Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

ΜΑΣΟΝΙΑ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ



ΜΑΣΟΝΙΑ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ  Σχόλιο στην είδηση μιας αγωγής 
Γεώργιος Βλαντής  Διευθυντής του Συμβουλίου των Εκκλησιών της Βαυαρίας  Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
1. Η αγωγή και η υπεράσπιση ενός οράματος. Πριν από λίγους μήνες ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, ιερατικώς προϊστάμενος του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών, κατέθεσε ογκώδη (76 σελ.) αγωγή εναντίον του συναδέλφου Παναγιώτη Ανδριόπουλου, για την οποία ήδη έγραψαν ακροθιγώς έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα (π.χ. http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2017/10/blog-post_69.html). Ο Πατρινός θεολόγος καλείται από το νόμο να απαντήσει στην ουσία των εναντίον του αιτιάσεων. Αυτή καθεαυτή όμως η είδηση της αγωγής εγείρει ορισμένα ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να καταστούν αντικείμενα σχολιασμού, όχι παρά, αλλά ακριβώς εξ αιτίας των Αγίων Ημερών που εορτάζουμε. Η καταναλωτική ατμόσφαιρα που συνδέεται με τα Χριστούγεννα υπαγορεύει έναν περισσόν γλυκερότητας. Στις πυκνώσεις όμως εκείνες του εκκλησιαστικού έτους όπου με ιδιαίτερο τρόπο καλείται το χριστεπώνυμο πλήρωμα να γευθεί την αγιότητα, υπαγορεύεται η εντατικοποίηση της έγνοιας για την κατίσχυση της δικαιοσύνης και την ορθοτόμηση της αλήθειας, τόσο στα μεγάλα, όσο και στα μικρά.
Φαντάζομαι πως για το κείμενο τούτο ποικίλοι επώνυμοι και ανώνυμοι εχθροί του οικουμενισμού (για την ορολογία που δεν φοβάμαι: http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2016/12/blog-post_83.html) και κατ’ επανάληψη υβριστές μου, εντύπως και διαδικτυακώς, θα με κοσμήσουν με τους συνήθεις πληκτικούς χαρακτηρισμούς που μου επιφυλάσσουν. Σημειώνω μόνο ότι θεωρώ τιμή μου να συνδράμω τους φίλους μου, όταν μάλιστα το θεμέλιο μιας σχέσης βρίσκεται πέρα από το αμιγώς προσωπικό και εντοπίζεται στο κοινό όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής, δηλαδή όντως παραδοσιακής Ορθοδοξίας.
2. Το οψιμότατον της αντίδρασης σε έναν υποτιθέμενο «γκαιμπελισμό». Από τη σχετική είδηση (βλ. παραπάνω) πληροφορείται κανείς ότι ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος εγκαλεί τον κ. Ανδριόπουλο πως έχει στήσει ολόκληρη«προπαγάνδα» εναντίον του. Μιλάει μάλιστα και για την εφαρμογή «γκαιμπελικής» μεθόδου κατά του προσώπου του. Η χρήση της στερεότυπης αυτής φράσης μαρτυρεί περιορισμένη γνώση των συμφραζομένων του όρου τούτου και ακόμη πιο πενιχρή επίγνωση της βαρύτητας των χρησιμοποιούμενων αναλογιών. Ζώντας στη Γερμανία έχω ένα λόγο παραπάνω να επικρίνω τον παραπειστικό μελοδραματισμό των πληθωριστικών υπερβολών, όταν αυτός, έστω ανεπιγνώστως, καθρεφτίζει περιορισμένο σεβασμό στα θύματα ενός δαιμονικού καθεστώτος.
Αν δεχτεί όμως κανείς ότι υφίσταται όντως μία έστω και πολύ σχετική αντιστοιχία, δεν μπορεί παρά να νιώσει μια αμηχανία για το οψιμότατον της αντίδρασης του πατρός: Αν οι Ναζί έπιασαν την Ευρώπη «στον ύπνο», τουλάχιστον σήμερα θα ανέμενε κανείς πιο ταχείες κινήσεις ενάντια στην προπαγάνδα υποτιθέμενων μιμητών κεντρικών μεθόδων τους. Ο π. Γκοτσόπουλος αποτελεί επί χρόνια αντικείμενο επώνυμης, θαρραλέας και αυστηρής κριτικής από τον Αχαιό θεολόγο, οπότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί πόσες φορές τα προηγούμενα χρόνια επιχείρησε ο θιγόμενος κληρικός να αντιδράσει σε υποτιθέμενες συκοφαντίες και ψεύδη και να απαντήσει ευθέως στις αιτιάσεις του συντοπίτη του. Κείμενό του δημοσιευμένο στο ιστολόγιο του κ. Ανδριόπουλου (http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2015/07/blog-post_43.html), την πατρότητα του οποίου δεν έχει, όσο γνωρίζω, αμφισβητήσει, καθρεφτίζει μια απαξιωτική στάση απέναντι στον Πατρινό θεολόγο («έχω πάψει από χρόνια να ασχολούμαι με την περίπτωση Παναγιωτάκη»), με εκφράσεις ήκιστα πατερικές, για τις οποίες ο συνάδελφος θεολόγος θα μπορούσε να έχει καταφύγει σε δικαστικά μέσα. Στις συγκεκριμένες διατυπώσεις του π. Αναστασίου διακρίνεται και μια ορισμένη προσπάθειά του να πείσει ότι ο επικριτής του δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα (τυπική τακτική όσον εναντιώνονται στον οικουμενικό διάλογο, οι οποίοι γενικά παρουσιάζουν τους οικουμενικά ανοικτούς θεολόγους ως θεολογικά ενδεείς «αγαπολόγους)», ωσάν το ζήτημα, φερ᾽ ειπείν, της υπακοής σε συνοδικές αποφάσεις και της πιστότητας προς τους ποιμένες της Εκκλησίας, ή τα όσα του προσάπτονται κατά καιρούς από τον Π. Ανδριόπουλο (και, όπως θα δούμε, όχι μόνο)ως κινήσεις υπονομευτικές της ενότητας του Κυριακού Σώματος να μην έχουνεκκλησιολογικό βάρος. Τί άλλαξε από το 2015, οπότε δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό, ώστε από την επιδεικτική σιγή να προκύψει η πολυσέλιδη όψιμη αντίδραση του π. Γκοτσόπουλου – η οποία καθρεφτίζει μια χρόνια «μεθοδική» παρακολούθηση των δημοσιευμάτων του επικριτή του, προφανώς αντικείμενη στο προαναφερθέν «δεν ασχολούμαι»;
3. Η προσφορά του Παναγιώτη Ανδριόπουλου και οι ύβρεις. Η διδακτική, συγγραφική, διαδικτυακή και καλλιτεχνική δραστηριότητα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου (ο οποίος δεν έχει τις ευκολίες ακαδημαϊκών, αλλά τα συγκεκριμένα μέσα που διατίθενται σε έναν καθηγητή της ιδιωτικής μέσης εκπαίδευσης) καθρεφτίζει ένα ασυνήθιστο εύρος ενδιαφερόντων, π.χ.: εκκλησιαστική ειδησεογραφία, οικουμενική θεολογία, παραδοσιακή εκκλησιαστική και νεότερη ελληνική μουσική, ποίηση και λογοτεχνία των κορυφαίων της Ελλάδας του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα. Το ιστολόγιό του «Ιδιωτική Οδός» και η προσωπική του σελίδα στο Facebookκαταγράφουν μόνο εν μέρει μια δουλειά που εντυπωσιάζει με την ποσότητα και ερεθίζει με την ποιότητά της, μακριά από την τσαπατσουλιά της προχειρότητας και δίχως την ευκολία ιδεολογικών αναγνώσεων του πολιτισμού, οι οποίες συνηθίζονται από θεολόγους εν Ελλάδι, αλλά και χωρίς να μαρτυρεί απουσία επίγνωσης ορίων, αμετροέπεια. Στους χαλεπούς για την πατρίδα μας καιρούς, όπου πολλές κριτικές φωνές τις φράζει η ανάγκη, χώρια από τα στόματα που κρατάει κλειστά η ιδιοτέλεια, ο Ανδριόπουλος ανήκει στους λίγους συναδέλφους που εκφράζουν θαρραλέα τη γνώμη τους, χωρίς να διστάζουν να ανθίστανται στο εκάστοτε ρεύμα, ανεξάρτητα αν αυτό αποκαλείται συντηρητικό ή προοδευτικό.
Η προσήλωσή του στο όραμα μιας οικουμενικά ανοικτής Ορθοδοξίας και στην προβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον έχει καταστήσει συστηματικό στόχο χυδαίων ύβρεων και συκοφαντιών, τις οποίες εκτοξεύουν εναντίον του προφορικώς, εντύπως ή διαδικτυακώς, επωνύμως ή ανωνύμως, πλείστοι όσοι εχθροί της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του οικουμενικού διαλόγου. Απλή διαδικτυακή αναζήτηση μαρτυρεί για τους οχετούς αθλιοτήτων που παράγονται εναντίον του από τους αυτόκλητους διαφεντευτές της καθαρότητας της χριστιανικής πίστης. Φυσικά, ο κ. Ανδριόπουλος δεν αποτελεί εν προκειμένω εξαίρεση. Η χυδαία εξύβριση, η άθλια συκοφαντία, ο διασυρμός, ακόμη και ο σωματικός προπηλακισμός των οικουμενικά ανοικτών θεολόγων από δράκες σκοταδιστών αποτελεί απτή πραγματικότητα – και συνάμα εκκλησιαστικό, ηθικό και νομικό σκάνδαλο. Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος αισθάνεται θιγμένος από κείμενα του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, πότε όμως καταδίκασε πρακτικές συκοφαντίαςτου οι οποίες λαμβάνουν χώρα από ανθρώπους οι οποίοι με μεγάλη ευχαρίστηση αναδημοσιεύουν κείμενά του στα ιστολόγιά τους;Πότε τις αποδοκίμασε ρητώς και εγγράφως, πότε υπέδειξε επιτακτικά στους υποστηρικτές των δικών του αντιοικουμενικών απόψεων να διακρίνουν ανάμεσα στο επίπεδο της θεολογικής διαφωνίας κι εκείνο της χυδαίας ύβρης; Μήπως ο κύριος Ανδριόπουλος και οι οικουμενικά ανοικτοί κληρικοί και θεολόγοι δεν έχουν οικογένειες και φίλους, ανθρώπους που θλίβονται και ταράσσονται όταν βλέπουν τους αγαπημένους τους να πέφτουν θύματα άθλιων επιθέσεων; Η ψυχική ευαισθησία είναι προνόμιο μόνο των αντιοικουμενιστών, οι οποίοι θίγονται με την παραμικρή εναντίον τους κριτική; Ή μήπως δεν γνωρίζει ο π. Αναστάσιος ότι στο χώρο τον αντιοικουμενικό συντελούνται επιθέσεις αχαρακτήριστου είδους και ύφους εναντίον όσων δεν αποδέχονται τις κενολογίες περί «οικουμενιστικής» παναίρεσης και τις άλλες συναφείς φαιδρότητες; Δεν έχει κάνει ποτέ του μια διαδικτυακή αναζήτηση για να διαπιστώσει το ύφος και το ήθος ιστολογίων φιλοξενούν κείμενα δικά του και ομοφρόνων του;
Απλή ματιά στο περιεχόμενο των ιστολογίων του Παναγιώτη Ανδριόπουλου φανερώνει πόσο έωλη είναι η προσπάθεια φονταμενταλιστικών κύκλων να αμφισβητηθεί η ηθική και η διανοητική ακεραιότητά του. Οι καταξιωμένοι επιστήμονες που γράφουν σε αυτά και οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνδιοργανώνει ποιοτικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μαρτυρούν ότι το πρόσωπο που κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν ως παράφρον χαίρει ευρείας εκτίμησης και αποδοχής στον εκκλησιαστικό, θεολογικό και πολιτισμικό χώρο, για να μην αναφέρει κανείς τί σημαίνει και μόνο η ευθύνη ενός ιστολογίου όπως το «Φως Φαναρίου», μία από τις κυριότερες πηγές ενημέρωσης για τη ζωή της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
4. Η σκέψη και η γραφή του π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου. Ο π. Αναστάσιος είναι δραστήριος και πολυγράφος κληρικός. Οι δύο αυτές ιδιότητες είναι εξ ορισμού θετικές στο βαθμό που η κατεύθυνση της δράσης και η ποιότητα της γραφής είναι οι ενδεικνυόμενες. Ο π. Αναστάσιος μιλάει για τις συγγραφικές καταθέσεις του με συστολή, δείχνοντας έτοιμος να αναγνωρίσει αδυναμίες του. Η ομολογία αυτή όμως ηχεί ως παράδοξη εισαγωγή σε ένα έργο με το οποίο δεν διστάζει να ξιφουλκήσει εναντίον Εκκλησιών, Συνόδων, Πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ακαδημαϊκών θεολόγων και αναγνωρισμένων συγγραφέων και να τους επιτιμήσει με προβληματικό τόνο και ύφος για υποτιθέμενες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές εκκρεμότητες. Η παρατήρηση αυτή δεν υπονοεί την αναγκαιότητα άκριτης υποταγής σε αυθαιρέτως οριζόμενες αυθεντίες, καθρεφτίζει όμως τη σύσταση για μια ορισμένη αυτεπίγνωση, για περισσότερη προσπάθεια κατανόησης των ιδίων μέτρων και ορίων.
Ενώ ο π. Αναστάσιος δείχνει να προσπαθεί να εργαστεί επιστημονικά, οι ελλείψεις του από μια ακαδημαϊκή σκοπιά είναι προφανείς. Σε κείμενά του που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο εντοπίζει κανείς ποικίλα λάθη γλωσσικά, γραμματικά και ορθογραφικά, τεκμήρια μιας συγγραφικής σπουδής απάδουσας στη σοβαρότητα των ζητημάτων που πραγματεύεται. Είναι επίσης καταφανής η άγνοια της ογκώδους διεθνούς βιβλιογραφίας, τόσο της ετερόδοξης, όσο και της ορθόδοξης, όχι μόνο σε σύντομες συμβολές του, αλλά και σε εκτενέστερες πραγματείες του. Η παρατήρηση αυτήδεν συνιστά τεκμήριο ακαδημαϊκού σχολαστικισμού, αλλά ουσιαστική έγνοια για τα μεθοδολογικά στοιχειώδη μιας θεολογικής εργασίας. Το βάρος της δεν εξουδετερώνεται με την υπόδειξη των πατερικών χωρίων στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας της (και μόνο από τις συχνότατα μη κριτικές εκδόσεις Πατέρων και Πρακτικών Οικουμενικών Συνόδων που χρησιμοποιεί καθίσταται πρόδηλος ο κραυγαλέος ερασιτεχνισμός της προσπάθειάς του), καθώς η ερμηνεία της ιλιγγιώδους κατάθεσης της θεολογικής γραμματείας της Ανατολής προϋποθέτει πνεύμα ταπεινώσεως, αλλά και οξυμμένα μεθοδολογικά εργαλεία, ώστε να έχει κανείς τα δέοντα ερμηνευτικά κλειδιά για να προσεγγίζει τους απαιτητικούς αδάμαντες του εκκλησιαστικού μας παρελθόντος και παρόντος.
Τα κλειδιά αυτά ελλείπουν σε σημαντικό βαθμό από το έργο του π. Αναστασίου, από όπου εν γένει απουσιάζει η συστηματικοθεολογική υποδομή η οποία θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε γόνιμες συμβολές. Διαβάζοντας κείμενά του έχει κανείς την εντύπωση πως τα πραγματευόμενα θέματα δεν γίνονται αντικείμενο μιας μη ιδεολογικής, απαιτητικής θεολογικής πραγμάτευσης, παρά τίθενται στην προκρούστεια κλίνη που συγκροτεί η σκέψη μορφών όπως οι π. Θεόδωρος Ζήσης, π. Γεώργιος Μεταλληνός, Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, π. Πέτρος Χιρς και καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης– και μάλιστα το τμήμα της σκέψης τους εκείνο το οποίο αντίκειται στον οικουμενικό διάλογο. Όποιος γνωρίζει τη βιογραφία και το έργο των ανωτέρω, αντιλαμβάνεται, βεβαίως, ότι η πραγματικότητα των προσώπων αυτών και του έργου τους είναι πολύ πολυπλοκότερη, ώστε να νομιμοποιείται να τους παραπέμπει κανείς άκριτα ως αυθεντίες στην ερμηνεία της ορθόδοξης Παράδοσης. Σε κάθε όμως περίπτωση: Η θεολογική σκέψη του π. Γκοτσόπουλου δεν τρέφεται επαρκώς από τις πηγές της ορθόδοξης θεολογίας των νεότερων χρόνων, μια σύνοψη των οποίων αποκτά κανείς μελετώντας το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του π. Andrew Louth Modern Orthodox Thinkers. From the Philokalia tou the Present, Inter Varsity Press 2015. Μια γόνιμη αναστροφή με αυτά τα πνεύματα, τα οποία προσφέρουν έναν στοιχειώδη προσανατολισμό για την αναστροφή με την πατερική κληρονομιά (την οποία προφανώς γνωρίζουν καλύτερα από τον π. Αναστάσιο) απουσιάζει. Δεν αναμένει κανείς ακαδημαϊκή αρτιότητα από έναν κληρικό με ποικίλες άλλες υποχρεώσεις, όμως δεν είναι αδικαιολόγητη η επιθυμία μιας ουσιαστικότερης αυτοσυγκράτησης όταν, ακριβώς ως κληρικός, αποτολμάει να εκφέρει κρίσεις για καίρια θέματα, πρόσωπα και γεγονότα της Εκκλησίας μας, δίχως να έχει αφομοιώσει ουσιαστικά τις σημαντικότερες καταθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας του καιρού μας. Είναι δε αυτονόητο πως η φευγαλέα αναστροφή, όταν απουσιάζει η συστηματική σπουδή, οδηγεί αναπόφευκτα στην αμηχανία, στην ανασφάλεια και στην καταγγελτική στάση για τους «νεοτερισμούς» πολλών νεότερων Ορθόδοξων θεολόγων.
Δεν είναι τυχαίο που τα κείμενα του π. Γκοτσόπουλου είναι μεν δημοφιλή σε θεολογικά ενδεείς συντηρητικούς κύκλους, ελάχιστα όμως έως καθόλου λαμβάνονται υπ᾽ όψιν στην απαιτητική ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και, πολύ περισσότερο, στο εξωτερικό. Το γεγονός ότι ο π. Αναστάσιος δεν λαμβάνει πολλές απαντήσεις στα κείμενά του ίσως να μην οφείλεται στο ότι «αποστομώνει» τους αντιπάλους του με τα επιχειρήματά του, το ότι δε καλείται ως ομιλητής κυρίως σε εκδηλώσεις στο προστατευμένο περιβάλλον αντιοικουμενικών κύκλων και όχι πέραν αυτού μιλάει αφ᾽ εαυτού για την εμβέλεια της σκέψης του.
5. Η μασονία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η οικουμενική κίνηση. Ενδεχομένως ο π. Αναστάσιος δυσφορεί επειδή του καταλογίζεται από τον Π. Ανδριόπουλο εχθρότητα προς την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Στα κείμενά του όμως συναντάει κανείς εκφράσεις που με δυσκολία πείθουν για τα φιλικά του αισθήματα προς αυτήν, αν αγνοηθεί, τουλάχιστον, η εύκολη απολογητική καταφυγή του τύπου «Εγώ κρίνω πρόσωπα, δεν απαξιώνω θεσμούς». Κινούμαστε στο χώρο της Ορθοδοξίας και όχι σε αυτόν του ακραίου Προτεσταντισμού, όπου η σχέση χαρίσματος και θεσμού προσεγγίζεται με όρους που να επιτρέπουν ριζικές αντιδιαστολές. Η κριτική σε πρόσωπα είναι εν ταυτώ κριτική σε συνοδικά όργανα και συγκεκριμένες ενέργειες Εκκλησιών στο εδώ και στο τώρα, η δε διδασκαλία περί «αόρατης Εκκλησίας» ουδέποτε συγκίνησε την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Επίσης, όταν η κριτική αυτή ασκείται από έναν ποιμένα, είναι προφανές να αναμένει κανείς ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς το ποίμνιό του δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε λεπτεπίλεπτες διακρίσεις, όπως ενδεχομένως εκείνος, παρά φανατίζεται εύκολα έναντι όχι μόνο προσώπων, αλλά και θεσμών. Απλή αναζήτηση στις ιστοσελίδες των αντιοικουμενιστών, όπου κανείς έρχεται άμεσα αντιμέτωπος με πραγματικό βόρβορο εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πιστοποιεί το έωλον απολογητικών υπεκφυγών.
Είναι γνωστό ότι για τους πολέμιους της οικουμενικής κίνησης η μορφή και το έργο του μακαριστού μεγάλου Πατριάρχη Αθηναγόρα αποτελεί σκάνδαλο. Επί ολόκληρες δεκαετίες επιχειρούν, φυσικά ματαίως, να αποδομήσουν την προσφορά του, με πρωτοστάτες τους Παλαιοημερολογίτες, αλλά και την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Στην όχι ζηλευτή χορεία των επικριτών του οραματιστή Προκαθημένου κατατάσσεται και ο π. Γκοτσόπουλος, ο οποίος δημοσίευσε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα αυτή, όπου σχολιάζει επιστολή που φέρεται να απέστειλε ο τότε Πρώτος της Ορθοδοξίας σε έναν μασόνο (βλ. στο διαδίκτυο: https://www.impantokratoros.gr/59B1FCB4.el.aspx). Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το εν λόγω κείμενο ο π. Αναστάσιος επιβεβαιώνει τα όσα προγενέστερα κατέθεσα για τη σχέση του με την επιστημοσύνη: Ελλείπει έστω και ένας στοιχειώδης έλεγχος της αξιοπιστίας του γράμματος, μια προσπάθεια ένταξής του στα συμφραζόμενα της εποχής του και στο όλο corpus της πατριαρχικής αλληλογραφίας και των υφολογικών της προϋποθέσεων (με φευγαλέες νύξεις δεν προσπερνάει την κόπο απαιτούσα μεθοδολογική εκκρεμότητα), ενώ δεσπόζει ένας τόνος μελοδραματικός καιλαμβάνει χώρα ένα σκηνοθετικό παιχνίδι πρόκλησης και απόκρυψης, ώστε εν τέλει, μετά από μια αισθητικώς κακόγουστη κορύφωση της έντασης, να φανερωθεί η θλιβερή ταυτότητα του παραλήπτη της πατριαρχικής επιστολής. Με παραπειστικό τρόπο προβάλλονται αποσπάσματα από το κείμενο της επιστολής αυτής ως τάχα σκανδαλώδη, δίχως καν να συγκρίνεται το περιεχόμενό της με αντίστοιχα κείμενα του Πατριάρχη σε Ορθόδοξους και αλλόδοξους παραλήπτες, ώστε να μετρηθεί η βαρύτητά τους, χώρια που δεν εξετάζεται καν το αν είχε γνώση ο μεγάλος Πατριάρχης για το ποιόν του προσώπου στο οποίο απευθύνεται.
Είναι εντυπωσιακό πως στο κείμενο του π. Αναστασίου δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια υπεράσπισης του Πατριάρχη Αθηναγόρα, μολονότι θα ανέμενε κανείς ότι ένας κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν θα υιοθετούσε πάραυτα κατηγορίες εναντίον ενός ανθρώπου που σε δραματικές εποχές για την Εκκλησία κάθισε στην καθέδρα του Αγίου Ανδρέα (από έναν διάκονο του θυσιαστηρίου ναού της πόλης του Πρωτοκλήτου θα ανέμενε κανείς ως αυτονόητη τη σχετική ευαισθησία). Αν δεν απατώμαι, οι Ιεροί Κανόνες δεν δέχονται τη μαρτυρία αιρετικών και κακοδόξων στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εκφράζοντας μια ρεαλιστική έγνοια, ο π. Γκοτσόπουλος όμως εμμένει με σπουδή στη διάδοση κατηγοριών μασονικών περιοδικών ότι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν μασόνος. Έστω κι αν για προφανείς λόγους δεν παίρνει θέση ευθέως απέναντι σε αυτές, συμβάλλει στηριζόμενος σε ισχυρισμούς κακοδόξων στην ενίσχυση του στίγματος εναντίον ενός κεκοιμημένου Πρωθιεράρχη, ο οποίος δεν δύναται να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο π. Αναστάσιος μιλάει δραματικά για «αποκαλύψεις», στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα «ξαναζεσταμένο φαγητό», για κατηγορίες που διαρκώς εκτοξεύουν εχθροί της οικουμενικής κίνησης εναντίον του βασανισμένου Πατριάρχη για τη δήθεν μασονική του ιδιότητα. Ενός Πατριάρχη πραγματικά βασανισμένου, για όσους γνωρίζουν ιστορία στοιχειωδώς.
Στηριγμένος σε μια επιστολή που καταφανώς παρερμηνεύει, ο π. Γκοτσόπουλος μιλάει για «προσωπική πνευματική κατάσταση – τραγική και αξιοθρήνητη, ασφαλώς – του “μεγάλου” Αθηναγόρα» (από μια επιστολή κρίνει αυτός, ένας «πνευματικός», την όλη κατάσταση ενός Πατριάρχη;), ενώ φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι: «Εγώ έγραψα ότι η ιστορικά αδιαμφισβήτητη αδυναμία του Αθηναγόρα να πληροφορηθεί το τόσο καλά οργανωμένο από κράτος και παρακράτος πογκρόμ του τουρκικού όχλου εναντίον του Ελληνισμού της Πόλης και να ενημερώσει το ποίμνιό του, δεν οφείλεται, ασφαλώς, σε μειωμένη εθνική ευαισθησία και ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό – ουδέποτε είπα ή υπονόησα κάτι τέτοιο – αλλά για μένα έχει καθαρά πνευματικά αίτια ─ δυστυχώς για κάποιους οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν… Αυτό και μόνο έγραψα εγώ, αγαπητοί μου…». Όταν τέτοιες εκφράσεις διατυπώνονται από έναν Παλαιοημερολογίτη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εύλογο είναι να τους προσδίδεται η δέουσα μη-σημασία. Όταν όμως ένας κληρικός της Εκκλησίας των Πατρών καταφέρεται με τέτοιες εκφράσεις εναντίον ενός διαδόχου του Αποστόλου Ανδρέα, εγείρεται μείζον ζήτημα για την τοπική Εκκλησία, το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί στα αρμόδια όργανά της. Θα πρότεινα, λόγω της βαρύτητας των καταγγελιών και των χαρακτηρισμών, ο υποστηρικτής τους να κληθεί να τις υποστηρίξει ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία στη συνέχεια θα ενημερώσει σχετικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ελπίζω πως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος θα προβεί στις σχετικές ενέργειες.
Στην πραγμάτευση του θέματος της σχέσης μασονίας και Πατριάρχη Αθηναγόρα ο π. Γκοτσόπουλος προσπάθησε να ερμηνεύσει την υποτιθέμενη σιωπή παλαιών συνεργατών και ανθρώπων που τον έζησαν επί μακρόν, όπως ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης και οι καθηγητές Γρηγόριος Λαρεντζάκης και Αριστείδης Πανώτης, στις κατηγορίες όχι ως απαξιωτική προσπέραση συκοφαντιών, αλλά ως επιβεβαίωση των μομφών. Δεν γνωρίζω αν αντιλαμβάνεται ότι έτσι απλώς προσβάλλει σημαντικότατες μορφές της Εκκλησίας μας, ουσιαστικά ισχυριζόμενος ότι εν γνώσει τους συνεργάζονταν με έναν μασόνο – και ότι σε κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται κανείς να αντιδράσει παρά με τη σιωπή του. Μέσα στη σπουδή του να δημιουργήσει κλίμα υπέρ της μασονικής λογικής του Αθηναγόρα ξέχασε να συνυπολογίσει το αυτονόητο. Σε αντίθεση με ποικίλα όργανα του φονταμενταλιστικού σκότους, τα οποία ξερνούν χολή προστατευόμενα από την ανωνυμία των ιστολογίων τους, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας κινούνταν στο φως και δεν είχε τίποτε να κρύψει. Αν ήθελε να αποσιωπήσει κάτι ή αν μηχανορραφούσε, δεν θα έγραφε επιστολές για να τροφοδοτείται η χαιρεκακία των όποιωνΑβερκίων του κόσμου τούτου, οι οποίοι θα έβλεπαν την πατριαρχική υπογραφή ως επιβεβαίωση θεωριών συνωμοσίας. Αν ήταν μασόνος, θα πρόσεχε ιδιαιτέρως πού θα έθετε την υπογραφή του και θα έλεγχε πού δημοσιεύονται κείμενά του. Πολλά θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, όχι όμως απροσεξία και ηλιθιότητα.
Ότι ούτε και ο π. Γκοτσόπουλος θεωρεί τον π. Αθηναγόρα ανόητο, φαίνεται και από ένα απόσπασμα του κειμένου του, το οποίο αποτελεί και το πλέον προβληματικό σημείο του άρθρου του: «Συνεπώς, το μείζον πρόβλημα δεν είναι αν ο πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν 33ου βαθμού μασόνος, όπως κατ’ επανάληψιν έχουν γράψει τα μασονικά περιοδικά, χωρίς – δυστυχώς – να διαψευστούν αρμοδίως, αλλά το ότι ο Αθηναγόρας ακολούθησε και προώθησε στο έπακρο τη θρησκευτική πολιτική της μασονίας και της θεοσοφίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και, επιπλέον, οικοδόμησε την προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Βατικανό πάνω σε καθαρά θεοσοφικές, μασονικές προϋποθέσεις και όχι στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση.» Ο π. Αναστάσιος επικροτεί αντίστοιχες θέσεις του μοναχού Αβερκίου, ισχυριζόμενος ότι «“η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε είναι πνευματικός καρπός του τεκτονισμού και της θεοσοφίας και αυτών τα άνομα και ανήθικα σχέδια καλείται να υλοποιήσει”. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση, όπως την ζούμε, πορεύεται βάσει του Τυπικού του 32ου βαθμού του τεκτονισμού!».

π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος, Επιστολή Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα (Γ΄)




Πάτρα,  25  Σεπτεμβρίου  2015
Γ΄
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας   προς   μασόνο,  θεοσοφιστή  και  εωσφοριστή :
«μελετούμεν αυτό εν μυστική μεθ υμών ψυχική επικοινωνια και αγαλλιάσει, ότι πλουτιζομεθα εκ των υψηλών σκέψεων της ημετέρας Εντιμότητας. Ταύτα δε πάντα... έχουσι τοποθετήσει την υμετέραν Εντιμότητα εις την γενναία και τετιμημενην παρεμβολήν των συμμετόχων και συνεργατών της Μητρός Εκκλησίας εν τη προσπάθεια αυτής εις προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών»  (Γ΄).
π. Αναστάσιος  Κ. Γκοτσόπουλος, Πρωτοπρεσβύτερος, Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
Στα δύο προηγούμενα μέρη του άρθρου αναφερθήκαμε στην ιδιαίτερα θερμή, προσωπική επιστολή που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας στον συγγραφέα Κ. Μελισσαρόπουλο. Όπως είδαμε ο Κ. Μελισσαρόπουλος ήταν δεδηλωμένος μασόνος 33ου βαθμού, μέλος του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου βαθμού της Ελλάδος, χρηματίσας Κραταιός Μέγας Θησαυροφύλακας της Ιεράς [Μασονικής] Αυτοκρατορίας(!) και εν συνεχεία Κραταιός Ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης αυτής (δηλ. Υπαρχηγός-Αντιπρόεδρος του Σώματος όλων των υψηλόβαθμων μασόνων της χώρας μας),

  Επίσης, ο Κ. Μελισσαρόπουλος διετέλεσε επί δεκαετίες (34 χρόνια) πρόεδρος της Θεοσοφικής Εταιρείας εν Ελλάδι (1952-1957 και 1961-1988) καθώς και ιδρυτής (1956) και επί 33 χρόνια Διευθυντής (1956-1988) και συντάκτης του περιοδικού «ΙΛΙΣΟΣ» (επίσημο όργανο της Θεοσοφικής Εταιρείας Ελλάδος)! Επίσης, ο Μελισσαρόπουλος ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας πληθώρας αποκρυφιστικών, εσωτεριστικών και θεοσοφικών μελετών και άρθρων, καθώς και μεταφραστής και εκδότης δημοσιεύσεων της Μπλαβάτσκυ, Μπέιλυ, Μπέσαντ, Κρισναμούρτι που έχουν εκδοθεί στην Αμερική από την Θεοσοφική Εταιρία και την LUCIS TRUST (=Εταιρεία του Εωσφόρου). Τέλος, ο Μελισσαρόπουλος, πρώτος αυτός,  αποκάλυψε σε ομιλίες του στη μασονική Στοά σε κλειστό κύκλο υψηλόβαθμων μασόνων ότι ο Μ.Α.Τ.Σ. (ο θεός της μασονίας) είναι ο Εωσφόρος και οι μασόνοι οφείλουν να εργαστούν για να αποκαταστήσουν τη λατρεία του Εωσφόρου στη γη!
Σε ένα τέτοιο συνειδητό αποκρυφιστή, θεοσοφιστή και εωσφοριστή,  ο πατριάρχης Αθηναγόρας έγραψε τα πιο κάτω αδιανόητα για Ορθόδοξο κληρικό :
«Μετά της περί ημάς Ιεραρχίας και του Ι. Κλήρου και του Χριστεπωνύμου Πληρώματος…πολλήν εδοκιμάσαμεν ψυχικήν χαράν κομισάμενοι το υπό τον τίτλο «Τα βήματα της Φιλοσοφίας» σύγγραμμα της ημετέρας λίαν ημίν αγαπητής Εντιμότητας. Και ηρχισαμεν να μελετωμεν αυτό εν μυστική μεθ’ υμών ψυχική επικοινωνια και αγαλλιάσει, ότι πλουτιζομεθα εκ των υψηλών σκέψεων της ημετέρας Εντιμότητας, των ευγενικών αισθημάτων και του πόθου της εξυπηρετήσεως της κοινωνίας και μερικώτερον του ανθρώπου.             Ταύτα δε πάντα συγκροτούσι και την προσωπικήν Βιβλιοθήκην την οποιαν καταρτίζομεν εν τη ψυχή ημών και διατηρούμεν ανεξάντλητον».
Και αν τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορούν στην ίδια την προσωπική πνευματική κατάσταση – τραγική και αξιοθρήνητη, ασφαλώς – του “μεγάλου” Αθηναγόρα, η πιο κάτω φράση του πατριάρχη είναι τραγική για ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Γράφει ο Αθηναγόρας το πλέον αδιανόητο: «Και επί πλέον έχουσι τοποθετήσει την υμετέραν Εντιμότητα εις την γενναία και τετιμημένην παρεμβολήν των συμμετόχων και συνεργατών της Μητρός Εκκλησίας εν τη προσπαθεία αυτής εις προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών»! Ο μασόνος 33ου βαθμού και θεοσοφιστής και αποκρυφιστής και εωσφοριστής ανήκει «εις την γενναία και τετιμημένην παρεμβολήν των συμμετόχων και συνεργατών της Μητρός Εκκλησίας»!» και μάλιστα «εν τη προσπαθεία αυτής εις προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών»;!
Στην προσπάθεια για την προώθηση της ενότητας των Εκκλησιών «συμμέτοχος και συνεργάτης της Μητρός Εκκλησίας» ένας δεδηλωμένος μασόνος 33ου βαθμού και θεωρητικός της θεοσοφίας και του εωσφορισμού με την έγκριση και υπογραφή του “μεγάλου” Αθηναγόρα!

ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΠΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΠΑΝΩΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Πρόσφατα η Αδελφότητα «Παναγία η Παμμακάριστος» των Οφφικιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέδωσε και δεύτερη μελέτη του καθηγητή και ιστορικού Αριστείδη Πανώτη, που φέτος συμπληρώνει μισό αιώνα (1967-2017), ως το αρχαιότερο μέλος της. 
Η μελέτη αυτή επιγράφεται η «Διορθόδοξη Πορεία προς τη Μεγάλη Σύνοδο (1872-2016)» και είναι ευλαβής αφιέρωση στην εικοσιπενταετία της πατριαρχίας της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου του Ιμβρίου με την ευκαιρία της πρώτης επετείου της υπό την προεδρία του Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016. 
Οι 187 σελίδες της διαιρούνται σε 20 κεφάλαια με 40 περίπου ιστορικές φωτογραφίες και πλούσια βιβλιογραφία. Στη μελέτη αυτή εξιστορούνται γεγονότα 144 ετών για να προετοιμαστεί η νέα Μεγάλη Σύνοδο της Εκκλησίας μας που συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στη Μεγαλόνησο Κρήτη. 
Ο συγγραφέας είναι γνωστός ως στενός συνεργάτης των τριών τελευταίων Οικουμενικών Πατριαρχών με εργογραφία ως θεολόγος ιστορικός και ως ο αρχισυντάκτης της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας, της εκδόσεως που γαλούχησε όλες τις νεότερες γενεές των κληρικών και των θεολόγων μας και για τη τριλογία του «Συνοδικού της εν Ελλάδι Εκκλησίας», καθώς και ως ένας εκ των πρωτοπόρων της «Καταλλαγής» μεταξύ των Χριστιανών. 
Προλογίζει αυτή τη τελευταία μελέτη του με ένα κείμενο που προδιαγράφει τις προσδοκίες του Λαού του Θεού από την επαναλειτουργία του συνοδικού θεσμού της Εκκλησίας στις ημέρες μας για να επαναβεβαιωθεί η ενότητα των Ορθοδόξων και η ζωτικότητα της Εκκλησίας μας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πριν μισό αιώνα (Έθνος 18 /8/ 1968) για να διαφανεί η διαχρονική φροντίδα για την επίλυση των προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής. Η τελευταία Πανορθόδοξη Διάσκεψη έδειξε ότι: «επέστη ο καιρός» να ενεργοποιηθεί ο στόχος όλων των προηγηθέντων Διορθοδόξων Συνάξεων και όλες από κοινού να προετοιμάσουν τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Εκκλησίας με συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή με «εντελέχειας», για να αποφασιστούν τα πρέποντα και επιλυθούν χρονίζοντα προβλήματα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επίσης τονίζεται ότι κατά την προσυνοδική περίοδο πρέπει ο Κλήρος και ο Λαός των κατά τόπους Εκκλησιών να πληροφορηθεί την αξία της συνερχόμενης Συνόδου, ώστε να αποφευχθούν οι διαβρωτικές ενέργειες που υπηρετούν αλλότριους σκοπούς και επιδιώξεις. 
Ο συγγραφέας Αριστείδης Πανώτης με τον μακαριστό Γέροντα Χαλκηδόνος Μελίτωνα, πρωταγωνιστή
των Πανορθοδόξων Διασκέψεων για την πορεία προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο 
Το 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1872 στην οποία συμμετείχαν μόνον τα παλαίφατα Πατριαρχεία, γιατί η τσαρική διπλωματία χρησιμοποιούσε τον εθνισμό ως εργαλείο προωθήσεως των συμφερόντων της μεταξύ των ορθοδόξων λαών στην ανατολική Ευρώπη. Η Μεγάλη αυτή Σύνοδος καταδίκασε τον διαιρετικό μερισμό της Εκκλησίας του Χριστού με κριτήρια φυλετικά και εθνικιστικά, δηλαδή «Εθνοφυλετικά», που ξεχώρισε τους Ορθοδόξους από ιδεοληψία σε ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και αραβόφωνους για να «βασιλεύσει» στη μεταξύ τους διαίρεση ο ισχυρότερος κρατικός παράγοντας, που δεν ήταν άλλος από τον Καίσαρα (τον Αυτοκρατορισμό του τσάρου). 
Το 2ο κεφάλαιο αναφέρεται στη σημειωθείσα αναταραχή που συνέβη τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη εξ αιτίας των νέων ιδεών για τη πολιτική και στη κοινωνική ζωή των λαών. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναθεωρηθούν και οι σχέσεις των κρατών με τις κατά τόπους Εκκλησίες. Η Παλαιά Ρώμη επιχειρεί συνοδικά να ενισχύσει το κεντρομόλο αποστολικό ιδεώδες της και οι Προτεσταντικές Ομολογίες να αναπτύξουν τη βιβλική θεολογία ως τη μόνη αυθεντίας πηγή της αληθινής πίστεως. Οι Ορθόδοξοι εκ παραδόσεως διαβλέπουν την αξία του Διαλόγου και επιδιώκουν να ανιχνεύσουν τις εκκλησιολογικές πεποιθήσεις όσων απομακρύνθηκαν από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, μήπως νοσταλγούν την αληθινή καθολικότητα της Εκκλησίας. Οι ακαδημαϊκοί επίσκοποι και θεολόγοι της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών πρωτοστατούν στην υπέρβαση της απομονώσεως και επιδιώκουν τη «καταλλαγής» μεταξύ των Χριστιανών. 

Βιογραφικό ΑΡΕΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ



Ο Αριστείδης Πανώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε στο Παρίσι μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία των θρησκευμάτων και ειδικά του Χριστιανισμού, αλλά και για τις Λειτουργικές Τέχνες της Εκκλησίας. Διετέλεσε Καθηγητής στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στη μέση εκπαίδευση και στην ανώτερη και στη μέση εκκλησιαστική εκπαίδευση ως λυκειάρχης. Υπήρξε ο αρχισυντάκτης της μεγαλύτερης ορθόδοξης εκδόσεως του 20ού αιώνα, της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας (1962−1968), με την οποία μορφώνονται οι νεώτερες γενεές των κληρικών και των θεολόγων και ο εκδότης του πανορθοδόξου περιοδικού “Ορθόδοξος Παρουσία” (1965−1967). Ο πατριάρχης Αθηναγόρας τον κατέστησε στενό σύμβουλο του από το 1964 μέχρι το 1972 και το 1967 τον τίμησε με το οφφίκιο του Μεγάλου Ιερομνήμονα και έτσι σήμερα είναι ο αρχαιότερος των αξιωματούχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με την ίδια τιμή τον περιέβαλε ο πατριάρχης Δημήτριος και ο νυν πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος τον τίμησε με το τίτλο του «συγγραφέως» του Οικουμενικού θρόνου. Ασχολήθηκε με θέματα των σχέσεων των Πατριαρχείων της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης και συνέγραψε τον ιστορικό τόμο των “Ειρηνοποιών”. Επίσης μελέτησε τις αρχαίες Εκκλησίες της Ανατολής. Ο πάπας Παύλος Στ΄ τον τίμησε για τη γαλλική έκδοση των “Ειρηνοποιών” με τον ανώτερο “Ταξιάρχη Γρηγορίου του Μεγάλου”, που αναγνωρίσθηκε με διάταγμα του ελληνικού κράτους. Είναι εμπειρογνώμων στα εκκλησιαστικά θέματα, στις διορθόδοξες και διεκκλησιαστικές σχέσεις, αλλά και στην Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από το 1976 είναι τακτικό μέλος Συνοδικών Επιτροπών της και υπήρξε τακτικός συνεργάτης της Εκκλησιαστικής Αληθείας των Αθηνών και επί δεκαετία εκ των ιδρυτικών στελεχών του Ραδιοσταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνδέεται από το 1946 με πρόσωπα και γεγονότα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνεργάσθηκε στην εικονογράφηση του νέου πατριαρχικού οίκου. Μετά από χίλια χρόνια εισηγήθηκε την αποκατάσταση της παλαιοχριστιανικής τάξεως στη λειτουργία του Αγίου Ιακώβου. Έχει τιμηθεί με πολλά παράσημα, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, αρχιεπισκοπές και μητροπόλεις. Είναι ευρύτατα γνωστός στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, από συμμετοχές του σε συνέδρια, τις μελέτες και τα δημοσιεύματα του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, από τις διαλέξεις του και την εν γένει παρουσία του παλαιότερα στη ραδιοφωνία και τηλοψία της Ε.Ρ.Τ., με δικές του εκπομπές και για τη συμμετοχή του στα σύγχρονα Μ.Μ. Επικοινωνίας. Θεωρείται, λόγω των γνώσεων και της προσφοράς του, από τους έγκυρους γνώστες των εκκλησιαστικών πραγμάτων και για τη ζωή και την Ιστορία της Εκκλησίας, με αντικειμενικές και θαρραλέες θεολογικές και εκκλησιαστικές θέσεις, χωρίς ποτέ να εμπλακεί στη κατεστημένη διοίκηση της Εκκλησίας. Είναι έγγαμος και πατέρας τέκνων και εγγονών.

Σχόλιο γιὰ τὴ ποιότητα του ελλαδικού αντιρρητισμού. Προς «Κυκλευτάς και τοις αγγέλοις τη πομπή αυτών» Του θεολόγου Αριστείδη Πανώτη,



               Η λαϊκή σοφία προειδοποιεί ότι:  «Λαγός την φτέρη έσειε, κακό  του κεφαλιού του έκανε»!  Από καιρό διαπιστώνω την νοθεία του ενταύθα εκκλησιαστικού φρονήματος και  αισθάνομαι ως το ελάχιστο μέλος της Εκκλησίας το χρέος να επισημάνω την προπέτεια όσων κακοποιούν ιστορικές αλήθειες  επειδή νομίζουν ότι είναι οι μοναδικοί τοποτηρητές της «συμφωνίας των Πατέρων».

Κοντά σ΄αυτούς ασχημονούν καικάποιοι άλλοι που ανδρώθηκαν σε οργανωσιακά οικοτροφεία με την καθοδήγηση μαινόμενων ως Αίάντων ιεροκηρύκων. Όλοι αυτοί είτε ως νέοι, είτε ως μεσήλικες, είτε τώρα και ως γέροντες ξεπετάγονται μέσα από τα διάφορα «χωνιά» των ιστότοπων σαν τοξικά μανιτάρια που αυγαταίνουν στην εκάστοτε κοπριά της εκκλησιαστικής κακοδαιμονίας για ναπροωθήσουνστον ελλαδικό χώρο με αναίδεια και θρασύτητα το σύνδρομο της Διαστάσεως μεταξύ των χριστιανών, Η «ευσεβής» επιθετικότητα των νέων Κανονολατρών αποσκοπεί να δυσφημεί στις ημέρες μας την από αιώνων πάγια γραμμή της Εκκλησίας μας για την συναγωγή των εν Τριάδι βαπτισμένων και να κλονίσουν την εμπιστοσύνη στοΙερό Θεσμό του Γένους και σε αξιώματα και σε πρόσωπα. 
Ένας Κανονολόγος του περασμένου αιώνος, που τιμήθηκε από ην Εκκλησία ως «πρώτος τη τάξει» ιεράρχης, ο Καισαρείας Καλλίνικος Δεληκάνης,  ο οποίος σπούδασε στα νιάτα του ως λατίνος ιερέας το Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας σε περίφημες Σχολές της Ρώμης προσήλθε στην Ορθοδοξία σε εποχή σειράς αυστηρών Οικουμενικών Πατριαρχών χωρίς να αναχειροτονηθεί. Τότε, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις η Εκκλησία μας σεβομένη το ανεξάλειπτο του μυστηρίου της Ιερωσύνης δεν διέπραξε αυτό που συνέβη πρόσφατα με την «αναχειροτονία»  προσελθόντος στην Ορθοδοξία Κόπτη ιερέα, κάτι που έχει θλιβερότατο αντίκτυπο στις σχέσεις της Ορθοδοξίας και ειδικά του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας με την μαρτυρική Κοπτική Εκκλησίας. Έτσι ηενταύθα  Διοικούσα Εκκλησία εξ αιτίας της απερισκεψίας αυτή θα πρέπει πλέον να σκέπτεται σοβαρά την συνάντηση με τον νέο εξαίρετο Κοπτορθόδοξο πατριάρχη Μακ. Θεόδωρο Β΄, ο οποίος είναι ο πλησιέστερος από οποιαδήποτε άλλο Πατριάρχη  της Ανατολής στην Εκκλησία μας όπως απέδειξαν οι θέσεις περί των Κοπτώντόσον του Αγίου Νεκταρίου, όσον και του σπουδαίου παλαιού κανονολόγου  πρ. Νευροκοπίου Γεωργίου Ππαγεωργιάδη ο οποίος επί Αλεξανδρείας Χριστοφόρου διεξήγαγε τις συνομιλίες με τούς Κόπτες αρχιερείς και διαπίστωσε πώς δεν έχουν πλέον Μονοφυσιτικές πεποιθήσεις ούτε θεωρούν εμπόδιο για την ενότητά τους με τούς Ορθοδόξους ιστορικά πρόσωπα που άλλοτε ανεμείχθηκαν στην διάσταση στην Νειλόχωρα των χριστιανών της Αλεξάνδρειας με τούς ιθαγενείς των μονών της ερήμου. Είναι λυπηρό σήμερα να αμφισβητούνται τα θετικά συμπεράσματα από τους πρόσφατους Διαλόγου που παρουσίασε στη Ιερά Σύνοδο των Αθηνών ο μακαριστός Νικοπόλεως Μελέτιος, που έφυγε με πικρία για την απαξίωση που εκδήλωσε η βραδύνοια όσων δέχονται  παρακελεύσεις «γεροντάδων»προσκολλημένων στην παρελθοντολογίας !

Σχόλιο σε ένα δίκαιο αίτημα του Πατριάρχη μας. ΕΝΑΣ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΠΛΥΘΗΚΕ του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη ιστορικού – συγγραφέα




               Στην Ιστορία πολλές φορές πρόσωπα αναζητούντα διέξοδο για τη ζωή τους δεν μπόρεσαν να ασκήσουν έλεγχο στις δυνατότητες και στις επιδιώξεις τους, ούτε και να τιθασεύσουν τις αδυναμίες τους.

Περιπλανώνται σε αναζήτηση της τύχης τους και γι’ αυτο είναι συνήθως αδίστακτοι στη χρησιμοποίηση κάθε μέσου, πολύ συχνά ανήθικου, για να εκμεταλλευθούν όλες τις περιστάσεις που τους εμφανίζονται προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Αυτοί περνούν στη μνήμη των ανθρώπων ως τυχοδιώκτες για την τεθλασμένη τακτική που ακολουθούν προκαλούντες την έκβαση προς το καλό ή στο κακό της ζωής τους. Αρκετοί από αυτούς τους αριβίστες για να σταδιοδρομήσουν εμπλέκονται και στα εκκλησιαστικά πράγματα, όπως αυτός που   απασχόλησε όσο ζούσε και όταν πέθανε η «δυναστεία» των κληρονόμων του που ζούν στα περιθώρια της μη ανταλλάξιμης Ομογένειας της Κων/πόλεως προσβάλλοντας τη Χριστιανοσύνη και εκείνους που εξακολουθούν να τους περιθάλπτουν και σήμερα εκθέτουν διεθνώς τη δικαιοκρισία της κρατικής τους υποστάσεως!
           Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί επίστεψαν πως θα αρχίσει νέα εποχή σεβασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων των καταπιεσμένων πολιτών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το σκληρό Χαμιτικό καθεστώς που εχθρευόταν τα προνόμια του Γένους μας ξέφτισε τελικά και το Συνταγματικὸ κίνημα υποσχόταν δικαιοσύνη και ισονομία γιά όλους τους οθωμανούς πολίτες κάτι που ομαλά θα καταργούσε «προνόμια» και «διαβουλεύσεις». Τότε η αυτοκρατορία θα εξελισσόταν σε νέα πολυεθνική οντότητα, όπως ήταν επί χίλια και πλέον χρόνια στους μέσους χρόνους. Όμως η καλή αυτή αρχή είχε κακό τέλος όπως την υποψιάστηκε ο πολύπειρος και σοφός πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄. Οι κρατούντες την εξουσία Νεότουρκοι άρχισαν να εφαρμόζουν εθνοφυλετικές τακτικές για την ομογενοποίηση του πληθυσμού και προκάλεσαν βαθύ ρήγμα στην ομοψυχία των εθνοτήτων και μετάλλαξαν τις συνταγματικές προσδοκίες σε άτεγκτο εθνικισμό που δεν άργησε να διαπράξει ακραίες εκκαθαρίσεις.
               Στην αρχή της περιόδου αυτής οι επαγγελίες για ισοπολιτεία καλλιεργήθηκαν πολλές ψευδαισθήσεις και πολλοί ομογενείς θέλησαν να ξεκινήσουν επαγγελματική καταξίωση στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και ξεκίνησαν για να μάθουν περισσότερα στον τομέα που νόμιζαν πώς θα πετύχουν. Από ένα χωριό Σεμπίνκαραχισάρ της περιοχής της Υοσγάτης, που βρίσκεται μεταξύ της Αμάσειας και της Καισάρειας ξεκίνησε σε ηλικία 26 ετών ο Παύλος Καραχισαρίδης και πηγαίνει στην Άγκυρα για να συμπληρώσει τις γνώσεις του στα λογιστικά και να ανοίξει εμπορικό. Δεν πετυχαίνει και γίνεται εμπορουπάλληλος στην μεγάλη επιχείρηση του ομογενούς εμπόρου Τσολμεκτσόγλου. Το 1911 παντρεύεται τη Μαρία Καλφόγλου και αποκτά διαδοχικά τα πέντε παιδιά του. Για να αποφύγει τη στράτευσή του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσκολλάται στην Μητρόπολη Καισαρείας και ο τότε μητροπολίτης Νικόλαος Β΄ Σακκόπουλος τον χειροτονεί διάκονο και πρεσβύτερο το 1915 τον μετονομάζει σε Ευθύμιο για την ζωηρότητα του χαρακτήρα του και τον διορίζει στην κοινότητα του Ακντάγμαντενί. Τον Μάρτιο του 1918 στέλνεται να αντικαταστήσει ασθενούντα ιερέα της σημαντικής κοινότητος στο Κεσκίν που βρισκόταν ανατολικά της Άγκυρας και δυτικά της Σεβάστειας, μεταξύ των δυό κάστρων του τουρκικού εθνικισμού.

Ο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΣ» ΕΝ ΕΤΕΡΑ ΠΟΝΗΡΗ ΜΟΡΦΗ Περί τη «Μακεδονική Εκκλησία»


Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος θεωρεί κάθε τι που χτυπά κατά πρόσωπο το έργο του Χριστού «σκόλοπα», δηλαδή «αγκάθι» δαιμονικής  ενέργειας που παρεμβάλλεται τη σωστική λειτουργία της Εκκλησίας για να παρακωλύσει το έργο της ( Β΄Κορ. ιβ΄ 7).  Ο «Αντίδικος» αυτός έχει χαρακτήρα σατανικού πειρασμού και ταυτοποιείται ως «Άγγελος Σατάν» και δοκιμάζειι  τον Ίδιο τον  Ιησού  Χριστό από το Σαραντάριο όρος μέχρι τον ελαιώνα της Γεσθημανής. Στην πορεία της Εκκλησίας μέσα στο κόσμο  «εμφανίζεται ως άγγελος φωτός!» (Β΄Κορ. 11:14) με διάφορα προσωπεία και συνεχώς αλλάζει μεταμφιέσεις για να αποκρύπτει τα ίχνη των πανουργιών του και να «εισενέγκη» στους ανθρώπους σε πειρασμούς υποσκάπτοντας την εσωτερική ενότητα εθνών και θεσμών.
Τον  19ο αιώνα εξ αφορμής της ανασυντάξεως των λαών της ανατολικής Ευρώπης σε έθνη στα άλλοτε εδάφη της παρηκμασμένης πλέον Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αρχίζει με τις λεγόμενες «αυτοκέφαλες» διοικήσεις και η «φυγοκέντριση» τοπικών Εκκλησιών από τη Μητέρα Εκκλησία της Κων/πόλεως. Παράδειγμα η αυθαίρετη εκκλησιαστική ανεξαρτοποίηση της Παλαιάς Ελλάδος στην οποία πρωτοστάτησε τότε η ετερόδοξη Βαυαρική βασιλεία της. Τότε επικρατούσε στη Ευρώπη το πολιτειοκρατικό δόγμα πως: «Σε όποιον ανήκει η βασιλεία ανήκει και η  θρησκεία» ( Cuius regioneius religio) και για να τεθεί η Εκκλησία των ελευθεροθέντων πριοχών υπό τον απόλυτο έλεγχο του νέου κράτους χαρκεύθηκε επαναστατική ρήξη των τοπικών Μητροπόλεων και Επισκοπών  με το θεσμικό κέντρο τους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο  και ανενόχλητοι οι ελέγχοντες την εξουσία  για να αποδυναμώσει την ισχύ του κλήρου δήμευσαν την από αιώνων εκκλησιαστική περιουσία. Αυτή η μέθοδος είχε εφαρμοστεί  και στην ομόδοξη Εκκλησία στη Ρωσία από τον Μεγάλο Πέτρο όταν θέλησε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στην επικράτειά του. Γνώρισε τη μεγάλη επιρροή στον θρησκευόμενο ρωσικό λαό του πατριαρχικού θεσμού και γι’ αυτό όταν απεβίωσε ο 10ος Πατριάρχης Μόσχας Αδριανός ( 1690-1700)  δεν επέτρεψε την εκλογή διαδόχου του, αλλά διόρισε ο ίδιος Διοικούσα Μικρά Σύνοδο απόλυτα ελεγχόμενη από λαϊκό Επίτροπό του εδρεύουσα στην Αγία Πετρούπολη.  Το ίδιο έπρατταν και οι διάδοχοί του τσάροι, γιατί πίστευαν  πως  ήταν οι μόνοι κληρονόμοι της  ορθόδοξης βασιλείας της Μεσαιωνικής Ρωμιοσύνης  και με αυτή την ιδεοληψία εμβολίασαν και τη  τσαρική διπλωματία που με  εργαλείο τον «Εθνοφυλετισμό» υπηρέτησαν τους στόχους τους  μέσα στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες διαδίδοντας έντεχνα τον Πανσλαβισμό τους.

Αφιέρωμα στη Μοσχόβια πατριαρχία Η ΔΟΛΟΠΛΟΚΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΜΗΘΕΙ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΟΣΧΑΣ ΜΕ ΤΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ Του Αριστείδη Πανώτη

Ο Μάξιμος ο Γραικός, ο «Φωτιστής» των Ρώσων σιδηροδέσμιος στην ειρκτή της μονής Βολοκολάμσκ γιατί τους δίδασκε να σέβονται την ορθόδοξη Παράδοση και κανονική Τάξη για να τιμούν τη Μητέρα τους Εκκλησία. Ρωσική λιθογραφία του 19ου αιώνα.
                              
Αφιέρωμα στη  Μοσχόβια πατριαρχία
  Η ΔΟΛΟΠΛΟΚΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΜΗΘΕΙ  Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
                  ΜΟΣΧΑΣ  ΜΕ ΤΗ   ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ     
                                                                          Του Αριστείδη Πανώτη
                                                                     Άρχων Μ. Ιερομνήμων της Μ. Εκκλησίας, και ιστορικός – συγγραφέας
 Επί μισό αιώνα μετά την Ἀλωση του 1453 οι Μητροπόλεις των προς Άρκτον επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου  απομονώθηκαν λόγω των κασμοϊστορικών γεγονότων εκείνης της εποχής.  Η εκκλησιαστική ζωή των «εν τοίς βαρβαρικοίς» λαών μακράν της «Πηγής της Ευσέβειάς» τους  περιέπεσαν σε λατρευτικές  αταξίες από μεταφραστικά λάθη  και η αμάθεια άνοιξε το δρόμο σε αυθαιρεσίες που οδηγούσαν στην εσωτερική ακαταστασία.στη Ρωσία. Στις αρχές του 16ου αιώνα ο  Οικουμενικός Πατριάρχης Θεόληπτος Α΄(1513-1522) περιόδευε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και πληροφορήθηκε την απαιδευσία και αταξία των ορθοδόξων Ρώσων  και απέστειλε εκεί τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Γρηγόριο μαζί με  Αγιορείτες μοναχούς και τον πεπαιδευμένο μοναχό  Μάξιμο Γραικό (Μιχαήλ Τριβόλη) για να «φωτίσουν» το ρωσικό κλήρο και λαό. Ο Μάξιμος συμβούλεψε τους εκεί χριστιανούς να επανασυνδεθούν με την  ελληνική μορφωτκή παράδοση της Μητέρας τους Εκκλησίας που άρχισαν ήδη να εκτιμούν και οι ευρωπαϊκοί λαοί και  ειδικά να τιμούν τις διατάξεις της ασκήσεως στην καλογερική ζωή τους και  δυσαρέστησε τους  ασυνεπείς μοναχούς και θέλησαν να τον εξοντώσουν.  Τον κατηγόρησαν ως πράκτορα του σουλτάνου και ο επιχώριος μητροπολίτης Δανιήλ πρωτοστάτησε για να καταδικαστεί σε  ειρκτή φυλάκιση 23 χρόνια με στέρηση της Θείας Ευχαριστίας. Την εκτέλεση της ποινής άρχισαν  από το  Βολοκολάνσκ και μετά  στη μονή Τβέρ (1531-1551).   Η βαρβαρική αυτή συμπεριφορά εμπνεόταν από όσους ονειρεύνταν   να μεταφέρουν την Αυλή των Παλαιολόγων στη βασιλεία των τσάρων σύμφωνα με τα γραπτά  του μοναχού Φιλοθέου από το Πσκώφ που αναφέρονταν περί δήθεν κληρονομιών και θρύλων για την ανάδειξη μετά την πτώση της Νέας Ρώμης στα χέρια των Αγαρηνών, της Μόσχας ως της Τρίτης Ρώμης.  Έκτοτε  οι φαντασιώσεις  αυτές ταλανίζουν επί πέντε αιώνες την κάθε ηγεσία «πασών των Ρωσιών»  και με αυτές επιχειρει να  φθείρει το κανονικό κύρος της Μητέρας τους Εκκλησίας με το ζήλο «κακότροπης»  θυγατέρας ( Παρ.ιδ΄15 και ιζ 21) κατά το «καταθύμιό» της. ί Η αρκταία θυγατέρα της Μητρός Εκκλησίας «μυκτηρίζει» την εαυτής Μητέρα μήπως ισοπεδώσει τα θεσμισμένα υπό των Ιερών Κανόνων προνόμιά της. Η  «ψευδής δόξα παρασύρει σε μύριες εκτροπές» κατά τον αρχαίο φιλοσοφούντα θεολόγο   Κλήμεντα τον   Αλεξανδρέα (Migne P.G. τ.8. στ..753). Η πλέον δελεαστική εκτροπή συμβαίνει όταν  εξαίρεται η σημασία του γιγαντισμού στο πεδίο της μάχης που θυμίζει τα ιστορούμενα στο Α΄ Βασιλειών  (ιζ΄1-54). Ο Φιλισταίος Γολιάθ δείχνοντας τον γιγαντισμό του και προσπαθεί να καταπτοήσει  με «ωνειδισμους» της σμικρότητας του Δαυίδ που γνώριζε καλό σημάδι και μέ ένα «βότσαλο από χείμαρο επάταξεν αυτόν»! Η κομπορρημοσύνη του Γολιάθ έχει τη παθογένεια του γίγαντα που με τη δύναμή του μπορεί τους πάντες να υποτάξει και εξ αυτού προκειπτει :  «Το Σύνδρομα του Γολιάθ» με το οποίο   τρομοκρατεί τούς αδαείς του «Κανονικού Δικαίου» της Εκκλησίας.

Η Πατερική παράδοση περί «Ενότητας» και «Συμπροσευχής» των Χριστιανών του θεολόγου Αριστείδη Πανώτη

Σκέψεις περί τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών στον Άθωνα


Η παγχριστιανικὴ οικογένεια υψώνει τις καρδιές εκατομμυρίων ψυχών από πολλές δεκαετίες τη τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου για να ανοίξουν οι νεφέλες του ουρανού και να «εισακουστεί » από τον Κύριο της Εκκλησίας το ομόθυμο  αίτημα το «ίνα ώμεν έν»μέσα στην Μία Εκκλησία που κληθήκαμε με το Έν βάπτισμα.

 Όμως στον τόπο μας την τελευταία πεντηκονταετία και αυτό έχει διαβληθεί γιατί η εκκλησιαστική συνείδηση και σύγχρονων  αρχιερέων ακόμη οιστρηλατείται από τις υπερβολές του «ομολογιακού  νεοζηλωτισμού» που άτεγκτος επιμένει στον αρχαίο εριστικό σύνδρομο ότι : ού συγκρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιω. δ΄ 9) ! Ο Κύριος και οι Απόστολοι επισήμαναν τον ανοικτό ορίζοντα της προσευχής συμπροσεύχονται στις συναγωγές με τους  Ιουδαίους, χωρίς ποτέ ρητά  να περιστείλουν το εύρος  και την δυναμική  για τη συναδέλφωση και τη σωτηρία των ανθρώπων. Το θείο θέλημα προστάτευσε μόνον την προσευχή από τις εκτροπές της, όπως είναι η ασχήμια της υποκριτικής επιδείξεως της και της ασυνείδητης μηχανικής  φλυαρίας, αυτής που χαρακτηρίζεται και ως  βαττολογία. 

ΤΟ «ΦΑΡΜΑΚΙΔΕΙΟ ΑΓΟΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη


Με αφορμή ασεβούς και φθηνής  αντιδικίας



Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

Από τα αρχαϊκά χρόνια στην Αθήνα ενδημεί ένα «άγος», δηλαδή ένα «μίασμα» που εξελίχθηκε σε κατάρα και τελικά προκάλεσε την «οργή του Θεού». Το «κλεινό Άστυ» το βάρυνε κάποτε το «Κυλώνειο άγος», που προκλήθηκε από παρασπονδία των «εναγών» και καταπάτηση του δικαίου των «ικετών» και επιβαλλόταν «κάθαρση» πριν προκληθεί η άνωθεν οργή.
Και τη χώρα μας ταλαιπωρεί από το 1833 ένα «άγος» γιατί περιφρονήθηκαν  προκλητικά τα δίκαια της Μητέρας Εκκλησίας, παρά τη θέληση του σοφού κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και των αγωνιστών ιεραρχών του 1821. Το συσταθέν Νεοελληνικό κράτος παρασπόνδισε το 1833 με το Δίκαιο της Εκκλησίας μας και αυθαίρετα επέβαλε μια επαναστατική «αυτοκεφαλία»που απορρίπτει το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας με συνέπεια να τη καταχραστεί  κυρίως το κράτος για να εξουθενώσει οικονομικά τη τοπική Εκκλησία και να διαλύσει τον μοναστηριακό ιστό της. Στο διάστημα των 17 χρόνων της «ακοινωνησίας»  (1833-1850) η τοπική Εκκλησία από τη σύνταξη της αντισυνταγματικής εκκλησιαστικής νομοθεσίας του 1852 κρατήθηκε δέσμια για επτά δεκαετίες! Ο βασικός εισηγητής της κανονικής αταξίας  με τη Μητέρα Εκκλησία ήταν ο ελευθερόφρονας κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης που μπόλιασε όλη την Νεοελληνική εκκλησιαστική ζωή μέχρι σήμερα με ιστορικά και κανονικά ψεύδη και ο νομοθέτης που με το πολιτειοκρατικό ιδεολόγημά του έδεσε την Εκκλησία στο κρατισμό ήταν ο Προτεστάντης Μάουρερ, γιός Καλβινιστή «ποιμένα»! Έτσι, εισήχθη στα καθ’ ημάς εκκλησιαστικά πράγματα ένα νέο «ιερόσυλο άγος», που με τον συνδυασμό φοβίας και αμάθειας ξεπέταξε από τον συνοδικό κορμό της Εκκλησίας και «λαίμαργα βλαστήματα», που ζημιώνουν την ενότητα της μιας Εκκλησίας του Γένους μας.  Ο  κεραυνοβόλος θάνατο το 1860 του εισηγητή προσέδωσε σε όλη αυτή την επαναστατική απεξάρτηση από την Ευσεβή Πηγή του Γένους την  ονομασία: «Φαρμακίδειο άγος». Το «μείασμα» αυτό από ετών ενδημεί στην Ελλάδα και κατά καιρούς ταλαιπωρεί εγκεφάλους που δεν θέλησαν να καταλάβουν ότι η Ελλαδική  απέκτησε αναγνωρισμένη διοικητική ανεξαρτησία (αυτοκεφαλία)το 1850 μέσα στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διότι αυτή προηγείται πάσης μεταγενέστερης εκκλησιαστικο-κανονικής ρυθμίσεως και η δικαιοδοσία ούτε κατακυριεύεται ουτε και απορροφάται από  εθνισμό και κρατισμό.  Το  1850 με την ευλογία του αποστολικού Θρόνου της Νέας Ρώμης-Κων/πόλεως αποσπάστηκε από την κανονική δικαιοδοσία του ένα μικρό μέρος των τότε ελευθερωθέντων εκκλησιαστικών επαρχιών τοῦ Οικουμενικού Θρόνου  σε αυτές ανατέθηκε το καθήκον  για ιστορικούς λόγους ανεξάρτητες  να διακονήσουν τον ελληνικό λαό, μακριά από έσωθεν παρεμβάσεις και  έξωθεν υποψίες. Όμως στον 20ο  αιώνα συνέβησαν τεράστιες πολιτικές ανακατατάξεις όπως οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913), η Συνθήκη της Λωζάννης (1923),  η Απόφαση των Παρισίων (1946), που  ελευθέρωσαν και άλλα τμήματα της πατριαρχικής δικαιοδοσίας στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Δυτική Θράκη και στα Δωδεκάνησα τα οποία επί 12 τουλάχιστον αιώνες διοικούντο κατά την «κανονική τάξη» από την Μητέρα Εκκλησία. Όμως άρχισαν και οι οδύνες των επάλληλων διωγμών από τους Νεόπουρκους  των  Ελληνορθόδοξων της Ανατολής που δημιούργησαν το τεράστιο «Προσφυγικό ζήτημα». Αναρίθμητο πλήθος αναζήτησε ασφάλεια όπισθεν των ελληνικών συνόρων το 1915-1918, και με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και κατά την Έξοδο των Ποντίων το 1920-1922 και με την Ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 και με τη καταδίωξη της Μειονότητας το 1942, με τό βάρβαρο «πογκρόμ» του 1955 και τα μέτρα του 1963. Η Εκκλησία της Κων/πόλεως πλήρωσε τα λάθη του κάθε ελλαδικού διχασμού και της πολιτικής. Στην ελεύθερη ελληνική επικράτεια  κατέφυγε από το 1915 μέχρι το 1924 ο κλήρος και ο λαός των διαλυθέντων

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΥΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΝ 20ον ΑΙΩΝΑ;


         
                                                 του  καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κοινή γνώμη πληροφορήθηκε κάτι  πρωτάκουστο!  Μηνύθηκε στα ελληνικά Δικαστήρια ο Πατριάρχης του Γένους γιατί η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως δέχθηκε μία δωρεά Κληροδοτήματος προκειμένου να αποκτήσει ένα τόπο στην Αθήνα  όπως έχουν και τα λοιπά
Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ (1923-1924) που πρώτος σύρθηκε σε κοσμικά Δικαστήρια.
Ελληνόφωνα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων! Ο τόπος αυτός προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από έκταση  εκκλησιαστικής περιουσίας,  μάλλον του Παναγίου Τάφου, στη περιοχή του Ποδονήφτη (τέρμα Πατησίων). Και αυτή λαθραία ιδιωτικοποιήθηκε προ αμνημονεύτων  χρόνων! Ο ελληνικός λαός πρέπει επί  τέλους  να μάθει την Ιστορία της Εκκλησίας του. Επί  Δεκατρίς (13) αιώνες η ενταύθα Εκκλησία αντλεί τις χειροτονίες και την ευσέβεια και εκκλησιολογική της υπόσταση  από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γενεές γενεών αγίων και σοφών επισκόπων που την υπηρέτησαν την τοπική Εκκλησία δεν σκέφτηκαν εθνικιστικά να κομπορρημονίσουν με υψηγορία περί του «ιδρυτής της Εκκλησίας ημών»! Ο Απόστολος των Εθνών μας πληροφορεί πως οι Κορίνθοι γνώρισαν το Χριστό και από άλλους απεσταλμένους και ὀτι εκείνος μόνον   εβάπτισε στη Κόρινθο τον Κρίσπο και τον Γάϊο (Α΄Κορ.α΄14). Το έργο του ευαγγελισμού ο Μεγάλος Ταρσέας το επιτέλεσε σε πλείστες όσες Εκκλησίες της τότε οικουμένης,  από τη Κύπρο μέχρι στην Ισπανία. Μάλιστα ώρισε  «τα πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄Κορ.ιδ΄ 40) δηλαδή όλα πρέπει να γίνονται «ευπρεπώς και κατά  Τάξη» γιατί αυτό χαρακτηρίζει  σφραγίζει την υπόσταση  της  συντεταγμένης  Εκκλησίας. Αυτή την αποστολική εντολή δίνει στους προγόνους μας ενώ διέρχεται έγκλειστος τη δίχρονη φυλάκισή του περί το 63-65 στην Έφεσο.  Οι μεταβάσεις του στη πόλη αυτή τρις φορές  μέσα σε μιά επταετία  (61-63, 63-65, 66-67) δείχνει την ιεραποστολική σημασία της  για τη Μικρασιατική Εκκλησία πολλά χρόνια προ της  εγκαταστάσεως εκεί του  Ευαγγελιστή  Ιωάννη του  Θεολόγου.  Αυτό επιβεβαιώνει και τον 5οαιώνα  η μετάβαση εκεί του ιερού Χρυσοστόμου για να επιβάλλει τάξη στους ατακτούντες Μικρασιάτες επισκόπους. Μήπως  αυτό το λειτούργημα επιβεβαιώνει το προνόμιο του Οικουμενικού Θρόνου να επιμελείται τα της Τάξεως στην Ορθοδοξία;
Επειδή μερικοί ζήτησαν να τους θυμίσω ποιός στον προηγούμενο αιώνα επιχείρησε να διασύρει την ιερότητα του αξιώματός του  Οικουμενικού Πατριάρχη στα κοσμικά δικαστήρια,  προδημοσιεύω στοιχεία εκ του σχετικού κεφαλαίου του Γ΄ τόμου του  Συνοδικού μου.
Η πρώτη εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 ήταν του από Χαλκηδόνος Σίφνιου πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄  του  Ζερβουδάκη.  Αυτή όμως δυσαρέστησε την κυβέρνηση της Άγκυρας και  από τον κατευθυνόμενο  εκ των Νεότουρκων  Τύπο εξαπολύθηκε σφοδρή πολεμική κατά του Πατριαρχείου ως δήθεν «αμετανόητου κέντρου της προδοτικής συνομωσίας κατά της Τουρκίας και προς τούτο η Άγκυρα επιστράτευσε  στις  20 Δεκεμβρίου (Ν.Η.) τον διαβόητος ήδη παπά-Ευθύμ. Αυτός για να μη πραγματοποιηθεί η ενθρόνιση του νέου Πατριάρχη κατέλαβε το Πατριαρχείο «με την ανοχή της τουρκικής αστυνομίας που  φρουρούσε πλέον το Φανάρι» και μάλιστα  φρουρούμενος από μερικούς Τουρκολαζούς!

ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ


Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
 
Ο προβληματισμός μας σχετικά με την νομιμότητα της πράξης αυτής, δηλαδή της ''Διακοπής'' του μνημοσύνου του πατριάρχη μας κ Βαρθολομαίου, υποχρεώνει, όλους εμάς να αναζητήσουμε έγκυρη πληροφόρηση... αλλά και από τον Θεό πληροφορία, δια μέσω της προσευχής, μιας και το μείζων είναι' η ώρα και η στιγμή! Ας το εννοήσουμε!
                         
                                 Καταθέτουμε εξ αρχής δύο αγαθές μαρτυρίες περί του ονόματος' του π. Μάρκου Μανώλη [(+ 16 Απριλίου 2010) εφημέριο του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου Διονύσου και πνευματικού προϊστάμενο της <<Π.Ο.Ε.>> και του <<Ορθόδοξου Τύπου>>].....και παραθέτουμε σχετικό άρθρο του, που << Εδημοσιεύθη στην «Χριστιανική Σπίθα» φυλ. 646 -Δεκέμβριο 2006>>.
 
 
        Για τον αείμνηστο π. Μάρκο Μανώλη, ο κ. Νικόλαος Σωτηρόπουλος (πνευματικό τέκνο του π. Αυγουστίνου Καντιώτη) μεταξύ άλλων είπε:  << ᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ἐξαρθῇ ἡ ὑπεράνθρωπος ἐργατικότης αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.Μὲ τὸν ὕπνον εἶχεν ὀλίγην σχέσιν. Γρηγορῶν, ἀγρυπνῶν, μεριμνῶν, κοπιῶν ὅσον ἐλάχιστοι ἄνθρωποι. Θὰ ἠδύνατο καὶ δι᾿ αὐτὸν νὰ λεχθῇ, ὅτι τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασε, καὶ τώρα, ἀποσταμένος, πῆγε νὰ κοιμηθῇ. Καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. ᾿Εκοιμήθη τὸ κατάκοπον καὶ ταλαιπωρημένον ἀπὸ ἀσθένειαν σῶμα. Τὸ δὲ πνεῦμα μετέβη εἰς τὴν θριαμβεύουσαν ᾿Εκκλησίαν καὶ τὴν ἀσάλευτον βασιλείαν, διὰ νὰ μετέχῃ τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν πασχαλινὸν ὕμνον, «ἐκτυπώτερον» [(17 Απριλίου 2010) https://niksothropoulos.wordpress.com/category ].
 
Και ο σεβαστὸς π. Γεώργιος Μεταλληνὸς μας υπενθυμίζει:
 
         «Ὁ ἀείμνηστος π. Μάρκος εἶχε τὴν σφραγίδα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια. Τὸν ἐγνώρισα τὸ 1958, ὡς πρωτοετὴς φοιτητής, εἰς τὸ Φοιτητικὸ Οἰκοτροφεῖον «Ἀπ. Παῦλος» τῆς Ἀδελφότητος «Ζωή»...  Ἀπὸ τὸ 1961, μὲ εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του, π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, εἶχε τὴν εὐθύνη ἐκδόσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐφημερίδος «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»..........«Ναί, ὁ π. Μᾶρκος ἦταν «γεννημένος» Ποιμένας καὶ Πνευματικὸς Πατέρας. Καὶ εἶναι βέβαιον ὅτι παραμένει εὐχέτης πρὸς Θεὸν δι᾽ ὅλους μας, ποὺ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ἐνταχθῆ εἰς τὸν ὑπὲρ Πίστεως ἀγώνα, ἡγετικὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου, ἀθόρυβα καὶ ἀνεπίδευτα, ὑπῆρξε ἐκεῖνος. Διότι αὐτὸ ἦταν ἡ μεγάλη ἀρετή του. Νὰ ἡγεῖται καὶ νὰ ἐμπνέει, σὲ κρίσιμες στιγμὲς μάλιστα, μὲ σεμνότητα, πραότητα καὶ σοφία, χωρὶς τὴν ἐλαχίστη διάθεση αὐτοπροβολῆς. Ὁ ἀείμνηστος π. Μᾶρκος παραμένει γι᾽ αὐτὸ Ἀδελφός, Φίλος, Συμπαραστάτης καὶ Ὁδηγὸς στὸν ἀγώνα καὶ τὴν ζωή μας. Αἰωνία Του ἡ μνήμη!» [ http://orthodoxostypos.gr/%CE%B1%C ]........ 


Ωδή α'

<< Καθαρθώμεν τας αισθήσεις, και οψόμεθα, τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα, και, Χαίρετε, φάσκοντα, τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες >>.

 
 
 


Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ

ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

 
Του π. Μάρκου Κ. Μανώλη
π. Μαρκος Μανωλης π. Αυγ. 100 ετωνΥΠΟ πνευματικῶν τέκνων τοῦ πολιοῦ Γέροντος τῆς Ὀρθοδοξίας, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνου, ἐζητήθη νὰ γράψωμεν κάτι ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ θεοφιλῆ δρᾶσιν του ἐπὶ τῇ συμπληρώσει τοῦ ἑκατοστοῦ ἔτους.
Ἀναμφιβόλως ὁ Σεβασμιώτατος ὑπῆρξε μία ἡρωϊκὴ προσωπικότης. Ὑπῆρξεν ἕνας μεγάλος ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν ἐποχήν μας. «Ἐθηριομάχησε» μὲ πολλοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου. Κορυφαία ὑπῆρξεν ἡ ἀπόφασίς του νὰ προβῆ, μαζὶ μὲ ἄλλους δύο ἐκλεκτοὺς Ἱεράρχας, τὸ ἔτος 1971, εἰς τὴν διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, προκειμένου νὰ τὸν ἀναχαιτίσῃ ἀπὸ τὸ πραξικόπημα νὰ συλλειτουργήσῃ μὲ τὸν Πάπαν εἰς τὴν Ρώμην, ὅπως ἐτόνιζεν αὐτὸ ὁ οἰκουμενιστὴς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Τὰ γεγονότα ἔχουν ὡς ἑξῆς.

Μετὰ τὴν συνάντησιν καὶ συμπροσευχὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου εἰς τὰ Ἱερασόλυμα μὲ τὸν Πάπαν τῷ 1964, ὁ ἀρχιμανδρίτης τότε Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶχε ζητήσει μὲ ἔκτακτον ἔκδοσιν τῆς «Χριστιανικῆς Σπίθας» τὴν καθαίρεσίν του (βλ. φ. 268/Ἰαν. 1964). Τῷ 1967, ἀνελπίστως, ἐξελέγη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Μητροπολίτης Φλωρίνης. Ὁ ἀείμνηστος Συνοδικὸς Ἱεράρχης Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονύσιος εἶχε προτείνει τὴν ἐπιλογὴν τοῦ ἀρχιμανδρίτου Αὐγουστίνου Καντιώτου εἰς Ἐπίσκοπον Φλωρίνης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐπετεύχθη κατόπιν πολλῶν ἀγώνων τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου κυροῦ Διονυσίου. Ὁ ἤδη Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος εἰς τὸ πρῶτον κήρυγμά του μετὰ τὴν χειροτονίαν του εἰς Ἐπίσκοπον, εἰς τὴν αιθουσαν τῶν Ἀθηνῶν Ζωοδόχου Πηγῆς 44, ἐδέχθη καὶ τὴν ἑξῆς ἐρώτησιν ἀπὸ ἀκροάτριαν τοῦ κηρύγματός του: «Καὶ τώρα, ὅταν θὰ πᾶς στὴ Φλώρινα, θὰ μνημονεύης τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα;». Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης ἤρεμος τὴν ἠρώτησεν, ἐὰν εἶναι παλαιομερολογίτισσα. Ὅταν ἔλαβε θετικὴν ἀπάντησιν, τῆς ἀπήντησε: «Πότε θὰ διακόψω τὸ μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, εἶναι ἰδική μου ὑπόθεσις». Καὶ πράγματι ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης δὲν ἐβιάσθη νὰ προβῆ εἰς τὴν διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου.

Ἡ Θεμελίωση τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΤΟ ΣΑΜΠΕΖΥ ΓΕΝΕΥΗΣ


Καθηγητοῦ Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου
ταν περί τά μέσα τῆς μεγαλόπνοης πατριαρχίας τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα (1948–1972) πού ἄρχισε νά συζητεῖται στό Πατριαρχικό Γραφεῖο, τό κατ’ ἀρχάς, καί ἐπί Συνόδου, στή συνέχεια, ἡ φωτεινή καί τολμηρή γιά τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδέα, ὅτι ἔπρεπε κάτι τό οὐσιαστικό καί συστηματικό νά γίνει ὑπέρ τοῦ Πατριαρχείου, μέ στόχο τήν προβολή καί ἐξυπηρέτησή του ὑπό συγκεκριμένη ἔκφραση καί σωστή διάσταση, κάτι τό συγκεκριμένο καί καλά σχεδιασμένο γύρω ἀπό τόν ρόλο πού ἐκαλεῖτο νά διαδραματίσει ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος στίς ἀνήσυχες ἐκεῖνες δεκαετίες, τίς μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σέ μιά τέτοια προοπτική ὑπαρκτῆς εὐθύνης καί ἀναμενόμενης προσφορᾶς τοῦ Θρόνου, κρίθηκε χρήσιμο καί ἀπαραίτητο τό Πατριαρχεῖο νά ἀποκτήσει τό δικό του «Βῆμα» στόν ἔξω χῶρο, τή δική του «Στέγη» ἔξω ἀπό τήν Πόλη, Στέγη ὑπό τήν ὁποία θά ἦταν δυνατόν ἐφεξῆς νά ἐκπορεύονται, σέ μόνιμη βάση καί μέ τρόπο συστηματικό, τά ἐκ Φαναρίου μηνύματα τῆς Ὀρθοδοξίας, τά ἄμεσα καί τά καθολικότερα.
Ἡ ἰδέα αὐτή ὑπῆρξε ἐλκυστική γιά ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου, τόσο γιά τούς γηραιότερους καί πιό συγκρατημένους, ὅσο καί γιά τούς νεότερους […].
Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀνέπτυσσε τίς σκέψεις του. Εἶχε συγκεκριμενοποιήσει τούς στόχους του. Μιλοῦσε γιά ἕνα συγκεκριμένο Κέντρο, πού τό ἔβλεπε καί τό τοποθετοῦσε σχεδόν ἀποκλειστικά στήν Ἑλβετία, καί εἰδικότερα στή Γενεύη.
Θά ἐρωτηθεῖ: Γιατί εἰδικά στή Γενεύη;
Διότι τό Πατριαρχικό αὐτό Κέντρο θά ἔπρεπε, φύσει καί θέσει, νά μήν εἶναι ξένο καί ἀπομακρυσμένο ἀπό τούς ἄλλους παράλληλους στή Γενεύη διεθνεῖς ὀργανισμούς, ὅπως τά Ἡνωμένα Ἔθνη, ὁ Διεθνής Ἐρυθρός Σταυρός, τό Διεθνές Γραφεῖο Ἐργασίας, κυρίως ὅμως τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, στό ὁποῖο ἱδρυτικά συμμετεῖχε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο καί συνεργαζόταν σέ ὅλα τά ἐπίπεδα δραστηριοτήτων του, ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς του, τό 1948, ἀλλά -ὡς γνωστόν- καί παλαιότερα, κυρίως ἀπό τό 1920 καί μετά, ὅταν τό Πατριαρχεῖο εἶχε καί πάλι προπορευθεῖ καί διακηρύξει στόν χριστιανικό κόσμο τή βούληση καί πρόθεσή του γιά τήν ἵδρυση μιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν», κατ’ ἀντιστοιχία -τότε- πρός τήν ἱδρυθεῖσα καί δραστηριοποιηθεῖσα Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν.

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΜΑΣΟΝΩΝ 19-20.4.2018 ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ,

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΜΑΣΟΝΩΝ 19-20.4.2018 ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ Π.Σ.Ε. ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΡΑΥΝΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡOΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ. «Σ’ ΑΛΛΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΟΠΩΣ Ο ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΤΑΘΗ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΕΙΣΗΓΕΤΟ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ…»


  • ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΠΟ ΜΑΣΟΝΟΥΣ, ΣΤΙΣ 19-20.4.2018 ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ, για τα 70 χρονια απο την εκλογη του Αθηναγορα στον οικουμενικο θρονο και για την ιδρυση του Π.Σ.Ε. (Παγκοσμιο Συμβουλιο αιρετικων).  ΑΝΤΙΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΕ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ
  • Ἀποκαλυπτήρια και καταγγελεῖες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου: «Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κατ᾽  δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο ἕνα πρόσωπο, ποὺ ἔγινε πατριάρχης μὲ τὴν βοήθεια τῶν μασόνων τῆς Ἀμερικῆς καὶ τὴν ἔγκριση τῆς Τουρκίας».
ΦΥΛΑΚΕΣ, ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ
Ἀπό τὴν «Χριστιανικὴ Σπίθα», φυλ. 268 τοῦ 1964 και από το βιβλιο «Ἀντιπαπικά» τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία» (Ἰωσήφ Βρυέννιος)

«Καὶ πάλιν, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, ἐκ τῆς μικρᾶς μας σκοπιᾶς, τὴν ὁποίαν κρατοῦμε θὰ φωνάξωμε πρὸς τὸν εὐσεβῆ ὀρθόδοξο ἑλληνικὸ λαό τό· Φύλακες, γρηγορεῖτε! Τὸ ὕψιστο καθῆκον ἀπέναντι τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἠσυχάσωμε, ἀλλὰ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ῥήξωμε καὶ ἡμεῖς φωνὴ διαμαρτυρίας διʼ ὅσα κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς συμβαίνουν εἰς βάρος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ θέμα, διὰ τὸ ὁποῖο θὰ διαμαρτυρηθῶμε, εἶνε ἡ τακτικὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπέναντι τῶν Παπικῶν. Πλέον συγκεκριμένως˙ Εἶνε ὁ… πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Διότι, μὴ ὑπαρχούσης δυστυχῶς εἰς τὸ Φαναρί ἰσχυρᾶ φυσιογνωμία Ἱεράρχου, ἱκανοῦ νʼ ἀντισταθῆ εἰς αὐθαιρέτους καὶ ἀντικανονικὰς ἐνεργείας ἑνὸς ἀνθρώπου, Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον κατʼ οὐσίαν δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο ὁ Ἀθηναγόρας, ποὺ διοικεῖ τὸ ἱστορικὸ τοῦτο Πατριαρχεῖο κατὰ τρόπο ἀπολυταρχικό, ἐπὶ μεγίστη ζημία τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἰς ἄλλους καιρούς, κατὰ τοὺς ὁποίους ζοῦσαν ὑπέροχοι Ἱεράρχαι εἰς τὸ Φανάρι, πατριάρχης ὅπως ὁ Ἀθηναγόρας ὄχι μόνον δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ σταθῆ ἐπὶ τοῦ Θρόνου, ἀλλὰ καὶ θὰ εἰσήγετο εἰς ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο ἐπὶ παραβάσει Ἱερῶν Κανόνων καὶ θὰ ἐστέλλετο εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ νὰ ἐκπλύνη διὰ δακρύων εἰλικρινοῦς μετανοίας τὰ κανονικὰ ἐγκλήματά του…
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ «ΣΠΙΘΑΣ», γιὰ τὴν ἄφρωνα καὶ ἀχαλίνωτη τακτικὴ τοῦ Πατριάρχου
Ἡ «Σπίθα» δὲν εἶνε ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἠσχολήθη μὲ ἀντικανονικὰς ἐνεργείας τοῦ Ἀθηναγόρου. Ἀπὸ δωδεκαετίας καὶ πλέον δὲν ἐπαύσαμε νὰ κτυποῦμε τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου ἐξ αἰτίας τοῦ Πατριάρχου τούτου. Ἐν μέσῳ σιγῆς νεκροταφείου ἡ «Σπίθα» ἤγειρε φωνὴν διαμαρτυρίας καὶ ἐλέγχου. Ἐὰν δὲ ἀπὸ τότε ἀκούετο, δὲν θὰ εὑρισκόμεθα σήμερα πρὸ τῶν τελευταίων θλιβερῶν ἐξελίξεων, ποὺ ἐδημιούργησε ἡ ἄφρων καὶ ἀχαλίνωτος τακτικὴ τοῦ Πατριάρχου. Διότι τὸ κακὸ θὰ εἶχε παταχθῆ εἰς τὴν ῥίζαν του. Τί πρῶτο καὶ τί ὕστερον νὰ ἀναφέρωμε ἐξ ὅσων γραπτῶς καὶ προφορικῶς ἠλέγξαμε τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα;
Ἡ «Σπίθα» ἤλεγξε τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, διότι, σὲ ἐπίσημο πατριαρχικὸ ἐγγράφο, σύγγραμμα κορυφαίου διδασκάλου τοῦ Πνευματισμοῦ, Σατανικοῦ συστήματος, ἐχαρακτήρισε ὡς «περισπούδαστο», γεγονός, τὸ ὁποῖο ἔγινε εὐρέως γνωστὸ μεταξὺ τῶν πνευματιστῶν τῆς Ἑλλάδος οὐκ ὀλίγον ἐνίσχυσε τὴν κίνησίν των.
Ἡ «Σπίθα» ἤλεγξε δεύτερον τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, διότι,