Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ



 
Αββά Δωροθέου
έργα ασκητικά
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ

Ε' Διδασκαλία
61.- Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο των Παροιμιών, διδάσκεται ότι: Οι άνθρωποι που δεν έχουν ισχυρή και συνετή διακυβέρνηση πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα. Η δε σωτηρία εξασφαλίζεται μετά από φρόνιμη και θεόπνευστη καθοδήγηση (Παροιμ. ΙΑ', 14). Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια, αδελφοί μου, βλέπετε τι μας διδάσκει η Αγ. Γραφή. Μας κάνει προσεκτικούς να μην εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας, να μην τους θεωρούμε συνετούς, να μην πιστεύουμε ότι μπορούμε να κυβερνούμε τον εαυτό μας. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που, μετά από το Θεό, θα μας κυβερνούν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο άθλιο και πιο ευκολοθήρευτο για τον εχθρό από εκείνους που δεν έχουν κάποιο καθοδηγητή στο δρόμο του Θεού. Γιατί λέει, εκείνοι που δεν έχουν κάποιον να τους κατευθύνει, πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα; Το φύλλο όταν πρωτοβγαίνει είναι πάντα χλωρό, τρυ­φερό, όμορφο. Μετά σιγά-σιγά ξεραίνεται και πέφτει και τελικά περιφρονείται σαν κάτι άχρηστο και ποδοπατιέται. Έτσι είναι και ο άνθρωπος που δεν έχει κάποιον να τον τιμονέψει. Στην αρχή έχει πολύ ζήλο και διάθεση να νηστεύει, ν' αγρυπνεί, να μένει στην ησυχία, στην υπακοή, να κάνει πολλά ακόμα καλά και αξιέπαινα πράγματα. Μετά όμως, μόλις σιγά-σιγά σβήσει ο πρώτος εκείνος ζήλος, επειδή δεν έχει κάποιον να τον κατευθύ­νει, να τον ενισχύει και να του ανάβει περισσότερο τον πρώτο εκείνο ζήλο, ξεραίνεται λίγο-λίγο, χωρίς να το καταλαβαίνει, και πέφτει στα χέρια των δαιμόνων και αιχμαλωτίζεται άπ' αυτούς και τον κάνουν πια ό,τι θέλουν.
Για εκείνους όμως που αναφέρουν λεπτομερώς όλα τα σχετι­κά με τον εαυτόν τους και που κάνουν το καθετί με πολλή σκέψη και μελέτη, λέει: Η σωτηρία κατορθώνεται με πολλή βουλή. Δεν λέει με πολλή βουλή, σαν να έπρεπε κανείς να συμβου­λεύεται τον καθένα, αλλά για να τονίσει ότι για όλα πρέπει να ζητάει συμβουλή -απ' αυτόν, βέβαια, που οφείλει να έχει εντε­λώς εμπιστευθεί τον εαυτόν του. Και όχι άλλα μεν να κρύβει άλλα δε να λέει, αλλά τα πάντα ν' αναφέρει και για όλα να ζητάει συμβουλή. Σ' αυτόν εφαρμόζεται ακριβώς το σωτηρία υπάρχει ευ πολλή βουλή.
62.- Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν αναφέρει όλα τα σχετικά με τον εαυτόν του, και μάλιστα, αν κάποιος έχει μια κακή συνήθεια ή αν έχει ανατραφεί άσχημα, βρίσκει ο διάβολος μέσα του ένα κακό θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιώντας το σαν όπλο, τον κατακτάει. Γιατί όταν ο διάβολος βλέπει κάποιον που δεν θέλει ν' αμαρτήσει, δεν είναι τόσο ανόητος, στην προσπάθεια του να σκαρώσει το κακό, ώστε να τον υποκινήσει να κάνει κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι είναι αμαρτία. Δεν του λέει: Πήγαινε πόρνευσε, ούτε του λέει: Πήγαινε κλέψε. Ξέρει ότι δεν θέλουμε αυτά να τα κάνουμε - και δεν ανέχεται βέβαια να μας υποκινεί σ' όσα δεν θέλουμε - αλλά μας βρίσκει, όπως είπα, να έχουμε ένα θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιών­τας το, με τρόπο που φαίνεται φυσικός, μας πειράζει. Γι' αυτό πάλι η Παλαιά Διαθήκη λέει: Ο πονηρός κάνει το κακό όταν προσεταιριστεί κάποιο δικαίωμα του άνθρωπου και κρυφτεί πί­σω άπ' αυτό (Παροιμ. ΙΑ ', 15). Ο πονηρός είναι ο διάβολος. Τότε δε έχει τη δύναμη να κάνει το κακό, όταν ενώσει με την κακία του κάποιο δικαίωμα, δηλαδή, το δικαίωμα μας. Τότε έχει περισσότερη δύναμη, τότε κάνει περισσότερο κακό, τότε περισ­σότερο δραστηριοποιείται. Γιατί, όταν μένουμε δεμένοι με το θέλημά μας και ρυθμίζουμε τη ζωή μας με βάση τα δικαιώματα μας, τότε, έχοντας την εντύπωση ότι κάνουμε κάτι καλό, προε­τοιμάζουμε άθελά μας το κακό μας και χανόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Γιατί, πως μπορούμε να γνωρίσουμε το θέλη­μα του Θεού ή να το ζητήσουμε μ' όλη μας τη δύναμη, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και επιμένοντας στο θέλημά μας;
63.- Γι' αυτό ο αββάς Ποιμήν έλεγε: Το θέλημα είναι χάλκινο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό. Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια. Και πάλι πρό­σθεσε, λέγοντας: Το θέλημά μας είναι πέτρα που την πετάμε εναντίον του Θεού, γιατί το θέλημα μας ακριβώς εναντιώνεται και αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού. Εάν όμως ο άνθρωπος εγκαταλείψει το θέλημά του, τότε μπορεί να λέει: Με τη Χάρη και τη δύναμη του Θεού μου θα ξεπεράσω αυτό το τείχος. Του Θεού μου ο δρόμος είναι καθάριος και ευθύς (Ψαλμ. 17, 30-31). Πάρα πολύ επιτυχημένα το τοποθέτησε. Γιατί, τότε βλέπει κα­νείς το δρόμο του Θεού χωρίς ψόγο και κηλίδα, όταν αρνηθεί το θέλημά του. Όταν όμως ταυτιστεί με το θέλημα του δεν βλέπει το δρόμο του Θεού ευθύ και καθαριο2. Αλλά, αν συμβεί και του πει κάποιος ένα λόγο για να τον προφυλάξει, αμέσως τον κατηγορεί, τον βρίζει, τον αποστρέφεται, προσπαθεί να τον ανατρέψει μ' επιχειρήματα. Γιατί, πως είναι δυνατόν ν' ανεχθεί κάποιον, ή να θελήσει ν' ακούσει κάποια συμβουλή, εκείνος που θέλει να γίνεται μόνο το θέλημα του;
Στη συνέχεια λέει ο Γέροντας και για το δικαίωμα: Εάν συνταιριαστεί το δικαίωμα με το θέλημα, δεν μπορεί να προχω­ρήσει σωστά ο άνθρωπος. Αλλοίμονο! Πόσο συμφωνούν μετα­ξύ τους τα λόγια των αγίων! Ιδιαίτερα το να συνταιριαστεί το δικαίωμα με το θέλημα είναι θάνατος, μεγάλος κίνδυνος, μεγά­λος φόβος. Τότε πέφτει εντελώς ο άθλιος άνθρωπος. Γιατί, ποιος μπορεί να κάνει έναν τέτοιο άνθρωπο να παραδεχτεί ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα άπ' αυτόν το δικό του συμφέρον; Τότε αφήνεται έρμαιο στην πορεία του λογισμού και στη συνέ­χεια, ο εχθρός τον οδηγεί από πτώση σε πτώση. Γι' αυτό λέει η Παλαιά Διαθήκη: Ο πονηρός κακοποιεί όταν συμμίξει δικαίωμα. Μισεί δε ήχον ασφαλείας (Παροιμ. ΙΑ', 15) .
64.- Και λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι μισεί ήχον ασφαλεί­ας, επειδή ο πονηρός δεν μισεί μόνον την πνευματική ασφά­λεια, αλλά ούτε τη λέξη ασφάλεια δεν μπορεί ν' ακούσει. Ακό­μη και αυτή την προφορά της λέξεως μισεί, πράγμα που σημαίνει ότι μισεί καθετί που γίνεται για την ασφάλεια. Να, τι θέλω να πω: Πριν ακόμα κάνει κάτι αυτός που θέλει να ρωτήσει για την πνευματική του ωφέλεια, πριν ακόμα μάθει ο εχθρός αν τελικά θα μπορέσει ή όχι να τηρήσει αυτό που θα ακούσει, μισεί ακόμα ,και αυτήν την ίδια την πρόθεση να ρωτήσει και να ακούσει σχετικά με το συμφέρον της ψυχής του.
Και αυτήν ακόμα την ίδια τη φωνή, αυτό το άκουσμα των πνευματικών λόγων το μισεί και το αποστρέφεται. Και εξηγώ για ποιο λόγο. Ξέρει καλά, ότι με τον τρόπο αυτόν, όταν δηλαδή ρωτάει κανείς και συμβου­λεύεται και απασχολείται με λόγια ωφέλιμα και πνευματικά, γίνεται πολύ περισσότερο φανερή η μοχθηρία και η κακοήθεια του. Και τίποτα άλλο δεν μισεί και δεν φοβάται περισσότερο όσο το ν' αποκαλύπτεται η αλήθεια γι' αυτόν. Γιατί δεν μπορεί πια να κάνει το κακό, όπως εκείνος θέλει. Γιατί αν η ψυχή ασφαλίζε­ται αναφέροντας τα πάντα και την συμβουλεύσει κάποιος, που κατέχει καλά αυτά τα θέματα, λέγοντας της: Αυτό κάνε, εκείνο μην το κάνεις, αυτό είναι καλό, αυτό δεν είναι, αυτό είναι δικαίωμα, αυτό είναι θέλημα ή δεν είναι καιρός ακόμα γι' αυτό το πράγμα η τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός, τότε δεν μπορεί να βρει ο διάβολος πρόφαση να της κάνει κακό, ούτε βρίσκει τρόπο να την κάνει να πέσει, επειδή, όπως είπα, πάντοτε έχει καθοδήγηση και είναι από παντού ασφαλισμένη και εκπληρώνε­ται σ' αυτήν ο λόγος η σωτηρία βρίσκεται εν πολλή βουλή. Ο δε πονηρός δεν το θέλει αυτό, αλλά το μισεί. Γιατί θέλει πάντα να κάνει το κακό και είναι περισσότερο ευχαριστημένος μ' αυτούς που δεν έχουν καμιά βοήθεια και διαποίμανση. Γιατί; Επειδή πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα.
65.- Δες, εκείνον τον αδελφό αγαπούσε ο πονηρός, για τον οποίο έλεγε στον αββά Μακάριο: Έχω έναν αδελφό που όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη. Αυτούς αγαπάει, μ' αυτούς πάντοτε χαίρεται, μ' όσους δηλαδή δεν έχουν διαποίμανση, μ' αυτούς που δεν παραδίνουν τον εαυτό τους σε κάποιον που να έχει τη δυνατότητα, μετά το Θεό, να τους βοηθήσει και να τους απλώσει χέρι να σωθούν. Γιατί μήπως δεν πήγε τότε σ' όλους τους αδελφούς εκείνος ο δαίμονας, που τον είδε ο Άγιος να βαστάει όλα εκείνα τα αγγεία με τα παρασκευάσματα; Μήπως δεν τους πείραξε όλους; Άλλ' ο καθένας άπ' αυτούς, όταν καταλάβαινε το πλησίασμά του, έτρεχε και ανέφερε τους λογι­σμούς του και εύρισκε βοήθεια στον καιρό του πειρασμού και έτσι δεν είχε δύναμη επάνω τους ο πονηρός. Μόνον αυτόν τον άθλιο εύρισκε να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να μην έχει από κανέναν βοήθεια και τον είχε παιχνιδάκι και έφευγε ευχαριστώντας τον και λέγοντας κατάρες για τους άλλους. Φυ­σικά, όταν είπε στον άγιο Μακάριο το θέμα και το όνομα του αδελφού και πήγε γρήγορα σ' αυτόν ο άγος, βρήκε ότι αυτή ήταν η αιτία της απωλείας του. Τον βρήκε να μην θέλει να ομολογήσει, τον βρήκε να μην έχει συνηθίσει ν' αναφέρει όλους τους λογισμούς του, και γι' αυτό τον έστρεφε όπου ήθελε ο εχθρός. Γι' αυτό και όταν τον ρώτησε ο Αγιος: Τι γίνεται μ' εσένα αδελφέ; είπε: Με τις ευχές σου, είμαι καλά. Και όταν πάλι του είπε: Δεν σε πολεμάνε οι λογισμοί; απάντησε: Ειλι­κρινά, είμαι καλά. Και δεν ήθελε τίποτα να ομολογήσει, μέχρις ότου, με πολλή τέχνη, τον έπεισε ο άγιος να ομολογήσει όλα τα σχετικά με τον εαυτό του. Έτσι, αφού τον στήριξε με το λόγο του Θεού και τον ασφάλισε από τις παγίδες του πονηρού, γύρισε πίσω στον τόπο του. Ήρθε λοιπόν πάλι, σύμφωνα με τη συνή­θεια του ο εχθρός, με σκοπό να τον ξαναρίξει στην αμαρτία, και βρέθηκε σε δυσάρεστη αμηχανία. Γιατί τον βρήκε στηριγμένο, τον βρήκε να μην ξεγελιέται πια. Έφυγε λοιπόν άπρακτος, έφυγε ντροπιασμένος και άπ' αυτόν. Γι' αυτό, όταν τον ρώτησε πάλι ο Αγιος: Τι γίνεται εκείνος ο αδελφός, ο φίλος σου; δεν τον ονόμασε πια φίλο, αλλά εχθρό, και τον καταράστηκε λέγον­τας: Και αυτός χάλασε και ούτε αυτός δεν με πιστεύει, αλλά έγινε πιο άγριος άπ' όλους.
66.- Να, γιατί μισεί ο εχθρός κάθε άκουσμα που ασφαλίζει από το κακό. Επειδή πάντοτε θέλει την καταστροφή μας. Να, γιατί αγαπάει όσους έχουν για οδηγό τον εαυτό τους. Επειδή γίνονται συνεργάτες με τον διάβολο, προετοιμάζοντας μόνοι τους την καταστροφή τους. Εγώ δεν γνώρισα άλλη πτώση μοναχού, από εκείνη που προκύπτει από την εμπιστοσύνη στο λογισμό του. Μερικοί λένε: Απ' αυτή την αιτία πέφτει ο άν­θρωπος ή από εκείνη. Εγώ όμως, όπως είπα, δεν γνωρίζω να μπορεί να προξενηθεί σε κανέναν καμιά άλλη πτώση, για κανέ­ναν άλλο λόγο, εκτός άπ' αυτόν. Είδες κάποιον να πέσει στην αμαρτία; Μάθε ότι εμπιστεύτηκε στο λογισμό του. Τίποτε δεν είναι βαρύτερο και πιο ολέθριο από την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.
Με σκέπασε με τη Χάρη Του ο Θεός και πάντοτε φοβόμουνα αυτόν τον κίνδυνο. Όταν βρισκόμουν στο κοινόβιο τα ανέφερα όλα στο Γέροντα, τον αββά Ιωάννη. Γιατί ποτέ, όπως είπα, δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι, χωρίς να έχω την ευλογία του. Και μερικές φορές μου έλεγε ο λογισμός: Αυτό δεν θα σου πει ο Γέροντας; Τι θέλεις τώρα να τον ενοχλήσεις; Και έλεγα στο λογισμό: Ανάθεμα σε σένα και στη διάκρισή σου και στη σοφία σου και στη φρονιμάδα σου και στη γνώση σου, γιατί ό,τι ξέρεις το ξέρεις από τους δαίμονες. Και πήγαινα και ρώταγα το Γέρον­τα και μερικές φορές μου απαντούσε όπως είχα προηγουμένως σκεφθεί και τότε μου έλεγε ο λογισμός: Τι έγινε λοιπόν; Να, σου είπε αυτό που σου είχα πει και εγώ. Δεν ενόχλησες λοιπόν χωρίς λόγο το Γέροντα; Και απαντούσα στο λογισμό: Ναι, αλλά τώρα είναι ευλογημένο, τώρα προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το δικό σου είναι πονηρό, είναι δαιμονικό, είναι γεμάτο εμπάθεια.
Και έτσι ποτέ δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ν' ακολουθήσει το λογισμό του, χωρίς να έχω ρωτήσει γι' αυτό σχετικά. Και πιστέψτε με, αδελφοί μου, η ψυχή μου ήταν πολύ ξεκούραστη, χωρίς καμιά μέριμνα, μέχρι σημείου που να στενοχωριέμαι γι' αυτό το θέμα, όπως ακριβώς και άλλοτε νομίζω ότι σας είπα. Γιατί άκουγα ότι πρέπει να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις και έβλεπα πως εγώ δεν είχα καμιά θλίψη και φοβόμουνα και βρισκόμουνα σε απορία, επειδή δεν ήξερα την αιτία της τόσης αναπαύσεως, μέχρις ότου μου είπε ο Γέροντας: Μη στενοχωριέσαι. Καθένας που μπαίνει κάτω άπ' την υπακοή των Πατέρων, τέτοια ανάπαυση και αμέρι­μνη ζωή έχει.
67.- Φροντίστε και σεις να ρωτάτε για όλα, αδελφοί μου, και να μην έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ανάπαυση έχει όποιος το εφαρμό­ζει. Αλλ' επειδή σάς είπα ότι ποτέ δεν δοκίμασα θλίψη, ακούστε και σχετικά μ' αυτό, τι μου συνέβη κάποτε. Ενώ βρισκόμουν ακόμα εκεί, στο κοινόβιο, μια φορά, αισθάνθηκα μεγάλη και αφόρητη λύπη και ένιωθα τόσο κόπο και στενοχώρια, σαν να επρόκειτο να παραδώσω την ψυχή μου. Προερχόταν δε εκείνη η θλίψη από δαιμονική ενέργεια - πάντοτε βέβαια ένας τέτοιος πειρασμός προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων. Είναι μεν πολύ βαρύς, αλλά δεν διαρκεί πολύ, κάνει τον άνθρωπο βαρύ, σκοτεινό, χωρίς να βρίσκει παρηγοριά πουθενά και από κανέναν, αλλά το καθετί να του προκαλεί στενοχώρια και πνιγμό. Πολύ γρήγορα όμως έρχεται η Χάρη του Θεού στην ψυχή, γιατί διαφορετικά κανένας δεν θα μπορούσε ν' αντέξει. Βρισκόμουν λοιπόν, όπως είπα, σε τέτοιου είδους πειρασμό και σε τέτοια στενοχώρια. Μια μέρα λοιπόν, καθώς στεκόμουν έξω από την εκκλησία του μονα­στηρίου καταθλιμμένος και παρακαλώντας γι' αυτό το θέμα το Θεό, ξαφνικά προσέχω μέσα στην εκκλησία και βλέπω κάποιον, που έμοιαζε με επίσκοπο και που φορούσε μηλωτή, να μπαίνει στο ιερό. Σε καμιά, βέβαια, περίπτωση δεν πλησίαζα ξένο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ή χωρίς ευλογία, αλλά σαν κάτι να μ' έσπρωξε τότε, μπαίνω πίσω του. Και στάθηκε γι αρκετή ώρα, έχοντας σηκωμένα τα χέρια του στον ουρανό και εγώ στεκό­μουν πίσω του πολύ φοβισμένος και προσευχόμενος. Γιατί με φόβισε πολύ η θωριά του. Αφού δε τελείωσε την προσευχή του, γυρίζει κι έρχεται σ' εμένα και καθώς με πλησίασε αισθάνθηκα να φεύγει η λύπη και η δειλία από πάνω μου. Μετά στάθηκε μπροστά μου, άπλωσε το χέρι του, το ακούμπησε στο στήθος μου και με κτύπησε με τα δάκτυλα του λέγοντας: Μ' εγκαρτέρηση πολλή, περίμενα τη βοήθεια και την προστασία του Κυρί­ου, χωρίς να πάψω να ελπίζω σ' Αυτόν. Και με πρόσεξε και άκουσε τη δέηση και την παράκλησή μου. Και μ' έβγαλε από το λάκκο της ταλαιπωρίας, και από τη λάσπη του βούρκου, που δεν μπορούσα να πατήσω στερεά. Και στήριξε όρθια τα πόδια μου, στερεώνοντάς τα σε ασάλευτη πέτρα, και μ' οδήγησε να πορευ­τώ σε ευθύ και απλανή δρόμο. Και έβαλε στο στόμα μου καινού­ριο τραγούδι, έναν ύμνο που ταιριάζει στο Θεό μας (Ψαλμ. 39, 1-4). Και είπε όλους τους στίχους του ψαλμού από τρεις φορές, κτυπώντας, όπως είπα, το στήθος μου και ύστερα βγήκε έξω. Και αμέσως ήρθε στην καρδιά μου φως, χαρά, παρηγοριά, γλυκύτητα και έγινα άλλος άνθρωπος. Καθώς λοιπόν βγήκα τρέ­χοντας πίσω του, θέλοντας να τον βρω, δεν τον βρήκα, αλλά χάθηκε από εμπρός μου. Από εκείνη την ώρα, με τη Χάρη και το Έλεος του Θεού, δεν μου συνέβη πια να ενοχληθώ ούτε από λύπη, ούτε από δειλία, αλλά μέχρι τώρα με σκέπασε ο Θεός με τις ευχές εκείνων των αγίων Γερόντων.
68.- Σάς τα είπα αυτά, αδελφοί μου, επειδή ήθελα να σάς δείξω πόση ανάπαυση και ξεγνοιασιά και κάθε ασφάλεια έχει αυτός που δεν εμπιστεύεται στο λογισμό του, αλλά αφήνει κάθε σχετικό με τον εαυτόν του στα χέρια του Θεού και σ' αυτούς που, μετά το Θεό, μπορούν να τον καθοδηγήσουν. Συνηθίστε λοιπόν και σεις, αδελφοί μου, να ρωτάτε. Συνηθίστε να μην εμπιστεύε­στε στον εαυτό σας. Είναι ωφέλιμο πράγμα. Είναι ταπείνωση, είναι ξεκούραση, είναι χαρά. Ποιος ο λόγος να κατατσακίζεται κανείς άδικα; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη σωτηρία παρά μόνο αυτός.
Ίσως όμως σκεφθεί κανείς ότι, αν δεν έχει το κατάλληλο πρόσωπο για να ρωτήσει, τι πρέπει να κάνει; Πραγματικά, αν θελήσει κανείς ειλικρινά να γνωρίσει το θέλημα του Θεού με όλη του την καρδιά, ποτέ μα ποτέ δεν θα τον αφήσει ο Θεός, αλλά με κάθε τρόπο θα τον οδηγεί σύμφωνα μ' αυτό. Πραγματικά, αν στρέψει κανείς την καρδιά του στο θέλημα του Θεού, ακόμα και μικρό παιδί μπορεί να φωτίσει ο Θεός να του φανερώσει το θέλημά Του. Αν όμως δεν ζητάει κανείς ειλικρινά το θέλημα του Θεού, ακόμα και αν πάει να συμβουλευτεί Προφήτη, σύμφω­να με την αμαρτωλή καρδιά του θα δώσει ο Θεός πληροφορία στην καρδιά του Προφήτη για να του απαντήσει στην απορία του, όπως λέει η Αγία Γραφή: Αν πλανηθεί και μιλήσει ο Προφήτης, εγώ ο ίδιος ο Κύριος επλάνησα τον Προφήτην εκεί­νον (Ίεζ. 14, 9).
Γι' αυτό πρέπει μ' όλη μας τη δύναμη να στρέψουμε τον εαυτό μας στο θέλημα του Θεού και να μην έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Αλλά, και αν ακόμα πρόκειται και για καλό πράγμα και πληροφορηθούμε από κάποι­ον άγιο ότι πράγματι είναι καλό, έχουμε υποχρέωση να το θεω­ρούμε μεν καλό, να μην πιστεύουμε όμως ότι και το εφαρμόζου­με σωστά και όπως ακριβώς θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά να κάνουμε μεν ό,τι μπορούμε, να συμβουλευόμαστε όμως και για τον τρόπο που θα έπρεπε να το εκτελέσουμε. Και όταν το εκτελέσουμε, πάλι να ρωτάμε αν το κάναμε σωστά. Και όταν ακόμα τα εφαρμόζουμε όλα αυτά, ούτε τότε να ξεγνοιάζουμε, αλλά να περιμένουμε και την κρίση του Θεού, όπως ακριβώς και ο άγιος εκείνος αββάς Αγάθων, όταν τον ρώτησαν: Και συ φοβάσαι, πάτερ; απάντησε: Εγώ έκανα ότι μπορούσα αλλά δεν είμαι σίγουρος, ότι το έργο μου άρεσε στο Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι. Ο Θεός να μας φυλά­ξει από τον κίνδυνο που απειλεί εκείνους που έχουν εμπιστοσύ­νη στο λογισμό τους και να μας αξιώσει να κρατηθούμε στο δρόμο των Πατέρων μας.
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
22  ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2010


Read more: http://www.egolpion.com/ava_dorotheou_e.el.aspx#ixzz2p4kKupIp

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Στήν δίνη τοῦ ἐθνικισμοῦ ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία

Στήν δίνη τοῦ ἐθνικισμοῦ ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία
Στήν δίνη τοῦ ἐθνικισμοῦ ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία
ΣΤΗ  ΔΙΝΗ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Ο  ΧΡΙΣΤΟΣ  ΚΑΙ  Η  ΠΑΝΑΓΙΑ

π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

1. Ένα σύμπτωμα του νοσηρού εθνικισμού (υπάρχει και ο υγιής εθνισμός, η φιλοπατρία) είναι η προσπάθεια κάποιων κύκλων του νεοπαγανισμού να αποδειχθεί η (δήθεν) ελληνική καταγωγή του Χριστού, ώστε και η σωτηρία του κόσμου, όπως και αν την κατανοούν οι εκπρόσωποί τους, να αποδοθεί στον Ελληνισμό. Σ’ αντίθεση, λοιπόν, προς εκείνους τους νεοειδωλολάτρες, που με μανία αποκρούουν και απορρίπτουν κάθε τι το χριστιανικό ψέγοντάς το με αποτροπιασμό ως «εβραϊκό», αυτοί τηρούν αυτή τη συγκαταβατική και διαλλακτική στάση, όχι φυσικά από ενδιαφέροντα σωτηριολογικά και θεολογικά, αλλά καθαρά εθνοφυλετικά, και κυρίως για την πολιτική εκμετάλλευση του Ελλαδικού Χριστιανισμού, ως Ορθοδοξίας, και την εξαπάτηση των αφελών.
Ο επιχειρούμενος «εξελληνισμός» του Χριστού συνδέεται από τους κύκλους αυτούς με την υποστήριξη της ελληνικής καταγωγής της Παναγίας, ώστε, εάν αποδειχθεί η ελληνική καταγωγή της, να συναχθεί και η ελληνικότητα του Χριστού!
Ο Ελληνισμός όμως, που γέννησε και την καθαρά επιστήμη και διαμόρφωσε αρχές στην έρευνα αιώνιες και ακατάλυτες, δεν χρειάζεται την πλαστογράφηση της ιστορίας, για να μεγαλυνθεί, διότι ελληνική αρετή είναι η «ζήτησις της αληθείας» (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, +215 μ.Χ.) και δοξασμός του η αποδοχή και κήρυξή της στην Οικουμένη. Υπάρχουν βασικότατα επιχειρήματα, που βεβαιώνουν την εβραϊκή καταγωγή της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού.

Η Παναγία υπήρξε εβραία στην πίστη και ισραηλίτισσα στην καταγωγή έστω και αν έζησε στην «Γαλιλαία των Εθνών» διότι:

α) Το όνομά της ΜΑΡΙΑ-ΜΑΡΙΑΜ-ΜΥΡΙΑΜ είναι καθαρά εβραϊκό. Αν δεν καταγόταν από εβραίους γονείς και ήταν προσήλυτη στον ιουδαϊσμό θα έφερε ελληνικό όνομα. Στο Λουκ. Ι, 27 αναφέρεται ρητά, ότι ήταν «εξ οίκου Δαβίδ», δηλαδή από την φυλή του Ιούδα (πρβλ. Λουκ. Ι, 32. 69 και Ρωμ. Ι,3). Μέχρι σήμερα στους Εβραίους η μητέρα ορίζει την καταγωγή και ο πατέρας το όνομα Μπεν, δηλαδή Γιός του Τάδε. Π.χ. Μπεν Γκουριόν = /Γιός του Γκουριόν. Ελληνικά θα ήταν γκουριονίδης ή Γκουριονόπουλος).

β) Οι γονείς της Παναγίας έχουν και αυτοί καθαρά εβραϊκά ονόματα και ήσαν μάλλον ιεροσολυμίτες. Τα ονόματά τους (Ιωακείμ και Άννα) παραδόθησαν από το (μη κανονικό, αλλά με πολλά αυθεντικά ιστορικά στοιχεία) «Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου» και δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ στην αρχαιότητα.

γ) Ανατράφηκε στον χώρο του εβραϊκού Ναού, όπου την είχαν «τάξει» οι γέροντες γονείς της.

δ) Εξαδέλφη της ήταν η Ελισάβετ, μητέρα του Προδρόμου, καθαρά εβραία «εξ οίκου Ααρών» (Λουκ. Ι, 5).

ε) Ο Ιωσήφ, ως πιστός Ιουδαίος («εξ οίκου Δαβίδ»/Ιούδα) δεν μπορούσε να μνηστευθεί εθνική γυναίκα, άρα και ελληνίδα.

στ) Αν δεν ήταν εβραία, δεν θα μπορούσε ποτέ να πει το «Ιδού, η δούλη Κυρίου», δηλαδή του Γιαχβέ.

ζ) Ο ύμνος της Μαρίας στο Λουκ. Ι, 46επ. (τα Μεγαλυνάρια) πηγάζει από την Παλαιά Διαθήκη, που γνώριζε και διάβαζε η Μαρία.

η) Ως πιστή εβραία η Μαρία «καθαρίζεται» στον Ναό των Ιεροσολύμων (Λουκ., 2,22επ.).

θ) Το ίδιο επιβεβαιώνουν και οι επισκέψεις της Μαρίας στον Ναό, στα Ιεροσόλυμα, για τον εορτασμό του (εβραϊκού) Πάσχα. Τον δωδεκαετή Ιησού αναζήτησε στον Ναό (Λουκ. 2,40 επ.).

ι) Παρευρίσκεται στον γάμο της Κανά, σε περιβάλλον συγγενών της ή γνωστών, αλλά ομοπίστων της.
ια) Εβραϊκό είναι και το όνομα Ναζαρέτ. Οι εβραίοι ήσαν μειοψηφία στην Γαλιλαία, αλλά συμπαγής και δυναμική. Ο «ζηλωτισμός» τους (κατά των εθνικών) από εκεί ξεκίνησε. Ο Ιωσήφ και η Μαρία ήσαν εσωτερικοί μετανάστες στην Γαλιλαία, η προέλευσή τους όμως ήταν από την Ιουδαία. Πήγαν στην Γαλιλαία, διότι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη δυνατότητα ευρέσεως εργασίας.

ιβ) Σημαντικό μάλιστα είναι, ότι η ραββινική φιλολογία (το Ταλμούδ), που εξέμεσε τις μεγαλύτερες ύβρεις κατά της Παναγίας και του Ιησού Χριστού, δέχεται την Μαρία ως εβραία.

Ιγ) Αλλά και το Κοράνιο δέχεται την Μαρία εβραία. Ουδείς στους αρχαίους αιώνες διανοήθηκε ποτέ, ότι η Μαρία δεν ήταν εβραία, αλλά άλλης καταγωγής, εν προκειμένω ελληνικής. Απουσιάζει τελείως κάθε (σοβαρή και αξιόπιστη) σχετική μαρτυρία.

2. Ο εθνοφυλετισμός δεν έχει θέση στην Πίστη μας. Η σωτηρία (δυνατότητα ενώσεως του κτιστού με τον Άκτιστο Τριαδικό Θεό, εν Χριστώ) είναι υπεράνω καταγωγής, εθνικής ταυτότητας, πολιτισμού, διότι ο Θεός μας «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι» (Α΄Τιμ. 2,4). Οι παλαιοδιαθηκικοί Προφήτες έσωσαν, στον λόγο και την βιοτή τους, τον δρόμο (την μέθοδο) προς την σωτηρία, αναμένοντας την σάρκωση-ενανθρώπιση του Μεσσία και ζώντας την άσαρκη επί γης παρουσία του. Σ’ αυτή την παράδοση ανήκαν η Μαρία, ο Ιωσήφ, ο Πρόδρομος, οι Απόστολοι και όσοι άλλοι εκ των Ιουδαίων δέχθηκαν τον Χριστό ως τον αναμενόμενο Μεσσία. Σ’ αυτή την παράδοση χωράει όλος ο κόσμος. Ο Χριστός γεννήθηκε εκεί, όπου όχι μόνο η προσδοκία του ήταν ισχυρότερη και διαρκής, αλλά και εκεί όπου η σχέση του με τους Δικαίους δεν διακόπηκε ποτέ, δηλαδή στα όρια του εβραϊσμού. Βέβαια και στον εθνικό κόσμο υπήρξαν πρόσωπα που έζησαν με την «προσδοκία» του Λυτρωτή (πρβλ. Γεν. 49, 10), έχοντας στην καρδιά τους, λόγω της καθαρότητάς της, τον «σπερματικό Λόγο» (άγιος Ιουστίνος, πλατωνικός φιλόσοφος και μάρτυρας της Πίστεως, β΄αι. μ.Χ.). Όλοι αυτοί συμπεριλαμβάνονται στη «Παλαιά Διαθήκη» και όχι μόνον εβραίοι. Άλλωστε, ο οποιοσδήποτε επεκτατισμός και η διάθεση κυριαρχίας δεν ανταποκρίνεται στο γνήσιο πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά συνδέεται με την διαστροφή του αυθεντικού εβραϊσμού, που γέννησε τον «σιωνισμό», ως ιουδαϊκό ιμπεριαλισμό, στη εποχή του Χριστού κυρίως (Φαρισαϊσμός). Ο Αβραάμ στάλθηκε από τα βάθη της Μέσης Ανατολής προς τα παράλια, για την εξάπλωση της αληθινής πίστεως, της μονοθεϊας, και την πρόσκληση όλων των λαών στην αληθινή σχέση με τον Θεό. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν τον στέλνει εκεί ως κατακτητή και κυρίαρχο, αλλά του λέγει: «Εν σοι ενευλογηθήσονται πάσαι αι φυλαί της γης». Ως φωτιστή του κόσμου δηλαδή στην αληθινή πίστη (Γεν. 12,3).

Η στενή ιουδαϊκή (φαρισαϊκή) εθνικιστική παράδοση, που επιβίωσε ως σήμερα, δυστυχώς, δεν έχει σχέση με την προφητική, που στην ιστορία της «θείας οικονομίας» (της ανάπτυξης του σχεδίου του Θεού για την σωτηρία) είναι χριστιανική. Σ’ αυτήν, την προφητική παράδοση, θεμελιώνεται και η σχέση χριστιανισμού-εβραϊσμού. Η Π. Διαθήκη προσεγγίζεται και κατανοείται μόνο μέσα από την Καινή. Όπως είπε ο ι. Αυγουστίνος (4-5ος αι.): «Η Καινή Διαθήκη κρύπτεται στη Παλαιά και η Παλαιά Διαθήκη αποκαλύπτεται στην Καινή». Γι’ αυτό οι Προφήτες της Π. Διαθήκης καταδικάζουν, ελέγχουν και απορρίπτουν κάθε αντιπνευματική τάση στον Ιουδαϊσμό («ψευδής» ιουδαϊσμός). Αυτό κάνει και ο Χριστός στη φοβερή κριτική του απέναντι στον αντιπροφητικό ιουδαϊσμό (κυρίως στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο) και οι Απόστολοι (Στέφανος, Παύλος κ.λπ.).

3. Πρέπει, εξ άλλου, να κατανοηθεί από τους καλοπροαίρετους νεοπαγανιστές, ότι κάθε προσπάθεια να κλεισθεί και περιορισθεί ο Χριστός σε ένα έθνος, πρώτα παραβλέπει την «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», την υπερφυσική, δηλαδή, σύλληψή του και υποτιμά ή και αρνείται την θεότητά του. Ο Χριστός ως «Σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄Τιμ. 4, 10), δεν κλείνεται σε ένα Έθνος, διότι ανήκει σ’ όλο τον κόσμο, προσφέροντας σε κάθε άνθρωπο την δυνατότητα σωτηρίας. Και όπως ασχολίαστα χρησιμοποιούμε την πενικιλίνη, χωρίς να ενοχλούμεθα από την (σκωτσέζικη) καταγωγή του εφευρέτου της (Αλ. Φλέμιγκ), κατ’ ανάλογο τρόπο δεν ενοχλούμεθα από την εβραϊκή καταγωγή του Χριστού, ως ανθρώπου. Όπως ελέχθη, μόνο στην εβραϊκή κοινωνία μπορούσε να γεννηθεί σαρκούμενος ο Μεσσίας, εκεί όπου και αναμενόταν και οι πιστοί στην μεσσιανική παράδοση (προφήτες) ετοιμάζονταν, με την πνευματική ζωή τους για την υποδοχή του.

Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι μία συκοφαντία του εβραϊκού Ταλμούδ (= συναγωγή ερμηνειών ραββίνων του ιουδαϊσμού με έντονο αντιχριστιανικό και ρατσιστικό χαρακτήρα΄ οι μη εβραίοι/ιουδαίοι αποκαλούνται σ’ αυτό γκοϊμ, δηλαδή κτήνη), που την αντέγραψαν και άλλοι αντιχριστιανοί συγγραφείς, θεωρούν τον Ιησού νόθο, που δήθεν συνέλαβε η νεαρή Μαρία από τον στρατιώτη Πανθήρα. Και οι μεν ιουδαίοι χρησιμοποιούν το «επιχείρημα» αυτό, για να αρνηθούν την εβραϊκή καταγωγή του Ιησού. Οι νεοπαγανιστές μας όμως συχνά καταφεύγουν στο ίδιο «επιχείρημα», ή για να υποτιμήσουν τον Χριστό ή για να επιβάλουν την (δήθεν) ελληνική καταγωγή του.

Το ερώτημα όμως είναι: Είναι ανάγκη να καταφεύγει ο Ελληνισμός στην πλαστογράφηση της ιστορίας, για να προσθέσει κάτι στο κύρος του; Η ιδιοποίηση του Χριστού εθνικά δεν προσθέτει τίποτε στον Ελληνισμό. Αρκεί σ’ αυτόν ότι δοξάσθηκε από τον Χριστό, ως φορέας και ο πιστότερος απόστολος του ευαγγελίου του, με την ελληνική γλώσσα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη εν Χριστώ δόξα του Ελληνισμού στην ιστορία, διότι μέσω αυτής ο Ελληνισμός υπερβαίνει την ιστορία, ως η ανθρώπινη φύση στην θεανθρώπινη ένωση της Ορθοδοξίας, με αιώνια κεφαλή Θεό και Σωτήρα τον Ιησού Χριστό.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ- ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ - ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ


H πρόκληση του διαφωτισμου και οι Κολυβαδες - π. Γ. Μεταλληνός




Το 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, που στα βασικά της σημεία συνιστά επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του 14ου αιώνα. Συνεχιστές, άλλωστε, των Ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι αγιορείτες Κολλυβάδες Πατέρες, ενώ στη θέση του Καλαβρού «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα δηλαδή και εκφραστού της «ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και μοναχοί στην πλειονότητα τους, όπως και εκείνοι. Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή «πνευματικού δυϊσμού», που κατατρώγει μόνιμα την εθνική μας σάρκα.

Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους. Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Αγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο και της νέας συγκρούσεως, εφ' όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Αγιον Όρος, στα πρόσωπα των Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές επιλογές του.

Οι Έλληνες φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εξέφραζαν κατά κανόνα μια στάση ζωής, που συνιστούσε ριζοσπαστική ανανοηματοδότηση σύνολης της κοινωνικής πραγματικότητας, στα όρια μιας νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), με την αυτούσια μεταφύτευση («μετα-κένωση») ιδεών, αρχών και πρακτικών, που παρήγαγε σε μια μακρά διαλεκτική διαδικασία - άγνωστη στην καθ' ημάς Ανατολή- ο ευρωπαϊκός χώρος. Στους Έλληνες Διαφωτιστές δεν έλειπαν αθεϊστικές, αντιχριστιανικές και προ πάντων αντικληρικαλιστικές τάσεις. Οι ιδέες τους, μάλιστα, προωθούσαν κάτι φοβερότερο για την ορθόδοξη συνείδηση και από την αληθινή ή φαινομενική τους «αθεΐα», τον αδιαφορισμό. Εξ άλλου, στα έργα τους λανθάνουν θέσεις αντιτριαδικές, πανθεϊστικές, αλλά και ευσεβιστικές (Κοραής), που ήταν αδύνατο να μην προκαλέσουν τις παραδοσιακές συνειδήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι όλα αυτά εντάσσονταν σε μια σαφώς εκδηλούμενη πρόθεση για αποδυνάμωση της Ρωμαίικης Εθναρχίας, με απώτερο στόχο τη διάλυσή της (πρβλ. Ελλαδικό αυτοκέφαλο). Ένας νέος, λοιπόν, κόσμος εισέβαλλε στη Ρωμαίικη (Ελληνορθόδοξη) Ανατολή, που δεν ήταν δυνατόν να επικρατήσει χωρίς ανατροπή του κόσμου της ορθοδόξου παραδόσεως.
Παραδοσιακοί κατ' εξοχήν στην Ανατολή ήσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοί και κληρικοί, εντεταγμένοι στην ησυχαστική εμπειρία, με ρωμαίικο φρόνημα και γι' αυτό ικανοί να κατανοήσουν τις πνευματικές διαφοροποιήσεις του ευρωπαϊκού κόσμου. Δυτικοί ερευνητές, όπως ο προτεστάντης Ν. Bonwetsch ή ο Ρωμαιοκαθολικός Louis Ρetit, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν το «κίνημα των Κολλυβάδων» «δείγμα της αφυπνιζόμενης ζωής του Ελληνικού Έθνους», όταν ένα μέρος της δικής μας Διανοήσεως επέμενε να το βλέπει με έντονη υποτίμηση, εφ' όσον η αξιολόγηση των Κολλυβάδων συμβάδιζε με τη γενικότερη στάση έναντι του Ησυχασμού και του «Βυζαντίου». Η αποτίμησή τους όμως σήμερα είναι ευκολότερη, απ' όσο στο παρελθόν, όσο μάλιστα προχωρεί η αποδέσμευση από τα παλαιότερα - μη ενδογενή εν πολλοίς- καταθλιπτικά κριτήρια.
Κατά τον Καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά, οι Κολλυβάδες συνιστούν «κίνημα αντίδρασης στον εκδυτικισμό και την αλλοτρίωση», που αποκαλύπτει «μιαν απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση και επίγνωση των βιωματικών προτεραιοτήτων της Εκκλησίας». Οι Κολλυβάδες εξέφραζαν τη συνείδηση του πλατιού λαϊκού στρώματος της εποχής τους, της λαϊκής βάσης, με τα μέσα και τις δυνατότητες του καιρού τους, αλλά και τις προσωπικές χαρακτηριολογικές καταβολές τους. Ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Αγίου Όρους ως θεματοφύλακα της πατερικότητας. Η αντίδρασή τους στο ρεύμα της εποχής, δηλαδή «στην ευρωπαϊκή κοσμογονία [...] προδίδει μιαν ιστορική διορατικότητα και οξυδέρκεια πραγματικά θαυμαστή».
Η σύγκρουση των παραδοσιακών δυνάμεων του Γένους με τις ιδέες του Διαφωτισμού ήταν αναπόφευκτη, διότι, όπως ελέχθη, επρόκειτο για διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους κόσμους και δράματα ασύμπτωτα. Αντίθετα, συμπάθεια στις ιδέες του Διαφωτισμού έδειχναν οι Αγιορείτες Αντικολλυβάδες, επικεντρώνοντας και αυτοί την αντίθεση τους στην ησυχαστική παράδοση, που τους έφερε κοντά στους Διαφωτιστές. Ακριβώς δε η απόρριψη των ησυχαστικών πρακτικών από μοναχούς του Αγίου Όρους ήταν για τους Κολλυβάδες απτή απόδειξη των συνεπειών της ταυτίσεως με τις νέες ιδέες της Ευρώπης και της επερχόμενης αλλοτριώσεως.

Το ρεύμα του Διαφωτισμού ανέπτυξε, έτσι, μια ισχυρή δυναμική στην παραδοσιακή συνείδηση του Γένους, και μάλιστα όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά. Η πρόκληση δηλαδή δεν οδήγησε μόνο σε αντιθέσεις -εν πολλοίς άγονες και ζημιογόνες-, αλλά και σε δημιουργική δράση (συγγραφική παραγωγή, ποιμαντικές ενέργειες για την αναθέρμανση της πατερικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Είναι δε γεγονός, ότι «οι ηγέτες των Κολλυβάδων (Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης, Αθανάσιος Πάριος) δεν αντιτάσσουν στο νεωτερισμό μιαν αντίπαλη ιδεολογία, αλλά ένα λόγο υπαρκτικής αφυπνίσεως στις ουσιώδεις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως τις φώτισε το ήθος και η εμπειρία των Πατέρων της εκκλησιαστικής παραδόσεως». Αντιρρητική και θεολογική δημιουργία συμπορεύονται στη δράση των Κολλυβάδων, προσφέροντας μαρτυρία πνευματικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, που δεν θα έφθανε στο φως της δημοσιότητας υπό άλλες συνθήκες. Αλλωστε, αυτή είναι ανά τους αιώνες η γενεσιουργός αιτία της θεολογικής δημιουργίας της Εκκλησίας. Πάντα η αιρετική ή αιρετίζουσα απόκλιση προκαλεί δημιουργικά την ορθόδοξη συνείδηση και σκέψη. Αυτό συνέβη και στην παράδοση των Κολλυβάδων. Η αντιδιαφωτιστική μάλιστα στράτευσή τους, παρά τις όποιες αστοχίες και υπερβολές της, απεκάλυψε τη συνέχεια της πατερικής -ορθόδοξης δηλαδή- εμπειρίας σε καιρούς, που η ορθόδοξη θεολογική παρουσία ήταν πολύ ισχνή.
Οι Κολλυβάδες αναπτύσσουν την αντιρρητική τους έναντι των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, κινούμενοι σε μια θεματική, τα βασικά σημεία της οποίας είναι τα ακόλουθα:

α) Η Ευρώπη: Οι Έλληνες Διαφωτιστές, με πρώτο τον Αδαμ. Κοραή, μιλούν με υπερηφάνεια για τη «φωτισμένη Ευρώπη», τα «φώτα» της οποίας αυτοί μεταλαμπαδεύουν στο Γένος. Ο προσανατολισμός τους δε στην Ευρώπη, μόνιμο όραμα των Ενωτικών από αιώνες, θα παραγάγει το «σύνδρομο του εξευρωπαϊσμού» στο Νεώτερο Ελληνισμό, που κατέστησε την Ευρώπη «καθολική μητρόπολή» του. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στην παράδοση των Ανθενωτικών, από τους Ησυχαστές του 14ου αιώνα ως τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό (18ος αι, δεν πρωτοτυπούν σε τίποτε στη στάση τους έναντι της Ευρώπης. Απορρίπτουν και αυτοί καθολικά τη μετά το σχίσμα Ευρώπη, αρνούμενοι σ' αυτήν κάθε σχέση με την πατερική παράδοση, θεολογικά και κοινωνικά, ως και κάθε δυνατότητα αναγέννησης του Γένους με τα δικά της «φώτα». Ο συχνά χρησιμοποιούμενος από αυτούς όρος «Φραγκιά» (France) εκφράζει ολόκληρη την εκφραγκευμένη Δύση. Σε ειδικά έργα, -λιγότερο ο Νικόδημος και συστηματικότερα, λόγω ειδικών αφορμών, ο Πάριος - προτείνουν τη διακοπή κάθε σχέσης με την Ευρώπη, διότι ο τρόπος υπάρξεως, που αυτή δημιουργεί, ανατρέπει το ορθόδοξο ήθος.

β) Η Παιδεία: Οι Έλληνες Διαφωτιστές θεωρούσαν τη νέα Φιλοσοφία ως την πεμπτουσία της ανανεωμένης παιδείας, που προέκριναν για το Γένος και την πρόοδο του. Η συνείδηση των Κολλυβάδων για τη «νέα φιλοσοφία» προσδιορίζει και τη στάση τους απέναντι στην εισαγόμενη ευρωπαϊκή παιδεία. Στα σχετικά έργα τους, ιδιαίτερα ο Πάριος, τάσσονται υπέρ μιας παιδείας, που θεμελιώνεται στην παράδοση του Γένους, όπως αυτοί βέβαια τη νοούν. Η αφετηρία τους -όσο και αν αναζητούνται άλλα κίνητρα είναι ουσιαστικά και εδώ ησυχαστική-πατερική επανάληψη της ανάλογης στάσης του Πατροκοσμά. Κάνουν διάκριση και αυτοί των δύο γνώσεων-σοφιών (της «άνω» και της «έξω» και διαγράφουν τα όριά τους. Η «άνω» σοφία απαιτεί πατερικά καθολική μετοχή του ανθρώπου. Η πολεμική του Παρίου κατά των Επιστημών δεν σημαίνει και απόρριψή τους καθ' εαυτές, αλλά μόνο της στήριξης της ανθρώπινης ελπίδας σ' αυτές. Αυτή την παράδοση άλλωστε είχε ενσαρκώσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το πνευματικό πρότυπο των Κολλυβάδων. Γι' αυτό και καταφεύγουν στις «επιστήμες» στα έργα τους, αλλά για να προχωρήσουν σε πνευματικότερες τεκμηριώσεις. Είναι σαφής η δήλωση του Παρίου: «Η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν ούτε κακή, ούτε καλή, αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή». Όχι συνεπώς η «σοφία», αλλ' οι «σοφοί» είναι το πρόβλημα των παραδοσιακών Κολλυβάδων. Εδώ εντάσσεται και η απόρριψη του Κοπερνίκειου συστήματος από τον Πάριο, αλλά και άλλους. Οι φονταμενταλιστικές θέσεις (απολυτοποίηση της Γραφής λ.χ. η διακηρύξεις του τύπου «τα μαθηματικά πηγή αθεΐας» κατανοούνται σ' αυτό το πλαίσιο και σχετίζονται με την έπαρση (των ευρωπαϊκά σκεπτόμενων επιστημόνων, μόνιμο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας ως τον αιώνα μας). Η δήθεν αντίθεση πίστεως και γνώσεως(επιστήμης), ψευδοπρόβλημα για την Ορθοδοξία, και η αναγνώριση της προτεραιότητας της δικαιούμενης από τον ορθό λόγο επιστήμης, βρίσκεται στο υπόβαθρο της διαφωτιστικής στάσης και της αντιδιαφωτιστικής επιθετικότητας.

γ) Προβολή προτύπων: Στα προβαλλόμενα πρότυπα των «σοφών» του κόσμου εκ μέρους των Διαφωτιστών, οι πατερικοί Κολλυβάδες αντιπροτάσσουν το σοφό της ρωμαίικης παράδοσης, τον Αγιο, το θεούμενο άνθρωπο και «κατά χάριν» θεάνθρωπο. Υπερβαίνεται, έτσι, η ιδεολογική αντιπαράθεση και το πρόβλημα αντιμετωπίζεται στο επίπεδο της εν Χριστώ αυθεντικής ύπαρξης. Γι' αυτό ρίχνουν όλο το βάρος της θεολογικής και ποιμαντικής προσφοράς τους στη λατρεία, αποδεδειγμένη κιβωτό του Γένους κατά τη δουλεία. Υπογραμμίζουν τη σημασία της λειτουργικής ζωής, μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ευχαριστιακό ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι στο θέμα αυτό αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής παραγωγής τους, που περιλαμβάνει: πατερικές εκδόσεις με επικέντρωση στο Γρηγ. Παλαμά και το Συμεών το Νέο θεολόγο, αναγεννητή του Ησυχασμού τον 11ο αιώνα΄ έκδοση γεροντικών κειμένων (η σοφία της ερήμου), λειτουργικών (ομιλιών, ακολουθιών, συναξαριών, εγκωμίων) και προ πάντων της Φιλοκαλίας. Η τελευταία, προσφέροντας τη νηπτικοασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας, απέβη πνευματική τροφή όλων των Ορθοδόξων και των σλαβικών χωρών και κριτήριο της νεώτερης θεολογίας μας, ως «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας». Έχει απόλυτα δίκιο ο Χρ. Γιανναράς όταν γράφει, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας συνιστά «πρόκληση αναμέτρησης δύο πολιτισμών». «Από τη μια η φρενίτιδα της «προόδου», που ειδωλοποιεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια, αυτάρκεια του φυσικού και θνητού [...] και από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα της αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας».

δ) Κοινωνία-εθνικό όραμα: Ένα από τα κυριότερα μέσα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέβησαν οι Χρηστοήθειες, που προσδιόριζαν το ήθος της νέας κοινωνίας, δηλαδή τις «σχέσεις ανάμεσα στα άτομα και ανάμεσα στα φύλα». Είναι «οδηγοί καλής συμπεριφοράς» του πολίτη, «πως θα καθήσει, πως θα φάει, πως θα μιλήσει...». Οι νοοτροπίες αυτές εισβάλλουν στην Ελληνική κοινωνία μέσω διαφόρων διαύλων και κυρίως εκείνων, που, μετά τις σπουδές τους στην Ευρώπη, μεταφέρουν εδώ τα ήθη της. Τις συνέπειες επισημαίνει ο αείμνηστος Κ. Δημαράς: «Όλα δείχνουν ότι μια βαθιά αλλοίωση έχει επέλθει στη συγκρότηση της Ελληνικής κοινωνίας». «Η παραδοσιακή φιλοκαλία περνάει από δοκιμασία, ώσπου να αφομοιωθούν τα καινούρια, ενώ παραμελούνται τα παλαιά». Είναι η πρόκληση της Ευρώπης στο χώρο της κοινωνίας.
Δεν πρέπει στη συνάφεια αυτή να λησμονείται, ότι η διαμόρφωση της μετακαρλομάγνειας Ευρωπαϊκής κοινωνίας έχει υποδομή θεολογική, θεολογικό όμως, δηλαδή εκκλησιολογικό, είναι το υπόβαθρο και της ρωμαίικης κοινωνίας. Οι Κολλυβάδες το βιώνουν αυτό ως εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεολόγοι. Γι΄ αυτό συνδυάζουν στην προσπάθειά τους την ανανέωση της θεολογικής παραδόσεως με το αμετακίνητο ορθόδοξο κοινωνικό μοντέλο, που προσφέρει το μοναστικό κοινόβιο και εμπεδώνει στις συνειδήσεις η λατρεία. Η προβολή του ορθοδόξου κοινωνικού ήθους γίνεται, έτσι, μετά από την ίδια την ορθόδοξη πράξη, που διασυνδέει την κοινωνία της λατρείας με τη «λειτουργία μετά τη λειτουργία», κάτι που εκφράζει πληρέστατα η εκκλησιαστική «πανήγυρις» με τη διπλή της όψη, μέσα και έξω από την Εκκλησία. Παρ' όλα αυτά η Χρηστοήθεια του αγίου Νικόδημου έρχεται να καλύψει και θεωρητικά το θέμα. Οι αναφορές του συγγραφέα δεν είναι βέβαια ευσεβιστικές, αλλά πατερικές και αγιογραφικές. Δεν πρόκειται άρα για ηθικές «νόρμες», αλλά για αγιοπνευματική εμπειρία. Ο άγιος, που με το ασκητικό του πνεύμα ενοχλεί τους εκκοσμικευμένους του εκκλησιαστικού χώρου, προτείνει το αυθεντικό ορθόδοξο-πατερικό ήθος, ως τρόπο εκκλησιαστικής υπάρξεως.
Η πολιτική δράση των Κολλυβάδων, κυρίως του Παρίου, σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να θεωρηθεί. Είναι η απόλυτη συνέπεια στην απόρριψη της Ευρώπης όχι μόνο στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Η θεωρητική τους τεκμηρίωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Τα περί «κηρύγματος δουλικής υποταγής» στην Οθωμανική κυριαρχία ή περί «θεολογικά τεκμηριωμένα εθελοδουλίας» θα ανταποκρίνονταν στα πράγματα, αν δεν διασκεδασθούν με την προσθήκη του Βασιλείου Μακρίδη: με σκοπό «την προστασία της Ορθοδοξίας από τον κίνδυνο της Δύσης». Ίσως μάλιστα ο λόγος για «αυτοπροστασία» είναι προτιμότερος και ρεαλιστικότερος του όρου «εθελοδουλία». Ο «αντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δεν είναι κατ' ανάγκη και «φιλοτουρκισμός», για έναν που γνωρίζει τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γαλλικά σχέδια αυτή την εποχή για τη Ρωμαίικη Εθναρχία. Η σύμπτωση του προκρίματος των Κολλυβάδων με τις άμεσες στοχοθεσίες της Οθωμανικής πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ταυτίζεται όμως και εδώ απόλυτα με τη στάση του εθνομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που θεωρεί τον Οθωμανικό ζυγό θεϊκή εύνοια για το Γένος, με κριτήριο όμως τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Ορθοδοξία. Η αναζήτηση ερμηνείας πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αδιατάρακτη πιστότητα στην παράδοση του Γένους. Η παραθεώρησή της όμως μεταβάλλει αυτόχρημα την επιστήμη σε πολιτική. Και μόνη η πρόταση του Παρίου να τιμώνται τα θύματα του ισλαμισμού, όπως οι αρχαίοι μάρτυρες της Εκκλησίας ή να τιμώνται ως άγιοι οι Νεομάρτυρες χωρίς την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, πρέπει να θεωρηθούν ως έμπρακτη «αντίσταση» στην εξουσία του «αντίχριστου», κατά τον Πατροκοσμά, Σουλτάνου.

Συμπερασματικά:

1. Η αντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστών είναι αντίθεση δυο διαφορετικών κόσμων και «πολιτικών οραμάτων», ως δύο αλληλοαποκλειομένων εκδοχών της ελληνικότητας. Η επιλογή των μέσων σ' αυτή τη διαπάλη δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, όσο η ίδια η διαπάλη, που υποστασιώνει τις συνειδήσεις.

2. Η αποτίμηση της στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως της σημασίας γι' αυτούς της Ορθοδοξίας, όχι ως θρησκευτικής ιδεολογίας ή μεταφυσικού στοχασμού, αλλ' ως τρόπου υπάρξεως, που οδηγεί στη θέωση, τον μοναδικό για την Ορθοδοξία προορισμό του ανθρώπου, ενδοϊστορικά και μεταϊστορικά. Είναι, επίσης, αναγκαία η γνώση της γλώσσας τους, που δεν είναι απλά ελληνική, αλλ' εκκλησιαστικά ελληνική, για την αποφυγή περαιτέρω παρανοήσεων.

3. Έτσι κατανοείται η εμμονή των Κολλυβάδων στην παράδοση του Γένους, εκφραζόμενη με το γραφικό αξίωμα: «μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).

4. Οι παρεξηγήσεις -τέλος- στην ερμηνευτική προσέγγιση των Κολλυβάδων πρέπει να αποδοθούν στην εφαρμογή δυτικών κριτηρίων (πολιτικών-οικονομικών, υλιστικών δηλαδή) και όχι των δικών τους (πνευματικών). Είναι ένα λάθος, που προσπαθεί να διορθώσει η σημερινή επιστημονική έρευνα, όταν βέβαια ελευθερώνεται από το καταθλιπτικό βάρος του παρελθόντος.


(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούνιος 2009)

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Η βεβήλωση της Κυριακής ημέρας

Η βεβήλωση της Κυριακής ημέρας



Η βεβήλωση της Κυριακής ημέρας
Του Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ. Ιερεμία
1. Το σημερινό μου κήρυγμα, αγαπητοί μου χριστιανοί, το έγραψα με πόνο για όσα τον τελευταίο καιρό συμβαίνουν στην πατρίδα μας. Θυμάστε, όταν ήμασταν μικροί, πηγαίναμε στο σχολειό και τραγουδάγαμε με ενθουσιασμό εκείνο το τραγούδι που λέει «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»!...
Σ΄ αυτά τα χρόνια όμως που ζούμε βουλιάζει η αγαπημένη μας πατρίδα η Ελλάδα και αργοπεθαίνει. Και το κακό έρχεται από πάνω, από τους πολιτικούς μας άρχοντες, τους οποίους εμείς, με την ψήφο μας τους αναδείξαμε άρχοντες, για να υπερασπίζουν τις παραδόσεις της πίστης μας και της φυλής μας. Αλλά αυτοί νομοθετούν ενάντια με την ένδοξη ελληνορθόδοξη παράδοσή μας. Και την ευθύνη εδώ την έχουμε εμείς οι Ιεράρχες, οι οποίοι δεν τους ελέγχουμε, όπως ήλεγχαν οι Προφήτες και οι Άγιοι Ιεράρχες Πατέρες της Εκκλησίας μας τα αμαρτήματα των αρχόντων της εποχής τους.

Το ακούσατε; Το μάθατε; Οι άρχοντές μας θέλουν να καταργήσουν δια νόμου την αργία της Κυριακής και να την κάνουν μία κοινή ημέρα σαν τις άλλες. Μα η Εκκλησία μας γι΄ αυτό την είπε «Κυριακή», γιατί πρέπει να είναι ημέρα του Κυρίου, ημέρα δηλαδή αφιερωμένη κατ΄ εξοχήν στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Έτσι από παλαιά στο Βυζάντιο η Κυριακή ημέρα είχε θεσπιστεί διά νόμου ως κατ΄ εξοχήν ημέρα λατρείας του Θεού και ημέρα αναπαύσεως από τον κόπο της εβδομάδας. Την ημέρα αυτή έπρεπε να μη λειτουργούν τα δικαστήρια, ούτε να γίνονται στρατιωτικά γυμνάσια και ιδιωτικές και δημόσιες συναλλαγές των πολιτών. Απαγορεύονταν ακόμη στο Βυζάντιο και οι θεατρικές παραστάσεις την ημέρα της Κυριακής. Την Κυριακή όλοι στην Εκκλησία, για την θεία Λειτουργία.
2. Και έτσι πρέπει να γίνεται, αδελφοί μου χριστιανοί, γιατί η ημέρα της Κυριακής είναι ημέρα ιερή. Όπως μάς λέγουν τα ιερά μας κείμενα, η Αγία Γραφή και οι ιερές μας παραδόσεις, την ημέρα της Κυριακής έγινε η δημιουργία του κόσμου. Μιλώντας για την δημιουργία του κόσμου το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, η Γένεση, λέγει: «Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα ΜΙΑ» (Γεν. 1,5). Αλλά χάλασε ο όμορφος κόσμος που έκανε ο Θεός. Τον χάλασε η αμαρτία. Η αμαρτία των Πρωτοπλάστων και των απογόνων τους. Η αγάπη όμως του Θεού ανακαίνισε, ξαναδημιούργησε τον χαλασμένο από την αμαρτία κόσμο και έγινε ο Ευαγγελισμός της Παναγίας μας, με τον οποίο αρχίζει η ανόρθωση της πεσμένης ανθρωπότητας.
Πότε έγινε ο Ευαγγελισμός;
Έγινε ημέρα Κυριακή.
Και Κυριακή πάλι ημέρα, όπως λέγει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός μας. Και η ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έγινε ημέρα Κυριακή. Αυτή είναι η «μία των σαββάτων», που λέγουν τα Ευαγγέλια (Μάρκ. 16,2), η πρώτη δηλαδή ημέρα της εβδομάδας. Κυριακή πάλι ημέρα έγινε η αγία Πεντηκοστή και την Κυριακή ημέρα στην Πάτμο ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης είδε το φοβερό όραμα της Αποκαλύψεως (Αποκ. 1,10), το οποίο παραστατικά μάς παραθέτει στο δυσερμήνευτο βιβλίο του. Αλλά και η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία θα γίνει ημέρα Κυριακή. Και αυτή η ημέρα, αδελφοί μου χριστιανοί, δεν θα έχει εσπέρα, δεν θα έχει νύχτα. Θα είναι αβράδια στη Κυριακή! Ώστε όλη η αιώνια ζωή, αδελφοί χριστιανοί, θα είναι μια αιώνια Κυριακή!
3. Τόσο πολύ ιερή και άγια είναι η ημέρα της Κυριακής, ω ευσεβείς χριστιανοί. Γι΄ αυτό, σαν χριστιανοί βαπτισμένοι και μυρωμένοι, πρέπει να τιμούμε ιδιαίτερα την ημέρα αυτή. Την ημέρα της Κυριακής όλοι στην Εκκλησία, στην θεία Λειτουργία, για να παίρνουμε απ΄ αυτήν την Χάρη του Θεού, λέγοντας στο τέλος: «Είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον». Την Κυριακή να την τιμούμε ιδιαίτερα μελετώντας περισσότερο τον λόγο του Θεού και κάνοντας περισσότερες αγαθοεργίες την ημέρα αυτή.
Τί συμβαίνει όμως, χριστιανοί μου, στην πατρίδα μας την ημέρα της Κυριακής από τους περισσότερους Έλληνες; Για να μη σας λέγω πολλά, όπως είπε κάποτε θρηνώντας ο αείμνηστος στάρετς της Φλώρινας π. Αυγουστίνος, για πολλούς Έλληνες η ημέρα αυτή είναι «σατανική» και όχι Κυριακή ημέρα. Για να φθάσουμε στο σημερινό κατάντημα και την βλασφημία που θέλουν να πράξουν οι πολιτικοί μας άρχοντες με το να καταργήσουν δια νόμου την αργία της Κυριακής ημέρας.
4. Κατά πρώτον, έχουμε να πούμε ότι στους ευσεβείς χριστιανούς δεν περνούν διατάξεις ενάντιες με την πίστη τους και τις ιερές παραδόσεις τους. Όσοι είναι πραγματικά πιστοί χριστιανοί, γι΄ αυτούς, όσοι αντίχριστοι νόμοι και να εκδοθούν, πάνω απ΄ όλα είναι η πίστη των Πατέρων τους. Με τους αντίχριστους νόμους έρχεται η ώρα να αποδείξει ο καθένας πόσο μέσα του έχει δυνατή την πίστη του και την αγάπη του στον Χριστό. Για τον πιστό χριστιανό η Κυριακή είναι Κυριακή. Ο πιστός χριστιανός την Κυριακή ημέρα οπωσδήποτε θα πάει στην Εκκλησία του, για να πάρει την Χάρη του Θεού και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Ήρθε η ώρα με τους αντίχριστους νόμους και διατάξεις οι πιστοί χριστιανοί να δώσουν μαρτυρία για την πίστη τους, έστω και αν αυτή η μαρτυρία φέρει και το μαρτύριό τους. Ό,τι λοιπόν και αν συμβεί και ό,τι και αν αποφασιστεί από ψηλά, η πίστη και τα ιερά θέσμια δεν θα χαθούν από τα εκλεκτά παιδιά του Θεού, και ας είναι λίγα. Αλλά, μιλάμε γενικώτερα για την αγαπημένη μας πατρίδα την Ελλάδα. Τί συμβαίνει επιτέλους; Βάλθηκαν, χριστιανοί μου, μερικοί, με διάφορες προφάσεις, να βγάλουν από την πατρίδα μας το ωραίο ένδυμα των ιερών της παραδόσεων και να την παραδώσουν γυμνή από τον πατρώο στολισμό της. Να την κάνουν δηλαδή, όπως τα άλλα έθνη, μία ανεξίθρησκη και άθεη χώρα.
5. Κατά πρώτον, παρακαλούμε τους κυρίους πολιτικούς μας να σκεφθούν ότι είναι άρχοντες χώρας ορθοδόξου και να μην ψηφίσουν τον αντίχριστο νόμο περί καταργήσεως της Κυριακής. Δεύτερον, τους απειλούμε ότι αν πράξουν κάτι τέτοιο, θα έχουν ζωηρά αντίδραση και τον έλεγχο και την πολεμική του κλήρου και του πιστού λαού, ο οποίος είναι φύλακας των ιερών του παραδόσεων.
Προσωπικά δηλώνω ότι στην επαρχία Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, όπου με ελέησε ο Κύριος να διακονώ, θα ομιλώ συχνά και με δύναμη για το ανοσιούργημα αυτό της βεβηλώσεως της Κυριακής ημέρας. Και δηλώνω επίσης προκαταβολικώς δεν θέλω να δω στα μάτια μου υπουργό της Επαρχίας που διακονώ, ο οποίος συγκατατέθηκε να ψηφίσει αυτόν τον αντίχριστο νόμο της βεβηλώσεως της Κυριακής. Θα κόψω την καλή κοινωνία μαζί του που έχω έως τώρα. Θα χαιρετώ με αγάπη και με σεβασμό έναν χριστιανό γύφτο και μια γύφτισσα, αλλά θα αποστρέφομαι τον βουλευτή και τον υπουργό εκείνο, που ψήφισε νόμο για την κατάργηση της Κυριακής ημέρας.
Τα υπόλοιπα θα τα βρει από τον Θεό! Θα μάθουν από τα πράγματα όλοι όσοι πάνε κόντρα με το νόμο του Θεού, ότι «είναι σκληρό πράγμα να χτυπάει κανείς τα καρφιά με γυμνά τα πόδια» (Πράξ. 26,14)!

† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Ο εκκλησιασμός

Ο εκκλησιασμός
Ο εκκλησιασμός
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου


Λιμάνια πνευματικά οι ναοί

Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις. πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ' αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ' αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν' ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή. ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα. σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται. στην εκκλησία βρίσκεται η ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε σ' εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιο ποθητό απ' αυτή τη φωνή; Τί πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία. σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί. σε ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.



Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι;

Παρ' όλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τί θλιβερό! Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή, τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους. Όταν, όμως, πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή ο Οβδιού, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν' ανοίξουν το στόμα τους. Για τ' άλογα, όμως, τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς μπορούν να σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή;
Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια. ή μάλλον όχι η απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον εμποδίσουν.
Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.
"Μα είμαι αμαρτωλός", λες, "και δεν τολμώ ν' αντικρύσω τον άγιο". Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, έχουν διαπράξει αμαρτίες; Γι' αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να συγχωρούν τους άλλους.
"Αφού, όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκ¬κλησία", θα μου πει κάποιος, "πώς μπορώ να έρθω πάλι;". Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.
Αλλά, θα μου πεις, σ' εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ' εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μοναδική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;
Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το Θεό. Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ' αυτή σου τη στάση χάσεις τους κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.
Μα κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξ αιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου. και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά. Γιατί τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο και μας ακολουθεί παντού.
"Ναι, αλλά μπορώ", λέει κάποιος άλλος, "να προσευχηθώ και στο σπίτι μου". Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς και στο σπίτι σου. είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό. Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις απ' όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων. Γι' αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών για να ενισχύονται με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι όλες μαζί ν' ανεβαίνουν στον ουρανό.
Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι. όταν όμως συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού. Κάποτε ο απόστολος Πέτρος βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τί θα μπορούσε, επομένως, να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα τους στύλους της Εκκλησίας;



Η προσέλευσή μας στο ναό

Σας παρακαλώ, λοιπόν και σας ικετεύω, ας προτιμάμε από οποιαδήποτε άλλη ασχολία και φροντίδα τον εκκλησιασμό. Ας τρέχουμε πρόθυμα, όπου κι αν βρισκόμαστε, στην εκκλησία.
Προσέξτε, όμως, κανείς να μην μπει στον ιερό αυτό χώρο, έχοντας βιοτικές φροντίδες ή περισπασμούς ή φόβους. Αλλά αφού τ' αφήσουμε όλα τούτα έξω, στις πύλες του ναού, τότε ας περάσουμε μέσα. Γιατί ερχόμαστε στα ανάκτορα των ουρανών, πατάμε σε τόπους που αστράφτουν.
Ας διώξουμε από την ψυχή μας πρώτα-πρώτα τη μνησικακία, για να μην κατακριθούμε, όταν παρουσιαστούμε μπροστά στο Θεό και προσευχηθούμε λέγοντας: «Πάτερ ημών..., άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διαφορετικά, πώς θέλεις να φανεί ο Δεσπότης Χριστός γλυκός και πράος απέναντί σου, αφού εσύ γίνεσαι στο συνάνθρωπό σου σκληρός και δεν τον συγχωρείς; Πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου σε λόγια προσευχής; Πώς θα ζητήσεις συγγνώμη; Ακόμα κι αν θέλει ο Θεός να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, δεν Τον αφήνεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τον πλησίον σου.






Η αμφιέσή μας


Μα και η ενδυμασία μας στο ναό να είναι καλή από κάθε πλευρά. Να είναι κόσμια και όχι εξεζητημένη. Γιατί το κόσμιο είναι σεμνό, ενώ το εξεζητημένο είναι άσεμνο.
Αυτό ακριβώς μας παραγγέλλει και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει: «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο, σηκώνοντας προς τον ουρανό χέρια όσια, χωρίς οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας. Επίσης και οι γυναίκες να προσεύχονται με αμφίεση σεμνή, στολίζοντας τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη, όχι με περίτεχνες κομμώσεις και χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή ενδύματα πολυτελή, αλλά με ό,τι ταιριάζει στις γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα» (Α' Τιμ. 2:8-10). Αν, λοιπόν, απαγορεύει στις γυναίκες εκείνα που είναι απόδειξη πλούτου, πολύ περισσότερο απαγορεύει όσα κινούν την περιέργεια, όπως τα φτιασίδια, το βάψιμο των ματιών, το κουνιστό βάδισμα, τα παράξενα ρούχα και τα παρόμοια.
Τί λες, γυναίκα; Έρχεσαι στο ναό να προσευχηθείς, και στολίζεσαι με χρυσαφικά και χτενίζεσαι επιτηδευμένα; Μήπως ήρθες για να χορέψεις; Μήπως για να λάβεις μέρος σε γαμήλια γιορτή; Εκεί έχουν θέση τα χρυσαφικά και οι πολυτέλειες. εδώ δεν χρειάζεται τίποτε απ' αυτά. Ήρθες να παρακαλέσεις το Θεό για τις αμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τον εαυτό σου; Αυτή η εμφάνιση δεν είναι γυναίκας που ικετεύει. Πώς μπορείς να στενάξεις, πώς μπορείς να δακρύσεις, πώς μπορείς να προσευχηθείς με θέρμη, έχοντας τέτοια αμφίεση; Θέλεις να φαίνεσαι ευπρεπής; Φόρεσε το Χριστό και όχι το χρυσό. Ντύσου την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη. Αυτά αξίζουν περισσότερο απ' όλο το χρυσάφι. Αυτά και την ωραία την κάνουν ωραιότερη και την άσχημη την ομορφαίνουν. Να ξέρεις, γυναίκα, πως, όταν στολιστείς πολύ, γίνεσαι πιο αισχρή κι από τη γυμνή, γιατί έχεις αποβάλει πια την κοσμιότητα.








Η Θεία Κοινωνία


Και σαν έρθει η στιγμή της θείας Κοινωνίας και πρόκειται να πλησιάσεις την αγία Τράπεζα, πίστευε ακλόνητα πως εκεί είναι παρών ο Χριστός, ο Βασιλιάς των όλων. Όταν δεις τον ιερέα να σου προσφέρει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Αυτός που λάμπρυνε με την παρουσία Του την τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, Αυτός και τώρα διακοσμεί την Τράπεζα της θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικά και εξετάζει του καθενός την προαίρεση και παρατηρεί ποιος πλησιάζει με ευλάβεια ταιριαστή στο άγιο Μυστήριο, ποιος με πονηρή συνείδηση, με σκέψεις βρωμερές και ακάθαρτες, με πράξεις μολυσμένες. Αναλογίσου, λοιπόν, κι εσύ ποιο ελάττωμά σου διόρθωσες, ποιαν αρετή κατόρθωσες, ποιαν αμαρτία έσβησες με την εξομολόγηση, σε τί έγινες καλύτερος. Αν η συνείδησή σου σε πληροφορεί ότι φρόντισες αρκετά για την επούλωση των ψυχικών σου τραυμάτων, αν έκανες κάτι περισσότερο από τη νηστεία, κοινώνησε με φόβο Θεού. Αλλιώς, μείνε μακριά από τα άχραντα Μυστήρια. Και όταν καθαριστείς απ' όλες τις αμαρτίες σου, τότε να πλησιάσεις.
Να προσέρχεστε, λοιπόν, στη θεία Κοινωνία με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή, με νηστεία και προσευχή. Χωρίς να θορυβείτε, χωρίς να ποδοπατάτε και να σπρώχνετε τους διπλανούς σας. Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη τρέλα και τη χειρότερη περιφρόνηση των θείων Μυστηρίων.
Πες μου, άνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σε πιέζει τάχα η ανάγκη να κάνεις τις δουλειές σου; Και σου περνάει άραγε, την ώρα που πας να κοινωνήσεις, η σκέψη ότι έχεις δουλειές; Έχεις μήπως την αίσθηση ότι είσαι πάνω στη γη; Νομίζεις ότι βρίσκεσαι μαζί με ανθρώπους και όχι με τους χορούς των αγγέλων; Μα κάτι τέτοιο είναι δείγμα πέτρινης καρδιάς... 









Κάθε πότε να κοινωνούμε;


Υπάρχει κι ένα άλλο θέμα: Πολλοί κοινωνούν μια φορά το χρόνο, άλλοι δύο φορές, άλλοι περισσότερες. Ποιους απ' αυτούς θα επιδοκιμάσουμε; Όσους μια φορά, όσους πολλές ή όσους λίγες φορές μεταλαβαίνουν; Ούτε τους μία ούτε τους πολλές ούτε τους λίγες, μα εκείνους που πλησιάζουν στο άγιο Ποτήριο με καρδιά αγνή, με βίο ανεπίληπτο. Αυτοί ας κοινωνούν πάντα. Οι άλλοι, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, ας μένουν μακριά από τα άχραντα Μυστήρια, γιατί αλλιώς κρίμα και καταδίκη ετοιμάζουν για τον εαυτό τους. Ο άγιος απόστολος λέει: «Όποιος τρώει τον άρτο και πίνει το ποτήριο του Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, προκαλώντας την καταδίκη του» (Α' Κορ. 11:27, 29). Θα τιμωρηθεί, δηλαδή, τόσο αυστηρά, όσο και οι σταυρωτές του Χριστού, αφού κι εκείνοι έγιναν ένοχοι αμαρτήματος απέναντι στο σώμα Του.
Πολλοί από τους πιστούς έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο περιφρονήσεως των αγίων Μυστηρίων, ώστε, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητες κακίες και δεν διορθώνουν καθόλου τον εαυτό τους, κοινωνούν στις γιορτές απροετοίμαστοι, μη γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας δεν είναι η γιορτή, αλλά, καθώς είπαμε, η καθαρή συνείδηση. Και όπως αυτός που δεν αισθάνεται κανένα κακό στη συνείδησή του, πρέπει καθημερινά να προσέρχεται στη θεία Κοινωνία, έτσι κι αυτός που είναι φορτωμένος αμαρτήματα και δεν μετανοεί, πρέπει να μην κοινωνεί ούτε στη γιορτή. Γι' αυτό και πάλι σας παρακαλώ όλους να μην πλησιάζετε στα θεία Μυστήρια έτσι απροετοίμαστοι κι επειδή το απαιτεί η γιορτή, αλλά, αν κάποτε αποφασίσετε να λάβετε μέρος στη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσετε, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, από πολλές μέρες πριν, με τη μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη φροντίδα για τα πνευματικά πράγματα.


Παραμονή ως την απόλυση


Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ' Αυτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
Τί κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ' αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;
Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα, μιμούνται... Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.


Μετά τον Εκκλησιασμό


Εμείς ας αναχωρούμε από τη θεία Λειτουργία σαν λιοντάρια που βγάζουν φωτιά, έχοντας γίνει φοβεροί ακόμα και στο διάβολο. Γιατί το άγιο αίμα του Κυρίου που κοινωνούμε, ποτίζει την ψυχή μας και της δίνει μεγάλη δύναμη. Όταν το μεταλαβαίνουμε άξια, διώχνει τους δαίμονες μακριά και φέρνει κοντά μας τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Αυτό το αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας, μ' αυτό λούζεται η ψυχή, μ' αυτό στολίζεται. Αυτό το αίμα κάνει το νου μας λαμπρότερο από τη φωτιά, αυτό κάνει την ψυχή μας λαμπρότερη από το χρυσάφι.
Προσελκύστε, λοιπόν, τους αδελφούς μας στην εκκλησία, προτρέψτε τους πλανημένους, συμβουλέψτε τους όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Κι αν ακόμα τίποτα δεν πεις, αλλά βγεις από την ιερή σύναξη, δείχνοντας στους απόντες -και με την εμφάνιση και με το βλέμμα και με τη φωνή και με το βάδισμα και μ' όλη σου τη σεμνότητα- το κέρδος που αποκόμισες από το ναό, αυτό είναι αρκετό για παραίνεση και συμβουλή. Γιατί έτσι πρέπει να βγαίνουμε από το ναό, σαν από ιερά άδυτα, σαν να κατεβαίνουμε από τους ίδιους τους ουρανούς. Δίδαξε όσους δεν εκκλησιάζονται ότι έψαλες μαζί με τα Σεραφείμ, ότι ανήκεις στην ουράνια πολιτεία, ότι συναντήθηκες με το Χριστό και μίλησες μαζί Του. Αν έτσι ζούμε τη θεία Λειτουργία, δεν θα χρειαστεί να πούμε τίποτα στους απόντες. Αλλά βλέποντας εκείνοι τη δική μας ωφέλεια, θα νιώσουν τη δική τους ζημιά και θα τρέξουν γρήγορα στην εκκλησία, για ν' απολαύσουν τα ίδια αγαθά, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αιώνια ανήκει η δόξα. Αμήν.


"Ο Εκκλησιασμός" Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Ολοκληρώθηκε και τω Θεώ Δόξα.


Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Αγνώστου συγγραφέως: Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού (μέρος 3ο)

Αγνώστου συγγραφέως: Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού (μέρος 3ο)
 

Ύστερα από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα την εδιάβασα όλη και αντελήφθηκα πόση σοφία, πόση αγιότητα και πόσο βάθος ενοράσεως υπήρχε σ' αυτό το ευλογημένο βιβλίο. Είδα δε ακόμη ότι χειρίζεται τόσα άλλα θέματα, και περιλαμβάνει τόσες διδασκαλίες από τους θείους Πατέρας, έτσι που δεν μπορούσα να συλλάβω με μιας όλα όσα ήταν γραμμένα για την εσωτερική Προσευχή, επειδή εγώ ενδιαφερόμουν να μάθω απ' το βιβλίο αυτό, κυρίως, πώς να εφαρμόσω την Προσευχή που αυτοενεργεί εις την καρδιά μέσα.

Αυτή ήταν η μεγάλη μου επιθυμία, σύμφωνα και με του αποστόλου Παύλου τα λόγια, «Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» και «Τ ο Πνεύμα μη σβέννυται». Περιεργάστηκα το ζήτημα αυτό μέσ' στη σκέψι μου αρκετό χρόνο. Τι έπρεπε να γίνη; Το μυαλό μου και η αντίληψίς μου δεν είχαν ανάλογη δύναμι με το έργο που εζητούσα να φέρω εις πέρας και δεν είχα κανένα να μου το εξηγήση όταν εχρειάζετο.


Απεφάσισα, λοιπόν, να ικετεύσω τον Θεό εις τις προσευχές μου, μήπως με βοηθήση να το καταλάβω κάπως. Επί είκοσι τέσσερεις ώρες δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να προσεύχωμαι χωρίς ούτε μιας στιγμής διακοπή. Τέλος η σκέψις μου ηρέμησε και αποκοιμήθηκα. Εις τον ύπνο μου ωνειρεύθηκα οτι ήμουν με τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό εις το κελλί του και ότι αυτός μου εξηγούσε την «Φιλοκαλία». «Το άγιο αυτό βιβλίο είναι γεμάτο από πλούτο σοφίας» μου έλεγε, «είναι ένα μυστικό θησαυροφυλάκιο διαφόρων εννοιών και εντολών του Θεού. Δεν είναι καταληπτό παντού κι απ' τον κάθε ένα, δίνει όμως ασφαλώς εις τον κάθε άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται· εις τον σοφό είναι σοφός οδηγός και εις τον απλό παρέχει απλά την καθοδήγησι. Γι' αυτό σεις οι απλοί που δεν έχετε μεγάλη μόρφωσι δεν πρέπει να διαβάζετε τα κεφάλαιά του το ένα ύστερα από το άλλο, όπως είναι με την σειρά τους μέσ' στο βιβλίο. Η σειρά είναι βαλμένη έτσι, για τους θεολόγους. Αυτοί που δεν έχουν εμβαθύνει εις την θεολογία αλλ' επιθυμούν να μάθουν για την εσωτερική Προσευχή απ' αυτό το βιβλίο, πρέπει να διαβάζουν απ' εκείνο σύμφωνα με την παρακάτω σειρά:

1. Πρώτα απ' όλα πρέπει να διαβάσουν όσα έχει γράψει ο μοναχός Νικηφόρος κι αυτό βρίσκεται εις το δεύτερο μέρος της «Φιλοκαλίας».
2. Έπειτα, όλο το βιβλίο του Γρηγορίου του Σιναΐτου, εκτός από τα μικρά κεφάλαια.
3. Μετά, ό,τι έχει γράψει ο Συμεών ο Νέος θεολόγος για τους τρεις τύπους της Προσευχής, καθώς και τους λόγους «Περί Πίστεως» και,
4. Τέλος, το βιβλίο που έγραψαν οι μοναχοί Κάλλιστος και Ιγνάτιος. Εις αυτούς τους Πατέρας υπάρχει τέλεια καθοδήγησις και διδασκαλία για την εσωτερική Προσευχή της καρδιάς, με τέτοιον τρόπο που ο κάθε ένας μπορεί να την καταλάβη. Κι αν θέλης ακόμη να βρης μιά πολύ καταπληκτική διδασκαλία για την Προσευχή, γύρισε εις το τέταρτο μέρος του βιβλίου και θα βρής ένα περιληπτικό σχέδιο «Περί Προσευχή ς», γραμμένο απ' τον αγιώτατο Κάλλιστο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».

Εις το όνειρό μου αυτό είδα πως εκρατούσα την «Φιλοκαλία» εις τα χέρια μου και άρχισα να ψάχνω για το περιληπτικό αυτό σχέδιο, αλλά δεν ημπορούσα να το βρω. Ο Πνευματικός μου οδηγός όμως εγύρισε κάμποσες σελίδες και μου είπε: «Εδώ είναι, θα το σημειώσω για να μη το χάσης». Πήρε δε ένα κομματάκι κάρβουνο από κάτω και εσημείωσε μιά γραμμή εις το περιθώριο εκεί που άρχιζε το κεφάλαιο. Τον άκουγα με πολλή προσοχή και προσπάθησα να εντυπώσω στο μυαλό μου κάθε μιά του λέξι όπως την έλεγε.

Όταν εξύπνησα ήταν ακόμη σκοτάδι. Ήμουν ακόμη ξαπλωμένος, όταν η σκέψη μου περιεστράφηκε γύρω εις το όνειρό μου και σ' αυτά που ο μακαρίτης ο οδηγός μου μου είχεν ειπή. «Ο Θεός ξεύρει» εσκέφθηκα, «εάν αληθινά ήταν το πνεύμα του μακαρίτη αυτό που είδα, ή ήταν όλο αυτό αποτέλεσμα των σκέψεών μου, που προέρχονται από την «Φιλοκαλία» και από όσα με εδίδαξε αυτός όταν εζούσε».

Με αυτή την αμφιβολία εις το μυαλό μου εσηχκώθηκα, επειδή άρχισε να χαράζη. Και τι είδα; Επάνω εις την πλάκα που εχρησίμευε για τραπέζι της καλύβας βρισκόταν ανοιγμένη η «Φιλοκαλία» στην σελίδα που μου είχε δείξει η ψυχή του οδηγού μου και είχε την γραμμή τραβηγμένη με κάρβουνο εις το περιθώριο, όπως ακριβώς είχε συμβή και εις το όνειρό μου! Ακόμη και το κομματάκι το κάρβουνο, ήταν αφημένο επάνω εις την πλάκα, δίπλα εις το βιβλίο! Το εκοίταξα με μεγάλη έκπληξι, γιατί θυμώμουν πολύ καλά πως το βιβλίο από βραδύς το είχα βάλει κλειστό, κάτω από τα πανιά που μου εχρησίμευαν για μαξιλάρι και οτι δεν υπήρχε τίποτα εκεί που τώρα έβλεπα την γραμμή, τραβηγμένη με κάρβουνο. Ύστερα απ' αυτά εβεβαιώθηκα για την αλήθεια του ονείρου μου και για το ότι ο ευλογημένος και αξέχαστος διδάσκαλός μου είχε βρει «παρρησία» εις τον Θεόν.

Άρχισα, λοιπόν, να διαβάζω απ' την «Φιλοκαλία» όλα αυτά που είχε αυτός ορίσει. Τα επέρασα με την σειρά μια φορά κ' έπειτα δεύτερη, αυτή δε η μελέτη άναψε μέσ' στην καρδιά μου την επιθυμία και τον ζήλο να εφαρμόσω τέλεια αυτά που είχα διαβάσει. Κατενόησα πολύ καθαρά τι σημαίνει εσωτερική Προσευχή, πώς κατορθώνεται, ποιοί είναι οι καρποί της, πώς γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου και την ψυχή του με ευφροσύνη και πώς αυτός που την αποκτά μπορεί να εξηγήση εάν αυτή η ευφροσύνη προέρχεται από τον Θεό, από τον εξωτερικό κόσμο, ή από τον πειρασμό.

Έτσι άρχισα να ερευνώ την καρδιά μου σύμφωνα με την διδασκαλία του Συμεών του νέου θεολόγου. Με κλειστά τα μάτια μου προσήλωσα την σκέψι μου και την φαντασία μου επάνω εις την καρδιά μου. Προσπάθησα να την απεικονίσω και να ακούσω τα κτυπήματά της εις το αριστερό μέρος του στήθους μου. Άρχισα να το πράττω αυτό κάμποσες φορές την ημέρα, για μισή ώρα κάθε φορά, και στην αρχή δεν αισθάνθηκα παρά μόνον μιαν αίσθησι σκοταδιού. Όμως, σιγά-σιγά, για πολύ λίγο χρονικό διάστημα κάθε φορά, μπορούσα να απεικονίζω την καρδιά μου μέσ' στο μυαλό μου και να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Με τη βοήθεια δε του ρυθμού της αναπνοής μου μπορούσα να ρυθμίζω την προσευχή του Χριστού όπως την διδάσκουν σχετικώς οι Πατέρες, Γρηγόριος ο Σιναΐτης και ο Κάλλιστος και ο Ιγνάτιος.

Όταν ανέπνεα, με την εισπνοή έλεγα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ», και με την εκπνοή συμπλήρωνα λέγοντας εις την καρδιά μου μέσα: «ελέησόν με». Εις την αρχή αυτό διαρκούσε μιάν ώρα, έπειτα δυό ωρες, μετά όσο περισσότερον ημπορούσα, και εις τέλος όλη την ημέρα. Εάν συνέβαινε καμμιά δυσκολία, εάν με κατελάμβανε οκνηρία ή αμφιβολία, έσπευδα να ανοίξω την «Φιλοκαλία» και να διαβάσω τα μέρη αυτά που πραγματεύονται για την εργασία της καρδιάς, και έτσι ξανάβρισκα τον ζήλο και την θερμότητα για την «Προσευχή» αυτή.

Έπειτα από τρεις εβδομάδες αισθάνθηκα ένα πόνο εις την καρδιά μου κ' έπειτα μιά εξαιρετικά ευφροσύνη θερμότητα και παρηγοριά και ειρήνη. Αυτό μου έδωσε μεγάλη ενίσχυσι και με παρεκίνησε να αφιερωθώ όσο περισσότερον ημπορούσα στην φροντίδα μου να λέω την «Προσευχή» και συνέβη ώστε να αισθανθώ ύστερα απ' αυτό, σαν να είχα καταληφθή απ' αυτή, πράγμα που μούδινε άφατη χαρά. Από το σημείο αυτό άρχισα να έχω από καιρό σε καιρό διαφορετικά συναισθήματα εις την καρδιά και σκέψεις εις το μυαλό μου. Άλλοτε η καρδιά μου αισθανόταν σαν να εκόχλαζε από χαρά, τόσος ήταν ο φωτισμός, η ελευθερία και η παρηγοριά που εδρεύανε μέσα της. Άλλοτε αισθανόμουν μιά καυτερή αγάπη για τον Χριστό και για όλα τα πλάσματα του Θεού. Άλλοτε εβούρκωναν τα μάτια μου από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για το έλεος το πλούσιο που έδειξε σε μένα, έναν άθλιο αμαρτωλό. Άλλοτε η διάνοιά μου, που πολλές φορές πριν, είχεν αποδειχθή αδύνατη και ατελής, έπαιρνε τόσο φως, ώστε εγινόταν ικανή να κατανοήση και να περιεργασθή θέματα και ζητήματα, που μέχρι τότε δεν ήταν σε θέσι ούτε κάν να τα φαντασθή. Άλλοτε η αίσθησις της θερμής ευχαριστήσεως μέσ' στην καρδιά μου απλωνότανε και κατελάμβανε όλη μου την ύπαρξι και άλλοτε με κατελάμβανε βαθειά συγκίνησις από το γεγονός ότι μπορούσα να κατανοώ τί είναι η πανταχού παρουσία του Θεού. Άλλοτε, τέλος, με την επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού, σκεπαζόμουνα από ουράνια ευλογία και τοτε μπορούσα να καταλάβω την έννοια των λόγων «η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν».

Έχοντας όλα αυτά κι άλλα παρόμοια συναισθήματα, αντελήφθηκα ότι η «Προσευχή» φέρνει τους καρπούς της με τρεις τρόπους: με το Πνεύμα, με τα συναισθήματα και με τις αποκαλύψεις.

Εις την πρώτη περίπτωσι π.χ. καρπός της Προσευχής είναι: «η γλυκύτης της αγάπης του Θεού, η εσωτερική ειρήνη, η ήρεμη χαρά του νου, η καθαρότης της σκέψεως και η γλυκεία ανάμνησις του Θεού». Εις την δευτέρα περίπτωση καρπός είναι: «η ευχάριστη θερμότης της καρδιάς, η πληρότης της ευτυχίας που καταλαμβάνει και όλα τα μέλη του σώματος ακόμη, το κόχλασμα ευτυχίας εις την καρδιά, ο φωτισμός και το θάρρος, η βαθύτερη άγνωστη χαρά της ζωής και η δύναμις της υπομονής εις την λύπη και την αρρώστια». Εις την τρίτη, τέλος, περίπτωσι, αποτέλεσμα και καρπός της «Προσευχής» είναι: «η διάνοιξις του νου με φωτισμό, η κατανόησις των Αγίων Γραφών, η γνώσις της γλώσσης των διαφόρων δημιουργημάτων, η απόκτησις ελευθερίας μέσα από την ματαιότητα και τον θόρυβον, η γνώσις της χαράς της εσωτερικής ζωής, και τέλος, η βεβαιότης της προσεγγίσεως του Θεού προς εμάς και η γνώσις της αγάπης Του για όλους μας».

Έπειτα από πέντε μήνες ζωής με προσευχή και με ευτυχία σαν κι αυτή, συνήθισα τόσο πολύ την «Προσευχή του Χριστού», ώστε την είχα σύντροφό μου συνεχή και σταθερό. Εις το τέλος η «Προσευχή» ενεργούσε μόνη της μέσα στο μυαλό μου, χωρίς καθόλου προσπάθεια από μέρους μου και αυτό συνέβαινε όχι μόνον όταν ήμουν ξύπνιος αλλά και εις τον ύπνο μου ακόμη. Τίποτε δεν ημπορούσε να την διασπάση ούτε για ένα λεπτό της ώρας και καμμιά μου απασχόλησις δεν την έβλαπτε. Η ψυχή μου έστελνε συνεχώς ευχαριστίες προς τον Θεό και η καρδιά μου έλειωνε από ατέλειωτη ευτυχία.

Ήλθε όμως κι ο καιρός που το δάσος έπρεπε να υλοτομηθή. Οι εργάται άρχισαν να έρχωνται ομάδες -ομάδες κ' εγώ έπρεπε να εγκαταλείψω την ήσυχη αυτή διαμονή μου. Ευχαρίστησα τον φύλακα του δάσους, είπα μερικές προσευχές, φίλησα το μέρος της γης επάνω εις το οποίον ο Θεός κατεδέχθη να χαρίση σε μένα τον ανάξιο, το μέγα του έλεος, έβαλα εις την πλάτη μου το σακκίδιο με τα βιβλία κ' εξεκίνησα.

Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα περιπλανιώμουνα σε διάφορα μέρη, μέχρις ότου έφθασα τέλος εις το Ιρκούτσκ. Η αυτοενεργούσα Προσευχή μέσ' στην καρδιά μου, μου ήταν σε όλο το δρόμο μου ανακούφισις και παρηγοριά. Ο,τιδήποτε και αν συναντούσα, η «Προσευχή» δεν εσταματούσε από του να με χαροποιή σε ανάλογο βαθμό, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όπου κι αν ήμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η «Προσευχή» ούτε εμπόδιο ήταν σε τίποτε, ούτε από τίποτε εμποδιζόταν.

Την ώρα της εργασίας η «Προσευχή του Χριστού» προχωρεί μόνη της μέσ' στην καρδιά μου κ' η δουλειά τελειώνει γρηγορώτερα. Όταν διαβάζω ή παρακολουθώ ή ακούω κάτι με προσοχή, η «Προσευχή» καθόλου δεν με σταματά, και το ίδιο χρονικό διάστημα είμαι ενήμερος και των δύο, σαν να έχω δύο εαυτούς, σαν να έχω δύο ψυχές, σε ένα και το αυτό σώμα. Τί μυστήριο αλήθεια είναι ο άνθρωπος! Γι' αυτό ο καθένας με όλη την ψυχή του ας δοξολογή τον Θεό λέγοντας: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».

Πολλά μου συνέβησαν εις τον δρόμον αυτό· πολλές και παράξενες περιπέτειες. Εάν δε άρχιζα να τις διηγούμαι όλες δεν θα μου έφθανε ούτε ένα ημερονύκτιο ολόκληρο.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, π.χ., εβάδιζα μόνος μου μέσα σ' ένα δάσος προς ένα χωριουδάκι που το έβλεπα ν' απέχη μόλις ενάμιση χιλιόμετρο εμπρός μου και που λογάριαζα να παραμείνω την νύκτα αυτή. Ξαφνικά ένας λύκος πρόβαλε μπροστά μου και έκανε να έλθη προς το μέρος μου. Είχα στα χέρια μου το μάλλινο κομποσχοίνι του γέροντα οδηγού μου, γιατί δεν το αποχωριζόμουν ποτέ κ' έκανα να κτυπήσω τον λύκο μ' αυτό. Μου έφυγε όμως το κομποσχοίνι από τα χέρια μου κ' ετυλίχθηκε εις του λύκου τον λαιμό. Το ζώον άρχισε να απομακρύνεται από μένα, αλλά όπως επήδησε πιό πέρα επάνω σ' ένα θαμνώδες αγκάθι, επιάστηκαν σ' αυτό τα πισινά του πόδια κι όπως εγύριζε να ελευθερωθή, έμπλεξε και το κομποσχοίνι σ' ένα πάσσαλο ξερού δένδρου έτσι, ώστε σε κάθε στροφή του ο λύκος τυλιγόταν και περισσότερο. Έκανα το σταυρό μου με πίστι κ' επροχώρησα να ελευθερώσω το αγρίμι, κυρίως γιατί φοβόμουνα μήπως εις την αγωνία του, κόβοντας το κομποσχοίνι το έσερνε μαζί του, και έτσι θα έχανα το πολύτιμο αυτό δώρο του Γέροντά μου. Εκράτησα κάπως το κομποσχοίνι κ' έτσι ελευθερώθηκε το κεφάλι του λύκου, που έφυγε χωρίς ν' αφήση ίχνη. Ευχαρίστησα τον Θεό, έχοντας εις το μυαλό μου τον ευλογημένο Πνευματικό οδηγό, κ' έφθασα ασφαλώς εις το χωριό, όπου εζήτησα κατάλυμμα για μιά νύχτα σ' ένα χάνι.

Εμπήκα μέσα. Δυό άνδρες εκεί, ο ένας γέρος και ο άλλος μεσόκοπος και καλοδεμένος, ήσαν καθισμένοι σε μιά γωνιά σ' ένα τραπέζι, πίνοντας τσάϊ. Δεν εφαίνονταν να είναι απλοί άνθρωποι κ' ερώτησα τον ιπποκόμο τους, ποιοί ήσαν. Έμαθα, λοιπόν, απ' αυτόν ότι ο γέρος ήταν δάσκαλος σ' ένα δημοτικό σχολείο και ο άλλος γραμματεύς επαρχιακού δικαστηρίου. Ήσαν και οι δυό άνθρωποι καλυτέρας τάξεως, επήγαιναν δε σ' ένα πανηγύρι καμμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ' εκεί. Αφού εκάθησα λίγο, παρεκάλεσα την οικοδέσποινα του καταφυγίου μου να μου δώση λίγη κλωστή και μιά βελόνα, εζύγωσα στο φως μιας λαμπάδας κ' εκάθησα να ράψω το κομποσχοίνι μου, που είχε ξυλωθή σ' ένα μέρος κ' ήταν έτοιμο να κοπή.

Ο γραμματεύς μ' εκοίταξε και μου είπε:
«Φαντάζομαι πόσο σκληρά θα προσευχήθηκες για να σπάση το κομποσχοίνι σου».
«Δεν το έσπασα εγώ», απήντησα, «ένας λύκος μου το έκανε έτσι».
«Ένας λύκος; Ώστε και οι λύκοι λένε προσευχές»; είπε πειρακτικά.
Τους είπα όσα συνέβησαν και πόσο πολύτιμο ήταν αυτό το κομποσχοίνι για μένα.

Ο γραμματεύς εγέλασε, λέγοντας πάλι: «Θαύματα πάντα συμβαίνουν σε σας τους φθηνούς αγίους. Σαν τι αγιότητα μπορεί να έχη ένα γεγονός σαν κι αυτό που μας είπες; Είναι απλούστατο. Ο λύκος εφοβήθηκε από αυτό που του πέταξες και έφυγε. Είναι γεγονός ότι οι λύκοι και οι σκύλοι τρομάζουν όταν τους πετάξη κανείς κάτι και το να μπλέκουνε σ' ένα θάμνο είναι κάτι το πολύ κοινό. Αυτά πολλές φορές συμβαίνουν. Πού το βλέπετε το θαύμα»;

Αλλά ο γέρος απήντησε ως εξής: «Μην πηδάς σε συμπεράσματα σαν κι αυτά, αγαπητέ μου. Σου διέφυγε η βαθύτερη έννοια του περιστατικού. Από μέρους μου, εγώ βλέπω εις την ιστορίαν του χωρικού αυτού το μυστήριον της φύσεως απ' τις δυο του μεριές, την αισθητή και την πνευματική».

«Πώς συμβαίνει αυτό»; ερώτησεν ο γραμματεύς.

«Λοιπόν, τα πράγματα έχουν πάνω - κάτω ως εξής: "Αν και δεν έχης πανεπιστημιακή μόρφωσι, έχεις βεβαίως όμως μάθει την ιερά ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με το σύστημα των περιληπτικών ερωτήσεων και απαντήσεων, εις το σχολείο, θυμάσαι ότι τον προπάτορα Αδάμ, όταν ευρίσκετο ακόμη εις την κατάστασι της αγίας αθωότητος, όλα τα ζώα τον υπάκουαν, τον εζύγωναν με φόβο κι αυτός έδωσε εις το καθένα το όνομά του; Ο γέρος εις τον οποίον ανήκε το κομποσχοίνι αυτό, ήταν άγιος άνθρωπος. Λοιπόν, ποιά είναι η έννοια της αγιότητος; Για τον αμαρτωλό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επάνοδος, με την προσπάθεια και αυτοκυριαρχία, σε μιά κατάστασι αθωότητος και αναμαρτησίας που ζυγώνει την αγνότητα των πρωτοπλάστων. Όταν η ψυχή καθίσταται αγία, το σώμα επίσης γίνεται άγιο. Το κομποσχοίνι αυτό βρισκότανε, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, στα χέρια ενός ανθρώπου που καθημερινά αγίαζε τον εαυτό του. Η επαφή του μ' αυτό, το έκανε να πάρη από την άγια δύναμι της αγνότητος του πρώτου ανθρώπου, πριν από την αμαρτία! Αυτό είναι το μυστήριο της πνευματικής φύσεως! Όλα τα ζώα πάντοτε καταλαβαίνουν αυτήν την δύναμι, την οσφραίνονται κατά ένα τρόπο, επειδή είναι γνωστό, ότι εις ολα τα ζώα η οσφρησις είναι η σπουδαιότερα των αισθήσεων. Αυτό είναι το μυστήριον της φύσεως».

«Σεις οι μορφωμένοι διανοείσθε σχετικά με τη δύναμι και την σοφία, αλλά εμείς αντιλαμβανόμεθα τα πράγματα πολύ απλά. Αδειάζουμε μ' ευχαρίστησι ένα ποτήρι γεμάτο βότκα κι αυτό αποτελεί την ιδικήν μας τη δύναμι», είπε ο γραμματεύς κ' επροχώρησε για να πληρώση.

«Αυτά είναι για σένα μόνο», είπε ο δάσκαλος, «αλλά θέλω να σε παρακαλέσω, την γνώσι να την αφήσης για μας»...

Μου άρεσε ο τρόπος που μίλησε, τον εζύγωσα και του είπα: «Θα μπορούσα να σας απασχολήσω λίγο, λέγοντάς σας κάτι περισσότερο για τον Πνευματικό μου οδηγό»; Έτσι του διηγήθηκα για την εμφάνισή του εις τον ύπνο μου, την διδασκαλία που μου έκανε τότε και το σημάδι που εχάραξε με το καρβουνάκι εις την «Φιλοκαλία».

Με άκουγε με προσοχή σε όσα του έλεγα, αλλά ο γραμματεύς, που είχε πιο πέρα ξαπλώσει σε μιά πολυθρόνα, εμουρμούρισε:
«Είναι αλήθεια ότι το πολύ διάβασμα της Γραφής παίρνει τα μυαλά του ανθρώπου. Έτσι δεν είναι, όταν πιστεύης ότι ένα φάντασμα νεκρού ανθρώπου κάνει την νύκτα διάφορα σημάδια σ' ένα βιβλίο; Απλούστατα, άφησες το βιβλίο να πέση στο έδαφος, ενώ ήσουν μισοκοιμισμένος και όπως έπεσε, το κάρβουνο που ήτανε κάτω, έκανε τη γραμμή που λες εις το περιθώριο του βιβλίου. Αυτό είναι το θαύμα του βιβλίου σου. Απατεώνες! Έχω συναντήσει μέχρι τώρα πολλούς από σας».

Μουρμουρίζοντας όλα αυτά, ο γραμματεύς εγύρισε προς τον τοίχο για ν' αποκοιμηθή κ' εγώ ξαναγυρίζοντας προς τον διδάσκαλο, του είπα εάν θέλη να του δείξω το ίδιο το βιβλίο με τη γραμμή εις το περιθώριο.

«Κοίταξέ το με προσοχή», του είπα, βγάζοντάς το από το σακκίδιό μου, «είναι σημειωμένο προσεκτικά και όχι λερωμένο. Αυτό που με εκπλήσσει, εξακολούθησα, είναι το πώς ένα πνεύμα χωρίς σώμα μπορεί να πιάση ένα κάρβουνο και να γράψη μ' αυτό».

Ο δάσκαλος, εκοίταξε τη χαραγμένη γραμμή και είπε: «Αυτό επίσης είναι ένα πνευματικό μυστήριο και θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω. Όταν τα πνεύματα παρουσιάζωνται σ' ένα πρόσωπο, περιβεβλημένα με ανθρώπινο σώμα, το σώμα τους αυτό γίνεται αντιληπτό να μπαινοβγαίνη π.χ. κάπου και να κάνη ένα σωρό κινήσεις και πράξεις, όταν δε εξαφανίζεται, αποθέτει πάλι το υλικό στοιχείο, που είχε για λίγο χρόνο περιβληθή. Ακριβώς όπως η ατμόσφαιρα έχει τη δύναμι να συστέλλεται και να διαστέλλεται, έτσι και η ψυχή μέσα στο σώμα, μπορεί να πάρη ο,τιδήποτε σχήμα, μπορεί να πράξη οποιαδήποτε κίνησι, καθώς και να γράψη. Αλλά ποιό είναι αυτό το βιβλίο; Ας του ρίξω μιά ματιά».

Με το άνοιγμα έπεσε το μάτι του εις τους λόγους Συμεών του Νέου θεολόγου.
«Αυτό πρέπει να είναι θεολογικό έργο», είπε. «Είναι όλο ένα απάνθισμα», του εξήγησα. «Πραγματεύεται και για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, την νοερά, που γίνεται με την επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού, το περιεχόμενό του δε προέρχεται από συγγράμματα τριάντα Πατέρων της Εκκλησίας».

«Α! κ' εγώ ξεύρω κάτι γι' αυτή την εσωτερική προσευχή», απήντησε.

Τον ικέτευσα πραγματικά, να μου μιλήση γι' αυτή, και το έκανε, λέγοντας:
«Λοιπόν, η Καινή Διαθήκη, λέγει ότι ο άνθρωπος και όλη η Πλάσις είναι υποκείμενα εις την ματαιότητα όχι θεληματικά, και στενάζουν με την προσπάθεια και την επιθυμία να εισέλθουν εις την ελευθερία των τέκνων του Θεού. Ο μυστηριώδης αυτός αναστεναγμός της όλης δημιουργίας, η εσωτερική αυτή τάσις κάθε ψυχής προς τον Θεό, είναι ακριβώς αυτό που λέμε εσωτερική προσευχή, δεν είναι όμως ανάγκη να την διδαχθή κανείς, γιατί είναι φυσική εις τον κάθε ένα από μας».

«Μα τι πρέπει να κάνη κανείς, να την βρει την Προσευχή αυτή, να την αισθανθή, να την αναγνωρίση εις την θέλησί του μέσα, να την πάρη και να απολαύση την ευτυχία της και το φως της, για να φθάση έτσι εις την σωτηρία του»; ερώτησα.

«Δεν ηξεύρω αν το θέμα αυτό θίγεται εις τα θεολογικά βιβλία», απήντησε.

«Λοιπόν, εδώ το κάθε τι είναι απλοποιημένο», είπα, δείχνοντας το βιβλίο μου και πάλι.

Ο δάσκαλος εσημείωσε τον τίτλο του βιβλίου και είπε, πως θα αγόραζε απαραίτητα ένα από το Τομπόλσκ, για να το μελετήση. Μετά, εχωρίσαμε για να πάρη ο καθένας την πορεία του. Ευχαρίστησα τον Θεόν γι' αυτή την συνομιλία με το δάσκαλο, και παρεκάλεσα ο Θεός να ευδοκήση ώστε και ο γραμματεύς να καταλάβη την ανάγκη να διαβάση την «Φιλοκαλία», έστω και για μιά φορά, για να βρει με τη βοήθειά της την σωτηρία του.

Άλλη μια φορά, ήταν άνοιξις τότε, επέρασα από ένα χωριό όπου εφιλοξενήθηκα από τον παπά. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος κ' εζούσε κατάμονος. Επέρασα τρεις ημέρες κοντά του. Με παρηκολούθησε το λιγοστό αυτό διάστημα και μου είπε: «Μείνε εδώ, και θα έχης και μιά μικρή πληρωμή. Έχω ανάγκη από έναν έμπιστον άνθρωπο. Όπως βλέπεις έχουμε αρχίσει να κτίζουμε μιά πετρόκτιστη εκκλησία κοντά εις την παλιά ξύλινη και είναι καιρός που γυρεύω να βρω έναν τίμιον άνθρωπο να επιβλέπη τους εργάτας και να μένη την ημέρα μέσ' στο μικρό εκκλησάκι, όπου βρίσκεται το κουτί των προσφορών για την ανέγερσι. Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται για σένα και για τον τρόπο της ζωής σου. Θα είσαι μόνος στο παρεκκλησάκι και θα λες τις προσευχές σου. Υπάρχει εκεί παραπλεύρως ένα μικρό μοναχικό δωμάτιο για τον νεωκόρο. Σε παρακαλώ μείνε εκεί, τουλάχιστον μέχρις ότου τελειώσει η εκκλησία που κτίζουμε.

Αρνήθηκα για κάμποσο, αλλ' εις το τέλος υποτάχθηκα εις τις παρακλήσεις του καλού ιερέως και παρέμεινα εκεί, μέχρι το φθινόπωρο, εις το δωματιάκι που ήταν προωρισμένο για τον νεωκόρο. Εις την αρχή το βρήκα ήσυχο και κατάλληλο για προσευχή, αν και πολύς κόσμος εμπαινόβγαινε προ παντός τις εορτές· άλλοι για να προσευχηθούν, αλλά και μερικοί με τον σκοπό να κλέψουν χρήματα από τον δίσκο της ανοικοδομήσεως της εκκλησίας.

Εδιάβαζα την Αγία Γραφή και την «Φιλοκαλία» κάθε βράδυ, μερικοί δε βλέποντάς με, με παρεκάλεσαν να διαβάζω δυνατά για ν' ακούνε.

Έπειτα από καιρό, παρετήρησα ότι μια χωριατοπούλα ερχόταν συχνά εις το παρεκκλήσι και προσευχόταν πολλή ώρα. Παρακολουθώντας το ψιθύρισμά της, κατάλαβα ότι τα λόγια που έλεγε σαν προσευχόταν, ήσαν παράξενα και οι προσευχές της διαφορετικές από τις συνηθισμένες. Την ερώτησα πού τα έμαθε αυτά τα πράγματα και μου είπε ότι της τα εδίδαξε η μητέρα της, που ήταν εκκλησιαστική γυναίκα. Μου είπε ακόμη, ότι ο πατέρας της ανήκε σε μιαν αίρεσι, που δεν παραδεχόταν την ιερωσύνη.

Την ελυπήθηκα και αισθάνθηκα καθήκον μου να την συμβουλεύσω να λέγη τις προσευχές με τον ορθό τρόπο και σύμφωνα με την παράδοσι της ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Έπειτα της εδίδαξα την πραγματική σειρά του «Πάτερ ημών» και των «Χαιρετισμών» της Θεοτόκου, και τελικά την παρώτρυνα να λέγη την Προσευχή του Ιησού Χριστού όσο πιο συχνά μπορούσε, επειδή αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό περισσότερο από κάθε άλλη προσευχή. Η κοπέλλα εύκολα τα αφομοίωσε. Συνέβη δε ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα να συνηθίση τόσο πολύ την «Προσευχή», ώστε, όπως η ίδια μου είπε, την αισθανόταν ότι την προσείλκυε συνεχώς, ότι την ευχαριστούσε να την λέγη όσο συχνότερα μπορούσε, και ότι αργότερα εγέμιζε από αγαλλίασι την καρδιά της, οπότε ξανάρχιζε να την επαναλαμβάνη ακούραστα και πάλι.

Εχάρηκα εξαιρετικά από όλα όσα άκουσα και την παρώτρυνα να προχωρήση περισσότερο εις την χρησιμοποίησι της «Προσευχής».

Το καλοκαίρι επλησίαζε και πάλι. Πολλοί επισκέπτες έρχονταν εις το παρεκκλήσι για να ιδούνε κ' εμένα, όχι μόνο για να τους διαβάσω και να πάρουν τη συμβουλή μου, αλλά και για να μου προξενούν ένα σωρό φασαρίες, ζητώντας τη βοήθειά μου για πράγματα που είχαν χάσει και για υποθέσεις στις οποίες είχαν αποτύχει.

Μερικοί απ' αυτούς ενόμιζαν πως ήμουν μάγος. Το κορίτσι για το οποίο εμίλησα πάρα πάνω, ήλθε μιά μέρα σε μιά κατάστασι μεγάλης λύπης και αμηχανίας, μη ξεύροντας τι να κάνη.

Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψη με έναν άνδρα της αιρέσεώς του και θα γινόταν ο γάμος χωρίς τις ευλογίες του ιερέως, με μόνη μια ιεροτελεστία που θα έκανε ένας χωρικός που ανηήκε εις την ίδια αίρεσι. «Πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος γάμος να είναι κανονικός και νόμιμος; Δεν θα είναι μιά παράνομη και αμαρτωλή συμβίωσι;» έλεγεν η χωριατοπούλα κλαίγοντας κι αποφασισμένη να φύγη από το σπίτι της με πρώτη ευκαιρία.

«Μα πού θα πας»; της είπα εγώ. «Θα σε βρούνε οπωσδήποτε, θα ψάξουν και πουθενά δεν θα μπορέσης να κρυφθής. Καλύτερα να προσευχηθής με θέρμη εις τον Θεό, να εμποδίση τον πατέρα σου από του να σε παντρέψη έτσι όπως θέλει, και να φυλάξη την ψυχή σου από την αίρεσι.
»Αυτό είναι το καλύτερο που έχεις να κάνης και όχι να φύγης απ' το σπίτι σου».

Έτσι με την πάροδο του χρόνου, όλος αυτός ο θόρυβος και η φασαρία άρχισαν να αυξάνουν περισσότερο από ό,τι μπορούσα να βαστάξω, τέλος δε με την πάροδο του καλοκαιριού απεφάσισα να φύγω και να εξακολουθήσω τις προσκυνηματικές πορείες μου όπως πρώτα. Συνωμίλησα με τον παπά γι' αυτές τις αποφάσεις μου, λέγοντας: «Πάτερ μου, σεις ξεύρετε τα σχέδιά μου. Πρέπει να έχω εξασφαλισμένο ένα ήσυχο μέρος για την προσευχή, εδώ δε, μ' όλο που υπάρχει μεγάλη ησυχία, επέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Δώστε μου τώρα την άδεια να φύγω και την ευχή σας να εξακολουθήσω τα ταξείδια μου».

Ο ιερεύς ομως δεν ήθελε να μ' αφήση να φύγω, κ' εφρόντισε να με πείση λέγοντάς μου: «Τι σε εμποδίζει από την προσευχή σου; Δεν είσαι υποχρεωμένος να μιλάς σε κανένα, αν δεν θέλης συ ο ίδιος. Έχεις το καθημερινό σου φαγητό εδώ. Λέγε τις προσευχές μέρα-νύκτα όπως επιθυμείς και ζήσε όπως θέλεις με τα καθήκοντά σου με τον Θεό. Είσαι χρήσιμος εδώ. Μη συναναστρέφεσαι με κανένα που έχει όρεξι για φλυαρία. Η παρουσία σου είναι πολύ επωφελής για τον Ναό μας. Αυτή η υπηρεσία σου είναι πιό αξιόλογη εις τα μάτια του Θεού, παρά οι προσευχές σου. Γιατί επιθυμείς να είσαι συνεχώς μόνος σου; Η κοινή προσευχή είναι πιό ευχάριστη. Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για να σκέπτεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για να βοηθή ο ένας τον άλλον εις το μονοπάτι της σωτηρίας, ο κάθε ένας ανάλογα με την δύναμί του. Έτσι έκαμαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επάλευαν μέρα-νύκτα, εφρόντιζαν για τις ανάγκες του ποιμνίου, εκήρυσσαν παντού και δεν παρέμεναν μόνοι σ' ένα μέρος, φροντίζοντας να κρυφθούν από τον κόσμο».

«Ο κάθε ένας έχει το δώρο του από τον Θεό» του απήντησα.

«Όπως υπήρξαν πολλοί ιεροκήρυκες πατέρες, έτσι υπήρξαν και πολλοί ερημίται. Ο κάθε ένας κάνει ό,τι μπορεί, και παρακολουθεί την ιδική του τη γραμμη, με την σκέψιν ότι ο ίδιος ο Θεός δείχνει και σ' αυτόν, όπως και εις τον καθένα, το δρόμο της σωτηρίας του. Πώς σου φαίνεται το γεγονός ότι πολλοί από τους αγίους παρητήθησαν από τις επισκοπές τους ή τις ενορίες τους, και άλλοι άφησαν το μοναστήρι για να πάνε εις την έρημο και να αποφύγουν την φασαρία που προέρχεται από το συγχρωτισμό με άλλους ανθρώπους; Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος π.χ. έφυγε από το ποίμνιό του, που εποίμαινε ως επίσκοπος, και ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης άφησε τη Μεγίστη Λαύρα, ακριβώς διότι σε τέτοιους ανθρώπους τα μέρη που εζούσαν και ειργάζοντο, ήσαν γεμάτα από πειρασμούς και επίστευαν όλοι αυτοί ειλικρινά εις τα λόγια του Κυρίου μας, "τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;"

«Ναί, αλλά αυτοί ήσαν άγιοι», είπεν ο παπάς.

«Εάν, όμως», απήντησα, «αυτοί που ήσαν άγιοι έλαβαν μέτρα να προφυλαχθούν από τους κινδύνους της αναμίξεώς των με τους ανθρώπους, τι καλύτερο, σας παρακαλώ, ένας αδύνατος αμαρτωλός μπορεί να κάνει;

Έτσι εις το τέλος απεχαιρέτησα τον καλόν ιερέα κι αυτός με την καρδιά του με κατευώδωσε.