Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ ΩΣ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΣ ΑΓΙΟΣ τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ

Τις τελευταίες μέρες διεξήχθη ένας διάλογος μεταξύ ενός μέλους του Ο.Θ.Σ (σ.σ. εννοεῖ τον Ι.Κ.) και του μαρτυρικού αρχιμανδρίτου πατρός Ευθύμιου Τρικαμηνά, περί του μεγάλου αγωνιστού της Ορθοδοξίας Αγίου Θεόδωρου του Στουδίτου (759-826 ).
Κρίνουμε σκόπιμο να δημοσιοποιήσουμε αυτόν τον χρήσιμο διάλογο γιά ενημέρωσι των επισκεπτών αυτού του blog, αλλά και γιά συμμετοχή τους στο διάλογο.
Πέραν των όσων θα αναφερθούν στη συνέχεια από τους διαλεγομένους, περί της θέσης του αγίου έναντι της Ρώμης, ως λέγει ο Π. Χρήστου, "τα πέντε πατριαρχεία ονομάζει πεντακόρυφον κράτος της Ορθοδοξίας", ακριβώς εις την επιστολήν, ένθα ομιλεί και περί της αναφοράς του κράτους της Οικουμενικής Συνόδου εις τον πάπαν. (επ.2,129, P.G. 99,1417).
Το πρώτο κείμενο του αρχιμ. Ευθυμίου Τρικαμηνά που καταχωρούμε σήμερα, είναι λίγο μεγάλο σε έκτασι, αλλά αξίζει τον κόπο να το μελετήσετε, θα ωφεληθήτε πολύ.
Η εποχή μας θα ηδύνατο να χαρακτηρισθή ως η εποχή της διαστροφής των πάντων. Η εποχή δηλαδή κατά την οποία αμφισβητούνται και διαστρέφονται και αυτά τα ηλίου φαεινότερα, τα βοώντα από μόνα των, τα μη δεχόμενα άλλη ερμηνεία. Είναι κυρίως η εποχή κατά την οποία αφήνομε να διαιωνίζωνται και να παγιώνωνται οι σύγχρονες παρεκτροπές και παραβάσεις και ασχολούμεθα με την δήθεν διόρθωσι των παλαιών, η προσέγγισις των οποίων γίνεται με καθαρά προτεσταντικό και δυτικό πνεύμα. Συνήθως γινόμεθα αποδέκτες και αναμεταδίδομε όσα οι ορθολογιστές θεολογούντες παράγουν, οι οποίοι και αυτοί στηρίζονται σε μελέτες αιρετικών και εχθρών της Ορθοδοξίας. Οι διερευνήσεις και διορθώσεις των συγχρόνων ορθολογιστών στρέφονται και σε πάγιες θέσεις της Εκκλησίας, οι οποίες αφορούν συγκεκριμένους αιρετικούς η αγίους. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο παρουσιάζουν την Εκκλησία ως σφάλλουσα και τους εαυτούς των ως διορθωτάς των σφαλμάτων της. Και λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την διαχρονική πίστι και συνείδησι δια τα εν λόγω θέματα.
Μία τέτοια εσφαλμένη αντίληψις διαδίδεται στις ημέρες μας και δια τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη. Οι κατηγορίες οι οποίες του αποδίδονται από τους συγχρόνους είναι κυρίως η αυστηρότης του και η αποτείχισίς του δια τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορος και το ότι ήτο φιλοπαπικός και υποστηρικτής του παπικού πρωτείου. Δια μεν την αυστηρότητά του στο θέμα της ευλογίας υπό της Εκκλησίας της μοιχείας του αυτοκράτορος, εμείς ειδικά στις ημέρες μας, δεν δυνάμεθα να κατανοήσωμε την ακρίβεια του οσίου, εφ’ όσον δια των διαζυγίων διαλύομε τους νομίμους γάμους και δια των δευτέρων και τρίτων γάμων επιβραβεύομε η στεφανώνομε τη μοιχεία. Δια δε τα φιλοπαπικά του αισθήματα είναι ίσως η μεγαλύτερη διαστροφή και αδικία στο πρόσωπό του. Δια να ιδούμε δε τα πραγματικά του αισθήματα και τις θέσεις του στο θέμα του Παπισμού και του πρωτείου του Πάπα είναι ανάγκη να παρουσιάσωμε όλα τα σχετικά κείμενα, εις τρόπον ώστε να εξαχθούν αβίαστα τα συμπεράσματά μας και να τοποθετηθούν τα πράγματα στη θέσι των.
Είναι αλήθεια ότι αν απομονώσουμε ορισμένα τμήματα από τις επιστολές του οσίου και τα συρράψωμε μεταξύ των θα εξάγομε το συμπέρασμα ότι ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ήτο φιλοπαπικός και υποστηρικτής του παπικού πρωτείου. Διότι όντως υπάρχουν κάποια τμήματα των επιστολών του, τα οποία μεμονωμένως αναγιγνωσκόμενα δημιουργούν αυτή την εντύπωσι στον αναγνώστη.
Η μελέτη όμως των θέσεων ενός προσώπου, και δη εκκλησιαστικού, δεν πρέπει να γίνεται κατ’ αυτόν τον αιρετικό τρόπο, αλλά πρέπει να λαμβάνωνται υπ’ όψιν η όλη θεολογική του τοποθέτησις και διδασκαλία και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψε αυτά τα οποία εμείς κρίνομε ως φιλοπαπικά, καθώς επίσης ο σκοπός για τον οποίο εγράφησαν.
Εξετάζοντας λοιπόν υπό αυτάς τας προϋποθέσεις τα δήθεν φιλοπαπικά χωρία του οσίου αναφέρομε εισαγωγικά ότι η όλη θεολογική του τοποθέτησις και διδασκαλία είναι άκρως αντιπαπική, σε σημείο μάλιστα κατά το οποίο μετά βεβαιότητος αβίαστα ισχυριζόμεθα, ότι δεν υπάρχει αντιπαπικώτερος άγιος από τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη.
Ο λόγος είναι απλούστατος και έγκειται εις ότι δεν υπάρχει άλλος άγιος ο οποίος να επολέμησε τόσο πολύ τις υπερβάσεις και παρεκτροπές της εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι οποίες επικεντρώνονται σήμερα με απόλυτο μορφή στο πρόσωπο του Πάπα. Πώς άλλωστε είναι δυνατόν ο όσιος να είναι υποστηρικτής του παπικού πρωτείου με τη σημερινή του εξέλιξι και διαστροφή, την στιγμή κατά την οποία αποστασιοποιήθηκε και διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία
από αγίους Πατριάρχες και ομολογητές, όταν αυτοί ηθέλησαν να αντιμετωπίσουν συγκαταβατικά και με κάποια υποχωρητικότητα την παρανομία του αυτοκράτορος; Και πως αυτός ο οποίος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία και μνημόνευσι από τον ιδικό του Πατριάρχη, όταν το έκρινε εκκλησιαστικώς αναγκαίο και θεολογικώς ορθό, δεν θα το έκανε δια τον Πάπα και οποιονδήποτε άλλο Πατριάρχη, όταν αυτοί διέστρεφον την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι;
Πως επιπλέον αυτός, ο οποίος ήτο υπέρμαχος της ακριβείας και υπερασπιστής των πατρώων θεσμών, θα ανεχόταν έναν υπερφίαλο Πάπα να νομοθετή αυθαιρέτως, να εισάγη στο σύμβολο της Πίστεως το «filioque» η να θεωρή τον εαυτό του αλάθητο και κυρίαρχο όλης της Εκκλησίας την στιγμή κατά την οποία αντέστη μέχρις αίματος για έναν παράνομο γάμο θεσμοθετημένο και ευλογημένο από την Εκκλησία;
Η όλη διδασκαλία του οσίου είναι ότι οιαδήποτε παρεκτροπή από την αποστολική πίστι και Παράδοσι είναι αίρεσι, η οποία συνεπάγεται χωρισμό από την Εκκλησία και την σωτηρία, ο δε Πάπας δεν άλλαξε μία μόνο διδασκαλία από την αποστολική πίστι και Παράδοσι, αλλά δεν άφησε τίποτε το οποίο να μην το αλλάξη και να μην το διαστρέψη. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να υπάρξη έστω και υποψία φιλοπαπισμού σ’ αυτόν;
Εκείνο όμως το οποίο θα πλήξη καίρια, όπως θα αναφέρομε κατωτέρω, την καρδιά του Παπισμού με τη σημερινή του διαστροφή είναι η διδασκαλία του οσίου όσον αφορά τον Απόστολο Πέτρο. Διότι όπως είναι γνωστό τοις πάσι το όλο οικοδόμημα του σημερινού Παπισμού έχει ως βάσι και κρηπίδα τον Απόστολο Πέτρο.
Αν λοιπόν ο όσιος δεν εξεχώριζε τον Πέτρο από τους άλλους Αποστόλους και μάλιστα τους πλέον αφανείς και τελευταίους, αλλά τον εξίσωνε με αυτούς, πως θα εξεχώριζε τον Πάπα από τους άλλους Πατριάρχες και θα απέδιδε σ’ αυτόν κυριαρχικά δικαιώματα εφ’ όλης της Εκκλησίας; Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια της διδασκαλίας δηλαδή του οσίου, κάποια άλλη σημασία έχουν τα φιλοπαπικά χωρία που υπάρχουν.
Kατά την δεύτερη προϋπόθεσι βάσει της οποίας πρέπει να κρίνωμε τα πράγματα, εκ των συνθηκών δηλαδή κάτω από τις οποίες εγράφησαν, αναφέρομε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραφε τα εν λόγω φιλοπαπικά κρινόμενα χωρία ήσαν οι εξής:
Τα τρία Πατριαρχεία, δηλαδή της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας διετέλουν κάτω από την κυριαρχία των Αράβων, της Κων/πόλεως δε ευρίσκετο στην πτώσι της αιρέσεως και μόνο της Ρώμης ήτο ελεύθερο και είχε τη δύναμι να υψώση τη φωνή και να συμμετάσχη ενεργά με λόγια και έργα στην καταπολέμησί της. Το γεγονός ότι ο όσιος δεν έχει απαιτήσεις επεμβάσεως από τα άλλα Πατριαρχεία, λόγω της δεινής καταστάσεών των εξ αιτίας της αιχμαλωσίας, φαίνεται από ανάλογες επιστολές του προς αυτά.
Εις επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, αφού ο ίδιος περιγράφει όλη την εκκλησιαστική κατάστασι και τους διωγμούς λόγω της εικονομαχίας στην Κων/πολι, επιλέγει στο τέλος της επιστολής τα εξής: «Δι’ όλους αυτούς τους λόγους των διωγμών εμείς οι ανάξιοι παρακαλούμε με δύναμι την αγία σου ψυχή, σαν εκπρόσωποι όλων όσων αγωνίζονται υπέρ της αληθείας, να δείξη συμπάθεια και βοήθεια. Και αν δεν είναι δυνατόν να βοηθήσης διαφορετικά, αλλά με την βοήθεια των προσευχών θα μας δώσης μεγάλη βοήθεια στις ανάγκες μας, επειδή έχεις την ευμένεια του Θεού».
Τα ίδια αναφέρει και προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Και από αυτόν δηλαδή ζητεί τις προσευχές του επειδή δεν δύναται να βοηθήση διαφορετικά, προφανώς λόγω των κατακτητών. Τα ίδια περίπου αναφέρει και προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Εις το τέλος της επιστολής του τον παρακαλεί δια της προσευχής του να ξυπνήση τον Κύριον ο οποίος κατ’ οικονομία φαίνεται σα να κοιμάται διότι δια της αιρέσεως, λέγει, καταστρεφόμεθα. «Εάν όμως», συνεχίζει «δύνασαι και με διαφορετικό τρόπο να μας δώσης δηλαδή κάποιο φάρμακο σε βοήθεια ώστε να ιατρευθούμε, σαν επιστήμων σπεύσε να το κάνης. Διότι είμεθα μέλη ιδικά σου, επειδή όλοι οι πιστοί είμεθα σώμα Χριστού και μέλη τοποθετημένα σε κάποιο μέρος του σώματος.»
Χαρακτηριστικό στην παρούσα αναφορά του οσίου είναι ότι αναφέρει τους ορθοδόξους ομολογητάς της Κων/πόλεως ως μέλη του σώματος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, το οποίο αναφέρει και στην αλληλογραφία του με τον Πάπα της Ρώμης, χωρίς αυτό να σημαίνη τίποτα περισσότερο, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος αναφέρει, από το ότι είμεθα όλη μέλη του σώματος του Χριστού.
Μία τέλος αναφορά δια την κατάστασι των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής μας δίδει πάλι ο όσιος σε επιστολές του προς την Λαύρα του Αγ. Σάββα. Αφού πάλι περιγράφει τον διωγμό στην Κων/πολι, παρακαλεί τους πατέρας να συμμετέχουν στην θλίψι του διωγμού και να προτείνουν χείρα βοηθείας ως φιλάδελφοι. Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι από τους ιδικούς των βαρβάρους που ταλαιπωρούνται αυτοί έχουν χειρότερους, εννοώντας φυσικά τους εικονομάχους. Γίναμε, λέγει, εκκλησιαστικά δια της αιρέσεως ως Σόδομα και Γόμορρα. Τελικώς παρακαλεί δια την των προσευχών βοήθεια διότι εισακούεται από τον Θεό ως δικαία.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο, στο οποίο απευθύνθηκε δια βοήθεια ο όσιος ήτο της Ρώμης, η αναφορά του προς τον Πάπα είναι έτι περισσότερο ικετευτική και η βοήθεια που ζητά πλέον ουσιαστική. Υπήρχε άλλωστε το δεδομένο ότι και παλαιότεροι μεγάλοι πατέρες προσέφυγαν, λόγω της υπάρξεως της αιρέσεως στην Ανατολή, στην ορθόδοξο Ρώμη και ο Πάπας βοήθησε τότε Συνοδικώς την αποκατάστασι της Ορθοδοξίας.
Και στην παρούσα κατάστασι η Ρώμη ήτο αμέτοχος της αιρέσεως κάι προσέτι της αυτοκρατορικής επιρροής, η οποία υπεράσπιζε την αίρεσι και ως εκ τούτου, ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απευθύνεται προς τον Πάπα, ως το μόνο από ανθρωπίνης πλευράς, ο οποίος κατά το δη λεγόμενο μπορεί να βάλη τα πράγματα στη θέσι των. Η δύναμις άλλωστε του πρωτόθρονου Πατριαρχείου ήτο δεδομένη και η κατάστασις της Κων/πόλεως λόγω της αιρέσεως και των διωγμών οικτρά.
Ως εκ τούτου ουδείς ευρέθη, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζομε πατέρων προ του σχίσματος, να κατηγορήση τον μεγάλο όσιο και ομολογητή δια φιλοπαπικά αισθήματα και λατινικές αποκλίσεις. Μετά το σχίσμα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα ολισθήματα και οι αιρετικές αποκλίσεις της Ρώμης διαδέχοντο η μία την άλλη, με πρώτο και κύριο την εξουσιαστική κυριαρχία του Πάπα εφ’ όλης της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, οι Παπικοί πρώτοι προέβαλον την προσφυγή του οσίου στον Πάπα ως δείγμα και απόδειξι υποτελείας και εξαρτήσεως, όπως προέβαλον και την προσφυγή του Μ. Αθανασίου και του αγ. Παύλου του ομολογητού και άλλων οι οποίοι σε ανάλογες περιπτώσεις προσέφυγον δια βοήθεια προς τον Πάπα και μάλιστα προσωπικώς.
Και εκ των Ορθοδόξων όμως είδον μερικοί μετά το σχίσμα με καχυποψία την προσφυγή του οσίου στην ορθόδοξο Ρώμη, τα δε λόγια του, τα οποία του υπενθύμιζον την ευθύνη του ως διαδόχου του απ. Πέτρου και πρωτοθρόνου Πατριάρχου, τα οποία ίσως έχουν κάποια υπερβολή, τα έκριναν ως αποδεικτικά δια το ότι ο όσιος εστερνίζετο τις παπικές πλάνες και δη τις περί πρωτείου εξουσίας του Πάπα εφ’ όλης της Εκκλησίας.
Ο όσιος όμως όχι μόνο δεν είχε τέτοιες ιδέες και αντιλήψεις, αλλά απεναντίας επολέμει με πάθος κάθε πλάνη και μάλιστα όταν αυτή προήρχετο από την θρησκευτική και την πολιτική εξουσία. Απόδειξις του ισχυρισμού μας είναι ότι ο όσιος, ούτε μεταξύ των αποστόλων διέκρινε τον πρώτο και τον δεύτερο, αλλά τους είχε όλους ίσους, όπως θα αποδείξομε εν συνεχεία.
Οι λεκτικές λοιπόν προσφωνήσεις και διατυπώσεις εις ουδέν άλλο απέβλεπον ει μη μόνο εις το να βοηθήσουν τον Πάπα να κινηθή συνοδικώς και να καταδικάση την αίρεσι. Η διδασκαλία άλλωστε του οσίου ήτο ότι όλοι μολύνονται από την αίρεσι και οι έχοντες δηλαδή φρόνημα υγιές εκ της εκκλησιαστικής επικοινωνίας και μνημονεύσεως.
Αυτή είναι ξεκάθαρη διδασκαλία του οσίου, συνοψίζεται δε λακωνικώτατα σε επιστολή του στον μάγιστρο Στέφανο. Εκεί αναφερόμενος στην ανάγκη της καταπολεμήσεως της αιρέσεως και της επικρατήσεως της Ορθοδοξίας λέγει ότι ευεργετούμε τους εαυτούς μας, όταν φροντίζωμε δια την διόρθωσι των κοινών· επειδή είμεθα και εμείς μέσα στην ασθένεια της αιρέσεως, έστω και αν δεν έχωμε αιρετικά φρονήματα. Διότι μολυνόμεθα από την εκκλησιαστική επικοινωνία με τους αιρετικούς.
Ούτως λοιπόν εχόντων των πραγμάτων μία συνοδική καταδίκη εκ μέρους της Δύσεως, θα απήλασσε, αφ’ ενός μεν αυτούς της ευθύνης λόγω της εκκλησιαστικής επικοινωνίας, θα έδιδε δε, αφ’ ετέρου, και στους ομολογητάς Ορθοδόξους της Κων/πόλεως δύναμι και ερείσματα δια τον περαιτέρω αγώνα και, ακόμη, θα συνέβαλε τα μέγιστα στην τελική καταδίκη της αιρέσεως. Αυτά ήταν ασφαλώς τα κίνητρα τα οποία ώθησαν τον όσιο να απευθυνθή προς όλα τα Πατριαρχεία και ιδιαίτερα στον Πάπα της Ρώμης και μάλιστα να τον προτρέπη προς βοήθεια των Ορθοδόξων ομολογητών.
Πέραν των όσων προανεφέρθησαν, μεγάλη σημασία έχει στο υπό εξέτασι θέμα, ο τρόπος αντιμετωπίσεως και επικοινωνίας εκ μέρους του οσίου με τον Πάπα της Ρώμης. Εδώ έχουμε να αναφέρωμε ότι είναι ο ίδιος και απαράλλακτος με τον τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους Πατριάρχας. Στον κάθε ένα ο όσιος αναφέρει, ως κίνητρο δια την βοήθεια την οποία επιζητεί, κάτι το οποίο έχει σχέσι με τη θέσι του και τον θρόνο τον οποίο κατέχει.
Στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων π.χ., στην αρχή κάνει θαυμασία αναφορά των αγίων τόπων στους οποίους ευρίσκεται ο θρόνος του. Αναφέρει λοιπόν ότι προσκυνεί νοερώς τα πόδια του, τα οποία πατούν εκεί όπου εβάδισεν ο Θεός, τον τόπο του Κρανίου, τον Πανάγιο τάφο, την Βηθλεέμ, το όρος Θαβώρ κλπ. Αναφέρει εν συνεχεία την Γεθσημανή στην οποία λέγει συγκεκριμένα ότι ευρίσκεται ο τάφος της Παναγίας, (το οποίο όμως είναι γνωστό οι Παπικοί σήμερα δεν το αποδέχονται, αλλά φλυαρούν περί άλλου τάφου δήθεν της Παναγίας στην Έφεσο). Μεγάλη σημασία έχει η συνέχεια του λόγου την οποία ακολουθούμε ερμηνευτικώς κατά λέξι διότι έχει μεγάλη βαρύτητα στην παρούσα υπόθεσι. «Ω πόσο μεγάλων λέγει συγκεκριμένα και φρικτών προσκυνημάτων έχει σαν δικαιοδοσία της η μακαρία και κορυφαία σου Επισκοπή. Εσύ είσαι ουσιαστικά ο πρώτος από τους Πατριάρχας, έστω κι αν είσαι πέμπτος και τελευταίος στην τάξι των Πατριαρχών. Διότι εκεί όπου ο Επίσκοπος των ψυχών μας και μέγας Αρχιερεύς εγεννήθη και ετέλεσε όλα τα θεουργικά έργα του και ακόμη έπαθε κατά το ανθρώπινο και ετάφη και ανέστη και έζησε μετά την ανάστασι και ανελήφθη, είναι ολοφάνερο ότι εκεί σ’ αυτόν τον τόπο υπάρχει και το υπέρτατο Επισκοπικό αξίωμα».
Είναι πολύ σημαντική η αναφορά αυτή του οσίου προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι είναι ο πρώτος των Πατριαρχών, έστω και αν είναι πέμπτος κατά την τάξι και ότι έχει το υπέρτατο επισκοπικό αξίωμα λόγω των αγίων τόπων. Αυτό βεβαίως ουδόλως σημαίνει ότι ο όσιος καταργεί την τάξι των Πατριαρχών, αλλά οι λεκτικές αυτές προσφωνήσεις αποσκοπούν στην απόδοσι τιμής και στην ενεργοποίησι των προσώπων υπέρ της Ορθοδοξίας. Έτσι θα πρέπει να εκληφθούν και τα λόγια και οι λεκτικές αβρότητες προς τον Πάπα της Ρώμης.
Είναι γεγονός ότι στην περίπτωσι αποστασιοποιήσεως εκ της αληθείας και της Ορθοδοξίας, ο όσιος ήτο αυστηρώτατος και σκληρότατος και ως προς τις λεκτικές του διατυπώσεις προς πάσαν κατεύθυνσι και φυσικά και προς τον Πάπα της Ρώμης. Αυτό το διαπιστώνομε από επιστολές πάλι του οσίου. Σε επιστολή του π.χ. προς τον Πάπα της Ρώμης Πασχάλιο τον επαινεί και τον εξυψώνει στη θέσι του τύπου και του τόπου του Χριστού δια πολλών λεκτικών αβροτήτων, διότι ο Πάπας Πασχάλιος δεν εδέχθη ουδόλως σε ακρόασι τους αντιπροσώπους των εικονομάχων, αλλά τους απεδίωξε, μολονότι αυτοί κατείχον τον Οικουμενικό θρόνο και είχον προσέτι και τις αυτοκρατορικές καλύψεις και διαβεβαιώσεις, ενώ απεναντίας τους απεσταλμένους των ομολογητών Ορθοδόξων, μολονότι ήσαν ταπεινοί, ταλαιπωρημένοι και δεδιωγμένοι, τους εδέχθη φιλοφρόνως, άκουσε την ανάγνωσι των γραμμάτων των και συνάμα έδειξε ότι συμπάσχει με αυτούς και συμμετέχει στη θλίψι των, ως οικεία μέλη του σώματος του Χριστού.
Είναι λοιπόν πρόδηλον ότι οι επόμενοι εγκωμιαστικοί λόγοι του οσίου προς τον Πάπα, τον οποίο ο όσιος ονομάζει αθόλωτο και ακαπήλευτο πηγή της Ορθοδοξίας, εύδιο λιμένα της όλης Εκκλησίας, θεόλευκτο πόλι του φυγαδευτηρίου της σωτηρίας κλπ. είναι αποτέλεσμα της ορθοδόξου και ομολογιακής στάσεως του Πάπα Πασχαλίου, της εκδιώξεως δηλαδή εκ μέρους του των απεσταλμένων των εικονομάχων και του αυτοκράτορος και της συντάξεώς του μετά των απεσταλμένων των δεδιωγμένων ομολογητών Ορθοδόξων.
Αυτός ο ισχυρισμός μας είναι βάσιμος και αποδεικνύεται εναργέστατα από ανάλογα περιφρονητικά λόγια του οσίου προς τον Πάπα, όταν αυτός δεν έλαβε την δέουσα θέσι όσον αφορά τα έκδηλα και φανερά αμαρτήματα του ιερέως. Φαίνεται από τα γραφόμενα, στην επιστολή του οσίου προς τον μοναχό Βασίλειο, ότι ο Πάπας ερωτήθηκε δια την θέσι την οποία πρέπει να πάρωμε όσον αφορά τα φανερά και έκδηλα αμαρτήματα ενός ιερέως. Ο Πάπας λοιπόν απάντησε ότι δεν πρέπει να ενδιαφερώμεθα δι’ αυτά και προφανώς να μην μας επηρεάσουν αυτά ως προς την στάσι μας έναντι αυτού του ιερέως.
Ο όσιος αυτό το εθεώρησε μεγάλο παράπτωμα του Πάπα και λέγει προς τον μοναχό Βασίλειο ότι «ως προς τον Πάπα τι μας ενδιαφέρει αν πράττη και ενεργή κατ’ αυτόν η κατ’ εκείνο τον τρόπο; Αυτός, συνεχίζει, πιάστηκε κατά την παροιμία στα ιδικά του πτερά. Διότι δια της αναφοράς του ότι δεν πρέπει να φροντίζωμε δια τα φανερά αμαρτήματα του ιερέως, δεν εξευτέλισε τον οιονδήποτε ιερέα, αλλά τον Χριστό την κεφαλή της Εκκλησίας. Όλα αυτά δε τα οποία είπε είναι τόσο βρωμερά, ώστε δεν δυνάμεθα να τα ακούσωμε δίχως εντροπή. Εάν δε έτσι έχουν τα πράγματα και όντως τα ανέφερε, αλοίμονο στην Ιεραρχία». «Εμείς όμως», καταλήγει ο όσιος, «οφείλομε να ομιλούμε με σύνεσι δια τις εκκλησιαστικές κεφαλές και να μην εκφραζώμεθα με τόση σφοδρότητα». Προφανώς ο μοναχός Βασίλειος δια το ίδιο θέμα είχε ομιλήσει δια τον Πάπα με σκληρότερα λόγια από αυτά του οσίου.
Εφ’ όσον λοιπόν μία απλή αναφορά του Πάπα, αντίθετη στην ορθόδοξο Παράδοσι ήταν ικανή να κάνη τον όσιο να εκφρασθή με τόση περιφρόνησι δι’ αυτόν, πως είναι δυνατόν να θεωρείται ως φιλοπαπικός, όταν τον επαινεί δι’ ορθόδοξες θέσεις του και πως θα θεωρήσομε ότι τα εγκώμια και οι λεκτικές αβρότητες είχαν σκοπό υποτελείας και αναγνωρίσεως του Παπικού πρωτείου με τη σημερινή διαστροφή του και όχι αποδώσεως τιμής στη θέσι του και παρακινήσεώς του σε γενναία στάσι υπέρ της Ορθοδοξίας; Διότι αν ο όσιος είχε φιλοπαπικές θέσεις και ήτο εγκάθετος του Πάπα και υπεστήριζε τις παπικές φιλοδοξίες, θα έπρεπε να παραβλέψη το λεκτικό αυτό ολίσθημα του Πάπα η να προσπαθήση τέλος πάντων να τον δικαιολογήση. Αυτό όμως το σημείο είναι μία φανερή απόδειξις ότι ο όσιος εστηλίτευε κάθε παράβασι και διαστροφή της ευαγγελικής διδασκαλίας και Παραδόσεως από όπου και αν προήρχετο. Επιπλέον δε ομιλούμε δια μία εποχή κατά την οποία η Ρώμη ήτο ορθόδοξος και ειδικά στο φλέγον τότε θέμα της εικονομαχίας καθώς επίσης και της μοιχειανικής αιρέσεως είχε τηρήσει άψογο στάσι.
Δια να δείξωμε δε την διαυγεστάτη διδασκαλία του οσίου ότι δηλαδή ουδείς έχει δικαίωμα να νομοθετή αντίθετα από την ευαγγελική διδασκαλία και την αποστολική Παράδοσι, ούτε Πατριάρχες, ούτε Πάπας, ούτε Σύνοδος, αναφέρομε ένα τμήμα θαυμάσιο από επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Τραυλό. Εις αυτό μετά την εισαγωγή και την αίτησι της κατά πρόσωπο ακροάσεως αναφέρεται στην ορθόδοξο πίστι η οποία είχε διασαλευθή από την αίρεσι της εικονομαχίας. «Το θέμα της πίστεως» αναφέρει, «δεν είναι κάτι ανθρώπινο το οποίο έχει δικαίωμα κάποιος να εξουσιάζη και να καπηλεύεται, είτε εμείς, είτε ο Πατριάρχης. Αν ήταν κάτι ανθρώπινο», συνεχίζει «δεν θα έπρεπε να κάνωμε μικρή υποχώρησι και συγκατάβασι, αλλά μεγάλη, σύμφωνα με την ευαγγελική εντολή. Ο λόγος όμως της ορθοδόξου πίστεως αναφέρεται στον Θεό του οποίου όλοι είμεθα δούλοι και ως εκ τούτου όχι μόνο ο οιοσδήποτε όσο μεγάλος και αν είναι δεν έχει δικαίωμα να μετακινήση το παραμικρό και ελάχιστο, αλλά ούτε και αυτός ο απόστολος Πέτρος και ο Παύλος, ούτε ακόμη κάποιος από τους αγγέλους. Διότι», καταλήγει, «αν από την ορθόδοξο πίστι μετακινηθή και το παραμικρό ανατρέπεται και αθετείται το παν».
Η υποθετική αναφορά, και εδώ, του οσίου στους κορυφαίους αποστόλους, δια να καταδείξη το αδύνατο της παραμικράς αλλαγής στην ορθόδοξο πίστι, αποδεικνύει ότι πολύ περισσότερο δεν θα εσυγχώρει ούτε θα εδικαιολόγει την ελαχίστη παρεκτροπή και στον Πάπα. Είναι λοιπόν φανερό ότι όταν αναφέρεται στις επιστολές του προς αυτόν πιστεύει ότι έχει ορθόδοξο πίστι και ως εκ τούτου δύναται εκ της θέσεώς του να βοηθήση και την χειμαζομένη εκ της αιρέσεως Εκκλησία της Κων/πόλεως.
Τέλος αναφορικά με τον τρόπο εκφράσεως και αναφοράς του οσίου προς τον Πάπα πρέπει να αναφέρωμε ότι, αφ’ ενός μεν είναι ο ίδιος και απαράλλακτος με τους άλλους Πατριάρχες, αφ’ ετέρου δε ότι θεωρεί την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι δεδομένη και δεν την θέτει υπό την κρίσι του.
Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αφού περιγράφει κάθε φορά τις υπάρχουσες αιρέσεις, την μοιχειανική δηλαδή και της εικονομαχίας, καθώς επίσης και τους διωγμούς των Ορθοδόξων και, εκ του αντιθέτου, αντιδιαστέλλει την ορθόδοξο διδασκαλία και Παράδοσι, ζητεί την βοήθεια του Πάπα υπέρ της Ορθοδοξίας, χωρίς να του δίδη το δικαίωμα να εκφέρη την γνώμη του, όπως δηλαδή θα εδίδετο το δικαίωμα αποφάσεως σε κάποιο κριτή δύο ενισταμένων παρατάξεων. Αυτό σημαίνει ότι ο όσιος την άπαξ παραδοθείσα πίστι δεν την έθετε υπό την κρίσι ουδενός, αλλά απλώς την κατέθετε σε αντιδιαστολή προς την αίρεσι και ζητούσε από τους Ορθοδόξους την υπεράσπισί της. Αυτή η θέσις του οσίου είναι σημαντικωτάτη και φαίνεται καθαρώτατα από την αλληλογραφία του προς τον Πάπα και τους άλλους Πατριάρχας.
Δια να καταδείξωμε αυτήν την ορθοδοξότατη θέσι του οσίου αναφέρομε ένα μεγάλο τμήμα από την πρώτη του επιστολή προς τον Πάπα Λέοντα, η οποία μάλιστα αναφέρεται στην μοιχειανική αίρεσι. Μετά την εισαγωγή εισέρχεται στο θέμα της μοιχειανικής αιρέσεως. Συγκροτήθηκε, λέγει στην Κων/πολι μία Σύνοδος, όπως αναφέρει ο προφήτης Ιερεμίας, αληθινά παρανόμων και ένα συνέδριο μοιχών. Αυτό δηλαδή το οποίο εκεί ειπώθηκε για την ειδωλολατρική εκπόρνευσι, το ίδιο ακριβώς έγινε και εδώ με την επικύρωσι της στέψεως των μοιχών. Διότι και στις δύο περιπτώσεις αθετήθη ο ίδιος ο Κύριος, εκείνοι μεν δια της νομικής παραβάσεως, αυτοί δε δια της ευαγγελικής. Και μάλιστα δεν εστάθησαν μέχρι αυτού του σημείου, στη δημιουργία απλώς μίας παρασυναγωγής, σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, με την προηγούμενη συνέλευσι με την οποία απεδέχθησαν τον μοιχοζεύκτη και συνιερούργησαν μαζί του, αλλά θέλοντας να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους το όνομα της τελείας αιρέσεως, με δεύτερη δημόσια Σύνοδο απεφάσισαν να υποβληθούν στην ποινή του αναθέματος, όσοι δεν συμφωνούν με την παράνομη κακοδοξία των, δηλαδή ανεθεμάτισαν όλη την καθολική Εκκλησία. Αυτούς τους οποίους ευρέθησαν στην Σύνοδο και υπερασπίζοντο την ευσέβεια άλλους μεν τους εξώρισαν κάπου μακρυά, άλλους δε τους εφυλάκισαν, επαναφέροντας πάλι εδώ τον συνηθισμένο διωγμό. Η δικαιοσύνη δε, δι’ αυτούς, συνίστατο στην επικράτησι του πονηρού δόγματος. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο δογματίζουν ως οικονομία την μοιχοζευξία. Διορίζουν ότι οι νόμοι του Θεού δεν ισχύουν δια τους βασιλείς. Αυτούς οι οποίοι αντεστάθησαν μέχρις αίματος χάριν της αληθείας και της δικαιοσύνης, όπως τον Πρόδρομο και τον Χρυσόστομο, απαγορεύουν να τους μιμούμεθα. Ισχυρίζονται ακόμη ότι κάθε Επίσκοπος έχει εξουσία απεριόριστη και όχι αυτή την οποία του δίδουν οι Ιεροί Κανόνες.
«Δι’ αυτόν τον λόγο», συνεχίζει ο όσιος, «όταν συμβή κάποιος ιερωμένος να υποπέση κρυφά η φανερά σε παράπτωμα όπου οι ιεροί κανόνες επιβάλλουν την καθαίρεσι, με την εξουσία του Επισκόπου παραμένει ακαθαίρετος. Και απόδειξι αυτών τα οποία λέγω είναι ο μοιχοζεύκτης Ιωσήφ, ο οποίος αν και υπέπεσε σε διαφόρους καθαιρετικούς κανόνες, συλλειτουργεί με αυτούς δημόσια. Αυτούς τους οποίους παρανομούν, θεωρώντας ότι τηρούν οικονομία, όλους τους ονομάζει αγίους δι’ αυτό το οποίο πράττουν. Αυτούς πάλι οι οποίοι δεν αποδέχονται αυτές τις παρανομίες τους αναθεματίζουν ως αποξενωμένους από το Θεό. Απόδειξις και στο σημείο αυτό του λόγου είναι ο διωγμός. Τι λοιπόν, ω μακάριε» λέγει ο όσιος απευθυνόμενος προς τον Πάπα, «θα ηδυνάμεθα να ειπούμε δι’ όλα αυτά, παρά το αποστολικό χωρίο το οποίο λέγει πολλοί αντίχριστοι ενεφανίσθησαν, εφ’ όσον δεν εξουσιάζονται όλοι οι άνθρωποι από τους νόμους του Θεού και τους ιερούς κανόνες.
Αφού λοιπόν αναφέραμε με κάθε ειλικρίνεια όλα αυτά τα γεγονότα, απευθύνομε στη Χριστομίμητο μακαριότητά σου αυτή τη φωνή, την οποία είπε ο κορυφαίος Πέτρος μετά των άλλων αποστόλων προς τον Χριστό, όταν εμαίνετο η τρικυμία στη θάλασσα. Σώσε μας αρχιποιμένα της Εκκλησίας, διότι καταστρεφόμεθα. Μιμήσου τον Χριστό και άπλωσε το χέρι σου στην ιδική μας Εκκλησία, όπως εκείνος στον Πέτρο. Αυτός μεν άρχιζε να βυθίζεται στη θάλασσα, εσύ όμως στην ήδη καταποντισθείσα στο βάθος της αιρέσεως Εκκλησία μας. Επέδειξε ζήλο, όπως ακριβώς ο συνώνυμός σου Πάπας Λέων, ο οποίος όταν ενεφανίσθη η αίρεσις του Ευτυχούς, εξηγέρθη με λεόντειο πνεύμα, όπως όλοι γνωρίζουν, με τις δογματικές αυτού επιστολές. Έτσι και εσύ, τολμώ να πω, επειδή φέρεις το ίδιο όνομα βροντοφώναξε θεϊκά, μάλλον δε ως βροντή να διακηρύττης τα αρμόδια στην παρούσα κακοδοξία. Διότι αν αυτοί, αποδίδοντες την αυθεντίαν στους εαυτούς των, δεν εφοβήθησαν να συγκαλέσουν αιρετική Σύνοδο, αν και δεν είχαν το δικαίωμα να συγκαλέσουν και ορθόδοξο Σύνοδο χωρίς να λάβη γνώσι και η ιδική σας τοπική Εκκλησία, όπως απαιτεί η ανέκαθεν συνήθεια, ως εκ τούτου φαίνεται πόσο αναγκαίο και εύλογο είναι με τη μεσολάβησι της ιδικής σου πρωτευούσης θέσεως να συγκροτηθή νόμιμη Σύνοδος, ούτως ώστε το ορθόδοξο δόγμα να πολεμήση το αιρετικό. Επιπλέον δε να μην αναθεματίζεσαι εσύ ο οποίος έχεις την κορυφαία θέσι και όλοι οι Ορθόδοξοι από τους νέους κενοφώνους. Ούτε ακόμη τη μοιχοσύνοδο αυτή να την χρησιμοποιούν ως ορμητήριο παρανομίας, όσοι επιθυμούν να διολισθαίνουν εύκολα προς την αμαρτία».
Άξιον παρατηρήσεως στο εν λόγω κείμενο του οσίου είναι αφ’ ενός μεν ότι οι παρανομίες και οι αυθαιρεσίες των Επισκόπων, όπως ανάγλυφα παρουσιάζονται, είναι αρχαίο κακό, και μία θα λέγαμε μόνιμη πληγή στο σώμα της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε ότι την Εκκλησία της Κων/πόλεως, εφ’ όσον υπέπεσε δημοσίως και συνοδικώς στην αίρεσι, την εθεωρούσε καταποντισθείσα ήδη και νεκρά. Αυτός άλλωστε είναι και ο ουσιαστικός λόγος της αποτειχίσεώς του από αυτήν, και επί πλέον ο λόγος δια τον οποίο παρακαλεί τον Πάπα Λέοντα να επέμβη δραστήρια προς διάσωσί της.
Θα ήτο αστείο να θεωρηθή η προσφυγή του στον Πάπα ως δείγμα υποτελείας και εξαρτήσεως η αναγνωρίσεως οιουδήποτε πρωτείου, την στιγμή κατά την οποία σε μία τοπική Εκκλησία υπάρχει αίρεσις, δηλαδή πνευματικός θάνατος. Σ’ αυτήν την περίπτωσι κάθε επέμβασις από άλλη τοπική Εκκλησία θεωρείται νόμιμη και επιβεβλημένη, διότι ως μέλη του ιδίου σώματος συμπάσχομε και συνοδυνώμεθα και συννοσούμε εξ αιτίας της ασθενείας ενός μέλους.
Επί πλέον δε, παρ’ όλη την αθλία κατάστασι της αιρέσεως και του διωγμού στην Κων/πολι, ο όσιος δεν ζητεί από τον Πάπα να επέμβη αυθαιρέτως και προσωπικώς, αλλά συνοδικώς, δηλαδή με νόμιμο και εκκλησιαστικό τρόπο να καταδικασθή η αίρεσις και να αποκατασταθή η Ορθοδοξία. Εκείνο τέλος το οποίο πρέπει πάλι να τονισθή ως λίαν σημαντικό και δια τους ιδικούς μας καιρούς είναι ότι η άπαξ παραδοθείσα πίστις δεν τίθεται υπό την κρίσι ουδενός, απλώς κατατίθεται, αντιδιαστέλλεται από την αίρεσι και ζητείται η σύνταξις με αυτή και η υπεράσπισίς της.
Αυτός ο τρόπος αναφοράς υπάρχει από τον όσιο σε όλες τις επιστολές του και φυσικά και σ’ αυτές προς τον Πάπα. Είναι σημαντικό ότι στην αναφορά του ο όσιος διδάσκει τον Πάπα αναλύοντας αγιογραφικώς και πατερικώς την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι και μάλιστα αυτό το κάνει με παρρησία και απευθυνόμενος σε ένα Πάπα ορθόδοξο. Πόσο αλήθεια θα έπρεπε να μας προβληματίση αυτό στις ημέρες μας, όπου ενώ ο Πάπας έχει αναδειχθή ως ο μεγαλύτερος αιρετικός όλων των εποχών και ο δεινότερος εχθρός της Ορθοδοξίας, εμείς τον λιβανίζομε και τον αντιμετωπίζομε ως αθώα περιστερά και άκακο αρνί.
Θα αναφερθώμε εν συνεχεία στα τμήματα αυτά των επιστολών του οσίου, τα οποία περιέχουν αυτές τις λεκτικές αβρότητες και ευρίσκονται κυρίως στις τέσσαρες επιστολές του οσίου προς τον Πάπα. Από τις αρχικές αναφορές και προσφωνήσεις δηλούται ότι οι δύο επιστολές, οι οποίες αφορούν την εικονομαχία, εγράφησαν μαζί με άλλους ηγουμένους οι οποίοι αναφέρονται στην προσφώνησι ονομαστικώς μετά των μονών στις οποίες προΐστατο έκαστος. Από τις άλλες δύο, οι οποίες αφορούν την μοιχειανική αίρεσι, την μία απέστειλε μαζί με τον όσιο Πλάτωνα και μόνο μία έχει αποστολέα τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη. Βεβαίως η σύνταξις των επιστολών και το όλο ύφος φαίνεται ότι είναι του οσίου. Αυτό δηλώνει, όπως και σε άλλο σημείο αναφέραμε, ότι τα πάντα ανετίθεντο σ’ αυτόν και όλα ετύγχανον της εγκρίσεως και ευλογίας του. Υπάρχουν και άλλες επιστολές τις οποίες συνέταξε και απέστειλε ο όσιος ως εκπρόσωπος των ηγουμένων και ομολογητών.
Από την πρώτη λοιπόν προς τον Πάπα Λέοντα επιστολή του οσίου, η οποία αναφέρεται στην μοιχειανική αίρεσι, αναφέρομε την αρχή δηλαδή τον πρόλογό της. «Επειδή», λέγει ο όσιος, «στον Μ. Πέτρο έδωσε ο Χριστός μετά από τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και το αξίωμα του αρχηγού της ποίμνης, προς τον Πέτρο δηλαδή στον διάδοχό του ο,τιδήποτε καινοτομείται στην καθολική Εκκλησία από εκείνους που λοξοδρομούν από την αλήθεια είναι ανάγκη να αναφέρεται. Αυτό λοιπόν αφού εδιδάχθημεν και εμείς οι ταπεινοί και ελάχιστοι από τους παλαιούς αγίους πατέρας, επειδή έγινε και τώρα κάποια καινοτομία στην ιδική μας Εκκλησία, εθεωρήσαμε αναγκαίο να την αναφέρωμε στον άγγελο της κορυφαίας σου μακαριότητος, προηγουμένως μεν δια μέσου του ευλαβεστάτου αρχιμανδρίτου, του αδελφού δηλαδή και συνοδοιπόρου μας Επιφανίου, τώρα δε δια μέσου της ταπεινής μας επιστολής».
Από τη δεύτερη επιστολή του οσίου προς τον Πάπα Λέοντα, η οποία και αυτή αναφέρεται στην μοιχειανική αίρεσι, αναφέρομε ένα τμήμα στο οποίο ο όσιος μετά την εισαγωγή εισέρχεται στο κυρίως θέμα το οποίο αφορά τα γεγονότα της μοιχειανικής αιρέσεως και λέγει ότι «έγινε Σύνοδος στην ιδική μας Εκκλησία, μακαριώτατε, με τη συμμετοχή όλου του λαού και στην οποία παρευρέθησαν και οι πολιτικοί άρχοντες. Η Σύνοδος αυτή έγινε με τον σκοπό της αθετήσεως του ευαγγελίου του Χριστού, από τον οποίο εσύ έλαβες τα κλειδιά, δια μέσου του πρωτοστάτου των αποστόλων Πέτρου και των διαδόχων του μέχρι αυτού του προκατόχου σου. Και όπως είναι αρμόδιο θα ανεχθή να ακούση με ακρίβεια τα γεγονότα η θεομίμητος επιείκειά σου. Θα αρχίσωμε λοιπόν από το νόμο και τους προφήτας. Λέγει λοιπόν εκεί μη μοιχεύσης, μη ψευδομαρτυρήσης, να μην προφέρης το όνομα του Κυρίου σου δια μάταια πράγματα. Και ο μεν Ιερεμίας λέγει ότι είναι άφρων και ασεβής αυτός ο οποίος κρατάει την μοιχαλίδα....».
Θα αναφέρωμε και ένα τμήμα από επιστολή του οσίου προς τον Πάπα της Ρώμης Πασχάλιο, η οποία αναφέρεται στην εικονομαχική αίρεσι. Στην εισαγωγή αναφέρει ότι ο λόγος δια τον οποίο οι πατέρες συντάσσουν την επιστολή είναι ότι η κεφαλή των δηλαδή ο Πατριάρχης είναι στην φυλακή λόγω της αιρέσεως και οι υπόλοιποι πατέρες είναι διεσκορπισμένοι εδώ και εκεί, σύμφωνα με τις αυτοκρατορικές εντολές. Εν συνεχεία λέγει τα εξής: «Άκουσέ μας, αποστολική κεφαλή, θεοπρόβλητε ποιμένα των προβάτων του Χριστού, εσύ ο οποίος κρατείς τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, εσύ ο οποίος είσαι η πέτρα της πίστεως, στην οποία πέτρα οικοδομήθηκε η καθολική Εκκλησία. Λύκοι άγριοι εισέβαλαν στην αυλή του Κυρίου και οι δυνάμεις του σκότους, όπως και παλαιότερα εκτύπησαν επάνω της. Τι σημαίνει αυτό; Διώκεται ο Χριστός μαζί με την μητέρα του και τους υπηρέτες του, εφ’ όσον η επίθεσις κατά της εικόνος είναι και διωγμός του πρωτοτύπου. Αποτέλεσμα αυτού του διωγμού είναι η εκθρόνισις του Πατριάρχου, οι εξορίες και περιορισμοί των Επισκόπων, των ιερέων και των μοναχών, φυλακίσεις και σιδερένια δεσμά, βασανιστήρια και τέλος θανατικές ποινές. Η σεπτή εικόνα του Σωτήρος Θεού, την οποία τρέμουν οι δαίμονες, εξυβρίσθη, εξευτελίσθη, όχι μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά και σε κάθε χώρα και πόλι. Τα άγια θυσιαστήρια κατεστράφησαν, οι ναοί απώλεσαν την ευπρέπειά των, τα ιερά εβεβηλώθησαν, εχύθησαν και χύνονται καθημερινώς αίματα όσων υπερασπίζουν το ευαγγέλιο και γίνονται διωγμοί και εξορίες όσων έχουν απομείνει. Ως εκ τούτου εσιώπησε κάθε ευσεβές στόμα από τον φόβο του θανάτου και εκ του αντιθέτου άνοιξαν το στόμα των οι βλάσφημες γλώσσες και εκλονίσθη κάθε άνθρωπος ο οποίος είναι μικρόψυχος. Αλλοίμονο, λέγει η γραφή, ομοιάζομε ωσάν εκείνον ο οποίος συνάγει τα άχυρα κατά τον καιρό του θερισμού και ωσάν αυτόν ο οποίος μαζεύει άχρηστα σταφύλια τον καιρό του τρύγου, επειδή δεν υπάρχουν καλά».
Θα αναφέρωμε και ένα τελευταίο χωρίο από επιστολή του οσίου ως εκπροσώπου των ομολογητών πατέρων προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Τραυλό, το οποίο δύναται και αυτό να χαρακτηρισθή ως φιλοπαπικό. Σ’ αυτήν, αφού ευχαριστεί τον αυτοκράτορα δια την επάνοδό του εκ της εξορίας, αναφέρεται στα θέματα της εικονομαχίας. Δεν αποδέχεται δε διάλογο μετά των αιρετικών ως εναντιούμενο στην αποστολική παραγγελία. Εν συνεχεία αναφέρει ότι εάν κάτι από τα θέματα της πίστεως αμφισβητείται, ή δεν γίνεται πιστευτό στην μεγαλοφροσύνη του, να επιλυθή από τον Αρχιερέα με τρόπο ευσεβή. Επί πλέον δε επειδή η εξουσία του, λέγει, είναι θεοστήρικτος και έχει ζήλο δια την ευσέβεια, δια την ωφέλεια όλων, ας διατάξη να δοθή η διασάφησις του δόγματος από την παλαιά Ρώμη, πως δηλαδή άνωθεν και εξ αρχής εξεδόθη πατροπαράδοτα. Διότι αυτή, χριστομίμητε βασιλεύ, του λέγει είναι η πιο κορυφαία από τις Εκκλησίες του Θεού, την οποία ίδρυσε ο Πέτρος προς τον οποίον ο Κύριος είπε. Συ είσαι ο Πέτρος και σ’ αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία και οι δυνάμεις του Άδη δεν θα την καταβάλλουν».
Από τα αναφερθέντα «φιλοπαπικά» δήθεν χωρία του οσίου αναφέρομε τα επίμαχα σημεία. Ο όσιος θεωρεί τον Πάπα διάδοχο του αποστόλου Πέτρου. Ο Πέτρος έλαβε από τον Χριστό τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, δηλαδή το δεσμείν και λύειν και συγχρόνως ηγητική θέσι μέσα στην Εκκλησία. Ο Πάπας ως διάδοχος του Πέτρου, έχει και αυτός τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, δηλαδή το δεσμείν και λύειν και ως εκ τούτου έχει μεγίστη ευθύνη να επεμβαίνη σε ο,τιδήποτε καινοτομείται στην Εκκλησία. Τέλος δε σε ο,τιδήποτε καινοτομείται, ή αμφισβητείται να ζητήται η διασάφησις από την πρωτόθρονη Εκκλησία της Ρώμης.
Δια να κατανοηθούν τα εν λόγω, «φιλοπαπικά» φαινόμενα εξωτερικώς, σημεία των επιστολών του οσίου πρέπει να προσπαθήσωμε να εισέλθωμε στο πνεύμα του, ώστε να διαφύγωμε τον όλεθρο, σύμφωνα με τον απόστολο, της του γράμματος απονεκρώσεως. Το πνεύμα του λοιπόν είναι ότι πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες ει δυνατόν και οι πέτρες, προκειμένου να βοηθήσουν να ανορθωθή μία Εκκλησία η οποία, σύμφωνα με την διδασκαλία του οσίου, έχει ναυαγήσει και ευρίσκεται δια της αιρέσεως ήδη καταποντισθείσα στο βυθό της απωλείας.
Τη θέσι του αυτή την εκφράζει πολύ εύγλωττα σε επιστολή του προς τον Λογοθέτη Παντολέοντα. Σ’ αυτήν, αφού τον επαινεί δια την παρρησία του και την βοήθεια την οποία προσέφερε δι’ αυτής στην Εκκλησία, συνεχίζει και αναφέρει ότι είναι εντολή του Θεού να μη σιωπούμε κατά την περίοδο την οποία κινδυνεύει η πίστις. Εν συνεχεία αναφέρει τα αγιογραφικά χωρία, τα οποία νομοθετούν την παρρησία εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως, και προσθέτει ότι, όταν κινδυνεύη η πίστις, δεν είναι δυνατόν εμείς να λέγωμε: ποιός είμαι εγώ ο οποίος θα ομιλήσω; Μήπως είμαι ιερεύς; όχι βεβαίως˙ μήπως άρχοντας η στρατιώτης η γεωργός; ούτε αυτό. Είμαι ένας πτωχός ο οποίος με δυσκολία εξασφαλίζω την καθημερινή μου τροφή. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να φροντίσω εγώ δι’ αυτό το θέμα. Αλλοίμονο, επιλέγει ο όσιος, οι πέτρες θα πρέπει να ομιλήσουν δια την αποκατάστασι της ορθοδόξου πίστεως και συ μένεις σιωπηλός και αδιάφορος; Η αναίσθητη φύσις υπάκουσε στο Θεό και εσύ δεικνύεις αδιαφορία; Αυτό το οποίο δεν έχει ψυχή, ούτε θα δώση απολογία στο Θεό εφοβήθη κατά κάποιο τρόπο την εντολή και εσύ, ο οποίος θα απολογηθής στην κρίσι του Θεού ακόμη και δι’ ένα λόγο αργό, έστω και αν είσαι ζητιάνος, λέγεις με παραλογισμό, τι με ενδιαφέρει εμένα αυτό;
Αυτά, δέσποτά μου, λέγει ο Παύλος, τα ανέφερα δια τον εαυτό μου και τον Απολλώ προς χάριν ιδική σας, δια να μάθετε από εμάς να μην έχετε φρόνημα διαφορετικό από αυτό το οποίο είναι γραμμένο. Ώστε και αυτός ο πτωχός θα είναι αναπολόγητος κατά την ημέρα της κρίσεως, εάν δεν ομιλή με παρρησία όταν κινδυνεύη η πίστις, και θα κατακριθή και μόνο δι’ αυτό. Πολύ δε περισσότερο θα κατακριθούν οι έχοντες τα ανώτερα αξιώματα, μέχρι και αυτού του βασιλέως, η δε τιμωρία των θα είναι η ανώτερη όλων. Διότι λέγει η Γραφή ότι οι έχοντες αξιώματα θα κριθούν πολύ αυστηρότερα και ακόμη λέγει ότι η τιμωρία θα είναι μεγάλη σ’ αυτούς οι οποίοι ασκούν εξουσία˙
Σ’ αυτό το θαυμάσιο τμήμα από τις επιστολές του οσίου, φαίνεται καθαρά η όλη διδασκαλία και η ευθιξία του δια τα θέματα της πίστεως. Είναι ως εκ τούτου πολύ φυσικό, εφ’ όσον ζητά την επέμβασι και την παρρησία του τελευταίου χριστιανού και αυτών ακόμη των αναισθήτων λίθων, να ζητά δια την προστασία και αποκατάστασι της πίστεως την επέμβασι των υψηλά ισταμένων και δη του Πάπα. Το ίδιο πράττει ο όσιος όταν απευθύνεται σε επιστολές του σε διάφορα πρόσωπα, τα οποία εμφορούνται μεν από την ορθόδοξο πίστι, κατέχουν δε διάφορα αξιώματα. Ζητά δηλαδή από αυτούς να ομιλήσουν προς τον βασιλέα και να εξασκήσουν όσον δυνατόν την επιρροή των προς αυτόν δια την αποκατάστασι της ορθοδόξου πίστεως.
Απευθυνόμενος π.χ. προς τον Μάγιστρο Στέφανο, αφού τον επαινεί όπως συνηθίζει δια την ευσέβειά του, του λέγει να συγκινηθή από τις παρακλήσεις του και να απλώση το χέρι του και όσον δύναται να βοηθήση να σηκωθή η τοπική Εκκλησία η οποία δια της αιρέσεως ευρίσκετο σε πτώσι. Συνεχίζοντας τον παροτρύνει όση δύναμι έχει να την εξασκήση δια να ομιλήση προσωπικά στον αυτοκράτορα. Ο αγώνας αυτός, επιλέγει, είναι δια τον Χριστό, την Θεοτόκο και όλους τους αγίους.
Τα ίδια περίπου παρακαλεί σε επιστολή του η οποία απευθύνεται στον Λογοθέτη Ιωάννη. Και εδώ αφού περιγράφει το τέλος του εικονομάχου αυτοκράτορος Λέοντος του Ε΄, παρακαλεί τον Ιωάννη εκ της θέσεώς του να ομιλήση υπέρ της πίστεως, να ενημερώση τον νέο αυτοκράτορα, ώστε αυτός να αποκαταστήση την ευσέβεια δια να μην τιμωρηθή. Εν τέλει, επιλέγει, ότι χάριν της ανορθώσεως της πίστεως είναι ανάγκη να θυσιάση τον εαυτόν του, όπως έκανε μέχρι τώρα δια την σωτηρία του κράτους και του λαού.
Οι παρακλήσεις και παραινέσεις του οσίου προς διαφόρους αξιωματούχους δια να απευθυνθούν προς τον αυτοκράτορα υπέρ της ευσεβείας αναφέρονται και σε άλλες επιστολές του. Ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό ότι την επέμβασι του Πάπα σε μία τοπική Εκκλησία, η οποία έχει δια της αιρέσεως εκτροχιασθή, την εθεωρούσε φυσική, έστω και αν δεν την εζητούσε.
Είναι αστείο να θεωρήται επέμβασις του Πάπα ή κυριαρχία αυτού εφ’ όλης της Εκκλησίας, η προσπάθεια να ανασυρθή από τον βυθό της απωλείας μία αδελφή τοπική Εκκλησία, την στιγμή μάλιστα κατά την οποία ήτο ο μόνος, όπως αναφέραμε, ο οποίος ηδύνατο να το πράξη, δεδομένου ότι τα άλλα Πατριαρχεία ήσαν υπόδουλα στους Άραβες. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και τα άλλα Πατριαρχεία, όταν έπεσε στην αίρεσι του «filioque» το Πατριαρχείο της Ρώμης. Έπρεπε να επέμβουν και με κάθε τρόπο να αποκαταστήσουν συνοδικώς την Ορθοδοξία. Επειδή όμως αυτό τότε δεν ήτο δυνατόν να γίνη, εξ αιτίας του ότι η Ρώμη ήτο τότε πανίσχυρη πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, ενώ τα άλλα Πατριαρχεία συμπεριλαμβανομένης και της Κων/πόλεως ευρίσκοντο σε κακή κατάστασι, προτίμησαν να αποκόψουν το σάπιο και νεκρό λόγω της αιρέσεως μέλος του σώματος του Χριστού, ούτως ώστε να μην υπάρχη δια της εκκλησιαστικής επικοινωνίας συμμετοχή στην αίρεσι.
Το ίδιο πρέπει να γίνη και στις ημέρες μας. Αντί δηλαδή να γίνωνται οι ατέρμονες θεολογικοί διάλογοι με τους αιρετικούς, οι οποίοι μόνον αυτούς βοηθούν στην αμετανοησία των, να γίνη μία Σύνοδος και να κληθούν και αυτοί προς απολογία. Εάν δεν μετανοήσουν να επικυρωθή εκ νέου η καθαίρεσίς των και να χειροτονηθούν άλλοι στις θέσεις των.
Αυτό έκαναν παλαιά οι Σύνοδοι όταν παραστρατούσαν κάποιοι Επίσκοποι η Πατριάρχες.
Σήμερα βεβαίως οι Επίσκοποι όχι μόνο δεν έχουν το σθένος να καλέσουν τους αιρετικούς σε απολογία, αλλά ούτε καν να τους ονομάσουν αιρετικούς. Με αυτό λοιπόν το πνεύμα το οποίο επικρατεί στις ημέρες μας, πως είναι δυνατόν να κατανοήσωμε τον άγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, ο οποίος εζήτησε την παρέμβασι του Πάπα και των άλλων Πατριαρχών, προκειμένου να βοηθήσουν συνοδικώς να αποκατασταθή η Ορθοδοξία στην Κων/πολι.
Όσον αφορά τις λεκτικές αβρότητες, τις οποίες χρησιμοποιεί ο όσιος απευθυνόμενος προς τον Πάπα, πρέπει να τονίσωμε ότι ο μόνος λόγος δια τον οποίο τις αναφέρει είναι, πέραν της αποδόσεως της τιμής, να τον αναγκάση να δραστηριοποιηθή και να κινηθή συνοδικώς υπέρ της αποκαταστάσεως της Ορθοδοξίας στην Κων/πολι.
Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται αβίαστα αν αναλογισθούμε, όπως προαναφέραμε, ότι σε ανάλογες περιπτώσεις σφαλμάτων του Πάπα και μάλιστα σε θέματα όχι πίστεως αλλά ηθικής, ο όσιος ωμίλησε δι’ αυτόν με πολύ περιφρονητικά λόγια, ενώ αν ήτο φιλοπαπικός ή διακατείχετο από το σύνδρομο του παπικού πρωτείου (με την σημερινή διεστραμμένη του μορφή), ή ήτο εγκάθετος του Πάπα στην Κων/πολι, θα έπρεπε, αν είχε τέτοιες αντιλήψεις δι’ αυτόν, να συγκαλύψη το ατόπημά του και τρόπον τινα να τον δικαιολογήση.
Η βασική όμως αρχή η οποία διακατείχε τον όσιο ήτο να επαινή υπερβαλλόντως κάποιον, ο οποίος είχε ορθόδοξο φρόνημα και αγωνίζετο δια την πίστι, και να ψέγη πάλι υπερβαλλόντως κάποιον, ο οποίος έσφαλε στην πίστι ή ήτο δειλός στην υπεράσπισί της. Αυτό το έκανε χωρίς διάκρισι προσώπων, υψηλά ισταμένων και αξιωματούχων, δηλαδή από τον αυτοκράτορα, τον Πατριάρχη, τον Πάπα μέχρι και τον τελευταίο χριστιανό. Αυτή ακριβώς ήτο η μεγάλη αρετή του οσίου, ότι δηλαδή δεν προσωποληπτούσε, ούτε ήθελε «να τα έχη καλά», κατά το δη λεγόμενο, με τους μεγάλους χάριν ιδιοτελών σκοπών, όπως σήμερα αφελώς κατηγορείται.
Αρμόζει στο σημείο αυτό να αναφέρωμε κάποια παραδείγματα δια να κατανοήσωμε ότι ο όσιος δεν εθυσίαζε τις αρχές του χάριν των προσώπων, ούτε ποτέ εφάνη δειλός η διπλωμάτης. Κατ’ αρχάς, αν ήθελε να έχη πρόσβασι στα βασίλεια, ή να αποκομίση οιαδήποτε οφέλη από την εξουσία, ή να επεμβαίνη και να κινή τα νήματα, όπως κατηγορήθη από αφελείς περί τα θρησκευτικά και αγεύστους περί τα πνευματικά ιστορικούς, δεν θα έπρεπε να κινήση το θέμα της μοιχείας του αυτοκράτορος Κων/νου του ΣΤ΄, δεδομένου ότι ο μοιχικός γάμος έγινε με την εξαδέλφη του Θεοδότη.
Αν συνεκάλυπτε το θέμα και δια της σιωπής το αποδεχόταν και το επευλογούσε, θα εφαίνετο καλός στους στενούς του συγγενείς και, επί πλέον, θα είχε δια μέσου της Θεοδότης μία μόνιμη πρόσβασι στα βασίλεια και ακόμη την δια βίου ευμένεια του αυτοκράτορος.
Αν δεν συνεκάλυπτε επίσης την παρανομία εξ αρχής, τουλάχιστον έπρεπε να την συγκαλύψη εκ των υστέρων, όταν η Θεοδότη ήλθε στο μοναστήρι του οσίου με δώρα προς τον σκοπό αυτό αλλά την απέπεμψε κακήν κακώς.
Ο όσιος απεναντίας αφ’ ενός μεν δεν εδέχθη τα δώρα διότι δεν ενδιαφέρετο δια κοσμικά οφέλη, αλλά αφ’ ετέρου, χάριν της αληθείας και της ορθοδόξου πίστεως και Παραδόσεως, απεδέχθη τη διάλυσι (δια του πολέμου εναντίον αυτής της μοιχείας) και της ιδικής του μονής, η οποία ήτο το καύχημα της Κων/πόλεως.
Ο ασυμβίβαστος επίσης πόλεμος εναντίον των εικονομάχων αυτοκρατόρων, Πατριαρχών και Επισκόπων δεικνύει πάλι την προσήλωσί του στην ορθόδοξο Παράδοσι και το απροσωπόληπτο του χαρακτήρος του. Ουδέν έθετο υπεράνω της πίστεως, ούτε πρόσωπο, ούτε θεσμό.
Χαρακτηριστικό επίσης αυτής της αρετής του ήτο και η όλη στάσις του έναντι των αγίων Πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου. Όταν επρόκειτο δια θέματα τα οποία εκείνος έκρινε σοβαρά δια την πίστι και την Παράδοσι διίστατο από αυτούς ακολουθών την ακρίβεια, ενώ εκείνοι την οικονομία. Όταν πάλι επρόκειτο δια τους αγώνας της πίστεως ηνώνετο με αυτούς και όσους άλλους συνετάσσοντο με την ορθόδοξο παράταξι, χωρίς εμπάθεια και υστεροβουλία, ωσάν να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ των. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο επαινεί στις επιστολές του τον Πατριάρχη Νικηφόρο δια την ομολογία και εξορία του και με πόση ταπείνωσι ομιλεί στις επιστολές οι οποίες απευθύνονται προς αυτόν.
Από την άλλη πάλι πλευρά ο Αγ. Νικηφόρος, όπως αναφέρει ο βιογράφος του οσίου, ποτέ δεν εσταμάτησε να επαινή τον όσιο Θεόδωρο, ακόμη και τον καιρό της μεταξύ των διαστάσεως. Όταν δε πάλι απεκατεστάθη η μεταξύ των εκκλησιαστική επικοινωνία είχαν εκ νέου τέτοια φιλία και αγάπη, ώστε ο ένας να ευχαριστήται και να χαίρεται με την επικοινωνία του άλλου.
Να αναφέρωμε στο σημείο αυτό, ότι πάντοτε ο Αγ. Νικηφόρος ωμιλούσε προς όλους με θαυμασμό δια τον όσιο και σε όλες τις συνεστιάσεις των πατέρων τον τοποθετούσε να καθίση δίπλα του και να ευλογήσουν μαζί την τράπεζα.
Αναφερόμενοι επίσης στις λεκτικές αβρότητες του οσίου προς τον Πάπα, πρέπει να προσθέσωμε ότι λεκτικές αβρότητες υπάρχουν σε επιστολές του οσίου και σε άλλα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και μάλιστα κατέχοντα πολιτικά αξιώματα.
Σε επιστολή του π.χ. προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Τραυλό, την οποία απέστειλε ως εκπρόσωπος πάντων των ηγουμένων ομολογητών, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η βασιλεία του είναι θεόπεμπτος, η εξουσία του θεοπρόβλητος, δικαία, χαρμόσυνος, ευφρόσυνος, πολυπόθητος, ειρηνική, φιλοδίκαιη, χριστομίμητος, εξαίρετος, ισόρροπος των παλαιών μεγάλων βασιλέων κλπ. Μία τέτοια, αναφέρει, βασιλεία είναι δύσκολο κανείς να εύρη κατάλληλα λόγια να την εγκωμιάση. Παρακαλεί εν συνεχεία να αξιωθούν οι ομολογητές πατέρες της ιεράς θέας του, να ακούσουν την γλυκυτάτη φωνή του, η οποία βγαίνει από ένα θεόσοφο στόμα και γενικώς καταλήγει ευχόμενος αυτά τα οποία ακούουν με τα αυτιά των να τα ιδούν και με τα μάτια των και να ευφρανθούν πνευματικά οι πατέρες και, αποδιώκοντας την κατήφεια ως κάποιο πένθιμο ένδυμα, να ενδυθούν τη χαρά και την αγαλλίασι.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά αυτά τα λόγια του οσίου προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Β΄ τον Τραυλό, τα οποία είναι καταφανέστατο ότι ελέχθησαν μόνο και μόνο δια να κινήσουν το νέο αυτοκράτορα υπέρ της ευσεβείας και είναι λεκτικές αβρότητες, οι οποίες έχουν περισσότερο θα λέγαμε ψυχολογικό σκοπό, να τονώσουν δηλαδή και να παροτρύνουν τον βασιλέα ώστε να κινηθή υπέρ της Ορθοδοξίας. Διότι εν τελευταία αναλύσει όλες αυτές οι αβρότητες απευθύνοντο εν γνώσει, κατ’ ουσίαν σε ένα αυτοκράτορα εικονομάχο μετριοπαθή, ο οποίος, αν μη τι άλλο, δεν είχε θεόστεπτο τη βασιλεία και θεοπρόβλητο την εξουσία, διότι αναρριχήθηκε στο θρόνο με σκευωρία και απάτη και μάλιστα φονεύοντας τον προηγούμενο αυτοκράτορα Λέοντα τον Ε΄ τον Αρμένιο, ούτε ήτο φιλοδίκαιος, διότι δεν επέτρεψε τελικά στους πατέρες να επανέλθουν στις μονές των, ούτε ακόμη η φωνή του ήτο ηδίστη, διότι ο Μιχαήλ ήτο ψευδός. Παρ’ όλα αυτά όμως κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα τολμούσε να κατηγορήση τον όσιο δια ψευδολογία ή κολακεία, την στιγμή κατά την οποία απευθύνεται σε ένα αυτοκράτορα έχοντας ως στόχο να τον βοηθήση να κινηθή υπέρ της ευσεβείας.
Στην περίπτωσι των λεκτικών αβροτήτων του οσίου προς τον Πάπα, έχομε και το δεδομένο ότι ο όσιος εγνώριζε εκ των προτέρων τις δογματικές θέσεις της Ρώμης δια το ζήτημα των ιερών εικόνων, τις οποίες ο Πάπας είχε καταθέσει εκτός των αλλων και δι’ αντιπροσώπου του στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Στο ζήτημα δε της μοιχειανικής αιρέσεως πάλι ο Πάπας υπεστήριζε τις θέσεις του οσίου, τον οποίο εγκωμίασε και παρωμοίασε με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία της Ρώμης πέραν μιας απλής λεκτικής αναγνωρίσεως των θέσεων του οσίου, δεν προσέφερε τίποτε ουσιαστικό και στις δύο αιρέσεις, όπως παρακαλούσε στις επιστολές του ο όσιος.
Πρέπει επίσης να ληφθή υπ’ όψιν ότι κατά την περίοδο αυτή όπου απεστάλησαν οι επιστολές, η Εκκλησία της Κων/πόλεως ευρίσκετο στην πτώσι της αιρέσεως, το οποίο σημαίνει ότι δεν ήτο καν Εκκλησία, αλλά αιρετική παρασυναγωγή και η κίνησις να απευθυνθή κάποιος σε μία τέτοια περίπτωσι σε μία άλλη Εκκλησία, η οποία διασώζει την ορθόδοξο πίστι και να αναφερθή με κάποιες λεκτικές αβρότητες πρέπει να θεωρηθή πολύ φυσικό. Εκτός όλων αυτών, ο όσιος πάντοτε ζητά συνοδική επέμβασι της Εκκλησίας της Ρώμης και όχι προσωπική του Πάπα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν επίστευε σε κάποιο αλάθητο του Πάπα, ούτε ότι αυτός κατείχε κάποια υπερεξουσία την οποία εξασκούσε ως εκπρόσωπος του αποστόλου Πέτρου.
Είναι όμως αρμόδιο να εξετάσωμε και τις θέσεις του οσίου ως προς τον απόστολο Πέτρο δια να κατανοήσωμε καλύτερα και τι εφρόνει δια τον Πάπα. Διότι όπως προαναφέραμε όλο το παπικό οικοδόμημα με τη σημερινή του εξέλιξι και διαστροφή έχει δήθεν ως βάσι τον απόστολο Πέτρο.
Κατ’ αρχάς να ίδωμε τι επίστευε ο όσιος δια τα κλειδιά του αποστόλου Πέτρου. Αναφέρομε λοιπόν ένα τμήμα της ιε΄ από τις μικρές λεγόμενες κατηχήσεις του οσίου, η οποία επιγράφεται «δογματική περί τιμής και της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων». Μετά λοιπόν από μία θαυμασία διδασκαλία δια τις εικόνες αναφερόμενος στην προσκύνησί των λέγει τα εξής:
«Έχω ακούσει ότι στη Ρώμη έχουν σε μεγάλη τιμή τα κλειδιά του κορυφαίου των αποστόλων, Πέτρου. Μολονότι ο Κύριος δεν έδωσε στον Πέτρο τα κλειδιά αισθητώς αλλά δια του λόγου, τα οποία είναι το δεσμείν και λύειν. Αυτοί όμως στη Ρώμη κατεσκεύασαν αργυρά κλειδιά και τα θέτουν εις προσκύνησι. Τόσο μεγάλη είναι η πίστις των. Εκεί λοιπόν ευρίσκεται τώρα η άρρηκτος πέτρα της πίστεως, η οποία εθεμελιώθη σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου. Εδώ (στην Κων/πολι), όπως φαίνεται, πλεονάζει η απιστία και η ανομία. Δια τούτο εγώ ο ταπεινός έχοντας άλγος και πόνο στην καρδιά μου και φοβούμενος το κρίμα της σιωπής, αναγκάζομαι να ομιλήσω με λόγια ολίγα και περιεκτικά. Διότι αν οι αιρετικοί δεν σταματούν δημοσίως και ιδιωτικώς, γραπτώς και προφορικώς να ομιλούν με βλάσφημα λόγια δια τον Χριστό, εμείς είναι σωστό, εφ’ όσον έχομε την αλήθεια, να καθόμαστε στους οίκους μας και να συζητούμε μεταξύ μας τα αρμόδια; Και πώς θα υποφέρωμε σ’ αυτήν την περίπτωσι την οργή του Κυρίου; Πώς πάλι θα μιμηθώμε τους αγίους πατέρας μας οι οποίοι, σε παρόμοιες περιστάσεις αιρέσεως, την σιωπή και τη δειλία την ωνόμασαν προδοσία της αληθείας;».
Αναφέραμε μεγαλύτερο από το αναγκαίο τμήμα της κατηχήσεως δια να ιδούμε το όλο πνεύμα του οσίου εν καιρώ αιρέσεως και τι εδίδασκε εν καιρώ αιρέσεως τους μοναχούς του. Αυτό λοιπόν το οποίο διδάσκει στην κατήχησί του είναι ότι τα κλειδιά τα οποία έδωσε ο Κύριος στον Πέτρο είναι το δεσμείν και λύειν. Επίσης αντιδιαστέλλει την Ορθοδοξία της Ρώμης αυτή την εποχή με την αίρεσι της Κων/πόλεως. Εκεί, αναφέρει, είναι η αρραγής πέτρα της πίστεως και εδώ η απιστία και ανομία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος δια τον οποίο επαινεί και την Ρώμη και τον Πάπα.
Αν κατανοήσωμε την αγάπη του οσίου προς την Ορθοδοξία, τότε αυτομάτως λύονται και όλες οι ενστάσεις περί δήθεν φιλοπαπισμού του οσίου κλπ. Αν πάλι εκ του αντιθέτου θελήσωμε να προσκολληθούμε σε μία άχρωμη από πλευράς Ορθοδοξίας Ανατολή δια ν’ αποφύγωμε δήθεν την αιρετική Δύσι, όπως σήμερα πράττομε, τότε όντως είμαστε εκτός του πνεύματος του οσίου και της Ορθοδοξίας, διότι το πνεύμα του οσίου ήταν να προσκολλάται μόνον στην αλήθεια και στην ορθή πίστι, όπου τοπικά και αν αυτή ευρίσκεται. Για παράδειγμα αν σήμερα εζούσε ο όσιος στις ημέρες μας δεν θα απομακρυνόταν μόνον από την αιρετική Δύσι αλλά εξίσου και από την Οικουμενιστική Ανατολή.
Αν τέλος, τα αργυρά κλειδιά τα κατεσκεύασαν οι Πάπες με δόλιο τρόπο, δια να θεμελιώσουν δηλαδή το παπικό πρωτείο, αυτό δεν το γνωρίζομε. Ο όσιος όμως το εκλαμβάνει με αθώο τρόπο και το χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ευλαβείας δια την εικονομαχική αίρεσι, η οποία υπήρχε στην Κων/πολι.
Αυτήν την εξουσία, του δεσμείν και λύειν, ο όσιος απερίφραστα διδάσκει ότι την έδωσε ο Χριστός και σε όλους τους αποστόλους. Σε επιστολή του λοιπόν προς τον μοναχό Ευπρεπιανό, αναφερόμενος στην μοιχειανική αίρεσι διδάσκει πως μεταφέρεται η χάρις της ιερωσύνης και το δεσμείν και λύειν εν συναρτήσει με την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι. Αναφέρει ότι αυτοί οι οποίοι παραβαίνουν τις ευαγγελικές εντολές δημοσίως και συνοδικώς δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον δια τους ιερούς κανόνες. Διδάσκει ότι οι ιεροί κανόνες είναι και αυτοί επισφραγισμένοι με το Αγ. Πνεύμα και εάν καταλυθούν είναι αδύνατος η σωτηρία μας. Δεν θα υπάρχουν πλέον η ιερωσύνη, η θυσία και όλα τα άλλα φάρμακα της σωτηρίας. Η κατάλυσις των ιερών κανόνων και των ευαγγελικών εντολών είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Διότι ο Χριστός, ο οποίος έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών στον Πέτρο είπε συγχρόνως ότι, όποιον λύση και δέση θα γίνη αυτό και αυτό. Το ίδιο πράγμα εν συνεχεία είπε και προς όλους τους αποστόλους. «Λάβετε Πνεύμα άγιον. Σε όσους συγχωρήσετε τις αμαρτίες θα είναι συγχωρημένες, σε όσους δεν τις συγχωρήσετε θα είναι ασυγχώρητες». Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο σ’ αυτούς και στους διαδόχους των διεβίβασε την εξουσία, εάν όμως πράττουν τα όμοια με αυτούς. Δι’ αυτόν τον λόγο ο Μ. Βασίλειος και οι ισότιμοι με αυτόν άγιοι έλαβον την ίδια εξουσία, διότι απεδέχθησαν πλήρως τους αποστολικούς κανόνες, όχι μόνο χωρίς να καινοτομήσουν αλλά και να αυξήσουν, εκεί όπου έπρεπε αυτούς.
Η διδασκαλία λοιπόν του οσίου είναι ότι όλοι οι απόστολοι είχαν την ίδια εξουσία του αποστόλου Πέτρου και όλοι οι διάδοχοί των, υπό την προϋπόθεσι ότι θα αποδέχοντο όλο το ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες. Ως παράδειγμα αναφέρει τον Μ. Βασίλειο, τον προσφιλή του άγιο, και όλους τους ισότιμους με αυτόν αγίους, οι οποίοι όχι μόνο δεν εκαινοτόμησαν αλλά και επαύξησαν τους ιερούς κανόνες, υπό την έννοια ότι τους έκαναν αυστηρότερους εκεί όπου έπρεπε.
Άρα λοιπόν (σύμφωνα με τον όσιο) η καινοτομία, η πλάνη και η αίρεσις σημαίνει και στέρησι στους διαδόχους των αποστόλων της χάριτος του δεσμείν και λύειν. Αυτή τη στέρησι της χάριτος την είχαν όλοι οι αιρετικοί πριν την εποχή του οσίου, οι αιρετικοί της εποχής του και φυσικά οι μετέπειτα αιρετικοί Παπικοί, Προτεστάντες μέχρι των σημερινών Οικουμενιστών. Είναι δύσκολο να αναζητήση κάποιος διαυγέστερη διδασκαλία και προσηρμοσμένη πλήρως στην ιερά Παράδοσι. Το σημαντικό είναι ότι στη σκέψι του οσίου κυριαρχεί η πεποίθησις ότι δια να να είναι κάποιος διάδοχος των Αποστόλων πρέπει πρώτα να ταυτισθή και να αφομοιωθή με αυτούς κατά την πίστι και κατά δεύτερον και επόμενο ως απόρροια της πίστεως, την χειροτονία. Δι’ αυτόν τον λόγο τονίζει ότι θα έχουν κατά τη διαδοχή των την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν «εάνπερ ωσαύτως πράξοιεν». Δηλαδή θέτει ως προϋπόθεσι του δεσμείν και λύειν την ορθόδοξο πίστι.
Το πλέον θαυμαστό είναι ότι στην περίπτωσι του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου την ξεκάθαρη και ασυμβίβαστη διδασκαλία, την πλήρως προσηρμοσμένη στην ιερά Παράδοσι την συναντούμε στην μελέτη οιουδήποτε κειμένου του.
Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να ακούσωμε και τι διδάσκει ο όσιος δια το περιβόητο αξίωμα του αποστόλου Πέτρου, δια το οποίο κατακαυχώνται οι Παπικοί και το οποίο έχει άμεση συνάφεια και σχέσι με το υπό εξέτασι θέμα. Σε ομιλία του λοιπόν η οποία επιγράφεται «Εγκώμιον εις τον μέγαν Ιωάννην τον απόστολο και Ευαγγελιστή Χριστού», αναφερόμενος στην επιστήθιον πρόσπτωσι του Ιωάννου προς τον Χριστόν κατά τον μυστικό δείπνο, εγκωμιάζει αναλόγως τον επιστήθιο μαθητή και αναφέρει ότι εκείνα τα οποία ο Πέτρος δεν είχε το θάρρος να κάνη, ο Ιωάννης τα έκανε αυθόρμητα πρώτος και δι’ αυτού του τρόπου ο Πέτρος έδωσε στον εαυτόν του τη δεύτερη θέσι με την υπεροχή του Ιωάννου. Εξετάζοντας αυτές τις απόψεις, γίνεται κατανοητό στον καθένα πόση είναι η υπεροχή του Ιωάννη. Από εδώ νομίζω, συνεχίζει ο όσιος, ως από κάποια ζωήρρυτο πηγή άντλησε ο Ιωάννης τα θεϊκά νάματα και εκ τούτων εξήλθαν οι ποταμοί της θεολογίας. Στην ακροτελεύτεια παράγραφο του εγκωμίου αποκαλεί τον Ιωάννη μέγα του ευαγγελίου ήλιο, πηγή της θεολογίας, ανεξάντλητο, ακρότατο μεταξύ των αποστόλων, ίσο με τον Πέτρο (κατά λέξι ισόπετρο) και εν τέλει τον παρακαλεί δια να βοηθήση την χειμαζομένη εκ της αιρέσεως Εκκλησία της Κων/πόλεως. Αφού περιγράφει την κατάστασι του διωγμού με συντομία τον παρακαλεί να πάρη μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, διότι και οι τρεις ήσαν πάντοτε παρόντες σε όλα τα έργα του Χριστού και διεκρίνοντο από τους άλλους δια την μεγάλη πνευματικότητά των, να παρακαλέσουν τον Θεό ώστε να επανέλθη η Εκκλησία στην ωραιότητα της Ορθοδοξίας.
Στον εγκωμιαστικό επίσης λόγο του προς τον απόστολο Βαρθολομαίο ο όσιος αναφέρει τα εξής: «Ο Πέτρος διδάσκει τα έθνη, αλλά και ο Βαρθολομαίος κάνει ακριβώς το ίδιο. Τα πόδια του Πέτρου είναι ωραία διότι ευαγγελίζονται τα αγαθά, αλλά και του Βαρθολομαίου εξ ίσου διότι θεολογεί τα υψηλά. Ο Πέτρος κάνει μεγάλα θαύματα, αλλά και ο Βαρθολομαίος αθρόα. Ο Πέτρος σταυρώνεται ανάποδα, αλλά και ο Βαρθολομαίος πάσχει αντίστοιχα και αποκεφαλίζεται. Όσα πράττει ο Πέτρος, τόσα ενεργεί και ο Βαρθολομαίος. Σε όσα μυστήρια προχωρεί ο Πέτρος, εξ ίσου στα ίδια μυείται και ο Βαρθολομαίος. Εξ ίσου ανέρχεται με τον Πέτρο στο ύψος της θεολογίας, εξ ίσου γίνεται θεμέλιος της Εκκλησίας, εξ ίσου έλαβε και όλα τα άλλα χαρίσματα.
Από τους δύο αυτούς λόγους προς τον Αγ. Ιωάννη τον Θεολόγο και τον απόστολο Βαρθολομαίο διακρίνομε ότι ο όσιος θεωρεί ίσους όλους τους αποστόλους και δεν αναγνωρίζει κανένα υπεροχικό αξίωμα στον Πέτρο. Η ένστασις την οποία θα επρόβαλε κάποιος ότι πρόκειται για λόγους εγκωμιαστικούς, οι οποίοι προφανώς εξεφωνήθησαν στις εορτές των συγκεκριμένων αποστόλων και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται από ανάλογη συναισθηματική φόρτισι και τάσι υπερβολής ως προς την εκθείασι των εορταζομένων αγίων δεν ευσταθεί, διότι ο όσιος αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις από τη ζωή και το έργο των αποστόλων και δεν είναι δυνατόν να εξυψώνη έναν άγιο εις βάρος κάποιου άλλου, ούτε βεβαίως να ομιλή με πλαστά επιχειρήματα και άστοχες συγκρίσεις, διότι τότε δεν πείθει τους ακροατές του λόγου του Θεού, ούτε βεβαίως θεολογεί αλλά ομιλεί με κοσμικό πνεύμα. Οπωσδήποτε πάντως, αν διακατείχετο από το παπικό σύνδρομο, δεν θα εκθείαζε τους άλλους αποστόλους αλλά μάλλον τον Πέτρο.
Υπάρχει και μία επιστολή του οσίου προς τον μοναχό Υπάτιο, στην οποία πάλι ο όσιος αποκαλύπτει την διδασκαλία του όσον αφορά τη θέσι του Πέτρου. Σ’ αυτή τη μικρή επιστολή ο όσιος αναφέρει τα εξής: «Ποιός ήτο ανώτερος του Πέτρου και του Ιωάννου μεταξύ των αποστόλων; Και όμως ο Ιωάννης παραχωρεί τη θέσι του στον Πέτρο δια να διδάξη το λαό. Όταν επίσης ο Παύλος ομιλή ελεγκτικά ο Πέτρος υποχωρεί. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο δεν προσπαθούσε κάποιος απόστολος να αρπάξη το πρωτείο από τους άλλους, αλλά όλοι προσπαθούσαν να πράξουν αυτό το οποίο ήτο αναγκαίο και αποσκοπούσαν στην ύπαρξι τάξεως στον αγώνα των. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και σεις», καταλήγει ο όσιος, «να γίνετε μιμητές των αγίων».
Είναι θαυμάσια και αποκαλυπτική η διδασκαλία του οσίου σ’ αυτό το σημείο και δια τον επιπρόσθετο λόγο ότι ομιλεί ακριβώς δια το πρωτείο. Οι απόστολοι, λέγει, δεν είχαν πρωτεία, ούτε ησχολούντο με αυτά. Δι’ αυτό, αναλόγως της ανάγκης του κηρύγματος ο ένας υπετάσσετο στον άλλον. Ως εκ τούτου είναι γεγονός ότι μόνο ένα πρωτείο γνωρίζει η Ορθοδοξία˙ το πρωτείο της αρετής της ταπεινώσεως, το οποίο κατείχαν οι Απόστολοι και το οποίο ελλείπει παντελώς τόσο από τον Πάπα όσο και από τους σημερινούς «Ορθοδόξους» Επισκόπους. Σημαντικό είναι το σημείο της αναφοράς του οσίου «αλλ’ ως αν το χρειώδες γίνοιτο και το τακτικόν αυτοίς εσκοπείτο», το οποίο καταδεικνύει την προτεραιότητα την οποία έδιδαν οι Απόστολοι στη διάδοσι του Ευαγγελίου σε σχέσι με εμάς σήμερα, που δίδουμε προτεραιότητα στα πρωτεία και στις εξωτερικές τιμές.
Το γεγονός τώρα ότι ο Πάπας ευρέθη να διεκδική το πρωτείο του Πέτρου και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης να κατηγορήται ως φιλοπαπικός είναι κατά τη γνώμη μας και τα δύο ένας αρρωστημένος παραλογισμός. Δι’ αυτό εξ’ αρχής του εν λόγω θέματος θέσαμε ως προϋπόθεσι όχι την παρουσίασι ενός η δύο τμημάτων από τους λόγους του οσίου, αλλά όλης της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας του, η οποία είναι άκρως αντιπαπική.
Θα αναφέρομε εν κατακλείδι ένα τμήμα από μία ακόμη κατήχησι του οσίου δια να καταδείξωμε πόσο αυτός εμισούσε και απεχθάνετο τα πρωτεία και τα εθεωρούσε έργα κοσμικά. Πρόκειται δια την πεντηκοστή ενάτη (ΝΘ΄) μεγάλη κατήχησι, της οποίας βασική διδασκαλία είναι η ταπείνωσις. Σ’ αυτήν μεταξύ των άλλων ο όσιος αναφέρει ότι, όταν έχωμε φιληδονία, ή αγαπούμε τα πάθη, ή επιθυμούμε να στηρίξωμε τα θελήματά μας, ή συν τοις άλλοις διεκδικούμε τα πρωτεία, ή φιλονικούμε δια μανδύας, ενδύματα, γραφεία κλπ. και ο,τιδήποτε άλλο, δεν είναι, καταλήγει ο όσιος, αυτό απόδειξις ότι είμεθα σαρκικοί; Δεν γίνεται τότε ο αγώνας μας με κοσμικά πρότυπα;
Δια τον όσιο λοιπόν, η διεκδίκησις των πρωτείων είναι μαζί με τα άλλα πάθη απόδειξις ότι είμεθα σαρκικοί και κοσμικοί



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ  ΚΕΙΜΕΝΟΥ

1 Διά τοτο τατα πεβοησόμεθα ο νάξιοι τ γί σου ψυχ ς πό στόματος πάντων τν ντεχομένων τς ληθείας, ες ντίληψιν καί συμπάθειαν μν κκαλούμενοι ατήν˙ οδαμεν γάρ τι, κν μή οόν τε πικουρεν λλως, λλά γε τ τν εχν βοηθεί μέγα παρέξει μν ν τος ναγκαιοτάτοις τό φελος, εμεν τόν θεόν έχουσα (πιστολή 275. Πάπ λεξανδρείας, Φατορος σελ. 408, στιχ. 69).
2 λλά γενο μν ες τν δώδεκα ποστόλων, μακαριώτατε, διύπνισον τόν κοίμητον φθαλμόν, οκονομικς καθεύδοντα, τι πολλύμεθα τέλεον. ε πως καί λλως στί τι φάρμακον βοηθείας, ατρεσαι τούς σθενηκότας ς πιστήμων πείχθητι. Ναί, δεόμεθα, γιώτατε, ντιβολομεν, παρακαλομεν˙ σο σμεν μέλη, πεί ο πάντες πιστοί σμα Χριστο καί μέλη κ μέρους (πιστολή 276. Πατριάρχ εροσολύμων, Φατορος σελ. 412, στιχ. 82).
3 λλά στενάξατε φ’ μς, συμπαθέστατοι, ς σύσσωμοι, ρέξατε χερα πρεσβευτικήν ς φιλάδελφοι, τν ατόθι χείρονα τά μέτερα βαρβαρίζεται. ς Σόδομα δη γεγόναμεν καί ς Γόμορρα δη μοιώθημεν. διά τοτο τοιγαρον καί πεβοησάμεθα τ γιωσύν μν ο ταπεινοί ς ν νί στόματι τν πάντων δελφν καί συμπασχόντων˙ σμεν γάρ τι σχύει δικαία μν δέησις νεργουμένη, ς ν τ ξιλασμ ατς κοπάσ θρασις τς αρετικς ομφαίας, το Κυρίου ες ερηνικήν ρθοδοξίαν πανάγοντος καί τήν καθ’μς κκλησίαν (πιστολή 277. Ες τήν λαύραν το γίου Σάβα, Φατορος σελ. 414, στιχ. 66)
4 Ναί, κύριέ μου ειπόθητε, κδυσωπ κγώ τάλας καί λλως τι μν ατος εεργετομεν το κοινο φροντίζοντες, πείπερ συννοσομεν, κν ο φρονήματι στρεβλ, μως δ’ ον χραινόμενοι τ αρετικ κοινωνία (πιστολή 420. Στεφάν μαγίστρ, Φατορος σελ. 589, στιχ. 36).
5 Τοιγαρον ς πών τ σώματι παρών δέ τ πνεύματι πρτον μέν ταπεινός κατασπάζομαι τά θεοβαδ ατς χνη (τοτο γάρ μοί ελογία τε καί γιασμός), πειτα ς πρός ατς πιτραπείς πειμι ν τος σεβαστος τόποις˙ προσπτύσομαι τό θεον δαφος, ο τά θεα χνη βέβηκεν, τό ζωοποιόν μνμα, φ’ τό πανάγιον σμα το θεο καί Σωτρος μν ησο Χριστο κατετέθη, τόν χρον το γίου Κρανίου, ν σταύρωται Κύριος τς δόξης. Μέτειμι λλαχο˙ ρ τήν γίαν Βηθλεέμ, προσκυν τήν θείαν φάτνην πέρ τήν στάμνον τήν χρυσν, ν ο μάννα, λλ’ τς ζως ρτος τέθειται. καί μήν βλέπω τό γιον ρος, ο θειοτάτη μεταμόρφωσις, τό τν λαιν ρος, φ’ ο νέπτη πρός ορανούς τν λων Κύριος, τήν γίαν Γεσσημαν, φ’ τάφος τς πανσεβάστου δεσποίνης μν Θεοτόκου, τοτο κκενο, να μή μακρόν ποτείνοιμι λόγον. , πς κα π' ατς μνης τς πιμνσεως γιασμο στι μετληψις· , πηλκων κα φρικτν σεβασμτων τς σς μακαριτητος πρχει κορυφ. Σ πρτος πατριαρχν, κν πεντζοις τ ριθμ· ο γρ πσκοπος τν ψυχν κα τν λων ρχιερες κα γεννθη κα δρασε τ θεουργ πντων κα παθεν κα τθαπται κα νστη κα ζησε κα νελφθη, κε δλον τι τ περαρον πντων ξωμα... (πιστολή 276. Πατριρχ Ιεροσολμων, Φατορος σελ. 409, στιχ. 13).
6 πεσκέψατο μς νατολ ξ ψους, Χριστός θεός μν, τήν σήν ν τ δύσει μακαριότητα σπερ τινά λυχνίαν θεαυγ ες πίλαμψιν τς π’ ορανόν κκλησίας πί τόν ποστολικόν πρώτιστον θρόνον θέμενος. καί γάρ σθημεν φωτός νοερο ο ν σκότει καί σκι θανάτου καθήμενοι τς πονηρς αρέσεως καί τό νέφος τς θυμίας πεθέμεθα καί πρός χρηστάς λπίδας νενεύσαμεν, μεμαθηκότες δι’ ν πεστείλαμεν δελφν μν καί συνδούλων οα καί λίκα πέπραχέ τε καί λέλεχεν γία μν κορυφαιότης, τούς μέν αρετικούς ποκρισιαρίους ς λωποδύτας μηδέ ες εράν ατς θέαν προσηκαμένη, πόρρω δέ ντας νδίκως ποπεμψαμένη, τος δέ μετέροις ταλαιπωρήμασι διά τς πακροάσεως τν γραμμάτων καί διηγήσεως τν ποσταλέντων πιστυγνάσασά τε καί πιστενάξασα θεομιμήτως ς πί οκείοις μέλεσι. καί ντως γνωμεν ο ταπεινοί ς ναργής διάδοχος το τν ποστόλων κορυφαίου προέστη τς ωμαϊκς κκλησίας˙ ληθς πεπείσμεθα τι οκ γκατέλιπεν Κύριος τέλεον τήν καθ’ μς κκλησίαν, μις καί μόνης τς παρ’ μν πικουρίας νωθέν τε καί ξ ρχς ν τας συμβαινούσαις περιστάσεσιν παρχούσης ατ θεο προμηθεί. μες ον ς ληθς θόλωτος καί καπήλευτος πηγή ξ ρχς τς ρθοδοξίας, μες πάσης αρετικς ζάλης νκισμένος εδιος λιμήν τς λης κκλησίας, μες θεόλεκτος πόλις το φυγαδευτηρίου τς σωτηρίας. λλ’ τι τολμηρόν παρ’ μν τν οκτρν καί ναξίων γκώμια συναίρειν τήν πό θείων γλωσσν πάλαι μεμεκαρισμένην μν θεωνυμίαν δέον πί τό πονον λθεν (πιστολή 272. Τ ατ [Πασχαλί πάπ ώμης], Φατορος σελ. 402, στιχ. 6).
7 Περ δ το ππα, τς μν λγος οτως πρσσοντος κενο, ς τος οκεοις, συγχρησον, ἑάλω πτερος κατ τ λγιον; μηδν γρ περ τν κδλων μαρτημτων το ερως φροντζειν φμενος ο τν τινα ερα, λλ τν κεφαλν τς κκλησας κατεκωμδησεν τοσατα κα πεμυσξατο, ς μς αδεσθναι κα κοσαι. Ε δ ληθς οτως στ, φε τς εραρχας. Πλν νουνεχς κινομεν τν γλτταν, παρακαλομεν, π τς κεφαλς κα μ οτω σφοδρς ποφαινμεθα (πιστολή 28. Βασιλείῳ μονζοντι, Φατορος σελ. 78, στιχ. 92).
8 πειδή δέ δεύτερος λόγος περί τς ελικρινος τε καί μωμήτου μν τν χριστιανν στι πίστεως, κενο μετά αδος τολμμεν νενέγκαι, ς, ε μέν νθρώπινον τι ν τό λεγόμενον καί πρός το γιωτάτου μν ρχιερέως παρ’ μν τν ναξίων ξουσιαζομένων, ο τί που το μικρόν, λλά γάρ καί τό πν παραχωρεν δει, οτω τς ντολς κελευούσης. πε δ περ θεο κα ες θεν λγος, ο δολα τ σμπαντα, οχ τσδε τσδε, λλ' οδ ε Πτρος κα Παλος οδ᾿ ν τις τν γγλων εη, τολμσειεν ν κν τ βραχτατον παρακινσαι, ς δι τοτου το παντς εαγγελου νατρεπομνου (429. ᾿Επιστολ κ προσπου πντων τν γουμνων πρς Μιχαλ βασιλα, Φατορος σελ. 601,στιχ. 21).
9 Γέγονε τοίνυν, θειοτάτη τν λων κεφαλν κεφαλή, κατά τόν προφήτην ερεμίαν σύνοδος ς ληθς θετούντων καί συνέδριον μοιχωμένων. περ γάρ κεσε διά τς εδωλικς κπορνεύσεως λέλεκται, τοτο νταθα διά τς μοιχοζευκτικς πικυρώσεως δέδεικται˙ μφότεροι γάρ τόν ατόν Κύριον θετήκασιν, ο μέν διά τς νομικς, ο δέ διά τς εαγγελικς παραβάσεως. καί γε ο μέχρι τούτου στησαν, παρασυναγωγή διά προτέρας συνελεύσεως ν τ το μοιχοζεύκτου παραδοχ καί συνιερουργί κατά τόν θεον Βασίλειον χρηματίσαντες, λλ’, ς ν αυτος αρέσεως τελείας νομα περιποιήσωνται, δι’ τέρας συνόδου δημοσίας τούς μή τ παρανόμ ατν κακοδοξί συγκαταθεμένους, μλλον δέ λην τήν καθολικήν κκλησίαν, ναθεματισμ ποβεβλήκασι, τούς δη φθάσαντας πί προσώπου ατν πόρρω που ος μέν ξοστρακίσαντες, ος δέ φυλακας κατέχοντες, διωγμόν κατά τό σύνηθες τν νταθα πάλιν καινουργήσαντες. καί τό δικαίωμα ατος λόγου πονηρο κραταίωμα. οκονομίαν ον τήν ζευξιμοιχείαν δογματίζουσιν˙ πί τν βασιλέων τούς θείους νόμους μή κρατεν διορίζονται˙ τούς πέρ ληθείας καί δικαίου μέχρις αματος νστάντας, σπερ τόν Πρόδρομον καί Χρυσόστομον, μιμεσθαι παγορεύουσιν˙ καστον τν εραρχν ξουσιάζειν ν τος θείοις κανόσι παρά τα ν ατος κεκανονισμένα ποφαίνονται.
Καί διά τοτο, πόταν τύχ καί κρυπτς καί μφανς λναί τινα τν ερωμένων καθαιρετικος κανόσι, τ το βουλομένου ξουσί μένειν καθαίρετον. καί μάρτυς το λόγου διαφόροις κανόσι σύν λλοις κεκρατημένος μοιχοζεύκτης καί συλλειτουργν ατος δημοσί. Τούς παρανομίας ς οκονομίας ποιοντας λλους τε καί αυτούς γίους ν τούτ νομάζουσι καί τούς μή ταύτας προσιεμένους ς λλοτριωμένους θεο ναθεματίζουσι˙ μάρτυς δέ κνταθα το λόγου ν καί διωγμός. τί ον στιν ν τούτοις, μάκαρ, επεν τό ποστολικόν κενο, τι νν πολλοί ντίχριστοι γεγόνασιν, επερ μή πό τν θείων νόμων καί κανόνων πάντες νθρωποι ξουσιαζόμεθα;
Τούτων δη ψευδς πό τς ετελείας μν νενεχθέντων κείνην τήν φωνήν, ν κορυφαος σύν τος λοιπος ποστόλοις προσήγαγεν Χριστ, νίκα τς θαλάσσης κλύδων πεγείρετο, προσφέρομεν τ χριστομιμήτ σου μακαριότητι˙ σσον μς, ρχιποιμήν τς π’ ορανόν κκλησίας, πολλύμεθα. μίμησαί σου τόν διδάσκαλον Χριστόν καί ρεξον χερα τ καθ’ μς κκλησί, ς κενος Πέτρ, σον μέν ρχομέν καταποντίζεσθαι ν τ θαλάσσ, ατός δ’ α καταποντισθείσ δη ν τ τς αρέσεως βάθει. ζήλωσόν σου, δεόμεθα, τόν μώνυμον πάπαν, καί ς κενος τηνικατα τς Ετυχιανικς αρέσεως ναφυείσης λεόντειον πως διηγέρθη τ πνεύματι, ς σασι πάντες, τας δογματικας ατο πιστολας, οτω κατός, τολμ λέγειν, φερωνύμως βρύξον θείως, μλλον δέ βρόντησον κατά τς παρούσης κακοδοξίας τά εκότα. ε γάρ οτοι αυτος ξαυθεντήσαντες αρετικήν σύνοδον κπληρσαι οκ δεισαν καίπερ, ε καί ρθόδοξον, οκ νευ τς μν εδήσεως ξουσιάζοντες, ς τό νωθεν κεκρατηκός θος, πόσ γε μλλον ελογον καί ναγκαον ν εη, πομνήσκομεν φόβ, πό τς θείας πρωταρχίας σου ννομον κροτηθναι σύνοδον, ς ν τό ρθόδοξον τς κκλησίας δόγμα τό αρετικόν ποκρούσηται καί μήτε κορυφαιότης σου σύν πασι τος ρθοδόξοις ναθεματίζοιτο παρά τν νέων κενοφώνων μήτ’ α ρμητήριον νομίας τήν μοιχοσύνοδον ερίσκοντες ο βουλόμενοι κατολισθαίνουσιν επετς πρός την μαρτίαν (Έπιστολή 33.Λέοντι πάπ ώμης, Φατορος σελ. 92, στιχ. 16).
10 πειδήπερ Πέτρ τ μεγάλ δέδωκε Χριστός θεός μετά τάς κλες τς βασιλείας τν ορανν καί τό τς ποιμνιαρχίας ξίωμα, πρός Πέτρον τοι τόν ατο διάδοχον τιον καινοτομούμενον ν τ καθολικ κκλησί παρά τν ποσφαλλομένων τς ληθείας ναγκαον ναφέρεσθαι. Τοτο τοιγαρον δεδιδαγμένοι καί μες ο ταπεινοί καί λάχιστοι κ τν νέκαθεν γίων πατέρων μν, πεί πήρχθη τις καί νν καινοτομία ν τ καθ’ μς κκλησί, καί πρότερον μέν διά μέσου το ελαβεστάτου ρχιμανδρίτου, γουν το δελφο καί συνδούλου μν πιφανίου, καί νν διά το ετελος μν γραμματείου φειλόμενον γησάμεθα τ γγέλ τς κορυφαίας σου μακαριότητος ταύτην νενεγκεν. (Έπιστολή 33. Λέοντι πάπ ώμης, Φατορος σελ. 91, στιχ. 5).
11 Σύνοδος γέγονεν ν τος καθ’ μς, μακαριώτατε, πάνδημος, συγκαθεσθέντων καί ρχόντων τν ν τέλει˙ καί σύνοδος π’ θετήσει το εαγγελίου Χριστο, ο σύ τάς κλες δέξω πρός ατο διά μέσου το τν ποστόλων πρωτοστάτου καί τν μοιβαδόν μέχρι το προηγησαμένου τήν ερωτάτην σου κορυφήν. Καί πως νάσχοιτο πακηκοέναι θεομίμητος πιείκειά σου, ρξμεθα δέ πό το νόμου καί τν προφητν. καί γον φησίν, ο μοιχεύσεις, ο ψευδομαρτυρήσεις, ο λήψ τό νομα Κυρίου το θεο σου πί ματαί. καί ερεμίας μέν, φρων καί σεβής κατέχων μοιχαλίδα (πιστολή 34. Τ ατ σαγγέλ μακαριωτάτ καί ποστολικ πατρί πατέρων Λέοντι πάπ ώμης Πλάτων γκλειστος καί Θεόδωρος πρεσβύτερος καί γούμενος τν Στουδίου] Φατορος σελ. 95, στιχ. 24).
12 κουε, ποστολική κάρα, θεοπρόβλητε ποιμήν τν Χριστο προβάτων, κλειδοχε τς ορανν βασιλείας, πέτρα τς πίστεως, φ’ κοδόμηται καθολική κκλησία˙ Πέτρος γάρ σύ, τόν Πέτρου θρόνον κοσμν καί διέπων˙ λύκοι βαρες εσεφθάρησαν ν τ αλ Κυρίου, πύλαι δου ς πάλαι προσερράγησαν ατ. τί τοτο; διώκεται Χριστός σύν μητρί καί θεράπουσιν, επερ τς εκόνος καταδρομή το πρωτοτύπου διωγμός˙ ντεθεν κατένεξις πατριαρχικς κεφαλς ξορίαι τε καί περιορισμοί ρχιερέων τε καί ερέων, μοναστν τε καί μοναζουσν, ερκταί τε καί σιδηρώσεις, βάσανοί τε καί τέλος θάνατοι. το φοβερο κούσματος˙ σεπτή εκών το Σωτρος μν θεο, ν καί δαίμονες φρίττουσιν, νύβρισται, ξουδένωται, ο μόνον ν τ βασιλευούσ πόλει, λλά γάρ καί κατά πσαν χώραν καί πολίχνην. Θυσιαστήρια φανίσθη, ναοί μαυρώθησαν, ερά κοινώθη, χέθη αματα καί χέεται τν ντεχομένων το εαγγελίου, διωγμοί καί φυγαδεαι τν τι πολελειμμένων. σίγησεν πν εσεβον στόμα δέει θανάτου, νέκται ντίθετος καί βλάσφημος γλσσα, σεσάλευται πσα σάρξ μφοτερίζουσα. ομμοι, φησίν, τι γενήθημεν ς συνάγων καλάμην ν μητ καί ς πιφυλλίδα ν τρυγητ, οχ πάρχοντος βότρυος (πιστολή 271. Πασχαλί πάπ ώμης, Φατορος σελ. 400, στιχ. 17).
13 Ε δε τι μφιβαλλμενον πιστομενον τ θείᾳ μν μεγαλονοίᾳ διαλεσθαι π το ρχιερως εσεβς, μεγλη κα θεοστρικτος ατς χερ, ς ζηλοτυποσα τ θεα π᾿ φελείᾳ το παντς, κελευστω παρ τς πρεσβυτρας Ρμης δξασθαι τν διασφησιν ς νωθν τε κα ξ ρχς πατροπαραδτως ξεδθη· ατη γρ, χριστομμητε βασιλε, κορυφαιοττη τν κκλησιν το θεο, ς Πτρος πρωτθρονος, πρς ν Κρις φησιν· σ ε Πτρος, κα π τατ τ πτρ οκοδομσω μου τν κκλησαν· κα πλαι δου ο κατισχσουσιν ατς (429. ᾿Επιστολ κ προσπου πντων τν γουμνων πρς Μιχαλ βασιλα, Φατορος σελ. 601,στιχ. 34).
14 ντολή γάρ Κυρίου μή σιωπν ν καιρ κινδυνευούσης πίστεως. λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. καί, άν ποστέλληται, οκ εδοκε ψυχή μου ν ατ. καί· άν οτοι σιωπήσωσιν, ο λίθοι κεκράξονται. στε τε περί πίστεως λόγος, οκ στιν επεν, γώ τίς εμι; ερεύς; λλ’ οδαμο. ρχων; καί οδ’ οτως. στρατιώτης; καί πο; γεωργός; καί οδ’ ατό τοτο. πένης, μόνον τήν φήμερον τροφήν ποριζόμενος. οδείς μοι λόγος καί φροντίς περί το προκειμένου. οά, ο λίθοι κράζουσι, καί σύ σιωπηλός καί φροντις; ναίσθητος φύσις θεόν πακήκοεν, καί ατός λαιλαπιστής; μή μψύχωται, μηδέ ν κριτηρί λελογοθέ­τηται, δεδοικός οονεί τό πρόσταγμα φωνοβολε· καί σύ μέλλων εθύνεσθαι πό θεο ν καιρ τάσεως, καί περί ργο ήματος, κν παίτης ε, διδόναι λόγον· λέγεις λογν, τίς μοι ν τοτο φροντίς; τατα, δέσποτα, φησίν Παλος, μετεσχημάτισα ες μαυτόν καί πολλώ δι’ μς· να ν μν μάθητε τό μή πέρ γέγραπται φρονεν. στε καί ατός πένης πάσης πολογίας στέρηται ν μέρ κρίσεως, μή τανν λαλν ς κριθησόμενος καί διά τοτο μόνον· μή τι γέ τις τν φεξς καθ’ περοχήν, μέχρις ατο το τό διάδημα περικειμένου· καί νυπέρβλητον τό κρμα· δυνατοί γάρ δυνατς τασθήσονται, φησίν. καί, κρίσις πότομος ν τος περέχουσιν (πιστολή 425. Παντολέοντι λογοθέτ, Φατορος σελ. 595, στιχ. 12).
15 Παρακλήθητι, επαράκλητος, συγκινήθητι, θεοκίνητος˙ ρεξον χερα χαμαί κειμέν τ καθ’ μς κκλησί σον νδέχεται, φ’ σον σχύς λάλησον ες τά τα το εσεβος μν βασιλέως τι γαθά. πέρ Χριστο σοι τό γώνισμα, πέρ τς Θεοτόκου, πέρ πάντων γίων (πιστολή 420. Στεφάν μαγίστρ, Φατορος σελ. 589, στιχ. 22).
16 Τί δήποτε οτως σοι, κύριέ μου, ξετραγδησα το ξαγίστου τόν θάνατον; τι ναγκαόν στιν ντεθεν ο μόνον τόν εσεβ βασιλέα πιγνναι τό κατάλληλον τ σεβεί το σεβος ποτέλεσμα, λλά καί πάντα νθρωπον. καί γαμαι λίαν πς γαθός μν δεσπότης γνούς τοτο ο θριαμβεύει τήν το παλαμναίου δυσσέβειαν καί χαρίζεται αυτ τε καί τ πηκό τό τς ρθοδοξίας ξίλασμα ς βασιλεύς ερηναρχίας χριστομιμήτως. διά τοτο ατ, ντιβολ ταπεινός πειχθναί σε τόν εσεβέστατον, καθάπερ καί κουσταί μοι τι κινήθης, δοναι αυτόν λικς ες νόρθωσιν τς πίστεως, ν στι τό σωτήριον το τε κράτους καί το πηκόου παντός (πιστολή 424. ωάνν λογοθέτ, Φατορος σελ. 594, στιχ. 22).
17 δέ γε πατριάρχης καί πολλ πλέον, τήν μετά συνέσεως το νδρός ποσεμνύνων παῤῥησίαν διαπαντός˙ καί διά τοτο, μηδέ τς πρός ατόν διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ν ατ τ τς διαστάσεως καιρ˙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεν˙ μή τήν τιμήν τήν περβαλλόντως κενον τίμα, σμικρύναι, καί βραχύ παραπέμψεσθαι (P.G. 99, 160Α).
νθεν τοι καί τά πρός λλήλους ε θέμενοι πάλιν τε πατριάρχης καί σιος, φιλί τε θερμοτέρ τόν πόθον πί τό μλλον αξήσαντες, μενον το λοιπο ν λλήλοις, ο σώμασι μόνον, λλά πολλ πλέον καί τας ψυχας διαίρετοι, θάτερος θατέρ δόμενος καί τος μφοτέροις καί μφότεροι (P.G. 99, 165Α).
18 φ’ ς ν μι τν πισήμων, μετά τν ξεχόντων μητροπολιτν, πρός τόν γιώτατον νελθών πατριάρχην, μεγαλοπρεπς λίαν κατά τήν ναλογίαν τν ψευδν ατο δι’ εσέβειαν θλων, καί τά πρεσβεα τς τιμς πρός ατο πηνέγκατο˙ διεξιόντος το ερομύστου Νικηφόρου τά ξιόπιστα καί ληθ τς τε νδρείας καί παῤῥησίας ατο πί πάντων πλεονεκτήματα, τά τε στίγματα τν μαστίγων, καί τάς μφρουρίους κακώσεις, καί λιμούς, καί καθημερινούς θανάτους ος νέτλη παρά τν πασπιστν τς εκονομαχικς λύττης ν τος πέντε τεσιν τς τυραννίδος το μειλίκτου καί πηνος Λέοντος˙ καί ο τος διά λόγων μόνον παίνοις τό πρωτεον ατ πεδίδου, λλά πολλ μλλον καί δι’ ατν τν πραγμάτων˙ π’ εωχίαν γάρ τραπέντες, τήν σύν αυτ πί μις στιβάδος καθίζησιν ατ μόν παραχωρε, φύσας πρός τούς ερούς δαιτυμόνας˙ Παραχωρήσατε, δελφοί, τ πολυάθλ Πατρί μν τήν προεδρίαν καθάπερ μοί, κν κιστά γε ταύτης ρέγηται σοφός, να συνημμένως μφω καθήμενοι, τήν το ρτου κλσιν ποιησώμεθα˙ γάρ πλέον φανερώθη τά τεκμήρια τς πρός τόν κοινόν Δεσπότην γάπης, πλέον δήποτε καί φείλεται˙ καθώς καί Κύριος ν Εαγγελίοις φησεν˙ διαφορά γάρ σπερ στί τς τν γίων ζως, οτω καί γερν, ναλόγως τος κάστου κατορθώμασιν πιμετροντος Θεο τήν ντέκτισιν˙ καί ε παρά Θε τοτό γε, κόλουθον ν εη καί παρ’ μν τος μετρίοις˙ οτως εχε σχέσεως πρός τόν ν γίοις Θεόδωρον τόν ρχιερατικόν τας νικηφόροις ρετας κατακοσμήσας θκον (P.G. 99, 320, Α).
19 μες, ο πί τό ατό συνεληλυθότες κατά κέλευσιν τς θεοστέπτου μν βασιλείας λάχιστοι πίσκοποί τε καί γούμενοι, πρώτην φωνήν ταύτην φθεγγόμεθα πί το θεοπροβλήτου μν κράτους εχαριστήριόν τε καί ανετήριον, τι νεκλήθημεν ο πωσμένοι, τι λεήθημεν ο τεταλαιπωρημένοι, τι νεψύξαμεν ο κλελοιπότες πό χειμνος ες αρ, πό ζάλης ες γαλήνην, πό θυμίας ες εθυμίαν, ξένα τινά καί παράδοξα ωρακότες˙ τοιαύτη γάρ δικαία μν βασιλεία χαρμόσυνος, εφρόσυνος, πολύευκτος, ερήναρχος, φιλοδίκαιος, πολλας τέραις προσηγορίαις ξιώνυμος, μιμήσει Χριστο το ληθινο θεο μν τά διεσττα συνάπτουσα, τά νενοσηκότα γιάζουσα, τά λυπηρά χαροποιοσα, ξαίρετος τις οσα βασιλεία καί τν πάλαι μακαριζομένων σόρροπος˙ ν ποσεμνύνειν τος γκωμίοις οκ ν εμαρς γλσσα νθρώπου ξαρκέσειεν.
λλ’ πειδή τατα οτως, παρακαλομεν καί ντιβολομεν ο νάξιοι καί ατς τς ερς μν θέας ξιωθναι καί φωνς δίστης κοσαι το παντίμου καί θεοσόφου στόματος μν, ς ν, περ σίν κούομεν, τατα κατ’ φθαλμούς θεασάμενοι σκιρτήσοιμεν τ πνεύματι, σπερ τι νδυμα πενθικόν τήν κατήφειαν μετενδιδυσκόμενοι εφροσύνης γαλλιάματι (429. ᾿Επιστολ κ προσπου πντων τν γουμνων πρς Μιχαλ βασιλα, Φατορος σελ. 600, στιχ. 3).
20 Μανθνω δ τι ν Ρμ κα τς κλες το κορυφαου τν ποστλων Πτρου δι τιμς γουσι· κατοι γε Κριος ο κλες ατ δδωσιν ασθητς, λλ τς δι λγου, ες τ δεσμεν κα λειν· ο δ ργυρς πεποιηκτες τατας προτιθασιν ες προσκνησιν· τοσατη ον στιν ατν πστις. Κκε ρραγς πτρα τς πστεως τεθεμελιωμνη κατ τν λγον το Κυρου· νταθα δ, ς οικε, πλεονζει πιστα κα νομα. Δι τοτο ταπεινς γ λγυνμενος τν καρδαν κα δεδις τ τς σιωπς κρμα, ξ ναγκαου φθγγομαι φθγγομαι βραχα κα λιγοστ· ε γρ ο τερδοξοι ο παονται, δίᾳ τε κα δημοσίᾳ, γγρφως τε κα γρφως, γλσσαν βλσφημον κινεν κατ το Χριστο, μες οδ οκοι καθμενοι μιλσομεν πρς λλλους τ προσκοντα; Κα πς οσομεν τν ργν Κυρου; πς δ μιμησμεθα τος πατρας μν, ο ν τος μοοις καιρος τ ποσιωπν κα ποστλλεσθαι προδοσαν ληθεας φασαν εναι; (ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ 15).
21 Περί το τρίτου τί καί φμεν; ο γάρ τό εαγγέλιον παραβαίνειν γυμν τ κεφαλ κατατολμήσαντες καί τούς μή παραβαίνειν αρετισαμένους ναθεματίσαντες, τί περί κανόνων ατοίς μελήσει; καί γε καί τούτων πό Πνεύματος γίου σφραγισμένων καί ν τ λύσει ατν λελυμένων ντων τν πάντων ες σωτηρίαν μν κόντων˙ οδαμο γάρ ερωσύνη, θυσία, τλλα άματα τν ψυχικν μν ρρωστημάτων. τί δέ λέγω κανόνων καί ποιομαι διαφοράν; ταυτόν στιν επεν καί π’ ατν εαγγελίου Χριστο. ατός γάρ τάς κλες δέδωκε τς βασιλείας τν ορανν τ μεγάλ Πέτρ φάσκων, ν ν λύσς, καί ν ν δήσς, σται τό καί τό. καί πάλιν πσι τος ποστόλοις˙ λάβετε πνεμα γιον˙ ν τινων φτε τάς μαρτίας, φίενται καί ν τινων κραττε, κεκράτηνται, καί πομένως τούτοις ες τούς μετ’ ατούς διαβιβάζων τήν ξουσίαν, άνπερ σαύτως πράξοιεν. καί διά τοτο Βασιλείου καί τν σοστασίων ατ γίων ς τν ποστολικν ντων κανόνων δεδεγμένων, καθότι ξακολουθήκασι μηδέν καινοτομηκότες, λλά καί παυξήσαντες κατά τό δέον (πιστολή 36. Επρεπιαν καί τος σύν ατ, Φατορος σελ. 105, στιχ. 123).
22 ι’. ντεθεν πιστήθιος πρόσπτωσις˙ το ξιώματος! τά χερουβίμ, Θεο χημα, καί ωάννης πιστέρνιον νάκλιμα˙ Μωϋσς μόλις δεν Θεο τά πίσθια καί τατα ατησάμενος˙ καί ωάννης ατεπάγγελτος πίπροσθεν περιφύς, καί πυνθάνεται κενα δηλαδή Πέτρος κορυφαος θαῤῥήσειν οκ νεγκεν, δούς αυτ τά δευτέρια, τ ες ωάννην προτιμήσει˙ μφοτέρας τάς θεωρίας ξετάζων, γνοίης οον καί λίκον τό περοχικόν ωάννου ξίωμα˙ ντεθεν μοι δοκε σπερ πό τινος πηγαίας ζως τά θεόβρυτα ατόν τς σοφίας ρύσασθαι νάματα, κκ τούτων κ τς μψύχου κοιλίας τούς ποταμούς τς θεολογίας υσκεσθαι (γκώμιον ες τόν μέγαν ωάννην τόν πόστολον καί εαγγελιστήν το Χριστο, P.G. 99, 785A).
ιβ’. λλά, μακαριώτατε καί τρισμακαριώτατε καί παμμακαριώτατε ωάννη, μέγας το Εαγγελίου λιος, βρυήρ τς θεολογίας έναος, τν ποστόλων κρέμων, σόπετρε, σύ μς ορανόθεν εμενς πιδε, σης τά δε κατηφείας, φάνισται θυσιαστήρια στεμμένα θείοις γάλμασιν, φρηται ναν ερν επρέπεια˙ εκών Χριστο καθύβρισται˙ ξουδένωται καί ν πόλεσιν καί ν χώραις καί κατ’ οκους˙ πρός δέ καί τς Θεομήτορος, καί ο τινος ον λλου τν οος σύ καί μείων σο θεοφόρων. δυρμο τά πάντα. Λάβε Πέτρον, συμπαράλαβε άκωβον, δεόμεθα˙ ο τρες εί Χριστ συμπάρεδροι, μεταμορφουμέν, θαυματουργοντι τά πολλά, γωνιντι, προσευχομέν˙ ς δη τν μοχώρων μυστικώτεροι, ατοί καί νν σύν τ λοιπ σεβασμί ννάδι τήν γίαν Τριάδα εμεν μν καταστήσασθε, πιτιμσαι Χριστόν τ πονηρ ταύτ θαλάσσ, ς ποτε τ Τιβεριάδ, γαλήνης ερηνοδώρου ντανισχούσης, παναδρομεν τάς αυτο κκλησίας ες τήν ρχαίαν καί ρεσθεσαν τς ρθοδοξίας ραιότητα (γκώμιον ες τόν μέγαν ωάννην τόν πόστολον καί εαγγελιστήν το Χριστο, P.G. 99, 788B).
23 β. θρει γάρ γαπητέ. Πέτρος μαθητεύει τά θνη, λλά καί Βαρθολομαος μετιχνιται τά σα. Πέτρου ραοι ο πόδες τά γαθά εαγγελιζομένου, λλά καί Βαρθολομαίου ϊσότερα ες τά μετέωρα θεολογοντος. Πέτρος τερατουργν τά μεγάλα, λλά καί Βαρθολομαος θαυματουργν τά αγδαα. Πέτρος νασταυροται, λλά καί Βαρθολομαος ντίποινα πάσχων καρατομεται˙ σα δρ Πέτρος, πί τοσοτα μβατεύει Βαρθολομαος˙ π’ σης ες τό τς θεολογίας νίησιν ρος, π’ σης θεμελιο τήν κκλησίαν, ντίρροπα σχεν τά λοιπά θεα χαρίσματα (γκώμιον ες τόν νδοξον καί γιον πόστολον Χριστο Βαρθολομαον, P.G. 99, 792D).
24 εη γάρ Χριστός οτω μεθ’ μν. τίς Πέτρου καί ωάννου μείζων ν ποστόλοις; λλά καί Πέτρος παραχωρεται πό ωάννου δημηγορεν, παίει καί Πέτρος, Παύλου λαλοντος˙ ο γάρ πως τό πρωτεόν τις ρπάσοι, λλ’ ς ν τό χρειδες γίνοιτο καί τό τακτικόν ατος σκοπετο. Οτω καί ατοί μιμηταί εητε τν γίων (πιστολή 236. πατί τέκν, Φατορος σελ. 370, στιχ. 14).
25 λλά παρακαλομεν καί δεόμεθα, να ξίως τς ὑψηλς πολιτείας ταύτης βιοτεύωμεν, να μή ξω κόσμου ντες τά νδον κόσμου πράττωμεν, να μή σάρκας φυγόντες σαρκικς ζήσωμεν. Τοτο δέ, ς γίνεται καί στι, γινώσκετε, κν μες μή λέγωμεν˙ ε γάρ φιληδονομεν, ε γάρ φιλοπαθομεν, ε τά θελήματα μν στμεν, ε πρωτείων ντιποιούμεθα, ε φιλονεικομεν περί μανδύων, περί ματίων, περί κουκουλλίων, περί στάσεως, περί γραφείων, περί πινακιδίων, περί τινων ον λλων μικρν καί μηδαμινν, πς οχί σαρκικοί σμεν; πς οχί κοσμικόν μν τό γώνισμα; (Φιλοκαλία 18Α, Θεοδώρου Στουδίτου Κατηχήσεις, Μεγ. Κατήχησις ΝΘ’(59).
Πηγή: "Ἀποτείχιση"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου