Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Σχόλιο σε ένα δίκαιο αίτημα του Πατριάρχη μας. ΕΝΑΣ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΠΛΥΘΗΚΕ του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη ιστορικού – συγγραφέα




               Στην Ιστορία πολλές φορές πρόσωπα αναζητούντα διέξοδο για τη ζωή τους δεν μπόρεσαν να ασκήσουν έλεγχο στις δυνατότητες και στις επιδιώξεις τους, ούτε και να τιθασεύσουν τις αδυναμίες τους.

Περιπλανώνται σε αναζήτηση της τύχης τους και γι’ αυτο είναι συνήθως αδίστακτοι στη χρησιμοποίηση κάθε μέσου, πολύ συχνά ανήθικου, για να εκμεταλλευθούν όλες τις περιστάσεις που τους εμφανίζονται προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Αυτοί περνούν στη μνήμη των ανθρώπων ως τυχοδιώκτες για την τεθλασμένη τακτική που ακολουθούν προκαλούντες την έκβαση προς το καλό ή στο κακό της ζωής τους. Αρκετοί από αυτούς τους αριβίστες για να σταδιοδρομήσουν εμπλέκονται και στα εκκλησιαστικά πράγματα, όπως αυτός που   απασχόλησε όσο ζούσε και όταν πέθανε η «δυναστεία» των κληρονόμων του που ζούν στα περιθώρια της μη ανταλλάξιμης Ομογένειας της Κων/πόλεως προσβάλλοντας τη Χριστιανοσύνη και εκείνους που εξακολουθούν να τους περιθάλπτουν και σήμερα εκθέτουν διεθνώς τη δικαιοκρισία της κρατικής τους υποστάσεως!
           Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί επίστεψαν πως θα αρχίσει νέα εποχή σεβασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων των καταπιεσμένων πολιτών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το σκληρό Χαμιτικό καθεστώς που εχθρευόταν τα προνόμια του Γένους μας ξέφτισε τελικά και το Συνταγματικὸ κίνημα υποσχόταν δικαιοσύνη και ισονομία γιά όλους τους οθωμανούς πολίτες κάτι που ομαλά θα καταργούσε «προνόμια» και «διαβουλεύσεις». Τότε η αυτοκρατορία θα εξελισσόταν σε νέα πολυεθνική οντότητα, όπως ήταν επί χίλια και πλέον χρόνια στους μέσους χρόνους. Όμως η καλή αυτή αρχή είχε κακό τέλος όπως την υποψιάστηκε ο πολύπειρος και σοφός πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄. Οι κρατούντες την εξουσία Νεότουρκοι άρχισαν να εφαρμόζουν εθνοφυλετικές τακτικές για την ομογενοποίηση του πληθυσμού και προκάλεσαν βαθύ ρήγμα στην ομοψυχία των εθνοτήτων και μετάλλαξαν τις συνταγματικές προσδοκίες σε άτεγκτο εθνικισμό που δεν άργησε να διαπράξει ακραίες εκκαθαρίσεις.
               Στην αρχή της περιόδου αυτής οι επαγγελίες για ισοπολιτεία καλλιεργήθηκαν πολλές ψευδαισθήσεις και πολλοί ομογενείς θέλησαν να ξεκινήσουν επαγγελματική καταξίωση στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και ξεκίνησαν για να μάθουν περισσότερα στον τομέα που νόμιζαν πώς θα πετύχουν. Από ένα χωριό Σεμπίνκαραχισάρ της περιοχής της Υοσγάτης, που βρίσκεται μεταξύ της Αμάσειας και της Καισάρειας ξεκίνησε σε ηλικία 26 ετών ο Παύλος Καραχισαρίδης και πηγαίνει στην Άγκυρα για να συμπληρώσει τις γνώσεις του στα λογιστικά και να ανοίξει εμπορικό. Δεν πετυχαίνει και γίνεται εμπορουπάλληλος στην μεγάλη επιχείρηση του ομογενούς εμπόρου Τσολμεκτσόγλου. Το 1911 παντρεύεται τη Μαρία Καλφόγλου και αποκτά διαδοχικά τα πέντε παιδιά του. Για να αποφύγει τη στράτευσή του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσκολλάται στην Μητρόπολη Καισαρείας και ο τότε μητροπολίτης Νικόλαος Β΄ Σακκόπουλος τον χειροτονεί διάκονο και πρεσβύτερο το 1915 τον μετονομάζει σε Ευθύμιο για την ζωηρότητα του χαρακτήρα του και τον διορίζει στην κοινότητα του Ακντάγμαντενί. Τον Μάρτιο του 1918 στέλνεται να αντικαταστήσει ασθενούντα ιερέα της σημαντικής κοινότητος στο Κεσκίν που βρισκόταν ανατολικά της Άγκυρας και δυτικά της Σεβάστειας, μεταξύ των δυό κάστρων του τουρκικού εθνικισμού.

             Το αποτέλεσμα των Νοεμβριανών εκλογών του 1920 στην Ελλάδα είχε βαθύτατες συνέπειες στον ελληνικό στρατό του μετώπου. Η εμπειροπόλεμη ηγεσία του είχε αντικατασταθεί από «άκαπνους» αξιωματικούς των ανακτόρων. Έτσι πληγώθηκε η εθνική ομοψυχία και η μαχητικότητα του. Άρχισε να απλώνεται και η κούραση που ευνόησε την ηττοπάθεια κάτι πολύτιμο για τους αντιπάλους του. Μετά Ανακωχή του 1918 η περιοχή που λειτουργεί ο παπά-Ευθύμ βρίσκεται υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων που διαφωνούσαν με αυτήν και αρχίζει σταδιακά να προσεγγίζει αυτούς τους εθνικιστές δια μέσου του βουλευτή Αδριανουπόλεως Μεχμέτ Σερέφ. Με πρωτοβουλία του συγκεντρώνει χρήματα από τους Ρωμιούς προύχοντες της περιοχής και ενισχύει το κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ ελπίζοντας πως θα προστατευθούν οι χριστιανών που αποτελούν το 20% του πληθυσμού   της Ανατολίας. Έτσιι κέρδισε την εύνοια των Ορθοδόξων στο Κεσκίν και όταν επέστρεψε εκεί ο πρώην εφημέριος του Κεσκίν παπά-Παναγιώτης Παπαδόπουλος δημιουργείται ενδοκοινοτικό σχίσμα. Το θέμα έφθασε στο Φανάρι που έστειλε μεσολαβητή που στήριξε ως κανονικό εφημέριο τον παπά-Παναγιώτη και δυσαρέστησε τον παπά-Ευθύμ. Έπειτα από αυτό ο παπά-Ευθύμ κατηγόρησε το Φανάρι πώς περιφρονεί τους τουρκόφωνους Καππαδόκες, που τον περιβάλλουν και αυθαίρετα διορίζει στην εκκλησία του νέα Δημογεροντία και πείθει τους ενορίτες του να συμμετέχουν στις εκλογές αντιπροσώπων για τη Μ. Εθνοσυνέλευση που θα αναλάμβανε την εξουσία στη Τουρκία για να αντισταθεί κατά των σχεδίων των Συμμάχων που επέβαλαν την Ανακωχή. Και αυτό κυρίως για να διαψεύσουν ότι οι Ελληνορθόδοξοι χριστιανοί «Μπαρφαλήδες» του Πόντου και οι «Καραμανλήδες» της Καππαδοκίας υφίστανται διωγμούς στην Ανατολή.   Έτσι, από την προσωπική έριδα δύο ιερέων ξεκίνησε η εσωτερική διαίρεση τουρκόφωνων και ελληνόφωνων χριστιανών η οποία και δίχασε το ορθόδοξο ποίμνιο στις κρίσιμες ημέρες για την Εκκλησία στη Μικρά Ασία.  
             Την ΄Ανοιξη του 1921 μιά κεμαλική εφημερίδα της Άγκυρας δημοσιεύει μιά επιστολή που προτείνει την ίδρυση στη Τουρκία μιάς τουρκορθόδοξης Εκκλησίας που θα καταστήσει εντελώς περιττό το φιλογενές Οικουμενικό Πατριαρχείο του Φαναρίου. Η Εκκλησία αυτή να έχει το «ελλαδικό πρότυπο» και να είναι απόλυτα δεμένη με το νέο κράτος με τα δεσμά του κρατισμού που έθεσε το οθωνικό καθεστώς ! Το άρθρο αυτό προμήνυε την εκκλησιαστική κατάσταση που θα επέβαλλαν οι εθνικιστές όταν καταλάμβαναν την εξουσία.     Τότε κέντρο τη Σαμφράμπολη εξαπολύονται πλαστά τηλεγραφήματα από ορθόδοξες κοινότητες που ζητούσαν σύγκληση και για το εκκλησιαστικό ζήτημα Εθνοσυνελεύσεως, όπως συνέβηκε για τις πολιτικές υποθέσεις στη Τουρκία, όλων εκείνων που επικαλούντο την τουρκογένειά τους λόγω της γλώσσας τους και αρνούνταν την εξάρτησή τους από το Ρωμαίϊκο Πατριαρχείο του Φαναρίου! Ο εθνοφυλετισμός τους ενδύθηκε και την γλωσσική διάκριση, όπως έγινε στην Ελλάδα στις αρχές του αιώνα. Η τότε γαλλική κυβέρνηση, που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα στη Τουρκία των χρηματιστών της γνώριζε τις καταστροφικές επιπτώσεις της οξύτητας ανταγωνισμών μέσα στην Εκκλησία και καθοδήγησε τον περιβόητο αρχιτέκτονα της Γαλλοκεμαλικής «συμμαχίας» βουλευτή Φρακλίν Μπουγιόν να εκμεταλλευθεί μαζί με το φίλο του κεμαλιστή Μεχμέτ Σερέφ την σύγκρουση του παπά-Ευθύμης από το Κεσκίν με το Φανάρι γιατί η αντιπατριαρχική «πατριωτική» ρητορική του ασκούσε σημαντική επιρροή στα λαϊκά στρώματα των τουρκόφωνων Καππαδοκών και θα άναψε φωτιά μέσα στους Έλληνορθοδόξους. Επειδή το κίνημά του στερείται εκκλησιαστικής ηγεσίας ο παπά-Ευθύμ αποθρασύνεται και διεκδικεί τον Νοέμβριο του 1921 δικαίωμα Γενικού Επιτρόπουτων τουρκοφώνων και η Άγκυρα αποδέχεται και επικυρώνει τον αυθαίρετο ρόλο του προσκαλώντας τον να έλθει και να συνδεθεί στενά και με τον νέο εθνικό ηγέτη της χώρας. Η κάλυψη αυτή ενίσχυσε την αθεοφοβία του και επεμβαίνει και στη λατρεία και απαντά στις φιλογενείς δεήσεις του Φαναρίου με αιτήσεις «υπέρ της νίκης των δυνάμεων αντιστάσεως κατά του διαμελισμού της Τουρκίας» ! Σε λίγο περιοδεύει στην Ανατολία για να συγκεντρώσει χρήματα για τις δυνάμεις του Κεμάλ, υποσχόμενος επιστροφή των εκτοπισμένων, και εκδίδει τουρκικά και έντυπο για να προωθήσει τις ιδέες του, Προσκαλεί αντιπροσώπους των Ορθοδόξων Κοινοτήτων στη Καισάρεια για τη συγκρότηση Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως που θα διακηρύξει την εκκλησιαστική ανεξαρτησία της από το Φανάρι, όπως έπραξε η στρατιωτική και πολιτική αντιπολίτευση σπό το σουλτάνο. Στην Άγκυρα συνιστά γραφείο διεκπεραιώσεως των θεμάτων της μειονότας και διατάσει ως εξουσίαν έχων να κλείσουν 58 Ελληνορθόδοξα σχολεία της Καππαδοκίας, απαγορεύει εκτός των ναών τη ρασοφορία των κληρικών και απαιτεί αυτοί να μιλούν μόνον τουρκικά και η λατρεία τους να διεξάγεται από τα Καραμανλίδικα βιβλία! Καθοδηγήθηκε δε από τους εντολείς του να εμβολίσει ακόμη και το ενδιαφέρον της Αγγλικανικής Εκκλησίας για το Πατριαρχείο και ζήτησε επαφή με την ηγεσία της για να «περισώσει» δήθεν το ποίμνιό του και γι’ αυτὀ   υπογράφει, ως ο «ιεραποστολικός παπάς» !  
     Ο μητροπολίτης Καισαρείας Νικόλαος, που χειροτόνησε τον παπά-Ευθύμ, βρίσκεται απ’ αρχής της Ανακωχής ( Οκτ.1918) ως συνοδικός και μετά ως Τοποτηρητής του Θρόνου στο Φανάρι. Ο παπάς απο το Κεσκίν θεωρεί ότι ο μητροπολίτης του έχει εγκαταλείψει το θρόνο του και συνιστά την Άνοιξη του 1922 προσωρινή επιτροπή διοικήσεως της Μητροπόλεως Καισαρείας από ομοϊδεάτες του και «διορίζει» ως Καισαρείας. τον επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο Χρηστίδη και αυτοδιορίζεται Οικονόμος της και εκπρόσωπός του!. Οι αυθαιρεσίες αυτές προκαλούν την αντίδραση του μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιου Λαζαρίδη, που έχει αποκλειστεί στη μητρόπολή του από τα πολεμικά γεγονότα και υποδεικνύει στον άσχετο με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας την αντικανονικότητα όλων των μέχρι τώρα ενεργειών του δίχα της διαγνώμης των επισκόπων του. Αυτό αναγκάζει τον παπά-Ευθύμ να επιστρέψει στην Άγκυρα και σε απάντηση δίδεται «κεμαλική εντολή» για τή μεταφορά του με στρατιωτική συνοδεία στην Καισάρεια και του Σεβαστείας Γερβάσιου, καθώς και του Πατάρων Μελετίου!


           ¨Ομως συμβαίνουν τα γεγονότα της Καταστροφής και οι όμηροι αρχιερείς συνεχώς συσκέπτονται για αυτή την απομόνωση του ποιμνίου τους. Η Άγκυρα έμπρακτα απαιτεί να δείξουν τη διάστασή τους με το Φανάρι, ιδίως εν όψει ενάρξεως των συζητήσεων για τον τερματισμό του πολέμου και την ειρήνευση. Όταν τον Δεκέμβριο 1922 άρχισαν οι εργασίες της διεθνούς Διασκέψεως της Λωζάννη η τουρκική αντιπροσωπεία διεθνοποιώντας το «Πατριαρχικό ζήτημα» αποκάλυψε και όλη τη δόλια σκηνοθεσία για τον διχασμό του ποιμνίου της Εκκλησίας στην Ανατολή συνδέοντας το Φανάρι με τους ελληνόφωνους της Ανταλλαγής! Για να καθησυχαστεί το ποίμνιο στην Ανατολία οι τρίς αρχιερείς προέβησαν σε αρχιερατικὲς εκλογές, που κατακρίθηκαν τότε από το Φανάρι, και χειροτόνησαν στην μονή των Ταξιαρχών ( Ζινδζίδερε) της Καισαρείας ως μητροπολίτη Αγκύρας τον εν χηρείᾳ ιερέα και ηγούμενο των Φλαβιανών παπά-Κωνσταντίνο ( 1854-1933) ενώ προήγαγε σε μητροπολίτη Νεοκαισαρείας τὸν επίσκοπο Αριστείας Ιερόθεο με την ελπίδα να τον αποφυλακίσουν από τήν Αμάσεια. Οι πράξεις αυτές αρχικά κρίθηκαν αντικανονικές από το Φανάρι, αλλά όταν εφαρμόστηκε η Ανταλλαγή οι πρόσφυγες ιεράρχες αποκαταστάθηκαν: ο «Αγκύρας» Κωνσταντίνος εκλέκτηκε επίσκοπος Αμφιπόλεως, ο Σεβαστείας Γερβάσιος καταστάθηκε μητροπολίτης Γρεβενών και μόνον ο Πατάρων Μελέτιος παρέμεινε μέχρι τέλος(1967) δεμένος με τον προσφυγικό κόσμο. Μόνον ο Ικονίου Προκόπιος εκοιμήθη πικραμένος στη πατρίδα του λίγο πριν την Ανταλλαγή.  
           Το «Πατριαρχικό ζήτημα» αναδείχθηκε Λυδία λίθος για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Ο εκτοπισμός του θεσμικού Κέντρο της Ορθοδοξίας από τη κοιτίδα του θεωρήθηκε από τους νικητές ύψιστο διακύβευμα για τον αφανισμό της «Μεγάλης Ιδέας» της Ρωμιοσύνης. Από τη πλευρά των αυτονικημένων ( Κεμάλ) ο εκτοπισμός του πνευματικού κέντρου της Ορθοδοξίας θεωρήθηκε casusbelliξεκαθάρισμα της ήττας σε πεδίο που ήταν απομονωμένο δια θαλάσσης από την Μ. Ασία με πανίσχυρο στόλο και στη ξηρά η εμπειροπόλενη Στρατειά του Εβρου. Έτσι οι νικητές δεν διακινδύνευαν τη κατοχή της Ανατολικής Θράκης και της Πόλεως που έλαβαν από τους Άγγλους κατά την Ανακωχή των Μουδανιών και τελικά υπέγραψαν την Συνθήκη της Λωζάννης επιφυλασσόμενοι «εν καιρώ» να χρησιμοποιούν   το Πατριαρχείο προς εκβιασμό της Ελλάδος, να περιορίσουν τη δικαιοδοσία του ως δήθεν ίδρυμα της χώρας τους για να το τουρκοποιήσουν και να καταργήσουν το οικουμενικό κύρος και τη διεθνή προστασία του. Επίσης διανοήθηκαν μακροπρόθεσμα να περιοριστούν τα στελέχη και το ποίμνιό του στο ελάχιστο για να του στερήσουν τις δυνάμεις και τα μέσα συνεχίσεως της αποστολής και της Ιστορίας του για να γίνει σκιά του παρελθόντος του και να αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί από την Κων/πολη όπως το 1204.
           Τη Μεταλωζάννεια κακεντρέχεια των διαχειριστών της εξουσίας στην Τουρκία μπορούμε να μάθουμε από το ρόλο που ανέλαβε με θρασύτατα τυχοδιώκτη ο παπά-Ευθύμ. Το Πατριαρχείο μετά την παραίτηση του πατριάρχου Μελετίου Δ΄ έπρεπε να εκλέξει διάδοχο Πατριάρχη και η εγκυρότητα εκλογή του κρινόταν από την κανονικότητά της θα είχε αντίκτυπο στη στάση έναντι της Τουρκίας των ορθοδόξων λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Το ενδιαφέρον των ορθόδοξων λαών φάνηκε όταν     υπερμάχησαν ανυποχώρητα στη Λωζάννη για το Αμετάθετο του Πατριαρχείου από την Κων/πολη. Τη Τρίτη 2 Οκτωβρίου 1923 αποχωρούσαν από τη Πόλη τα Συμμαχικά στρατεύματα υπό τις αποδοκιμασίες του τουρκικού όχλου και τότε καταφθάνει υπό την προστασία της αστυνομίας στο Φανάρι ο παπά-Ευθύμ με μάρτυρες δύο Τούρκους υπαλλήλους και πολλούς ενόπλους που εισβάλλουν με την απειλή όπλων στο Μικρό Συνοδικό ενώ συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος! Οι συνοδικοί εξανίστανται και όρθιοι διαμαρτύρονται για την πρωτοφανή βεβήλωση   του ιερού χώρου πρωτοστατούντος μάλιστα ιερέως! ! Ο Καισαρείας, που τον χειροτόνησε, προσπαθεί να ημερεύσει τον εξαγριωμένο παπά του Κεσκίν και παραιτείται από Τοποτηρητής και τον διαδέχεται κατά τα πρεσβεία ο Κυζίκου Καλλίνικος. Ο παπά-Ευθύμ ως «εξουσίαν έχων» απαιτεί την απομάκρυνση των συνοδικών που οι επαρχίες τους βρίσκονται εκτός Τουρκίας, καθώς και αλλαγές στις εσωτερικές υπηρεσίες του Πατριαρχείου που τις αναλαμβάνει ο φίλος του Ροδοπόλεως Κύριλλος. Ο Καισαρείας προσπαθεί να τιθασεύσει τον ατίθασο και αυθάδη παπά-Ευθύμ με δέλεαρ την αξιοποίησή του και εισηγείται στην Ενδημούσα Σύνοδο, αφού κήργησε το Γραφείο στην Αθήνα και τον αποκρισάριό της Εφέσου Χρυσόστομο, τώρα να συστήσει: «Γραφείο επικοινωνίας στην Άγκυρα και να διορίσει σ’ αυτό ως γενικό πληρεξούσιο και αντιπρόσωπο τον Οικονόμο Ευθύμιο, εκτιμώσα τις υπηρεσίες του προς την νέα κυβέρνηση για τους ορθοδόξους χριστιανούς της Ανατολής»! Το Πατριαρχείο τον στέλνει στην Άγκυρα με 5000 λίρες για να επιτελέσει το έργο του, αφού παραιτήθηκε από τη σύσταση «τουρκορθόδοξης Εκκλησίας».  ¨Η Άγκυρα ικανοποιείται και μέσω αυτού ζητά να μάθει από τη Σύνοδο με ποιό τρόπο πρέπει να διεξαχθεί η εκλογή του νέου Πατριάρχη για να θεωρηθεί έγκυρη από όλους τους Ορθοδόξους.. Η Σύνοδος απαντά: ότι η εκλογή: «Πρέπει να διεξαχθεί μόνον κατά τους Ιερούς Κανόνες και με «μαζβατά» να ανακοινωθεί στη κυβέρνηση της χώρας». ¨Η κυβέρνηση δια του νομάρχη ο οποίος υποτιμώντας τον Αποστολικό Θεσμό δια υπαλλήλου στέλνει στο Φανάρι το καθοριστικό κείμενο του βασικού προσόντος των εκλεκτόρων και του εκλεγόμενου, τον περίφημο Τεσκερέ υπ΄αριθμ. 1092 και την Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 1923 διεξάγονται οι «κανονικοί ψήφοι» και εκλέγεται ο από Χαλκηδόνος Γρηγόριος Ζ΄.
           ¨Ομως η Άγκυρα και ο παπά-Ευθύμ την επομένη της εκλογής ήταν δυσαρεστημένοι γιατί ο νέος Πατριάρχης γαλουχημένος κοντά στον Γερμανό τον Ε΄ ακολουθούσε αυστηρή γραμμή στη διαφύλαξη της ζωής και της τάξεως της Εκκλησίας. Με τη προστασία της τουρκικής αστυνομίας και λίγους άξεστους μαυροθαλασσίτες ελέγχει την είσοδο του Πατριαρχείου για να μήν προσέλθουν οι συνοδικοί και με γράμμα του προς τον Πατριάρχη απαιτεί να παραιτηθεί γιατί δεν είναι αρεστός στη τουρκική κυβέρνηση!   Οι συνοδικοί σύσσωμοι αντιδρούν στην παρέμβαση αυτή και σταθεροί αποφασίζουν να διαμαρτυρηθούν στον νομάρχη και στη κυβέρνηση Ινονού για τη νέα ανάμειξη του παπά-Ευθύμ σε κορυφαίο εκκλησιαστικό ζήτημα. Η αυθαιρεσία αυτή φαίνεται πώς υποκινήθηκε από πρόσωπο που επιδίωκε την εκλογή φίλου του και αποδοκιμάστηκε ως προσβολή της Χριστιανοσύνης από το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Αγγλικανικής Εκκλησίας και θα είχε επιπτώσεις στη διορθόδοξη αναγνώριση «εκλογής» με την επίνευση της ουσιαστικά «αλλόθρησκης» εξουσίας της Άγκυρας. Τελικά η διεθνής κατακραυγή ανάγκασε την Άγκυρα να προσμετρήσει τη ζημία της και έλυσε το ζήτημα. Η αστυνομία απομάκρυνε τον παπά-Ευθύμ από το Φανάρι και μάλιστα ο τοτε υπουργός Δικαιοσύνης επίσημα αναγνώρισε ενώπιον του κοινοβουλίου την εκλογή και απέρριψε τον διορισμό του ως αντιπροσώπου του Πατριαρχείου στην Άγκυρα και ακολούθησε στις 13 Δεκεμβρίου 1923 ( 30 Νοεμβρίου π. Ημ.) η ενθρόνιση του νέου Πατριάρχη στο Φανάρι. Μετά τη δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης για μη αποδοχή απεσταλμένου του Πατριαρχείου στην Άγκυρα, ο Πατριάρχης ανακάλεσε την σχετική συνοδική απόφαση και τότε φάνηκε η όλη γυμνότητα του παπά από το Κεσκίν. Ήδη ο βίος και η όλη πολιτεία του άρχισε να μυρίζει τη δυσοσμία ωμού εκβιασμού κοινού τυχοδιώκτη για να πετύχει εξαγορά της δήθεν «πατριωτικής» του στάσεως στον «αγώνα» τουγια τον μη διαμελισμό της Τουρκίας. Στις 12 Φεβρουαρίου η αστυνομία, προφανώς κατ’ εντολή της Άγκυρας, του παραδίδει στο Γαλατά υπό περίεργες συνθήκες κτίρια της ενορίας της Παναγίας της Καφατιανής για ενοικίαση προς «ζωάρκεια» της πολυμελούς οικογενείας του. Εκεί αυτός εγκαθιστά την έδρα της δήθεν «Εκκλησίας» του και αναμένει τις προσχωρήσεις. Η Ιερά Σύνοδος διαμαρτύρεται στις αρχές για την καταπάτηση της ιδιοκτησίας της Ρωμαίϊκης Κοινότητος Γαλατά και στις 19 Φεβρουαρίου η Ιερά Σύνοδος θέλησε να ανακόψει την κακοποιό ραδιουργία του παπά-Ευθύμη τον αποσχηματίζει και τον επαναφέρει στη τάξη των λαικώνγια τα δύο πραξικοπήματα που επιχείρησε κατά του Πατριαρχείου, τα οποία κολάζονται με την εσχάτη των ποινών από τους ιερούς κανόνες και το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας. Όμως ο BabaEftimμε κακετρέχεια απειλεί το Φανάρι πως θα μετακαλέσει στη Πόλη από την Ανατολία τους εκεί όμοιρους αρχιερείς, που δεν είχαν ακόμη ανταλλαγεί, και να επανασυστήσει τη «Σύνοδο της Εκκλησία» του! Τότε επειδή είναι ανταλλάξιμος με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Άγκυρας της 4 Απριλίου 1923 εξαιρείται με την οικογένειά του της Ανταλλαγής που επικυρώνεται με νόμο που βγήκε στις 3 Αυγούστου 1924 για να παραμείνει χρήσιμος στην Άγκυρα. Μετά την δυσμενή έκβαση της πρώτης μηνύσεως κατά του Πατριάρχη αφού το τουρκικό δικαστήριο μερολήπτησε υπέρ του μηνυτή και επιδίκασε οικονομική αποζημίωση, ο Καραχισαρίδης υποβάλλει σειρά άλλων μηνύσεων για να πλήξει το κύρος και φθείρει την ευαίσθητη υγεία του πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄. Το Σάββατο 13 Ιουλίου 1923 παραβιάζει το ναό της Παναγίας Καφφατιανής τον καταλαμβάνει και αρχίζει να «συλλειτουργεί» με τη σύμπραξη δύο ακόμη καθηρημένων από το Φανάρι και μετά διετία συνεχίζει την κατάληψη του ναού του Αγίου Νικολάου ιδιοκτησία της Κοινότητος του Γαλατά, αφορίζεται. Με την Ανταλλαγή έφυγαν από την Ανατολή οι αρχιερείς και οι χιλιάδες των Καππαδοκών για την Ελλάδα και έτσι εξέλειπαν οι απειλές του για τη σύσταση «τουρκορθόδοξης Εκκλησίας». Οπρώην ιερέας ως τυχοδιώκτης προσβλέπει μόνον καθαρά στο κέρδος και επιδιώκει να σφετεριστεί αγιάσματα του Πατριαρχείου, αλλά δραστικά αντιμετωπίζεται από σύσσωμη την Ομογένεια της Πόλεως και απομακρύνεται. Όμως το βαθύ κράτος της Τουρκίας, αυτό που εξεδίωξε από τη Τουρκία το Ισλαμικό Χαλιφάτο δεν μπόρεσε με τη Συνθήκη της Λωζάννης να εξορίσει από την έδρα του και το Πατριαρχείο και επιδιώκει πλέον να αφανίσει το πλήρωμά του χρησιμοποιώντας κατά τους καιρούς κρίσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων τον τυχοδιώκτη αυτό Baba. Καταλαμβάνει το 1926 τον ναό του Σωτήρα, που απαλλοτριώθηκε και εισέπραξε την αποζημίωση. Το 1962 σφετερίζεται και τον ναό του Αγίου Ιωάννου των Χίων στο Γαλατά και υφίσταται εγκεφαλικό επεισόδιο που τον καθήλωσε στο κρεβάτι μέχρι που απέθανε το 1968.
             Ο EftimKarahisaroĝlu από το 1924 ανίερος και αθεόφοβος τυχοδιώκτης ήταν και παντελώς αδιάβαστος στα εκκλησιαστικά και ισχυρίστηκε ότι επειδή διετέλεσε εκπρόσωπος του Πατριαρχείου στην Άγκυρα ήταν «επίσκοπος» άνευ κανονικής εκλογής και χειροτονίας και μόνος αυτοανακηρύχθηκε και «πατριάρχης»! Αυτή η προκλητική ασέβεια θεωρήθηκε και γελοιωδέστατη αναίδεια και από όλους τους χριστιανούς ύβρις κατά του Χριστού και περιφρονήθηκε. Όμως αυτός που από το 1934 μετονομάστηκε σε Ζεκί Ερενερόλ και έχοντας μεγάλη οικονομική αυτοδυναμία συνιστά μια πλαστή «ιεροβασιλική Δυναστεία» για τους απογόνους του, σαννέος Μελχισεδέκ, φαιδρύνοντας και εκείνους που τον στήριξαν. Με θράσος αγύρτη απεκάλεσε εαυτόν ως EftimI και γι’ αυτό ο πρωτότοκός του Turkut ( Γεώργιος) αυτοκλήθηκε EftimIΙ. Ο δευτερότοκός του Saluk(Αριστείδης) όταν πέθανε ο αδελφός του αυτονομάστηκε σε EftimIΙΙ! Μετά το θάνατο και αυτού ήλθε από τις Η.Π.Α. ο εγγονός του PaŝaUmitErenorolως EftimIV και με την κόρη του δευτερότοκου Sevgi( Αγάπη) ανέλαβαν συνέχισαν την «επιχείρηση» ! Δηλαδή επί τρεις γενεές, 90 χρόνια, η οικογένεια Erenorolκαταχράται την περιουσία της Ελληνορθόδοξης Κοινότητος του Γαλατά. Αποθρασυνθέντες από την προστασία των αρχών και των πακτωλό των χρημάτων που μαζεύουν θέλησαν να αναμεικτούν και στις «πολιτικές» σκευωρίες στη Τουρκία για να παραμένουν απείρακτοι και   κατέστησαν τη «Καφφατιανή» το καταγώγιο της συνωμοσίας της Ergenekon κατά των κυβερνητικών επιλογών του τουρκικού λαού.
             Η Τουρκία από καιρό θέλει να ενταχθεί στην Ευρώπη. Αυτό δεν εξασφαλίζεται μόνον με πολιτικοστρατιωτικές συμφωνίες και με τις δύο γέφυρες του Βοσπόρου. Στη χώρα της η Ιστορία θεμελίωσε τον αιωνόβιο θεσμό του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, που τιμά και σέβεται η Χριστιανοσύνη. Αυτός είναι η σταθερή γέφυρα που φέρνει τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και της Τουρκίας κοντά στους ευρωπαίους. Ας το προσέξει αυτό η πολιτική ηγεσία τους.-       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου