Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Οι έσχατοι τών αμαρτωλών διά τής μετανοίας καθίστανται πρώτοι Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 


202-γ
Α' Κυρ Ματθ. Αγ Πάντων
3.6.2007

Πολλοί δε έσονται από πρώτοι έσχατοι και από έσχατοι πρώτοι.
Μ’ αυτές τις φράσεις χριστιανοί μου κατάληξε προειδοποιητικά το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα.
Πολλοί που θεωρούν τους εαυτούς των καλούς ανθρώπους, και δικαίους και καλούς χριστιανούς, αναπαύονται στις καλοσύνες τους, και όπως μας πληροφορεί εδώ το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, αύριο αυτοί θα βρεθούν τελευταίοι και πιθανόν και έξω του Παραδείσου.
Ενώ εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι αμαρτωλοί και ανάξιοι με ένα «ήμαρτον Θεέ μου», που θα βγάλουν μέσα από το βάθος της καρδιάς τους, ή «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», ή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ή οποιαδήποτε άλλη κραυγή μετανοίας, που θα βγεί από μέσα μας και από μέσα τους, και με πίστη, ασφαλώς και θα βρεθούν αυτοί πρώτοι, στα Δεξιά του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Ας μην ξεχνάμε και την διαβεβαίωση, την οποίαν αυτές τώρα τελευταία τις Κυριακές την επαναλαμβάνομε συνέχεια, δηλαδή ότι αι πόρναι και οι Τελώναι, «προάγουσιν ημάς εις την Βασιλείαν του Θεού».
Να λοιπόν ποια θα είναι και η μεγάλη έκπληξις, στην Βασιλείαν των Ουρανών, μετά και την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν.
Δηλαδή πολλούς από αυτούς που εμείς οι ίδιοι, τους θεωρούσαμε χαμένους ή πόρνους, ή βρωμερούς, ή κακοποιούς, ή παρακατιανούς και μάλιστα τους περιφρονούσαμε εμείς οι δήθεν καθαροί, ξέρετε στα πρώτα χρόνια στο πρώτο και στο δεύτερο αιώνα και ίσως και πιο αργότερα, υπήρξε μια αίρεσις, η αίρεσις των Καθαρών, η οποία καταδικάστηκε, ανεπιτρεπτί από την Εκκλησία μας. Δεν υπάρχουν Καθαροί.
Υπάρχουν μόνον αμαρτωλοί.
Αυτοί λοιπον που θεωρούν τους εαυτούς των καθαρούς, θα εκπλαγούν διότι θα δουν πρώτους πολίτας της Βασιλείας των Ουρανών, όλους εκείνους τους οποίους μέχρι προ ολίγου τους περιφρονούσαν.
Και οι ίδιοι και εμείς μαζί τους, εάν βρισκόμαστε, στην ίδια κατηγορία της υποκρισίας, και της χλιαρότητος, να βρεθούμε έξω από τη χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Αν κάθε φορά που εισερχόμεθα στους ιερούς ναούς, για να λειτουργηθούμε όπως και σήμερα, μπαίναμε με την αίσθηση ότι είμεθα οι πρώτοι των αμαρτωλών, τότε οπωσδήποτε θάπαιρνε η καρδιά μας την πληροφορία, της λυτρωτικής χάριτος του Σωτήρος Χριστού.
Αυτό τη παίρνει κάθε χριστιανός που μπαίνει μέσα στη Θεία Λειτουργία, με αυτή την αίσθηση, ότι ο πρώτος αμαρτωλός από όλους όσους βρίσκονται μέσα στην εκκλησία.
Αν αυτή την αίσθηση την αποκτήσεις εσύ, και συ, και σύ, και γω, θα την πάρομε αμέσως αυτή την πληροφορία του Αγίου Θεού.
Άλλωστε ο κάθε ιερός Ναός, την ώρα της Θείας Λειτουργίας, είναι και Κιβωτός Σωτηρίας.
Διότι μέσα σ’ αυτόν προσφέρεται ο Θυσιαζόμενος Χριστός, ο Αμνός του Θεού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Καθολική λοιπόν είναι η πίστις μας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι η μόνη Κιβωτός Σωτηρίας του ανθρώπου.
Μπαίνουμε λοιπόν μέσα στις Εκκλησίες μας, ως έσχατοι αμαρτωλοί, και εξερχόμεθα ως κατά χάριν σεσωσμένοι, από το Αίμα του Ιησού Χριστού, το εκχυθέν υπέρ της του κόσμου σωτηρίας.
Μπαίνουμε στους ιερούς ναούς, το επαναλαμβάνω και πάλι, όχι ως δίκαιοι, αλλά ως αμαρτωλοί, και για εκκλησιασμό και για Θεία Κοινωνία.
Και ενώ ακούμε τους ύμνους και τις ωδές τις πνευματικές, και συμμετέχουμε στις ψαλμωδίες τις ιερές μαζί με τους ιεροψάλτες μας, η ψυχή μας από μέσα της κράζει μεγάλη τη φωνή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Ιησού επιστάτα, ελέησόν με», «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία Σου», και ο Χριστός απαντά : «Δια των ιερέων», λέει «Ειρήνη πάσι».
«Ειρήνη πάσι» απαντά ο Χριστός, «Ειρήνη σε όλους σας, σας χαρίζω την Ειρήνη Μου, την Θεϊκή Μου Ειρήνη».
Γι’ αυτό μέσα απ’ το χέρι του ιερέως, που είναι πυρακτωμένο από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, από τη γλώσσα αυτή της φωτιάς που κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, ανεξάρτητα αν το δικό μου το χέρι είναι, βρώμικο και αμαρτωλό, ίσως και άπλυτο, εν τούτοις όμως η Χάρις περνά.
Και σας προσφέρει την άνωθεν Ειρήνη, την Ειρήνη του Χριστού – μακάρι να μπορούσα να σας προσφέρω, και την δική μου την ειρήνη, αλλά και η δική μου θάταν ανθρώπινη ενώ εκείνη είναι Θεϊκή και ουράνια.
Δεν προσφέρει ο Θεός την κοσμική Ειρήνη των πολιτικών, και των ισχυρών της γης, που τόσο ανασφαλείς είναι, και πολύ περισσότερο, όχι την ειρήνη που παρασκευάζει ο τεχνικός πολιτισμός, και η καταναλωτική κοινωνία, όχι και την ειρήνην που φωνάζουν οι διάφορες πορείες στους δρόμους, αλλά τη δική μου την Ειρήνη, «Ειρήνη την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν».
Γιατί; «Γιατί εγώ είμαι ο Χριστός, εγώ είμαι η Ειρήνη, εγώ είμαι ο Σωτήρας σου, εγώ είμαι ο Λυτρωτής σου. Εγώ είμαι ο λαλών σοι», το θυμάστε αυτό, πως το είπε σε μια αμαρτωλή γυναίκα πούχε πέντε έξι άνδρες. «Εγώ είμαι το Ύδωρ το ζόν, το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον. Εγώ είμαι ο Άρτος της Ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Χριστιανοί μου, μονον ως μετανοημένοι αμαρτωλοί μπορεί να ακούσομε τέτοια φωνή θεϊκής πατηγοριάς μέσα μας, και από εσχάτους αμαρτωλούς ελεεινούς και τρισαθλίους να μας καταστήσει ο Χριστός, και μόνον ο Χριστός, και όχι τα έργα μας κατά χάριν ηλεημένους και σωσμένους.
Μη νομίζετε και ιδιαιτέρως μην πιστεύσετε ποτέ και σεις που εκκλησιάζεστε, και μεις οι παπάδες που λειτουργούμε, επειδή εμείς λειτουργούμεη και σεις πηγαίνετε στην εκκλησία τακτικά, και ψευτοτηρούμε όλοι μας πέντε δέκα εντολές,
και εξομολογούμεθα, να σας το πώ, και θα σας το πω με οδύνη, μάλλον με επιπολαιότητα, και χωρίς μετάνοια, με συγχωρείτε, με συγχωρείτε πολύ,
και κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων χωρίς φόβο, χωρίς αγάπη, χωρίς πίστη, χωρίς μετάνοια, χωρίς υπομονή, μη νομίζετε ότι είμεθα και κάτι.
Τίποτα δεν είμεθα. Αμαρτωλοί είμεθα που φωνάζομε έλεος «Κύριε σώσε μας». Τι διαφέρομε απ’ τον Άσωτο; Επειδή δεν κάνομε μια συγκεκριμένη αμαρτία; Κι αν την κάνομε με το μυαλό μας; Κι αν κατακρίνομε;
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει κάθε φορά που κατακρίνεις, κάνεις και ένα φόνο.
Κι ύστερα λέει δεν είμαι φονιάς. Να ένας πνευματικός φονιάς. Πας ο κατακρίνων, και ποιος δεν είναι αυτός που κατακρίνει. Βρείτε μου έναν. Ποιος δεν είναι αυτός που δεν κουτσομπολεύει. Υπάρχει κανείς;
Αμαρτωλοί λοιπόν είμεθα. Και μόνον η χάρις του Αγίου Θεού μας σώζει. Για θυμηθείτε λίγο την ιστορία της προπερασμένης Κυριακής. Με την πόρνη εκείνη γυναίκα που μόλις είχε βγεί απ’ το σπίτι της αμαρτίας, και η προσευχή της η αυτή η αμαρτωλή, και συγχρόνως πονεμένη που βγήκε μέσα απ’ την ψυχή της κι έκανε θαύμα! Για θυμηθείτε το λίγο!
Αλλά και ο Δαβίδ όμως υπήρξε μεγάλος αμαρτωλός, πέφτοντας στη μοιχεία και στο φόνο, κι όμως ο Θεός βλέποντας, την αληθινή του μετάνοια, διαβάστε τους ψαλμούς, διαβάστε τους, τους διαβάζετε κάθε μέρα, «κάθε βράδυ», λέει, «λούζω το στρώμα μου με δάκρυα, για τις αμαρτίες τις οποίες έχω υποπέσει».
Τον έκαμε και μεγάλο προφήτη και μεγάλο ψαλμωδό, ώστε το ψαλτήρι να γίνει μόνιμο βιβλίον της εκκλησίας μας, και να μετέχει όλων των ακολουθιών, όλων, ακόμα και των λειτουργικών. Έγινε λοιπόν αγαπημένο ανάνωσμα, όχι μόνο των μοναχών, αλλά και πολλών από μας χριστιανών.
Για θυμηθείτε για λίγο και την οσία Μαρία την Αιγυπτία! Τι ήταν; Μια διάσημη πόρνη ήταν, τι ήταν. Και όμως είχε μετάνοια σαράντα εννιά χρόνια στην έρημο. Και έγινε πρότυπον μετανοίας σε όλους τους αιώνες. Αγία, που γιορτάζει δυο φορές το χρόνο, μια την πρώτη Απριλίου, και μία την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών.
Να πάμε θέλτε, κάποτε σας είπα, για τον Άγιο Νέο Ιάκωβο τον Όσιο, το Νέο Ιάκωβο, το Νέο Όσιο, το βίο του σας ανέφερα σε ένα βραδυνό κήρυγμα, δεν ξέρω αν το θυμάστε.
Τι έκανε αυτός, ως ασκητής επάνω εκεί στην έρημο, βίασε μια δυστυχισμένη ύπαρξη, την άφησε έγκυο, και όταν το είδε λοιπόν αυτό, την έπνιξε, έπνιξε και τον αδελφό της, τους σκότωσε και τους δύο, και τους πέταξε στο ποτάμι. Μετανόησε, πήγε και έκανε τη μετάνοιά του μέσα σε ένα τάφο, για είκοσι ολόκληρα χρόνια, και για να αποδείξει ο Θεός πόσο δέχεται την προσευχή ενός αληθινά μετανοημένου χριστιανού, έκανε ανομβρία στην περιοχή για κανένα χρόνο, τελεία ξηρασία, έκαναν εκεί στην επαρχία λιτανείες και λιτανείες και λιτανείες, … τίποτα, και φανερώνεται ο Θεός στον επίσκοπο, και του λέει, κοιτάξτε, να πα να βρείτε στο τάδε βουνό που είναι απέναντί σας, σε κείνη την τρύπα και σε έναν τάφο, έναν λέει ασκητή, τον Ιάκωβο, αυτόν θα παρακαλέσετε, και μόνον όταν κάνει αυτός προσευχή θα βρέξει.
Και πήγε τότε ο επίσκοπος, με όλον τον λαόν, σκεφτείτε πόσες χιλιάδες ήταν, και όλους τους ιερείς, με λάβαρα και εξαπτέρυγα, και πήγαν, τον βρήκαν, και τον παρακαλούσαν να κάνει προσευχή για να βρέξει.
Λοιπόν, εδώ βασίζεται και η σωτηρία μας, στη μετάνοιά μας, και όχι στη δικαιοσύνη μας, ούτε και στα ψευτοέργα μας, χρειάζονται, αποδεικνύουμε έτσι ότι πιστεύουμε, θα τηρήσουμε τις εντολές, αλλά δεν θα πάψομε να αισθανόμαστε ότι είμεθα οι πρώτοι των αμαρτωλών.
Οι πρώτοι των αμαρτωλών. Έτσι θα μπαίνομε μέσα. Εγώ έτσι ως παπάς για να λειτουργήσω, και σεις έτσι ως χριστιανοί για να λειτουργηθείτε και να κοινωνήσετε των Αχράντων Μυστηρίων.
Είτε κοινωνήστε, είτε δεν κοινωνήστε, αν μπείτε ως αμαρτωλοί, θα βγείτε δεδικαιωμένοι, και να ξέρετε και κάτι, θα έχετε Χάρη. Θα βγείτε αλλιώτικοι έξω, διαφορετικοί.
Αλλά αυτό καμιά φορά, πόσο διαφορετικοί βγαίνουμε, το αποδεικνύουμε μόλις πούμε «Δι’ ευχών». Ο κάθε χριστιανικός ορθόδοξος ναός, γίνεται χάβρα Ιουδαίων. Που είναι η τάξις. Μόνο στα μοναστήρια βλέπουμε λίγη τάξη. Εδώ στον κόσμο που είναι; Που είναι η τάξη, που είναι η ησυχία, που είναι η ειρήνη που μας είπε, «Ειρήνη υμίν, Ειρήνη πάσι, σας δίδω την Ειρήνη». Πού είναι η ειρήνη; Πάει περίπατο, «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων», άντε και συ και ο παπάς μαζί, και όλοι βγαίνουμε έξω…
Με συγχωρείτε πάρα πολύ, δεν ξέρω για πόσο καιρό θα σας τα λέω αλλά… τώρα τελευταία πρέπει να σας τα λέω.
Και θα πώ και άλλα την άλλη Κυριακή.
Η Αγάπη του Αγίου Θεού να είναι πάντοτε μαζί σας.

Τά άγρια θηρία ως υποτακτικοί τών αγίων τού Θεού Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 



227 γ
Κυριακή Αγίων Πάντων, 2006

«Έφραξαν στόματα λεόντων».

Εδώ χριστιανοί μου ο Απόστολος Παύλος, αναφέρεται στον προφήτη Δανιήλ, και είδατε τα θαύματα της πίστεως, από το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα. Αναφέρεται λοιπόν στον προφήτη Δανιήλ, που τον έριξαν οι ειδωλολάτρες στρατιώτες του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος, σ’ έναν λάκκο με λιοντάρια. Εκείνα όμως παρόλο που ήσαν πεινασμένα και άγρια, τον καλοδέχτηκαν ως κύριόν τους, και όχι μόνον δεν τον πέιραξαν, αλλά και κουλουριάστηκαν ήσυχα γύρω του πολύ ήρεμα και ήμερα. Θα λέγαμε μάλιστα ότι του έκαμαν και ευχάριστη συντροφιά.

Τον άνθρωπον αδελφοί μου, δηλαδή τον καθαρόν, τον άγιο, τον σέβονται όλα τα άγρια θηρία, ακόμα και τα φίδια και οι οχιές. Κάνει κατ’ άκρα συγκατάβαση κάποιο δηλητηριώδες φίδι ή σκορπιός, δαγκάσει κάποιον άγιον, και χύσει το δηλητήριό του μέσα στο αίμα του αγίου, ο άγιος δεν θα βλαφτεί. Δεν θα πάθει απολύτως τίποτα. Θα σωθεί και θα δοξάσει τον Θεόν.
Αυτό συνέβη και με τον Απόστολο Παύλο, όταν διεκομίζετο ως αιχμάλωτος στη Ρώμη δια μέσου θαλάσσης. Στη διαδρομή όμως σηκώθηκε φουρτούνα και τρικυμία μεγάλη, και το πλοιαράκι βούλιαξε, και όσοι ήσαν μέσα, στρατιώτες, ναύτες και αιχμάλωτοι εσώθησαν κολυμπώντας μέχρι την πλησιέστερη ακτή, η οποία δεν ήταν άλλη από ένα νησί με το όνομα Μελίτη. Κι εκεί άναψαν φωτιά για να στεγνώσουν και ζεσταθούν. Ξαφνικά, απ’ τα ξερόκλαδα πετάγεται μια οχιά, ταχύτατα τυλίγεται στο χέρι του Αποστόλου Παύλου και τον δαγκάνει. Ο Παύλος τίναξε απλώς το χέρι του και έριξε την οχιά μέσα στη φωτιά όπου και ψήθηκε, χωρίς ο ίδιος να πάθει απολύτως τίποτα. Βέβαια και οι στρατιώτες και οι ναύτες και οι λοιποι αιχνάλωτοι όπως και ο εκατόνταρχος, περίμεναν να τον δούν να σπαράζει σε λίγο και να πέφτει νεκρός. Αλλά διαπιστώνοντας ότι παρέμενε σώος και αβλαβής, σα να μην συνέβη τίποτα, τον θεώρησαν θεόν και τον προσκύνησαν.
Αυτό σημβαίνει με όλους τους Αγίους, αλλά και με όλους τους πιστούς αγωνιζομένους χριστιανούς, που φθάνουν σε κάποια μέτρα αγιότητος, αγνότητος και καθαρότητος, και μάλιστα σε κατάσταση εκείνης της καθαρότητος των Πρωτοπλάστων Αδάμ και Ευας πρίν από την πτώση. Τότε αυτοί οι ευσεβείς χριστιανοί, αποκτούν απόλυτη κυριαρχία πάνω σε όλα τα ζώα και της ξηράς και της θαλάσσης και του αέρος. Ακόμα και στα πιο άγρια από τα ζώα αυτά, διότι αναγνωρίζουν σ’ αυτόν τον κεχαριτωμένον άνθρωπον το αρχαίο κάλλος, επαναλαμβάνω, που είχε ο Αδάμ πριν απ’ την πτώση του.
Τα ζώα αισθάνονται την κυριαρχία που χαρίζει ο Θεός στον αγνό και απαθή άνθρωπο, τον καθαρό και τον θεοσεβή, και τον άγιον και υποτάσσεται παντελώς και αμέσως, γενόμενα τα άγρια θηρία υπηρέτες του ανθρώπου, του αγίου αυτού.
Είναι δε γνωστό ότι στη θριαμβεύουσα Εκκλησία της Άνω Ιερουσαλήμ, βασιλεύει η θεϊκή μακαριότητα, η ευφροσύνη, η χαρά, η δόξα και το φως, της Τρισηλίου θεότητος, καταστάσεις υπέρλογες, ακτίνες των οποίων απλώνονται σε όλη την πλάση, ορατή και αόρατη.
Αυτό σημαίνει ότι η θεϊκή αυτή φωτοχυσία, του ακτίστου αυτού φωτός, ενεργείται ως ζωή και ως ουράνια αίσθηση στις καρδιές όλων των ανθρώπων του Θεού, των αγίων του Θεού. Αυτή όμως την κατάσταση την οσφραίνονται και την διαισθάνονται όλα τα ζώα, ακόμα και τα πιο άγρια, γι’ αυτό και υποτάσσονται αμέσως στο θέλημα των αγίων.

Αξιοθαύμαστη είναι η περίπτωσις του αγίου μάρτυρος Ανικήτου, στη Νικομήδεια, το 288 μ.Χ. Όταν ο Ανίκητος αρνήθηκε να προσκυνήσει τα είδωλα και να προδώσει τον Χριστόν του, τον αληθινόν Θεόν, πιάστηκε, δέθηκε, μαστιγώθη και εφραγγελώθη τόσο σκληρά ώστε από τις κατακομματιασμένες του σάρκες εφαίνοντο τα κόκαλά του, το δε μαρτυρικό του αίμα έρρεε συνεχώς. Αιμόφυρτον όπως ήταν, τον πέταξαν μέσα στο στάδιο για να απολαύσουν οι αιμοχαρείς Συγκλητικοί, άρχοντες, και στρατηγοί και ο λαός, το φρικτόν θέαμα του κατασπαρασσομένου σώματος του μάρτυρος από τα πεινασμένα λιοντάρια και τις τίγρεις. Στην εμφάνιση του αγριεμένου λιονταριού, που έβαλαν τον μάρτυρα σαν θύμα, ο μάρτυρας βέβαια σαν άνθρωπος φοβήθηκε έστω και για λίγο, γι’ αυτό και αμέσως σήκωσε τα μάτια του ψηλά, και ζήτησε βοήθεια από τον Παντοδύναμο Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, για να αντέξει και τούτο το μαρτύριο. Και ενώ όλοι περίμεναν να δουν να κατασπαράσσεται ο μάρτυρας απ’ το πεινασμένο λιοντάρι, είδαν έκθαμβοι τη Θεία Χάρη και την Παντοδυναμία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και αληθινού Θεού. Διότι μόλις πλησίασε το λιοντάρι και βρέθηκε μπροστά στον μάρτυρα αμέσως ηρέμησε, έγινε πιο ήρεμο και από ένα προβατάκι. Και το πλέον αξιοθαύμαστο. Το λιοντάρι συμπόνεσε τόσο πολύ τον Άγιο Ανίκητο, ώστε σήκωσε το δεξιό του μπροστινό πόδι, και άρχισε να σφουγκίζει τον ιδρώτα και το αίμα από το πρόσωπο του Αγίου. Μόλις ο μάρτυρας είδε αυτό το θαύμα, ανέπεμψε δοξολογία ευχαριστίας προς τον Θεόν, για να ακολουθήσει ευθύς αμέσως σεισμός, που κατέστρεψε όχι μόνον το στάδιο, και τα οικοδομήματα της πόλεως της Νικομηδείας, αλλά και τα πάμπολλα αγάλματα που παρίσταναν τους ψεύτικους θεούς των Ρωμαίων. Παρά ταύτα όμως, δεν συνετήστηκαν οι ειδωλολάτρες, και όταν συνήλθαν συνέχισαν τα βασανιστήρια στον Άγιο Ανίκητο και στον ανιψιό του το Φώτιο. Παρόλον που όλα τα απάνθρωπα μαρτύρια κατέληγαν σε θαύματα αποκαταστάσεως πλήρης υγείας. Τρανές θα έλεγα, τρανότατες αποδείξεις, της υπάρξεως του ενός αληθινού Θεού. Τελικά τον αποκεφάλησαν στις 12 Αυγούστου, το 288 μ.Χ.

Ένα άλλο αξιοθαύμαστο γεγονός συνέβη στο Άγιον Όρος πριν από περίπου 50 χρόνια. Εκείνη την εποχή, ασκήτευε στα φρικαλέα Καρούλια, και στην καλύβα της Γεννήσεως του Χριστού, ένας ερημίτης, γνωστός τότε για τις πολλές του αρετές, ο πατήρ Παχώμιος.
Είχα ακούσει και γω γι’ αυτόν, αλλά δεν μετέβην ποτέ στα Καρούλια γιατί φοβήθηκα μήπως σκοτωθώ. Το ασκηταριό του όμως αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από τα ποντίκια, τους σκορπιούς και τις φαρμακερές οχιές. Όσα μέτρα και αν πήρε, οι κίνδυνοι και η καθημερινή μέριμνα για την αντιμετώπιση τους δεν τελείωνε. Και έτσι έχανε πολύ συχνά το πολυτιμότατον μέλι της ησυχίας.
Κάποιος κοινοβιάρχης μοναχός, που τον ευλαβείτο πολύ, όταν πληροφορήθηκε τις ταλαιπωρίες που είχε, του πήγε ένα γάτο. Και ο πατήρ Παχώμιος από τότε ησύχασε διότι είχε πλέον και κυνηγό και φύλακα. Αλλά όταν ο γάτος όμως δεν είχε γεύματα από τα φίδια και από τους ποντικούς, ζούσε και αυτός ασκητικότατα. Διότι μέρες ολόκληρες έτρωγε μόνον παξιμάδι βρεγμένο, ότι και ο ασκητής, τίποτε άλλο. Παρά ταύτα όμως επέζησε αρκετά χρόνια, σκελετωμένος ο γάτος. Ένα απομεσήμερο ο πατήρ Παχώμιος, απολάμβανε το γάτο που ξερόγλειφε τη γούνα του, ύστερα από την κατάλυση που έκανε με το να έχει φάει δύο ποντικούς. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη, και η καρδιά του πατρός Παχωμίου χτυπούσε αργά και καθαρά, μαζί με τις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», και ξαφνικά βλέπει έναν αετό να ορμά σα σίφουνας πάνω στο γάτο, να τον αρπάζει με τα νύχια του και να εξαφανίζεται στα βουνά.
Λαχτάρισε ο ασκητής, κι έκλαιγε σαν άνθρωπος που λυπήθηκε, γιατί έχασε την πολύτιμη εκείνη βοήθεια και προστασία που είχε από τα φαρμακερά εκείνα ζώα. Στα αυτιά του αντηχούσαν οι τσιρίδες του γάτου. Αμέσως λοιπόν μπαίνει στη σπηλιά, πηγαίνει στην εικόνα του Αγίου Παχωμίου τον οποίον είχε προστάτη για όλους τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ορατούς και αοράτους, και διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Άγιο Παχώμιο, λέγοντάς του : «Θα σου βάλω κανόνα Άγιέ μου, «Για δέκα μέρες δε θα σου ανάβω το καντήλι, και μάλιστα από τώρα. Φφφ. Και σβήνει το καντήλι. Έβαλε ο Άγιος ο πατήρ Παχώμιος κανόνα στον Άγιο. Συγχρόνως, έκανε και το Σταυρό του. Ξαναβγήκε στην πόρτα της σπηλιάς, για να αρχίσει το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, και ξαφνικά βλέπει το γάτο άθικτο, να τρίβεται στα πόδια του και να νιαουρίζει χαδιάρικα, όπως κάνουν οι γάτες. Αμέσως σηκώθηκε, μπήκε μέσα στην καλύβα, και ξανάναψε το καντήλι του Αγίου, κάνοντάς του το Σταυρό και λέγοντάς του «Σε ευχαριστώ Άγιε και δόξα στην παντοδυναμία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και στις δικές σου δυνατές πρεσβείες» Έκαμεν τον Σταυρόν του, και ξαναβγήκε έξω, μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, συνεχίζοντας την ευχούλα και το κομποσχοινάκι του, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».

Οι συναξαριστές και τα γεροντικά χριστιανοί μου, μας διηγούνται πολλά για τον Άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη. Με το να φυλάξει ο Άγιος καθαρό και αμόλυντο το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν, αξιώθηκε από τον Θεόν να υπηρετείται, όχι να υπηρετεί, να υπηρετείται από άγρια ζώα της ερήμου. Τελευταία είχε ένα λεοντάρι, που έκανε πλήρη υπακοή, στον Άγιο Γεράσιμο, και διατάχθηκε να φυλάγει το γαϊδουράκι, να το συνοδεύει, αντί να πηγαίνει ο Άγιος, το γαϊδούρι, πιάνοντάς το από το καπίστρι, να το πηγαίνει στον Ιορδάνη ποταμό, δεν ξέρω με ποιο τρόπο, φορτώνονταν τα νερά, και κατόπιν να γυρίζει πίσω στη σκήτη.
Κάποτε που το λιοντάρι άφησε αφύλακτο το γαϊδουράκι, το βρήκαν κάποιοι καμηλιέρηδες και το έκλεψαν. Ο Άγιος νομίζοντας ότι το γαϊδουράκι το έφαγε το λιοντάρι, όχι μόνον το επέπληξε, αλλά για κανόνα του είπε «Τώρα θα γίνεις εσύ ο γάιδαρος, και συ θα γίνεις ο νεροκουβαλητής». Τα νερά τα έβαζε σε δερμάτινα σακιά, κατέβαινε στον Ιορδάνη ποταμό, τα γέμιζε, και τα φόρτωνε δεξιά και αριστερά, και δρόμο λοιπόν, μπροστά ο Άγιος, πίσω το λιοντάρι για τη σκήτη.
Κάποτε περνώντας οι κλέφτες, κάτι κλέφτες καμηλιέρηδες, μαζί με το κλεμμένο γαϊδουράκι από ένα μονοπάτι, τους είδε το λιοντάρι, αναγνώρισε το γαϊδουράκι, και βγάζοντας τρομερούς βρυχηθμούς έτρεψε σε φυγή τους κλέφτες. Πλησίασε τότε το λιοντάρι πολύ ήρεμα, δάγκασε το καπίστρι και οδήγησε το γάϊδαρο και τις καμήλες στον Άγιο Γεράσιμο.
Τότε ο Άγιος είπε στο λιοντάρι. «Σε αδίκησα καλέ μου σύντροφε. Φύγε τώρα είσαι πλέον ελεύθερος». Έφυγε το λιοντάρι αλλά συχνά πυκνά, σε τακτά δηλαδή διαστήματα, επέστρεφε και επισκεπτόταν τον Άγιο.
Κάποτε δεν τον βρήκε τον όσιο…. Και άρχισε να βρυχάται λυπηρά. Τότε ένας υποτακτικός του Αγίου οδήγησε το λιοντάρι στον τάφο του Αγίου Γερασίμου. Τότε το λιοντάρι ξάπλωσε κάτω, πάνω στον τάφο του Αγίου και άρχισε να κτυπά το κεφάλι του, τόσο δυνατά και μάλιστα με τόσο πόνο, για την αγάπη που είχε προς τον Άγιο, μέχρι που ξεψύχησε.

Να πούμε κι άλλο ένα. Στον Άγιο Μακάριο συνέβη το εξής καταπληκτικό γεγονός.
Κάποτε μια ύαινα, που θεωρείται το πιο αιμοβόρο και άγριο θηρίο της ερήμου και των δασών, άνοιξε με βία το παραπόρτι της αυλής της σκήτης του Αγίου και μεγάλου Μακαρίου, τον οποίο βρήκε γονατιστό να εκπέμπει προσευχόμενος δοξολογίες προς τον Θεόν. Η ύαινα όμως κρατούσε στο στόμα της το μικρό της που γεννήθηκε τυφλό. Προχώρησε, και το άφησε μπροστά στον προσευχόμενο Άγιο.
Τότε ο μέγας Μακάριος, πήρε στα χέρια του τη νεογέννητη τυφλή ύαινα, και με το σάλιο του άλειψε τα τυφλά της μάτια. Τα σταύρωσε κάνοντας συγχρόνως και προσευχή, και ω του θαύματος τα μάτια άνοιξαν. Η μάνα ύαινα αφού θήλασε το μικρό της, έφυγε με τον ίδιο τρόπο που ήρθε.
Την άλλη μέρα επανήλθε όμως όμως η ύαινα, κρατώντας με το στόμα μια προβιά προβάτου. Και την άφησε μπροστά στα πόδια του Αγίου εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης ακουμπώντας το κεφάλι της πολλές φορές μέχρι το χώμα. Προσκυνούσε δηλαδή τον Άγιο.

Τώρα αυτά τι σας λένε; Όλα αυτά τι σας λένε;

Έχουμε και τον Άγιο Κόπρη. Γιορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ο οποίος υποχρέωσε μια αγριώτατη αρκούδα να του κουβαλάει τα ξύλα από το δάσος, τα οποία τα φόρτωνε στην πλάτη της αρκούδας, δεξιά και αριστερά.

Έχουμε και άλλα παραδείγματα αγίων που τα άγρια ζώα, ως άκακα προβατάκια, τους υπηρετούσαν με απόλυτη υπακοή και σεβασμό προς την αγιότητά τους. Δεν υπηρετούσαν οι άνθρωποι τα ζώα όπως κάνουμε σήμερα που τάχουμε στα σαλόνια, τους σκύλους και τις γάτες και δεν ξέρω τι άλλο. Και να κρεμόμαστε κυριολεκτικώς από αυτά, ούτως ώστε όταν πεθάνουν να μας πιάσει και μας η λύπη και χάσαμε δεκάχρονο παιδί. Αλλά όλα τα άγρια θηρία, ακόμα και τα πιο δηλητηριώδη φίδια, και σκορπιοί υποτάσσονται πλήρως στους απαθείς και θεωμένους ανθρώπους του Θεού.
Το ίδιο δεν συνέβη και στον πατέρα Ιάκωβο τον Τσαλίκη, όταν προσευχόμενος στη σπηλιά του όσιου Δαυΐδ τον περικύκλωσαν χιλιάδες χιλιάδως σκορπιοί και του είπε «μέχρι εδώ και όχι παρακάτω». Και έκαμαν έναν κύκλο, και όταν είπε «φεύγω τώρα, ανοίξτε δρόμο», άνοιξαν δρόμο οι σκορπιοί, και πέρασε ο Άγιος ανέπαφος.

Τι σας λέγει αυτό; Ότι τα άγρια θηρία υποτάσσονται στους απαθείς και θεωμένους ανθρώπους του Θεού, χωρίς καμιά εκπαίδευση και χωρίς καμιά προετοιμασία. Ημερεύουν αυτομάτως και στον απλόν λόγον των αγίων του Θεού, κάνουν απόλυτη υπακοή. Αν ημερεύσουν και τα δικά μας πάθη, πρώτα δε με τα δικά μου και ύστερα τα δικά σας, για να μην νομισθή ότι εξαιρώ εγώ τον εαυτό μου, τότε και βασιλεύσει μέσα μας το θέλημα του Θεού, με την απόλυτη υπακοή μας, στο Ευαγγέλιο και στο Λόγο Του, και ιδιαιτέρως στα σωστικά μυστήρια και στη Θεία Λατρεία, θα κατοικήσει μέσα στις καρδιές μας, η Αγία Τριάς, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, στήνοντας λυτρωτικό το πανυγήρι της Αναστάσεως και της Σωτηρίας μας,

Αμήν.

Η ομολογία πίστεως,δρόμος σωτηρίας καί αγιασμού Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ




217-β
Κυρ. Αγ. Πάντων, 2005

Συζητούν χριστιανοί μου ένας άνδρας, που μόλις πριν από λίγες μέρες είχε γίνει χριστιανός, μ’ έναν παλιό του φίλο.
- Ώστε βαπτίστηκες, του είπε, κι έγινες χριστιανός Ορθόδοξος, ε;
Του λέει, «μάλιστα».
- Μα τότε θα ξέρεις πολύ καλά, όλα τα σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αλήθεια που Γεννήθηκε;
- Δεν ξέρω…
- Πόσο χρονών ήταν όταν βγήκε στη μεγάλη Του δράση;
- Δεν ξέρω…
- Πότε πέθανε; Πότε σταυρώθηκε;
- Δεν ξέρω.
- Σε πόσες μέρες αναστήθηκε;
- Μάλλον σε τρείς, αλλά δεν θυμάμαι.
- Ποια ήταν η κυριότερη θεϊκή Του διδασκαλία;
- Δεν ξέρω.
- Ποιοί ήσαν οι Απόστολοι που έγραψαν τα Ευαγγέλια;
- Δεν ξέρω.
- Ο Χριστός τι ήταν; Ήταν Θεός, ήταν άνθρωπος, ήταν Υιός Θεού, τι ήτανε;
- Δεν ξέρω.
- Αυτό που λένε ότι πιστεύετε εσείς οι χριστιανοί οι Ορθόδοξοι στην Αγία Τριάδα, τι σημαίνει;
- Δεν ξέρω.
- Από ό,τι βλέπω, είπε ο φίλος του, πολύ λίγα πράγματα θα έμαθες για τον Ιησού Χριστό, και την θεϊκή Του διδασκαλία. Απορώ όμως, αφού ξέρεις τόσα λίγα, τι σε έκαμε και έγινες χριστιανός;
- Έχεις δίκιο. Πολύ λίγα ξέρω και ειλικρινά ντρέπομαι γι’ αυτό. Αλλά ξέρω και κάτι. Και αυτό το κάτι το ομολογώ.
- Τι είναι αυτό;
- Να! Πριν λίγα χρόνια ήμουν αλκοολικός. Όλο έπινα. Όλο μεθούσα. Πότε με ούζα, πότε με ρετσίνα, πότε με κρασί, πότε με ουίσκι, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, άσε που όπως ξέρεις έπαιζα συνέχεια και χαρτιά. Έτσι χρωστούσα πάρα πολλά χρήματα, πολλά, πολλά... Η οικογένειά μου υπέφερε και οδηγούμεθα σιγά σιγά στην τελεία καταστροφή. Τα παιδιά μου με εφοβούντο. Μόλις έμπαινα στο σπίτι μεθυσμένος έτρεμαν τα καημένα, και τα πιο μικρά κατουριόντουσαν επάνω τους απ’ το φόβο. Τώρα πια δεν πίνω. Δεν μεθάω. Δεν παίζω ούτε χαρτιά ούτε ζάρια. Και δεν χρωστάω σε κανέναν. Στο σπίτι όλοι με αγαπάνε. Και η ζωή μου είναι γεμάτη πλέον από χαρά. Τώρα ομολογώ την πίστη μου στον Χριστόν χωρίς να ντρέπομαι γι’ αυτήν. Εξομολογήθηκα καθαρά και με ειλικρίνεια, και από τότε, όπως και σήμερα πετάω. Και όλα αυτά ήρθαν πολύ ήρεμα στη ζωή μου, χωρίς να το καταλάβω… πώς; Από τη στιγμή που πίστευσα αληθινά στο Χριστό. Ήμουν τυφλός, όπως κάποιος τυφλός που άκουσα στο Ευαγγέλιον. Και είδα, ανέβλεψα. Ήμουνα παράλυτος και ο Χριστός με λύτρωσε, με έστησε στα πόδια μου, στάθηκα στα πόδια μου. Ήμουν νεκρός πνευματικά, ηθικά, σωματικά και ο Χριστός με ανέστησε. Πίστεψα και είδα το Χριστό και αυτό μου φτάνει. Πηγαίνω στην Εκκλησία, κοινωνώ των Αχράντων Μυστηρίων, διαβάζω το Ευαγγέλιο, προσεύχομαι πρωί και βράδυ, κάνω το Σταυρό μου ελεύθερα. Εργάζομαι κάθε μέρα και αυτό με γεμίζει χαρά. Είμαι πλέον χρήσιμος, πρώτα για τον εαυτόν μου, για την οικογένειά μου πρώτα, και ύστερα για ολόκληρη την κοινωνία. Και όλα αυτά είναι δώρα Του. Δώρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Και αυτά τα δώρα Του τα χρωστάω. Αυτό το ξέρω, το ξέρω πολύ καλά, και το ομολογώ.

Αυτό το κάτι χριστιανοί μου, που είπε και ομολόγησε και που ομολογεί ο νεοβαπτιζόμενος χριστιανός, σημαίνει ότι ξέρω κάτι από πείρα. Είναι το βίωμά μου. Το έζησα. Το ζω και σήμερα και κατάλαβα τι αξία έχει το βίωμα απέναντι μονάχα στις ξερές γνώσεις.
Έτσι και ο τυφλός του Ευαγελίου, αν θυμηθούμε το Βαρτιμαίο, ήταν στο απόλυτο σκοτάδι και είδε το φως της ημέρας, όπως και όλοι οι τυφλοί στους οποίους ο Κύριος χάρισε το φως.
Είδαν οι πρώην τυφλοί εκ γενετής πώς είναι οι άνθρωποι. Είδαν τον ουρανό, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, είδαν τα πουλιά, τα δένδρα, τους βράχους, τις θάλασσες, τα ποτάμια και όλην την Κτίση. Αυτό που είδαν, ήταν βίωμα και ζωή.
Ο λεπρός που καθαρίστηκε από την λέπρα μ’ ένα λόγο του Κυρίου, είχε το θαύμα χειροπιαστό, και γι’ αυτόν ήταν βίωμα και ζωή.
Και οι τυφλοί που ανέβλεψαν, και οι λεπροί που καθαρίστηκαν, και οι παράλυτοι που περπάτησαν, και οι τυφλοί που είδαν, και οι κουφοί που άκουσαν, και οι νεκροί που αναστήθηκαν, και ιδιαιτέρως, όλως ιδιαιτέρως, ο Λάζαρος, και χιλιάδες άλλοι που βρήκαν την υγειά τους, όλοι τους είχαν την εμπειρία του θαύματος, και αυτό το ομολογούσαν και το διεκήρυτταν με παρρησία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αυτός που τους χάρισε, που τους ανέστησε και τους έδωσε το φως, την υγεία, τη ζωή. Και αυτό ήταν μια ομολογία πίστεως.
Ομολογία πίστεως είχαν και όλοι οι άγιοι τους οποίους σήμερα τιμάει η Εκκλησία μας, Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Ομολογία πίστεως έδωσαν και οι πρώτοι χριστιανοί, γι’ αυτό και μαρτύρησαν με θάνατο φρικτό ύστερα από πολλαπλά βασανιστήρια εκ των οποίων πολλά γνωρίζετε και σεις.
Ομολογία πίστεως έδωσαν και οι προφήτες, γι’ αυτό και πολλοί απ’ αυτούς εξορίσθησαν ή εφυλακίσθησαν ή εν φόνω μαχαίρας επέθανον, όπως μας είπε το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα.
Ομολογία πίστεως έδωσαν και εκατοντάδες νεομάρτυρες μπροστά στους Τούρκους, μπέηδες και πασάδες, για να ακολουθήσει κατόπιν το κρέμασμα ή το σούβλισμα ή άλλα ποικίλα βασανιστήρια.
Ομολογία πίστεως έδωσε και ο Μάξιμος ο Ομολογητής όταν φυλακίσθηκε και εξορίσθηκε και έδωσε και εκεί στην εξορία και στη φυλακή άλλη ομολογία πίστεως όταν του έκοψαν τη γλώσσα για να μην μπορεί να ομιλεί, να διακηρύσσει, να κηρύττει τον λόγον της αλήθειας του Χριστού, τον λόγον της ζωής. Ομολογία πίστεως έκαμε και εν συνεχεία για τρίτη φορά όταν του έκοψαν και το δεξί του χέρι για να μην μπορεί να γράφει γι’ αυτές τις αλήθειες της Ορθοδόξου ημών πίστεως, δηλαδή της Ορθοδοξίας.
Ομολογία πίστεως έδωσαν και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όταν καθόριζαν τους ιερούς κανόνες και τα δόγματα της πίστεώς μας. Και έχει ανυπέρβλητη αξία αυτή η ομολογία πίστεως, γιατί ήταν αποτέλεσμα θεϊκής βιώσεως και θεοπτίας.
Ομολογία πίστεως έδωσαν και δίδουν και σήμερα οι ερημίτες, όταν μέσα στις σπηλιές, στις τρύπες και στις οπές της γης και στις κορυφές των ορέων, αγρυπνούν μετά πάσης προσοχής και νήψεως, προσευχόμενοι καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός μέχρι δέκα ώρες με τη νοερά καρδιακή προσευχή, βυθίζοντας το νου, μέσα στη καρδιά υπέρ της του κόσμου σωτηρίας. Νηστεύουν με άκραν νηστείαν, και δίδουν αγώνες και μάχες και πάλη σώμα με σώμα με τους δαίμονες, όπως ο συνεχιστής της παραδόσεως των νηπτικών Πατέρων, ο Οσιότατος Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και πνευματικός μου παππούς.
Ομολογία πίστεως έκαμε και η Αγία Βαρβάρα μπροστά στον πατέρα της, εφαρμόζοντας στην πράξη αυτό που μας τόνισε ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, «ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». Ομολόγησε την πίστη της η δεκαεπτάχρονη εκείνη κοπελίτσα και σφάχτηκε από τον ίδιο τον πατέρα της. Εκείνη κατέστη αγία και στόλισε τον θρόνον του Θεού και ανήκει στη συνοδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά ο δύστυχος εκείνος πατέρας όχι μόνον κεραυνοβολήθηκε, αλλά ως κάρβουνο που τον μετέβαλλε ο κεραυνός, κάρβουνο παραμένει και μέσα στο βυθό της αιωνίου κολάσεως.
Ομολογία μαρτυρικής πίστεως έκανε και ο δωδεκάχρονος Ταρσίζιος όταν θέλησε να φυλάξει την μεταφορά των Τιμίων Δώρων, του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού μέσα σε ένα μήλο. Τον αντίκρυσαν μερικοί νεαροί, μεγαλύτεροί του ειδωλολάτρες, τον άρπαξαν με βαναυσότητα και άρχισαν να τον κτυπούν μέχρι που τον άφησαν μισοπεθαμένο για να αρπάξουν αυτό που έκρυβε μέσα στην αγκαλιά του, αλλά εξαφανίστηκαν ευθύς αμέσως με την εμφάνιση ενός αξιωματικού Ρωμαίου χιλιάρχου, του Σεβαστιανού που ήταν και αυτός χριστιανός, για να μαρτυρήσει και αυτός αργότερα για την πίστη του Χριστού την Αγία, και αν δεν απατώμαι εορτάζει στις 18 Δεκεμβρίου. Από τον ετοιμοθάνατο Ταρσίζιο ο Σεβαστιανός πήρε το μήλο, με τα Τίμια Δώρα, και τα μετέφερε ο ίδιος στους εν φυλακή ευρισκομένους χριστιανούς, όπου και κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων και την άλλη μέρα εσύρθησαν στο Κολοσσαίον της Ρώμης για να τους κατασπαράξουν τα πεινασμένα άγρια θηρία και με το αίμα τους εκεί να δώσουν και αυτοί την καλήν ομολογίαν της πίστεως. Την ίδια μέρα πέθαινε και ο Ταρσίζιος στο σπίτι του Σεβαστιανού.
Ομολογία πίστεως δίδουν και όσοι από τους σημερινούς Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς, έχουν την παρρησία και την τόλμην μπροστά στα πάσης φύσεως αφεντικά της παρούσης ζωής να διακηρύξουν το «πειθαρχείν δει Θεόν μάλλον ή ανθρώποις».
Ομολογία πίστεως δίδουν και κείνοι, από τους σημερινούς Ορθοδόξους χριστιανούς που βιώνουν μέσα από τα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας, μέσα από την καθαρά προσευχή, μέσα από την πράξη των εντολών, την μετάνοια και την ταπείνωση, βιώνουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και διακηρύσσουν στην καθημερινή τους ζωή «ουκ δυνάμεθα γαρ ημείς, ά είδαμεν και ηκούσαμεν μη λαλείν». Δεν μπορούμε αυτά τα θαυμάσια που είδαμε και ακούσαμε και γευθήκαμε από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας και την πίστη μας, να μην τα διακηρύσσουμε με όλη την δύναμιν της ψυχής μας προς όλους, φίλους και εχθρούς, πιστούς και απίστους, μαύρους και άσπρους, θεοσεβείς και ασεβείς.

Χριστιανοί μου, θέλω να πιστεύω πώς και μείς όλοι, σείς και γώ μαζί σας, σήμερα, συγκαταλεγόμεθα σ’ αυτήν την τελευταία εκλεκτή ομάδα των Ορθοδόξων αγωνιζομένων πιστών χριστιανών, που ομολογούν δημοσίως, Ιησούν Χριστόν και τουτον Εσταυρωμένον, για να δώσει και ο Χριστός με τη σειρά Του, την καλήν ομολογίαν για σας, στον Θεόν Πατέρα λέγοντας «ομολογήσω καγώ εν αυτώ» ή «ομολογήσω καγώ γι’ αυτούς, για σας και για μένα, έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς».

Αυτό το εύχομαι με όλη μου την καρδιά σε όλους σας, αλλά να το εύχεσθε και σεις σε μένα τον ανάξιο και ταλαίπωρο, αλλά και σ’ όλους τους ιερείς,

Αμήν, γένοιτο.