναι θέσεις ἀλλά ἀρνήσεις. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος,
δέν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἁπλῶς λέμε τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ἡ λέξις
ἄκτιστος σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι κτίσμα. Αὐτό, ὅμως, λέγει
τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι τί εἶναι ὁ Θεός. Ἄς ποῦμε τώρα τί εἶναι ὁ Θεός.
Δέν ὑπάρχει ὅμως κανένα ὄνομα πού νά προσδιορίζει τό τί εἶναι ὁ Θεός,
διότι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν φύση του δέν μπορεῖ ποτέ νά συλλάβει τόν Θεό. Ἡ
βασική αἰτία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα» καί ἐπειδή εἴμαστε κτίσματα δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε τί σημαίνει ἄκτιστο καί τί εἶναι ὁ Θεός.
«Ἔχει δημιουργηθεῖ γιά νά γνωρίσει τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά γνωρίσει τόν Θεό». Ὁ
προορισμός μας αὐτός εἶναι, τό τέλος. Σκοπός γιά τόν ὁποῖο φτιαχτήκαμε
εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση, νά ὁμοιάσουμε στόν Θεό, νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, ἡ
θέωση. Ἀλλά αὐτό, τό νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό,
δέν μπορεῖ νά τό καταφέρει ὁ ἄνθρωπος μόνος του. «Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός
ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο, τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό. Καί
αὐτό γίνεται διά τοῦ Φωτός, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’
αὐτό οἱ Πατέρες πάρα πολλές φορές ἀσχολοῦνται μέ τήν φράση: «ἐν τῷ φωτί
σου ὀψόμεθα φῶς». Δέν μποροῦμε νά δοῦμε τό Φῶς, δηλαδή τόν Θεό, χωρίς τόν ἴδιο τόν Θεό, χωρίς τό Φῶς. «Δηλαδή μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ θά δοῦμε τό Φῶς τοῦ Θεοῦ». Γι’
αὐτό χρειάζεται τό ἔλεος καί λέμε συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ
με». Ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοῦμε τόν Θεό.
Ἀκόμα-ἀκόμα καί τόν ἑαυτό μας δέν μποροῦμε νά δοῦμε μόνοι μας ξεκάθαρα
καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά μᾶς φωτίσει, ὥστε νά μποροῦμε νά δοῦμε
τήν ψυχή μας, νά δοῦμε τίς ἀδυναμίες μας καί νά καθαριστοῦμε.
«Ἀκριβῶς, ὅπως γίνεται καί στόν φυσικό χῶρο. Ὅταν κανείς βρίσκεται μέσα
στό σκοτάδι, δέν βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ἐάν ὅμως βρεθεῖ μέσα στό φῶς,
τότε βλέπει τό φῶς».
«Αὐτή λοιπόν ἡ γνωσιολογική ἀρχή εἶναι μία δεσπόζουσα ἀρχή στούς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τό φαινομενικά παράξενο ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες
παίρνουν αὐτό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί τό ταυτίζουν μέ τό Σκότος (Γνόφος)». Ὁ γνόφος εἶναι τό πολύ φῶς, τό ὁποῖο μοιάζει μέ σκοτάδι, «καί
χρησιμοποιοῦν ἐναλλακτικά τό Φῶς καί τό Σκότος. Ὁπότε τό «ἐν τῷ φωτί
σου ὀψόμεθα φῶς» καί τό «ἐν τῷ σκότει σου ὀψόμεθα σκότος», ἐν τῷ γνόφο ὀψόμεθα γνόφο, «σημαίνει γιά τούς Πατέρες τό ἴδιο πράγμα». Γιατί καί ὁ γνόφος, τό πολύ σκοτάδι, εἶναι τό πολύ φῶς γιά τόν Θεό. «Ὁ Θεός οὔτε Φῶς εἶναι οὔτε Σκότος εἶναι». Δέν ἔχει καμία σχέση εἴπαμε μέ τά κτιστά, ἀλλά δέν ἔχουμε ἄλλες λέξεις. «Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Θεός δέν εἶναι κτίσμα γιά νά μοιάζει μέ κάτι κτιστό, ὅπως εἶναι τό φῶς ἤ τό σκότος». Λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς. Τί φῶς εἶναι ὅμως; Εἶναι τό φῶς πού ξέρουμε; Ὄχι! Ἄλλο φῶς… Τί ἄλλο φῶς; Δέν μποροῦμε νά ποῦμε.
«Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ γνωσιολογικές μας δυνάμεις ἀναλογοῦν στά
κτιστά καί δέν ἐπεκτείνονται στά ἄκτιστα, γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ ἄνθρωπος
γνωρίζει μόνο τά κτιστά. Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ὁρολογία χρησιμοποιήσουμε
γιά τόν Θεό, ἡ ὁρολογία αὐτή θά εἶναι παρμένη ἀπό τήν καθημερινή
ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀπό κάποια δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά
περιγράψει τό ἄκτιστο. Αὐτή ἡ Πατερική ἀντίληψη περί γνωσιολογίας
ἐμπίπτει ἀπολύτως μέσα στά πλαίσια τῆς μοντέρνας ἔρευνας, ἡ ὁποία
γίνεται ἐπάνω στά γνωσιολογικά θέματα καί ἡ ὁποία σήμερα γίνεται ἀπό
νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ἀνθρωπολόγους καί λίγο
ἀπό ψυχιάτρους». Μιλάει γιά τό 1983, τότε ἦταν πού ἔκανε αὐτό τό
μάθημα. Καί τότε καί προφανῶς καί σήμερα γίνεται αὐτή ἡ ἔρευνα ἀπό ὅλους
αὐτούς τούς ἐπιστήμονες, γιά τό πῶς ὁ ἄνθρωπος δηλαδή γνωρίζει, πῶς
ἔχει ἀντίληψη τοῦ περιβάλλοντός του. Αὐτή εἶναι ἡ διαδικασία τῆς γνώσης.
Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Πατέρες, ὅταν ἔλεγαν γνωρίζω, δέν ἐννοοῦσαν μία
ἀφηρημένη γνώση πού γίνεται μέ τόν στοχασμό, ἀλλά μία γνώση ἐμπειρική,
μία γνώση ἡ ὁποία βασίζεται πάνω σέ δεδομένα ἐμπειρικά. Γι’ αὐτό λέει
ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης ὅτι αὐτό μοιάζει μέ τήν σύγχρονη ἐπιστήμη, γιατί καί ἡ
ψυχολογία καί ἡ βιολογία κ.λ.π. ἀσχολοῦνται μέ πράγματα, μέ αὐτά πού
βλέπουνε, πού πέφτουν στήν ἀντίληψή τους διά τῶν αἰσθήσεων καί
βασίζονται σέ ἐμπειρικά δεδομένα.
«Ὅλες οἱ ἐπιστῆμες, πού ἀσχολοῦνται μέ τά θέματα αὐτά, συμφωνοῦν
ὡς πρός τήν γνωσιολογική λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ὅλα στόν
ἄνθρωπο εἶναι παρμένα, ἀπ’ ὅτι ξέρουμε μέχρι τώρα, ἀπό τίς καθημερινές
ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη καί οἱ ἀφηρημένες σκέψεις πού κάνει ὁ
ἄνθρωπος καί οἱ μαθηματικοί ὑπολογισμοί, ὅλα αὐτά πλέον ἔχει γίνει
ἀποδεκτό ὅτι εἶναι διαστάσεις τῆς ὑλικῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου καί καμιᾶς
πνευματικῆς ἀΰλου ὑπάρξεως». Δηλαδή καί ὁ ἄνθρωπος μέ βάση αὐτά πού
γνωρίζει προχωράει καί πιό πέρα στήν γνώση του, βασίζεται σέ αὐτά πού
ἤδη ἔχει. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία καί ἡ γλώσσα. Ἡ γλώσσα πού ἔχει
κάθε ἄνθρωπος, ἄν εἶναι φτωχή, τόν κάνει καί αὐτόν φτωχό στίς γνώσεις.
Εἶναι σωστό αὐτό πού λένε πώς ἄν κανείς καταστρέψει τήν γλώσσα ἑνός λαοῦ
καί μετά καταστρέψει καί τήν πίστη καί τήν θρησκεία του, τόν
καταστρέφει τελείως. Ἕνα σημαντικό στοιχεῖο ἑνός λαοῦ εἶναι ἡ γλώσσα
του. Μέ βάση τήν γλώσσα σκεφτόμαστε. Σήμερα πού ὑπάρχει γλωσσική πενία
(γλωσσική φτώχεια), φτάνουν οἱ ἄνθρωποι νά μήν μποροῦν νά συνεννοηθοῦν
μέ τά λόγια. Δέν ἔχουν λέξεις- λεξιλόγιο, νά συνεννοηθοῦν. Καί τί
γίνεται μετά; Συνεννοοῦνται μέ τά χέρια… τσακώνονται, χτυπιοῦνται. Τό
βλέπουμε αὐτό στά σχολεῖα. Τά παιδιά ἔχουν ἀγριέψει. Δέν μποροῦν νά
συνεννοηθοῦν μέ τά λόγια λόγω τῆς γλωσσικῆς πενίας καί φτάνουν νά λύσουν
τίς διαφορές τους στά χέρια. Αὐτό εἶναι παλιμβαρβαρισμός. Γυρνᾶμε στήν
ἀγριότητα, στήν πρωτόγονη κατάσταση καί μία αἰτία εἶναι ἀκριβῶς πού ἔχει
χτυπηθεῖ ἡ γλώσσα μας. Τό μονοτονικό σύστημα ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ τέλους γιά
τήν γλώσσα μας. Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι νά μᾶς πᾶνε στήν φωνητική γραφή,
δηλαδή νά ὑπάρχει ἕνα (ε), ἕνα (ι), ἕνα (ο). Νά χάσουμε τήν ὀρθογραφία
μας καί μετά νά πᾶμε στό λατινικό ἀλφάβητο. Εἶναι σχεδιασμένα αὐτά καί
στοχευμένα γιά νά διαλυθεῖ μέ αὐτό τόν τρόπο τό ἔθνος μας, γιατί βασικό
στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς γνωσιολογικῆς διαδικασίας εἶναι ἡ γλώσσα.
«Οἱ Πατέρες κάνουν μία διάκριση μεταξύ αἰῶνος καί χρόνου. Δέν
εἶναι τό ἴδιο πράγμα οἱ αἰῶνες καί ὁ χρόνος γιά τούς Πατέρες, ἄν καί δέν
ἤξεραν μοντέρνα Φυσική», λέει ὁ π. Ἰωάννης. «Στήν Φυσική δέν
ἔχουμε πιά τόν χρόνο πού εἴχαμε στό παρελθόν. Ὁ χρόνος τοῦ παρελθόντος
ἐμετράτο ἀπό τήν σχετική κίνηση τῆς γῆς ὡς πρός τόν ἥλιο καί τήν σελήνη.
Τώρα ὅμως οἱ ἀντιλήψεις περί χρόνου ἔχουν ἀλλάξει πάρα πολύ. Ἐκεῖνο πού
ἔχει γιά μᾶς σημασία, εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες διακρίνουν σαφῶς μεταξύ
αἰώνων καί χρόνου. Ὁπότε, ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο, λένε οἱ
Πατέρες, πρῶτα δημιούργησε τούς αἰῶνες, μετά τούς ἀγγέλους, καί μετά τόν
κόσμο αὐτόν», ὅπως τόν ξέρουμε, τό σύμπαν, τόν ἄνθρωπο, «καθώς καί τόν χρόνο». Ὁ
χρόνος δημιουργεῖται μαζί μέ τόν χῶρο, μαζί μέ τό σύμπαν. Ἀλλά εἶχε
προηγηθεῖ ἡ δημιουργία τῶν ἀγγέλων καί πρίν ἀπό αὐτό ἡ δημιουργία τῶν
αἰώνων. «Δηλαδή οἱ Πατέρες ἤξεραν ὅτι ὁ χρόνος εἶναι μία διάστασις ὁρισμένου μέρους τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος», ὁρισμένου μέρους γιατί ὑπάρχει καί τό σύμπαν τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στούς αἰῶνες. Δέν ὑπῆρχε χρόνος ὅταν φτιάχτηκαν οἱ ἄγγελοι. Ὑπῆρχαν οἱ αἰῶνες. «Τό
πρῶτο κτίσμα πού κτίστηκε εἶναι οἱ αἰῶνες καί ὄχι ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος
δημιουργεῖται ἀργότερα ἀπό τόν Θεό. Ὁπότε ἡ κυρία διαφοροποίηση μεταξύ
αἰώνων καί χρόνου εἶναι ὅτι στόν χρόνο ἔχουμε ἀλληλοδιαδοχή στά
γεγονότα», τό ἕνα γεγονός διαδέχεται τό ἄλλο. Τώρα λέω αὐτή τήν λέξη, μετά τήν ἑπόμενη, μετά θά σηκωθοῦμε… ὑπάρχει μιά ἀλληλοδιαδοχή. «Ἐνῶ
στούς αἰῶνες δέν ἔχουμε ἀναγκαστικά ἀλληλοδιαδοχή τῶν γεγονότων, ἀλλά
μία συνύπαρξη γεγονότων σέ μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς ἀναγκαστικά νά
ἐμπλέκονται τά γεγονότα μέ τήν ἀλληλοδιαδοχή». Δηλαδή, τήν ἴδια
στιγμή ὅλα τά γεγονότα. Πῶς γίνεται αὐτό; Δέν μποροῦμε νά τό
καταλάβουμε. Πολύ περισσότερο δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε νά μήν ὑπάρχει
τίποτε ἀπό χρόνο καί ἀπό αἰῶνες.
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι περιορισμένος στήν ἀλληλοδιαδοχική ἐμπειρία τῶν
καταστάσεων, ἐπειδή εἶναι μέσα στόν χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐμπειρία
μιᾶς ὑπάρξεως χωρίς ἀλληλοδιαδοχή. Τήν ἀποκτᾶ ὅμως μόνο στήν ἐμπειρία
τῆς θεώσεως», ἐκεῖ πού λέμε ὅτι κατά κάποιο τρόπο σταματάει ὁ
χρόνος, ὅπως λένε οἱ Πατέρες καί γιά τήν Θεία Λειτουργία. Ὁ λειτουργικός
χρόνος εἶναι θά λέγαμε τό σταμάτημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου τοῦ παρόντος
αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος καί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τό γεγονός τῆς γέννησης τοῦ
Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί λέμε «σήμερον γεννᾶται» ἤ τό γεγονός τῆς
Ἀναστάσεως ἤ τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί πάντα λέμε ̔σήμεραʾ. Δέν
λέμε ὅτι πρίν 2000 χρόνια γεννήθηκε ὁ Χριστός καί τό θυμόμαστε ἁπλῶς ὡς
ἱστορική ἀνάμνηση, ἀλλά τώρα γεννιέται ὁ Χριστός, τώρα σταυρώνεται, τώρα
ἀνίσταται. Ὑπάρχει δηλαδή μιά κατάργηση τοῦ χρόνου μέ τά
ἀλληλοδιαδοχικά γεγονότα, ὅπως τόν ξέρουμε. Κι αὐτή τήν ἐμπειρία τήν
ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζεῖ αὐτό τό μυστήριο τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ
καί τῆς θέωσης καί κατεξοχήν στήν θέωση. Ἐκεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔχει
ἐμπειρία μιᾶς ὑπάρξεως χωρίς ἀλληλοδιαδοχή. Γι’ αὐτό καί, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος εἶναι μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά δεῖ γεγονότα τοῦ
παρελθόντος, πού ἔγιναν πρίν χιλιάδες χρόνια, τά βλέπει μπροστά του.
Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς τό λέει καί ὀ Ἅγιος Πορφύριος, πού πήγαινε στά διάφορα
μέρη καί ἔβλεπε τί ὑπῆρχε ἐκεῖ πρίν χιλιάδες χρόνια, πρίν ἑκατοντάδες
χρόνια. Ζοῦσε λειτουργίες πού εἶχαν γίνει σέ μοναστήρια πρίν ἑκατοντάδες
χρόνια. Τά ζοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του. Καταργεῖται ὁ χρόνος
δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στήν θέωση.
«Μόνον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στήν θέωση ἔχει ἐμπειρία
ἐκείνου τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τήν ὕπαρξη, ὑπάρξεως πού
ὑπερβαίνει τόν χρόνο, ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τόν αἰῶνα, ὑπάρξεως πού
ὑπερβαίνει τόν χῶρο, ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τήν λογική κλπ. Ἔχει δηλαδή
ὁ θεούμενος τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, χωρίς ὅμως νά γνωρίζει
γνωσιολογικῶς τί εἶναι αὐτό τό ἄκτιστο». Γνωρίζει ἀγνωρίστως, ἀγνώστως. «Ἐπειδή γνωσιολογικῶς τό ἄκτιστο γιά τόν θεούμενο παραμένει Μυστήριο». Ἐνῶ θεωρεῖ τόν Θεό, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός παραμένει Μυστήριο, παραμένει ἀκατάληπτος, ἀπρόσιτος, ἀνερμήνευτος,
«δηλαδή καί ὁ Θεός, ὅταν ἀποκαλύπτεται στόν θεούμενο, παραμένει
Μυστήριο. Διότι, ἄν καί ὑποπίπτει στήν ἀντίληψη τοῦ νοός καί τῆς λογικῆς
καί τῶν αἰσθήσεων καί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου παρά ταῦτα ὁ Θεός παραμένει Μυστήριο». Ὁ
ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό ἐν πάσῃ αἰσθήσει καί μέ τά σωματικά μάτια καί
μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Κι ἄν κλείσει τά μάτια του, πάλι βλέπει τό φῶς
τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι στήν κατάσταση τῆς θεώσεως. Οἱ Ἀπόστολοι
πάνω στό Θαβώρ ἔβλεπαν τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί μέ κλειστά μάτια καί μέ
ἀνοιχτά μάτια.
Ἐν πάσῃ αἰσθήσει βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό «παρά ταῦτα ὁ Θεός
παραμένει Μυστήριο, ἐπειδή ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια καί τόν τρόπο γνώσεως
τοῦ ἀνθρώπου. Και τοῦτο συμβαίνει, ἐπειδή τό θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων
γνώσεων εἶναι ἡ ὁμοιότητα καί ἠ διαφορά». Ἔτσι μαθαίνουμε στά
πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Συγκρίνουμε κάτι μέ κάτι ἄλλο πού ἤδη
γνωρίζουμε καί λέμε: αὐτό μοιάζει μέ τό ἄλλο πού ξέρω. Ἕνα μωρό ἄς ποῦμε
ἄν βλέπει τά γυαλιά γιά πρώτη φορά δέν μπορεῖ νά καταλάβει, ἀλλά ἄν
ξέρει κάτι παρόμοιο, λέει, ἄ, μοιάζει μέ ἐκεῖνο. Καί σιγά-σιγά κανείς
συγκρίνοντας καί παρατηρώντας ὁμοιότητες καί διαφορές γνωρίζει καί τά
ἑπόμενα καινούρια πράγματα. Αὐτό, ὅμως, δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τόν Θεό,
γιατί ὁ Θεός δέν μοιάζει μέ τίποτε ἀπό αὐτά πού ξέρουμε, οὔτε διαφέρει
σέ τίποτα ἀπό αὐτά πού ξέρουμε. Δηλαδή δέν ὑπάρχει οὔτε ὁμοιότητα οὔτε
διαφορά. Δέν ταυτίζεται μέ αὐτά πού ξέρουμε. Οὔτε μοιάζει οὔτε διαφέρει.
Εἶναι ἕνα τελείως ἄλλο πράγμα.
Ἐνῶ στά κτιστά, λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης «βλέπουμε π.χ. ἕναν
ἐλέφαντα, πού γιά ἕναν, πού δέν ξέρει τίποτε ἀπό ἐλέφαντες, δέν μοιάζει
μέ τίποτε ἄλλο. Ἀλλά ἁπλῶς διαφέρει ἀπό τά ἄλλα ζῶα. Μετά βλέπουμε δύο
ἐλέφαντες καί λέμε ἄ, αυτοί οἱ δύο μοιάζουν. Ἄν, ὅμως, τούς ἐξετάσουμε
πιό προσεκτικά, στήν περίπτωση πού ὁ ἕνας εἶναι ἀρσενικός καί ὁ ἄλλος
θηλυκός, βλέπουμε ὅτι διαφέρουν μεταξύ τους, ἀλλά, παρά τίς διαφορές
τους, ὑπάρχει μία γενικότερη ὁμοιότητα μεταξύ τους, σέ τέτοιο βαθμό,
ὥστε μιλᾶμε πάλι γιά ἐλέφαντες καί τούς βάζουμε στήν ἴδια κατηγορία τῶν
ἄλλων ἐλεφάντων» καί ἔτσι προχωράει ἡ γνώση στά κτιστά.
«Ὅταν ὅμως ἔχει κάποιος τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, κάνει τότε μία
διαφοροποίηση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά διακρίνει ὁμοιότητα, νά βρεῖ δηλαδή
ὁμοιότητα μεταξύ τοῦ ἀκτίστου μέ κάποιο κτιστό. Ἡ διαφοροποίηση ὅμως
ὑπάρχει. Βλέπει δηλαδή κάτι, πού δέν ἔχει ξαναδεῖ ποτέ στήν ζωή του. Δέν
ὑπάρχει ὅμως καμία ὁμοιότης ἐκείνου πού τοῦ ἀποκαλύπτεται μέ κάτι πού
ἤδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει ἐκεῖνο πού ὑποπίπτει στήν ἀντίληψη
τοῦ θεουμένου ἀπό ὅλα τά κτιστά. Διαφέρει, ἀλλά δέν μοιάζει μέ τίποτα,
μέ κανένα γνωστό κτίσμα. Γιατί δέν μοιάζει; Διότι δέν ἔχει οὔτε χρῶμα
οὔτε διαστάσεις –ὁ Θεός- οὔτε φῶς εἶναι οὔτε σκότος εἶναι οὔτε μεγάλο εἶναι οὔτε μικρό εἶναι, δέν ἔχει σχῆμα, δέν ἔχει μορφή». Γι’
αὐτό πρέπει κανείς νά προσέχει τίς διάφορες ἐμπειρίες καί κατά τήν
νοερά προσευχή πού ἐμφανίζονται διάφορα σχήματα, γιατί εἶναι δαιμονικά. Ὁ
Θεός δέν ἔχει σχῆμα, εἶναι ἀσχημάτιστος. Λένε οἱ Πατέρες πολλά τέτοια.
Μπορεῖ νά σοῦ ἐμφανιστεῖ μία φλόγα ἄς ποῦμε. Δέν πρέπει νά προσέχει ὁ
ἄνθρωπος αὐτά τά πράγματα, γιατί εἶναι δαιμονικά τερτίπια, γιά νά
παρασύρει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο στήν ὑπερηφάνεια ὅτι ἄρχισε κι αὐτός νά
βλέπει τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἀνείδεος, δέν ἔχει εἶδος, δέν ἔχει σχῆμα,
δέν ἔχει μορφή. «Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες, ὅταν μιλᾶνε γιά τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ, μιλᾶνε σάν νά εἶναι κάτι τό ἀσχημάτιστο καί ἀνείδεο. Βέβαια αὐτό
τό ἀνείδεο εἶναι ἐπιχείρημα ἐπιθέσεως ἐναντίων Πλατωνικῶν. Οἱ Πλατωνικοί
πίστευαν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κόσμος τῶν ἰδεῶν. Ὅταν ὅμως οἱ Πατέρες λένε
ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνείδεος, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχει καμία
σχέση μέ τόν νοητό κόσμο τοῦ Πλάτωνος. Καί κάθε φορά πού οἱ Πατέρες
χαρακτηρίζουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνείδεο καί ἀσχημάτιστο, κάθε φορά
πού τό ἀναφέρουν αὐτό, κάνουν κατ’ εὐθείαν ἐπίθεση ἐναντίων τῶν δοξασιῶν
τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους καί γενικά ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας. Ἡ
Θεολογία τῶν Πατέρων ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά κατηγορήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ
τρόπου σκέψεως».
«Τό νά ἀσχοληθεῖ βέβαια κάποιος μέ τήν φιλοσοφία», λέει ὁ π. Ἰωάννης,
«αὐτό δέν εἶναι κακό, διότι γυμνάζεται τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ
ὅμως νά μή δεχθεῖ τήν διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας προκειμένου περί τῆς
ὑπάρξεως καί φύσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λένε ὅλοι οἱ Ἡσυχαστές πατέρες. Καί ὁ
Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος», πού εἶχαν γνώση τῆς φιλοσοφίας,
«καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν φιλοσοφῶν
Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη, ἄν διαβάσει κανείς τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν
Ἀρεοπαγίτη, θά δεῖ ὅτι ὑπάρχει ἡ ἴδια γραμμή καί σ’ αὐτόν». Δηλαδή
μᾶς συμβουλεύουν νά μήν προσπαθοῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό διά τῆς
φιλοσοφίας. Ἄν θέλεις νά ἀσχοληθεῖς γιά νά γυμνάζεται τό μυαλό σου, ἄς
τό κάνεις. Ἀλλά μήν νομίζεις ὅτι διά τῆς φιλοσοφίας θά βρεῖς τόν Θεό.
Αὐτό τό λάθος τό ἔκανε ὁ Βαρλαάμ καί οἱ Δυτικοί, πού διά τοῦ στοχασμοῦ
νόμιζαν ὅτι θά φτάσουν νά γνωρίσουν τόν Θεό. «Ὁπότε συμπεραίνουμε ὅτι
γιά τόν ἐκγυμνασμό τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος δέν εἶναι κακό τό νά
ἀσχολεῖται κάποιος μέ τήν φιλοσοφία, εἶναι ὅμως ἀνοησία τό νά
παραδέχεται τήν διδασκαλία της προκειμένου περί θεολογικῶν θεμάτων».
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου