Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Σταμάτης Σπανουδάκης: Πιστέψτε και μη φοβάστε!

Σταμάτης Σπανουδάκης: Πιστέψτε και μη φοβάστε!

Πιστέψτε και μη φοβάστε!...
Σταμάτης Σπανουδάκης



Ἔρχονται δύσκολοι καιροί, ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς θὰ μᾶς χτυπᾶνε. Καὶ θὰ ἀντέξουν μόνο αὐτοί, ποῦ μάθανε νωρὶς νὰ ἀγαπᾶνε. Θέτω, ἕνα δικό μου προσωπικὸ δίλημμα. Ἡ στάση μου στὴν σημερινὴ πραγματικότητα, ὡς Ἕλληνα καὶ Χριστιανοῦ ὀρθόδοξου, ποιὰ πρέπει νὰ ‘ναι;... 

Ἡ προσευχὴ ἡ τὸ μαχαίρι; Μέσα μου, δυὸ πρόσωπα παλεύουν. Τὸ ἕνα, μοῦ ζητάει νὰ πολεμήσω, ὅλους αὐτοὺς ποὺ χρόνια τώρα καταστρέφουν, ὅ,τι καὶ ὅσους ἀγαπάω. Τὸ ἄλλο μου ζητάει νὰ τοὺς ἀγαπήσω, ἀκόμα κι ἂν μὲ σταυρώνουν. Ἡ εὐτυχής, «δυστυχία» τοῦ Χριστιανοῦ, εἶναι ὅτι πρέπει πάντα καὶ σὲ κάθε τοῦ δίλημμα, νὰ σκέφτεται: Τί θὰ ‘κανε ὁ Χριστὸς στὴ θέση μου;... 

Λίγο ἂν Τὸν πιστεύεις καὶ ξέρεις τὰ ὅσα εἶπε καὶ κυρίως ὅσα εἶναι, τὸ δίλημμα ἀπαντιέται. Θέλει πολὺ περισσότερη δύναμη, τὸ νὰ ἀγαπᾶς, ἀπὸ τὸ νὰ μισεῖς. Τὸ νὰ ὑπομένεις τὴν ἀδικία, ἀπὸ τὸ νὰ ἐκδικεῖσαι. Τὸ νὰ συγχωρεῖς καὶ νὰ συμπονᾶς, τὸν ἐκτελεστή σου. Ἀλλὰ κυρίως θέλει ἀκλόνητη πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους Του, ποῦ εἶναι καθημερινὰ δίπλα μας καὶ δίνουν, τὶς δικές μας μάχες... 

Πιστέψτε καὶ μὴν φοβάστε! Εἶναι πολὺ περισσότεροι καὶ δυνατότεροι οἱ φωτεινοὶ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς ἤδη ἡττημένους καὶ πανικόβλητους, ἄγγελους τοῦ σκότους καὶ τοὺς γήινους ἐκπροσώπους τους. 

Τελικὰ ἀπαντάω ὡς ἑξῆς στὸ δίλημμα: Θέλω νά εἶμαι μαζί σου Χριστέ μου. Μόνο δυνάμωσε τὴν φτωχή μου πίστη καὶ δεῖξε μου γιὰ λίγο τὶς οὐράνιες δυνάμεις Σου, νὰ παρηγορηθῶ καὶ νὰ πάρω τὸ κουράγιο καὶ τὴν δύναμη ποὺ χρειάζομαι γιὰ νὰ συνεχίσω.... 

Ἀμήν!... 
Πιστέψτε και μη φοβάστε!...
Σταμάτης Σπανουδάκης

Πηγή: Αμφοτεροδέξιος
Αντιγραφή: Θεομήτορος

Η Προσευχή μέσα μας... ~ πατήρ Δαμιανός Σαράντης


Η Προσευχή μέσα μας...
πατήρ Δαμιανός Σαράντης


Να προσευχόμαστε. Δεν είναι προστακτική ενός νόμου ή μιας ηθικής αυτό, είναι ζωογόνα ευκτική της καρδιάς. Να προσευχόμαστε, γιατί όσο προσευχόμαστε, τόσο ο Ουρανός γίνεται κτήμα μας. 

Έχει μετά έναν λόγο η ύπαρξη να υπάρχει, βρίσκει έναν τρόπο να έχει στα σπλάχνα της τον Λόγο, γίνεται κι αυτή με τη σειρά της έλλογη, ευπρεπής, κόσμια και υπερκόσμια, ουράνια.

Δεν μπορεί να μη μιλάς, δεν γίνεται να μη βλέπεις, δεν είναι λογικό να στερείσαι, να μη βρίσκεσαι και να μην επικοινωνείς με αυτόν που τόσο αγαπάς. Αν δεν κάνεις τα πάντα για να τον βρεις και να τον ανταμώσεις, θα μαραζώσεις, θα πεθάνεις. 

Η αγάπη θέλει το λάλημά της εκτός από τη σιωπή της. Ακόμη και η σιωπή της αγάπης πάλι ένα άλλο λάλημα είναι. 

Όσο μιλάμε, τόσο αγαπάμε. Γιατί όσο μιλάμε, τόσο ανοιγόμαστε. Σπάμε τα τείχη και τα όρια του εαυτού μας και πάμε να βρούμε τον άλλον που αγαπάμε. 

«Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι!...», 

λέει συχνά με αγωνία ο εραστής προς τον ερωμένο. Κι έχει και δίκιο. Ο λόγος της αγάπης, ο λόγος της κοινωνίας της αγάπης είναι τροφή και τροφοδοσία για την καρδιά. Έρχεται τούτος ο λόγος της αγάπης και σκεπάζει τα πάντα, επιτελεί τα πάντα, φέρει με ευγένεια κάθε τακτοποίηση, κάθε αποκατάσταση και θεραπεία μέσα μας.

Κάπως έτσι είναι και η Προσευχή μέσα μας· είναι το μέτρο της αγάπης και του πόθου που έχουμε ή δεν έχουμε προς τον Χριστό. Και όσοι έχουν αγάπη και πόθο μέσα τους, αυτοί είναι που νικούν τον πόνο, την οδύνη, τον θάνατο, την πτώση, την αμαρτία και κάθε ενοχή και σύμπλεγμα του άρρωστου κόσμου, κάθε ενοχή και σύμπλεγμα που αγαπά η κοσμική πονηρία ή υποκρισία να μας επιστρέφει πίσω μέσα από τις αβελτηρίες και τις αδυναμίες μας, καθώς και μέσα από τις διάφορες περιστάσεις του βίου μας.

Βλέπουμε τον εαυτό μας πολλές φορές, αλλά και κάποιους αδελφούς, μαραζωμένους, θλιμμένους, μουδιασμένους, αδύναμους, σκεφτικούς και ανίσχυρους, που κυβερνούνται φανερά από σφοδρούς ατακτοποίητους λογισμούς και ανεξέλεγκτα πάθη, που ζούνε μια αδυσώπητη τυραννία διαρκώς μέσα τους. Γιατί άραγε; 

Αυτό ως ένα σημείο είναι πολύ λογικό και φυσικό να συμβαίνει: αυτή είναι η «πεπτωκυία» φύση μας, γεμάτη κύματα ανταρσίας και παφλασμούς άρνησης του Θεού και του θείου θελήματος. 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, Ο ΠΡΟ ΑΙΩΝΩΝ ΘΕΟΣ



OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, Ο ΠΡΟ ΑΙΩΝΩΝ ΘΕΟΣ

«Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, Ο ΠΡΟ ΑΙΩΝΩΝ ΘΕΟΣ»
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Σ’ όλες τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) ακούγεται έντονα ο βηματισμός του άρχοντα της ειρήνης Χριστού, με πάνω από 300 προφητείες διάσπαρτες στα 49 της βιβλία, που πραγματοποιήθηκαν με ακρίβεια ενώ ειπώθηκαν τον 18ο, τον 10ο, τον 8ο, και τον 5ο αιώνα π.Χ., σε διαφορετικό γεωγραφικό τόπο και χρόνο και σε διαφορετικά μήκη και πλάτη της γης. Ένα ιστορικό πάζλ υπήρξε η συμπλήρωση αυτών των προφητειών, όπου κάθε ξεχωριστή προφητεία ολοκλήρωνε ολίγον κατ’ ολίγον τον πίνακα της αλήθειας, μέχρις ότου αποκαλύφθηκε πλήρως η προσωπογραφία του Χριστού στα χρόνια της αγίας επί γης επιφάνειάς Του. Με την έλευσή Του κόπηκαν οι χρόνοι, χωρίστηκαν οι αιώνες σε προ και μετά Χριστόν και άλλαξαν τα ημερολόγια όλου του κόσμου. Ολόκληρη η Π.Δ. φωνάζει το ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ, Η Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.) στα 27 της βιβλία το ΗΡΘΕ και η Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλά και όλη η Εκκλησία, αναφωνεί το ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ‘ίνα κρίνει ζώντες και νεκρούς’.
Οι άνθρωποι είχαν αρνηθεί το Θεό, είχαν επαναστατήσει εναντίον Του, δημιουργήθηκε αδιέξοδος, καταπίεση, υπαρξιακή και κοινωνική μοναξιά, εγωισμός, φθορά της φύσεως, κακία, ειδωλολατρία κ.α. Όταν ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, για το οποίο ομιλεί ο απόστολος Παύλος, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί κατά χάριν. Κατέβηκε στη γη λέγει ο Μ. Αθανάσιος για να ανεβούμε εμείς στον Ουρανό. Δεν ήρθε στη γη μας επομένως ως Θεάνθρωπος για να ιδρύσει μια ακόμη θρησκεία, μια ιδεολογία ή ένα θεοσεβή έστω σύλλογο, αλλά για να αφήσει το σώμα Του και το αίμα Του ως αθάνατη τροφή και ποτό, ώστε εμείς να μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του απ’ αυτήν ήδη τη ζωή και να λυτρωθούμε. Ο Ιησούς φανέρωσε την αλήθεια του Τριαδικού Θεού και αποκάλυψε ότι ο ίδιος είναι “Η ΟΔΟΣ, Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ” (Ιω. 14,6), ο Δρόμος αλλά και το Τέρμα της πνευματικής πορείας. Πληροφορίες για το πρόσωπο και το έργο Του έχουμε: Εκτός από τα τέσσερα Ευαγγέλια, από τους ιστορικούς Ιώσηπο (περιγράφει τον Χριστό ως μοναδικό θαυματουργό) και Φίλωνα, Τάκιτο και Σουετώνιο, Πλίνιο τον νεώτερο (που αναφέρει μάλιστα ότι οι χριστιανοί λάτρευαν τον Ιησού ως Θεό, ήδη από το 110 μ.Χ.), τον ειδωλολάτρη Θαλλό (55 μ.Χ.), τους πρώτους γνωστικούς κι αιρετικούς της μεταποστολικής εποχής, τους αποστολικούς Πατέρες, το εβραϊκό βιβλίο Ταλμούδ κ.λπ.
Σε όλο το χρονικό διάστημα πριν από τη Σάρκωση του Λόγου και Υιού Του, ο Θεός ‘ουκ αμάρτυρον αφήκε εαυτόν’ ως προς τον κόσμον Του, αλλά αποκαλύφθηκε εν τη ιστορία δια του Νώε, του Αβραάμ, του Μωυσή, ενώ προανήγγειλε, καθώς είπαμε, την έλευσή Του δια πολλών προφητών, αν και είχε κλείσει πλέον ο παράδεισος και ακουγόταν το κλάμα της πεσούσης ανθρωπότητας στα πέρατα της γης, που έφτανε μέχρι το θρόνο του Κυρίου Σαβαώθ. Είναι γνωστή η προφητεία του Ησαΐα, όταν ολοκάθαρα είπε: “Ιδού, η Παρθένος θα συλλάβει, θα γεννήσει Υιόν και θα καλέσουν το όνομά Του Εμμανουήλ” (σημαίνει ο Θεός μαζί μας και είναι το θεολογικό όνομα του Ιησού) (7,14). Ο πατριάρχης βέβαια Ιακώβ είχε πολύ πιο πριν αποκαλύψει: “Δεν θα χαθεί η εξουσία από τον Ιούδα …μέχρις ότου εμφανιστεί ο Σηλώ (ο Μεσσίας). Σ’ αυτόν οι λαοί θα υπακούσουν” (Γέν. 49,10). Και είναι αλήθεια πως όταν εμφανίσθηκε ο Ιησούς, στον θρόνο βρισκόταν ο Ηρώδης, που ήταν όχι Ιουδαίος βασιλίσκος αλλά Ιδουμαίος. Ο προφήτης Ιερεμίας προανήγγειλε την σφαγή των νηπίων από τον αιμοσταγή Ηρώδη (είχε σκοτώσει και αρκετούς από την ίδια του την οικογένεια) (38,15) και την Θεοτόκο ονόμασε ανατολική Πύλη του Ναού, από την οποία μόνο ο Κύριος θα περάσει («κεκλεισμένην πύλην» την ονόμασε, επισημαίνοντας την αειπαρθενία της Θεοτόκου) (44,1-2). Ο θαυμαστός εν πνεύματι Δανιήλ προφήτεψε την υπερφυσική γέννηση του Χριστού και ονομάζει τον Μεσσία ‘βασιλέα εις τον αιώνα’, και “αποκοπέντα λίθον ΑΝΕΥ ΧΕΙΡΩΝ”, εννοώντας την θεϊκή Του γέννηση (7,14/2,45). Ακόμη, ο Μαλαχίας προείπε για το ‘φάρμακο αθανασίας’, την Θ. Μετάληψη (1,11) και προφήτεψε για την εμφάνιση του Προδρόμου Ιωάννη του Βαπτιστή: “Να εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου, που θα επιβλέψει το δρόμο ΠΡΙΝ ΕΓΩ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ”  (3,1). Ο δε Μιχαίας αναφέρεται στη Βηθλεέμ ως τόπο γεννήσεως του ευλογημένου παιδιού: Από τη Βηθλεέμ λέγει θα εξέλθει άρχοντας στον Ισραήλ, του οποίου όμως η γέννηση, η εμφάνιση, θα είναι “απ’ αρχής, ΕΞ ΗΜΕΡΩΝ ΑΙΩΝΟΣ”, δηλαδή χάνεται στην αιωνιότητα, ήτοι δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος (5,1). Στις πάμπολλες προφητείες της Π.Δ. αναγγέλλεται η θεϊκή Του φύση: «Παιδί γεννήθηκε σε μας. Γιος μάς δόθηκε. Και η εξουσία Του ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΩΜΟ ΤΟΥ (δηλώνει τη θεότητά του Χριστού). Και θα του δώσουν το όνομα: Μεγάλης Βουλής άγγελος, Θαυμαστός Σύμβουλος, ΘΕΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ, Πατέρας του Μελλοντικού Αιώνα, Άρχοντας της ειρήνης» (Ησαΐας 9,5).
Εκτός βέβαια από τις παλαιοδιαθηκικές προφητείες έχουν καταγραφτεί πλήθος άλλες προφητείες εξωβιβλικών λαών, που νοσταλγούν έναν ουράνιο σωτήρα της ανθρωπότητας. Ελάχιστα παραδείγματα: Ο Σωκράτης στην Απολογία του (Πλάτωνος 18 31Α) αναφέρθηκε σε απεσταλμένο του Θεού, που θα ξυπνούσε από πνευματικό ύπνο τους Αθηναίους. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, περιγράφει κάποιον Δίκαιο, που θα πάθει, θα φυλακιστεί, θα μαστιγωθεί και θα καρφωθεί σε ψηλό ξύλο (Πολιτεία Β΄, IV-V, 361). Στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, ο Ερμής προφητεύει πως ο Προμηθέας θα σωζόταν μόνο από έναν ΘΕΟ και ταυτόχρονα ΓΙΟ ΠΑΡΘΕΝΟΥ (δηλαδή Θεάνθρωπο), που θα κατέβαινε εκούσια στον Άδη, σηκώνοντας τις συμφορές των ανθρώπων (στίχ. 772 κ.ε., 834 κ.ε., 848 κ.ε., 1026 κ.ε.). Ο Βούδας, τον ε΄ αιώνα π.Χ., προείπε: “μετά από 500 χρόνια η διδασκαλία μου θα χρεωκοπήσει” (Cullavaga X,1 του Βουδιστικού Κανόνος). Αλλά και ο Κομφούκιος (Κίνα, 6ος π.Χ. αι.) αποκάλυψε: “Δεν μου δόθηκε η ικανοποίηση να δω έναν Θεάνθρωπο” (Lun-yϋ 7,25) (βλ. Λ. Ι. Φιλιππίδου, “Η παγκόσμιος προσδοκία Θεανθρώπου Λυτρωτού”, Πανελλήνιος Ένωσις Γονέων…, Αθ. 2003, σελ. 16,23,36,37,38).
Ο Χριστός μάς συμφιλίωσε με τον Πατέρα Θεό, μας έφερε στις καρδιές την άνωθεν ειρήνη την πάντα νουν υπερέχουσα καθώς και τη σωτηρία, γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού και έσκισε το χειρόγραφο του μίσους, που υπήρχε, εξαιτίας της υπαιτιότητας των πρωτοπλάστων, μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Γνωρίζουμε πλέον ότι ο Θεός είναι Αγία Τριάδα και ότι μέσω των μυστηρίων, δια της ασκήσεως, ταπείνωσης και αγάπης, μετανοούμε, αγιαζόμαστε και λυτρωνόμαστε. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στην αρχή του ευαγγελίου του ξεκάθαρα γράφει: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς το Θεό, και ΘΕΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΛΟΓΟΣ. Αυτός ήταν στην αρχή προς το Θεό. Τα πάντα μέσω αυτού έγιναν, και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα απ’ ό,τι έχει γίνει. ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΚΑ (ΑΝΘΡΩΠΟΣ) ΕΓΙΝΕ και κατασκήνωσε ανάμεσά μας, και είδαμε με θαυμασμό τη δόξα του, δόξα όπως ενός μονογενούς από τον Πατέρα, πλήρης χάριτος και αληθείας….. Γιατί ο νόμος δόθηκε μέσω του Μωυσή. Η χάρη όμως και η αλήθεια ήρθαν μέσω του Ιησού Χριστού. ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΔΕ ΤΟ ΘΕΟ. ΜΟΝΟ Ο ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ ΥΙΟΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΑΣ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕ ΓΝΩΣΤΟ» (Ιω. 1,18). Το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού προσεγγίζεται όταν δια πίστεως αποδεχθούμε τη διπλή γέννησή Του: Στον Ουρανό προαιωνίως μόνο από τον Θεό Πατέρα του και εν χρόνω στη γη μας μόνο από την υπεραγία μητέρα του, χωρίς την συνεργεία ανδρός, δια του Πνεύματος του Αγίου, όπως αναφέρει και η Καινή Διαθήκη (Γαλ. 4,4/ Ματθ. 1,20/ Λουκ. 1,35). Πρόκειται δηλαδή για το προαιώνιο μυστήριο της εν χρόνω γεννήσεως του Υιού του Θεού, και μάλιστα σε ένα φτωχικό στάβλο, σε μια κρύα νύχτα, γεγονός που συμβολίζει την πνευματική αλογία και κατάπτωση της ανθρωπότητας και την μεγάλη ανάγκη που είχε η τελευταία για πνευματικό φίλημα ζωής, αφού ήδη υπαρξιακά χαροπάλευε (αλλά και πάντοτε χωρίς Αυτόν θα χαροπαλεύει).
Γιατί όμως ο Γιος του Θεού γεννήθηκε από Παρθένο; Γιατί η γέννησή Του έπρεπε να έχει πάρει αυτή την ιδιαίτερη μορφή; Ωραιότατα στο σημείο αυτό μάς απαντά ο Κάλλιστος Ware, επίσκοπος Διοκλείας: Η παρθενική γέννηση υποδεικνύει, είναι ‘σημείο’, της μοναδικότητας του Υιού. Σημαίνει ότι το παιδί της Μαρίας είναι άνθρωπος, αλλά δεν είναι μόνο άνθρωπος. Είναι περιχωρούμενος και υπερβατικός, μέσα στην ιστορία, αλλά και δημιουργός της ιστορίας. Η γέννησή Του δεν εξηγείται παρά μόνο αν αποδοθεί σε Θεία πρωτοβουλία. Η ενσάρκωση δεν υποδηλώνει ένα νέο άνθρωπο που γεννήθηκε στον κόσμο. Αλλά τον ίδιο τον Υιό του Θεού, ο οποίος ενώ προϋπήρχε αιώνια, έλαβε και ανθρώπινη μορφή και έγινε όμοιος με μας σε όλα, εκτός από την αμαρτία. Η παρθενική γέννηση λοιπόν υποστηρίζει και επισημαίνει την αιώνια προΰπαρξη του Υιού του Θεού. Και δίκαια η Παρθένος Μαρία ονομάζεται Θεοτόκος, αφού ο γιός της δεν είναι άλλος από τον μονογενή Υιό του Θεού (βλ. ‘Ο Ορθόδοξος Δρόμος, εκδ. Επτάλοφος, 1994, σελ. 90-91). Συνοπτικά και ευκρινέστατα ο χριστιανικός ύμνος του Ρωμανού του Μελωδού διατυπώνει την πίστη της Εκκλησίας στο πρόσωπο του Κυρίου ως εξής: «ΠΑΙΔΙΟΝ ΝΕΟΝ, Ο ΠΡΟ ΑΙΩΝΩΝ ΘΕΟΣ».
Ο Χριστός πάντως γνώριζε καλά ότι θα πυροδοτήσει μια ατέλειωτη σειρά από αντιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων στο όνομά Του. Και αυτό εννοεί, όταν προφητεύει: «Μη νομίσετε ότι ήρθα για να φέρω (μια ψευδή) ειρήνη πάνω στη γη» (Ματθ. 10, 34-36) και ακόμη: «Φωτιά (ζήλο, ή και αντίθετα μίσος απέναντί μου) ήρθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω αν τώρα έχει πλέον ανάψει» (Λουκ. 12,49). «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί …..για να φανούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών» (Λουκ. 2,34-35), αποκαλύπτει ο Θεοδόχος Συμεών. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης ως εκ τούτου εξηγεί ότι όποιος δεν παραδέχεται αυτήν την αλήθεια, ότι δηλαδή ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας σώσει και να μας ενώσει χαρισματικά με τον εαυτόν Του, δεν έχει το Πνεύμα του Θεού: «Αγαπητοί, μην πιστεύετε σε κάθε πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα αν είναι από το Θεό, γιατί πολλοί ψευδοπροφήτες έχουν εξέλθει στον κόσμο.  Με αυτό γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού: κάθε πνεύμα που ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός έχει έρθει ως άνθρωπος είναι από το Θεό.  Και κάθε πνεύμα που δεν ομολογεί τον Ιησού δεν είναι από το Θεό. Και αυτό είναι το πνεύμα του Αντίχριστου, που έχετε ακούσει ότι έρχεται, και τώρα είναι ήδη μέσα στον κόσμο….. Εμείς είμαστε από το Θεό. Όποιος γνωρίζει το Θεό μάς ακούει. Αυτός που δεν είναι από το Θεό δεν μας ακούει. Από αυτό γνωρίζουμε το πνεύμα της αλήθειας και το πνεύμα της πλάνης» (επιστολή Ιωάννου 4, 1-6).
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ -που υπήρξε αρχικά ως Σαούλ σκληρός διώκτης των χριστιανών, ενώ όταν έγινε χριστιανός μετά από προσωπική αγιοπνευματική συνάντηση με τον ίδιο τον αναστημένο Χριστό, υπέστη ραβδισμούς, εξορίες, φυλακίσεις, ναυάγια, μεγάλες ταλαιπωρίες και αυτόν τον θάνατο χάριν του Χριστού- για το ποιος είναι ο Χριστός είναι πολύ σημαντική. Ας σημειώσουμε εδώ ένα σημαντικό Χριστολογικό σημείο τής προς Φιλιππησίους επιστολής (η επιστολή ονομάζεται ‘ύμνος της χαράς’) του απ. Παύλου, μόλις 22 χρόνια από το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου: «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε και ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, ΑΝ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΘΕΟΣ, δε θεώρησε την ισότητά του με το Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, ΠΗΡΕ ΜΟΡΦΗ ΔΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και, όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου

Στη Βάπτισή Του ο Ιησούς ενθρονίζεται από τον Θεό ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου της Χάριτος



Στη Βάπτισή Του ο Ιησούς ενθρονίζεται από τον Θεό ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου της Χάριτος

Στη Βάπτισή Του ο Ιησούς ενθρονίζεται από τον Θεό ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου της Χάριτος του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Ματθαίος 3,5-6: «Τότε εξέρχονταν προς τον Ιωάννη (τον Πρόδρομο και Βαπτιστή) τα Ιεροσόλυμα και ολόκληρη η Ιουδαία και όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη και βαπτίζονταν απ’ αυτόν στον Ιορδάνη ποταμό [έμπαιναν στο νερό μέχρι το λαιμό], αφού ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΝ τις αμαρτίες τους» [δεν έλεγαν τις αμαρτίες τους ιδιωτικά και στην ατομική τους προσευχή, αλλά μπροστά στον Ιωάννη, ήτοι όπως συνηθίζεται στην Εκκλησία να εξομολογούμαστε ενώπιον του ιερέα- παραβάλετε το Ιω. 20, 22-23: «φύσηξε (ο αναστημένος Ιησούς) στα πρόσωπά τους (των μαθητών Του) και τους λέει: “Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες. Σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι”» – δείτε και Ματθ. 18,18: «Αλήθεια σας λέγω, ότι όσα δέσετε στη γη, θα είναι δεμένα στον ουρανό, και όσα λύσετε στη γη, θα είναι λυμένα στον ουρανό»].

Ο Πρόδρομος του Χριστού Ιωάννης ο Βαπτιστής και τα άγια Θεοφάνεια



Ο Πρόδρομος του Χριστού Ιωάννης ο Βαπτιστής και τα άγια Θεοφάνεια

Ο Πρόδρομος του Χριστού Ιωάννης ο Βαπτιστής και τα άγια Θεοφάνεια
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Γίγαντας της ερήμου υπήρξε ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ, υπέροχος διδάσκαλος, νέος προφήτης Ηλίας, και η ζωντανή γέφυρα που ένωσε την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη, την νέα και καρδιακή διαθήκη που έφερε ο Χριστός. Ήταν φίλος, εξάδελφος και Πρόδρομος του Ιησού. Ο τελευταίος και μεγαλύτερος προφήτης της Π.Δ. (Λκ. 7,28), αφού στα χρόνια του ζούσε ο Μεσσίας. Μεγάλος ακόμη αγωνιστής και μάρτυρας της θεότητας του Χριστού, ο οποίος έδειχνε ασταμάτητα δια του λόγου του, αλλά και δια του αίματός του στη συνέχεια (αφού αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη), τον Θεάνθρωπο στον λαό, και ετοίμαζε τον κόσμο για να συναντηθεί με τον Κύριο.
Πολύ ασκητικός, ξεκίνησε στα 28 του χρόνια από την έρημο να κηρύττει. Ήταν η αυθεντική φωνή της ερήμου. Κήρυττε μετάνοια, καλούσε σε έργα αγάπης και δικαιοσύνης, μιλούσε για μια νέα σχέση όλων με τον Θεό. Ήταν Πνευματοκίνητος αφυπνιστής. «Μετανοείτε», έλεγε συνεχώς, «γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού» (Μθ. 3,2), η προσωπική και προσευχητική πλέον επικοινωνία με το Θεό, των υιοθετημένων δια της μυστηριακής και αγαπητικής ζωής παιδιών Του. Περιφρονούσε ο Ιωάννης τα υλικά αγαθά (και έτσι έχει να δώσει ένα σπουδαίο μήνυμα στην καταναλωτική και αγχώδη εποχή μας), φορούσε ρούχο από τρίχες καμήλας, και ζώνη από δέρμα στη μέση του. Η τροφή του ήταν βλαστάρια (ακρίδες) και άγριο μέλι. Σ’ αυτόν πήγαινε όλος ο κόσμος και τους βάπτιζε στον Ιορδάνη ποταμό, καθώς ομολογούσαν τις αμαρτίες τους. Στους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους έλεγε: «Αν θέλετε να γλιτώσετε, κάνετε έργα που ταιριάζουν σε αυτούς που πραγματικά μετανοούν», καλά έργα δηλαδή και όχι μόνο λόγια. Στα πλήθη έλεγε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες ας δώσει τον ένα σε αυτόν που δεν έχει, και όποιος έχει τρόφιμα ας κάνει το ίδιο» (Λκ. 3,11). Στους στρατιώτες έλεγε να μην παίρνουν χρήματα με τη βία και να αρκούνται στον μισθό τους.

Γιατί ο Ιησούς, επέλεξε τον Ιορδάνη ποταμό και όχι κάπου αλλού για να Βαπτισθεί;



Γιατί ο Ιησούς, επέλεξε τον Ιορδάνη ποταμό και όχι κάπου αλλού για να Βαπτισθεί;

Στον «Θησαυρό Δαμασκηνού» βρίσκουμε τις εξής πληροφορίες:
Στον Ιορδάνη ποταμό είχαν γίνει πολλά θαύματα και ήταν πλήρης χαρίτων, αγιασμένος και για αυτό ο Χριστός πήγε εκεί.
Ένα θαύμα είναι όταν διήλθε από αυτόν ο Ιησούς του Ναυή με την Κιβωτό την οποία την κρατούσαν οι δώδεκα ιερείς και με εντολή του Ιησού του Ναυή μπήκαν οι ιερείς με την κιβωτό. Τότε έγινε θαύμα παράδοξο: Ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω και απέμεινε τόσο νερό, όσο ήταν αρκετό για να βραχούν οι ιερείς μόνο μέχρι τον αστράγαλο. Και έτσι έμειναν τα νερά έως ότου πέρασαν όλοι οι Εβραίοι.Ένα άλλο θαύμα είναι όταν ο Ηλίας ο Προφήτης, πέρασε τον Ιορδάνη με τον Ελισσαίο, πάλι σαν σε στεριά, όταν ο Προφήτης Ηλίας «χτύπησε» με την μηλωτή του τον ποταμό και άνοιξε στο μέσον του δρόμος ώστε πέρασαν και οι δύο χωρίς να βραχούν. Τότε ο Ηλίας ανελήφθη στους ουρανούς (ανέβηκε με άμαξα πύρινη και με τέσσερα άλογα πύρινα, ως εις τον ουρανόν), και άφησε την μηλωτή του στον Ελισσαίο. Προσπάθησε λοιπόν με την σειρά του κατόπιν ο Ελισσαίος να «χτυπήσει» τα νερά για να περάσει πάλι πίσω και δεν έγινε τίποτα. Τότε επικαλέστηκε τον Θεό του Ηλία και αμέσως επαναλήφθηκε το θαυμαστό αυτό γεγονός
Άλλο πάλι είναι όταν ένας στρατηγός του Βασιλιά της Συρίας ο Νεεμάν είχε λέπρα και πήγε στον Προφήτη Ελισσαίο να τον θεραπεύσει. Εκείνος όμως καθόλου δεν τον συνάντησε, αλλά του διεμήνυσε να πάει να λουστεί στον Ιορδάνη ποταμό και θα γίνει καλά. Αυτός θύμωσε αρχικά, για την αντιμετώπισή του από τον Προφήτη, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή και έγινε πράγματι εντελώς καλά.
Κάποτε πήγαν ξυλοκόποι στην όχθη του Ιορδάνου, για να κόψουν ξύλα. μεταξύ αυτών ήταν και ο Προφήτης Ελισσαίος. Εκεί, καθώς έκοβαν τα ξύλα ξεκόλλησε ο πέλεκυς από την λαβή και έπεσε το σιδερένιο μέρος του τσεκουριού στο ποτάμι μέσα. Τότε ο Προφήτης, πήρε την ξύλινη λαβή και την ακούμπησε στο χείλος του ποταμού και είπε : Δείξε θαύμα Θεέ μου. Και αμέσως ξεπήδησε το σιδερένιο μέρος από το ποτάμι και μπήκε στο μέσο της λαβής, και έγινε ως Σταυρός. Σε ένα τροπάριο του κοσμά του Μελωδού αναφέρεται αυτό το θαύμα που ήταν η προτύπωση του Αγίου Βαπτίσματος αλλά και του Τιμίου Σταυρού:
«Ο βυθώ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και το Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος«. Ο Ιορδάνης που δέχτηκε μέσα του το σίδερο που κόβει, πάλι το έδωσε πίσω στο ξύλο του, και όπως με το τσεκούρι κόβονται τα ξύλα έτσι με τη Δύναμη του Σταυρού και του Αγίου Βαπτίσματος κόπηκε η πλάνη και η αμαρτία
Αλλά πολλά ακόμα θαύματα έγιναν, όπως ο Γεδεών ο Κριτής που τον πέρασε, Ο Ιακώβ ο υιός του Ισαάκ, ο αδελφός του Ησαύ, που και αυτός τον πέρασε με μία ράβδο, όπως λέει ο ίδιος «Εν γαρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην» κ.α.
Ορθόδοξες Απαντήσεις Ιανουάριος 2008

Πως έλαβε σάρκα και οστά η γέννηση του Κυρίου μας;

Περί της του Λόγου Σαρκώσεως ~ Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

  Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου:

»Περί της του Λόγου Σαρκώσεως, καί κατά τίνα τρόπον δι’ υμάς εσαρκώθη..»

 (Βίβλος των Ηθικών Λόγος Α΄, Κεφάλαιο γ’)
Για να προσεγγίσουμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να κατανοήσουμε καλά το μυστήριο της οικονομίας για την σωτηρία του γένους μας το κρυμμένο προ των αιώνων (Εφεσίους 3:9), θα μας βοηθήσει η εξής γνωστή εικόνα:
Κατά την δημιουργία της προμήτορος Εύας ο Θεός πήρε την έμψυχη πλευρά του Αδάμ και την ολοκλήρωσε σε γυναίκα, γι’ αυτό δεν εμφύσησε σ’ αυτήν πνοή ζωής καθώς και στον Αδάμ, αλλά το μέρος που έλαβε από την σάρκα του το τελειοποίησε σε ολόκληρο σώμα γυναικός, την δε απαρχή του πνεύματος που έλαβε μαζί με την έμψυχη σάρκα την τελειοποίησε σε ψυχή ζωντανή δημιουργώντας με τα δυό μαζί έναν άλλον άνθρωπο.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο πλαστουργός και κτίστης Θεός πήρε από την Αγία Μαρία έμψυχη σάρκα σαν ζύμη και μικρή απαρχή από το φύραμα της φύσεώς μας – δηλαδή από την ψυχή και το σώμα μαζί – και την ένωσε με την δική του ακατάληπτη και απρόσιτη Θεότητα.
Ή μάλλον ένωσε πραγματικά όλη την υπόσταση της Θεότητός του με την δική μας φύση, την έσμιξε άμικτα μ’ αυτή και την έκανε άγιο ναό του. Έτσι ο ποιητής του Αδάμ έγινε ατρέπτως και αναλλοιώτως τέλειος Άνθρωπος….

Όπως ακριβώς λοιπόν από την πλευρά του Αδάμ έπλασε την γυναίκα, έτσι, αφού δανείστηκε την σάρκα από την θυγατέρα του Αδάμ την αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία και την έλαβε χωρίς σπορά, γεννήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τον πρωτόπλαστο.
Ώστε όπως ακριβώς ο Αδάμ με την παράβαση έγινε η αρχή της γεννήσεως μας στην φθορά και στον θάνατο, έτσι και ο Χριστός και Θεός μας με την εκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης έγινε η απαρχή της αναγεννήσεώς μας στην αφθαρσία και την αθανασία.
Αυτό εννοεί ο θείος Παύλος όταν λέει: «Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι επουράνιος.

» Εἰς τὰ Ἁγια Θεοφάνια. Ἰωάννου Χρυσοστόμου



Εἰς τὰ Ἁγια Θεοφάνια. Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Εἰς τὰ Ἁγια Θεοφάνια. Αγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἡ πηγὴ τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ῥύακας, καὶ εἴ τις διψῶν πίνει ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς, καὶ ζωοποιεῖται·
ζωοποιεῖται δὲ κατὰ πνεῦμα καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν,  εὐφροσύνην ὑπὲρ οἶνον δεχόμενος.
Ἀκόρεστος γὰρ ἡ γλυκύτης τῶν πνευματικῶν λογίων·  οὐ γὰρ εὐφραίνει κοιλίαν, ἀλλὰ καρδίαν, καὶ λογισμοὺς εὐσεβῶν εἰς φιλοθεΐαν ἄγει.
Ἤκουες γὰρ ἀρτίως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου βοῶντος πρὸς τὸ συνελθὸν πανταχόθεν καὶ βαπτιζόμενον τὸ τῶν Ἰουδαίων πλῆθος·
Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν·  ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν.
Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος· ὀπίσω, διὰ τὸν τόκον τῆς γεννήσεως.
Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι.
Καὶ ποῖα ὑποδήματα βαστακτέα ὑπεφέρετο ὁ Κύριος, ὅτι ἔλεγεν, Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι;
Ἐνταῦθα ὑποδήματα, τὰ τῆς οἰκονομίας μυστήρια λέγει· ὑποδήματα γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου προσαγορεύεται.
Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου κράζων· Ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου.
Διὰ τοῦτο καὶ ὑποπόδιον ἤκουσεν ἡ τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησις, ὡς ἐπὶ γῆς ὀφθεῖσα, καὶ τὸ τέρμα τῆς γῆς καταλαβοῦσα.
Ὅπερ καὶ ὁ προφήτης ἐκ τῶν ἑκατέρων τὴν ἐμφάνειαν ποιούμενος ἐκέκραγεν· Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ.
Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι·

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Το απαραίτητο της άσκησης




Η αγωνία για τον όλεθρο, που επιβάλλεται δυναμικά σ’ όλο τον κόσμο και η κραυγή της απόγνωσης, που από παντού ακούεται, μας έδωσαν την αφορμή και το σύνθημα να γράψουμε τα όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτό το βιβλίο.

Ο όλεθρος στον οποίο οδηγούνται αναπόφευκτα οι άνθρωποι, οφείλεται ασφαλώς στη λανθασμένη χρήση των νοημάτων· αυτήν ακολουθεί η λανθασμένη χρήση των πραγμάτων που αποτελεί το πρα­κτικό βίωμα των ανθρώπων. Κα­τά τη Γραφή «ο γάρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ΄ 7). Είναι φυσική ανάγκη και συνέπεια, κάθε ενέργειά μας να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Αλ­λά κάθε ενέργειά μας μπορεί να υπόκειται, πέρα από την ε­λεύ­θερη επι­λογή και προτίμηση, στη δουλεία, για την ο­ποί­α ο θεόσοφος Πέ­τρος μας ειδοποιεί «ώ γάρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19).

Αυτή η αποκάλυψη του Πέτρου μας πληροφορεί για το μυστήριο αυτής της χρεοκοπίας όλων των ανθρώπων, οι οποίοι στενάζουν λόγω της δυναμικής επιβολής του ολέθρου. Ερευνώντας τη ρίζα του «ηττήματος» (Α΄ Κορ. στ΄ 7) και της δουλείας που επακολουθεί, βρίσκουμε ότι εί­ναι φυσική συνέπεια της μεταπτωτικής μας καταδίκης.

Η ίδια η Γραφή μας ερμηνεύει ότι η αρρωστημένη αυτή συνέπεια έγινε σε μας μόνιμο τραύμα στην παρούσα ζωή. «Και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς· ου προσθήσω έτι του καταράσασθαι την γήν, διά τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γέν. η΄ 21). Μετά την πτώση, μας επιβλήθηκε η ηττοπάθεια και η ροπή «επί τα πονηρά» εκεί δηλαδή που βρίσκεται το σύμπλεγμα του παραλόγου.

Αυτήν τη συμφορά μας, θρηνεί ο Παύλος περιγράφοντας με πικρία την καταδίκη: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωποςπ Τις με ρύσεται εκ του σώ­ματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄ 24). Και πραγματικά. Αποκτήσαμε σώμα θανάτου μαζί με το σωματικό θάνατο που ακολούθησε την πτώση.

Όσο, λοιπόν, αυξάνουν οι οδύνες των ολέθριων συνεπειών, που κληρονομικά μεταφέρουμε, τόσο ταυτόχρονα αναπτύσσεται και η συναίσθηση της ανάγκης για την υπερνίκησή τους. Όσο και αν φαίνεται φθαρμένη και καταστραμμένη η προσωπικότητά μας με την πτώση, δεν χάθηκε το κεντρικό σημείο της δύναμής μας, που είναι η θέληση. Και όντας κύριος της θέλησής του ο άνθρωπος, έχει δικαίωμα επιβολής της κρίσης του. Να γιατί ο Παύλος μας υπενθυμίζει ότι αν και «πάντα ημίν έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει» (πρβλ. Α΄ Κορ. στ΄ 12). Με την ελεύθερη θέληση επιλέγουμε τις επιταγές της λογικής, που δεν θα είναι άλλες παρά το επιβεβλημένο καθήκον του προορισμού μας. Το «ου πάντα συμφέρει» μας πείθει ότι βαδίζουμε σύμφωνα με κάποιο σκοπό που βιαζόμαστε να επιτύχουμε.

Ανάκληση εις μετάνοιαν [ Διδαχές από τον Άθωνα ]



Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό την επιρροή όχι μόνο του νόμου της αμαρτίας του «εν τοίς μέλεσι διεσπαρμένου», αλλά ακόμα και υπό την επίδρασι των αλλοιώσεων και των ποικίλων τροπών, πού υπάρχουν και αυτές σαν κακοί γείτονες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι εκείνοι πού συνεχώς μάς ωθούν, μάς αποπλανούν, μάς παρασύρουν στο να μην ημπορούμε να φυλάξωμε αυτό πού θέλομε. Και εξ αιτίας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια. Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και αν είναι μία μόνο ημέρα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας.

Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μάς απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι  αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα. Γι  αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθειά μας. Και εφ  όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μάς θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα οποία συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκλήρωση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ημέρες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν». Βλέποντες όλοι μας και έχοντες πείρα των γεγονότων, αντιλαμβανόμεθα «εγγίζουσαν την ημέραν». Παρατηρούμε να δυναμώνη περισσότερο του εχθρού μας η δύναμι, αλλά και η ιδική μας έκτασι να περιορίζεται, λόγω του ότι οι άνθρωποι περισσότερο αποφεύγουν, περισσότερο απομακρύνονται και έτσι το κοινωνικό σύνολο γίνεται και αυτό εμπόδιο· διότι οι άνθρωποι οι πνευματικοί εμειώθησαν, έμεινε το «λείμμα», ελάχιστοι. Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται.
Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Όλη μας η προσοχή είναι στο πώς να κρατήσωμε μαζί μας την ενέργεια της Χάριτός Του, το «μεθ  υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αυτό το «μεθ  υμών ειμί» πρέπει να το προσέξωμε πάρα πολύ, εάν πράγματι είναι «μεθ  ημών». Διότι «δυνάμει» ο Θεός Λόγος είναι «μεθ  ημών». «Δυνάμει» δεν απουσιάζει από πουθενά. Αλλοίμονο αν συμβή τούτο! Εάν απουσιάση κλάσμα δευτερολέπτου από την κτίσι, αυτή θα εξαφανισθή. Αυτός είναι το Πάν του παντός. «Δυνάμει» είναι μαζί μας.

Οι αλλοιώσεις στην πνευματική ζωή [Διδαχές από τον Άθωνα]



Αν και ευρισκόμεθα στην εποχή του Χειμώνος, χθές είχαμε μία καλή ημέρα, ηλιόλουστη. Επήραμε θάρρος ότι ο καιρός έγινε ομαλός, και βλέπομε σήμερα ότι άλλαξε πάλι και ήλθε ταραχή. Και τώρα δεν ημπορούμε να κινηθούμε προς τα έξω για να κάνωμε την εργασία μας. Είμεθα υποχρεωμένοι να αμυνθούμε, έως ότου παρέλθη αυτή η κατάστασι, πού όλοι γνωρίζομε ότι είναι προσωρινή. Αυτή η εικόνα των αλλοιώσεων του καιρού συμβαίνει και στην πνευματική μας ζωή. Οι τροπές και αλλοιώσεις, είναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Μετά την πτώσι ο άνθρωπος, δυστυχώς έχασε την προσωπικότητά του και είναι υποκείμενος στις εναλλαγές. Προ της πτώσεως είχε σύνοικο την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Εζούσε κατά φύσι, ευρίσκετο εκτός αναγκών και «Κύριος πάντων ών» εδέσποζε του χρόνου, του τόπου, του τρόπου, των μέσων και δεν υπέκειτο σε καμμία μορφή αλλοιώσεως, διότι είχε ολοκληρωμένη προσωπικότητα· θέλοντας να γίνη Θεός, διά του διαβόλου, όπως αναφέρει ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς, όχι μόνο δεν έγινε Θεός, αλλά έγινε ένας ιδιότυπος διάβολος. Και τώρα υπήχθη πλέον στις αλλοιώσεις· του έγιναν αναφαίρετο πράγμα και ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τίποτε στην προσωπικότητά του. Και περιμένει να ιδή τί είναι αυτό πού θα εύρη. Μόνο η δύναμι της λογικής του έμεινε και με αυτή επινοεί τρόπους, ώστε να απαλλάσσεται από τους κινδύνους, πού προκύπτουν από τις αλλοιώσεις. Αυτή είναι μια μεγάλη φιλοσοφία πού θα βοηθήση ιδίως εμάς τους μοναχούς να επιτύχωμε, αφού η ζωή μας είναι η ακριβής μελέτη της συνειδήσεως. Δεν ελέγχαμε μόνο τα αποτελέσματα της πράξεως για να απέχωμε από αυτή. Ελέγχαμε ακόμα και αυτές τις αφορμές πού προκαλούν.

Στην περίοδο της Χάριτος, ο Ιησούς μάς εδίδαξε να βγάζωμε την ρίζα του κακού. Στην περίοδο του Μωσαϊκού Νόμου, ετιμωρείτο το αποτέλεσμα, ο καρπός, η πράξι. Εμείς ζούμε στην περίοδο της Χάριτος. Δεν περιμένομε την ώρα πού γίνονται τα κακά να τα σταματήσωμε ή προσέχομε να μην τα εφαρμόσωμε. Εμείς οι μοναχοί προσέχαμε από την σύλληψι της σκέψεως, την «προσβολή» κατά την γλώσσα των Πατέρων, ούτως ώστε να ξεριζώσωμε τα ίδια τα φυτά, πού γεννούν τους κακούς καρπούς, πού είναι η κατ ενέργεια αμαρτία. Για να το επιτύχωμε αυτό πρέπει να έχομε πολλή λεπτομέρεια στον χειρισμό των αλλοιώσεων. Οι αλλοιώσεις, όπως αναφέραμε, είναι όπως οι καιρικές συνθήκες. Δεν είναι μόνιμες, αλλά παροδικές. Δεν πρέπει να φοβίζουν κανένα, ώστε να μεταβάλλουν τον ρούν της ζωής του. Έχομε παράδειγμα τους ναυτικούς. Δεν αρνούνται την ναυτική τους ιδιότητα επειδή η θάλασσα γίνεται σαν κόλασι, όταν έχη τρικυμία. Τί κάνουν; Δένουν λίγο στο λιμάνι το καράβι τους και περιμένουν. Και μετά συνεχίζουν την πορεία τους και δεν τους απασχολεί το θέμα της τρικυμίας. Έτσι και εμείς δεν τρομάζαμε, όταν ξέρωμε την δεξιοτεχνία του χειρισμού των αλλοιώσεων.

Τήρηση του νου [ Διδαχές από τον Άθωνα ]



Το πάν στον μοναχό είναι η τήρησι του νού. Από εκεί γίνονται όλα. Γι αυτό και επιβάλλεται ο μοναχός να έχη αυστηρή προσήλωσι, τήρησι και στροφή προς τον νου του. Να τον ελέγχη, γιατί από εκεί ξεκινούν όλα τα καλά και από εκεί μπαίνει φραγμός όλων των κακών. Η χρήσι και παράχρησι των νοημάτων, γεννά όλα τα υπόλοιπα. Εάν κάποιος κάνη καλή κρίσι των νοημάτων, οπωσδήποτε θα κάνη και καλή χρήσι των πραγμάτων αλλοιώς θα συμβαίνη το αντίθετο. Γι αυτό να στρέψετε όλο σας το ενδιαφέρο στην προσοχή του νού. Ένας άριστος τρόπος τηρήσεως του νου είναι η συνεχής μνήμη του Θεού. Εάν η προσοχή στραφή εις αυτόν τον στόχο, τότε ο άνθρωπος αμέσως ευρισκόμενος στην μνήμη του Θεού, δεν αμαρτάνει. Ο άνθρωπος «κατ εικόνα και ομοίωσι Θεού» πλασμένος, σπανίως γίνεται κακοήθης εκ προθέσεως. Και αυτοί ακόμα οι απολύτως διεφθαρμένοι, πού δεν ημπορούν να αντισταθούν στα πάθη τους και συνεχώς παρασύρονται και αμαρτάνουν ημπορούμε να πούμε ότι δεν αμαρτάνουν πάντοτε εκ προθέσεως, αλλά πολλές φορές εξ αδυναμίας. Εκ προθέσεως ο υγιής άνθρωπος δεν γίνεται κακοήθης· και το ότι παρασύρεται, οφείλεται στο ότι σιγά-σιγά έφυγε ο νους από τον στόχο και έγινε θύμα της πονηρίας του σατανά και της εμπαθούς καταστάσεως του παλαιού ανθρώπου.

Μή δυνάμενος λοιπόν να έχη σωστή σκέψι, σωστή όρασι για να διακρίνη τα πράγματα, αποπλανάται από ακατονόμαστες προφάσεις και προτιμά τα κακά αντί των αγαθών. Όταν όμως ο νους ευρίσκεται στην θέσι του και γνωρίζη καλά την αποστολή του και συναισθάνεται την παρουσία του Θεού – γιατί «εκ δεξιών ημών εστίν, ίνα μή σαλευθώμεν» – δεν κινείται προς το κακό» αλλά το αποστρέφεται.

Ιδίως εμείς οι μοναχοί, οι οποίοι έχομε ιδιαιτέραν κλήσι και εγκατελείψαμε τον κόσμο και είμεθα αυτοεξόριστοι, εάν αυτό έχωμε υπ όψι μας, ήδη πρέπει να είμεθα πεπεισμένοι για την επιτυχία μας. Αν ο νους ευρίσκεται στην θέσι του, δεν θα πλανηθή ποτέ. Γιατί η αμαρτία είναι άλογος, δεν ημπορεί να πείση, μόνο απατά. Είναι δυνατό να απατήση ανθρώπους πού η γνώσι τους έχει αμβλυνθή και η έξι τους έχει παρασυρθή από το περιβάλλο τους. Δεν ημπορεί όμως τόσο εύκολα να αποπλανά τους μοναχούς, οι οποίοι έχουν συναίσθησι της ιδιαιτέρας προνοίας του Θεού και της καθημερινής ενεργείας της Χάριτός Του. Ένας μοναχός ο οποίος φοβάται να χορτάση, φοβάται να ξεκουραστή, φοβάται να μιλήση, πώς είναι δυνατό να γίνη κακοήθης;

Όταν γίνεται, είναι σημείο ότι ξέχασε τον στόχο του και ο νους του έφυγε από την βάσι. Ο φύλακας έφυγε. Ο φρουρός δεν είναι εκεί, και εφ όσον δεν έχει ο στρατός φρουρό, έρχονται οι αντίθετοι και τον περικυκλώνουν.

Εάν ήταν ο φρουρός στην θέσι του και εκοίταζε μακρυά, θα έδινε το σύνθημα και τότε ήταν αδύνατο να πλησίαση ο εχθρός. Τόση μεγάλη σημασία έχει η τήρησι του νού. Το ξέρετε και από τους Πατέρες μας. Ο Μ. Αντώνιος, ερωτώμενος να διευκρίνιση τί σημαίνει μοναχός, είπε: «Μοναχός εστι ο νούν τηρών». Και εκεί η ανθρώπινη γνώσι εσήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: «Εμείς δεν ημπορούμε να το κάνωμε αυτό».

Καθαρισμός της καρδίας [Διδαχές από τον Άθωνα]


Το κέντρο της ζωής μας είναι η απασχόλησί μας με τον πνευματικό νόμο. Αυτός είναι και ο λόγος πού αρνηθήκαμε τον κόσμο και εγκαταλείψαμε τον οικογενειακό βίο, ο οποίος δεν είναι αμαρτωλός. Τον εγκαταλείψαμε, επειδή θελήσαμε να εκφράσωμε με ένα ιδιαίτερο τρόπο την αγάπη μας προς τον Θεό, τηρούντες έτσι με ακρίβεια την πρώτη εντολή. Κληθέντες από τον Θεό, ακολουθήσαμε την φωνή Του για να εφαρμόσωμε αυτή την εντολή. Και για να εύρωμε τον κατάλληλο χρόνο, τον απερίσπαστο μάλλον, εβγήκαμε έξω από την κοινωνία και αρνηθήκαμε τους οικογενείς μας, ασχολούμενοι λεπτομερώς με την εσωστρέφεια, ελέγχοντες τα νοήματα των πραγμάτων. Και αυτό τον τρόπο, να ημπορέσωμε να νικήσωμε όχι μόνο την πρακτική μορφή της αμαρτίας, αλλά να την αφανίσωμε από την γέννησί της. Όχι μόνο να μην αμαρτάνωμε πρακτικά, αλλά ούτε κατά διάνοια να έχωμε συνεργασία με το κακό. Και με αυτό τον τρόπο φθάναμε στον μακαρισμό του Κυρίου: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο Ιησούς μάς ανέφερε ότι: «Τα έξωθεν εισερχόμενα ου κοινούσι τον άνθρωπο», δηλαδή δεν τον μολύνουν.

Εκείνα πού εξέρχονται από μέσα τον κάνουν ακάθαρτο. «Εκ γάρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αυτά είναι τα περισσεύματα της ακαθάρτου καρδίας τα οποία κινούμενα από μέσα προς το έξω, δημιουργούν το σώμα της περιεκτικής κακοηθείας. Και τότε καταρακώνεται η ελευθερία της προσωπικότητας του ανθρώπου, και από ευγενής και «κατ εικόνα και ομοίωσιν» πλασμένος πού είναι, γίνεται πονηρός και διεφθαρμένος. Επειδή μετέχομε και εμείς αυτής της αρρωστημένης καταστάσεως, εξήλθαμε από τον κόσμο ακριβώς γι αυτό τον λόγο. Κόσμο όταν λέμε δεν εννοούμε τους ανθρώπους. Κόσμος είναι το σύστημα του παλαιού ανθρώπου, πού κατά τον Παύλο είναι τα πάθη και οι επιθυμίες. Και κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η «επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου», η αφροσύνη και γενικά η ματαιοφροσύνη. Ευρισκόμενοι τώρα εδώ, προσέχαμε ακριβώς στο να γίνωμε «καθαροί τη καρδία», γιατί μονό έτσι θα ίδωμε τον Θεό, όσο επιτρέπεται βέβαια στην ανθρώπινη φύσι να έχη εμπειρία της οράσεως του Θεού. Το θέμα της παλιγγενεσίας δεν είναι η μεταφορά των ανθρώπων εις ένα ευδαιμονισμό. Αυτά τα παραδέχονται οι ξένες ομολογίες: Ο άνθρωπος μετά την παρουσία του Θεού Λόγου, δεν μεταφέρεται εις ένα ευδαιμονισμό, ούτε επανέρχεται από μία εξορία σε μια καλύτερη ζωή. Αυτά δεν είναι της Εκκλησίας μας γεννήματα, αλλά πεπλανημένες ιδέες.

Η κένωσι του Θεού Λόγου, μετέφερε στην ανθρώπινη φύσι την θέωσι. Έτσι ο άνθρωπος μεταφέρεται διά της Χάριτος – εάν αρχίσει από εδώ να πειθαρχή στο Θείο θέλημα- υποστατικά στην ένωσί του με τον Θεό. Όπως μετέχει το θετό παιδί στην περιουσία, στο όνομα και στην προσωπικότητα του πατέρα του, ενώ δεν είναι φυσικό παιδί, έτσι και εμείς. Αν και δεν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, από τον Θεό, με την υιοθεσία όμως απεκτήσαμε την ίδια θέσι, πού έχει ένα φυσικό παιδί. Αυτό για μάς λέγεται θεανθρωπισμός.

Αυτό μάς έφερε στη γή ο Θεός Λόγος. Όπως είπε ο ίδιος: «Εγώ πάτερ, εν αυτοίς και σύ εν εμοί» και «τήν δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς», και άλλου «Θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν», και πάλι «υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν ουκέτι υμάς λέγω δούλους». Και όταν του εζήτησαν να τους μάθη να προσεύχονται, κατ ευθείαν τους είπε: «Πάτερ, ημών ο εν τοίς ουρανοίς». Για να επιτευχθή όμως αυτό και να εισέλθωμε στους κόλπους της υιοθεσίας, πρέπει να προσέξωμε, όχι μόνο να μην αμαρτάνωμε, αλλά να κτυπήσωμε την ρίζα της αμαρτωλότητος, ώστε και μέσα στην διάνοιά μας να μην έχη θέσι. Όταν καθαρίση η καρδιά από τις ενέργειες των παθών, πού είναι ο παλαιός άνθρωπος, έρχεται τότε το Άγιο Πνεύμα και κατοικεί. Προσέξετε πώς ο Ιησούς μας το αναφέρει. «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ Αυτώ ποιήσομεν». Κοιτάξετε τί λέει, «μονήν»· δεν λέει ότι θα έλθωμε να σάς επισκεφθούμε, όπως κάνομε εμείς μια επίσκεψι, αλλά λέει ότι θα κάνωμε διαμονή. Αυτός είναι ο Θεανθρωπισμός.

Η απαλλαγή μας όμως από την αμαρτία δεν γίνεται αυτομάτως αλλά σταδιακά, όπως γίνεται η σωματική αύξησι. Με την εμμονή μας, σιγά-σιγά επιτελείται διά της Χάριτος μυστηριωδώς η κάθαρσι της καρδιάς. Καθαρίζη πρώτα ο νους και φωτίζεται, και έτσι συλλαμβάνει καλά τα νοήματα και δεν πλανάται. Μετά την σωστή χρήσι των νοημάτων και την τήρησι της ακριβείας των εντολών, καθαρίζεται και η καρδιά. Τότε εισέρχεται η Θεία Χάρις μόνιμα και κάνει τον άνθρωπο αληθινά θεοφόρο. Και ο άνθρωπος αυτός ενώ είναι ζωντανός, μεταφέρθη «εκ του θανάτου εις την ζωή». Αυτό είναι ο αγιασμός. Τότε εις αυτόν δεν λειτουργούν οι φυσικοί νόμοι. Κοινωνεί μόνιμα με την θεία Χάρι και εισέρχεται στο υπέρ φύσι, ούτως ώστε να έχη το διορατικό ή το προφητικό χάρισμα. Δεν φοβάται τις ασθένειες, τους κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στη θέσι της υιοθεσίας τον σκεπάζει η θεία Χάρις· και όταν κάποτε θα φύγη από τον κόσμο αυτό, θα κερδίση τις άξιες των επαγγελιών, πού μάς υπεσχέθη ο Χριστός μας.

Ο φόβος του Θεού




Να ερεθίζομε συνεχώς μέσα μας το φόβο του Θεού. Κάθε τι για να προοδεύσει, να αποδίδει και να στέκεται στον προορισμό και την αποστολή του εξαρτάται ακριβώς από την ενέργεια που κάνει. Σε μας η ενέργεια είναι ο φόβος του Θεού, ο οποίος γεννά το ζήλο. Ο ζήλος είναι η κινητήριος δύναμη. Ο άνθρωπος μετά τη πτώση δέχεται τις διάφορες αλλοιώσεις και δεν στέκεται σε μια κατάσταση. Βρίσκεται σε ανιούσες και κατιούσες καταστάσεις. Γι’ αυτό είναι υποχρεωμένος με τεχνικά, επίκτητα μέσα να ερεθίζει τον εαυτό του για να έχει σε ενέργεια το ζήλο.

Είναι αυτό πού λέγεται στο Ευαγγέλιο: «έστωσαν αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι». «Οσφύες περιεζωσμέναι» είναι η πρακτική ενέργεια. Ο άνθρωπος με την προαίρεσή του συνεχώς υποκινεί τον εαυτό του και τον ενθαρρύνει. Αν λοιπόν ενθαρρύνει τον εαυτό του, τότε ανάβει ο λύχνος. Οι «καιόμενοι λύχνοι» είναι αυτό που λέει ο Κύριός μας «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη». Αυτό λοιπόν το «πυρ» είναι ο θείος ζήλος, τον οποίον γεννά ο φόβος του Θεού.

Εμείς λοιπόν πιστεύουμε πρώτα στον Θεό. Πιστεύουμε ότι όντως ο Θεός υπάρχει. Αλλά αυτό δεν λέει τίποτε. Αυτό το πιστεύουν οι δαίμονες πιό πολύ από μας, χωρίς να τους ωφελεί σε τίποτε. Πιστεύουμε ότι υπάρχει ο Θεός αλλά και στις σχέσεις του Θεού με εμάς και ημών με Αυτόν. Τί είναι επιτέλους αυτός ο Θεός πού υπάρχει; Αυτός ο Θεός που υπάρχει, έχει θεοπρεπείς ιδιότητες. Είναι υπέρθεος, υπερδύναμος, υπέρσοφος κλπ. Εκείνο όμως που μας συγκινεί, πέραν των θεοπρεπών ιδιοτήτων που έχει, είναι ότι σε μας διάκειται πατρικά. Ο τόσον μεγάλος Θεός για μας είναι Πατέρας. Εφ’ όσον είναι Πατέρας διάκειται με όλη την πατρική ιδιότητα απέναντι μας. Και εμείς με τη σειρά μας πρέπει να διακείμεθα προς αυτόν υϊκώς. Είναι οι σχέσεις ιδανικού Πατρός προς ιδανικούς υιούς. Αυτό γεννά η πίστη.

Αφού είναι έτσι τα πράγματα γυρίζομε και βάζουμε τη βάση του στόχου. Ποιά είναι η βάση του στόχου; Η έρευνα του προορισμού. Μόλις δει κάποιος μια καρέκλα λέει: αυτή τί είναι; Φαίνεται ότι είναι κάθισμα. Τί προορισμό έχει; Να κάθεται ο άνθρωπος. Ώστε αυτός είναι ο προορισμός της. Δεν χρησιμεύει για κάτι άλλο. Εάν λοιπόν χρησιμοποιείται για κάθισμα εκπληρεί τον προορισμό της. Και μεις τώρα ερευνούμε τον προορισμό μας. Από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνομε;

Ο Θεός αυτός που πιστεύομε έφερε σε ύπαρξη τα σύμπαντα, όχι από ανάγκη, αλλά μόνο από αγάπη. Για να τους μεταδώσει, να τα κάμει ευτυχισμένα, διότι αυτός είναι η πηγή της ευτυχίας. Στη κορυφή όλων αυτών βρίσκεται ο άνθρωπος. Βλέπομε ότι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο είναι τέτοιο που δεν χωράει καμιά συζήτηση. Πράγματι κινούμενος από στοργή προς τον άνθρωπο «ουδέ του ιδίου Υιού εφείσατο αλλ’ υπέρ πάντων ημών παρέδωκεν» Αυτόν. Παρακάτω λέει «Πως και τα πάντα ημίν χαρίσεται»; Αυτή η έρευνα είναι το σπουδαιότερο πράγμα που μας ενδιαφέρει.

Τόσον πολύ αγαπά ο Θεός ειδικά τον άνθρωπο ώστε το κέντρο της αγάπης του, τον μονογενή του Υιό, τον θυσίασε γι’ αυτόν, αλλά και τα σύμπαντα όσα υπάρχουν. Αυτόν που θυσίασε για μας, είναι ο δημιουργός του σύμπαντος, είναι ο Λόγος του Θεού, «δι’ ου τα πάντα εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». Αυτός μετά τη δημιουργία, με τις άκτιστες ενέργειές του συγκρατεί, «συνέχει», το σύμπαν για να στέκεται στην ισορροπία και το οδηγεί στο τέρμα. Ποιό είναι το τέρμα; Το γνωρίζουμε από την αποκάλυψη. Τα οδηγεί όλα προς τη θέωση. Αυτόν τον «τεχνουργόν και συνοχέα», ο Θεός Πατήρ παρέδωκε για τη δική μας την αγάπη και έγινε θυσία, όπως γνωρίζουμε. Ύστερα μαζί μ’ αυτόν μας χάρισε τα πάντα. Διότι αυτός, αφού είναι δημιουργός και συνοχέας των πάντων, όλα είναι δικά του.

Και τον ίδιο και όσα ανήκουν σ’ αυτόν τα έχομε όλα εμείς. Αποδεικνύεται απ’ εδώ ότι η στοργή του Θεού είναι απόλυτα πατρική. Εμείς από ευγνωμοσύνη αποδίδουμε στο Θεό υιϊκή διάθεση. Ο προορισμός μας δεν έχει κανένα άλλο νόημα παρά μόνο πώς με λεπτομέρεια στη ζωή μας να παρακολουθούμε τη συνείδησή μας ώστε όλες μας οι κινήσεις, από την απλή ενθύμηση μέχρι την επιθυμία, την απόφαση, τη δράση και μέχρι την εμμονή όλα αυτά να ανήκουν στο Θεό. Επειδή αυτός «ηγάπησεν τους ιδίους και εις τέλος ηγάπησεν αυτούς». Σκεφθείτε ότι όταν ο Θεός αγαπά «εις τέλος», αγαπά θεοπρεπώς. Τότε και εμείς από φιλοτιμία και ευγνωμοσύνη γυρίζομε να αγαπήσομε «εις τέλος» αυτόν τούτον τον Θεό και Πατέρα, και η ζωή μας να διατεθεί μόνο σ’ αυτόν, χωρίς βέβαια να το χρειάζεται φυσικά αυτός. Πού αλλού να διαθέσομε, υποτίθεται, κάτι δικό μας, γιατί τί δικό μας έχομε; Δικό μας δεν έχομε τίποτε, αφού ούτε στον εαυτό μας δεν ανήκομε. «Ουκέτι εαυτοίς εσμέν, αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και αναστάντι».

Η πρακτική εκδήλωση της αγάπης προς τον Θεό (Μνήμη των Αγίων Παύλου του Θηβαίου και Ιωάννου του Καλυβίτου) [Διδαχές από τον Άθωνα]



Τιμά η Εκκλησία μας τους δυο μεγάλους Πατέρες, τους Άγ. Παύλο τον Θηβαίο και Ιωάννη τον Καλυβίτη, των οποίων η ζωή είναι κάπως παράξενη, αλλά είναι αυτή πού ταιριάζει σε μάς τους μοναχούς. Ο μέν ένας, είναι σχεδόν από τους πρώτους πού εξεκίνησαν να γίνουν μοναχοί, αφού απαρνήθηκαν πραγματικά τον κόσμο και εβγήκαν μόνοι τους έξω στην έρημο. Έζησαν μόνοι με μόνο τον Θεό, πρωτάκουστο στις ημέρες τους και σπάνιο φυσικά. Τρόπον τινά, ήταν οι πρωτοπόροι πού εχάραξαν τον δρόμο αυτό. Ο δε δεύτερος, είναι μεταγενέστερος. Ξεκίνησε μικρό παιδάκι από το σπίτι του, με ζήλο να γίνη μοναχός. Μετά από μερικά χρόνια έφυγε από το μοναστήρι του και επέστρεψε και εκάθησε στην είσοδο της πατρικής του κατοικίας, όπου εκεί ετελείωσε την ζωή με υπεράνθρωπους ασκητικούς αγώνας.


Τώρα διερωτάται κανείς. Ποιός είναι εκείνος ο παράγων ο οποίος έδωσε την δύναμι αυτή γι αυτούς τους υπερφυσικούς αγώνες: Διότι πραγματικά αυτό είναι και το κέντρο του γενικού ενδιαφέροντός μας.
Διότι και εμείς πολλές φορές λέμε: «Γιατί δεν ημπορούμε: Και πώς αυτοί ημπόρεσαν;» Μέχρι του σημείου πού ερευνούμε ακόμα και στα μαρτύρια των Αγίων, πώς ημπόρεσαν, αφού ήσαν πήλινες σάρκες σαν και εμάς· και υπέμειναν τους τρομερούς αυτούς αγώνας, πού μόνο η ακοή των προκαλεί φρίκη! Να πή κανείς ότι είναι υπερβολές αυτά; Αλλοίμονο κάτι τέτοιο και να το σκεφθούμε. Ποιό είναι όμως το μυστικό τους; Εν ονόματι τίνος κατώρθωσαν αυτοί οι άνθρωποι, οι πήλινοι, να φθάσουν στην κατάστασι αυτή; Ασφαλώς, πρώτος λόγος είναι, ότι το κατώρθωσαν διά της Χάριτος του Θεού. Τώρα όμως διερωτώμεθα.
Καλά ο Θεός ήταν μόνο για αυτούς; Για άλλες γενεές δεν είναι; Ο Θεός μεροληπτεί; Αλλους διαλέγει και άλλους προωθεί και ενισχύει, ενώ άλλους αφήνει; Τα ερωτήματα αυτά είναι πάντοτε επίκαιρα. Ο Θεός μέν είναι αυτός πού δίνει την Χάρι Του, πού κάνει «σημεία και τέρατα», ο άνθρωπος δε είναι εκείνος πού θέτει σε ενέργεια αυτή την επίδρασι της Χάριτος. Ύστερα αυτός ο άνθρωπος με αυτή την Χάρι μαζί κατορθώνει αυτά τα υπερφυσικά πράγματα. Ποιός είναι λοιπόν ο κυριώτερος παράγων; Ποιά είναι η αιτία πού προκαλεί αυτού του είδους την Χάρι; θα το βρούμε πάλι από τους Πατέρες μας. Κάποτε είχε γίνει ένας διάλογος μεταξύ του Οσίου Παύλου του Θηβαίου και του Μεγάλου Αντωνίου. Ερώτησε ο Όσιος Παύλος τον Μέγα Αντώνιο: «Πώς εγώ αφού έχω κάνει μεγαλύτερους αγώνες από σένα, το όνομά σου εκυκλοφόρησε περισσότερο από το ιδικόν μου;» Και φυσικά ο διάλογος δεν ήταν τόσο γι αυτούς, όσο για να μείνη σε μάς. Και λέει ο Άγιος Αντώνιος, χαριεντιζόμενος. «Απλούστατα, γιατί εγώ αγαπώ πιο πολύ από Διδαχές από τον Άθωνασένα τον Θεό. Και ακριβώς επειδή αγαπώ τον Θεό πιο πολύ από σένα, αυτή είναι η αιτία πού εξαπλώθηκε πιο πολύ το όνομά μου».

Το νόημα της ζωής μας και το θείο θέλημα



Ο Κύριός μας με την παρουσία του «εποίησε τα πάντα καινά». Αυτό είναι το νόημα και το σύνθημα και στις σημερινές δύσκολες ημέρες, που περνούμε πέραν των υπολοίπων, που μας απασχολούν. Σήμερα περισσότερο από άλλοτε ο άνθρωπος πλανάται «εις τον κύβο», δεν έχει αφήσει τίποτε όρθιο. Και στην πίστη του και στη συμπεριφορά του και γενικά στον τρόπο της ζωής του, όλα έχουν χρεοκοπήσει. Ακόμα και ο τρόπος που κάνει χρήση ο σημερινός άνθρωπος, είναι τόσον χρεοκοπημένος, διότι πραγματικά δεν ζει «χρώμενος τω κόσμῳ», αλλά «παραχρώμενος» κατά κόρον. Έχει γίνει νόμος η σπατάλη, ώστε να πιστεύουν οι άνθρωποι σήμερα, ότι χωρίς σπατάλη η ζωή είναι δυστυχία. Και όντως γίνονται δυστυχείς με τη σπατάλη. Οι ελάχιστοι πιστοί που έχουμε απομείνει, είμαστε υποχρεωμένοι και σ’ αυτό να πρωτοστατούμε, δίνοντας το σύνθημα και το μάθημα της αυτάρκειας και της χρείας, όχι της επιθυμίας. Γενικά στον παραπαίοντα άνθρωπο, που τα έχασε όλα και νομίζει ότι δεν υπάρχει πλέον τίποτε πρέπει να αποδείξουμε ότι δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος έχει την προσωπικότητά του. Η σωτηρία υπάρχει. Ο άνθρωπος δεν είναι θύμα, ούτε του θανάτου, ούτε καμιάς άλλης ατυχίας. Είναι το κατ’ εξοχήν δημιούργημα του Θεού, που τον απασχόλησε προσωπικά. Γι’ αυτό ήλθε να το αναζητήσει. Το αναζήτησε, το βρήκε και το σήκωσε στον ώμο του και του έδωσε δόξα.

Πέραν της προσωπικής φροντίδας για τη σωτηρία μας, επωμιζόμαστε και αυτήν ακόμα την αποστολή. Χάνεται ο σημερινός άνθρωπος. Ο Κύριός μας φεύγοντας τί μας είπε; «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Το «πορευθέντες» δεν έχει ποτέ σταματήσει. Το «πορευθέντες» δεν εννοεί μόνο ότι θα πάμε να βρούμε τους Κινέζους, τους Αιθίοπες και τους Αφρικανούς. Σήμερα δεν είναι ανάγκη να πορευθούμε, γιατί έρχονται αυτοί προς εμάς. Αφού έφθασαν στο τέρμα και δεν βρίσκουν τίποτε, γύρισαν και ψάχνουν και συνεχώς μας κατακλύζουν. Στο Άγιον Όρος πολλές χιλιάδες μας επισκέπτονται με καυτηριασμένη συνείδηση και αναζητούν, ώστε να μην αυταρκούμε να τους λέμε.

Δεν χρειάζεται λοιπόν να πορευθούμε πουθενά. Γιατί το φως έχει αυτή την ιδιότητα. Χωρίς να κινείται, μόνο το ότι υπάρχει και ενεργεί σαν φως γίνεται γνωστό από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Σήμερα οι άνθρωποι εκείνο που ζητούν αυτό είναι. Υπάρχει το Ευαγγέλιο; Και λέμε ναι, είναι το Ευαγγέλιο. Το μόνο που είναι, τίποτε άλλο δεν είναι. Γι’ αυτό πέραν της προσωπικής μας σωτηρίας πρέπει να αποδεικνύομε σ’ αυτούς που αναζητούν και προσπαθούν να δουν σ’ όλα τα σημεία που υπάρχει κάποια πυγολαμπίδα φωτεινή, που να δείχνει προσανατολισμό και κατεύθυνση, να το βλέπουν πάνω μας. Ορίστε, εδώ είμαστε εμείς που εφαρμόζουμε το Ευαγγέλιο. Σε μας ανταποκρίνεται το Ευαγγέλιο. Πάνω μας είναι.

Πολλές φορές έρχονται και αφού καθίσουν λίγο μαζί μας, μας ρωτούν το εξής. Θα σάς πούμε κάτι και μη γελάσετε. Μα γιατί να γελάσουμε; Δεν υπάρχει θέμα να γελάσομε. Εγώ με τη σύζυγό μου και τα δυό-τρία μας παιδιά δεν μπορούμε να μονοιάσουμε. Όσο και να προσπαθούμε, καθημερινά έχουμε διαφορές και διαφωνούμε και μαλώνουμε. Εσείς εδώ πώς μπορείτε; Είστε τόσοι νέοι από όλη τη γη, με ανατροφές διαφορετικές, με χαρακτήρες διαφορετικούς. Πώς μονοιάζετε και ειρηνεύετε; Κάθεστε ήσυχα και βλέπουμε πάνω σας την ειρήνη, που δεν την έχομε εμείς. Ε, λέμε, απλούστατα. Τα αποτελέσματα που βλέπετε είναι αυτά που λέει το Ευαγγέλιο. Η αποτυχία σήμερα του ανθρώπου, είναι που στηρίζεται στον εαυτό του και την γνώση του. Είναι ατελείς οι ανθρώπινοι παράγοντες, και η ανθρώπινη σκέψη και δράση και δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα.

Κατά Θεόν πένθος και μνήμη θανάτου



ΑΘΩΝΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Κάθε τι πού είναι υπερφυσικό μπορεί με την επίνοιά του ο άνθρωπος να προσπαθή μόνο να το προκαλέση. Το να παραμείνη όμως αυτό ως ενδημούσα κατάσταση, είναι μόνο δωρεά καθαρά της Χάριτος. Όταν κάποιος επιθυμή τον φόβο του Θεού και κρατάη με λεπτομέρεια την συνείδηση του, τον αξιώνει η θεία Χάρις και έρχεται μέσα του ως ενδημούσα κατάσταση ο θείος φόβος. Και έτσι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σε συνεχή επιφυλακή. Μετά, δεν τον αφήνει να ήσυχάση ούτε νύκτα, ούτε μέρα ο φόβος του Θεού. Τού παριστάνει συνεχώς τον Θεόν ως κριτήν, του παριστάνει συνεχώς το καθήκον του ως έναν απαράβατον όρο, και άλλοίμονό του αν το παραβή. Και μέχρι σε τέτοιο σημείο μπορεί να αύξηθή αυτό, πού του κόβεται η αναπνοή από τον φόβο. Ούτε να φάη τον αφήνει, ούτε να κοιμηθή, ούτε να ειρήνευση. Και αυτό όταν παραμένη μόνο σαν ενδημούσα κατάσταση, τότε έχομε την ενέργεια τού Θείου φόβου.

Ύπό αυτή την έννοια είναι και τα δύο υπόλοιπα χαρίσματα. Όπως της κατανύξεως το χάρισμα, πού ερεθίζει κανείς τον εαυτό του σε πένθος και μετά σε κλάμα. Το κλάμα είναι γέννημα του πένθους. Το πένθος όταν παραμείνει μόνιμα διά της Χάριτος, ως δωρεά, τότε φέρνει και το κλάμα. Όταν επιθυμή αυτό το πράγμα ο άνθρωπος, συνεχώς ενθυμείται ότι έλύπησε τον Θεό. Αναλογίζεται μέσα του την αγάπη του Θεού και όλη την κοσμοσωτήριο οικονομία, όλους τους υπόλοιπους τρό¬πους στο πώς ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και τα προνοεί- τον τρόπο πού ανέχεται την ανθρώπινη αποστασία, παρ’ όλο πού την εύηργέτησε με την κένωση Του. Ύστερα το γυρίζει και σ’ αυτή την δική του προσωπική ατέλεια και προδοσία, την οποία προκαλεί στην θεία Χάριν με την σπατάλη της ανοχής του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο προκαλεί μια λυπηρά κατάσταση μέσα του. Αυτή είναι και η αρχή του πένθους.

Ο Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής τήρησε την «καινήν εντολή».



Αν και η πρόθεση προς τιμή και εγκωμιασμό είναι θερμή, η δύναμη όμως είναι ελαχίστη. Διότι πώς είναι δυνατό, όχι μόνο να ανταμείψουμε αλλά να περιγράψουμε τη θέση της πατρότητας των πνευματικών εκείνων αναστημάτων, οι οποίοι έφθασαν μέχρι τρίτου ουρανού και ενώνονταν διά της αγάπης τους και της Χάριτος με τον Θεό, και μετά έστρεφαν το βλέμμα τους κάτω στη γη, για να προσέχουν εμάς τους ευτελείς;

Πώς, λοιπόν, είναι δυνατό μία τέτοια θυσία, την οποία μόνο ο Λόγος του Θεού, διά της κενώσεώς του προσέφερε, θα μπορούσαμε εμείς οι ευτελείς να περιγράψουμε; Και τούτο, το λέγω, ενθυμούμενος την ιδιαίτερη στοργή με την οποία μας περιέβαλλε ο πνευματικός αυτός φωστήρας, ο οποίος συγκαταβαίνοντας στην ευτέλειά μας, μείωνε τον εαυτό του στην προς Θεό θέση και θεωρία του, για να κατεβαίνει στην ταπεινή μας θέση και να μας συγκρατεί οδηγώντας και δείχνοντάς μας τον δρόμο, επειδή εμείς δεν είχαμε αφ’ εαυτών δύναμη και ικανότητα προς τούτο. Αλλά δικαίως γράφεται στη Γραφή, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πάντας κρίνει, υπ’ ουδενός δε κρίνεται.

Δεν έχομε τίποτε να προσθέσουμε• και εάν επιχειρήσουμε μάλλον η περιγραφή μας θα είναι μείωση έναντι του πνευματικού τούτου Πατρός, ο οποίος στις δύσκολες και σκοτεινές αυτές ημέρες απέδειξε, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο τότε και πάντοτε και νυν είναι ο ίδιος αλλά και αύριο ακόμα θα μείνει ο αυτός.

Δεν πρόσφερε, η υψηλή αυτή φυσιογνωμία, μόνο σε μας που τον περιβάλλαμε, μέσα στα ταπεινά του περιθώρια της αφάνειας που θέλησε σ’ όλη του τη ζωή να μείνει.

Η πατρική του πρόνοια με τη σθεναρή του απόφαση, με τον θερμό του ζήλο, με την ολοκληρωμένη του προς Θεό αγάπη και στροφή, την αθωνική παράδοση προεξέτεινε, αλλά ακόμα μπορούμε να πούμε απερίφραστα, χωρίς καμμία συστολή, ότι ολόκληρη την Ορθοδοξία αναστήλωσε, δυνάμωσε και πρόβαλε.

Ξύπνησε και αφύπνισε την κοιμισμένη γενεά. Δεν αρνείται κανείς, απ’ όσους έχουν «τους οφθαλμούς ανεωγμένους», να ομολογήσει την πτώση, την οποία ακόμα κι αυτός ο ασάλευτος Ἀθωνας είχε υποστεί από τις ξένες επιδράσεις του δυτικού πνεύματος που εισήχθησαν αυτόν.

«Ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι»




«Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης είς δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος». Είμαστε υποχρεωμένοι να ανακαλύψουμε μέσα στην ζωή μας, ποιος είναι εκείνος ο παράγοντας από τον όποιο πηγάζουν οι αφορμές της δικής μας καταστροφής και μας γίνονται εμπόδιο στο να επιστρέψωμε όχι μόνο στην προπτωτική μας θέση, αλλά «ίνα και περισσόν έχωμεν», πού είναι αυτή η υιοθεσία. Φυσικά δεν χρειάζονται πολλές περιστροφές νό: το όνακαλύψωμε αυτό. Διότι όπως είναι γνωστόν, η αιτία πού μας εμποδίζει να γίνωμε μέτοχοι της θείας μακαριότητος, είναι η αμαρτία. Εξ αιτίας της αμαρτίας, και τα «λίαν καλώς ύπό του Θεού ποιήματα» μεταβλή-θησαν και ύπετάγησαν στην φθορά, ώστε να «συστε-νάζουν και να συνοδύνουν» αναμένοντας και αυτά πότε θα δοθή ευκαιρία να επιστρέψουν στην πρώτη τους κατάσταση.

Αυτές τις μέρες, όπως παρακολουθήσατε και ο διάκονος μας απήγγειλε στο ευαγγέλιο των παθών, χάριν της δικής μας αμαρτίας βλέπομεν ότι, «τό απαύγασμα της δόξης του Πατρός» ο «ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», Αυτός ο όποιος, κατά τον Αββά Ισαάκ «αμβλύνει τάς όψεις των Χερουβίμ και των Σεραφείμ», η πατρική μορφή και εικόνα, της οποίας είναι αδύνατο να ύπαρξη ποτέ περιγραφή από τα κτιστά όντα, δεν είχεν «είδος ουδέ κάλλος» καθώς αναφέρει ο Προφήτης. Είναι αδύνατον να περιγράψωμε με την κτιστή μας διάνοια το πώς εκουσίως κατεδέχθη ο Θεός Λόγος με τα άχραντα Του πάθη να ξεπλύνη την παγκόσμια αμαρτία και να επιστρέψη εμάς πίσω από εκεί πού βγήκαμε, έξ αιτίας της αμαρτίας. Εάν λοιπόν δεν άμαρτάναμε, δεν υπήρχε λόγος ο Θεός Λόγος να ύποστή αυτή την φοβερή ατίμωση. Βλέπομε ότι η δική μας αμαρτία ήταν η αφετηρία, ούτως ώστε το «απαύγασμα της πατρικής δόξης» να κοινωνήση με ολόκληρη την ανθρώπινη ατιμία και δυστυχία. Μόνο αυτό, νομίζω είναι ένας πολύ ισχυρός παράγοντας για τις φλεγόμενες καρδίες, για τις ψυχές εκείνες πού λάλησε μέσα τους ο Θεός Λόγος, να τους παρέχει συνεχώς αφορμές να αναζωπυρούν μέσα τους τον θείο φόβο και τον θείο πόθο ταυτόχρονα. Όταν συνεχώς σκεπτόμαστε ότι ο Θεός Λόγος υπέστη την ατίμωση χάριν της δικής μας δυστυχίας και η δική μας απροσεξία προκάλεσε σ’ Αυτόν όλη αυτήν την ταπείνωση, τότε θα κινηθή μέσα μας ο θείος φόβος. Ενεργούμενος κατάλληλα ο θείος φόβος, με την πρακτική υποταγή στο θείο θέλημα, θα μεταφερθούμε από τον φόβο στον πόθο. Και τότε, εισδύοντας βαθύτερα στο νόημα της παναγάπης βάσει της οποίας ο Θεός Λόγος έκινήθη εκουσίως, τότε φυσικά μεταβάλλεται η καρδιά σε μια υψικάμινο, πού είναι ασύλληπτη στην δική μας διάνοια. Βλέπομεν ότι «πρώτος Αυτός ήγάπησεν ημάς»· ότι με τον πόθο της παναγάπης Του αυτής έφθασε σε τόσο βάθος ταπει-νώσεως και εξευτελισμού, για να επιστρέψη πίσω τον άνθρωπο, ο όποιος εκουσίως απέστη, «άντάρτεψιε» καί, χωρίς να ύπάρχη λόγος, πρόδωσε την θείαν αγάπη. Τόση όμως ήταν η θεία αγάπη, ούτως ώστε «αναγκάστηκε

Περί της έν Χριστώ αναστροφής





Εμείς διά πίστεως βαδίζομε και όχι δι’ είδους, όπως πάντοτε τονίζουμε. Καί, παρούσης της πίστεως, φυσικά δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Παρ’ όλα αυτά δεν καταργείται η δύναμη της γνώσεως και της λογικής η οποία πηγάζει από την ανθρώπινη προσωπικότητα. Τώρα αυτό πού υπενθυμίζω είναι για να δώσω βαρύτητα στο θέμα της έν Χριστώ αναστροφής, η οποία εξαρτάται από τον δικό μας έλεγχο. Γι’ αυτό βλέπετε, πέραν των όσων η Γραφή μας παραγγέλλει, τα όποια ανήκουν στην μεταφυσική και ενεργούνται διά της πίστεως, μας λέει ο Παύλος να προσέξωμε και το θέμα της αναστροφής.

«Όσα εστίν αληθή, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εί τις αρετή και εί τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε» και τα τόσα άλλα τα όποια υπάγονται στον κώδικα της αναστροφής της περιεκτικής ηθικής. Άρα, αναπολόγητος καθίσταται ο άνθρωπος όταν προβάλλει προφάσεις ότι δήθεν τα αγνοεί, διότι δεν τα διδάχθηκε. Έχει δύναμη η φύση μας, από απόψεως της λογικής ικανότητος της, να επιλέξη και να προτίμηση· και είναι τούτο πού αναφέρει ο Παύλος, όταν κάνη την ανατομία του «κατ’ ένέργειαν νόμου της αμαρτίας», ο όποιος αναφέρει κάτι σχετικό πού είναι πάρα πολύ για ‘μάς βοηθητικό. Είναι το έξης: Φυσικά δεν θα πω απόλυτα το κείμενο αλλά το νόημα. «Εγώ αποφασίζω μόνος μου και επιλέγω την τροπή μου προς το καλό και το προτιμώ και το προγραμματίζω- όταν αποφασίσω να το βάλω σε ενέργεια, τότε βλέπω εντός μου άλλον νόμον «άντιστρα-τευόμενον τώ νόμω του νοός μου» και πείθοντα με «6 ού θέλω κακόν τούτο πράσσω» και «ο θέλω καλόν ούχ ευρίσκω». Εδώ μας παριστάνει την δύναμη της επιλογής, την δύναμη της ελευθερίας πού έχει ο άνθρωπος, ούτως ώστε να επιλέγη το καλό· και όχι μόνο να το επιλέγη, αλλά και να επιμένη στην κατάκτηση του μαχόμενος με τις αντίθετες δυνάμεις. Τούτο το τονίζω και πάλι, γιατί η αναστροφή, ιδίως στις σημερινές μέρες, για μας είναι ένας από τους απαραίτητους παράγοντες, για τον εξής λόγο: Επειδή «Χριστού εύωδία έσμέν τω Θεώ», όπως λέει ο Παύλος «καί έν τοις σωζομένοις και έν τοις όιπολλυμένοις, όίς μέν όσμή θανάτου είς θάνατον, οΤις δε όσμή ζωής είς ζωήν».

19233

Αυτό σήμερα ισχύει περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επειδή βλέπετε η αλήθεια, η πραγματικότης έχει πολύ άμαυ-ρωθή και η πλάνη έχει επικρατήσει. Εμείς, οι αριθμητικά ελάχιστοι πιστοί, είμαστε υποχρεωμένοι να σηκώ-νωμε τον σταυρό της υπόλοιπης ανθρωπότητος. Διότι δεν είναι δυνατόν να επανέλθη ο Θεός Λόγος και να επαναλάβη το δράμα της κενώσεως Του. Αυτό απαξ έγινε. Συνεχίζεται μέσω των μελών της Εκκλησίας πού είμαστε εμείς. Οι σημερινοί άνθρωποι, πού στην πλειοψηφία δυστυχώς πλανούνται, πρέπει κάτι να δουν. Και ιδίως σήμερα πού πλήθυναν τα λόγια, ο κόσμος τα έχει όλα αηδιάσει και ζητάει αποδείξεις. Άρα πάντοτε είναι επωφελής η ηθική προσεκτική ζωή από μέρους μας. Τώρα όμως επιβάλλεται περισσότερο, γιατί με τον τρόπο αυτό εκπληρώνουμε την αποστολή μας. «Πορευθέντες, λέει ο Ιησούς μας, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Πού θα πορευθούμε σήμερα να πάμε να βρούμε τα έθνη και να τα διδάξωμε με την γλώσσα; Τώρα και με τη γλώσσα άκούουν και με τα τηλεοπτικά μέσα πληροφορούνται και με τις τηλεοράσεις βλέπουν, αλλά δεν φτάνει αυτό. Εκείνο πού χρειάζεται να γίνη είναι να δουν σήμερα οι άνθρωποι έφηρμοσμένο πρακτικά το ευαγγέλιο. Δεν θα το δουν πουθενά, παρά μόνο στους πιστούς χριστιανούς. Άληθινοί πιστοί στην πραγματικότητα σήμερα είναι ιδιαίτερα οι μοναχοί. Διότι, σαν κατ’ έξαίρεσιν επιλελεγμένοι σ’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, στο να ακολουθήσουν τον Ιησού μας, είναι η μόνη μερίδα πού της παρέχονται οι προύποθέσεις στο να πετύχη περισσότερο την εφαρμογή του ευαγγελίου.

Περί ακηδίας



Ακηδία είναι ο τρομερότερος εχθρός της πνευματικής ζωής. Όλα τα πάθη απτονται έν μέρει της ανθρωπινής υποστάσεως, αλλά αυτό το τρομερό κακό, η άκηδία η αμέλεια, απτεται του ψυχικού και του σωματικού κόσμου του ανθρώπου. Σαλεύει το σύνολο της ανθρωπινής υποστάσεως. Το γεγονός είναι ότι αυτή ξεκινά ενεργώντας μέσα από το ψυχοσωματικό σύστημα του ανθρώπου. Άπτεται των ιδίων των μελών και προκαλεί την παράλυση, την κατά φύσιν αδράνεια.

Υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος πού συντελεί ώστε να γίνεται δυσκαταγώνιστο το πάθος, χάριν του ότι η ίδια φύση άφ’ εαυτής, μετά την πτώση, δεν θέλει να κουραστή. Επικαλείται τους φυσικούς νόμους της αυτοσυντηρήσεως πού επιτάσσουν να είναι ο άνθρωπος σε ευτυχία, σε άνεση και όχι σε κόπωση. Δεν προύπήρξε το θέμα του πόνου, του κόπου, της αγωνίας. Αυτά δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά μεταπτωτικά συμπτώμα¬τα. Τότε γίνεται δυσκαταγώνιστο το πάθος, επειδή κατά φύσιν αρπάζει όλο το νευροψυχικό σύστημα του ανθρώπου και το δένει. Δεύτερον, η ίδια η φύση υποστηρίζει αυτό το πάθος, διότι θέλει την άνεση, δεν θέλει την κόπωση. Η κόπωση εισήχθη ύπό το νόημα του σταυρού με την παρουσία του Θεού Λόγου και είναι ο τρόπος με τον όποιο κατεργάζεται ο άνθρωπος την σωτηρία του. Όμως η άκηδία απτεται των μελών του ανθρώπου. Τα Ίδια τα μέλη υποστηρίζουν την άκηδία. Δεν θέλει η φύση να πονέση· δεν περιέχεται μέσα της, όπως η πείνα, η δίψα, ο ύπνος. Το μόνο πού δεν περιέχει μέσα της η ανθρώπινη φύση είναι ο κόπος και ο πόνος, πού είναι μεταπτωτικά παράσιτα. Αυτή ακριβώς είναι η αιτία πού γίνεται δυσκατανώνιστη η άκηδία.

7226_101348129884326_100000274183541_38427_5919497_n

Στον μοναχό η άκηδία πολεμά περισσότερο, ιδίως τους αναχωρητές και τους ήσυχαστές πού είναι τελείως μόνοι τους. Επειδή είναι η φύση των πραγμάτων έτσι και δεν έχουν μέριμνες και κατ’ ανάγκην αδρανούν, βρίσκει αφορμή και τους πολεμάει. Στους κοινοβιάτες, οι όποιοι βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση χάριν της διακονίας και του συστήματος της λειτουργίας της μονής, δύσκολα εισέρχεται η άκηδία. Έναν ασκητή όμως, ο όποιος δεν έχει ανάγκη να κινήται, τον πολεμά πιο πολύ. Η αιτία η οποία επιτρέπει στο πάθος να επιτίθεται, είναι η αμέλεια του καθήκοντος. Όταν παράλειψη ο μοναχός το καθήκον του, τον κανόνα τού, όλο τον κύκλο της λειτουργίας του (λειτουργία δεν εννοώ το μυστήριο, αλλά, κατά τον Αββά Ησαΐα, τον όλο κύκλο των μοναχικών του καθηκόντων). Όταν ο μοναχός παράλειψη κάτι από τα καθήκοντα του, τότε δίνει δικαίωμα στην άκηδία να παρουσιάζεται. Μερικές φορές η άκηδία είναι φυσιολογική και ξεκινάει από μια μορφή αδράνειας. Μόλις λίγο αντισταθεί ο άνθρωπος, την διώχνει και αυτή, μη έχοντας παρρησία, φεύγει. Όταν όμως έξ υπαιτιότητας του η παραλείψει το καθήκον του, η κατακρίνει συστηματικά άλλον, η πέσει σε εγωισμό και παραδέχεται την κενοδοξία, τότε το πάθος επιτίθεται με δύναμη και θέλει πολύν αγώνα να αποτιναχθή. Διαφορετικά θα επιφέρη την αιχμαλωσία.

Περί αποφυγής της αποθαρρύνσεως



Ένα ρήμα των Πατέρων το όποιο συναντήσαμε προχθές στην ανάγνωση της τράπεζας, το όποιο αναφέρει ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής, μού έκανε μεγάλη εντύπωση. «Ως οδοιπόρος άσματι κλεπτών τον κόπον της; όδοιπορίας». Όπως παλαιότερα θυμάμαι, τότε πού χρησιμοποιούσαν ως μεταφορικά μέσα τα υποζύγια, πολλές φορές παρακολουθούσα τους πατέρες και τους παππούδες πού εργάζονταν σκληρά μέσα στον καύσωνα με τα ζώα τους και σιγοτραγουδούσαν λίγο για να ξεχνούν έτσι τον κόπο της όδοιπορίας. Αυτό οι Πατέρες το μεταφέρουν και στην δική μας ζωή. Είναι γνωστό ότι «τό μέν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». Ας έχουμε λοιπόν σαν όρο στην ζωή μας, «τό πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες». Στην πραγματικότητα όμως ο άνθρωπος κουράζεται με τις διάφορες περιστάσεις και περιπέτειες. Όλα αυτά είναι εκείνα τα όποια αλλοιώνουν την ζωή, δεν την αφήνουν να είναι ευθεία. Και μείς οι ίδιοι, όπως ξέρουμε, δεν έχομε πάντα τήν ίδια προαίρεση. Γενικά η προαίρεση μας είναι αμετακίνητη στο να ακολουθούμε τον Χριστό. Όλες αυτές οι αλλοιώσεις όμως, πού είναι τα αίτια και τα αιτιατά, σπρώχνουν, έλκουν, τραβούν, βαραίνουν καί κάνουν την ζωή του ανθρώπου πολλές φορές δύσκολη. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους μας προσοχή, ώστε έχοντας ύπ’ όψιν όλα αυτά, να μην φεύγουμε από τον σκοπό μας.

Gerwn_Iwshf_Batopedinos_01

Είναι γεγονός ότι οι μέν συνθήκες υπεγράφησαν στην άρχή πού μας κάλεσε η θεία Χάρις και τα πράγματα τα τοποθετήσαμε σωστά, χάριτι Χριστού και δεν πρόκειται τώρα να στραφούμεν είς τα οπίσω. Όμως, η πρακτική μορφή της ζωής έχει πολύ μεγάλη διαφορά από την θεωρητική. Επειδή λοιπόν συμβαίνουν στην ζωή μας όλες αυτές οι ανακοπές, ένεκα της πολύμορφης αμαρτίας και από τον πόλεμο πού μας κάνει ο σατανάς, γι’ αυτό χρειάζεται να είμαστε πάντοτε έτοιμοι. Στις δυσκολίες αυτές να μην λυγίζωμε καί, στις περιπτώσεις εκείνες πού μας βαρύνει η απόγνωση και η απογοήτευση, να ενθαρρύνουμε τον εαυτό μας έχοντας ύπ’ όψιν ότι: Όύκ άξια τα παθήματα του νύν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι είς ημάς», ένθυμού-μενοι ότι ο Κύριος για την δική μας αγάπη «έκένωσεν εαυτόν». Αυτή η έννοια να μη φεύγει ποτέ από μέσα σας. Η φράση «έκένωσεν εαυτόν» είναι ασύλληπτη, απερίγραπτη, αφάνταστη και ανερμήνευτη στα κτιστά όντα, όσο και αν είναι τέλεια. Και αυτό το έκανε για την δική Του αγάπη προς εμάς τους ευτελείς. Πολλές φορές σκέπτομαι και λέω: Σε τί χρειαζόταν στον Θεό η κένωση; Μπορούσε και προστακτικά – όπως έβαλε την κτίση σε ύπαρξη, έκ του μηδενός, διά της θεοπρεπούς Του μεγαλωσύνης – να μας επαναφέρει στην ισορροπία. Μέσα όμως στα βαθύτερα μυστήρια της άκατάλυπτής Του πανσοφίας, περιείχετο το σχέδιο τούτο- να μας επαναφέρη στην Ισορροπία πρακτικά, με το να γίνη και Αυτός όπως είμαστε μείς. Για να ένδυθή ύλη, σαν Θεός πού είναι, και να βρεθή σε τόπο και χώρο και χρόνο ο ύπεράγαθος, έπρεπε να μετάσχη της δικής μας πτώχειας και έκανε αυτό για να δείξη το απόλυτο της αγάπης Του.

Αυτές όλες οι σκέψεις είναι μία τονωτική ένεση, για να το πούμε με την ιατρική γλώσσα. Συμβαίνει δηλαδή το Ίδιο, όπως σ’ έναν οργανισμό πού εξαντλείται και φθάνει σε κατάσταση κωματώδη και οι γιατροί με ένα τονωτικό φάρμακο τον ενισχύουν και έτσι ξυπνάει και ανακτά τις δυνάμεις του. Ενθυμούμενοι αυτά, γινόμεθα προθυμότεροι και ευλαβέστεροι για να αντέξωμε στις πιέσεις του σατανά. Η «πολύμορφη αμαρτία» μαζί με τον πατέρα της διάβολο, προσπαθεί να μας φράξη τον δρόμο. Έμείς υπογράψαμε συνθήκη με τον Κύριο μας πού δέχθηκε την επιστροφή και την μετάνοια μας. Από την στιγμή πού τον γνωρίσαμε, προσπαθούμε να μην άμαρτάνωμε, αλλά να εύσεβούμε και το ενδιαφέρον μας είναι να βρισκώμαστε στο θέλημα Του. Υπεγράφησαν τα συμβόλαια αυτά από το βάπτισμα κι Εκείνος έμεινε πιστός στις υποσχέσεις Του. Μας έδωσε την θείαν Χάριν και μείς φυσικά προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να την κρατήσουμε. Ο διάβολος όμως, προσπαθώντας να μας πολεμήση, δεν διστάζει να μεταχειρισθή τα πάντα, και τους φίλους, και τους συγγενείς, και τους οίκογενείς, και τις ύλες, και τα πρόσωπα, και τα πράγματα, και τον χώρο και τον χρόνο για να μας απατήση.

Η μαρτυρική ομολογία (Μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων)



Εις ένα τροπάριο της ακολουθίας των εορταζομένων Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, λέγεται: «Φέροντες τα παρόντα γενναίως, χαίροντες τοίς ελπιζομένοις έλεγον οι Άγιοι Μάρτυρες».

Από την αρχή φαίνεται η ετοιμότητα της εφαρμογής του ομολογιακού χαρακτήρα του Χριστιανισμού.

«Φέροντες τα παρόντα». Ποιά είναι αυτά; Οτιδήποτε μπορεί να φαντασθή η διαβολική διάνοια, πού επινοεί τρόπους για να εμποδίσητους πιστούς να συνεχίσουν το δρόμο τους. Και αρχίζει από τις παραμικρές ενοχλήσεις,είτε εσωτερικές είτε εξωτερικές και φθάνει στο τέρμα των κακών, τον θάνατο.Γι  αυτό οι χριστιανοί πρέπει να είναι έτοιμοι ακριβώς εις αυτή την έκτασι των κακών,ούτως ώστε να φέρουν «τά παρόντα» γενναίως, όχι με μικροψυχία. Και αυτό θα το κατορθώσουν, εάν ευρίσκονται «χαίροντες τοίς ελπιζομένοις».

agioisaranta01

Πραγματικά, εάν υπολογίσωμε το τί περιμένει τους πιστούς από την θεία αμοιβή, «ουκ άξια τα παθήματα του νύν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι»(Ρωμ. 8,18). Ποία δόξα; Αυτή πού λέει ο αθλητής της αγάπης. «Νύν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα» (Α´ Ιωάν. 3,2). Και τότε θα ευρίσκεται ο Ιησούς μας, Θεός εν μέσω Θεών. Δικαίως λοιπόν λέγει· «Εγώ είπα θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες».

Εις αυτά τα ελπιζόμενα χαίροντες, αλληλοπαρεκινούντο οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και έλεγαν. «Εάν τώρα δεν αποθάνουμε, τεθνηξόμεθα πάντως». Εάν τώρα, στην ώρα της ομολογίας για την πίστι μας, τώρα πού ήλθε ο διάβολος να μάς φράξη τον δρόμο πού οδηγεί στον Χριστό, αρνηθούμε να πεθάνωμε,δεν θα πεθάνωμε ούτως ή άλλως ύστερα από λίγο καιρό; Έτσι και αλλοιώς ο θάνατος υπάρχει και είναι αδύνατο να τον αποφύγωμε. Τί θα κερδίσωμε, λοιπόν, αν παρατείνωμε την ζωή μας για λίγο μέσα εις αυτό το χάος, την κόλασι πού ζούμε;Θα πεθάνωμε για την αγάπη του Χριστού, ώστε να κερδίσωμε την ιδική Του αγάπη.Βλέπετε σύνεσι; Και άντεξαν στο φοβερό εκείνο κρύο και τα τόσα άλλα δεινά πού τους υπέβαλαν. Δεν παρήλθαν όμως τα δεινά εκείνα; Πόσο εκράτησαν;

Από τότε όμως, από τον 2ον αιώνα, πού άθλησαν οι Άγιοι Μάρτυρες και απέδειξαν την αγάπη τους προς τον Θεό, μέχρι σήμερα, πόσα εκατομμύρια γόνατα δεν ελύγισαν μπροστά στην εικόνα τους, μέσα στους Ιερούς ναούς, κατά την μνήμη τους και τους επεκαλέσθησαν με βάθος ταπεινοφροσύνης, να συγκατέβουν και να επιβλέψουν ευμενώς και εις αυτούς; Και αυτή είναι η επί γής αίγλη πού έχουν,η εν ουρανοίς πόση, αφού έγιναν υιοί Θεού;