Στο απολυτίκιο της εορτής της Υπαπαντής ο Χριστός χαρακτηρίζεται
«ελευθερωτής των ψυχών ημών». Διότι σώζει, ενεργώντας απελευθερωτικά
πρός δύο κατευθύνσεις, εσωτερικά και εξωτερικά. Ελευθερώνει πρώτα από
την εσωτερική δουλεία, τη δουλεία του Διαβόλου και των παθών. Καθαρίζει
την καρδιά από την αμαρτία, για να βρεί ο άνθρωπος την εσωτερική ενότητα
και ισορροπία του και να μπορέσει να δημιουργήσει αδελφική κοινωνία με
τους συνανθρώπους του. Η διαδικασία της αποκαταστάσεως της εσωτερικής
ενότητας του ανθρώπου παίρνει τη μορφή μιάς θεραπείας. Γι’ αυτό ο
Χριστός ονομάζεται στη Θεία Λειτουργία «ιατρός τών ψυχών καί τών σωμάτων
ημών». Ο άνθρωπος, εισερχόμενος στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία,
δέχεται μιά αγιοπνευματική «θεραπευτική αγωγή», που αναπτύσσεται στα
στάδια «κάθαρση – φωτισμός – θέωση». Για να μεταμορφωθεί η εγωκεντρική
και εγωιστική αγάπη του ανθρώπου σε ανιδιοτελή, πρέπει ο άνθρωπος να
ακολουθήσει αυτή την πορεία. Αγωνίζεται, με βοηθό και συνεργό τη Χάρη
του Χριστού, να τηρεί τις εντολές Του, για να καθαρθεί η καρδιά και να
φωτισθεί από το Άγιο Πνεύμα. Ο άνθρωπος καλείται να γίνει πρώτα «δούλος
Ιησού Χριστού», κάτι που ήταν τίτλος τιμής για τον Απ. Παύλο.
Υποδουλομένος εκούσια στον Χριστό, ελευθερώνεται από τη δουλεία της
αμαρτίας (Ρωμ. 6, 18). Η τραγικότητα του αμετανόητου ανθρώπου συνίσταται
στο να θεωρεί τη δουλεία του ως ελευθερία και να περιμένει καρπούς
ελευθερίας από την κατάσταση της δουλείας. Γι’ αυτό απογοητεύουν,
τελικά, τα πολιτικοκοινωνικά συστήματα, διότι δεν μπορούν να
ελευθερώσουν εσωτερικά τον άνθρωπο.
Ο Χριστός ελευθερώνει με τη δική Του ελευθερία (Γαλ. 5, 1). Καλεί, γι’
αυτό, να «γνωρίσουμε την αλήθεια Του – τον ίδιο τον Χριστό ώς αλήθεια –
για να ελευθερωθούμε». «Γνώσεσθε τήν αλήθειαν καί η αλήθεια ελευθερώσει
υμάς» (Ιωάν. 8, 32). Αυτό σημαίνει μετοχή στην πνευματική ζωή. Από την
εσωτερική δε ελευθερία ξεκινά εν Χριστώ και κάθε αγώνας για εξωτερική
(κοινωνική – εθνική) ελευθερία. Είναι αδύνατο να «επαγγέλλεται (κανείς)
ελευθερίαν», ενώ μένει «δούλος τής φθοράς» (Β΄ Πέτρ. 2, 19). Ο Χριστός
ελευθερώνει εσωτερικά, για να ανακαινίσει τον κόσμο, χωρίς συστήματα και
μανιφέστα. Αυτό συνέβη με τη Σάρκωσή Του, που είναι εισαγωγή της δικής
Του ζωής, της Χριστοζωής, στον κόσμο.
Ο Χριστός βρήκε ένα κόσμο, στον οποίο ο άνθρωπος δεν είχε καμιά
προσωπική αξία, παρά μόνο ώς μέσο για τους σκοπούς του Κράτους.
Κοινωνικά δικαιώματα είχε μόνο ο κύκλος των ελευθέρων πολιτών.
Επικρατούσαν, εξάλλου, οι θεσμοί της βρεφοκτονίας, νηπιοκτονίας, της
εκθέσεως των βρεφών. Η γυναίκα ήταν ιδιοκτησία του ανδρός, ζώντας για
χάρη του. Φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης, θεωρούσαν τον θεσμό της
δουλείας φυσικό. Και όλα αυτά δεν ήσαν απλές παραβάσεις, αλλά θεσμοί. Η
μικρή αναλαμπή των στωικών είχε ελάχιστα αποτελέσματα, οδηγούσε δε σε
άλλες πλάνες. Δια του Χριστού και εν Χριστώ συνετελέσθη η ανύψωση του
ανθρώπου, επικυρωμένη αιώνια με τη Σάρκωση του Θεανθρώπου. Ο άνθρωπος
απέκτησε ανείπωτη αξία, «εξαγορασμένος» με τό αίμα τού Χριστού (Α΄ Κορ.
6, 20). Για τόν άνθρωπο πέθανε ο ίδιος ο Χριστός (Ρωμ. 14, 15). Μόνο ο
Χριστός διεκήρυξε ότι οι θεσμοί είναι υπηρετικοί του ανθρώπου και όχι
κύριοί του, με τον ανυπέρβλητο λόγο του: «τό Σάββατον διά τόν άνθρωπον
εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά τό Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27). Ο Χριστός
εξίσωσε τον άνδρα με τη γυναίκα (πρβλ. Κολ. 3, 11) και κατήργησε κάθε
«αποθέτη» ή «καιάδα». Έθραυσε, ακόμη, τα δεσμά της δουλείας στην ίδια
την πράξη, μεταβάλλοντας τον δούλο από «έμψυχον κτήμα» (Αριστοτέλης) σε
«αδελφόν αγαπητόν» του Κυρίου του (βλ. την επιστολή Πρός Φιλήμονα).