Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Η βεβήλωση της Κυριακής ημέρας

Η βεβήλωση της Κυριακής ημέρας



Η βεβήλωση της Κυριακής ημέρας
Του Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ. Ιερεμία
1. Το σημερινό μου κήρυγμα, αγαπητοί μου χριστιανοί, το έγραψα με πόνο για όσα τον τελευταίο καιρό συμβαίνουν στην πατρίδα μας. Θυμάστε, όταν ήμασταν μικροί, πηγαίναμε στο σχολειό και τραγουδάγαμε με ενθουσιασμό εκείνο το τραγούδι που λέει «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»!...
Σ΄ αυτά τα χρόνια όμως που ζούμε βουλιάζει η αγαπημένη μας πατρίδα η Ελλάδα και αργοπεθαίνει. Και το κακό έρχεται από πάνω, από τους πολιτικούς μας άρχοντες, τους οποίους εμείς, με την ψήφο μας τους αναδείξαμε άρχοντες, για να υπερασπίζουν τις παραδόσεις της πίστης μας και της φυλής μας. Αλλά αυτοί νομοθετούν ενάντια με την ένδοξη ελληνορθόδοξη παράδοσή μας. Και την ευθύνη εδώ την έχουμε εμείς οι Ιεράρχες, οι οποίοι δεν τους ελέγχουμε, όπως ήλεγχαν οι Προφήτες και οι Άγιοι Ιεράρχες Πατέρες της Εκκλησίας μας τα αμαρτήματα των αρχόντων της εποχής τους.

Το ακούσατε; Το μάθατε; Οι άρχοντές μας θέλουν να καταργήσουν δια νόμου την αργία της Κυριακής και να την κάνουν μία κοινή ημέρα σαν τις άλλες. Μα η Εκκλησία μας γι΄ αυτό την είπε «Κυριακή», γιατί πρέπει να είναι ημέρα του Κυρίου, ημέρα δηλαδή αφιερωμένη κατ΄ εξοχήν στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Έτσι από παλαιά στο Βυζάντιο η Κυριακή ημέρα είχε θεσπιστεί διά νόμου ως κατ΄ εξοχήν ημέρα λατρείας του Θεού και ημέρα αναπαύσεως από τον κόπο της εβδομάδας. Την ημέρα αυτή έπρεπε να μη λειτουργούν τα δικαστήρια, ούτε να γίνονται στρατιωτικά γυμνάσια και ιδιωτικές και δημόσιες συναλλαγές των πολιτών. Απαγορεύονταν ακόμη στο Βυζάντιο και οι θεατρικές παραστάσεις την ημέρα της Κυριακής. Την Κυριακή όλοι στην Εκκλησία, για την θεία Λειτουργία.
2. Και έτσι πρέπει να γίνεται, αδελφοί μου χριστιανοί, γιατί η ημέρα της Κυριακής είναι ημέρα ιερή. Όπως μάς λέγουν τα ιερά μας κείμενα, η Αγία Γραφή και οι ιερές μας παραδόσεις, την ημέρα της Κυριακής έγινε η δημιουργία του κόσμου. Μιλώντας για την δημιουργία του κόσμου το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, η Γένεση, λέγει: «Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα ΜΙΑ» (Γεν. 1,5). Αλλά χάλασε ο όμορφος κόσμος που έκανε ο Θεός. Τον χάλασε η αμαρτία. Η αμαρτία των Πρωτοπλάστων και των απογόνων τους. Η αγάπη όμως του Θεού ανακαίνισε, ξαναδημιούργησε τον χαλασμένο από την αμαρτία κόσμο και έγινε ο Ευαγγελισμός της Παναγίας μας, με τον οποίο αρχίζει η ανόρθωση της πεσμένης ανθρωπότητας.
Πότε έγινε ο Ευαγγελισμός;
Έγινε ημέρα Κυριακή.
Και Κυριακή πάλι ημέρα, όπως λέγει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός μας. Και η ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έγινε ημέρα Κυριακή. Αυτή είναι η «μία των σαββάτων», που λέγουν τα Ευαγγέλια (Μάρκ. 16,2), η πρώτη δηλαδή ημέρα της εβδομάδας. Κυριακή πάλι ημέρα έγινε η αγία Πεντηκοστή και την Κυριακή ημέρα στην Πάτμο ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης είδε το φοβερό όραμα της Αποκαλύψεως (Αποκ. 1,10), το οποίο παραστατικά μάς παραθέτει στο δυσερμήνευτο βιβλίο του. Αλλά και η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία θα γίνει ημέρα Κυριακή. Και αυτή η ημέρα, αδελφοί μου χριστιανοί, δεν θα έχει εσπέρα, δεν θα έχει νύχτα. Θα είναι αβράδια στη Κυριακή! Ώστε όλη η αιώνια ζωή, αδελφοί χριστιανοί, θα είναι μια αιώνια Κυριακή!
3. Τόσο πολύ ιερή και άγια είναι η ημέρα της Κυριακής, ω ευσεβείς χριστιανοί. Γι΄ αυτό, σαν χριστιανοί βαπτισμένοι και μυρωμένοι, πρέπει να τιμούμε ιδιαίτερα την ημέρα αυτή. Την ημέρα της Κυριακής όλοι στην Εκκλησία, στην θεία Λειτουργία, για να παίρνουμε απ΄ αυτήν την Χάρη του Θεού, λέγοντας στο τέλος: «Είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον». Την Κυριακή να την τιμούμε ιδιαίτερα μελετώντας περισσότερο τον λόγο του Θεού και κάνοντας περισσότερες αγαθοεργίες την ημέρα αυτή.
Τί συμβαίνει όμως, χριστιανοί μου, στην πατρίδα μας την ημέρα της Κυριακής από τους περισσότερους Έλληνες; Για να μη σας λέγω πολλά, όπως είπε κάποτε θρηνώντας ο αείμνηστος στάρετς της Φλώρινας π. Αυγουστίνος, για πολλούς Έλληνες η ημέρα αυτή είναι «σατανική» και όχι Κυριακή ημέρα. Για να φθάσουμε στο σημερινό κατάντημα και την βλασφημία που θέλουν να πράξουν οι πολιτικοί μας άρχοντες με το να καταργήσουν δια νόμου την αργία της Κυριακής ημέρας.
4. Κατά πρώτον, έχουμε να πούμε ότι στους ευσεβείς χριστιανούς δεν περνούν διατάξεις ενάντιες με την πίστη τους και τις ιερές παραδόσεις τους. Όσοι είναι πραγματικά πιστοί χριστιανοί, γι΄ αυτούς, όσοι αντίχριστοι νόμοι και να εκδοθούν, πάνω απ΄ όλα είναι η πίστη των Πατέρων τους. Με τους αντίχριστους νόμους έρχεται η ώρα να αποδείξει ο καθένας πόσο μέσα του έχει δυνατή την πίστη του και την αγάπη του στον Χριστό. Για τον πιστό χριστιανό η Κυριακή είναι Κυριακή. Ο πιστός χριστιανός την Κυριακή ημέρα οπωσδήποτε θα πάει στην Εκκλησία του, για να πάρει την Χάρη του Θεού και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Ήρθε η ώρα με τους αντίχριστους νόμους και διατάξεις οι πιστοί χριστιανοί να δώσουν μαρτυρία για την πίστη τους, έστω και αν αυτή η μαρτυρία φέρει και το μαρτύριό τους. Ό,τι λοιπόν και αν συμβεί και ό,τι και αν αποφασιστεί από ψηλά, η πίστη και τα ιερά θέσμια δεν θα χαθούν από τα εκλεκτά παιδιά του Θεού, και ας είναι λίγα. Αλλά, μιλάμε γενικώτερα για την αγαπημένη μας πατρίδα την Ελλάδα. Τί συμβαίνει επιτέλους; Βάλθηκαν, χριστιανοί μου, μερικοί, με διάφορες προφάσεις, να βγάλουν από την πατρίδα μας το ωραίο ένδυμα των ιερών της παραδόσεων και να την παραδώσουν γυμνή από τον πατρώο στολισμό της. Να την κάνουν δηλαδή, όπως τα άλλα έθνη, μία ανεξίθρησκη και άθεη χώρα.
5. Κατά πρώτον, παρακαλούμε τους κυρίους πολιτικούς μας να σκεφθούν ότι είναι άρχοντες χώρας ορθοδόξου και να μην ψηφίσουν τον αντίχριστο νόμο περί καταργήσεως της Κυριακής. Δεύτερον, τους απειλούμε ότι αν πράξουν κάτι τέτοιο, θα έχουν ζωηρά αντίδραση και τον έλεγχο και την πολεμική του κλήρου και του πιστού λαού, ο οποίος είναι φύλακας των ιερών του παραδόσεων.
Προσωπικά δηλώνω ότι στην επαρχία Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, όπου με ελέησε ο Κύριος να διακονώ, θα ομιλώ συχνά και με δύναμη για το ανοσιούργημα αυτό της βεβηλώσεως της Κυριακής ημέρας. Και δηλώνω επίσης προκαταβολικώς δεν θέλω να δω στα μάτια μου υπουργό της Επαρχίας που διακονώ, ο οποίος συγκατατέθηκε να ψηφίσει αυτόν τον αντίχριστο νόμο της βεβηλώσεως της Κυριακής. Θα κόψω την καλή κοινωνία μαζί του που έχω έως τώρα. Θα χαιρετώ με αγάπη και με σεβασμό έναν χριστιανό γύφτο και μια γύφτισσα, αλλά θα αποστρέφομαι τον βουλευτή και τον υπουργό εκείνο, που ψήφισε νόμο για την κατάργηση της Κυριακής ημέρας.
Τα υπόλοιπα θα τα βρει από τον Θεό! Θα μάθουν από τα πράγματα όλοι όσοι πάνε κόντρα με το νόμο του Θεού, ότι «είναι σκληρό πράγμα να χτυπάει κανείς τα καρφιά με γυμνά τα πόδια» (Πράξ. 26,14)!

† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Ο εκκλησιασμός

Ο εκκλησιασμός
Ο εκκλησιασμός
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου


Λιμάνια πνευματικά οι ναοί

Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις. πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ' αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ' αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν' ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή. ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα. σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται. στην εκκλησία βρίσκεται η ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε σ' εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιο ποθητό απ' αυτή τη φωνή; Τί πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία. σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί. σε ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.



Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι;

Παρ' όλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τί θλιβερό! Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή, τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους. Όταν, όμως, πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή ο Οβδιού, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν' ανοίξουν το στόμα τους. Για τ' άλογα, όμως, τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς μπορούν να σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή;
Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια. ή μάλλον όχι η απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον εμποδίσουν.
Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.
"Μα είμαι αμαρτωλός", λες, "και δεν τολμώ ν' αντικρύσω τον άγιο". Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, έχουν διαπράξει αμαρτίες; Γι' αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να συγχωρούν τους άλλους.
"Αφού, όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκ¬κλησία", θα μου πει κάποιος, "πώς μπορώ να έρθω πάλι;". Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.
Αλλά, θα μου πεις, σ' εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ' εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μοναδική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;
Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το Θεό. Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ' αυτή σου τη στάση χάσεις τους κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.
Μα κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξ αιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου. και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά. Γιατί τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο και μας ακολουθεί παντού.
"Ναι, αλλά μπορώ", λέει κάποιος άλλος, "να προσευχηθώ και στο σπίτι μου". Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς και στο σπίτι σου. είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό. Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις απ' όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων. Γι' αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών για να ενισχύονται με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι όλες μαζί ν' ανεβαίνουν στον ουρανό.
Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι. όταν όμως συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού. Κάποτε ο απόστολος Πέτρος βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τί θα μπορούσε, επομένως, να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα τους στύλους της Εκκλησίας;



Η προσέλευσή μας στο ναό

Σας παρακαλώ, λοιπόν και σας ικετεύω, ας προτιμάμε από οποιαδήποτε άλλη ασχολία και φροντίδα τον εκκλησιασμό. Ας τρέχουμε πρόθυμα, όπου κι αν βρισκόμαστε, στην εκκλησία.
Προσέξτε, όμως, κανείς να μην μπει στον ιερό αυτό χώρο, έχοντας βιοτικές φροντίδες ή περισπασμούς ή φόβους. Αλλά αφού τ' αφήσουμε όλα τούτα έξω, στις πύλες του ναού, τότε ας περάσουμε μέσα. Γιατί ερχόμαστε στα ανάκτορα των ουρανών, πατάμε σε τόπους που αστράφτουν.
Ας διώξουμε από την ψυχή μας πρώτα-πρώτα τη μνησικακία, για να μην κατακριθούμε, όταν παρουσιαστούμε μπροστά στο Θεό και προσευχηθούμε λέγοντας: «Πάτερ ημών..., άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διαφορετικά, πώς θέλεις να φανεί ο Δεσπότης Χριστός γλυκός και πράος απέναντί σου, αφού εσύ γίνεσαι στο συνάνθρωπό σου σκληρός και δεν τον συγχωρείς; Πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου σε λόγια προσευχής; Πώς θα ζητήσεις συγγνώμη; Ακόμα κι αν θέλει ο Θεός να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, δεν Τον αφήνεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τον πλησίον σου.






Η αμφιέσή μας


Μα και η ενδυμασία μας στο ναό να είναι καλή από κάθε πλευρά. Να είναι κόσμια και όχι εξεζητημένη. Γιατί το κόσμιο είναι σεμνό, ενώ το εξεζητημένο είναι άσεμνο.
Αυτό ακριβώς μας παραγγέλλει και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει: «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο, σηκώνοντας προς τον ουρανό χέρια όσια, χωρίς οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας. Επίσης και οι γυναίκες να προσεύχονται με αμφίεση σεμνή, στολίζοντας τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη, όχι με περίτεχνες κομμώσεις και χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή ενδύματα πολυτελή, αλλά με ό,τι ταιριάζει στις γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα» (Α' Τιμ. 2:8-10). Αν, λοιπόν, απαγορεύει στις γυναίκες εκείνα που είναι απόδειξη πλούτου, πολύ περισσότερο απαγορεύει όσα κινούν την περιέργεια, όπως τα φτιασίδια, το βάψιμο των ματιών, το κουνιστό βάδισμα, τα παράξενα ρούχα και τα παρόμοια.
Τί λες, γυναίκα; Έρχεσαι στο ναό να προσευχηθείς, και στολίζεσαι με χρυσαφικά και χτενίζεσαι επιτηδευμένα; Μήπως ήρθες για να χορέψεις; Μήπως για να λάβεις μέρος σε γαμήλια γιορτή; Εκεί έχουν θέση τα χρυσαφικά και οι πολυτέλειες. εδώ δεν χρειάζεται τίποτε απ' αυτά. Ήρθες να παρακαλέσεις το Θεό για τις αμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τον εαυτό σου; Αυτή η εμφάνιση δεν είναι γυναίκας που ικετεύει. Πώς μπορείς να στενάξεις, πώς μπορείς να δακρύσεις, πώς μπορείς να προσευχηθείς με θέρμη, έχοντας τέτοια αμφίεση; Θέλεις να φαίνεσαι ευπρεπής; Φόρεσε το Χριστό και όχι το χρυσό. Ντύσου την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη. Αυτά αξίζουν περισσότερο απ' όλο το χρυσάφι. Αυτά και την ωραία την κάνουν ωραιότερη και την άσχημη την ομορφαίνουν. Να ξέρεις, γυναίκα, πως, όταν στολιστείς πολύ, γίνεσαι πιο αισχρή κι από τη γυμνή, γιατί έχεις αποβάλει πια την κοσμιότητα.








Η Θεία Κοινωνία


Και σαν έρθει η στιγμή της θείας Κοινωνίας και πρόκειται να πλησιάσεις την αγία Τράπεζα, πίστευε ακλόνητα πως εκεί είναι παρών ο Χριστός, ο Βασιλιάς των όλων. Όταν δεις τον ιερέα να σου προσφέρει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Αυτός που λάμπρυνε με την παρουσία Του την τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, Αυτός και τώρα διακοσμεί την Τράπεζα της θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικά και εξετάζει του καθενός την προαίρεση και παρατηρεί ποιος πλησιάζει με ευλάβεια ταιριαστή στο άγιο Μυστήριο, ποιος με πονηρή συνείδηση, με σκέψεις βρωμερές και ακάθαρτες, με πράξεις μολυσμένες. Αναλογίσου, λοιπόν, κι εσύ ποιο ελάττωμά σου διόρθωσες, ποιαν αρετή κατόρθωσες, ποιαν αμαρτία έσβησες με την εξομολόγηση, σε τί έγινες καλύτερος. Αν η συνείδησή σου σε πληροφορεί ότι φρόντισες αρκετά για την επούλωση των ψυχικών σου τραυμάτων, αν έκανες κάτι περισσότερο από τη νηστεία, κοινώνησε με φόβο Θεού. Αλλιώς, μείνε μακριά από τα άχραντα Μυστήρια. Και όταν καθαριστείς απ' όλες τις αμαρτίες σου, τότε να πλησιάσεις.
Να προσέρχεστε, λοιπόν, στη θεία Κοινωνία με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή, με νηστεία και προσευχή. Χωρίς να θορυβείτε, χωρίς να ποδοπατάτε και να σπρώχνετε τους διπλανούς σας. Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη τρέλα και τη χειρότερη περιφρόνηση των θείων Μυστηρίων.
Πες μου, άνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σε πιέζει τάχα η ανάγκη να κάνεις τις δουλειές σου; Και σου περνάει άραγε, την ώρα που πας να κοινωνήσεις, η σκέψη ότι έχεις δουλειές; Έχεις μήπως την αίσθηση ότι είσαι πάνω στη γη; Νομίζεις ότι βρίσκεσαι μαζί με ανθρώπους και όχι με τους χορούς των αγγέλων; Μα κάτι τέτοιο είναι δείγμα πέτρινης καρδιάς... 









Κάθε πότε να κοινωνούμε;


Υπάρχει κι ένα άλλο θέμα: Πολλοί κοινωνούν μια φορά το χρόνο, άλλοι δύο φορές, άλλοι περισσότερες. Ποιους απ' αυτούς θα επιδοκιμάσουμε; Όσους μια φορά, όσους πολλές ή όσους λίγες φορές μεταλαβαίνουν; Ούτε τους μία ούτε τους πολλές ούτε τους λίγες, μα εκείνους που πλησιάζουν στο άγιο Ποτήριο με καρδιά αγνή, με βίο ανεπίληπτο. Αυτοί ας κοινωνούν πάντα. Οι άλλοι, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, ας μένουν μακριά από τα άχραντα Μυστήρια, γιατί αλλιώς κρίμα και καταδίκη ετοιμάζουν για τον εαυτό τους. Ο άγιος απόστολος λέει: «Όποιος τρώει τον άρτο και πίνει το ποτήριο του Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, προκαλώντας την καταδίκη του» (Α' Κορ. 11:27, 29). Θα τιμωρηθεί, δηλαδή, τόσο αυστηρά, όσο και οι σταυρωτές του Χριστού, αφού κι εκείνοι έγιναν ένοχοι αμαρτήματος απέναντι στο σώμα Του.
Πολλοί από τους πιστούς έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο περιφρονήσεως των αγίων Μυστηρίων, ώστε, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητες κακίες και δεν διορθώνουν καθόλου τον εαυτό τους, κοινωνούν στις γιορτές απροετοίμαστοι, μη γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας δεν είναι η γιορτή, αλλά, καθώς είπαμε, η καθαρή συνείδηση. Και όπως αυτός που δεν αισθάνεται κανένα κακό στη συνείδησή του, πρέπει καθημερινά να προσέρχεται στη θεία Κοινωνία, έτσι κι αυτός που είναι φορτωμένος αμαρτήματα και δεν μετανοεί, πρέπει να μην κοινωνεί ούτε στη γιορτή. Γι' αυτό και πάλι σας παρακαλώ όλους να μην πλησιάζετε στα θεία Μυστήρια έτσι απροετοίμαστοι κι επειδή το απαιτεί η γιορτή, αλλά, αν κάποτε αποφασίσετε να λάβετε μέρος στη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσετε, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, από πολλές μέρες πριν, με τη μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη φροντίδα για τα πνευματικά πράγματα.


Παραμονή ως την απόλυση


Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ' Αυτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
Τί κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ' αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;
Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα, μιμούνται... Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.


Μετά τον Εκκλησιασμό


Εμείς ας αναχωρούμε από τη θεία Λειτουργία σαν λιοντάρια που βγάζουν φωτιά, έχοντας γίνει φοβεροί ακόμα και στο διάβολο. Γιατί το άγιο αίμα του Κυρίου που κοινωνούμε, ποτίζει την ψυχή μας και της δίνει μεγάλη δύναμη. Όταν το μεταλαβαίνουμε άξια, διώχνει τους δαίμονες μακριά και φέρνει κοντά μας τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Αυτό το αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας, μ' αυτό λούζεται η ψυχή, μ' αυτό στολίζεται. Αυτό το αίμα κάνει το νου μας λαμπρότερο από τη φωτιά, αυτό κάνει την ψυχή μας λαμπρότερη από το χρυσάφι.
Προσελκύστε, λοιπόν, τους αδελφούς μας στην εκκλησία, προτρέψτε τους πλανημένους, συμβουλέψτε τους όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Κι αν ακόμα τίποτα δεν πεις, αλλά βγεις από την ιερή σύναξη, δείχνοντας στους απόντες -και με την εμφάνιση και με το βλέμμα και με τη φωνή και με το βάδισμα και μ' όλη σου τη σεμνότητα- το κέρδος που αποκόμισες από το ναό, αυτό είναι αρκετό για παραίνεση και συμβουλή. Γιατί έτσι πρέπει να βγαίνουμε από το ναό, σαν από ιερά άδυτα, σαν να κατεβαίνουμε από τους ίδιους τους ουρανούς. Δίδαξε όσους δεν εκκλησιάζονται ότι έψαλες μαζί με τα Σεραφείμ, ότι ανήκεις στην ουράνια πολιτεία, ότι συναντήθηκες με το Χριστό και μίλησες μαζί Του. Αν έτσι ζούμε τη θεία Λειτουργία, δεν θα χρειαστεί να πούμε τίποτα στους απόντες. Αλλά βλέποντας εκείνοι τη δική μας ωφέλεια, θα νιώσουν τη δική τους ζημιά και θα τρέξουν γρήγορα στην εκκλησία, για ν' απολαύσουν τα ίδια αγαθά, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αιώνια ανήκει η δόξα. Αμήν.


"Ο Εκκλησιασμός" Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Ολοκληρώθηκε και τω Θεώ Δόξα.


Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Αγνώστου συγγραφέως: Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού (μέρος 3ο)

Αγνώστου συγγραφέως: Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού (μέρος 3ο)
 

Ύστερα από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα την εδιάβασα όλη και αντελήφθηκα πόση σοφία, πόση αγιότητα και πόσο βάθος ενοράσεως υπήρχε σ' αυτό το ευλογημένο βιβλίο. Είδα δε ακόμη ότι χειρίζεται τόσα άλλα θέματα, και περιλαμβάνει τόσες διδασκαλίες από τους θείους Πατέρας, έτσι που δεν μπορούσα να συλλάβω με μιας όλα όσα ήταν γραμμένα για την εσωτερική Προσευχή, επειδή εγώ ενδιαφερόμουν να μάθω απ' το βιβλίο αυτό, κυρίως, πώς να εφαρμόσω την Προσευχή που αυτοενεργεί εις την καρδιά μέσα.

Αυτή ήταν η μεγάλη μου επιθυμία, σύμφωνα και με του αποστόλου Παύλου τα λόγια, «Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» και «Τ ο Πνεύμα μη σβέννυται». Περιεργάστηκα το ζήτημα αυτό μέσ' στη σκέψι μου αρκετό χρόνο. Τι έπρεπε να γίνη; Το μυαλό μου και η αντίληψίς μου δεν είχαν ανάλογη δύναμι με το έργο που εζητούσα να φέρω εις πέρας και δεν είχα κανένα να μου το εξηγήση όταν εχρειάζετο.


Απεφάσισα, λοιπόν, να ικετεύσω τον Θεό εις τις προσευχές μου, μήπως με βοηθήση να το καταλάβω κάπως. Επί είκοσι τέσσερεις ώρες δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να προσεύχωμαι χωρίς ούτε μιας στιγμής διακοπή. Τέλος η σκέψις μου ηρέμησε και αποκοιμήθηκα. Εις τον ύπνο μου ωνειρεύθηκα οτι ήμουν με τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό εις το κελλί του και ότι αυτός μου εξηγούσε την «Φιλοκαλία». «Το άγιο αυτό βιβλίο είναι γεμάτο από πλούτο σοφίας» μου έλεγε, «είναι ένα μυστικό θησαυροφυλάκιο διαφόρων εννοιών και εντολών του Θεού. Δεν είναι καταληπτό παντού κι απ' τον κάθε ένα, δίνει όμως ασφαλώς εις τον κάθε άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται· εις τον σοφό είναι σοφός οδηγός και εις τον απλό παρέχει απλά την καθοδήγησι. Γι' αυτό σεις οι απλοί που δεν έχετε μεγάλη μόρφωσι δεν πρέπει να διαβάζετε τα κεφάλαιά του το ένα ύστερα από το άλλο, όπως είναι με την σειρά τους μέσ' στο βιβλίο. Η σειρά είναι βαλμένη έτσι, για τους θεολόγους. Αυτοί που δεν έχουν εμβαθύνει εις την θεολογία αλλ' επιθυμούν να μάθουν για την εσωτερική Προσευχή απ' αυτό το βιβλίο, πρέπει να διαβάζουν απ' εκείνο σύμφωνα με την παρακάτω σειρά:

1. Πρώτα απ' όλα πρέπει να διαβάσουν όσα έχει γράψει ο μοναχός Νικηφόρος κι αυτό βρίσκεται εις το δεύτερο μέρος της «Φιλοκαλίας».
2. Έπειτα, όλο το βιβλίο του Γρηγορίου του Σιναΐτου, εκτός από τα μικρά κεφάλαια.
3. Μετά, ό,τι έχει γράψει ο Συμεών ο Νέος θεολόγος για τους τρεις τύπους της Προσευχής, καθώς και τους λόγους «Περί Πίστεως» και,
4. Τέλος, το βιβλίο που έγραψαν οι μοναχοί Κάλλιστος και Ιγνάτιος. Εις αυτούς τους Πατέρας υπάρχει τέλεια καθοδήγησις και διδασκαλία για την εσωτερική Προσευχή της καρδιάς, με τέτοιον τρόπο που ο κάθε ένας μπορεί να την καταλάβη. Κι αν θέλης ακόμη να βρης μιά πολύ καταπληκτική διδασκαλία για την Προσευχή, γύρισε εις το τέταρτο μέρος του βιβλίου και θα βρής ένα περιληπτικό σχέδιο «Περί Προσευχή ς», γραμμένο απ' τον αγιώτατο Κάλλιστο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».

Εις το όνειρό μου αυτό είδα πως εκρατούσα την «Φιλοκαλία» εις τα χέρια μου και άρχισα να ψάχνω για το περιληπτικό αυτό σχέδιο, αλλά δεν ημπορούσα να το βρω. Ο Πνευματικός μου οδηγός όμως εγύρισε κάμποσες σελίδες και μου είπε: «Εδώ είναι, θα το σημειώσω για να μη το χάσης». Πήρε δε ένα κομματάκι κάρβουνο από κάτω και εσημείωσε μιά γραμμή εις το περιθώριο εκεί που άρχιζε το κεφάλαιο. Τον άκουγα με πολλή προσοχή και προσπάθησα να εντυπώσω στο μυαλό μου κάθε μιά του λέξι όπως την έλεγε.

Όταν εξύπνησα ήταν ακόμη σκοτάδι. Ήμουν ακόμη ξαπλωμένος, όταν η σκέψη μου περιεστράφηκε γύρω εις το όνειρό μου και σ' αυτά που ο μακαρίτης ο οδηγός μου μου είχεν ειπή. «Ο Θεός ξεύρει» εσκέφθηκα, «εάν αληθινά ήταν το πνεύμα του μακαρίτη αυτό που είδα, ή ήταν όλο αυτό αποτέλεσμα των σκέψεών μου, που προέρχονται από την «Φιλοκαλία» και από όσα με εδίδαξε αυτός όταν εζούσε».

Με αυτή την αμφιβολία εις το μυαλό μου εσηχκώθηκα, επειδή άρχισε να χαράζη. Και τι είδα; Επάνω εις την πλάκα που εχρησίμευε για τραπέζι της καλύβας βρισκόταν ανοιγμένη η «Φιλοκαλία» στην σελίδα που μου είχε δείξει η ψυχή του οδηγού μου και είχε την γραμμή τραβηγμένη με κάρβουνο εις το περιθώριο, όπως ακριβώς είχε συμβή και εις το όνειρό μου! Ακόμη και το κομματάκι το κάρβουνο, ήταν αφημένο επάνω εις την πλάκα, δίπλα εις το βιβλίο! Το εκοίταξα με μεγάλη έκπληξι, γιατί θυμώμουν πολύ καλά πως το βιβλίο από βραδύς το είχα βάλει κλειστό, κάτω από τα πανιά που μου εχρησίμευαν για μαξιλάρι και οτι δεν υπήρχε τίποτα εκεί που τώρα έβλεπα την γραμμή, τραβηγμένη με κάρβουνο. Ύστερα απ' αυτά εβεβαιώθηκα για την αλήθεια του ονείρου μου και για το ότι ο ευλογημένος και αξέχαστος διδάσκαλός μου είχε βρει «παρρησία» εις τον Θεόν.

Άρχισα, λοιπόν, να διαβάζω απ' την «Φιλοκαλία» όλα αυτά που είχε αυτός ορίσει. Τα επέρασα με την σειρά μια φορά κ' έπειτα δεύτερη, αυτή δε η μελέτη άναψε μέσ' στην καρδιά μου την επιθυμία και τον ζήλο να εφαρμόσω τέλεια αυτά που είχα διαβάσει. Κατενόησα πολύ καθαρά τι σημαίνει εσωτερική Προσευχή, πώς κατορθώνεται, ποιοί είναι οι καρποί της, πώς γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου και την ψυχή του με ευφροσύνη και πώς αυτός που την αποκτά μπορεί να εξηγήση εάν αυτή η ευφροσύνη προέρχεται από τον Θεό, από τον εξωτερικό κόσμο, ή από τον πειρασμό.

Έτσι άρχισα να ερευνώ την καρδιά μου σύμφωνα με την διδασκαλία του Συμεών του νέου θεολόγου. Με κλειστά τα μάτια μου προσήλωσα την σκέψι μου και την φαντασία μου επάνω εις την καρδιά μου. Προσπάθησα να την απεικονίσω και να ακούσω τα κτυπήματά της εις το αριστερό μέρος του στήθους μου. Άρχισα να το πράττω αυτό κάμποσες φορές την ημέρα, για μισή ώρα κάθε φορά, και στην αρχή δεν αισθάνθηκα παρά μόνον μιαν αίσθησι σκοταδιού. Όμως, σιγά-σιγά, για πολύ λίγο χρονικό διάστημα κάθε φορά, μπορούσα να απεικονίζω την καρδιά μου μέσ' στο μυαλό μου και να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Με τη βοήθεια δε του ρυθμού της αναπνοής μου μπορούσα να ρυθμίζω την προσευχή του Χριστού όπως την διδάσκουν σχετικώς οι Πατέρες, Γρηγόριος ο Σιναΐτης και ο Κάλλιστος και ο Ιγνάτιος.

Όταν ανέπνεα, με την εισπνοή έλεγα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ», και με την εκπνοή συμπλήρωνα λέγοντας εις την καρδιά μου μέσα: «ελέησόν με». Εις την αρχή αυτό διαρκούσε μιάν ώρα, έπειτα δυό ωρες, μετά όσο περισσότερον ημπορούσα, και εις τέλος όλη την ημέρα. Εάν συνέβαινε καμμιά δυσκολία, εάν με κατελάμβανε οκνηρία ή αμφιβολία, έσπευδα να ανοίξω την «Φιλοκαλία» και να διαβάσω τα μέρη αυτά που πραγματεύονται για την εργασία της καρδιάς, και έτσι ξανάβρισκα τον ζήλο και την θερμότητα για την «Προσευχή» αυτή.

Έπειτα από τρεις εβδομάδες αισθάνθηκα ένα πόνο εις την καρδιά μου κ' έπειτα μιά εξαιρετικά ευφροσύνη θερμότητα και παρηγοριά και ειρήνη. Αυτό μου έδωσε μεγάλη ενίσχυσι και με παρεκίνησε να αφιερωθώ όσο περισσότερον ημπορούσα στην φροντίδα μου να λέω την «Προσευχή» και συνέβη ώστε να αισθανθώ ύστερα απ' αυτό, σαν να είχα καταληφθή απ' αυτή, πράγμα που μούδινε άφατη χαρά. Από το σημείο αυτό άρχισα να έχω από καιρό σε καιρό διαφορετικά συναισθήματα εις την καρδιά και σκέψεις εις το μυαλό μου. Άλλοτε η καρδιά μου αισθανόταν σαν να εκόχλαζε από χαρά, τόσος ήταν ο φωτισμός, η ελευθερία και η παρηγοριά που εδρεύανε μέσα της. Άλλοτε αισθανόμουν μιά καυτερή αγάπη για τον Χριστό και για όλα τα πλάσματα του Θεού. Άλλοτε εβούρκωναν τα μάτια μου από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για το έλεος το πλούσιο που έδειξε σε μένα, έναν άθλιο αμαρτωλό. Άλλοτε η διάνοιά μου, που πολλές φορές πριν, είχεν αποδειχθή αδύνατη και ατελής, έπαιρνε τόσο φως, ώστε εγινόταν ικανή να κατανοήση και να περιεργασθή θέματα και ζητήματα, που μέχρι τότε δεν ήταν σε θέσι ούτε κάν να τα φαντασθή. Άλλοτε η αίσθησις της θερμής ευχαριστήσεως μέσ' στην καρδιά μου απλωνότανε και κατελάμβανε όλη μου την ύπαρξι και άλλοτε με κατελάμβανε βαθειά συγκίνησις από το γεγονός ότι μπορούσα να κατανοώ τί είναι η πανταχού παρουσία του Θεού. Άλλοτε, τέλος, με την επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού, σκεπαζόμουνα από ουράνια ευλογία και τοτε μπορούσα να καταλάβω την έννοια των λόγων «η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν».

Έχοντας όλα αυτά κι άλλα παρόμοια συναισθήματα, αντελήφθηκα ότι η «Προσευχή» φέρνει τους καρπούς της με τρεις τρόπους: με το Πνεύμα, με τα συναισθήματα και με τις αποκαλύψεις.

Εις την πρώτη περίπτωσι π.χ. καρπός της Προσευχής είναι: «η γλυκύτης της αγάπης του Θεού, η εσωτερική ειρήνη, η ήρεμη χαρά του νου, η καθαρότης της σκέψεως και η γλυκεία ανάμνησις του Θεού». Εις την δευτέρα περίπτωση καρπός είναι: «η ευχάριστη θερμότης της καρδιάς, η πληρότης της ευτυχίας που καταλαμβάνει και όλα τα μέλη του σώματος ακόμη, το κόχλασμα ευτυχίας εις την καρδιά, ο φωτισμός και το θάρρος, η βαθύτερη άγνωστη χαρά της ζωής και η δύναμις της υπομονής εις την λύπη και την αρρώστια». Εις την τρίτη, τέλος, περίπτωσι, αποτέλεσμα και καρπός της «Προσευχής» είναι: «η διάνοιξις του νου με φωτισμό, η κατανόησις των Αγίων Γραφών, η γνώσις της γλώσσης των διαφόρων δημιουργημάτων, η απόκτησις ελευθερίας μέσα από την ματαιότητα και τον θόρυβον, η γνώσις της χαράς της εσωτερικής ζωής, και τέλος, η βεβαιότης της προσεγγίσεως του Θεού προς εμάς και η γνώσις της αγάπης Του για όλους μας».

Έπειτα από πέντε μήνες ζωής με προσευχή και με ευτυχία σαν κι αυτή, συνήθισα τόσο πολύ την «Προσευχή του Χριστού», ώστε την είχα σύντροφό μου συνεχή και σταθερό. Εις το τέλος η «Προσευχή» ενεργούσε μόνη της μέσα στο μυαλό μου, χωρίς καθόλου προσπάθεια από μέρους μου και αυτό συνέβαινε όχι μόνον όταν ήμουν ξύπνιος αλλά και εις τον ύπνο μου ακόμη. Τίποτε δεν ημπορούσε να την διασπάση ούτε για ένα λεπτό της ώρας και καμμιά μου απασχόλησις δεν την έβλαπτε. Η ψυχή μου έστελνε συνεχώς ευχαριστίες προς τον Θεό και η καρδιά μου έλειωνε από ατέλειωτη ευτυχία.

Ήλθε όμως κι ο καιρός που το δάσος έπρεπε να υλοτομηθή. Οι εργάται άρχισαν να έρχωνται ομάδες -ομάδες κ' εγώ έπρεπε να εγκαταλείψω την ήσυχη αυτή διαμονή μου. Ευχαρίστησα τον φύλακα του δάσους, είπα μερικές προσευχές, φίλησα το μέρος της γης επάνω εις το οποίον ο Θεός κατεδέχθη να χαρίση σε μένα τον ανάξιο, το μέγα του έλεος, έβαλα εις την πλάτη μου το σακκίδιο με τα βιβλία κ' εξεκίνησα.

Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα περιπλανιώμουνα σε διάφορα μέρη, μέχρις ότου έφθασα τέλος εις το Ιρκούτσκ. Η αυτοενεργούσα Προσευχή μέσ' στην καρδιά μου, μου ήταν σε όλο το δρόμο μου ανακούφισις και παρηγοριά. Ο,τιδήποτε και αν συναντούσα, η «Προσευχή» δεν εσταματούσε από του να με χαροποιή σε ανάλογο βαθμό, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όπου κι αν ήμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η «Προσευχή» ούτε εμπόδιο ήταν σε τίποτε, ούτε από τίποτε εμποδιζόταν.

Την ώρα της εργασίας η «Προσευχή του Χριστού» προχωρεί μόνη της μέσ' στην καρδιά μου κ' η δουλειά τελειώνει γρηγορώτερα. Όταν διαβάζω ή παρακολουθώ ή ακούω κάτι με προσοχή, η «Προσευχή» καθόλου δεν με σταματά, και το ίδιο χρονικό διάστημα είμαι ενήμερος και των δύο, σαν να έχω δύο εαυτούς, σαν να έχω δύο ψυχές, σε ένα και το αυτό σώμα. Τί μυστήριο αλήθεια είναι ο άνθρωπος! Γι' αυτό ο καθένας με όλη την ψυχή του ας δοξολογή τον Θεό λέγοντας: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».

Πολλά μου συνέβησαν εις τον δρόμον αυτό· πολλές και παράξενες περιπέτειες. Εάν δε άρχιζα να τις διηγούμαι όλες δεν θα μου έφθανε ούτε ένα ημερονύκτιο ολόκληρο.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, π.χ., εβάδιζα μόνος μου μέσα σ' ένα δάσος προς ένα χωριουδάκι που το έβλεπα ν' απέχη μόλις ενάμιση χιλιόμετρο εμπρός μου και που λογάριαζα να παραμείνω την νύκτα αυτή. Ξαφνικά ένας λύκος πρόβαλε μπροστά μου και έκανε να έλθη προς το μέρος μου. Είχα στα χέρια μου το μάλλινο κομποσχοίνι του γέροντα οδηγού μου, γιατί δεν το αποχωριζόμουν ποτέ κ' έκανα να κτυπήσω τον λύκο μ' αυτό. Μου έφυγε όμως το κομποσχοίνι από τα χέρια μου κ' ετυλίχθηκε εις του λύκου τον λαιμό. Το ζώον άρχισε να απομακρύνεται από μένα, αλλά όπως επήδησε πιό πέρα επάνω σ' ένα θαμνώδες αγκάθι, επιάστηκαν σ' αυτό τα πισινά του πόδια κι όπως εγύριζε να ελευθερωθή, έμπλεξε και το κομποσχοίνι σ' ένα πάσσαλο ξερού δένδρου έτσι, ώστε σε κάθε στροφή του ο λύκος τυλιγόταν και περισσότερο. Έκανα το σταυρό μου με πίστι κ' επροχώρησα να ελευθερώσω το αγρίμι, κυρίως γιατί φοβόμουνα μήπως εις την αγωνία του, κόβοντας το κομποσχοίνι το έσερνε μαζί του, και έτσι θα έχανα το πολύτιμο αυτό δώρο του Γέροντά μου. Εκράτησα κάπως το κομποσχοίνι κ' έτσι ελευθερώθηκε το κεφάλι του λύκου, που έφυγε χωρίς ν' αφήση ίχνη. Ευχαρίστησα τον Θεό, έχοντας εις το μυαλό μου τον ευλογημένο Πνευματικό οδηγό, κ' έφθασα ασφαλώς εις το χωριό, όπου εζήτησα κατάλυμμα για μιά νύχτα σ' ένα χάνι.

Εμπήκα μέσα. Δυό άνδρες εκεί, ο ένας γέρος και ο άλλος μεσόκοπος και καλοδεμένος, ήσαν καθισμένοι σε μιά γωνιά σ' ένα τραπέζι, πίνοντας τσάϊ. Δεν εφαίνονταν να είναι απλοί άνθρωποι κ' ερώτησα τον ιπποκόμο τους, ποιοί ήσαν. Έμαθα, λοιπόν, απ' αυτόν ότι ο γέρος ήταν δάσκαλος σ' ένα δημοτικό σχολείο και ο άλλος γραμματεύς επαρχιακού δικαστηρίου. Ήσαν και οι δυό άνθρωποι καλυτέρας τάξεως, επήγαιναν δε σ' ένα πανηγύρι καμμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ' εκεί. Αφού εκάθησα λίγο, παρεκάλεσα την οικοδέσποινα του καταφυγίου μου να μου δώση λίγη κλωστή και μιά βελόνα, εζύγωσα στο φως μιας λαμπάδας κ' εκάθησα να ράψω το κομποσχοίνι μου, που είχε ξυλωθή σ' ένα μέρος κ' ήταν έτοιμο να κοπή.

Ο γραμματεύς μ' εκοίταξε και μου είπε:
«Φαντάζομαι πόσο σκληρά θα προσευχήθηκες για να σπάση το κομποσχοίνι σου».
«Δεν το έσπασα εγώ», απήντησα, «ένας λύκος μου το έκανε έτσι».
«Ένας λύκος; Ώστε και οι λύκοι λένε προσευχές»; είπε πειρακτικά.
Τους είπα όσα συνέβησαν και πόσο πολύτιμο ήταν αυτό το κομποσχοίνι για μένα.

Ο γραμματεύς εγέλασε, λέγοντας πάλι: «Θαύματα πάντα συμβαίνουν σε σας τους φθηνούς αγίους. Σαν τι αγιότητα μπορεί να έχη ένα γεγονός σαν κι αυτό που μας είπες; Είναι απλούστατο. Ο λύκος εφοβήθηκε από αυτό που του πέταξες και έφυγε. Είναι γεγονός ότι οι λύκοι και οι σκύλοι τρομάζουν όταν τους πετάξη κανείς κάτι και το να μπλέκουνε σ' ένα θάμνο είναι κάτι το πολύ κοινό. Αυτά πολλές φορές συμβαίνουν. Πού το βλέπετε το θαύμα»;

Αλλά ο γέρος απήντησε ως εξής: «Μην πηδάς σε συμπεράσματα σαν κι αυτά, αγαπητέ μου. Σου διέφυγε η βαθύτερη έννοια του περιστατικού. Από μέρους μου, εγώ βλέπω εις την ιστορίαν του χωρικού αυτού το μυστήριον της φύσεως απ' τις δυο του μεριές, την αισθητή και την πνευματική».

«Πώς συμβαίνει αυτό»; ερώτησεν ο γραμματεύς.

«Λοιπόν, τα πράγματα έχουν πάνω - κάτω ως εξής: "Αν και δεν έχης πανεπιστημιακή μόρφωσι, έχεις βεβαίως όμως μάθει την ιερά ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με το σύστημα των περιληπτικών ερωτήσεων και απαντήσεων, εις το σχολείο, θυμάσαι ότι τον προπάτορα Αδάμ, όταν ευρίσκετο ακόμη εις την κατάστασι της αγίας αθωότητος, όλα τα ζώα τον υπάκουαν, τον εζύγωναν με φόβο κι αυτός έδωσε εις το καθένα το όνομά του; Ο γέρος εις τον οποίον ανήκε το κομποσχοίνι αυτό, ήταν άγιος άνθρωπος. Λοιπόν, ποιά είναι η έννοια της αγιότητος; Για τον αμαρτωλό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επάνοδος, με την προσπάθεια και αυτοκυριαρχία, σε μιά κατάστασι αθωότητος και αναμαρτησίας που ζυγώνει την αγνότητα των πρωτοπλάστων. Όταν η ψυχή καθίσταται αγία, το σώμα επίσης γίνεται άγιο. Το κομποσχοίνι αυτό βρισκότανε, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, στα χέρια ενός ανθρώπου που καθημερινά αγίαζε τον εαυτό του. Η επαφή του μ' αυτό, το έκανε να πάρη από την άγια δύναμι της αγνότητος του πρώτου ανθρώπου, πριν από την αμαρτία! Αυτό είναι το μυστήριο της πνευματικής φύσεως! Όλα τα ζώα πάντοτε καταλαβαίνουν αυτήν την δύναμι, την οσφραίνονται κατά ένα τρόπο, επειδή είναι γνωστό, ότι εις ολα τα ζώα η οσφρησις είναι η σπουδαιότερα των αισθήσεων. Αυτό είναι το μυστήριον της φύσεως».

«Σεις οι μορφωμένοι διανοείσθε σχετικά με τη δύναμι και την σοφία, αλλά εμείς αντιλαμβανόμεθα τα πράγματα πολύ απλά. Αδειάζουμε μ' ευχαρίστησι ένα ποτήρι γεμάτο βότκα κι αυτό αποτελεί την ιδικήν μας τη δύναμι», είπε ο γραμματεύς κ' επροχώρησε για να πληρώση.

«Αυτά είναι για σένα μόνο», είπε ο δάσκαλος, «αλλά θέλω να σε παρακαλέσω, την γνώσι να την αφήσης για μας»...

Μου άρεσε ο τρόπος που μίλησε, τον εζύγωσα και του είπα: «Θα μπορούσα να σας απασχολήσω λίγο, λέγοντάς σας κάτι περισσότερο για τον Πνευματικό μου οδηγό»; Έτσι του διηγήθηκα για την εμφάνισή του εις τον ύπνο μου, την διδασκαλία που μου έκανε τότε και το σημάδι που εχάραξε με το καρβουνάκι εις την «Φιλοκαλία».

Με άκουγε με προσοχή σε όσα του έλεγα, αλλά ο γραμματεύς, που είχε πιο πέρα ξαπλώσει σε μιά πολυθρόνα, εμουρμούρισε:
«Είναι αλήθεια ότι το πολύ διάβασμα της Γραφής παίρνει τα μυαλά του ανθρώπου. Έτσι δεν είναι, όταν πιστεύης ότι ένα φάντασμα νεκρού ανθρώπου κάνει την νύκτα διάφορα σημάδια σ' ένα βιβλίο; Απλούστατα, άφησες το βιβλίο να πέση στο έδαφος, ενώ ήσουν μισοκοιμισμένος και όπως έπεσε, το κάρβουνο που ήτανε κάτω, έκανε τη γραμμή που λες εις το περιθώριο του βιβλίου. Αυτό είναι το θαύμα του βιβλίου σου. Απατεώνες! Έχω συναντήσει μέχρι τώρα πολλούς από σας».

Μουρμουρίζοντας όλα αυτά, ο γραμματεύς εγύρισε προς τον τοίχο για ν' αποκοιμηθή κ' εγώ ξαναγυρίζοντας προς τον διδάσκαλο, του είπα εάν θέλη να του δείξω το ίδιο το βιβλίο με τη γραμμή εις το περιθώριο.

«Κοίταξέ το με προσοχή», του είπα, βγάζοντάς το από το σακκίδιό μου, «είναι σημειωμένο προσεκτικά και όχι λερωμένο. Αυτό που με εκπλήσσει, εξακολούθησα, είναι το πώς ένα πνεύμα χωρίς σώμα μπορεί να πιάση ένα κάρβουνο και να γράψη μ' αυτό».

Ο δάσκαλος, εκοίταξε τη χαραγμένη γραμμή και είπε: «Αυτό επίσης είναι ένα πνευματικό μυστήριο και θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω. Όταν τα πνεύματα παρουσιάζωνται σ' ένα πρόσωπο, περιβεβλημένα με ανθρώπινο σώμα, το σώμα τους αυτό γίνεται αντιληπτό να μπαινοβγαίνη π.χ. κάπου και να κάνη ένα σωρό κινήσεις και πράξεις, όταν δε εξαφανίζεται, αποθέτει πάλι το υλικό στοιχείο, που είχε για λίγο χρόνο περιβληθή. Ακριβώς όπως η ατμόσφαιρα έχει τη δύναμι να συστέλλεται και να διαστέλλεται, έτσι και η ψυχή μέσα στο σώμα, μπορεί να πάρη ο,τιδήποτε σχήμα, μπορεί να πράξη οποιαδήποτε κίνησι, καθώς και να γράψη. Αλλά ποιό είναι αυτό το βιβλίο; Ας του ρίξω μιά ματιά».

Με το άνοιγμα έπεσε το μάτι του εις τους λόγους Συμεών του Νέου θεολόγου.
«Αυτό πρέπει να είναι θεολογικό έργο», είπε. «Είναι όλο ένα απάνθισμα», του εξήγησα. «Πραγματεύεται και για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, την νοερά, που γίνεται με την επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού, το περιεχόμενό του δε προέρχεται από συγγράμματα τριάντα Πατέρων της Εκκλησίας».

«Α! κ' εγώ ξεύρω κάτι γι' αυτή την εσωτερική προσευχή», απήντησε.

Τον ικέτευσα πραγματικά, να μου μιλήση γι' αυτή, και το έκανε, λέγοντας:
«Λοιπόν, η Καινή Διαθήκη, λέγει ότι ο άνθρωπος και όλη η Πλάσις είναι υποκείμενα εις την ματαιότητα όχι θεληματικά, και στενάζουν με την προσπάθεια και την επιθυμία να εισέλθουν εις την ελευθερία των τέκνων του Θεού. Ο μυστηριώδης αυτός αναστεναγμός της όλης δημιουργίας, η εσωτερική αυτή τάσις κάθε ψυχής προς τον Θεό, είναι ακριβώς αυτό που λέμε εσωτερική προσευχή, δεν είναι όμως ανάγκη να την διδαχθή κανείς, γιατί είναι φυσική εις τον κάθε ένα από μας».

«Μα τι πρέπει να κάνη κανείς, να την βρει την Προσευχή αυτή, να την αισθανθή, να την αναγνωρίση εις την θέλησί του μέσα, να την πάρη και να απολαύση την ευτυχία της και το φως της, για να φθάση έτσι εις την σωτηρία του»; ερώτησα.

«Δεν ηξεύρω αν το θέμα αυτό θίγεται εις τα θεολογικά βιβλία», απήντησε.

«Λοιπόν, εδώ το κάθε τι είναι απλοποιημένο», είπα, δείχνοντας το βιβλίο μου και πάλι.

Ο δάσκαλος εσημείωσε τον τίτλο του βιβλίου και είπε, πως θα αγόραζε απαραίτητα ένα από το Τομπόλσκ, για να το μελετήση. Μετά, εχωρίσαμε για να πάρη ο καθένας την πορεία του. Ευχαρίστησα τον Θεόν γι' αυτή την συνομιλία με το δάσκαλο, και παρεκάλεσα ο Θεός να ευδοκήση ώστε και ο γραμματεύς να καταλάβη την ανάγκη να διαβάση την «Φιλοκαλία», έστω και για μιά φορά, για να βρει με τη βοήθειά της την σωτηρία του.

Άλλη μια φορά, ήταν άνοιξις τότε, επέρασα από ένα χωριό όπου εφιλοξενήθηκα από τον παπά. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος κ' εζούσε κατάμονος. Επέρασα τρεις ημέρες κοντά του. Με παρηκολούθησε το λιγοστό αυτό διάστημα και μου είπε: «Μείνε εδώ, και θα έχης και μιά μικρή πληρωμή. Έχω ανάγκη από έναν έμπιστον άνθρωπο. Όπως βλέπεις έχουμε αρχίσει να κτίζουμε μιά πετρόκτιστη εκκλησία κοντά εις την παλιά ξύλινη και είναι καιρός που γυρεύω να βρω έναν τίμιον άνθρωπο να επιβλέπη τους εργάτας και να μένη την ημέρα μέσ' στο μικρό εκκλησάκι, όπου βρίσκεται το κουτί των προσφορών για την ανέγερσι. Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται για σένα και για τον τρόπο της ζωής σου. Θα είσαι μόνος στο παρεκκλησάκι και θα λες τις προσευχές σου. Υπάρχει εκεί παραπλεύρως ένα μικρό μοναχικό δωμάτιο για τον νεωκόρο. Σε παρακαλώ μείνε εκεί, τουλάχιστον μέχρις ότου τελειώσει η εκκλησία που κτίζουμε.

Αρνήθηκα για κάμποσο, αλλ' εις το τέλος υποτάχθηκα εις τις παρακλήσεις του καλού ιερέως και παρέμεινα εκεί, μέχρι το φθινόπωρο, εις το δωματιάκι που ήταν προωρισμένο για τον νεωκόρο. Εις την αρχή το βρήκα ήσυχο και κατάλληλο για προσευχή, αν και πολύς κόσμος εμπαινόβγαινε προ παντός τις εορτές· άλλοι για να προσευχηθούν, αλλά και μερικοί με τον σκοπό να κλέψουν χρήματα από τον δίσκο της ανοικοδομήσεως της εκκλησίας.

Εδιάβαζα την Αγία Γραφή και την «Φιλοκαλία» κάθε βράδυ, μερικοί δε βλέποντάς με, με παρεκάλεσαν να διαβάζω δυνατά για ν' ακούνε.

Έπειτα από καιρό, παρετήρησα ότι μια χωριατοπούλα ερχόταν συχνά εις το παρεκκλήσι και προσευχόταν πολλή ώρα. Παρακολουθώντας το ψιθύρισμά της, κατάλαβα ότι τα λόγια που έλεγε σαν προσευχόταν, ήσαν παράξενα και οι προσευχές της διαφορετικές από τις συνηθισμένες. Την ερώτησα πού τα έμαθε αυτά τα πράγματα και μου είπε ότι της τα εδίδαξε η μητέρα της, που ήταν εκκλησιαστική γυναίκα. Μου είπε ακόμη, ότι ο πατέρας της ανήκε σε μιαν αίρεσι, που δεν παραδεχόταν την ιερωσύνη.

Την ελυπήθηκα και αισθάνθηκα καθήκον μου να την συμβουλεύσω να λέγη τις προσευχές με τον ορθό τρόπο και σύμφωνα με την παράδοσι της ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Έπειτα της εδίδαξα την πραγματική σειρά του «Πάτερ ημών» και των «Χαιρετισμών» της Θεοτόκου, και τελικά την παρώτρυνα να λέγη την Προσευχή του Ιησού Χριστού όσο πιο συχνά μπορούσε, επειδή αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό περισσότερο από κάθε άλλη προσευχή. Η κοπέλλα εύκολα τα αφομοίωσε. Συνέβη δε ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα να συνηθίση τόσο πολύ την «Προσευχή», ώστε, όπως η ίδια μου είπε, την αισθανόταν ότι την προσείλκυε συνεχώς, ότι την ευχαριστούσε να την λέγη όσο συχνότερα μπορούσε, και ότι αργότερα εγέμιζε από αγαλλίασι την καρδιά της, οπότε ξανάρχιζε να την επαναλαμβάνη ακούραστα και πάλι.

Εχάρηκα εξαιρετικά από όλα όσα άκουσα και την παρώτρυνα να προχωρήση περισσότερο εις την χρησιμοποίησι της «Προσευχής».

Το καλοκαίρι επλησίαζε και πάλι. Πολλοί επισκέπτες έρχονταν εις το παρεκκλήσι για να ιδούνε κ' εμένα, όχι μόνο για να τους διαβάσω και να πάρουν τη συμβουλή μου, αλλά και για να μου προξενούν ένα σωρό φασαρίες, ζητώντας τη βοήθειά μου για πράγματα που είχαν χάσει και για υποθέσεις στις οποίες είχαν αποτύχει.

Μερικοί απ' αυτούς ενόμιζαν πως ήμουν μάγος. Το κορίτσι για το οποίο εμίλησα πάρα πάνω, ήλθε μιά μέρα σε μιά κατάστασι μεγάλης λύπης και αμηχανίας, μη ξεύροντας τι να κάνη.

Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψη με έναν άνδρα της αιρέσεώς του και θα γινόταν ο γάμος χωρίς τις ευλογίες του ιερέως, με μόνη μια ιεροτελεστία που θα έκανε ένας χωρικός που ανηήκε εις την ίδια αίρεσι. «Πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος γάμος να είναι κανονικός και νόμιμος; Δεν θα είναι μιά παράνομη και αμαρτωλή συμβίωσι;» έλεγεν η χωριατοπούλα κλαίγοντας κι αποφασισμένη να φύγη από το σπίτι της με πρώτη ευκαιρία.

«Μα πού θα πας»; της είπα εγώ. «Θα σε βρούνε οπωσδήποτε, θα ψάξουν και πουθενά δεν θα μπορέσης να κρυφθής. Καλύτερα να προσευχηθής με θέρμη εις τον Θεό, να εμποδίση τον πατέρα σου από του να σε παντρέψη έτσι όπως θέλει, και να φυλάξη την ψυχή σου από την αίρεσι.
»Αυτό είναι το καλύτερο που έχεις να κάνης και όχι να φύγης απ' το σπίτι σου».

Έτσι με την πάροδο του χρόνου, όλος αυτός ο θόρυβος και η φασαρία άρχισαν να αυξάνουν περισσότερο από ό,τι μπορούσα να βαστάξω, τέλος δε με την πάροδο του καλοκαιριού απεφάσισα να φύγω και να εξακολουθήσω τις προσκυνηματικές πορείες μου όπως πρώτα. Συνωμίλησα με τον παπά γι' αυτές τις αποφάσεις μου, λέγοντας: «Πάτερ μου, σεις ξεύρετε τα σχέδιά μου. Πρέπει να έχω εξασφαλισμένο ένα ήσυχο μέρος για την προσευχή, εδώ δε, μ' όλο που υπάρχει μεγάλη ησυχία, επέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Δώστε μου τώρα την άδεια να φύγω και την ευχή σας να εξακολουθήσω τα ταξείδια μου».

Ο ιερεύς ομως δεν ήθελε να μ' αφήση να φύγω, κ' εφρόντισε να με πείση λέγοντάς μου: «Τι σε εμποδίζει από την προσευχή σου; Δεν είσαι υποχρεωμένος να μιλάς σε κανένα, αν δεν θέλης συ ο ίδιος. Έχεις το καθημερινό σου φαγητό εδώ. Λέγε τις προσευχές μέρα-νύκτα όπως επιθυμείς και ζήσε όπως θέλεις με τα καθήκοντά σου με τον Θεό. Είσαι χρήσιμος εδώ. Μη συναναστρέφεσαι με κανένα που έχει όρεξι για φλυαρία. Η παρουσία σου είναι πολύ επωφελής για τον Ναό μας. Αυτή η υπηρεσία σου είναι πιό αξιόλογη εις τα μάτια του Θεού, παρά οι προσευχές σου. Γιατί επιθυμείς να είσαι συνεχώς μόνος σου; Η κοινή προσευχή είναι πιό ευχάριστη. Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για να σκέπτεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για να βοηθή ο ένας τον άλλον εις το μονοπάτι της σωτηρίας, ο κάθε ένας ανάλογα με την δύναμί του. Έτσι έκαμαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επάλευαν μέρα-νύκτα, εφρόντιζαν για τις ανάγκες του ποιμνίου, εκήρυσσαν παντού και δεν παρέμεναν μόνοι σ' ένα μέρος, φροντίζοντας να κρυφθούν από τον κόσμο».

«Ο κάθε ένας έχει το δώρο του από τον Θεό» του απήντησα.

«Όπως υπήρξαν πολλοί ιεροκήρυκες πατέρες, έτσι υπήρξαν και πολλοί ερημίται. Ο κάθε ένας κάνει ό,τι μπορεί, και παρακολουθεί την ιδική του τη γραμμη, με την σκέψιν ότι ο ίδιος ο Θεός δείχνει και σ' αυτόν, όπως και εις τον καθένα, το δρόμο της σωτηρίας του. Πώς σου φαίνεται το γεγονός ότι πολλοί από τους αγίους παρητήθησαν από τις επισκοπές τους ή τις ενορίες τους, και άλλοι άφησαν το μοναστήρι για να πάνε εις την έρημο και να αποφύγουν την φασαρία που προέρχεται από το συγχρωτισμό με άλλους ανθρώπους; Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος π.χ. έφυγε από το ποίμνιό του, που εποίμαινε ως επίσκοπος, και ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης άφησε τη Μεγίστη Λαύρα, ακριβώς διότι σε τέτοιους ανθρώπους τα μέρη που εζούσαν και ειργάζοντο, ήσαν γεμάτα από πειρασμούς και επίστευαν όλοι αυτοί ειλικρινά εις τα λόγια του Κυρίου μας, "τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;"

«Ναί, αλλά αυτοί ήσαν άγιοι», είπεν ο παπάς.

«Εάν, όμως», απήντησα, «αυτοί που ήσαν άγιοι έλαβαν μέτρα να προφυλαχθούν από τους κινδύνους της αναμίξεώς των με τους ανθρώπους, τι καλύτερο, σας παρακαλώ, ένας αδύνατος αμαρτωλός μπορεί να κάνει;

Έτσι εις το τέλος απεχαιρέτησα τον καλόν ιερέα κι αυτός με την καρδιά του με κατευώδωσε.