Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ - ΔΗΜ ΤΣΕΛΛΕΓΙΔΗΣ


Τοῦ Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Δογματικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Γιατί νά ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πεθαίνουν νέοι καί μικρά παιδιά;
Θά ὑπάρξει Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ὁ Θεός, δηλαδή, παρέχει τή  ζωή, ἀλλά καί θέτει τά ὅριά της. Μόνος αυτός γνωρίζει ὅλα τά δεδομένα, ἀλλά καί ὅλες τίς προθέσεις τῶν λογικῶν ὄντων, πρίν κἄν αὐτά ἔρθουν στήν ὕπαρξη. Ταυτόχρονα, ὁ Θεός ἀγαπᾶ σέ ἀσύλληπτο βαθμό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν Χριστό ὡς τόν μανιωδέστερο τῶν ἐραστῶν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἄλλωστε, ὁ Θεός θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά τόν γνωρίσουν ὡς τήν ὐποστατική Ἀλήθεια («πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»). Μέ τίς παραπάνω προϋποθέσεις, κατανοεῖται εὔκολα, ὅτι ὁ Θεός, ὡς ὁ κατεξοχήν καί κατά κυριολεξία…
καλός καί ἀγαθός, δέν εἶναι δυνατόν νά θέλει τόν πρόωρο θάνατο κανενός ἀνθρώπου. Καί τοῦτο, ἐπειδή τό κύριο γνώρισμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ἔτσι ὁ Θεός ἀποφασίζει τόν θάνατο τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ βάση τήν παγγνωσία καί τήν ἀγάπη του. Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος πεθαίνει στήν καλύτερη χρονική στιγμή γι’ αὐτόν. Κατά συνέπεια, μία ἐνδεχόμενη παράταση τῆς ζωῆς μας, πέρα ἀπό τό ὅριο, πού ἔθεσε ἠ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας, θά εἶχε ἀρνητικό ἀποτέλεσμα στήν ποιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς μας. Γι’ αὐτό, θά πρέπει νά δεχόμαστε τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁριοθέτηση τῆς ζωῆς ὄλων τῶν ἀνθρώπων, μέ εὐγνώμονα καί εὐχαριστιακή διάθεση. 
Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, πού διατυπώθηκε δογματικά καί συμπεριλήφθηκε στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας, κατά τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἄλλωστε, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιά τήν πραγματοποίηση καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων καί ἡ ἕνωσή τους μέ τίς ἀντίστοιχες ψυχές εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν μέλλουσα Κρίση, ἀφοῦ ζήσαμε καί πράξαμε τό καλό ἤ τό κακό, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα. Εἶναι, λοιπόν, εὔλογο νά ἔχουμε καί τή μελλοντική ποιότητα τῆς ζωῆς μας ὡς ἐνιαία ψυχοσωματική ὕπαρξη.
Ποιός ἄνθρωπος εἶναι πραγματικά ἐλεύθερος καί εὐτυχισμένος; Τί σημαίνει πραγματική ἐλευθερία καί πῶς ἀποκτᾶται;

Η ελευθερία του ανθρώπου Καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ



Καθηγητή  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  Ι.  ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ         
Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ


 Η ελευθερία είναι ένα από τα σπουδαιότερα θέματα που αφορούν την ύπαρξη του ανθρώπου. Κάθε ενέργεια του ανθρώπου, που τον χαρακτηρίζει ως πρόσωπο, συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία του. Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος για μια μεγάλη ποικιλία, με την οποία φανερώνεται αυτή η ελευθερία, όπως είναι λόγου χάρη η ελευθερία της σκέψεως, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία της συνειδήσεως, η ηθική ελευθερία, η θρησκευτική ελευθερία, κλπ.

Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με τις παραπάνω πλευρές της ελευθερίας, αλλά θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με κάθε δυνατή συντομία, πώς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βλέπει την ελευθερία του ανθρώπου καθεαυτήν. Στη συνέχεια, αφού αναφερθούμε στην οντολογική υποδούλωση και απελευθέρωση του άνθρώπου, θα παρουσιάσουμε πως ο άνθρωπος αναπτύσσει και φανερώνει την ελευθερία του ως μέτοχος της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και ποιος είναι ο ιδιάζων χαρακτήρας αυτής της ελευθερίας.
Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι απόλυτα ελεύθερος και κυριολεκτικά αυτεξούσιος είναι μόνο ο Θεός, αφού ως ο όντως Ων δεν υπόκειται σε καμιά φυσική ή μεταφυσική αναγκαιότητα1. Επομένως είναι αυτονόητο ότι λόγος για απόλυτη και αυθεντική ελευθερία μπορεί να γίνεται μόνο εκεί, όπου βρίσκεται και η πηγή της ελευθερίας, ο ίδιος δηλαδή ο Θεός. Άμεση φανέρωση της αυθεντικής αυτής ελευθερίας στην κτίση και την ιστορία γίνεται μόνο με τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού.
Αν όμως η απόλυτη και αυθεντική ελευθερία βρίσκεται μόνο στον ίδιο τον Θεό και στις άκτιστες ενέργειές του, τί είδους ελευθερία έχει ο άνθρωπος ως κτίσμα και πού θεμελιώνεται αυτή η ελευθερία του;
Η ελευθερία του άνθρώπου, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκπροσωπείται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, συνδέεται στενότατα με τον τρόπο υπάρξεώς του. Ο άνθρωπος, του οποίου η οντολογική αφετηρία βρίσκεται στο μη ον, ήρθε στο είναι, ως γνωστόν, με την άκτιστη δημιουργική ενέργεια του Θεού. Γι' αυτό και είναι εξαρτημένος από την αιτία της προελεύσεώς του, είναι δηλαδή εξαρτημένος από τον ίδιο τον Θεό. Πέρα όμως από την εξάρτηση αυτή του είναι του ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του δημιουργού του2 ως λογικό και αυτεξούσιο ον3. Η λογικότητα των όντων κατά τον Παλαμά συνδέεται οντολογικώς με την αυτεξουσιότητά τους4. Κατά συνέπεια η αυτεξουσιότητα και ελευθερία του άνθρώπου αποτελούν οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα.
Δημιουργώντας ο Θεός κατ' εικόνα του τον άνθρωπο θεμελίωσε το αυτεξούσιο του ανθρώπου πάνω σε μια πραγματικότητα, η οποία παρέχει στην ελευθερία προϋποθέσεις αποφασιστικής σημασίας για την παραπέρα τελειωτική πορεία του ανθρώπου.
Το κατ' εικόνα αποτελεί το θεμέλιο εκείνο της ανθρωπίνης υπάρξεως που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μπορεί να κινείται προς το αγαθό, όταν κάνει καλή χρήση του αυτεξουσίου. Το οντολογικό δηλαδή υπόβαθρο της αυτεξούσιας αναφοράς του ανθρώπου στον Τριαδικό Θεό βρίσκεται στην κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του. Αν ο άνθρωπος ανέφερε πάντοτε αυτεξουσίως και ελευθέρως το κατ' εικόνα προς το αρχέτυπο, δεν θα ξέπεφτε από την κοινωνία του με τον Θεό, μια και ο Θεός κατά τον Παλαμά προσβλέπει πάντα με ιδιαίτερη πρόνοια προς τον άνθρωπο. «ως προς οικείαν εικόνα μάλλον ή προς τα παρ' αυτού πάντα γεγονότα»5.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ενώ εντοπίζει το κατ' εικόνα στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου6, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο νου7. Αλλά ο νους και η λογική συνδέονται αναπόφευκτα με το αυτεξούσιο και την προαίρεση του ανθρώπου, και αυτά του παρέχουν τη δυνατότητα να τρέπεται πότε στο καλό, και πότε στο κακό8.

Η τριαδική ενότητα Η τριαδική ενότητα και η ενότητα των πιστών κατά το Μ. Αθανάσιο ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


Η τριαδική ενότητα και η ενότητα των πιστών κατά το Μ. Αθανάσιο

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Το πρότυπο για την πραγμάτωση της εκκλησιολογικής ενότητας των πιστών αποτελεί η ενότητα του Τριαδικού Θεού. Οι θεολογικές προϋποθέσεις για την αναφορά των πιστών στην τριαδική ενότητα βρίσκονται στην ίδρυση και σύσταση της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, στο οποίο αρμόζονται οι πιστοί ως οργανικά μέλη του. Έτσι η ενότητα της Εκκλησίας δεν αποτελεί μια αυτονομημένη και αφηρημένη δογματική αλήθεια, ανεξάρτητη από τη ζωή της, αλλά εκφράζει την αυτοσυνειδησία και την εμπειρία της. Το σώμα της Εκκλησίας γίνεται ο χαρισματικός χώρος, όπου συγκροτείται, βιώνεται και φανερώνεται η ενότητα των πιστών ως εικόνα της τριαδικής ενότητας. Η ενότητα αυτή αποτελεί καρπό μεθέξεως των πιστών στη χάρη του Τριαδικού Θεού και συνιστά έκφραση του ήθους της ενιαίας καθολικής Εκκλησίας, ως αδιάσπαστης ενότητας και ιδεώδους κοινωνίας προσώπων.

 Στα πλαίσια του άρθρου αυτού γίνεται προσπάθεια για παρουσίαση της σχέσεως ανάμεσα στην τριαδική ενότητα και την ενότητα των πιστών, όπως αυτή βιώνεται μέσα στην εκκλησία και εκφράζεται από το Μ. Αθανάσιο.

       Ο Θεός κατά την πίστη της Εκκλησίας, την οποία πιστά εκφράζει ο Μ. Αθανάσιος, αποτελεί μονάδα τριαδική και αδιαίρετη. Με τη χαρακτηριστική του διατύπωση, «ένα δια της Τριάδος ομολογούμεν είναι τον Θεόν»(1), υπογραμμίζει την αδιάσπαστη ενότητα που χαρακτηρίζει τον αδιαίρετο Τριαδικό Θεό. Η ενότητα αυτή δεν περιορίζεται βέβαια στην ουσία του Τριαδικού Θεού, αλλά περιλαμβάνει και την ενέργειά του. Και η ενέργεια του Τριαδικού Θεού, είναι μία, όπως μία είναι και η ουσία του(2). Χάρη στην αδιαίρετη αυτή ενότητα ουσίας και ενέργειας η αναφορά των πιστών σε ένα από τα θεία πρόσωπα όχι μόνο δεν αποκλείει την αναφορά τους και στα άλλα δύο, αλλά και την προϋποθέτει, πράγμα που δίνει στην αναφορά αυτή «τριαδική» διάσταση. Παράλληλα η μετοχή των πιστών σε ένα από τα θεία πρόσωπα δίνει τη βεβαιότητα για παρουσία και παραμονή μέσα τους του όλου Τριαδικού Θεού(3). Η μετοχή βέβαια του Τριαδικού Θεού δε νοείται ποτέ ως μετοχή της ουσίας του, αλλά ως μετοχή της ενέργειας ή της χάρης του. Η χάρη αυτή, που ως προσφορά του ενός Τριαδικού Θεού είναι μία, παρέχεται τριαδικά: «παρά του Πατρός δι' Υιού εν Πνεύματι αγίω»(4).

Την πραγματικότητα της αδιάσπαστης ενότητας των θείων προσώπων εκφράζει ο Μ. Αθανάσιος πολύ χαρακτηριστικά με το παράδειγμα ή την εικόνα της πηγής, του ποταμού και του νερού. Το νερό στην εικόνα αυτή προϋποθέτει τον ποταμό, μέσα στον οποίο και κινείται, αλλά και ο ποταμός με τη σειρά του προϋποθέτει την πηγή του. Έτσι ούτε η λήψη του νερού μπορεί να νοηθεί χωρίς τον ποταμό, μέσω του οποίου προσφέρεται, ούτε το νερό καθαυτό μπορεί να νοηθεί χωρίς την πηγή προελεύσεώς του. Στη συγκεκριμένη αυτή εικόνα ο Πατέρας είναι η πηγή, η αιτία υπάρξεως του ποταμού. Ο ποταμός εικονίζει τον Υιό, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο το νερό που πηγάζει από την πηγή και κινείται στον ποταμό. Όταν λοιπόν οι πιστοί «ποτίζονται» το Άγιο Πνεύμα, πίνουν το Χριστό. Επειδή όμως ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, με τη λήψη του Αγίου Πνεύματος αποκτούν οι πιστοί την υιοθεσία και γίνονται παιδιά του Θεού Πατέρα εν Χριστώ(5).

Τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ



 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ
 ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ TOΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ


Είναι σε όλους γνωστό, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του δημιουργού του[1] ως λογική και αυτεξούσια φύση[2]. Κατ’ εικόνα και αυτεξούσιο είναι άρρηκτα ενωμένα. Άλλωστε, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το κατ’ ει­κόνα φανερώνει το νοερό και το αυτεξούσιο, (το «κατ’ εικόνα το νοερόν δηλοί και το αυτεξούσιον»)[3]. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ταυτίζει το αυτεξούσιο του ανθρώπου με τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι το ίδιο να λέγει κά­ποιος, ότι έχασε την ελευθερία του και έχασε τον άνθρωπο[4], παρατηρεί χαρακτηριστικά. Ο νους και η λογική, επειδή συνδέονται πολύ στενά με την ελευθερία του ανθρώπου, του δίνουν την δυνατότητα να τρέπεται εκουσίως τόσο στο καλό όσο και στο κακό[5]. Χωρίς ελεύθερη γνώμη δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη ούτε για επιβράβευση ούτε για τιμωρία[6].
Μό­νον, όταν ο άνθρωπος έχει την γνώμη του απαλλαγμένη από κάθε είδους ανάγκη, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλα­μάς, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προ­σεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο[7]. Δημιουργώντας ο Θε­ός αυτεξούσια την λογική φύση του ανθρώπου στέρησε την δυνατότητα στον διάβολο να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Έτσι, μόνο με την πειθώ ή τον δόλο μπορεί να επηρεάσει ο πονηρός την θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του[8].
Από την δημιουργία του ακόμη ο άν­θρωπος έλαβε την δύναμη της ελευθερίας (του αυτεξουσίου), με την οποία μπορεί να αντιστέκεται στον πονηρό και να συμβάλει αποφασιστικά στην πραγματοποίηση του καθ’ ο­μοίωση. Με άλλα λόγια, εξαιτίας του αυτεξουσίου, ο άνθρωπος έχει την οντολογική δυνατότητα να αντιστέκεται στην αμαρτία και να μην αμαρτάνει. Στην περίπτωση, άλλωστε, που ο άνθρωπος δεν θα είχε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου, ώ­στε να μπορεί να μένει καθαρός από την αμαρτία και το κα­κό, ο Θεός θα εμφανιζόταν κατά τον Καβάσιλα άδικος, αφού θα ζητούσε από τον άνθρωπο πράγματα, που δεν θα είχε κα­ταθέσει στη φύση του. Ο Θεός όμως έθεσε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου στον άνθρωπο, για να μπορεί να πετυχαίνει το αγαθό κινούμενος ελεύθερα και όχι αναγκαστικά. Ο άνθρω­πος έλαβε την «αυτονομία της γνώμης», για να διαφέρει οντολογικώς από τα ζώα, που οδηγούνται από τα φυσικά ένστι­κτά τους, και για να έχει την ελευθερία ως αφορμή των επιβραβεύσεων του Θεού για τον αγώνα που έκανε[9].
Η πτώση του Αδάμ σήμανε την αμαύρωση του κατ’ ει­κόνα και την φθορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος, αντί να κινείται στην κατεύθυνση της ελευθερίας του προτοτύπου του, βρέθηκε μέσα στην περιοχή της επιρρο­ής του πονηρού. Ο πονηρός δεν μπόρεσε ασφαλώς να καταρ­γήσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου, όμως το συσκότισε με την ενέργεια της αμαρτίας, και με τον τρόπο αυτό το εμπόδι­σε να κινείται στην πιο πάνω προοπτική.
Αλλά και μετά την προγονική πτώση και την υποδούλω­ση του ανθρώπου στην αμαρτία και τον πονηρό δεν αφαιρέ­θηκε η δυνατότητα του ανθρώπου να αγωνιστεί για την σωτηρία του[10]. Αυτήν ακριβώς την δύναμη, που κανείς δεν αξιοποίησε εξολοκλήρου πριν την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, την έκανε πράξη μόνον η Θεοτόκος. Η Θεοτόκος είναι η μό­νη, που με την αυτεξούσια αγάπη της προς τον Θεό, την ρωμαμαλαία λογική και την ευθύτητα της θελήσεώς της, δεν συγκατατέθηκε στην αμαρτία ελκύοντας, έτσι, τον Θεό για την ενανθρώπηση του[11]. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου φανερώθηκε η δυνατότητα του ανθρώπινου αυτεξουσίου να συνεργα­στεί με τον Θεό και πριν την ενανθρώπηση του. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση η Θεοτόκος δεν εκλέχθηκε από τον Θεό ούτε αυθαίρετα ούτε προνομιακά για την διακονία της στη σωτηρία του ανθρώπου.

Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Π. Γεώργιος Καψάνης


Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ
Τί εἶναι ὅμως αὐτό τό Φῶς, γιά τό ὁποῖο μέχρι τώρα ὁμιλοῦμε;
Ὁ Δυτικός μοναχός Βαρλαάμ ἐπηρεασμένος ἀπό τήν φιλοσοφία καί τόν οὑμανισμό δέν ἠμποροῦσε νά ἐννοήσῃ τόν ὀρθοδοξο τρόπο ἀσκήσεως καί προσευχῆς τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, οὔτε τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ ὡς Φωτός, τήν ὁποία ἀπελάμβαναν οἱ ἐξ ἀυθτῶν πενυματικότεροι.
Γι’ αὐτό ἄρχισε νά κατηγορῇ τούς μοναχούς, ὅτι τό βλεπόμενο ἀπό αὐτούς φῶς ἦταν ἤ κτιστό ἤ τό φυσικό φῶς τοῦ νοῦ16. Ἔτσι οἱ μοναχοί, πού κατά τόν Βαρλαάμ ἐξελάμβαναν τά κτιστά καί φυσικά φῶτα ὡς τό θεῖο Φῶς, ἐπλανῶντο. Κατά τόν ἴδιο φιλόσοφο, ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά ἰδῇ τό θεῖο Φῶς, ὡς φῶς τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, διότι οὐσία του Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη.
Ἐάν ὁ Βαρλαάμ εἶχε δίκαιο, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν θά ἠμποροῦσε νά ἔλθῃ σέ πραγματική κοινωνία ζωῆς μέ τόν πλάστη καί πατέρα του Θεό καί νά ἑνωθῆ μαζί Του. Δέν θά ἠμποροῦσε νά λάβῃ ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἠμποροῦσε νά ἀγιασθῇ, φωτισθῇ, θεωθῇ, καί ἄρα θά ἔμενε ἔξω ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ θά ἀπέβαινε ἐπί ματαίῳ.

Ἡ προσωπική θέωσις προϋπόθεσις τῆς ἀσκουμένης ὑπ’ αὐτοῦ ποιμαντικῆς τῆς θεώσεως. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Π. Γεώργιος Καψάνης



Ἡ προσωπική θέωσις προϋπόθεσις τῆς ἀσκουμένης ὑπ’ αὐτοῦ ποιμαντικῆς τῆς θεώσεως
Ὁ κήρυξ, διδάσκαλος καί χειραγωγός στήν ἀπόρρητο ἕνωσι μέ τόν Θεό, τήν θέωσι, ἦτο ὁ ἴδιος φορεύς αὐτῆς τῆς χάριτος.
Ὡς μοναχός, ἀσκητής καί ἡσυχαστής στό Ἅγιον Ὄρος, ἔπαθε καί ἔμαθε τήν θέωσι.
Διήνυσε ἐν ὑπομονῇ, ὑπακοῇ καί προσευχῇ τά στάδια τῆς καθάρσεως, ἐλλάμψεως καί φωτισμοῦ, καί ἔτσι διά τῆς πράξεως ἀνῆλθε στήν θεωρία.
Δέν ἐπεζήτησε τήν ἱερωσύνη καί ἀριχερωσύνη. Ὑπῆρξε θεόκλητος καί ὄχι αὐτόκλητος33.
Ἐξῆλθε τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔμεινα πάντα ἡσυχαστής ἐν μέσῳ ὅλων τῶν θορύβων τοῦ κόσμου, τῶν ἐκκλησιαστικῶν του ἀγώνων καί δοκιμασιῶν.
Οὔτε στήν φυλακή, ἤ στήν αἰχμαλωσία, ἤ στήν ἐξορία ἄφησε τήν νῆψι καί τήν προσευχή.
Κατώρθωσε, κατά τόν βιογράφο του, ὁ ἴδιος κάθε ἀρετή καί ἐχρημάτισε στούς  συγχρόνους καί τούς μεταγενεστέρους του στάθμη καί κανών τῶν ἀρετῶν34.
Κατά τόν ἴδιο βιογράφο, γνωρίσματα ἰδιαίτερα καί οἰκειότατα τῆς ὄντως μεγάλης ἐκείνης ἀρετῆς καί ψυχῆς εἶναι τά ἀκόλουθα:
«Πρῶτον, ὅτι μέ ὑπερβολήν ἦτον πρᾷος καί ταπεινός κατά τήν ψυχήν· δεύτερον, ὅτι ἐφύλαττε πάντοτε τόν ἑαυτόν του ἀνώτερον ἀπό κάθε ὀργήν καί ἔχθραν· καί μέ ἄκραν μακροθυμίαν ὑπέφερεν ἐκείνους ὁπού κατ’ αὐτοῦ ἐθύμωναν καί τόν ἐπίκραιναν· καί κοντά εἰς τήν ὑπομονή του, τούς ἀντάμειβε προθυμότατα καί μέ τά κατά δύναμιν ἀγαθά,

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων.Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ


 
Ὅπου περιλαμβάνεται καὶ παρουσίασις τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι’ αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ θεολογία του καί ἡ σημασία αὐτῆς

Ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου στή Β΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν
 Στόμιο Λαρίσης,22-3-1981
 Σήμερα η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, δευτέρα Κυριακή των Νηστειών, εορτάζει τη μνήμη του μεγάλου πατρός και θεολόγου του 14ου αιώνος, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
 Εάν η Κυριακή της Ορθοδοξίας, που εορτάσαμε την περασμένην Κυριακήν, είναι η εορτή κατά την οποίαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, στην 7η Οικουμενική Σύνοδο έδειξαν ότι ο Υιός του Θεού αληθινά έγινε άνθρωπος, για να θεωθεί ο άνθρωπος, αυτό με τη σημερινή Κυριακή και την προβολή του μεγάλου προσώπου και αγίου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που δεν είναι βεβαίως σήμερα η κανονική του μνήμη, αλλά η προβολή του, ως θεολόγου και μαχητού υπέρ της Ορθοδοξίας, με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά έγινε αυτό πολύ σαφές. Διότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ηγωνίσθη ως μοναχός και ως επίσκοπος, ακριβώς να δείξει ότι είναι δυνατόν αυτό να γίνει. Ποιο; Αυτό που η 7η Οικουμενική Σύνοδος ήδη είχε θεμελιώσει: ότι Λγος σρξ γνετο να σάρξ γένηται λόγος. Αυτό που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, σε μια ολοσύμφωνη γραμμή ετήρησαν μέσα στη διαδρομή της Εκκλησίας:ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Και δύο μεγάλες Οικουμενικές Σύνοδοι, που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341 και το 1351, κατοχύρωσαν αυτήν την μεγάλη αλήθεια. Είναι οι τελευταίες μεγάλες Σύνοδοι που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη, που έγιναν στην Ανατολή, 100 χρόνια πριν πέσει η Κωνσταντινούπολις και η Ανατολή πια βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία αλλοθρήσκων. Αλλά όμως, θείω Πνεύματι, έγιναν αυτές οι δύο Σύνοδοι και ενεφανίσθη αυτός ο Άγιος μεγάλος πατήρ, ο οποίος και προκάλεσε τας Συνόδους, σημειώσατέ το αυτό, εξ αφορμής της Δύσεως, η οποία υπεστήριζε τα εναντία, στο πρόσωπο του Βαρλαάμ, ότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να φθάσει στη θέωση,και θα δούμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό, ο άγιος αυτός πατήρ που τόσο ηγωνίσθη, με τας Συνόδους αυτάς έθεσαν το θεμέλιον της Ανατολής, της Ορθοδόξου Ανατολικής Θεολογίας,ώστε όταν θα ήρχοντο τα μεγάλα κύματα της Δύσεως να την καταποντίσουν, αυτή να είναι θεμελιωμένη.
 Το κύριο πρόβλημα που απησχόλησε τότε, κατά τον 14ον αιώνα, ήταν το εξής:Ποιος είναι ο βασικός χαρακτήρ της Χριστιανικής υπάρξεως. Ποιες είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου να φθάσει πού;

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Τόν συνόδευαν Ἀγγελικές ψαλμωδίες …

 Κατά τον καιρόν εκείνον [ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς] επήγεν εις τι γυναικείον Μοναστήριον, διά να εορτάση το Γενέσιον της Θεοτόκου, εν ώρα δε της θείας Ιερουργίας Μοναχή τις, Ελεοδώρα το όνομα (η οποία είχε τυφλωθεί από τον ένα οφθαλμόν τότε προ ολίγων ημερών), επλησίασε κρυφίως όσον ηδύνατο ως η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και κρατήσασα την αρχιερατικήν αυτού στολήν, την ήγγισεν εις τον πάσχοντα οφθαλμόν της και παρευθύς έλαβε θαυμασίως την θεραπείαν της.
 Θαύμα δε πάλιν εξαίσιον ηκολούθησε καθ’ ον χρόνον το πλοίον, εις το οποίον ήτο ο Άγιος, εισήρχετο εις τους λιμένας της Κωνσταντινουπόλεως διά να προσορμισθή.

«Λόγος περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ



Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου.
Βλέπετε αὐτὴ τὴν κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Πήγασε ἀπὸ θλίψη. Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δέ, τὴν ἀθανασία;
Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.
Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία.
Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. β ,8 – 11).

Ἡ ἄκαιρη λύπη (Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)


Από την ΚΘ’ ομιλία του Αγ. Γρηγορίου (P.G. 151, 364-376) στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου της ΣΤ’ Κυριακής (24/7/11) για την «κατά Θεόν λύπη»
 
Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α’ Κορ. 10, 4).
Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β’ Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ’ αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.

Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.
Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α’ Κορ. 11, 31).
*
Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.
Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.
Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.
Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α’ Κορ. 7, 31).
Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από την απέραντη μακροθυμία του Χριστού.
Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.
Σ’ εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.
*
Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.